© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Εκφραζόμουνα. Αυτό που είχα μέσα μου, το 'βγαζα»: Το τραγούδι ως έκφραση χαράς, θρήνου και τσακώνικης ταυτότητας
Κωδικός Ιστορίας
12029
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Τρισεύγενη Λυτρίβη (Τ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/06/2020
Ερευνητής/τρια
Μαριτίνα Βλαχάκη (Μ.Β.)
[00:00:00]Καλησπέρα! Πείτε μας το όνομά σας.
Λέγομαι Τρισεύγενη Λυτρίβη και είμαι από τον Πραστό Κυνουρίας, Αρκαδίας. Γεννήθηκα το 1951, στον Πραστό Κυνουρίας και μέχρι τα 10 μου χρόνια, τα παιδικά μου χρόνια ήτανε σχετικά καλά.
Να πω και την ημερομηνία, όμως.
Ναι.
Λοιπόν, είναι Σάββατο 27 Ιουνίου, είμαι εδώ με την κυρία Τρισεύγενη Λυτρίβη στο Κορακοβούνι. Εγώ ονομάζομαι Βλαχάκη Μαριτίνα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Μας λέγατε για τα παιδικά σας χρόνια μέχρι 10 χρονών.
Ναι.
Για συνεχίστε.
Μέχρι 10 ήτανε καλά, σχετικά καλά. Στα 11 μου χρόνια χάνω τον πατέρα μου και ήτανε όλα, ήρθαν τα πάνω κάτω, πολύ δύσκολα για μένα. Γιατί ήμουνα υποχρεωμένη να μεγαλώσω, ξαφνικά έτσι να αλλάξει η ζωή μου πάρα πολύ και πάρα πολύ δύσκολα, γιατί ήμουν αναγκασμένη να βοηθάω τη μάνα μου σε όλες τις δουλειές, για να μην είναι μόνη της να παλεύει για να μας μεγαλώσει. Η αδερφή μου ήτανε τρία χρόνια μικρότερη, πολύ μικρή για να μπορέσει και αυτή να προσφέρει κάτι στο σπίτι. Εγώ την τελευταία χρονιά που πήγα στο σχολείο, στην έκτη τάξη, μόλις βγήκα απ’ το σχολείο αναγκάστηκα, ήτανε Οκτώβρης μήνας και έπρεπε να σπείρουμε τα χωράφια. Και αναγκάστηκα -ενώ ήμουνα πολύ μικρή και αδύναμη- αναγκάστηκα να οργώνω με το ζευγάρι, με το αλέτρι που ήτανε μία πολύ δύσκολη δουλειά για μένα, γιατί δεν είχα δύναμη, μυϊκή δύναμη, ήμουν αδύναμη. Γιατί ήμουνα μικρή. Και κουραζόμουνα πάρα πολύ για να οργώσω το χωράφι, αλλά έπρεπε να το κάνω, για να μπορέσουμε να κάνουμε το σιτάρι, να περάσουμε τη χρονιά. Γιατί το σιτάρι μόνο αν σπέρναμε θα είχαμε στο σπίτι. Διαφορετικά, δεν μπορούσαμε να το αγοράσουμε εκείνη την εποχή. Μόλις έγινε το σιτάρι τον Ιούνιο μήνα, το θερίσαμε μέσα στον ήλιο, μέσα στη ζέστη, μετά το αλωνίσαμε, πήραμε τον καρπό τον πήγαμε στο σπίτι, τον εβάλαμε σε μεγάλες «σεντούκες», έτσι τις λέγαμε, και από ‘κει έπαιρνε η μάνα μου, το κοσκίνιζε, το έβαζε σε σακιά και το πήγαινε στο νερόμυλο ή στο κυλιντρόμυλο. Αν το θέλαμε άσπρο, το πήγαινε στον κυλιντρόμυλο, αν το θέλαμε ολικής αλέσεως, το πήγαινε στον νερόμυλο και γινότανε ένα πολύ ωραίο ψωμί. Όταν θέλαμε για να ζυμώσουμε, εφόσον το ‘χαμε κάνει αλεύρι, από την πρώτη μέρα, πιάναμε το προζύμι, εγινόταν το προζύμι και το πρωί σηκωνόμασταν, με σήκωνε η μάνα μου από τις 03:00 η ώρα το πρωί, γιατί χρειαζότανε δύο ώρες τουλάχιστον για να γίνει το ψωμί και ζυμώναμε, το αφήναμε να γίνει, ανάβαμε το φούρνο, ρίχναμε το ψωμί στον φούρνο και εμοσκομύριζε η γειτονιά. Και όποια γειτόνισσα εζύμωνε, ήτανε πολύ διαφορετικό τα ψωμί απ’ ό,τι σήμερα. Γιατί την εποχή εκείνη ήτανε τα σιτάρια καλά, τα χωράφια, δεν ξέρω τι ήταν αυτό, πάντως ήταν πάρα πολύ ωραίο το ψωμί. Ήτανε καταπληκτικό και αυτό που θυμάμαι ήτανε το ψωμί. Μου ‘χει μείνει μέχρι τώρα που είμαι 69 ετών. Μου ‘χει μείνει αυτή η μυρωδιά, αυτό το ωραίο το ψωμί. Όταν εγώ επήγαινα στο σχολείο, επειδή είμαστε από ορεινό χωριό και εκατεβαίναμε τον χειμώνα από τον Μάρτη μήνα, από του Ευαγγελισμού, πηγαίναμε στον Πραστό και μέχρι τον Ιούνιο, ετελειώναμε την τάξη στον Πραστό. Όμως, από τις 10 Οκτωβρίου και μετά, κατεβαίναμε στον Αγιαντρέα. Στον Αγιαντρέα που κατεβαίναμε τα άλλα παιδιά μας θεωρούσανε κατώτερα, γιατί δεν είχαμε τα κατάλληλα ρούχα, γιατί μας λέγανε «βλαχάκια», «τσούκια», έτσι μας γράφανε στους τοίχους. Εγώ, όμως, είχα την τύχη να μένω στη γειτονιά που ήτανε όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου από τον Αγιαντρέα και δεν με ξεχωρίζανε και πολύ. Τα άλλα κορίτσια, λες και είχαμε αρρώστια, δηλαδή, μας ξεχωρίζανε. Στο διάλειμμα δεν σμίγαμε, καθόλου. Και εγώ ήμουνα ανάμεσα στα παιδιά του χωριού μου και στα άλλα παιδιά. Δεν ήξερα πού να πάω να παίξω. Από τη μία μου λέγανε ότι: «Εσύ πας με τα Αγιαντριτάκια» -έτσι τ’ αποκαλούσαμε- και από την άλλη μου λέγανε τα άλλα ότι: «Πας με τα Πραστιωτάκια». Δεν ήξερα πού να πάω. Ε, αυτά όλα ήτανε για μένα πολύ δύσκολα. Και όπως είχα χάσει και τον πατέρα μου, αλλά ξέχασα να σας πω, ότι όταν έχασα τον πατέρα μου, ήταν το έθιμο τέτοιο, που αναγκαστήκαμε να φοράμε κατάμαυρα και δεν ήταν μόνο τα μαύρα που φοράγαμε, ήτανε τα μαντήλια, τα μεγάλα μαντήλια, όχι μικρά η κορδέλα. Ήτανε που τα δέναμε στον λαιμό και επειδή ήμασταν μικρά παιδιά φτάνανε κάτω-κάτω. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ που οι δασκάλες στεναχωριόντουσταν που μας βλέπανε δυο παιδάκια με μαύρα ρούχα και με μακριά μαντήλια. Τα φορέσαμε όλο τον χειμώνα και όταν επήρε η άνοιξη και η ζέστη, φωνάζαν οι δασκάλες και ευτυχώς, η μάνα μας μάς τα έβγαλε, γιατί τα είχαμε συνηθίσει στο τέλος. Στην αρχή ήτανε πολύ δύσκολο για μας να πάμε με ένα μαντήλι μακρύ και με μαύρα ρούχα στο σχολείο, να είμαστε σαν τη μύγα μες το γάλα με τα άλλα παιδιά, αλλά μετά δεν θέλαμε και να τα βγάλουμε, γιατί τα συνηθίσαμε πια. Μας φαινότανε ότι κάτι μας έλειπε από πάνω μας. Και αυτά ήτανε η παιδική ηλικία.
Αργότερα, περάσανε, έγινα 17 χρονών και η μάνα μου για να φύγει από την ευθύνη, γιατί ήτανε φτωχιά, με τα πρώτα προξενιά που της κάνανε -γιατί έτσι γινότανε τότε- ήθελε να με αποκαταστήσει, για να φύγει, γιατί ήτανε φτωχιά και σου λέει άμα μεγαλώσαν, δεν θα μπορεί να με παντρέψει, θα είναι δύσκολα τα πράγματα.
Πείτε μας και πώς γίνονταν τα προξενιά τότε.
