© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Κουδούνι, η φωνή του βουνού, το ραντάρ του κτηνοτρόφου: Η διαδικασία κατασκευής των κουδουνιών και η χρησιμότητά τους

Κωδικός Ιστορίας
11865
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Χατζαντωνάκης (Ι.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/11/2021
Ερευνητής/τρια
Νικόλαος Γιάννος (Ν.Γ.)
Ν.Γ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ι.Χ.:

Καλησπέρα.

Ν.Γ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Χ.:

Σας εκαλωσορίζω πρώτα-πρώτα. Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου που ‘ρθατε να δείτε αυτό το επάγγελμα, το οποίο έχει τις ρίζες του από πολύ παλιά, και από μένα είναι παράδοση και είμαι ο τελευταίος παραδοσιακός. Έχουνε βγει μαστόροι αυτοδίδακτοι, καμία σχέση με την παράδοση. Εγώ λέγομαι παραδοσιακός. Παράλαβα και συνεχίζω. Λέγομαι Γιάννης Χατζαντωνάκης, γεννήθηκα στη Ζήρο το 1945. Μένω εδώ, εδώ ρίζωσα, έκανα οικογένεια και εδώ δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά με τα κουδούνια. Παράλαβα αυτή την τέχνη από τον πατέρα μου. Από μικρός δεν ήθελα τον προϊστάμενο, δεν ήθελα το ρολόι, ήθελα μία ανεξάρτητη ζωή. Μία αυτορρύθμιση της ζωής μου, να αυτορρυθμίζω εγώ τη ζωή ας πούμε, κατά τον καλύτερο τρόπο, όσο μπορούσα, για να μπορώ να έχω ελεύθερους χρόνους για κάποια χόμπι, κυνήγι, ψάρεμα αν θέλετε ας πούμε, γεωργικές εργασίες και τέτοια πράγματα. Ε, η επιλογή μου με κάλυψε σε αυτά που ήθελα. Δεν είχα, παρόλο που είμαι πολύ βιβλιόφιλος, δεν ήθελα το σχολείο, δεν μου πήγαινε να σταδιοδρομήσω μέσα από τα γράμματα. Ο κλειστός χώρος αυτός δεν ήταν στα μέτρα μου. Και ήρθα σε ένα άλλο κλειστό χώρο, με τη διαφορά ότι εδώ δημιουργούσα, δεν έτρωγα ξύλο απ’ το δάσκαλο που δεν μάθαινα τα γράμματα, τέλος πάντων, δεν τα ‘θελα, όχι δεν τα μάθαινα. Αλλά ο χώρος που ήρθα, ήρθα για την επαγγελματική μου αποκατάσταση. Κάθε παιδί τότε, όταν βγαίναμε από το δημοτικό, την άλλη μέρα έπαιρνε ο καθένας το δρόμο του. Αυτοί που ήτανε για το σχολείο πηγαίναν στο σχολείο. Αυτοί που ήταν για τα κοπάδια, για τη γεωργική, για τις τέχνες, αμέσως είχαμε επαγγελματικό προσανατολισμό από την επόμενη μέρα του δημοτικού σχολείου. Και ερχόμενοι από το στρατό ξέραμε τι να κάνουμε, ο καθένας ήξερε τη δουλειά του. Η μέρα με τη νύχτα δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα. Έμεινα σε αυτή τη δουλειά με πολύ δύσκολες συνθήκες στην αρχή, γιατί η δουλειά δεν είναι και τόσο εύκολη ούτε και τόσο ξεκούραστη, με τη διαφορά ότι τη συνηθάς. Συν τω χρόνω ανακάλυπτα κάποια πράγματα, ότι δημιουργώ. Δεν είναι άδεια λέξη, δεν είναι κενή λέξη, όταν παίρνεις ένα μέταλλο, ένα τίποτα, και του δίνεις ήχο, όπως το όργανο που κουρδίζεται. Δεν ήμουνα, έτσι, σίγουρος ότι θα σταδιοδρομούσα σ’ αυτή τη δουλειά. Τη μία ήθελα να πάω εξωτερικό, την άλλη να γίνω ναυτικός, την άλλη έτσι, την άλλη αλλιώς, αλλά δεν πήγαινα πουθενά εν τω μεταξύ. Μέχρι που πήγα φαντάρος. Οι εμπειρίες μου ήτανε πάρα πολλές. Υπηρέτησα σε πολλούς χώρους στην Ελλάδα και τον περισσότερο τον έκανα στην Κύπρο, όχι και τόσο εύκολα τα πράγματα τότε, τέλος πάντων. Είδα τον κόσμο πώς ζει, τις δυσκολίες του, τα τρένα γεμάτα για τη Γερμανία, οι ανθρώποι να μην έχουν στον ήλιο μοίρα και να ψάχνουν να βρούνε τη μοίρα τους ας πούμε στην άκρη του κόσμου. Και γύρισα με άλλο μυαλό στον τόπο μου, ότι, ξέρεις: «Τίποτα, Γιάννη θα κατασταλάξεις από κει που άρχισες». Και έτσι μετά το στρατιωτικό αμέσως είπα ότι: «Εδώ θα μείνω, αυτά θα συνεχίσω, εδώ θα σταδιοδρομήσω και εδώ θα κάνω οικογένεια». Όπερ και εγένετο.

Ι.Χ.:

Την τέχνη την ξεκίνησα με δάσκαλο τον πατέρα μου. Ήτανε καλός μάστορας, αλλά και αυτός είχε περιπέτεια. Γιατί ένας πλανόδιος μάστορας, το 1935, πέρασε από δω πέρα και του λέει ο παππούς μου: «Θα πάρεις το παιδί να το μάθεις -για να δεις δηλαδή πώς ήρθε η τέχνη εδώ πέρα, πώς ξεκίνησε από δω και είναι γνωστή η Ζήρος σ’ όλη την Κρήτη από τα κουδούνια- θα πάρεις το παιδί να το μάθεις;». Του λέει: «Να το πάρω». Αυτός ήταν από τις Μάλλες της Ιεράπετρας, τον εγνώρισα και εγώ. Στους έξι μήνες απάνω σηκώθηκε κι έφυγε. Ο πατέρας μου τώρα, είχε βέβαια οξύτατο πνεύμα, είχε πάρει κάποια πράματα, αλλά η δυσκολία ήταν αλλού. Ήτανε στον ήχο, ήτανε στον ήχο. Είχε, για μία στιγμή, εφοβήθηκε, και λέει: «Θα σταματήσω, δεν θα τα καταφέρω». Αλλά τότε δύο τινά εβοηθήσανε και διαιωνίστηκε αυτή η δουλειά μέχρι των ημερών μου. Το ένα ήταν τα μέταλλα, τα οποία ήταν τα ρωσικά μέταλλα που λέγανε, τα οποία δεν ήτανε ανακυκλωμένα, ήταν πρωτογενή μέταλλα. Και μάστορας καλός να μην ήσουνα, είχανε ήχο, με ευκολία δηλαδή έβγαινε ο ήχος. Από την άλλη ήτανε οι κτηνοτρόφο[00:05:00]ι οι οποίοι, τα κουδούνια ήταν λίγα τα χρόνια εκείνα, τα κλέβανε ο ένας του αλλουνού και για να μη γνωρίζουνται αλλάζαν τις φωνές. Ε, αυτοί παροτρύνανε τον πατέρα μου ότι θα τον εβοηθήσουνε να μην σταματήσει, και συνέχισε και εξελίχθηκε πάρα πολύ γρήγορα. Και παράλαβα, έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι, έβαλα πολλά λιθαράκια, διότι για να φτάξω εκεί που έφταξα και να ηχογραφήσω νότες, μουσικές νότες πάνω στο κουδούνι και να ενσωματωθούν με όργανα σε συναυλία, ε δεν νομίζω ότι είναι και τόσο εύκολο ή συνηθισμένο. Δεν το ‘κανε κανείς μ’ αυτούς που ασχολούνται μέχρι σήμερο με τη δουλειά αυτή. Από πείρα, δεν γεννάται κανείς έξυπνος και δεν τα ξέρει κανείς όλα. Κάποια στιγμή μεγάλωσε και ο πατέρας μου, μεγάλωσα κι εγώ, πήρα τη δουλειά απάνω μου ολότελα, γιατί δουλεύαμε μαζί, ταίρι ταίρι, πήρα τη δουλειά απάνω μου, πήρα την ευθύνη απάνω μου. Πελατεία υπήρχε, είχαμε μαγαζιά και τροφοδοτούσαμε, χώρια που ερχόντανε και έρχονται και ακόμα ανθρώποι και με βρίσκουν εδώ πέρα. Γίναμε πασίγνωστοι, αλλά είχε, αυτή η δουλειά που ξέραμε εμείς εδώ στη Σητεία, είχε την εξής ιδιαιτερότητα. Ενώ επί τουρκοκρατίας ακόμα, που ήταν η Κρήτη γεμάτη μαστόρους, κουδουνάρηδες δηλαδή όπως συνηθίζουμε να λέμε, τη φήμη την είχε στη Σητεία. Ο τελευταίος μάστορας πριν τον πατέρα μου ήτανε σ’ ένα χωριό εδώ στη Συκιά, ο οποίος πέθανε το ’32, 1932. Άφησε τέσσερις γιούς αλλά κανείς δεν έμαθε την τέχνη. Ερχότανε από την άλλη άκρη της Κρήτης, τότε, χωρίς μέσα μαζικής ενημέρωσης, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς εφημερίδες, χωρίς τίποτα, ήτανε φημισμένα τα σητειακά κουδούνια. Και σήμερα ακόμα το λένε. Εν πάση περιπτώσει. Ερχότανε λοιπόν από τα Χανιά, από τα Σφακιά, από τη Μεσαρά για να ψωνίσουν αιγοπρόβατα από δω πέρα που αριθμούσανε πάρα πολλά. Και λέγανε: «Μια και πάμε στη Σητεία -τα μέρη της Σητείας δηλαδή- να ψωνίσουμε αιγοπρόβατα, να περάσουμε πρώτα από τη Συκιά να παραγγείλουμε τα κουδούνια στο μάστορα. Μέχρι να ψάξουμε να βρούμε και εμείς ό,τι θέλουμε, θα τα έχει αυτός έτοιμα να φύγουμε». Καταλαβαίνεις τι πήγαινε να πει αυτό σε μία τέτοια εποχή πριν από 150-200 χρόνια, να έχει τέτοια φήμη η περιοχή αυτή με τα κουδούνια. Και διαιωνίστηκε, το ίδιο είναι και σήμερα. Γι’ αυτό λέμε παράδοση, παράλαβα αυτό που φτιάξανε άλλοι και πάνω σ’ αυτό πάτησα κι εγώ κι έβαλα το λιθαράκι μου, αν όχι τα λιθαράκια μου. Σιγά-σιγά τη δουλειά την ερωτεύτηκα. Γιατί όταν ξεκίνησε ο πατέρας μου να κάνει τον τεχνίτη, κάποιος εδώ πέρα που έφτιαχνε σαμάρια και όλο ποιητικά μιλούσε, λέει: «Μπράβο Γιώργη -λέει στον πατέρα μου-, αλλά θα σου δώσω μια συμβουλή. Όπως αγαπάς μια κοπελιά και λες "Αμάν ποτέ να τηνε δω" και όλο είναι κει ο νους σου, έτσι να αγαπήσεις και τη δουλειά σου. Για να σε αγαπήσει και αυτή». Μεγάλη κουβέντα, 100% σωστή. Κι εγώ το ‘ζησα. Μέχρι που το ‘παιρνα έτσι και έτσι το πράγμα, δεν έκανα καλά τη δουλειά μου. Από την ώρα που είδα ότι κάνω κάποια λάθη, ξέρω 'γω τι, πρέπει να προσαρμοστώ καλύτερα και την αγάπησα, ζυμώθηκα μαζί της, δεν κάνω χώρια. Και τώρα που έχω φτάξει σε μια ηλικία, περνώ τα 70, πάλι με τον ίδιο ζήλο δουλεύω, πάλι με τον ίδιο ζήλο δημιουργώ. Έγινα πασίγνωστος, δεν λέω σ’ όλο τον κόσμο, αλλά σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Γνώρισα κόσμο πάρα πολύ ας πούμε, και επιστήμονες, μουσικούς ήρθαν εδώ πέρα, είδανε τη δουλειά, κάμαν εργασίες, ήκαμα φίλους πολλούς. Και κέρδισα κάτι, εκτός από τους φίλους. Τι; Δουλεύω χωρίς να ξέρω, χωρίς να τους ξέρω τους ανθρώπους ας πούμε, από το τηλέφωνο. Δηλαδή με διαφημίζει το εμπόρευμα, η τέχνη μου, η δουλειά μου εμένα με διαφημίζει, δεν διαφημίζω εγώ τη δουλειά μου. Αυτό το πράμα, το να εργάζεσαι χωρίς να ξέρεις και να σε ξέρουνε μόνο από μακριά, είναι κατά τη γνώμη κατάκτηση. Και σαν δουλειά και σαν χαρακτήρας –το λέω, θα τα ευλογήσω τα γένια μου–, γιατί ποτέ δεν τσακώθηκα με κανέναν. Πάντα και με ένα ευρώ να έπαιρνα, και μία δραχμή να έπαιρνα, γινόμαστε φίλοι. Και έτσι συνεχίζω μέχρι σήμερο. Τώρα τι άλλο να πω τώρα για τη σταδιοδρομία μου ας πούμε; Δουλεύω με τον ίδιο ζήλο που δούλευα όταν ήμουν 15 χρονών ή 20. Μ’ αρέσει να δημιουργώ, μ’ αρέσει να γίνομαι καλύτερος, με ένα παράπονο. Ότι η δουλειά μου έχει πάρα πολλά μυστικά. Φτιάχνω 10 νούμερα. Άλλο ήχο βάνω για το ρίφι, άλλο για το αρνί[00:10:00], άλλο για το μικρό πρόβατο, άλλο για το μεγάλο, άλλο για το τραγί, άλλο για την κατσίκα, και πάνω στο είδος που φτιάχνω για την κατσίκα, στο ίδιο νούμερο, μπορεί να κάμω 20 πανομοιότυπα κομμάτια από ένα νούμερο και να δώσω 20 διαφορετικούς ήχους πάνω. Αυτό είναι το επιστέγασμα της όλης προσπάθειας που γίνεται. Και τα καταφέραμε πάρα πολύ καλά, κι εγώ κι ο πατέρας μου. Έχει πάρα πολλά μυστικά η δουλειά, πάρα πολλά μυστικά. Και αυτά τα μυστικά δεν βρίσκω κάποιον να τα παραδώσω. Αυτό είναι το παράπονό μου μέχρι σήμερο. Αυτή είναι, και έψαξα, έκανα προσπάθεια. Τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν τα κατάφερα. Αν τα καταφέρω από τώρα και πέρα, θα έχω βάλει, θα είναι το καλύτερο που θα μπορούσα να πω ότι κέρδισα στη δουλειά μου απάνω, να αφήσω αυτά που ξέρω. Τα οποία δεν μαθαίνουνται εύκολα, όχι όμως ότι είναι και ακατόρθωτο. Γιατί, παράδειγμα, από αυτό το νούμερο, είναι πανομοιότυπα. Βέβαια, υπάρχουνε κάτι πολύ μικρές ελάχιστες διαφορές, οι οποίες με το μάτι δεν φαίνονται καθόλου, είναι τόσο απειροελάχιστες. Και θε να το βγάλω με κάποια χτυπήματα, θα βγάλω τον ήχο, θα διαμορφώσω τον ήχο πάνω. Δεν βγαίνει, στο ίδιο πανομοιότυπο νούμερο και κουδούνι απάνω, δεν βγαίνει με τα ίδια χτυπήματα η φωνή. Χτυπάς και βγάζεις ήχο και με τ’ αυτί ξέρεις πού πονάει για να παίξεις το επόμενο χτύπημα, την επόμενη σφυριά. Καμιά φορά δεν κάνει ένα κι ένα δύο. Μπορεί να χρειάζεται στην άκρη, μπορεί στη μέση, μπορεί αλλού. Αυτά δεν μπορεί να τα διδάξεις. Μπορώ το 70%, το 80% να το διδάξω, αλλά το υπόλοιπο πρέπει να το ‘χεις και στο αίμα σου, να έχεις μεράκι, να αγαπήσεις τη δουλειά όπως την αγάπησα κι εγώ, γιατί την ερωτεύτηκα σαν τις αγαπητικιές εκειά που ‘κανα. Λοιπόν, και αν το κάνεις έτσι, τόσο πιο γρήγορα θα εξελιχθείς. Αυτό προσπαθώ, να βρω κάποιον να παραδώσω αυτά που ξέρω κι αυτά που έμαθα.

