«Μακρόνησος, το νεκροταφείο της Ελλάδος»: Στρατιωτική θητεία στη Μακρόνησο
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και ιστορικό της οικογενείας
00:00:00 - 00:07:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, πώς ονομάζεστε; Καλησπέρα. Παύλος Καλώνης -Καλώνης με ωμέγα- του Χαράλαμπου και της Ευπραξίας. Γεννηθείς το 1927 την Πρωτομαγι…ζαρος πολιτικός μηχανικός, αλλά υπομηχανικός. Τότε με την πορεία που κάνανε οι υπομηχανικοί, που κατεβήκανε στην Αθήνα ήταν και αυτός μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Πολιτικές πεποιθήσεις
00:07:33 - 00:11:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσάς, κύριε Παύλο, σας κυνήγησε ποτέ κανένας; Ποιο; Εσάς σας κυνήγησε- Αν με κυνήγησε; Εγώ έχω φάει ξύλο από δύο-τρεις, αλλά τάχα για άλλ…α λίγο. Δηλαδή, δύο βραδιές εδώ, πέντε βραδιές αλλού, αλλά έτσι με διακοπές και με άλλες αφορμές. Τάχα έτσι για το ένα, για το άλλο. Δεν...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το ταξίδι προς τη Μακρόνησο
00:11:33 - 00:16:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εξορία; Εξορία; Αυτή η Μακρόνησος. Όλη. Άλλη εξορία δεν έκανα εγώ, όχι. Πώς βρεθήκατε ουσιαστικά στην εξορία; Θέλετε λίγο να μας πείτε το …α. Είχα την αλλαξιά μου, γιατί είπαμε: «Θα πάμε εκεί. Θα μας τα βγάλουν αυτά». Δεν είχα, όχι. Βαλίτσα δεν είχα. Ένα δίχτυ μου φαίνεται είχα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η άφιξη στη Μακρόνησο
00:16:35 - 00:21:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και όταν φτάσατε στη Μακρόνησο, σας τα πήραν τα πράγματα; Όχι. Μας τα πήρανε και μας είπανε: «Βάλτε τα όπου θέλετε να τα κρύψετε». Τώρα δεν…ικού Κόμματος του Παλαιοκάστρου. Γιατί είχε και εδώ Κομμουνιστικό Κόμμα χώρια επιτροπή και χώρια και κάτοικοι. Και ύστερα ενωθήκανε, βέβαια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Οι σχέσεις μεταξύ στρατιωτών
00:21:11 - 00:27:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχατε κι άλλους γνωστούς εκεί πέρα στην Μακρόνησο; Όταν πήγατε και γνωρίσατε, υπήρχαν και άλλοι γνωστοί που ήταν πριν από εσάς εκεί; Γνωστ…ς. Ναι, σε σκηνές. Μας δώσανε και από ένα στρώμα. Το γεμίσαμε με λίγα άχυρα μέσα εκεί και εκείνο. Από πάνω με τις κουβέρτες και τίποτα άλλο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Συνθήκες διαβίωσης στη Μακρόνησο
00:27:20 - 00:53:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήταν γενικά οι συνθήκες εκεί πέρα; Άγριες και άγονες. Άγριες και άγονες, δηλαδή δε μπορούσες να προσφέρεις τίποτε. Το κνούτο -πώς το λέ… έξι χρονών τώρα. Τότε ήμασταν είκοσι τρία. Σκέψου τώρα ποιος ζει και ποιος δεν ζει. Εμένα εννιά αδέρφια ήμασταν, οκτώ πεθάνανε και εγώ ζω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι επαφές με τον έξω κόσμο
00:53:01 - 00:58:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κύριε Παύλο, όταν ήσασταν στη Μακρόνησο είχατε καταφέρει να έχετε επικοινωνία με κάποιον έξω μακριά από την εξορία; Με την οικογένειά σας, γ…ορίες, τι τους έκαναν. Αλλά καλό παιδί, πολύ καλό παιδί. Όλοι καλοί ήτανε οι Μακρονησιώτες. Διαλεγμένα, αφού ήταν διαλεγμένα τα καημένα όλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας
00:58:59 - 01:06:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κύριε Παύλο, έρχεται όπως είπαμε εκείνος ο Οκτώβρης ή Νοέμβρης του ’52. Ουσιαστικά, φεύγετε από την Μακρόνησο Ναι. Πώς νιώσατε όταν το μάθ…ηκα και χαίρομαι για αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι δεν είπα και τίποτα σπουδαίο. Είπατε όσα βιώσατε εσείς. Αυτό ακριβώς ήθελα. Ευχαριστώ πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα, πώς ονομάζεστε;
Καλησπέρα. Παύλος Καλώνης -Καλώνης με ωμέγα- του Χαράλαμπου και της Ευπραξίας. Γεννηθείς το 1927 την Πρωτομαγιά.
Είναι Τετάρτη 24 Αυγούστου του 2022, βρισκόμαστε με τον Παύλο Καλώνη στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, εγώ ονομάζομαι Ραφαέλα Νίκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Παύλο, θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Ήδη μας είπατε ουσιαστικά πότε και πού γεννηθήκατε. Ή μάλλον το πού δεν μας το είπατε, μας το είπατε;
Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ τα πάντα. Δηλαδή στο Παλαιόκαστρο εκεί είναι η ρίζα μου.
Και μετά; Πώς συνέχισε η ζωή; Γεννηθήκατε, πήγατε εκεί σχολείο, φαντάζομαι..
Πήγα στο Γυμνάσιο, πήγα τρεις χρονικές περιόδους. Τρείς μήνες, τέσσερις μήνες. Γιατί το σχολείο μας, το 4ο Γυμνάσιο, μας το πήραν οι Γερμανοί και εμείς πηγαίναμε από δημοτικό σε δημοτικό, όπου βρίσκαμε για να κάνουμε το μάθημά μας. Μόνο τρία νέου τύπου… Τετάρτη τάξη νέου τύπου πήρα εγώ ενδεικτικό, αλλά σας λέω όχι ολόκληρο χρονική αυτή και με διακοπές διαφορές και τα λοιπά. Τώρα να πω για το Γυμνάσιο; Τι να πω για το Γυμνάσιο;
Ουσιαστικά ολοκληρώσατε τις σπουδές σας και μετά τι κάνατε; Μέχρι ποια τάξη πήγατε και μετά τι κάνατε; Δουλέψατε;
Μέχρι Τετάρτη νέου τύπου, είπαμε. Μετά κάθισα, επειδή ο ένας αδερφός εξορία, ο άλλος φυλακές, ο πατέρας μου κυνηγημένος. Μόνο οι αδερφές μου ήτανε και εγώ ήμουνα ο αρχηγός της οικογένειας. Τι να έκανα; Και τα χωραφάκια που είχαμε και τα ζώα που είχαμε και η δουλειά του πατέρα μας — ήτανε γαλακτέμπορος. Μάζευε τα γάλατα εδώ από τους κεχαγιάδες, από τους προβατάδες και τα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη, τα πουλούσε στα μαγαζιά. Αυτή τη δουλειά την ανέλαβα εγώ ύστερα, γιατί ο πατέρας μου ήταν κυνηγημένος. Αυτές οι δουλειές και δύσκολες ήτανε και οι εποχές ήταν τέτοιες. Οι Γερμανοί από εδώ μας κυνηγούσαν, οι άλλοι δε μας άφηναν σε χλωρό κλαρί. Ό,τι δυσκολία μπορούσαν να μας βάλουνε, μας τη βάζανε. Να μην υπάρχει πουθενά έτσι φως να κινηθούμε. Αυτές τις δουλειές έκανα.
Κύριε Παύλο, πόσα αδέρφια ήσασταν;
Ήμασταν πολλά. Ήμασταν εννιά αδέρφια. Εννιά αδέρφια. Τέσσερα κορίτσια και πέντε αγόρια.
Και ποιος αδερφός σας είπατε ότι πήγε εξορία;
Ο Θανάσης, ο μεγάλος, ο πρώτος. Γεννηθείς το 1915. Το ’15 γεννηθείς ήταν εκείνος. Εκείνος πήγε εξορία τριάντα ετών και ήρθε πενήντα δύο, όταν καταργήθηκε ο Αϊ-Στράτης. Όχι καταργήθηκε, αποφυλακίστηκαν τέλος πάντων.
