© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τα Βλάχικα: η φιλοσοφία της ταβέρνας, η ακμή και η παρακμή. Aπό τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης και τα εργοστάσια της Γερμανίας, ιδιοκτήτης ταβέρνας στα Βλάχικα

Κωδικός Ιστορίας
12005
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλης Σιαμέτης (Β.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/03/2021
Ερευνητής/τρια
Παναγιώτα Βασιλάκη (Π.Β.)
Π.Β.:

[00:00:00]Είναι Τετάρτη 24 Μαρτίου του 2021, είμαι με τον κύριο Βασίλη Σιαμέτη στη Βάρη Αττικής, ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουμε. Λοιπόν, θα ξεκινήσουμε, όπως και πριν τα είπαμε, με μία εισαγωγή στη ζωή σας, στα παιδικά σας χρόνια, τόπο γέννησης, στις μνήμες αυτές.

Β.Σ.:

Λοιπόν, θα ξεκινήσω κι εγώ με τα παιδικά μου χρόνια στον τόπο που γεννήθηκα. Το χωριό μου ονομάζεται Ασπροχώρι Δωδώνης Ιωαννίνων, βρίσκεται στη Λάκκα Σούλι, είναι ακριβώς πίσω από το μαντείο της Δωδώνης προς τη Λάκκα Σουλίου, σκαρφαλωμένο πάνω στα κατσάβραχα του όρους Τόμαρος ή Ολύτσικα. Και απέναντί του το Σούλι και το Ζάλογγο. Με τέτοια βιώματα ιστορικά γεννήθηκα και μεγάλωσα στη γωνία στο τζάκι και παρόλη την ατυχία της παιδικής ηλικίας, μετά τον πόλεμο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο σε ένα χωριό καμμένο απ’ τους Γερμανούς ολοσχερώς. Δεν είχαν κάψει παραδόξως την εκκλησία. Δεν ξέρω αν δεν μπόρεσαν να την κάψουν, επειδή ήτανε πέτρινη ή φοβήθηκαν, θεοφοβούμενοι και δεν την κάψανε και ένα σπίτι, το οποίο έμεινε, γιατί ο ιδιοκτήτης του ανήκε σε αυτό που λέγαμε την εποχή εκείνη ταγματασφαλίτης. Είχε δηλαδή το περιβραχιόνιο των ΕΣ-ΕΣ στο μπράτσο. Ο άνθρωπος αυτός αναγκάστηκε να το πουλήσει μετά το σπίτι και να φύγει απ’ το χωριό, γιατί δεν θα ήτανε καλοδεχούμενος ούτε για να τον θάψουν. Σ’αυτό το χωριό λοιπόν, μεγάλωσα και είχα την τύχη να έχω έναν παππού σοφό, χωρίς εισαγωγικά. Ήταν βέβαια τελειόφοιτος του σχολαρχείου την εποχή εκείνη, το Σχολαρχείο ήταν κάτι, μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σημερινή Ακαδημία δηλαδή, γιατί απ’ το Σχολαρχείο βγαίναν και δάσκαλοι αλλά ήμουν το μεγαλύτερο εγγόνι του απ’ το μικρότερο παιδί του. Είχε 13 παιδιά κι εγώ ήμουν απ’ το 13ο ο πρωτότοκος. Και για 7 χρόνια μοναχογιός. Αυτά τα 7 χρόνια παρότι η κατάσταση ήτανε τόσο τραγική που αν έλεγα στους γονείς μου ότι μου αρέσει αυτή η ζωή, πιθανόν — λεφτά δεν είχαν — αλλά θα πούλαγαν ένα ζώο να με πάνε στον γιατρό, γιατί θα ’λεγαν το παιδί κάτι του συμβαίνει. Σήμερα, όμως, κάθομαι και σκέφτομαι τα νοστάλγησα αυτά τα χρόνια. Ήταν καλύτερα απ’ το σήμερα δυστυχώς. Και το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, γιατί έχω και παιδιά και εγγόνια. 7 χρόνια δεν γνώριζα τι πάει να πει ηλεκτρικό ρεύμα, αυτοκίνητο ακούγαμε, το βλέπαμε στις ζωγραφιές αλλά δεν ξέραμε τι είναι αυτοκίνητο. Τις μόνες ρόδες που είχαμε γνωρίσει ήταν αυτές που χρησιμοποιούσαμε σ’ ένα καρότσι που είχαμε, δεν είχαμε άλλες βιώματα, νερό δεν το συζητάμε. Όλα αυτά ήταν για μένα ένα εμβόλιο, μπορώ να πω διπλής δόσης. Ήταν το εμβόλιο της φτώχειας και της πείνας, το οποίο συνεχεία στη ζωή μου με ωφέλησε υπερβολικά; Ίσως. Μεγάλωσα λοιπόν με έναν άνθρωπο, ο οποίος με έμαθε να γράφω και να διαβάζω πριν πάω στο δημοτικό σχολείο. Είχαμε μία πλάκα τότε, γιατί δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τετράδια και στυλούς, ήταν ένας μικρός μαυροπίνακας, στον οποίο γράφαμε και θυμάμαι περίπτωση, ας πούμε, ήρθε ο παπάς του χωριού, ο οποίος ήταν και γαμπρός του παππού μου και μου λέει «τι κάνεις εκεί;» λέει «γράφει», μα λέει «αφού δεν πήγε ακόμα σχολείο» «και επειδή δεν πήγε σχολείο, τι νόμιζες;» του λέει «εγγόνι δικό μου, να είναι αγράμματο παιδί» και μάλιστα τον απεκάλεσε τράγο, γιατί αυτή ήταν η φράση που χρησιμοποιούσαν. «Και ξέρει;», «ναι». Και μ’ έβαλε, λοιπόν, να γράψω τέσσερις λέξεις, για ένα παιδί που δεν είχε πάει στο σχολείο, δηλαδή, ήταν υπερβολή οι απαιτήσεις του. Αλλά, παρόλα ταύτα, αντεπεξήλθα. Δηλαδή μου λέει «γράψε καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και άνοιξη», τέσσερις λέξεις, οι οποίες απαιτούνταν γνώσεις τουλάχιστον στοιχειώδεις.Του φύγαν και τα γυαλιά που λέμε, δηλαδή με το που το είδε.

Β.Σ.:

Στη συνέχεια, είχαμε την ατυχία να χτυπηθεί το χωριό από σεισμό, με αποτέλεσμα να μείνουμε ένα χρόνο σε σκηνές μαζί το δικό μας χωριό και ένα ακόμη διπλανό, το οποίο κατά τύχη ήταν το χωριό της μητέρας μου. Εκεί ήταν πραγματικά δύσκολα τα πράγματα, γιατί δεν έφτανε μόνον η φτώχεια, ένα φαγητό το είχαμε εξασφαλίσει με ένα συσσίτιο που γινόταν. Αλλά ήταν οι συνθήκες τέτοιες, να κοιμάσαι μέσα στις λάσπες, πολλά παιδιά αρρωστήσαμε απ’ το νερό, ευτυχώς μας προλάβαν και δεν πάθαμε τύφο, δηλαδή στο στάδιο που λέγεται παράτυφος λοιπόν. Και εξαναγκάστηκαν, μόλις πέρασε η χρονιά, να ξαναγυρίσουμε στα σπίτια τα παλιά κι εμάς να μας στείλουνε στο ορφανοτροφείο, για να πάμε στο σχολείο. Το ορφανοτροφείο, λοιπόν, που πήγα λεγόταν Παιδούπολις Άγιος Αλέξανδρος Ζηρού Φιλιππιάδος. Εκεί, θα φανεί οξύμωρο, αλλά γνώρισα τι πάει να πει ζωή. Μέσα στο ορφανοτροφείο. Χαρακτηριστική περίπτωση, όταν πήγαμε — γιατί έπρεπε να φορέσουμε όλοι — μας χωρίσαν σε ομάδες 30-30 παιδιά ήταν σε κάθε ομάδα, σε κάθε κτίριο που μέναμε και τα ρούχα μας όλα, μέχρι τα παπούτσια μέχρι και οι οδοντόβουρτσες που μας δώσανε είχαν ένα νούμερο κι εγώ, εν πάση περιπτώσει, είχα το νούμερο 21. Αυτό ήταν στα σεντόνια μου, αυτό ήταν στις κάλτσες μου, αυτό ήταν στα ρούχα μου, στα πάντα. Λοιπόν, εκεί η πρώτη εντύπωση ήταν, όταν μας βάλαν να κάνουμε μπάνιο. Αφού λοιπόν μας βάλαν σε ένα κτίριο, το οποίο θα θύμιζε σημερινό δεν μπορώ να στο χαρακτηρίσω αλλά εν πάση περιπτώσει — δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να στο πω — αλλά να σκεφτείς ότι ήταν σαν από δω μέχρι την είσοδο που μπήκαμε μονοκόμματα κτίρια, λουτρά κι έβγαινε από μέσα ο ατμός, όπως μας βάζανε. Εμείς δεν μπαίναμε μέσα, φοβούμασταν, γιατί είχαμε ακούσει που έκανε ο δάσκαλος στο μονοτάξιο σχολείο για τα κρεματόρια της Νταχάου στα μεγάλα παιδιά και λέγαμε «πού μας βάζουν, σαπούνι θα μας κάνουν, στο φούρνο μας βάζουν μέσα;» ώσπου πήραμε το θάρρος εν πάση περιπτώσει. Εκεί λοιπόν άρχισε το φαγοπότι. Πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό. Εμείς αυτά όχι απλά δεν τα είχαμε γνωρίσει αλλά δεν ξέρουμε ότι μπορούν και να συμβούν. Εκεί λοιπόν πέρασα ζωή και κότα. Κατά σύμπτωση, η μητέρα που είχα — γιατί κάθε ομάδα είχε μία μητέρα, μία μάνα την ονομάζαμε, είχε και την ίδια ονομασία με τη μάνα μου, Αλεξάντρα. Κι επειδή η μάνα μου ερχόταν τουλάχιστον μία φορά το μήνα, να της φέρει ένα δωράκι, ένα κάτι για να με προσέξει, από υπερβολική αγάπη και ήμουν σαν το χαϊδεμένο της εν πάση περιπτώσει, λοιπόν. Και με έγραψε στα δώρα της Πρωτοχρονιάς, ήρθε να μας τα δώσει η βασίλισσα η Φρειδερίκη. Κι εκεί λοιπόν πλησίασα μπροστά εγώ, έβαλα και τα κλάματα από ντροπή και τα λοιπά και άλλο δώρο είχα γράψει, βέβαια, μου ’δωσε μια φυσαρμόνικα. Ήταν σε κουτάκι μέσα και τα λοιπά και όλα κυλούσαν όμορφα και ωραία, μέχρι που πέθανε ο βασιλιάς ο Παύλος. Πέθανε ο βασιλιάς ο Παύλος και μας πήρανε 12 πούλμαν, 15 πούλμαν — δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πόσα πούλμαν ήτανε, λεωφορεία — και μας πήγαν εκδρομή στα Γιάννενα. Ειδοποίησε τη μάνα μου η γυναίκα αυτή, η μάνα δηλαδή να έρθει, γιατί θα είμαστε στα Γιάννενα, για να με δει. Ήρθε η μάνα μου, συναντηθήκαμε, με άφησε, με πήρε και με πήγανε στα Γιάννενα στην περιοχή, στην πλατεία των Ιωαννίνων. Εκεί ήτανε φωτογράφοι με τα τρίποδα τα παλιά. Και πήγαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. Μας είχαν στο χέρι το περιβραχιόνιο, το μαύρο, το πένθος δηλαδή, λόγω του θανάτου του βασιλιά του Παύλου. Βγάζει το κεφάλι από μέσα ο φωτογράφος και λέει «βγάλτο αυτό να βγει ωραία η φωτογραφία, να είναι ενθύμιο». Το ’βγαλα εγώ και το ακούμπησα πάνω στα λιγούστρα που ήτανε δίπλα αλλά στη συνέχεια, αγκαλιά με τη μάνα, χαρά και τα λοιπά, το ξέχασα το περιβραχιόνιο στα λιγούστρα. Τώρα, μόλις πήγαμε στα λεωφορεία το βράδυ για να φύγουμε, αφού άρχισε η καταμέτρηση μήπως λείπει κανένας, ένας όχι ακριβώς, κοινοτάρχης δηλαδή κάθε κάθε 5-6 ομάδες είχαν και έναν κοινοτάρχη. Λοιπόν, όπου μας μέτραγε, έπεσε το βλέφαρό του, το μάτι του πάνω στο περιβραχιόνιο. Μου λέει «το ’βγαλες ε;» και κατευθείαν ταπάμ μου κοπανάει σφαλιάρα. Εγώ απ’ τη στενοχώρια μου που με χτύπησε και τα λοιπά ξέχασα ότι το’χα βγάλει και το’χα αφήσει στα λιγούστρα γι' αυτό το λόγο. Λοιπόν, άρχισε το κλάμα, έφαγα και δεύτερη «πες μου γιατί το ’βγαλες;», πιεστικά, μετά θυμήθηκα αλλά από αντίδραση δεν το ’λεγα τι έγινε. Έκανα τρεις φορές απόπειρα να φύγω απ’ το ορφανοτροφείο, με [00:10:00]πιάνανε γιατί ήταν κλεισμένο γύρω-γύρω.

Π.Β.:

Θέλετε λίγο να μας το πείτε; Πώς την κάνατε την απόπειρα, τι κάνατε;

Β.Σ.:

Έφυγα το βράδυ, πήγα πάνω σ’ ένα δέντρο για να μπορέσω να ξεφύγω απ’ τα σύρματα. Αυτοί όλη τη νύχτα γυρίζανε, οι φύλακες με τα σκυλιά και τα λοιπά, με μυρίσαν τα σκυλιά που είμαι, με πιάσανε. Την τρίτη φορά κατόρθωσα και πέρασα τα σύρματα. Πέρασα τα σύρματα, ήταν ένα καφενείο, στο οποίο σταματούσαν τα φορτηγά απ’ τα Γιάννενα και πίνανε καφέ, για να συνεχίσουν. Γιατί τότε το δρομολόγιο Αθήνα-Γιάννενα ήταν 9-10 ώρες. Ήταν ο δρόμος παλιός, ήταν τα αυτοκίνητα… Και είχαν μια στάση εκεί, περίπου 1.5 ώρα μετά τα Γιάννενα, για να σταματήσουν να πιουν καφέ. Εγώ, βλέποντας ότι το φορτηγό έγραφε απάνω — γιατί τα φορτηγά γράφανε ή Ιωάννινα ή Αθήνα — λοιπόν, σαλτάρησα και μπήκα στην καρότσα πίσω στο φορτηγό. Στο Αγρίνιο, σ’ ένα βενζινάδικο, Μαμιδάκης το θυμάμαι σαν τώρα, είχε και εστιατόριο. Σταμάτησαν αυτοί να βάλουν πετρέλαιο και να φάνε κιόλας. Εγώ, σήκωσα τον μουσαμά να δω μήπως έφτασα στην Αθήνα. Την ώρα εκείνη, έβαζε πετρέλαιο ο βεντζινάς, με είδε. Πάει μέσα και τους λέει «εντάξει;», «εντάξει». «Το παιδάκι, λέει, γιατί το έχετε στην καρότσα;», όπως μου είπαν μετά. Λέει «ποιο παιδάκι;» αυτοί αναστατωθήκαν, έρχονται λοιπόν, με παίρνουν. Εγώ έβαλα τα κλάματα σαν παιδάκι, γιατί φοβήθηκα, έλεγα θα με παραδώσουν στην αστυνομία, θα γυρίσω πίσω. «Πού πηγαίνεις;», «στην Αθήνα». «Πού πηγαίνεις στην Αθήνα;». Είχε μια οικογένεια εδώ στη Βάρη, οι οποίοι ήταν αδερφοί του πατέρα μου. Κατά σύμπτωση, ο ένας απ’ τους δύο ήταν Κομμουνιστής. Και μόλις του ανέφερα την ιστορία με τον βασιλιά τον Παύλο, συγκινήθηκε. Συγκινήθηκε λοιπόν και, παρότι μου βάλανε να φάω και τα λοιπά, με εμψύχωσε μέχρι που φτάσαμε στην οδό Φαβιέρου, στην Αθήνα. Εκεί φώναξαν ένα ταξιτζή, του λένε «πόσο γράφει για τη Βάρη;» τους λέει αυτός «δεν ξέρω 50-52 δραχμές». Κοίταξε με το βιβλίο. Έβγαλε ένα κατοστάρικο, του λέει «είναι ανιψιός μας», ο ένας έγραψε και το νούμερο που αν ζούνε — που δεν υπάρχει περίπτωση, είναι τόσα χρόνια που — αλλά ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει, πού να τους έχω ξανασυναντήσει. Και έγραψε μέχρι τη Βάρη 52 δραχμές, ο ταξιτζής μου πήρε 50, θυμάμαι ερχόμενος προς τη Βάρη, περνάγαμε, φεύγοντας απ’ την Αθήνα και έβλεπα — ξεχώριζε τότε ο Νέος Κόσμος, ξεχώριζε το Μπραχάμι, ξεχώριζε η Βούλα, Λεωφόρο Βουλιαγμένης, λοιπόν, εγώ κοίταζα τα αυτοκίνητα. Τότε τα αυτοκίνητα είχαν σαν σήμα πίσω των Αθηνών είχαν το Α, το ΑΘ και τα λοιπά, ερχόμενοι όμως προς την λεωφόρο Βουλιαγμένης, προς την αμερικανική βάση, ήταν αυτά τα αμερικανικά τα μπούκ και τα κάντιλακ που είχαν το ΞΑ κι εγώ λέω ΞΑ απ’ την Ξάνθη είναι, δεν μου ’βγαινε άλλος νομός, λέω λεφτάδες, πουλάνε το καπνό, λοιπόν. Αυτά, να μην πολυλογούμε, ήρθα στη Βάρη και στην οποία συνέχισα έπιασα δουλίτσα το καλοκαίρι στην ταβέρνα, μικρό παιδάκι με βάζαν απ’ έξω να κάνω τον παρκαδόρο, στη συνέχεια κατέβαινα για το σχολείο, έβγαζα τα έξοδά μου, μέχρι που ξεκίνησα το Γυμνάσιο κι αυτό στην Ήπειρο σε ορφανό…οικοτροφείο ώσπου ήρθε η περίπτωση της σύγκρουσης με το Σεβαστιανό, που με διώξαν απ’ όλα τα σχολεία. Με τον Αρχιεπίσκοπο Πωγωνιανής και Κονίτσης. Λοιπόν, εκεί αναγκαστικά μπήκα σ’ ένα κομμάτι της πολιτικής που δεν είχε γυρισμό.

