© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πρόσφυγας ετών 9: Ένα από τα κυνηγημένα πουλιά της κατεχόμενης Κύπρου αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
11872
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Λιασή (Μ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2022
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Ζερβογιάννη (Γ.Ζ.)
Γ.Ζ.:

[00:00:00]Λοιπόν ξεκινάμε, έχω ανοίξει το καταγραφικό, εντάξει; Καλημέρα! Θα μου πεις το όνομά σου;

Μ.Λ.:

Ονομάζομαι Μαρία Λιασή.

Γ.Ζ.:

Είναι Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022, είμαι με τη Μαρία Λιασή, βρισκόμαστε στον Ωρωπό. Ονομάζομαι Γεωργία Ζερβογιάννη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πες μου λίγα πράγματα για τη ζωή σου.

Μ.Λ.:

Ονομάζομαι Μαρία Λιασή, γεννήθηκα στην Κύπρο το 1965. Κατάγομαι από το Μαραθόβουνο, ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, το οποίο βρίσκεται στον κάμπο της Μεσαορίας. Το χωριό ονομάστηκε Μαραθόβουνος, γιατί χτίστηκε πάνω σε έναν λόφο που ήταν γεμάτος με μάραθα. Εδώ και 48 χρόνια το χωριό μου είναι κάτω από την… είναι κατεχόμενο από τον Τούρκο Αττίλα. Μετά τις σπουδές μου εγώ στην Αθήνα παντρεύτηκα και ζω στην Ελλάδα και βρίσκομαι στον Ωρωπό.

Γ.Ζ.:

Θέλεις να πάμε πίσω, λοιπόν, να μου μιλήσεις… πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια στο χωριό, στο Μαραθόβουνο; Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχεις από εκεί;

Μ.Λ.:

Αναπολώ πάρα πολλές φορές τα παιδικά μου χρόνια, τα ξέγνοιαστα παιδικά μου χρόνια στο Μαραθόβουνο. Ζούσα σε ένα χωριό που έσφυζε από ζωή, είχε 3.000 κατοίκους φιλοπρόοδους και εργατικούς. Οι γονείς μου, Ανδρέας και Γεωργία, σχετικά αγράμματοι γραμματειακά αλλά μορφωμένοι, καλλιεργημένοι. Είχα την αίσθηση ότι ήταν καθηγητές πανεπιστημίου οι γονείς μου. Μας έδωσαν όλα τα εφόδια, για να ανοίξουμε τα φτερά μας και να πετάξουμε αργότερα στη ζωή. Ο πατέρας μου στα 18 του χρόνια πήγε στην Αγγλία και σπούδασε μηχανικός για τρακτέρ φιλοξενούμενος από μία θεία του. Γύρισε στην Κύπρο και δούλευε σαν μηχανικός. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου, τη Γεωργία, που η οικογένεια της ήταν αγρότες. Η μητέρα μου αναγκάστηκε στην πέμπτη δημοτικού να σταματήσει το σχολείο, για να βοηθήσει στις αγροτικές και οικιακές δουλειές του σπιτιού.

Γ.Ζ.:

Είχες αδερφές στο χωρίο ή ήσουν μοναχοπαίδι;

Μ.Λ.:

Είμαστε τρία κορίτσια. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη, η Κωνσταντία η δεύτερη και η Σοφία η Τρίτη.

Γ.Ζ.:

Τι δραστηριότητες κάνατε εκεί στο χωριό σαν παιδιά; Στη γειτονιά είχατε κοντινές σχέσεις με τους γείτονες, ήταν ένα παραδοσιακό μικρό χωριό με, είχατε επαφή – ;

Μ.Λ.:

Ήταν ένα πολύ μεγάλο χωριό. Εμείς ζούσαμε.. Ήταν ένα πολύ μεγάλο χωριό όπως είπα και προηγουμένως 3000 κατοίκων. Εμείς ζούσαμε στη γειτονιά που ονομαζόταν Ράχη. Με τους γείτονες, παρόλο που δεν ήμασταν συγγενείς ζούσαμε σαν αδέρφια, οι γονείς μου, είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Οι γείτονες ήταν άνθρωποι πολύτεκνοι, από οικογένειες πολύτεκνες και πολύ συχνά όμως, θυμάμαι τον εαυτό μου να βρίσκομαι και εγώ με τις αδερφές μου στο δικό τους σπίτι και να προγευματίζω μαζί τους, και αυτοί στο δικό μας σπίτι. Και στις εργασίες που έκαναν, κάποιες δουλειές που κάνανε οι μητέρες μας, βοηθούσε η μία την άλλη. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έβγαιναν στις αυλές και μαζί ζύμωναν και φτιάχνανε τα μακαρόνια τους για το χειμώνα με τις γειτόνισσες. Τη μία μέρα τα κάνανε για το ένα σπίτι, την άλλη μέρα βγαίνανε ξανά, για να κάνουν αυτά τα μακαρόνια τους, τα ζυμαρικά τους για το άλλο σπίτι. Ήταν άριστες οι σχέσεις λοιπόν στη γειτονιά. Ζούσαμε σε ένα… σε μία έπαυλη. Οι γονείς μου χτίσανε ένα μικρό παράδεισο τον οποίο χαρήκαμε μόνο 8 χρόνια βέβαια, 9 χρόνια. Το σπίτι μας είχε ένα όμορφο κήπο με τριανταφυλλιές μαγιάτικες που μοσχοβολούσαν, όταν ανθίζανε, μία βεράντα πάνω από αυτό τον κήπο, ένα χωλάκι, μία σαλοτραπεζαρία μεγάλη, υπνοδωμάτια, κουζίνα, μπάνιο, το διάδρομο και την τζαμαρία, μία πολύ μεγάλη αυλή που είχε μέσα μία τεράστια ελιά, λεμονόδεντρα στο πλάι του σπιτιού που οι λεμονανθοί την άνοιξη μοσχοβολούσαν και μεθούσαν όλο τους περίοικους από τη μυρωδιά τους. Είχαμε ένα μεγάλο υπόστεγο όπου ο πατέρας μου είχε τα μηχανήματά του, τα εργαλεία του, το συνεργείο του για την δουλειά του. Και όταν δούλευε αλλά και αργότερα που σταμάτησε να δουλεύει σαν μηχανικός τρακτέρ και δούλευε σε ένα εργοστάσιο καλαποδιών, στο εργοστάσιο του αδερφού του και συνέχισε παρόλα αυτά τα Σαββατοκύριακα και διόρθωνε όποιον τον καλούσε, το τρακτέρ που είχε πρόβλημα. Εκεί κάτω από το μεγάλο υπόστεγο ήταν το σπιτάκι της Παναγίας μας. Εκεί είχαμε μέσα ένα θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας της Ελεούσας, κειμήλιο από τους παππούδες και έφτασε στη μάνα μου. Λεγόταν η Παναγία του Στρατή βασικά αυτή η Παναγία. Ήρθε από τη μάνα μου, ήρθε στη μητέρα μου από τον παππού της, το Στρατή. Θαυματουργό εικόνισμα όπου ερχόντουσαν οι χωριανοί κάθε μέρα και φέρναν λάδι να ανάψουν την καντήλα της Παναγίας. Στην αυλή αυτή τη μεγάλη ήταν ο φούρνος που έψηνε το φαγητό της και τα ψωμιά της η μητέρα μου, ήταν το κοτέτσι μας, τα κουνέλια μας, οι αποθήκες μας, οι χώροι με τις αποθήκες, ένα άλλο πλυσταριό, για να πλένουμε, και όλη αυτή η έπαυλη είχε την είσοδο μπροστά στον κήπο αλλά είχε και μία έξοδο πίσω από την οποία επικοινωνούσαμε και με τους γείτονες που έλεγα προηγουμένως.

Μ.Λ.:

Χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες οι γειτόνισσες. Η θεία η Ελεγκού, η Ελένη με τα εφτά παιδιά. Η γιαγιά η Ανέκα με τη Δεσπούλα του Κολοκάση. Ταπεινοί άνθρωποι γεμάτοι αγάπη και δόσιμο, ένα δόσιμο και μια θυσία για τον άνθρωπο. Ο παππούς ο Λωρής και η Λωρίνα, βοσκοί άνθρωποι δίπλα στη γειτονιά και αυτοί. Μέσα σε αυτή την παραδεισένια, σε αυτό το παραδεισένιο χώρο έζησα τα πρώτα μου χρόνια. Να πω ότι το χωριό μας είχε δημοτικό σχολείο 400 μαθητών και πλέον. Για να πάμε στο δημοτικό σχολείο έπρεπε να διασχίσουμε μια μεγάλη απόσταση εμείς που μέναμε στη Ράχη. Θυμάμαι ότι πηγαίνοντας για το δημοτικό σχολείο πολύ συχνά έκανα ένα σταθμό στην θεία του πατέρα μου, την Ελένη του Παπάσπυρου, μια αγία ψυχούλα που με αγαπούσε πάρα πολύ και πάντα περνούσα από κει για να πάω στο δημοτικό σχολείο. Θυμάμαι πολύ, έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τα τρία μου χρόνια στο δημοτικό σχολείο εκεί με τους δασκάλους μου. Θυμάμαι την κυρία Μαρούλα του Γεωργαλή, θυμάμαι τον κύριο Μενέλαο στη δευτέρα τάξη. Θυμάμαι από το σχολείο τους περιπάτους που τους.. που μας έκανε το σχολείο. Πηγαίναμε στο δασάκι στην Ανεφανή, ψηλά σε ένα λόφο βγαίνοντας από το χωριό. Πολύ όμορφες αναμνήσεις και από αυτούς τους περιπάτους του δημοτικού σχολείου με τους συμμαθητές μου.

Γ.Ζ.:

Μου είπες ότι ο Μαραθόβουνος είναι… ανήκει σε ποια επαρχία στην Κύπρο;

Μ.Λ.:

Ανήκει στην επαρχία Αμμοχώστου, βρίσκεται στον κάμπο της Μεσαορίας. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τα σιτηρά. Ήταν… το Μάιο και τον Ιούνιο, χρύσιζε αυτός ο κάμπος, ήταν έτοιμος για θερισμό. Τα στάχυα έτοιμα, για να δώσουν τον καρπό τους. Οι κάτοικοι του χωριού, οι περισσότεροι κάτοικοι, ήταν αγρότες, είχαν χωράφια, σπέρνανε το σιτάρι τους, είχαν το αλεύρι και το πλιγούρι τους. Το αλεύρι για να κάνουν τα ψωμιά τους, το πλιγούρι τους για να κάνουν τον τραχανά τους. Πολύ συχνά άκουγα τη μάνα μου που έλεγε για τη Μεσαορία που την αγαπούσε πάρα πολύ, έλεγε: Όταν γιορκίσει η Μεσαρκά, τρώνε μάνες και παιδιά.