Θυμάστε καθόλου τα γεγονότα αυτά; Θυμάστε τη στιγμή που έφυγε; Ζούσατε τότε;
Πώς δεν ζούσα; Εγώ ήμουνα… Κανέναν δεν είχαμε. Εμάς οι θάνατοι αρχίσανε από το 1954 περίπου. Η μάνα μας πρώτη. 1954 η μάνα μας, ’56 ο πατέρας μας, 2003 ο Λάζαρος ο τελευταίος, ο μικρότερος από όλους, 2006 η Βάσω, 2008… Το ’08 ήτανε ο γαμπρός μου -της αδερφής μου ο άντρας- αλλά ναι, ήτανε και η κόρη της αδερφής μου η μικρή. Και εκείνη πέθανε από καρκίνο. Να πω και τους άλλους πότε πεθάνανε; Το ’08 είπαμε ο Σιδέρης ο γαμπρός μου και η Ευπραξούλα η κόρη του. Πενήντα δύο μέρες μετά από την κόρη του πέθανε και ο πατέρας από τον καημό του. Ήτανε πολύ μικρός. Σαράντα πέντε χρονών ήταν το κοριτσάκι που πέθανε. Το ’10 πέθανε η Ελένη η αδερφή μου, η γυναίκα του Σιδέρη, η Ελένη. Το ’12 ο Σταυρός μετά από μένα, είναι το ’30 γεννηθείς. Το ’14 ο Θανάσης, ο μεγάλος. Το ’16 η Σούλα, το ’19 ο Δημητρός και έμεινα εγώ! Οι άλλοι όλοι… Μόνο δεν είπα για την Μαρίκα, η οποία ήταν το ’56 -όχι, το ’76- πενήντα έξι χρονών. Το ’20 γεννηθείσα ήταν εκείνη. Αυτά είναι με τα αδέρφια.
Κύριε Παύλο, και είπατε ότι ο πατέρας σας ήταν στη φυλακή-
Σε διάφορες φυλακές, αλλά ο πατέρας μου για οικονομικά προβλήματα -ας πούμε- που ξεκινούσανε… Εκείνος ήτανε ας πούμε εξήντα χρονών, πόσο ήτανε; Εξήντα επτά τότε με τα παιδιά που ανακατεύτηκε. Και τι ανακατεύτηκε; Πίστευε μονάχα στο Κομμουνιστικό κόμμα, όχι τίποτα άλλο. Και για αυτό τον κυνηγούσαν πολλοί.
Και μετά αναλάβατε εσείς ουσιαστικά;
Ναι, έκανα… Εγώ ανέλαβα. Εν τω μεταξύ, είχαμε και την αδερφή μας τη Μαρίκα, την οποία την είχε, την έδερνε ο άντρας της και φοβήθηκε ύστερα να μην τον πιάσουμε και να τον κάνουμε. Σηκώθηκε και έφυγε, πήγε στις Σέρρες -ξέρω γω από πού ήτανε. Άφησε την αδερφή μας με δύο παιδιά και τα δύο τα παιδάκια μωρά, τα αναλάβαμε, γιατί τι θα έκανε; Δεν είχε… Και ήμουν και ο προστάτης τους και τα είχαμε μαζί μας, πώς το λένε;. Εν τω μεταξύ, τα δύο τα μικρά δεν είπαμε να τα κόψουμε από τις σπουδές. Η Σούλα έφτασε έγινε καθηγήτρια και τα λοιπά, πήρε το αυτό. Ο Λάζαρος πολιτικός μηχανικός, αλλά υπομηχανικός. Τότε με την πορεία που κάνανε οι υπομηχανικοί, που κατεβήκανε στην Αθήνα ήταν και αυτός μέσα.
Εσάς, κύριε Παύλο, σας κυνήγησε ποτέ κανένας;
Ποιο;
Εσάς σας κυνήγησε-
Αν με κυνήγησε; Εγώ έχω φάει ξύλο από δύο-τρεις, αλλά τάχα για άλλους να πούμε λόγους. Ένα για την Αφροδίτη, γιατί πήρα την Αφροδίτη εγώ και δεν έπρεπε. Αυτή δεν ήταν αριστερή. Τάχα αυτήν την αγαπούσαν και ήθελαν να την πάρουν αυτοί και τους την πήρα εγώ. Και για αυτά και για άλλα πράγματα. [Δ.Α. 00:08:23] τίποτα. Τώρα τι να θυμηθώ τώρα; Τι να πω;
Κύριε Παύλο, ως αριστερός εσείς είχατε κάποιο άσχημο περιστατικό που να έγινε προς τα εσάς; Προς το πρόσωπό σας;
Ναι. Όταν ο Θανάσης ήτανε στη φυλακή πριν να πάει εξορία, τον είχανε στην φυλακή εδώ στο τμήμα στον Εύοσμο στο αστυνομικό τμήμα. Πήγα να τον δω μια μέρα, τον κρατούσαν εκεί. Μου ζήτησε εκεί που μιλούσαμε μπροστά στον χωροφύλακα στο σκοπό, μου λέει: «Άμα θα έρθεις την άλλη φορά, να μου φέρεις μερικές κόλλες αναφοράς και ένα στυλό». Άκουσε ο φρουρός και λέει: «Θα γράψεις γράμμα στον Ζαχαριάδη;». Λέει και εκείνος: «Πού τέτοια τιμή; Αλλά δεν έχει σημασία. Θέλω αυτές τις αυτές και το αδερφάκι μου, αν μπορεί να μου τα φέρει». Ένα αυτό. Κάποιος που με τάραξε και τα αυτά. Με τρόμαξε. Είπε ότι: «Πρόσεξε καλά». Και την άλλη φορά που με πιάσανε με κατηγορία ότι τάχα, ότι κάτι έκανα. Τι έκανα δηλαδή; Δε θυμάμαι τώρα. Μου λέει: «Δεν θα στέλνεις δέματα [00:10:00]-είπε- στον Θανάση». «Μα πώς; Ο αδερφός μου είναι». «Αυτό που σου λέω». Με τρόμαξε. Δεν με χτύπησε δηλαδή, αλλά έτσι...
Σας φοβέρισε...
Ναι, όχι. Έτσι με έκανε ένα «να σε πνίξω». Φύγαμε από κει ύστερα… Και άλλα τέτοια αρκετά μου κάνανε. Με το γάλα μετά μου κάνανε, μου βάζανε την αγρονομία να βγάζει να μου παίρνει ότι τάχα το νοθεύω, ότι κάνω για να με χρεώνουν από εδώ πρόστιμο, από εκεί πρόστιμο. Συνέχεια. Δεν με άφηναν να πάω σπίτι μου μια δεκάρα. Τι να πω άλλο τώρα; Δε θυμάμαι. Ενώ έχω πολλά τέτοια, τώρα δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι, γιατί πολλές φορές μου είπανε: «Θα σε κάνω έτσι», «Θα σε κάνω έτσι», «Θα σε μαυρίσω».
Είχατε λοιπόν πολλά τέτοια περιστατικά-
Ναι, τέτοια. Εγώ ήμουν πλέον αρχηγός, εμένα θα τα κάνανε.
Φυλακή ή εξορία πήγατε ποτέ;
Εγώ φυλακή έκανα λίγο. Δηλαδή, δύο βραδιές εδώ, πέντε βραδιές αλλού, αλλά έτσι με διακοπές και με άλλες αφορμές. Τάχα έτσι για το ένα, για το άλλο. Δεν...
Εξορία;
Εξορία; Αυτή η Μακρόνησος. Όλη. Άλλη εξορία δεν έκανα εγώ, όχι.
Πώς βρεθήκατε ουσιαστικά στην εξορία; Θέλετε λίγο να μας πείτε το σκηνικό; Πώς συνέβη; Γιατί σας εξόρισαν; Πώς συνέβη; Πότε συνέβη;
Αυτά δεν σας είπα; Στις επτά του μηνός παρουσιάστηκα, στις οκτώ με κουρέψανε, στις εννιά πήγαμε στο γήπεδο στο Πεδίο του Άρεως, στο πεδίο των ασκήσεων, πώς το λένε; Εκεί ήρθανε και μας πήρανε. Από εκεί που μας πήρανε... «Πάρτε τα ρούχα σας» και τα λοιπά και τα λοιπά. Στο τρενάκι του, πώς το λένε τον σταθμό, Αθήνα-Πειραιά. Πώς λέγεται;
Ο σιδηροδρομικός σταθμός;
Ναι, μωρέ. Όχι μωρέ το… Πώς λεγότανε; Κοίτα τώρα...
Δεν πειράζει, σιγά-σιγά θα τα θυμηθούμε όλα. Σας πήγαν εκεί πέρα, στον σταθμό λεωφορείων; Τι θέλετε να πείτε;
Όχι, με το τρενάκι μας ανέβασαν από τον Πειραιά -από το κέντρο που ήμασταν εκεί πέρα- και κατευθείαν στην Ομόνοια μπροστά στο τριάντα -πώς λεγότανε το στρατόπεδο παρουσίασης εκεί που παρουσιαζόμασταν; Εκεί μας είπανε: «Αύριο φεύγετε» και τα λοιπά. Την άλλη μέρα κατεβαίνουμε, μας πήγαν από κει στο λιμάνι. Από το λιμάνι με το… Όχι το ΤΕΤΙ. Με το ατμόπλοιο ΤΕΤΙ κατέβηκα από Θεσσαλονίκη στον Πειραιά. Από τον Πειραιά ύστερα με έναν οχηματαγωγό –«Χίος» λεγότανε; Δεν θυμάμαι, ρε παιδί μου τώρα πώς λεγότανε! Με εκείνο μας βάλανε και την άλλη μέρα το μεσημέρι ήμασταν στη Μακρόνησο.
