© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Παρέα με τον έρωτα και με το μαντολίνο: από τα σοκάκια της Κρήτης στις λεωφόρους του κόσμου συντροφιά με το μαντολίνο

Κωδικός Ιστορίας
11924
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Δραμουντάνης (Β.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2021
Ερευνητής/τρια
Νικόλαος Καλλέργης (Ν.Κ.)
Ν.Κ.:

[00:00:00]Είναι 07/03/2021, βρισκόμαστε στα Ανώγεια με τον Βασίλη Δραμουντάνη, εγώ ονομάζομαι Καλλέργης Νίκος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Βασίλη, αρχικά θέλω να μου πεις λίγα λόγια για σένα. Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες, τη διαδρομή σου μέχρι σήμερα, τι κάνεις τώρα...

Β.Δ.:

Καλησπέρα κι από μένα, Νίκο, και ευχαριστώ για την πρόσκληση και για τη φιλοξενία στην όμορφη σελίδα σας. Γεννήθηκα στα Ανώγεια κι εγώ το 1985 από οικογένεια κτηνοτρόφων –έξι παιδιά, έξι αδέρφια είμαστε– και μεγάλωσα εδώ, έζησα και μια περίοδο στο Ηράκλειο, πέντε χρόνια –σαν σχολείο, ας πούμε, να το πούμε έτσι–, αλλά με τράβηξε η επιστροφή του χωριού. Με τράβηξε πολύ.

Ν.Κ.:

Ασχολείσαι με τη μουσική από μικρός–

Β.Δ.:

Ναι.

Ν.Κ.:

Και με το μαντολίνο, συγκεκριμένα. Πώς άρχισε αυτή η επαφή σου με το μαντολίνο αρχικά;

Β.Δ.:

Η επαφή με τη μουσική έχει πάνω απ’ όλα, γιατί η μουσική μας τραβάει στο όργανο. Η μουσική για μένα, σαν πρώτο άκουσμα, ήρθε από το νανούρισμα της μάνας μου. Πιστεύω ότι ένας λόγος που ακολούθησα τη μουσική είναι αυτός. Διότι το νανούρισμα πραγματικά εισχώρησε μέσα μου –βαθιά, πολύ βαθιά στην ψυχή μου– και μ’ έκαμε να δω τη μαγεία της μουσικής. Και σε ηλικία... Μικρός... Γιατί μετά άρχισα το τραγούδι στο σχολείο, απ’ το δημοτικό, σε γιορτές... Μ’ άρεσε να τραγουδώ και μετά ήρθα με το μαντολίνο. Το μαντολίνο ήρθε στα χέρια μου από φίλους. Δεν είχα δικό μου μαντολίνο. Αλλά είχα, όμως, τόσο όρεξη να πιάσω το μαντολίνο και να το μελετήσω, να δω τι είναι αυτό το πράγμα, πώς παίζεται... Σαν πρώτο μαντολίνο που είχα δει, ήταν από τον Λουδοβίκο, που ήταν και στη γειτονιά μας, ο οποίος έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο για την πορεία της μουσικής της δικής μου, γιατί κι από κει πήρα τις πρώτες νότες, ήχους του μαντολίνου. Και έπαιζα, λοιπόν, και... Συγγνώμη. Από τα παιδιά που κάναμε παρέα, είχανε τότε μαντολίνο και πηγαίναν και κάνανε μαθήματα. Είχανε το... Στην Εστία ερχότανε δασκάλοι και διδάσκανε στα παιδιά. Εγώ, δυστυχώς, δεν είχα τη δυνατότητα, γιατί ήμασταν και φτωχή οικογένεια. Κι όπως όλοι, οι περισσότεροι. Όταν πήγαινα στο σπίτι, λοιπόν, στα παιδιά, στους φίλους μου, έβλεπα το μαντολίνο, έπαιζα κι εγώ και έλεγα του αλλουνού: «Τι σου ’μαθε -ας πούμε- ο δάσκαλος;». Και «Μου ’μαθε “ντιν”», ξέρεις, έτσι. Βήμα βήμα, διαβάζοντας από το χαρτί, να προσπαθεί να αποτυπώσει μετά στο μαντολίνο απάνω και έβλεπα τι έκανε και το ’κανα εγώ μετά. Και το ’κανα και καλύτερα, γιατί είχα τόση θέληση... Το οποίο δεν με δυσκόλεψε καν το μαντολίνο να το μάθω. Άρχισα να μαθαίνω πολύ γρήγορα και σε ηλικία, πιστεύω, γύρω στα 12 χρόνων. Έτσι μπήκε το μαντολίνο στη ζωή μου. Μετά ήρθε το μαντολίνο... Ή, όταν πήρα δικό μου μαντολίνο, ήξερα ήδη να παίζω εγώ αρκετά. Ένας θείος μου, λοιπόν, από τον Άγιο Νικόλαο είχε μια μαντόλα και, όταν ερχόταν εδώ διακοπές το καλοκαίρι, μου ’λεγε: «Βασιλιό, θες να μάθεις μαντολίνο;». Λέω: «Ναι». Του λέω: «Ξέρω μαντολίνο, αλλά δεν έχω». Και μου λέει: «Εγώ θα σου φέρω». Και μου φέρνει μια μαντόλα. Στα δαχτύλια μου η μαντόλα ήτανε μεγάλη, αλλά, ξέρεις, έπαιζα εγώ, είχα και το κέφι και, μιας στιγμής, μετά από λίγο καιρό, έρχεται ο Λουδοβίκος... Έβλεπε ο Λουδοβίκος την όρεξή μου, στο μαντολίνο απάνω και στο τραγούδι, και μιας στιγμής κάθεται στο «Μεϊντάνι» αυτός, στο καφενείο. Περνώ, μου φωνάζει και μου λέει: «Βασιλιό, έλα να [00:05:00]σου πω». Πάω και μου λέει: «Πήγαινε στο σπίτι. Ως μπεις δεξιά, έχω δυο μαντολίνα. Είναι ένα με μια μπλε θήκη και ένα με μια μαύρη. Πάρε το μαντολίνο με την μπλε θήκη και φέρε μού το». Και πάω, λοιπόν, παίρνω το μαντολίνο, του το πάω. Μου λέει: «Άνοιξέ το». Το ανοίγω, μου λέει: «Παίξ’ το». Και παίζω το μαντολίνο, ένα μαντολίνο πραγματικά όπως το ’χα ονειρευτεί και όπως ήθελα να είναι στα χέρια μου. Να σου πω την αλήθεια, ότι όταν άνοιξα τη θήκη μου ’ρθε η μυρωδιά του... Την έχω ακόμη μέσα μου αυτή τη μυρωδιά και θα με ακολουθεί πάντα! Και μου λέει: «Σ’ αρέσει;». Του λέω «Παναγία μου», του λέω, «πολύ ωραίο μαντολίνο!». Μου λέει: «Δικό σου! Σ’ το χαρίζω». Τάξε πως μου ’δωσε τον ουρανό με τ’ άστρα! Και κλείνω το μαντολίνο, φεύγω εγώ, πάω στο σπίτι και ξεκινώ. «Ντίρι, ντίρι, ντίρι, ντίρι». «Ντίρι, ντίρι», συνέχεια. Και τότε, όσο πιο... Είχα λοιπόν και τον χρόνο –και σαν παιδί είχα τον χρόνο πολύ– και έδωσα μεγάλη σημασία πάνω στο όργανο. Όχι πολύ στη δεξιοτεχνία, γιατί, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι ξέρω και δεξιοτεχνικά... Απλά για να μ’ ευχαριστεί. Και, πάνω απ’ όλα, ένας μουσικός, για να μπορεί να γίνει αποδεκτός είτε από μια παρέα είτε από ένα κοινό που τον ακούει σε έναν χώρο, πρέπει να το αισθάνεται! Να το βγάλει από μέσα του για να σ’ το μεταδώσει. Και επειδής η ψυχή μεταδίδεται με ψυχή... Γιατί, άμα βγάλω την ψυχή μου, θα τη νιώσεις εσύ αμέσως. Θα καταλάβεις ότι είναι το αληθινό σου πράγμα. Και η αλήθεια έχει ουσία. Οπότε, το λαμβάνεις αυτό το πράγμα. Και έτσι λοιπόν κι εγώ έφταξα στο στάδιο να μπορώ να παίζω το μαντολίνο, να κάνω τις παρέες. Δεν φαντάστηκα εγώ, από παιδί, να βγαίνω στα πάλκα να παίζω κτλ. Να παίζω εγώ, να ευχαριστιόμαστε εγώ κι οι φίλοι μου.