Γ.Ζ.:

Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;

Μ.Λ.:

Δηλαδή όταν έχει παραγωγή σίτου η Μεσαριά, σιταριού, όταν έχει καλή παραγωγή σιταριού και πάντα είχε η Μεσαριά σιτάρι, τρώνε μάνες και παιδιά, μπορεί να θρέψει μάνες και παιδιά. Έχει αλεύρι, θα κάνουν ψωμί, που ήταν το πρώτο και το κύριο είδος της διατροφής τους. Επίσης στο χωριό σπέρνανε οι κάτοικοι το σουσάμι τους για τα κόλλυβα τους και τα ψωμιά τους, φύτευαν βαμβάκι, το οποίο βαμβάκι το ξέβανε με δοξάρι, το κάνανε φιτίλια και μετά το κάνανε στο δουλάπι κλωστή, για να το πάρουν οι νοικοκυρές και να υφάνουν τα ρούχα που φορούσαν, [00:10:00]τα σεντόνια τους, τα εσώρουχά τους. Επίσης οι κάτοικοι είχαν ζώα, πρόβατα, βόδια, κατσίκες, γουρούνια, οπότε έπρεπε να σπέρνουν τα χωράφια τους, για να έχουν τροφή και για τα ζώα τους. Τα ζώα και τα άλογα με τη βοήθεια του ζυγού και με το αλέτρι βοηθούσαν ώστε να οργωθούν τα χωράφια αυτών των ανθρώπων. Δεν υπήρχαν τότε μηχανήματα. Θυμάμαι τον παππού να κάνει αυτή τη δουλειά. Η εκκλησία στο χωριό ήταν αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία. Δέσποζε στο ψηλότερο μέρος του χωριού. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό που την Κυριακή μετά τη λειτουργία καθόμασταν όλα τα παιδάκια στο κατηχητικό. Θυμάμαι, έτσι, τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Και την εκκλησία μέσα θυμάμαι πολύ καλά. Στην πλατεία της εκκλησίας, σε μια μεγάλη, έξω από την εκκλησία σε μία μεγάλη πλατεία, κοντινή, υπήρχε το ιατρείο, τα καφενεία, τα κρεοπωλεία, καταστήματα, η Συνεργατική Τράπεζα, ο κινηματογράφος. Στο σπίτι της γιαγιάς… Οι παππούδες μου καταρχάς, να θυμηθώ να πω ότι ήτανε προύχοντες στο χωριό. Ο παππούς ο Κωστής ο Βρακάς με το όνομα, ο Στρατής είχε πολλή περιουσία. Στο σπίτι του όσοι πραματευτάδες περνούσαν από το χωριό, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους και έπρεπε να φιλοξενηθούν σε ένα σπίτι, για να μπορέσουν να προχωρήσουν την άλλη μέρα με τα ζώα τους στα άλλα χωριά, έμεναν πάντα στο σπίτι του παππού του Κωστή του Στρατή. Να κοιμηθούν, να φάνε, να ξεκουραστούν και να συνεχίσουν την άλλη μέρα. Ήταν πολύ φιλόξενος αυτός ο παππούς, πολύ κοινωνικός άνθρωπος, πολύ εργατικός άνθρωπος και δίπλα του είχε μια αγία γιαγιά, τη γιαγιά την… τη γιαγιά τη Μελανή. Η γιαγιά η Μελανή γέννησε δεκατρία παιδιά και ζήσανε μόνο τα τρία. Αυτή η γιαγιά, λοιπόν, άρμεγε τις κατσικούλες του παππού και το χειμώνα, όταν ήμασταν μικρά, πριν ακόμα πάμε στο σχολείο και μας κρατούσε η γιαγιά, γιατί δούλευε η μητέρα μου, άρμεγε ο παππούς τις κατσίκες, έβραζε η γιαγιά το γάλα και μας έβαζε στον ήλιο και καθόμασταν στα μπολάκια να πιούμε το γάλα της κατσίκας φρέσκο, μοσχοβολιστό. Η γιαγιά αυτοί ύφαινε στον αργαλειό. Παρόλο που ήταν αγράμματη, ύφαινε στον αργαλειό σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντηλα με μεγάλη ακρίβεια στα γεωμετρικά σχήματα που ύφαινε επάνω. Ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης αυτή η γιαγιά. Όλα τα ρούχα που χρειαζόταν η οικογένεια τότε, στα χρόνια της μητέρας μου, η γιαγιά αυτή τα ύφαινε στον αργαλειό, με το βαμβάκι που είπαμε ότι φύτευαν και μετά από κάποια διαδικασία φτιάχνανε την κλωστή. Ακόμα και τα εσώρουχα του παππού, τη βράκα που φορούσε ο παππούς, ήταν βρακάς ο παππούς, φορούσε βράκα, μέχρι και τον πόλεμο του ΄74, τις σχολικές ποδιές των κοριτσιών, τη σχολική ποδιά της μάνας μου, την ύφαινε η γιαγιά στον αργαλειό. Μέχρι το ΄74 η γιαγιά είχε υφάνει την προίκα όχι μόνο των παιδιών της αλλά και των εγγονών της και ήταν τα ερμάρια μας γεμάτα, τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά, ήταν τα ερμάρια μας γεμάτα με τα σεντόνια τα μάλλινα της γιαγιάς, με τις πετσέτες, τις… τα τραπεζομάντηλα, τις κουρελούδες, ό,τι ρούχα δεν τα χρησιμοποιούσαν τα κόβανε λωρίδες και ύφαινε στον αργαλειό κουρελούδες, πολύ όμορφες κουρελούδες. Όλα αυτά τα είχε ετοιμάσει η γιαγιά. Πριν το ΄74 ήταν έτοιμα και για τα εγγόνια της. Η γιαγιά ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης πραγματικά, ποτέ δεν περηφανεύτηκε για αυτό που έκανε. Θυμάμαι τη μάνα μου που έλεγε ότι αυτή η γιαγιά έπρεπε να μαγειρέψει φαγητό για τους εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του παππού και να πάει να το πάρει, να έρθει… να ζυμώσει τα ψωμιά, για να τους πάρει και ψωμί να φάνε και να τους έχει και φαγητό έτοιμο, για να πάρουν μαζί τους το βράδυ που θα γύριζαν στο σπίτι τους. Για να υφάνει η γιαγιά είχε πάντα τη βοήθεια του παππού, για να φτιάξει το νήμα αυτό αλλά και βοήθεια και από τις γειτόνισσες. Τα εργαλεία της γιαγιάς, ο αργαλειός, το αδράχτι, η ανέμη, το δουλάπι ήταν τα εργαλεία που την βοηθούσαν να δημιουργήσει αυτά τα καλλιτεχνήματά της, αυτή την προίκα του σπιτιού της. Από την πλευρά του πατέρα μου ο παππούς ο Νίκολας έφτιαχνε σαρκές, σκούπες δηλαδή από θρουμπιά, «μαζιά» τα λέγαμε για το καθάρισμα των στάβλων των ζώων. Αυτή ήταν η δουλειά του παππού, τα οποία μαζιά, θρουμπιά, πήγαινε ο παππούς στον Πενταδάκτυλο με το γαϊδουράκι του για να τα βγάλει, να τα ξεριζώσει, να τα βγάλει, να τα φέρει, να τα κόψει και να τα φορτώσει στο γαϊδουράκι να τα φέρει στο χωριό που ήτανε δύο μίλια από το χωριό μας, ο Πενταδάκτυλος. Η γιαγιά μου η Σοφία βοηθούσε τον παππού στο να φτιάξει αυτές τις σκούπες και επίσης ύφαινε και αυτή. Ο παππούς ο Νίκολας εκτός από τις σκούπες τις σαρκές έκανε και σκούπες από καλαμπόκια, για να σκουπίζουν οι νοικοκυραίοι τις αυλές τους από δέντρα καλαμποκιού.

Γ.Ζ.:

Αυτή η τέχνη του αργαλειού πέρασε και στη μητέρα σου;

Μ.Λ.:

Δυστυχώς όχι, η μητέρα μου δεν κάθισε στον αργαλειό να μάθει, γιατί ασχολείτο με τόσα πολλά, αλλά ήξερε να κεντάει, έμαθε μοδιστρική. Την έστειλε η γιαγιά μου σε μια μοδίστρα στο χωριό, πολύ καλή μοδίστρα που έμαθε πολλές κοπέλες στο χωριό πάρα πολύ καλά τη ραπτική τέχνη και η μάνα μου ήξερε να ράβει λοιπόν. Ήξερε και να κεντάει και όλα αυτά τα έκανε, βέβαια, με το φως της λάμπας, της λάμπας του πετρελαίου. Και την προίκα της όλη την έφτιαξε και την ετοίμασε με το φως της λάμπας του πετρελαίου η μάνα μου. Στον αργαλειό όμως δεν κάθισε. Γι’ αυτό όταν εμείς μεγαλώναμε η γιαγιά μου η Μελανή, η μητέρα της μητέρας μου ήταν η γιαγιά η Μελανή που ασχολείτο πολύ με την υφαντουργική έλεγε: «Άντε Μαρία μου, να σε μάθω να κάνεις, να δουλεύεις και εσύ τον αργαλειό». Δυστυχώς, με λύπη το λέω τώρα ότι δεν άκουσα τη γιαγιά μου να καθίσω να μάθω από αυτήν τον αργαλειό. Την έβλεπα, τη θαύμαζα καθόμουνα πολλές ώρες δίπλα της στον αργαλειό, αλλά δεν κατάφερα να μάθω την τέχνη της και να συνεχίσω αυτό που έκανε αυτή.

Μ.Λ.:

Να πω λίγο ότι οι γονείς μας κάθε Κυριακή, σχεδόν κάθε Κυριακή, το πρωί θα μας έπαιρναν σε ένα μοναστήρι να λειτουργηθούμε και μετά σε ένα δάσος, σε ένα βουνό, σε μία θάλασσα. Θα συνεχίζαμε την εκδρομούλα μας με τα φαγητά της μητέρας μου έτοιμα εκεί, μαζί της και στις διακοπές του σχολείου, στις διακοπές στις σχολικές, και όταν ο πατέρας μου είχε άδεια μας δινόταν η ευκαιρία να γυρίσουμε όλη τη Βόρεια Κύπρο που αυτή τη στιγμή είναι κατεχόμενη. Ο πατέρας μου μέχρι τα 9 μου χρόνια μας την είχε γνωρίσει. Πηγαίναμε στον Απόστολο Βαρνάβα στο μοναστήρι και για Θεία Λειτουργία το πρωί. Μετά πηγαίναμε στη Σαλαμίνα στο θέατρο, στο αρχαίο θέατρο, στη θάλασσα της Σαλαμίνας για μπάνιο. Πηγαίναμε στον Άγιο Χρυσόστομο στο Κουτσοβέντι, πηγαίναμε στην Καντάρα, ανεβαίναμε στα σπίτια της Ρήγαινας, πηγαίναμε στον Κύκκο, στο μοναστήρι του Κύκκου τότε που ήταν πολύ διαφορετικά από τη σημερινή… τα σημερινά δεδομένα της μονής. Μέναμε κιόλας στο μοναστήρι του Κύκκου. Και θυμάμαι ότι δεν υπήρχαν σπίτια για να μείνουμε, δεν υπήρχαν ξενώνες αλλά υπήρχαν τσίγκινα, τσίγκινοι ξενώνες έξω από το μοναστήρι, κυκλικοί. Ή αν δεν είχε χώρο σε αυτούς κοιμόμασταν στους διαδρόμους του μοναστηριού. Πολύς κόσμος. Παίρναμε τα κλινοσκεπάσματα μας, για να μείνουμε να λειτουργηθούμε με την επόμενη μέρα. Ήταν πολύ μακριά ο Κύκκος από το Μαραθόβουνο. Εννοείται ότι εμείς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο βέβαια. Τα παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια πήγαιναν και με τα ζώα. Πηγαίναμε λοιπόν στον Κύκκο, στη μονή του Κύκκου, στη μονή της Τροοδίτισσας, στη μονή της Χρυσορρογιάτισσας, στον Απόστολο Ανδρέα στην Καρπασία. Οι γονείς μου μας γυρίζανε πάρα πολύ. Δηλαδή αισθάνομαι ότι και μέσα από αυτές τις εκδρομές τους όλες ωρίμασα πολύ πιο γρήγορα από ό,τι άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Και όλη αυτή την παραδεισένια ζωή και όλες αυτές τις χαρές, κι όλη αυτή την [00:20:00]ξεγνοιασιά την παιδική ήρθε να την διακόψει η 20η Ιουλίου του 1974.

