© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη στις δεκαετίες του 1940 και 1950
Κωδικός Ιστορίας
11915
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Βαλκάνος (Ν.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/11/2019
Ερευνητής/τρια
Παναγίτσα Ξενιτέλλη (Π.Ξ.)
[00:00:00]Γεια σας. Πείτε μου το όνομά σας.
Ονομάζομαι Νικόλαος Βαλκάνος του Βασιλείου και της Θεοδώρας.
Ωραία. Ξενιτέλλη Παναγίτσα. Σήμερα είναι 18 Νοεμβρίου και είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Πείτε μου ημερομηνία γέννησης.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 27 Μαρτίου του 1942 και απ' ό,τι έλεγε η μάνα μου, με γέννησε στο λεγόμενο Ρωσικό Νοσοκομείο, το οποίο σήμερα είναι επί της Παπαναστασίου και νομίζω ότι εκεί είναι εγκατεστημένο το Ιστορικό Αρχείο ή κάτι τέτοιο, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος.
Από πού κατάγεστε;
Η καταγωγή των γονιών μου είναι από τη Δυτική Μακεδονία, συγκεκριμένα από την επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης, του πρώην νομού Κοζάνης. Το χωριό του πατέρα μου ονομάζεται Χρυσαυγή και το χωριό της μητέρας μου Δίλοφο. Είναι όμορα χωριά, ημιορεινά προς ορεινά. Ιδιαίτερα το Δίλοφο είναι περίπου στα 1.000 μέτρα υψόμετρο.
Ωραία.
Η Χρυσαυγή είναι περίπου στα 850, στρόγγυλα.
Θα μου μιλήσετε λίγο για τα παιδικά σας χρόνια. Κάποιες αναμνήσεις που έχετε από τότε που γεννηθήκατε, φαντάζομαι από μια ηλικία 3, 4, 5 χρονών.
Ναι. Όπως είπα, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μέναμε τότε με τους γονείς μου και με τα αδέρφια μου στην οδό Αγίου Δημητρίου αριθμός τότε 91, νομίζω τώρα ότι είναι ή 51 ή 53, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, αλλά ο αριθμός τώρα έχει αλλάξει. Οι πρώτες αναμνήσεις που θα έλεγα ότι έρχονται στο μυαλό μου είναι ότι, πρέπει να ήταν μάλλον το 1946, δηλαδή σε μια ηλικία 4 ετών, όπου απέναντι από το σπίτι στην Αγίου Δημητρίου, που μέναμε, υπήρχε ένα καπνομάγαζο, το κτίσμα υπάρχει ακόμη, αλλά η χρήση του σήμερα είναι, έχει διαμορφωθεί από κάποιον εργολάβο και ως στούντιο για φοιτητές. Τότε ήταν καπνομάγαζο και εκεί μπροστά είχανε μείνει για λίγο μια ομάδα, όσο μπορώ να τους θυμηθώ, Εγγλέζων στρατιωτών. Από περιέργεια τώρα εμείς μικρά παιδιά, παρ' όλο που ήμουν πολύ μικρός, περίπου 4 χρονών, θυμάμαι σαν το γεγονός να έγινε τώρα, που ένας στρατιώτης, καθώς καθόταν οκλαδόν, θυμάμαι, μου έκανε με το δάχτυλο νόημα να τον πλησιάσω, οι συνομήλικοι μου δίσταζαν κάπως. Εγώ ίσως πιο θαρραλέος ή πιο αφελής πλησίασα και μου έδωσε, θυμάμαι, μία κονσέρβα που μέσα είχε ένα γλύκισμα, ένα καφετί γλύκισμα, ένα καμινέτο και κρυστάλλους, τους οποίους, όταν τους ρίχναμε μέσα σε νερό, γινόταν πορτοκαλάδα ή λεμονάδα. Επίσης, μια και ανέφερα τους Εγγλέζους στρατιώτες να πω ότι θυμάμαι στο Διοικητήριο, το οποίο είναι πολύ κοντά στο σπίτι, στο οποίο μέναμε, στις δύο εισόδους, στην κύρια είσοδο που υπάρχει σήμερα και σε μια άλλη που δε πολυχρησιμοποιείται, υπήρχαν σκοπιές και οι οποίες ήτανε με τσουβάλια με άμμο πιθανότατα –τα θυμάμαι, όμως, τσουβάλια, έτσι, συσσωρευμένα– και φυλούσανε Ινδοί, τους οποίους βέβαια τότε δεν τους ήξερα, μετά κατάλαβα, έμαθα ότι ήταν Ινδοί, αλλά θυμάμαι που ήταν στα σαρίκια με γένια και με κοντά παντελόνια. Και επίσης ότι ήτανε, δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν και στις δύο άκρες, αλλά στη μία τουλάχιστον ήταν ένα μικρό αυτοκίνητο στρατιωτικό, ανοικτό, περίπου όπως είναι σήμερα οι αύρες της αστυνομίας. Αυτά θυμάμαι από εκείνη την περίοδο. Τώρα μια και ανέφερα το καπνομάγαζο, αυτό ήταν καπνομάγαζο, αλλά στη συνέχεια, στη διάρκεια του Εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, όπου ήταν φυλακισμένοι κομμουνιστές. Θυμάμαι δε μια φορά που δύο άτομα κατόρθωσαν να δραπετεύσουν, ανοίγοντας μια τρύπα στο κελί τους προφανώς και πηδώντας στην ταράτσα του διπλανού κτηρίου, το οποίο ήταν χαμηλότερο απ' ότι το ύψος του καπνομάγαζου και εκείνο που θυμάμαι είναι ότι ακούγαμε φωνές και σφυρίγματα με σφυρίχτρες, και επειδή το μπαλκόνι μας έβλεπε και τη γωνία προς το πάρκο, που λέγαμε εμείς, δηλαδή τα μάρμαρα εκεί απέναντι ακριβώς από το Διοικητήριο, εκεί ακριβώς, βγαίνοντας με τη μητέρα μου στο μπαλκόνι, είδα που κάποιοι χωροφύλακες της εποχής τους είχανε σταματήσει αυτούς τους δύο. Δηλαδή, δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν. Ωστόσο, επίσης σχετικά με αυτή την περίοδο, στις δύο άκρες του δρόμου, εννοώ η οριοθέτηση από τους κάθετους δρόμους, δηλαδή γωνία Διοικητηρίου και Αγίου Δημητρίου από τη μια πλευρά και Σουρή, οδός Σουρή και Αγίου Δημητρίου από την άλλη, όπου στο ενδιάμεσο ήταν το καπνομάγαζο, τα βράδια βάζανε ένα συρματόπλεγμα, προκειμένου να μη διέρχονται αυτοκίνητα, παρ' όλο που τα αυτοκίνητα ήτανε πολύ σπάνια να διέρχονται. Και το λέω αυτό, γιατί κάποια περίοδο είχα… Παίζοντας είχα πληγωθεί στο πόδι και μου είχαν κάνει κάτι ενέσεις και έλειψα για ένα διάστημα απ' το να παίζω. Σε αυτό το διάστημα τοποθετήθηκε αυτό το συρματόπλεγμα. Όταν επανήλθα στο δρόμο με τους συνομήλικους και παίζαμε, παίζαμε ένα παιχνίδι, ας το πω έτσι, αλογατάκια. Αυτό σήμαινε ότι ήμασταν δυάδες, ο μπροστινός έκανε το άλογο και ο πίσω έκανε τον αναβάτη, κρατώντας από το παντελόνι, από το σακάκι και λοιπά και τρέχαμε ποιος θα ξεπεράσει, ποια δυάδα από τους συνομηλίκους θα ξεπεράσει τους άλλους. Μια από τις φορές είχε νυχτώσει και όταν φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, προς την οδό Σουρή, το διπλανό άρμα, ας το ονομάσω έτσι, γνωρίζοντας ότι υπήρχε το συρματόπλεγμα, χαμήλωσαν και πέρασαν από κάτω, άλλωστε ήμασταν και μικροί σε ύψος ας πούμε, μικροί σε ηλικία και σε ύψος και πέρασαν από κάτω. Όπως επίσης εγώ ήμουν αναβάτης στην προκειμένη περίπτωση και το «άλογο» –σε εισαγωγικά– που έσκυψε, εγώ μη γνωρίζοντας το συρματόπλεγμα έπεσα επάνω, υπάρχει ακόμα η ουλή, είναι ακριβώς επάνω στη βάση της μύτης, επάνω, ήμουν τυχερός που δεν πήγε σε κάποιο μάτι. Στην αρχή δε το έδωσα σημασία με την έννοια ότι έτρεχε αίμα, νόμισα ότι έτρεχε αίμα από τη μύτη, όμως όταν δε σταματούσε, τότε έτρεξα στο σπίτι και διαπιστώθηκε το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί. Μια και... Φυλακές όμως εκτός από αυτό το καπνομάγαζο υπήρχανε και από την πάνω μεριά που συμβάλλει η οδός Στρατηγού Δουμπιώτη με την Αγίου Δημητρίου και πιο πάνω είναι η οδός Κασσάνδρου. Εκεί, στην οδό Κασσάνδρου, που σήμερα υπάρχει ένα συγκρότημα Γυμνασίου-Λυκείου και ένα τμήμα καλύπτεται από Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, εκεί, πριν από αυτό το συγκρότημα, υπήρχε μια, υπήρχαν επίσης φυλακές, που πάλι ήταν φυλακισμένοι κομμουνιστές. Μια και αναφέρθηκα στους κομμουνιστές θυμάμαι ότι, ίσως αυτό να ήταν κάπου στο 1949, αλλά το λέω με επιφύλαξη, δεν είμαι απολύτως σίγουρος για το χρόνο, για τη χρονολογία, που είχε γίνει μια επίθεση με όλμους που είχαν από το Δερβένι οι αντάρτες, αυτά τα άκουγα από τους γονείς μου δηλαδή, και ο στρατός τους καταδίωξε και τους συνέλαβε κάπου στα υψώματα προς το Σοχό, έτσι θυμάμαι ότι ακουγόταν, και τους οποίους όταν τους συνέλαβαν, τους πέρασαν, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι-τριάντα άτομα, τους οποίους τους πέρασαν μπροστά από την Αγίου Δημητρίου, πολλοί από αυτούς, από τους άνδρες εννοώ, αλλά και κάποιες από τις γυναίκες, όσο μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, φορούσαν στρατιωτικά ρούχα με αρβύλες. Βέβαια, από το δρόμο, μια και αναφέρθηκα στο δρόμο, ο οποίος ήταν στρωμένος με κυβόλιθους, και να σημειώσω εδώ ότι ελάχιστοι δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι τότε, οι περισσότεροι ήταν με κυβόλιθους. Παραδείγματος χάρη, η Αγίου Δημητρίου ήταν με κυβόλιθους μέχρι το τέρμα, μέχρι τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, από εκεί ήταν κεντρικός, θα έλεγα, δρόμος [00:10:00]αλλά ίσως, θυμάμαι, εν πάση περιπτώσει, ότι ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του '50 το βράδυ, εποχή περίπου Οκτωβρίου πρέπει να ήταν, περνούσαν χειμαδιά, πολλά πρόβατα, ακούγαμε τα κουδούνια εκεί, τα σκυλιά να γαυγίζουν και βέβαια τη δυσανασχέτηση θυμάμαι των οδοκαθαριστών, διότι το πρωί έπρεπε να καθαρίσουν τις λεγόμενες γκαγκαράτσες από τα αιγοπρόβατα που περνούσανε το βράδυ. Τώρα και μια και αναφέρθηκα στο θέμα της... Των σκουπιδιών, ας το πω έτσι, ευρύτερα, δεν υπήρχαν κάδοι στους δρόμους εκείνη την περίοδο, μιλάμε τώρα για τέλη δεκαετία του '40 και δεκαετία του '50, η κάθε οικογένεια συγκέντρωνε τα απορρίμματα σε γκαζοτενεκέδες και περνούσαν κάποιες μέρες, που δεν μπορώ να θυμηθώ, της εβδομάδας ένα φορτηγό ανοιχτό από πάνω, κατεβάζαμε, ξέραμε την ώρα περίπου, χτυπούσε και ένα κουδούνι κάποιος βοηθός του οδηγού, κατεβάζαμε τις... Τους τενεκέδες, τους οποίους τους άδειαζαν στη καρότσα, παίρναμε τους τενεκέδες, τους πλέναμε βέβαια για να ξαναχρησιμοποιηθούν για την επόμενη φορά.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εσάς κάποιος... Ο πατέρας σας ή κάποιος συγγενής σας πήγε να πολεμήσει;
Ναι, είχα έναν αδερφό... Εγώ με τα αδέρφια μου είχα μεγάλη διαφορά ηλικίας. Υπήρχε ένας, ο πρώτος μου αδερφός, ο οποίος, όμως, πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία, εξαιτίας, στο χωριό, στη Χρυσαυγή, την εποχή της ισπανικής γρίπης, όπου απ' ό,τι διηγούνταν οι γονείς μου είχαν πεθάνει όλοι οι συνομήλικοι εκείνη την περίοδο. Στη συνέχεια είχα έναν άλλο αδερφό, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1917, μια αδερφή γεννηθείσα το 1920, μια επόμενη αδερφή το 1922 και έναν άλλο αδερφό το 1928. Ο αδερφός μου, που γεννήθηκε το 1917, λεγόταν Κωνσταντίνος, η αδερφή μου το 1920 Ελένη, η άλλη μου αδερφή Ελευθερία το 1922 και ο άλλος μου, ο πιο κοντινός αδερφός, με μια διαφορά 14 ετών Γιώργος. Ο αδερφός μου, ο μεγαλύτερος –γιατί τον μεγάλο, που λεγόταν Αριστείδης, που, όπως είπα, πέθανε σε ηλικία 2 ετών περίπου, δε τον γνώρισα–, στη διάρκεια του Εμφυλίου είχε κληθεί να υπηρετήσει, ενώ είχε υπηρετήσει και στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και ήτανε από τους πρώτους, και το έλεγε με καμάρι, που είχαν εισέλθει στην Κορυτσά, κλήθηκε να υπηρετήσει και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στον λεγόμενο Εθνικό στρατό, σε αντιδιαστολή με τον Δημοκρατικό στρατό, ο οποίος τις αρχές Απριλίου του 1949 συνελήφθη αιχμάλωτος από ένα τάγμα, από κάποια ομάδα, εν πάση περιπτώσει, ανταρτών, οι οποίοι είχαν χτυπήσει το δικό του τάγμα και είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, μεταφέρθηκε στην Αλβανία με τη λήξη του Εμφυλίου, όπου και παρέμεινε σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι το 1956, οπότε και επανήλθε τον, κατά μήνα, Αύγουστο, αν θυμάμαι καλά την ημερομηνία, 25 Αυγούστου του '56. Να σημειωθεί ότι δεν γνωρίζαμε περί της τύχης του, δεν υπήρχαν πληροφορίες, πολλοί λέγαν ότι είχε σκοτωθεί, ούτε ο Ερυθρός Σταυρός είχε κάποιες πληροφορίες, ούτε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, εκείνη την εποχή, μπορούσε να δώσει, δηλαδή είχε χαρακτηριστεί σαν άγνωστος, με πιθανότητα να είχε σκοτωθεί. Όμως ίσως αξίζει να αναφέρω ένα όνειρο, το οποίο είχα δει. Ήμουνα πρώτη Δημοτικού και θα πήγαινα σχολείο, η μητέρα μου με είχε ετοιμάσει, με ετοίμαζε. Στη σάκα, έτσι την ονομάζαμε την τσάντα τότε, η οποία είχε και αυτά –πώς τα λένε;– τα... Που δένουνε, εν πάση περιπτώσει...