Ν.Κ.:

Αυτό με τους φίλους σου και με την παρέα –που έμαθες και μέσω της παρέας, δηλαδή μέσα απ’ την παρέα των φίλων σου, με το μαντολίνο, θέλοντας κι εσύ να παίξεις στην παρέα, δηλαδή αυτό που σ’ ευχαριστεί μέσα–, τι είναι αυτό–

Β.Δ.:

Η παρέα ήτανε το σχολείο μετά, για μένα. Κι ακόμα είναι. Όποιος άνθρωπος θέλει να λέγεται μουσικός και δεν βγαίνει από την παρέα, από τους ανθρώπους... Γιατί η παρέα είναι ενιαίο, γίνεσαι ένα σώμα. Ο άνθρωπος και ο μουσικός που δεν θα βγει από την παρέα για μένα είναι... Έχει... Κάτι του λείπει μετά. Του λείπει όμως ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Και αυτό το κομμάτι είναι η δομή πάνω στη μουσική που έχεις εσύ, μέσα σου, πλέον. Και φαντάσου, τώρα, να δεις ότι η πρώτη μου παρέα στο μαντολίνο... Τα λέω εδά και μου ’ρχεται ένα ένα... Η πρώτη μου παρέα στο μαντολίνο ήτανε... Εγώ, κοπελουδάκι, περνώ από το σπίτι να μπω μέσα να πιω νερό και να φύγω, γιατί παίζαμε όξω. Και σαν παιδί αυτό το πράγμα θα υπάρχει και συνέχεια, θα το ζω συχνά και το ’βλεπα και απ’ τις εκφράσεις των παιδιών που κάναμε παρέα μαζί. Μπαίνω στο σπίτι να πιω νερό και είναι ο πατέρας μου με τον Πολογιάννη μέσα, οι δυόντωνε, και βράζουνε κρέας. Και μου λένε: «Κάτσε επαέ». Εγώ λέω: «Πάω να παίξω γιατί με περιμένουν». Λένε: «Κάτσε επαέ που σε θένε!». Και κάθομαι. Αυτοί ψιλοτρώνε και ψιλοπίνουνε. Και λέει μιας στιγμής ο πατέρας μου του Πολογιάννη, του λέει: «Μα το ξέρεις -λέει- ότι ο Βασίλης παίζει μαντολίνο;». Λέει: «Μαντολίνο;». Λέει: «Ναι». «Πήγαινε να το φέρεις». «Μα», του λέω, «δεν κατέχω. Ένα κομμάτι κατέχω τώρα. Είναι αρχή. Μόνο άλλη ώρα γιατί με περιμένουνε». Λέει: «Πήγαινε να φέρεις το μαντολίνο». Είντα να κάμω; Πάω. Αυτό ήτανε και ευχή και κατάρα για έναν άνθρωπο που ξέρει να παίζει ένα όργανο της παρέας. Γιατί το μαντολίνο είναι ένα όργανο της παρέας και γιατί δεν έχει πρόγραμμα. Οπότε, λες εσύ «Πάω να πάω να παίξω με τα παιδιά», μιας στιγμής σου λένε: «Φέρ’ το μαντολίνο κι άσ’ τα παιδιά να παίζουνε μόνα τους». Αυτό το πράγμα το έπαθα πολλές φορές. Και, πιστεύω, και πολλοί άλλοι στη θέση μου το πάθανε. Πάω, φέρνω το [00:10:00]μαντολίνο, παίζω ένα σκοπό. Παίζω μ’ ανωγειανές κοντυλιές, οι οποίες τις είχα στ’ αυτιά μου από πολύ μικρός. Αλλά ήξερα ένα-δυο γυρίσματα. Έπαιζα μια, δυο ώρες... Μετά κουραστήκαν κι αυτοί ν’ ακούνε το ίδιο πράγμα συνέχεια. Και μου λέει: «Παίξε -μου λέει-, γύρισέ το». Του λέω: «Δεν κατέχω». Και, φαντάσου τώρα, να μου παίζει ο άλλος με το στόμα την κοντυλιά και να την παίζω μετά εγώ στο μαντολίνο!

Ν.Κ.:

Απ’ το στόμα, ε;

Β.Δ.:

Ναι. Έτσι, λοιπόν, μου μεταδώσανε ορισμένα πράγματα.

Ν.Κ.:

Δηλαδή, απ’ το στόμα...

Β.Δ.:

Ναι.

Ν.Κ.:

Είπες και πριν ότι δεν υπάρχει πρόγραμμα. Δηλαδή είναι αυτό, ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή ο άλλος να ’ρθει και να σε ξυπνήσει, ας πούμε, μες στη νύχτα–

Β.Δ.:

Βέβαια. Ναι.

Ν.Κ.:

«Θέλω να»...