Γ.Ζ.:

Πόσο χρονών ήσουν όταν έγινε ο πόλεμος;

Μ.Λ.:

Ήμουν εννιά χρονών, είχα τελειώσει μόλις την τρίτη δημοτικού σχολείου.

Γ.Ζ.:

Το καλοκαίρι του ΄74.

Μ.Λ.:

Το καλοκαίρι του ΄74.

Γ.Ζ.:

Μπορείς να μου περιγράψεις εκείνες τις μέρες; Tι έγινε την 20η Ιουλίου;

Μ.Λ.:

Στις 20 Ιουλίου έγινε η πρώτη εισβολή των Τούρκων στην Κερύνεια και έφυγαν οι πρώτοι κάτοικοι της… Οι κάτοικοι της Κερύνειας έφυγαν, έφυγαν από το μέρος τους και θυμάμαι ότι ένας από τους δασκάλους του χωριού μας ανακοίνωσε ότι μαζεύουμε ρουχισμό, σεντόνια, προσόψια, πετσέτες μπάνιου για τους ανθρώπους που έφυγαν από την Κερύνεια, για να έχουν κάπου να ακουμπήσουν οι άνθρωποι. Και θυμάμαι τη μητέρα μου που έβγαλε τα καλά της σεντόνια, τις πετσέτες τις καινούργιες του μπάνιου και του προσώπου και ό,τι άλλο έλεγε εκεί η ανακοίνωση του δασκάλου μας και περνούσε απ΄ έξω το φορτηγό και φορτώνανε τη βοήθεια αυτή στους Κερυνειώτες. Καθόλου δεν πέρασε από το μυαλό των γονιών μου ότι ύστερα από λίγο θα ήμασταν κι εμείς σε αυτή τη φάση. 20 Ιουλίου λοιπόν 1974 φύγαν οι Κερυνειώτες. Λίγο πριν τα μέσα του Δεκαπενταύγουστου, το διπλανό μας χωριό λεγόταν Βιτσάδα. Ήταν μεικτό χωριό, δηλαδή Έλληνες και Τούρκοι. Και σε κάποια φάση αναγκάστηκαν οι Βιτσαΐτες, οι κάτοικοι της Βιτσάδας, να φύγουν από το χωριό, γιατί φοβήθηκαν τους Τούρκους, είχαν αγριέψει τα πράγματα πια. Και το σπίτι μας ήταν στην άκρη του χωριού και θυμάμαι μπουλούκια ανθρώπων από το χωριό της Βιτσάδας να περνάνε μπροστά από το σπίτι μας και τη μάνα μου, βοηθώντας την και εμείς οι κόρες της, να έχουμε κρύο νερό στις κανάτες και να δίνουμε ποτήρια τους ανθρώπους να πιούν νερό, μέχρι να φτάσουν. Περνούσαν από το σπίτι μας, για να πάνε στους συγγενείς τους και στους φίλους τους στο Μαραθόβουνο στο χωριό να φιλοξενηθούν, πιστεύοντας για λίγο. Και ήρθε και η 14η Αυγούστου. Από το πρωί βομβαρδισμοί. Τα αεροπλάνα από πάνω πέφταν όλμοι στο χωριό. Να θυμηθώ να πω τις προηγούμενες μέρες από τις 20 Ιουλίου και μετά το μόνο που έκανε ο πατέρας μου ήταν να σκάψει ένα καταφύγιο μέσα στο… αυλή του σπιτιού μας, για να μπαίνουμε μέσα να προστατευόμαστε. Άνοιξε, δηλαδή, κάτω από το χώμα μία σήραγγα, μία μικρή σήραγγα τέλος πάντων και… με ένα στόμιο, για να χωράμε να μπαίνουμε μέσα.

Γ.Ζ.:

Για να προστατεύεστε από –

Μ.Λ.:

Για να προστατευόμαστε από τους βομβαρδισμούς. Γιατί είχαμε συνεχείς βομβαρδισμούς. Δεν ανάβαμε τα φώτα στο σπίτι πια, από ένα… από κάποιο σημείο και μετά δεν ανάβαμε τα φώτα. Δεν έπρεπε να δίνουμε στίγμα στα αεροπλάνα ότι μένουν κάτοικοι από κάτω. Σε αυτό το πρόχωμα, πρόχωμα το λέγαμε, αυτό που άνοιξε ο πατέρας μου από κάτω, μπαίναμε μέσα… Δυστυχώς ήμασταν αλλεργικές τα κορίτσια όλα. Μόλις μπήκαμε τις πρώτες μέρες η αδερφή μου Κωνσταντία γέμισε… έπαθε αφυλαξία, γέμισε μεγάλα σπυριά, φούσκωσε το πρόσωπό της και το σώμα της. Εκείνη τη στιγμή γιατρούς και φαρμακεία πού να βρούμε; Είπαν της μητέρας μου να μη φύγει να πάει Λευκωσία ή Αμμόχωστο να βρει γιατρό, γιατί μπορεί να μη γυρίσει πίσω. Οπότε κάποιες γιαγιάδες μεγάλες στο χωριό της είπαν: «Θα της δώσεις σιρόπι από το γλυκό του καρυδιού». Και αφού δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει η μάνα μου δέχτηκε αυτό. Και έδωσε στην αδερφή μου μια-δυο μέρες από αυτό το γλυκό, το σιρόπι του γλυκού του καρυδιού. Το καρύδι που το κάνουν γλυκό στην Κύπρο κατά κόρον οι Κύπριοι. Και πραγματικά σε δύο μέρες ξεφούσκωσε η αδερφή μου και επανήλθε και σώθηκε το παιδί. Σε αυτό το οδόφραγμα μέσα θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά του χώματος εκεί μέσα, πόσο απαίσια ήταν να μπαίναμε, αλλά έπρεπε να μπούμε. Ο πατέρας μου έλεγε να προφυλαχτούμε, να μην πάθουμε τίποτα. Και όλα αυτά τα κάναμε, χωρίς να υποψιάζονται οι γονείς μου ότι μπορεί να φύγουμε από εκείνο το χώρο που ήμασταν. Τίποτα. Απλά προφυλασσόμασταν εκεί. Δεν πίστευαν ότι θα γίνει κάτι άλλο, μεγαλύτερο. Θυμάμαι μία φορά που δεν μπορούσα πολύ να αναπνεύσω και ήμουνα στην άκρια του προμαχώνα… του προχώματος, αυτού του καταφυγίου που κάναμε κάτω απ΄ τη γη, εκεί μες στην αυλή μας. Είδα εκεί στην ακρούλα που ήμουνα, είδα στον ουρανό πολύ χαμηλά ένα πολεμικό αεροπλάνο. Και είδα τον Τούρκο στρατιώτη, τον Τούρκο που ήταν μέσα, τον πιλότο τι ήτανε με το όπλο παρατεταμένο να παρατηρεί κάτω, να ψάχνει τους ανθρώπους. Δεν ξέρω αυτή η εικόνα μου έχει μείνει. Δε μας πυροβόλησε όμως.

Γ.Ζ.:

Σας είδε;

Μ.Λ.:

Δεν ξέρω αν μπόρεσε να μας δει. Από πάνω είχαμε ένα… μια πολύ μεγάλη γέρικη ελιά που μας προστάτευε. Δεν μας βλέπανε τόσο. Εγώ όμως τον είδα πολύ καθαρά. Και είμαστε στις 14 Αυγούστου που οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν πολύ. Ακούγαμε όλμους να πέφτουν στο χωριό.

Γ.Ζ.:

Παραμένατε στο σπίτι όμως εσείς;

Μ.Λ.:

Παραμέναμε στο σπίτι, ναι, ναι. Και γύρω στη 1:30 που ακούστηκε ένας πολύ μεγάλος όλμος που έπεσε ακούγαμε τρακτέρ και αυτοκίνητα και βλέπαμε να περνάνε από το σπίτι μας και να φεύγουν. Η μητέρα μου άκουγε από τους γείτονες ότι… Βγήκαμε στη γειτονιά, βγήκαν οι γονείς μου και βλέπαν τους γείτονες που φεύγανε, η μάνα μου, και έλεγε στον πατέρα μου ότι πρέπει να φύγουμε. Ο πατέρας μου δίσταζε, δεν ήθελε να φύγουμε από το χωριό, να αφήσουμε τα πράγματα μας. Δεν ήθελε να φύγουμε. Και η μητέρα μου τον χιλιοπαρακαλούσε: «Πρέπει να φύγουμε! Αν έρθουν οι Τούρκοι θα μας κάνουν κακό, έχεις κορίτσια!».

Γ.Ζ.:

Ο πατέρας σου δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι και την περιουσία;

Μ.Λ.:

Δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι και να φύγει. Κάποια στιγμή όμως πέρασε ένα τρακτέρ και φώναξε: «Αντρέα εδώ είσαστε ακόμα; Από την άλλη άκρη του χωριού μπήκαν οι Τούρκοι! Πάρε την οικογένειά σου και φύγετε!». Εκείνη τη στιγμή ένας ξάδερφός μου, ανιψιός του πατέρα μου, νομίζω 17 χρονών, δεν είχε άδεια οδήγησης ακόμη, πήρε το αυτοκίνητο ενός γείτονα που ήταν στρατιώτης και έβαλε μέσα κάποιους γείτονες και χωρίς άδεια, οδηγούσε, βέβαια, αλλά χωρίς άδεια ήτανε, πήρε το αυτοκίνητο της γειτονιάς και έβαλε μέσα κάποιους γείτονες και έφυγε. Και στο δικό μας αυτοκίνητο που τελικά πείστηκε ο πατέρας μου μετά από πολλά, την τελευταία στιγμή που άκουσε τον άνθρωπο ότι μπήκαν οι Τούρκοι από την άλλη πλευρά του χωριού, ήταν 1:30 το μεσημέρι. Πείστηκε. Πήρε το Opel το Kadett και ξεκίνησε. Opel Kadett του ΄64 πρέπει να ήταν μοντέλο, πενταθέσιο. Μπήκαμε μέσα σε αυτό το Opel Kadett, χωρίς να πάρουμε μαζί μας τίποτα. Μπήκαμε η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου οι τρεις, είμαστε τρεις αδερφές είπαμε, η Σοφία, η Κωνσταντίνα και εγώ, η γιαγιά μου η Σοφία που βρέθηκε στο σπίτι μας εκείνη την ώρα, ο παππούς μου ο Νίκολας ήταν εκεί αλλά είπε: «Δεν θα μπω εγώ στο αυτοκίνητο να μπείτε εσείς πού είσαστε νέοι». Μπήκαν τα ορφανά ανίψια του πατέρα μου και ξεκινήσαμε. Κλειδώσαμε, πήραμε τα κλειδιά του σπιτιού και ξεκινήσαμε προς τα χωράφια, για να περάσουμε τάχα στη Μουσουλίτα έλεγε…άκουσα τη μητέρα μου, να μείνουμε στους γκρεμούς μέσα και να επιστρέψουμε το άλλο βράδυ. Να περάσει αυτό το κακό. Βγαίνοντας από την άκρη του χωριού, στο δρόμο ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας… Εντωμεταξύ να πω ότι τρακτέρ, αυτοκίνητα, κόσμος προχωρούσαν όπως-όπως χωρίς να κρατάνε τίποτα μαζί τους οι άνθρωποι, να φύγουν, να γλιτώσουν. Εντωμεταξύ εννοείται ότι οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν. Βγαίνοντας στην άκρη του χωριού, βλέπουμε μπροστά μας μια γιαγιούλα να κρατάει στα χέρια της τα παπούτσια της και να κάνει σινιάλο, να παρακαλεί κάποιον να την πάρει στο αυτοκίνητό του. Και όταν πλησιάσαμε κοντά, είδαμε ότι ήταν η γιαγιά μου η Μελανή.