Κύριε Παύλο, ποιο έτος έγινε αυτό θυμάστε;
1950.
Και ποιον μήνα;
Τον Ιούνιο.
Τον Ιούνιο.
7 Ιουνίου έπρεπε να παρουσιαστούμε σύμφωνα με την εντολή της κυβερνήσεως. 7 Ιουνίου. Παρουσιάστηκα εγώ, 7 Ιουνίου ήμουν εκεί και έτσι συνέχισα. Κατευθείαν είχανε πάει τα χαρτιά μου. Οι κατηγορίες είχαν φτάσει κατευθείαν!
Κύριε Παύλο, εσείς καταλαβαίνετε τότε τι συμβαίνει;
Δυστυχώς ήμασταν πολύ… Εγώ μόνο ήξερα ότι τα αδέρφια μου έχουν δίκιο και άδικα κυνηγιούνται! Από κει και ύστερα δεν πειθόμουνα με τίποτα, ό,τι και να μου λέγανε οι άλλοι. Ό,τι και να μου λέγανε, δεν τους πίστευα. Πίστευα πολύ στα αδέρφια μου και στον πατέρα μου, γιατί δεν άκουσα καμία κατηγορία για κανέναν. Να πουν ότι «ο τάδε μας έβλαψε». Πολλοί άνθρωποι.
Αλλά όταν σας μεταφέρανε - και με το τρενάκι που λέτε και τα λοιπά - καταλαβαίνατε που πηγαίνετε;
Όχι… Δεν… Δύσκολα! Δεν… Όχι! «ΑΕΤΟ» μας είπανε. Ύστερα καταλάβαμε. Όταν φτάσαμε εκεί, καταλάβαμε. Αλλά εκεί μας έπαιρναν...Εγώ όταν κατέβαινα από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με το ΤΕΤΙ, πήρα από τη Θεσσαλονίκη -αγόρασα- ένα βιβλίο του Έρενμπουργκ, «Χωρίς ανάσα». Λοιπόν αυτό το βιβλίο το πήρα και το διάβασα στον δρόμο και τα λοιπά. Μόλις φύγαμε στη Μακρόνησο, «Τι είναι αυτό;». «Το πήρα για το ταξίδι», λέω. Μου το πήρανε. Μου το πήρανε και εξαφανίστηκε. Άλλο τι;
Τι άλλα πράγματα είχατε μαζί σας, θυμάστε; Γιατί ουσιαστικά εσείς πήρατε πράγματα είπατε από εδώ από τη Θεσσαλονίκη. Πήρατε κάποια βαλίτσα λογικά;
Όχι βαλίτσα, ρε παιδί μου. Τα ρούχα που φορούσαμε, όταν πήγαμε. Τα ρούχα που φορούσαμε. Πώς είχα; Ένα δίχτυ είχα; Δε ξέρω τι είχα. Είχα την αλλαξιά μου, γιατί είπαμε: «Θα πάμε εκεί. Θα μας τα βγάλουν αυτά». Δεν είχα, όχι. Βαλίτσα δεν είχα. Ένα δίχτυ μου φαίνεται είχα.
Και όταν φτάσατε στη Μακρόνησο, σας τα πήραν τα πράγματα;
Όχι. Μας τα πήρανε και μας είπανε: «Βάλτε τα όπου θέλετε να τα κρύψετε». Τώρα δεν μας έδιναν και καθόλου σημασία. «Άι, ρε σκουλήκια»
Σας μιλούσαν δηλαδή άσχημα;
Όσο μπορούσαν! Από εκεί μας τάραξαν. Αφού πήγαμε ενενήντα… Όχι ενενήντα, τριάντα τέσσερα άτομα ήμασταν από τον λόχο μας, οι τριάντα τρεις υπογράψανε την ίδια βραδιά χωρίς να γίνει τίποτα. Εγώ και κάνα-δυο ακόμη μείναμε. Την άλλη μέρα πάει και εμείς! Υπογράψαμε. Τάχα τους ζήτησα λευκό χαρτί. «Εγώ δεν υπογράφω. Δώστε μου σε ένα λευκό χαρτί. Ύστερα συμπληρώστε εσείς ό,τι θέλετε». Και έτσι έγινε. Η δήλωσή μου ήταν τέτοια.
Και τι υπογράψατε ουσιαστικά εσείς τότε, θυμάστε;
Τι υπόγραψα; Ότι «Ο κομμουνισμός είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει για την Ελλάδα». Κάτι τέτοιο. «Είναι ξένο. Το κομμουνιστικό, είναι ξένο προς κάθε τι ελληνικό». Έτσι. Και αυτό δηλαδή μας το υπαγόρευσαν περίπου. «Να, αυτό να γράψετε». «Τι να γράψουμε;». Γιατί εμείς λέγαμε: «Τι ξέρω;». Ούτε στα αετόπουλα δεν ήμουν εγώ. Ούτε στα αετόπουλα. Επειδή ήταν τα αδέρφια μου στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ, εμάς τα τρία-τέσσερα που ήμασταν τα μικρά, ούτε μας λογάριαζαν! Τώρα τι να πω; Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Θυμάστε λιγάκι τη στιγμή που φτάσατε στην Μακρόνησο; Τη στιγμή που αντικρύσατε ουσιαστικά τη Μακρόνησο, πώς νιώσατε;
Πώς νιώσαμε; Πώς νιώθεις, όταν θέλεις να κάνεις εμετό; Έτσι, αηδία! Αηδία, γιατί δεν ήταν μοναχά αυτό που είδαμε. Εκείνο ήτανε άδειο, σχεδόν δεν είχε τίποτα. Μόνο τους κυνηγούσαν από δω και από κει οι αλφαμίτες, αλλά -πώς το λένε- σιχασιά έτσι. Τι να πω; Δεν ξέρω πώς να τα πω.
Τι βλέπατε όμως και σιχαθήκατε; Τι ήταν αυτό που αντικρύσατε και είπατε ότι «εγώ τώρα σιχαίνομαι», δηλαδή νιώθατε έτσι άσχημα;
Μα αμέσως καταλάβαμε ότι δεν είμαστε πλέον στρατιώτες εμείς. Εμείς είμαστε τώρα κρατούμενοι, φυλακισμένοι! Και όταν νιώθεις φυλακισμένος, βλέπεις τον χωροφύλακα, τον αλφαμίτη -γιατί αλφαμίτες εκεί μας υποδέχτηκαν- εκείνον και έλεγες: «Τι; Θα συνεννοηθώ με αυτόν τον άνθρωπο; Αποκλείεται. Δεν [00:20:00]γίνεται καμία συνεννόηση». Άσχημα, πώς το λένε; Η πρώτη-πρώτη εντύπωση είναι ότι αποκαρδιώνεσαι. Λες: «Τι στρατιώτης και τι κολοκύθια;».
Τότε ήταν ουσιαστικά που καταλάβατε -συνειδητοποιήσατε- και την κατάσταση; Συνειδητοποιήσατε πού βρίσκεστε και τι θα ακολουθήσει;
Όχι, αλλά λέμε: «Τώρα μας διάλεξαν εμάς από εκεί». Σχεδόν μας το είπαν κιόλας ότι: «Εσείς θα πάτε σε ειδικό τάγμα να εκπαιδευτείτε». Και λέμε: «Ειδικό τάγμα;». Είχαμε και τρεις-τέσσερις φυλακισμένους από εδώ από το χωριό σε ισόβια. Δικασμένους σε ισόβια.
Αυτοί που λέτε από εδώ από το χωριό ήταν γνωστοί σας;
Δεύτερος ξάδερφος ήταν ο ένας και ήταν ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος του Παλαιοκάστρου. Γιατί είχε και εδώ Κομμουνιστικό Κόμμα χώρια επιτροπή και χώρια και κάτοικοι. Και ύστερα ενωθήκανε, βέβαια.