Θα σου πω. Ναι, αλλά δεν ήτανε, όμως, εκείνη την εποχή και σε όλες τις περιπτώσεις να είναι με προξενιά. Ήτανε και με συμπάθιο. Εγώ μόλις μου ξέφυγε η κουβέντα και είπα στη μάνα μου: «Απ’ όλους που μου λες, αυτός μ’ αρέσει», αυτό ήτανε όλο-όλο. «Αμ δεν θα σ’ αφήσω εγώ! Το είπες, κάτι τρέχει! Δεν θα σ’ αφήσω εγώ να με κουβεντιάζει ο κόσμος. Για να τα πεις, αφού είναι και από άλλο χωριό, κάτι έχεις εσύ», μου ‘κανε. Εγώ της έλεγα: «Δεν έχω τίποτα» και με την κουβέντα που είπα, δεν με έδωσε η μάνα μου με το ζόρι, δεν το ‘κανε το προξενιό με το ζόρι, αλλά επειδή το είχα πει εγώ, το είχα διαλέξει από τους άλλους που μου φέρνανε, η μάνα μου σου λέει: «Aφού το θέλει, θα το προχωρήσω». Και έστειλε κάποιον συγγενή της και πιάνει τον άντρα μου και του το λέει και ο άντρας μου χωρίς, ήξερε ότι ο πατέρας του και η μάνα του ήθελαν, αλλά παίρνει έναν ξάδερφό του που ήταν ίδια ηλικία και ήρθαν στο σπίτι. Και στο σπίτι που ήρθανε εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα ‘ρθει μόλις είχα πάει να αντικαταστήσω τη μάνα μου σε μια δουλειά, σε σφαγείο που ήτανε, γιατί ήθελε να κάνει κάποια άλλη δουλειά στο σπίτι και είχα πάει εγώ λίγες ώρες να κάνω τη δουλειά που έκανε η μάνα μου. Στο μεροκάματο. Και όταν πήγα στο σπίτι έτσι με λερωμένα ρούχα κι έτσι, άκουσα στο πάνω μας σπίτι ότι γινότανε μία κουβέντα. Και ρωτάω την αδερφή μου, που ήτανε 14 χρονών τότε, της λέω: «Tι γίνεται;». Mου λέει: «Ήρθε ο τάδε, αφού είπες ότι σ’ αρέσει, ήρθε και είναι επάνω και μιλάει με τη μάνα», με τη μάνα μας. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή τρελάθηκα, λέω: «Τι γίνεται, μια κουβέντα είπα ότι, αφού μου λες για άλλους, ε εντάξει αυτόν θα ήθελα. Και τώρα μου λες ότι είναι πάνω;» της λέω της αδερφής μου. Και τι κάνω εγώ; Αφού άκουσα ότι μιλάγανε, ανεβαίνω επάνω σε ένα μπαούλο που ήτανε κάτω στο κάτω σπίτι και ήτανε χαμηλοντάβανο και άκουγα τι λέγανε πάνω. Και για μια στιγμή λέει ο άντρας μου: «Δεν της λες», της λέει της μάνας μου, «να ‘ρθει πάνω; Να την ρωτήσουμε και αν με θέλει και όλα να συζητήσουμε;». «Θα της πω, αλλά θα ντρέπεται, δεν θα ‘ρθει», λέει η μάνα μου. «Θα πάω εγώ να τη φέρω», λέει ο άντρας μου. Εγώ ακούγοντας το πάει να με φέρει, τρέχω να πάω δίπλα σε ένα οικόπεδο που είχαμε μέσα κότες, κατσίκες, τέτοια, να κρυφτώ. Σκεφτείτε εκείνη την εποχή τι γινότανε! Αλλά αυτός κατέβηκε κάτω, αλλά δεν με βρήκε! Η αδερφή μου δεν μαρτύρησε τίποτα και μετά έμεινε για λίγο καιρό έτσι η κουβέντα. Μετά από καμιά βδομάδα έφυγε η μάνα μου να πάει στον Πραστό, στο χωριό μας το ορεινό, αυτό, το καλοκαιρινό μας χωριό. Και ο άντρας μου μαθαίνει ότι η μάνα μου έφυγε και έρχεται και πηδάει στη μάντρα, αλλά είχαμε ένα σκύλο και γάβγιζε και ήθελε να με δει. Αφού του είχα φύγει και είχα κρυφτεί, ήθελε να με βρει, γιατί επέμενε πολύ! Και με αυτά που σας λέω, θέλω να σας πω πώς ήτανε τότε η ζωή. Πώς ντρεπόμαστε, πώς ήταν τα πράγματα δύσκολα. Δεν είναι όπως τώρα με τα τηλέφωνα, με τις συγκεντρώσεις που κάνουν οι νέοι στα μπαράκια και παντού που πάνε μαζί και βρίσκονται. Εμείς ήτανε δύσκολο. Και να σας πω και κάτι άλλο, όταν οι νεαροί στο χωριό μου -ήτανε και πολύ ζωηροί- όταν θέλανε να δούνε μια κοπέλα, δεν μπορούσανε να τη δούνε. Ή στον δρόμο έπρεπε να στήνανε καρτέρι για να πάμε ή στην εκκλησία ή στο μαγαζί να ψωνίσουμε, για να μας δούνε στον δρόμο. Και αυτά τα[00:10:00] μονοπάτια που υπήρχανε στο χωριό μου, ήτανε με δέντρα πολλά και στενάκια που δεν φαινόντουσταν από τα σπίτια και έπρεπε… έτρεμε η καρδιά μου για να περάσω, μην την έχει στημένη κανείς εκεί πέρα και ντροπιαστώ. Όσο να πάω στο μαγαζί έτρεμα. Και οι νεαροί τότε -είχαμε ένα κάστρο στον Πραστό, όπως ήτανε παλαιό το χωριό και αυτά- μπαίναν στο κάστρο, είχανε κάτι κιάλια και κοιτάζανε στα σπίτια όπου υπήρχε κοπέλα, για να δούνε τι κάνει. Και συγκεκριμένα μια φορά ένας είχε χαλάσει ένα χάλασμα για να βλέπει τα κορίτσια που είχαμε μαζευτεί. Παλιό σπίτι, Λενιδιώτικο, που το ‘χε κάψει ο Ιμπραήμ, το είχανε χαλάσει, γιατί τους εμπόδιζε να δούνε στα σπίτια. Και είχαμε μαζευτεί σε κάποιο σπίτι κορίτσια και καθόμαστε και για να μας δούνε, χαλάσαν το χάλασμα. Και μετά είχε μείνει: «Να, ο τάδε χάλασε το χάλασμα για να δει». Σκεφτείτε πόσο διαφορά είχε τότε με τώρα, που είναι τα πράγματα πιο εύκολα, που μπορεί και μια κοπέλα να έχει και μία σχέση και δύο και τρεις και πέντε. Τότε άμα δεν πετύχαινες την πρώτη, μαύρα σου πουλιά! Εκεί θα ‘μενες στο ράφι για χρόνια!
Πείτε μας, περιγράψτε μας τη ζωή στο χωριό τότε που θυμάστε, στον Πραστό που ήσασταν μικρή.
Περιμέναμε με μεγάλη αγωνία, ερχόμαστε -μόλις τελειώναμε το θέρος, τον Ιούνιο και τα αλώνια τον Ιούλιο- ερχόμαστε στον Αγιαντρέα, παίρναμε ύφασμα, γιατί τότε δεν τα παίρναμε έτοιμα. Ήτανε 2-3 μοδίστρες και ράβαμε ρούχα για να πάμε στα τρία πανηγύρια που είχαμε. Κείνα τα τρία πανηγύρια, μπορώ να σας πω, ήτανε γυναικοπάζαρα. Εκεί βλέπονταν οι νέοι, εκεί γινότανε, εκεί είχαμε τη χαρά να βγούμε. Τον άλλο καιρό δεν μπορούσαμε να βγούμε ούτε βλέπαμε κανέναν ούτε τίποτα. Μόνο σε αυτά τα τρία πανηγύρια. Ήτανε τα Αγιο-Λιώς, της Παναγίας και των Ταξιαρχών που είναι τον Νοέμβρη, αλλά εμείς, επειδή ήταν ορεινό το χωριό μας και θα φεύγαμε, το κάναμε 6 Σεπτεμβρίου, για να μπορεί να είναι ο κόσμος εκεί για να γίνει μεγάλο πανηγύρι, να μαζευτεί κόσμος και για την εκκλησία μας, για το χωριό μας, για όλα που ήτανε. Ερχόντουσταν από πολλά μέρη, γιατί κάναμε πάρα-πάρα πολύ καλό πανηγύρι, σαν ορεινοί που είμαστε, κράταγε δύο μέρες, που γλεντάγανε μέχρι το πρωί. Και αυτό το περιμέναμε πάρα πολύ. Όλα τα κορίτσια κοιτάζαμε να πάμε να ραφτούμε, για να ‘χουμε το φόρεμα που έπρεπε. Έπρεπε, όμως, να είχαμε άλλο του Αγιο-Λιώς, άλλο της Παναγίας. Εγώ όμως, επειδή είχε πεθάνει ο πατέρα μου κι αυτά, είχα το πιο φτωχό ντύσιμο και ήτανε οι άλλες, τα ράβανε με καλά υφάσματα, πιο καλά, ήτανε και πιο μεγάλες από μένα, γιατί εγώ στα 17 παντρεύτηκα. Τότε που σας λέω, θα ‘μουνα 14-15. Ήμουνα μικρή. Και έπαιρνα το πιο φθηνό, το «τσιτάκι» που λέγαμε, αλλά επειδή ήμουνα χαριτωμένο σαν μικρό παιδάκι, μου πήγαινε πολύ. Και λέγαν τα άλλα κορίτσια, οι φίλες μου οι εικοσάρες, δεκαοχτάρες, εικοσιπεντάρες: «Τι το θέλουμε κι αν πάμε εμείς» -και αυτό που σας λέω είναι αλήθεια, είναι γεγονός- «κι αν πάμε και ράβουμε και καθόμαστε, ταλαιπωριόμαστε να πάμε στον Αγιαντρέα να ράψουμε; Aυτή φοράει το τσιτάκι και τα αγόρια αυτή κοιτάνε!», λέγανε. Στην πλάκα, έτσι. Και… αλλά εγώ, όμως, δεν κοίταγα να δω - γιατί ήμουνα και μικρή- ποιος θα… επειδή είχα μια μανία με τη μουσική, κοίταζα όταν φέρναν ορχήστρες και καλές τότε εκείνη την εποχή, τις καλύτερες δημοτικές ορχήστρες, κοίταζα να πάρω τα τραγούδια, αυτά που λέγανε, αυτά που είχανε σουξέ και τα λέγανε στην εποχή, να μπορέσω να τα μάθω. Γιατί δεν είχα άλλο τρόπο να τα μάθω, δεν είχαμε πικάπ, δεν είχαμε ραδιόφωνο, δεν είχαμε τίποτα. Και με αυτόν τον τρόπο τα μάθαινα. Και μου λέγαν την άλλη μέρα: «Eσύ μικρό, είδες κάνα αγόρι που να σ’ αρέσει;». «Δεν είδα τίποτα, καθίστε να σας πω τα τραγούδια». Και μόλις τα ‘λεγα τα τραγούδια, τρελαινόντουσαν: «Κοίτα», λέγανε, «κοίτα το μικρό που έμαθε τα τραγούδια και θα μας τα λέει και θα μας τα τραγουδάει». Και θυμάμαι συγκεκριμένα αυτά που τους έλεγα: Νιώθω για μένα υποφέρεις, κλαις, φταίω πως εμένα… Ήταν ένα πολύ ωραίο, χαριτωμένο τραγουδάκι και το ‘λεγε κάποιος και είχα τρελαθεί εγώ να τα’ ακούω και το Πουκάμισό μου μαύρο, το θυμάμαι εκείνη την εποχή που μου ‘χε κολλήσει. Και της το ‘λεγα στις άλλες και πιάναν το χορό και το χορεύανε. Τους το ‘λεγα με τον ρυθμό που το είχα ακούσει.