Ν.Γ.:

Θέλετε να μου πείτε από ποια ηλικία ξεκινήσατε να κάνετε αυτή τη δουλειά;

Ι.Χ.:

Από τα 13 μου. 13 χρόνων, 25 Ιουνίου κάναμε –έχω και μνήμη–, κάναμε διακοπές, εξετάσεις τις λέγαμε εμείς τότε του καλοκαιριού τις εξετάσεις, κάναμε διακοπές, 25. Μου λέει ο πατέρας μου: «Θέλεις να πας στο γυμνάσιο;». Τα παιδιά βέβαια της ηλικίας μου εκπλαγήκανε γιατί ξέρανε ότι το μυαλό μου έκοβε ας πούμε. Γιατί δεν ήθελα τα γράμματα; Γιατί δεν πήγα στο γυμνάσιο; Τότε με εισαγωγικές εξετάσεις ας πούμε περνούσες. Όταν εμάθανε ότι δεν πάω δεν το πιστέψανε. Μου λέει ο πατέρας μου: «Δε θέλεις σχολείο; Εγώ σε παροτρύνω να πας. Άμα δεν θες, το πρωί θα 'ρθεις εδώ». Την άλλη μέρα, 26, εγώ ήμουν εδώ. Μάθαμε από μικροί να δουλεύουμε. Το αντίθετο απ’ ο,τι γίνεται σήμερο, που ή θα μάθουνε 30-40 ή δεν μαθαίνουνε καθόλου να δουλεύουνε. Ας λέμε και κάποια πράγματα που είναι πραγματικότητα. Μάλιστα.

Ν.Γ.:

Και είπες πριν ότι αυτόν τον χώρο τον είχε ο πατέρας σου από πριν και τον δούλευε.

Ι.Χ.:

Ναι. Αυτό–

Ν.Γ.:

Θες να μου πεις την ιστορία του χώρου, του εργαστηρίου;

Ι.Χ.:

Ναι. Αυτός ο χώρος, ο πατέρας μου άνοιξε μαγαζί κάπου αλλού. Αυτό ήτανε σιδηρουργείο. Το είχανε κάποιοι εδώ πέρα, κάμανε άλλο, και ο πατέρας μου τ’ αγόρασε. Τον εβόλευε γιατί ήταν ο χώρος τέτοιος, που η δική μας δουλειά θέλει ένα χώρο, όπως εκεί που ηχογραφούνε στους δίσκους και δεν υπάρχει αντίλαλος, το ίδιο κι εδώ, ηχογράφηση γίνεται. 100% ο όρος αυτός είναι σωστός, ηχογράφηση. Και δεν χρειάζεται να έχει αντίλαλο. Και καμιά φορά, όταν περνάει αυτοκίνητο απ’ έξω ή κανένα μεγάλο όχημα ας πούμε, κι εγώ εδώ πέρα ηχογραφώ, διαμορφώνω ήχο πάνω στο κουδούνι, σταματώ, γιατί πρέπει να έχω καθαρό μυαλό. Και πολλές φορές, όταν πολλή ώρα ασχολούμαι με το να βγάζω ήχους, το αυτί κουράζεται. Και σε κάποια στιγμή νομίζω ότι δεν είναι ο ήχος αυτός ο σωστός, και σταματώ. Το πιάνω αργότερα ας πούμε, ξεκουράζομαι και βλέπω ότι εντάξει ήταν, αλλά το αυτί δεν μπορούσε να καλύψει αυτή την αλλαγή, έτσι. Και αυτό το μαγαζί, από σιδηρουργείο έγινε μετά κουδουναριό και το συνεχίζω εγώ με τ’ αμόνια μου εδώ πέρα, με τις καρέκλες μου και μοναχός μου.

Ν.Γ.:

Ωραία, θες να μας πεις για διαδικασία κατασκευής; Δηλαδή από την αρχή, πώς παίρνεις την πρώτη ύλη και πώς καταλήγει να γίνει κουδούνι;

Ι.Χ.:

Ναι. Λοιπόν, καταρχήν ξεκινάει από λαμ[00:15:00]αρίνες, οι οποίες όλες οι λαμαρίνες έχουν το ίδιο μήκος, το ίδιο πλάτος, 1 επί 2. Αλλά οι λαμαρίνες έχουν και δικό τους πάχος ας πούμε, δηλαδή ξεκινάει από τρία τέταρτα του χιλιοστού –0.80, έτσι λέγεται–, είναι 1 χιλιοστό, 1.25, 1.5, μέχρι 1.5 χιλιοστό γίνονται τα πολύ μεγάλα κουδούνια, τα σκλαβέρια, αυτά που μπαίνουνε στους τράγους. Από τα τρία τέταρτα του χιλιοστού της λαμαρίνας γίνονται τα μικρά, αυτά που μπαίνουνε, παράδειγμα, αυτό είναι υπό κατασκευή, το οποίο μπαίνει σε ρίφι, μικρό ριφάκι μπαίνει. Και κάτι άλλο περίπου παρόμοιο μπαίνει, αλλά με διαφορετικό στιλ, στα αρνιά, ναι, στα αρνάκια. Αυτό λοιπόν δεν μπορείς να το κάμεις από χοντρή λαμαρίνα, γιατί δεν βγάνεις ήχο, είναι χοντρή η λαμαρίνα, δεν μπορεί να βγάλεις ήχο. Μέχρι ένα σημείο λοιπόν μπορείς να δουλέψεις κάποια νούμερα με τα τρία τέταρτα του χιλιοστού. Από το χιλιοστό και πάνω μπορείς να κάνεις, να το, αυτό είναι τώρα υπό κατασκευή για αρνί, μέχρι εδώ πάει αυτή. Αν το κάνεις παραπάνω, και δύσκολα θα βγάλει ήχο, αλλά κι αν βγάλει, θα χαλάσει γρήγορα. Είναι λεπτομέρειες αυτές. Από το χιλιοστό τώρα κάνουμε αυτά. Αυτό είναι σφυρηλατημένο, έτοιμο. Αυτό θέλει ακόμα να του βγάλω ήχο. Φτιάχνουμε αυτά, τα μεσαία νούμερα. Και από το 1.25 βγαίνουνε αυτά, τα μεγάλα, τα οποία και από το βάρος το καταλαβαίνει κανείς. Έχουνε όρια αυτά. Έτσι και υπερβείς λίγο τα όρια, το πράμα δεν πάει καλά. Χρειάζονται κάποιες λεπτομέρειες, έχει πολλή λεπτομέρεια η δουλειά αυτή, και πολλή υπομονή χρειάζεται. Αμέσως, από την αρχή δηλαδή αρχίζει η τέχνη, για να φέρεις το επιθυμητό αποτέλεσμα όσο γίνεται καλύτερα, αρχίζει από την ώρα που θα βάλεις το ψαλίδι πάνω στη λαμαρίνα, ανάλογα με τα νούμερα να τεμαχίζεις, από την ώρα που θα κάμεις αυτό, να κόψεις, μέχρι το τελευταίο χτύπημα που θα δώσει τη διαμόρφωση του ήχου. Αλλά δεν φτάνουμε στον ήχο. Για να πετύχει ο ήχος περνά από πολλά στάδια, από πολλές λεπτομέρειες. Εάν δεν τις κάμεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες, στο τέλος θα τις βρεις μπροστά σου στον ήχο, που είναι, αν δεν έχει ήχο δεν είναι τίποτα. Αυτό που πρέπει να ‘χει, γιατί και ένα γαλακτοκούτι να βάλεις ένα γλωσσίδι από μέσα, θα παίζει σαν το κουδούνι. Γι’ αυτό είπαμε ότι χρειάζεται πολλή προσοχή, έχει πολλή λεπτομέρεια για να πετύχεις ό,τι καλύτερο, όπως το πετυχαίνουμε εμείς. Και πάντα προσέχουμε, με τη διαφορά ότι είναι ανακυκλωμένες οι λαμαρίνες σήμερο, δεν είναι ποιοτικώς καλές, αλλά επειδή ξέρουμε πολλές εμπειρίες, έχουμε πολλή εμπειρία από αυτή τη δουλειά –εγώ, όχι ξέρουμε, γιατί δεν υπάρχουν πάντως έτσι πια, ο τελευταίος είμαι εγώ–, έχω πολλές εμπειρίες. Με διάφορους τρόπους, με το γάνωμα αν θες, την επιχάλκωση δηλαδή, με κάποια χτυπήματα, είναι πολλές λεπτομέρειες, πάρα πολλές λεπτομέρειες, καταφέρνουμε και του δίνουμε εμείς μια χροιά παραπάνω ποιοτική ας πούμε, για να μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας καλύτερα.