Β.Δ.:

Αυτό το ’ζησα πολλές φορές και, πάνω σ’ αυτό τον λόγο, γνώρισα πολλούς ανθρώπους του χωριού μας. Διότι εμείς, σαν παιδιά, πού να κάνεις παρέα με μεγάλους ανθρώπους; Δεν υπήρχε λόγος, και προπαντός εκείνες τις εποχές, που το παιδί δεν πλησίαζε καν τον μεγάλο. Αλλά ήτανε η εποχή που το χωριό δεν είχε μαντολίνο. Στην ηλικία μου, δηλαδή, ήμουνα εγώ... Εντάξει κι άλλα παιδιά που μαθαίνανε, αλλά… Σαν πιο μεγάλοι, όπως ήταν ο Γιώργης ο Βρέντζος, που για πολλά χρόνια διασκέδαζε το χωριό και τις παρέες, άνθρωπος βιωματικός κι αυτός και πολύ αξιόλογος... Ο Γιώργης, λοιπόν, φεύγοντας κι αυτός, είτε... Για τον άλφα ή βήτα λόγο, υπήρχε πολλή... θέση για μένα στην παρέα. Έτσι, λοιπόν, γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Κάνανε παρέα εδώ στο Μετόχι, παράδειγμα, ή στο Περαχώρι, εγώ σαν Μεσοχωριό... Να χτυπάνε, ας πούμε, τα τηλέφωνα ή να περνάει ένα αυτοκίνητο, να φωνάζει στο σπίτι μας: «Πού ’ναι ο Βασίλης;». Λέει: «Εδώ». «Πάμε εκεί». Πηγαίναμε ή σε μιτάτα ή σε σπίτια... Και είχα την τύχη να γνωρίσω πάρα πολλούς ανθρώπους, πολλούς μερακλήδες! Κι αυτό που έχω να σου πω είναι ότι τα Ανώγεια βγάλανε πάρα πολλούς μερακλήδες. Αλλά όταν λέμε «μερακλήδες», είναι αυτοί οι οποίοι το ’χανε μέσα τους και ήτανε αληθινό. Γνώρισα πολλούς χαραχτήρες και πολλά είδη ανθρώπων –είδη χαραχτήρων– και αυτό το πράγμα, όσον αφορά και για μένα, μου έχτιζε ένα χαραχτήρα κι εμένα, να μπορώ να κρίνω ανθρώπους και συμπεριφορές κτλ. Μια βραδιά κοιμούμαι, λοιπόν, και είναι ξημερώματα. Εγώ, στον ύπνο... Ήμουν βαρύς στον ύπνο –κι ακόμη, δηλαδή– και έρχεται μια παρέα, μου χτυπούνε, δεν ακούω εγώ τίποτα. Μιας στιγμής, απ’ τα πολλά, με ξυπνούνε. Και γροικώ κάτι χτύπους και δεν μπορώ να καταλάβω είντα ήτανε. Σηκώνομαι, δεν γνωρίζω άνθρωπο. Λέω: «Είντα...». Λέει: «Πάρ’ το μαντολίνο και πάμε». Κρύο! Πρέπει να ’τανε Δεκέμβρης, Γενάρης... Το κρύο απίστευτο! Πάμε σ’ ένα σπίτι, παίζω εγώ, τραγουδούμε κτλ., αλλά, πάντα, το αποκορύφωμα της παρέας είναι η καντάδα. Η καντάδα είναι για μένα πολύ ιερό. Είναι μια πολύ ιερή πράξη. Και μάλιστα ήμασταν τέσσερα-πέντε άτομα. Τι γίνεται όμως στην καντάδα; Η καντάδα έχει πολλά τριπάκια. Είναι αυτός που θέλει να περπατά, να τραγουδά, είναι αυτός που του αρέσει να πάει στην αγαπημένη του να πει μια μαντινάδα, να περάσει ένα μήνυμα. Η μαντινάδα είναι μήνυμα. Αλλά, σ’ αυτή την παρέα, ήταν η μοναδική παρέα που γύρισα όλο το χωριό. Κάναμε τρεις ώρες καντάδα. Ή ξημερωθήκαμε ή ξημερώματα. Και πιστεύω ότι ήταν ο λόγος ότι... να πάμε να πούμε μαντινάδες εκεί που θέλανε οι άλλοι και να μην καταλάβω εγώ πού θέλει ο καθένας–

Ν.Κ.:

Να ’ρθει.

Β.Δ.:

Να δώσει τον στόχο της μαντινάδας. Και θυμάμαι ότι έκανε πολύ κρύο! Φαντάσου, τα χέρια μου, από ένα σημείο και μετά, δεν επηγαίνανε. Μια στιγμή ένας έπιασε και μου ’τριψε τα χέρια. Σταματήσαμε, να κάνουμε ένα διάλειμμα, και μου ’τριβε τα χέρια, να μου τα ζεστάνει, να συνεχίσουμε. Αυτό το κέφι που υπήρχε, αυτή η διάρκεια που υπήρχε, είναι πραγματικά να την αναπολούμε και να τη ζηλεύουμε. Διότι ήρθε μετά ένα άλλο στοιχείο. Ήρθε το στοιχείο της κούπας, που εισχώρησε στην παρέα και, δυστυχώς, πήγε να την αλλοιώσει την παρέα σε [00:15:00]μεγάλο βαθμό. Διότι η παρέα δεν κρατούσε πλέον.

Ν.Κ.:

Δεν είχε τη διάρκεια...

Β.Δ.:

Δεν είχε τη διάρκεια. Ήτανε πολύ σύντομη και πολύ έντονη. Διότι, όταν πίνεις τόσο γρήγορα, μεθάς γρήγορα και μεθάς και σε κακό σημείο. Αυτό, λοιπόν, δεν υπήρχε όφελος. Ούτε μουσικό όφελος υπήρχε ούτε κάτι... Είχε αλλάξει τελείως τη ροή της παρέας. Εκείνα όμως τα χρόνια, που τα βίωσα πολύ έντονα... Γιατί, όταν είσαι μ’ έναν άνθρωπο με 80 χρονώ, 60 χρονώ –φαντάσου μία σκάλα, από τα 15 μέχρι την κορυφή, που είναι 80 και 85 χρονώ–, έχεις να πάρεις, έχεις μόνο να πάρεις–

Ν.Κ.:

Μόνο να πάρεις, ναι, ναι...

Β.Δ.:

Και έχεις να πάρεις μόνο καλά πράγματα. Αυτά, πραγματικά, τα ’χω μέσα μου και τα ζω σε κάθε μου στιγμή. Να κάμνεις παρέα με δυο μεγάλους ανθρώπους. Καντάδα. Πάλι σε μικρή ηλικία εγώ. Πάλι θα ’μουνα 15 χρονών. Όταν κάναν μια παρέα, που ήταν ο παππούς μου μέσα, και μου φωνάξανε και τους πήρα καντάδα... Δυο μείνανε –ήτανε ο Γιαννιός ο Πασπαράκης με τον Λιανοβασίλη, αυτοί οι δυο μείνανε– και μου λένε: «Πάμε να κάνουμε καντάδα». Και βγαίνουμε στα Χαράκια –στο ψηλό σημείο του χωριού, βλέπουμε όλο το χωριό– και έπαιζα και τραγουδούσαν αυτοί. Αυτό ήτανε μυσταγωγία! Άκουσα πολλές καλές φωνές σε όλο αυτό τον δρόμο που έχω κάμει. Καλές φωνές. Καλές μαντινάδες. Γενικά, υπήρχε ποιότητα. Αυτή η ποιότητα κράτησε τ’ Ανώγεια πολύ ψηλά, για μένα. Γιατί τ’ Ανώγεια ήτανε ψηλά και είναι ψηλά, παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνούμε. Και, πιστεύω, δυσκολίες όσον αφορά τα ήθη, τα έθιμα, περνά όλος ο κόσμος. Όχι μόνο εμείς. Οπότε δεν κακίζω μόνο το χωριό μας, γιατί είναι για όλους μας, πιστεύω, το ίδιο. Απλά, εδώ πάντα ο πήχης ήτανε ψηλά όσον αφορά την ποιότητα και την ουσία. Και υπήρχε ένα πολύ δύσκολο κριτήριο. Το κριτήριο του Ανωγειανού είναι το πιο δύσκολο. Είναι σαν να περνάς δεν ξέρω κι εγώ... Είναι το Μουντιάλ, ας πούμε. Γιατί οι ανθρώποι μάθανε από αυτά, τα συνεχίσανε. Όταν ξεκινάς από τον Στραβό, που ευτυχώς έχουμε μια καταγραφή, και με αυτή την παρέα που ήτανε ο Στραβός, που κι αυτός ήτανε ο άνθρωπος ο οποίος γαλούχησε αυτές τις γενιές, που με τη σειρά τους φτάσανε σ’ εμάς και μας παραδώσανε, για μένα λοιπόν η παρέα είναι το πιο ιερό. Από την παρέα, λοιπόν, μαθαίνεις να ξεχωρίζεις ανθρώπους. Ο άλλος όταν τραγουδεί, όταν τραγουδεί ο καθένας… Γιατί το ’χουμε μπερδέψει, όσον αφορά εμείς οι νεότεροι, και πιάνω το όργανο εγώ και παίζω όλη νύχτα και τραγουδώ μόνο εγώ. Αυτό δεν υπήρχε. Εγώ έπαιζα μαντολίνο και άντε να ’λεγα δυο μαντινάδες όλη νύχτα. Δεν ήταν εμένα ο σκοπός μου να ’ρθω να σου τραγουδήξω. Άμα μου ’ρθει, εντάξει, θα πω τη μαντινάδα μου, αλλά τον πρώτο λόγο τον έχει ο κόσμος.

Ν.Κ.:

Εσύ ήσουν ο διαμεσολαβητής, δηλαδή–

Β.Δ.:

Βέβαια.

Ν.Κ.:

Να πει ο άλλος τη μαντινάδα.

Β.Δ.:

Να πει ο άλλος τη μαντινάδα. Να πει αυτό που έχει να πει. Ο άλλος όταν τραγουδεί, λοιπόν, έχει μια αλήθεια. Είτε ζει εκείνη την ώρα τη χαρά του είτε ζει τον πόνο του. Γιατί η μουσική, στην ουσία, τι σου κάνει; Η μουσική είναι μια εξομολόγηση. Και βγάζεις αυτό που έχεις μέσα σου και το τραγουδείς.

Ν.Κ.:

Ποια είναι αυτά τα σημεία στην παρέα που λες: «Εδώ είμαστε!»; Δηλαδή ότι...

Β.Δ.:

Εγώ στην παρέα –το ’χω πει πολλές φορές– το λέω αυτό όταν ακούσω τον άλλο και τραγουδεί ωραία. Κι όταν ακούσω κι ωραία μαντινάδα. Τις παρέες... Την απογείωνε οι κοντυλιές. Εμείς μάθαμε τις κοντυλιές και δυο-τρεις σκοποί τση νύχτας. [00:20:00]Αποκόρωνας... Έχει ένα-δυο αμανέδες οι οποίοι να σπούνε τη μονοτονία. Οι κοντυλιές ήτανε για μένα αυτό που αγαπώ. Ήτανε η αγάπη μου η μεγάλη οι κοντυλιές. Και είναι. Γιατί έχει ο καθένας κάτι να σου πει. Και σύντομα. Αλλά, σε αυτό το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματικά σε γεμίζει. Θα ακούσεις κάτι και λες: «Εδώ είμαστε, ρε παιδί μου!». Ή να σε κάνει να κλάψεις, να σε κάνει να γελάσεις, να σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Παίρνεις κάτι συναισθήματα τα οποία είναι αληθινά. Μετά, σε βοηθούνε. Είναι ενέργειες. Αυτές οι ενέργειες μπαίνουνε μέσα σου και σε γαληνεύουνε. Γίνεται μια αρμονία.

Ν.Κ.:

Αρμονία, ε;

Β.Δ.:

Αυτό είναι. Να εναρμονιστούμε όλη η παρέα και με το περιβάλλον και με τη μουσική.

Ν.Κ.:

Είπες πριν ότι το αποκορύφωμα της παρέας είναι η καντάδα.

Β.Δ.:

Ναι.

Ν.Κ.:

Εσύ που το ’χεις ζήσει, ας πούμε, πώς έχει περάσει από την παρέα και στην καντάδα μετά; Και τι γυρεύει ο άλλος στην καντάδα; Τι είναι αυτό που τονε καίει; 

Β.Δ.:

Η καντάδα έχει ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο πράγμα, η καντάδα. Να ξέρεις, η καντάδα η καλή και αυτές που θυμούμαι εγώ ήτανε πάντα στα βαθιά μεσάνυχτα. Λίγα άτομα και ξεκινάς και μπαίνεις στον δρόμο και αρχινάς και περνάς απ’ τα σοκάκια. Κάθε σοκάκι έχει τη δική του ηχώ, τη δική του ακουστική. Να περνάς, όλοι κοιμούνται και όλοι ξυπνητοί είναι μετά. Από κάθε σοκάκι που περνάς παίρνεις ωραίες μυρωδιές απ’ τα λουλούδια, βλέπεις ωραίες εικόνες και, έτσι, είμαστε όλη η παρέα που ακολουθούμε... Εναρμονιζόμαστε στην καντάδα. Εναρμονίζεσαι και με το περιβάλλον, με τον χώρο, και ακολουθείς το μαντολίνο. Πρέπει να ’σαι καλός τραγουδιστής, να τραγουδήξεις το βράδυ και είναι ο άλλος που κοιμάται, τονε γαληνεύεις ακόμη περισσότερο. Τονε κάνεις να ξυπνήσει γλυκά, όμορφα. Ανοίγουν οι πόρτες... Και αυτό είναι. Πραγματικά, στην καντάδα το αποκορύφωμα είναι αυτό. Ν’ ανοίγουν οι πόρτες και να σε κερνούνε. Να σου λένε: «Έλα!». Δεν πρέπει να μπεις όμως, κατ’ εμέ. Να περάσουμε και... Έτσι το κάναμε πάντα. Ανοίγανε πολλές πόρτες να μας κεράσουνε. Μιας στιγμής, εκεί που πας, ας πούμε, τραγουδείς και είσαι μέσα στο έργο, ακούς μια φωνή: «Παρέα! Ελάστε να σας κεράσουμε! Ελάτε να πάρετε μια ρακή». Να βγαίνει ο δίσκος –με τη γυναίκα, την οικοδέσποινα του σπιτιού– με τα ποτήρια πάνω, να μας κερνά τη ρακή, να πιούμε, να πούμε «Στην υγειά τζη» και να συνεχίσουμε. Το πιο ωραίο ήτανε, χειμώνας καιρός, κι είμαστε τέσσερα άτομα καντάδα. Έχουμε σταματήσει στο σπίτι στο Λιβάδι, στου Ψαρονίκου, και λέμε μαντινάδες για τον Ψαρονίκο. Παίζουμε ένα ωραίο Αποκόρωνα και τραγουδούμε μελωδία! Μελωδία! Κάτσαμε εκεί ένα εικοσάλεπτο, στο Λιβάδι. Μετά, ανηφορίζουμε προς τα πάνω για τον Λαγκό. Με το που ανηφορίζουμε, ακούμε μια φωνή: «Ρε, ρε!». Και γυρίζω και θωρώ τον Μίχαλο, τον Γρυλιό. Ο οποίος έχει σηκωθεί από το κρεβάτι, μας έλεγε μετά, έχει σηκωθεί από το κρεβάτι και δεν επρόλαβε να βάλει ούτε τα παπούτσια του. Γιατί, σου λέει, «Θα μου φύγουν και δεν θα τσι προλάβω να τσι κεράσω». Και γυρίζω και θωρώ έναν άνθρωπο με τα νυχτικά του, ξυπόλητο! «Κυρ-Γιώτη!» Και μας εκάνει νόημα «Ελάτε!». Και λέμε: «Πάμε». Αυτός ανοίγει το καφενείο –γιατί είχε καφενείο, ξέρεις, στο Λιβάδι, στο Περαχώρι–, ανοίγει το καφενείο και μας εφιλεύει. Πίνουμε τις ρακές, παίζουμε μια κοντυλιά, τραγουδεί, το ευχαριστήθηκε η ψυχή του που μας το μετάδωσε κι εμείς φύγαμε... Πλέον, όταν φύγαμε από κει, φύγαμε γεμάτοι! Γεμάτοι απ’ αυτά τα συναισθήματα. Αυτό για μένα είναι... Νιώθω πολύ ευλογημένος που έχω ζήσει τέτοιες στιγμές. Πολλές στιγμές που με γεμίσανε στη ζωή μου και με [00:25:00]ακολουθούνε ακόμη.

Ν.Κ.:

Είπες πριν ότι έκανες και παρέες με ηλικιωμένους άνθρωπος –ας πούμε, και 80 χρονών μπορεί να ’τανε– και σου μεταφέρανε πολύ ωραία πράγματα και έμαθες απ’ αυτούς και απ’ την αλληλεπίδραση μεταξύ σας. Τι ήταν αυτό που σε ενθουσίασε, ας πούμε, και για το ερέθισμα και πάνω στη μουσική; Δηλαδή στο πώς τους ακούς εσύ. Στο πώς μπαίνεις με το όργανο μέσα για να τραγουδήσουν αυτοί.

Β.Δ.:

Αυτοί οι ανθρώποι να ξέρεις ότι με επηρεάσανε πάρα πολύ. Γιατί; Ο καθένας έχει ένα δικό του στυλ τραγουδιού. Ένα δικό του στυλ στην παρέα, το πώς γλεντά... Ο άλλος μπορεί να καθόταν, έτσι, και να ’βλεπες στα μάτια του πόσο ζει εκείνη τη στιγμή, κι ας μην χρειαζόταν να σου κάνει ούτε παλαμάκια, ούτε... Έβλεπες μόνο εκφράσεις. Από τις εκφράσεις, λοιπόν, αυτές καταλάβαινα εγώ τι συνέβαινε. Έφτασα σε σημείο να ξέρω, ας πούμε, τι τραγούδι θέλει να ακούσει ο καθένας. Γιατί έμπαινα κι εγώ στην ψυχή του καθενός. Ή μου δώσανε χώρο και μπήκα. Αυτοί οι ανθρώποι είχανε δικό τους στυλ τραγουδιού. Έχω βγάλει, ας πούμε... Πολλές φορές όταν παίζω –και παίζω κοντυλιές που είναι, στην ουσία, πέντε πατήματα–, προσθέτω κάτι το οποίο το ’χω στο αυτί μου από μια μαντινάδα που μου ’χει πει, ας πούμε, ο Παναγιωτονίκος ή ο Αναστάσης. Έχουμε πολλούς ανθρώπους εδώ μερακλήδες, που τσ’ ήζησα και... Να ξέρεις ένα πράγμα. Το πιο συγκλονιστικό που... Από τα πιο συγκλονιστικά που έχω βιώσει στην παρέα πάνω... Καθόμαστε στον πλάτανο του Αϊ-Γεωργίου, στο Μεϊντάνι. Από νωρίς, λοιπόν. Από 9 η ώρα. Κόσμος; Χαμός! Κάναμε παρέα, τραγουδούμε, κακό, φωνές, ιστορίες... Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, δεν μπορούμε... Έχουμε απελπιστεί. Και είμαστε με τον Μπασακογιώργη, τον Ανάσταση, εγώ κι ο Μπάμπης του Πανιά –κι άλλοι, ήμασταν πολλά άτομα, αλλά εμείς μείναμε στο τέλος–, κι ο Κατσαούνης. Και πολεμούμε να συνεννοηθούμε, να φτιάξουμε το δικό μας κλίμα... Δεν γίνεται. Έχει τόσο πολύ κόσμο που, ό,τι και να λέγαμε, ότι και να παίζαμε, χαμένο πήγαινε. Το ’βλεπα εγώ, έκανα κουράγιο να περάσει η ώρα, να φύγουνε ή να φύγουμε εμείς. Αλλά υπήρχε τόσο κέφι, όμως. Από τη μία είναι έτσι και, από την άλλη, υπάρχει τόσο κέφι που να θέμε να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι έχουμε... Ε, και λέμε «Δεν φεύγουμε. Εδώ θα καθόμαστε. Θα φύγετε εσείς», ας πούμε. Χωρίς όμως να το λέμε. 3 η ώρα έχουν εξαφανιστεί όλοι. Και μου λέει ο Μπασακογιώργης: «Ξεκίνα εδώ έναν χυματικό. Τα δικά μας». «Χυματικός» λέγεται διότι οι κοντυλιές, ας πούμε, είναι σαν να τις λες χύμα, σαν να τις κουβεντιάζεις. Γι’ αυτό λέγεται «χυματικός». Και ξεκινούμε 3 η ώρα κοντυλιές. 6 η ώρα σταμάτησα. Ήταν το πιο πολύωρο παίξιμο που έχω κάνει. 03.00 με 06.00. 

