© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η εγγονή του ιστορικού μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ διηγείται ιστορίες του Μικρασιάτη παππού της

Κωδικός Ιστορίας
12046
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δέσποινα Σουγιούλ (Δ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/01/2023
Ερευνητής/τρια
Effrosyni Kyriazi (E.K.)
E.K.:

[00:00:00]Είναι 1η Φεβρουαρίου. Καλό μήνα. Είμαι η Ευφοσύνη Κυριαζή, ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με την κυρία Δέσποινα Σουγιούλ, στο σπίτι της στη Φιλοθέη. Κυρία Σουγιούλ, αρχικά θέλω να μου συστηθείτε για το αρχείο μας, να μη γίνει κάποιο λάθος στο ονοματεπώνυμό σας, και να μου πείτε την ιστορία σας.

Δ.Σ.:

Είμαι όντως λοιπόν η Δέσποινα Σουγιούλ και τώρα που μιλάμε είμαι δυο πράγματα, είμαι καθηγήτρια μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών και είμαι και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Παρόλα αυτά, με ακολουθεί όμως η ταυτότητα της μουσικού. Του καλλιτέχνη λοιπόν η ταυτότητα, λόγω του επιθέτου, που όπως έχετε ακούσει και καταλαβαίνετε, είναι ένα επίθετο που έχει μια μουσική ιστορία, από το παρελθόν μέχρι σήμερα και από ότι φαίνεται και πολλές δεκαετίες μπροστά, ακόμα.

E.K.:

Πείτε μου λίγο ποιος ήτανε ο παππούς σας;

Δ.Σ.:

Ναι…

E.K.:

Σωστά;

Δ.Σ.:

Ο παππούς μου λοιπόν ήταν ο Μιχάλης Σουγιούλ, ήταν ο συνθέτης αυτός που 60 χρόνια και παραπάνω μετά το θάνατό του, γιατί ο Μιχάλης Σουγιούλ πέθανε πάρα πολύ νέος το 1958, 60 λοιπόν χρόνια και μετά το θάνατό του, τα τραγούδια του τραγουδιούνται ακόμα στις παρέες μας, στα σαλόνια μας, στα κέντρα διασκέδασης, από μικρούς –και όταν λέω μικρούς εννοώ και πολύ μικρούς. Πολλοί είναι οι μαθητές μου στο δημοτικό σχολείο που διδάσκω, που ξέρουν το άστα τα μαλλάκια σου. Από νεαρούς, νεαρές που θέλουν να διασκεδάσουν με τα Αρχοντορεμπέτικα και από τους πιο μεγάλης ηλικίας που ξέρουν τις καντάδες και τα τραγούδια αυτά τα τρυφερά, όπως ήταν το ας ερχόσουν για λίγο του Μηχάλη Σουγιούλ, το για μας κελαηδούν τα πουλιά ή και από πολύ πολύ μεγάλες ηλικίες που θυμούνται τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το παιδιά της Ελλάδος παιδιά που ήτανε, ας πούμε, ένας δεύτερος εθνικός ύμνος εμψύχωσης, στις πρώτες γραμμές που βρισκότανε ο Μιχάλης Σουγιούλ παρέα με την Σοφία Βέμπο, για να δίνει κι αυτός το δικό του παλμό εκείνη την εποχή με τον δικό του τρόπο.

E.K.:

Πάρα πολύ ωραία. Πώς επηρέασε εσάς, την ταυτότητά σας, η ιστορία της οικογένειάς σας; Κι αν θυμάστε ιστορίες, περιστατικά. Μου είπατε ας πούμε και για την ιστορία του ονόματός σας-

Δ.Σ.:

Ναι, ναι, ναι…

E.K.:

Από που προκύπτει, που ήταν πολύ ωραία.

Δ.Σ.:

Ο Μιχάλης ο Σουγιούλ, έρχεται νεαρός στην Αθήνα λίγους μήνες, σχεδόν 6 μήνες, πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Γεννιέται στο Αϊδίνι. Το Αϊδίνι ήταν η εξοχική τους κατοικία, η κύρια κατοικία τους ήταν στην Σμύρνη, δίπλα στην τράπεζα Πεσμαζόγλου. 6 μήνες λοιπόν πριν την καταστροφή, ο Μιχάλης ο Σουγιούλ, η οικογένεια μάλλον, ο παππούς, ο μπαμπάς του, ο προπάππος μου ο Αναστάσης και η μητέρα του η Ελένη, παίρνουν την πληροφορία ότι: «Κάτι πάρα πολύ άσχημο θα συμβεί στη Σμύρνη, καλό θα ήταν να μην είστε στη Σμύρνη». Οπότε αποφάσισαν να φύγουν για λίγο, να’ρθουν στην Ελλάδα. Μάλιστα τότε χαρακτηριστικά είχαν ρωτήσει: «Να πάρουμε λοιπόν τα πράγματά μας;». Και τους είχαν πει ότι: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, θα ξαναγυρίσετε στο σπίτι σας, εδώ στην Προκυμαία της Σμύρνης, να μην πάρετε τίποτα». Ελάχιστα πράγματα λοιπόν είχαν πάρει. Ήρθαν λοιπόν στην Αθήνα, αλλά 6 μήνες μετά όλοι ξέρουμε αυτό το φοβερό γεγονός της καταστροφής της Σμύρνης που κάηκε ολόκληρη, οπότε και η οικογένεια αυτή δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τι έγινε όμως τώρα, πως πήραν αυτό το επώνυμο; Πώς δηλαδή ο Μιχάλης Σουγιούλ στην πραγματικότητα, όπως και όλη του η οικογένεια, λέγονται Σουγιουλτζόγλου. Su στα τούρκικα σημαίνει νερό και yol είναι ο δρόμος. Στο Αϊδίνι λοιπόν, η οικογένεια Σουγιουλτζόγλου, πολλές γενιές πριν από τον δικό μου παππού, πριν από τον Μιχάλη Σουγιούλ, έφεραν το υδρευτικό και αρδευτικό σύστημα του Αϊδινίου. Διέθεσαν δηλαδή τα χρήματα για να φτιαχτεί. Έτσι λοιπόν, οι κάτοικοι του Αϊδινίου, για να τους τιμήσουν και για την πράξη τους αλλά και για να συμβολίσουν την πράξη αυτή, τους ονόμασαν Σουγιουλτζόγλου, δηλαδή τους ανθρώπους που άνοιξαν τον δρόμο για να’ρθει στο Αϊδίνι το νερό. Έτσι λοιπόν η οικογένεια ονομάζεται Σουγιουλτζόγλου. Βέβαια ο Μιχάλης Σουγιούλ, όταν ήρθε στην Αθήνα και αποφάσισε, παρότι είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική, να γίνει μουσικός, με πάρα πολλές δυσκολίες και θα το πούμε κι αυτό στη συνέχεια, δημιούργησε το επίθετο Σουγιούλ, το κατοχύρωσε, κι έτσι λοιπόν οι επόμενες γενιές πήραν αυτό το επίθετο. Ενώ το δικό του ήταν Σουγιουλτζόγλου στην πραγματικότητα το κόβει, για καλλιτεχνικούς λόγους, και λέγεται Σουγιούλ. Έτσι λοιπόν, γεννιέται ο Μιχάλης ο Σουγιούλ, με δυσκολίες, όπως σας είπα, γιατί η οικογένεια ήταν μεγαλοαστική οικογένεια. Είχανε όλοι τελειώσει ελληνογαλλικά σχολεία, όπως γινόταν τότε στη Σμύρνη. Οι άνθρωποι που έμεναν στη Σμύρνη μιλούσαν όλοι γαλλικά. Και, έτσι λοιπόν ακόμα και στην Αθήνα όταν ήρθαν οι επόμενες γενιές, τέλειωναν ελληνογαλλικά σχολεία, τη Λεόντειο, την Ευαγγελική, αυτά ήταν τα σχολεία που τέλειωναν. Έτσι λοιπόν, ενώ έχει τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και οι γονείς του ήθελαν γι’αυτόν το καλύτερο, κατά τη δική τους γνώμη, εκείνος είχε αποφασίσει να γίνει μουσικός. Έτσι λοιπόν το 1925, όταν η οικογένεια Σουγιουλτζόγλου, ο Μιχάλης, τα αδέρφια του ο Κλείτος, η Σοφία, ο Τιμολέων και η μητέρα του με τον πατέρα του τον Αναστάση και την Ελένη, βρέθηκαν να κάνουν διακοπές, καλοκαιρινές διακοπές, στην Τρίπολη, τους περίμενε μια έκπληξη. Δυσάρεστη, μη νομίζετε ότι ήταν ευχάριστη, ήταν δυσάρεστη έκπληξη γιατί ο ίδιος σε ένα εστιατόριο που υπήρχε εκεί στην Τρίπολη το 1925, όταν βρίσκεται με την οικογένειά του για διακοπές, κάνει μια συμφωνία με τον Χρήστο Κοίλιαρη που είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του εστιατορίου, ότι: «Εγώ θα σου οργανώσω μια μπάντα και θα παίζουμε μουσική». Το έκανε. Το είπε, το σκέφτηκε, το έκανε, το συμφώνησε, αλλά για να καταφέρει τους δικούς του να πάνε σ’ αυτό το εστιατόριο, τους είπε ένα ψέμα, τους είπε: «Ξέρετε το βράδυ θα πάμε όλοι μαζί να φάμε σε ένα καταπληκτικό εστιατόριο που υπάρχει εδώ στην Τρίπολη και εμφανίζεται ένας Γάλλος πιανίστας ο Michael de Soleil». Ο Michael de Soleil ήταν ένα πρόσωπο που είχε φτιάξει ο παππούς μου, ένα ψευδώνυμο που είχε πάρει. Κι έτσι λοιπόν, το βραδάκι, ξεκινάει όλη η οικογένεια και αντί να συναντήσουν τον Michael de Soleil, συναντήσανε τον Μιχάλη Σουγιούλ με μια μπάντα την Gold Star Band, όπως την είχε ονομάσει, όπου έπαιζε ένα κλαρινέτο, ο ίδιος έπαιζε πιάνο και ένα βιολί και κρουστά. Ήταν πάρα πολύ δυσάρεστη έκπληξη για μια μεγαλοαστική οικογένεια η οποία είχε άλλα όνειρα και είχε και στους κόλπους της επιστήμονες, δικηγόρους, κυρίως νομικούς και είχε άλλα όνειρα για τον Μιχάλη Σουγιουλτζόγλου ή αλλιώς Σουγιούλ. Και η γιαγιά, η μαμά του, η γιαγιά η Ελένη σηκώθηκε και έφυγε, και του είπε: «Θα πρέπει να διαλέξεις εάν θα μείνεις εδώ ή αν θα μας ακολουθήσεις γιατί εγώ ο γιός μου δεν ανέχομαι να γίνει παιχνιδιάτορας». Έτσι τον είχε χαρακτηρίσει, ήταν πάρα πολύ θυμωμένη, τους μάζεψε όλους και έφυγαν. Φυσικά τους ακολούθησε ο ίδιος ο Μιχάλης Σουγιούλ σε πρώτη φάση. Ταξίδεψε στη Μασσαλία, στη Γαλλία για λίγα χρόνια, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να τελειοποιήσει τις σπουδές του τις μουσικές. Δεν τα κατάφερε. Γύρισε στην Ελλάδα και πια ήταν τετελεσμένο, τετελεσμένη η απόφαση ότι θα γινόταν μουσικός. Να πούμε ότι ο Μιχάλης Σουγιούλ ήταν αυτοδίδακτος. Δε σπούδασε ποτέ μουσική. Οι μελωδίες ενορχηστρώνονταν και γράφονταν από τον ίδιο. Έχω πάρα πολλές παρτιτούρες και μάλιστα με έναν εξαιρετικό μουσικό γραφικό χαρακτήρα. Ήταν λοιπόν ενορχηστρωμένες και γραμμένες από τον ίδιο, χωρίς ποτέ να έχει σπουδάσει μουσική. Ήταν πολλοί δε οι άνθρωποι από τα ωδεία, όπως ήταν ο Φιλοκτήτης, ο Παλλάντιος, όλοι αυτοί που θαύμαζαν πάρα πολύ τον τρόπο, τον τρόπο γραφής και έστελναν μαθητές τους από το Ωδείο Αθηνών να συναντήσουν τον Μιχάλη Σουγιούλ, να δουν παρτιτούρες του, για να μάθουν να αντιγράψουν τον τρόπο που κατέγραφε, που ενορχήστρωνε τα κομμάτια του. Και είναι έτσι μια, είναι απορίας άξιον, αλλά είναι και σημαντικό κομμάτι να το αναφέρει κανείς. Τώρα ο Μιχάλης ο Σουγιούλ βέβαια στα παιδικά του χρόνια, στα μικράτα του όπως θα έλεγε και η γιαγιά η Ελένη από τη Σμύρνη, δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική και δεν φαινόταν να έχει και ιδιαίτερη κλίση. Λοιπόν υπάρχει ένα περιστατικό που μου το αναφέρει η μαμά μου πολύ συχνά για τον μπαμπά της, για τον Μιχάλη Σουγιούλ, για τον παππού μου, που λέει ότι ο παππούς ο Αναστάσης, ο πατέρας του, κάποια στιγμή, όταν είναι 8-9 ετών, 10, του κάνει δώρο μια τρομπέτα. Φυσικά ο Μιχάλης Σουγιούλ δεν ήξερε να παίζει τρομπέτα, δεν έμαθε ποτέ να παίζει τρομπέτα, αλλά τη χρησιμοποιούσε ως μέσο για να εκβιάζει τη μαμά του να του δίνει χαρτζιλίκι. Λοιπόν έβγαινε κάθε μεσημέρι, ώρα κοινής ησυχίας, στο μπαλκόνι, στην αυλή και έπαιζε -κακήν κακώς βέβαια το καταλαβαίνετε γιατί δεν ήξερε τρομπέτα- και με αυτή την απειλή, με αυτόν τον εκβιασμό[00:10:00], και με αυτό το περιστατικό, κατάφερνε να παίρνει από την γιαγιά την Ελένη χρήματα για χαρτζιλίκι. Αυτή ήτανε η, ήταν η πρώτη πρώτη επαφή που είχε με τη μουσική ο Μιχάλης Σουγιούλ, ανεπιτυχής ως προς το μουσικό κομμάτι αλλά πολύ επιτυχής στο οικονομικό κομμάτι. Τι άλλο να πούμε;

E.K.:

Θέλετε να μου πείτε αυτό που μου λέγατε πώς τους ειδοποίησαν, πώς ήρθανε;

Δ.Σ.:

Ναι, να το πούμε. Ήρθαν-

E.K.:

Για την γλάστρα που είπατε ότι είναι πολύ ωραίο, ότι πήρε τη γλάστρα που την έχετε ακόμα.