Β.Σ.:

Γιατί, ας το αναφέρω πρώτα πώς ακριβώς έγινε και μετά πάμε. Λοιπόν, εκεί συνέβη το εξής είχαμε τότε εκλογές στα σχολεία, οι οποίες είχαν ξεκινήσει από Γεώργιο Παπανδρέου, τον γέρο της δημοκρατίας. Κι εγώ επειδή είχα το σκουλήκι ίσως από τον παππού μέσα μου, γιατί και στο Δημοτικό Σχολείο, στην Στ΄ τάξη ξαναήμουν πρόεδρος των μαθητών. Είχα ξαναβάλει τότες στο Γυμνάσιο και τα λοιπά, μην τα πολυλογούμε, ήρθε να μας μιλήσει — ήτανε το Σάββατο του Λαζάρου έγινε το πραξικόπημα, Δευτέρα του Θωμά ήρθε να μας μιλήσει ο Σεβαστιανός με μία ομάδα, με μία κουστωδία κληρικών απ’ έξω, προσευχές και τα λοιπά. Το σύνθημα ήταν το σύνθημα της χούντας του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Δεν μας πολυπείραζε εμάς, μάς άρεγε μπορώ να πω σαν σύνθημα, γιατί κι εμείς Έλληνες ήμασταν, δεν είχαμε καμία δηλαδή αυτή. Ούτε ξέραμε τώρα χούντα και δημοκρατία ούτε μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε και πολλά πράγματα. Δεν είχαμε καμία πείρα ιδιαίτερη λοιπόν. Κάποια στιγμή, όμως, έκανε δύο ερωτήσεις, τις οποίες δεν έπρεπε να της κάνει σαν ηγέτης δηλαδή εκκλησιαστικός. Λέει όχι ερωτήσεις, έκανε μία πρόταση ποιος έχει απορία σε δύο, επισκίασα εγώ δηλαδή σε δύο ας τις πούμε ερωτήσεις που έκανε, τοποθετήσεις μάλλον που έκανε οι οποίες ήτανε «τι άλλο θέλετε από το Θεό να μας κάνει που μας έσωσε από το προπατορικό αμάρτημα» και πρέπει όλοι να φοράμε στο λαιμό τον σταύρο, έστω και ξύλινο, αν δεν έχουμε την οικονομική ευχέρεια. Εγώ, λοιπόν, ήμουν και λίγο αντιδραστικός, αντιδραστικό πνεύμα, τι αντιδραστικό, ένα ζωηρό παιδί της εποχής. Αλλά της σημερινής εποχής. Αλλά για την τότε εποχή δηλαδή χαρακτηρίζουμουν εύκολα αλήτης. Γιατί τότε ο ζωηρός δεν δικαιολογούνταν σε αυτό το βαθμό. Σήκωσα, λοιπόν, το χέρι σε ένα Γυμνάσιο μικτό, αγόρια κορίτσια, ο γυμναστής, Διαμαντής Αναστάσεως το θυμάμαι σαν τώρα καλή του ώρα, κάνει ένα βήμα πίσω και μου κάνει «φύγε» με χειρονομία. Εγώ λόγω του ότι το Γυμνάσιο ήταν μικτό αφενός, και θα προσβαλλόμουν στα κορίτσια αλλά κι από χαρακτήρα εγώ δεν είχα μάθει να κάνω πίσω, έστω και αν ήταν μπροστά μου… Λοιπόν, ανεβαίνω απάνω, μου λέει «τι αμφιβολίες, έχεις παιδί μου;». Λέω «δεν έχω αμφιβολίες, έχω απορίες». «Τι απορίες έχεις;» συγγνώμη ανάποδα το είπα, λέω «δεν έχω απορίες, έχω αμφιβολίες» λέει «τι;». Μα λέω «είπατε ότι μας έσωσε από το προπατορικό αμάρτημα», λέει «ναι». «Μα η ποινή που δεχτήκαμε για το προπατορικό αμάρτημα ήταν ο θάνατος. Σήμερα ακόμη πεθαίνουμε, άραγε δεν μας έσωσε». Με κοίταξε παράξενα, η δεύτερη ερώτηση μου λέει «άλλο;», λέω «μας είπατε να φοράμε στο λαιμό το σταυρό, έστω και ξύλινο, αν δεν έχουμε την οικονομική ευχέρεια. Μα ο σταύρος είναι το σχήμα που μαρτύρησε ο Χριστός. Εάν εγώ σκοτώσω με αυτό το μαχαίρι τον πατέρα σας, εσείς θα το βάλετε αυτό ποτέ για κόσμημα στο λαιμό;». Γυρίζει τότε με ένα ύφος, ξέχασε δηλαδή το ότι είναι Αρχιεπίσκοπος, αλλά σαν χωροφύλακας της παλιάς εποχής/σχολής δηλαδή εκείνους που δεν ήξεραν, όχι διάλογο να κάνουνε, αλλά ούτε να σε κοιτάξουνε στα μάτια, δηλαδή έπρεπε να τα σκύψεις εσύ για να σε κοιτάξουν και μου λέει «είσαι χιλιαστής, είσαι κομμουνιστής και εισηγούμαι την αποπομπή σου» προς τον γυμνασιάρχη. Δεν μπορούσε να με διώξει αλλά μου ’δωσαν 15 μέρες αποβολή, με τις οποίες εμένα από τις απουσίες. Μ’ έδιωξαν από το Γυμνάσιο, πήγα στο άλλο των Δερβιζιάνων, που με δέχτηκε το μοναδικό που με δέχτηκε, αλλά έμεινα απ’ τις απουσίες. Με διαγωγή χαλασμένη, έπρεπε να πάω να δώσω το Σεπτέμβριο — για να πήγαινα να δώσω τον Σεπτέμβριο, ήμουν κομμένος από χέρι, γιατί ήμουνα ήδη, γνώριζαν ότι ήμουνα ο άνθρωπος, ο οποίος κυνηγημένος από το Σεβαστιανό, το άφησαν. Έφτασα, λοιπόν στη Γερμανία εργάτης, εργοστασιακός εργάτης. Εκεί, είχα πάλι την ατυχία, ήταν και μέσα μου δηλαδή με έτρωγε, συναντήθηκα με κάποιους ανθρώπους του ΠΑΚ της εποχής εκείνης, το ΠΑΚ ήτανε ο προπομπός του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή επί Χούντας ήταν η οργάνωση του ΠΑΚ, Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα. Εκεί λοιπόν δέθηκα, τα συνθήματα με συντάραξαν, έγινα ο… γύριζα από εργοστάσιο σε εργοστάσιο και έβγαζα λόγους. Είχα μέσα μου κι ένα ταλέντο που να ξεσηκώνω δηλαδή τον κόσμο και με είχαν επιλέξει όμορφα κι ωραία γύριζα κι έκανα αυτή την κίνηση, ώσπου με διώξανε και από τη Γερμανία κι ήρθα πάλι στην Ελλάδα επί Χούντας. Με διώξανε, γιατί με κατήγγειλε, με πιάσανε στο Ελληνικό προξενείο μέσα, με δόλο, γιατί ένας Έλληνας, ο οποίος ήτανε, προφανώς ήταν πράκτορας, με προκάλεσε μέσα στο εργοστάσιο δύο φορές. Μετά, αφού είδε ότι εγώ δεν τον χτύπησα, έκανα φασαρίες και μες στο εργοστάσιο αλλά αυτόν δεν τον χτύπησα, έβαλε κάποιον άλλον και μου ζήτησε να πάω σαν διερμηνέας στο προξενείο. Στο προξενείο, δυστυχώς το ελληνικό προξενείο δεν υπήρχε Έλληνας. Ήτανε, δεν υπήρχε άνθρωπος να μιλάει τα ελληνικά κι έπρεπε ο εργαζόμενος ο Έλληνας να πάει με διερμηνεία. Στο προξενείο που μπήκα μέσα, με το που μπήκα, δεν πρόλαβα να πω κουβέντα, το όνομά μου έδωσα μόνο και κατευθείαν με συλλάβανε. Κατευθείαν τα χαρτιά, όμορφα κι ωραία και με φέρανε στη Θεσσαλονίκη, στο τελευταίο βαγόνι, αφού αλλάξαμε και ένα βαγόνι σ’ ένα μέρος έ[00:20:00]ξω από το Βελιγράδι, γιατί το τρένο χώριζαν κάποια βαγόνια και πήγαιναν για Σόφια, Κωνσταντινούπολη και άλλαξαν βαγόνι, με φέραν στη Θεσσαλονίκη, εκεί γνώρισα ένα κουρεματάκι καλό, ένα μπερτάκι καλό, ξύλο, μπερδάκι ξύλο, κούρεμα γουλί. Λοιπόν, από ’κει και πέρα για μένα ήταν μονόδρομος. Δηλαδή δεν είχα περιθώριο ούτε να μην ασχοληθώ με την πολιτική ούτε να μη γίνω αντιδραστικός στη Χούντα, στην οποία συμμετείχα και στην εξέγερση πρώτα της Νομικής, χωρίς να έχω σχέση με τη Νομική και στο Πολυτεχνείο, πάλι χωρίς να έχω σχέση με το Πολυτεχνείο. Δηλαδή, δεν ήμουνα φοιτητής. Συμμετείχα και στα δύο κι εκεί γνώρισα ξανά και το ξύλο και το κυνήγι, λοιπόν. 

Π.Β.:

Να ρωτήσω κάτι, συγγνώμη δε θέλω να σας διακόπτω αλλά για να μην περάσουν έτσι, θέλετε να μου τα πείτε παραστατικά, δηλαδή από τη στιγμή που ήρθατε στη Θεσσαλονίκη…

Β.Σ.:

Ναι…

Π.Β.:

Ποιοι σας παρέλαβαν; Πώς το φάγατε το μπερτάκι κι αργότερα μετά αναλύτικοτατα τα του Πολυτεχνείου.

Β.Σ.:

Στη Θεσσαλονίκη μας παρέλαβαν, ήμασταν σε βαγόνι φυλακισμένων. Και μας παρέλαβαν, καμία σχέση, δεν βγήκαμε εκεί που βγαίνει ο κόσμος στην αποβάθρα και τα λοιπά. Μας περίλαβαν κατευθείαν με κλούβα αστυνομική. Δεν ήμουνα μόνος μου, ήμουν μαζί με άλλους 7. Λοιπόν, μας πήγανε στην διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης εκεί άρχισαν οι ανακρίσεις. Εγώ, όλοι μας, με τον τρόπο μας, αποποιηθήκαμε ότι δεν είχαμε σχέση το ’να, τ’ άλλο. Ωστόσο, πριν φτάσουμε εκεί, μας είχαν πάρει τα αποτυπώματα και μας είχαν κουρέψει και είχαμε φάει και τις σχετικές ο καθένας, γιατί με το που ρωτάγαμε οτιδήποτε η απάντηση δεν ήταν ότι το κάνουμε για αυτό το λόγο, η απάντηση ήτανε «άρπα τη» και τα χέρια πίσω. Το μόνο που μας πείραζε ήταν να μην μας χτυπήσουν στα γεννητικά όργανα, αυτό φοβόμασταν λόγω ηλικίας να μείνουμε… Λοιπόν, στη συνέχεια μετά μας έβαλαν υπογράψαμε ένα χαρτί, ότι είμαστε υπέρ της κυβέρνησης της Επανάστασης, δεν έχομε καμία σχέση με τον Κομμουνισμό, δεν έχομε κυρίως αυτό τους ενδιέφερε, η λέξη Κομμουνισμός, δεν τους ενδιέφερνε ούτε το ΠΑΚ, ούτε για ΠΑΣΟΚ, ούτε για Παπανδρέου — δεν υπήρχε ΠΑΣΟΚ βέβαια αλλά έστω το ΠΑΚ. Η λέξη Κομμουνισμός, γιατί οποιαδήποτε κίνηση τη θεωρούσαν κίνηση κομμουνιστική, για να δικαιολογείται δηλαδή η όλη κατάσταση. Όχι πως δεν το γνωρίζαν ότι ο κομμουνισμός ήταν ανύπαρκτος στην Ελλάδα, τον δημιουργούσαν περισσότερο και αποδείχτηκε αυτό εκ των υστέρων αλλά εν πάση περιπτώσει. Και αποδεικνύεται ακόμα και σήμερα. Λοιπόν, στη συνέχεια εντάξει κατέβηκα και εγώ στο χωριό, πέρασε λίγος καιρός. Ντρεπόμουν ακόμη και να κατέβω να ’ρθω στη Βάρη για δουλειά, γιατί έπρεπε να μεγαλώσουν λίγο τα μαλλιά. Στο χωριό με κοροϊδεύαν μου λέγαν «πήγες φαντάρος;», καταλαβαίνεις. Αλλά ευτυχώς, λόγω ηλικίας, μεγαλώσανε γρήγορα και έτσι ήρθα στη Βάρη. Στο Πολυτεχνείο έφυγα απ’ τη Βάρη και πήγα. Ο θείος μου, Θεός σχωρέστον, μου ’λεγε «μη πας Βασιλάκη, θα μου δημιουργήσει προβλήματα, γιατί έχω παιδιά κι εγώ», ο πατέρας του Βαγγέλη του Δελλή, «έχω παιδιά κι εγώ». Καταλαβαίνεις τώρα, τα χρόνια ήταν δύσκολα. Εγώ όμως του ’λεγα «θείο μου, εγώ θα πάω και θα πάω να μείνω αλλού. Δεν μπορώ εγώ να κάτσω έξω». «Το σέβομαι» μου ’λεγε ο κακομοίρης «αλλά σκέψου κι εσύ, σκέψου κι εμένα». Στο Πολυτεχνείο συμμετείχα όλες τις μέρες μέχρι την Παρασκευή το βράδυ, που έπεσε. Και μάλιστα, όταν με χτύπησαν, ήμουνα σε ένα τρόλεϊ στην Πατησίων και ανέβηκα πάνω να… κατεβάσαμε τον κόσμο, γιατί περνούσανε με τα αυτοκίνητα τα νοσοκομειακά και ρίχναν δακρυγόνα, δήθεν ότι περνάνε, τα αφήνουνε και δακρυγόνα. Κλείσαμε, λοιπόν, την είσοδο και πώς να γυρίσουμε το τρόλεϊ, για να κλείσουμε το δρόμο. Σπρώξαν οι άλλοι, μπήκα στο τιμόνι εγώ, ήξερα να οδηγήσω αλλά αυτό, μόλις έφυγε από πάνω, δεν έπιανε ούτε φρένο ούτε τίποτα. Και το κοπάνησα στη μάντρα πάνω. Τ’ αφήσαμε. Ήρθε η ώρα που ξεκινήσαμε τη μεγάλη πορεία, πριν πέσει το Πολυτεχνείο και όταν έφτασα στη Σταδίου, μόλις περάσαμε τα Χαυτεία, μπροστά από μένα ήταν ο κόσμος, να πω 500 μέτρα; Μπορεί και περισσότερα. Με το που άρχισε, όμως, η αστυνομία τα δακρυγόνα και τις πλαστικές σφαίρες και τα λοιπά, εγώ βρέθηκα μπροστά χωρίς να το καταλάβω. Λες και δεν πάτησα καθόλου, δηλαδή στον αέρα. Είναι οι περίεργες αλλαγές που συμβαίνουν σε τέτοιες πορείες. Λοιπόν, εκεί ξύπνησα μέσα στο Πολυτεχνείο, δηλαδή μεταφερμένος. Είχα χάσει το φως μου, γιατί είχε σκάσει δακρυγόνο μπροστά μου. Λοιπόν, ήμουνα κατάμαυρος, γιατί όταν γύρισα στη Βάρη την άλλη μέρα, φαινόμουν λες και ήμουνα γανωμένος, ενώ ήταν μαύρος από ξύλο δηλαδή, όχι… Αλλά δόξα τω Θεώ, ήταν η ηλικία τέτοια που δεν έσπασα τίποτε, δεν μου’χαν σπάσει τίποτα, δεν έπαιρνα χαμπάρι. Να σου πω ότι είναι κάποιες κινήσεις αυτές, που αν τις ζήσεις, μοιάζουν λίγο με το πιοτό, το οποίο, αν δεν πιεις δεν ανεβαίνεις για χορό. Μόλις πιεις το πρώτο, δεύτερο ποτήρι και μπεις στο χορό, μετά δεν σταματάς και το τραγούδι που δεν ξέρεις το πας, το χορεύεις. Κατάλαβες; Είναι παράξενα τα αισθήματα. Λοιπόν και έρχομαι ξανά στη Βάρη, να μη δημιουργήσω προβλήματα στον θείο μου.