Θέλετε να μας το τραγουδήσετε κιόλας; Το θυμάστε;
To πουκάμισό μου μαύρο, το ‘βαψα και το φορώ Το ‘χα τάμα να το βάψω, μ’ έκαψες τόσο καιρό Με τα ψέματα κυρά μου, μου ‘χεις πάρει τα μυαλά Φύγε τώρα από μένα, φύγε δε σε θέλω πια Το πουκάμισό μου μαύρο, το ‘βαψα από χαρά Το ‘βαψα για να γλιτώσω, απ’ τη δική σου αγκαλιά Με τα ψέματα κυρά μου, μου ‘χεις πάρει τα μυαλά Φύγε τώρα από μένα, φύγε δε σε θέλω πια Αυτά ήτανε που μπορεί να μην ήταν αυτά πολύ παραδοσιακά, αλλά εμείς σαν νέα κορίτσια μας άρεσε, εκτός απ’ την παράδοση, να κοιτάμε και κάτι άλλο πιο σύγχρονο, που κυκλοφορούσε τότε. Και γι’ αυτό εγώ εκεί είχα το μυαλό μου να τα μαθαίνω, γιατί δεν μου δινόταν άλλη φορά ευκαιρία. Μόνο το καλοκαίρι, σας λέω, στα τρία πανηγύρια. Άλλη φορά δεν είχα. Και μια φορά θυμάμαι, συγκεκριμένα, όταν μου είπε μία θεία αδερφή της μάνας μου που ήτανε στην Αθήνα, τι δώρο να μου φέρει για τα γενέθλιά μου και συγκεκριμένα ήθελε να μου πάρει ένα σταυρό και της λέω: «Εγώ θέλω ένα τρανζιστοράκι πολύ πολύ πολύ μικρούλι. Θέλω αυτό να ακούω κάθε μέρα τα τραγούδια» λέω «τα τραγούδια που μ’ αρέσουν, τα λαϊκά, τα δημοτικά, όλα για να τα μαθαίνω, γιατί δεν έχω άλλο τρόπο να τα μάθω».
Εν τω μεταξύ η μάνα μου, τα πρώτα χρόνια, δεν μας άφηνε να πάμε στο… γιατί πενθούσαμε. Και συγκεκριμένα να σας πω ότι μια φορά μου είχε πει, της είχα πει, ήτανε, ήμουνα 11 στα 12 όταν πενθούσα, έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να μπορέσω να βγάλω μαύρα και -το μαντήλι μόνο είχαμε βγάλει- έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια. Και όταν της ζήτησα μετά στον τελευταίο χρόνο να πάω κι εγώ έξω, γιατί εγώ σαν κορίτσι ούτε δύο χρόνια δεν το ευχαριστήθηκα να πάω σαν ελεύθερη έξω. Γιατί μετά παντρεύτηκα στα 17. Και όταν της εζήτησα, μου είπε σε απάντηση, μου λέει: «Τι να σου πω καημένη;» μου λέει «Έχεις τον πατέρα σου στο πλευρό σου, έχεις αδέρφια και θα πας, πού θα πας μόνη σου;» μου λέει «Αφού δεν έχεις κάποιονε να σε προστατεύει, πού θα πας μόνη σου;» Λέω: «Είναι ο θείος μου, με την αδερφή μου, με τα άλλα κορίτσια», που ήξερα ότι η μάνα μου δεν πάει, ήτανε χήρα, δεν θα πήγαινε για όλη της τη ζωή σχεδόν. Αλλά αυτή και μ’ έκανε να στεναχωρηθώ και να μην έχω μετά διάθεση να πάω πουθενά, ενώ ήθελα -γιατί είχε περάσει ο θείος μου και μας είπε θα μας πάρει- με έκανε να στεναχωρηθώ, να απογοητευτώ, να στεναχωρηθώ τόσο πολύ και να λέω: «Γιατί, εγώ φταίω που δεν έχω, που πέθανε ο πατέρας μου, εγώ φταίω που δεν έχω αδέρφια; Για ποιο λόγο να μου πει αυτή την κουβέντα; Αφού δεν της έχω δώσει δικαίωμα!». Και όμως, δεν ξέρω πώς μου την είπε, έτσι ήταν τότε. Αν δεν είχες κάποιονε, έπρεπε να κάτσεις στ’ αυγά σου! Ή όταν θα παντρευτείς να βγαίνεις. Και συγκεκριμένα, όταν παντρεύτηκα και πήρα έναν άνθρωπο που του αρέσανε πολύ τα γλέντια - πάρα πολύ, δεν καθότανε πουθενά- και κουρασμένη να ‘μουν, μου ΄λεγε: «Πάμε!». Του άρεσε πολύ το έξω. Φεύγαμε από το Κορακοβούνι που έχω παντρευτεί και μένω και πηγαίναμε στην Αθήνα για να πάμε σε κέντρα να διασκεδάσουμε. Τόσο πολύ μου άρεσε! Και της έλεγα της αδερφής μου, γιατί και αυτή παντρεύτηκε στα 14, αγάπησε και παντρεύτηκε στα 14, μόλις παντρεύτηκα εγώ, παντρεύτηκε και εκείνη: «Βρε χαζό» της έλεγα «μην παντρεύεσαι, κάτσε να ζήσεις τη ζωή τώρα που έχεις εμένα και θα έρχεσαι μαζί μου με τον άντρα μου και θα πηγαίνουμε βόλτες, κάτσε κι εσύ να χαρείς τη ζωή σου!» της έλεγα. Και δεν μ’ άκουσε. Μπήκε κι εκείνο στα βάσανα από τα 14. Και εγώ της έλεγα: «Αν θα ήμουνα σαν κι εσένα, μωρέ θα καθόμουνα στα 20 και στα 25». Και είμαι της γνώμης ότι τα παιδιά και τα κορίτσια να κάθονται να γλεντάνε πρώτα τη ζωή και ύστερα να μπαίνουνε σε αυτό, στο γάμο που είναι ιερός και πρέπει μετά να το πάρεις απόφαση ότι θα είσαι μέσα στο γάμο σου. Αλλά για να είσαι ελεύθερη, πρέπει να ζήσεις τη ζωή ως ελεύθερη, για να μπορέσεις μετά να ζήσεις την άλλη ζωή, που έχει πιο απαιτήσεις και είναι πιο δύσκολη για μένα. Γιατί πρέπει να είσαι από πάνω μετά με τα παιδιά. Και γιατί εγώ έκανα και να σας πω ότι και για το γάμο μου, ότι έγινε στον Πραστό και ήρθανε μέχρι 150 άτομα απ’ το Κορακοβούνι και η μάνα μου τους έκανε τραπέζι εκεί, γιατί έπρεπε να ‘ρθούνε, ήτανε μακριά, πήγαμε με φορτηγό, δεν υπήρχανε τότε, δεν είχανε Ι.Χ. ο καθένας στο σπίτι του, δεν υπήρχανε, κάνα τρακτέρ που οργώνανε τα χωράφια και δύο ταξιά είχανε και τα φορτηγά, μεγάλα φορτηγά. Και νοίκιασε ο άντρας μου ένα φορτηγό και μπήκανε όλοι στην καρότσα του φορτηγού, ντυμένοι και εμείς το ζευγάρι μπροστά. Με τον οδηγό, μπροστά. Και[00:20:00] όταν πήγαμε στον Πραστό, η μάνα μου είχε ετοιμάσει το φαγητό, είχε δύο πολύ καλούς που μαγειρεύανε, μία γυναίκα εκεί του χωριού και έναν ‘κει πέρα ξάδερφό της και πήραν συγχαρητήρια για το ωραίο φαΐ. Και το φαγητό τι ήτανε; Ήτανε μακαρονάδα, σε καζάνια μέσα, με το κρέας και αυτά, αλλά το είχανε πετύχει τόσο πολύ, αυτό ήταν το φαγητό την Κυριακή το μεσημέρι. Γινόταν Κυριακή ο γάμος. Από το Σάββατο, όμως, και η μάνα μου και ο άντρας μου είχανε άλλο φαγητό. Είχανε τις «πατσιές» που λένε και τη μαγειρίτσα. Το κάνανε και μαζευόντουσαν για να γλεντήσουν. Την Κυριακή το μεσημέρι είχανε μέσα στα καζάνια τη μακαρονάδα και την Κυριακή το βράδυ, πάλι είχανε σούπα. Επειδή είχαμε φάει μακαρόνια στη μάνα μου, κανονικά έπρεπε ο καθένας σπίτι του, αλλά επειδή ήτανε μακριά το ‘κανε η μάνα μου για όλους ‘κει πάνω που ήρθανε στον Πραστό. Και κατά τις 05:00 η ώρα έγινε η στέψη στην εκκλησία στον Άγιο Ταξιάρχη και μετά με τον ίδιο τρόπο στο φορτηγό και πήγαμε στο ορεινό Κορακοβούνι και όχι στο χειμαδιό, στο ορεινό. Και εκεί έγινε το τρικούβερτο γλέντι. Και τη Δευτέρα συνεχιζόταν το γλέντι, αλλά με ψητά στον φούρνο. Δεν ήτανε τα πράγματα τότε να ‘χουμε ορεκτικά, να ‘χουμε διάφορα. Ήτανε το ψωμί, το τυρί, οι σαλάτες, το κυρίως φαγητό. Αυτά ήτανε. Και γλυκά, κουραμπιέδες -δεν υπήρχαν οι τούρτες, δεν υπήρχανε- και δίπλες. Αλλά από αυτά ήτανε μπόλικα. Μπορούσες, δηλαδή, να έχουνε για μια βδομάδα. Ήτανε μπόλικα. Και ο χορός, δεν σου λέω τίποτα! Ήτανε με πολύ κέφι και γινότανε πάρα πολύ ωραίοι γάμοι. Αλλά εγώ, όταν στης μάνας μου το σπίτι καθίσαμε για να φάμε και κοίταξα στον τοίχο τη φωτογραφία του πατέρα μου και ήτανε πρόσφατο και μου έλειπε, άφησα το πιρούνι χάμω και δεν έφαγα, έπιασα τα κλάματα. Και μου λέγανε όλοι στην πλάκα -αφού με λυπηθήκανε, γιατί ήμουνα κοριτσάκι, 17 χρονών- μου λέγανε όλοι: «Άμα μετάνιωσες, σ’ αφήνουμε και φεύγουμε. Πες ότι μας κάνατε το τραπέζι, δεν γίνεται, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Σε αφήνουμε και φεύγουμε. Μετάνιωσες;» μου λέγανε. Το ρίχνανε στην πλάκα επειδή εγώ έκλαιγα. Ξέρανε γιατί έκλαιγα, γιατί δεν είχε ο πατέρας μου, είχε πολύ λίγα χρόνια που είχε πεθάνει και μου έλειπε. Και αφού θα ‘φευγα και απ’ το χωριό μου, όμως, ήτανε διπλό το κακό. Και θα άφηνα μια αδερφούλα μικρή και τη μάνα μου μόνες τους, ήμουνα πολύ στενοχωρημένη που έφυγα. Και να σας πω ότι δεν εκοιτάχτηκα σαν νύφη όσο ήμουν στης μάνας μου το σπίτι, να δω πώς με είχανε φτιάξει. Με είχε φτιάξει μία κομμώτρια, η Μοίρα και μία παπαδιά, του χωριού η παπαδιά αυτή, βόηθαγε η μία την άλλη και με φτιάξανε νύφη εκεί. Εκεί δεν υπήρχε τότε ούτε και φωτογράφος. Ήτανε ένας φωτογράφος και έκαψε τις φωτογραφίες και δεν είχαμε ούτε φωτογραφίες μετά. Και με φτιάξανε νύφη και δεν εκοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Όταν πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου ηρέμησα και άρχισε ο χορός και φάγαμε και αυτά και τότε πήγα σε ένα μεγάλο καθρέφτη, που είχαν όλα τα σπίτια τότε στο μπροστά στο μέρος του σπιτιού, φάτσα είχαν ένα μεγάλο καθρέφτη όλα τα σπίτια τότε και πήγα και κοιτάχτηκα για να ιδώ πώς είμαι. Δεν είχα κοιταχτεί, καθόλου, να δω πώς είμαι. Και…
Τι τραγούδια τραγουδούσανε στον γάμο;
Τραγουδούσανε: Μάσε νύφη τα προικιά σου και όλα τα συμοζώναρά σου, να τα βάλω στ’ άλογό μου, να τα πάρω στο χωριό μου. Γιατί πηγαίνανε τότε ή με ζώα φορτωμένα τα προικιά από το ένα χωριό στο άλλο ή και ακόμα και μέσα στα χωριά, μέσα στο χωριό, από το ένα σπίτι στο άλλο τα φορτώνανε στα ζώα. Τα κάνανε «γιούκο» που λέγαμε. Με κορδέλες, τα φορτώνανε στα ζώα και τα πηγαίνανε τραγουδώντας και λέγανε: Μάσε νύφη τα προικιά σου, καινούριος γάμος γίνεται, με γεια του με γεια του, με γεια του με χαρά του να ζήσει συντροφιά του και η Παναγιά κοντά του. Ελέγανε: Σε τούτα τα πατώματα και τα καινούρια σπίτια, πάντα χοροί να γίνονται και πάντα γλέντια να ‘ναι και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Να κάνει τους εννιά γιους και μια ωραία κόρη. Οι γιοι του να ‘ναι γραμματικοί και η κόρη του δασκάλα. Και άλλα διάφορα, πολλά λέγαμε.