Δ.Σ.:

Ήρθε λοιπόν στη Σμύρνη, αφού τους ειδοποίησαν. Ήρθαν λοιπόν στην Αθήνα μάλλον, αφού τους ειδοποίησαν από τη Σμύρνη, ο γραμματέας του Ατατούρκ, ο οποίος ήτανε και μέσα στην τράπεζα Πεσμαζόγλου. Ο παππούς Αναστάσης ήταν αντιπρόσωπος της τράπεζας Πεσμαζόγλου παρότι ο ίδιος ήτανε έμπορος, κι έτσι λοιπόν είχε αυτή την πληροφόρηση. Φτάσανε λοιπόν στην Αθήνα, χωρίς να έχουν πάρει τα πράγματά τους, όμως η γιαγιά η Ελένη που αγαπούσε πάρα πολύ τα φυτά και τα λουλούδια που είχε φυτέψει, πήρε μια πολύ μεγάλη γλάστρα την οποία την έχουμε έτσι εδώ μπροστά μας και τη βλέπουμε, μαζί με τα φυτά που είχε φυτέψει την τελευταία βδομάδα. Και αυτή έμεινε μέχρι να φύγει από τη ζωή η γιαγιά η Ελένη και την, την πήρα εγώ. Πήραν πράγματα τα οποία θα τους χρησίμευαν στην καθημερινή τους ζωή. Δηλαδή είχαν ατλαζένια πολύ όμορφα παπλώματα, τα οποία ήταν κεντημένα με χρυσές κλωστές, είχανε πάρα πάρα πολύ όμορφες, πάρα πολύ όμορφα ρούχα με δαντέλες κοφτές που τις έφτιαχνε η γιαγιά στο χέρι. Ξέρετε τότε οι γυναίκες ήταν πάρα πολύ, πάρα πολύ μέσα σε αυτά όλα τα δημιουργικά κομμάτια, τα οποία ήταν κομμάτια της καθημερινότητάς τους και της οικιακής τους ταυτότητας, ας το πούμε έτσι, το απολάμβαναν πάρα πολύ. Και σήμερα βέβαια χάρη σε αυτή τη θέληση και σε αυτή την αγάπη και σε αυτό το ταλέντο που είχαν, ως μαμάδες, ως γιαγιάδες, ως σύζυγοι, μας έμειναν πάρα πάρα πολλά πράγματα. Εγώ δηλαδή, όλα αυτά που έφτιαχνε η γιαγιά μου η Ελένη, η προγιαγιά μου στην πραγματικότητα, απλώς όλοι την λέμε γιαγιά Ελένη, παππούς Αναστάσης και τα λοιπά, έχουν μείνει σε μένα.

Δ.Σ.:

Βέβαια, ήτανε πάρα πολλά, πάρα πολλά και τα αντικείμενα που έχουν μαζευτεί από τον Μιχάλη Σουγιούλ. Όλη η οικογένεια, όταν σε πολύ νεαρή ηλικία, 52 ετών ο Μιχάλης Σουγιούλ πέθανε από εγκεφαλικό, είχε πάρα πολλές παρτιτούρες, πάρα πολλές παρτιτούρες, χειρόγραφες ή παρτιτούρες που τυπώνονταν για να δοθούν στον κόσμο από τις εκδόσεις Γαϊτάνου που ήταν οι διασημότερες μουσικές εκδόσεις εκείνης της εποχής. Και είχαν επίσης τα αντικείμενά του, είχανε την σφραγίδα του από την εταιρία Μουσουργών, είχανε την ταυτότητά του, την ταυτότητά του ως μουσικός, ως μουσικοσυνθέτης. Είχανε αντικείμενα που έφερνε από την Αίγυπτο, γιατί πρέπει να σας πω ότι ο Μιχάλης Σουγιούλ ταξίδευε πάρα πολύ συχνά στην Αίγυπτο, μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, την Ίλυα Λιβυκού, τον Λογοθετίδη, τη Καλουτά, παραγωγούς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, ηθοποιούς. Γιατί στην Αίγυπτο, την εποχή που γυρίστηκαν πολύ σπουδαίες ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που μέχρι σήμερα τις βλέπουμε, γίνονταν λοιπόν τα γυρίσματα. Εμείς δεν είχαμε στούντιο εδώ να γυρίσουμε μια ταινία ελληνική, όμως πήγαιναν για αυτή τη δουλειά στην Αίγυπτο. Έτσι λοιπόν ο παππούς μου, ένα, δύο μήνες ίσως και τρεις πολλές φορές, ανάλογα με την πορεία της ταινίας, έμενε στην Αίγυπτο γιατί έγραφε την μουσική, τα τραγούδια, έκανε τις ενορχηστρώσεις, είχε την ορχήστρα του εκεί για να παίξουν ζωντανά σε μια ελληνική ταινία που γυρίζονταν εκεί. Κι έτσι λοιπόν έκανε αυτή τη δουλειά και έμενε για ένα, δυο, τρεις μήνες, εκεί στην Αίγυπτο. Είναι πολλές οι επιστολές που έστελνε στην γιαγιά μου και έστελνε και στα παιδιά του, και τους έλεγε ότι: «Είναι πολύ μεγάλη η λύπη μου που θα μείνω ακόμα μακριά σας αλλά πρέπει να αποτελειώσουμε τη δουλειά που έχουμε εδώ».  Δεν πέρναγαν άσχημα. Πέρναγαν καλά. Βέβαια, γιατί ήταν μια παρέα, μια πάρα πολύ έτσι όμορφη παρέα. Αυτό που σας έλεγα λοιπόν για τα αντικείμενα, είναι ότι όλα αυτά τα αντικείμενα, οι παρτιτούρες, τα μικροαντικείμενα, ακόμα και προσωπικά αντικείμενα όπως ήταν το ρολόι του, έχουν φτάσει, έχουν πάει κι έχει δημιουργηθεί ένα ιστορικό αρχείο στο Μέγαρο Μουσικής, στη Μουσική Βιβλιοθήκη του Μεγάρου, στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», από το 1998-1999. Και μάλιστα ήτανε μια ιδέα την οποία άθελά του, μας την έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν το 1997 αποφάσισε εκείνος να δώσει.

E.K.:

Ωραία, συνεχίζουμε με την κυρία Σουγιούλ. Μου λέγατε…Μου λέγατε κυρία Σουγιούλ ότι έχετε δωρίσει τα προσωπικά αντικείμενα κι ό,τι είχατε από τον παππού σας, στη Βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής. Πως σας ήρθε αυτή η ιδέα ή τι ήτανε το έναυσμα για να το κάνετε αυτό;

Δ.Σ.:

Το 1997 βρέθηκα στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», εκεί για να δουλέψω στη βιβλιοθήκη, και είδα ότι εκείνη τη μέρα είχε έρθει ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αποφασίσει, από ότι είχα μάθει εκείνη τη μέρα λοιπόν, να δωρίσει όλο του το δικό του, όλο το δικό του αρχείο, καθώς και προσωπικά του αντικείμενα. Είχε δώσει παρτιτούρες, ατέλειωτες παρτιτούρες, το Canto General, το Άξιον Εστί, από τραγούδια, έδωσε εξώφυλλα των δίσκων, έδωσε επίσης προσωπικά του αντικείμενα, το μολύβι του, τα στυλό του, την πένα του, τα γυαλιά του. Έδινε ό,τι είχε και δεν είχε τέλος πάντων. Και εκεί, σκέφτηκα ότι ήτανε καταρχήν μια πολύ γενναιόδωρη πράξη, πολύ τολμηρή και γενναιόδωρη πράξη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Και σκέφτηκα ότι το ίδιο έπρεπε να κάνει και η οικογένεια Σουγιούλ για όλα όσα πράγματα, για όλα τα πράγματα που είχε από τον Μιχάλη Σουγιούλ. Είτε προσωπικά του αντικείμενα ήτανε, είτε παρτιτούρες -που δεν είχαμε πάρα πολλές η αλήθεια είναι.

Δ.Σ.:

Ξέρετε πολλές φορές ο Μιχάλης Σουγιούλ, συνέθετε τελείως στο πόδι. Μου ’χει διηγηθεί η μαμά μου μια καταπληκτική ιστορία, όπου είναι 6 το πρωί -ξέρετε οι άνθρωποι αυτοί τελείωναν από τα μαγαζιά, από την διασκέδαση που προσέφεραν στους ανθρώπους με τις ορχήστρες τους στα διάφορα κέντρα διασκέδασης, τελείωναν 6-7 το πρωί. Έχει γυρίσει λοιπόν 6 η ώρα το πρωί κατάκοπος κι έχει πέσει να κοιμηθεί. Και προσπαθώντας να κοιμηθεί, χτυπάει το κουδούνι κι είναι ο Αλέκος ο Σακελλάριος, ο οποίος του έχει φέρει τους στίχους από το Άστα τα μαλλάκια σου και ο Μιχάλης Σουγιούλ διαβάζοντας τους στίχους, του λέει: «Δεν υπάρχει περίπτωση να το μελοποιήσω αυτό γιατί αυτό ούτε για μωρά παιδιά δεν κάνει». «Όχι -του λέει ο Σακελλάριος- είναι καταπληκτικό, θα κάνει πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία, βγάλ’ το γρήγορα, να το δώσουμε στον Γαϊτάνο, να το εκδώσει». Και έτσι, θα έβγαζαν και χρήματα βέβαια, άμεσα. Με πάρα πολύ μεγάλη, με πολύ μεγάλη δυσκολία και πολύ βαριά καρδιά, κάθισε στο πιάνο, ο Μιχάλης ο Σουγιούλ, και συνέθεσε το γνωστό Άστα τα μαλλάκια σου που το ξέρουμε όλοι, δεκαετίες τώρα και πραγματικά το τραγουδάμε σε κάθε ηλικία. Έτσι λοιπόν, δεν είχε πάντα παρτιτούρες. Καθότανε, το έγραφε στο πιάνο, το συνέθετε και σκαρώνοντας σε ένα λευκό χαρτί πεντάγραμμα που τράβαγε εκείνος, έγραφε την μελωδία και έφευγε κατευθείαν για τις εκδόσεις Γαϊτάνου, που ήτανε οι πιο διάσημες μουσικές εκδόσεις εκείνης της εποχής. Αυτά σκαρώνονταν λοιπόν, έτσι στο πόδι. Γι’ αυτό και ο Αλέκος Σακελλάριος κάποτε, είχε πει ότι στον Μιχάλη τον Σουγιούλ ακόμα και την Αγία Γραφή να του έδινες, την μελοποιούσε. Γιατί; Γιατί είχε πολύ μεγάλη ευκολία στο να γράφει μουσική, είχε πολύ μεγάλη ευκολία στο να γράφει λοιπόν κάθε είδος μουσικής. Από ρομάντζες, από βαλς, από τανγκό, από αργεντίνικα τάνγκο -γιατί είχε παίξει και στην ορχήστρα του Εντουάρντο Μπιάνκο με τα μπαντονεόν- να γράψει τζαζ μουσική, όπως είναι το τραγούδι του Η μπέμπα, να γράψει τα αρχοντορεμπέτικα που τα ξέρουμε όλοι μέχρι σήμερα και τα τραγουδάμε. Είχε πάρα πολύ μεγάλη ευκολία να γράφει σε κάθε είδος μουσικής. Και στο πόδι. Αυτό.

E.K.:

Πολύ ωραία. Άλλη ιστορία έτσι θυμάστε αντίστοιχη; Γιατί αυτό τώρα είναι πολύ ενδιαφέρον, ότι αυτό το τραγούδι που είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια εκείνης της εποχής, ότι στην αρχή όταν το είδε έτσι, λέει, δεν του πολυάρεσε, το θεώρησε λίγο παιδικό.

Δ.Σ.:

Ναι, το θεώρησε παιδικό και επίσης ήτανε σίγουρος ότι θα γινότανε μια πολύ μεγάλη αποτυχία. Βέβαια και ο Αλέκος Σακελλάριος, που είναι ένας, που ήταν μάλλον, ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευφυής με φοβερό χιούμορ, τον είχα γνωρίσει, ερχότανε πολύ συχνά έτσι να δει τη μητέρα μου και πάντα, πάντα με γέλιο φοβερό, με χιούμορ φοβερό, με ιστορίες να σου διηγηθεί και με μια φοβερά παιδική διάθεση. Βέβαια και ο Αλέκος Σακελλάριος λοιπόν, ήταν ένας γίγαντας της τέχνης, της λογοτεχνίας, οπότε είχε και εκείνος αυτή τη διορατικότητα να επιμένει σε κάποια πράγματα, και κυρίως είχε τη διορατικότητα της καλής συνεργασίας και των επιτυχιών, των μουσικών επιτυχιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχανε γράψει με τον Μιχάλη Σουγιούλ που ήταν αδιαμφισβήτητη.

Δ.Σ.:

Ο Μιχάλης ο Σουγιούλ[00:20:00] μετά από αυτή τη δυσμενή θέση στην οποία βρέθηκε στην Τρίπολη το 1925 και μετά την απόφασή του να γίνει μουσικός, δεν υπήρχε πισωγύρισμα. Δεν υπήρχε πισωγύρισμα και επίσης έπρεπε η οικογένειά του πια να το καταλάβει ότι αυτός ο άνθρωπος, ό,τι κι αν είχε σπουδάσει θα γινόταν μουσικός. Κοντά στον Μιχάλη Σουγιούλ, κι ο μικρότερος αδερφός του, ο Τίμος, έγινε κι αυτός μουσικός. Δεν έγινε μουσικοσυνθέτης, έγινε όμως καθηγητής ακορντεόν στο Εθνικό Ωδείο και πραγματικά έδωσε τη δική του μουσική σφραγίδα στα πράγματα εκείνης της εποχής, τα μουσικά πράγματα εκείνης της εποχής. Έτσι λοιπόν η οικογένεια αναγκαστικά καθώς σιγά σιγά ερχόταν η φήμη και η δόξα και οι επιτυχίες για τον Μιχάλη Σουγιούλ πια, δεν είχε κάτι άλλο να κάνει παρά να τον αποδεχτεί και να αποδεχτεί αυτό που πραγματικά ήθελε να γίνει ο Μιχάλης Σουγιούλ. Τώρα, από κει και πέρα ο Μιχάλης Σουγιούλ άρχισε μια πάρα πολύ σημαντική πορεία παίζοντας σε διάφορες συναυλίες, σε διάφορες εκδηλώσεις, σε κέντρα, με δική του ορχήστρα. Ένα περιστατικό που θυμάμαι. Ο Μιχάλης Σουγιούλ είχε πολλά πιάνα, διάφορα πιάνα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και είχε και πολλά ακορντεόν. Κάποιος θαυμαστής του λοιπόν, του έκανε δώρο ένα πάρα πολύ ωραίο ακορντεόν και πολύ ακριβό, πάρα πολύ ακριβό. Στο Άλσος λοιπόν, μια βραδιά που θα έδιναν μια παράσταση, έχει αφήσει στο καμαρίνι του ο Μιχάλης Σουγιούλ αυτό το πολύ ωραίο και πολύ ακριβό ακορντεόν και γυρνώντας, δεν το βρήκε ποτέ. Αυτή την ιστορία λοιπόν την άκουγα πάρα πολύ συχνά από την μαμά μου και μεγαλώνοντας, θέλοντας κι εγώ να γίνω συγγραφέας, έφτιαξα μια παιδική ιστορία όπου έλεγα για τον Michael de Soleil, που σας είπα ότι ήταν το πρώτο ψευδώνυμο του Μιχάλη Σουγιούλ, ο οποίος ήταν ένας συνθέτης και ακορντεονίστας που κάποιος του έκλεψε το ακορντεόν του. Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω αυτό, αυτή την ιστορία, την πραγματική ιστορία του Μιχάλη Σουγιούλ και να την φτιάχνω σε μύθο, μόνο που ο δικός μου ο μύθος επειδή θα δινόταν στα παιδιά, είχε καλύτερο τέλος γιατί τελικά το βρίσκει το ακορντεόν. Έτσι λοιπόν, με αυτό θέλω να σας πω ότι ιστορίες από την καθημερινότητά μου, που αφορούσαν τον Μιχάλη Σουγιούλ, την οικογένειά μου, που τις άκουγα από τη μαμά μου, από τις θείες μου, τις κόρες του, ήτανε ιστορίες που καθόρισαν κατά κάποιο τρόπο και τον τρόπο γραφής τον δικό μου. Ο Μιχάλης Σουγιούλ είχε τέσσερα παιδιά. Είχε τρεις κόρες, δυο κόρες από τον πρώτο του γάμου, την τρίτη του κόρη και τον γιό του τον Θάνο το Σουγιούλ, τα απέκτησε από το δεύτερο γάμο του. Η πρώτη του κόρη που ήταν η μαμά μου η Μαρία, έγινε μουσικός, όπως και η δεύτερή του, η Ηρώ. Από το δεύτερό του γάμο, ο Θάνος ο Σουγιούλ έγινε μουσικός επίσης και μάλιστα ένας πάρα πολύ γνωστός μουσικός που όσοι έχουν κάποια ηλικία θα τον θυμούνται, γιατί έφτιαξε ένα εξαιρετικό συγκρότημα, νεανικό συγκρότημα εκείνης της εποχής τους Juniors. Οι Juniors λοιπόν, που ξεκινούσαν ας πούμε πολύ δυναμικά την παρουσία τους στο μοντέρνο, στο μοντέρνο χώρο της μουσικής, ήταν ένα πολύ δημοφιλές συγκρότημα, έκλεινε τη μια δουλειά μετά την άλλη, έφτιαχνε δισκάκια, έκανε γνωριμίες, όλοι ήθελαν να πάνε στα κέντρα διασκέδασής τους να παίξουν. Και πάνω λοιπόν που έκλεισαν μια καταπληκτική και φοβερή δουλειά το συγκρότημα των Juniors, υπογράφοντας τα συμβόλαια και θέλοντας να γιορτάσουν αυτή τους την τεράστια επιτυχία εκείνης της εποχής, μπαίνουν όλο το συγκρότημα μαζί να πάνε στην Auberge, που ήταν ένας πολύ ωραίος χώρος εκεί στη Βαρυμπόμπη, να το γιορτάσουν. Στη διαδρομή όμως ήτανε νύχτα και μια νταλίκα από την αντίθετη μεριά, που ερχότανε, κοιμήθηκε ο οδηγός της και ουσιαστικά πήρε το αυτοκίνητο του Θάνου του Σουγιούλ από κάτω, τους σκέπασε και ξεκληρίστηκε όλο το συγκρότημα των Juniors. Ένα συγκρότημα το οποίο ήτανε πολύ σημαντικό για εκείνη την εποχή -αν και ήταν στο ξεκίνημά του. Η μαμά μου έλεγε ότι τα γυμνάσια της Αθήνας στην κηδεία του Θάνου Σουγιούλ, επειδή ήταν πάρα πολύ ωραίος και πολύ δημοφιλής νεαρός, ξέρετε ήτανε ένα ποπ είδωλο εκείνης της εποχής, γιατί ήταν κι ο αρχηγός του συγκροτήματος και πάντα φαινόταν μπροστά. Έκλεισαν τα γυμνάσια για να μπορέσουν οι έφηβοι εκείνης της εποχής, τα νεαρά κορίτσια, τα νεαρά αγόρια, να πάνε στην κηδεία του Θάνου Σουγιούλ. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά, έχω ας πούμε εφημερίδες και περιοδικά εκείνης της εποχής, για βδομάδες έγραφαν και μάλιστα τον χαρακτήριζαν «Ο ωραίος Μπρούμελ» και έγραφαν ας πούμε απίστευτα κολακευτικά σχόλια και για τον ίδιο ως άνθρωπο και ως πρόσωπο αλλά και για τις μουσικές του ικανότητες. Ήταν λοιπόν ένα ατυχές περιστατικό το οποίο βέβαια ο Μιχάλης Σουγιούλ δεν έζησε για να το δει, γιατί ο Θάνος ο Σουγιούλ πέθανε το 1965, δυο χρόνια πριν γεννηθώ κι εγώ, αλλά ο ίδιος ο Μιχάλης ο Σουγιούλ είχε πεθάνει το 1958. Ένα ατυχές συμβάν γιατί, εγώ θεωρώ ότι ο Θάνος ο Σουγιούλ θα έκανε ακόμα μεγαλύτερη καριέρα, εφόσον ζούσε, από το Μιχάλη Σουγιούλ, από τον μπαμπά του. Και φυσικά και ο Μιχάλης Σουγιούλ αν ζούσε μετά τα 52 του χρόνια και ζούσε μέχρι τα 80, πραγματικά δεν ξέρουμε στη μουσική σκηνή τι άλλο θα μας είχε δώσει, προσαρμοζόμενος σε κάθε εποχή που θα ‘ρχόταν.

Δ.Σ.:

Ο Μιχάλης Σουγιούλ ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος. Σε όλα τα επίπεδα. Και στο συναίσθημα. Παρότι φαινότανε, όπως λέει η μαμά μου, να είναι αυστηρός, καταλάβαινες μετά την πρώτη επαφή, ότι ήταν ένας πάρα πολύ τρυφερός άνθρωπος και πολύ δοτικός. Είχε μια πάρα πάρα πολύ μεγάλη αγάπη, που κατά τη γνώμη μου αλλά κι έτσι όπως το άκουγα από τους ανθρώπους της οικογένειας, ήταν κι αυτή η αγάπη που τον κατέστρεψε. Αγαπούσε πάρα πάρα πολύ το να μαγειρεύει, αγαπούσε το καλό φαγητό και αγαπούσε πάρα πολύ το να μαγειρεύει ο ίδιος. Είχε λοιπόν οργανώσει μια κουζίνα όπως την ήθελε αυτός. Δεν άφηνε κανέναν να μπαίνει εκεί, κανέναν. Παρότι είχαν ψυχοκόρες, παρότι είχανε ανθρώπους που τους φρόντιζαν και φρόντιζαν και το σπίτι και μπορούσαν και να μαγειρεύουν. Απαγόρευε σε όλους να μπαίνουν στην κουζίνα γιατί ήθελε να μαγειρεύει ο ίδιος. Έχει γράψει λοιπόν μια πολύ μεγάλη επιτυχία που λέγεται, το τραγούδι αυτό που λέγεται Κι η ώρα είναι τρεισήμισι και είχε πει σε όλους όσους βοήθησαν στο να βγει αυτό το τραγούδι, στους στιχουργούς, στους καλλιτέχνες που θα το τραγούδαγαν, τους λέει: «Θα σας κάνω ένα πάρτι». Και τους μαζεύει. Και είχε κάτσει λοιπόν όλο το μεσημέρι στην κουζίνα και είχε φτιάξει ένα τεράστιο ρολόι, τεράστιο, δηλαδή η περίμετρος του ρολογιού ήταν, από ότι μου έλεγε η μαμά μου, περίπου 4 μέτρα. Είναι τεράστιο αυτό το ρολόι και το είχε απλώσει σε ένα τραπέζι. Οι άνθρωποι λοιπόν όταν ήρθαν, αντίκρυσαν ένα τεράστιο ρολόι που είχε φτιάξει ο ίδιος, ένα ρολόι ζαχαροπλαστικής, το οποίο, οι δείκτες του έδειχναν τρεισήμισι. Έτσι. κι η ώρα είναι τρεισήμισι μπερδεύτηκα κι αρπάχτηκα με τη δική σου θύμηση κι η ώρα είναι τρεισήμισι Βέβαια, όπως σας είπα αυτή η φοβερή του αγάπη τον οδήγησε να είναι υπέρβαρος και παρότι όλες οι συστάσεις των γιατρών ήταν να αδυνατίσει, γιατί κινδύνευε -όπως και τελικά αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο- να πεθάνει από το υπερβολικό αυτό βάρος. Έτσι κι έγινε. Δεν, έπαθε το εγκεφαλικό λόγω αυτού του υπερβολικού βάρους που είχε και λόγω της φοβερής αγάπης που είχε για το φαγητό και για τα γλυκά. Κι έτσι λοιπόν, ένα πρωινό που γύρισε στο σπίτι, ξάπλωσε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί -γιατί έτσι ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων, γυρνούσαν το πρωί, ξυπνούσαν μετά το μεσημέρι, και ξανά άρχιζε η βραδινή τους ουσιαστικά πορεία στα μαγαζιά που δούλευαν- ξάπλωσε λοιπόν να ξεκουραστεί και. Η γιαγιά μου επειδή είχανε γάτες μέσα στο σπίτι, νόμιζε ότι έπαιζε με τις γάτες κι ότι γουργούριζαν οι γάτες. Καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο άκουγε ένα γουργουρητό, αλλά νόμιζε ότι ήταν οι γάτες. Και καθώς περνούσε έλεγε: «Πάλι με τις γάτες παίζεις βρε Μιχάλη; Γιατί δεν κοιμάσαι;». Δεν έπαιρνε απάντηση, αλλά δεν την απασχολούσε. Ξαναπέρναγε. Και κάποια στιγμή μπαίνοντας στο δωμάτιο, δεν ήταν οι γάτες, αλλά ήδη ο Μιχάλης Σουγιούλ είχε μπει, είχε πάθει εγκεφαλικό και είχε πέσει σε ρόγχο. Κι έτσι λοιπόν μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου μετά από δυο-τρεις μέρες εξέπνευσε σε πολύ μικρή ηλικία, στην ηλικία των 52 ετών.

E.K.:

Οπότε ορφάνευσε και μικρή η μαμά σας, από ότι καταλαβαίνω;

Δ.Σ.:

Η μαμά μου, ναι, και όλα του τα παιδιά, τα πιο μικρά παιδιά. Η μαμά μου ήταν η πρώτη και ήταν κι η μεγαλύτερη σε ηλικία, και ίσως θα μπορούσε να το διαχειριστεί, αλλά αυτή είναι μια πάρα πολύ μεγάλη απώλεια[00:30:00]. Και σε πρακτικό επίπεδο και σε συναισθηματικό, βεβαίως. Εννοείται ότι και πάλι, όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά για μήνες έγραφαν για τον Μιχάλη Σουγιούλ. Εδώ γράφουν σήμερα για τον Μιχάλη Σουγιούλ τα περιοδικά και οι εφημερίδες. Για παραστάσεις που γίνονται για επανεκδόσεις των κομματιών του, για καινούρια CDs που κυκλοφορούν, για νέες εκτελέσεις. Όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος πενθούσε έναν συνθέτη που ήταν στο απόγειο της δόξας του εκείνη τη στιγμή και έφυγε. Και πραγματικά ήταν μια πολύ μεγάλη απώλεια και για τους δικούς του ανθρώπους αλλά και για τον καλλιτεχνικό κόσμο.

E.K.:

Αυτό πως επηρέασε… Η μαμά σας ήταν ήδη τότε μουσικός ή ήτανε κι ένα έναυσμα; Γιατί απ’ ό,τι κατάλαβα όλα τα, οι θείοι σας, τα αδέρφια της, ασχολήθηκαν με τη μουσική, δηλαδή υπάρχει μια φλέβα ας πούμε-

Δ.Σ.:

Ναι!

E.K.:

Καλλιτεχνική.

Δ.Σ.:

Υπάρχει μια φλέβα και υπάρχει κι ένα πεπρωμένο, από το οποίο δεν ξεφεύγεις πάρα πολύ εύκολα. Εγώ κατάλαβα λοιπόν όταν γεννήθηκα στην οικογένεια αυτή, παρότι ο μπαμπάς μου δεν ήταν μουσικός αλλά ήταν η μαμά μου εκείνη που είχε λοιπόν όλη αυτή τη ρίζα τη μουσική, ότι δεν ήταν πάρα πολύ εύκολο, εφόσον έδειχνες τα πρώτα σημάδια ταλέντου και μουσικότητας, δεν ήτανε καθόλου εύκολο να ξεφύγεις από ένα πεπρωμένο που ακολουθούσε όλους. Η μαμά μου και η αδερφή της που ήταν τα μεγαλύτερα παιδιά από τον πρώτο του γάμο, ήταν ήδη μουσικοί. Είχαν δηλαδή όταν πέθανε ο Μιχάλης ο Σουγιούλ τελειώσει τις μουσικές τους σπουδές στο Ωδείο Αθηνών. Και ο Θάνος που τότε ήταν 16-17 ετών, ξεκινούσε να γίνεται μουσικός. Ίσως αυτόν να τον επηρέασε περισσότερο και να τον καθοδήγησε περισσότερο ακόμη και η απώλεια του πατέρα του. Εγώ, όταν γεννήθηκα σε αυτή την οικογένεια, κατάλαβα από δυόμισι ετών που έπαιζα με το αυτί πιάνο. Γιατί ξέρετε, αυτό είναι το χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έχουν μουσικότητα και ταλέντο, το πρώτο δείγμα, πέρα από το τι θα κάνουν στη συνέχεια στην επαγγελματική τους πορεία στο μουσικό κομμάτι, το πρώτο δείγμα είναι να μπορούν να αποδίδουν μουσικές με το αυτί. Όταν λοιπόν δυόμισι ετών είδαν όλοι ότι εγώ μπορούσα να παίζω, τα πόδια μου δε φτάνανε κάτω από το σκαμπό στο πιάνο, και μπορούσα να παίζω μελωδίες και με τα δυο μου χέρια και να συνοδεύω τη μελωδία και να τραγουδάω παράλληλα, και το είδαν αυτό, το είδε η μαμά μου, είχε τελειώσει η ιστορία. Εγώ δηλαδή θα γινόμουν μουσικός. Και ό,τι αντίσταση κι αν είχα προβάλει, είχε καμφθεί. Η μαμά μου δηλαδή ήτανε κάθετη σ’ αυτό. Ίσως γιατί αυτό, η απώλεια του πατέρα της, όλο αυτό που είχε ζήσει, την έκανε να είναι πιο αυστηρή σε αυτό το κομμάτι; Μπορεί. Αλλά έτσι ήταν. Κι έτσι λοιπόν εγώ έζησα, όλη μου την παιδική ηλικία μέσα σε ένα σπίτι που, από το πρωί ως το βράδυ τραγουδούσε ή άκουγε Μιχάλη Σουγιούλ. Και μάλιστα είχαμε ένα πικάπ το οποίο έπαιρνε και δίσκους 78 στροφών. Αυτές οι φοβερές, βαριές, μεγάλες πλάκες των 78 στροφών, οι οποίες ήτανε οι αυθεντικές εκτελέσεις και τις οποίες έχουμε ακόμα και τώρα, παρότι έχουμε δώσει πάρα πολλά στο Μέγαρο Μουσικής, στη Μουσική Βιβλιοθήκη, κι ήταν οι αυθεντικές εκτελέσεις. Μεγάλωσα λοιπόν ακούγοντας Μιχάλη Σουγιούλ από το πρωί ως το βράδυ, τραγουδώντας στις συγκεντρώσεις. Και βεβαίως προετοιμαζόμουν γι’ αυτό που ήτανε τετελεσμένο ότι θα γινόμουν, δηλαδή μουσικός. Κι έτσι, φτάνω κι εγώ. Βέβαια μεγαλώνοντας, μουσικός είμαι και σήμερα, είμαι δασκάλα μουσικής, αλλά βρήκα τα πατήματά μου κι άλλαξα τους ρόλους, στη μουσική μου ταυτότητα, και τους προσάρμοσα σε αυτά που ταίριαξαν και άρεσαν σε μένα. Ακόμα δηλαδή και τα βιβλία που γράφω σήμερα ως συγγραφέας, βλέπει κανείς ότι είναι βιβλία που έχουν σχέση με τη μουσική. Δεν θα μπορούσα να γράψω ένα παιδικό βιβλίο, το οποίο θα μίλαγε για την αστρονομία ας πούμε. Θα μπορούσα να γράψω κάλλιστα ένα παραμύθι, που θα ’χει ως βάση του τη μουσική. Κι αυτό έχει γίνει τελικά στην πραγματικότητα σε όλα μου τα βιβλία.