Τα λουριά.
Τα λουράκια που δένουν τη τσάντα, εκεί περνούσα το χερούλι από ένα νικέλινο κύπελλο, διότι στο σχολείο μας έδιναν και πίναμε ρόφημα κακάο και ένα σταφιδόψωμο. Την ώρα που μου ετοίμαζε της διηγήθηκα το όνειρο, που είχα δει την προηγούμενη νύχτα και το οποίο ήταν σημαδιακό, όσο και αν φαίνεται απίθανο. Της είπα ότι είχα δει στον ύπνο μου τον αδερφό μου, τον Κώστα, ότι δήθεν ήμουνα στο χωριό, στη Χρυσαυγή, στο σπίτι μπροστά και είχε έρθει με μια κοπέλα, η οποία φορούσε δάφνινο στεφάνι, τη θυμάμαι έτσι στα δεξιά του, με ένα φόρεμα που στο κάτω μέρος υπήρχε ο μαίανδρος, όπως μας το δείχνανε και στο σχολείο, και με ρώτησε πού είναι η μάνα και ο πατέρας. Τους απάντησα: «Δεν είναι εδώ» και μου λέει: «Καλά, θα τους πεις ότι εγώ θα φύγω, αλλά να μη στεναχωριούνται, γιατί θα επιστρέψω» και το διηγήθηκα στη μητέρα μου. Έφυγα για το σχολείο. Το μεσημέρι, όταν γύρισα, στο μεσημεριανό το φαγητό ο επόμενος αδερφός μου, ο Γιώργος, ήταν φοιτητής τότε της Ιατρικής και ο οποίος είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο και βιαζόταν, είχε φάει πολύ βιαστικά, βιαζόταν να πάει στο μάθημα, αλλά πριν φύγει άνοιξε ένα ραδιόφωνο που είχαμε και στο... Σε ένα σταθμό των ανταρτών, αν θυμάμαι καλά «Ελεύθερη Ελλάδα» ή κάπως έτσι ονομαζότανε. Και κάποια στιγμή, ενώ εγώ συνέχιζα να τρώω, δεν είχα τελειώσει, τον ακούω να φωνάζει: «Μάνα, τρέξε γρήγορα». Έτρεξα και εγώ, γιατί ήταν η κραυγή έτσι πολύ ξαφνική και πολύ δυνατή. Είχε συμβεί το εξής: Ακούγοντας τα νέα στο σταθμό των ανταρτών, περιγραφόταν η επίθεση που είχε γίνει από την ομάδα, από τις δυνάμεις τους στο συγκεκριμένο τάγμα που υπηρετούσε ο αδερφός μου και αναφέροντας τους αιχμαλώτους τους οποίους είχανε συλλάβει, αναφέρθηκε και το όνομα του αδερφού μου. Ήταν η τελευταία είδηση που είχαμε για τον αδερφό μου, όπως προείπα, και μάθαμε ότι βρίσκεται εν ζωή περίπου τον Μάιο του 1956, όταν λάβαμε μια επιστολή από την Αλβανία. Στο μεσοδιάστημα παρ' όλο που ο πατέρας μου, θυμάμαι, είχε κατέβει αρκετές φορές κάτω, στην Αθήνα, στο Υπουργείο μήπως μάθει νεότερα, δεν είχε κατορθώσει να συλλέξει κάποια πληροφορία όσον αφορά το αν ζει ή όχι ο αδερφός μου. Η μια πληροφορία που είχαμε είναι ότι, αν θυμάμαι καλά την χρονολογία πρέπει να ήταν το 1952, είχανε δραπετεύσει από την Αλβανία δύο άτομα, δύο Έλληνες, ένας εκ των οποίων καταγόταν από τα μέρη εκεί της περιοχής, της Δυτικής, νομίζω από το χωριό Κυπαρίσσι, αλλά δεν είμαι και απόλυτα σίγουρος, τον οποίον ο πατέρας μου τον συνάντησε και τον ρώτησε, φυσικά, αν ήξερε τον αδερφό μου, αν τον είχε συναντήσει και η πληροφορία που είχαμε από εκείνον ήταν ότι όντως ήτανε μαζί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, το οποίο ονομάζονταν Μπουρέλι. Ήταν η τελευταία και μοναδική πληροφορία που είχαμε, αλλά οπωσδήποτε μας γέμισε αισιοδοξία όσον αφορά το ότι δεν είχε σκοτωθεί, αλλά ήταν εν ζωή. Η δε μητέρα μου είχε... Θυμόταν τόσο έντονα, όπως και εγώ βέβαια, αυτό το όνειρο που της είχα πει και έλεγε πάντοτε ότι: «Ο Λάκης», έτσι με αποκαλούσαν, επειδή ήμουνα και με διαφορά, Νικολάκης, Λάκης είχα μείνει μέχρι κάποιας ηλικίας, οι παιδικοί μου φίλοι έτσι με φώναζαν, «ο Λάκης είδε αυτό το όνομα, το όνειρο και είναι σημαδιακό θα γυρίσει κάποια στιγμή» και πραγματικά, όπως είπα, γύρισε στο τέλος Αυγούστου του 1956. Αυτά όσον αφορά τον Εμφύλιο, άλλα δε θυμάμαι. Βέβαια, υπάρχουν κάποιες ιστορίες που μπορώ να πω ότι άκουγα από κάποιους συγχωριανούς του πατέρα μου που ερχόταν από τα μέρη εκείνα, αλλά αυτά μάλλον θα τα πούμε όταν θα μιλήσω και για το χωριό μου, διάφορα πράγματα. Τώρα...
Εσείς πήγατε σχολείο κανονικά; Δημοτικό, Γυμνάσιο;
Ναι. Στο Δημοτικό πήγα σε τρία Δημοτικά, στην ουσία. Στην πρώτη Δημοτικού πήγα στο λεγόμενο 7ο. Υπήρχε ένα συγκρότημα τεσσάρων Δημοτικών σχολείων, τα οποία γειτνίαζαν, το συγκρότημα ήταν ενιαίο, απλώς τα χώριζε ένας [00:20:00]τείχος με το 4ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, 4ο Αρρένων, και στο οποίο κάποια στιγμή συστεγαζόταν με το 6ο Γυμνάσιο Αρρένων. Το διπλανό συγκρότημα στέγαζε τέσσερα Δημοτικά σχολεία, το 4ο, όσο μπορώ να θυμηθώ τους αριθμούς, το 1ο Δημοτικό σχολείο, το 4ο Δημοτικό σχολείο, το 7ο Δημοτικό σχολείο και το 10ο Δημοτικό σχολείο. Εγώ σαν πρώτη Δημοτικού πήγα στο 7ο Δημοτικό σχολείο, όπου είχα μια δασκάλα, δε θυμάμαι το όνομά της, αλλά θυμάμαι έτσι ότι ήταν μια όμορφη κυρία με γκρίζα μαλλιά έτσι με... Αρχοντογυναίκα έτσι, αλλά μια πάρα πολύ ωραία, την θυμάμαι, χωρίς να θυμάμαι όμως το όνομά της. Στη συνέχεια δύο χρονιές έκανα στο 15ο σχολείο, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Ολυμπιάδος σε ένα παλιό κτίσμα, σήμερα υπάρχει ένα καινούργιο κτίσμα και επίσης Δημοτικό σχολείο εκεί, όπου η αυλή του σχολείου ήτανε στο εσωτερικό, δηλαδή δε φαινόταν από το δρόμο. Μάλιστα υπήρχε ένα στένωμα για την είσοδο του σχολείου και η είσοδος του σχολείου ήτανε όχι από τη μεριά του δρόμου, αλλά από τη μεριά αυτού, της εσωτερικής αυλής. Και μετά φοίτησα στο 10ο Δημοτικό σχολείο απ' όπου και τελείωσα το Δημοτικό σχολείο.