Είχατε κι άλλους γνωστούς εκεί πέρα στην Μακρόνησο; Όταν πήγατε και γνωρίσατε, υπήρχαν και άλλοι γνωστοί που ήταν πριν από εσάς εκεί;
Γνωστοί ήτανε… Είχανε απολυθεί από την προηγούμενη κλάση. Όπως και ο αδερφός μου ο Δημητρός τότε. Τον αδερφό μου τον Δημητρό πήγανε -με συγχωρείς- να τον ευνουχίσουν για να υπογράψει! Δεν υπέγραφε με τίποτα. Τότε όταν τον πιάσανε με την τανάλια εκεί πέρα: «Υπέγραψε!». Λοιπόν και κάτι άλλα παιδιά όταν ήρθα εκεί, φωνάζανε: «Ε, ρε Θανασάκη. Μας σκοτώσανε, ρε Θανασάκη» και κλαίγανε. «Μας σκοτώσανε», για να πιστέψει ο Θανάσης ότι κάνανε τη δήλωση, αλλά υποφέρανε πολύ. «Καλά, καλά», τους έλεγε. Τέτοια μικρογεγονότα γινότανε συνέχεια. Η πίεση ήτανε...
Εσείς τι είδους πίεση δεχτήκατε εκεί πέρα;
Αυτή η ηθική. Ηθική πίεση. Δηλαδή: «Δεν είσαι άνθρωπος», «Βούλγαρος είσαι», «Δεν την αγαπάς την Ελλάδα» και τέτοια. Τι να πω τώρα, ρε παιδί μου; Εγώ δεν έφαγα πολύ ξύλο. Εγώ μια-δύο κλωτσιές έφαγα πίσω στο αυτό και δύο σκαμπίλια. Δεν έφαγα τίποτα. Ύστερα λέω: «Τώρα τι θέλετε; Να υπογράψω τη δήλωση; Δηλαδή ότι τι; Ότι δεν είμαι κομμουνιστής; Εσείς το ξέρετε καλύτερα ότι δεν είμαι κομμουνιστής. Εν πάση περιπτώσει, δώστε μου ένα άσπρο χαρτί να υπογράψω ότι τάχα αγωνίστηκα». Δεν μας έκοβε και περισσότερο. Δεν ξέραμε.
Κύριε Παύλο, πώς ήταν οι πρώτες σας μέρες εκεί πέρα; Θυμάστε καθόλου; Πώς νιώθατε; Ήτανε δύσκολη η προσαρμογή σας εκεί;
Εκεί δεν μπορούσες να βγάλεις κανένα συμπέρασμα, γιατί κανένας δεν ήτανε τόσο θαρραλέος, ώστε να πει αυτό που ένιωθε. Όλοι κρύβαμε το τι νιώθαμε. Ο καθένας! Αφού και με τον διπλανό που κοιμόμασταν, δεν θέλαμε να του πούμε ούτε καληνύχτα. Φόβος, μεγάλος φόβος. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν και από αυτούς τους προηγούμενους μερικοί δηλωσίες… Πραγματικά είχανε φοβηθεί τόσο πολύ, που μιλούσανε ενάντια σε όλα! Και στο κόμμα και σε όλα. «Μην μου πεις ότι και εσύ είσαι από την -πώς τη λέγανε; Πανανθρώπινη- Πανανθρώπινη Ελευθεριάδα, γιατί δεν έχεις ιδέα από το έγκλημα». Πανανθρώπινη…
Κάνατε γενικά φίλους εκεί πέρα στην εξορία το διάστημα που ήσασταν;
Φίλους; Αυτά τα παιδιά που ήτανε στην ίδια σκηνή που κοιμόμασταν. Είχαμε κάνει μια παρέα ολόκληρη! Όταν κάτι τους είπα εγώ… Γιατί εγώ είχα και έναν ξάδερφο στις φυλακές της Σωτηρίας σε ισόβια και όταν αργότερα έπαιρνα καμιά άδεια διανυκτερεύσεως στην Αθήνα, πηγαίναμε οι στρατιώτες μετά από καιρό ας πούμε ένα χρόνο. Τότε πήγαινα εκεί, τον πήγαινα και τα τσιγαράκια του γιατί δεν κάπνιζα εγώ. Μάζευα και από άλλους συναδέλφους που δεν κάπνιζαν και του πήγαινα με τις κούτες τσιγάρα για αυτόν εκεί και αυτός μοίραζε και στους άλλους φυλακισμένους. Τώρα ξέχασα από πού ξεκίνησα.
Για τους φίλους λέγαμε. Για τις φιλίες που κάνατε για την παρέα.
Έχω να σας δώσω μερικά ονόματα Άμα θέλετε.
Εννοείται, εννοείται.
Λοιπόν, από εδώ από τη Θεσσαλονίκη ήτανε ο Μπιτούνης ο Λεωνίδας και κανένα-δύο Καλφόπουλοι. Λάζαρος και ένας άλλος. Τον άλλον δεν τον θυμάμαι πώς τον λέγανε. Από την Άνω Πόλη. Αλλά από τον Βόλο ήταν πολλά παιδιά. Πολλά παιδιά και όλοι με αγαπήσανε και με κάνανε σαν αδερφάκι. Ο Τηλέμαχος ο Σωτηρίου ήτανε και ο Σχοινάρχης μας και ο αρχηγός της διμοιρίας της σκηνής, ο Κουτρούμπας ο Χρήστος. Ο Πολυχρόνου ο Τάκης, Δημήτριος. Τα άλλα τα ονόματα τώρα; Και άλλα ονόματα που δε μπορώ να τα θυμηθώ τώρα.
Μπορεί να σας έρθουν στην πορεία. Μη φοβάστε. Και εκεί πέρα μένατε άρα σε σκηνές;
Σε σκηνές. Τριάντα άτομα σε κάθε σκηνή. Δηλαδή μεγάλες σκηνές, όχι ατομικές. Ναι, σε σκηνές. Μας δώσανε και από ένα στρώμα. Το γεμίσαμε με λίγα άχυρα μέσα εκεί και εκείνο. Από πάνω με τις κουβέρτες και τίποτα άλλο.
Πώς ήταν γενικά οι συνθήκες εκεί πέρα;
Άγριες και άγονες. Άγριες και άγονες, δηλαδή δε μπορούσες να προσφέρεις τίποτε. Το κνούτο -πώς το λένε! Είναι ασφυκτικά, δηλαδή ούτε και να σκεφτείς δεν σε άφηναν. Εγώ δυο-τρεις φορές μου φέρανε το γράμμα από τη λογοκρισία που περνούσε εκεί πέρα. Μου το δώσανε πίσω ως «απαράδεκτο», «επιστρέφεται ως απαράδεκτο» και μου έκαναν και συστάσεις. «Άμα ξαναγράψεις έτσι, θα πας στην απομόνωση». Σε ένα ρέμα είχανε και μια σκηνή που βάζανε την απομόνωση. Όσοι ήταν πιο ζωηροί...
Και τι κάνανε ακριβώς εκεί στην απομόνωση; Ήταν δηλαδή η σκηνή και...;
Και είχε φαΐ. Αν τους πηγαίναμε εμείς, θα τρώγανε. Αν όχι… Δηλαδή εμείς οι άλλοι οι απέξω πηγαίναμε, κρατούσαμε και μια για τους φυλακισμένους. Μας έβαζαν τη φασολάδα -ξέρω γω- το φαγητό και το πηγαίναμε εμείς και τρώγανε. Αλλιώς για αυτούς δεν είχε τίποτα. Ξέχωρα από αυτό, τους έδερναν κιόλας! Κάθε βράδυ ακούγαμε φωνές. «Μανούλα μου, μανούλα μου»... Αλλά εκείνο που πολύ μας τρόμαξε ήτανε η καθίζηση που βρήκαμε. Έτσι μια είχαν πάρει και τα χώματα τα νερά και φάνηκαν τα κόκκαλα όλα! Κόκκαλα από δω, από δω, από δω. Πόδια, διαφορά κόκκαλα. Εκεί σε σφάζει! Και στη θάλασσα που πηγαίναμε να κάνουμε τάχα μπάνιο, πηγαίναμε και γύρω-γύρω όλο άσπρα κόκκαλα. Άσπρα κόκκαλα! Μας είπαν ότι ήταν και μερικά παλιά από τους Αλβανούς που ήταν εξόριστοι εκεί. Αλλά είχε και πολλά δικά μας. Εκείνο ήταν [00:30:00]που εμένα τουλάχιστον με τάραξε πολύ. Κόκκαλα, σκελετούς, ολόκληρα. Και οι κραυγές τη νύχτα από το ξύλο. «Πονάμε». Μακρόνησος, το νεκροταφείο της Ελλάδος. Της πραγματικής Ελλάδος!
