Μια Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς θυμάται
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στη Νέα Ιωνία
00:00:00 - 00:10:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Ευαγγελία Μανδώνα. Ωραία. Είναι Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Ευαγγελία Μανδώνα, β…ιαγιά; Πάντα είχαν την καθαριότητά τους, τα πεσκεράκια τους τα μπαλωμένα, αλλά τα καθαρά, τον βασιλικό στη γλάστρα… Είχαμε αυτά τα έθιμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Παραδόσεις και συνήθειες των Μικρασιατών
00:10:03 - 00:29:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να μου πείτε τότε που μου είπατε ότι επισκεφθήκατε τα μέρη του μπαμπά σας. Πείτε μου λίγο πώς ήταν αυτό, πώς νιώσατε. Περιγράψτε μου. …άσια πήγανε εδώ, δηλαδή, δεν είχαν κάτι προσωπικό δικό τους. Στο εργοστάσιο που πηγαίναν και δουλεύανε, στα υφαντουργεία πιο πολύ δουλεύανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η δουλειά στα υφαντουργεία
00:29:13 - 00:33:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πείτε μου λίγο για τα υφαντουργεία αυτά της Νέας Ιωνίας, που ήταν και αρκετά εκείνη την περίοδο. Πώς δούλευε, δηλαδή πώς ήταν ένα τυπικό υφα…, τα παραγγέλνανε και τους τα πήγαιναν οι γονείς μου κάτω, στις αποθήκες τώρα, δεν είχαμε μαγαζί. Κατάλαβα. Εμείς απλώς παραγωγή κάναμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Αναμνήσεις από τη γιαγιά και τη μαμά της
00:33:18 - 00:49:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς μένατε μαζί με τη γιαγιά σας; Μένατε όλοι μαζί; Ναι, ναι, κορίτσι μου, όλοι μαζί. Και με τη θεία μου μαζί, γιατί σου είπα ήταν και οι…ξερε ότι έπρεπε να χτυπήσει κάρτα. Τέλος πάντων, και αμέσως τον επληρώσανε. Έδωσε διαταγή ο κύριος δήμαρχος και τον επληρώσανε τον άνθρωπο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Αφήγηση Αναστασίας Αμπουσίδου
00:49:44 - 01:05:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Α.Α.: Αναστασία Αμπουσίδου. Είναι Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Αναστασία Αμπουσί…να δίνουμε, γιατί ο άντρας της είναι άρρωστος, πολλά χρόνια, δίνει και την ψυχή της ακόμα. Ευχαριστώ πολύ. Α.Α.: Να είσαι καλά, αγάπη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ευαγγελία Μανδώνα.
Ωραία. Είναι Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Ευαγγελία Μανδώνα, βρισκόμαστε στη Νέα Ιωνία, εγώ ονομάζομαι Ναταλία Μητσιώνη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Ευαγγελία, πείτε μου, σας ακούω.
Λοιπόν, από ό,τι μου έλεγε η γιαγιά μου ήρθαν το '22. Η γιαγιά μου ήταν χήρα, 19 χρόνων, με ένα μωρό στην αγκαλιά ασαράντιστο, χωρίς άντρα. Πρώτα πήγανε στην Κύπρο και μετά από την Κύπρο ήρθαν στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ιωνία, δεν θυμάμαι εγώ τώρα για παράγκες, εγώ θυμάμαι ότι είχαμε σπίτι, αλλά μάλλον θα είχανε παράγκες. Τέλος πάντων, ζήσανε με την αδερφή της μαζί, και αυτή ήταν χήρα με ένα παιδί και συγκατοικούσαν, πηγαίνανε στο εργοστάσιο, κρατούσε τα παιδιά η μία, πήγαινε η άλλη για δουλειά. Τέλος πάντων, μεγάλωσε η μάνα μου, μαζί με τη θεία και τη μαμά της, παντρεύτηκε από δω, από τη Νέα Ιωνία, ένα παλικάρι, απέκτησε τέσσερα παιδιά. Εγώ είμαι η πρώτη. Ο πατέρας μου στην αρχή έκανε τον οικοδόμο για να επιζήσουμε, μετά αργότερα έβαλε καλτσομηχανές και δουλεύαμε όλοι εκεί οικογενειακώς. Ήμασταν τέσσερα παιδιά και δύο οι γιαγιάδες, που είχαμε μέσα στο σπίτι μας και μέναμε όλοι μαζί. Η γιαγιά μου μας κρατούσε τις παραδόσεις τις δικές της που είχε. Όταν γεννιόταν ένα παιδί το δώρο τους ήταν ένα χρυσαφικό ή ένα κομμάτι ύφασμα να τους κάνουν ένα φουστάνι και τέτοια στα παιδάκια. Όταν γινόταν κάποιο συνοικέσιο, γιατί συνήθως με συνοικέσιο παντρευόντουσαν τότες όλα τα άτομα αυτά, και ερχότανε η πεθερά με τον πεθερό στο σπίτι για να μας βάλουν ένα δαχτυλίδι. Σε μας, δηλαδή, τώρα, ένα δαχτυλίδι σαν σημάδι, εμείς έπρεπε να φιλήσουμε το χέρι του πεθερού μου και της πεθεράς μου. Όταν ήταν να μεταλάβουμε μας νηστεύανε πάρα πολύ αυστηρά. Η γιαγιά μου μας νήστευε και τρεις μέρες το λάδι για να κοινωνήσουμε και ο μεγάλος μου αδερφός μας έδινε ελιές και τρώγαμε και δεν μας έδινε λάδι να φάμε και έλεγε ο αδερφός μου: «Γιατί, γιαγιά, αφού μας δίνεις ελιές, γιατί δεν μας δίνεις και το λάδι;», «Το λάδι δεν είναι το ίδιο, αγόρι μου», μας έλεγε, «Για επεξήγησέ μου», «Θα σου πω -λέει- όταν πας σε ένα σπίτι και παίρνεις την κοπέλα, παίρνεις και τη μάνα; Έτσι υπάρχει διαφορά ελιάς με λαδιού». Τέλος πάντων, κοινωνούσαμε κανονικά. Στο τραπέζι μας κάναν τα δικά τους τα φαγητά, τα παραδοσιακά, δεν μας αφήναν ποτέ τέτοιο. Συνήθως συνηθίζαμε το κρέας, πιο πολύ μοσχάρι, κατσίκι, αρνί, κάναμε και τα όσπριά μας και απ' όλα. Χορταρικά πολλά εμείς δεν ξέραμε, ίσως δεν τα τρώγαν από κει, δεν ξέρω… Όπως σπανακόπιτες και τέτοια. Θέλω να σου πω τα φαγητά ήτανε κιμαδόπιτες, τυρόπιτες, τέτοια πράγματα συνήθως. Η μαμά μου πάντα μας έλεγε όπου και να είστε 1:00 το μεσημέρι θα είστε όλοι στο τραπέζι, όπου και να είστε, και εμείς αυτό το κρατάγαμε, 1:00 στο τραπέζι. Συνήθως, κορίτσι μου, με τους γονείς μας με τα μάτια μιλάγαμε πιο πολύ, παρά... Με το νόημα που μας έκανε καταλαβαίναμε τι ήθελε. Όταν ήταν να πάμε να κοινωνήσουμε μας έβαζαν και φιλάγαμε το χέρι του παππού, της γιαγιάς, να ζητήσουμε συγχώρεση. Τώρα 15-17 χρονών κοριτσάκι. Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου, της μαμάς μου, του μπαμπά μου, της νονάς μου, για να ζητήσουμε συγχώρεση από αυτούς, να φιλήσουμε το χέρι όμως. Τέλος πάντων, γιορτές κάνανε. Μπορεί να μην είχαν την άνεση και αυτά αλλά τις γιορτές και τα γλέντια τα είχαν απαραίτητα. Καρέκλες δεν είχανε, τραπέζια δεν είχανε, παίρνανε από τη γειτονιά δανεικά τραπεζομάντηλα για να κάνουν με το τίποτα. Η γειτονιά μας ήταν πάντα γεμάτη έξω τα απογεύματα, ο καθένας ό,τι μπορούσε, άλλος ένα κρεμμύδι, άλλος δύο ελιές και κοιτάγαν να συζητήσουν τα νέα τους. Βοηθιόντουσαν πάρα πολύ ο ένας με τον άλλονα. Εμένα η γιαγιά μου, απέναντί μας ήταν μία κυρία, εντάξει, δεν ήταν από τα δικά μας μέρη, είχε τέσσερα παιδιά, μωρά, και την είχε αφήσει ο άντρας της και έφυγε και είχε ένα παιδί κωφάλαλο. Τέλος πάντων, και ερχόταν στο σπίτι μας γιατί έπαιζε με τον αδερφό μου και πήγαινε στη μαμά του και έλεγε: «Μαμά, η γιαγιά μαγειρεύει και μυρίζει φαΐ». Και η γιαγιά μου κάθε μεσημέρι του έβαζε μία μερίδα φαΐ, τότες φοράγανε ποδιές οι γυναίκες, και το έκρυβε, το έβαζε κάτω από την ποδιά και του το πήγαινε για να φάει το παιδάκι. Όταν εμείς το '55 πουλήσαμε απο εδώ το σπίτι και πήγαμε στο Ηράκλειο, αυτό το παιδάκι ήτανε 12 χρονών και ερχόταν με τα πόδια μόνο του κάθε μεσημέρι για να φάει. Θέλω να σου πω, βοηθιόντουσαν. Όταν τηγάνιζαν κάτι, μαγείρευαν κάτι, και πιο κάτω κάποια γειτόνισσα εγκυμονούσε, εμάς παιδάκια μας στέλνανε, μας βάζανε μεζέ να το πάμε στην εγκυμονούσα να μην αποβάλει, γιατί μυρίζει το φαΐ, να μην αποβάλει. Τέτοιες παραδόσεις. Χριστούγεννα ξέρανε τον Αϊ-Γιώργη τον γιόρταζαν πάρα πολύ. Ήταν και ο πατέρας μου Γιώργος και τον ξεχωρίζαν τον Αϊ-Γιώργη και μέχρι τώρα και οι Τούρκοι το κάνουν, αν το ξέρετε, τον Αϊ-Γιώργη τον ξεχωρίζουν και στην Τουρκία. Έχω πάει τρεις φορές εγώ στα μέρη του πατέρα μου. Τώρα τι ήθελα να σου πω; Χριστούγεννα κάναν τα γλυκά τους, κάνανε τα ισλί, πηγαίνανε στη γειτόνισσα, η μία με την άλλη, σε ένα κουζινάκι μέσα, τότες δεν είχανε και χώρο, και κάναν τα γλυκά τους. Το φαΐ μας τα Χριστούγεννα εμάς ήτανε αρνί γεμιστό, το οποίο το λέγανε σουρά τότε, τα Χριστούγεννα. Σου 'πα, χοιρινά, τέτοια δεν τρώγαμε. Τα φαγητά μας αυτά ήτανε. Το Πάσχα μας κάνανε αρνί στον φούρνο. Τις πιλαβίνες, ήταν κάτι πίτες μεγάλες με αυγά, τυρί φέτα, και της ψήναν και με μπόλικο δυόσμο και τις ψήνανε. Κάνανε τα κουλούρια τα αλμυρά και τα κουλουράκια τα γλυκά κάνανε. Τι άλλο να σου πω; Δεν θυμάμαι τώρα τίποτα άλλο Τασούλα!