Τότε πόσα χρόνια ήταν το Δημοτικό;
Έξι χρόνια και μάλιστα πηγαίναμε πρωί απόγευμα σχολείο. Στο 15ο είχα την ευτυχία, ή μάλλον να σημειώσω πιο μπροστά ότι ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, αλλά δε με έπαιρνε στο σχολείο του προφανώς, αν και δε το ομολόγησε ποτέ ούτε ενδεχομένως τον είχα ρωτήσει, δεν ήθελε να θεωρεί ότι εγώ πλεονεκτώ έναντι των άλλων συμμαθητών μου ή δε ξέρω το σκεπτικό του, αλλά, εν πάση περιπτώσει, παρ' όλο που ήταν δάσκαλος σε σχολεία της περιοχής με έστελνε σε σχολεία άλλων Δημοτικών σχολείων και όχι σε εκείνα που εκείνος ήταν διευθυντής. Τώρα να πω ότι σε αυτό το 15ο, αν θυμάμαι καλά, ήταν ημέρα Τρίτη της εβδομάδας το απόγευμα κάθε εβδομάδα είχαμε ένα μάθημα, το οποίο φοβούμαι ότι κακώς λείπει από τα σημερινά σχολεία, το οποίο το λέγαμε Πατριδογνωσία. Τι περιλάμβανε; Είχα ένα δάσκαλο, καταρχήν, ο οποίος ονομαζόταν Παναγιώτης Αμάραντος με καταγωγή από την περιοχή των χωριών των γονιών μου, από το Βυθό συγκεκριμένα, ο οποίος είναι ένα χωριό δίπλα στο Πεντάλοφο, ο οποίος ήταν σίγουρα, γιατί θυμάμαι που μιλούσαν με οικειότητα με τον πατέρα μου και ίσως λόγω της γνωριμίας ο πατέρας μου να με έστελνε εκεί, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος. Κάθε Τρίτη, λοιπόν, που είχαμε την Πατριδογνωσία μας έπαιρνε, την τάξη, και περιδιαβαίναμε όλα τα στενά της Άνω Πόλης, εννοώ από την οδό Ολυμπιάδος προς τα πάνω, προς το Τσινάρι, προς τις Συκιές και σε κάθε δρόμο, αφού κάναμε και μια μικρή, ας πούμε, προετοιμασία εμείς, αν και τα μέσα τότε ήτανε πενιχρά, μας περιέγραφε ό,τι ήταν σχετικά με την ονοματοδοσία του αντίστοιχου δρόμου. Για παράδειγμα, Τσαμαδού, Σαχτούρη και ούτω καθεξής και μας μιλούσε για τους ήρωες του '21 και λοιπά, οπότε γινόταν και ένα μάθημα πέρα του ότι γνωρίζαμε την τοπολογία της περιοχής, η οποία να σημειώσω ήταν, είχε σπίτια όχι πολυκατοικίες, μονώροφα ή διώροφα, σπάνια κανένα τριώροφο, έτσι προς τη μεριά της, έτσι την ονομάζαμε τότε, βίλα Μοσκώφ, με κήπους μπροστά με αυλές δηλαδή, με αυλές, και πολλά από τα οποία τα ονομάζαμε εμείς τότε τούρκικα, γιατί είχανε την αρχιτεκτονική με τα σαχνισιά, με την εσωτερική αυλή. Κάποια από αυτά είχανε και βρύσες στο εσωτερικό. Οι βρύσες βέβαια ήτανε, σε αυτά τα σπίτια ήτανε δύσκολο, δε θυμάμαι το σύστημα ύδρευσης πώς ήταν σε αυτά τα σπίτια, αλλά ήταν πάρα πολύ φτωχικά σπίτια. Θυμάμαι σε ένα σπίτι που πήγαινα, που τύχαινε να πηγαίνω, ήταν ξύλινο εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο, πολύ φτωχικό με την τουαλέτα έτσι, όπως ήταν εκείνη την εποχή, κάπως προς την αυλή, δεν είχανε νερό μέσα. Υπήρχε μια βρύση, θυμάμαι, στην πλατεία Χορ-χορ, στη σημερινή πλατεία Μουσχουντή, η οποία είναι στη συμβολή των οδών Στρατηγού Δουμπιώτη, Κασσάνδρου και Ολυμπιάδος και από την άλλη μεριά είναι η Ηφαιστίωνος και τέλος πάντων, και κάποιοι άλλοι δρόμοι, που δε θυμάμαι τις ονομασίες τους. Και το λέω αυτό γιατί πολλές... Πολύ συχνά ή μάλλον αρκετά συχνά κόβονταν το νερό, ακόμη και στις οικοδομές που ζούσαμε εμείς, δηλαδή η οικοδομή που έμενα εγώ, στο πρώτο όροφο, ήταν τετραώροφη διπλοκατοικία, δηλαδή σε κάθε όροφο υπήρχαν δύο διαμερίσματα. Κόβονταν εκεί το νερό, οπότε αναγκαζόμασταν με διάφορα σκεύη, γκιούμια και ό,τι άλλο διέθετε ο καθένας πηγαίναμε σε αυτή τη βρύση, υπήρχε και μια άλλη βρύση στο Τσινάρι, αλλά εκείνη ήταν πιο μακριά, με... Και συλλέγαμε το νερό και το πηγαίναμε σπίτι και βέβαια περιττό να πω το σπρώξιμο που γινότανε ποιος θα πρωτοπρολάβει να πάρει νερό ήτανε παροιμιώδες! Σε αυτή την πλατεία τώρα μιας και μου ήρθε στο μυαλό πρέπει να ήτανε, δε θυμάμαι τις χρονολογίες, αλλά το σίγουρο είναι όταν διεξαγόταν στην Κορέα ο πόλεμος μεταξύ Βορείου και Νοτίου Κορέας, διότι εκείνη την εποχή, ήτανε καλοκαιρινή περίοδος, σε εκείνη την αλάνα που ήταν χωματόδρομοι, χωματόδρομος, με χώμα δηλαδή κάτω, ερχόταν ένα συνεργείο, έστηνε μια μεγάλη οθόνη μια συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας που δε θυμάμαι ποια ήταν, που πηγαίναμε εκεί και καθόμασταν, άλλοι στο χώμα, άλλοι παίρναμε καρέκλες, σκαμνιά και λοιπά και προβάλανε κάποιο φιλμ, αλλά κυρίως ήτανε μάλλον προπαγανδιστικό, δε ξέρω ποιοι –νομίζω είχα ακούσει, αλλά χωρίς να το πω, ήτανε αμερικανικής αποστολής ή κάτι τέτοιο εν πάση περιπτώσει–, και καθόμασταν, προβάλλονταν ένα έργο αλλά πριν από ένα φιλμ, πριν όμως από την προβολή του φιλμ προβάλλονταν, και εμείς σαν μικρά παιδιά αυτό μας συγκινούσε περισσότερο, καρτούν που τα λένε σήμερα, το Mickey Mouse που λέγαμε εμείς τότε. Δηλαδή, ο Mickey Mouse, ο Sylvester, ο Tweety και λοιπά, όλα αυτά ήταν και πιο πολύ για αυτά πηγαίναμε και αυτά ήταν και έγχρωμα. Γιατί κάποια από τα φιλμς ήταν ασπρόμαυρα, τα οποία δε μας συγκινούσαν τόσο πολύ, αλλά ωστόσο υπήρχανε και ειδήσεις θυμάμαι από τον πόλεμο, αυτόν μεταξύ Βορείου και Νοτίου Κορέας, που έδειχναν επίκαιρα, έτσι τα λέγαμε, τα επίκαιρα, και έδειχναν σκηνές πολεμικές, να μάχονται στρατιώτες και λοιπά, σε αυτήν τη πλατεία Χορ-χορ τη λέγαμε δε ξέρω τι σημαίνει στα τούρκικα. Τώρα ονομάζεται πλατεία Νίκου Μουσχουντή. Τώρα όσον αφορά το δρόμο εκεί που ανέφερα...
Λίγο την περιοχή που μένατε...
Ναι. Ναι, ναι, ναι. Στην Αγίου Δημητρίου που μέναμε τα σπίτια ήταν, όπως είπα, τετραώροφα στο μάξιμουμ εκτός από το γωνιακό, δηλαδή συμβολή Αγίου Δημητρίου με Στρατηγού Δουμπιώτη, το μέγαρο Ζουμπουλίδη που το ονομάζαμε, το οποίο πρέπει να ήταν εξαώροφο, αλλά αν λάβουμε υπόψη μας ότι κατοικούσαν και στα υπόγεια τότε, στο... Σε κάτι μπαλκόνια, τα οποία, αυτά που έβλεπαν προς τη μεριά της Αγίου Δημητρίου, γιατί, όπως είπα ήταν γωνιακό αυτό το κτήριο και υπάρχει, εξακολουθεί και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Υπήρχαν μπαλκόνια σε ύψος 1 μέτρου, το πολύ 1,5 μέτρου, ούτε και 1,5 μέτρου από το πεζοδρόμιο. Βέβαια, σήμερα δεν υπάρχουν αυτά ως διαμερίσματα, υπάρχουν καταστήματα εκεί, έχουν μετατραπεί σε καταστήματα, το οποίο... Δηλαδή, εκεί μένανε οικογένειες στα υπόγεια, όπως και στις περισσότερες οικοδομές, τα μέγαρα όπως τα ονομάζαμε τότε, τα υπόγεια είχαν διαμερίσματα, στα οποία κατοικούσαν άνθρωποι και υπήρχαν και αυλές, που βέβαια οι αυλές ήταν κοινόχρηστες και οι δύο οδοί, για παράδειγμα [00:30:00]μεταξύ, όπως και οι άλλες βέβαια, μεταξύ Αγίου Δημητρίου και Στρατηγού Δουμπτιώτη, οι δύο οδοί, τα κτήρια, πιο σωστά, που ήταν επί των δύο οδών συνόρευαν με αυλές τους αντιστοίχως στο πίσω μέρος της κάθε σειράς. Το ίδιο συνέβαινε η Αγίου Δημητρίου με την Διοικητηρίου τότε, η σημερινή Καραολή και Δημητρίου, που παρ' όλο που επισήμως λέγεται Καραολή Δημητρίου ο κόσμος εξακολουθεί να την λέει, να την καλεί Διοικητηρίου και η οποία φτάνει μέχρι το Βαρδάρη.
Τώρα, εκεί είχαμε την ευτυχία, γιατί έτσι το θεωρώ εγώ, ζούσαμε πάρα πολλά παιδιά. Δηλαδή, έτσι πρόχειρα που μπορώ να φέρω στο μυαλό, της δικής μου ηλικίας με μια απόκλιση ή μάλλον σε ένα εύρος πενταετίας, δηλαδή κάποια παιδιά δύο ή τρία χρόνια μικρότερα από εμένα και κάποια άλλα δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτεροι από εμένα ήμασταν περίπου είκοσι παιδιά. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσαμε να χωριστούμε σε ομάδες και φυσικά το δημοφιλές παιχνίδι ήταν το ποδόσφαιρο το οποίο το παίζαμε εκεί, στο δρόμο, και ήταν σχετικά άνετα, διότι η διέλευση των αυτοκινήτων, τα αυτοκίνητα μάλλον ήταν πάρα πολύ λίγα, κυρίως φορτηγά-αυτοκίνητα περνούσαν ή ταξί, σπάνια ιδιωτικής μορφής, αλλά και όταν χρειαζότανε να περάσει κανένα σταματούσαμε για λίγο και μετά συνεχίζαμε, το επόμενο θα περνούσε μετά από πέντε, δέκα, ίσως και περισσότερα λεπτά. Άρα, δε μας διέκοπτε δηλαδή τη ροή του παιχνιδιού. Ο δρόμος ήταν σκεπασμένος, ήταν με κυβόλιθους. Όπως είπα, ελάχιστοι προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης ήτανε ασφαλτοστρωμένοι. Εκεί ήταν με κυβόλιθοι, με κυβόλιθους και οι κυβόλιθοι ενδιάμεσα, στα διάκενα, είχανε πίσσα. Αυτή η πίσσα το καλοκαίρι, λόγω της ζέστης, μαλάκωνε και αυτό ήταν ένα υλικό το οποίο το χρησιμοποιούσαμε για να παίξουμε ένα παιχνίδι, τα λεγόμενα πιατάκια. Τι ήταν τα πιατάκια; Ήταν τα καπάκια από τις πορτοκαλάδες, λεμονάδες, γκαζόζες, όπως τις λέγαμε εκείνη την εποχή, που παίζαμε ως εξής: Κάναμε ένα τρίγωνο ή στρόγγυλο ανάλογα με την περίπτωση πάνω στο πεζοδρόμιο, το οποίο όμως ήταν πλακόστρωτο, δηλαδή πλακόστρωτο, με επιφύλαξη το λέω, με πλακάκια τα οποία είχανε 3 επί 3 ή 6, δε μπορώ να το θυμηθώ, αλλά, εν πάση περιπτώσει, έτσι μικρά κυβάκια αλλά σαν πλακάκι ήτανε… Και εκεί ήταν το πιο ομαλό σημείο και παίζαμε το παιχνίδι αυτό. Πώς παίζαμε τα πιατάκια; Τα τοποθετούσαμε ο καθένας από τους παίκτες, από τους συμπαίκτες πιο σωστά, μέσα στον κύκλο ή στο τρίγωνο, κυρίως στο τρίγωνο, έτσι παίζαμε, και είχαμε ένα άλλο πιατάκι, το οποίο ονομάζαμε ομάδα και το οποίο το γεμίζαμε με πίσσα, προκειμένου να είναι πιο βαρύ, και το οποίο, διπλώνοντας τον αντίχειρα και το δείκτη προσπαθούσαμε να τα σπρώξουμε, την ομάδα, να χτυπήσει ένα από τα πιατάκια, τα οποία ήταν άδεια βέβαια, μέσα στο τρίγωνο και εφόσον το έβγαζε εκτός τριγώνου, το παίρναμε. Αυτό ήταν το παιχνίδι με τα πιατάκια. Και βέβαια αυτό είχε γίνει και ένα είδος –πώς να το πούμε;– εμμονής, δηλαδή δεν αφήναμε πιατάκι για πιατάκι στο δρόμο και θα σας πω το εξής. Με είχε κατεβάσει ο πατέρας μου μια φορά στην Πλατεία Αριστοτέλους, για να με κεράσει μια πορτοκαλάδα. Νομίζω πως ήταν ημέρα Κυριακή και η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο. Καθόμασταν σε ένα τραπέζι εκεί, και βέβαια ήρθε το γκαρσόνι, παρήγγειλα εγώ πορτοκαλάδα, ο πατέρας μου το ίδιο, άνοιξε το καπάκι ο σερβιτόρος και πέταξε το καπάκι κατά γης. Για μένα όμως ήταν μεγάλη ιστορία, διότι... Κάποια στιγμή, μόλις είδα ότι τριγύρω από τα διπλανά τραπέζια όλα ήταν κάτω έσκυψα να πάρω το πρώτο, δίπλα, παραδίπλα ήταν το άλλο. Προφανώς ο πατέρας μου δεν, ήτανε, κάπου αλλού κοιτούσε όταν εγώ έσκυψα να συλλέξω αυτά τα πιατάκια και, όπως μου διηγείτο, δε με είδε και τρόμαξε. Εγώ δε θυμάμαι και δε θα το ξεχάσω αυτό, όπως ήμουνα και μικρός, δηλαδή πρέπει να ήμουνα μιας ηλικίας 6 χρονών περίπου, το πολύ 7, όπως πήγαινα και μάζευα όπου έβλεπα και εδώ και εκεί και λοιπά, όπως γίνεται συνήθως, θυμάμαι ότι –βέβαια με την παιδική αφέλεια– μια κυρία, ήταν ανάμεσα στα πόδια