Κύριε Παύλο, πώς νιώθατε τότε; Όταν ακούγατε τις κραυγές ή όταν βλέπατε τα κόκκαλα; Φοβόσασταν περισσότερο; Φοβόσασταν για τη δική σας ζωή; Τι σκέψεις κάνατε;
Για όλα, για όλα! Δεν έχεις πουθενά… Tι να πεις; Τι να ελπίσεις; Είχαμε και αυτούς τάχα αξιωματικοί που με μια σαρδέλα ο καθένας εκεί πέρα. Η καθοδήγηση που κάνανε ήτανε μόνο φοβέρες. Δεν λέγανε: «Έτσι πρέπει» ή «Έτσι είναι το σωστό». Και ότι την Ελλάδα την προδώσαμε πολύ και δεν είμαστε καλοί Έλληνες. Και να φροντίσουμε… Αυτά δηλαδή. Ήταν πραγματικά τάφος. Τάφος. Η Μακρόνησος ήταν τάφος!
Υπήρχε ίσως κάποιος που γνωρίσατε εκεί πέρα στην εξορία και ο οποίος έπειτα είτε να δέχθηκε πολύ έντονη βίαιη επίθεση είτε να έφυγε και από την ζωή με κάποιον τρόπο;
Δέχθηκαν βία όλος ο κόσμος. Και κάνα-δυο φίλους που έκανα από την Κρήτη. Ένας Αντώνης Μπιτζανάκης, εκείνος ήτανε σαν εμένα, είχε και εκείνος υποφέρει τέτοια πράγματα και ο αδερφός του μαζί και οι δύο στην εξορία. Ο αδερφός του ήταν μεγαλύτερος κανένα δυο χρόνια και εκείνος σαν στρατιώτης έκανε στο τέτοιο. Και δύο αδερφές είχε. Πήγα και στο σπίτι του μια φορά. Η μάνα του… Τι να πω, ρε παιδί μου; Καλά παιδιά! Υπογράψανε και αυτοί σαν εμένα, αλλά όπως μου έλεγε ο Αντώνης -ήτανε παρών γιατί αυτοί είχανε πάει λίγο πιο νωρίς από εμάς, της ίδιας ηλικίας μεν, αλλά από την Κρήτη είχαν κληθεί νωρίτερα στον στρατό- έζησε αυτόν τον καπετάνιο που τον κόβανε λίγο-λίγο, λίγο-λίγο για να κάνει δήλωση και δεν έκανε. Ο καπετάνιος ο φημισμένος, ας πούμε, στη ΣΦΑΜ. ΣΦΑΜ ξέρετε τι ήτανε; Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου. «ΣΦΑΜ», Στρατιωτικές Φυλακές Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου. ΣΦΑΜ. Και μας έλεγε για εκείνον, για τον καπετάνιο και για κάποιον άλλον που τον βάλανε… Όπως ήταν οι σκηνές, είχε πασσάλους απέναντι. Τραβούσαν το σκοινί και το δένανε εκεί σε εκείνους τους πασσάλους που απείχαν τόσο έτσι από τη γη και ήτανε δεμένο από τα σκοινιά. Βάλανε το κεφάλι εκεί επάνω και πατούσανε με τα πόδια. Σκοτώσανε κάνα-δυο τέτοιους, ας πούμε. Τους σκορπίσανε τα μυαλά σε εκείνο. Αυτά τα είχε δει αυτός ο Αντώνης και μου τα διηγούνταν.
Εσείς είχατε βρεθεί ποτέ σε κάποιο άσχημο τέτοιο περιστατικό μπροστά;
Μας έπαιρναν λίγους-λίγους. Έναν-έναν, δυο-δυο. Ο καθένας. Ας πούμε, δυο-δυο αλφαμίτες έπαιρναν εμένα, έπαιρναν ύστερα έναν άλλο πάλι από τη σκηνή μας, πήγαιναν πιο πέρα… Ό,τι μπορούσαν έκαναν! Δεν έχω εγώ. Δηλαδή, ξέρω εμένα πόσο με χτύπησαν και με κάνανε, αλλά δεν είδα όχι.
Δεν είδατε κάποιο άλλο περιστατικό άρα;
Όχι, μόνο που άκουσα από αυτά που λέγανε ότι πραγματικά είναι αλήθεια, γιατί δεν γινότανε να τα βγάλουν από το μυαλό τους. Ήτανε πράγματα που τα βλέπαμε ότι όντως μπορούν να γίνουν. Δεν ήταν άνθρωποι αυτοί, οι αλφαμίτες. Αστυνομία μονάδος. Ήταν καθάρματα. Χασικλήδες και οι περισσότεροι γι’ αυτό πήγανε στη Μακρόνησο, όχι γιατί ήταν αριστεροί αυτοί. Πήγαν γιατί ήταν φονιάδες και πήγανε πριν να δημιουργηθεί το στρατόπεδο εξορίστων. Τι να πω άλλο, ρε συ κορίτσι μου;
Να σας κάνω εγώ ερωτήσεις;
Ναι. Άντε.
Ο ανεφοδιασμός των τροφίμων και των προϊόντων γενικά που χρειαζόσασταν, πώς γινότανε;
Είχε μια υδροφόρα στο Λαύριο, την οποία είχαν κατασχέσει και ο καπετάνιος και οι ναύτες που δουλεύανε σε αυτή. Ήτανε διαλεγμένοι από την κυβέρνηση και από το αυτό. Αυτοί πληρωνότανε, αλλά όχι από εμάς. Δεν ξέρω. Εμείς τι παίρναμε; Πεντέμιση δραχμές μισθό είχαμε τότε; Πεντέμιση; Δεν θυμάμαι. Λοιπόν, αυτοί μας φέρνανε τα τρόφιμα και τα αυτά. Η υδροφόρα ερχότανε, μας έφερνε νερό από έξω, άδειαζε στις αυτές και πίναμε ύστερα εμείς.
Και πώς ήτανε; Κάθε μέρα ερχότανε;
Ναι, κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Τουλάχιστον το νερό ερχόταν κάθε μέρα, γιατί πόσο θα χωρούσε εκείνη; Είχε χιλιάδες κόσμο. Χιλιάδες.
Και τι ακριβώς τρώγατε εκεί πέρα; Θυμάστε περίπου;
Μελιτζάνες άβραστες και άλλα. Φασολάδα. Πώς το λένε; Αυτά τα ζυμαρικά πώς τα λένε;
Μακαρόνια;
Τα άλλα τα μικρά; Πιλάφι, πώς;
Ρύζι;
Όχι. Πάλι ζυμαρικό, αλλά σαν ρυζάκι. Πώς τα λένε, ρε παιδί μου; Σταμάτησε το...
Σαν το κους-κους που είναι; Τι; Όχι;
Όχι, ρε παιδί μου.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Και πώς ήτανε; Ουσιαστικά σας φέρνανε έτοιμες μερίδες άρα;
Όχι, όχι, όχι. Καζάνια. Καζάνια βάζανε και περνούσαμε όπως ήμασταν για να δώσουμε παρουσία κάθε πρωί. Ολόκληρος ο στόλος σε τριάδες. Τριάδες κάθε διμοιρία, τριάδες, τριάδες και περνούσαμε με την καραβάνα ο καθένας, μας έβαζε το αυτό και δρόμο. Δρόμο, δρόμο, δρόμο. Χάλια. Χάλια φαγητό, αλλά τι να κάνουμε; Ζητούσαμε από τους γονείς να μας στείλουνε να πάρουμε από την καντίνα καμία πουτίγκα, κανένα αυτό. Δεν ήτανε...
Και πόσες φορές την ημέρα μπορούσατε να φάτε εκεί πέρα;
Τι μπορούσαμε να φάμε;
Πόσες φορές είχε αυτό το καζάνι που λέτε; Αυτές τις μερίδες που σας δίνανε.
Το πρωί ήταν το καζάνι. Ύστερα είχαμε ξηρά τροφή. Αυτό μας το δίνανε μετά το προσκλητήριο. «Πάρε εσύ ένα κομματάκι τόσο τυρί, ένα κομματάκι ψωμί». Το μεσημεριανό μας. Το βράδυ ένα τσάι και εντάξει. Συνθήκες κρατουμένων.
[00:40:00]Οι συνθήκες υγιεινής γενικότερα πώς ήτανε; Υπήρχαν κάποιου είδους μπάνια; Που κάνατε μπάνιο; Πως κάνατε μπάνιο;
Μπάνιο; Ο καθένας μόνος του και όπως. Αν ήξερε μπάνιο. Αν όχι, πνίγονταν κιόλας. Ποιος θα γυρίσει να σκεφτεί τέτοιο πράγμα; Μπάνιο.
Πώς λουζόσασταν λοιπόν εκεί; Πώς λουζόσασταν;
Είχανε κάτι σωλήνες έτσι, είχε νερό, μπαίναμε από κάτω και αυτό ήταν. Δράμα. Συνθήκες κρατουμένων, καλά είπα. Β΄ κατηγορία, Γ΄ κατηγορία. «Τώρα θα κάνεις αποχρωματισμό». «Τώρα θα κάνεις...». Τι να πω; Δεν θυμάμαι.