Ι.Χ.:

Αυτό βοήθησε σε αυτό που ανέφερα προηγουμένως, ότι... πριν από 30 χρόνια τροφοδοτούσα μαγαζί στο Ηράκλειο. Με παίρνει τηλέφωνο ο πράκτοράς μου εκεί πέρα και μου λέει: «Βρε Γιάννη, κάποιος πολύ έξυπνος άνθρωπος θέλει να σε επισκεφτεί, -μου λέει- Να είναι προσεκτικός, μην τυχόν ας πούμε και είναι της δουλειάς και θέλει να κλέψει τίποτα μυστικά. Και θέλει να σ’ επισκεφτεί». «Ας έρθει» του λέω. «Ε, εγώ δεν έβγαλα ακόμα κανέναν έξω, δεν τον εβγάνω κι αυτόν». Έρχεται λοιπόν, με παίρνει τηλέφωνο πρώτα και μου λέει: «Θέλω να σας επισκεφτώ, είστε ο τάδε;». Λέω: «Ναι», με τ’ αγγλικά που ήξερα εγώ, που ήξερε αυτός, ξέρω 'γω τι. Έρχεται και μ’ ένα διερμηνέα, ας πούμε διερμηνέα, τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα είχε και ήρθανε μαζί. Και μου συστήνεται διευθυντής της Όπερας του Άμστερνταμ, ο λεγόμενος Χάεν. Του λέω: «Καλώς ορίσατε. Τι θέλετε;». Και μου λέει: «Έχω δώσει συναυλίες σε όλο τον κόσμο και επίκειται -ήταν Αύγουστος, και λέει- επίκειται να δώσω τώρα μια συναυλία στη Ρώμη το Σεπτέμβρη. Διάβασα ένα βιβλίο, την ανεξερεύνητη Κρήτη, και είδα τα κουδούνια μέσα, ότι είναι μουσικό όργανο -[00:20:00]το αναφέρει ο Ανωγειανάκης λέει, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, λοιπόν, ούτε και το βιβλίο έχω διαβάσει- και σκέφτηκα να κάμω αυτή την πρωτοτυπία με τα κουδούνια. Ερχόμενος από την Ολλανδία, μελέτησα όλα τα κουδούνια της Ευρώπης, όπου κάνουνε και με όποιο τρόπο τα κάνουνε, και στην Ελλάδα. Δεν κατάφερα να βρω κάτι που να μπορώ εγώ να το προσαρμόσω στα όργανά μου». Ερχόμενος στο Ηράκλειο, το είχε ξεχάσει πλέον, το είχε αφήσει το θέμα. Ερχόμενος στο Ηράκλειο, βλέπει κουδούνια κρεμασμένα απ’ το μαγαζί απ’ έξω, όπως τα βγάναν τα εμπορεύματα τότε οι εμπόροι, χτυπάει ένα-δυο, κατάλαβε ότι κάτι γίνεται εδώ πέρα. Ξεκρεμάει, του δίνει ο έμπορος από μέσα όσα ήθελε 2, 3, 5, 10 και ζήτησε να ‘ρθεί να με βρει και ήταν αυτός ο λόγος. Και με επισκέφτεται, ιδίοις όμμασι να δει τη δουλειά. Ερχόμαστε εδώ πέρα. Εγώ είχα προπαρασκευή καμωμένη σε διάφορα νούμερα, ήμουν λίγο προετοιμασμένος. Ήρθαν εδώ πέρα, μου ‘παιζε το διαπασών και μου λέει: «Θέλω αυτό τον ήχο, θέλω έτσι, θέλω αλλιώς», στο τέλος δεν πίστευε στα αυτιά του. Μου ‘στειλε το συγχαρητήριο καρτ ποστάλ από τη Ρώμη, και τις κασέτες και τις εφημερίδες, αποκόμματα που εξυμνούσαν την πρωτοτυπία αυτή με το κουδούνι. Είναι γεγονός ότι όταν μού ‘φερε την κασέτα, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τους ήχους των κουδουνιών από τον οργάνων με την εναρμόνιση που είχε μέσα. Τότε κι εγώ κατάλαβα ότι κάτι κάνω που δεν είναι εύκολο να το κάνεις. Και πήρα, έτσι, λίγο περισσότερο θάρρος ας πούμε στη δουλειά μου απάνω. Άρχισα να βλέπω κι εγώ τον εαυτό μου αλλιώς, ας πούμε, να προσέχω καλύτερα υποτίθεται. Ανάγκη από δουλειά δεν είχα, γιατί δόξα τω Θεώ πάρα πολλή υπάρχει. Τέλος πάντων, επήρε όμως διαστάσεις η δουλειά τότε, με τους τουριστικούς οδηγούς και το ένα και το άλλο, αλλά δεν υπήρχαν τα χέρια για να βγάλω εγώ παραγωγή και να καλύψω όλες τις υποχρεώσεις, όλες τις ανάγκες που παρουσιαζόνταν. Λοιπόν, αυτό το πράγμα δεν νομίζω το έχει πετύχει κάνεις μέχρι σήμερο. Το πέτυχα εγώ. αυτό δείχνει τώρα τι δουλειά ξέρουμε, τι δουλειά ξέρουμε. Εκεί έφταξα δηλαδή τη δουλειά εγώ που την παράλαβα απ’ τον πατέρα μου, με κάποιες καλές προϋποθέσεις ας πούμε και με πολύ μαστοριά απάνω ο πατέρας μου. Εδώ βρίσκομαι τώρα, στην κατασκευή, σε αυτά που έχω μάθει και ξέρω μέχρι σήμερο.

Ν.Γ.:

Και με λίγα λόγια τα στάδια που ακολουθεί για να φτάσει εκεί ποια είναι; Ας πούμε, βλέπω έχεις εδώ πέρα και φούρνο.

Ι.Χ.:

Λοιπόν ναι, τα υλικά τώρα, τι χρησιμοποιούμε, έτσι; Λοιπόν, πρώτα-πρώτα λαμαρίνες, βλέπετε αυτή που ‘ναι εδώ πέρα. Κομμάτια –μπορείς να μου δώσεις από κει απάνω δύο κομματάκια; Από αυτά, ναι, ναι. Απ’ αυτό τώρα, απ’ αυτό γίνεται αυτό. Δηλαδή, παίρνεις αυτό –Δεν ξέρω, τι έκανα μωρέ; Τα κουδούνια τι τα ‘κανα τώρα, στο αυτοκίνητο τα ‘χω; Πού τα ‘χω, δεν ξέρω. Μάλλον στο σπίτι θα τα πήγα, τέλος πάντων θα τα βρούμε. Όχι, α, μέσα είναι. Λοιπόν δώσε μου τώρα ένα μικρό, ένα μικρό, ένα πολύ μικρό, ωραία, αυτό είναι. Λοιπόν, παίρνω αυτό και κάνω αυτό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε όλα τα νούμερα, σε όλα τα κουδούνια. Παίρνουμε λοιπόν τη λαμαρίνα την οποία κάπου τη βάνουμε, γίνεται με σφυρηλάτημα με αυτά τα σφυριά. Μου δίνεις από πίσω σου ένα που είναι έτσι, έχει λίγη κούρμπα; Όποιο να ‘ναι, όποιο να ‘ναι. Ναι, αυτό. Λοιπόν, παλιά με το χτύπημα, με το σφυρηλάτημα, του κάναμε δύο εγκοπές από δω πέρα, έτσι, και αυτό το ενώναμε μετά. Και ενώνεται και τώρα. Με το χτύπημα έπρεπε να γυρίσει το κουδούνι και παράλληλα... θα μου πεις δεν είναι αρκετό, αφού το γύρισε το καλούπι ας πούμε, η φόρμα, να το κλείσουμε και τελειώσαμε; Δεν κάνουμε τίποτα, τίποτα απολύτως. Το κουδούνι, το μέταλλο πρέπει να σφυρηλατηθεί. Να διασπαστεί η μάζα, το μόριο δηλαδή, να διασπαστούν τα μόρια, να την κουμαντάρεις εσύ τη λαμαρίνα, να την κάνεις, για να μπορείς να βγάλεις τον ήχο που θες εσύ. Εάν την εκλείσεις όπως είναι, έχει μόνο τον ήχο που έχει στο μέταλλο. Αφού λοιπόν έχουμε την πίεση και μας το φέρνει μέχρι εκεί, γλιτώνουμε τα πολλαπλά χτυπήματα που χρειαζόταν για να ‘ρθει η κούρμπα και μας εμένει μόνο η διάσπαση του μετάλλου. Και κάνουμε αυτό. Το περνάμε γύρω-γύρω όλο. Αφού το περάσουμε λοιπόν όλο, όπως είναι του κάνουμε αυτό και το φέρνουμε έτσι. Τώρα αυτό το κλείσαμε. Βλέπεις, φαίνεται ανώμαλο απ' όξω κι είναι από τα πολλά χτυπήματα που έχει μέσα, και μέσα φαίνονται και όξω φαίνονται, όλα φαίνονται. Λοιπόν, έτσι γίνεται σε όλα τα κουδούνια, σε όλα. Εάν δεν σφυρηλατήσεις, δεν έκανες τίποτα. Μπορεί να το βγάλεις, να ντρέπεσαι να το κοιτάξεις από την ομορφιά του. Μα τι το θέλεις; Το κουδούνι δεν είναι να το βλέπεις, είναι να το[00:25:00] ακούς. Γιατί και η παροιμία λέει «ο λαγός κουδούνια εφόρ’γε, κι αν το φόρ’γε, ποιος τα θώρ’γε;». Ήτανε κρυμμένος. Το κουδούνι είναι να το ακούς. Αφού λοιπόν το σφυρηλατήσαμε, για τον άλφα βήτα λόγο το φέραμε εδώ πέρα, το κλείνουμε. Από δω το ποντάρουμε.