Γ.Ζ.:

Η μητέρα της μητέρας σου;

Μ.Λ.:

Η μητέρα της μητέρας μου η υφάντρα, η αγία γιαγιά μου και σταμάτησε ο πατέρας μου, την έβαλε στο αυτοκίνητο και αργότερα κατάλαβε η γιαγιά μου ότι ήμασταν εμείς και είπε της μάνας μου: «Γεωργία, εσύ είσαι;». Είχε τόσο πανικοβληθεί και αυτή. Μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο νομίζω ότι ήμασταν δώδεκα-δεκαπέντε άνθρωποι. Δεν θυμάμαι ποιοι ακριβώς ήμασταν, [00:30:00]αλλά ήμασταν πάρα πολλοί. Το αυτοκίνητο ήταν πενταθέσιο, αλλά καθόμασταν πολλοί άνθρωποι μέσα. Προχωρούσαμε ενώ βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα από πάνω. Το ένα αυτοκίνητο πίσω από το άλλο βγήκαμε στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί προς την Αμμόχωστο. Τα αυτοκίνητα κομβόι το ένα πίσω από το άλλο. Στρατιώτες στο δρόμο να καθοδηγούν τους οδηγούς και να τους λένε: «Προχωρήστε, προχωρήστε!». Πού να προχωρήσουμε; Ξέχασα να σας πω ότι πριν βγούμε από το χωριό να φύγουμε γύρισα πίσω έτσι όπως καθόμουνα στο πίσω κάθισμα και είδα το χωριό μέσα στους καπνούς, τις φλόγες. Η τελευταία μου ανάμνηση από το χωριό μου το αγαπημένο. Οδηγώντας, λοιπόν, ο πατέρας μου άφωνοι και παγωμένοι όλοι μας και έχοντας την αίσθηση ότι από ώρα της ώρας μπορεί και να πέσει καμιά βόμβα πάνω στο αυτοκίνητο, προχωρήσαμε και φτάσαμε στην Αμμόχωστο όπου είχε ο πατέρας μου έναν αδερφό. Πήγαμε στο σπίτι του. Αυτός ήταν στον πόλεμο στρατιώτης. Πήγαμε στο σπίτι του και κατεβήκαμε εκεί. Το σπίτι του ήταν πολύ παλιό και από τους βομβαρδισμούς και από τους όλμους που πέφτανε έτριζαν, θυμάμαι, οι τοίχοι και φοβόμασταν μήπως πέσουν οι τοίχοι του σπιτιού και μας πλακώσουν. Μείναμε ένα βράδυ εκεί και την άλλη μέρα ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο και οι στρατιώτες του δρόμου μας λέγανε να προχωρήσουμε προς τα Κοκκινοχώρια. Φτάσαμε στο Φρέναρος όπου εκεί ο πατέρας μου είχε μια ξαδέρφη. Στην αυλή του σπιτιού της είχε πολλές δεκάδες ανθρώπων, συγγενείς και φίλους. Μας έδωσαν κάτι κουρελούδες και κοιμηθήκαμε το βράδυ πάνω.

Γ.Ζ.:

Έξω στην αυλή;

Μ.Λ.:

Έξω στην αυλή. Καλοκαίρι ήταν είπαμε, 14-15 Αυγούστου τώρα. Και την άλλη μέρα το πρωί προχωρήσαμε, φύγαμε από το Φρέναρος και φτάσαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Ορμήδεια, επαρχία Λάρνακος. Σε αυτό το χωριό βρήκαμε μια μεγάλη χωράφα, ένα μεγάλο χωράφι με χαρουπιές. Εκεί σταμάτησε ο πατέρας μου και κάτω από αυτές τις χαρουπιές μείναμε μία εβδομάδα. Μία εβδομάδα κάτω από τις χαρουπιές. Η μάνα μου το βράδυ έψαχνε, πριν να βραδιάσει, έψαχνε σακούλες χάρτινες και καμιά πέτρα να μας βάλει για προσκέφαλο και χάρτινες σακούλες, για να μην ξαπλώσουμε κάτω στο χώμα. Σαν εμάς πάρα πολλοί άνθρωποι, είχε γεμίσει αυτό το χωράφι εκεί στο χωριό της Ορμήδειας με ανθρώπους κατατρεγμένους. Η μάνα μου την πρώτη μέρα έκανε αυτό το πράγμα, τη θυμάμαι. Από κει και πέρα όμως για τρεις μέρες έπαθε υστερικές κρίσεις, δεν ξέρω πώς να τις πω, έκλαιγε συνεχώς. Μόνο ένα κλάμα. Και ένα… Ένα παραμίλημα, ένα… Έκλαιγε συνεχώς.

Γ.Ζ.:

Είχατε αφήσει πίσω στο χωριό όλα σας τα χρήματα; Δεν είχατε ρούχα; Δεν είχατε φαγητό;

Μ.Λ.:

Τίποτα δεν είχαμε φέρει μαζί μας. Εκείνη η χρονιά ήταν η πολύ καλή χρονιά στα σιτηρά μας και πήρε ο πατέρας μου τα χρήματα από το σιτάρι, άλλα είπε να μην τα πάρει μαζί του στο παντελόνι του, αλλά να τα φυλάξει στο σπίτι. Είχαμε φέρει και σιτάρι στο σπίτι, γιατί θα το κάναμε… θα το παίρναμε στον μύλο. Εγώ είχα πάει πολλές φορές με τους γονείς μου στο μύλο, για να αλέσουμε το σιτάρι, για να κάνουμε αλεύρι δικό μας να έχουμε και πλιγούρι για τον τραχανά μας. Και είχαμε αφήσει σπίτι σιτάρι. Ο πατέρας μου για να μην… μην τυχόν και τα χάσει – λέει – τα λεφτά, αφού θα ξαναγύριζαν την άλλη βραδιά τα λεφτά από τα σιτάρι που έδωσε στην αποθήκη, που ήταν πολλά τα λεφτά, δεν θυμάμαι να σας πω τώρα τα χρήματα πόσα ήταν εκείνη την εποχή, και τα έκρυψε μέσα στο στάρι. Και φύγαμε, χωρίς να πάρουμε μαζί μας ούτε πράγματα ούτε τρόφιμα ούτε χρήματα, τίποτα. Φτάσαμε λοιπόν στην Ορμήδεια. Ήμασταν κάτω από τις χαρουπιές. Μόνο το αυτοκίνητό μας ήτανε το… Το μόνο που είχαμε ήταν το αυτοκίνητό μας. Μετά από αυτή τη βδομάδα μας κάλεσε ο ιερέας του χωριού τα παιδάκια όλα και μία εβδομάδα μείναμε μέσα στην εκκλησία και απ’ έξω, στον αύλιο χώρο της εκκλησίας κοντά οι γονείς μας. Χάμω στη γη κοιμόμασταν. Θυμάμαι εκεί στις χαρουπιές που ήμασταν…Να πω ότι εκεί στις χαρουπιές άρχισαν να οργανώνονται συσσίτια και δίναν στον κόσμο ψωμί. Βασικά, ψωμί θυμάμαι, έτσι;

Γ.Ζ.:

Ποιος οργάνωνε αυτά τα συσσίτια;

Μ.Λ.:

Από την Κύπρο, αυτή τη στιγμή το ποιος έκανε τα συσσίτια αυτά…Από το κράτος πρέπει να ήταν. Έτσι έχω την αίσθηση, νομίζω. Μας βάζανε στη σειρά, η κάθε οικογένεια για να μας δώσουν ένα τέταρτο ψωμί ξέρω ‘γώ. Εμένα μία γειτόνισσα με πήρε από το χέρι και με πήρε σε αυτή τη σειρά και λέει…Επειδή οι γονείς μου είχαν και τα ανίψια τους τα ορφανά και δεν έφτανε το ψωμί πήγαμε…Με πήρε στη σειρά και λέει: «Σας παρακαλώ δώστε και σε αυτό το παιδάκι που είναι ορφανό να φάνε και τα αδερφάκια του!». Και μου δώσανε έτσι ένα παραπάνω κομμάτι ψωμί. Θυμάμαι μία φορά που πεινούσα και εκεί κάτω από τη χαρουπιά είχε κλαριά, είχε… δεν ήταν καθαρό το χωράφι που μας φιλοξενούσε όλους αυτούς τους κατατρεγμένους. Και πήγα να περάσω μέσα από αυτά τα κλαριά, για να πάω να πλησιάσω τη μάνα μου από μία άλλη πλευρά να μου δώσει ψωμί και είχε εκεί συρματόπλεγμα μέσα σε αυτό το, τα κλαριά. Και μπήκε το συρματόπλεγμα μες στο… μες στη γάμπα μου τέλος πάντων. Και άλλα προβλήματα δημιούργησα, τέλος πάντων, στους γονείς μου εκείνη την ώρα. Να πάμε στο νοσοκομείο εκεί που είχε δημιουργηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί στην Ορμήδεια, αφού είχαν τόσες χιλιάδες ανθρώπους είχαν φτάσει εκεί. Δεν αναφέρθηκα να πω ότι με την εισβολή των Τούρκων το ΄74 έγιναν 200.000 πρόσφυγες, αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους. 1.700 περίπου αγνοούμενοι που αγνοούνται οι περισσότεροι, σκοτώθηκαν άνθρωποι, βιάστηκαν γυναίκες. Μετά την παραμονή μας στο… στην εκκλησία μέσα τα παιδάκια, που θυμάμαι ότι κάθε βράδυ γονατίζαμε όλα τα παιδάκια και κάναμε την προσευχή μας να γυρίσουμε στα σπίτια μας…

Μ.Λ.:

Μετά, επειδή η οικογένεια της μάνας μου και του πατέρα μου είχε εφτά παιδιά γιατί τα τρία τα δικά της και τα τέσσερα τα ορφανά, ήμασταν από τις πιο μεγάλες οικογένειες, από μεγάλη οικογένεια, μας έδωσαν αντίσκηνο από νωρίς, από τους πρώτους τέλος πάντων. Είχαμε τον αριθμό 40 στο αντίσκηνο. Εκεί στο χωράφι αυτό με τις χαρουπιές έγινε χώρος με σκηνές, στήθηκαν σκηνές και μπήκαν μέσα οικογένειες. Μία υφασμάτινη σκηνή τώρα να φανταστείτε. Δεν ξέρω να πω 2 x 2 ήτανε; Σε αυτή τη σκηνή μείναμε η γιαγιά η Μελανή, η γιαγιά η Σοφία, ο πατέρας μου, η μάνα μου, οι αδερφές μου και τα ξαδέρφια, τα ανίψια των γονιών μου, τα ξαδέρφια μου. Μείναμε ενάμιση χρόνο σε αυτή τη σκηνή. Τον χειμώνα βούλιαζε από πάνω η σκεπή της σκηνής από το νερό που έβρεχε και το καλοκαίρι σκάγαμε από τη ζέστη. Σχολείο πηγαίναμε στο σχολείο της Ορμήδειας.