Τραγουδούσατε και… Πείτε μας κάποια τραγούδια αρχικά.
Σ’ όσους [Δ.Α. 00:26:46], σ’ όσους γάμους κι αν επήγα Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοιο αντρόγυνο δεν είδα. Μα ήταν [Δ.Α. 00:27:02], ήταν νύφη πιπινάκι. Ήταν νύφη πιπινάκι, κι ο γαμπρός γαρυφαλλάκι. Ποιο άλλο να πω… Καινούριος γάμος γίνεται, με γεια του με γεια του. Με γεια του με χαρά του και η Παναγιά κοντά του. Χαίρεται η μάνα του γαμπρού, με γεια τους, με γεια τους. Με γεια τους και χαρά τους, να ζήσει συντροφιά τους. Χαίρεται και ο πατέρας τους, με γεια τους με γεια τους. Με γεια τους και χαρά τους και η Παναγιά κοντά τους. Χαίρονται και τα’ αδέρφια τους, με γεια τους, με γεια τους. Με γεια τους με χαρά τους και η Παναγιά κοντά τους.
Τραγουδούσατε και τσακώνικα τραγούδια στους γάμους;
Ναι. Θα παντρευτού θα παντρευτού ρε μ’ άτιμη Θα παντρευτού ρε φέγγει, τσακωνοπούλα δεν προξενεύεσαι. Θ’ αναρουσά θ’ αναρουσάτι τ’ Αγιωργού Παινέσα ο αμέρα, τσακωνοπούλα για δε παντρεύεσαι Παινέσα συ, παινέσα συ του εκατό Φελείαι δεκαπέντε, τσακωνοπούλα για δε παντρεύεσαι Παν τα νιάτα, παν τα κάλλη, δεν ξαναγυρίζουν πάλι.
Και πείτε μας κι άλλο, ποια είναι η σχέση σας με τη μουσική;
Η σχέση μου με τη μουσική ήτανε, μέχρι τα 33 μου, ήτανε σε γιορτές, σε γάμους, να έχω το -χωρίς να θέλω να παινευτώ- τον πρώτο λόγο. Δηλαδή, πάντα με φωνάζανε να πω τραγούδια, όπου ήτανε οι συγγενείς, όπου… Και μας καλούσανε και για να πούμε, για να πάμε, χωρίς να είμαστε συγγενείς, μόνο και μόνο γιατί εκείνη την εποχή έτσι γινότανε. Καλούσανε αυτούς που μπορούσανε να βγάλουν πέρα τη βραδιά, γιατί θέλανε και να τα λέμε και με το στόμα. Δεν θέλανε με… είχανε ορχήστρα, αλλά τη θέλανε την ορχήστρα όποτε ήταν… Το πρώτο βράδυ το Σάββατο, θέλανε να είναι με τραγούδια, με χορούς, με τέτοια πράγματα. Τραγουδάγανε ένας μπροστά και όλοι οι άλλοι πίσω. Και κάνανε κέφι μεγάλο. Ε και μετά μπαίνανε και η ορχήστρα και συνεχιζότανε το γλέντι. Αλλά εγώ, μου δινότανε ευκαιρίες πάντα να βρίσκω τον τρόπο να διασκεδάζουμε, γιατί ήτανε μεγάλες οι οικογένειες, πολλά τα παιδιά, γινόντουσαν πολλοί γάμοι. Δεν είναι όπως τώρα που έχουμε ερημώσει και δεν έχουνε ούτε πολλά παιδιά στα χωριά ούτε πολλούς γάμους. Τότε ένα καλοκαίρι γινόντουσαν πάρα πολλοί γάμοι. Συνήθως το καλοκαίρι τους κάνανε. Οπότε είχαμε ευκαιρίες και στα πανηγύρια και… Κάναμε και εδώ που παντρεύτηκα -στο χωριό μου δεν κάνανε πολύ τις γιορτές- εδώ κάθε γιορτή γινότανε τρικούβερτο γλέντι. Δηλαδή όποιος γιόρταζε, πηγαίναμε όλοι οι συγγενείς. Ε και εκεί περνάγαμε πάρα πολύ ωραία, μέχρι το πρωί. Και.. αλλά όμως, στα 33 μου, είχα πάρει μέρος και σε έναν Παμπελοποννησιακό διαγωνισμό που είχε ‘ρθει πρώτος ο Λάλεζας, ο σημερινός καλός τραγουδιστής, που έχουμε και μία σχέση. Μου στέλνει πάντα χαιρετίσματα και τον ευχαριστώ πολύ, γιατί εγώ τότε ήμουνα 33 χρονών και αυτός ήτανε 10 και του δώσανε, του το δώσαν δίκαια πιστεύω, αλλά ήτανε και μικρό παιδάκι, με τη φουστανέλα του, 10 χρονών. Μεγάλη εντύπωση έδωσε στον κόσμο. Ήτανε στα Λαγκάδια, της Αρκαδίας, στη Γορτυνία. Και εκεί, πήρα εγώ το δεύτερο βραβείο. Και λέγανε: «Παίζεται το βραβείο». Είχαμε ένα δάσκαλο από ένα χωριό δικό μας εδώ στο Χάραδρο, τον Παπούλια και αυτός έβγαινε και μας έλεγε πού παίζονται τα βραβεία- γιατί ήτανε 10 άτομα[00:30:00] που είχαμε διαγωνιστεί- και λέει παίζεται στην κυρία και στο παιδί. Κι εγώ είπα μέσα μου: Το παιδί να το πάρει, για να γίνει ένας… εγώ έχω μεγαλώσει, εντάξει, ό,τι ήτανε να δώσω το ‘χω δώσει», αλλά το παιδάκι ήτανε χαρά Θεού. Και το θυμάμαι αυτό το πράγμα που μου άρεσε πάρα πολύ. Είχαμε πάει από ‘δω απ’ το Κορακοβούνι με παρέα και το καταευχαριστηθήκαμε που πήρα το δεύτερο βραβείο. Και ας δεν πήρα το πρώτο, δεν έχει σημασία, το πήρε το παιδάκι. Ήμουνα πολύ ευχαριστημένη, γιατί είχα κι εγώ το τρίτο μου αγόρι ήταν 10 χρονών τότε. Και μου φαινότανε σαν να τραγούδαγε το παιδί μου, δηλαδή, τόσο πολύ το καμάρωσα τον Λάλεζα, αυτό το παιδί. Και τώρα τον καμαρώνω στην τηλεόραση και λέω: «Κοίτα…». Ε μετά συνεχιζόταν «όπου ήτανε γάμος και χαρά και η Βασίλω πρώτη», που λέει η παροιμία. Αλλά κάποια στιγμή, έτσι ξαφνικά, μας ήρθε να κάνουμε ένα δίσκο. Έγινε τότε, 34 χρονών θα ‘μουνα, όταν έκανα τον πρώτο δίσκο και πραγματικά εδώ η Κυνουρία, τον πήραν στην Αμερική. Πήγε και έξω πολύ. Περισσότερο έξω απ’ ό,τι εδώ. Και μετά από τον πρώτο δίσκο, ακουγόμουνα στο Άργος σε κάποιο σταθμό, στην Τρίπολη σε κάποιο σταθμό, επειδή ήμουνα ντόπια από ‘δω πέρα. Ε λίγο-λίγο και είχανε ξεκινήσει και είχανε έρθει κάποιοι άνθρωποι που τους άρεσα για να με παίρνουν να πηγαίνω σε κάποιους συλλόγους, σε κάποιο… Αρκαδία, Κορινθία και Αργολίδα είχα πάει σε μερικά. Κάθε καλοκαίρι. Και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί εκφραζόμουνα, έτσι; Aυτό που είχα μέσα μου, το ‘βγαζα και όσο έβλεπα τον κόσμο να χορεύει με αυτά τα τραγούδια τόσο το χαιρόμουνα. Το χαιρόμουνα πάρα πολύ, είχα περάσει πολύ ωραίες στιγμές. Και μια φορά θυμάμαι -μου ‘χουνε μείνει πολλά πράγματα, αλλά σας αναφέρω ένα-δύο- μια φορά θυμάμαι, δύο δάσκαλοι ήτανε στο… προς την Τραχιά, προς την Αργολίδα στο… το ξεχνάω αυτό το μέρος, ήτανε ένα παραθαλάσσιο μέρος, θα το θυμηθώ. Και δύο δάσκαλοι βαφτίζαν τα παιδιά τους. Ο ένας ήτανε απ’ τον Αχλαδόκαμπο και ο άλλος ήτανε -πώς το ‘λέγαν το μέρος- κοντά από κει που εκεί γινόντουσαν πολλά γλέντια. Σύνορα Αρκαδίας και Αργολίδος πρέπει να ‘τανε το κάποιο μικρό χωριό ο άλλος δάσκαλος και επειδή ένας συγγενής τους είχε φτιάξει ολόκληρα συγκροτήματα, έτσι τουριστικά εκεί, είχε χώρο και αυτά και πήγανε και το κάνανε εκεί, εκεί προς την Τραχιά, κάτω, στην Αργολίδα. Και πήγαμε εκεί. Και ήτανε και άλλος ένας τραγουδιστής που έλεγε νησιώτικα. Και όταν πήγα εκεί μου λέει ένας, ο πιο μεγάλος, ένας γέρος, μου λέει: «Για να δούμε εσύ στην ηλικία, εντάξει, μέτρια είσαι» μου λέει «ξέρεις κάνα τραγούδι παλιό-παλιό να μας πεις, παραδοσιακό; Αλλά φαίνεσαι και νέα πάλι, μπορεί και να μην ξέρεις. Για να δούμε, θα μας πεις τίποτα το βράδυ;», μου ‘πε, αυτός που ‘χε το μαγαζί ‘κει πέρα. Και όταν με άκουσε το βράδυ, ενθουσιάστηκε πάρα πολύ. Ενθουσιάστηκε πάρα πολύ και μου λέει: «Μπράβο, είχα…». Και να ‘ρχουνται, να πηγαίνει ο καημένος ο άλλος, ήτανε κοντά 60 χρονών όπου έλεγε πολύ ωραία νησιώτικα, να πηγαίνει να πει, για να με ξεκουράσει και να έρχονται οι γονείς των παιδιών, οι δύο δάσκαλοι, και να μου λένε: «Σε παρακαλώ, μια βραδιά είναι, πες τα εσύ, γιατί αυτά μας αρέσουν! Αυτά