Β.Σ.:

Παρέλειψα να σου πω ότι, στο διάστημα αυτό, ήμουν ο περιζήτητος σερβιτόρος και ο μικρότερος σε ηλικία στην περιοχή. Γιατί για να γίνεις σερβιτόρος πρέπει να περάσεις κάποια χρόνια, να είσαι λίγο σοβαρός, σεβάσμιος. Εγώ με είχαν ανάγκη, επειδή μίλαγα τα γερμανικά και συνέβαινε το εξής: στην περιοχή έρχονταν πολλοί τουρίστες και Γερμανοί και Ολλανδοί, Βέλγοι, Αυστριακοί, οι Ιταλοί μιλούσαν κι αυτοί γερμανικά πάρα πολλοί. Εγώ το εκμεταλλεύουμουν αυτό και με φωνάζανε μου λέει «έλα εδώ, ξένος» μου λέγανε. Πήγαινα εγώ, εγώ του ’λεγα αμέσως «Sprichst du Deutsch? - Μιλάτε γερμανικά;», μου ’λεγε «ναι». Απού πού είστε, μου ’λεγε παραδείγματος χάριν ότι είναι Βέλγος. Εγώ όμως συνεννοούμουν στα γερμανικά μαζί του πολύ ωραία. Δεν τους έλεγα, όμως, ότι εγώ μίλησα γερμανικά μαζί του. Και λέγανε «και βέλγικα ξέρει αυτός και ολλανδέζικα ξέρει; Και εν πάση περιπτώσει, το εκμεταλλεύουμουν αυτό και ήμουνα ο περιζήτητος σερβιτόρος. Και βρέθηκα, λοιπόν, σερβιτόρος στη Βάρη σ’ έναν πραγματικό δάσκαλο της ταβέρνας, τον αείμνηστο, συγχωρεμένο, τον Τάκη τον Βογιατζή, ο οποίος ήταν από οικογένεια ταβερναρέων απ’το Μοσχάτο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο δάσκαλος της περιοχής. Κοντά του στη Βάρη ήταν τότε 6 ταβέρνες. Όλοι ήτανε μαθητευόμενοι μπροστά του. Όποιος τον ακολούθησε πρόκοψε. Όποιος έβλεπε την ταβέρνα σα, ευκαιριακά για να ’κονομήσει διαλύθηκε. Θυμάμαι σε αυτόν τον άνθρωπο δύο χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Η μία είναι όταν πήγα και ζήτησα δουλειά. Μπήκα μέσα, ζήτησα τον κύριο Τάκη, σταλμένος και μου λέει «δεν είναι εδώ αλλά καθίστε« και μου ’δειξε ένα τραπέζι, το οποίο ήταν για 8 άτομα το τραπέζι. Εγώ πήγα και κάθισα στη γωνία. Πήγε μέσα και γύρισε, μου λέει «τι τον θέλετε;» λέω «για δουλειά» μου λέει «εγώ είμαι» και μου χαμογέλασε. Σηκώθηκα εγώ όρθος, μου λέει «κάθισε, παιδί μου, κάθισε. Πού δούλευες πριν;», του είπα πού δούλευα, μου λέει «αύριο θα έρθεις για δουλειά». Μετά από ένα χρόνο, μου είπε ότι σε πήρα γιατί κάθισες στη γωνία. Αν είχες καθίσει στη μέση στο τραπέζι, μου λέει, θα σκεφτόμουν πολύ να σε πάρω. Γιατί στη γωνία είσαι έτοιμος να πεταχτείς για τον πελάτη, μόλις θα σηκώσει το χέρι. Στη μέση, στρογγυλοκάθεσαι και δεν σε νοιάζει ο πελάτης». Μου τ’ ανέλυσε αυτά μετά από ένα χρόνο. Και η δεύτερη περίπτωση ήταν όταν κρυφάκουσα να μιλάει με έναν έμπορα, που του ’χε φέρει τα αρνιά. «Αν είχα 10 ανθρώπους σαν αυτό το παιδί, θα άνοιγα 10 μαγαζιά». Και, μετά από αυτά, ας πάμε στην περιοχή που λέγεται Δίλοφο, Βλάχικα. Τα Βλάχικα λοιπόν είναι μία… δημιουργήθηκαν αυτό το κομμάτι θα το χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες: η μία είναι η δημιουργία τους, η ακμή και η παρακμή, γιατί δυστυχώς αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε παρακμή. Η δημιουργία λοιπόν είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Δηλαδή, έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες, ακόμα και η τύχη μπορώ να πω αλλά το βασικότερο ήταν το σημείο, ο δρόμος, το πέρασμα. Το πέρασμα για τα Μεσόγεια, το πέρασμα για τις ταβέρνες της Βάρης. Και ήταν ένα μια περιοχή, η οποία είχε εκατέρωθεν του δρόμου μεγάλα οικόπεδα, άχτιστα οικόπεδα που δεν έχουν κτισθεί και είχαν τη δυνατότητα, παρότι ήταν εκτός σχεδίου, να χτιστούνε νόμιμα σαν εφαπτόμενα επί κεντρικής Λεωφόρου. Ο δρόμος, βέβ[00:30:00]αια, δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που είναι σήμερα, δηλαδή ήταν ένας δρόμος ούτε η μία λωρίδα που είναι σήμερα είναι μεγαλύτερη από αυτό που ήταν τότε. Περνούσε ένα αυτοκίνητο από μία πλευρά, ανόδου κι ένα καθόδου. Αυτά ήταν τα Βλάχικα. Και ξεκίνησαν, λοιπόν, οι πρώτες δύο ταβέρνες. Όχι σε αυτή την κατάσταση, πολύ πιο, πώς να πω, πολύ πιο απλοϊκά. Η ταβέρνα από μόνη της είναι μία φιλοσοφία ολόκληρη, είναι μια κουλτούρα, δεν είναι το μαγαζί που θα πα να γεμίσεις το στομάχι. Είναι το μαγαζί που θα πας να φας, να διασκεδάσεις, να γλεντήσεις, να κάνεις τον γάμο, να κάνεις τη βάφτιση. Στο εστιατόριο πας και έρχεται ο σερβιτόρος και λέει «τι θα φάτε». Στην ταβέρνα θα ’ρθει πρώτα να πει «τι θα πιείτε» και μετά θα ρωτήσει «τι θα φάτε». Είναι τελείως διαφορετικό κομμάτι. Άλλο τώρα αν μπλέξανε όλα, τα ’καναν αχταρμά, restaurant και εστιατόρια και το ένα το άλλο. Εν πάση περιπτώσει, οι άνθρωποι που ξεκίνησαν τα Βλάχικα ήταν άνθρωποι, οι οποίοι ήταν πεινασμένοι καταρχάς οικονομικά, είχανε δίψα για δουλειά αλλά και σεβασμό στο επάγγελμα. Είχαν ξεκινήσει δηλαδή απ’ αυτή τη δουλειά. Λοιπόν, και πολλοί απ’ αυτούς, πολλοί… συγκεκριμένα δύο από τους Δελλήδες, είχαν δουλέψει στον Τάκη τον Βογιατζή που προανέφερα, γι αυτό τον ανέφερα, λοιπόν, και άλλοι δύο στη Βάρη. Ξεκίνησαν το πρώτο μαγαζί Τα 4 αδέρφια, στη συνέχεια άνοιξε η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, αυτές οι δύο οικογένειες, λοιπόν, μονοπώλησαν για 2-3 χρόνια την όλη κατάσταση, η μία ανοίγοντας και δεύτερο μαγαζί, η άλλη και τρίτο στη συνέχεια. Και ενώ ήταν μία περιοχή που απ’ τη μία πλευρά έβλεπες την άλλη τι γίνεται, έφτασε στο σημείο να γίνουν, να φτάσουν στην περιοχή 17 ταβέρνες. Και όλα αυτά ήτανε στην αρχή επί Εφταετίας κυρίως, γιατί την τελευταία χρονιά που θυμάμαι που ’γίναν έτσι πολλά μαγαζιά ήταν το ’67. Γίναν τρία μαγαζιά ταυτόχρονα, το ’67. Βέβαια, γίναν μετά και κάποια άλλα μέχρι το ’81, δηλαδή είχαμε μία συνεχόμενη μικρή άνοδο αλλά η γερή, η αρχική άνοδος ήταν αυτή επί Εφταετίας όσον αφορά το χτίσιμο. Λοιπόν, εκεί άρχισε ένας συναγωνισμός, πολλές φορές ξέφευγε τα όρια, γιατί ο κλάδος των εστιατόρων δεν φημίζεται ποτέ ούτε για πνεύμα αλληλεγγύης ούτε για συνεργασία. Και ο ανταγωνισμός τους, δυστυχώς, μπορώ να πω ότι πολλές φορές ξεπερνάει και τα στοιχειώδη όρια. Δηλαδή, δεν μιλάμε καν για τον υγιή και θεμιτό συναγωνισμό. Ξεπερνάει κι αυτά τα όρια. Επειδή διετέλεσα επί σειρά ετών πρόεδρος των εστιατορίων, ξεκινώντας απ’ αυτή την περιοχή, διετέλεσα στο Επιμελητήριο, σύμβουλος Πανελλήνια Ομοσπονδία, ΓΣΕΒΕΕ, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα κι έχω ζήσει αυτό το κομμάτι των επαγγελματιών τόσο καλά που, όταν έχουν ανάγκη, τρέχουν κοντά σου, μόλις περάσει αυτό έχουν αναγάγει σαν φιλοσοφία πολλοί — ευτυχώς όχι όλοι, πολλοί όμως — ότι πιστεύουν ότι ο θάνατος του γείτονα θα σημάνει και τη δική τους ευημερία. Ή κάποιοι άλλοι έχουν κρυφό πόθο να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, που ’λεγε ο Χριστόδουλος και δεν ενδιαφέρονται για να αποκτήσουν δική τους. Αυτό, βέβαια, το αντιλήφθηκαν τώρα με την Πανδημία, η οποία τους έδωσε να καταλάβουν ότι ο γιαλός δεν ήταν στραβός αλλά στραβά αρμενίζατε. Ο ανταγωνισμός, λοιπόν, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, άλλοτε θεμιτός άλλοτε αθέμιτος. Υπήρξε μια συγκυρία, η οποία έφερε πολύ κόσμο στην περιοχή. Επί Εφταετίας ξεκινώντας, που ο κόσμος δεν είχε άλλες επιλογές, έβγαινε στην ταβέρνα. Στη συνέχεια, έπεσαν Άραβες πολλοί και οι Άραβες ανοίγαν το πορτοφόλι και σου λεγε «πάρε όσα θέλεις» κι εκεί δεν το εκμεταλλεύτηκαν σωστά. Αλλά αυτό είναι στο κομμάτι παρακάτω που θα αναφερθώ για την παρακμή της περιοχής. Μία άλλη παράμετρος που βοήθησε την περιοχή ήταν που δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα σκυλάδικα- μπουζουξίδικα. Αυτά, λοιπόν, κάποιοι θεώρησαν ότι έκαναν ζημιά στην περιοχή. Εγώ, όμως, όχι απλώς ξέρω, γνωρίζω αλλά έζησα, γνωρίζω ότι ευεργέτησαν την περιοχή και θα το πω γιατί. Οι άνθρωποι αυτοί αλλάζανε τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο το πρόγραμμά τους. Ορχήστρα, τραγουδιστές και τα λοιπά, οι οποίοι για να πάρουν το μεροκάματο έπρεπε να φέρουν πελάτες. Αυτή είναι η νοοτροπία του σκυλάδικου, «φέρτα να τα πάρεις» δεν έχει, δεν διαθέτει το μεγάλο το όνομα που θα τρέξουμε και τα λοιπά αυτό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έρχονται και να ρωτάνε «πού είναι ο Γαλαξίας, πού είναι το τάδε μαγαζί, πού είναι το τάδε». Αυτοί, όμως, επειδή εκεί δεν είχαν φαγητό, ερχόταν στις νταβέρνες, τρώγανε και μετά πήγαιναν στα μπουζουξίδικα. Δεύτερον, κάποια στιγμή που δεν θέλαν να πάνε στα μπουζούκια και λέγαν «να πάμε σε μία ταβέρνα», επιλέγαν ξανά τη Βάρη που την είχαν μάθει. Και όλο ανανεώνονταν ο κόσμος, έρχονταν κόσμος καινούργιος. Το άλλο κομμάτι που ευνόησε πολύ ήταν ότι είναι μεγάλα τα οικόπεδα και είχε τεράστια πάρκινγκ. Θα σου πω μόνο ένα πράγμα, ότι τα δύο χιλιόμετρα αυτά που είναι τα μαγαζιά αυτή τη στιγμή δεξιά και αριστερά, κάθετα προς το δρόμο ήτανε, τις ώρες αιχμής, σε όλα μπαρκαρισμένα αυτοκίνητα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει, δεν έχει τη δυνατότητα να σταματήσει κανένα. Δεύτερο, πολλαπλό γιατί δεν θυμάμαι αν είναι δεύτερο, τρίτο, ή τέταρτο απ’ αυτά που λέω είναι το ότι η περιοχή είχε τεράστια δυνατότητα να σταθμεύσουν τα λεωφορεία, τα πούλμαν. Τα πούλμαν, τα οποία δεν ήταν τα οργανωμένα με τουρίστες, ήταν τα πούλμαν που ξεκίναγαν για να πάνε εκδρομή στο Λαύριο, ξεκινούσαν για να πάνε στον Άγιο Κωνσταντίνο, να πάνε σε αρχαιολογικούς χώρους και τα λοιπά. Πού ’βρισκαν περιοχή με πολλά μαγαζιά, για να απλωθούν να φάνε και να σταματήσουν τα λεωφορεία ε; Στα Βλάχικα! Δεν υπήρχε άλλη περιοχή. Αυτές οι συγκυρίες όλες βοήθησαν, αλλά δημιούργησαν όμως ένα, μάλλον ήταν η αφετηρία για ένα λάθος ξεκίνημα. Πέσαν στην περιοχή άνθρωποι αεριτζήδες, άνθρωποι της αρπαχτής στη συνέχεια. Δηλαδή έβλεπαν ότι υπάρχει κίνηση και το είδαν το θέμα να τα αρπάξουμε, να τα πάρουμε. Δεν είχαν σχέση με το επάγγελμα. Εκεί λοιπόν άρχισε η φθίνουσα πορεία. Οι άνθρωποι αυτοί άρχισαν να κλέβουν τους τουρίστες. Είχα φτάσει στο σημείο να σιχαθώ τον εαυτό μου, να σταματάει ο ταξιτζής απ’ έξω και να μου σηκώνει το χέρι και να μου λέει «έχω 5, τι μου δίνεις; Έχω 5 άτομα, πόσα μου δίνεις;». Εξαναγκάστηκα λοιπόν και κάθισα με το λεξικό να μάθω αραβικά, για να μην δίνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο μια δραχμή. Και μόλις σταματούσε, εγώ του μίλαγα στα αραβικά, έλεγα ας πούμε «άχλεν μουασάχλεν», στα αραβικά ας πούμε «καλώς όρισες, φίλε μου», «σαμπαχαρχίρ» και τα λοιπά και τον πήγαινε τρία μαγαζιά πιο πέρα, τον άφηνε και παράταγε τον ταξιτζή και ερχόταν σε μένα. Εκεί αυτό για μένα ήτανε, καταλαβαίνεις, δεν ήταν μόνο το οικονομικό θέμα, ότι έπαιρνα τον πελάτη, ήταν έβγαζα το άχτι μου. Γιατί έβλεπα ότι οι άνθρωποι αυτοί, σε συνδυασμό με τους ασυνείδητους επαγγελματίες, θα καταστρέψουν την περιοχή. Και όντως έτσι έγινε και ακολούθησαν αυτή τη γραμμή και στη συνέχεια και με τους Ρώσους. Ήμουν πάντα αντίθετος με αυτή την τακτική, δεν μπόρεσα ποτέ να συνεννοηθώ, γιατί σας είπα προηγουμένως τη νοοτροπία του ελεύθερου επαγγελματία. Ίσως θα φυτοζωούσαν ακόμα και σήμερα με αυτές τις καταστάσεις αλλά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έγινε η διαπλάτυνση του δρόμου, η οποία μοιραία τους έκλεισε στο καβούκι τους. Γιατί περιόρισε τόσο πολύ το κομμάτι που λέγεται πάρκινγκ/στάθμευση και μειώθηκε τόσο πολύ η πίτα που δεν έφτανε πλέον ούτε για αεριτζήδες ούτε για επαγγελματίες. Και άρχισαν ένα-ένα τα μαγαζιά να κλείνουνε και να είναι αυτή η κατάσταση, γίνανε συνεργεία, άλλαξε το χρώμα της περιοχής, κάθε μαγαζί που ξενοικιάζονταν — δεν διανοούμασταν την εποχή εκείνη να μείνει μαγαζί ξενοίκιαστο στα Βλάχικα. Με το που ρίχνονταν οι κολώνες, είχε νοικιαστεί κιόλας. Και τώρα και ξενοίκιαστο θα βρεις κι έτοιμα να κλείσουν θα βρεις κι όλα αυτά, δεν φταίει μόνο η οικονομική κατάσταση. Η οικονομική κατάσταση κάποια στιγμή μπορεί να διορθωθεί. Αλλά το τελειωτικό χτύπημα στην περιοχή δόθηκε απ’ την υπεροικοδόμηση, οικοδομήθηκαν δηλαδή και το τελευταίο μέτρο που θα μπορούσε, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να βρίσκουνται μόνο δύο οικόπεδα στην πιάτσα για πάρκινγκ. Λοιπόν, τα οποία, αν χτιστούνε θα σβήσουν και αυτά τα δύο μαγαζιά που στηρίζονται δηλαδή, που στηρίζουνται στο θέμα του πάρκ[00:40:00]ινγκ. Λοιπόν, κάποιοι ονειρεύονται — γιατί κι αυτή τη στιγμή είμαι στο τοπικό συμβούλιο της περιοχής και είχαμε μάχες και τα λοιπά— ονειρεύονται ότι θα ξανακάνουμε την περιοχή όπως ήταν. Λοιπόν, εγώ τους είπα επανειλημμένα ότι μόνο μνημόσυνο μπορείτε να κάνετε τώρα, με λύπη μου τους λέω αυτή τη φράση, γιατί δεν μπορεί να γίνουν τα Βλάχικα, όπως ήταν. Για να γίνουν, πρώτον, πρέπει να γκρεμίστε τα μισά κτίρια, δεν γίνεται αυτό, δεν συντρέχει κάνενας λόγος. Δεύτερον, πρέπει να ξαναγίνει στενός ο δρόμος, ούτε αυτό γίνεται. Όταν έγινε ο δρόμος, στον οποίο συμμετείχα και πάλι σαν πρόεδρος των εστιατόρων και κοινοτικός σύμβουλος, εγώ ήμουν υπέρ του να περάσει ο δρόμος έξω απ’ το χωριό. Γιατί υπήρχαν τρεις προτάσεις, η μία ήταν να γίνει υπόγεια στον ήδη υπάρχων, υπόγεια, η μία ήταν να γίνει έξω απ’ το χωριό και η μία απ’ έξω. Η υπόγεια θεωρήθηκε απ’ το ίδιο το κράτος ασύμφορη και χρονοβόρα, χρονοβόρα, γιατί θα καθυστερούσε και τα έργα ήταν επείγοντα λόγω του αεροδρομίου και των Ολυμπιακών Αγώνων. Έμειναν, λοιπόν, οι δύο περιπτώσεις: η μία για από μέσα από το χωριό η διαπλάτυνση και η άλλη απ’ έξω. Εγώ πάλι ήμουν απ’ έξω να περάσει και μου επετέθηκαν κάποιοι ντόπιοι και μου λέει ότι «εσύ μπορείς αύριο να πάρεις στο μαγαζί σου και να πας πιο κάτω. Εμείς τα κτήματα μας δεν μπορούμε κι αν πέρασει απ’ έξω μας θα ακυρώσει την αξία τους». Λέω «η αξία τους θα μηδενιστεί τώρα, όχι όταν θα περάσει απ’ έξω και θα με θυμηθείτε». Τώρα το θυμούνται αλλά είναι αργά. Εγώ διαθέτω μαγαζί εκεί, ο γιος μου στην περιοχή. Αυτοί, όμως, όχι μόνο μαγαζί δεν διαθέτουν αλλά εξαναγκάζονται ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ να βρίσκουνε λύσεις ανάγκης, να τα νοικιάσουν και τα λοιπά και τρέμουν, γιατί όποιο ξενοικιάζεται δεν νοικιάζεται και είναι μια κατάσταση δραματική. Πόσο θα τραβήξει δεν το γνωρίζω. Υπάρχει περίπτωση να σωθεί; Ναι, για μένα μόνο μία. Να γίνει, να περάσει το μετρό από την περιοχή και να γίνει μία στάση μετρό εκεί. Μόνο τότε μπορεί να γίνει ανάπτυξη της περιοχής, όπως δημιουργήθηκε εκεί. Διαφορετικά, με μεγάλη μου λύπη δεν το βλέπω, δεν βλέπω άλλη λύση προς το παρόν. Να κάνουμε μία στάση να δούμε τι άλλο μπορούμε να…