Κοίταξε, μία ζωή δουλεύανε οι γονείς μας και εμείς μαζί τους. Σχολείο εγώ δεν πήγα, γιατί ήμουνα η μεγαλύτερη και θέλανε βοήθεια. Ήμασταν τέσσερα παιδιά. Τα άλλα παιδιά συνέχισαν τα σχολεία τους, σπούδασαν, κάνανε. Τότες είχαν ανάγκη από προσωπικό, που λέει ο λόγος, κατάλαβες; Αυτά, κοριτσάκι μου.
Εσείς δηλαδή πήγατε σχολείο;
Πήγα, ναι, μέχρι το δημοτικό, αλλά... Ήμουν και καλή μαθήτρια. Εδώ σε αυτό το σχολείο πήγα και θυμάμαι είχε πει η δασκάλα ότι: «Κυρία Τασία, να τη συνεχίσετε τη Βαγγελία στο σχολείο γιατί είναι καλή μαθήτρια», αλλά εντάξει τότες είχαν ανάγκες εργασίας. Ξέρετε τι γύρισε και είπε η μαμά μου; «Τι θα τα κάνει, δάσκαλε, τα γράμματα; Στο τηγάνι θα τα διαβάσει; Εμείς θέλουμε να επιζήσουμε». Τους άλλους όμως τους σπουδάσανε. Άραγες ήθελαν έναν άνθρωπο για βοήθεια. Κοίταξε, αγαπημένοι ήμασταν, δεν είχαμε τίποτα με τους γονείς μας, με τη γειτονιά όλοι, πολύ εργατικοί, μες στη ζωή, μες στον αγώνα. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που κάνανε τον σύλλογό μας, βοηθούσανε τον φτωχό, τα Χριστούγεννα, Πάσχα, φεύγαν από δω και ό,τι είσπραξη είχανε, πηγαίνανε κάτω στην Κοκκινιά και βοηθάνε τον κόσμο, που ξέρανε ότι ο τάδε έχει σοβαρή ανάγκη και ό,τι μπορούσανε βοηθάγανε. Δουλέψανε, προκόψανε, τίμιοι και εργατικοί.
Μου είπατε πριν ότι είχατε κάποια βιοτεχνία με κάλτσες.
Ναι, κορίτσι μου, ναι.
Δουλέψατε σε αυτή μετά το σχολείο;
Ναι, ναι.
Για πείτε μου, τι κάνατε εκεί; Ποιο ήταν το πόστο σας; Πώς ήταν μία μέρα σας;
Τι κάναμε; 24 ώρες την ημέρα δουλεύαμε, γιατί τότε είχε τόσο πολλή δουλειά που δουλεύαμε μέσα στο εργοστάσιο. Μία μικρή βιοτεχνία ήταν δηλαδή, δεν ήταν καμιά μεγάλη βιομηχανία. Και δουλεύαμε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, κορίτσι μου, το νοικοκυριό μας, την καθαριότητά μας. Το Πάσχα όταν ερχότανε, τα κορίτσια μας σταματάγανε από το σχολείο, βγάζαμε όλα τα έπιπλα από το σπίτι μέσα, τι είχαμε; Ένα τραπέζι και πέντε έξι κρεβατάκια είχαμε, που κοιμόμασταν όλοι, τα βγάζαμε όλα έξω και τα ασπρίζαμε. Τις αυλές μας, το σπίτι, το Πάσχα μία εβδομάδα έπρεπε να κάνουμε γενική καθαριότητα, τα κορίτσια, μας σταματάγανε από το σχολείο γιατί ποιος θα τα κάνει μαζί με [00:10:00]τη μαμά και τη γιαγιά; Πάντα είχαν την καθαριότητά τους, τα πεσκεράκια τους τα μπαλωμένα, αλλά τα καθαρά, τον βασιλικό στη γλάστρα… Είχαμε αυτά τα έθιμα.
Θέλω να μου πείτε τότε που μου είπατε ότι επισκεφθήκατε τα μέρη του μπαμπά σας. Πείτε μου λίγο πώς ήταν αυτό, πώς νιώσατε. Περιγράψτε μου.
Εντάξει, συγκινηθήκαμε, η αλήθεια να λέγεται, πάρα πολύ, γιατί ήταν και ωραία μέρη πραγματικά, που άξιζε να μείνουν οι Έλληνες εκεί. Και εμείς συναντήσαμε από εκεί ανθρώπους οι οποίοι μας είπαν καλά λόγια για μας τους Έλληνες τώρα, ότι ήταν και αγαπημένοι. Μάλιστα μου λέγανε: «Εμείς δουλεύαμε σε σας», γιατί όλοι ήταν τακτοποιημένοι, οι περισσότεροι, «δουλεύαμε -λέει- σε σας, και τρώγαμε ψωμί». Όχι, οι άνθρωποι μας φέρθηκαν πάρα πολύ καλά. Δεν έχουμε παράπονο. Εντάξει, ορισμένοι συναντήσανε κάτι ηλικιωμένους και τους δείξανε τα σπίτια των γονιών τους, εντάξει, κλάψανε οι άνθρωποι, συγκινηθήκανε, η αλήθεια να λέγεται τώρα. Άξιζε. ‘Εχεις ακούσει το τραγούδι που λέει: «Κλάψε, καημένη Ανατολή, σου φύγανε τα αηδόνια και πήγανε και τραγουδούν σε άλλα περιβόλια»; Ήταν για τους Έλληνες αυτό.
Τι μνήμες σας ξυπνάει σήμερα όλο αυτό; Βλέπω ότι έχετε φορτιστεί, είναι πολύ έντονο. Έχετε μνήμες από τη γιαγιά σας, από τους γονείς σας; Τηρείτε ακόμα παραδόσεις και έθιμα; Προσπαθείτε;
Ναι, ναι. Όσο μπορούμε, ναι. Κοίτα, τώρα εμείς κοιτάζουμε να μαζευτούμε αδέλφια, ξέρεις, να κάνουμε αυτά, τις παραδόσεις, το φαΐ μας, να μαζευτούμε να κάνουμε. Θα 'ρθούνε τα παιδιά, τα αδέλφια μου, θα βγάλουμε έναν μεζέ, κάτι. Κατάλαβες, έχουμε ακόμα αυτές τις παραδόσεις ακόμα, συνεχίζουμε και τις έχουμε.