Κύριε Παύλο, να σας ρωτήσω λιγάκι; Τον χειμώνα πώς ζεσταινόσασταν; Θυμάστε καθόλου;
Πώς ζεσταινόμασταν;
Ναι. Τι κάνατε για να ζεσταθείτε εκεί πέρα;
Τίποτα. Ζεσταινόμασταν με τα ρούχα μας, άλλο τίποτα. Δεν είχαμε ούτε σόμπες, ούτε τι. Τίποτα, όχι. Δεν θυμάμαι. Δηλαδή δεν είχαμε, όχι.
Θυμάστε ίσως τι ηλικίας ήταν τα άτομα που ήταν τότε στη Μακρόνησο;
Τα άτομα; Ποια;
Γύρω σας. Οι εξόριστοι γενικά εννοώ ήτανε από όλες τις ηλικίες;
Από όλες τις ηλικίες βέβαια. Αφού και ο αδερφός μου ο Θανάσης, τον πρόλαβα. Έναν μήνα πριν να φύγουν για τον Αϊ-Στράτη, ήταν εκεί στην Μακρόνησο. Έναν μήνα ήμασταν και οι δύο μαζί και δεν ανταμώσαμε, γιατί όταν αποφάσισα εγώ να πάω να δω τι είναι, είχανε φύγει.
Πόσα άτομα περίπου πιστεύετε ότι υπήρχαν τότε στη Μακρόνησο;
Πάνω από 30.000. Μόνο ο λόχος μας ήτανε χίλια τόσα άτομα. Ένας λόχος, χίλια τόσα ήμασταν. Ο μισός ο Βόλος και η μισή Θεσσαλονίκη εκεί ήμασταν. Τέλος πάντων. Δεν ξέρω. Να μην λέω... Όταν δεν είμαι πολύ σίγουρος, να μην.
Καλά κάνετε. Εσείς λέτε αυτά που πιστεύετε, αυτά που νομίζετε.
Νούμερο, μη βάζετε γιατί οπωσδήποτε θα κάνω λάθος. Είναι δυνατόν να ξέρω;
Ναι. Περίπου εγώ λέω πόσο σας φάνηκε. Για αυτό σας ρώτησα.
Ναι, πολλοί!
Να ρωτήσω και κάτι ακόμη; Γυναίκες υπήρχαν εκεί πέρα στην Μακρόνησο;
Γυναίκες; Όχι. Υπήρχανε, αλλά ούτε τις είδαμε εμείς, ούτε τίποτα. Μόλις πήγαμε εμείς, φύγανε αυτές. Είχανε και μια από δω από το χωριό μας. Είχανε την κυρά Ελένη του Ιωαννίδη του Αριστείδη, «του Πλάτωνα» -που λένε- η γυναίκα ήταν και εκείνη εξορία.
Παιδιά είχε; Είχατε δει ποτέ ανήλικα;
Όχι, όχι. Εμείς εκεί που ήμασταν στο 1ο Τάγμα απάνω, δεν είδαμε. Αν είχε αλλού... Γιατί είχε εκτός από τα τρία τάγματα, ήτανε και το ΣΦΑΜ -Στρατιωτικές Φυλακές Αναμορφωτηρίου-, ήτανε και ο 4ος λόχος, οι οποίοι ήτανε από τον Ιερό λόχο, ξέρω γω. Από κάτι φασιστάκια από δω και από κει μαζεμένα ήταν σε ένα μέρος ξεχωριστά αυτοί. Οι μελλοντικοί αλφαμίτες, ας πούμε. Οι άνθρωποι που θα βάζανε μυαλό σε εμάς!
Κύριε Παύλο, αυτοί μένανε εκεί πέρα; Μένανε στην Μακρόνησο;
Ναι. Όπως ήτανε σαράντα-πενήντα σκηνές, που ήταν ο λόχος μας, πιο πάνω ήταν αυτοί οι δικοί τους, οι δυνάμεις αυτές οι στρατιωτικές και από δίπλα ήταν τα γραφεία, οι αξιωματικοί. Και οι αξιωματικοί οι περισσότεροι ήταν Μακρονησιώτες κυνηγημένοι. Και ύστερα ανανήψανε!
Γενικά οι σχέσεις ανάμεσα στους εξόριστους ποιες ήτανε; Ήταν καλές; Είχατε δει ποτέ κάποιο σκηνικό; Κάποιες αντιπαραθέσεις ίσως;
Όχι. Ήμασταν μακριά από τους πολιτικούς εξόριστους. Ήμασταν μακριά εμείς. Αυτή ήταν στον 4ο λόχο, οι πολιτικοί εξόριστοι. Όπου ήταν και ο Θανάσης. Και ο Θανάσης ο αδερφός μου ήταν εκεί, αλλά δεν μπόρεσα να πάω να τον δω. Δεν άφηναν κιόλας να έχουμε επαφές. Και μεταξύ μας σχεδόν τα τάγματα σχεδόν εχθρικά ανταμώναμε. «Όχι εσείς, εμείς». «Όχι εμείς, εσείς». Τι να σου πω, κορίτσι μου; Δεν μπορώ, δε ξέρω.
Θέλετε να μας περιγράψετε έτσι μια τυπική ημέρα; Τι κάνατε μόλις ξυπνούσατε; Τι κάνατε από το πρωί μέχρι το βράδυ εκεί πέρα; Θυμάστε καθόλου;
Δεν θυμάμαι. Όλη μέρα περνούσε, πώς περνούσε; Τίποτα δεν κάναμε. Τάχα μας παίρνανε και κάναμε ηθική αγωγή, διδασκαλία. Μας έκαναν διδασκαλία. «Αυτός είναι ο κομμουνισμός». Αυτό είναι το τάδε, αυτό είναι το άλλο. Όλο χαζά. Δεν… Δύσκολη. Φυσούσαν κάτι αέρηδες. Σκόνη πολλή είχε. Τα ρούχα μας όλα είχαν κοκκινίσει. Κόκκινα τα ρούχα μας, πηγαίναμε να τα πλένουμε στη θάλασσα με σαπούνι θαλασσινό. Τίποτα. Ο καθένας μας πήγε να επιβιώσει, αλλά δεν είχε τι να πω, ρε παιδί μου; Ήταν ένα κάτεργο. Ένα κάτεργο, πώς το λένε; Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Μας βάζανε να τραγουδήσουμε και αυτοί μας λέγανε να πούμε κανένα από αυτά τα δικά τους τα ωραία. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» και τα λοιπά. Εμείς κοιτάζαμε του «Δαβάκη τα παλικάρια». Αρχίζαμε του Δαβάκη τα παλικάρια. «Εϊ, εγώ σου είπα αυτό;». Αυτό το άρχισαν τα παιδιά και εγώ πήγα. Τέτοια μικροτσινίσματα για να σπάσουν το ηθικό μας περισσότερο. Να γίνουμε άβουλα όντα. Και τις περισσότερες φορές πετύχαιναν. Πετύχαιναν! Είχαμε γίνει μοσχάρια -πώς το λένε- άβουλα. Καλά το είπα, άβουλα όντα.
Εσείς προσπαθούσατε κάπως να συσπειρωθείτε;
Πώς; Αφού το είπαμε… Μου λέει ένας, ο Χατζίκος: «Ρε Παυλάκη, ξέρεις τι κάνεις τώρα;». «Τι κάνω;». «Σε ένα όρθιο μαχαίρι -λέει- χτυπάς τη γροθιά σου». Και λέω: «Ας κάνουμε κάτι. Αλλιώς, πες μου εσύ πως να κάνουμε, γιατί εγώ τους είπα να κάνουμε μια διαμαρτυρία όλοι μαζί για τους φυλακισμένους! Όχι για μας, αλλά για τους φυλακισμένους. Να κάνουμε αυτό». «Αυτό κάνεις -λέει- τώρα εσύ! Χτυπάς τη γροθιά σου σε ένα όρθιο μαχαίρι». Αυτό είναι ένα έτσι...Τότε όλα τα παιδιά και οι Βολιώτες προπαντός: «Ναι, ρε Παύλε. Κάτσε. Άσε. Δεν γίνεται. Δεν μπορούμε να κάνουμε. Εδώ δεν μπορούμε να ζητήσουμε αλλαγή τροφής ή αλλαγή συνθηκών διαβίωσης, θα πάμε να ζητήσουμε για τους φυλακισμένους;». «Ναι, αλλά -λέω- από εδώ καμιά φωνή δεν υπάρχει. Τι σόι Μακρόνησος είναι αυτή;». Αυτός ήταν όλος ο αγώνας μου!
Άρα δεν βρήκατε ουσιαστικά και ανταπόκριση από τους άλλους!
Από ποιους δεν βρήκαμε;
[00:50:00]Από τους φίλους σας εννοώ ...