E.K.:

Ακόμα και η δομή λίγο που είδα το βιβλίο σας για τον Θεοδωράκη. Για τον παππού σας συγνώμη. Είναι, η δομή του είναι σαν στίχοι.

Δ.Σ.:

Ναι, ναι.

E.K.:

Σωστά;

Δ.Σ.:

Έχουνε μια μελωδικότητα και μια μουσικότητα κι έναν ρυθμό. Λοιπόν, αυτό το βιβλίο λοιπόν, που έχετε στα χέρια σας που είναι το τελευταίο μου βιβλίο και είναι το βιβλίο που έγραψα για έναν παππού γίγαντα, που δεν είναι ο δικός μου παππούς, δεν είναι ο Μιχάλης Σουγιούλ, αλλά ένας παππούς γίγαντας, όλων μας παππούς. Και είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Γράφεται. Έχει γραφτεί, είναι το τελευταίο μου βιβλίο, τον τελευταίο χρόνο, αφού μελέτησα κι αφού βρήκα συνεντεύξεις, κι αφού βρήκα κείμενα, και δικά του και είδα και εκθέσεις και έτσι ψαχούλεψα λίγο και στα αντικείμενα και στο ιστορικό αρχείο που έχει φτιαχτεί στην Μουσική Βιβλιοθήκη του Μεγάρου. Κατέληξα λοιπόν σε αυτό το κείμενο.

Δ.Σ.:

Βέβαια, εδώ υπάρχει μια συνάντηση του Μιχάλη Σουγιούλ με τον Μίκη Θεοδωράκη. Εντός εισαγωγικών συνάντηση. Κάποια στιγμή, όταν εγώ ήμουν 8-9 ετών, ξέρω ότι θα έρθει στο πατρικό μου ο Μίκης Θεοδωράκης γιατί θα γίνει μια συνέντευξη από την ΕΡΤ για μια εκπομπή που είναι αφιερωμένη στο Μιχάλη Σουγιούλ. Ο Μίκης Θεοδωράκης αγαπούσε πάρα πολύ και θαύμαζε τον Μιχάλη Σουγιούλ και θα ερχόταν λοιπόν στο πατρικό μου, να γίνει αυτή η συνέντευξη. Άνοιξα λοιπόν την πόρτα και πραγματικά μπροστά μου είδα έναν γίγαντα. Έναν πανύψηλο άνδρα, ο οποίος όταν με είδε, και πραγματικά φάνταζα πάρα πολύ μικρή δίπλα μου, δίπλα του, πιστέψτε με, άνοιξε τα χέρια του, όπως συνήθιζε να τα ανοίγει, σαν ένα πουλί που ανοίγει τα φτερά του και ετοιμάζεται να πετάξει. Άνοιξε λοιπόν τα χέρια του, να με αγκαλιάσει. Εγώ φαίνεται ότι φοβήθηκα λοιπόν επειδή ήμουν μικρή και τον παράτησα στην πόρτα και έτρεξα να κρυφτώ πίσω από τη μαμά μου. Εν πάση περιπτώσει ο άνθρωπος φυσικά μπήκε μέσα. Έγινε η συνέντευξη και πραγματικά δεν θυμάμαι πως, με τόση αγάπη και τόση τρυφερότητα βρέθηκα να είμαι καθισμένη πάνω στα πόδια του και να μιλάμε, σαν να γνωριζόμασταν πάρα πολύ καιρό, κανένας φόβος, κανένας φόβος σαν την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε. Και να μου εξηγεί για την μεγάλη του αγάπη, πως, την αστρονομία, πως το ένα αστέρι τρώει το άλλο, εκεί ψηλά στον ουρανό. Ότι: «Μη νομίζεις ότι όλα εκεί είναι καλά», ότι: «Τσακώνονται τα αστέρια μεταξύ τους και το ένα τρώει τ’ άλλο». Να μου μιλάει και να μου λέει πως οι γαλαξίες καταπίνουν τ’ αστέρια και τελικά να έχουν περάσει ώρες, μετά τη συνέντευξη που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μιχάλη Σουγιούλ, και να μη φεύγει. Να μη φεύγει ούτε αυτός, αλλά να μην σηκώνομαι κι εγώ να φύγω από την αγκαλιά του. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που από τόσο κοντά συναντηθήκαμε, με αυτή την αγάπη και την τρυφερότητα τέλος πάντων, συναντηθήκαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Φυσικά συναντηθήκαμε κι άλλες φορές, όταν, όπως όλοι μας, τον συναντούσα από μακριά στις μουσικές σκηνές, στις συναυλίες ή και στα κοινά πολλές φορές, που συναντηθήκαμε στο δρόμο, προασπίζοντας τα συμφέροντα μιας κοινωνίας. Έτσι λοιπόν, αυτή ήταν η συνάντηση εντός εισαγωγικών του Μιχάλη Σουγιούλ, του Μίκη Θεοδωράκη και η δικιά μου, κατά κάποιο τρόπο, που μου αφήνει αυτή τη γεύση, την πολύ γλυκιά και την πολύ τρυφερή.

E.K.:

Σας στιγμάτισε όμως απ’ ότι καταλαβαίνω. Εννοώ το θυμάστε πολύ έντονα κα-

Δ.Σ.:

Ναι.

E.K.:

Γράψατε κι ένα βιβλίο.

Δ.Σ.:

Ναι. Το θυμάμαι. Το βιβλίο το έγραψα βέβαια γιατί εγώ έχω και μια αγωνία. Επειδή είμαι δασκάλα μουσικής, είμαι πολλές φορές υποχρεωμένη, ή και θέλω κιόλας πολλές φορές, να μιλάω στους μαθητές μου για γίγαντες της τέχνης, για γίγαντες της μουσικής. Είτε από την ξένη μουσική επιρροή, είτε από την ελληνική μουσική επιρροή. Οπότε λοιπόν, πρέπει να βρίσκω τρόπους, να εφεύρω τρόπους κάθε φορά, όπου θα τραβάω το ενδιαφέρον των μαθητών μου, γιατί είναι πολύ μικρής ηλικίας, από 6 έως 11-12 ετών. Θα τραβάω λοιπόν το ενδιαφέρον και θα τους δίνω επίσης κι ένα σπρώξιμο, αν θέλετε, για να μπορούν να ψάχνουν με αγάπη και με ενδιαφέρον για πολύ μεγάλες προσωπικότητες της μουσικής. Σε αυτή λοιπόν την αγωνία ήρθε και κούμπωσε αυτό το κείμενο, όπως έχουν κουμπώσει και τα άλλα μου κείμενα για βιβλία, για τον Ελύτη, για τον Χατζηδάκι, για να μπορέσω να πλησιάσω τα παιδιά. Με τι; Με αυτό που τα παιδιά καταλαβαίνουν καλύτερα από όλους τους τρόπους. Με ένα παραμύθι. Έτσι λοιπόν, το παραμύθι έρχεται και δίνει χώρο σε αυτή την αγωνία που έχω. Πώς να μιλήσουμε για τέτοιες μεγάλες προσωπικότητες στα παιδιά τα μικρά; Και νομίζω ότι κάνει πολύ καλά τη δουλειά του. Κάνει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του.

E.K.:

Δεν ξέρω αν θυμάστε κάποια άλλη ιστορία ή αν ξέρετε ή αν σας έχει διηγηθεί η μητέρα σας για τον Θεοδωράκη και τον παππού σας, κάτι, κάποια, δεν ξέρω, κάποια συνάντηση;

Δ.Σ.:

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Σουγιούλ δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, αυτό το ξέρω. Και θα είχαν συναντηθεί, εάν ο Μιχάλης Σουγιούλ ζούσε. Έτσι λοιπόν αυτό το ξέρω με σιγουριά, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Αυτό που θυμάμαι όμως και το έλεγε πάντα η μητέρα μου, ήτανε η πολύ μεγάλη αγάπη και ο σεβασμός του Μίκη Θεοδωράκης για τον Μιχάλη Σουγιούλ και για το έργο του, αλλά και για κάθε άλλο μουσικό. Είχε μια αγάπη, είχε έναν σεβασμό για τους συναδέλφους του και την είχε πραγματικά εντυπωσιάσει την μητέρα μου σε εκείνη την συνέντευξη, την μια και μοναδική που συναντηθήκαμε όλοι μαζί, πραγματικά ο τρόπος, ο θαυμασμός, ο σεβασμός και η αγάπη κι αυτά τα πολύ όμορφα λόγια που είχε πει σε αυτή την εκπομπή της ΕΡΤ στην τηλεόραση τότε, για τον Μιχάλη Σουγιούλ, ο Μίκης Θεοδωράκης. Αλλά όχι, έκτοτε[00:40:00] δεν είχαμε κάποια άλλη έτσι συνάντηση. Δεν είχαμε βρεθεί. Ποτέ.

E.K.:

Μάλιστα. Κάποια άλλη ιστορία που να θυμάστε, που να σας έχει διηγηθεί η μητέρα σας; Από κάποιο τραγούδι ενδεχομένως ή από κάποιο περιστατικό;

Δ.Σ.:

Ναι. Θυμάμαι διάφορες ιστορίες. Το πιο σημαντικό κομμάτι του Μιχάλη Σουγιούλ που μας ακολουθεί αυτή την, ακόμα κι αυτή την εποχή, πολύ έντονα, είναι αυτό το κομμάτι των αρχοντορεμπέτικων. Ο Σουγιούλ, ήταν ο άνθρωπος που, έφτιαξε αυτό που εμείς ονομάζουμε ως μουσικό είδος αρχοντορεμπέτικα, βάζοντας στη θέση του μπουζουκιού -που ήταν πολύ σημαντική η θέση του μπουζουκιού στο ρεμπέτικο τραγούδι- βάζοντας λοιπόν στη θέση του μπουζουκιού, την κιθάρα. Και βάζει την κιθάρα, γιατί; Γιατί όπως γνωρίζουμε όλοι, το είδος του ρεμπέτικου μέχρι το 1945, ίσως και παραπάνω, που κάνει την πρώτη του διάλεξη ο Μάνος Χατζηδάκις για να γνωρίσει στο κοινό, στο Αθηναϊκό κοινό, το ρεμπέτικο, είναι ένα παραγκωνισμένο μουσικό είδος. Ξέρουμε λοιπόν, ότι το ρεμπέτικο μέχρι εκείνη τη στιγμή, είναι ένα παραγκωνισμένο είδος και ο Μιχάλης ο Σουγιούλ θέλει να κάνει αυτό το βήμα, που θα βάλει τραγούδια λαϊκότροπα μέσα στα σαλόνια της αστικής και μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας εκείνη την εποχή, βάζοντας όμως όχι το μπουζούκι, αλλά την κιθάρα. Δημιουργεί όμως έναν λαϊκό τρόπο, κατά τη γνώμη μου, γράφοντας αυτές τις μουσικές, αυτά τα τραγούδια. Και το πετυχαίνει φυσικά, γιατί η επιτυχία εκείνης της εποχής, αυτών των τραγουδιών, των αρχοντορεμπέτικων, είναι τεράστια. Αλλά το ίδιο τεράστια είναι και σήμερα. Εγώ δεν έχω πάει σε μέρος που να τραγουδάνε ρεμπέτικα τραγούδια, κι είναι πολλά πιστέψτε με στην Αθήνα αυτά τα μέρη. Δεν έχω πάει λοιπόν σε μέρος που να μην ακούσω τουλάχιστον 5-6 τραγούδια, το λιγότερο, από τα αρχοντορεμπέτικα του Μιχάλη Σουγιούλ. Μην ξεχνάμε επίσης το φοβερό δίσκο που έχει φτιάξει με τα αρχοντορεμπέτικα η Βίκυ Μοσχολιού, που είχε κάνει απίστευτες πωλήσεις. Αυτό λοιπόν, το πέτυχε και το πέτυχε με μια καταπληκτική διαχρονικότητα ο Μιχάλης Σουγιούλ. Να εισάγει ένα λαϊκότροπο είδος μουσικής και τραγουδιού στην μεγαλοαστική κοινωνία, αλλάζοντας την τεχνική της ενορχήστρωσης. Αλλάζοντας δηλαδή την ενορχήστρωση και τα μουσικά όργανα που συνόδευαν αυτές τις τεχνικές. Βέβαια, ο ίδιος κάποτε στην Ελένη τη Βλάχου, τη σπουδαία αυτή δημοσιογράφο που όλοι ξέρουμε, όταν τον είχε ρωτήσει: «Μα καλά πως σας ήρθε η ιδέα να φτιάξετε τα αρχοντορεμπέτικα;», είχε πει αυτό που σας λέω, αλλά είχε πει κι απ’ την άλλη μεριά ότι: «Ε και ήτανε κι ένας τρόπος να βγάζω πολλά λεφτά». Άρα λοιπόν, το πίστευε ως είδος. Πίστευε ότι θα κάνει πάταγο, πίστευε ότι θα έχει κι ένα οικονομικό αντίκρισμα. Ξέρετε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, απ’ ό,τι άκουγα από τους συγγενείς μου, ήταν άνθρωποι πολύ ανοιχτόκαρδοι, έβγαζαν πολλά λεφτά εκείνη την εποχή, ήταν ανοιχτόκαρδοι, ήταν γλεντζέδες και έτρωγαν και πολλά λεφτά. Και τα έτρωγαν τα πολλά αυτά λεφτά σε ταξίδια, σε διασκέδαση, με τους δικούς τους ανθρώπους. Ο Μιχάλης ο Σουγιούλ ας πούμε δεν οδηγούσε. Και τι είχε κάνει; Κάτι που ήτανε ανήκουστο για εκείνες τις εποχές, γιατί μην ξεχνάτε ότι έχουμε και μια Ελλάδα που είναι τραυματισμένη από Εμφύλιους, από Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λοιπόν, είχε την οικονομική άνεση κι επειδή δεν οδηγούσε, αλλά ήθελε να μετακινείτε πολλές φορές μέσα στη μέρα σε διάφορα σημεία -γιατί έπρεπε να πάει σε ένα στούντιο, έπρεπε να πάει στο Γαϊτάνο να δώσει τις παρτιτούρες του, έπρεπε να πάει στο μαγαζί που δούλευε, έπρεπε να πάει για πρόβα στην ΕΡΤ- έτσι, είχε πάρα πολλές λοιπόν μετακινήσεις μες στη μέρα. Είχε ένα ταξί το οποίο το μίσθωνε από την ώρα που θα ξυπνούσε μέχρι την ώρα που θα κοιμότανε. Και τον ρώταγε ο άνθρωπος, ο οδηγός: «Με θέλετε κάτι άλλο κύριε Σουγιούλ;», «Όχι παιδί μου, μπορείς να φύγεις». Αυτό γινότανε λοιπόν σε όλη του τη ζωή, μέχρι που πέθανε. Τώρα, ο Μιχάλης ο Σουγιούλ ήτανε ένας άνθρωπος που του άρεσαν τα αστεία, παρότι ήτανε πολύ σοβαρός έτσι και λίγο φαινόταν βαρύς. Όμως γελούσε πάρα πολύ με τα αστεία των φίλων του. Θα ξέρετε λοιπόν αυτή την ιστορία που έχει συμβεί με τον Αλέκο Σακελλάριο στην Αίγυπτο. Που έχουνε πάει για, νομίζω για τα γυρίσματα του Σάντα Τσικίτα, εκεί που ακούστηκε και για πρώτη φορά το τραγούδι Άρχισαν τα όργανα από τον Τώνη Μαρούδα. Και κάθε τρεις και λίγο λοιπόν, ο Σακελλάριος τον πείραζε, του άρεσε, ήτανε, ο Σακελλάριος ήτανε πολύ μεγάλο πειραχτήρι, τον έζησα κι εγώ -θα σας πω μια ιστορία μετά με τον Αλέκο Σακελλάριο, έχει ήδη πεθάνει ο παππούς μου, θα σας πω μια αστεία ιστορία, ένα κόλπο που μου’ χει κάνει. Τέλος πάντων, στην Αίγυπτο λοιπόν, έχουν πάει για τα γυρίσματα της Σάντας, της Σάντας Τσικίτα και του λέει ο Αλέκος Σακελλάριος: «Μιχάλη, εμένα με ξέρουν όλοι εδώ στην Αίγυπτο», του λέει: «Που σε ξέρουν βρε Αλέκο;», «Ε -λέει- θα δεις. Να θα πάμε στον δρόμο και θα δεις ότι με ξέρουν». Βάδιζαν λοιπόν στο δρόμο και οι άνθρωποι στην Αίγυπτο έλεγαν: «Salam Alaikum», «Alaikum Salam». Οπότε λοιπόν ο Σακελλάριος πείραζε τον Μιχάλη τον Σουγιούλ και του ’λεγε: «Είδες; Είδες, που με ξέρουνε;» Λοιπόν γελάγανε πάρα πολύ με αυτές τις ιστορίες. Κάποια στιγμή φεύγοντας λοιπόν από την Αίγυπτο, λέει ο Σουγιούλ: «Θα γεμίσω μια βαλίτσα, να πάω δώρα στην οικογένειά μου. Αλλά θα γεμίσω και μια βαλίτσα με όλα αυτά τα καρυκεύματα, τους παστουρμάδες, τα σαλάμια, αυτά τα φοβερά που έχουνε αυτοί οι λαοί, και θα πάρω κι αυτό μαζί μου». Και γεμίζει όντως μια τέτοια βαλίτσα, η οποία έφτασε στην Αθήνα χωρίς όλα αυτά να έχουν φτάσει άρτια και να μην έχουν ανοιχτεί, γιατί στη διαδρομή ήταν αδύνατον αυτός ο άνθρωπος, να μη γευτεί τις γεύσεις. Να μην γευτεί το φαγητό. Ήτανε καταπληκτικό. Το μαγείρευε, το έτρωγε, το γευότανε. Και τέλος πάντων είχε τέτοια διάφορα έτσι ευτράπελα. Μια φορά ο Αλέκος ο Σακελλάριος, είχε ήδη πεθάνει ο Μιχάλης Σουγιούλ, έχει έρθει Σαββατοκύριακο να μας δει. Λοιπόν. Γελούσαμε πάρα πολύ με τα αστεία του και κάποια στιγμή λοιπόν έχει πάρει τη φλογέρα του Μιχάλη Σουγιούλ με την οποία έπαιζα παιδάκι και παίζω και τώρα στους μαθητές μου στο σχολείο. Και μου λέει: «Θέλεις να σου παίξω λίγη φλογέρα;» Λέω: «Θέλω!» Βάζει λοιπόν το επιστόμιο της φλογέρας στο στόμα του, αρχίζει παίζει φλογέρα. «Ναι», μου λέει, «Αλλά δεν ξέρεις πόσο καλός μουσικός είμαι, πιο καλός απ’ τον παππού σου. Θα παίξω φλογέρα με τη μύτη!» Πράγματι λοιπόν. Παίρνει τη φλογέρα του Σουγιούλ, κι αρχίζει να παίζει με τη μύτη φλογέρα. Εγώ εντυπωσιάστηκα. Ήμουν έτσι μικρή, λέω: « Πω! Πω! Δεν το περίμενα αυτό». «Και τώρα -μου λέει- το πιο δύσκολο. Θα παίξω -μου λέει- με τ’ αυτί φλογέρα». Οπότε εκεί, εγώ πραγματικά έχω ανοίξει το στόμα μου έκπληκτη, διότι λέω: «Καλά! Απ’ το στόμα εκπνέεις, απ’ τη μύτη μπορείς να βγάλεις την ανάσα σου, απ’ το αυτί πώς θα γίνει; Λοιπόν, έχω τρελαθεί!» Και κάνει έτσι λοιπόν να βάλει τη φλογέρα στ’ αυτί του και μου λέει: «Καλά βρε χαζό, το πίστεψες; Πλάκα σου κάνω!» Λοιπόν, όλο τέτοιες ιστορίες μεταξύ έτσι, όλων αυτών των ανθρώπων. Γνώρισα επίσης, αφότου είχε πεθάνει ο παππούς μου και πάρα πάρα πολλούς καλλιτέχνες από κοντά. Έρχονταν στο σπίτι. Ο Γιάννης ο Σπάρτακος που ήτανε πολύ αγαπημένος φίλος του Μιχάλη Σουγιούλ και της οικογένειας και δικός μου. Έτσι λίγο σαν μέντορας. Η Μάγια η Μελάγια, η Δανάη Στρατηγοπούλου, η Άννα η Καλουτά που του είχε πάρα πολύ μεγάλη έτσι αδυναμία. Η Ίλυα Λιβυκού. Άνθρωποι οι οποίοι ήτανε μύθοι και τους συναντούσα σε παραστάσεις, σε συναυλίες. Και όταν έλεγα το όνομά μου, έλεγαν: «Πω, πω! Είσαι η εγγονή του Μιχάλη Σουγιούλ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σπουδαίος ήτανε ο παππούς σου!» Και ήτανε σαν να έπαιρνα, σαν να ζούσα λίγο, επειδή δεν τον έζησα τον παππού μου, σαν να ζούσα λίγο μαζί τους και μαζί και με τον παππού μου. Η μόνη ζωντανή εικόνα που έχω από τον παππού μου είναι στο Μια ζωή την έχουμε την ελληνική ταινία που παίζει ο Δημήτρης Χορν και παίζει ο Μιχάλης Σουγιούλ και φαίνεται που παίζει ακορντεόν και είναι η ορχήστρα του και είναι ζωντανός. Τον βλέπω να κινείται, τον βλέπω να γελάει. Και είναι η μόνη ζωντανή επαφή που έχω με τον παππού μου. Όλο το υπόλοιπο, όλη η άλλη επαφή, είναι η καθημερινή μου τριβή με το έργο του, με τη ζωή του, με τα γεγονότα του, με τα παιδιά του, όλα, με την οικογένειά του. Και οι ιστορίες αυτές που αφηγούνται όλοι οι άλλοι γύρω μου όλα αυτά τα χρόνια που ζούμε μαζί.

E.K.:

Το αγαπημένο σας τραγούδι εσάς ποιο είναι;

Δ.Σ.:

Το αγαπημένο μου τραγούδι, αχ! Εγώ αγαπούσα πάρα πολύ τη Σοφία Βέμπο. Η Σοφία Βέμπο είχε βαφτίσει το τρίτο παιδί του Μιχάλη Σουγιούλ, την Αλίκη. Ήταν λοιπόν κουμπάροι, αγαπιόντουσαν πάρα πολύ. Και το αγαπημένο μου τραγούδι είναι ένα τραγούδι που τραγουδάει λοιπόν η Σοφία Βέμπο, ένα αρχοντορεμπέτικο που λέγεται μονά ζυγά. Και το έλεγε, γενικώς τραγουδούσε τα τραγούδια της με ένα φοβερό πάθος αυτή η γυναίκα, κι αυτό το τραγούδι ιδια[00:50:00]ίτερα το έλεγε σαν να το ζούσε, σαν να εξέφραζε ένα παράπονο, ότι: «Εγώ σε αγάπησα, αλλά εσύ δεν με αγάπησες όσο σε αγάπησα εγώ, και θα δεις, όταν θα χάσεις της καρδιάς μου το καλάθι, τότε δεν θα μπορείς να παίξεις την καρδιά μου και τα συναισθήματά μου μονά ζυγά». Αυτό έλεγε περιφραστικά στο στίχο του αυτό το τραγούδι και μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι μια εξαιρετική μελωδία και πραγματικά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα ρεμπέτικα τραγούδια που σήμερα ακούμε, που μας συντροφεύουν κι αυτά μετά από δεκαετίες. Ο Μιχάλης ο Σουγιούλ έχει γράψει 650 επιτυχίες. Ακούγεται λίγο μεγάλος αυτός ο αριθμός, αλλά αν κάτσουμε τώρα με ένα χαρτί κι ένα μολύβι, να γράψουμε όλα τα τραγούδια αυτά που απαρτίζουν τις 650 επιτυχίες που σας είπα, θα δείτε, ακόμα κι εσείς που είστε νέα παιδιά, ότι όλα ή το 90% όλων αυτών των τραγουδιών, τα ξέρετε, τα έχετε ακούσει. Μα από έναν παππού, από μια γιαγιά, από μια μαμά, έναν μπαμπά, από έναν πλανόδιο μουσικό, γιατί μου ’χει συμβεί κι αυτό, έτσι; Υπάρχουνε άνθρωποι, υπάρχουν μετανάστες που βγαίνουν στους δρόμους και παίζουν ακορντεόν και ξαφνικά παίζουν το άστα τα μαλλάκια σου. Και λες: «Καλά, αυτός ο άνθρωπος δεν μιλάει τη γλώσσα μου, έρχεται από κάπου αλλού, είναι σίγουρο, αλλά ξέρει το άστα τα μαλλάκια σου. Πώς είναι δυνατόν;» Έτσι λοιπόν, έχει γράψει 650 επιτυχίες. Δεν κατάφερε κανένας από τους υπόλοιπους μουσικούς μεταγενέστερα, από τον Μιχάλη Σουγιούλ, να αποκτήσει αυτή τη μουσική ταυτότητα την πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή του Μιχάλη Σουγιούλ και φυσικά να αποκτήσει βεβαίως και τη φήμη του. Η οποία κρατάει τόσες δεκαετίες. Αυτό είναι νομίζω, όπως και για άλλους συναδέλφους του μουσικούς και για άλλους συνθέτες, είναι πραγματικά, αυτό σημαίνει διαχρονικότητα. Να έχει φύγει ο άλλος το 1958, το 1965, το 1970 κι εσύ σήμερα, σαν να μην έχει απουσιάσει καθόλου από την καθημερινότητά σου κι από την ζωή σου, να είναι εκεί, παρόν, σε κάθε λύπη, σε κάθε χαρά, σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση, σε κάθε σου γλέντι, σε κάθε αποχαιρετισμό. Έχω βρεθεί στο Μέγαρο Μουσικής σε μια εκδήλωση που είχαμε κάνει για τον Μιχάλη Σουγιούλ στη Μεγάλη Αίθουσα, στην αίθουσα «Χρήστου Λαμπράκη». Είναι μια πολύ μεγάλη αίθουσα σε χωρητικότητα, τεράστια. Σκεφτόμουνα, αυτό τώρα είναι το 2014, πρέπει να είναι αυτή η εκδήλωση περίπου εκεί κοντά. Και λέω ρε παιδί μου από το 1958 μέχρι το 2014 έχουν περάσει πάρα πάρα πολλά χρόνια. Αλήθεια, υπάρχουν άνθρωποι που δύο συνεχόμενες βραδιές θα γεμίσουν έναν τόσο τεράστιο και μεγάλο χώρο; Βρέθηκα και τις 2 βραδιές εκεί. Ήταν τεράστιο, τεράστια η αποδοχή του κόσμου. Όχι απλώς είχαν γεμίσει, έμειναν και απ’ έξω άνθρωποι, που δεν κατάφεραν να μπουν και να βρουν εισιτήρια. Απλώς έρχονταν με την ελπίδα ότι κάποιος θα ακύρωνε, κάτι θα γινόταν και θα μπαίνανε. Αλλά αυτό που με συγκλόνισε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου είναι το εξής. Βρισκόμασταν στην οικονομική κρίση, στα μνημόνια στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή με τα οικονομικά της, με τα χρωστούμενά της, τα χρέη της. Πήγαιναν, ερχόντουσαν οι πολιτικοί εντός, εκτός Ελλάδας. Και τραγούδησαν ένα τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ, το οποίο είχε γράψει για τον πόλεμο, και λεγότανε κάνε κουράγιο Ελλάδα μου. Περιφραστικά έλεγε λοιπόν στους στίχους του ότι: «Αν σε γελάσανε οι ξένοι, αν σε εκμεταλλεύτηκαν, εσύ θα κάνεις κουράγιο και θα ’σαι πολύ δυνατή μετά από αυτό, θα βγεις ακόμα πιο δυνατή. Κάνε υπομονή και θα νικήσεις. Με όλα αυτά τα δεινά που περνάς». Αυτός λοιπόν ο τεράστιος χώρος, και το λέω τώρα ας πούμε και συγκινούμαι αλλά και ανατριχιάζω, ήτανε όλοι όρθιοι. Όλοι. Όλοι. Δεν ξέρω αν ήτανε και άνθρωποι μικρής ηλικίας. Όλοι όρθιοι. Χειροκροτούσαν, καθώς η τραγουδίστρια τραγουδούσε το κάνε κουράγιο Ελλάδα μου. Χειροκροτούσαν και τραγουδούσαν. Όλος αυτός ο κόσμος τραγουδούσε και σκέπασαν την ορχήστρα. Σκέπασαν τη φωνή της τραγουδίστριας. Γιατί εκείνη τη στιγμή, ένα τραγούδι που είχε γραφτεί τη δεκαετία του ’40 τους εξέφραζε απολύτως για τα δεινά, που είχαν άλλη υφή, εκείνη τη στιγμή στην πατρίδα μας. Με αυτό λοιπόν το τραγούδι, οι άνθρωποι εκείνοι, έδειχναν να φεύγουν από αυτή τη συναυλία για τον Μιχάλη Σουγιούλ με ένα ηθικό ανάστημα μεγαλύτερο. Και σκέφτηκα ότι ρε παιδί μου, τελικά ο μη γένοιτο, αν σήμερα πηγαίναμε σε έναν πόλεμο, που δεν θα έχει την ίδια εικόνα με τον πόλεμο του 1940, προφανώς, θα πηγαίναμε με το κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, θα πηγαίναμε με το παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Θα πηγαίναμε με αυτά τα τραγούδια. Αυτό λοιπόν, αυτή η ψυχική ανάταση που ένιωθαν τότε εκείνοι οι άνθρωποι με εκείνες τις μουσικές. Γιατί ο Μιχάλης Σουγιούλ, έπαιρνε το ακορντεόν, έπαιρνε τη Σοφία τη Βέμπο και της έλεγε: «Θα πάμε στα σύνορα, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Θα βρεθούμε στην πρώτη γραμμή και εκεί, εμείς θα κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά. Θα εμψυχώνουμε τους ανθρώπους με τις μουσικές μας και τα τραγούδια μας». Και αυτό το έκαναν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Οι δυο τους. Οι δυο τους. Ήταν ένα στοίχημα που είχαν βάλει οι δυο τους; Ένα προσωπικό στοίχημα; Δεν ξέρω τι. Αλλά έκαναν αυτή τη δουλειά. Πολεμούσαν με τον δικό τους τρόπο. Εμψύχωναν τους ανθρώπους. Και νομίζω ότι το ίδιο θα γινόταν και σήμερα με αυτά τα τραγούδια. Κι είναι, είναι ρε παιδί μου, είναι συγκλονιστικό. Είναι κάτι το οποίο δεν περιμένεις να ισχύει ακόμα. Δεν περιμένεις να ισχύει ακόμα. Αυτό.