Π.Β.:

Να συζητήσουμε; Θα σας κάνω εγώ. Εκτός αν θέλετε εσείς τίποτα.

Β.Σ.:

Εντάξει, περιληπτικά νομίζω εγώ ότι.. Τι άλλο θες; Βοήθησε με κι εσύ.

Π.Β.:

Ναι, λοιπόν εγώ θα ήθελα να ρωτήσω μάλλον πιο εμπειρικά σας ζητήματα σχετικά με το θέμα. Θα ξεκινήσω από το ίσως τετριμμένο, γιατί ονομάστηκαν και από πότε Βλάχικα;

Β.Σ.:

Ναι, το όνομα της περιοχής ήταν Δίλοφο. Βλάχικα πήραν την ονομασία σαν να την πούμε σαν παρατσούκλι, σαν παρώνυμο, λόγω του ότι ήταν κονάκι βλάχων. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι που συντέλεσε, γιατί κατέβαινε ο άλλος στην περιοχή, στην ταβέρνα για να φάει και έβλεπε απέναντι τον τσέλιγκα για να περνάει με 200-300 πρόβατα και τα λοιπά. Και σου λέει «όλοι αυτοί εδώ έχουν αρνιά δικά τους, έχουν» — που τα αρνιά τις περιοχής, στην καλύτερη περίπτωση, όταν οι ταβέρνες δεν είχαν φτάσει τις 17 αλλά, όταν ήταν 7, δεν έφταναν ούτε για ένα μήνα. Αλλά δημιουργούνταν η εντύπωση ότι είναι αυτοδύναμη, όπως και βοήθησαν όσον αφορά την περιοχή. Ένα άλλο κομμάτι πάλι ήταν τα γιαούρτια που πουλούσαν, με αποτέλεσμα είχαν γίνει τότε δύο γαλακτοπωλεία, τα οποία στην ουσία πουλάγαν γιούρτι περισσότερο, γάλα όχι αλλά κοντά σ’ αυτά ήταν άλλοι 5 που πουλάγαν απ’ έξω γιαούρτια. Όλοι νομίζαν απ’ την περιοχή, ενώ τα γιαούρτια ερχόνταν τη νύχτα έτοιμα απ’τα Καλύβια, απ’ το Κορωπί. Αυτά όμως ένα παραμύθι ήταν. Πολλά πράγματα στη ζωή είναι ένα παραμύθι. Αυτό το παραμύθι, όμως, βοήθησε, συντέλεσε στο να γίνει η πιάτσα. Αυτή είναι η…

Π.Β.:

Marketing!

Β.Σ.:

Marketing αλλά από τύχη, χωρίς σχεδιασμό. Ένα άλλο κομμάτι που δε θίξαμε ήταν η κρατική βοήθεια ή, για να είμαστε πιο σωστά, η δημοτική βοήθεια. Η Βάρη ήταν η πλουσιότερη κοινότητα στην Ελλάδα από έσοδα, τα οποία προέκυπταν από τον κοινοτικό φόρο, απ’ τον δημοτικό φόρο, ο οποίος λάθος λέγεται δημοτικός φόρος, είναι ανταποδοτικό τέλος στην ουσία και ουδέποτε το χρησιμοποίησε ο δήμος σαν ανταπόδοση. Δηλαδή είναι ένα τέλος που εισπτράττει ο δήμος, για να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς. Η εστίαση και τα συναφή επαγγέλματα της εστίασης, είχαν κάνει την κοινότητα Βάρης την πιο πλούσια. Μάλιστα κάποια στιγμή την είχε περάσει η Βουλιαγμένη για ένα χρόνο, δύο, λόγω του Αστέρα και ξανά η Βάρη, σαν κοινότητες μιλάμε, όχι σαν δήμος. Δεν είχαν όμως ποτέ, ποτέ μα ποτέ, με κανέναν στο τιμόνι του δήμου υποστήριξη. Και για να μην είμαι και τελείως άδικος, ο μοναδικός που έστω και λίγο βοήθησε ήταν κάποιος Αναστασίου δήμαρχος, ο οποίος έκανε μόνο για μια θητεία, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν τους κυνήγησε. Οι άλλοι ήταν κι εχθροί, δηλαδή αντί να βοηθήσουν κυνηγούσαν. Ο Αναστασίου κάλυψε και τα έξοδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας που κάναμε μία δόση στο On The Rocks κατά τα 50% απ’ τον δήμο. Ήταν μια βοήθεια εν πάση περιπτώσει προς τον κλάδο των εσιατόρων. Οι υπόλοιποι τι να σας πω. Δηλαδή και της Βάρης, όσοι διετέλεσαν έβλεπαν τον ταβερνιάρη σαν τον, όχι σαν τον άνθρωπο που τους φέρνει χρήμα, αλλά σαν τον άνθρωπο που ’κονομάει χάρη στη δική τους περιουσία, χάρη στο δικό σους τόπο λοιπόν. Και με το που ενώθηκε τα 3Β, όταν άκουγε για εστιάτορα είδε, έβλεπε, νόμιζε ότι ήταν αυτός ο ταύρος και ο εστιάτορας το κόκκινο πάνι, να τον διαλύσει. Λοιπόν, δεν είχαν ποτέ μα ποτέ βοήθεια σε τοπικό επίπεδο και συνεχίζεται αυτό το βιολί, δυστυχώς, και συνεχίζεται. Άλλο.

Π.Β.:

Λοιπόν, τώρα θα ήθελα να μου πείτε κάποια περιστατικά που εσάς ως εστιάτορα σας σημάδεψαν, είτε αυτά είναι θετικά είτε αρνητικά. Δηλαδή εμπειρίες από μία παρέα, για παράδειγμα, που σας έχει μείνει αξέχαστη ή κάποιος καυγάς που έγινε. Δηλαδή έτσι ιστορίες μέσα από την ταβέρνα.

Β.Σ.:

Είναι πολύ μεγάλο κομμάτι, είναι η ζωή μου ολόκληρη, όπως καταλαβαίνεις. Θα ’λεγα ότι τα θετικά είναι τόσο πολλά, αναρίθμητα μπορώ να πω, γιατί με την ταβέρνα, με τη φιλοσοφία της ταβέρνας ήμουν ερωτευμένος. Παράξενο, ναι. Μπορεί να ερωτευτεί ένας άνθρωπος ένα επάγγελμα; Αν δεν το ερωτευτεί και δεν το αγαπήσει, να μην το κάνει, κατά τη δική μου άποψη. Βεβαίως, υπάρχουν και αρνητικά. Εγώ όταν μου ’κανε παράπονα ένας πελάτης ας πούμε και καταλάβαινα ότι έχει δίκιο, ερχόμουν το βράδυ και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Εάν είχε άδικο, το ξεπέρναγα με τον τρόπο μου, όμορφα κι ωραία. Δηλαδή, προσπαθούσα να του δικαιολογηθώ αλλά χωρίς να του αφαιρέσω το δίκιο, γιατί ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, σύμφωνα με την έκφραση και τα λοιπά. Μου ’κανε εντύπωση μεγάλη κάποτε, είχα μία παρέα, η οποία με ακολουθούσε από σερβιτόρο, πριν ανοίξω μαγαζί και τα λοιπά και μ’ ακολούθησε από το ένα μαγαζί το δικό μου, το πούλησα, πήγα στο άλλο ήρθαν στο άλλο. Και μπροστά στο μαγαζί βάζαμε τα αυτοκίνητα στην αρχή, για να γίνεται ο μπούγιος και μετά τα παίρναμε, τα βάζαμε πίσω, για να δημιουργείται ένα κλίμα, να δείχνεις στον κόσμο ότι έχει μέσα πελάτες. Τότε, είχα αγοράσει το Primera ήταν το ’90, το οποίο το Nissan Primera ήταν από τα καλά αυτοκίνητα της εποχής. Δεν ήταν το mercedes, αλλά εν πάση περιπτώσει ήτανε απ’ τα καλά. Με φωνάζει ο παρκαδόρος, μου λέει «το αμάξι», κατέβηκα πήρα το αμάξι, ρωτάει τον σερβιτόρο. Λέει «το αμάξι που πήρε ο μάστορας, ο μαστροβασίλης ποιανού είναι;», λέει «δικό του». Μόλις γύρισα, με φωνάξανε και μου λέει «Βασιλάκη, σου πήραμε και Primera». Λέω «να μην πάρω κι εγώ ένα αμάξι της προκοπής;». Τους έχασα για δύο χρόνια από πελάτες. Αυτό μου κακοφάνηκε. Δηλαδή διαπίστωσα ότι ο πελάτης, δυστυχώς, σε θέλει πιο φτωχό, σε θέλει πιο κουτό, αν θέλεις, δεν θέλει να επεμβαίνεις πάντα. Και ξέρεις ο ταβερνιάρης έχει και πάν[00:50:00]τα το ελάττωμα να αναμειγνύεται και στις συζητήσεις και τα λοιπά. Εγώ τις απέφευγα, εκτός αν με προκαλούσαν πολύ. Και θυμάμαι σημαδιακή περίπτωση κάποτε είχε μια συζήτηση ο γιατρός, εν πάση περιπτώσει είχα γυναικολόγο στη γυναίκα μου και στη συνέχεια ξεγέννησε και την κόρη μου και τη νύφη μου, ο οποίος με βοηθούσε επαγγελματικά, μου ’φερνε κόσμο, πελάτες και η παρέα τους ήτανε εν πάση περιπτώσει των γραμμάτων. Μηχανικός, δικηγόρος, το ’να τ’ άλλο και τα λοιπά. Και η συζήτηση περιστρεφόταν σε πολιτικά θέματα βέβαια την εποχή εκείνη. Ήτανε, τώρα ακριβώς δεν μπορώ να θυμηθώ το όλο πνεύμα της συζήτησης και γυρίζει σ’ εμένα και μου λέει «συμφωνείς, Βασιλάκη;». Λέω «διαφωνώ αλλά θα συμφωνήσω μαζί σας, γιατί δεν θέλω να σας στεναχωρήσω, δεν θα σας χάσω εγώ από πελάτες, επειδή διαφωνώ μαζί σας». «Όχι» πετάγεται ο δικηγόρος, ο οποίος κατά σύμπτωση ήταν και φίλος με τον Τσοβόλα «όχι, να μας πεις». Τους έκανα μια ανάλυση, εν πάση περιπτώσει γι αυτό το θέμα, σύντομη, τακ τακ τακ και γυρίζει ο γιατρός και μου λέει «αλήθεια, Βασιλάκη, δεν σε ρώτησα τι γραμματικές γνώσεις έχεις;» Και του λέω κι εγώ το θυμάμαι γιατί σβηστήκαν όλοι στα γέλια, λέω «είμαι τελειόφοιτος του πεζοδρομίου και της ανώτατης παντρευτικής». Πράγματι, ο νταβερνιάρης έχει σοφία. Έχει σοφία πότε; Όταν έχει μάθει να ακούει. Γιατί έρχεται σε επαφή με κάθε καρυδιάς καρύδι, ακούει έστω σαν λαθρακουστής, ακούει συζητήσεις. Αν έχει τη δυνατότητα να τις ζυγίσει, να τις ξεχωρίσει, να μην υιοθετεί ό,τι ακούσει, διδάσκεται πολλά. Και εγώ είχα αυτή τη δυνατότητα, αυτή τη σοφία, την οποία την κληρονόμησα από τον παππού μου, ο όποιος μου ’λεγε «όταν θα είσαι μικρός, τώρα που είσαι μικρός να κάνεις παρέα με μεγάλους, γιατί κάτι έχουν να πάρεις. Όταν θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις ότι γέμισε η γκλάβα σου, τότε να κάνεις με μικρούς, γιατί θα κάτι θα περισσεύει να τους δώσεις». Κι αυτό ακολούθησα και στη ταβέρνα. Δυσάρεστα; Κι εκεί πολλά, το κυριότερο έχω κινδυνέψει κιόλας, μου ’χουν βάλει και το πιστόλι στο κρόταφο. Αυτό συνέβηκε όταν είχα ένα ξενυχτάδικο, πατσατζίδικο. Λοιπόν αλλά κι εκεί αντεπεξήλθα, δηλαδή, αντεπεξήλθα γιατί χρησιμοποιούσα πολύ το μυαλό και τη γλώσσα και δεν επέλεγα τη βία. Αν θέλεις και το θάρρος, όλα παίξανε ρόλο. Το αποτέλεσμα ήταν να του πάρω το πιστόλι λες κι ήμουνα εκπαιδευμένος. Ενώ στην ουσία το παραδώσε.