Πείτε μου, ας πούμε, κάποια παραδοσιακά φαγητά που θυμάστε από τη γιαγιά σας και τα κάνετε ακόμα σήμερα. Θέλω να μου τα πείτε λίγο αναλυτικά.
Κοίταξε να δεις, συνήθως τους ντολμάδες κάνουμε, γεμιστά, το αρνί το γεμιστό, το σουρά, το κάνω εγώ. Οτιδήποτε τρώγαμε, τις τυρόπιτές μας.
Πώς γίνεται το αρνί αυτό που λέτε; Δηλαδή πώς φτιάχνεται;
Το γεμιστό;
Ναι, ναι.
Βάζουμε κιμά, ρύζι και κουκουνάρι. Το γεμίζουμε, το τσιγαρίζουμε. Α, και συκώτι. Συκωταριά, κιμά, ρύζι και κουκουνάρι. Τα τσιγαρίζουμε όλα αυτά και στο τέλος το γεμίζουμε μέσα και το ράβουμε. Και το κάναμε τότες που δεν είχε φούρνους, το κάναμε στην κατσαρόλα. Το κάναμε στην κατσαρόλα γιατί δεν είχε φούρνους τότες εκεί και ρίχναμε και λίγη ντοματούλα. Τώρα συνήθως το κάνω στον φούρνο όμως το γεμιστό εγώ, για πιο μυρωδάτο, πιο διαφορετικό. Τις τυρόπιτές μας, αυτά, τα κουλουράκια μας, τα συνεχίζω εγώ ακόμα.
Μου είπατε πριν για τη γιορτή του Αϊ-Γιώργη. Ήταν μόνο στη δικιά σας οικογένεια λόγω του πατέρα ή ήταν γενικά της περιοχής;
Όχι, γενικά το γιορτάζανε πάρα πολύ. Ο μπαμπάς μου μπορώ να σου πω ότι στη γιορτή του έφερνε μέχρι όργανα, δηλαδή τόσο τους άρεσε, αλλά ήταν και γλεντζέδες άνθρωποι. Και τι τραγουδάγανε, κορίτσι μου; Τον πόνο τους.
Περιγράψτε μου δηλαδή μία τέτοια γιορτή που θυμάστε από τον μπαμπά σας. Πώς ήταν περίπου;
Κοίταξε να δεις, η μητέρα μου ετοίμαζε τα κρέατα, τους ντολμάδες, τις τυρόπιτές της. Βγαίναμε στη γειτονιά, μαζεύαμε καρέκλες, γιατί εκεί δεν καλούσες, ερχόντουσαν όλοι, ο καθένας, το στήνανε το τραπέζι, με τα κρασιά τους, τα τραγούδια τους, άντε παίζανε και κανένα ντέφι και αυτά και χορεύανε, μέχρι το πρωί μπορεί να τους κράταγε αυτό το πράγμα. Με το τίποτα, δηλαδή, κατάλαβες; Πάντως είχανε τη διάθεση να χαρούνε, να γλεντήσουν, το θέλανε, το είχαν ανάγκη. Σου είπα, τι τραγουδάνε; Τον πόνο τους.
Θυμάστε κάποιο από τα τραγούδια αυτά;
Τούρκικα εγώ τα θυμάμαι.
Τούρκικα;
Ναι, τούρκικα βάζανε πιο πολύ και χορεύανε.
Εσείς μιλάτε; Μιλούσαν οι γονείς σας;
Κοίταξε, οι γονείς μου μιλάγανε, αλλά όχι πάρα πολύ. Αλλά ερχότανε με κάτι θείες μου επίσκεψη και μιλάγανε οι θείες μου με τη γιαγιά μου και εμείς ακούγαμε, και ξέρω ορισμένα. Άμα τα ακούσω λέω αυτό λέγεται τούρκικα και είναι στα ελληνικά αυτή η λέξη, αλλά μιλάγαμε και με τη γιαγιά μου, κάτι τυπικά δηλαδή, ξέρεις τώρα, σαν τέτοια. Θυμάμαι είχα μία θεία, αδελφή της γιαγιάς μου, η οποία ζούσε μαζί μας, και αυτή μέχρι που πέθανε, 90 χρονών, δεν είχε μάθει ελληνικά, ενώ η γιαγιά μου είχε μάθει ελληνικά, και οι δύο είχαν έρθει από 19 χρονών, χήρες ήταν και οι δύο. Όταν ερχότανε σπίτι μου, μετά που πέθανε η γιαγιά μου, και ερχόταν κάθε Κυριακή, έπρεπε να πάμε επίσκεψη. Μας παίρνανε παιδάκια οι θειές μου και πηγαίναμε στην Καλογρέζα, είχε αδερφές και τέτοια, να τις δούμε, τρώγαμε το μεσημέρι και μας παίρνανε τα παιδάκια εμάς και πηγαίναμε επίσκεψη στο σόι, κι έπρεπε να πάνε σε όλους να πουν: «Καλημέρα, τι κάνετε;». Θυμάμαι τώρα όταν πέθανε η γιαγιά μου, που ερχόταν η θεία μου στο σπίτι την Κυριακή το μεσημέρι να με δει, να μας δει, και μου 'λεγε «getir», τουρκικά, «κόρη μου, agik su», νερό, μου λέγε, και της έλεγα εγώ: «Θεία, όχι su, νερό», της έλεγα, και δεν ήθελε να το πει και μου έλεγε: «Αμάν, αμάν, άντε, άντε, su, su». Ενώ η γιαγιά μου τα έμαθε τα ελληνικά πάρα πολύ καλά. Καλά, μπορεί να τα λέγανε σπαστά, η μαμά μου μίλαγε ελληνικά, αφού ήρθε εδώ 40 ημερών, αλλά ό,τι άκουγε από μέσα από τη μαμά της, με τη θεία μου, που τα συζητάγανε, αλλά σε μας η μαμά μου μιλούσε ελληνικά, και ο πατέρας μου. Δεν μιλάγανε τούρκικα, αυτά που λέγανε αναμεταξύ τους οι δικοί μας και ακούγαμε εμείς και ξέρουμε ορισμένα, αλλά σου είπα, τυπικά, όχι σπουδαία πράγματα.
Θέλανε οι γονείς σας να μάθετε τούρκικα ή προσπαθούσαν να μιλάνε ελληνικά;
Κοίταξε να δεις, στην πατρίδα, στα μέρη που ήτανε, δεν τους αφήνανε να μιλάνε ελληνικά, ήταν υποχρεωτικά τα τουρκικά, εδώ τα μάθαν τα ελληνικά.
Εσείς θέλατε να μιλάτε ελληνικά... Σας υποχρέωναν να μιλάτε ελληνικά ή σας είχαν πιο ελεύθερους;
Όχι, όχι, όχι. Ελληνικά μας μιλούσαν, καθόλου δεν μας μιλάγανε τούρκικα εμάς οι γιαγιάδες μας, απλώς όταν ερχόντουσαν οι θειες μου και συζητάγανε από κει τα ακούγαμε. Όχι, εμάς δεν μας μίλαγαν τούρκικα. Εδώ αυτή η θεία μου, που σου λέω τώρα, μεγάλωσε τέσσερα εγγονάκια. Να δεις, τα εγγονάκια τής μιλάγανε ελληνικά και καταλάβαινε και η γριά μίλαγε στα εγγονάκια τουρκικά και καταλάβαιναν τα παιδάκια τι ήθελε να πει η γιαγιά. Ένα παράξενο πράγμα δεν είναι αυτό, ε; Μεγάλωσε τέσσερα εγγονάκια. Όχι, η γιαγιά μου μιλούσε ελληνικά, ελληνικά. Κι όλες οι αδερφές, τα αδέρφια της γιαγιάς μου ελληνικά, η μόνη ήταν που δεν μπορούσε να τα πει, δεν ξέρω πώς της φαινότανε, μέχρι που πέθανε τουρκικά μιλούσε.
Παρ' όλα αυτά, τα γλέντια γίνονταν με τούρκικα τραγούδια.
Ναι, ναι. Συνήθως με τουρκικά τραγούδια. Φέρνανε τα όργανα, τουμπερλέκια, σάσια, πράγματα.