Ν.Γ.:

Δηλαδή;

Ι.Χ.:

Το πιάνουμε, το ενώνουμε από δω πέρα και πρέπει να... Από δω λοιπόν πρέπει να κολλήσει από δω, διότι... θα σου πω μετά. Τι γίνεται τώρα, από δω είναι αυτό το χερούλι, λέγεται αμπελιά, είναι από το αρχαίο άμπελις που ό,τι προεξέχει λέγεται άμπελις. Τι κάνει τώρα αυτό; Κάνουμε μία τρύπα από δω, άλλη μία από κει, περνάμε αυτό, πανομοιότυπο είναι και τ’ άλλο αλλά μήπως είναι πιο χοντρό, το βάνομε από δω, το βγάζουμε από κει και το ενώνουμε μετά. Από δω μπαίνει το λουρί και από μέσα μπαίνει το σείστρο, το γλωσσίδι ας πούμε. Κατάλαβες; Δηλαδή αυτό είναι για δύο τινά, από δω θα κρεμάσουμε το γλωσσίδι και από δω θα το κρατάμε. Αφού λοιπόν κάνουμε αυτή τη διαδικασία και βάλαμε την αμπελιά μας επάνω, αρχίζουνε οι πιο δύσκολες φάσεις της δουλειάς. Έχουμε ένα δοχείο, που μπορεί να είναι ένας κουβάς, και βάζουμε μέσα λάσπη. Μέσα στη λάσπη, γίνεται μετά, η επόμενη φάση είναι τώρα η επιχάλκωση, το κοινώς γάνωμα ωραία; Βάζουμε μέσα στον κουβά μία λάσπη την οποία την θέλουμε να είναι σε κάποια όρια, όχι πολύ σκληρή, όχι πολύ μαλακή. Μέσα στη λάσπη αυτή βάνουμε ρινίδια από χαλκό. Μέσα στο κουδούνι βάζουμε κομμάτια από χαλκό, παραδείγματος χάριν ένας κάλυκας του πιστολιού ή του όπλου, μπρούτζος, έτσι; Λοιπόν, με αυτό τον τρόπο θα γανωθεί από μέσα, αλλά πώς θα βάλουμε απάνω, να γανωθεί και από απόξω; Για αυτό βάνουμε σκόνη, αλλά για να καθίσει η σκόνη, να μπορεί να μείνει επάνω, βάνουμε και τη λάσπη, και όλα μαζί μένουν εκεί πέρα και δεν πέφτει κάτω όταν το βάνουμε στο καμίνι. Καταλάβατε τώρα πώς γίνεται η δουλειά; Θα σας το δείξω και ο ίδιος τώρα. Λοιπόν, εκτός από αυτό, μπαίνει και μία σκόνη που λέγεται βόρακας. Ο βόρακας βοηθά να καθαρίσει το μέταλλο και προπαντός να λιώσει πιο εύκολα ο χαλκός που βάζουμε μέσα. Όταν το ετοιμάσουμε και το πάμε στη φωτιά στο καμίνι, το έχουμε και έχει ανάψει πρώτα η φωτιά και το βάζουμε πάνω, Βλέπουμε, ρυθμίζουμε τη φωτιά ανάλογα με το πάχος της λαμαρίνας και βλέπουμε μέσα που κοκκινίζει και αρχίζει ο χαλκός να γίνεται σαν το νερό. Τον εκοιτάζουμε, τον επεριστρέφουμε γύρου- γύρου στο κουδούνι, γίνεται αυτοκόλληση, μετά στο τέλος κάνουμε αυτό έτσι, για να κολλήσει και από δω. Εάν δεν κολλήσει από δω πέρα ή ανοίξει, δεν βγάζει ήχο. Και για αυτό το κρατάμε από δω πέρα να μην κάνει διαστολή. Αφού το βγάλουμε έξω, το αφήνουμε και κρυώνει. Είναι μία διαδικασία εκεί πέρα, το καθαρίζουμε, διότι βγαίνει μαύρο. Ο βόρακας πού βάζουμε, η σκόνη ή η λάσπη, γίνεται κάρβουνο, μαύρο. Το οποίο το χτυπάμε, ξεφλουδίζει και φανερώνει το χρώμα του Χαλκού. Και αρχίζει μετά, βάζουμε το σείστρο, το γλωσσίδι που λέμε, σείστρο από το ρήμα σείω. Λοιπόν, είναι, και το σείστρο είναι ανάλογα με το μέγεθος. Και αυτό είναι μία λεπτομέρεια η οποία, ένα χιλιοστό να είναι πιο κοντό, πιο μακρύ, πιο χοντρό από το νούμερο που χρειάζεται, έχει διαφορά, δηλαδή εμποδίζει στον ήχο. Εκεί χρειάζεται δηλαδή, σε όλη τη διαδικασία, μέχρι να ‘ρθει η ώρα να βγάλουμε τον ήχο, χρειάζεται η λεπτομέρεια. Πολλές φορές δεν το πετυχαίνουμε, καμιά φορά δεν το πετυχαίνουμε κιόλας γιατί δεν έχουμε κομπιούτερ να μας καθοδηγούν, ας πούμε, σε αυτά τα πράγματα πάνω. Ό,τι μας εκάμει η πείρα, αλλά είναι αρκετή, τα καταφέρνουμε. Αυτό τώρα, αν θέλετε μπορώ να σας εκάμω και ένα γάνωμα, γιατί αξίζει αυτή η φάση δηλαδή, η διαδικασία της φάσης. Και μετά θα τελειώσουμε στον ήχο. Μπορούμε να σηκωθούμε λοιπόν να διοργανώσουμε το καμίνι μας και να κάνουμε–

Ν.Γ.:

Να το κάνουμε στο τέλος;

Ι.Χ.:

Τελειώνουμε, τελειώσαμε.

Ν.Γ.:

Δύο ερωτήσεις να κάνω ακόμα.

Ι.Χ.:

Εντάξει! Αν υπάρχουν ερωτήσεις, μετά τις ερωτήσεις, ναι.

Ν.Γ.:

Και στο τέλος να κάνουμε το καμίνι.

Ι.Χ.:

Ναι! Ναι!

Ν.Γ.:

Τα εργαλεία που χρησιμοποιείς έχουν διαφορετικές ονομασίες; Είναι ας πούμε–

Ι.Χ.:

Ναι! Ναι βέβαια! Όλα αυτά, αυτά είναι τα σφυριά μας. Ανάλογα. Αυτό γινότανε τα μεγάλα, γιατί έπρεπε όταν το χτυπάμε λοιπόν, το μεγάλο, όταν το χτυπάμε από αυτή τη μεριά έπρεπε να έχει όλη την ευκολία το σφυρί να φτάνει από πέρα, να μην κουτουλάει εδώ πέρα, κατάλαβες τώρα; Τα πιο[00:30:00] μικρά θέλανε πιο μικρό σφυρί, και το θέλουνε και τώρα πιο μικρό. Καταλάβατε τώρα; Αυτό φερ’ ειπείν, κάνουμε αυτό ή τα πιο μικρά. Λοιπόν, είναι τα σφυριά, τα βασικά είναι το σφυρί, η πένσα, η τανάλια. Γιατί βάνοντας τώρα την αμπελιά από μέσα, κάνει χείλια η τρυπούλα που θα κάνουμε. Το πιάνουμε μετά με τη μέγγενη αυτή, ας πούμε, με την τανάλια, και το σφίγγουμε, να μην κουνάει όταν θα μπει στη φωτιά. Γιατί αν κουνάει και κάνει πέρα πώδε δεν θα κολλήσει. Αυτό... χρειάζονται απλά, συμβατικά εργαλεία δηλαδή. Χρειάζεται, ο ζομπάς, αυτό που λέμε, αυτό, για να το τρυπήσουμε. Αυτό είναι ένα εργαλείο, όσο και αν φαίνεται, ας πούμε, ότι είναι μια λίμα η οποία είναι άχρηστη, για μας είναι ένα εργαλείο. Γιατί το χτυπάμε από δω, το χτυπάμε από εκεί, βγάνουμε τις τρυπούλες. Εντάξει; Όπως και αυτό, είναι και αυτό ένα εργαλείο, γιατί σε αυτό το κουδούνι, στο μικρό, σε αυτό που θα φτιάξουμε τώρα, σε αυτό είναι λαμαρίνα και πρέπει να είναι, η τρύπα να είναι και αυτή πλακωτή. Και έχουμε αυτό. Ενώ στα άλλα που είναι στρογγυλή έχουμε τα άλλα που είναι πιο στρογγυλό.