Γ.Ζ.:

Ενάμιση χρόνο δηλαδή το σχολείο το κάνατε μέσα στις σκηνές ή στο σχολείο σε κανονικό χώρο, χτισμένο;

Μ.Λ.:

Κάποιοι μαθητές στο σχολείο της Ορμήδειας μέσα σε… στα ήδη σχολικά κτίρια, κάποιοι όμως που δεν χωρούσαν κάνανε μάθημα σε μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Στην αρχή τα πόδια μας, όσοι κάναμε μάθημα στη στρατιωτική σκηνή, το χειμώνα τα πόδια μας ήταν μέσα στο νερό, γιατί έβρεχε και είχε λίμνη από κάτω. Ύστερα ρίξανε, τον άλλο χρόνο νομίζω, που μας έπιασε πάλι ο χειμώνας, κάνανε ένα ξύλινο πάτωμα από κάτω. Μέσα σε αυτή τη σκηνή λοιπόν μάθαμε… συνέχισα εγώ την τετάρτη δημοτικού και οι αδελφούλες μου τις δικές τους τάξεις. Στο αντίσκηνο είχαμε ένα κομμάτι ξύλο που ήταν το θρανίο μας. Αυτό το ξύλο το έχουμε ακόμα μέχρι τώρα. Πάνω σε αυτό το ξύλο γράφαμε και διαβάζαμε. Ένα κομμάτι ξύλο πόσο να σας πω 50 εκατοστά επί 70; Επί 80; Κάπου εκεί.

Γ.Ζ.:

Πώς ένιωθες όταν έκανες – Εσύ έκανες μάθημα μέσα στο αντίσκηνο ή στο σχολείο;

Μ.Λ.:

Και στο αντίσκηνο και στο σχολικό κτίριο. Στην αρχή σε σχολικό κτίριο, ύστερα σε αντίσκηνο. Ήμασταν πάρα πολλά παιδιά. Νομίζω ότι… θυμάμαι πρέπει να ήμασταν 40 παιδιά στην τετάρτη τάξη. Σε κάποια φάση ήμασταν 40 παιδιά, αν δεν ήμασταν και περισσότεροι. Καθόμασταν και στο πάτωμα, θυμάμαι δεν είχε καρέκλες στην αρχή, μέχρι να οργανωθούν τα πράγματα.[00:40:00]

Γ.Ζ.:

Δάσκαλοι ποιοι ήταν;

Μ.Λ.:

Οι δάσκαλοι που ήταν διορισμένοι εκεί πέρα, στο χωριό αυτό. Να πω λίγο για τους κατοίκους της Ορμήδειας. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν μας καλοείδανε όταν φτάσαμε στην Ορμήδεια, που αισθάνθηκαν ότι πήγαμε να τους φάμε το ψωμί τους. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι… Υπήρχαν όμως και άνθρωποι που άνοιξαν την καρδιά τους και μας βάλανε μέσα. Θυμάμαι την κυρία Αννούσκα,την κυρία Άννα. Την κυρία Μαργαρίτα του φούρναρη. Η κυρία Αννούσκα ήταν μια γυναίκα της Ορμήδειας φτωχή, πάμφτωχη με 3-4 παιδιά δεν θυμάμαι. Μια φορά που η μάνα μου είχε πονοκέφαλο, πολύ πονοκέφαλο πήγε στο γιατρό. Της έδωσαν παυσίπονα εκεί στο νοσοκομείο και η κυρία Άννα, η κυρία Αννούσκα δεν την άφησε να πάει στο αντίσκηνο, αλλά την έβαλε στο σπίτι της να κοιμηθεί, για να της περάσει ο πονοκέφαλος. Σας είχα πει σε κάποια φάση ότι η μάνα μου τις τρεις πρώτες μέρες που φτάσαμε εκεί στις χαρουπιές, εκεί στο χωράφι με τις χαρουπιές, έκλαιγε τρεις μέρες απανωτά. Δεν μας μιλούσε, δεν επικοινωνούσαμε, μόνο έκλαιγε. Την τρίτη μέρα άρχισε να επικοινωνεί πια μαζί μας, μετά από την βοήθεια των γιατρών εκεί του νοσοκομείου. Τώρα ξαπλωμένοι στο χωράφι έτσι; Δεν είχαμε τίποτα. Πηγαινοερχόταν ένας από τους αδελφούς της που δεν έγινε πρόσφυγας, πηγαινοερχόταν από τη Λευκωσία να φέρει ρούχα, να μας δώσουν ρούχα να μπορούμε να φοράμε, να έχουμε να φοράμε. Την τρίτη μέρα που ερχόταν ο θείος μου, πήγαινε και ερχόταν ο θείος μου ο Κυριάκος, τον κατάλαβε πια και τον ρώτησε αν είναι ο Κυριάκος. Ζήσαμε στα αντίσκηνα…Πολύς ο πόνος. Ξαφνικά οι άνθρωποι εκεί που είχαν τις επαύλεις τους, τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, τα νοικοκυριά τους τα χάσανε όλα. Πίστευαν, βέβαια, ότι κάθε μέρα, θα γινόταν, κάθε μέρα πιστεύανε ότι κάτι θα γινόταν και θα γυρίζαν αμέσως πίσω.. ότι δεν θα μακρηγορούσε αυτό.

Γ.Ζ.:

Οι γονείς σου ξεκίνησαν να δουλεύουν;

Μ.Λ.:

Ο πατέρας μου δεν έχασε τη δουλειά του, γιατί η δουλειά του ήταν στα Λατσιά, έξω από τη Λευκωσία. Ξέχασα να σας πω και κάτι που θα ήθελα να σας το πω. Στην πρώτη εισβολή, όταν έγινε στις 20 Ιουλίου, ο πατέρας μου είπαμε ότι δούλευε στα Λατσιά. Όταν έγινε το πραξικόπημα, λοιπόν, δεν μπόρεσε να έρθει στο Μαραθόβουνο και για τρεις μέρες δεν ξέραμε αν ζει ή αν πέθανε ο πατέρας μου. Θυμάμαι τη μάνα μου πόσο, τι κλάμα έριξε εκείνες τις μέρες μέχρι να μάθουμε ότι: «Μη στεναχωριέστε, ζούνε οι άνθρωποι μας». Ύστερα την τέταρτη μέρα κατάφερε ο πατέρας μου να έρθει στο Μαραθόβουνο. Η δουλειά του λοιπόν ήταν στα Λατσιά, οπότε δεν έχασε τη δουλειά του και αφού λίγο σταθήκαμε στα πόδια μας άρχισε να δουλεύει. Να σας συμπληρώσω λίγο και να σας πω ότι τα σισσύτια συνεχιζόντουσαν. Στην αρχή μας δώσαν κάτι κατσαρολάκια μικρούλια, ποτήρια, μαχαίρια. Μπαίναμε στη γραμμή να πάρουμε ένα πιάτο φακή, στα σκοινιά ήταν έτσι διαμορφωμένα και οργανωμένα εκεί τα συσσίτια. Μέχρι να αποκτήσει η κάθε οικογένεια την γκαζιέρα της, για να μαγειρεύει το δικό της φαγητό, αλλά άργησε αυτό να γίνει. Μας έδιναν για αρκετό καιρό συσσίτιο. Φακές, φασόλια, ψωμί. Οι νονοί μου που ήταν κάτοικοι Παραλιμνίου στην αρχή φύγαν και αυτοί από τα σπίτια τους αλλά μετά μπόρεσαν και γύρισαν. Ερχόντουσαν να φέρουν στους γονείς μου χρήματα, τα οποία επέστρεψαν μετά οι γονείς μου βέβαια. Να φέρουν πιάτα, να φέρουν πιρούνια. Ήταν η πρώτοι που ήρθαν αυτοί. Μα σαν εμάς ήταν χιλιάδες γύρω. Που ξαφνικά άγνωστοι μεταξύ μας γίναμε αδέλφια. Από το Πατρίκι δίπλα μας, από το Λευκόνοικο από την άλλη πλευρά. Μετά από ενάμιση χρόνο λοιπόν… Θυμάμαι μια βραδιά του χειμώνα, να την πω και αυτή, ένα μεγάλο αντίσκηνο στρατιωτικό είχε μέσα πολλές οικογένειες που κοιμόντουσαν. Δεν ήταν μόνο τα μικρά αυτά αντίσκηνα. Είχε και μεγάλα στρατιωτικά που κοιμόντουσαν πολλοί μέσα. Και ένα βράδυ φώναξαν τους άντρες του καταυλισμού, έπεσε το αντίσκηνο από τον αέρα, και να πάνε γιατί από κάτω είχε εγκυμονούσες. Έτρεξε ο πατέρας μου με άλλους άντρες του χωριού… του καταυλισμού, για να σηκώσουν το αντίσκηνο, να μην τραυματιστούν οι άνθρωποι που ήταν από κάτω. Να θυμηθώ να σας πω όμως ότι άρχισε σιγά-σιγά και η βοήθεια από την Ελλάδα.

Γ.Ζ.:

Σας έφερναν ρούχα;

Μ.Λ.:

Μέσα σε ένα μεγάλο αντίσκηνο στην πλατεία του καταυλισμού έφερναν ρούχα. Έμπαινε η κάθε οικογένεια μέσα οργανωμένα και έπαιρνε ό,τι ρούχα της ταίριαζαν, για να φορέσει στα παιδιά της, αφού δεν είχαμε τίποτα. Είχε ρούχα, εσώρουχα, σεντόνια, κουβέρτες. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι αυτοί που έστελναν τα σεντόνια, τις κουβέρτες που ήταν από την Ελλάδα λοιπόν, από την Κρήτη, από την Μακεδονία από όλα τα μέρη της Ελλάδας, δεν τα έστελναν έτσι μόνο διπλωμένα, αλλά μέσα έγραφαν και γραμματάκια. Έλεγαν: «Κουράγιο αδέρφια, προσευχόμαστε για σας. Είμαστε κοντά σας!».

Γ.Ζ.:

Χαλάρωσε λίγο και θα μου τα πεις κανονικά. Τι έλεγαν αυτά τα γράμματα μέσα;

Μ.Λ.:

Είχαν μηνύματα, ολιγόλογα μηνύματα, αλλά έλεγαν: «Κουράγιο αδέρφια, προσευχόμαστε για σας. Είμαστε κοντά σας!». Υπήρχαν εμψυχωτικά μηνύματα μέσα σε αυτά τα σεντόνια και τις κουβέρτες.

Γ.Ζ.:

Από όλη την Ελλάδα λοιπόν σας έστελναν βοήθεια.