Θυμάστε κανένα άλλο όργανο πώς λεγόταν; Μπορείτε να μου το περιγράψετε;
Όχι, κοριτσάκι μου, εμείς παιδάκια πιο πολύ έξω παίζαμε, να σου πω την αλήθεια, αφού δεν είχε χώρο, τι να κάναμε; Αν και αυτοί έξω χόρευαν, μη νομίζεις ότι χορεύανε μέσα, υπήρχε χώρος; Και πάλι είχαν ένα καλό, κορίτσι μου, μπορεί να μην είχαμε χώρους, να είχαμε ένα δωμάτιο και να κοιμόμασταν τέσσερα άτομα, πέντε, είχανε ένα δωμάτιο καλό και το λέγανε σάλα. Αυτό έπρεπε να είναι καθαρό, στολισμένο, και το κλείνανε, δεν μας αφήναν να πάμε, γιατί άμα θα 'ρθει ένας επισκέπτης, θα τον βάλουμε στη σάλα, το λέγανε. Και τα γλυκά τους ήταν πάντοτε στο σπίτι, πάντα είχαν γλυκά στο σπίτι. Ξέρεις τι μου 'λεγε η γιαγιά μου; «Κορίτσι μου -μου λέει- θα προσπαθείς να έχεις γλυκό στο σπίτι σου, για τον μουσαφίρη. Άνθρωπος είσαι, μπορεί να μην έχεις, ένα λεμόνι θα έχεις, θα πιάσεις το λεμόνι, να το στύψεις, να το κάνεις μία λεμονάδα, να το βάλεις σε ένα πιατάκι με το δαντελάκι μαζί, να το προσφέρεις στον επισκέπτη σου. Αυτό δείχνει καλή φιλοξενία, δείγμα καλής φιλοξενίας», μας έλεγε. Τα γλυκά τους τα είχανε πάντα απαραίτητα, και όχι σε βαζάκια, είχανε κάτι κιούπια και κάνανε τα γλυκά και τα είχανε διάφορα. Έτσι μου 'λεγε η γιαγιά μου.
Τι γλυκά κάνανε;
[00:20:00]Κάνανε μελιτζανάκι, σύκο, κεράσι, βύσσινο, τέτοια πιο πολύ, περγαμόντα, τέτοια, αλλά όποιος θα 'ρθει έπρεπε να τον κεράσουνε.
Φιλόξενοι. Μου περιγράψατε τώρα ότι το σπίτι αυτό ότι είχε μία σάλα. Αυτό ήταν ένα τυπικό σπίτι της εποχής; Μείνατε στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας; Ήταν όλα τα σπίτια παρόμοια; Περιγράψτε μου λίγο τη γειτονιά, πώς λειτουργούσε;
Όχι, εμάς να σου πω ότι ήταν λίγο καλύτερο το σπίτι μας, γιατί ακόμα διατηρείται όπως ήτανε τώρα, στην οδό Βρούλων, όπως ήτανε διατηρείται. Και είχαμε μία κρεβατοκάμαρα, μία κουζίνα μακρόστενη, ένα μεγάλο χολ και που κοιμόμασταν εμείς τα παιδιά με τη γιαγιά μου, και ήταν και ένα δωμάτιο δίπλα που το 'χανε για σάλα, για τον επισκέπτη. Η γειτονιά μας, εντάξει, ήταν φτωχική όλη. Εγώ κοίταξε, είμαι του '45, δεν πρόλαβα ούτε παράγκες ούτε τίποτα, εγώ έζησα και μεγάλωσα μέσα σε αυτό το σπίτι, το οποίο είναι ακόμα, αλλά τον επισκέπτη τον εξεχώριζανε διαφορετικά.
Έχω διαβάσει πως είχαν συνήθειες οι Μικρασιάτες, είχαν κελάρια στα οποία αποθήκευαν τα προϊόντα τους.
Ναι, είχαμε και ένα υπόγειο από κάτω και είχε ο μπαμπάς μου πάντα τα λάδια του, είχαν μάθει διαφορετικά αυτοί, τα ρύζια μας, τις πατάτες μας, τα φασόλια μας. Ναι, το είχαμε το υπόγειο αυτό και είναι ακόμα σου λέω το σπίτι, αν θέλεις να το βγάλεις φωτογραφία, βγάλ' το. Εγώ έχω φύγει από εδώ από το '55, πάνε 60 χρόνια και, έτσι; Αλλά το σπίτι διατηρείται.
Είχατε έτσι κάποιο συγκεκριμένο τρόπο που διατηρούσατε τα πράγματά σας;
Όχι, κορίτσι μου, ένα ψυγείο του πάγου είχαμε, και η γιαγιά μου έραβε τα όσπρια, από πανιά έκανε κάτι μικρά τσουβαλάκια και στον τοίχο κάρφωνε καρφιά και τα κρεμάγανε. Ξεραίνανε μπάμιες, μελιτζάνες, τέτοια πράγματα, και τα είχαν σε σακουλάκια μέσα στον τοίχο κρεμασμένα.
Τι εννοείτε ξεραίνανε;
Στον ήλιο, ναι...
Αποξηραμένες; Kαι μετά τι τις κάνανε;
Τις βάζανε στο σακουλάκι μέσα, ψυγεία υπήρχανε; Δεν υπήρχανε, με τον πάγο ήμασταν, και έτσι όταν θέλαν να τις μαγειρέψουν, δεν χαλάγανε, ξέρανε αυτοί πότε, και μετά όμως ζεσταίνανε νερό και τις βουτάγανε μέσα και τις βγάζανε αμέσως, λίγο για να ξεπαγώσουν, και τις μαγειρεύανε. Και τις μελιτζάνες, κόβανε τις μελιτζάνες στην άκρη και τις περνάγανε στην κλωστή, σαν κομπολόι που λέει ο λόγος, και τα κρεμάγανε και τα 'χανε. Αλλιώς δεν είχαμε τίποτα να τα διατηρήσουμε διαφορετικά. Τη φέτα, το τυρί, θυμάμαι, η γιαγιά μου, είχαμε κιούπια πήλινα, και έπαιρνε πολλή φέτα, κάθε μήνα πηγαίνανε στο μπακάλικο και είχε αλμύρα και τη διατηρούσε μέσα στην αλμύρα. Όταν τελείωνε, ξαναπηγαίναν και παίρνανε.
Εσείς ως παιδί πώς θυμάστε έτσι τα παιδικά σας χρόνια; Τι παιχνίδια παίζατε; Πώς περνούσατε την ώρα σας;
Την ώρα μας; Πώς παίζαμε; Με μπάλες από πανιά που κάναμε. Ο αδερφός μου λιγάκι του άρεσε και έκανε κάτι από ξύλα, κάτι αεροπλανάκια, κάτι πατίνια, κάτι τέτοια, αλλά εγώ προσωπικά πιο πολύ δούλευα, δεν είχα πολύ παιχνίδι. Παίζαμε τα πεντόβολα, το κρυφτό, κάναμε τον Αϊ-Γιάννη με τα στέφανα, που καίγαμε τα στεφάνια, αυτά τα παιχνίδια παίζαμε. Παιχνίδια οι γονείς μας δεν μας παίρνανε, δεν είχανε να πάρουνε κιόλας, αλλά θυμάμαι η αδερφή μου η μικρή, η νονά της της είχε κάνει μία κούκλα, έναν ναύτη, δώρο, τώρα Πάσχα ήτανε, δεν θυμάμαι, και τη στολίζαμε στο σερβάν επάνω για να μην την πιάσουμε και χαλάσει. Καμιά φορά την παίρναμε και τη χαϊδεύαμε. Αυτό ήταν το παιχνίδι μας, τίποτα άλλο. Με κάνα μπαλόνι που παίζαμε. Αυτά.
Μου είπατε για τον Αϊ-Γιάννη και αυτό με τα στεφάνια. Τι ήταν;
Που κάνουμε του Αϊ-Γιαννιού. Δεν καίμε τα στεφάνια;
Δεν το ξέρω αυτό, για πείτε μου.
Καλά, αυτό και μέχρι τώρα το κάνουνε στη Φιλαδέλφεια, παράδοση. Την Πρωτομαγιά που κάνουμε τα στεφάνια, μετά δεν είναι του Αϊ-Γιαννιού; Δεν ξέρω, μετά από έναν μήνα, ενάμιση, που είναι του Αϊ-Γιάννη; Και καίμε τα στεφάνια και πηδάγαμε τη φωτιά;
Α, το κάνατε αυτό;
Ναι, αφού και στη Φιλαδέλφεια πρόπερσι το είχανε κάνει, ο δήμος έκανε μία τέτοια αναπαράσταση την ημέρα του Αϊ-Γιαννιού. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας, δεν είχαμε τίποτα το ιδιαίτερο.
Δουλεύατε από μικρή εσείς δηλαδή;
Ναι, κορίτσι μου, από το σχολείο, που το τελείωσα, δούλευα.
Και πότε παντρευτήκατε;
25 χρονών παντρεύτηκα.
Και πώς γνωρίσατε τον άντρα σας;
Με μια γνωριμία με την κουμπάρα μου, που ήταν πατριώτης της, μου τον εσύστησε και έγινε.
Κάνατε παραδοσιακό γάμο;
Ναι, ναι, βέβαια, γλέντι στο σπίτι.
Τι περιλαμβάνει ένας παραδοσιακός γάμος, για πείτε μου.