Π.Β.:

Θέλετε να μας περιγράψετε το σκηνικό; Τι συνέβη;

Β.Σ.:

Σε κάποια στιγμή του λέω ότι, μόλις μου’κανε έτσι, του λέω «βάλτο» του λέω, δεν επιτρέπεται να στο πω ξανά τη λέξη, «βάλτο του λέω εκεί που το ’βγαλες, γιατί, αν το πιάσω εγώ, θα στο βάλω» καταλαβαίνεις εκεί που δεν πρέπει να σου πω. Λοιπόν και εκεί τον έπιασε τρεμούλα και με το τρεμούλα που τον έπιασε, του ρίχνω μία στο χέρι κι έφυγε το μπιστόλι και πήγε στη γωνία κάτω. Λοιπόν, πήγα, το πήρα. Αφού το έβγαλα τις σφαίρες, λέω «τώρα βάλτο στην τσέπη, γιατί καταλαβαίνεις πού θα το βάλω. Και σηκώθηκε κι έφυγε σαν βρεγμένη γάτα. Είχα όμως και δυσάρεστο, μέσα στο μαγαζί μου σκοτώσαν έναν Άραβα. Ήρθαν, τον εκτελέσανε, ήτανε ανήμερα των Φώτων, τ’ Άη Γιαννιού, Λίβυος. Πληρωμένοι δολοφόνοι, ψυχροί, πήραν τους καταλόγους δήθεν για να διαβάσουν, ενώ στην ουσία κοίταγαν για να βεβαιωθούν ποιος είναι. Τάκα τάκα τάκα ο ένας άδειασε το πιστόλι, ο άλλος γύριζε μόνο για να μην αντιδράσει κανένας, δεν τόλμησε να κουνηθεί κανένας, φύγανε. Ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Π.Β.:

Σε μέρα κανονική; 

Β.Σ.:

Κανονική, το απόγευμα, στις 6:00 το απόγευμα, 6:30, τ’ Άη Γιαννιού, ανήμερα των Φώτων, σημαδιακή ημέρα. Δηλαδή, αυτό ήτανε απ’ τα χειρότερα. Τώρα περιπτώσεις του να γελάς πάρα πολλές, δηλαδή είχα περίπτωση, ας πούμε, είχε έρθει στο μαγαζί η γυναίκα με τον φίλο και αφού τρώγανε στη γωνία, μπαίνει ο άντρας της με φιληνάδα. Έρχονται, τους βγάζω απ’ την πίσω πόρτα, φεύγουν, πλήρωσαν και γυρίζει μετά από λίγο η γυναίκα, μετά από ένα μισάωρο, φουριόζα και επιτίθεται στον άντρα, γιατί ήρθε με τη φίλη. Πήγα κι εγώ με τρόπο λέω «κοίταξε να δεις, εδώ είναι μαγαζί, σεβάσου τον, γιατί αν δεν σηκωθείς να φύγεις, θα του πω ότι ήσουν κι εσύ εδώ με φίλο». Λοιπόν, κατέβασε το κεφάλι και σηκώθηκε κι έφυγε. Εκεί δεν ξέρεις τι να κάνεις, να γελάσεις ή να κλάψεις. Τραγελαφικά δηλαδή τώρα, τι να σου πω. Να βλέπεις να ’ρχεται ο άλλος το μεσημέρι ας πούμε με τη φιληνάδα και το βράδυ με τη γυναίκα του. Υπήρχε κι αυτή η, ναι. Και μου λεγε εμένανε «μη διαφύγει», λέω «από ’μενα δε διαφεύγει αλλά βλέπεις έχω 15 άτομα προσωπικό. Ένας νέος να σου πει "δεν χόρτασες το μεσημέρι κι ήρθες πάλι;" πού θα δικαιολογηθείς», δηλαδή αυτά ήταν σε καθημερινή σε τέτοια, σε καθημερινή βάση. Εκείνο που με ενδιέφερνε πάντα ήταν να μην γίνονται φασαρίες, αλλά πολλές, αναπόφευκτες κι αυτές αλλά θες το ποτήρι, το πιοτό, όταν είναι μες στο μπουκάλι, κάθεται ήσυχο. Μόλις θα βγει… Και η ταβέρνα είναι αυτό που σας είπα από την αρχή, πρώτα ρωτάει «τι θα πιείτε» και μετά «τι θα φάτε». Και δυστυχώς θέλει να είσαι δηλαδή, να είσαι ο πυροσβεστήρας της όλης κατάστασης, να ’σαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να επεμβείς. Και να επεμβείς, όχι να επεμβείς σαν μπράβος, με τις συμβουλές, όμορφα κι ωραία. Και για να το πετύχεις πρέπει να έχεις αποκτήσει… να έχεις τη δυνατότητα να σε σέβεται ο άλλος. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή με ορισμένα παιδιά, ας πούμε, που ανοίγουν μαγαζί, φαγάδικο και διερωτούνται, γιατί δεν πάει καλά η όλη δουλειά. Δεν μπορεί να πάει καλά η δουλειά, φίλε μου, όταν εσύ θες να είσαι ταβερνιάρης κι έχεις το μουσάκι και το μπλουζάκι, το έτσι. Αυτά φόρεσέ τα έξω στη ζωή σου όπου θέλεις, στην ταβέρνα όμως οφείλεις να δείξεις σοβαρότητα. Δεν μπορείς να περάσεις αυτό το μήνυμα. Η ταβέρνα είναι άλλη φιλοσοφία. Στη ταβέρνα ο άλλος για να ’ρθει, δε λέει «πήγαμε στο τάδε μαγαζί» μόνον, αλλά «ξέρω στο τάδε μαγαζί αυτόν που το’χει» γιατί, για να βεβαιωθεί ότι θα φάει καλά, δεν είναι δηλαδή η καφετέρια, που πάει και παραγγέλνει, παραγγέλνουν καφέδες 100 καφέδες και είναι και οι 100 ίδιοι. Η ταβέρνα έχει ξεχωριστά κομμάτια, δηλαδή πρέπει να μπορείς ακόμα να καταλάβεις και τι του αρέσει του αλλουνού. Να σου πούμε μια κλασική περίπτωση. Λοιπόν, παραγγέλνουμε τέσσερις μπριζόλες, μοσχαρίσιες και είμαστε τέσσερα άτομα στο τραπέζι. Εγώ τη θέλω σενιάρα, η γυναίκα μου θέλει καλοψημένη ή η κόρη μου ότι θέλει έτσι κι έτσι. Δηλαδή το θέμα δεν είναι να την κάνω εγώ, όπως μου αρέσει εμένα, πώς θέλει ο πελάτης. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, έχεις αποτύχει, δεν περνάς μόνο τη δική σου φιλοσοφία. Πρέπει να έχεις επαφή, να έχεις μνήμη, είναι πολυτάλαντο. Φαίνεται εύκολο επάγγελμα απ’ έξω αλλά, μόλις θα μπεις μέσα, καταλαβαίνεις ότι… Εκτός εάν έχεις την τύχη, να είσαι σε ένα πέρασμα, που θα καθίσει ο άλλος να φάει, επειδή δεν έχει πού αλλού να πάει. Αν είσαι σε μία παραλία, που θα εκμεταλλευτείς τη θάλασσα, που θα ’ρθει υποχρεωτικά λογικά, εκεί εντάξει. Εκεί είσαι λιγότερο επαγγελματίας αλλά και πάλι δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις μεγάλος. Η φύση το διδάσκει με νομοτέλεια αυτό και αν την παρακολουθήσεις, θα σου πω ένα απλό παράδειγμα. Τα κυπαρίσσια. Αν θα δεις ένα κυπαρίσσι στον κάμπο, χώμα καλό, νερό και τα λοιπά, μόλις μεγαλώσει λίγο, σταματάει, τεμπελιάζει. Άμα θα δεις να ’ναι 10 μαζί, φωτογράφισέ τα φέτος και πήγαινε και δες τα σ’ ένα χρόνο. Θα τα δεις ότι έχουν μεγαλώσει όλα κατά ένα μέτρο, κατά 1,5 μέτρο, γιατί συναγωνίζεται ποιο θα δει τον ήλιο. Το ένα εξασφάλισε ήλιο και αέρα και τεμπέλιασε. Το άλλο αγωνίζεται ποιο θα ανεβεί τον άλλον περισσότερο. Κανένα, όμως, δεν πήγε να φάει τη ρίζα του αλλουνού, να πληγώσει τον κορμό ή να του σπάσει την κορυφή. Αυτή είναι η διαφορά του ανθρώπου με τη φύση. Του ανταγωνισμού του θεμιτού, του υγιή με τον ανέντιμο, τον αθέμιτο αυτόν που ασκεί ο επαγγελματίας. Άλλο. 

Π.Β.:

Τι ωραία που τα λέτε. Έχω συγκινηθεί πολύ, περισσότερες από πέντε φορές, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Νομίζω ότι το ζήτημα Βλάχικα, εντάξει είναι ανεξάντλητο, αλλά θεωρώ ότι το έχουμε πάρα πολύ καλά χαρτογραφήσει. 

Β.Σ.:

Ναι, έστω και περιληπτικά. Γιατί, άλλωστε δεν ωφελεί σε τίποτε.

Π.Β.:

Υποθέτω και μέχρι αύριο να καθόμασταν εδώ θα μου λέγατε ιστορίες.

Β.Σ.:

Ναι, ναι. Και για έναν έναν [01:00:00]απ᾽τους επαγγελματίες μπορώ να σου πω και ποιος είναι ο ευεργέτης της περιοχής αλλά δεν ωφελεί αυτό. 

Π.Β.:

Ναι, εμείς θέλουμε την πείρα σας. Το βίωμά σας. Θέλετε λοιπόν — τώρα θα σας γυρίσω πίσω. Αναφερθήκατε έτσι περιληπτικά σε κάποια ζητήματα, τα οποία όμως εμένα μου φαίνονται πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Το ένα είναι η Παιδούπολη της Φρειδερίκης, οπότε θα ήθελα να μάθω περισσότερα, δηλαδή βιώματα μέσα απ’ τις Παιδουπόλεις και το δεύτερο είναι η Γερμανία, η μετανάστευση. Από τι θέλετε να…

Β.Σ.:

Απ’την Παιδούπολη. Λοιπόν η Παιδούπολη ήταν για μένα ένα μικρό κομμάτι, δηλαδή στα 68 χρόνια που είμαι αυτή τη στιγμή ήταν ένας χρόνος. Αλλά ένας χρόνος σημαδιακός, γιατί ήταν η ηλικία τέτοια που σημάδεψε τη ζωή μου. Αλλά ήταν και οι αλλαγές τέτοιες που γνώρισα, οι οποίες ήτανε εξωπραγματικές για μένα την εποχή εκείνη. Βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι, και να ’μαι βέβαιος, ότι όλα τα παιδιά θα είχαν τις ίδιες καλές αναμνήσεις με μένα. Εάν εξαιρέσεις το κομμάτι το τελευταίο, το οποίο ήταν η άσχημη εμπειρία, η οποία αν θέλεις με ώθησε και εναντίον ας πούμε αυτό που λέμε βασιλεία, δηλαδή άθελά μου, χωρίς να γνωρίζω πολλά πράγματα, έγιναν, ενώ είχα το δώρο της βασίλισσας που κάποιο άλλο παιδί θα καυχιόταν, ας πούμε, ότι έχει πάρει από τη βασίλισσα δώρο, εγώ είχα γίνει αντιβασιλικότερος του…

Π.Β.:

Αναρχικού.

Β.Σ.:

του ΚΚΕ, του αναρχικού, ακριβώς. Αλλά, αν εξαιρέσουμε αυτό το κομμάτι, το άλλο κομμάτι ήτανε η τελειότητα για μένα την εποχή εκείνη. Δηλαδή κρεβάτι, διώροφο μεν, ένας πάνω ένας κάτω, σε κουπέδες τέσσερα τέσσερα, αλλά κρεβάτι. Κρεβάτι δεν είχαμε εμείς τότε, όταν ήμασταν μικρά παιδάκια και δεν είχαμε, γιατί σου εξήγησα τώρα το χωριό είχε άλλα μελήματα. Δηλαδή, ήταν καμμένο μετά τον πόλεμο, δεν υπήρχε…στις καλύβες ξεκινήσανε για να φτιάξουμε ένα σπιτάκι, λοιπόν. Βιβλία δωρεάν, τετράδια, μολύβια, ό,τι θέλαμε αλλά εκείνο που δίναμε μεγάλη σημασία ήταν το φαγητό. Εμείς μας έδινε, όταν ήμασταν στο χωριό, μία χούφτα καρύδες ή αμύγδαλα στην τσέπη και αυτά μας τα ’διναν άσπαγα, γιατί αν ήταν σπασμένα θα τρώγαμε γρήγορα και θα χορταίνουμε, για να μπορούμε να καθυστερούμε να τα σπάμε, λοιπόν. Και κόβαμε και λίγο συκομαΐδα, ένα είδος που φτιάναμε το σύκο και το αλέθαμε και το ’χαμε όλο τον χειμώνα. Έρχονταν η Κυριακή και πηγαίναμε, μήπως έχει κανένας μνημόσυνο για να μας δώσει στο μαντηλάκι κόλλυβα να φάμε. Εκεί είχαμε το γλυκό απαραιτήτως κάθε μέρα, το φρούτο κάθε μέρα, φρούτα τα οποία δεν ξέραμε εμείς αν υπάρχουν, τα γνώρισα στην Παιδούπολη και δεν υπήρχε κι ένα φαγητό που να μη μ’ αρέσει. Αυτό ήταν όφελος βέβαια, γιατί; Γιατί πιο πριν είχα πεινάσει, δεν είχα το περιθώριο να κάνω επιλογή. Ενώ ήταν άλλα παιδιά που ’κάναν επιλογή, αυτοί δεν πέρασαν τόσο καλά όπως εμένα. Δηλαδή ήτανε μέρες που ήταν νηστικοί, ενώ εγώ ήμουν πάντα χορτάτος, πάντα χορταμένος. Λοιπόν μια άλλη συγκυρία πάλι ήταν η αγάπη που μου ’δείξε αυτή η γυναίκα, η μάνα, η οποία εδώ αξίζει να σου πω κάτι που συνέβηκε μετά από πολλά χρόνια. Η γυναίκα αυτή έφυγε, πήγε στην Αμερική, παντρεύτηκε με έναν ο οποίος ήταν οδηγός στην Παιδούπολη μέσα. Όταν διαλύθηκε η Παιδούπολη, τους είχε δώσει από ένα χτήμα στην Κεφαλονιά, βασιλικό κτήμα, τους το ’χε μοιράσει στους ανθρώπους που δούλευαν μες στην Παιδούπολη — γιατί ήταν της Βασιλικής πρόνοιας η Παιδούπολη και παράλληλα πήγαν στην Αμερική. Ο γιος της, πολύ μικρότερος από μένα, δούλευε στην Αμερικανική πρεσβεία εδώ. Και κάποια στιγμή, ένα απόγευμα βλέπω απ’ έξω, δεν είδα εγώ αλλά με φωνάξανε, όπως σήκωσα το κεφάλι, ήταν δύο αυτοκίνητα με αμερικανικά νούμερα, τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς τι μάρκες ήταν, δεν μπήκαν στο πάρκινγκ αλλά δεν παρκάρανε κανονικά. Κατέβηκε μία γυναίκα και λέει «είναι εδώ του Βασίλη του Σιαμέτη;», «Ναι, ναι» λέει, «να τον δω», γιατί απ’ ό, τι μου εξήγησε μια εβδομάδα πριν είχαν έρθει, τους ’βάλαν μέσα σ’ ένα άλλο μαγαζί ότι εδώ είναι και μετά τους είπαν ότι δεν ήρθε ακόμη, κάτι του συνέβη και τα λοιπά. Και δεν ήθελε να το ρισκάρει ξανά. Βγαίνω, μου λέει «θέλει να σε δει, δεν κατεβαίνει αλλιώς». Αφήνω το ταμείο και πάω, ήταν στην ψησταριά η γυναίκα, μου λέει «είσαι ο Βασίλης ο Σιαμέτης;», λέω «ναι», «ήσουνα στην Παιδούπολη, στο Ζηρό;» λέω «ναι». «Ποια είχες μου λέει μάνα;» και μου το γυρίζει αμέσως ομαδάρχισσα, αλλά μάνα τη λέγαμε. Λέω «την Αλεξάντρα» μου λέει «εγώ είμαι». Με το που «εγώ είμαι», θα σου φανεί παράξενο, για 10 λεφτά αγκαλιασμένοι κλαίγαμε και οι δύο στην ψησταριά. Έκανε νόημα να κατέβουν, τους στρώσαμε, πήγαινα να τους χαιρετήσω γύρισα δύο φορές, γιατί πήγα μέσα να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου, ντρεπόμουν να πάω. Μιλάμε για κλάμα που δεν το ’χω ρίξει παιδάκι. Και όταν βάφτισα την πρώτη μου εγγονή, ήταν εδώ στην Ελλάδα και ήρθε. Έκανα τα βαφτίσια εδώ στον κήπο. Ο γιος της όσο ήταν εδώ στην Αμερικανική πρεσβεία, μετά έφυγε, χάθηκε, με έλεγε αδερφό. Και το πρώτο τηλέφωνο που παίρνω κάθε χρόνο στη γιορτή μου, την Πρωτοχρονιά, με το που θα πάει δώδεκα η ώρα το βράδυ, ξέρω το τηλέφωνο θα χτυπήσει είναι από την Αλεξάντρα, απ’ την Αμερική. Όλα αυτά απ’ την Παιδόπολη.