E.K.:

Ναι, έχετε δίκιο και είναι και πάρα πολλές οι επιτυχίες. Αυτό που είπατε δηλαδή, κάθε τραγούδι είναι και μια δική του ιστορία.

Δ.Σ.:

Ναι. Δηλαδή ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει τραγουδήσει το μια ζωή την έχουμε; Κι αν δεν τι γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε τι θα καζαντήσουμε; Ποιος είναι αυτός που δεν έχει πει το τραμ το τελευταίο; Ποιος είναι αυτός που δεν έχει πει σίγουρα το άστα τα μαλλάκια σου, ποιος δεν έχει πει το ας ερχόσουν για λίγο;  Όπου όλα τα τραγούδια που σας λέω τώρα, οι τίτλοι τους σας δίνουν κι ένα διαφορετικό μουσικό είδος, ένα διαφορετικό μουσικό στυλ στο οποίο έγραφε ο Μιχάλης Σουγιούλ. Τελείως διαφορετικό. Νομίζω ότι αυτό κάνει αυτούς τους ανθρώπους σημαντικούς, ξεχωριστούς, όπως τον παππού μου και όπως και πολλούς άλλους μουσικούς. Γιατί δεν είχε μόνο ο Μιχάλης ο Σουγιούλ φυσικά, την εποχή εκείνη. Και καλλιτέχνες και τραγουδιστές, κάποτε είχανε πει στη Σοφία τη Βέμπο ότι: «Πω, πω! Εσείς είσαστε η τραγουδίστρια της νίκης. Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος σας. Παίξατε πολύ σημαντικό ρόλο στον πόλεμο». Και λέει: «Εγώ; Εγώ στον πόλεμο έκανα κάτι; Εγώ δεν έκανα τίποτα. Άλλος έδωσε τα χέρια του, τα μάτια του, τα πόδια του, τη ζωή του. Κι εγώ τι έδωσα; Μια φωνή. Καλή, κακή, αυτή ήταν η φωνή μου κι αυτή τη φωνή έδωσα». Δείχνει λοιπόν. Είναι το στίγμα του ήθους των ανθρώπων εκείνης της εποχής.

E.K.:

Εμένα με στεναχωρούνε λίγο κι αυτά. Από την άποψη ότι πλέον δεν υπάρχει μια συνέχεια, αντίστοιχη. Δηλαδή δεν βλέπουμε πλέον, στη σημερινή εποχή, ονόματα ή ανθρώπους να έχουνε την καλλιτεχνική δεινότητα, όπως του παππού σας, του Θεοδωράκη…

Δ.Σ.:

Του Μάνου Χατζηδάκι. Ναι αντίστοιχα πολύ μεγάλες γιγαντιαίες μορφές.

E.K.:

Ή ας πούμε στα ρεμπέτικα ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης.

Δ.Σ.:

Ο Τσιτσάνης.

E.K.:

Δηλαδή δεν…

Δ.Σ.:

Νομίζω ότι αυτές οι μορφές σε κάθε είδος μουσικής δεν θα, υπήρξαν και δεν θα ξανά υπάρξουν. Βέβαια άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν οι κοινωνίες, άλλαξαν οι άνθρωποι. Και νέοι δημιουργοί, με ένα νέο τρόπο προσεγγίζουν τη μουσική γραφή. Και για μένα δεν έχει και κανένα νόημα τελικά να συγκρίνουμε ούτε τις εποχές, ούτε και τους δημιουργούς. Είτε στη ζωγραφική, είτε στη μουσική. Η κάθε εποχή θα αφήσει ένα ιστορικό στίγμα. Αυτό το ιστορικό στίγμα δίνει την σπρωξιά στην επόμενη γενιά να κάνει τη δική της κίνηση. Με τα συν και τα πλην που μπορεί να κουβαλάει, προφανώς. Αλλά κι εκείνη την εποχή, ο Μιχάλης Σουγιούλ ήταν κατάπτυστος που έβαζε τα αρχοντορεμπέτικα μέσα στο σαλόνι και προσπαθούσε να τα επιβάλλει. Και δεν συνέχιζε να γράφει ρομάντζες με μπαντονεόν, κιθάρες, ακορντεόν και να φτιάχνει τραγούδια σαν το ας ερχόσουν για λίγο. Όμως κάτι είχε δει και εκείνος. Κι αυτό που είχε δει εκείνος μας ακολουθεί σήμερα εμάς και μας διασκεδάζει. Είναι δηλαδή, είναι μια μοιραία κατάληξη ή μια μοιραία πορεία τέλος πάντων της τέχνης και των ανθρώπων που την ακολουθούν. Οι εποχές αλλάζουν. Κάτι καλό -με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό- κάτι καλό θα γεννηθεί και για την τέχνη κάποια στιγμή, που σε εμάς θα φαίνεται πολύ περίεργο, αλλά τελικά στις επόμενες γενιές θα μένει ιστορικά αναγνωρίσιμο, όπως τα αρχοντορεμπέτικα του Μιχάλη Σουγιούλ. Που τότε ήτανε μια κακή κίνηση, εντός εισαγωγικών, ανάμεσα στους μουσικούς κύκλους.

E.K.:

Ωραία. Κάτι άλλο;

Δ.Σ.:

Τι άλλο να πούμε; Να μου δώσεις το βιβλίο σου; Στο παίρνω τώρα γιατί μπορεί κάτι να μου ’ρθει. Ξέρω άπειρες ιστορίες, αλλά τώρα ξέρεις μου ήρθανε οι[01:00:00] πιο… Οι πιο κοντινές. Έχω και κάτι.

E.K.:

Λοιπόν συνεχίζουμε με την Δέσποινα Σουγιούλ. Μέρος τρίτο. Και θα πούμε μια ιστορία από τον παππού της.

Δ.Σ.:

Λοιπόν. Διάφορα τραγούδια έχει γράψει ο Μιχάλης ο Σουγιούλ. Έχει γράψει και σε ανατολίτικο έτσι στυλ διάφορα τραγούδια. Κάποια στιγμή λοιπόν γράφει ένα τραγούδι σε στίχους του Αιμίλιου Σαββίδη που γίνεται πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή. Και είναι η Ζεχρά. Ήταν έτσι oriental το στυλ του, παρότι ο ίδιος ο Σουγιούλ στις παρτιτούρες εκείνης της εποχής, στον Γαϊτάνο το ονομάζει τανγκό oriental. Βάζει και το oriental δίπλα. Τέλος πάντων, εκείνη λοιπόν την εποχή που βγαίνει αυτό το τραγούδι έχει, κάνει πραγματικά τεράστια επιτυχία, σημειώνει τεράστια επιτυχία. Αυτό το τραγούδι λοιπόν, όταν ξεκινάει ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, γίνεται ένα τραγούδι σύμβολο. Πως; Στο «Μοντιάλ» ανεβαίνει μια καινούργια επιθεώρηση. Εκεί λοιπόν στις πρώτες μέρες της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Η επιθεώρηση αυτή λοιπόν λέγεται Πολεμική Αθήνα και εκεί λοιπόν υπάρχει ένας τεράστιος θίασος από το «Μοντιάλ» και ξεκινάει η, ξεκινάνε οι πρόβες, ξεκινάει η παράσταση. Μεταξύ αυτών των φοβερών πρωταγωνιστών είναι εκείνη τη στιγμή και η Σοφία η Βέμπο και η Άννα Μαρία η Καλουτά και η Μαρίκα η Νέζερ, η Γεωργία Βασιλειάδου, η Ρένα Βλαχοπούλου και φυσικά μέσα σε όλη την ομάδα είναι και ο Μίμης Τραϊφόρος, που όλοι γνωρίζουμε τον φοβερό έρωτα μεταξύ του Τραϊφόρου και της Σοφίας Βέμπο.

Δ.Σ.:

Πάμε λοιπόν. Έτσι λοιπόν, σ’ αυτή την επιθεώρηση που είναι μια επιθεώρηση σε μια πολεμική Αθήνα και ονομάζεται και Πολεμική Αθήνα αυτή η επιθεώρηση, γεννιούνται και πολλά πολεμικά τραγούδια. Το πατρίδα πατρίδα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή λοιπόν, η Βέμπο λέει στον Μίμη Τραϊφόρο ότι: «Θέλω να καθίσεις πάνω στη μελωδία της Ζεχρά του Μιχάλη, θέλω να γράψεις στίχους οι οποίοι θα έχουν πολεμική χροιά. Πολεμικό θέμα». Ο Μίμης Τραϊφόρος είναι γνωστό για την αδυναμία και τον έρωτα που είχε για τη Σοφία Βέμπο. Πραγματικά ένας, μια σχέση πάθους έτσι και θυελλώδους έρωτα. Και φυσικά δεν χάλαγε ποτέ χατίρι στη Σοφία. Έτσι λοιπόν επιτόπου, επιτόπου, εκείνη τη στιγμή, παρουσία του Μιχάλη Σουγιούλ, ξεκινάει να γράφει τους περιβόητους στίχους του παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Κάθεται, τους προβάρει ο παππούς μου. Κάθεται ο Μιχάλης Σουγιούλ και τους προβάρει. Και επιτόπου, ξεκινάει και η Σοφία Βέμπο να κάνει την πρόβα της για πρώτη φορά, με το τραγούδι παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που πραγματικά όπως είπα και πριν γίνεται ο δεύτερος ύμνος της Ελλάδας, ο δεύτερος εθνικός ύμνος. Ο οποίος δεν ψυχαγωγεί, αλλά δημιουργεί ψυχική ανάταση στους πολεμιστές μας, στους στρατιώτες μας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Έτσι λοιπόν βγαίνει κι ένας δίσκος εκείνης της εποχής, όπου, 78 στροφών, όπου από τη μια μεριά έχει το πατρίδα πατρίδα -που ήταν το άλλο πολεμικό τραγούδι που βγήκε από αυτή την επιθεώρηση- κι απ’ την άλλη βεβαίως το παιδιά της Ελλάδος παιδιά που η αποδοχή είναι τέτοια ,που ξέρουμε μέχρι σήμερα ότι είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, όχι μόνο εκείνης της περιόδου αλλά και κάθε περιόδου που έρχεται στις επόμενες δεκαετίες. Είναι λοιπόν μια τεράστια επιτυχία. Ίσως είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία το παιδιά της Ελλάδος παιδιά, σε μια σειρά τραγουδιών πολεμικών που γράφονται τότε, με αφετηρία το Αλβανικό Έπος και πραγματικά καθρεφτίζουν τον ενθουσιασμό που έχει ο κόσμος εκείνη τη στιγμή και την τάση του να πιστεύουν ότι οι νίκες του ελληνικού στρατού θα είναι μεγάλες. Και βεβαίως σίγουρα απαξιώνουν και τον ιταλικό στρατό. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία. Έτσι ξεκινάει λοιπόν η διαδρομή του πολεμικού τραγουδιού παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Βέβαια ακολουθούν κι’ άλλα πολεμικά τραγούδια. Το μας χωρίζει ο πόλεμος, που είναι εξαιρετικό τραγούδι, πολύ τρυφερή μελωδία και πολύ ωραίοι στίχοι. Το κάνε κουράγιο Ελλάδα μου. Υπάρχουν λοιπόν πάρα πάρα πολλές τέτοιες μελωδίες και που συντροφεύουν εκείνη την εποχή τους ανθρώπους στον πόλεμο, τους φαντάρους, τους στρατιώτες κτλ. Αυτή λοιπόν είναι η διαδρομή του παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Τι άλλο να πούμε; Να πούμε λίγο πως έχει γραφτεί το αρχοντορεμπέτικο που όλοι τραγουδάμε μέχρι σήμερα, το βρε Μανώλη τραμπαρίφα ή αλλιώς απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα. Λοιπόν. Σας είπα πριν ότι ο παππούς μου δεν οδηγούσε, δεν είχε αυτοκίνητο και συναντούσε, είχε ταξί δικό του, μίσθωνε ένα ταξί τέλος πάντων, συναντούσε διάφορους ανθρώπους μπαινοβγαίνοντας στο ταξί. Κάποια στιγμή λοιπόν -και τώρα δεν είμαι σίγουρη αν ήτανε ο δικός του ο ταξιτζής, αυτός που μίσθωνε το ταξί του ή κάποιος άλλος- του είπε ότι: «Βρε παιδί μου, έχεις γράψει για όλους τραγούδια με διάφορα θέματα και δεν έχετε γράψει ένα τραγούδι για μένα. Για έναν ας πούμε τύπο που οδηγεί ταξί και πάει και φέρνει κόσμο και τα λοιπά». Έτσι λοιπόν γράφτηκε ο Μανώλης ο τραμπαρίφας που ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Και βεβαίως αργότερα έγινε και τραγούδι σε επιθεώρηση. Έγινε τραγούδι σε επιθεώρηση, όπου ήταν οι στίχοι του Σακελλάριου, Γιαννακόπουλου, του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Και νομίζω ότι κάποια στιγμή αυτό το τραγούδι το τραγούδησε και η Σπεράντζα Βρανά, πάλι τον επόμενο χειμώνα από την πρώτη χρονιά που έγινε αυτή η επιθεώρηση, με δικό της θίασο στο θέατρο «Βέμπο» και σε άλλους χώρους στη Θεσσαλονίκη. Είχανε πάει περιοδεία στην Κύπρο, είχανε πάει περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη. Κι έτσι γίνεται αυτή η περιοχή, η περι… Η επιτυχία τέλος πάντων που όλοι την τραγουδάμε σήμερα απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα, έτσι. Ο Μανώλης ο τραμπαρίφας λοιπόν που ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν ένας ταξιτζής που έκανε τις δικές του διαδρομές, όπως και το τραγούδι αυτό. Τι άλλο;

E.K.:

Ωραία. Ξέρετε τι θέλω να μου πείτε; Επειδή βλέπω ότι έχετε πολλά αντικείμενα από τους προγόνους σας, από τη Μικρά Ασία, θέλετε να μου πείτε λίγο γι’ αυτό το πολύ ωραίο μαντιλάκι;

Δ.Σ.:

Ναι, αμέ!