Εντάξει, τίποτα το τυπικό, κάναμε το κρεβάτι που κάνουμε συνήθως, που στολίζαμε το κρεβάτι, έναν γάμο κανονικό, απλό, και μετά το γλέντι στο σπίτι με τους μεζέδες μας και τον χορό τους. Και πολλοί, αλήθεια, επειδή ήμασταν όλοι Μικρασιάτες, είχαν τα δικά τους τα τραγούδια, τα μικρασιάτικα, γιατί είχανε το κασετόφωνο, που βάζανε τους δίσκους, το πικ απ, και βάζανε αυτά και χορεύανε, αυτά θέλανε. Τότες οι γυναίκες δεν χόρευαν έξω, ενώ στα σπίτια χορεύαν οι γυναίκες και άλλους χορούς. Το είχαν για ντροπή τη γυναίκα να χορεύει, ξέρεις, σε κέντρα και τέτοια, αλλά στα σπίτια χόρευαν και οι γυναίκες.
Πείτε μου έτσι υπήρχε κάποιο παραδοσιακό γλυκό που γινόταν την ημέρα του γάμου, κάποιο φαγητό συγκεκριμένο;
Όχι, όχι, αυτά τα συνηθισμένα μας, τα συνηθισμένα που κάναμε, τα ντολμαδάκια μας, τα τυροπιτάκια μας, τα τζατζίκια μας, τα κεφτεδάκια μας, τα σουτζουκάκια μας, το κρέας μας, αυτά, αυτά κάναμε, δεν είχαμε κάτι ιδιαίτερο για εκείνη την ημέρα.
Σε επίπεδο ενδυμασίας και τέτοια πράγματα, είχαν οι Μικρασιάτες κάποιο συγκεκριμένο τρόπο που ντυνόταν, ας πούμε, η νύφη ή που τους άρεσαν οι γυναίκες; Είχαν πρότυπα γυναικών;
Όχι, όχι, τίποτα, δεν είχαμε πρότυπο, ούτε κάτι το ιδιαίτερο, ένα νυφικό όπως τώρα, που λέει ο λόγος. Δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Στον γάμο κάναμε δώρα σε όλους εμείς, πουκάμισα, φουστάνια, στην πεθερά, στον πεθερό, στον θείο, στη θεία. Τα είχαμ και τα δίναμε σε αυτούς στον γάμο, στο σόι, στους στενούς, ξέρεις, στους κουνιάδους και αυτά. Κάναμε δώρα.
Τι είδους δώρα δηλαδή;
Ενδυμασίες, ρούχα, παντόφλες, πουκάμισα, μπλούζες, ανάλογα στον καθέναν κάναμε.
Όταν ήσασταν πιο μικρή πώς ντύνονταν τα κοριτσάκια εκείνη την περίοδο;
Όπως τώρα, δεν είχαμε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά μας ξεχώριζαν, ξέρανε ότι το Πάσχα θα μας πάρουν ένα φουστανάκι να μας κάνουν, τα Χριστούγεννα θα μας πάρουνε κάτι... Δηλαδή τις ημέρες, ξέρεις, τις ξεχωρίζανε. Τότες δεν το λέγανε Πάσχα, το λέγανε Λαμπρή, το Πάσχα οι δικοί μας, Λαμπρή τη λέγανε. Όχι, όπως τώρα, απλά, δεν είχαμε κάτι το ιδιαίτερο.
Επειδή ξέρω ότι οι Μικρασιάτισσες ήταν έτσι κοκέτες, γι' αυτό το λέω. Θυμάστε, ας πούμε, η γιαγιά σας πώς ντυνότανε, ή η μαμά σας;
Όχι, απλά, κορίτσι μου, αλλά το καινούριο τους το θέλανε, ξέρεις τώρα, το θέλανε. Και σε περιπτώσεις είχαν το ρούχο το καλό να το φορέσουν. Ξεχωρίζανε, δηλαδή, δεν τα 'χανε όλα ένα.
Πείτε μου άλλα πράγματα που θυμάστε από τη γιαγιά σας, δηλαδή πιο παραδοσιακά, χρησιμοποιούσε, ας πούμε, αργαλειό; Θυμάστε κάτι τέτοιο;
Όχι, όχι, δεν ήξερε καθόλου από τέτοια δουλειά η γιαγιά μου, γιατί στην πατρίδα τους δεν δούλευαν αυτές οι γυναίκες, όταν ήρθαν εδώ μάθανε και δούλευαν, στα εργοστάσια πήγανε εδώ, δηλαδή, δεν είχαν κάτι προσωπικό δικό τους. Στο εργοστάσιο που πηγαίναν και δουλεύανε, στα υφαντουργεία πιο πολύ δουλεύανε.
Πείτε μου λίγο για τα υφαντουργεία αυτά της Νέας Ιωνίας, που ήταν και αρκετά εκείνη την περίοδο. Πώς δούλευε, δηλαδή πώς ήταν ένα τυπικό υφαντουργείο; Ήταν μεγάλο σε μέγεθος, πόσος κόσμος δούλευε, πώς ήταν ακριβώς;
Πάρα πολύ μεγάλα, για την εποχή τους. Εμείς στη Νέα Ιωνία είχαμε τα μεγαλύτερα εργοστάσια σε υφαντουργεία και σε τέτοια. Τον κόσμο που είχε, ερχόντουσαν θυμάμαι από τον Πειραιά, γιατί η Νέα Ιωνία είχε τρένο, και ερχόντουσαν από τον Πειραιά και δουλεύανε στα εργοστάσια εδώ της Νέας Ιωνίας. Κόσμος. Πάρα πολύς κόσμος, θυμάμαι τον Μουταλάσκη, τους [00:30:00]είχε στολές ράψει, μπλε, από δίμιτο, δεν ξέρω, ένα τέτοιο, πιο σκούρο χρώμα, και θυμάμαι και τον κόσμο που ερχόντουσαν, γιατί περνάγανε μπροστά από το σπίτι μας, με τις στολές από τον Μουταλάσκη, και κρατάγανε την καστανιά, μία καστανιά ήτανε με ένα καπάκι και είχε ένα χερούλι και το περνάγανε στο χέρι και το κρατάγανε σαν τσάντα και είχαν το φαΐ τους, και ερχόντουσαν να φάνε οι άνθρωποι. Και δούλευε πάρα πολύς κόσμος, πολύς κόσμος, ούτε πανηγύρι όταν σχολούσε, τι να σας πω… Και δουλεύανε και 24 ώρες την ημέρα, όχι 8 και 16. Είχε τόση δουλειά και δουλεύανε.
Εσείς δουλεύατε πολλές ώρες;
24 ώρες εμείς δουλεύαμε, γιατί τότες δεν είχε πολλή παραγωγή και είχε δουλειά και έτσι δουλεύαμε 24 ώρες. Εγώ δούλευα μέχρι το βράδυ 2:00 τη νύχτα και μετά συνέχιζε ο αδερφός μου μέχρι το πρωί και το πρωί έπιανε η μάνα μου 6:00 μέχρι το βράδυ 9:00. Ήταν η δουλειά μας τέτοια που ήθελε πάρα πολλά χέρια, για αυτό κάναμε και τις οικοτεχνίες και διατηρήθηκαν. Γιατί είχανε χέρια να δουλέψουνε, καταλάβατε; Δεν είχαμε εμείς ούτε προσωπικό ούτε τίποτα. Αυτές οι μικρές βιοτεχνίες, δηλαδή, ήταν οικογενειακές οι περισσότερες στη γειτονιά μας. Μα δεν άκουγες τίποτα άλλο, περπάταγες στους δρόμους και άκουγες ντάκα-ντούκα, ντάκα-ντούκα, τα αργαλειά και τα μηχανήματα που δουλεύανε οι κοπέλες.
Τι προϊόντα φτιάχνατε εσείς;
Κάλτσες φτιάχναμε, αντρικές και γυναικείες.
Αυτές γίνονταν σε μηχανή;
Σε μηχανή, μηχανή. Πρώτα, εντάξει, ήτανε μία μηχανή εδώ πέρα την έχει φέρει ο αδερφός μου, στο μουσείο, έτσι από παλιά. Καλά ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, δηλαδή μέρα νύχτα. Δεν υπήρχε πολλή παραγωγή, γιατί πήγαινε και με το χέρι και αργούσε η μηχανή, δεν είχαν ηλεκτρονικά τότες και τέτοια. Ήτανε πάντως μεγάλη ταλαιπωρία για ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι κάλτσες που βλέπεις και φοράμε θέλει 13 χέρια σήμερα για να βγει στο εμπόριο, η ίδια κάλτσα περνάει από 12-13 χέρια για να βγει στο εμπόριο.
Για περιγράψτε μου τη διαδικασία, περιγράψτε μου λίγο παραπάνω.
Κοίταξε, βγαίνοντας από τη μηχανή η κάλτσα θα βγει κανονικά, θα την ξεχωρίσεις, γιατί βγαίνει μονοκόμματη, θα τη γυρίσεις, θα τη γαζώσεις, θα την ξαναγυρίσεις, θα την πας στο βαφείο, θα έρθει από το βαφείο, θα τη στεγνώσεις, θα τη σιδερώσεις, θα τη ζευγαρώσεις, θα τη σφραγίσεις, θα τις βάλεις ετικέτα, θα της βάλεις το σελοφάν, θα της βάλεις και σφραγίδα. Θέλει πάρα πολλά χέρια και έτσι αναγκαστικά δουλεύανε πολλές ώρες, γιατί δεν έβγαινε η δουλειά.