Ν.Γ.:

Αυτό; Λέγεται και αυτό... Πώς λέγεται αυτό;

Ι.Χ.:

Αυτό;

Ν.Γ.:

Το εργαλείο.

Ι.Χ.:

Το ίδιο λέγεται και αυτό, ζομπάς λέγεται, ζομπάς. Αλλά με τη διαφορά ότι είναι πλακωτός και όχι στρογγυλός. Έτσι λέγονται αυτά. Τώρα αν έχουν καμία άλλη ονομασία αλλού, εμείς έτσι τα λέμε. Φυσικά το μέτρο είναι απαραίτητο ανά πάσα στιγμή και ώρα στα νούμερα και καμιά φορά που το μετράμε να κάνουμε την εγκοπή στη μέση, ας πούμε, εδώ πέρα το μετράμε, μήπως είναι αυτό πιο κοντό ή μήπως είναι πιο μακρύ. Έτσι. Και φυσικά το αμόνι πάνω, που είναι απαραίτητο το αμόνι. Ένα αμόνι κανονικό, γιατί πρέπει να είναι και το αμόνι διαμορφωμένο, να μπορείς να κάνεις τη δουλειά που χρειάζεται. Δηλαδή αν δεν έχει τρύπα εκεί πέρα πώς θα βγάλεις την τρύπα με το άλλο; Εδώ πέρα τώρα που θα το χτυπήσουμε, θα δεις, αν δεν είναι διαμορφωμένο έτσι το αμόνι, δεν μπορείς να βγάλεις ήχο από εδώ πέρα, δεν μπορείς δηλαδή να κάνεις το αυλάκι που χρειάζεται από εκεί που βγαίνει η φωνή. Είναι διαμορφωμένα και τα αμόνια στις ανάγκες της κατασκευής. Αυτά είναι, συμβατικά εργαλεία, μικρά, κοινά εργαλεία είναι.

Ν.Γ.:

Επίσης, θέλω να μου πείτε, είπατε πριν ότι κάθε κουδούνι που έχετε εδώ πέρα είναι για συγκεκριμένο ζώο.

Ι.Χ.:

Μάλιστα, ναι. Λοιπόν

Ν.Γ.:

Να ακούσουμε το– 

Ι.Χ.:

Πρώτα-πρώτα, θα μου δώσεις τα μακρουλά όλα. Ναι, και τα δύο. Και το άλλο, έχει και άλλο ένα μακρουλό εκεί πέρα, εδώ, εδώ κάτω. Αυτό. Λοιπόν, ξεκινούμε τώρα. Έχει κι άλλο, πιο μεγαλωπό από μέσα από αυτό. Έχει δυο-τρία, βρες μου ένα. Ναι. Λοιπόν, ξεκινούμε τώρα από τα κατσίκια. Όταν σακάσουμε από τη μάνα και πάρουμε το ρίφι, όταν είναι μικρό, του βάζουμε αυτό. Όταν μεγαλώσει λίγο, του βάζουμε το πιο μεγάλο. Διαφορά! Και φτάξαμε στις κατσίκες. Και βάζουμε αυτό. Τώρα, εδώ πέρα, καλά, γιατί το βάνουμε μόνο στις κατσίκες και δεν το βάνουμε στο πρόβατο; Γιατί έχει διαφορετικό ήχο το κουδούνι της κατσίκας από το πρόβατο, διότι είναι το ραντάρ του κτηνοτρόφου. Να ξέρει ο κτηνοτρόφος πού είναι οι κατσίκες και πού είναι τα πρόβατα, από τις φωνές. Ένας καλός βοσκός ξέρει όλα τα κουδούνια του. Τις φωνές τις έχω κάνει εγώ. Υπάρχουν και κάποιες φωνές ας πούμε, επάνω στα βουνά, το βασικό δεν είπαμε, ότι πάνω στα βουνά τα ζώα είναι ελευθέρας βοσκής. Και πάνε αγέλες-αγέλες, 10, 15, 20. Εκεί λοιπόν χρειάζεται ένα διακριτικό κουδούνι και ας είναι και πολύ διαφορετική φωνή του από τα άλλα ο ήχος του δηλαδή, γιατί με αυτό το κουδούνι ξέρει ο βοσκός ότι εκεί είναι 15 αίγες ας πούμε. Δεν ακούω το κουδούνι, πρέπει να ψάξω, διότι κοντά στο 1 κουδούνι είναι 15 κομμάτια ζώα, κατάλαβες. Λοιπόν, το βασικό δεν είπαμε, τη χρεία του κουδουνιού, με «ει». Το κουδούνι είναι το ραντάρ του κτηνοτρόφου. Είναι απαραίτητο στο κοπάδι απάνω. Και ελευθέρας βοσκής, και σε κάποια [00:35:00]που είναι σε περιφράξεις μέσα, μεγάλες όμως, όπως είναι τα πρόβατα, και ας είναι και πιο ήπιο ζώο το πρόβατο, και αυτό χρειάζεται. Και θα σου εξηγήσω. Λοιπόν, πάνω στα βουνά που είναι ελευθέρας βοσκής τα ζώα, ο κτηνοτρόφος τα ελέγχει με το κουδούνι. Υπάρχει και το διακριτικό του αρχηγού, που είναι ο τράγος, διακριτικότατο κουδούνι. Όταν στο βουνό ανεβείς μία πρωινή, να μην έχει δώσει ο ήλιος ακόμα, αυγή, είναι όλα τα ζώα –το καλοκαίρι συζητούμε τώρα–, είναι όλα τα ζώα κείτονται χαμέ στο έδαφος και κάποια στιγμή θα σηκωθούν να πάνε για τροφή. Δεν ακούς κανένα κουδούνι και κανένα ζώο να σηκωθεί. Πρώτα θα ακούσεις τον τράγο να σηκωθεί, να ξετιναχτεί, να χτυπήσει το κουδούνι ο αρχηγός, και μετά πέντε λεπτά θα ακούσεις ένα από δω ένα από εκεί, ένα από την άλλη μεριά ότι είναι ώρα για έγερση. Εάν τώρα ο βοσκός πάει να κατεβάσει το κοπάδι για να το αρμέξει ή για να το ποτίσει, βγαίνει στο βουνό απάνω, σφυρίζει, καταλαβαίνουν τα ζώα ότι θα τα πάρει να τα πάει να τα ποτίσει. Ακούνε όλα από γύρω-γύρω από 1.000 μέτρα ακτίνα, ακούνε όλα του αρχηγού, που πολλές φορές δεν είναι ένας, είναι και 3 και 4 και 5, αλλά είναι με διακριτικό τα κουδούνια πολύ μεγάλα, ακούνε που είναι του αρχηγού το κουδούνι, ώπα! Και μαζεύονται. Και πάνε όλα από πίσω του. Γι' αυτό τους λένε και προσταρότραγους, γιατί πάνε μπροστά. Εάν δηλαδή ο αρχηγός δεν έχει κουδούνι, δεν μπορεί κοπάδι να μαζευτεί και να οδηγηθεί να πάει εκεί που θέλει ο κτηνοτρόφος. Είναι τα ζώα τα ατίθασα, προπαντός οι κατσίκες, οι οποίες πηδούνε φράχτες τεράστιους και πάνε και τρώνε ελιές, και τρώνε σπαρτά και πολλά άλλα πράγματα, κάνουνε ζημιές δηλαδή. Εάν της βάλεις κουδούνι δεν ξαναπάει, γιατί κατάλαβε ότι της έβαλες, τα τσιπ, που βάζουμε σήμερα εμείς, τα μικρτοτσίπ που βάζουμε εμείς στα σκυλιά, και θα μας βάλουνε και εμάς κάποια μέρα. Λοιπόν, ή αν πάει, θα της βάλουνε τον σκύλο θα τη γαβγίζει, θα τη δαγκάσει λίγο, δεν ξαναπάει πια. Και έτσι γλιτώνει από την έγνοια αυτή ο κτηνοτρόφος. Είχαμε και ένα άλλο πολύ σημαντικό –καταγραμμένα είναι βέβαια όλα–, είχαμε και ένα άλλο άξιο μνείας από ένα πρόβατο. Πονηρό το πρόβατο, πάρα που είναι έτσι αγαθό, κατέβαινε τη νύχτα και έτρωγε τα σπαρτά. Αλλά ήταν τόσο πονηρό που έτρωγε και έφευγε. Λέει: «Πρέπει να του βάλουμε ένα μεγάλο κουδούνι να το παρακολουθούμε, γιατί θα μας επάει στο δικαστήριο». Του βάζουν λοιπόν ένα κουδούνι και λέει: «Πού θα πάει τώρα; Εντάξει». Δεν ακούσαν το κουδούνι, λέει: «Δεν κατέβηκε», αλλά το σπάρτο ήτανε φαγωμένο. Τί έγινε; Το παρακολουθήσαν και τί έκανε; Μάγκωνε το κουδούνι στο λαιμό του από κάτω, έτσι, για να μην ακούγεται την ώρα που πήγαινε να κάνει τη ζημιά. Ο μεν τράγος βέβαια, είναι και αρχηγός και είναι και εγωιστής έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα. Ένα παιδί από την Καστοριά κάποτε υπηρετούσε εδώ πέρα στρατιώτης –για το πόσο χρειάζεται τώρα το κουδούνι έτσι;– και είδε τα κουδούνια εδώ πέρα και λέει: «Πού τα φτιάχνουν αυτά;» λέει. «Εδώ πέρα;». Καμία σχέση βέβαια με αυτά που κάνουν απάνω οι βλάχοι. Και ήρθε και με βρήκε, του κάνα δύο πολύ μεγάλα. Τα πήρε, πήγε στην πατρίδα του, τα ‘βαλε στα τραγιά του επάνω. Και το είδαν οι βλάχοι και του κλέψανε το ένα. Το αποτέλεσμα ξέρεις ποιο ήτανε; Ότι ο τράγος ψόφησε από τη λύπη του. Άλλο περιστατικό. Κουρεύανε τα ζώα στη μάντρα μέσα, το καλοκαίρι, το Μάϊο μέσα, και τους βγάλανε τα κουδούνια για να τα μπορούν να τα κουρέψουν καλύτερα. Και μετά τα διώξανε από την μάντρα. Οι τράγοι δεν φεύγανε, μόνο ήταν έτσι, το κεφάλι κάτω. «Μας εφταρμίσανε» λένε τώρα αυτοί που ήταν εκεί γύρω-γύρω. «Τι έχουν; Αφού τα ζώα φύγαν όλα». Σκέφτεται κάποιος, λέει: «Κακομοίρηδες, δε βάλαμε τα κουδούνια πάνω στους τράγους». Βάνουνε τα κουδούνια και παίζουνε ένα σάλτο και φεύγουνε οι τράγοι. Κάποτε κλέψανε από ένα βοσκό εδώ πέρα όλα τα κουδούνια. Εγώ ερχόμουν από κάτω από ένα μέρος, από το παραθαλάσσιο μας, από τον Ξερόκαμπο, χωρίς να το ξέρω. Και βλέπω τα πρόβατα και ήτανε έτσι, είχαν σκυμμένα, σαν να τους είχες ρίξει ζεματιστό νερό. Αλλά κυκλοφορούσε ότι υπάρχει μία ασθένεια που πιάνει τα ζώα και λέω: «Του κακομοίρη του Γιάννη, έπιασε φαίνεται η αρρώστια τα πρόβατά του». Και το αποτέλεσμα είναι ότι τους είχανε πάρει τα κουδούνια και τα ζώα είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, είχανε χάσει τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν γίνεται κοπάδι χωρίς κουδούνια, είναι απαραίτητο.[00:40:00] Γι' αυτό έχουμε βγάλει ένα βιβλίο, ανέκδοτο είναι –έχω τα κείμενα στο σπίτι άμα θες να στα δείξω– και του έχουμε δώσει αυτή, εγώ δηλαδή έχω δώσει αυτή την ονομασία απέξω: «Κουδούνι: Η φωνή του βουνού, το ραντάρ του κτηνοτρόφου». Δηλαδή, όσο για το πόσο χρειάζεται το κουδούνι και για τον καλό ποιμένα τώρα, που γνωρίζει τους ήχους των κουδουνιών. Εδώ κάποιος μακαρίτης είναι τώρα, ήταν εδώ πέρα σε ένα κτήμα και είχε το κοπάδι του, αλλά καμιά φορά τα λουριά κόβονται και τα χάνουνε τα κουδούνια τα ζώα. Είχε λοιπόν ένα πολύ μεγάλο κουδούνι, το οποίο ο τράγος κάπου μπέρδεσαι ας πούμε, έσκισε το λουρί και έπεσε κάτω το κουδούνι. Είχανε περάσει τέσσερα χρόνια. Κάποια στιγμή καθόταν απ' έξω από το σπίτι, απέναντι κάμπος ήτανε και απέναντι πλαγιά, και ήτανε δύο κυνηγοί. Και μία στιγμή, είδανε το κουδούνι αυτοί, το βρήκανε κάπου πεσμένο, και το χτύπησαν, έτσι να δούνε εάν ήτανε καλό, αν είχε χώμα μέσα, ξέρω 'γω τι. Το χτυπούνε δυο-τρεις φορές και ακούει τη λαλιά ο άλλος από 500 μέτρα, 700 και λέει: «Το κουδούνι μου είναι αυτό». Όταν εκατεβήκανε οι κυνηγοί κάτω τους ρώτα: «Ρε παιδιά ελάτε από δω -καλά παιδιά, και οι δύο από δω-, εσείς βρήκατε το κουδούνι εκειά πέρα και το παίξατε;». Λέει: «Ναι, εμείς!». «Έχει ένα σημάδι στην άκρη εδώ -έδειξε ένα σημείο-, και είναι δικό μου. Το κοιτάζουνε, λέει: «Ναι». Λέει: «Καλά, πώς το ξέρεις;». Λέει: «Το γνώρισα από τη φωνή», μετά από τέσσερα χρόνια. Και πάρα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός περιστατικά. Ένας καλός βοσκός ξέρει τα κουδούνια απέξω, ξέρει που βρίσκονται ανά πάσα στιγμή τα ζώα. Ένας κακός πρέπει να τα βάλει μέσα να τα μετρήσει. Τεράστια η διαφορά δηλαδή. Αυτό τώρα, τι γνώμη έχετε σχηματίσει με το κουδούνι μέχρι τώρα, μπορείτε να το αξιολογήσετε και εσείς ας πούμε. Πώς είναι η χρεία του και πολύ περισσότερο το καλό κουδούνι. Για αυτό εμείς έχουμε προσπαθήσει και κάνουμε ήχους πάνω στα κουδούνια όσο μπορούμε διαφορετικούς, για να βοηθούμε και τους ίδιους τους κτηνοτρόφους να είναι το ραντάρ του πιο τέλειο.