αυτά που είναι για την Αρκαδία, για την Κορινθία, αυτά αυτά τα παλιά, τα παλιά θέλουμε! Πες το μου, μια βραδιά είναι μωρέ, τι θέλεις,» μου λέει «πόσο θα κουραστείς;». «Μα δεν είναι αυτό, δεν κουράστηκα.» λέω «Αλλά πρέπει κι ο άλλος όμως να τραγουδήσει, γιατί είναι σαν να τον κάνω πέρα!». Δεν μ’ άρεσε αυτό το πράγμα. Κι όμως, αυτοί ερχόντουσαν και μου έλεγαν όλο το βράδυ να τραγουδάω. Και ήμουνα πολύ ενθουσιασμένη με αυτό το πράγμα, πάρα πολύ, γιατί έβλεπα ότι τους άρεσε. Τους άρεσε αυτό το παραδοσιακό που είχα μέσα μου. Το ήτανε έμφυτο αυτό, δηλαδή, το άκουγα και παράλειψα να σας πω, ότι η μάνα μου ήταν η καλύτερη στο τραγούδι. Δεν την έμοιασα βέβαια, εγώ ήμουνα κατώτερη απ’ τη μάνα μου. Η μάνα μου ήταν το κάτι άλλο. Σε καθήλωνε με ό,τι να ‘λεγε ή μοιρολόι ή τραγούδι, όλος ο κόσμος το ήξερε αυτό το πράγμα. Μόλις άρχιζε η φωνή της σε συγκινούσε πάρα πολύ, πάρα πολύ. Ανατρίχιαζες μόλις την άκουγες. Και ίσως επειδή από μικρή την άκουγα, μόνο που δεν πρόλαβα να την ακούσω και πολύ, γιατί πενθήσαμε και έμειναν όλα ύστερα, δεν επιτρεπότανε. Έπρεπε να το καταπιέζω αυτό που είχα μέσα μου. Παντρεύτηκα για να ξαναξεκινήσω. Είχα… έπρεπε να μην τραγουδάω, να μην χορεύω, να μην κάνω τίποτα, να είμαι πολύ καταπιεσμένη. Και δεν μιλάμε για δύο μήνες, πέντε, για τρία χρόνια! Αφού σας είπα και νωρίτερα, ότι αφού δεν είχα πατέρα και αδέρφια, δεν επιτρεπόταν να πάω και πουθενά. Έτσι ήταν η ζωή τότε, έτσι ήταν τα πράγματα. Και τώρα τα βλέπω διαφορετικά και μ’ αρέσουνε. Και για τις γυναίκες, γιατί ήταν τότε πολύ καταπιεσμένες, να μπορούνε να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι και να αποφασίζουνε για τον γάμο. Όχι να… όπως εκείνη την εποχή, που έπρεπε για να οι γονείς να ησυχάσουνε να το παντρέψουν το παιδί οπωσδήποτε να φύγει. Α και ξέχασα να σας πω για τραγούδια του γάμου, λέγανε και το τραγούδι Διώξε με μάνα, διώξε με και πήγαινε το κλάμα, κλαίγαμε όταν μέσα στον γάμο, της νύφης το ασκέρι, «ασκέρι» το λέγαμε της νύφης, λέγανε αυτά τα τραγούδια για τη νύφη, όπως Διώξε με μάνα, διώξε με κι εγώ να φύγω θέλω και το άλλο που λέγαμε Άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου, μου την πήραν την Παναγιώτα μου, μου την πήρανε και μου την κλέψαν, σ’ άλλη γειτονιά μου τη φυτέψανε. Το ‘λεγε η μάνα που της το παίρναν το παιδί της. Και ήταν συγκινητικά, κλαίγαμε. Δηλαδή–
Τραγουδήστε τα μας.
Διώξε με μάνα, διώξε με μάνα, διώξε με Διώξε με μάνα, διώξε με κι εγώ να φύγω θέλω Να σκαπετήσω, να σκαπετήσω δυο βουνά Να σκαπετήσω δυο βουνά και δυο κοντοραχούλες Ν’ αλαλακιάσει ν’ αλαλακιάσει η γλώσσα σου Ν’ αλαλακιάσει η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες Διαβάτες μου, διαβάτες μου, στρατιώτες μου Διαβάτες μου, στρατιώτες μου, καλοί μου στρατολάτες, Μην είδατε την κόρη μου, μην είδατε την κόρη μου Μην είδατε την κόρη μου, τη μοσκαναθρεμμένη. Άσπρη βαμβακιά μωρ’ Παναγιώτα μου, άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου Άσπρη βαμβακιά είχα στην πόρτα μου, μου την πήρανε την Παναγιώτα μου Μου την πήρανε και μου την κλέψανε, σ’ άλλη γειτονιά την επαντρέψανε. Μου την πήρανε με τα λουλούδια της, μ’ αφήσαν και εμένα τα τραγούδια της. Μου την πήρανε και με τους κλώνους της, μ’ αφήσαν κι εμένανε τους πόνους της. Εγώ μια κο- κι αμάν αμάν, εγώ μια κόρη αγάπησα. Εγώ μια κόρη αγάπησα κι άλλον κανεί δεν άκουσα. Μα είδε μα- κι αμάν αμάν, μα είδε μάνα και πατέρα. Μα είδε μάνα και πατέρα, μα είδε συγγενή κανένα. Πήγα την αρραβώνιασα, διαμάντια της εφόρεσα. Κι όταν θα τη στεφανώσω, άλλα τό[00:40:00]σα θα της δώσω.
Πολύ ωραία. Θέλω τώρα να συζητήσουμε και για τη σχέση σας με την τσακώνικη γλώσσα.
Ναι.
Πείτε μου κάποια πράγματα.
Η σχέση μου με την τσακώνικη γλώσσα ήτανε από την ώρα που κατάλαβα τη ζωή μου και άρχισα να λέω τα πρώτα λογάκια ήτανε μαζί και τα τσακώνικα. Πιο πολύ τα τσακώνικα μπορώ να πω. Γιατί μόλις ξημέρωνε: «Τσε ντε πείτε σάμερε;» - Τι κάνετε σήμερα; «Κι α θα ζάτε σάμερε; Θα ζάτε τα χούρα; Θα ζάτε τον άγιε;» - Θα πάτε στο χωράφι; Θα πάτε στην εκκλησία; Δηλαδή, πάντα μιλάγαμε όλη την ημέρα οι μεγάλοι με την τσακώνικη γλώσσα. Αυτή ήτανε, δεν ήταν τίποτε άλλο. Εμείς, όμως, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, τα παιδιά μιλάγαμε τη νεοελληνική γλώσσα και ο δάσκαλος μας έλεγε παιδιά να μην τα αφήσετε, να μην τα ξεχάσετε. Είναι η κληρονομιά σας από τους γονείς σας, από τους παππούδες σας. Έχει και μια ιστορία που για να την αναλύσουμε ήταν οι αρχαίοι Δωριείς, που είχανε πάει σε Κρήτη, Μάνη και Τσακωνιά εδώ σε μας, που αφού μας την αφήσανε, πρέπει να την τιμήσουμε και να μείνει η γλώσσα αυτή. Όχι να τα αφήσουμε. Ε και είχαμε υποσχεθεί στον δάσκαλό μας ότι πάντα θα τα λέμε, αλλά εγώ από τα 17 μου χρόνια που ήρθα στο Κορακοβούνι και έχω τώρα 51 χρόνια, 52, δεν τα μίλαγα. Αλλά δεν τα ξέχασα και ποτέ και κυρίως, ας πούμε, με τον τρόπο που τα λέμε, γιατί έχει μια… η προφορά. Η προφορά δεν την ξεχνάω ποτέ. Την προφορά την έχω μέσα μου. Σαν να ακούω τη μάνα μου, σαν να ακούω τη γιαγιά μου, σαν να ακούω... Η προφορά παίζει μεγαλύτερο ρόλο. Και να χάσεις κάτι από το πώς θα το πεις, αν το κάνεις με την προφορά τη σωστή, είναι ό,τι καλύτερο. Η προφορά είναι… και την προφορά την ξέρω σαν να ακούω τους γέρους. Τους… αυτούς τους γέρους τότε, πριν 60 χρόνια και. Ε μέχρι τότε την άκουγα και… Αλλά τώρα με τις γειτόνισσές μου και με άλλες εδώ, γιατί σε αυτό το χωριό που είμαι, ενώ είναι πολύ κοντά, δεν είναι ούτε 2-3 χιλιόμετρα είναι, μια γέφυρα μας χωρίζει, απ’ τη γέφυρα και εδώ, δεν τα λένε καθόλου και από εκεί είναι η Τσακωνιά. Από εκεί που ‘μουνα εγώ και ήρθα εδώ. Εδώ που ήρθα δεν τα λένε. Μόνο στην πλάκα, θέλαμε να πειράξουμε η μία την άλλη ή σε λεωφορείο έχει τύχει να είναι κυρία από τον Τυρό και να μου -να πάω να καθίσω, να ήθελε να κάτσει μόνη της, να σας πω κι αυτό το παράδειγμα- και να μου πει… να με βρίσει στα τσακώνικα και χωρίς να ξέρει ότι είμαι κι εγώ, ήμουνα νέα τότε τσακωνοπούλα: «Tσε κάνετε τσε κατσά τσερέδαρε ογί;» Χάτε τόσα καθίσματα; Τι ήρθες και έκατσες εδώ; Χάθηκαν τόσα καθίσματα; Μου το ‘πε στα τσακώνικα. Και της απαντάω εγώ: «Γιετσί δικόντε ειν’ το λεωφορείαι;» Της απαντάω εγώ. Και μου λέει; «Γιατί, πού τα ξέρεις;». «Γιατί μόνο εσύ είσαι από την Τσακωνιά; Είμαι κι εγώ» της λέω «Και προτού τα λες, να ξέρεις ότι μπορεί να υπάρχει και κάποιος άλλος μέσα που να τα ξέρει». Και της ήρθε παράξενο που ήξερα εγώ και της απάντησα στην τσακώνικη γλώσσα. Αυτά.