Μετά τα πουλούσατε εσείς; Είχατε μαγαζί ή τις δίνατε;
Όχι, όχι, χονδρεμπόριο. Ερχόντουσαν έμποροι και τα παίρνανε. Όχι τα παίρνανε, τα παραγγέλνανε και τους τα πήγαιναν οι γονείς μου κάτω, στις αποθήκες τώρα, δεν είχαμε μαγαζί.
Κατάλαβα.
Εμείς απλώς παραγωγή κάναμε.
Εσείς μένατε μαζί με τη γιαγιά σας; Μένατε όλοι μαζί;
Ναι, ναι, κορίτσι μου, όλοι μαζί. Και με τη θεία μου μαζί, γιατί σου είπα ήταν και οι δύο χήρες, και έτσι για να δουλέψουν, να ζήσουν τα παιδιά τους. Μετά όμως που παντρεύτηκε η μαμά μου, ήρθε και η θεία μου μαζί μας με το παλικάρι της, και μέναμε όλοι μαζί, και μαζευόμασταν εννιά άτομα, ήμασταν τέσσερα παιδιά και πόσοι εκείνοι…
Θέλω να ανατρέξετε λίγο στα παιδικά σας χρόνια, να μου πείτε περισσότερα πράγματα. Αναμνήσεις από τη γιαγιά σας, αναμνήσεις παιδικών χρόνων, που θυμάστε να σας λέει πράγματα από την πατρίδα της, πράγματα που σας επηρέασαν, που σας έχουν μείνει, ιστορίες…
Κοίταξε να δεις, γενικά μας έλεγε η γιαγιά μου την ιστορία πώς φύγανε από κει, τίποτα άλλο δεν μας ανέφερε, ξέρεις, παραπάνω.
Ήθελε να μιλάει γι' αυτά;
Κοίταξε να δεις, όχι, δεν τα ανέφερε πολλές φορές, η αλήθεια να λέγεται, αλλά και σαν συζητήσεις που κάνανε οι αδερφές και το σόι δεν πολύ, τα λέγανε, ξέρεις τώρα, αλλά όχι πολύ έντονα και τακτικά. Ίσως να μη θέλανε, ξέρω γω, να τα θυμηθούνε, να τα ξαναζήσουνε, τι να σου πω.
Κατάλαβα. Μου είπατε πριν, τώρα σας πάω πάλι πίσω, ότι κάνατε έτσι κάποια γλυκά, όπως το ισλί. Τι είναι αυτό; Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο τι είναι;
Είναι σαν τα μελομακάρονα η γέμισή τους και τα γέμιζαν με καρύδι, και τα κάνανε τριγωνάκια και είχαν κάτι σαν μασιές με δοντάκια και τα κένταγαν από πάνω και τα σοροπιάζαν, τα ψήναν και τα σορόπιαζαν. Και το λέγανε ίσλι αυτό, είναι το ζυμάρι που κάνουμε τα μελομακάρονα, με το βούτυρό τους, όχι, σε αυτό βάζαμε και βούτυρο, και βούτυρο και λαδάκι βάζαμε, ενώ τα μελομακάρονα ήταν με λάδι.
Γενικά ξέρω χρησιμοποιούσαν αρκετό βούτυρο οι Μικρασιάτες, είναι αλήθεια;
Ναι, πάρα πολύ βούτυρο. Πολύ βούτυρο. Και ειδικά το φυτίνη με τη χούφτα, όταν έκανε τα ντολμαδάκια η γιαγιά μου εγώ έβαζα τον κιμά και έβαζε πολύ βούτυρο, πολύ βούτυρο χρησιμοποιούσανε.
Θυμάστε έτσι κάποια άλλη συνταγή, κάποιο φαγητό που να σας έφτιαχνε η γιαγιά σας, που να το θυμάστε έντονα, κάποιο πρόχειρο φαγητό, ας πούμε;
Πρόχειρο; Η γιαγιά μου, εμείς σαν παιδάκια αφήναμε μπουκίτσες ψωμάκι, ξέρεις, για πέταμα, δεν τα πέταγε, έβαζε αυτά τα σακουλάκια που έραβε, τα έβαζε μέσα, τα σφράγιζε καλά, τα κρέμαγε στο καρφί και κάποιο βράδυ που δεν είχαμε φαΐ έλεγε: «Τι να σας κάνω; Τι να σας φτιάξω:» και έπαιρνε αυτές τις μπουκίτσες και ζέσταινε το νερό και όπως ήταν τις βούταγε μέσα και τις έβγαζε αμέσως, ξέρεις για να μη λιώσουν, και μετά τις έβαζε στο ταψί, έβαζε βούτυρο και τυρί τριμμένο, και τι να σας πω, γινόταν ένα φαΐ, και ζεστό ζεστό, ήτανε σαν το σημερινό σουφλέ. Και όταν μας έλεγε καμιά φορά «τι θέλετε να σας μαγειρέψω για να φάτε;», λέγαμε εμείς «ψωμί-φαΐ» το λέγαμε. Γιατί δεν πετάγανε τίποτα, κατάλαβες; Και αυτό ήταν κάτι που το σοφιζόντουσαν από μόνες τους, δεν ήταν παράδοση. Αλλά κάτι έπρεπε να βρούνε για να μας ταΐσουν τόσα παιδιά, τόσα άτομα, γιατί τρώγαμε, μη νομίζεις, μπορεί να μη αλλά ήμασταν παιδιά φαγανά, εμείς οι Μικρασιάτες τρώμε, το ξέρεις, παραπάνω. Έτσι που λες.
Κάπου άκουσα ότι έχετε μία τυρόπιτα παραδοσιακή, την πιλαβούνα.
Ναι, αυτή τη ζυμώνουμε με βούτυρο, γάλα, και το αλεύρι και το αλατάκι. Όταν γίνεται σαν ζυμάρι, το ανοίγανε τόσο μεγάλο, τώρα τα κάνουν μικρά, το ανοίγαν τόσο μεγάλο, το γεμίζανε μέσα με τυρί φέτα και δυόσμο και αυγά χτυπημένα όλα και σουσάμι και το βάζανε στη μέση και γυρίζανε τις άκρες και το αλείφανε από πάνω με αυγό και το ψήνανε στον φούρνο. Αυτό συνήθως το τρώγανε με το κόκκινο αυγό σαν ψωμί, κόβανε το κόκκινο αυγό και τρώγανε και ένα κομμάτι τέτοιο, όσο ήθελε ο καθένας, και το λέγανε πιλαβίνα αυτό.
Πώς το λέγατε;
Πιλαβίνα.
Εσάς σας βάζαν να μάθετε να μαγειρεύετε ή εσείς τα βλέπετε και τα μαθαίνατε;
Όχι, κορίτσι μου, μας μαθαίνανε, μας φωνάζανε: «Έλα να το δεις, έλα "έτσι και έτσι"» μας μαθαίνανε κιόλα. Εμείς παιδιά ήμασταν, δεν είχαμε τον νου μας να μαγειρέψουμε, αλλά μας φωνάζανε, και στην καθαριότητα ακόμα μας δείχνανε δηλαδή. Η μαμά μου η συγχωρεμένη έλεγε «Τις γωνίες, τις γωνίες θα κοιτάτε, η νοικοκυρά φαίνεται από τις γωνίες» μας έλεγε. Και «το πρόσωπο της νοικοκυράς είναι ο νεροχύτης». «Αυτά θα τα κοιτάζετε» μας έλεγε, θα τα ξεχωρίζετε. Μας μάθαιναν. Παιδιά είχαμε μυαλό να παίξουμε, τι ήμασταν; 15 χρονών, εγώ 16 χρονών μαγείρευα με τη γιαγιά μου, γιατί η μητέρα μου δούλευε, και βοήθαγε ο ένας, ήμασταν τόσα άτομα, να σιδερώνω, να τρίβω τα μάρμαρα. Ήμασταν και λιγάκι σε αυτά.