Μ.Λ.:

Από όλη την Ελλάδα. Και από την Αμερική άρχισαν να έρχονται ρούχα από την ομογένεια, δηλαδή, εννοούμε. Και εκεί που οι γονείς μου μας είχαν σαν πριγκιποπούλες και ξαφνικά δεν είχαμε τίποτα, τα χάσαμε όλα. Εγώ χάνω το πορτοφόλι μου και στεναχωριέμαι που μπορεί να έχει μέσα 20 ευρώ 50. Οι γονείς μου ξαφνικά τα έχασαν όλα αυτά και έψαχναν ρούχα από ένα μεγάλο αντίσκηνο, για να ντύσουν τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά όμως, είχαμε τόσο την αγκαλιά τους, έτσι και την… Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μας απαλύνουν αυτό που ζούσαμε οι γονείς μου. Μετά τον ενάμιση χρόνο στα αντίσκηνα…Δεν είπα βέβαια ότι στον καταυλισμό υπήρχαν και κοινές τουαλέτες και ντουζιέρες. Ξέχασα να το πω αυτό. Υπήρχαν άνθρωποι από το δήμο εκεί, από την κοινότητα, δεν ξέρω από πού. Ερχόντουσαν και απολύμαιναν. Θυμάμαι τον ασβέστη, πολύς ασβέστης. Να απολυμαίνουν συνεχώς, για να μην πάθουμε κάτι. Με ασβέστη απολύμαιναν τις τουαλέτες. Μετά από ενάμιση χρόνο, οι γονείς μου, αφού ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει, άρχισαν να σκέφτονται ότι μπορούμε να ενοικιάσουμε ένα σπιτάκι κάπου. Να σας πω ότι… θα ξαναγυρίσω λίγο πίσω, και να πω ότι σε κάποια φάση ήρθανε…δεν ξέρω πώς φτάσανε τα ονόματα των μαθητών στην Ελλάδα.

Γ.Ζ.:

Των μαθητών της Ορμήδειας εννοείς;

Μ.Λ.:

Των μαθητών της Ορμήδειας. Δεν ξέρω αν έγινε και σε άλλους αυτό. Έστειλαν προσωπικό δέμα από την Ελλάδα στα μαθητούδια αυτού του καταυλισμού που ήμασταν εκεί. Και παρέλαβα και εγώ ένα δεματάκι το οποίο είχε γραφική ύλη, είχε κάποια ρουχαλάκια. Αλλά μαζί με αυτά, αυτό που θυμάμαι πολύ πολύ έντονα και το έχω και το κρατάω σαν κειμήλιο, για να θυμάμαι την αγάπη των Ελλήνων τότε, των Ελλαδιτών, γιατί εγώ ήμουν μία Ελληνίδα, αλλά της Κύπρου, των Ελλαδιτών της μεγάλης μάνας Ελλάδας, ένα γράμμα που μου έστειλαν. Ένα γράμμα που μου έστειλαν μέσα σε αυτό το δεματάκι και θα ήθελα να σας το διαβάσω. Το έχω κορνιζάρει και το έχω στο υπνοδωμάτιό μου, που μου το έστειλαν το 1974, και αν θέλετε να το ακούσετε και λέει το γραμματάκι: «Αγαπημένη μας Ελληνοπούλα της Κύπρου Μαίρη, καλημέρα. Σε εμάς τις μαθήτριες και τους μαθητές της δευτέρας τάξεως του 4ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου Αττικής, έδωσε η πατρίδα Ελλάδα τη μεγάλη τιμή και την υπερηφάνεια να συγκεντρώσουμε από το υστέρημά μας ένα μικρό χρηματικό ποσό και να σου αγοράσουμε μερικά πραγματάκια, εις ένδειξη συμπαράστασης και αγάπης κατά τη δύσκολη δι’ εσένα και τα άλλα Ελληνόπουλα της Κύπρου περίοδο και να σε διαβεβαιώσουμε ότι εμείς μαζί με τους γονείς μας, τους δασκάλους μας και τα μεγάλα μας [00:50:00]αδέλφια από την πρώτη στιγμή που το βάρβαρο πόδι του Τούρκου κατακτητή πάτησε το όμορφο νησί σας, την Ελληνική Κύπρο και σας άφησε χωρίς σπίτια, περιουσία και σχολεία, είμεθα κοντά σας και πάντα σας σκεπτόμεθα. Φίλη μας Μαίρη, γνωρίζουμε ότι ο πόνος του ξεριζωμού είναι μεγάλος. Κάνε κουράγιο και υπομονή, το δίκαιο είναι με το μέρος σας και όλοι το γνωρίζουν. Ο καλός Θεός των Ελλήνων που πάντα στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας μας είναι με το μέρος της, θα είναι και αυτή τη φορά και θα σας βοηθήσει να γυρίσετε εκεί που είσαστε πρώτα και να ακουστούν πάλι στους κήπους και τις αυλές σας ελληνικά τραγούδια και χοροί. Εμείς τα παιδάκια στην προσευχή μας πάντα παρακαλούμε το Θεούλη και δι’ εσάς. Αδερφούλα της Κύπρου, ποτέ μη χάσεις την πίστη σου και την ελπίδα σου δια μία καλύτερα αυριανή μέρα. Η Ελλάδα μας είναι μία και αιωνία και εσείς είσθε ένα κομμάτι της μεγάλης αυτής ιδέας που λέγεται Ελλάδα. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ. Αδερφούλα μας, τελειώνοντας σε διαβεβαιώνουμε δια μία ακόμη φορά ότι πάντα σας σκεπτόμεθα και θα σας σκεπτόμεθα και ότι μόνο τότε θα είμεθα χαρούμενοι, όταν μάθουμε ότι όλοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Κύπρου γυρίσατε στα σπίτια σας». Αυτό ήταν το γράμμα που μου στείλαν μέσα στο δεματάκι τους τα παιδιά, οι μαθητές της δευτέρας τάξης του 4ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου Αττικής το 1974. Είπαμε ότι ό,τι ερχόταν από την Ελλάδα στα δέματα είχε και μηνύματα, είχε και γράμματα εμψύχωσης. Οπότε σε κάποια φάση, αφού ο πατέρας μου ξανάπιασε τη δουλειά του, σταθήκαμε στα πόδια μας και έπιασε τη δουλειά του ξανά, συνέχισε, μέσω ενός γνωστού μας που ήταν παντρεμένος με μία κοπέλα από το Μαραθόβουνο βρήκαμε ένα σπιτάκι στον Κόρνο. Ο Κόρνος είναι ένα χωριό κάτω από τη Μονή Σταυροβουνίου.

Γ.Ζ.:

Μέχρι τότε, λοιπόν, εσείς κάνατε το σχολείο σας στα αντίσκηνα ή στο σχολείο της Ορμήδειας, η μητέρα σου ήταν εκεί και ο πατέρας σου έφευγε με το αυτοκίνητο και πήγαινε να δουλέψει;

Μ.Λ.:

Ναι, ναι και πήγαινε να δουλέψει στα Λατσιά. Όταν σταθήκαμε λίγο στα πόδια μας και φέρανε το μυαλό τους και οι γονείς μου. Στον Κόρνο μείναμε σε ένα μικρό σπιτάκι, πολύ μικρό σπιτάκι. Ήτανε στην έξοδο του χωριού. Μέσα στο δάσος θα μπορούσα να πω. Ζήσαμε εκεί ένα χρόνο. Έκανα την πέμπτη δημοτικού εκεί…Τετάρτη… την πέμπτη δημοτικού, ένα κομμάτι της πέμπτης δημοτικού. Και εκεί ήρθε μία τσάντα, από τον Ερυθρό Σταυρό νομίζω ότι ήρθε, σχολική τσάντα, με γραφική ύλη μέσα. Με πολλή συγκίνηση την παρέλαβα από το δάσκαλό μου, που θέλω να αναφέρω το όνομα του. Ήμασταν δύο παιδάκια προσφυγόπουλα στην τάξη, μας αγαπούσε πάρα πολύ. Ο Δημήτρης και εγώ. Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησα το δάσκαλό μου και αυτούς που μας στείλανε τη σχολική τσάντα και μας θυμήθηκαν. Η πέμπτη δημοτικού θα μείνει πολύ, έτσι, έντονα χαραγμένη στην καρδιά μου αυτή η τάξη με αυτό το δάσκαλο, τον Ανδρέα τον Άσπρο, ο οποίος μετά υπηρέτησε σε πρότυπο δημοτικό σχολείο μετά από αυτή τη χρονιά. Τελείωσε αισίως η πέμπτη δημοτικού.

Γ.Ζ.:

Στον Κόρνο τελείωσε;

Μ.Λ.:

Στον Κόρνο τελείωσε.

Γ.Ζ.:

Και μετά; Μετακομίσατε;

Μ.Λ.:

Μετά άρχισε το κράτος να δίνει βοήθεια στους πρόσφυγες. Άρχισαν να κτίζονται συνοικισμοί, έτοιμα διαμερισματάκια δηλαδή, σε καταυλισμούς, συγνώμη, έτοιμα σπιτάκια σε συνοικισμούς για πρόσφυγες, αλλά εδόθηκε και μια βοήθεια με ένα κομμάτι χωράφι και ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Όσοι δεν ήθελαν να πάνε στους συνοικισμούς να χτίσουν το σπίτι τους. Αυτό επέλεξαν οι γονείς μου, το δεύτερο. Πήραν 800 λίρες κυπριακές από την κυπριακή κυβέρνηση, ένα κομμάτι, ένα στρέμμα… όχι 200 τετραγωνικά νομίζω πως ήταν αυτό το… ο χώρος που τους έδωσε να χτίσουν και ένα συγκεκριμένο σχέδιο με 2 υπνοδωμάτια μικρούλια, ένα κουζινάκι και ένα σαλονάκι και μια αυλίτσα. Άρχισαν οι γονείς μου σιγά σιγά με αυτά τα χρήματα να χτίζουν αυτό το σπιτάκι. Μπήκαμε μέσα, χωρίς να έχει τελειώσει ακόμα. Αφού τέλειωσαν τα δύο υπνοδωμάτια και υποτυπωδώς η κουζίνα μπήκαμε στο σπίτι αυτό, για να είναι ο πατέρας μου κοντά στη δουλειά και να μην πηγαινοέρχεται. Ήμουνα έκτη δημοτικού στα Λατσιά. Πρόσφυγες τώρα και εδώ. Δεν ξέραμε τι είναι η λέξη προσφυγιά, προσφυγόπουλο. Αλλά τη ζήσαμε πολύ βαθιά μες στο πετσί μας, παρόλο που οι γονείς μου προσπαθούσαν συνεχώς με κάθε τρόπο να απαλύνουν αυτό τον πόνο μας. Ποιος έπρεπε να απαλύνει τον πόνο ποιανού; Που οι γονείς μου έχασαν τα πάντα; Εμείς ήμασταν τόσο μικρά.