Ν.Κ.:

Στον ίδιο σκοπό.

Β.Δ.:

Ναι, στις κοντυλιές.

Ν.Κ.:

Στις κοντυλιές.

Β.Δ.:

Οι κοντυλιές έχουνε γυρίσματα, αλλά ο ρυθμός είναι ο ίδιος κτλ. Τι έγινε όμως; Άλλη μια παραξενιά, που την έχει η παρέα, είναι ότι αυτός που θα πει τη μαντινάδα, να μην την ξαναπεί την ίδια! Και να ’ναι... Ο επόμενος που θ’ απαντήσει να ’ναι στο ίδιο θέμα. Λέμε για την αγάπη, ο επόμενος θα πάει στην αγάπη. Έτσι, θα κάμουμε λοιπόν τον κύκλο της μαντινάδας μέχρι να φύγει από το θέμα. Να πάει, ας πούμε, στη νύχτα, να πάει για τη φύση και να πάει για οπουδήποτε θέλει να πάει. Σ’ αυτές τις τρεις ώρες δεν ακούστηκε η ίδια μαντινάδα δεύτερη φορά. Και, σε πληροφορώ, ήτανε ίσως και η μοναδική παρέα η οποία, από ένα σημείο, και μετά βγάζαμε όλοι μαντινάδες εκείνη τη στιγμή. Όλοι μαντινάδες της στιγμής! Την επαύριο δεν θυμόμασταν ούτε μία. Αλλά μαντινάδα η οποία να την ξέραμε να την πούμε δεν ειπώθηκε καμία. Ήτανε όλες κείνη την ώρα. Και πολλές φορές το καταλαβαίνεις αυτό διότι... Και επηρεάζει όλο το κλίμα της παρέας. Να ξέρουμε ότι ένας απ’ την παρέα μας έχει βιώσει έναν θάνατο, ας πούμε. Είναι δύσκολη η θέση του να τραγουδήξει. Εννοώ... Εντάξει, εγώ δεν το παρεξηγώ. Για μένα το τραγούδι στην Κρήτη –και στην Ελλάδα– όλοι μας το κάναμε πάντα τραγούδι και τον θάνατο και τη χαρά μας και όλα μας. Πάντα ακολουθούσε το τραγούδι. Σε όλες τις φάσεις της [00:30:00]ζωής μας, από πολέμους μέχρι γάμους. Ο λαός αυτός με το τραγούδι πορευότανε. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος που κάθεται και έχει βιώσει το πένθος και είναι λίγο πιο συντηρητικός τονε βλέπουμε όμως ότι βράζει, θέλει να εκφραστεί και δεν μπορεί. Γιατί σου λέει: «Τι θα πουν; Ότι εγώ πενθώ και αρχίζω και λέω μαντινάδες». Αυτός ο άνθρωπος, άμα πει μια μαντινάδα, εμάς μας έχει τελειώσει όλους. Διότι μας μεταφέρει... Νιώθουμε τόσο όμορφα που αυτός ο άνθρωπος πλέον εκφράζεται και μας δίνει ενέργεια αυτό το πράγμα.

Ν.Κ.:

Με το συναίσθημα που περνά...

Β.Δ.:

Βέβαια!

Ν.Κ.:

Μετά εσύ, στη συνέχεια, πέρα απ’ τις παρέες δηλαδή, πέρα απ’ όλη τη μουσική, έχεις κάνει και επαγγελματικά διάφορα πράγματα. Αρχικά, να μου μιλήσεις, να μου πεις εσύ πώς προχώρησε αυτό το πράγμα, να κάνεις ένα σχήμα...

Β.Δ.:

Ναι, προχώρησε... Και σ’ αυτό το σκέλος ήτανε ο Λουδοβίκος πάλι πρωταγωνιστής. Διότι φτιάξαμε το συγκρότημα «Η Παρέα του Υακίνθου». Στην ουσία, όπως το ’πε και ο ίδιος κι έχει και δίκιο: «Πήρα μια παρέα από το καφενείο και την έβαλα στο στούντιο να ηχογραφήσει». Το 2006, λοιπόν, έγινε η πρώτη ηχογράφηση, με στίχους του Γυαλάφτη και τίτλος Στην πόρτα θα ’χω το κλειδί. Με τα παιδιά, τότε, παίζαμε κάθε βράδυ μουσική στο καφενείο. Και ένα πράγμα παραπάνω, γιατί δεν πίναμε. Ήμασταν βέβαια και μικροί. Μας κερνούσανε μεν ρακές... Εντάξει, σιγά σιγά, με τα χρόνια, αρχίσαμε και τα πιοτά... Και έβλεπες το τραπέζι γεμάτο ρακές. Γεμάτο! Πού να τις πιούμε! «Άμα τις πιούμε, θα γίνουμε πυραύλοι!» Πού να τα πιεις όλα αυτά! Αλλά κάθε βράδυ, προπαντός το καλοκαίρι, να πιάσουμε μια γωνιά δικιά μας, ν’ αρχίσουμε να παίζουμε... Φαντάσου, τώρα, οι θαμώνες του μαγαζιού λέγανε: «Αρχίσανε πάλι αυτοί!». Και μπήκαμε και το κάναμε... Αυτό το πράγμα που κάναμε στο καφενείο μπήκαμε και το ηχογραφήσαμε. Εγώ δεν έχω ιδέα από στούντιο, κι ο καθένας από μας, απ’ την παρέα μας. Μετά, αυτό σιγά σιγά... Λέει: «Να πάμε να παίξουμε και σ’ ένα μαγαζί;». Λέω: «Να πάμε να παίξουμε. Είντα; Σε μαγαζιά παίζω έτσι κι αλλιώς απ’ όταν εγεννήθηκα. Μήπως θα πάω να παίξω και με μικρόφωνο, δεν εχάλασε κι ο κόσμος». Εντάξει, στην αρχή το πήρα βαριά, μέχρι να συνηθίσω προπαντός να βλέπω, ας πούμε, τον εαυτό μου σε καμιά αφίσα. Δεν μπορούσα να το δω καθόλου. Όχι να το επιζητώ κι αυτό το πράγμα... Αλλά πήγαινε μοναχό του. Δεν το κυνήγησα ποτέ μου, να σου πω την αλήθεια. Δεν κυνήγησα τίποτα. Ό,τι έκανα ήθελε να γίνει. Από μοναχός μου, έτσι, να πω ότι... να καίγομαι να κάνω αυτό, να πάω να παίξω εκεί, ποτέ! Έτσι, λοιπόν φτιάξαμε το CD, μετά κάναμε κι άλλα CD, μετά κάναμε και συνεργασίες... Αλλά μια συνεργασία η οποία μ’ άγγιξε και πραγματικά μ’ έκανε άλλο άνθρωπο ήτανε με τον Pedro τον Fabian, όταν γράψαμε το Σε ψηλό βουνό και μπόρεσα να επικοινωνήσουμε, ρε παιδί μου, αυτός στην άκρη του κόσμου κι εγώ επαέ. Και παίξαμε το Σε ψηλό βουνό, λοιπόν... Όταν κάναμε μια παρέα στο καφενείο, το ’παιξα το τραγούδι, το άκουσε και του άρεσε πολύ! Και μου λέει: «Φίλε, εγώ -μου λέει- είμαι από το Περού. Το Περού είναι -μου λέει- στις Άνδεις. Είμαστε -μου λέει- κι εμείς στα ψηλά βουνά. Έχουμε τον αετό -μου λέει- κι εμείς σύμβολο. Και αυτό το τραγούδι -μου λέει- μ’ έκαμες κι ένιωθα σάναν είμαι -μου λέει- στο χωριό μου!». Πολύ το χάρηκα. Συγκινήθηκε, έκλαιγε και, μετά από καιρό, μου λέει: «Θέλω να το γράψουμε αυτό -μου λέει-, να κάμουμε μια σμίξη -μου λέει- οι μουσικές. Γιατί -μου λέει- οι μουσικές συνεννοούνται. Έχουμε μία γλωσσα -μου λέει- οι μουσικοί». Κι έτσι, γράψαμε και το Σε ψηλό βουνό με τον Pedro και πήρα αυτή την εμπειρία. Πήρα εμπειρία από θέατρα, από εξωτερικό, που είχαμε πλέον... Εμείς, εδώ στα Ανώγεια, ξέραμε μόνο τσι γάμους. Γάμους, παρέες. Αυτά. Αυτά μας θρέψανε, όμως. Αυτά μας θρέψανε. Και εκεί ξαναγυρνάμε πάλι. Όπου και να πήγα και όπου και να πάω στο μέλλον –πρώτα ο Θεός, δεν ξέρεις ποτέ–, έχεις να πάρεις και να του τα κουβαλήσεις να τα φέρεις στον τόπο σου.