μιας κυρίας, που βέβαια προσπαθώντας να πάρω, της ακούμπησα τα πόδια και η οποία θυμάμαι έτσι που τρόμαξε, ας πούμε, ποιος της ακουμπούσε τα πόδια. Το θυμάμαι αυτό και όταν ο πατέρας μου με μάλωσε, βέβαια, με την έννοια ότι δεν έπρεπε μα σκύβω και να μαζεύω τα καπάκια. Αυτό ήτανε. Άλλα παιχνίδια που παίζαμε… Ήτανε παρόμοιο με αυτό, αλλά δε γινότανε με καπάκια, γινότανε με ταινίες. Όταν λέω ταινίες ήτανε, επειδή στον κινηματογράφο τότε, το σινεμά που λέγαμε, πολλές φορές, ίσως λόγω των μηχανημάτων ή από άλλη αιτία, την ώρα της προβολής υπήρχε μια διακοπή, όπως λέγαμε, καίγονταν το φιλμ και υπήρχε και μια διακοπή στην προβολή μέχρι οι τεχνικοί εκεί να ενώσουνε το φιλμ που είχε δοντάκια στις άκρες με το επόμενο κομμάτι και λοιπά. Προφανώς έκοβαν κάποια κομμάτια, τα οποία είχανε καεί, όπως λέγαμε, και τα οποία τα πετούσαν ή δε ξέρω τι έγινε. Υπήρχε στην οδό Βενιζέλου, μεταξύ Μπαλταδώρου και Φιλίππου, κατεβαίνοντας δεξιά, περίπου στη μέση, μάλλον λίγο προς τα πάνω, ένα ψιλικατζίδικο της εποχής, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ένας Αρμένιος, δε θυμάμαι το επώνυμο, το όνομά του, νομίζω Αγκόπ, αλλά με επιφύλαξη, εν πάση περιπτώσει, ο οποίος είχε τα πάντα μέσα, δηλαδή ό,τι μπορούσε ένα παιδί να φανταστεί, από παραμύθια μέχρι... Και εκεί πουλούσε και αυτές, θα πω και για, μπίλιες, γκαζιές τις λέγαμε τότε, οι οποίες άλλες ήτανε γυάλινες, άλλες ήταν χωμάτινες, τα λεγόμενα κουινάκια, πολύχρωμα. Από εκεί προμηθευόμασταν τις ταινίες. Οι ταινίες ήταν, όπως είπα κομμάτια από ταινίες που είχαν καεί, που κάθε τμήμα είχε και μια εικόνα, ας το πούμε έτσι, την οποία τη βάζαμε, κάναμε ένα τρίγωνο –Όπως είπα στην οδό Στρατηγού Δουμπιώτου ήταν χωματόδρομος, άρα εκεί μαζεύαμε έτσι, με το χέρι μας, κάναμε έτσι σαν ένα βουναλάκι το ονομάζαμε, έτσι μικρό με το χώμα, βάζαμε την ταινία από πάνω μέσα σε ένα τρίγωνο και με μία μπίλια, μια γκαζιά, όπως λέγαμε, προσπαθούσαμε να ρίξουμε αυτή τη ταινία. Εφόσον τη ρίχναμε, την παίρναμε. Αυτό ήταν ένα άλλο παιχνίδι πάλι που παιζόταν. Οι μπίλιες, βέβαια, παιζόταν ή τα κουινάκια, που λέγαμε, που έλεγα, τα κουινάκια ήταν χωμάτινες μπίλιες, τις οποίες δε τις δίναμε και πολλή σημασία, γιατί έσπαζαν πολύ εύκολα σε αντίθεση με τις μπίλιες, οι οποίες μπορεί να καθώς τις χτυπούσαμε να ξεφλουδίζονταν, ας το πούμε, αλλά παρέμεναν στρόγγυλες και πολύχρωμες, και τα κουινάκια ήταν και αυτά χρωματιστά, δηλαδή μπλε, κόκκινα, κίτρινα και λοιπά. Και οι μπίλιες βέβαια με ανάλογη, με αναλογία τις βάζαμε πάλι σε τρίγωνο και προσπαθούσαμε με την ομάδα μας να χτυπήσουμε μια, να τη βγάλουμε εκτός τριγώνου και έτσι να την κερδίσουμε. Άλλο παιχνίδι που παίζαμε ήταν το τζαμί. Το τζαμί ήταν ένα παιχνίδι, στο οποίο μαζεύαμε πέτρες μικρές τις οποίες τις τοποθετούσαμε τη μια πάνω στην άλλη και με μια μπάλα, από κάποια απόσταση, που την ορίζαμε σαν την αρχή του τέρματος, έτσι την λέγαμε, προσπαθούσαμε, κυλώντας την μπάλα, να ρίξουμε αυτήν, αυτό το σωρό με τις μικρές τις πέτρες, οι οποίες συνήθως λόγω αυτών των πλακιδίων που υπήρχαν στα πεζοδρόμια και κάποιες φορές είτε ακούσια είτε εκούσια σπάζανε, τις παίρναμε και τις τοποθετούσαμε, αλλά είχαμε και κάποιες ανώμαλες, αλλά τις ανώμαλες τις αποφεύγαμε, γιατί δεν κάθονταν εύκολα η μια πάνω στην άλλη. Και βέβαια, όταν ρίχναμε με την μπάλα το τζαμί, έπρεπε αυτός, ο οποίος καθόταν εκεί, στο τζαμί, να πάρει τη μπάλα και με τη μπάλα να χτυπήσει τους παίκτες που ήταν τριγύρω, προσπαθώντας, ρίχνοντας τη μπάλα, να τους χτυπήσει. Φυσικά, εάν τον χτυπούσε, τον «έκαιγε» –σε εισαγωγικά–, άρα εκείνος έβγαινε εκτός παιχνιδιού. Αν δεν το χτυπούσε όμως, έπρεπε να πάει να μαζέψει τη μπάλα και να επιστρέψει στο στρόγγυλο, που ήταν μέσα στο κέντρο η [00:40:00]σορός με τις πέτρες που είχαν πέσει. Οι... Εκείνο που έπρεπε να κάνουν οι παίκτες οι τριγύρω, έπρεπε, καθώς απομακρύνονταν από το σημείο που είχαν πέσει, που είχε πέσει η σορός των πετρών να τις τοποθετήσουν τη μία πάνω στην άλλη και βέβαια γρήγορα, διότι επέστρεφε αυτός που έκανε τη μάνα και αν έριχνε τη μπάλα και σε χτυπούσε, σε έβγαζε εκτός παιχνιδιού και έτσι αυτό ήταν το παιχνίδι και αν προλαβαίναμε να τοποθετήσουμε τις πέτρες τη μια πάνω στην άλλη, λέγαμε: «Τζαμί» και αυτό σήμαινε το τέλος του παιχνιδιού, και έτσι αυτό ήταν ένα άλλο παιχνίδι. Άλλο παιχνίδι, βέβαια, ήτανε η τσαταλίνα ματαλίνα, τη λέγαμε. Δηλαδή, καθόταν ένα παιδί, στον τοίχο ακουμπισμένο, και στη συνέχεια έσκυβαν δύο ή τρία το πολύ παιδιά, βάζανε το κεφάλι τους κάτω από τα πόδια αυτού που ήταν, που καθότανε με την πλάτη ακουμπισμένος στον τοίχο και ανοιχτά τα πόδια, έβαζε το κεφάλι, από πίσω, κάτω από τα δικά του σκέλια έβαζε ο επόμενος το κεφάλι και πίσω από τα σκέλια του δευτέρου έβαζε ένας τρίτος. Συνήθως δύο ή τρία άτομα ήτανε και έπρεπε η αντίστοιχη ομάδα, η αντίθετη, ας το πούμε έτσι, ομάδα να πηδήσει πάνω και ανάλογα, γι’ αυτό είπα ότι ήταν δύο ή τρία παιδιά, εξαρτιόνταν από το πόσα παιδιά θα πηδούσανε, παίρνοντας κάποια σχετική φόρα, πάνω στις πλάτες αυτών που ήτανε, που κάνανε την μακριά γαϊδούρα, όπως την ονομάζαμε. Αλλά γιατί ονομαζόταν το παιχνίδι τσαταλίνα ματαλίνα; Διότι όταν πηδούσαν και, όσοι ήταν εν πάση περιπτώσει της ομάδας επάνω, δύο, τρεις, τέσσερις, ο πρώτος έλεγε: «Τσαταλίνα, ματαλίνα, πόσα είναι αυτά;» και έκανε με τα δάκτυλα, έδειχνε πόσα έβγαζε, 2, 3, 1 ή καθόλου, γροθιά. Και αυτός, ο πρώτος που ήταν σκυμμένος κάτω και θεωρητικά δεν έβλεπε –Βέβαια, υπήρχαν και ζαβολιές, αυτός που καθόταν με την πλάτη στον τοίχο καμιά φορά, επειδή έβλεπε, έκαμνε με τα χέρια του έτσι κρυφά και έδειχνε πόσα ήταν τα δάκτυλα. Εφόσον το έβρισκε αυτός που ήταν λυγισμένος, ας το πούμε, κέρδιζαν οπότε καθόταν η άλλη ομάδα από κάτω και πηδούσαν οι επόμενοι. Αλλιώς, αν δεν το έβρισκε, επαναλαμβάνονταν το πήδημα. Αυτό ήταν η μακριά γαϊδούρα ή η τσαταλίνα ματαλίνα, επειδή φωνάζαμε έτσι. Προφανώς αυτά είναι τούρκικες λέξεις, τις οποίες δεν ξέρω τι σημαίνουν. Άλλο παιχνίδι ήταν οι κλέφτες και οι αστυνόμοι, που βέβαια κάποιοι θεωρούνταν κλέφτες, κάποιοι αστυνόμοι και τους κυνηγούσαν και έπρεπε όταν τους έβλεπαν, να πουν: «Αλτ, τις ει;» και φυσικά εφόσον η απόσταση ήταν μια συγκεκριμένη που δε θυμάμαι, νομίζω στα δέκα βήματα ή στα πέντε, δε θυμάμαι ακριβώς, εάν ήταν τόσο μικρή η απόσταση, η συγκεκριμένη πιο σωστά απόσταση, τότε υποτίθεται ότι τον αιχμαλώτιζαν. Αλλιώς μπορεί να τον έλεγαν: «Αλτ, τις ει;», αλλά αν ήταν μεγαλύτερη από την απόσταση αυτή, δεν θεωρούνταν ότι ήταν μέσα στην εμβέλεια της σύλληψης, ας το πούμε έτσι. Εγώ είχα εφαρμόσει ένα σύστημα για να κερδίζουμε τους αντίπαλους, το οποίο το είχα αντιγράψει βλέποντας ένα φιλμ, το οποίο με είχε εντυπωσιάσει. Ενδεχομένως να ήτανε φιλμ το οποίο αναφερότανε στην αμερικάνικη ιστορία όπου οι Ινδιάνοι, όπως είχα διαβάσει αργότερα, είχαν κατορθώσει να εξολοθρεύσουν στην κυριολεξία ένα απόσπασμα Αμερικανών στρατιωτών, του αμερικανικού στρατού, του στρατηγού Carter, αν θυμάμαι καλά. Τι τέχνασμα είχαν κάνει το οποίο μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση; Υπήρχε μια ομάδα Ινδιάνων πάνω στα άλογα τα οποία πλησίασαν, η οποία ομάδα πλησίασε τους στρατιώτες, εκείνοι τους κυνήγησαν, οπισθοχώρησαν οι Ινδιάνοι πάνω στα άλογα και έτρεχαν προς μια κατεύθυνση, παρασύροντας τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως πέρασαν πάνω από, έτσι, θυμάμαι ότι ήταν έτσι ένα υψωματάκι και πηδούσαν τα άλογα, από κάτω όμως ήταν οι Ινδιάνοι της φυλής τους. Έφτασαν σε μια απόσταση, σταμάτησαν, οι στρατιώτες, ακολουθώντας και μη γνωρίζοντας βέβαια ότι πηδούσαν πάνω από το ανάχωμα εκείνο που ήταν κρυμμένοι οι άλλοι Ινδιάνοι, και περικυκλώθηκαν και είχαν εξοντωθεί. Κάτι αντίστοιχο έκανα και εγώ. Δηλαδή, έβαζα κάποιους από τη δική μου ομάδα μέσα σε μία, στην είσοδο μιας οικοδομής ενός σπιτιού, εμφανιζόμουνα στους αντιπάλους μπροστά, τους οποίους τους παρέσυρα και μόλις έφταναν κοντά στην πόρτα, έβγαινε ο συν –πώς να το πω;–, ο συναγωνιστής μου; Ή πώς να το πω έτσι; Ο σύντροφός μου; Έβγαινε και τον έλεγε: «Αλτ, τις ει;», σε απόσταση φυσικά, και έτσι μπορούσαμε πιο εύκολα να τους εξουδετερώνουμε κατά κάποιο τρόπο. Άλλο ήτανε το τσιλίκι τσομάκα, δηλαδή ήταν ένα μικρό ξύλο, το οποίο ήταν ξυσμένο στα δύο άκρα συνήθως ή το ένα, αλλά συνήθως ήταν στα δύο, και με μια, μ’ ένα πλατύ ξύλο προσπαθούσαμε χτυπώντας τη μύτη να το σηκώσουμε προς τα πάνω και στη συνέχεια με το πλατύ ξύλο να το χτυπήσουμε και να το στείλουμε σε μια απόσταση. Αυτό ήτανε, προφανώς πάλι οι λέξεις είναι τούρκικες τσιλίκ τσομάκ, δε ξέρω τι ακριβώς σημαίνει. Επίσης, παίζαμε ένα άλλο παιχνίδι τα λεγόμενα χαρτόνια. Τα χαρτόνια τι ήτανε; Ήτανε τα καπάκια από τα κουτιά των τσιγάρων, τα οποία τα δίναμε και μια αξία ονομαστική, ας πούμε. Δηλαδή, ήταν τότε τσιγάρα, τα οποία ήταν νούμερο 1, το νούμερο 5, νούμερο 7, νούμερο 10 και κάτι τέτοια και βέβαια κάποια τα οποία δεν είχανε αριθμό, Καρέλια, Ματσάγγος αυτά ήτανε και Παπαστράτος, αυτά ήτανε, ίσως να ήτανε και οι μοναδικές καπνοβιομηχανίες. Αυτά τα παίρναμε, τα επάνω κομμάτια, τα κόβαμε και τα βάζαμε μέσα σε ένα κύκλο, το επάνω τμήμα, και προσπαθούσαμε με μια πέτρα να τα χτυπήσουμε με επιδεξιότητα περίπου με μια γωνία, έτσι ώστε χτυπώντας το χαρτόνι αυτό να μπορέσουμε να το βγάλουμε εκτός κύκλου και εφόσον το βγάζαμε εκτός κύκλου, το παίρναμε. Βεβαίως, υπήρχαν και χαρτόνια τα οποία θεωρούνταν δύσκολα. Ποια ήταν αυτά; Ήτανε καπάκια από λαθραία τσιγάρα, ξένα, τα οποία τα έφερναν προφανώς ναυτικοί που έπιαναν λιμάνι στη Θεσσαλονίκη και αυτά τα βρίσκαμε συνήθως στην παραλιακή, δηλαδή στη Λεωφόρο Νίκης σήμερα, όπου πηγαίναμε εκεί, στα διάφορα καφενεία ή ό,τι άλλο ήταν εκείνη την εποχή, και καθώς τα πετούσαν, όπως και σήμερα δυστυχώς συμβαίνει, οι καπνιστές μόλις τελειώσει το τσιγάρο, με τα τσιγάρα το πετάνε κάτω, τότε το πετούσαν ακόμα περισσότερο. Οπότε, πηγαίναμε και μαζεύαμε αυτά τα οποία είχαν πολλαπλάσια αξία, διότι ήταν και πιο σπάνια. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και με τα πιατάκια, διότι προφανώς έφερναν και ποτά αυτοί οι ναυτικοί που επάνω θυμάμαι, ένα που ήταν το πιο προσφιλές αλλά και το πιο δύσκολο, που είχαν τη μορφή ενός ναύτη με καπέλο και λοιπά. Αυτά θυμάμαι όσον αφορά αυτά τα παιχνίδια.