Γ.Ζ.:

Εσείς σαν παιδιά με τις αδερφές σου καταλαβαίνατε το μέγεθος αυτού που είχε συμβεί;

Μ.Λ.:

Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη και, όπως σας είπα, εκείνη τη στιγμή – ήμουν 9 χρόνων όταν έγινε ο πόλεμος – αλλά εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι, αισθάνθηκα ότι ξαφνικά ωρίμασα. Ξαφνικά ότι ενηλικιώθηκα εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή που μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο όλοι αυτοί και πορευόμασταν προς το άγνωστο και βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα από πάνω, νομίζω πως ήμουνα 20 χρονών και όχι 9 χρονών εκείνη τη στιγμή. Οπότε νιώθαμε, όχι όπως νιώθανε οι γονείς μας βέβαια, είμαστε μικρά παιδάκια από την άλλη. Ξαφνικά, χάσαμε όλη αυτή την ξεγνοιασιά, την… Χάσαμε αυτό τον παράδεισο. Παρόλα αυτά, όμως, λέω ότι οι γονείς μας, τους έδωσε ο Θεός τόση δύναμη να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να μας μεγαλώσουν. Αυτό ήταν ένα θαύμα, έτσι, που ζήσαμε, πραγματικά όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που ζήσαν και γύρισαν εκεί πέρα και ζήσαν τι ζήσανε. Οπότε στην έκτη δημοτικού ήμασταν στα Λατσιά, σε ένα σπίτι ημιτελές, προσφυγικό. Κάποιοι στο χωριό και εδώ δεν μας έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι τους πρόσφυγες. Άλλοι άνοιξαν την καρδιά τους και μας έβαλαν μέσα. Ήμασταν το χωριό, ο οικισμός ο προσφυγικός βέβαια μακριά από το χωριό. Πηγαίναμε με τα πόδια 10 λεπτά στην εκκλησία, δεν είχαμε εκκλησία κοντά μας. 10, 12 λεπτά, 15; Περπατούσαμε για να πάμε στον Άγιο Γεώργιο των Λατσιών.

Γ.Ζ.:

Και χτίσατε εκεί το σπίτι σας.

Μ.Λ.:

Ναι. Να πω ότι…να σας πω και κάτι που ξέχασα να το πω. Ότι οι παππούδες μου είπαμε ότι δεν ήρθαν μαζί μας όταν φεύγαμε από το χωριό, γιατί θέλανε να μπουν μέσα στο αυτοκίνητο οι νέοι άνθρωποι, τα εγγόνια τους. Ο παππούς μου ο Κωστής πήγε στο σπίτι και έβγαλε από τα ντουλάπια την προίκα που ύφανε η γιαγιά και την έβαλε σε κάτι κούτες που βρήκε έξω στην στον κήπο, για να μην τα βρουν μέσα στα ντουλάπια οι Τούρκοι και όταν θα γυρίζαμε εμείς να τα βρίσκαμε στον κήπο να τα πάρουμε. Γιατί έβλεπαν ότι ερχόντουσαν φορτηγά. Έμειναν εγκλωβισμένοι, λοιπόν, ο παππούς, οι παππούδες. Και έβλεπαν ότι ερχόντουσαν φορτηγά και άδειαζαν τα σπίτια των Κυπρίων, των Ελληνοκυπρίων. Ο παππούς ο Νικόλας στη γειτονιά του που έμενε αισθάνθηκε μία μέρα…Και οι δύο μετά με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, ο παππούς ο Νίκολας, αφού έφαγε ξύλο, ο παππούς ο Κωστής, αφού απέκτησε διαβήτη από τη στεναχώρια του, ζάχαρο, γύρισαν με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και τους βρήκαμε στις ελεύθερες περιοχές. Και μας έλεγαν αυτά που σας είπα. Και για τον παππού τον Νικόλα να πω ότι μας είπε ότι βαρέθηκε μόνος του μες στο σπίτι να κάθεται πριν ακόμα τους μαζέψουν σε ένα κεντρικό χώρο στο χωριό και λέει: « Να γίνει απόγευμα», λέει, «Και θα πάω να δω τον γείτονα να πιάσουμε λίγο την κουβέντα να περάσει η ώρα». Βγήκε έξω και είδε ότι ένα φορτηγό φόρτωνε, και ο γείτονας φόρτωνε και αυτός πράγματα από το σπίτι του παιδιού του μέσα στο φορτηγό. Αφού έφυγε το φορτηγό είπε ο παππούς: «Άντε, τώρα θα πάω να δω το γείτονα». Δε θυμάμαι τώρα το όνομα του να σας το πω. Πάει ο παππούς να δει το γείτονα του τον αγαπημένο και τον βρίσκει μέσα σε μια λίμνη αίματος. Αφού τους φόρτωσε τα πράγματα από το αυτοκίνητο, από το σπίτι της κόρης του στο φορτηγό, τον σφάξανε και τον άφησαν εκεί.

Γ.Ζ.:

Ο παππούς σου για πόσο καιρό έμεινε εγκλωβισμένος;

Μ.Λ.:

6 μήνες ήταν εγκλωβισμένοι και οι δύο. Ο παππούς ο Νικόλας έφαγε και πολύ ξύλο. Τους συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού κάποια στιγμή. Μέχρι να τους ελευθερώσουν να φύγουν όμως υπέμειναν διάφορα και οι δύο. Όταν ήρθαν από εδώ δεν τους αναγνωρίζαμε, αλλά χάρηκαμε, χαρά μεγάλη[01:00:00] όταν τους είδαμε ζωντανούς. Επικοινωνούσαμε μαζί τους με γράμματα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Τα θυμάμαι πολύ έντονα αυτά τα γράμματα που ερχόντουσαν από αυτούς και γράφαμε και εμείς γράμματα, και παίρναν και αυτοί γράμματα. Οπότε μαθαίναμε από κάποιο σημείο και μετά ότι ζούσαν οι παππούδες μας.

Γ.Ζ.:

Ο Ερυθρός Σταυρός ήταν ο διαμεσολαβητής;

Μ.Λ.:

Μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Ναι. Οπότε ήρθε ο παππούς στα αντίσκηνα. Τον θυμάμαι αυτό το λεβέντη παππού τον βρακά, με τη βράκα του. Θυμάμαι ότι περνούσε ένας φωτογράφος μια μέρα από κει και βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες που μπορεί να δείτε σε κάποια φάση στα αντίσκηνα. Και τον λεβέντη μου τον παππού τον Κωστή με τη βράκα του και σταυροπόδι μπροστά στο αντίσκηνο. Τι κουράγιο και τι δύναμη είχαν αυτοί οι άνθρωποι! Από προύχοντες που ήταν ξαφνικά να τα χάσουν όλα και να βλέπουν τους Τούρκους να παίρνουν τις περιουσίες τους, τους κόπους τους. Πόση δύναμη έδωσε ο Θεός σ’ αυτούς τους ανθρώπους, πραγματικά! Κάθε μέρα λοιπόν…Να ξαναπώ ότι και η γιαγιά μου η Μελανή και η μάνα μου Γεωργία περίμεναν ότι…Η γιαγιά μού έλεγε: «Να ελευθερωθεί το χωριό μου, να πάω να φιλήσω το χώμα του χωριού μου και ας πεθάνω, Θεέ μου!». Έτσι έλεγε. Και περίμενε ότι θα γίνει, δεν το έλεγε μόνο, περίμενε ότι θα γίνει. Πέθανε στην προσφυγιά η γιαγιά μου.

Γ.Ζ.:

Κατά τη διάρκεια της προσφυγιάς;

Μ.Λ.:

Πέθανε στην προσφυγιά το 1990-1991, κάπου εκεί πέθανε η γιαγιά. Δεν αξιώθηκε να πάει στο χωριό της. Να σας πω τώρα, όμως, κάτι άλλο. Μετά από αυτά που ζήσαμε με τον πόλεμο, το 2003 οι Τούρκοι άνοιξαν τα οδοφράγματα και επέτρεψαν παρουσιάζοντας εμείς, δίνοντάς τους, σφραγίζοντας μας το διαβατήριο μας να πάμε στις περιοχές που αφήσαμε πίσω, μετά από 29 χρόνια ακριβώς.

Γ.Ζ.:

Γυρίσατε πίσω λοιπόν;

Μ.Λ.:

Οι γονείς μου δεν πήγανε. Ένα καλοκαίρι λοιπόν που πήγα στην Κύπρο με το σύζυγό μου και τον γιο μου, το μεγάλο, αποφασίσαμε να πάμε και εμείς να δούμε το σπίτι μας. Οι γονείς μου σε ένα μεγάλο κάδρο στο σπίτι, που είχαν την Κύπρο πάνω ζωγραφισμένη, είχαν βάλει μέσα τα κλειδιά του σπιτιού μας. Μέσα από αυτό το κάδρο, λοιπόν, πήραμε τα κλειδιά και με έναν γείτονά μας οδηγό, το Δήμο της Αντωνίτσας φύγαμε και ξεκινήσαμε μία μαρτυρική πραγματικά επιστροφή στο Μαραθόβουνο το 2003. Ήταν 20 Αυγούστου του 2003. Περάσαμε το οδόφραγμα. Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι με πόνο πολύ ότι, για να πάω στο σπίτι μου στο Μαραθόβουνο στην επαρχία Αμμοχώστου, περνώντας απ' το οδόφραγμα έπρεπε να δώσω το διαβατήριό μου, να μου σφραγίσουν σαν να πήγαινα σε ένα ξένο κράτος. Και όμως εγώ θα πήγαινα στο χωριό μου, στον τόπο που γεννήθηκα. Η δική μου η πατρίδα είχε μοιραστεί στα δυο. Πορευτήκαμε με το αυτοκίνητο μέσα από τον Κάμπο της Μεσαορίας. Θύμησες πολλές, αλλιώτικα τα όσα βλέπαμε, πολύ διαφορετικά. Οι δρόμοι φθαρμένοι ασφαλτόδρομοι.

Γ.Ζ.:

Πήγατε λοιπόν, περάσατε το οδόφραγμα 20 Αυγούστου 2003 και πώς ήταν εκεί, τι είδες;

Μ.Λ.:

Βρήκαμε μία πινακίδα, δεν έλεγε Μαραθόβουνος βέβαια, έλεγε το όνομα του χωριού στα τούρκικα. Δεν μπήκαμε από την είσοδο την κανονική του χωριού, γιατί το χωριό μας κατοικείται τα 3/4 του χωριού από κατοχικό στρατό και το 1/4 από εποίκους που ήρθαν, που έφεραν από την Ανατολία. Μπήκαμε λοιπόν από μια είσοδο του χωριού άλλη. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Αγνώριστο το χωριό. Αγνώριστο το χωριό. Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς της Σοφίας, του παππού του Νικόλα και της γιαγιάς της Σοφίας ήτανε ισοπεδωμένο. Ανεβήκαμε μια ελαφριά ανηφορίτσα, για να φτάσουμε στο σπίτι μας με τα κλειδιά στο χέρι. Φτάσαμε στο σπίτι της γειτόνισσας, που είναι πριν από το δικό μας σπίτι, και όταν ήρθαμε μπροστά, εκεί που έπρεπε να ήταν η είσοδος του σπιτιού μας είδαμε ότι το σπίτι μας δεν υπάρχει. Δεν υπήρχε. Ήταν ισοπεδωμένο! Ένα μέρος στην άκρια… φάρδυνε ένα δρομάκι που ήταν δίπλα από το σπίτι και όλα ισοπεδωμένα. Μπάζα. Όλα ένα ίσιωμα, τίποτε άλλο. Περιττό να πω ότι αυτό που ζούσαμε ήταν κάτι πολύ μαρτυρικό, πραγματικά. Εν τω μεταξύ να σας πω ότι πήρα μαζί μου τον γιο μου, ο οποίος άκουγε και από τη γιαγιά του τη Γεωργία και από τις γιαγιάδες του και από τους παππούδες του, άκουγε για το σπίτι μας, άκουγε από μένα πως ήταν το σπίτι και έλεγε: «Όταν θα πάω στο χωριό μαμά θα το βρω χωρίς να μου πεις ποιο είναι!». Και φτάσαμε εκεί κρατώντας τα κλειδιά στο χέρι και δεν είχαμε ούτε…Δεν είχαμε τίποτα να δούμε μπροστά μας, δε βλέπαμε, δεν υπήρχε τίποτα.