Ν.Κ.:

Πολύ σωστό. Τις εμπειρίες που παίρνει, να τις μεταφέρει μετά. Αυτό με τον Pedro πραγματικά ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο. Δηλαδή, κι αυτός μέσα στο κομμάτι, το Σε ψηλό βουνό, να μεταφέρει κι απ’ τη γλώσσα του ακόμα–

Β.Δ.:

Ναι, απ’ τα ινδιάνικα. Απ’ τα ινδιάνικα.

Ν.Κ.:

[00:35:00]Με τις μουσικές, με τα κρουστά τους. Πώς ήτανε για σένα–

Β.Δ.:

Είναι άνθρωποι που έχουνε τη μουσική μέσα τους. Εμείς την πρώτη γνωριμία την κάναμε στον Υάκινθο, στα «Υακίνθεια». Όταν ήρθε να παίξει εδώ με το συγκρότημά του, τον είδα εγώ και λέω: «Μα, αυτός ο άνθρωπος πώς είναι;». Μου φάνηκε παράξενος. Και έφταξα σε σημείο και τον αγαπώ τόσο πολύ που, πραγματικά, ο Θεός να τον έχει καλά. Του λέω: «Είντα παίζεις εσύ;». Μου λέει: «Κρουστά». Και του λέω «Θα ’ρθεις να μας...», γιατί παίζαμε κι εμείς... Ήτανε να βγουν αυτοί πρώτα και μετά βγαίναμε εμείς. Να κάνουν αυτοί το δικό τους πρόγραμμα και μετά είχαμε εμείς το κρητικό πρόγραμμα. Του λέω: «Θα ’ρθεις -του λέω- να παίξεις και μαζί μας;». Λέει: «Να ’ρθω!». Πιάστηκε [Δ.Α.] τι να μου πει. Μου λέει: «Μα, να κάνουμε πρόβα;». «Ποια πρόβα;», του λέω. «Πάμε», του λέω. «Εσύ», του λέω, «δεν θες πρόβα». Μα, πραγματικά δεν ήθελε πρόβα ο άνθρωπος. Μπήκε τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα μέσα στο κλίμα το δικό μας που, πραγματικά, σαν να παίζαμε χρόνια μαζί. Και όλο αυτό ήταν γιατί η μουσική έτσι μεταδίδεται, αλλά χαρά σ’ αυτόν που μπορεί να τηνε λάβει.  

Ν.Κ.:

Αυτό. Πώς αισθάνθηκες εσύ όταν ήρθε το σμίξιμο αυτών των μουσικών και να βγαίνει ένα αποτέλεσμα και μέσα από σένα;

Β.Δ.:

Αισθάνθηκα χαρούμενος.

Ν.Κ.:

Και για τη μουσική σου, ας πούμε και...

Β.Δ.:

Βέβαια. Αισθάνθηκα χαρούμενος γιατί η μουσική μας αξίζει. Η κρητική μουσική, που... Η μουσική για μένα είναι στιγμές. Έχει η μουσική μας να καλύψει όλες τις στιγμές του ανθρώπου. Μπορεί να σε πάει στο τσακίρ κέφι και ακόμη πιο πάνω. Έχω δει ανθρώπους να θένε ν’ απογειωθούνε, να φτάξουν σε σημείο να φάνε ξύλα, να φάνε σίδερα, να τα βάλουνε με τα πάντα. Κι έχω δει ανθρώπους να κλαίνε και να μη στερεύουνε. Αυτά τα αισθήματα και τα συναισθήματα τα ’χει η μουσική. Και η κρητική μουσική τα ’χει όλα. Κι είμαστε πολύ τυχεροί διότι ασχολούνται πάρα πολλοί νέοι πάνω στην κρητική μουσική. Που πιστεύω δεν υπάρχει τέθοιο δυναμικό σε άλλες παραδοσιακές μουσικές όσο στην Κρήτη. 

Ν.Κ.:

Το μαντολίνο γιατί έχει μπει στον κόσμο της παρέας; Δηλαδή, πέρα απ’ τα άλλα όργανα... Που είναι το μαντολίνο και το δικό σου όργανο, το δικό σου, που παίζεις και μ’ αυτό εκφράζεσαι... Τι εξυπηρετεί το μαντολίνο μες στην παρέα;

Β.Δ.:

Το μαντολίνο είναι ένα γλυκό όργανο. Το οποίο παίζει... Μπορεί να μπει σε μια μπάντα με τριάντα όργανα, αλλά μπορεί και ολομόναχό του. Έχει... Οι νότες του μαντολίνου και ο ήχος του μαντολίνου είναι... Ο οποίος βγαίνει από την ψυχή. Είναι ψυχή. Ακούς το μαντολίνο: ένα γλυκό κελάηδισμα. Η συνοδεία του μετά το πάει σε άλλο επίπεδο. Το προτιμάς και μοναχό. Είναι τόσο γλυκό όργανο που σε καλύβει. Σαν ακροατής σε καλύβει.

Ν.Κ.:

Γι’ αυτό μπαίνει και στη νύχτα;

Β.Δ.:

Γι’ αυτό είναι και ένα όργανο της νύχτας. Για μένα είναι όργανο της νύχτας.