Θέλω να μου πείτε και κάποιο τραγούδι στα τσακώνικα.
Το προηγούμενο το είπαμε, το χορεύαμε τσακώνικο, αυτό που θα πω τώρα είναι τσακώνικος χορός, που είναι σε όλη την Ελλάδα έχει πάει τώρα, αλλά το λέμε όχι στην τσακώνικη διάλεκτο, στη νεοελληνική.
Και στην τσακώνικη θα ήθελα!
Στην τσακώνικη δεν το έχουμε αυτό. Αυτό που το λένε όλοι και το χορεύουν όλοι.
Ωραία, δεν πειράζει.
Ναι. Κινήσαν τα κι αμάν αμάν αμάν, κινήσαν τα τσανόπουλα Κινήσαν τα τσανόπουλα κι όλα τα τσακωνόπουλα Να παν στον πε- κι αμάν αμάν αμάν, να παν στον πέρα μαχαλά Να παν στον πέρα μαχαλά, που ειν’ τα κορίτσια τα καλά Στο δρόμο που κι αμάν αμάν αμάν, στο δρόμο που πηγαίνανε Στο δρόμο που πηγαίνανε, στη στράτα που διαβαίνανε Τους πιάνει μια κι αμάν αμάν αμάν, τους πιάνει μια ψιλή βροχή Τους πιάνει μια ψιλή βροχή, μια σιγανή μια ταπεινή Και βράχηκαν κι αμάν αμάν αμάν και βράχηκαν τα τσάμικα Και βράχηκαν τα τσάμικα και τα ψιλά πουκάμισα.
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Να ‘σαι καλά.
Θα σας ρωτάω συνεχώς τραγούδια, επειδή είπατε και πριν ότι τραγουδούσε και η μητέρα σας–
Πάρα πολύ.
Θα ήθελα να μου πείτε κάποιο τραγούδι, κάποιο μοιρολόι συγκεκριμένα, που τραγουδούσε η μητέρα σας.
Ναι. Όταν πέθαινε κάποιος νέος, υπήρχανε τραγούδια που λεγόντουσαν μόνο για νέους και άλλα για μεσόκοπους και άλλα για γερόντους. Ο κάθε… η καλή μοιρολογίστρα ήξερε αυτά να μπορεί να τα φέρνει να τα ταιριάζει στον κάθε άνθρωπο που πέθαινε. Να μπορεί και μπορώ να πω και τη ζωή του ακόμα. Αν ήταν στην ξενιτιά και ερχότανε, λέγανε άλλα. Αν ήτανε άρρωστος, λέγανε για την αρρώστια, φοβερά και τα λέγανε και κλαίγαν όλος ο κόσμος γιατί ξέρανε τι είχε περάσει αυτός ο άνθρωπος που είχε αρρωστήσει και όλα αυτά. Αν ήτανε νέος και είχε πάθει ένα τροχαίο ή είχε, λέγανε… Τώρα θα σας πω ένα που λέγανε για νέο. Πού πας Διαμαντή να κρυφτείς, μάλαμα να σκουριάσεις Και κόκκινο τριαντάφυλλο να κιτρινοφυλλιάσεις Πού πας αστρί, πού πας αυγή ήλιέ μου και φεγγάρι Που ήσουν στο σπίτι σταυραητός στη γειτονιά καμάρι Πώς να σε πάρει η μαύρη γη, στη η μαυραχλιασμένη Και πώς να αντέξει η μάνα σου η, η χαροκουρσεμένη.
Και λέγανε πάλι: Θέτε δέντρα ν’ ανθίσετε, θέλετε να μαραθείτε δέντρα μου Στον ίσκιο σας δεν κάθομαι ούτε και στις δροσιές σας καμάρι μου Εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δε γυρίζω καμάρι μου Πήρα της άρνης τα βουνά κια παγανιά τους κάμπους λεβέντη μου Π’ αρνιένται οι μάνες τα παιδιά, που αρνιούνται οι μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες λεβέντη μου Π’ αρνιούνται και τ’ αντρόγυνα[00:50:00] τα πολυαγαπημένα καμάρι μου– Συγκινούμαι, δεν μπορώ.
Δεν πειράζει…
Ναι, αυτά είναι να τ’ ακούς και να… Κάτσε να πω ένα… Ήρθε η ώρα για να φύγω, ήρθε η ώρα για να φύγω Μες στην κάσα θε να μπω, μες στην κάσα θε να μπω Έλα δω καλή γυναίκα, έλα δω καλή γυναίκα Έχω λόγο να σου πω, έχω λόγο να σου πω Τα παιδιά μας να προσέχεις, σαν τα μάτια σου τα δυο για να λεν πώς είμαι ‘γω Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα λεβέντες μου Ήταν ένα ψηλό δεντρί, ψηλότερα από τ’ άλλα καμάρι μου Καθόμαστε στον ίσκιο του, καθόμαστε στον ίσκιο του, είχε μια [Δ.Α.00:56:13-κόρη] η Σούλα λεβέντη μου Μα φύσηξε κακός βοριάς και το ξεφένε λιώνει καμάρι μου Τώρα τον- Τώρα η βρυσούλα στέρεψε, τώρα η βρυσούλα στέρεψε και το δεντρί μαράθη λεβέντες μου Τώρα και η παρέα σου από κοντά μας χάθη καμάρι μου. Με δυσκολεύει στο τι να πω το καμάρι μου, το λένε ανάλογα με τον άνθρωπο, το όνομα και αυτό. Τώρα πες μου τι άλλο θέλεις.
Σκέφτομαι τι άλλο δεν συζητήσαμε που θα θέλατε να μείνει. Και για πείτε μου, τι δουλειές κάνατε στον Πραστό, τέτοια εποχή Ιούλιο;
Από τις 15 Ιουνίου μέχρι, ανάλογα και οι περιοχές, γιατί όσο ψηλά ήτανε, αργούσε το σιτάρι να γίνει και το θερίζαμε αργότερα. Μπορούσε να φτάσει η εποχή να θερίζουμε απάνω στο Μαλεβό -που λέμε εμείς- στον Πάρνωνα, μέχρι και 20 Ιουλίου. Γιατί ήτανε ψηλά μες στα έλατα με τα χωράφια και δεν γινόταν εύκολα. Όσο κάτω ήτανε, τόσο γινόντουσταν. Κοντά στον Πραστό και γύρω, αυτά γινόντουσαν 15 με 25 Ιουνίου ήτανε το θέρισμα. Το θέρισμα ήτανε να φορέσουμε άσπρες τσεμπέρες, γιατί ήταν ο ήλιος καυτός, να πηγαίνει ο ιδρώτας ποτάμι, να ‘χουμε το δρεπάνι, να το ρίχνουμε στην πλάκα, να τραγουδάμε το τραγούδι Γενήκαν τα γεννήματα και μπήκαμε στο θέρο, παίρνω το δρεπανάκι μου να πάω να θερίσω, το τραγούδι και εκεί που Μαύρα μάτια ν’ απαντήσω και αρχίζει ο νιος τα χωρατά και η κόρη τα παιχνίδια, μέσα στο χωράφι μέχρι να τους φαν τα φίδια. Κάναμε την πλάκα αυτή. Αλλά το βράδυ, είχαμε το πρώτο πράγμα που έπρεπε να είχαμε, ήτανε το κρύο το νερό στη στάμνα που της βάζαμε ένα πανί απ’ έξω, για να κρατάει το νερό κρύο και εκεί πια θέλαμε όλη την ώρα να πίνουμε νερό. Το φαγητό ήτανε -και πιο παλιά- ήτανε η σκορδαλιά. Και την κάνανε με ψωμί και τη χτυπάγανε με το χέρι απ’ το δρεπάνι. «Τσούκου-τσούκου» οι γριές «τσάκα-τσάκα» και μάλιστα είχανε βγάλει -αυτό γινότανε και πιο παλιά ακόμα απ’ την ηλικία μου, απ’ την εποχή τη δική μου- αλλά είχανε βγάλει και στην πλάκα λέγανε: Aντ’ εργάτιμι, σκορδαλία τ’ αργά. Ήτανε μία που έλεγε στους εργάτες της, είχε πάρει εργάτες και σαν να τους έλεγε, ότι πια θα τους έφτιαχνε με τη σκορδαλιά σαν να είχε πια ψητό. Αλλά τους έλεγε να νομίζουν ότι πια με τη σκορδαλιά που θα τους έφτιαχνε, ότι πια θα τους έκανε το καλύτερο τραπέζι. Αλλά «άντ’ εργάτιμι», άντε εργάτες μου, «σκορδαλία τ’ αργά», δηλαδή, πίσω σκορδαλιά το βράδυ. Και να θερίζεις όλη μέρα να ‘χουμε γίνει κατακόκκινοι από το… από τη ζέστη και από τον ιδρώτα. Ο ιδρώτας όπως έτρεχε και με τον ήλιο μαζί, έκαιγε τα μάγουλά μας και εμείς κάναμε εγκαύματα. Πώς γίνονται στη θάλασσα, έτσι. Το βράδυ, όμως, πλέναμε λίγο τα πόδια μας, λίγο τα χέρια μας, λίγο το πρόσωπό μας και κάτω από ένα δέντρο, στρώναμε παλιά ρούχα, κουρελούδες, κουβέρτες και ξαπλώναμε. Ξαπλώναμε κι εμείς, τα πιο μικρά παιδιά, κοιτάζαμε τ’ αστέρια: «Nα η πούλια, να ο αυγερινός, να το ένα», να τ’ αεροπλάνα που περνάγανε, τα μετράγαμε, λέγαμε ιστορίες, κοιτάζαμε να ακούσουμε και τι θα πουν και οι μεγαλύτεροι που λέγανε διάφορες ιστορίες, διάφορα κουτσομπολιά για ό,τι γινόταν εκείνη την εποχή, ποιος τα ‘χε με ποια και τούτα ‘κείνα, όλα αυτά τα ακούγαμε. Και κάναμε ότι κοιμόμασταν αλλά τα’ ακούγαμε. Και συνήθως λέγανε διάφορα πράγματα για κάποια φαντάσματα, για κάποια στοιχειά που βγαίνανε. Ήτανε εκεί κοντά ανάμεσα Πραστός και Καστάνιτσα, υπήρχε ένα ποτάμι, το ποτάμι της Μαζάς. Και από εκεί λέγανε ότι το ποτάμι είχε γίνει, είχε «στοιχειώσει» που λέμε και έβγαινε ένα στοιχειό, κάποιο που όταν έβγαινε ταραζότανε όλη η γη γύρω-γύρω τα πάντα και ερχότανε -λέγανε τάχα, αυτά είναι ιστορίες- ερχότανε στον Πραστό. Και ‘κει που είχαμε μια βρύση και παίρναμε όλοι νερό, κοινοτική βρύση, που είχε… ήτανε πέτρινη, εκεί έβγαινε και το άλλο στοιχειό του Αγιο-Θανάση -ήταν η εκκλησία δίπλα ο Άγιος Θανάσης- και έβγαινε και το άλλο και τα δυο μουγκρίζανε και τσακωνόντουσαν τα δυο στοιχειά. Και τώρα ο κόσμος ειν’ πολλοί που τα ‘χανε πιστέψει. Άλλοι τα πιστεύανε, άλλοι δεν τα πιστεύανε. Ε και εμείς ακούγαμε σαν παιδιά που ήμασταν τότε και άλλες ιστορίες για φαντάσματα. Αυτούς που είχαν αυτοκτονήσει, αυτούς που είχαν σκοτωθεί από… τους είχανε σκοτώσει με όπλο και αυτά -είχανε γίνει και πολλά τέτοια- και αυτοί τάχα ότι βρυκολακιάζανε -λέγαν αυτή τη λέξη «βρυκολακιάζανε»- και βγαίνανε τη νύχτα. Και βγαίνανε και φοβόντουσαν ο κόσμος. Λέγανε ο ένας: «Άκουσα ένα χτύπο», ο άλλος: «Άκουσα μια φωνή», ο άλλος… Αυτά τ’ ακούγαμε και τρομάζαμε και μας αρέσανε να τ’ ακούμε, γιατί τα βλέπαμε, εμείς σαν μικρά παιδιά, σαν ιστορίες. Κι εγώ συγκεκριμένα μια φορά όταν ήμουνα -πριν πεθάνει ο πατέρας μου, γιατί στα 11 με 12 που ήμουνα πέθανε ο πατέρας μου- και θα ‘μουνα 8-9 χρονών και είχαμε στον Πάρνωνα ένα περιβόλι με μηλιές, με διάφορα κηπευτικά εκεί και είχαμε κι ένα μικρό καλύβι. Ο πατέρας μου είχε και μια καραμπίνα. Η καραμπίνα υποτίθεται ότι στα φαντάσματα και αυτά, αν εκράταγες τέτοιο όπλο στα χέρια, φεύγανε μακριά. Και ο πατέρας μου την είχε σαν ασφάλεια, σαν… δεν ξέρω γιατί την είχε, πάντως την είχε. Όπως κοιμόμαστε και ήτανε φθινόπωρο και φύσαγε, έριχνε βροχή και ήταν τα έλατα και τα πεύκα, μία βουή άκουγες και τίποτ’ άλλο. Δηλαδή, σ’ έπιανε ρίγος, σε μια ερημιά στη μέση στον Πάρνωνα, στο βουνό. Δεν υπήρχε άλλος, ψυχή. Ήμουνα εγώ, ο πατέρας μου και ο πατέρας μου, γιατί ήτανε μεγαλύτερος όταν παντρεύτηκε τη μάνα μου και φιλάρρωστος. Eγώ είχα φόβο μήπως και πάθει τίποτα, γιατί είχε ο στομάχι του και μου είχανε πει οι γιατροί θα πεθάνει έτσι και δεν μπορούσε να του κάνουν χειρουργείο, γιατί δεν θ’ άντεχε. Και εγώ είχα βάλει ότι κάποια στιγμή ο πατέρας μου, μπορεί να είμαι και μόνη μου και θα πεθάνει. Το είχα μέσα στο μυαλό μου. Και ήτανε, είχαμε ένα γαϊδαράκο έξω, δεμένο κι ένα σκύλο. Και όπως πέσαν τα ρούχα κάτω που κοιμόμουνα με τον πατέρα μου και εσηκώθηκε ο πατέρας μου για να τα… γιατί εγώ ήμουν ανήσυχη στον ύπνο να τα σηκώσει και να με σκεπάσει, γιατί ήτανε κρύο, έκανε πολύ κρύο, ήτανε φθινόπωρο, 10 Οκτωβρίου και εκεί πάνω ήτανε βουνό. Και άκουσα, το άκουσα με τα’ αυτιά μου κι αυτό δεν μπορεί κανένας να μου πει ότι δεν[01:00:00] είναι σωστό, γιατί εγώ δεν τα πιστεύω αυτά τα πράγματα, αλλά αυτό που το άκουσα… Είχε σκοτώσει κάποιος ένανε ξάδερφό μου εκεί πέρα. Σε μια στέρνα είχαν τσακωθεί για το νερό και όπως έσκυψε αυτός ν’ ανοίξει το νερό, ήτανε 28 χρονών και ο άλλος ήτανε 17, και τον εσκότωσε με μία τσάπα στο κεφάλι. Και ήτανε κοντά στο καλύβι μας αυτό το γεγονός είχε γίνει. Ε αυτός όταν τον σκότωσε, αυτοί που ήτανε δίπλα μερικοί που ποτίζανε τα περιβόλια τους, ακούσανε ότι έτρεμε και φώναζε, γιατί όσο να πεθάνει, γιατί τον χτύπησε στο κεφάλι. Έτρεμε. Εγώ εκείνη τη στιγμή, μαζί με τον πατέρα μου και οι δύο ακούσαμε ένα πράγμα να κάνει «αααωωω» να τρέμει ένα πράγμα στην πόρτα μας. Μια πορτούλα, ένα καλυβάκι πολύ χαμηλό με πλάκες από πάνω -αυτές τις παραδοσιακές- και να είναι και μία πώς να την πω, στην πόρτα τη σανιδένια, ήτανε και μία σαν κοτότρυπα. Πώς το λέγανε αυτό το πράγμα που τα’ αφήνανε τότε; Δεν ξέρω γιατί, για να μπαίνουνε οι γατούλες μέσα, δεν ξέρω γιατί το αφήνανε. Εκείνο ‘κει το πράγμα που ήταν ανοιχτό με φόβιζε εμένα. Και του κάνω: «Πατέρα», «Μην μιλάς» μου λέει, «δεν κάνει να μιλάς, δεν κάνει να μιλάς! Αυτό είναι κάτι αερικό τη νύχτα, κάτι που σαν φάντασμα» μου λέει «και δεν πρέπει να μιλάμε, γιατί θα μας κάνει κακό!». Εγώ ν’ ακούω το σκυλί να γαυγίζει και το γαϊδαράκο να γυρίζει γύρω-γύρω από το… από εκεί που το ‘χαμε δέσει, γύρω-γύρω-γύρω. Αφού το πρωί είχε γίνει κάτω λες και το ‘χεις σκάψει, απ’ το γαϊδαράκο. Σαν να φοβότανε και ο γαϊδαράκος. Και ο πατέρας μου πήρε το όπλο στα χέρια, εμένα μου ‘λεγε να μην μιλάω και έλεγε -το σκυλί το λέγαμε Λόντο- έλεγε: «Πάρ’ το Λόντο, πάρ’ το Λόντο!» να το πάρει να φύγει, αυτό το κακό που ήτανε. Κι εγώ να γαντζώνομαι στα πόδια του πατέρα μου και να του λέω: «Μην μιλάς, μην μιλάς, φοβάμαι!» κι αυτό να κάνει «αααωωω» να κάνει ένα πράγμα, ένα πράγμα ανατριχιαστικό! Το θυμάμαι, δεν μπορεί αν μου το βγάλει κανείς από το μυαλό αυτό το πράγμα! Και όταν έκανε ο πατέρας μου αυτό και έβαλε σε αυτήν την τρύπα που είχε κάτω η πόρτα έβαλε το όπλο και τάχα να το φοβερίσει, αυτό πήγαινε πάνω-πάνω. Έφευγε, έφευγε κι έτρεμε, έφευγε κι έτρεμε. Και πήγε και σταμάτησε στον τόπο όπου ήτανε η στέρνα αυτή που είχε σκοτωθεί αυτός. Κι ήτανε φθινόπωρο και λένε ότι σε ησυχία, σε κακό καιρό, σε ερημιά κι αυτά, βγαίνουνε αυτά τα πράγματα, όταν είναι σκοτωμένοι ό,τι είναι. Έτσι λέγαν από παλιά. Εγώ δεν τα πίστευα, αλλά εκείνη τη φορά το πίστεψα και μου ‘χει μείνει και το διηγούμαι σε όλη μου τη ζωή αυτό το πράγμα, γιατί το άκουσα κι εγώ και ο πατέρας μου. Δεν μπορεί να μου το βγάλει κανένας από το μυαλό αυτό το πράγμα. Και το πρωί που σηκωθήκαμε -άσε που δεν κοιμηθήκαμε, εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου από τον φόβο μου- και είπα της μάνας μου: «Άλλη φορά δεν κάθομαι με τον πατέρα απάνω στο βουνό», γιατί καθόμουνα να του κάνω παρέα και κυρίως τα Σαββατοκύριακα, γιατί τις άλλες μέρες πήγαινα σχολείο. Ήταν Σαββατοκύριακο εκείνη τη φορά. «Δεν κάθομαι, γιατί έτσι κι έτσι ακούσαμε με τον πατέρα κι εγώ φοβάμαι» της λέω «ας μείνει μόνος του, δεν ξέρω τι θα κάνει, πήγαινε εσύ!». Η μάνα μου δεν μπορούσε να πάει, γιατί είχε εμάς που πηγαίναμε σχολείο όλη τη βδομάδα και έπρεπε να μας φτιάχνει και πήγαινε το πρωί και κατέβαινε το βράδυ πάλι στο χωριό, γιατί είχαμε κάποιες κατσικούλες, κοτούλες και έπρεπε να τα περιποιηθεί. Και όταν το έλεγα αυτό το πράγμα, δηλαδή μου λέγανε… με πιστεύανε! Γιατί θυμόμουνα και πώς έκανε αυτό το πράγμα, ήτανε πολύ ανατριχιαστικό, πολύ πολύ πολύ! Φόβο, φόβο, φόβο! Δηλαδή… Αλλά αυτά τα λέγαμε, όμως, εκεί που καθόμαστε σαν μικρά παιδιά και όταν θερίζαμε. Όταν αλωνίζαμε πάλι, μπάζαμε, ζεύαμε τα ζώα, τα ζευγαρώναμε με λαιμαριές, με «μπαλατζόξυλα» που τα λέγαμε αυτά όλη αυτή τον εξοπλισμό που μπαίνει απάνω στο ζώο για να μπορέσει να τραβήξει τη σβάρνα. Η σβάρνα ήταν ένα σιδερένιο, με κοφτερά από κάτω σαν αγκάθια, πώς να το πω, σαν δόντια, δόντια. Δόντια κοφτερά για να κόβουν το σιτάρι στο κάτω μέρος. Απάνω ήτανε επίπεδη, έτσι ήτανε... Εμπαίναμε επάνω και γυρίζανε γύρω-γύρω από το αλώνι, το αλώνι ήτανε στρογγυλό, είχανε σκορπίσει το σιτάρι και γύριζε γύρω-γύρω, εμείς μπαίναμε επάνω τα παιδάκια, σκόνη και τι να σου πω. Και τα ζώα γυρίζανε και σιγά-σιγά το στάρι αρχίναγε και έτριβε, έλιωνε, γινότανε άχυρο. Αλλά μετά έπρεπε, κάναμε μία ολόκληρη μέρα και παραπάνω -ανάλογα με το σιτάρι που είχαμε- έπρεπε μετά να το λιχνίσουμε, να καθαρίσει το σιτάρι από το άχυρο και να το βάλουμε στα