E.K.:

Που είναι έτσι…

Δ.Σ.:

Αμέ!

E.K.:

Είναι κειμήλια. Ή τη σαλιάρα της μητέρας σας. Που φαντάζομαι αυτή, όπως μου είπατε, την έχει κάνει η γιαγιά σας υποθέτω-

Δ.Σ.:

Ναι, ναι.

E.K.:

Που κεντούσε;

Δ.Σ.:

Ναι, ναι, ναι. Όλο αυτό που βλέπεις είναι στο χέρι. Είναι στο χέρι. Όλα αυτά. Όλες αυτές οι δαντέλες είναι στο χέρι. Δεν ξέρω ποιος μάθαινε σε αυτές τις γυναίκες να κεντάνε ή να κάνουνε τέτοια, να πλέκουνε βελονάκι. Δεν το ξέρω. Εμένα δεν μου ’μαθε κανείς να πλέκω τέτοια πράγματα πάντως. Τώρα θα μου πεις δεν ήξερε κι η μαμά μου, πώς θα μου τα μάθει άμα δεν ξέρει; Λοιπόν. Όπως είπαμε πριν, είναι αρκετά τα αντικείμενα που έχουμε μαζέψει από την οικογένεια Σουγιουλτζόγλου, όταν αυτή πολύ βιαστικά έρχεται από τη Σμύρνη να εγκατασταθεί στην Αθήνα, λόγω των φοβερών γεγονότων στη Μικρασιατική Καταστροφή και στο κάψιμο της Σμύρνης. Μερικά από αυτά τα αντικείμενα, όπως σας είπα, έχουνε πάει στο Μέγαρο Μουσικής, στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», κάποια άλλα ήτανε πολύ προσωπικά αντικείμενα. Δε θα είχαν ιδιαίτερη αξία ενδεχομένως, ενώ για μας, για την οικογένεια, για μένα δηλαδή, έχουν πάρα πολύ μεγάλη αξία. Έτσι λοιπόν εδώ που κάθεστε, βλέπετε απέναντι ένα μεταξωτό μαντίλι το οποίο είναι, έχει κοφτό κέντημα, έτσι νομίζω το λέγανε, ένα μεταξωτό μαντίλι το οποίο το κράτησε η προγιαγιά Ελένη -αυτή δηλαδή που έρχεται από τη Σμύρνη με τη Μικρασιατική Καταστροφή στην Αθήνα- η γιαγιά η Ελένη όπως τη λέμε εμείς, στο γάμο της. Τότε συνήθιζαν καθώς κρατάγανε την ανθοδέσμη τους να έχουν κι ένα μαντίλι στα χέρια, το οποίο δεν ήταν το μαντίλι που φύσαγες τη μύτη σου φυσικά, αλλά ήταν ένα μαντίλι εξέχουσας σημασίας και πολύ καλής ποιότητας μεταξωτό και κεντημένο και δεν ξέρω τι. Αυτό το μαντίλι λοιπόν, το πήρε από τη γιαγιά Ελένη, τη γιαγιά της, η μαμά μου. Κι ως πρωτότοκη κόρη του Μιχάλη Σουγιούλ, το πήρε για να το κρατήσει στο δικό της γάμο και έμεινε στα χέρια της. Κάποια στιγμή, παρότι εγώ δεν είμαι η πρωτότοκη κόρη της Μαρίας Σουγιούλ, είμαι η δεύτερη, η μικρότερη, αλλά είμαι και αυτή που ψάχνει πάρα πολύ τα συρτάρια, έχει αυτή την τάση και ανακαλύπτει διάφορα πράγματα. Μέσα στα αντικείμενα που βρήκα μέσα στα συρτάρια, βρήκα κι αυτό το μαντίλι. Και το βούτηξα στην κυριολεξία και είπα: «Το οικειοποιούμαι, είναι δικό μου». Και έγινε δικό μου και το κράτησα και στον δικό μου τον γάμο, όταν παντρεύτηκα. Και βεβαίως έκτοτε έχει μπει σε μια μικρή προθήκη, γιατί ο χρόνος μετράει πάνω του και έχει αρχίσει και φθείρεται και δεν θα ’θελα καθόλου να χαλάσει τόσο[01:10:00], ώστε να μην μπορώ πια να το έχω ή να μην μπορώ να το βλέπω. Δίπλα ακριβώς, είναι πάλι ένα έργο τέχνης το οποίο είναι χειροποίητο. Είναι η ποδιά, η σαλιάρα, που φόραγε η μαμά μου, την οποία είχε κεντήσει, είχε πλέξει μάλλον με βελονάκι η γιαγιά η Ελένη. Η γιαγιά η Ελένη φαίνεται από τις διηγήσεις των ανθρώπων των δικών μου, ήτανε μια πάρα πολύ δυναμική γυναίκα, σαρωτική προσωπικότητα, η οποία όμως ποτέ δεν ξέχναγε τη θηλυκή της πλευρά ή την μητριαρχική της, αν θέλουμε να πούμε, εικόνα. Έτσι λοιπόν ήτανε μια καταπληκτική σύζυγος, μια καταπληκτική μάνα, αλλά παρόλα αυτά είχε και άποψη πάντα. Για το εμπόριο, για τις δουλειές, για τις σπουδές των παιδιών της, για το αν θα γίνει ένας δικηγόρος, ο άλλος αν θα γίνει δερματέμπορος. Πάντα λοιπόν είχε άποψη για όλα. Παρόλα αυτά λοιπόν αυτό το αριστούργημα που έχει φτιάξει για σαλιάρα της πρώτης εγγονής λοιπόν, η γιαγιά η Ελένη, της πρώτης της εγγονής, είναι όλο στο χέρι κεντημένο. Είναι κι αυτό βεβαίως σε μια προθήκη για να μην καταστραφεί. Και δείχνει, νομίζω, την ποιότητα των ανθρώπων αυτών, έτσι όπως ζούσαν, έτσι όπως μεγάλωναν και βίωναν την καθημερινότητά τους στη Σμύρνη. Ήταν πολύ δυναμική, πάρα πολύ δυναμική. Εξού και όλη αυτή η αντίδραση που είχε στο να γίνει ο μεγάλος γιος, ο πρώτος της, ο αγαπημένος, ο μεγάλος της γιος, να γίνει παιχνιδιάτορας, όπως τον έλεγε. Παιχνιδιάτορας. Όχι μουσικός. Κάποια στιγμή του είπε και υποτιμητικά ότι θα γίνεις και μουζικάντης. Πολύ υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί. Ότι: «Εγώ σε σπούδασα -ας πούμε- στην Ανωτάτη Εμπορική και θα γίνεις μουζικάντης; Τι πράγματα είναι αυτά;» Κανείς δεν είχε τολμήσει μέχρι εκείνη την στιγμή, σε αυτή την οικογένεια, να έχει άλλη πορεία εκτός από την τεχνοκρατική πορεία. Η ίδια ήταν από μεγαλοαστική οικογένεια και είχε συνηθίσει σε ένα άλλο στυλ, σε ένα άλλο περιβάλλον ζωής και καθημερινότητας. Αλλά ήρθε ο Μιχάλης ο Σουγιούλ και τα λείανε όλα αυτά και τα έφερε σε μια ισορροπία με την καθημερινότητα των νέων εποχών και της νέας τάξης πραγμάτων. Οπότε νομίζω λίγο τους, τους προσγείωσε.

E.K.:

Πώς εν τέλει κατάφερε και έκανε την προγιαγιά σας και τον προπάππου σας να αποδεχτούνε αυτή τη μουσική επιλογή του;

Δ.Σ.:

Νομίζω ότι ο μόνος λόγος που το αποδέχτηκαν, είδαν ότι πραγματικά έκαναν λάθος, οι ίδιοι, πρώτον γιατί ο ίδιος ήταν αμετάπειστος. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι άλλο. Το κατάλαβαν αυτό. Γιατί στην αρχή όλοι ως γονείς λέμε: «Θα πολεμήσω για να περάσω την δική μου την ιδέα και όχι να σεβαστώ την άποψη και τη θέληση του παιδιού μου». Έτσι λοιπόν έκαναν το δικό τους πόλεμο, ως οφείλουν, ως οφείλει ένας γονιός. Αλλά από κει και πέρα είδαν ότι ήταν αμετάπειστος ο Μιχάλης Σουγιούλ, είδαν όμως ότι από μήνα σε μήνα ο άνθρωπος αυτός με το ταλέντο του γινόταν ολοένα και περισσότερο δοξασμένος, ολοένα και περισσότερο γνωστός. Οπότε δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γυρίσει πίσω το ποτάμι. Ήταν δεδομένο. Κι έτσι με τη δόξα που σιγά σιγά άρχισε να έρχεται, και με τη φήμη πια, αποδέχτηκαν ένα γεγονός που στην αρχή τους είχε σοκάρει. Και σίγουρα βεβαίως, αγαπούσαν πάρα πολύ το παιδί τους, και δεν ήθελαν, από αγάπη έγινε κι αυτή η αντίδραση, αλλά από αγάπη κατάλαβαν ότι έπρεπε να αποδεχτούν τη δική του θέληση. Τη δική του ανάγκη. Και φυσικά ήτανε σαφές ότι είχε ταλέντο. Λοιπόν είχα μια, είχα συμμετάσχει σε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με τη χορωδία μου, από το Κολλέγιο Αθηνών. Εκεί θα συμπράτταμε μαζί με τον Γιώργο τον Νταλάρα και θα τραγουδούσαμε διάφορα τραγούδια μαζί στο Μέγαρο Μουσικής και όλα τα έσοδα αυτής της συναυλίας θα πήγαιναν υπέρ του ταμείου υποτροφιών του Κολεγίου Αθηνών. Περιμένοντας λοιπόν στα παρασκήνια, να βγω με τη χορωδία για να αρχίσει η εκδήλωση, να αρχίσει η συναυλία, συνάντησα τον ενορχηστρωτή εκείνης της εποχής και νομίζω και φίλο του Γιώργου Νταλάρα, τον Κώστα τον Γανωτή. Έναν εξαιρετικό μουσικό, πολύ σπουδαίο μουσικό. Έκανε τις ενορχηστρώσεις τότε των παρουσιάσεων και των τραγουδιών του Γιώργου Νταλάρα, και περίμενε στις κουΐντες, περίμενε στα παρασκήνια μαζί μου. Και με ρώτησε, μου λέει: «Έχεις κάποια συγγένεια με τον Μιχάλη Σουγιούλ;» Και του απαντάω: «Ήταν ο παππούς μου». Μου λέει: «Θέλω να σου πω, αλλά μάλλον το καταλαβαίνεις κι εσύ που είσαι μουσικός, ότι είχες έναν εξαιρετικά σπουδαίο παππού». Του λέω: «Γιατί το λέτε αυτό; Εγώ το ξέρω γιατί είναι ο δικός μου άνθρωπος και έχω κάθε δικαίωμα να το πιστεύω». «Γιατί εγώ μελετάω χρόνια τώρα τις παρτιτούρες των ενορχηστρώσεων του παππού σου και έχω εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που ένας άνθρωπος ο οποίος δεν είχε σπουδάσει ποτέ μουσική, δεν είχε κάνει ποτέ ενορχήστρωση, δεν είχε κάνει ποτέ σύνθεση. Συνθέτει και ενορχηστρώνει τα τραγούδια με έναν τρόπο, που πολλοί μιμήθηκαν -αλλά τελικά δεν το κατάφεραν- να γίνει κομμάτι τους ο τρόπος ενορχήστρωσης του Μιχάλη Σουγιούλ. Και ακόμα ψάχνω να βρω πώς συνδύαζε και πώς ενορχήστρωνε ο Μιχάλης Σουγιούλ, μελετώντας τις παρτιτούρες του». Αυτό, εντάξει προφανώς σε γεμίζει με περηφάνεια. Αλλά σε κάνει ως μουσικό να καταλάβεις τη μουσική αξία και υπεροχή ενός τέτοιου συνθέτη. Και ξαναλέω, για να μην φανεί υπερφίαλο αυτό. Δεν είναι ο Μιχάλης ο Σουγιούλ μόνο. Γιατί αυτοδίδακτος, ήταν και ο Μάνος Χατζηδάκις. Και ποτέ κανείς, στο πέρασμα των χρόνων, αλλά και ποτέ κανείς στο πέρασμα των επόμενων δεκαετιών, χρόνων, αιώνων, δεν ξέρω τι. Δεν θα καταφέρει ποτέ να μιμηθεί, αυτό το εξαιρετικά δικό του στυλ στις ενορχηστρώσεις και στον τρόπο που μπέρδευε, εντός εισαγωγικών, τα μουσικά όργανα, τις φωνές, τις ιδιαίτερες μελωδίες που από μακριά τις ακούς και λες: «Χατζηδάκις!» Έτσι. Κι ήταν αυτοδίδακτος, δεν τελείωσε ποτέ μουσική. Αυτό σημαίνει λοιπόν ταλέντο. Αυτό σημαίνει ταλέντο. Έτσι. Και βεβαίως δεν αναιρεί τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έκανε καταπληκτικές μουσικές σπουδές, εντός και εκτός Ελλάδας. Και γράφει αριστουργήματα. Μουσικά αριστουργήματα όπως είναι το Άξιον Εστί, το Canto General που είναι έπη. Μουσικά έπη. Θέλω να πω αυτό λοιπόν. Το ταλέντο. Το ταλέντο υπάρχει και ξεχειλίζει και κανένας δεν μπορεί να το σταματήσει. Κανένας. Απολύτως.