Βέβαια, εκεί, στο δρόμο, όπως είπα, παίζαμε το ποδόσφαιρο αλλά, και το οποίο δε μας διέκοπτε. Βάζαμε την εστία στο, σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η εστία, βέβαια, τι ήτανε; Ήτανε δυο πέτρες, μια πέτρα στη μια άκρη, μια στην άλλη, από την αντίπερα, στο άλλο σημείο του δρόμου επίσης δυο πέτρες και παίζαμε και στο δρόμο και στα πεζοδρόμια και χωριζόμασταν σε ομάδες και προσπαθούσαμε η μια ομάδα να νικήσει την άλλη. Βέβαια, κάποια στιγμή όταν είχαμε μεγαλώσει, όχι ιδιαίτερα πολύ, θα ήμασταν 13, 14 χρονών, κάποιος, δε θυμάμαι ποιος, είχε ρίξει την ιδέα να κάνουμε μια ομάδα. Αλλά το πρόβλημα ήτανε τι... Όντας ομάδα να αγοράσουμε φανέλες. Τι χρώμα φανέλας θα αγοράζαμε; Διότι οι συνομήλικοι, εκεί τα παιδιά που παίζαμε ποδόσφαιρο υποστήριζαν όλες τις ομάδες, δηλαδή τον Άρη, τον ΠΑΟΚ, τον Ηρακλή, το Μακεδονικό και βέβαια και την τοπική έτσι του… Αλλά κυρίως αυτές τις μεγάλες ομάδες που παίζανε στην πρώτη κατηγορία Θεσσαλονίκης, αλλά και τον ΠΑΟΔ, ο ΠΑΟΔ ήτανε, είναι τα αρχικά από την, από το αρκτικόλεξο Ποδοσφαιρική Αθλητική Ομάδα Διοικητηρίου ή Όμιλος μάλλον, Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Διοικητηρίου, που παλιότερα λεγόταν ΠΑΕΔ, Ποδοσφαιρική Αθλητική Ένωση Διοικητηρίου, μια αξιόλογη ομάδα της γειτονιάς μας, να το πω έτσι, που είχε κάνει μεγάλη καριέρα και μάλιστα θυμάμαι, πρέπει να ήταν το [00:50:00]1959, είχε βγει πρωταθλήτρια Β' κατηγορίας Θεσσαλονίκης και είχε παίξει αγώνες μπαράζ με τον Μακεδονικό, που ήταν ο τελευταίος της πρώτης κατηγορίας και όποιος κέρδιζε θα ανέβαινε ή θα έπεφτε στην άλλη κατηγορία. Ο πρώτος αγώνας είχε λήξει 2-2 στο γήπεδο τότε του ΠΑΟΚ, το χρησιμοποιούσε ο ΠΑΟΚ, όπου σήμερα είναι η Θεολογική Σχολή και τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, τότε ήταν το γήπεδο του ΠΑΟΚ και το δεύτερο παιχνίδι το είχε κερδίσει ο Μακεδονικός 2-1, οπότε είχε παραμείνει στην κατηγορία και ο ΠΑΟΔ δεν μπόρεσε να ανέβει, αλλά είχε πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, δεδομένου ότι 5-6 από αυτούς, θυμάμαι κάποια ονόματα, ο Γιακουμής, ο Τσαχουρίδης, ο Βασιλειάδης και κάποιοι άλλοι που δε θυμάμαι τώρα τα ονόματά τους, είχαν παίξει και σε μεγάλες. Ο Τσαχουρίδης, για παράδειγμα, στην ΑΕΚ, ο Γιακουμής στον ΠΑΟΚ, ο Βασιλειάδης στον Ηρακλή, ένας άλλος ο οποίος όμως δεν πήγε να κάνει, παρ' όλο που ήταν πολύ καλός θυμάμαι, Πουρλιώτης λεγότανε, και διάφοροι άλλοι που δε θυμάμαι τα ονόματα τους τώρα. Όπως είπα, το γήπεδό μας ήτανε ο δρόμος εκεί μπροστά αλλά όχι μόνο, ένα άλλο «γήπεδο» –σε εισαγωγικά– ήτανε, ασφαλτοστρωμένο εκείνο και μας βόλευε πιο πολύ, ήτανε η αρχή της οδού Ολύμπου στη διασταύρωση με την οδό Παπαζώλη. Εκεί ήταν το εργοστάσιο της ΑΒΕΖ, η οποία έκανε τα μακαρόνια. Το απόγευμα εκεί δεν υπήρχε κίνηση, έκλεινε δηλαδή το εργοστάσιο, δεν λειτουργούσε, οπότε είχαμε σε άσφαλτο και επειδή και από την απέναντι μεριά νομίζω ήταν καπνομάγαζο, ήταν ένας δρόμος που δεν ήταν κατοικήσιμος, διότι πραγματικά στο δρόμο μας πολλοί από τους γείτονες διαμαρτύρονταν, κάποιων, στους ημιωρόφους, τους είχαμε σπάσει και τα τζάμια από στραβοκλωτσιές και με το δίκιο τους μας κυνηγούσαν, ας πούμε, οπότε όποτε βρίσκαμε ευκαιρία πηγαίναμε εκεί που δεν ήταν μακριά από τη γειτονιά μας, αλλά… Και παίζαμε είτε μεταξύ μας, τα παιδιά της γειτονιάς, είτε με παιδιά άλλων γειτονιών, τα παιδιά που μένανε στην οδό Σουρή για παράδειγμα, ή από μια άλλη ομάδα η οποία κατοικούσε γύρω από την εκκλησία των 12 Αποστόλων, και μάλιστα αυτοί είχαν ονομάσει την ομάδα τους «Έντεκα Αστέρια Δώδεκα Αποστόλων» το θυμάμαι έτσι, χαρακτηριστικά. Και άλλο γήπεδο ήτανε η... Στην πλατεία Δικαστηρίων, που τη λέγαμε τότε, και τώρα ακόμη οι παλιοί έτσι την ονομάζουν, στο τμήμα της οδού Φιλίππου, που βέβαια τότε ήταν χωματόδρομος και σε επικλινές έδαφος, αλλά εκεί ήταν λίγο ίσιωμα, η οδός Φιλίππου από το ύψος της Παναγίας Χαλκέων και προς τα ανατολικά. Εκεί ήταν ένα άλλο γήπεδο. Βέβαια, τελευταίο άφησα το γήπεδο, το κυρίως γήπεδο, που ήταν το Πάρκο, όπως το λέγαμε, τα Μάρμαρα, που τώρα είναι αρχαιολογικός χώρος ακριβώς απέναντι από το Διοικητήριο, δηλαδή το σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Εμείς οι παλιοί ακόμα και τώρα όποτε συναντιόμαστε δε το λέμε Υπουργείο, το λέμε Διοικητήριο, γιατί έτσι το... Εκεί μάθαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο και μάλιστα υπήρχαν δύο γήπεδα, γιατί το Πάρκο ήταν σε δύο επίπεδα, το επάνω γήπεδο το οποίο ήταν και μεγαλύτερο σε έκταση και έτσι κάπως τετραγωνισμένο, αλλά το προτιμούσαμε, διότι και στις στραβοκλωτσιές, επειδή περιφερειακά υπήρχαν μάρμαρα, η μπάλα σταματούσε και δε τη χάναμε. Ενώ στο κάτω μέρος, που ήταν ανοιχτό ως προς κάποια άκρα, η στραβοκλωτσιά σήμαινε ότι η μπάλα θα έφευγε έξω, και αν έπαιρνε τον κατήφορο της οδού Βενιζέλου, έπρεπε να τρέχουμε από πίσω για να την πάρουμε και να την επαναφέρουμε. Εκεί όλοι μάθαμε και βγήκαν αρκετοί ποδοσφαιριστές διακεκριμένοι, όπως ο Κούδας που πήγε στον ΠΑΟΚ, ο Κώστας, ο Παπαϊωάννου, που πήγε στον Άρη και κάποιοι άλλοι, που… Με τον Κώστα τον Παπαϊωάννου, που εγώ είμαι μεγαλύτερος τρία ή τέσσερα χρόνια, μέναμε στην ίδια οικοδομή, εγώ στον 1ο όροφο αυτός στον 4ο όροφο, ψέματα 1ος, 2ος, στον 3ο όροφο, και παίζαμε πολλά παιδιά έτσι. Αυτά ήταν τα γήπεδα. Τώρα ξέχασα να πω, μάλλον δεν αναφέρθηκα στην απόφασή μας να κάνουμε ομάδα τι χρώματα θα έπρεπε να έχει η φανέλα. Και, χωρίς να το κάνω επίτηδες, είπα να δούμε ποια πλειοψηφία από τα παιδιά, ποια ομάδα υποστήριζαν πλειοψηφικά. Και βγήκαμε, δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό, αλλά με έναν περισσότερο ήταν οι οπαδοί, οι φίλαθλοι του Άρη, ένα λιγότερο ήταν του ΠΑΟΚ, του Ηρακλή ήταν λιγότεροι και του Μακεδονικού ήταν ένας μόνο. Οπότε, έπρεπε να πάρουμε φανέλες με κιτρινόμαυρα χρώματα, γιατί αυτά είναι τα χρώματα της ομάδας του Άρεως. Και είχαμε πάει θυμάμαι εκεί, στο Βαρδάρη, από εκεί τις είχαμε προμηθευτεί τις φανέλες κάπου κοντά στον κινηματογράφο τότε Ίλιον, δε ξέρω πώς λέγεται ο δρόμος, από εκεί τις είχαμε πάρει. Και βέβαια έπρεπε να δώσουμε και όνομα στην ομάδα μας και λόγω των χρωμάτων την είχαμε ονομάσει «Κίτρινη Θύελλα». Και έτσι παίζαμε μεταξύ μας, με τις άλλες γειτονιές δηλαδή, το ποδόσφαιρο. Βέβαια, δεν παίζαμε μόνο το ποδόσφαιρο, παίζαμε και μπάσκετ. Πού ήταν οι μπασκέτες; Αμ, δεν υπήρχαν μπασκέτες τότε! Βέβαια, στο σχολείο, στο Γυμνάσιο, που πήγαινα, το 4ο, υπήρχαν μπασκέτες και εκεί παίζαμε και μάλιστα όταν τελείωνε η πρωινή βάρδια, διότι η απογευματινή βάρδια καλύπτονταν από παιδιά του 6ου Γυμνασίου Αρρένων, αλλά αυτό γινόταν εναλλάξ ανά εβδομάδα, μια εβδομάδα, τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα. Εάν ήμασταν απογευματινοί σημαίνει ότι πηγαίναμε νωρίτερα, πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα, και παίζαμε μπάσκετ ή όταν ήμασταν πρωινοί, όταν τελείωναν τα μαθήματα, στη συνέχεια παίζαμε μπάσκετ. Εκεί ήταν οι μπασκέτες. Πώς παίζαμε τώρα στο δρόμο; Εκείνη την εποχή οι κολώνες της ΔΕΗ ήταν σιδερένιες. Αν κανείς έχει προσέξει σε υπαίθριους χώρους έτσι, μακριά από την πόλη, τις μεγάλες κολώνες, όπου στηρίζονται τα καλώδια της ΔΕΗ που διατρέχουνε τη χώρα μας, τέτοιες κολώνες, σε μικρογραφία βέβαια, οι οποίες κάνανε ρόμβους ενδιάμεσα, καθώς ανέβαιναν με ένα είδος… Να γίνεται οξεία η γωνία προς τα πάνω, αλλά χαμηλότερα να είναι πιο φαρδύς ο ρόμβος, μετά να γίνεται μικρότερος και λοιπά. Ορίζαμε ένα ρόμβο από αυτούς σε ύψος, ξέρω εγώ θα ήτανε ο 4oς, ο 5ος ρόμβος και εκείνος θεωρούταν ότι ήταν το καλάθι και έπρεπε, βέβαια όχι με την έννοια της ρίψης της μπάλας καμπυλωτά, ας το πούμε, έπρεπε να τη ρίξουμε ίσια, γιατί αλλιώς δε θα έμπαινε. Εφόσον τη βάζαμε μέσα στον αντίστοιχο ρόμβο, που ήταν κενός βέβαια, και έπεφτε η μπάλα κάτω και την ξαναπαίρναμε, θεωρούνταν ότι βάζαμε καλάθι. Άρα, παίζαμε και μπάσκετ τότε. Και βέβαια αυτό κάποτε θα μπορούσε, θα μου