Μου είπατε στην αρχή ότι τηρούσαν πολύ τα εκκλησιαστικά. Δηλαδή πήγαιναν στην εκκλησία, σας έκαναν αυστηρή νηστεία… Θυμάστε υπήρχε κάποια εκκλησία στην οποία συγκεντρωνόταν η γειτονιά, που πηγαίνατε συστηματικά;
Εμείς είχαμε τον Άγιο Κωνσταντίνο, που πήγαινα εκεί πέρα. Αν σου πω ότι δύο φορές λιποθύμησα από τη νηστεία μες στον Άγιο Κωνσταντίνο, γιατί δεν μας έδινε και λάδι, δεν σου πα; Είχα [00:40:00]λιγοθυμήσει δύο φορές από τη νηστεία, και όταν έπεσα κάτω, όλοι, τώρα ήμουνα τότε, 17-18 χρονών κοπέλα, είναι και το κουτσομπολιό ορισμένων, μου λέγανε: «Είσαι έγκυος, είσαι έγκυος;» και λιποθυμούσα γιατί με πειράζει και το λιβάνι και όταν έμπαινα μέσα λιγοθυμούσα στην εκκλησία και τώρα που κάθομαι, κάθομαι έξω. Κοίταξε να δεις, η γιαγιά μου προσωπικά δεν πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, αλλά κάθε εβδομάδα με έστελνε εμένα και πήγαινα πρόσφορο, και μία φορά που το εξομολογήθηκε στον παπά, γιατί την εκκλησία την κάνανε με έρανο, τον Άγιο Κωνσταντίνο, και κάθε μήνα περνούσε ο παπάς και κάποια γυναίκα και δίναμε λεφτά, τέλος πάντων, για να φτιάξουμε την εκκλησία. Και του λέει η γιαγιά μου: «Πάτερ, δεν έρχομαι στην εκκλησία -λέει- γιατί έχω τέσσερα εγγόνια και μεγαλώνω και έχουμε δικιά μας δουλειά και δουλεύει η κόρη μου και εγώ κρατάω τα παιδιά» και της λέει ο παπάς: «Εγώ, Γεσθημανή, σε βλέπω αν είσαι χριστιανή πραγματική, από το πρόσφορό σου που στέλνεις, δεν μετράει το να 'ρθεις μόνο στην εκκλησία», της έλεγε ο παπάς.
Το πρόσφορο το έφτιαχνε μόνη της; Το φτιάχνατε μαζί της;
Ναι, τότε το έφτιαχνε μόνη της. Μετά όταν φύγαμε και που πήγαμε πάνω, έτοιμο τότε, το παράγγελνε στον φούρνο μας και το έπαιρνε και το πήγαινε. Τα κόλλυβά τους, όλα αυτά τα προσέχανε, τους νεκρούς τους να πάνε να τους διαβάσουν. Ξέρεις τι έλεγε η μάνα μου η συγχωρεμένη; Καμιά φορά παίρναμε εμείς κάνα σουβλάκι και της λέγαμε: «Μάνα, πάρε και εσύ ένα σουβλάκι να φας» και έλεγε «Όχι, κορίτσι μου, εγώ έχω φαΐ στο σπίτι να φάω, φάτε εσείς, εγώ αυτά τα λεφτά θα πάω στο νεκροταφείο να διαβάσω, να κάνω τρισάγιο στη μαμά μου». Δείτε τι πίστη είχανε, θέλω να πω τώρα, τι σκεφτόντουσαν...
Όταν λέτε ότι κάνατε την εκκλησία με έρανο, δηλαδή δεν υπήρχε εκκλησία και την έφτιαξε η γειτονιά;
Ναι, βέβαια, στον Άγιο Κωνσταντίνο, που μένω εγώ στο Ηράκλειο, δεν υπήρχε εκκλησία, παράγκα είχε, μία τώρα είναι η Μητρόπολη, και την κάναν από πίσω. Κάθε μήνα έβγαινε ο παπάς, ερχόταν και έκανε αγιασμό στα σπίτια μας, σε όλα, τον περιμέναμε, και δίνανε και ο καθένας ό,τι ήθελε για την εκκλησία. Και φτιάξανε την εκκλησία τώρα. Και εδώ, γιατί η Μητρόπολη; Από τους Μικρασιάτες έγινε. Η γιαγιά μου θυμάμαι είχε μπακίρια, ταψιά και κατσαρόλες, και τα έδωσε και κάναν την καμπάνα. Είχαν μαζέψει από τους Μικρασιάτες, ξέρεις, όσοι θέλανε, δίνανε, και είχανε φτιάξει λέει την καμπάνα, λέγανε τώρα οι δικοί μας. Γιατί και εγώ τους Αγίους Αναργύρους τους θυμάμαι πιο... Μετά την αξιοποίησανε και έχει γίνει τώρα τόσο και είναι η Μητρόπολη της Νέας Ιωνίας, οι Άγιοι Ανάργυροί μας. Έτσι που λες.
Θυμάστε κάποια συγκεκριμένη τελετουργία θρησκευτική που έκαναν; Δηλαδή ερχόταν ο παπάς στο σπίτι και έκανε αγιασμούς και τέτοια; Τα τηρούσαν αυτά;
Ναι, βέβαια, βέβαια. Και σου λέω, όποτε θέλανε τον καλούσαν τον παπά, και για ευχέλαιο και για αγιασμό, αλλά υποχρεωτικά το δηλώνανε ότι θέλω κάθε μήνα να περνάς, και άγιαζε ο παπάς τα σπίτια μας, κάθε μήνα, πρώτη του μηνός.
Α, κάθε μήνα.
Ναι, κάθε μήνα, περνούσε ο παπάς και μας άγιαζε τα σπίτια μας.
Πώς θυμάστε εκείνες τις εποχές που ήσασταν μικρή και τα θυμάστε αυτά; Δηλαδή τι συναισθήματα έχετε τώρα για τότε; Νοσταλγία;
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι τα νοσταλγείς, γιατί ήταν αξίες του ανθρώπου αυτές. Ήτανε κάτι που σου δίνανε και θάρρος και ελπίδα και δύναμη, είχαν αξίες. Τώρα πού 'ν' τες αυτές οι αξίες μας;
Τώρα δεν τηρείτε κάτι από αυτά; Δηλαδή η κοινότητά σας προσπαθεί να τηρεί τα έθιμα ή έχει μειωθεί αυτό το πράγμα;
Κοίταξε να δεις, στη θρησκεία όχι τόσο πολύ. Να σου πω τώρα, όπως ήτανε οι δικοί μας και αυτά, δεν ξέρω, η ζωή μας έκανε, ή τα βλέπουμε διαφορετικά; Όχι, αλλά κατά τα άλλα, εμείς τα διατηρούμε όλα, και τις γιορτές μας και τις παραδόσεις μας και το μωρό που θα γεννηθεί και στον γάμο που θα κάνει, κάνουμε αυτά που ξέραμε, τα έθιμά μας τώρα.
Ωραία, θέλετε να μου πείτε αν έχετε κάποιο άλλο συγκεκριμένο περιστατικό που θυμάστε, κάτι που να σας λέει η μαμά σας, η γιαγιά σας, κάποια συμβουλή, ας πούμε, κάποια φιλοσοφία για τη ζωή, κάτι τέτοιο;
Όχι, κορίτσι μου, απλώς η μαμά μου μας έλεγε να είσαστε καθαρές, νοικοκυρές, άξιες, να μην είστε στου καθεμιανού, και να είστε υπερήφανες μας έλεγε.
Υπερήφανες. Πώς το εννοούσε αυτό;
Ε, και καλά ότι ήμασταν διαφορετικές, μας τα λένε κι άλλοι, όχι φαντασία... Είμαστε τόσο ταπεινοί, τόσο χαμηλών τόνων, που αυτά τα παραπανίσια, εγώ ξέρεις τι λέω στα παιδιά μου; «Ό,τι πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να ζήσει το έχουμε, μην ονειρεύεστε, μη φαντάζεστε τίποτα στη ζωή σας, υγεία, τίποτα άλλο» και αυτό οι δικοί μας παρακαλάγανε. Υγεία και οικογένεια μας λέγανε. Μην ψάχνετε τίποτα άλλο. Μας έλεγαν η ευτυχία και τα πλούτη εκεί είναι. Είχαν άλλες αρχές, ξέρω γω.
Δύσκολες εποχές, αλλά τους ένοιαζε η οικογένεια.
Πολύ, πάρα πολύ, πολύ.
Ωραία. Αν δεν θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο...