Ν.Γ.:

Αυτό εκεί το μεγάλο είναι για τράγο;

Ι.Χ.:

Αυτό ναι, λέγεται, ο τράγος το παίρνει, το σχήμα το μεγάλο του τράγου είναι αυτό, έτσι, σε αυτό το στιλ. Να το δείξουμε, μάλλον αυτό που είναι και πιο μεγάλο, τρεις φορές τόσο. Αλλά είναι και το τραγόλερο, το οποίο δεν το βάνουμε. Αυτό το κουδούνι στον τράγο μπαίνει έτσι, αυτό μπαίνει δίπλα για να πηγαίνει ο ήχος πιο μακριά, δηλαδή να τραβάει η φωνή, να τραβάει, να μην κάθεται δηλαδή απάνω στο στήθος του τράγου. Είναι κάποιες λεπτομέρειες αυτές τις οποίες ξέρουν οι τσοπάνηδες καλύτερα. Και γενικά είναι μία συναυλία τα κουδούνια. Είναι και η ομορφιά. Δηλαδή, κανείς λέει δεν σταμάτησε να καμαρώσει πρόβατα ή κατσίκες, αλλά σταμάτησε να ακούσει τα κουδούνια. Πολλά βέβαια κόλπα κάνουν οι κτηνοτρόφοι μας για να δούνε αν είναι το κουδούνι καλό ή κακό. Διότι, οι τσοπάνηδές μας απάνω στην Ήπειρο ας πούμε είναι μαθημένοι σε ένα στιλ κουδουνιών ας πούμε, έτσι; Δεν ξέρουν τα άλλα. Κάποια στιγμή θα βρεθούνε τα δικά μου εκεί πέρα. Έχει μία δυσφορία να το πάρει. Μα είναι καλό ή δεν είναι. Ναι, φαίνεται καλό, αλλά και πόσο θα κρατήσει; Τέλος πάντων. Κάποιος από δω πέρα, μακαρίτης είναι τώρα, ήταν από τη Λάρισα, βλάχος, και το καλοκαίρι πήγαινε πάνω στη Σμίξη, στη Σαμαρίνα. Είχε πάρει καμιά τριανταριά κουδούνια από μένα από δω πέρα τα κάνει δώρο εκεί πέρα στους δικούς του. Και μία Κυριακή μετά την εκκλησία, βγήκαν έξω σε ένα πλάτανο από κάτω, που είχε νερά, που είχε γούρνες. Ώπα, και πάει και φέρνει τα κουδούνια και τα χτυπά. Τα βλέπουνε γύρω γύρω, τα ακούγανε πρώτη φορά: «Τι είναι αυτά;». Μαζεύονται όλοι εκεί πέρα, βλέπουν τα κουδούνια, τα χτυπά ο ένας, τα χτυπά ο άλλος: «Μου δώνεις ένα; μου δίνεις και εμένα;». «Αυτά είναι δώρο -λέει- δεν δίνονται». Ένας ηλικιωμένος τσομπάνος καθότανε δίπλα, άφησε τώρα όλους τους άλλους και τα είδανε και τα χτυπήσανε και τα καμαρώσανε, και πήγε και αυτός να κάμει το δικό του τεστ, να δει αν το κουδούνι πραγματικά αυτό είχε μέλλον. Και τι έκανε; Όπως ήτανε η γούρνα με το νερό και πάει και το βάζει μέσα και μετά το βγάζει απάνω και το χτυπάει. Λέει: «Αυτό είν’ κουδούν». Να δεις τι μεταχειρίστηκε. Δηλαδή εμείς έχουμε πάλι, εγώ τώρα, θα το δείξω μετά εκεί, με τι τρόπο βρίσκω αν η φωνή είναι αυτή ή δεν είναι. Δε μου το δείχνει κάνεις, έχουμε ένα τρόπο και το δείχνουμε. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι που εγώ ίσως το ξέχασα, αν και καλύφθηκα, τα βασικά τα καλύψαμε. Αλλά μπορώ να σας κάνω και κάτι ας πούμε, τα βασικά.[00:45:00]