στοίχιζε και τη ζωή, διότι, δε θυμάμαι αν από δικό μου, δική μου, δικό μου σουτ, ας το πούμε έτσι, ή κάποιου άλλου, χτύπησε η μπάλα στη γωνία, ήταν Κυριακή θυμάμαι του Αγίου Κωνσταντίνου, όχι συγνώμη δεν ήταν Κυριακή, ήταν η γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και ή εγώ ή κάποιος συνομήλικος μου, δε θυμάμαι, έριξε την μπάλα, δεν πήγε στο καλάθι, στο καλάθι, στην τρύπα ας το πούμε εκεί, χτύπησε και πήγε προς τη μεριά του δρόμου και έτρεξα εγώ να την πάρω. Κατά σύμπτωση περνούσε ένα αυτοκίνητο που μέσα είχε μια νύφη, που την πήγαινε προφανώς στην εκκλησία. Τη θυμάμαι τη σκηνή κινηματογραφικά. Δηλαδή, όταν πήγα να την πάρω, να πιάσω τη μπάλα στο δρόμο άκουσα ένα κορνάρισμα. Το μόνο που θυμάμαι ήτανε ότι γύρισα το κεφάλι μου προς τα δεξιά, γιατί ερχότανε από τα δυτικά προς ανατολικά το αυτοκίνητο, αυτό το ταξί, δε ξέρω τι ήταν, αν ήταν, και έκανα ένα σάλτο και με χτύπησε το φτερό του αυτοκινήτου, το δεξιό μπροστινό φτερό με χτύπησε στην φτέρνα. Απ' ό,τι περιέγραφαν, και έπεσα στο πεζοδρόμιο στο ρείθρο, το οποίο ήτανε μαρμάρινο. Το πώς δε χτύπησα το κεφάλι μου κάπου εκεί [01:00:00]να με αφήσει στον τόπο... Το μόνο που ήτανε ότι οι αγκώνες μου και τα γόνατά μου είχαν ματώσει, αλλά ο θαυμασμός, και είναι αστείο να το λέω, ο θαυμασμός των συνομηλίκων μου, οι οποίοι με εκθείαζαν για το πλονζόν που είχα κάνει, επηρεασμένοι από τους τερματοφύλακες, και έτσι σώθηκα στην ουσία, διότι πραγματικά στην λαχτάρα μου, στον τρόμο μου που πήδησα, ποιος ξέρει; Εγώ δε το συνειδητοποίησα, το μόνο θυμάμαι ότι το αυτοκίνητο, καθώς με χτύπησε στη μύτη του δεξιού μου ποδιού, με γύρισε, ενώ ήμουν καθέτως προς το δρόμο, με γύρισε παράλληλα προς το δρόμο και έπεσα και έσκασα πάνω στο πεζοδρόμιο στο ρείθρο, αλλά χωρίς να χτυπήσω σημαντικά. Αυτό ήταν το μπάσκετ που παίζαμε. Τώρα λίγο παρακάτω, όπως είπα, η γειτονιά μας οριοθετούνταν, θα το έλεγα έτσι, από τη συμβολή Αγίου Δημητρίου, Διοικητηρίου και Στρατηγού Δουμπιώτη, μετά άρχιζε ο δρόμος, η συνέχεια του Αγίου Δημητρίου που συνέχιζε κατά κάποιο τρόπο στην πλατεία εκεί του Διοικητηρίου, αλλά αριστερά μας υπήρχε ένα επίσης μεγάλο κτήριο, το μέγαρο Σινασό. Είχα την εντύπωση ότι η ονομασία Σινασό ήταν εβραίικη, εβραίικο όνομα και η οικοδομή εκείνη, εκείνο το κτήριο ήτανε ιδιοκτησία κάποιου εβραίου, μέχρι που πήγα στην Καππαδοκία ως εκδρομή και εκεί επισκέφτηκα βέβαια την τότε ονομαζόμενη Σινασό και υποθέτω ότι αυτός που ήταν ο ιδιοκτήτης, που έχτισε ή η ομάδα τον ανθρώπων είχαν καταγωγή από τη Σινασό και έτσι είχαν δώσει αυτό το όνομα. Υπήρχε μια μαρμάρινη πλάκα, που δυστυχώς, όταν ανακαινίστηκε η οικοδομή, βάφθηκε δηλαδή εξωτερικά, κάποιοι, αντί να την κρατήσουν, την κατέστρεψαν και δεν υπάρχει πια. Αυτή ήταν η μια άκρη των ορίων της γειτονιάς, η άλλη άκρη ήτανε η συμβολή, ο κάθετος δρόμος της οδού Σουρή προς την Αγίου Δημητρίου, εκεί ήτανε, εκείνο ήταν το ενδιάμεσο της γειτονιάς μας, γιατί τα παιδιά της Σουρή αποτελούσανε άλλη γειτονιά, όπως επίσης, αν και ήτανε λιγότερα εκεί, στη Σούτσου και ούτω καθεξής. Μετά τη Σουρή, πηγαίνοντας δυτικά, ήταν η παλαιά λαχαναγορά και εκεί βέβαια οι χονδρέμποροι φέρναν ή οι παραγωγοί φέρνανε τα προϊόντα τους και τα πουλούσαν από εκεί στους μανάβηδες και λοιπά. Το καλοκαίρι εκείνη την εποχή, που ήταν αρκετά δύσκολη οικονομικά, που ήμασταν μικρά παιδιά και εγώ θυμάμαι και σε ηλικία 11-12 χρονών, όπως και οι συνομήλικοί μου, πηγαίναμε στη λαχαναγορά και ξεφορτώναμε τα κάρα, γιατί ακόμα τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά σπάνιζαν σχετικά και η μεταφορά των προϊόντων γινόταν με τα κάρα, τα οποία βέβαια με ενοχλούσαν ιδιαίτερα, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες που είχε, ας πούμε, φρούτα της εποχής, καρπούζια, πεπόνια και τέτοια, που έρχονταν πολύ νωρίς, αλλά καθώς οι ρόδες από τα κάρα στους κυβόλιθους εκεί κάνανε και από τα άλογα που τρέχανε, ας πούμε, μας ξυπνούσανε από τις 04:00, από τις 05:00 το πρωί. Εν πάση περιπτώσει εκεί πηγαίναμε, τα παιδιά, για χαρτζιλίκι και ξεφορτώναμε τα κάρα από τα καρπούζια, πεπόνια, ό,τι μετέφεραν μέχρι που να πάνε σε μια αλυσίδα δύο-τριών ατόμων από το κάρο μέχρι το μαγαζί που θα τοποθετούνταν. Κάποιος ήτανε πάνω στο κάρο το έριχνε σε μένα, ας το πούμε, εγώ το έριχνα σε έναν διπλανό μου, ο διπλανός μέχρι που πήγαινε στο μαγαζί και παίρναμε ένα χαρτζιλίκι. Αυτά για τη λαχαναγορά, η οποία, βέβαια, τώρα δεν ισχύει, δεν λειτουργεί εδώ και κάποιες δεκαετίες. Ωστόσο, εκείνο το τμήμα όπως ήταν εξακολουθεί να υπάρχει, δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν έχει αξιοποιηθεί και σε ποιόν ανήκει εκείνο το κομμάτι.
Εκτός από αυτά τα παιχνίδια άλλος τρόπος διασκέδασης;
Η διασκέδαση όταν ήμασταν μικρά παιδιά δεν ήταν ιδιαίτερη. Δηλαδή, το να πάμε, τους καλοκαιρινούς μήνες για παράδειγμα, να πάμε στην πλατεία Αριστοτέλους θεωρούνταν γεγονός. Πηγαίναμε, δηλαδή, και κάναμε μια βόλτα στην παραλία μέχρι τον Λευκό Πύργο περίπου ή λίγο παραπέρα που ήταν το Βασιλικό Θέατρο. Βόλτα στην παραλία απλώς έτσι να παίζουμε μεταξύ μας, μιλάω για ηλικίες ξέρω εγώ 12, 13, 14, 15 χρονών, τέτοιες ηλικίες. Βέβαια, αυτό το κάναμε Κυριακές τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκείνο που κάναμε ήταν, επιστρέφοντας μετά τη βόλτα, ας πούμε έτσι, παραλία και πλατεία Αριστοτέλους, περνούσαμε από την οδό Κομνηνών, όπου υπήρχε και έχει κλείσει λίγα χρόνια πριν ένα σουβλατζίδικο, να το ονομάσω έτσι της εποχής, ο περίφημος «Ξενοφών», όπου εκεί παίρναμε ένα σάντουιτς, πάντως ήταν νοστιμότατο το σάντουιτς, και ήταν ονομαστός για τα μπιφτέκια, αλλά στρόγγυλα έτσι σαν –πώς να το πούμε;–, σαν κεφτεδάκια μικρά, ας πούμε, ήτανε, αλλά πανόστιμα, και στη συνέχεια όσοι είχανε χρήματα ανεβαίνοντας τη Βενιζέλου, απέναντι ακριβώς από το παλιό Δημαρχείο, υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο «Δασκαλάκης» και εκεί παίρναμε ένα φοινίκι. Το φοινίκι είναι ένα μακρόστενο έτσι, ελλειψοειδές γλύκισμα και βέβαια δεν είχαμε όλοι αυτή την οικονομική δυνατότητα, αλλά κάποιοι συνομήλικοι είχανε. Και μάλιστα θυμάμαι ένας συνομήλικος, ο Άκης ο Δημητριάδης, ο οποίος ήταν μάλλον καλύτερα από εμένα, επειδή είχε παρατηρήσει ότι εγώ για κάποιες φορές δεν έπαιρνα γλυκό, μόνο το σάντουιτς και αυτό όχι πάντα, με είχε κεράσει και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, ας πούμε. Αυτά γιατί εκείνες τις εποχές ήταν πολύ δύσκολες από οικονομική άποψη, γενικώς, αλλά εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ούτε εγώ, ούτε κανένας από τους συνομηλίκους μου, αυτούς που γνωρίζω, δεν αποκτήσαμε κάποιο –πώς να το πούμε;–, ένα κόμπλεξ, ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας ή στέρησης ή οτιδήποτε. Παρ' όλο που ήταν δύσκολες, και καμία φορά το λέω και στα δικά μου τα κορίτσια, ότι το καλοκαίρι τα βράδια το φαγητό μας ήτανε μια λεπτή φέτα καρπουζιού, την οποία την κάναμε φυσαρμόνικα. Δηλαδή, κάναμε εκείνο το ημικύκλιο, ας το πούμε, το περνούσαμε μέχρι που φτάναμε σχεδόν στο πράσινο, τρώγαμε και το άσπρο δηλαδή, πέρα από το κόκκινο του καρπουζιού. Αλλά, όπως είπα, δε μας δημιούργησε κανένα ή τουλάχιστον σε εμένα, αλλά και στα παιδιά τα άλλα, τους συνομηλίκους μου, που ξέρω. Άλλη διασκέδαση ήτανε ο κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος βέβαια δεν ήταν μόνο για εμάς, τα παιδιά, για όλους ήταν ίσως η κύρια διασκέδαση και ήμασταν τυχεροί, γιατί στην περιοχή μας, στη γειτονιά μας, έτσι το θεωρούσαμε, υπήρχαν αρκετοί κινηματογράφοι, κυρίως Β' προβολής, Β' προβολής σημαίνει ότι πρόβαλλαν έργα τα οποία ήδη είχαν προβληθεί προηγούμενες εβδομάδες σε κινηματογράφους για πρώτη φορά, πρώτη προβολή που λέμε, της πρώτης προβολής, τέτοιοι ήτανε τα Διονύσια που ήτανε στην οδό Αγίας Σοφίας, τα Τιτάνια στη Τσιμισκή, τα Ηλύσια στη Διαγώνιο, το Παλλάς στην Παραλία, το Εθνικό και στη συνέχεια ονομάστηκε Κεντρικό στη Παραλία, από χειμερινούς κινηματογράφους. Εμείς