Όχι, κορίτσι μου, δεν έχω γλυκό.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τίποτα, μανούλα μου, να είσαι καλά, κορίτσι μου. Η μητέρα μου είχε παντρευτεί το '40, μόλις παντρεύτηκε, κηρύχθηκε ο πόλεμος και τον άντρα της τον πήρανε για τον πόλεμο, ζούσανε μόνο οι δύο γυναίκες, η μαμά μου με τη μαμά της ήτανε, δεν υπήρχαν τα οικονομικά και αυτά και άρχισαν και πήγαιναν στη μαύρη αγορά, που λέγανε, να πουλήσουν την προίκα τους, ό,τι είχαν να πουλήσουν, και με τα τρένα τότες. Μία μέρα, πήγαινε τακτικά η μαμά μου, είχε ένα ασημένιο σερβίτσιο και με μία γειτόνισσα, την κυρία Χρυσούλα, εκείνη πήρε κάτι κεντήματα που είχε προίκα της και πήγανε στη Θήβα σε ένα σπίτι να τα πουλήσουν. Εκεί που μπήκαν να τα πουλήσουν αυτά, της μαμάς μου για το ασημένιο σερβίτσιο της δίνανε μία χούφτα σταφίδες, και η μαμά μου δεν το έδωσε, γυρνάει και λέει «ασημένιο και μία χούφτα σταφίδες;». Και τα τυλίξανε και φύγανε. Εν τω μεταξύ, ήτανε μια μεγάλη έκταση έτσι το σπίτι, το οικόπεδο, και αυτή είχε έναν σκύλο δεμένο μου λέει η μαμά μου και τον έλυσε και ο σκύλος όρμησε επάνω στα κορίτσια. Και αυτά τρέχανε και από το τρέξιμό τους, που δεν μπορούσαν πια να τρέξουν, να αποφύγουν τον σκύλο, παρατάνε τα πράγματα κάτω στο έδαφος και φύγανε. Τώρα αυτά τα πράγματα μείνανε εκεί… Ο μπαμπάς μου όταν είχε έρθει, που ήτανε τώρα έξι παιδιά, πήγαιναν εδώ στη Μεταμόρφωση, στους Κουκουβάουνες, τότε το λέγανε Κουκουβάουνες, και μαζεύανε κουκουνάρια και πηγαίνανε με τα πόδια κάτω στον Άλιμο και τα πουλάγανε για προσάναμμα, που τα κάνανε τότε στις φουφούδες, τι είχαν εκεί... Και αυτοί εκεί τα πυροβολάγανε τα παιδιά για να φύγουνε, με όπλο, για να μη μαζεύουν τα κουκουνάρια. Τώρα πώς τα παίρνανε. Είχα μία θεία η οποία είχε πάει στη μαύρη αγορά και δεν ξαναγύρισε, τώρα χάθηκε. τι έγινε. ούτε ξέρει κανένας. Τέλος πάντων. ο θείος μου δεν ήξερε και αυτός ελληνικά καθόλου, όπως η θεία μου που σου είπα, αυτά τα δύο αδέρφια δεν είχανε μάθει ελληνικά καθόλου, και όταν ήρθε εδώ πέρα στην Κατοχή έμεινε με τρία παιδιά ορφανά. Αυτός τέλος πάντων φτώχεια, μεγάλη φτώχεια. Η γιαγιά μου είχε μιλήσει στον δήμαρχον στον κύριο Κεφτερτζή, τότες και τον επήρανε στη δημαρχία για σκουπιδιάρην για να επιζήσει τα παιδάκια της. Τέλος πάντων πέρασε ο μήνας και δεν πληρώθηκε ο θείος μου. Πάει, έρχεται ο θείος μου στη γιαγιά μου και της λέει: «Γεσθημανή, όλοι πληρωθήκαν, εγώ δεν πληρώθηκα». Γυρνάει και κάνει και πιάνει η γιαγιά μου γιατί ήταν και δίπλα τότε ο δήμαρχος και λέει: «Κύριε Κεφτερτζή, αφού όλοι πληρώθηκαν, γιατί δεν πληρώσατε και τον αδερφό μου;». Τέλος πάντων, το κοίταξε, πάει ο δήμαρχος στη δημαρχία και λέει: «Γιατί δεν δώσατε στον κύριο Σακαλίδη μισθό;», κοιτάει η κοπέλα την κατάσταση και λένε δεν χτύπαγε κάρτα, δεν ήξερε ότι έπρεπε να χτυπήσει κάρτα. Τέλος πάντων, και αμέσως τον επληρώσανε. Έδωσε διαταγή ο κύριος δήμαρχος και τον επληρώσανε τον άνθρωπο.
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
[00:50:00]Είναι Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Αναστασία Αμπουσίδου, βρισκόμαστε στη Νέα Ιωνία, εγώ ονομάζομαι Ναταλία Μητσιώνη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Οι γονείς σας ήταν από τη Μικρά Ασία; Για πείτε μου λίγο για αυτό.
Και αυτή η δοξασία για τον Άγιο Γεώργιο; Δηλαδή πότε τα ακούγανε τα βήματά του;
Στη γιορτή του δηλαδή;
Και μεταφέρανε τη γιορτή του εδώ; Στη Νέα Ιωνία, δηλαδή.
Θυμάστε δηλαδή εσείς την εκκλησία παράγκα;
Τη χτίσανε δηλαδή οι γονείς σας. Εκείνη η γενιά. Μιλήστε μου για εκείνα τα χρόνια, τα παιδικά σας χρόνια.
Εσείς πήγατε σχολείο;
Και μετά;
Τι δουλειές κάνατε;
Μια τυπική μέρα, δηλαδή, τι περιλάμβανε;
Πού δούλευαν οι γονείς σας;
Πώς νιώθετε; Θέλατε να είχατε πάει και εσείς;
Όταν λέτε εργατικό καφενείο τι εννοείτε;
Δηλαδή;
Δηλαδή πήγαιναν εκεί...
Δηλαδή αυτό το καφενείο ήταν αποκλειστικά για εργάτες;
Και από εκεί μπορούσαν να βρούνε και δουλειά, ας πούμε;
Θυμάστε περιστατικά από το καφενείο, πώς λειτουργούσε, τι συνήθιζαν να κάνουν, τι συζητούσαν;
Μάλιστα.
Θέλω να μου πείτε πώς ήταν εκείνα τα χρόνια οικονομικά.
Στο καφενείο πίνανε μόνο καφέδες; Σερβίρανε γλυκά;
Α, και ουζάκι. Θέλω να μου πείτε, μετά, αφού μεγαλώσατε, παντρευτήκατε;
Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο που γινόταν τότε;
Πείτε μου πώς ήτανε;
Πείτε μου πώς ήταν ένας αρραβώνας εκείνη την εποχή, πότε αρραβωνιαστήκατε; Ποια χρονιά;
Θέλετε να μου περιγράψετε λιγάκι πώς ήταν ο αρραβώνας, κάποια έθιμα που ίσως τηρούνταν εκείνη την εποχή;
Ωραία, ωραία. Πείτε μου πώς διασκεδάζατε σε έναν γάμο, ποια ήταν τα έθιμα; Δίνανε κάποια δώρα; Γινότανε κάποια γιορτή;
Υπάρχει κάποιο έθιμο σχετικά με το πεντόλιρο;
Δεν γνωρίζατε τον άντρα σας, αλλά με την πεθερά σας αναπτύξατε πολύ καλή σχέση.
Τελικά αυτοί οι γάμοι που γίνονταν με αυτό τον τρόπο ευδοκιμούσαν; Περάσατε δηλαδή καλά;
Συγκεντρώνεστε ακόμα; Κάνετε έτσι συγκεντρώσεις, όπως συνήθιζαν οι Μικρασιάτες;
Πείτε μου μερικές παραδοσιακές συνταγές.
Θέλετε να σταματήσω;
Ωραία. Θέλετε να μου πείτε έτσι κάποια άλλα έθιμα που θυμάστε από εκείνη την εποχή, τι κάνατε, ας πούμε, τις γιορτές;
Γιατί του Καζαντζίδη συγκεκριμένα;
Ήτανε εδώ της περιοχής;
Τον γνωρίζατε κιόλας;
Με τι αφορμή πηγαίνατε στου Βεΐκου;
Θυμάστε έτσι κάποιο άλλο έθιμο, κάποια συνήθεια που έκαναν οι Μικρασιάτες και συνηθίζατε να την κάνετε και εσείς;
Όταν λέτε αγάπη εννοείται ήταν πιο στενοί οι δεσμοί;
Μου είπατε πριν για κάποιες γιορτές όπως οι Απόκριες. Τι γινόταν τις Απόκριες;
Ευχαριστώ πολύ.
Περίληψη
Η κυρία Ευαγγελία, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από την Αλάγια της Μικράς Ασίας και μέλος του Συνδέσμου Αλαγιωτών Νέας Ιωνίας, μιλάει για την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των προσφύγων, όπως τα έζησε στην κοινότητα των προσφύγων και στα προσφυγικά της Ελευθερούπολης της Νέας Ιωνίας.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μανδώνα
Ερευνητές/τριες
Ναταλία Μητσιώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/10/2020
Διάρκεια
65'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Μετά το τέλος της συνέντευξης, ακολουθεί σύντομη συνέντευξη της κυρίας Αναστασίας Αμπουσίδου, φίλης της κύριας αφηγήτριας, που ήταν παρούσα στη συνέντευξη.
Περίληψη
Η κυρία Ευαγγελία, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από την Αλάγια της Μικράς Ασίας και μέλος του Συνδέσμου Αλαγιωτών Νέας Ιωνίας, μιλάει για την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των προσφύγων, όπως τα έζησε στην κοινότητα των προσφύγων και στα προσφυγικά της Ελευθερούπολης της Νέας Ιωνίας.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μανδώνα
Ερευνητές/τριες
Ναταλία Μητσιώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/10/2020
Διάρκεια
65'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Μετά το τέλος της συνέντευξης, ακολουθεί σύντομη συνέντευξη της κυρίας Αναστασίας Αμπουσίδου, φίλης της κύριας αφηγήτριας, που ήταν παρούσα στη συνέντευξη.