Είπανε: «Τι να κάνουμε; Δεν γίνεται!». Τα παιδιά κατάλαβαν καλύτερα από μένα ότι ήτανε παράλογο αυτό που ζητούσα. Δεν γινότανε. Και πραγματικά δηλαδή τι θα κάναμε; Θα μας στέλνανε στην απομόνωση δυο-τρεις πόσοι θα ήμασταν. Θα μας στέλνανε στην απομόνωση και εκεί θα ψοφολογούσαμε.
Όσοι πήγαιναν στην απομόνωση έπειτα γυρνούσαν;
Ναι, άμα μετάνιωναν για την προδοσία που έκαναν στην πατρίδα. Ύστερα τους ξαναφέρνανε εκεί και πιο χειρότερα και από εμάς περνούσαν!
Ξέρατε κανέναν ή έστω να είδατε κάποιον, ο οποίος πήγε στην απομόνωση και δεν γύρισε;
Τότε το ήξερα, τώρα δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι ότι εγώ δυο-τρεις φορές πήγα και τον έδωσα φαγάκι κρυφά, αλλά τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του με τίποτα. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ένα καλό παιδάκι ήταν το καημένο. Χάθηκε. Δεν ξέρουμε τελικά. Τρεις μάλιστα. Τρεις-τέσσερις ήταν, γιατί και από τους άλλους λόχους κανένα δεν… Τρία-τέσσερα παιδιά χάθηκαν. Τότε ακόμη εγώ ζήτησα: «Ρε παιδιά, τουλάχιστον να μάθει ο κόσμος έξω ότι χαθήκαν αυτά τα παιδιά. Από εδώ μέσα χάθηκαν! Δεν έχουμε άλλα στοιχεία, αλλά αυτό το πράγμα». «Άσ’ το, άσ’ το, Παύλε. Άσ’ το». Είχανε φοβηθεί όλοι, μωρέ. Σάμπως εγώ που έκανα ότι τάχα… Τι έκανα; Και εγώ φοβόμουνα! Έτρεμα. Για αυτό και αμέσως πειθόμουν ότι έχουν δίκιο τα παιδιά. Τι να κάνουμε;
Για ποια παιδιά τώρα λέτε ότι έχουν δίκιο;
Τα Βολιώτικα. Ξέρεις τι καλά παιδιά; Αυτός ο Τηλέμαχος μέσα στην ψυχή μου είναι και ο Κουτρούμπας. Ο Κουτρούμπας ήρθε και με είδε με την αρραβωνιαστικιά του. «Πάμε στον Παύλο» και ήρθαν. Από τον Βόλο ήρθαν εδώ. Την έφερε την αρραβωνιαστικιά του εδώ στο σπίτι μου. Χρήστος Κουτρούμπας. Χρυσάφια, χρυσάφια. Διαλεγμένα χρυσάφια.
Κύριε Παύλο, να σας ρωτήσω-
Εγώ τουλάχιστον αυτούς τους Βολιώτες δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Καλά παιδιά. Μέχρι που τώρα θέλω να τους γράψω ένα γράμμα. Δεν ξέρω ποιος ζει, ποιος πέθανε. Δεν ξέρω. Είμαι ενενήντα έξι χρονών τώρα. Τότε ήμασταν είκοσι τρία. Σκέψου τώρα ποιος ζει και ποιος δεν ζει. Εμένα εννιά αδέρφια ήμασταν, οκτώ πεθάνανε και εγώ ζω.
Κύριε Παύλο, όταν ήσασταν στη Μακρόνησο είχατε καταφέρει να έχετε επικοινωνία με κάποιον έξω μακριά από την εξορία; Με την οικογένειά σας, για παράδειγμα. Γιατί μου είπατε για κάποιο γράμμα, για παράδειγμα, που επέστρεψε πίσω.
Ένα και δύο επέστρεψαν πίσω; Με τα αδέρφια μου, όχι μετά αυτά. Με τα αδέρφια μου, συγγενείς άλλους και κάτι ξαδερφούλες είχα αλληλογραφίες. Τα περισσότερα γράμματα εγώ έπαιρνα από όλους μέσα στον λόχο, γιατί έγραφα παντού. Έγραφα εγώ, απαντούσαν ο καθένας για λογαριασμό του και εγώ έπαιρνα πολλά γράμματα.
Υπήρξε ίσως κάποια στιγμή που να σκεφτήκατε ότι «Δε θα τα καταφέρω εδώ πέρα»; Ότι «Δε θα καταφέρω να επιβιώσω, να φύγω από την Μακρόνησο»;
Μα, δεν έμπαινε τέτοιο ζήτημα. Δεν έμπαινε τέτοιο ζήτημα. Μας έλεγαν: «Πρέπει να μπεις στην ΑΜ, να φτάσεις στην κατηγορία Ε. «Εξαίρετος». Τότε θα βγεις από την Μακρόνησο. Όπως βγήκε τάχα ο Δημητρός μας, αλλά ο Δημητρός μας ήταν πιο νωρίς, το 1947. Εκείνος βγήκε έξω από την Μακρόνησο και ετοιμάστηκε να φύγει να πάει στο βουνό και τον προλάβανε. Τον πιάσανε από την Αρκαδία -σε ποιο μέρος ήτανε- μαζί με έναν άλλον φίλο του ήθελαν να φύγουνε. Τάχα πήραν τα παγούρια να πάνε να γεμίσουν νερό και από εκεί σηκωθήκανε να πάνε απέναντι στο Διαμαντή, αλλά δεν τα καταφέρανε, γιατί τους πήραν χαμπάρι.
Και έρχεται κάποια στιγμή-ημέρα που φεύγετε από την Μακρόνησο. Μπορείτε να μου θυμίσετε λιγάκι ποια ημερομηνία ήταν; Που το είπαμε και πριν.
Γύρω στις 20 και ήτανε. 20; 21; 22; 23; Δε ξέρω. Πάντως 20 και ήτανε. Τώρα Οκτώβρης; Νοέμβρης;
Ποιου έτους;
Το ’52. Το 1952. Θέλω να σου πω για το ’52 για τα Χριστούγεννα, δηλαδή μάλλον το ’51 τα Χριστούγεννα ή το ’52 τα Χριστούγεννα;
Ήσασταν τότε στη Μακρόνησο ή όχι; Για αυτά τα Χριστούγεννα που θέλετε να μου πείτε…
Στην Μακρόνησο και ήρθαμε με άδεια εγώ και ο Μπιτζανάκης από την Κρήτη ο φίλος μου. Τον πήρα και εκείνον, γιατί εκείνα τα Χριστούγεννα παντρεύτηκε ο Δημήτρης ο αδερφός μου. Με την ευκαιρία για το γάμο ήρθαμε μαζί με τον μπατζανάκη εκεί. Εκείνο ήταν μια καλή μέρα, μια καλή στιγμή.
Άρα είχατε την δυνατότητα να φύγετε με άδεια.
Τότε είχαμε τελειώσει, είχαμε κάνει τα πάντα. Ό,τι ήθελαν έκαναν. Δεν είχαμε φέρει καμία αντίρρηση. Δεν μας φοβόταν πλέον. Ήτανε «Άσ’ τους αυτούς».
Και τι θέλατε να πείτε για εκείνα τα Χριστούγεννα; Ότι καταφέρατε και ήρθατε εδώ πέρα;
Ναι, ήμασταν μαζί με τον Αντώνη. Ο Αντώνης σε εκείνη την περίοδο που ήρθαμε εδώ είχε αφήσει την καλύτερη εντύπωση. Όχι μόνο σαν αριστερό παιδί, καλό παιδί, αλλά και σαν λίγο πιο θαρραλέος από εμένα. Αλλά αγαπιόμασταν πάρα πολύ. Σαν να ήμασταν δίδυμα, τόσο πολύ! Πήγαινε αυτός εκεί στον Πειραιά, είχε πολλούς γνωστούς και μάζευε -έβρισκε- κουστούμια διάφορα και τα λοιπά. Αλλάζαμε και πηγαίναμε εδώ, εκεί, στην Καστέλλα. Αυτοί είχανε και τη βεντέτα την Κρητική. Εκεί στον Πειραιά είχανε μαζευτεί όλα τα καθάρματα! Και μόλις τον πήρανε χαμπάρι τον Αντώνη ότι είναι εκεί τον παρακολουθούσαν για να τον δείρουν. Ο Αντώνης έπαιρνε και εμένα και μου έλεγε: «Θα βάλεις το δεξί σου το χέρι πάντα στην τσέπη θα το έχεις, για να νομίζουν ότι κάτι έχεις εκεί», γιατί ήξερε και αυτός ότι μας παρακολουθούν, αλλά και αυτός παρακολουθούσε αυτούς. Μου έλεγε κάτι ιστορίες, τι τους έκαναν. Αλλά καλό παιδί, πολύ καλό παιδί. Όλοι καλοί ήτανε οι Μακρονησιώτες. Διαλεγμένα, αφού ήταν διαλεγμένα τα καημένα όλα.