Γ.Ζ.:

Συνειδητοποιήσατε εκείνη τη στιγμή τι είχε γίνει;

Μ.Λ.:

Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε ότι ισοπέδωσαν το σπίτι. Το σπίτι στην πλευρά του σπιτιού τη δεξιά είχε συρματοπλέγματα όπου άρχιζε το χωριό που ήτανε κατοικημένο από τον κατοχικό στρατό. Εγώ έσκυψα κάτω στο χώμα με κλάματα και αναφιλητά και προσπαθούσα να βρω κάτι που να μου θυμίζει το σπίτι μου. Κατάφερα να βρω από το πάτωμα του σπιτιού κάποια πλακάκια, κάποια κομμάτια από πλακάκια. Να σας πω ότι όταν πήγαινα παρακαλούσα πολύ να με αξιώσει η Παναγία να βρω το εικόνισμα της που αφήσαμε πίσω. Και για αυτό το εικόνισμα δεν σας είπα ότι η μητέρα μου πιο πολύ καιγόταν η ψυχή της, γιατί άφησε την Παναγία της παρά για την περιουσία την υπόλοιπη που είχε. Παρακαλούσα πολύ να βρω την Παναγία να την πάρω πίσω στη μάνα μου μέσα από το σπίτι μας. Αυτή την προσευχή έκανα. Έτσι όπως γονάτισα κάτω παρακαλούσα μήπως μέσα σε αυτά τα μπάζα που είχε εκεί πέρα, κάτω στο χώμα μήπως έβρισκα… Και ξαφνικά, έτσι όπως ήμουνα σκυμμένη κάτω και έψαχνα στο χώμα γονατιστή σερνόμενη, αντιλαμβάνομαι να μου έχουν παραταθεί οι ξιφολόγχες, τα όπλα, τι κρατούσαν δύο Τούρκοι στρατιώτες του κατοχικού στρατού που με είδαν να είμαι σκυμμένη κάτω στο χώμα του σπιτιού μου. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη να σηκωθώ όρθια. 

Γ.Ζ.:

Οι Τούρκοι δηλαδή σε στόχευσαν την ώρα που ήσουν κάτω;

Μ.Λ.:

Μπορεί να νόμιζαν ότι…Δεν ξέρω τι. Ναι, ήρθαν από πάνω μου με τα όπλα τους. Δεν μιλούσαν ελληνικά ούτε αγγλικά. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά, κατάλαβαν ότι δεν κρατούσα τίποτα στο χέρι μου. Πήρα το μάρμαρο αυτό από το σπίτι, από το πάτωμα του σπιτιού μας, πήρα λίγο χώμα στο χέρι μου και μετά, με το σύζυγο και τον Απόστολο, το μεγάλο μου γιο, κατευθυνθήκαμε προς την άλλη έξοδο του χωριού που ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου της Μελανής και του παππού μου του Κωστή, το οποίο υπήρχε. Και μέσα κατοικούσαν έποικοι από την Ανατολία. Δε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, αλλά τους δώσαμε να καταλάβουν ότι θέλαμε να μπούμε μέσα, λίγο να περπατήσουμε στο σπίτι. Μία τουρκική σημαία κυμάτιζε μες στο σπίτι του παππού. Ένα παραμελημένο σπίτι που ήταν κάποτε ζωντανό και αρχοντικό, ένα αρχοντικό σπίτι με όλα τα καλούδια μέσα. Βγήκαμε πίσω στην αυλή του σπιτιού που πάντα ο παππούς είχε το χωράφι γεμάτο ή σπερμένο με φαρά όπως το έλεγε αυτό το χορτάρι, για να τρώνε τα ζώα του. Είχε τον μπαξέ του ο παππούς. Δεν υπήρχε τίποτε από αυτά. Είχε το στάβλο με τα ζώα. Δεν υπήρχε τίποτα. Στο χωριό να σας πω ότι όσα σπίτια ήταν κατοικημένα, μέσα στα σπίτια, τα ίδια τα σπίτια, το ένα δωμάτιο ήτανε οι Τούρκοι έποικοι με την οικογένειά τους και κοιμόντουσαν και στο διπλανό υπνοδωμάτιο ήταν οι αγελάδες τους. Στα παράθυρα δεν υπήρχαν πορτοπαράθυρα και τζάμια, αλλά υπήρχαν νάιλα, χοντρά νάιλα. Και έτσι ήταν καλυμμένα τα παράθυρα τους. Συγκλονισμένοι λοιπόν, απογοητευμένοι…

Γ.Ζ.:

Ήσασταν οι πρώτοι που πήγατε, δηλαδή, εκεί και ήσασταν οι πρώτοι που –

Μ.Λ.:

Από την οικογένεια, από την οικογένεια ήμασταν οι πρώτοι. Και άλλοι χωριανοί είχαν πάει πριν από μας. Από την οικογένειά μας όμως εμείς ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε.

Γ.Ζ.:

Ήσασταν αυτοί που μεταφέρατε το ότι το σπίτι ότι –

Μ.Λ.:

Το σπίτι μας δεν υπάρχει. Δυσκολευτήκαμε να το μεταφέρουμε στους γονείς μου, όταν γυρίσαμε. Δεν το είπαμε αμέσως. Δεν μπορούσαμε να τα πούμε. Απλά, όταν είπαν οι γονείς μου ότι θέλουν και αυτοί να πάνε, είπαμε όχι δεν θα πάτε. Δε σας πρέπει τέτοια… Αυτή ήταν μια μαρτυρική, έτσι, επιστροφή [01:10:00]στο σπίτι που γεννήθηκα, που πάντα μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου έλεγα, ποιανού ποιητή δε θυμάμαι: Το σπίτι που γεννήθηκα, κι ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειό 'ναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει. Το σπίτι αν το νωθέψανε, το σχήμα και το χρώμα, ανόθευτο και αχάλαστο και με προσμένει ακόμα.

Γ.Ζ.:

Υπάρχει κάποιο άλλο ποίημα που αφορά εκείνη τη περίοδο της προσφυγιάς;

Μ.Λ.:

Το ΄74 που ήμασταν στα αντίσκηνα βγήκε ένα περιοδικό εκεί στον καταυλισμό μας, «Κυνηγημένα πουλιά» έλεγε… Όχι στον καταυλισμό, με συγχωρείτε. Το δημοτικό σχολείο έβγαλε ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Κυνηγημένα πουλιά», με ένα κίτρινο εξώφυλλο, θυμάμαι, μεγάλο. Μιλούσε για τα κυνηγημένα πουλιά, για τους πρόσφυγες της Κύπρου και μέσα είχα γράψει και εγώ ένα αρθράκι, ότι μέναμε στο αντίσκηνο με το νούμερο 40. Και έγραψα ένα ποιηματάκι στο τέλος. Αν θυμηθώ να σας το πω: Πρόσφυγας έγινα, μαζί τα αδέλφια και οι γονείς μου, γι' αυτό με τρώει ο μαρασμός και λιώνει η ψυχή μου. Εχάσαμε το σπίτι μας, το βιός, τα υπάρχοντά μας. Εχάσαμε όλα τα καλά και κλαίει η καρδιά μας. Νύχτα και μέρα παρακαλώ Χριστό και Παναγία να φέρουν στην Κύπρο την Ελευθερία. Και όταν πήγα στην Κύπρο, και όταν πήγα στο Μαραθόβουνο, στο αγαπημένο μου χωριό το 2003 μου βγήκε ακόμα ένα κομματάκι έτσι… Πραγματικά φώναζα τους παππούδες μου όπως τότε με το τραγούδι του Ραγιά και έλεγα: «Ξύπνα λεβέντη μου παππού, να πάμε στο χωριό μας». Οι παππούδες μου πέθαναν πια το 2003. «Να πάμε στο χωριό μας, να βρούμε τα χωράφια μας, τα αλώνια και το βιός μας. Ξύπνα, παππού Κωστή, Στρατή και εσύ Νικόλα Τσιαολή, μπροστά εσείς, πίσω εμείς για να ξανααναστήσουμε και πάλι το χωριό μας». Έχουν πεθάνει οι παππούδες μου. Οι τάφοι τους είναι στα Λατσιά, στη Λευκωσία, στην ελεύθερη τώρα Κύπρο. Πρέπει να σας πω και κάτι άλλο που ξέχασα να σας πω. Oταν πήγαμε το 2003 περάσαμε και από το κοιμητήριο του χωριού, εκεί που ήταν τα οστά των παππούδων. Kαι τι είδαμε εκεί; Είχε μπει μέσα κάποιο μηχάνημα και σαν οδοστρωτήρας έσπασε τα πάντα, τα όργωσε τα πάντα. Οστά από δω και από κει μέσα στο κοιμητήριο και ένας σορός, ένα βουνό από σταυρούς στη μία μεριά του κοιμητηρίου. Δεν σεβάστηκαν τίποτα, τίποτα δεν σεβάστηκαν οι βάρβαροι, η τουρκική… οι βάρβαροι, οι εισβολείς.

Γ.Ζ.:

Έτσι λοιπόν τελείωσε το ταξίδι σας το 2003; Πήγες ξανά από τότε;

Μ.Λ.:

Όχι, δεν ξαναπήγα. Αν και έχω την αίσθηση ότι ο Μαραθόβουνος θέλει να πηγαίνουν οι άνθρωποι του, οι Έλληνες της Κύπρου του Μαραθοβούνου. Θέλει να πηγαίνουν, να αναπνέει ελεύθερα, ελληνικά. Αλλά όμως δεν δέχομαι να πάω να δώσω το διαβατήριό μου, για να περάσω να πάω στο σπίτι μου, στο χωριό μου. Όχι, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Παρόλο που πέρασαν 48 χρόνια, δεν θα χάσω ποτέ την ελπίδα μου. Η Κύπρος ήταν και είναι ελληνική και πιστεύω ότι, παρόλα τα χάλια μας, θέλω να πιστεύω ότι θα μας αξιώσει ο Θεός να ξαναγυρίσουμε, αν όχι εμείς, τα παιδιά μας.

Γ.Ζ.:

Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο; Κάτι που ίσως σου διέφυγε πριν, κάτι που θέλεις να πεις ξανά; Τι σου έχει μείνει περισσότερο στο μυαλό από όλα αυτά που μας είπες, από τις εμπειρίες που μας διηγήθηκες;

Μ.Λ.:

Είναι πολύ κακό πράγμα ο πόλεμος, τραυματίζονται πολύ οι ψυχές των παιδιών, όλων των ανθρώπων γενικά. Δε βγαίνει τίποτα από αυτά, μόνο η κακία μένει, είναι κρίμα να μισούνται οι λαοί αναμεταξύ τους και να μην υπάρχει ειρήνη και αγάπη στον κόσμο. Ζούμε στον 21ο αιώνα. Κρίμα που για άλλα συμφέροντα ξεκινάνε πόλεμοι και χάνεται ο πολιτισμός μας, χάνονται…καταστρέφεται το φυσικό περιβάλλον. Χάνεται η ιστορία ενός τόπου, σκοτώνονται άνθρωποι. Μακάρι κάποτε να φωτιστούν οι άνθρωποι και οι λαοί, να ξεχάσουν τις κακίες και τα μίση που… τα εθνικά μίση που ποτίστηκαν οι ψυχές τους με αυτά και να έρθει η ειρήνη στον κόσμο.