είχαμε... Α και το Αλκαζάρ! Επίσης πρώτης προβολής στην Εγνατία, που το Αλκαζάρ ήταν στο χώρο που παλιά δε ξέρω αν ήταν χαμάμ, είναι τώρα από τα διατηρητέα αλλά προς το παρόν είναι αποκλεισμένο, διότι γίνονται τα έργα του μετρό, στη συμβολή, θα έλεγα έτσι, Βενιζέλου και Εγνατίας. Στα Β' προβολής στη γειτονιά μας ήταν η Αίγλη, ο Ορφέας και λίγο πιο μακριά, προς το τουρκικό προξενείο, δεξιά πηγαίνοντας το Ιντεάλ, τα οποία ήταν Β' προβολής, αλλά κάποιες περιόδους άλλαζαν έργα. Καταρχήν, πρόβαλλαν δύο έργα και άλλαζαν έργα δύο φορές την εβδομάδα, δηλαδή Δευτέρα-Τετάρτη ήταν η προβολή δύο ταινιών και Πέμπτη-Κυριακή ήταν οι άλλες. Και βέβαια επειδή ήταν η μοναδική ή η κύρια, ας το πούμε έτσι, διασκέδαση πολύς κόσμος πήγαινε και αν ήταν και το έργο κάπως ενδιαφέρον γινόταν ουρά και έξω από τους αντίστοιχους κινηματογράφους, [01:10:00]που περιμέναμε. Και βέβαια, μέσα πολύ συχνά παρακολουθούσαμε, βλέπαμε δηλαδή τα φιλμς, τις ταινίες, όχι καθισμένοι, αλλά όρθιοι και γινόταν σκοτωμός όταν κάποιος είχε δει το έργο, αν και φροντίζαμε να πηγαίνουμε από την αρχή του έργου, συνήθως ξέραμε την ώρα της έναρξης και φροντίζαμε να πηγαίνουμε από την αρχή για να μη χάνουμε την ροή, αλλά αυτό δεν ήταν. Όταν κάποιος σηκωνόταν από τη θέση γινόταν σκοτωμός ποιος θα πρωτοπρολάβει και από τις δύο μεριές της πλατείας ή του εξώστη, γιατί είχαν και εξώστη, και η Αίγλη και ο... Το Ιντεάλ νομίζω δεν είχε ή δε θυμάμαι, είχε ένα μικρό εξώστη και ο Ορφέας είχαν επίσης εξώστη. Η Αίγλη είχε και θερινό κινηματογράφο ο οποίος, κατά την άποψή μου, ήταν και από τους πιο όμορφους, γιατί είχε την πλατεία, δεξιά, αριστερά είχε τα λεγόμενα θεωρεία, δηλαδή λίγο υπερυψωμένα, και είχε και έναν εξώστη στο βάθος αλλά, στο πίσω μέρος, κάτω από το δωματιάκι από όπου γινόταν η προβολή, αλλά είχε γιασεμιά και μύριζε πανέμορφα. Το καλοκαίρι ήτανε να κάθεται κανείς και να απολαμβάνει! Και βέβαια, στα διαλλείματα πουλούσαν εκεί σε ένα μικρό κασελάκι έτσι διάφορα, εκείνη την εποχή, αναψυκτικά και άλλα είδη. Μάλιστα θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, είχα ένα συμμαθητή ο οποίος προφανώς είχε μεγάλη ανάγκη και πήγαινε στον κινηματογράφο, στην Αίγλη ήτανε, και πουλούσε στα διαλλείματα αυτά τα είδη που έπαιρνε ο κόσμος, από σπόρια, αναψυκτικά, τουλούμπες, τέτοιου είδους πράγματα. Και θυμάμαι τον είχα αντικαταστήσει μια φορά, επειδή για κάποιο λόγο δεν μπορούσε, και φυσικά του έδωσα τα χρήματα, για να τον βοηθήσω, αλλά ήμουν άπειρος και δεν μπορούσα να πω, έλεγα: «Σπόρια και λοιπά». Συνήθως όμως εμείς, της περιοχής του Διοικητηρίου, προμηθευόμασταν σπόρια, ήταν απαραίτητο συνοδευτικό όταν πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε κάποιες ταινίες, από τον περίφημο Ηρακλή. Ο Ηρακλής τότε, εξακολουθεί να υπάρχει τώρα από τα παιδιά του αυτό το κατάστημα ξηρών καρπών, είχε το μαγαζί απέναντι από το Διοικητήριο, συγνώμη από το Πάρκο ανεβαίνοντας την Βενιζέλου μέχρι την Αγίου Δημητρίου. Εκεί, στο δεξιό τότε, υπήρχε ένα συγκρότημα, δε θυμάμαι αν είχε κατοικίες, αλλά θυμάμαι ότι είχε μια στοά, η οποία από το πάνω μέρος της Αγίου Δημητρίου, ας το πούμε έτσι, από ένα άνοιγμα που έκανε περνούσες και έβγαινες στο κάτω μέρος της Βενιζέλου. Στο εξωτερικό μέρος της στοάς αυτό που έβλεπες αντίκρυ ακριβώς από το πάρκο ήταν το μαγαζί του Ηρακλή, Καραφουλίδης, Ηρακλής Καραφουλίδης, τον οποίο τον θυμάμαι, ο οποίος γύριζε έτσι και τα σπόρια, τους ξηρούς καρπούς γενικώς, είχε ένα μεγάλο σαν μεγάλο ταψί, ας το πούμε έτσι, και εκεί καβούρδιζε, όπως λέγαμε, τους ξηρούς καρπούς οι οποίοι ήταν πανόστιμοι και, όπως είπα, τα παιδιά τα σημερινά εξακολουθούν αλλά έχει μεταφερθεί επί της οδού Ολύμπου το αντίστοιχο κατάστημα. Αυτά ήτανε όσον αφορά τους κινηματογράφους. Να πω για τους κινηματογράφους της πλατείας Αριστοτέλους, που ήτανε θερινοί, απ' όσο θυμάμαι τα ονόματα ήταν Ζέφυρος, Ηλύσια, Ελληνίς, Ρίο και νομίζω ακόμη ένας, τέσσερις ή πέντε κινηματογράφοι, δε θυμάμαι ακριβώς, αυτοί ήταν οι θερινοί και βέβαια υπήρχε και ένας θερινός κάπου μετά την Αγίας Σοφίας, πηγαίνοντας προς το Λευκό Πύργο αριστερά, αλλά δε θυμάμαι πώς λεγότανε.
Και τι ταινίες βλέπατε; Ξένες;
Τώρα υπήρχαν και ελληνικές ταινίες, βέβαια εμείς σαν παιδιά θέλαμε, έτσι, όπως τις ονομάζαμε, παλικαρίστικες. Δηλαδή, ταινίες οι οποίες, των οποίων τα θέματα ήταν γύρω από καουμπόιδες, καουμπόιδες μεταξύ τους ή με Ινδιάνους, ή αστυνομικά, γκανγκστερικά, όπως τα λέγαμε, τα οποία μας συγκινούσαν ιδιαίτερα γιατί, πέραν των άλλων, ήμασταν και επηρεασμένοι από ένα περιοδικό αστυνομικών ιστοριών που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή, η περίφημη «Μάσκα». Αυτό ήταν ένα περιοδικό, το οποίο περιέγραφε ιστορίες, θυμάμαι, έτσι ονομαστών ντεντέκτιβς, ας πούμε, κυρίως Αμερικανών, θυμάμαι έναν Nak Pikerton... Pinkerton, ναι, Pinkerton, θυμάμαι έτσι. Βέβαια υπήρχαν και κάποιες αλλά απλούστερες, γιατί δε ήταν τόσο, του Sherlock Holmes και κάποιων άλλων συγγραφέων που δε θυμάμαι, αλλά τον Nak Pinkerton σαν ντεντέκτιβ, δηλαδή ήρωα κάποιου συγγραφέα, το θυμάμαι αυτό. Οπότε, ήμασταν επηρεασμένοι από τα λεγόμενα γκαστερικά ή αστυνομικά φιλμς. Εκείνο που είχε κάνει πάταγο θυμάμαι ήταν η Μαύρη Χειρ, που δε θυμάμαι βέβαια τις λεπτομέρειες, αλλά Μαύρη Χειρ ονομαζόταν η συμμορία των γκάνγκστερς, ας πούμε, οι οποίοι κάνανε διάφορα και το Dillinger θυμάμαι, το Dillinger και αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά, και πως στην εκδοχή εκείνης της εποχής, γιατί το είχα δει μετά και με τον... Πώς λεγότανε; Με τη Faye Dunaway και τον άλλον τον ηθοποιό, μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή, το είχα δει σε μεγαλύτερη ηλικία, ας το πούμε, αλλά τότε το θυμάμαι σε ασπρόμαυρο που είχε βγει από ένα να το πω καφενείο ή τέλος πάντων ταβέρνα ή δε θυμάμαι, κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό μου, έβγαινε από εκεί μέσα και τον είχαν στήσει ενέδρα και τον είχαν σκοτώσει, αυτό θυμάμαι. Α, όχι εκείνο, ναι, ο Dillinger ήταν και εκείνο με την Faye Dunaway και τον άλλον –πώς λεγόταν;–, ένας, είχε και μια αδερφή ηθοποιό επίσης, τέλος πάντων, μου διαφεύγει. Αυτά ήταν κυρίως τα, ας πούμε, φιλμ που εμάς μας συγκινούσαν, αλλά πολλές φορές πηγαίναμε πιο πολύ για τα Mickey Mouse παρά για το ίδιο το φιλμ. Βέβαια, από τα σοβαρά, ας τα πούμε έτσι, από τις σοβαρές ταινίες, από τα σοβαρά φιλμ θυμάμαι με είχε πάρει η αδερφή μου, η Ελένη, και είχαμε δει δύο έργα θυμάμαι, αν και τα θυμάμαι αμυδρά, το ένα ήταν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και το άλλο ήτανε ο Άμλετ. Από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη θυμάμαι έτσι σε ένα σαν πύργο που να έχει καταιγίδα και λοιπά –Και το οποίο, ναι, η ονομασία στο κινηματογράφο ήταν ο Πύργος των Καταιγίδων, Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι η κανονική μετάφραση από τον αγγλικό, ας πούμε, μυθιστόρημα. Ο Πύργος των Καταιγίδων. Εκείνο που θυμάμαι είναι η βροχή, ο αέρας που φυσούσε και λοιπά. Από δε τον Άμλετ και μου είχε κάνει έτσι, είχα φοβηθεί ομολογώ, είχε το φάντασμα του πατέρα του επάνω σε ένα πύργο να εμφανίζεται και ο Άμλετ να είναι στο κάτω μέρος να μιλάει, να συνομιλεί με τον πατέρα του, δε θυμάμαι τη στιχομυθία βέβαια, και επίσης, γιατί αυτά μας συγκινούσαν τότε σαν παιδιά, την ξιφομαχία, όταν ξιφομάχησε με τον πατριό του, ας το πούμε έτσι, τον εραστή της μάνας του. Αυτά θυμάμαι από τα σοβαρά λεγόμενα έργα και κάποια άλλα, λίγο αργότερα ήτανε –πώς λεγόταν τώρα; Αυτό δε το θυμάμαι, με τη Vivien Leigh, τον Clark Gable–, Όσα Παίρνει ο Άνεμος, το Όσα Παίρνει ο Άνεμος και αυτό βέβαια ήταν και έγχρωμο και άλλα, λίγο μεγαλύτερος όμως ήμουν τότε, ο Γίγας... Και άλλα που μας συγκινούσανε επίσης, εκείνα στα γυμνασιακά μου χρόνια, και τα οποία παίζονταν επί εβδομάδες, ήταν η Οδύσσεια με τον Kirk Douglas θυμάμαι στο ρόλο του Οδυσσέα. Τέτοιου είδους διασκέδαση είχαμε, ας πούμε, χωρίς...