Κύριε Παύλο, έρχεται όπως είπαμε εκείνος ο Οκτώβρης ή Νοέμβρης του ’52. Ουσιαστικά, φεύγετε από την Μακρόνησο
Ναι.
Πώς νιώσατε όταν το μάθατε αυτό; Ότι επιτέλους θα φύγετε και θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας.
Όπως κάνουν όλοι οι στρατιώτες όταν μαθαίνουν ότι απολύονται. Σαν τίποτε, καμία διαφορά. Εμείς λέμε τώρα: «Αφού απολυόμαστε να δούμε τι θα βρούμε». Πώς να νιώθουμε δηλαδή; Τι; Απελευθέρωση; Όχι. Σαν πρόβατα, πώς το λένε! [01:00:00]Χωρίς θέληση άνθρωποι άβουλοι. «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα / προσμένουμε όλοι ένα θαύμα», του Βάρναλη.
Και τι ήταν αυτό το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν φύγατε από εκεί από την Μακρόνησο; Θυμάστε;
Δεν θυμάμαι. Κάτι έκανα, δεν γίνεται να μην έκανα.
Θυμάστε όταν συναντήσατε ίσως την οικογένειά σας;
Ναι.
Τα αδέρφια σας;
Ναι. Όταν ήρθα είχαμε χτίσει το σπιτάκι αυτό το καινούργιο. Το ’51 το χτίσανε αυτό. Ο Δημητρός είχε τελειώσει το στρατιωτικό και κάνανε σπίτι. Εγώ τους βρήκα, ο Θανάσης μόνο έλειπε. Ο Θανάσης ήταν στην εξορία και οι άλλοι κακοζούσαμε, πώς να το πω; Με τις ανέχειες. Δύσκολα.
Ο Θανάσης ο αδελφός σας πού ήταν τότε εξορία;
Και που δεν ήτανε. Σε όλα τα νησιά, αλλά από την Μακρόνησο όταν έφυγε νομίζω… Όχι πρώτα ήταν στην Ικαρία, ύστερα… Ύστερα πού πήγε; Πώς το λένε, μωρέ, ένα.
Στην Γυάρο;
Στη Γυάρο ο Δημητρός πήγε, αλλά πήγε με τη χούντα. Με τη χούντα πήγε ο Δημητρός. Ο Θανάσης ήτανε φευγάτος, δεν τον βρήκανε. Στην Χούντα όταν ήταν, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν Και την πλήρωσε ο Δημητρός, εμείς, ο πατέρας μας. Αλλά όχι σοβαρά πράγματα…
Η κατάσταση εκεί στη Μακρόνησο σας επηρέασε έπειτα στη ζωή σας; Ψυχολογικά ίσως. Όσα είδατε ή αυτοί οι φόβοι που λέγαμε πριν.
Αν μας επηρέασε; Ύστερα αρχίσαμε να παινευόμαστε ότι εμείς οι Μακρονησιώτες είμαστε γνήσιοι Έλληνες και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά δεν το διατυμπανίζαμε κιόλας. Μόνο που δεν δεχόμασταν αυτά που μας έλεγαν αυτοί. «Άιντε. Άσε μας. Εθνικόφρονα. Εσύ είσαι Έλληνας». Τέτοια μικροπράγματα.
Έχετε ξαναπάει από τότε στη Μακρόνησο;
Όχι. Και τώρα που πήγε το κόμμα μας, ήθελα να πάω, αλλά δεν πήγα. Έχω πολλά να θυμηθώ άμα πάω εκεί. Είχα κάτι κρύπτες εκεί, κάτι αυτά είχα κάνει, αλλά δεν πήγα.
Συζητάτε γενικά από τότε για τη Μακρόνησο; Είτε με την οικογένεια, είτε με φίλους;
Σε όλους. Σε όλο τον κόσμο το έλεγα και το φώναζα και το πίστευα και ακόμα πιστεύω ότι ήταν ένα πολύ καλό σχολείο για εμάς! Γιατί όταν πήγαμε ήμασταν σαν μοσχαράκια, δεν ξέραμε τίποτα. Σαν ζώα. Αετόπουλα. Επειδή ήτανε οι μεγάλοι της οργάνωσης στην ΕΠΟΝ και στην ΕΛΑΣ, ΕΑΜ. Εμείς οι μικροί, όχι μόνο για να κάνουμε, τι να κάνουμε! Να βοηθήσουμε την οικονομία του σπιτιού, δεν…
Κύριε Παύλο, αυτά ήθελα εγώ να σας ρωτήσω. Δεν ξέρω αν θέλετε εσείς να συμπληρώσετε κάτι που σας ήρθε τώρα ίσως στο νου.
Τι να συμπληρώσω, ρε παιδί μου;
Μήπως έχετε κάτι να πείτε που δε σας το ρώτησα εγώ και σας έρχεται στον νου από τότε, από εκείνα τα δύο χρόνια, από το διάστημα εκείνο;
Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Από την ώρα που έφυγα από την Μακρόνησο και ήρθα εδώ, έγινα πιο αριστερός από όσο ήμουνα! Όλα ύστερα τα έκρινα πιο αυστηρά και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Αυτό μπορώ να το πω. Δηλαδή, σε τελική κατάληξη της κουβέντας μου μπορώ να πω ότι λίγο με ωφέλησε η Μακρόνησος, παρά με ζημίωσε. Μακάρι να έκανα περισσότερα, να μπορούσα να κάνω περισσότερα. Αλλά η Μακρόνησος ήταν, είναι και θα παραμείνει το νεκροταφείο της Ελλάδος. Δυστυχώς. Κατάφεραν πολλά πράγματα οι αντίπαλοι με την Μακρόνησο. Έβγαλαν πολλούς τρελούς, έβγαλαν πολλούς νεκρούς και πολλούς σακάτηδες. Δεν άφησαν όρθιο τίποτα. Τίποτα όρθιο δεν άφησαν και δε λέγανε ότι σε ανθρώπους κάνουν… Ούτε σε ζώα τόσο άγρια!
Κύριε Παύλο, ευχαριστώ πάρα πολύ. Ελπίζω να μην σας κούρασα.
Όχι, δεν κουράστηκα και χαίρομαι για αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι δεν είπα και τίποτα σπουδαίο.
Είπατε όσα βιώσατε εσείς. Αυτό ακριβώς ήθελα. Ευχαριστώ πολύ.
Περίληψη
Ο Παύλος Καλώνης γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον Αριστερών εξόριστων. Οι συνθήκες τον αναγκάζουν ήδη από την Δ' τάξη να εγκαταλείψει το σχολείο και να αφοσιωθεί στην οικογένειά του. Η συνέντευξή του περιστρέφεται γύρω από τις προσωπικές του εμπειρίες κατά τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο από το 1950 έως το 1952. Πιο αναλυτικά, περιγράφει εξαρχής το ταξίδι προς τον τόπο εξορίας, τις πρώτες μέρες στο νησί αλλά και τα συναισθήματά του. Στη συνέχεια, αναλύει και σχολιάζει τις γενικότερες συνθήκες της Μακρονήσου, τις σκέψεις που έκανε εκεί, αλλά και διάφορα περιστατικά που βίωσε ο ίδιος ή άκουσε από τρίτους. Τέλος, αναφέρεται στις σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους άλλους στρατιώτες του νησιού, καθώς και στις επαφές που κράτησε με την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Παύλος Καλώνης
Ερευνητές/τριες
Ραφαέλα Νίκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/08/2022
Διάρκεια
66'
Περίληψη
Ο Παύλος Καλώνης γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον Αριστερών εξόριστων. Οι συνθήκες τον αναγκάζουν ήδη από την Δ' τάξη να εγκαταλείψει το σχολείο και να αφοσιωθεί στην οικογένειά του. Η συνέντευξή του περιστρέφεται γύρω από τις προσωπικές του εμπειρίες κατά τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο από το 1950 έως το 1952. Πιο αναλυτικά, περιγράφει εξαρχής το ταξίδι προς τον τόπο εξορίας, τις πρώτες μέρες στο νησί αλλά και τα συναισθήματά του. Στη συνέχεια, αναλύει και σχολιάζει τις γενικότερες συνθήκες της Μακρονήσου, τις σκέψεις που έκανε εκεί, αλλά και διάφορα περιστατικά που βίωσε ο ίδιος ή άκουσε από τρίτους. Τέλος, αναφέρεται στις σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους άλλους στρατιώτες του νησιού, καθώς και στις επαφές που κράτησε με την οικογένειά του.
Αφηγητές/τριες
Παύλος Καλώνης
Ερευνητές/τριες
Ραφαέλα Νίκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/08/2022
Διάρκεια
66'