Ν.Γ.:

Καμιά άλλη ιστορία τέτοια, όπως αυτές που διηγηθήκατε τώρα, αν σας έρχεται στο μυαλό. Με βοσκούς ή με τέτοια περιστατικά;

Ι.Χ.:

Ίσως υπάρχουνε πάρα πολλά, αλλά δεν ερεύνησα ποτέ μου, απλώς τα άκουγα και εγώ. Δηλαδή από αυτόπτες μάρτυρες. Όχι μου το ‘πε ένας που τ’ άκουσε από κει ή από την άλλη μεριά. Υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά και το βασικό είναι αυτό που κάνουνε και τους αλλάζουνε τις φωνές, αυτοί που θα τα κλέψουνε, το βασικό αυτό, που δεν μπορεί να τα γνωρίσει ο άλλος. Και μπορεί να λέει αυτός ότι «Εσύ μου έκλεψες το κουδούνι». Ε, πούν’ το; Δεν είναι. Πρέπει τώρα να γυρίζεις στα βουνά να βλέπεις και δεν είναι εύκολο πράγμα να το γνωρίσεις από τη φάτσα, γιατί περίπου είναι τα ίδια. Εδώ είναι η φωνή. Εκεί είναι που σταμάτα ο άλλος να ψάχνει. Αυτό είναι ένα από τα βασικά. Τώρα, για άλλα περιστατικά με τα κουδούνια πάνω δεν ξέρω, δεν ξέρω ή δεν έρχεται στο μυαλό μου. Αλλά νομίζω ότι αυτά τα λίγα τα ανέκδοτα περιστατικά από τις διηγήσεις αυτές των κτηνοτροφών, ότι είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς ότι και τα ζώα έχουν πονηριά και τα ζώα έχουν εξυπνάδα και ότι το κουδούνι είναι το φακέλωμά του ας πούμε. Δεν μπορεί το ζώο να πάει να κάνει πολλά πράγματα, κακές πράξεις δηλαδή. Ακόμα και τα πρόβατα που είναι αγαθά και είναι πιο εύκολα, και αυτά τους βάζουνε κουδούνια, γιατί ακούγοντας τα κουδούνια, το ένα με το άλλο είναι μαζεμένα. Δεν απλώνουνε να τα γυρεύει από πολύ μεγάλη απόσταση ο κτηνοτρόφος, κατάλαβες τώρα; Όλα δηλαδή παίζουν ένα ρόλο. Αλλά περισσότερο, ο μεγαλύτερος ρόλος είναι στο καθένα. Στο αρνί άλλο ήχο, στο ρίφι άλλο ήχο, στο ζιγούρι άλλο ήχο. Αυτό είναι το το πιο βασικό. Αυτό δηλαδή είναι το πρώτο και το πιο βασικό, στο κουδούνι απάνω και στον κτηνοτρόφο.

Ν.Γ.:

Και αυτά είναι, κάποια για πρόβατα από αυτά;

Ι.Χ.:

Αυτά, δώσε μου από μέσα, σε αυτό το στιλ όσα βρεις 2-3 είναι νομίζω. Ναι. Λοιπόν αυτό είναι τώρα, αυτό είναι το πιο μεγάλο του προβάτου, είναι το ίδιο. Αυτό λοιπόν τώρα, είναι ο ήχος βγαλμένος. Εδώ δεν είναι ακόμα. Αυτό δεν είναι και ότι καλύτερο, γιατί είναι από μία άλλη λαμαρίνα και δεν θα μπορώ να το συγκρίνω εγώ με τον ήχο που είναι πολύ καλύτερος σε αυτό. Λοιπόν εδώ τώρα, εδώ πέρα είναι και αυτό για πρόβατο. Αυτό είναι για μαρόπι, για νέο πρόβατο δηλαδή, που έχει χρονιάσει. Αυτό είναι τώρα για μεγάλο. Αυτό τώρα, τι ήθελα να πω τώρα; Βλέπεις, έχει μία πιο μπάσα φωνή. Αυτό το λένε ξερόχτυπο, ακούγεται από πιο μακριά και οι περισσότεροι τα θέλουν έτσι. Αλλά δεν μπορεί να γίνουν όλα ας πούμε, γιατί πρέπει να είναι όλες οι φωνές μέσα, να είναι η συναυλία πιο τέλεια. Αλλά εδώ εγώ θα σας δείξω τώρα, θα σε δείξω τον ήχο. Εδώ πέρα τώρα έχουμε κατσίκα. Εδώ έχω πρόβατα. Δηλαδή τόσο οφθαλμοφανές είναι, τόσο άνετα ας πούμε μπορείς να ελέγξεις το κοπάδι σου, γιατί έχει μεγάλη διαφορά η φωνή του προβάτου από την κατσίκα, μεγάλη. ‘Όπως και αυτό το τραγόλερο για το κριάρι. Γιατί βάζουνε και στην κατσικά τέτοιο, βάζουνε, στις δυνατές κατσίκες βάζουνε. Αυτό δε θα το βάλουμε σε κατσίκα ποτέ, θα το βάλω σε τραγόπουλο. Διαφορετικοί ήχοι, οι οποίοι... έχουν και το εξής χαρακτηριστικό τα κουδούνια που φτιάχνω εγώ. Δεν χαλάει ποτέ. Εκτός και σπάσει από πουθενά ή το χτυπήσουνε. Για να αλλοιωθεί η φωνή, ή θα χαλάσει το γλωσσίδι, δηλαδή από τον χρόνο θα φθαρεί, ή θα περάσει 15-20 χρόνια, αυτά που κάνω εγώ.

Ν.Γ.:

Και τι μέταλλο είναι;

Ι.Χ.:

Όλα είναι από λαμαρίνες, όλα είναι από λαμαρίνες. Κοινές λαμαρίνες, έτσι λέγονται αυτές.

Ν.Γ.:

Θα θέλατε να πείτε κάτι για να κλείσουμε τη συνέντευξη, τελευταίο;

Ι.Χ.:

Πιστεύω τα κάλυψα όλα. Τώρα αν εσείς έχετε καμία απορία, αν έρχεται στο μυαλό ή αν τη θυμηθούμε αργότερα. Αλλά προς το παρόν θα σας δείξω δύο φάσεις, τις πιο βασικές της δουλειάς. Το γάνωμα, κοινώς γάνωμα, την επιχάλκωση, και το τελευταίο που είναι ο ήχος. Θα αρχίσω λοιπόν για να δείτε από δω πέρα.[00:50:00] Και αυτό είναι εργαλείο. Το βάνω στην τρυπούλα, πιάνω ένα σφυρί. Γιατί αυτά που κάνω εδώ πέρα δεν θα τα δείτε πουθενά. Και επειδή δεν θα τα δείτε πουθενά, γι' αυτό και εγώ θα προσπαθήσω να σας δείξω κάποια πράγματα να τα ξέρετε. Τώρα, μετά από εξήντα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά απάνω, έχω μάθει πολλά. Έχω βάλει πολλά λιθαράκια στη δουλειά απάνω. Καλό θα ήτανε να βρισκόταν και κανείς να πάρει τη σκυτάλη από μένα, η παράδοση να μη χαθεί και σε αυτά τα μυστικά που ξέρω πάνω στο κουδούνι. Και γι’ αυτό κάθε στιγμή λέω: «Κρυφό καημό ‘χω μέσα μου που δεν μπορεί να σβήσει, γιατί δεν βρίσκεται κανείς να με αντικαταστήσει».

Ν.Γ.:

Ευχαριστούμε πολύ!

Ι.Χ.:

Κι εγώ.