Π.Β.:

Φοβερό. Είναι συγκλονιστικά αυτά. 

Β.Σ.:

Η Γερμανία…

Π.Β.:

Πριν πάμε στη Γερμανία, το πρόγραμμα ποιο είναι στην Παιδούπολη; Επίσης, σας μάθαιναν τίποτα τραγούδια σχετικά;

Β.Σ.:

Πρώτον, πηγαίνουμε σχολείο. Ο καθένας την τάξη του όμορφα και ωραία και τα λοιπά. Δεν είχαμε δηλαδή αυτό που λένε προσηλυτισμός ή προς... Όχι, δεν είχαμε καμία τέτοια, τίποτα απολύτως, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη. Ραδιόφωνο μας βάζανε, όχι μέσα στο… εξωτερικά που είχαμε, όταν ήταν οι αγώνες, γιατί τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ακούγαμε μόνο από ραδιόφωνο και τα λοιπά. Χώριζε το ένα ραδιόφωνο στη μία μεριά θα έλεγε τον Ολυμπιακό, το άλλο ξέρω γω τον Παναθηναϊκό, τέτοια πράγματα και τα λοιπά. Δεν είχαμε θέμα. Πολλά παιδιά μαθαίναν εκτός απ’ το δημοτικό σχολείο, μαθαίναν και τέχνες. Κάποια που δεν είχε εκεί τέχνες, μόλις πέρναγαν το πρώτο τεχνικό ας πούμε κομμάτι, τα στέλνανε, αν ήταν για ηλεκτρολόγος, το στέλναν στο Ληξούρι, στην Κεφαλονιά. Αν ήτανε κάποια άλλα επαγγέλματα, τα οποία δεν θυμάμαι γιατί μου διέφυγε τους στέλναν στο Βόλο. Δηλαδή υπήρχε μία οργάνωση, πολύ καλύτερη από τα Παιδικά Χωριά SOS μπορώ να μπω και το λέω αυτό μετά λόγου γνώσης, γιατί στα Παιδικά Χωριά SOS — ίσως βέβαια είναι κι άλλες εποχές τώρα — είχα συναντήσει παιδιά, τα οποία δυστυχώς σε μεγάλη πλειοψηφία είχανε πέσει σ’ αυτό, στα ναρκωτικά. Ενώ τότε, βέβαια δεν ήταν και η εποχή για ναρκωτικά, έτσι, αλλά δεν είχαμε ούτε κατά υπόνοια τέτοια πράγματα. Δηλαδή ήτανε υγιέστατο το κομμάτι, αυστηρό μεν σε ορισμένα, υπερβολικά. Δηλαδή είχαμε αυτό που θα πέρναγε με τη βέργα ο κοινοτάρχης μια φορά το μήνα, να χτυπήσει το σκέπασμα απ’ το κρεβάτι να μη σηκωθεί σκόνη. Κι εκεί μάθαμε ότι όσο να το τινάξει θα βγει, αλλά πίναμε νερό με το ποτήρι και, πριν το στρώσουμε, κάναμε πφφ με το νερό, για να μη σηκώνει σκόνη. Λοιπόν μεταξύ μας. Υπήρχε μες στην ομάδα, ας πούμε, και δυο παιδιά, τα οποία μονίμως μαλώνανε. Μέχρι και τα ονόματά τους θυμάμαι ακόμα: Πανούσης και Πίπερης και η κακομοίρα Αλεξάντρα δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει, να τα χωρίσει και φώναζε τον κοινοτάρχη. Λοιπόν, αυτές ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ήταν όταν πήγα, ας πούμε, το παιδί που έμενε πάνω από μένα είχε ακράτεια ούρων. Και στη συνέχεια, μόλις το αντιληφθήκαμε αυτό, ανέβηκα εγώ απάνω και κατέβηκε αυτός κάτω και αυτά. Ασήμαντα δηλαδή, ασήμαντα με ποια λογική; Είχα αγάπη είχαμε μεταξύ μας, θεωρούμασταν αδέρφια όλα, ήταν ένα κλίμα συγκινητικό. Δεν υπήρχαν διακρίσεις. Φασολάδα είχε σήμερα, φασολάδα θα είχε για όλους, δεν θα είχε καμιά… Αν και ήταν ελάχιστα, δηλαδή της νοσταλγούσες και τη φασολάδα, γιατί φασολάδα, δηλαδή [01:10:00]τέτοια φαγητά λαδερά ήταν μόνο τις νηστίσιμες μέρες, δηλαδή Τετάρτη και Παρασκευή. Όλες οι άλλες μέρες θα υπήρχε κρεατικό, θα υπήρχε ψαρικό, θα υπήρχε κοτόπουλο, πράγματα τα οποία εμείς δεν τα γνωρίζαμε καν. Δεν τα γνωρίζαμε.

Β.Σ.:

Άλλο κομμάτι.

Π.Β.:

Πάμε, λοιπόν και στη Γερμανία και θα σταματήσω, γιατί έχει τραβήξει και πολύ, μην σας κουράζω.

Β.Σ.:

Όχι, δεν με κουράζεις, μωρέ μανάρι μου, έχω μάθει απλώς να μη σου να μη σου λέω περίσσα πράγματα που δεν θα σου χρησιμεύσουν, αυτό μ’ ενδιαφέρει εμένα, για αυτό κάνω κάποιους, ναι.

Π.Β.:

Για τη Γερμανία, λοιπόν, θα ήθελα να μου περιγράψετε, αν θυμάστε, την πρώτη μέρα που φύγατε για Γερμανία. Δηλαδή αυτή τη μετάβαση. 

Β.Σ.:

Όταν έφυγα;

Π.Β.:

Ναι.

Β.Σ.:

Όταν έφυγα… Καταρχάς, είχαμε μια εβδομάδα περνάγαμε από γιατρούς. Ένα δόντι είχα χαλασμένο και με βάλανε και το σφράγισα, για να μου υπογράψουν για να φύγω. Μπήκαμε στον Πειραιά δυο καράβια, περάσαμε απ’ τον Ισθμό της Κορίνθου, το πρωί Κέρκυρα και την άλλη μέρα στο Πρίντεζι της Ιταλίας. Εκεί μας υποδέχτηκαν καραμπινιέροι, απ’ τη μια μεριά και την άλλη, για να μας βάλουν πώς κάθονται στις… οι τσοπαναραίοι για να μπουν τα πρόβατα, να μη φύγει από ’δω από ’κει κανένα, για να μας βάλουν στο τρένο. Λοιπόν, εγώ κάπνιζα τότε και είχα αγοράσει στο καράβι μέσα τρεις κούτες Καρέλια τσιγάρα. Τα Καρέλια τότε είχανε 11 δραχμές στο περίπτερο. Αφορολόγητα στο καράβι είχαν 3 δραχμές το πακέτο. Δικαιούμασταν, όμως, να περάσουμε μία κούτα και τα δύο κορίτσια που ήταν μαζί μου εκεί, δεν καπνίζουνε, τους έδωσα από ένα, για να μου το δώσουν μετά. Και έτσι έγινε. Φτάσαμε στο Μόναχο, μας υποδέχθηκαν ξανά με τον ίδιο τρόπο, σαν τα πρόβατα, μας ’βάλαν σε ένα εστιατόριο στο υπόγειο, για να φάμε κοτόπουλο, κάτι ήταν τότε με, αλλά και η μπυρίτσα μπυρίτσα. Και μετά ο καθένας με τα χαρτιά που είχε, μας περιλάβαινε ποιος είναι, υπήρχε κάποιος που ερχόταν και φώναζε «για το εργοστάσιο τάδε» που ήμουνα εγώ Schuhfabrik [Δ.Α.], μπαπ εμφανιστήκαμε — που δεν ξέραμε ότι πηγαίνουμε για εκεί — εμφανιστήκαμε 16 που ήμασταν για το ίδιο εργοστάσιο. Πήγα. Λοιπόν μας πήγαν σε σπίτια, τα οποία άλλοι ήταν σε Ηeimen που μέναμε πολλοί μαζί, άλλοι σε σπίτια. Εγώ ήμουν σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο δηλαδή, μέναμε τέσσερα άτομα, κάτι παρόμοιο όπως συμβαίνει με τους αλλοδαπούς εδώ που βλέπεις. Μπάνιο δεν είχαμε μέσα, τουαλέτα είχε μία. Μπάνιο είχε στο εργοστάσιο, κάναμε στο εργοστάσιο μπάνιο. Το εργοστάσιο είχε μπάνιο, είχαμε τα ντουλάπια μας, όλα όμορφα κι ωραία κτλ. Το εργοστάσιο ήταν υαλοβάμβακας κι ήταν μια δραματική εμπειρία, γιατί είχε, στην αρχή δεν μπορούσα να συνηθίσω τη φαγούρα απ’ τον γυαλοβάμβακα. Σιγά σιγά, τηn συνήθισα. Στο εργοστάσιο είχα κι εκεί κάποια επεισόδια. Είχα ένα επεισόδιο με έναν, ο οποίος με ειρωνεύτηκε, ήταν όταν είχε γίνει ο Παπαδόπουλος και αντιβασιλιάς εδώ. Δε χαμπάριαζα τίποτες. Καλημέρα μου ’λεγες και μάλωνα, ήταν η ηλικία τέτοια. Μέσα μου ήμουνα λίγο φουσκωμένος παραπάνω μ’ αυτό το οποίο λέγεται πατριωτισμός, κάτι το οποίο το νιώθεις μόνο όταν είσαι στη ξενιτιά. Παράξενο και κακό αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα. Άλλη μια δόση μ’ έναν Έλληνα, ο οποίος —Θεός σχωρέστον, έχει πεθάνει, ήταν και χωριανός μου — αυτός ο κακομοίρης είχε στην Γερμανία τέσσερα χρόνια, αλλά άλλο απ’ το guten morgen δεν μπορούσε να πει. Εγώ, βοηθούμενος απ’ τα Λατινικά απ’ το Γυμνάσιο και αμέσως διάβασμα και τα λοιπά, άρπαξα αμέσως τη γλώσσα. Και η ηλικία. Και με βάλανε διερμηνέα στους Έλληνες. Ο διερμηνέας είχε ένα όφελος, το οποίο ήτανε 40 λεπτά την ώρα επιπλέον στον μισθό. 40 λεπτά ήταν 4x8= 32 εν πάση περιπτώσει, 3.20 στο μεροκάματο παραπάνω. Δεύτερον, ήμουνα σαν επιστάτης σ’ έναν κλάδο, βέβαια ήταν ο χειρότερος κλάδος του εργοστασίου μέσα, ο πιο βαρύς. Γιατί τους καλύτερους τους δίναν σε Γερμανούς. Αλλά δεν έπαυε να είναι μια θέση, η οποία… Εκεί, λοιπόν, πήγαμε την Δευτέρα να ξεκινήσουμε. Τη Δευτέρα πηγαίναμε — επειδή έκλεινε το Σαββατοκύριακο το εργοστάσιο — ήταν οι μηχανές που ξεκίναγε η δουλειά του εργοστασίου. Κι έπρεπε να πάνε δύο ώρες γρηγορότερα, να αρχίσουν να θερμανθούνε οι μηχανές αυτές που λιώναν το γυαλί, ας πούμε, και το’καναν κλωστή. Πάμε να ξεκινήσουμε, η βάρδια η τελευταία, Παρασκευής ξημερώματα τα ’χε αφήσει χωρίς να τα γεμίσει απάνω. Κι ήταν το μοναδικό ημιαυτόματο τμήμα του εργοστασίου. Ξεκινάμε να τα γεμίσουμε, τι να γεμίσουμε, ο ένας κάτω με τη σκάλα απάνω κι ο άλλος με τον κουβά να του δίνει μπίλιες να τις ρίχνει. Τρελάθηκα! Αφού κατέβασα κάποια κοσμητικά επίθετα και τα λοιπά, περιμέναμε άλλους δύο να ’ρθουν αλλά εγώ ήμουνα με τον χωριανό μου, τον κακομοίρη. Κι αρχίζω και ρίχνω μέχρι τη μέση, για να ρίξουμε σ’ όλα. Και υπήρχε ένα απλό κόλπο, ότι εάν άνοιγες το κουμπί απότομα και το ’κλεινες, χάλαγε η κυψέλη. Πρέπει να του δίνεις σιγά σιγά θερμοκρασία. Εγώ ακύρωσα τρεις μηχανές από, το’κανα επίτηδες δηλαδή για να μπορέσουμε να τις γεμίσουμε. Αυτός το αντιλήφθηκε ο Έλληνας και μου επετέθηκε «τι κάνεις εκεί, χαλάς τις μηχανές», «σκάσε, βλάκα, του λέω, εδώ μας τις έχουν αφήσει αδειανές, θα ψοφήσουμε, δε γίνεται». Έρχεται ο γενικός μαέστρος, επιστάτης, του εξηγώ εγώ «δεν ξέρω, κάτι έπεσε η τάση» του ’πα εγώ. Αυτός προσπαθούσε να του πει ότι εγώ την έκανα τη ζημιά, ο χωριανός μου. «Τι λέει;» μου λέει «στενοχωριέται, του λέω, γιατί χάλασαν οι μηχανές. Χάλασαν, τι να κάνουμε» του λέω. «Αααα» του λέει ήταν ο Κιτσάκης «Viel dumm Konstantin, είσαι τρελός, Κωνσταντίνε» . «Βρε βλάκα, του λέω, πήγες να με καρφώσεις;», «ναι, μου λέει, χάλασες τις μηχανές». Είχαμε κι αυτά τα παρατράγουδα. Μια άλλη περίπτωση ήταν μ’ έναν Ιταλό, ο οποίος βαρέων βαρών. Όταν λέω βαρέων βαρών δηλαδή ήταν υπέρβαρος, μπορεί και 150-160 κιλά. Πήγαμε να να ξεντυθούμε, να φορέσουμε τις φόρμες και τα λοιπά, ένας Γερμανοεβραίος, ο Γιόζεφ πήγαινε και δούλευε και τη νύχτα έπαιζε βιολί σ’ ένα μαγαζί κι ήταν ταλαιπωρημένος και ηλικιακά, γιατί είχε κορίτσια και αυτοί είχαν το δικό μας κουσούρι της προίκας. Λοιπόν, τον πειράζε ο Ιταλός. «Άσε με» του ’λεγε αυτός ο μαύρος «είμαι κουρασμένος». Κάνω έτσι εγώ και του λέω στα γερμανικά εν πάση περιπτώσει «Τόμα, δηλαδή Θωμά» λέω «μακριά απ’ τον παππού, του λέω, θα σε κοπανήσω». «Εσύ εμένα;» μου λέει λέω. Λέω «άκουσες τι σου είπα; Μακριά απ’ τον παππού». Πετάγεται ο μαύρος ο Γιόζεφ και μου λέει «αν τον βάλεις κάτω, μου λέει μια κάσα μπύρες», κάσα είναι το κιβώτιο. Τραβιούνται όλοι στην άκρη, μιλάμε για 30 άτομα, 30 άτομα τώρα και όπως πάμε δήθεν να παλέψουμε, κάνω ένα σάλτο και τον πιάνω με τα πόδια στα πόδια του και με το που γυρίζω πέφτει κάτω, πώς πέφτει η κολώνα της ΔΕΗ, άμα τη χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στη ρίζα. Πιάνω τα χέρια από πίσω, άρχισαν οι άλλοι να μετράνε μέχρι το 10, τον αφήνω, σηκώνομαι και ετοιμάζομαι για το δεύτερο γύρο. Σηκώνεται μου δίνει το χέρι, μούγκα ο Θωμάς. Πάω να πιάσω δουλειά και μου έρχεται ο Γιόζεφ με μία κάσα μπύρες. Τις μπύρες τις έβγαζες από το αυτόματο. «Όχι» του λέω, «όχι, μου λέει, μ’ έκανες και ησύχασα». Και τέτοια έκανα πολλά, δηλαδή ήμουνα ζημιάρης. Είχα ρίξει σπασμένα μπουκάλια μέσα, για να κάνω ζημιά στο εργοστάσιο, δηλαδή εκεί που ρίχνουμε το γυαλί για να βγει ο υαλοβάμβακας, έσπαζα τρία τέσσερα μπουκάλια της μπύρας και πήγαινα και τα ’ριχνα μέσα. Κοίταγα εγώ να μην υπήρχαν κάμερες, να μη με βλέπει κανένας και τα ’ριχνα. Κι έβλεπες μετά, όπως έβγαινε κομμένο, οπότε ώσπου να το καθαρίσω, ώσπου έτσι λάσκα το εργοστάσιο όλοι. Κάποιοι που ξέραν «πάλι ο Σιαμέτης την έκανε τη δουλειά να ξεκουραστούμε». Κάποιοι, προσπαθούσα και εγώ να μην το μάθουν άνθρωποι που θα με καρφώνανε, βέβαια. Είχε πολλά στη Γερμανία, και καλά και κακά. Ποιο κομμάτι να πούμε[01:20:00] τώρα;