E.K.:

Είναι συγκινητικό. Αυτό θα πω. Νομίζω τα καλύψαμε όλα-

Δ.Σ.:

Είπαμε αρκετά.

E.K.:

Δεν ξέρω αν είναι κάτι άλλο που θεωρείτε;

Δ.Σ.:

Είπαμε πολλά.

E.K.:

Και για τα βιβλία.

Δ.Σ.:

Είπαμε.

E.K.:

Α! Δεν μου είπατε πόσα βιβλία έχετε γράψει. Είναι το πρώτο σας αυτό;

Δ.Σ.:

Όχι.

E.K.:

Όχι φαντάζομαι.

Δ.Σ.:

Είναι πολλά. Είναι πολλά. Είναι πολλά τα βιβλία που έχω γράψει. Πάντα όλα τα βιβλία που έχω γράψει έχουν ένα μουσικό στοιχείο ή ένα στοιχείο που έχει να κάνει με την τέχνη. Γιατί δεν μπορώ να απαρνηθώ κι εγώ τη δική μου ταυτότητα. Είναι πολύ, έτσι, σαφές αυτό. Το τελευταίο είναι ο Παππούς μου ο Γίγαντας που κυκλοφορεί. Με αφορμή λοιπόν τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, περνάμε στις επόμενες γενιές, αυτή τη μεγαλοσύνη, αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη.

E.K.:

Τέλεια. Και πώς ακριβώς διαδραματίζεται η ιστορία-

Δ.Σ.:

Η ιστορία;

E.K.:

Του βιβλίου;

Δ.Σ.:

Η ιστορία. Η ιστορία καταρχήν είναι παραμύθι. Λέω ότι είναι παραμύθι. Αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είναι ένα αληθινό παραμύθι, αν μπορεί κανείς να κάνει αυτή τη λεκτική υπέρβαση, είναι ένα αληθινό παραμύθι. Γιατί; Γιατί βασίζεται σε γεγονότα και σε αφηγήσεις του ίδιου του Μίκη του Θεοδωράκη, τα οποία τα παίρνω από συνεντεύξεις, από βιβλία, από διηγήσεις, αφηγήσεις δικές του και τα λοιπά. Και τα πλέκω σε έναν μύθο. Το κουβάρι λοιπόν ξετυλίγεται όταν ο εγγονός του ο Μίκης, ο οποίος είναι λίγο ατίθασος αλλά και πολύ θαρραλέος, το σκάει νύχτα από το σπίτι για να πάει να βρει το δέντρο στο οποίο πηγαίνανε βόλτα με τον παππού του. Στη διαδρομή λοιπόν καθώς τρέχει μέσα στην νύχτα, μέσα στο δάσος για να βρει το δέντρο αυτό, αρχίζει και νοσταλγεί ή αναπολεί στιγμές από τον παππού του. Μας μιλάει λοιπόν για έναν γίγαντα παππού, έναν τεράστιο παππού, που έχει τόσο μεγάλα πόδια, ο οποίος ταξιδεύει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Πότε βρίσκεται στη Ζάτουνα, πότε βρίσκεται στη Ακρόπολη, από κάτω στο σπίτι του χαζεύοντας τη σημαία στην Ακρόπολη, πότε βρίσκεται στο Παρίσι, πότε βρίσκεται εξορία σε διάφορα νησιά, στον Άη Στράτη και πάντα όμως η αφετηρία του είναι η Ακρόπολη. Αυτό που αγαπούσε πάρα πολύ, να χαζεύει την Ακρόπολη. Επίσης θυμάται ότι ο παππούς του ο Μίκης ξεκίνησε να γράφει κάτω από ένα δέντρο. Αυτό το δέντρο που πάει να βρει ο πιτσιρικάς την πρώτη του μελωδία. Γι’ αυτό και την ονόμασε, το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη λέγεται το Δέντρο, γράφτηκε κάτω από ένα δέντρο που φύτεψε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης με τα χέρια του. Παίζοντας βιολί λοιπόν γράφει αυτό το τραγούδι. Θυμάται επίσης τη στιγμή που ο παππούς του τον βούταγε τον πιτσιρικά μαζί με τους θείους, μαζί με την μαμά του, τον μπαμπά του και πηγαίνανε κάτω από αυτό το δέντρο με έναν φωνογράφο που του είχε φέρει, του Μίκη Θεοδωράκη, ο θείος του ο Περικλής από την Αίγυπτο, απ’ την Αλεξάνδρεια. Και εκεί ο Μίκης Θεοδωράκης πί[01:20:00]στευε ότι γυρνώντας τη μανιβέλα αυτού του φωνογράφου, επειδή αυτός γύρναγε τη μανιβέλα αριστοτεχνικά, έτσι έβγαιναν ωραίες μελωδίες και χόρευαν οι άλλοι γύρω του. Το πίστευε πραγματικά. Επίσης κάθονταν στο δέντρο αυτό και μίλαγαν για τα αστέρια, μίλαγαν για τους γαλαξίες, για τους τσακωμούς εκεί πάνω στον ουρανό. Και κάποια στιγμή καθώς τα αναπολεί όλα αυτά, αντικρίζει και μια τεράστια καρέκλα με πολύ ισχυρά δυνατά πόδια. Που είναι η καρέκλα του τύραννου. Η καρέκλα του τύραννου που την ζήσαμε και εμείς, όταν στην Ελλάδα είχαμε 7ετία. Είχαμε χούντα. Αλλά είναι τόσο δυνατός και τόσο σπουδαίος ο γίγαντας αυτός παππούς, που δίνει μια, γκρεμίζει την καρέκλα αυτή και τελικά μέσα σε μια νυχτιά, στο περβάζι του παραθύρου, έρχεται και στέκεται ένα χελιδόνι. Μέσα σε μια νυχτιά λοιπόν, φέραν την άνοιξη. Φτάνει λοιπόν στο δέντρο ο εγγονός κι εκεί συναντάει όλους τους φίλους του Μίκη. Συναντάει τη Μελίνα, συναντάει το Μάνο, συναντάει τον Γιάννη Ρίτσο, συναντάει πάρα πολλούς ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή, απ’ το έργο του και τον σημάδεψαν. Οι οποίοι έχουν αρχίσει και δίνουν ο ένας στον άλλον τα χέρια, παρότι δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, και φτιάχνουν μια ανθρώπινα αλυσίδα που εκεί, κλείνει αυτή η ανθρώπινη αλυσίδα το δέντρο του παππού. Που είναι το δέντρο της καλοσύνης. Κι αμέσως αυτό το δέντρο της καλοσύνης δίνει καρπούς. Καρπούς όμως που δεν θα μαραθούν ποτέ. Είναι ένας καρπός για την φιλία, άλλος καρπός για την αγάπη, για την δικαιοσύνη, για την ελευθερία, για την ισοτιμία, για τη δικαιοσύνη. Καρποί που μέχρι σήμερα μας συντροφεύουν και πιστεύω ότι σ’ αυτή τη χώρα τους ανθρώπους της, θα τους συντροφεύουν πάντα. Και εκεί έρχεται λοιπόν κι ο παππούς που πια δε υπάρχει, αλλά έρχεται ως πνεύμα, και ψιθυρίζει στο αυτί του εγγονού του, ότι: «Τελικά είχες δίκιο. Δεν είμαι μόνος μου. Αλλά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που θα τους απλώνεις εσύ το χέρι, αλλά θα απλώνουν κι αυτοί το δικό τους για να προχωράτε μπροστά». Και εκεί κλείνει το βιβλίο. Παίρνοντας ο γίγαντας παππούς από το χέρι τον εγγονό του, τον Μίκη, γιατί είναι πάρα πολύ αργά και θα έχουνε ανησυχήσει στο σπίτι. Και επιστρέφουν στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη. Του μικρού και του μεγάλου.

E.K.:

Πολύ ωραία ιστορία. Και βλέπω εδώ στο δέντρο είναι και η Μούσχουρη.

Δ.Σ.:

Είναι η Μούσχουρη, είναι η-

E.K.:

Ο Ελύτης.

Δ.Σ.:

Μελίνα, είναι ο Ελύτης.

E.K.:

Ο Χατζηδάκις.

Δ.Σ.:

Είναι ο Χατζηδάκις, είναι η Μαρία η Φαραντούρη. Είναι οι ξένοι φίλοι του που τον αγάπησαν πάρα πολύ στο εξωτερικό και του εμπιστεύτηκαν επίσης τα έργα τους, τα λογοτεχνικά τους έργα. Είναι άνθρωποι οι οποίοι τελικά, τον αγάπησαν πολύ και τον ακολούθησαν. Είχε μια, ας πούμε τάση, από ότι θυμάμαι και διάβαζα στις συνεντεύξεις του, να πιστεύει ότι είναι μόνος του. Γιατί δεν του έρχονταν όπως τα φανταζόταν τα πράγματα. Εκείνος τα φανταζότανε διαφορετικά. Δεν του έβγαιναν πάντα. Δεν πειράζει. Έτσι συμβαίνει. Έχουμε επιτυχίες, έχουμε αποτυχίες, αλλά κι από τις αποτυχίες μας μαθαίνουμε πάρα πολλά. Νόμιζε λοιπόν κάποιες στιγμές ότι ήταν μόνος του. Αλλά τελικά. Μέχρι τα 96 του χρόνια που έζησε και ήταν εν ζωή, κατάλαβε ότι δεν ήταν καθόλου μόνος. Φαίνεται. Όλοι τον ακολουθούμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Είτε με τις κοινωνικοπολιτικές τάσεις που αναπτύσσουμε ως άνθρωποι, είτε με τις μουσικές τάσεις και ταυτότητες που φτιάχνουμε, είμαστε και δίπλα του.

Δ.Σ.:

Και το καταπληκτικό που δεν σας είπα, τώρα θέλω να το πω, είναι το εξής. Κάποια στιγμή, εγώ είχα ένα από τα όρθια πιάνα που είχε ο Μιχάλης Σουγιούλ, όμως δεν χώραγε το σπίτι μου πάρα πολλά πιάνα. Ήδη έχω δυο, ήταν το τρίτο, θέλω κάτι να το κάνω λοιπόν αυτό το πιάνο. Και λέω θα το δωρίσω πάλι στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο Μουσικής και δωρίζω το πιάνο του παππού μου, το πιάνο του Μιχάλη Σουγιούλ. Ένα καταπληκτικό πιάνο, το οποίο είναι πιάνο 120 ετών και παίζει σαν να φτιάχτηκε τώρα. Το πάω λοιπόν το πιάνο εκεί και μου λέει η διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης: «Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, το βάζουμε». Και το βάζουν δίπλα στο πιάνο που μόλις είχε δωρίσει η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο το είχε στο γραφείο του εκεί στο σπίτι του και έπαιζε και συνέθετε τις μελωδίες του. Και ήτανε ξαφνικά για δεύτερη φορά, είδατε τελικά, ήταν η δεύτερη φορά που συναντιόντουσαν με έναν τρόπο ο Μιχάλης Σουγιούλ κι ο Μίκης Θεοδωράκης, έχοντας τα πιάνα τους δίπλα δίπλα. Και το μεν πιάνο του Μιχάλη Σουγιούλ που βρίσκεται εκεί στο Μέγαρο Μουσικής στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», είναι προς χρήση. Δηλαδή πηγαίνουν παιδιά και μελετούν εκεί. Και η χαρά μου είναι τεράστια. Και θα ήτανε και του παππού μου η χαρά τεράστια, να ξέρει ότι στο πιάνο που συνέθεσε το άστα τα μαλλάκια σου, το τελευταίο τραμ, το ας ερχόσουν για λίγο, το ο μήνας έχει εννιά, ότι παίζουν μικρά παιδάκια σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, και μελετούν εκεί. Μπορεί να παίζουν και μουσική, δεν ξέρω. Αλλά εγώ έτυχε να με πάρουν τηλέφωνο από το Μέγαρο Μουσικής και να μου πουν: «Είναι παιδάκια εδώ και κάνουν πρόβα και μελετούν στο πιάνο του παππού σου». Ακριβώς δίπλα είναι του Μίκη Θεοδωράκης, όπου εκεί κάθισα εγώ να παίξω πιάνο. Γιατί είχα παίξει πολλές φορές στου Μιχάλη Σουγιούλ και πραγματικά δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να καταλάβει, αλλά νιώθεις μια ενέργεια. Η ενέργεια προφανώς αυτή, δεν έρχεται μόνο απ’ το ίδιο το πιάνο, έρχεται κι από την ψυχή σου που έχει την τάση να το θέλει, να τη ζήσει αυτή την ενέργεια και να την έχει. Και ήτανε πραγματικά μια πάρα πολύ ωραία συνεύρεση, ξανά λοιπόν, των δύο αυτών συνθετών. Και έτσι πολύ συγκινητική στιγμή. Πολύ τρυφερή και πολύ συγκινητική στιγμή.

E.K.:

Πολύ ωραίο. Και κρύβονται και οι συνθέτες του αύριο, εκεί-

Δ.Σ.:

Ευτυχώς!

E.K.:

Σε αυτή τη νέα-

Δ.Σ.:

Ευτυχώς!

E.K.:

Φουρνιά παιδιών.

Δ.Σ.:

Κάτι, κάτι θα γίνει. Να πάει λοιπόν κανείς, να επισκεφθεί στο Μέγαρο Μουσικής τα ιστορικά αρχεία και του Μιχάλη Σουγιούλ και του Μίκη Θεοδωράκη και να ζητήσει να παίξει, και στο πιάνο του ενός και στο πιάνο του άλλου. Γιατί οι άνθρωποι εκεί που είναι πολύ φιλόξενοι κι έχουν κάνει τεράστιο έργο. Όχι μόνο με αυτά, αυτό το υλικό, και με πολλών άλλων μουσουργών, συνθετών, μουσικών καλλιτεχνών, να ζητήσουν να παίξουν τα παιδιά εκεί. Θα τους δεχτούν με πάρα πολύ μεγάλη αγάπη.

E.K.:

Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ!

Δ.Σ.:

Ε, είπαμε πολλά! Νομίζω αυτά πια θα καλύψουν ένα ευρύ φάσμα.

E.K.:

Έχουμε, είναι το αρχείο πολύ λεπτομερές. Ωραία.