Ν.Κ.:

Μες στην παρέα, μες στις κοντυλιές, που εξήγησες και πριν, ο ρόλος ο μυστικός είναι η μαντινάδα. Μαζί με το μαντολίνο, δηλαδή...

Β.Δ.:

Ναι.

Ν.Κ.:

Μέσα σ’ όλες αυτές τις παρέες που έχεις κάνει, είναι μαντινάδες που για σένα, σε έχουνε… Εκεί που παίζεις να σε αναστατώσουν, ας πούμε–

Β.Δ.:

Βέβαια, βέβαια. Ακούς πολλές–

Ν.Κ.:

Ή αναστατώνει την παρέα μια μαντινάδα, ας πούμε;

Β.Δ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Είναι μαντινάδες οι οποίες είσαι... Ανάλογα σε τι φάση βρίσκεσαι. Μπορεί να ’σαι χαρούμενος και, ο άλλος που θα πει μια μαντινάδα, σου ταιριάζει κουστούμι και σε συμπληρώνει αυτό το πράγμα. Και τι γίνεται; Η μαντινάδα είναι ένας λόγος να γίνει μια παρέα. Πολλές φορές έχουμε κάνει παρέα και να μου πει ένας άνθρωπος, ας πούμε: «Έχω βγάλει μια μαντινάδα και θέλω να την τραγουδήξω. Να δω πώς είναι». Δηλαδή, εκεί, σαν να κάνεις την πρόβα νυφικού, που λένε, και γίνεται αυτό το πράγμα. Και ξεκινάει αφορμή από μια μαντινάδα. Και μετά, στην παρέα, τι γίνεται; Περνά ο άλλος, φωνάζεις. Θα ’ρθει; Αυτό το πράγμα που γινότανε, αυτή... Ο κόσμος... Θυμούμαι αυτά τα πράγματα... Και τώρα τα ίδια θα γίνονται. Ο κόσμος, όταν έβλεπε να τραγουδούνε, το χαιρότανε και ήθελε να συμμετέχουνε. Πάντα μια παρέα τον περαστικό τον εφώναζε να τονε κεράσει. Πάντα. Υπήρχε, λοιπόν, αυτό το ευδιάθετο κλίμα. 

Ν.Κ.:

[00:40:00]Να περάσει να τραγουδήσει κι αυτός.

Β.Δ.:

Κι όλα αυτά από μια μαντινάδα. Γιατί θέλει ο άλλος να τραγουδήξει τη μαντινάδα, να δούμε αν αξίζει η μαντινάδα, γιατί ναι μεν να την ακούς τη μαντινάδα προφορικά, αλλά πρέπει να την ακούσεις και με τη μουσική μαζί.

Ν.Κ.:

Και με τη μουσική, βέβαια. Στο σήμερα, τώρα, γίνονται παρέες πλέον; Εντάξει, έχουν περάσει και τα χρόνια, αλλά όπως το βιώνεις κι εσύ τώρα εκεί στο χωριό. Γιατί σίγουρα υπάρχουν και αλλαγές, σίγουρα εξελίσσεται το πράγμα...

Β.Δ.:

Οι παρέες πάντα θα γίνονται. Αυτό που θέλω να πω, και ιδιαίτερα στσι νέους ανθρώπους, και το λέω γιατί το ’ζησα, είναι η σούμα στην πορεία μου, που είμαι... δεν είμαι δα κι ο γέρος, αλλά έχω πολύ έντονο–

Ν.Κ.:

Πολλές εμπειρίες.

Β.Δ.:

Πολλές εμπειρίες. Και αυτό είναι τύχη. Είμαι τυχερός που έχω τόσο βιώματα πάνω στην παρέα και στη μουσική. Αυτό που θέλω να πω στσι νέους είναι ότι η παρέα είναι ιερή στιγμή, να μην τη χαλούνε. Μια παρέα πρέπει, όπως αρχίζει όμορφα, να τελειώνει όμορφα. Και να φτάνει κι ο καθένας στο σπίτι του σώος και αβλαβής. Το πολύ πιοτό δεν έκαμε ποτέ καλή παρέα. Γιατί έχω κάνει παρέα εγώ και με πολύ πιοτό, έχω κάνει και με λίγο πιοτό, και καθόλου πιοτό.

Ν.Κ.:

Είναι και ο λόγος αυτός της διάρκειας που λέγαμε πριν; Ότι πρέπει να δώσεις χρόνο σε μια παρέα μέσα και στο τραγούδι;

Β.Δ.:

Βέβαια. Εγώ έδινα τον ρόλο στον κόσμο. Εγώ θέλω να τραγουδεί ο κόσμος, όχι να τραγουδάω εγώ. Και, μέσα από τον κόσμο, να τραγουδώ κι εγώ. Για μένα η πιο ωραία φωνή που έχω ακούσει είναι του κόσμου η φωνή. Και ένα άλλο είναι ότι οι νεαροί, σαν πιο νέοι, πρέπει να προτιμούνε να ’χουν ένα ζωντανό όργανο σε μια παρέα. Γίνονται παρέες τώρα με τα ραδιόφωνα. Πρέπει να προτιμούν τη ζωντανή μουσική. Από κει έχουν να πάρουνε κι από κει έχουν να δώσουνε μετά.

Ν.Κ.:

Είναι αυτό το σημαντικό, το πάρε-δώσε. Δηλαδή, ότι όταν... Εντάξει, τον άλλον τον έβλεπες από μικρός και μέσα απ’ τις παρέες ότι... Όταν βλέπεις, ρε παιδί μου, και πώς αισθάνεται και πώς εκφράζεται και βγάζει αυτό που έχει μέσα του... Δηλαδή, τύπου να ’χει τα ζόρια του, τύπου που να ’ναι ερωτευμένος, τύπου να ’ναι το οτιδήποτε. Πώς είναι αυτό για σένα μες στην παρέα που βγαίνει; Ότι τονε βλέπεις τον άλλο και το κάνει όντως. Και σ’ το μεταδίδει.

Β.Δ.:

Εκεί, πραγματικά, πρώτον, νιώθω εγώ πολύ ωραία. Είμαι πολύ ευχάριστος μετά, γιατί λέω ότι δεν πάει χαμένο. Και η ώρα που κάθομαι εδώ και παίζω αυτή τη στιγμή, σαν να κάνω έργο. Όταν μπορώ να κάνω τον άλλο να απελευθερωθεί από μέσα του, το βλέπεις στο πρόσωπό του μετά, γίνεται άλλος άνθρωπος. Σαν να ’χε έναν καημό και τον είπε. Και μας τον έδωσε να τον βαστάξουμε κι εμείς και ελαφρώνει το βάρος του.

Ν.Κ.:

Βασίλη, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή την ιστορία. Ήταν πάρα πολύ όμορφα.

Β.Δ.:

Να ’σαι καλά. Κι εγώ ευχαριστώ, Νίκο. Τιμή μου.