Π.Β.:

Για τη Γερμανία λέγαμε ότι ήταν και κακά και καλά.

Β.Σ.:

Ναι, τα περισσότερα... H Γερμανία τα περισσότερα κακά. Ένα άλλο κομμάτι που αξίζει τον κόπο, δηλαδή είναι προσωπικό βίωμα αλλά δεν έχει σημασία, αξίζει τον κόπο. Ήταν Πρωτοχρονιά, πήγα έπαιξα χαρτιά... Αφού πήγα κι έπαιξα χαρτιά και τα ’χασα τα λίγα λεφτουδάκια που είχα, στην τράπεζα είχα, αλλά η κάρτα τότε — εμείς με κάρτα τα πληρωνόμασταν από την εποχή εκείνη. Λοιπόν, δεν είχε μηχάνημα, έπρεπε να πας μέσα στην τράπεζα, να δώσεις την κάρτα. Λοιπόν πάω μου ’χαν μείνει ένα δίφραγκο μάρκα. Πάω να βγάλω τσιγάρα απ’ το αυτόματο. Απ’ τη θολούρα μου, απ’ το ξενύχτι, από τη στενοχώρια μου και τα λοιπά, ρίχνω το δίφραγκο και τραβάω, όπως είχε τις θήκες, τραβάω μία θήκη, η οποία ήτανε, φαίνονταν απ’ έξω αλλά δεν έβλεπα εγώ ότι ήταν άδεια, δεν είχε τσιγάρα. Μου το ’φαγε το δίφραγκο. Τώρα τι κάνω; Πάω στο σπίτι για να φάω, παρότι ήταν πρωί, πείναγα απ’ τη στενοχώρια ξέρεις κι απ’ αυτό δεν είχα τίποτα. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί — Έλληνα δεν έβρισκες να πάρεις δανεικά — οι Γερμανοί δεν το συζητάμε, αν σε δει να πεθαίνεις κάτω, δεν σου δίνει ούτε νερό, όχι... Λοιπόν. Το χιόνι ήταν μέχρι το γόνατο. Βλέπω μια γριούλα, λέω τη λέξη γριούλα, γιατί αυτή τη στιγμή δηλαδή η γυναίκα τότε ήταν 50 χρονών, αλλά εγώ την έβλεπα γριούλα ηλικιακά, αντιλαμβάνεσαι, η οποία πήγαινε για δουλειά, όπως φάνηκε, πήγαινε σε κάποιο οίκο ευγηρίας, για να αλλάξει. Αυτομάτως, μου δημιουργήθηκε στο μυαλό να την κλέψω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Η πείνα είναι ο χειρότερος σύμβουλος, συν ότι δεν είχα τσιγάρο συν, συν, συν. Την ακολουθώ λοιπόν και κάποια στιγμή που γυρίζει στη γωνία σας deconstruct Σε θυμάμαι σαν τώρα λοιπόν και κάποια στιγμή που γυρίζει στη γωνία, στο [Δ.Α.] Strasse — το θυμάμαι σαν τώρα, κοιτάζω δεξιά και αριστερά, Πρωτοχρονιά το πρωί, χίονι, να μη με βλέπει άνθρωπος, της ρίχνω μία σπρωξιά στο χιόνι και της παίρνω την τσάντα. Φεύγω τροχάδην, πάω στο σπίτι, αδειάζω την τσάντα, τα λεφτά, ήταν 57 και 60, 57 μάρκα και 60 λεπτά. Τα άλλα τ’ άφησα όλα όμορφα κι ωραία μέσα. Παίρνω τα λεφτά, πήγα πήρα τσιγάρα, πάω σε ένα μπαρ, τα οποία μπαρ όχι με την έννοια τη δική μας ήταν και εστιατόριο. Λοιπόν, παρήγγειλα ένα σνίτσελ, όμορφα κι ωραία, μου ’φερε και συνοδευτικό μια σουπίτσα που ’χαν στην αρχή, έφαγα καλά, όμορφα κι ωραία, τα τσιγάρα μου, ήπια, πήγα κοιμήθηκα. Την άλλη μέρα ξανά κλειστά, δεύτερη μέρα, την τρίτη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ανοίξαν οι τράπεζες, πάω παίρνω λεφτά, παίρνω και την τσάντα και πάω στο Rathaus, στη Δημοτική Αστυνομία που λέμε εμείς σήμερα εδώ, αλλά αυτοί είχαν Δημοτική Αστυνομία την εποχή εκείνη. Πάω «τι συμβαίνει;» μου λέει ο σκοπός, λέω «στην [Δ.Α.] Strasse έκλεψα από μια γυναίκα προχθές αυτήν την τσάντα». Γυρίζει, με κοιτάει, μου λέει «dumm, dumm, τρελός;», «nein» του λέω εγώ. Λέει ο αξιωματικός υπηρεσίας από μέσα «τι;», λέει. Του λέει: «έτσι κι έτσι», λέει «για στείλτον μέσα». Πάω μέσα, έτσι κι έτσι «για να δω», μου λέει. Κοιτάει το βιβλίο συμβάντων που θα λέγαμε εδώ, πράγματι υπήρχε καταγγελία μέσα. «Καθίστε». Παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα αυτή, την ενημέρωσε από ό, τι κατάλαβα απ’ το διάλογο, δεν είχε ανοιχτή ακρόαση αλλά κατάλαβα, γιατί τους είπε «όχι, ήρθε μόνος του», άρα τους ρώτησε «τον πιάσατε;» και λέει αυτός «όχι, ήρθε μόνος του». Πήγε ένα περιπολικό, την έφερε τη γυναίκα, κάθισε, εγώ καθόμουν εδώ ας πούμε, αυτή εκεί. Με κοίταξε μ’ ένα ύφος, ας πούμε, σα να ’θελε εκείνη την ώρα να με φάει ζωντανό. Λοιπόν, «πόσα λεφτά είχες μέσα», λέει αυτή «δεν θυμάμαι, κάνα πενηντάρικο». «Nein», της λέω εγώ. «57.60» τα ’χα γραμμένα και τι ήταν το καθένα. «Γιατί, το ’κανες αυτό;» «Πείναγα». «Και γιατί δεν μου ζήταγες να σου δώσω;» Λέω «αν σου ζήταγα, θα μου ’δινες;». Δεν είπε ναι, είπε μόνο τη φράση «Eine Minute bitte» και έκατσε ένα λεπτό, παιδιά, έτσι στο τραπέζι. Σηκώθηκε, από ’κει που ήρθε, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου λέει «δεν θα σου έδινα». Ούτε μήνυση, ούτε τίποτα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αποκτήσαμε τέτοια φιλία που το Σάββατο — είχε δύο κόρες — κι όταν ήθελε να τις στείλει σε ντίσκο, επειδή στις ντίσκο έπρεπε να συνοδεύονται για να μπουν μέσα, ερχόταν στο εργοστάσιο απ’ έξω, ήξερε ποια ώρα φεύγω κτλ, κι έλεγε «θα ’ρθεις το βράδυ;». Στην αρχή, την πρώτη φορά, είπα «εντάξει». Πλήρωσαν, βέβαια, τα κορίτσια, έρχεται τη δεύτερη, λέω «εγώ δεν έχω, δεν μπορώ να πηγαίνω σε ντίσκο». «Όχι -μου λέει- και τα δικά σου πληρωμένα». Μου πλήρωνε και τα έξοδα, γιατί μου’χε εμπιστοσύνη να πάω τις κόρες της στη ντίσκο. Ποιον; Εμένα που την έκλεψα. Αυτή είναι ναι... Και είναι η δεύτερη φορά στη ζωή μου που έκανα τέτοια πράξη.

Β.Σ.:

Η πρώτη ήτανε στο Γυμνάσιο, μιας και μιλήσαμε για τέτοια βιώματα. Βέβαια, σε πάω απ’ το ένα κομμάτι στ’ άλλο, αλλά δεν έχει σημασία. Λοιπόν, ήρθε η ώρα να φύγουμε από το οικοτροφείο, για να πάμε στο χωριό για Πάσχα. Ο πατέρας μου ήταν στη Γερμανία, είχα έναν σαν κηδεμόνα που είχε μαγαζί και είχα ένα μπλαφόν. Δηλαδή να ψωνίζω πράγματα ή αυτά μέχρι 200 δραχμές. Εγώ είχα ξεπεράσει, είχα φτάσει 300 στο χρέος. Και πάω και του ζήτησα ένα πενηντάρικο, για να πάω στο χωριό και μου λέει «δεν μπορώ να δώσω άλλα», μου λέει, «γιατί εδώ χρωστάς 300, πατέρας σου μου’χει πει μέχρι 200». Πάω κι εγώ στο φιλόλογο και του ζητάω 50 δραχμές. Μου λέει, Σπυρώνης ονόματι, «εγώ, μου λέει, άμα μου ζητήσουν» — ήταν ο υπεύθυνος τάξης ο φιλόλογος έτσι συνηθιζόταν, δεν ξέρω τώρα πώς είναι τα πράγματα, «εγώ, μου λέει, άμα μου ζητήσουν 10 μαθητές από 50 δραχμές, μου λέει, θα κάνω μαύρο Πάσχα, γιατί εγώ παίρνω 700 τον μήνα, 700 δραχμές». «Εντάξει, λέω, κύριε καθηγητά» και φεύγω. Μετά από… με συνάντησε ξανά μετά από κάνα μισάωρο, μου λέει «έλα να σου δώσω». «Όχι βρήκα», του λέω, θίχτηκε ο εγωισμός, ενώ δεν είχα βρει. Τι να κάνω κι εγώ πηγαίνω στην άκρη, στην Πωγωνιανή κάτω, ήταν ένα μέρος ένα εικόνισμα Κωνσταντίνου και Ελένης κι είχε κι ένα μνημείο Ηρώων που πηγαίναμε και καταθέταμε στεφάνι, πριν φτιάξουν το άλλο. Πήγα λοιπόν εκεί και καθόμουν, συλλογιόμουν τι να κάνω, ας μου επιτραπεί η φράση, τι πουστιά να κάνω, γιατί έπρεπε να φύγω να πάω στο χωριό, δεν μπορούσα να μείνω. Και αυθόρμητα σηκώνομαι και πάω και κάνω τον σταυρό μου στο εικόνισμα. Στο εικόνισμα, βλέπω απάνω, ήταν ένα δίφραγκο, μία δραχμή, πενταράκι, δεκάρες και ένα ταμπελάκι υπέρ των πτωχών. Λέω υπέρ των πτωχών, για μένα είναι. Τα παίρνω λαδωμένα, πού να τα βάλω, βγάζω τη μπλούζα, τη φανέλα από μέσα και την έκανα σαν τσάντα. Και αρχίζω, η περιοχή είχε πολλά εικονίσματα, κάθε σταυροδρόμι το άλογο είχε σκοντάψει, εικόνισμα κάνανε. Αρχίζω, λοιπόν, τα διέλυσα όλα. Μιλάμε για 180 δραχμές τότε, 180 δραχμές να αναλογιστείς ένα πράγμα, ότι τα παγωτά είχανε μία δραχμή. Ο πύραυλος που είχε πρωτοξεκινήσει είχε μιάμιση. Αφού έφαγα τόσα παγωτά που με με πόνεσαν οι αμυγδαλές, ο λαιμός, συν η μαγειρίτσα όμορφα και ωραία. Λοιπόν, κατέβηκα στα Γιάννενα, έφαγα τα σουβλάκια, πλήρωσα και 10 δραχμές στου Σκορδά το Χάνι, ένα σαν ξενοδοχείο και πάω στο χωριό είχα και λεφτά. Όταν λέω είχα λεφτά, 70-80 ακόμα περίσσευαν. Μου λέει η μάνα μου, καλή της ώρα, μου λέει «σου ’στειλε ο πατέρας λεφτά; Πού τα βρήκες κι έχεις λεφτά». Λέω αυτό κι αυτό έκανα της διηγήθηκα την ιστορία όλη. Η μάνα γέλαγε, η γιαγιά όμως η συγχωρεμένη λέει «τι γελάς -της λέει- σήκω άναψε καντήλι», «άσε με, ρε μάνα», «άναψ’ το καντήλι». Κι όλη τη νύχτα αυτή έκανε προσευχές για μένα. Έπαιρνε 500 δραχμές σύνταξη το τρίμηνο, που είχε βγει η αγροτική σύνταξη ανά τρεις μήνες. Μου λέει «πόσα πήρες, παιδάκι μου;», όταν ήρθε η ώρα να φύγω. Λέω «δεν θυμάμαι, γιαγιά, γύρω στα 300» της είπα εγώ, τα διπλασίασα. Βγάζει, λοιπόν, μου δίνει τα 300 λέει «θα πας να τα βάλεις», «ναι, γιαγιά». Γυρίζω το καλοκαίρι μου λέει «τα ’βαλες, παιδί μου;», μ’ έπιασε κρίση συνειδήσεως και αληθείας, λέω «δεν τα ’βαλα». «Γιατί, μωρέ;» «Μωρέ, γιαγιά -λέω- θυμόμουν εγώ πόσα πήρα από τον Άη Σπυρίδωνα και πόσα από τον Άη Κωνσταντίνο, να τους βάλω να τσακώνονται;». Κι έτσι πήγε η δουλειά. Μιλάμε για χρόνια πέτρινα. Ένα διάστημα ήμουν στο σχολείο σου, στο Γυμνάσιο στα Γιάννενα, στο οποίο πήγαινα με το ποδήλατο για μια χρονιά απ’ το χωριό, που είχαμε μετακομίσει και επειδή αρρώστησα, [01:30:00]κρύωσα, βάλαν κάποιον γνωριμία εκεί πέρα και με πήραν σ’ ένα οικοτροφείο για δύο-τρεις μήνες δηλαδή, η υπόθεση, χωρίς λεφτά αλλά δεν είχε φαΐ το οικοτροφείο. Πήγα, γράφτηκα στη βασιλική πρόνοια, πέρναγα να δω το όνομά μου αν είναι γραμμένο, δεν είχε μπει ακόμα το όνομά μου. Είχα κάνα εικοσάρικο, πέρασα μία εβδομάδα και τα λοιπά, πάει, εξαφανίστηκε. Τι να κάνω κι εγώ έμενε ένας, ο παπάς που ανέφερα που έβαλε το τεστ για να μάθει να γράφω, έμενε σε ένα μέρος στα Γιάννενα, Μαυρογιάννη 21, ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Αγίου Γεωργίου του εξ Ιωαννίνων. Σηκώνομαι κι εγώ και πάω στο σπίτι του, λέω «θα μου πουν πεινάς, κάτσε να φας, θα μου βάλουν να φάω». Πάω, ανεβαίνω τα σκαλιά, εκείνη την ώρα η παπαδιά, αδερφή του πατέρα μου τίναζε το τραπεζομάντηλο. Μπαίνω μέσα, μου λέει «δεν σε αγαπάει η πεθερά σου». Περιμένω να μου πουν για φαγητό, τίποτε. «Πας, μου λέει, να μου πάρεις μία εφημερίδα στο περίπτερο;». «Να πάω». Μου ’δωσε κανά πενταράκι, μισή δραχμή δηλαδή έκανε. Πήγα, έφεραν εφημερίδα, δεν μου είπε «έφαγες, δεν έφαγες;», ούτε ένα κομμάτι ψωμί μ’ ελιές. Τίποτε. Δεν τους είπα τίποτα, σηκώθηκα κι έφυγα. Σηκώθηκα κι έφυγα και όπως πέρναγα από το πρακτορείο ακούω μία φωνή «Βασιλάκη» κι ήταν ο μπάρμπας μου αυτός που εδώ στη Βάρη, ο πατέρας του Βαγγέλη του Δελλή. Γυρίζω «έλα μπάρμπα», «πού πας;», λέω «είχα πάει στον παπά και γυρίζω πάω στο οικοτροφείο». Βγάζει λοιπόν και μου δίνει ένα εικοσάρικο. Το εικοσάρικο ήταν ο Ποσειδώνας, αν τον θυμάσαι, τα κατάργησαν, το ασημένιο, τα καταργήσαν γιατί ήταν ασύμφορα από μέταλλο. Παίρνω, λοιπόν το εικοσάρικο και πάω στου Σκορδά το Χάνι μέσα ήταν εστιατόριο ο Παναγιώτου. Μπαίνω μέσα, παίρνω τον κατάλογο στα χέρια μου, το πιο φθηνό που βρήκα ήταν το πιλάφι, 2 δραχμές. Μου λέει «θέλεις και σάλτσα;», λέω «κάνει παραπάνω;» λέει «όχι», «βάλε και σάλτσα». Βάζει το πιλάφι με τη σάλτσα και ψωμάκι, μόλις το ’φαγα λέω «ένα ακόμα». «Σάλτσα;», «Ναιαιαι». Μόλις παρήγγειλα και το τρίτο πιλάφι, σκώνεται αυτός κι έρχεται, κάθεται δίπλα μου λέει «αυτός για να φάει τρία πιλάφια, το παιδί κάτι το’χει σκίσει η πείνα». «Από πού είσαι, λεβέντη μου, ποιο χωριό, ποιανού είσαι», του είπα εγώ και τα λοιπά, του λέω έτσι κι έτσι, είχα, ήμουν νηστικός. Έρχεται, μου δίνει ένα μπλοκάκι και μου λέει — τον γνώριζε τον πατέρα μου — «θα ’ρχεσαι να τρως και μη σε νοιάζει, τα βρίσκω εγώ με τον πατέρα σου». Ώσπου να τελειώσω το σχολείο, δηλαδή, τον είχα χρεώσει γύρω στις 180 δραχμές. Αλλά τουλάχιστον δεν ξαναπείνασα!