Στα παιχνίδια να πω αν μπορεί να θεωρηθεί αυτό παιχνίδι, παίρναμε τα κουτιά από τις κονσέρβες και με τα παπούτσια μας, καθώς ήτανε πλαγιασμένες κάτω, πλαγιασμένες, τις χτυπούσαμε ώστε το παπούτσι μας, να υποχωρήσει το κουτί και να μπει το παπούτσι μας μέσα, και στα δύο πόδια βέβαια, και να περπατούμε κάνοντας θόρυβο, τακ, τακ, με τα, με αυτά, με τους τενεκέδες. Και βέβαια έτσι χωριζόμενοι σε ομάδες, έτσι να πω για τα –πώς τα λένε;–, για τα παιχνίδια μας, πηδούσαμε από αυλή, σε αυλή και βέβαια δεν παραλείπαμε σε κάποιες αυλές που είχαν οπωροφόρα δέντρα, κυρίως δύο που θυμάμαι, το ένα είχε μούρα και το άλλο είχε βερίκοκα, να πηγαίνουμε παρ' όλο που, όπως είπα νωρίτερα, στο ύψος της αυλής υπήρχαν [01:20:00]διαμερίσματα, τα υπόγεια, έτσι τα λέγαμε, που μένανε οικογένειες, αν διαπιστώναμε ότι ο ιδιοκτήτης, η ιδιοκτήτρια δεν ήταν εκεί, πηγαίναμε, κουνούσαμε τα δέντρα, πέφτανε τα αντίστοιχα φρούτα και τα μαζεύαμε, ας πούμε. Αυτά, πηδούσαμε από αυλή σε αυλή τα είχαμε και τα αντίστοιχα τιμήματα, δηλαδή εγώ τα πόδια μου είναι… Έχω ουλές από καρφιά τα οποία ήταν καρφωμένα στους τοίχους, δε τα πρόσεχα καθώς πήγαινα προς τα πάνω και έχω κάνει αντιτετανικό ορό πάρα πολλές φορές. Και βέβαια μια φορά, τώρα που ανέφερα τέτοιους ορούς, εκεί στην Αγίου Δημητρίου υπήρχε ένα γκαράζ λίγο παρακάτω, απέναντι από το καπνομάγαζο που είπα νωρίτερα, γκαράζ αυτοκινήτων μέσα στο οποίο υπήρχε ένα σκυλί, το οποίο ξέραμε ότι ήταν δεμένο. Κάποια φορά παίζαμε εκεί, εγώ ήμουνα τέρμα με πλάτη την είσοδο προς το γκαράζ και κάποια παιδιά ήταν κάτω, στο δρόμο, και βαρούσαν κεφαλιές, σουτ και λοιπά. Με βάλαν γκολ, ας το πούμε έτσι, και έφυγε η μπάλα και πήγε προς τη μεριά της αυλής του γκαράζ και εγώ πήγα να το πάρω. Κατά ατυχή συγκυρία το σκυλί ή είχε λυθεί ή λύθηκε, δε ξέρω, και το οποίο έτρεξε πάνω μου, θυμάμαι τη σκηνή, έπιασα την μπάλα και γύρισα, και δυστυχώς με δάγκωσε στο πίσω μέρος. Η ατυχία ήταν ότι ήταν λυσσασμένο και βέβαια αυτό σήμαινε, με πήγαν στο γιατρό, αποδείχτηκε ότι ήταν λυσσασμένο και έπρεπε να κάνω τώρα είκοσι ήταν, σαράντα οι ενέσεις, δε θυμάμαι, στην κοιλιά. Αυτό γινότανε στο λεγόμενο λυσσιατρείο, το οποίο ήταν στο Δημοτικό τότε λεγόταν Νοσοκομείο, σήμερα Άγιος Δημήτριος, πάνω από τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, μπαίνοντας δεξιά, ήταν ένα χαμηλό ισόγειο κτίσμα, εκεί μου κάναν τις ενέσεις. Εκείνο που αξίζει, και με πήγαινε η αδερφή μου βέβαια, γιατί ήμουν μικρός, αυτό πρέπει να ήταν μιας ηλικίας 6 με 7 χρονών. Οι βελόνες ήταν εξαιρετικά μεγάλες ή τουλάχιστον έτσι τις έβλεπα εγώ, αλλά και τις ένιωθα όταν μου τις βάζανε στην κοιλιά. Θα πω όμως κάτι το οποίο ίσως αξίζει: Πραγματικά αυτό το αίσθημα της εισχώρησης της βελόνας, τις οποίες βέβαια τότε δεν ήταν μιας χρήσης, τις βράζαν σε κάτι μακρόστενα σκεύη, την αίσθηση της εισχώρησης της βελόνας την θυμάμαι, γιατί ήταν και μεγάλη, όπως είπα, σε μήκος και για να τρυπήσουν δε ξέρω σε ποιο βάθος έπρεπε να τη τρυπήσουν μέχρι που να φύγει το υγρό που είχαν μέσα, που θυμάμαι ότι ο, ένας γιατρός με είχε ρωτήσει: «Καλά, γιατί δεν κλαις;». Α, όχι: «Δεν κλαις;», συγνώμη, «Δεν πονάς;», λέω: «Πονάω», «Και γιατί δεν κλαις;» μου λέει και θυμάμαι που μου είχε μείνει, γιατί γέλασε ο γιατρός και το επανέλαβε, γι' αυτό το συγκράτησα, «Άκου τονα», έτσι λέει, «τον λέω γιατί δεν κλαίει», γιατί εγώ, η απάντησή μου ήταν η εξής: «Γιατί, γιατρέ, άμα κλάψω δε θα πονάω;» και του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και το επανέλαβε και γι' αυτό το συγκράτησα: «Άκου να λέει ότι άμα κλάψω δε θα πονάω;» και το θυμάμαι αυτό. Πραγματικά έχω αντοχή έτσι στον πόνο, όχι ότι δεν πονάω, αλλά κατά την κοινή έκφραση σφίγγω τα δόντια και κάνω πως δεν πονάω.
Ωραία, κάτι άλλο έτσι για την παιδική σας ηλικία που πιστεύετε ότι αξίζει; Ή τα έχουμε καλύψει;
Τώρα αυτά, δε ξέρω πόσο ενδιαφέρει, αλλά εντυπωσιαζόμασταν και από τα αυτοκίνητα. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια πιάτσα ταξί, που λέμε σήμερα, μια στάση ταξί περίπου όπως, μεταξύ Τσιμισκή και Βασιλέως Ηρακλείου, πρέπει να ήταν περίπου στο ύψος που είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο Ιανός, όπου εκεί παλιότερα στο υπόγειο υπήρχε ένα κέντρο, το οποίο, νομίζω εκεί ή σε διπλανά, υπήρχε ένα κέντρο διασκέδασης το «Πικαντίλι», το θυμάμαι δεν είχα πάει βέβαια ποτέ, αλλά το θυμάμαι ότι κάπου εκεί κατέβαινες. Εν πάση περιπτώσει, εκεί είχαν έρθει μια περίοδο γύρω στο, να πω 1956-57 κάπως έτσι, είχαν έρθει δύο ή τρία αυτοκίνητα ταξί, τα ονομάζαν Cadillac αμερικανικής έτσι, μεγάλα αυτοκίνητα, θυμάμαι μάλιστα ένα κίτρινο έτσι ανοιχτό και η –πώς να το πω;–, η δίψα μας να μπούμε σε αυτοκίνητο, γιατί σε αυτοκίνητο δε μπαίναμε, ή σε λεωφορείο μπαίναμε της γραμμής ή παίρναμε το τραμ –που ακόμη υπήρχε τότε, και θα πω κάτι για το τραμ στη συνέχεια– και θυμάμαι με άλλους τρεις, τέσσερις, δηλαδή άτομα είχαμε μαζέψει χρήματα και πήγαμε και πήραμε το ταξί από εκεί για να μας φέρει στη γειτονιά, για να αισθανθούμε την αίσθηση του αυτοκινήτου. Αυτό ήτανε, γιατί βλέπαμε κάτι αυτοκίνητα, ιδιαίτερα επί της Τσιμισκή υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο ονομαστό, «Φλόκα», που εκεί συνήθως σύχναζε ο εκδότης της εφημερίδας «Μακεδονία», ο κύριος Βελλίδης, Ιωάννης Βελλίδης, έτσι τον ονομάζαμε τότε, ο κύριος Βελλίδης, ο οποίος είχε ένα αυτοκίνητο θυμάμαι καμπριολέ, ανοιχτό έτσι και το οποίο το παρκάριζε και εμείς το θαυμάζαμε απ' έξω και μας είχε κεντρίσει έτσι την αίσθηση να πάμε και εμείς να δούμε πώς είναι το αυτοκίνητο, να μεταφερθούμε, δηλαδή δεν υπήρχε κανένας λόγος, πήγαμε επίτηδες εκεί να πάρουμε ταξί για να μας φέρει στη γειτονιά και ενδεχομένως να κάνουμε και λίγο φιγούρα στη γειτονιά, δηλαδή.
Κατάλαβα.
Να πω λίγο για το τραμ για να ολοκληρώσουμε;
Πείτε μου, ναι, ναι [Δ.Α.].
Ναι, υπήρχαν δύο γραμμές του τραμ, η επάνω γραμμή, όπως τη λέγαμε, και η κάτω. Η επάνω ήτανε μια η οποία ξεκινούσε ή κατέληγε στο Βαρδάρη ή μάλλον δεν κατέληγε, γιατί έκανε το γύρο. Η πλατεία του Βαρδαρίου ήταν τότε χωματόδρομος, το τραμ ξεκινούσε, έκανε εκεί το γύρο, δηλαδή είχε μια κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά, πήγαινε στο Βαρδάρη, ξαναγύριζε, διέσχιζε την Εγνατία, περνούσε κάτω από τη σημερινή Καμάρα, έφτανε στο Σιντριβάνι, από εκεί κατέβαινε την σημερινή οδό Αγγελάκη, που τότε δεν υπήρχε Αγγελάκη, υπήρχε η οδός Δεσπεραί, αλλά η Αγγελάκη σαν σημερινή, υπήρχαν κάτι σποραδικά ένα, δύο κτήρια θυμάμαι, κατέβαινε κάτω μέχρι το ύψος της ΧΑΝΘ, από εκεί ανέβαινε προς το πάνω πήγαινε μπροστά από το 3ο Σώμα Στρατού, συνέχιζε ευθεία τη Λεωφόρο Στρατού σήμερα και έφτανε μέχρι, κατέβαινε στη Μαρτίου προς τα κάτω, μετά δε θυμάμαι πώς πήγαινε, μάλλον πρέπει να πήγαινε προς το Ντεπώ και αυτό το λέω γιατί, όταν ήτανε… Εγώ επειδή είμαι οπαδός του Άρη, ήθελα να πάω τότε είχε γίνει και το γήπεδο του Άρη, όταν ήμουνα μικρός, δεν είχα λεφτά και για να πάω στο γήπεδο του Άρεως έκανα τη λεγόμενη σκαλωμαρία, δηλαδή σκαρφάλωνα στο πίσω μέρος του τραμ, πράγμα που βέβαια απαγορευότανε, γιατί πραγματικά ήταν επικίνδυνο, αλλά εμείς τότε δε γνωρίζαμε τι θα πει φόβος και κίνδυνος, και ερχόταν ο εισπράκτορας, όταν σταματούσε τα τραμ και μας μάλωνε, ξεκινούσε το τραμ, τρέχαμε εμείς ξανασκαρφαλώναμε και πάει λέγοντας. Και βέβαια υπήρχε και η κάτω η γραμμή, η οποία από το Ντεπώ το λεγόμενο, δηλαδή στη συμβολή Σοφούλη, κάπου σε εκείνο το ύψος δηλαδή, Σοφούλη με Βασιλίσσης Όλγας περνούσε από εκεί το τραμ, πήγαινε, ερχότανε από το Λευκό Πύργο, ανέβαινε, την Παύλου Μελά, στη Διαγώνιο, ερχότανε στην –φυσικά αυτοί οι δρόμοι ήταν διπλής κατεύθυνσης–, στην Τσιμισκή και ερχόταν στην Τσιμισκή, όπου πήγαινε, ανέβαινε λίγο τη Βενιζέλου, περνούσε μεταξύ την Αγίου Μηνά, έτσι λέγεται ένας δρόμος, μεταξύ Βενιζέλου και Ίωνος Δραγούμη, κατέβαινε έκανε τον κύκλο και επέστρεφε από την αντίθετη κατεύθυνση. Και να πω για αυτό το σκαρφάλωμα, μια φορά το πλήρωσα, είχα μια θεία αδερφή του πατέρα μου η οποία έμενε στην οδό Σαρανταπόρου. Μου έδινε η μητέρα μου το εισιτήριο, αλλά εγώ, προκειμένου να νοικιάσω ποδήλατο, γιατί τότε το ποδήλατο να έχει κανείς ιδιόκτητο ήτανε πολυτέλεια, νοικιάζαμε με την ώρα, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, ανάλογα, δε θυμάμαι τώρα, μια δραχμή, δύο δραχμές ήταν κάπου τόσο και για να κερδίσω το εισιτήριο, το αντίτιμο του εισιτηρίου σκαρφάλωνα, έκαμνα σκαλωμαρία, δηλαδή στο τραμ και πήγαινα στη θεία μου και επέστρεφα πάλι με τον ίδιο τρόπο. Μια φορά όμως όταν ήμασταν εκεί, στο Σιντριβάνι, όπως είπα μόλις πλησιάζαμε στη στάση κατεβαίναμε, γιατί μας μάλωνε ο εισπράκτορας. Όταν φτάσαμε εκεί, στο Σιντριβάνι, και πήρε την κατηφόρα, ας το πω έτσι, στην τότε, στη σημερινή Αγγελάκη το τραμ, προφανώς ο οδηγός του τραμ είχε κόψει την ταχύτητα για να πάρει τη στροφή, εγώ, νομίζοντας ότι [01:30:00]είχε φτάσει σε στάση, πήγα να κατέβω, το ένα πόδι, ας το πούμε, κάτω, διαπιστώνω ότι δεν είναι στάση και τέλος πάντων εκεί ούτε μπορώ να θυμηθώ, ούτε να καταλάβω πώς το τραμ ανέπτυξε ταχύτητα, εγώ ήμουν με το ένα πόδι κάτω και λοιπά, έπεσα, και φυσικά περιττό να πω ότι αγκώνες και γόνατα έτρεχαν αίματα. Και βέβαια, όταν πήγα σπίτι τι έπρεπε να πω στη μάνα μου; Γιατί εξεπλάγη. Είπα ότι είχα πέσει, ψέματα, ότι είχα πέσει, παίζαμε ποδόσφαιρο και με είχαν βάλει τρικλοποδιά και έπεσα κάτω και χτύπησα. Αυτά όσον αφορά τα μέσα μαζικής μεταφοράς της εποχής.
Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τώρα και θα ξαναβρεθούμε.
Με μεγάλη μου χαρά. Ευχαριστώ και εγώ.