σακιά, να πάμε το σιτάρι στο σπίτι για να το κοσκινίσουμε, να το αλέσουμε και το άχυρο να το φάνε τα ζώα. Ε και εκεί στ’ αλώνια πάλι γινότανε ένα πανηγύρι, γιατί ήτανε κι άλλοι με αλώνια γύρω-γύρω και μαζευόμαστε τα βράδια, κοιτάζαμε το φεγγάρι, κοιτάζαμε… Θα μπορούσε να κρατήσει από τον Ιούλιο, να κρατήσει και μέχρι κοντά της Παναγίας τελειώναμε τ’ αλώνια. Και αν τύχαινε και έριχνε, κάτι κείνα τα χρόνια έριχνε και πολλές βροχές, χαλάζια, αστραπές, φοβόμασταν από κάτω από τα δέντρα που καθόμαστε, όλα αυτά ήταν ένας φόνος και για τα μικρά παιδιά. Γιατί έπρεπε και από κάτω από το δέντρο να μην κάτσουμε άμα έβρεχε. Έπρεπε κάπου να καλυφθούμε, να μη μας πάρει η βροχή. Ε, αυτά όλα ήτανε… Έπρεπε να έχουμε… και δεν υπήρχαν τα μέσα τώρα που πας και παίρνεις τώρα ένα πλαστικό νάιλον και σκεπάζεις ό,τι θέλεις. Τότε δεν είχαμε, δεν είχαμε μέσο να τα σκεπάσουμε. Δηλαδή, τα σκεπάζαμε με κάποια ρούχα, με κάτι, δηλαδή, με κάποια λιοπάνες που μαζεύαμε ελιές το χειμώνα, με κάτι τέτοια πράγματα. Γιατί άμα βρεχότανε το σιτάρι μούχλιαζε, χάλαγε και χάλαγε και το άχυρο που το είχαμε ανάγκη για τα ζώα. Οπότε όλα αυτά μας είχανε μείνει ν’ ακούμε. Και προπάντων βάζαμε αυτί τι θα πούνε οι μεγαλύτεροι, για ν’ ακούσουμε. Γιατί σ’ εμάς δεν μας τα λέγανε αυτά τα πράγματα. Και ήτανε ανατριχιαστικά αυτά όλα που ακούγαμε. Και άλλη μια φορά -να σου πω ένα περιστατικό, για το φάντασμα που λέμε- έγινε το ’81-’82, δεν θυμάμαι πότε, είχε πεθάνει, είχε πέσει από ένα μουλάρι μία γυναίκα εδώ στο Κορακοβούνι, εδώ που μένω τώρα. Ήτανε μεσημέρι και πήγαινε για το ορεινό και φοβήθηκε το μουλάρι και έκανε απότομα, έτρεξε και την έριξε τη γυναίκα κάτω και πέθανε κι εμείς στη γειτονιά κοιμόμαστε όλοι μεσημέρι και δεν καταλάβαμε τίποτα. Μετά καταλάβαμε, που πέρασε άλλη γυναίκα και την είδε κάτω και φώναξε και πήραμε γιατρούς κι αυτά. Αλλά τότε είχε γεννήσει μία γειτόνισσά μου και κουμπάρα μου. Αυτή λένε, η παράδοση λέει, ότι η λεχώνα είναι πολύ καθαρή κι ευαίσθητη και βλέπει πολλά πράγματα όσο να σαραντίσει, να τη διαβάσει ο παπάς. Έτσι το ‘χουνε αφήσει, έτσι τα βλέπουμε χρόνια τώρα. Είχαμε πάει με άλλες δύο γειτόνισσες και μένα η κόρη μου, πρέπει να ‘ταν 3-4 χρονών, 5, η κόρη. Και είχαμε πάει να δούμε αυτή τη γειτόνισσα. Και όταν είχε -δεν είχε σαραντίσει αυτή- πήγαμε να τη δούμε και μόλις φεύγαμε της είπαμε: «Eσύ κάτσε μέσα», γιατί δεν κάνει στο σκοτάδι ούτε για το μωρό ούτε τα ρούχα απλώναμε έξω, δεν έκανε να τα δει η νύχτα. Έπρεπε να απλώσουμε τα ρούχα, να τα μαζέψουμε το βράδυ μέσα, γιατί ήτανε κακό για το μωρό και την… θα παθαίνανε κακό, ήτανε πολλά μωρά που είχανε πάθει και τα διαβάζανε μετά οι παπάδες για να γίνουνε καλά. Και της είπαμε «Μην βγαίνεις έξω, θα φύγουμε εμείς». Είμαστε τρεις γυναίκες και το κοριτσάκι. Και λέει αυτή: «Κάτσε λίγο να σας ξεπροβοδίσω μέχρι την πόρτα». «Όχι όχι, μπες μέσα» της είπαμε. Μόλις πήγαμε, είχε μια αυλή το σπίτι και είχε και μια εξώπορτα σιδερένια. Μόλις επήγαμε να βγούμε, ήταν ακριβώς μία κολώνα της ΔΕΗ που είχε λάμπα και ακριβώς εκεί είχε πεθάνει, πέσει αυτή η γυναίκα. Και η κόρη μου δεν την είχε δει καθόλου τη γυναίκα. Γιατί όταν με φωνάξανε εμένα, την άφησα στο σπίτι μου με το μεγαλύτερο γιο μου, για να μη φοβηθεί το παιδί, τους είπα: «Μην τυχόν και του πείτε τίποτα, βγείτε έξω να δείτε, δεν θα βγείτε από το σπίτι καθόλου». Και πήγα εγώ που είχαν μαζευτεί για να δούμε τι θα γίνει με τη γυναίκα, αν είναι ζωντανή ακόμα. Και μόλις βγήκαμε, η κόρη μου, που βγήκαμε από εκείνη την πόρτα, έτσι ξαφνικά κοίταξε προς τα μέσα και λέει: «Κοίτα μάνα γυναίκα», μου λέει «κοίτα αίματα που έχει, κοίτα!» Αυτό δεν είναι ψέμα που σου λέω, το ‘χανε όλη η γειτονιά το ήξερε τότε. Εμείς μείναμε κάγκελο! Λέμε: «Τι γίνεται, τι λέει;». «Ποια γυναίκα κορίτσι μου;» της λέμε, «ποια γυναίκα;» «Να αυτή, που ‘ναι τα φουστάνια της πάνω ψηλά κι είναι το σκοινί και έχει αίματα, για κοίτα, πάμε να δούμε, να δούμε τι γίνεται». Μείναμε κάγκελο. Φύγαμε και ήταν και ο Χαρής από ‘κει και λέει: «Aν το λέγανε οι γυναίκες, δεν θα τις πίστευα». «Ένα μικρό παιδί» λέει «που δεν είχε δει τίποτα, για να το λέει, κάτι είδε» λέει «δεν γίνεται». Και μετά είπα εγώ στην κόρη της, αυτής της γυναίκας -γιατί ήτανε νέα η καημένη ακόμα- της λέω: «Πήγαινε κάνε ένα τρισάγιο, έναν αγιασμό κάτι, γιατί έτσι κι έτσι είδε η κόρη μου. Κι εγώ φοβάμαι -της λέω- κιόλας, για το παιδί». Και πήγε πραγματικά η κοπέλα και πήγε τον παπά. Τώρα, κατά πόσο είναι αληθινά αυτά, τώρα το παιδί το είπε ότι είδε, είδε αυτά που δεν είχε δει καθόλου. Πώς τα είδε αυτά που δεν είχε δει καθόλου; Να το ‘λεγα ‘γω; Tα ‘χα δει, έτσι; Και να τα πω. Το κορίτσι δεν είχε δει τίποτα. Δεν είχε δει[01:10:00] πώς ήταν η γυναίκα. Δεν της είχα πει τίποτα για να μην φοβηθεί. Και δεν ξέρω και πόσο ήτανε. Το ’78 είχε γεννηθεί η Αγγελική, δεν ξέρω πότε είχε πεθάνει αυτή. Ήταν το ’83; Εκεί. Ή 4 ή 5 χρονών ήταν το παιδί, το κοριτσάκι. Και όμως, είδε τη γυναίκα με τα αίματα, με το σκοινί εδώ πέρα, όπως την είχε ρίξει το μουλάρι και την είδαμε εμείς, την είδε και το παιδί. Και μας είπανε όλοι επειδή πήγαμε στη λεχώνα. «Δεν έπρεπε -λέει- να πάτε και βράδυ και με το παιδί και εκείνη να βγει έξω! Εκείνη δεν έπρεπε να βγει έξω. Καθόλου!» Για τις λεχώνες αυτό είναι γεγονός. Το παραδέχεται και η θρησκεία. Αυτά έχω να σου πω, τι άλλο θέλεις, θέλεις να σου πω. Να σου πω και το Γιάννο που έλεγε η μάνα μου. Και ένα άλλο έλεγε ιστορικό, αλλά είναι… Άι μωρέ για σήκω απάνω, Γιάννο μου Και μη βαριοκοιμάσαι, βρέχει ο ουρανός Βρέχει ουρανός Γιάννο και έβρεχε- Άι μωρέ Γιάννο και βρέχεσαι Α ωρέ βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι Χιονίζει θα κρυώσεις θα σου βραχώ Θα σου βραχούνε Γιάννο μου τ’ άρμα- Άι μωρέ Γιάννο μου τ’ άρματα Ωρέ θα σου βραχούνε τ’ άρματα Και τα βαριά ντουφέκια και τ’ ασημέ- Και τ’ ασημένιο Γιάννο μου το σπα- Ωρέ Γιάννο μου το σπαθί Μωρή κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμόνια Χαμήλωσ’ τα κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Χαμήλωσ’ τα κλωνάρια σου, να κελαηδούν τ’ αηδόνια Αηδόνια μου κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Αηδόνια μου μπιρμπίλια μου, καλά μου καναρίνια Αν είστε από κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Αν είστε από τον τόπο μας, περάστε απ’ το χωριό μας Να στείλω χαι- κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Να στείλω χαιρετίσματα, μαντάτα της Ελένης Ελένη μου κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Ελένη μου στο γάμο σου, στ’ αρρεβωνιάσματά σου Τα χιόνια αλε- κι αμάν αμάν, μαύρα μου μάτια και γλαρά Τα χιόνια αλεύρια να γινούν και τα βουνά βουβάλια Και οι θάλασσες κι αμάν αμάν μαύρα μου μάτια και γλαρά Κι οι θάλασσες γλυκό κρασί, να πιούν τα παλικάρια
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Να ‘σαι καλά κορίτσι μου, να ‘σαι καλά.