Π.Β.:

Ωραίος! 

Β.Σ.:

Το ένα φέρνει το άλλο. 

Π.Β.:

Τι ωραία! Πάμε να κλείσουμε τη Γερμανία και να κλείσουμε και τη συνέντευξη; Να σας αφήσω να φάτε με τη με την ησυχία σας, γιατί έχω αρχίσει και αισθάνομαι τύψεις. Ωραία, οπότε είπαμε ουσιαστικά μας είπατε, ωστόσο, απ’ τη Γερμανία σας κάρφωσαν λόγω ΠΑΚ.

Β.Σ.:

Επανειλημμένα. κι άλλη μια φορά με πιάσανε μέσα, την ώρα που χωρίζαμε δηλαδή, εκεί χτύπησα ένα Γερμανόπουλο πάλι. Αλλά η ουσία ήταν αυτή, το ότι δεν τους ενδιέφερνε τόσο οι χειροδικίες και τα λοιπά, όσο το θέμα της προπαγάνδας. Εγώ γύριζα εργοστάσιο σε εργοστάσιο και μίλαγα. Έκανα έρανο και δεν μας τα ’παιρνε ο Τσοχατζόπουλος. Τόσο δούλευε το μυαλό, τόσο δούλευε; Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε εμείς ότι έχουμε να κάνουμε με τέτοιους λεχρίτες από πίσω. 

Π.Β.:

Τους ξεσηκώνατε δηλαδή; Κάναν απεργίες, τι έγινε;

Β.Σ.:

Όχι, μίλαγα για το θέμα της Ελλάδας, για να οργανώσουμε ομάδες αντιδιδακτορικές. Λοιπόν, γνώρισα και ανθρώπους πολύ δυνατούς. Αυτό με ωφέλησε, βέβαια στη συνέχεια απομυθοποίησα εγώ και τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Δηλαδή μίλαγα μαζί τους επίσης ότι δεν τον έβλεπα με κόμπλεξ, όπως τον έβλεπε ο άλλος και τα λοιπά. Γνώρισα ανθρώπους, όπως ήταν ο Τσεκούρας που τον είχε κατηγορήσει ο Παπανδρέου για ηγέτη της 17 Νοέμβρη, καθηγητής πανεπιστημίου, αν τον έχεις ακούσει. Φοβερή μορφή.

Π.Β.:

Έχει γιο μουσικό; 

Β.Σ.:

Δεν ξέρω, Πρεβεζιάνος ήταν η καταγωγή του. Ο Παπασταύρου επίσης ήταν καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου, ο συγχωρεμένος ο Μπακογιάννης ήταν εκφωνητής στο Deutsche Welle. Ναι, είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, μη νομίζεις, όλοι είχανε αντιδικτατορικό μένος μεν αλλά όλοι τους είχαν κάποιο σκοπό για να κερδίσουν. Να κερδίσουν προσωπικό όφελος, ενώ εμείς δεν είχαμε στο μυαλό μας το προσωπικό όφελος, όπως δεν το είχα ποτέ μου και στη συνέχεια στην πολιτική, γι' αυτό το λόγο ασχολήθηκα περισσότερο με το συνδικαλισμό. Και θέλω να τονίσω αυτό που σου είπα γιατί δεν ξέρω αν γράφτηκε, ότι θεώρησα μεγαλύτερη επιτυχία μου το ότι διεύθυνα τέσσερα συμβούλια πανελλήνια, με τη στήριξη και κοινή απόφαση όλων των κομμάτων παρά το ότι κατόρθωσα να γίνω πρόεδρος, να γίνω μέλος του συμβουλίου της πανελλήνιας ομοσπονδίας, μέλος του ΓΣΕΒΕΕ στο Επιμελητήριο, που στο κάτω-κάτω εκεί χρειάζεται αγώνας και ψήφο. Εγώ θεωρώ μεγαλύτερο για τον εαυτό μου κατόρθωμα το να γίνω κοινής αποδοχής σε τέσσερα συνέδρια από όλα τα υπόλοιπα. Και ήταν πέρα από κατόρθωμα, ήταν για μένα κάτι τιμητικό. Και αυτά με συγκινούν περισσότερο στη ζωή από πολλά άλλα. Και νομίζω αξίζει να να κλείσουμε αυτό το κομμάτι έτσι που λέω. Και τώρα κάνω έκκληση εδώ στους συναδέλφους μου και έχω ένα άρθρο έτοιμο, γιατί γράφω στην Εβδόμη, δεν ξέρω αν την παίρνεις,

Π.Β.:

Όχι.

Β.Σ.:

Ο πατέρας σου ξέρει. Στην Εβδόμη έχω σχεδόν λέει, έρχονται φορές, και δύο άρθρα δικά μου. Και εκεί είναι τιμητικό για μένα, γιατί γράφω σε μία εφημερίδα χωρίς να ’χω ούτε περγαμηνές λογοτεχνικές ούτε δημοσιογραφικά προσόντα. Σε μια εφημερίδα που γράφουν πέντε καθηγητές πανεπιστημίου. Και βάζει ανάμεσα από αυτούς τα άρθρα μου. Αυτό αντιλαμβάνεσαι ότι με γεμίζει ικανοποίηση, εγώ δεν κερδίζω τίποτε, αλλά δεν παύει να είναι ικανοποίηση πώς το κάνουμε. 

Π.Β.:

Μπράβο σας, σας χαίρομαι γιατί είστε δημιουργικότατος.

Β.Σ.:

Και παρότι και παρότι είμαι για 50 ώρες τη βδομάδα με δύο σύριγγες. Αυτή τη βδομάδα το Σάββατο έχω δύο άρθρα. Θα του πεις του μπαμπά να την πάρει. Ή εάν δεν την πάρει, θα μου ζητήσεις εμένα. Γιατί τώρα είναι πρόβλημα με τον κορωνοϊο, δεν σε βρίσκουν. Το ένα είναι άρθρο, είναι Εδώ Ασκληπιείο: μονάδα τεχνικού νεφρού, με έναν αετό μέσα, μονάδα τεχνητού νεφρού. Και το άλλο είναι Το θέατρο του παραλόγου. Το θέατρο του παραλόγου αναφέρομαι στη γενικότερη πολιτική κατάσταση, το θέμα του κορωνοϊού, το θέμα της πίεσης των εμβολίων και τα λοιπά, με τη σκοπιά ενός απλού ανθρώπου. 

Π.Β.:

Εννοείται. Μετά απ’ όλα αυτά, θα το προμηθευτώ και με το παραπάνω.

Β.Σ.:

Έρχονται μέσα εκεί στην αιμοκάθαρση, έρχονται γιατροί, και άντρες και γυναίκες και τα λοιπά, μόλις τελειώνουν το πέρασμα απ’ τους ασθενείς, έρχονται για να συζητήσουν μαζί μου. Είμαι ο μόνος που αρνούμαι το εμβόλιο μέχρι στιγμής και αναγκάστηκαν τώρα, χθες με πήραν απ’ τον διευθυντή, απ’ τη διεύθυνση, δηλαδή στην ουσία είναι πίεση, με πιο πλάγιο τρόπο αλλά είναι πίεση. Δηλαδή, τι θα μου κάνουν τώρα, αν δεν το κάνω; Θα με βάλουν να κάνω αιμοκάθαρση εκεί που κάνουν οι περιπλανώμενοι, με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχει αυτό. Κατάλαβες; Δηλαδή θα με εξαναγκάσουν να κάνω ένα εμβόλιο, το οποίο δεν θέλω να το κάνω. Τώρα βέβαια αυτά δεν έχουν σημασία.

Π.Β.:

Έχουν.

Β.Σ.:

Είμαι αντίθετος γιατί, όχι ότι… δεν φοβάμαι ούτε τις σύριγγες, αντιλαμβάνεσαι 50 ώρες τη βδομάδα τις έχω καρφωμένες στο σώμα μου ούτε τα εμβόλια, τρία έκανα φέτος. Αλλά για το συγκεκριμένο εμβόλιο, ρωτάω όμορφα και ωραία τον γιατρό και του λέω «μέχρι σήμερα όσα μου ’γραψες τα ’κανα;». «Ναι», «γράψε μου κι αυτό να το κάνω», μου λέει «δεν μπορώ», «γιατί δεν μπορείς;» μα λέει «γιατί...» «όχι -λέω- να σου πω εγώ γιατί δεν μπορείς, γιατί δεν ξέρεις τι περιέχει, γιατί στα εμβόλια μου γράφεις δραστική ουσία, δεν μου γράφεις την ονομασία του φαρμάκου που παίρνω. Κι εδώ δεν ξέρεις τη δραστική ουσία και πως δέχεσαι εσύ, έχεις κάνει όρκο στον Ιπποκράτη, να κάνω εγώ ένα εμβόλιο που δεν ξέρεις τι περιέχει». Μα λέει «ξέρεις ότι αυτά είναι από τις εταιρείες για να μην…» Δεν ισχύει! Αφού μέσα σε ένα μήνα, εμφανίστηκαν 15 εταιρείες. Όλες αυτές οι εταιρείες που εμφανίζονται στην ουσία είναι μία, απλώς είναι αλλαγές ονομάτων. Και δεν μπορεί κανένας να με πείσει ότι… Ούτε είμαι αμφισβητίας του κορωνοϊού. Κορωνοϊός υπάρχει, αλλά δεν ήρθε ούτε από το Θεό να μας τιμωρήσει ούτε σαν τη γρίπη, απ’ τη φύση. Είναι ένας ιός, ο οποίος ξεκίνησε από βιολογικό εργαστήριο της Κίνας. Λοιπόν, από κει άραγε είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ανθρώπινο δημιούργημα, δεν είναι ο εχθρός είναι το όπλο του εχθρού. Και έχε[01:40:00]ι κάποια σκοπιμότητα και δεν μπορεί να βγαίνει ο Gates και να λέει ότι όνειρό μου να βγάλω το εμβόλιο να σώσω την ανθρωπότητα, όταν πριν από 3 χρόνια Gates, Ροκφέλερ και μου διαφεύγει το άλλο όνομα μπορεί να το θυμηθώ, σε παγκόσμιο συνέδριο λέει ότι για να γίνει βιώσιμος ο πλανήτης, πρέπει να μειωθεί κατά 2,5 δισεκατομμύρια. Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, που λένε 3 χρόνια πριν ότι πρέπει να μειωθούμε κατά 2,5 δισεκατομμύρια, έρχονται σήμερα και λένε να μας σώσουν; Ποιον κοροϊδεύουν; Θα μου πεις εσύ τώρα είσαι νεφροπαθής και εκεί… Όχι, αντιδρώ, γιατί πρέπει να αντιδράσω. Πρώτον, βγαίνει τώρα καθηγητής πανεπιστημίου στην τηλεόραση και λέει πγια το εμβόλιο αυτό της astrazeneca και λέει τα οφέλη είναι περισσότερα από τις τυχόν επιπτώσεις και από τις ζημιές. Και μόνο που το λέει αυτό ένας καθηγητής πανεπιστημίου έπρεπε ή να το βουλώσουν το στόμα ή να του πάρουν το πτυχίο. Δηλαδή τι πάει να πει ότι θα σου κάνω εγχείρηση να σε σώσω από τη σκωληκοειδίτιδα, θα έχεις όφελος αυτό αλλά δεν θα αποφύγουμε και κάτι άλλο. Δηλαδή έχει λογική από καθηγητή Πανεπιστημίου; Ή όλη αυτή η διαδικασία επί ένα χρόνο, να βγαίνουνε 20 επιστήμονες στην τηλεόραση. Δηλαδή εκτός από γιατροί, έχουν αποκτήσει και το πτυχίο του δημοσιογράφου και του παρουσιαστή και κάθε εβδομάδα να λένε «αυτή η βδομάδα είναι δύσκολη, αυτές οι μέρες είναι δύσκολες»; Αυτοί οι άνθρωποι αν αυτή τη μέθοδο τη χρησιμοποιούν στις οικογένειές τους, έχουν αποτύχει εκ των προτέρων. Ούτε το παιδί τους το ίδιο δεν θα τους πιστεύει, όχι να τους πιστέψω εγώ. Και κάθομαι και αντιδρώ αλλά, δυστυχώς, δεν θα κερδίσω τίποτα στο τέλος και θα το κάνω, γιατί έχουν στα χέρια τους τη δυνατότητα να με εκβιάσουν ότι, αν δεν το κάνω θα με στείλουν να κάνω στη μονάδα εκεί, που μπορεί — όχι μπορεί — που κατά 99% θα κολλήσω κορονοϊό, γιατί αφού έρχονται οι άλλοι, όλοι οι άλλοι που δεν έχουν κάνει εμβόλιο, κάποιος θα έχει. Ένας να ’χει κολλήσαμε. Δεν τους ενδιαφέρει η πρόληψη, τους ενδιαφέρει πώς θα κάνουνε οι πιο πολλοί. Δεν το έχω ξανασυναντήσει αυτό το πράγμα. Ούτε κανένας μας είπε τι έγινε με τα εμβόλια Η1Ν1, 17 εκατομμύρια που τα φέραν στη Βάρη και τα καταστρέψανε, γιατί αποδείχθηκε ότι ήταν καρκινογόνα. Δυστυχώς, όμως δεν θέλω να σε επηρεάσω, βέβαια δεν είσαι ακόμα ηλικιακά που να χρειάζεται να κάνεις εμβόλιο, αλλά κάποια στιγμή και σας, όπως πάνε εκ της αφαιρέσεως, θα φτάσετε. 

Π.Β.:

Θα κλείσουμε εδώ, τώρα θα τα πούμε off the record.