© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ακόμα ψάχνουν τον λόγο για τον οποίο κάθε μέρα ξυπνάνε»: Ο ράπερ Anser αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
11829
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Γιαννακόπουλος (Ι.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2020
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Ασημακοπούλου (Γ.Α.)
Γ.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Γ.:

Ονομάζομαι Γιάννης Γιαννακόπουλος. Το καλλιτεχνικό όνομα είναι Anser.

Γ.Α.:

Είναι Τρίτη 14 Ιουλίου 2020, είμαι με τον Γιαννακόπουλο Γιάννη, βρισκόμαστε στη Σπάρτη. Εγώ ονομάζομαι Ασημακοπούλου Γιούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Γιάννη, για τους φίλους της ραπ είσαι ο Anser –όπως είπες και πριν–, κατά κόσμον Anser. Πού γεννήθηκες, πότε γεννήθηκες, με συγχωρείς, και πού μεγάλωσες;

Ι.Γ.:

Γεννήθηκα τον Αύγουστο του ’83 στη Σπάρτη και μεγάλωσα μέχρι τα 18 μου στη Σπάρτη.

Γ.Α.:

Πρόλαβες το κρυφτό, το ποδόσφαιρο στις αλάνες; Μπορείς να μοιρασθείς αναμνήσεις από την παιδική και εφηβική ηλικία;

Ι.Γ.:

Υπάρχουνε πάρα πολλές αναμνήσεις από όλα αυτά. Γενικά την εποχή που μεγάλωσα ήτανε όλα... Τα παιδιά ζούσαν πιο ελεύθερα από ό,τι είναι σήμερα. Περνούσαν περισσότερο... Περνούσαν περισσότερο χρόνο στις γειτονιές τους ή στα χωριά τους. Η Σπάρτη ήτανε μία πόλη, η οποία είχε… Ενδείκνυται για τέτοιες δραστηριότητες και είναι πολύ κατάλληλη πόλη για να μεγαλώσει ένα παιδί. Εγώ σίγουρα αυτά που θυμάμαι, θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα, αλλά αυτό που θυμάμαι περισσότερο ήταν η ελευθερία που είχαμε και ότι ό,τι και να κάναμε δεν υπήρχε φόβος ούτε από την πλευρά μας, αλλά ούτε και από την πλευρά των γονιών μας. Οπότε και από εκεί έρχεται η ελευθερία που είπα πριν. Πάρα πολλές ώρες βόλτες με τα ποδήλατα, πάρα πολλές ώρες ποδόσφαιρο, πάρα πολλές ώρες με  παιχνίδια με τους φίλους μας και τους συμμαθητές μας. Αυτά.

Γ.Α.:

Ορμώμενη από αυτό που είπες, είχαμε άγνοια κινδύνου, άγνοια φόβου; 

Ι.Γ.:

Είχαμε και άγνοια κινδύνου, αλλά σίγουρα και μία μικρή επαρχιακή πόλη, όπως η Σπάρτη, ήτανε και πιο ασφαλές πόλη από ένα μεγάλο αστικό κέντρο.

Γ.Α.:

Γιάννη, κάθε γενιά έχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες και εικόνες. Πώς θα χαρακτήριζες τη δικιά σου γενιά των 35+;

Ι.Γ.:

Είναι αναλόγως την ηλικία. Αναλόγως την ηλικία που βρέθηκε, που βρεθήκαμε, δηλαδή, ότι στα, όπως σου είπα πριν, στα παιδικά μας χρόνια ήμασταν πιο ελεύθεροι, είχαμε περισσότερη επαφή με τη φύση, με τον κόσμο γύρω μας, με το, με τα χωριά μας, με τις γειτονιές μας. Αργότερα, όταν, προς την εφηβεία, ήμασταν η πρώτη γενιά που άρχισαν να μπαίνουνε τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στο σπίτι, οπότε ήρθαμε σε επαφή και μ’ αυτό –μ’ αυτό δηλαδή που ζουν σήμερα τα νέα παιδιά πιο έντονα–, στα αρχικά του στάδια βέβαια. Στη… Μεγαλώνοντας είχαμε τα πρώτα κινητά, ήμασταν η γενιά που μας ήρθαν τα κινητά επίσης σε εφηβική ηλικία. Οπότε οι εικόνες που πήραμε ήτανε πάρα πολλές, δεν ήτανε, έχουμε τη σύγκριση του να μεγαλώνουμε με την τεχνολογία και χωρίς την τεχνολογία.

Γ.Α.:

Είσαι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλω να μου πεις αν σκέφτηκες να ακολουθήσεις το αντικείμενο των σπουδών σου.

Ι.Γ.:

Όταν ξεκίνησα τις σπουδές μου, είχα σκοπό να το ακολουθήσω. Μένοντας στη Σχολή, διαβάζοντας, παίρνοντας μαθήματα, βλέποντας πώς εξελίσσεται το μέλλον, πιάνοντας αργότερα δουλειά ενώ ήμουνα φοιτητής, κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα δεν ήταν για μένα. Και βέβαια οι γνώσεις που πήρα ήταν πολύ σημαντικές και γενικά οι γνώσεις που παίρνεις από το πανεπιστήμιο, από τον τρόπο σκέψης που τον αναβαθμίζεις, αν θες να σ’ το πω έτσι. Όλα αυτά σε βοηθάνε στη ζωή σου, αλλά ποτέ δε σκέφτηκα ότι θα ήθελα ν’ ασχοληθώ επαγγελματικά μ’ αυτό που σπούδασα. Αυτό έγινε, όπως σου είπα, αργότερα, πήρα την απόφαση αργότερα, όχι εξαρχής, δηλαδή δουλεύοντας, μπαίνοντας μέσα στην αγορά εργασίας, κατάλαβα ότι δεν ήθελα να είμαι, να δουλέψω κάπου σ’ ένα γραφείο και να κάνω κάτι ανάλογο. Κατάλαβα ότι είχα φτιαχτεί –μέσα μου έτσι θεώρησα–, ότι ήμουνα για κάτι άλλο. Και αυτό προσπαθώ να κάνω μέχρι και σήμερα.

Γ.Α.:

Πότε επιστρέφεις στη Σπάρτη;

Ι.Γ.:

Επέστρεψα τον Σεπτέμβριο του ’10, έτσι στα πρώτα χρόνια της κρίσης, γιατί τα πράγματα ήτανε πολύ πιο δύσκολα τότε στην Αθήνα. Θεώρησα ότι στη Σπάρτη υπήρχε ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Δεν είχα, δεν δυσκολεύτηκα πολύ να πάρω αυτήν την απόφαση και νομίζω ότι ήτανε και για καλό, για προσωπικό μου όφελος σίγουρα.

Ι.Γ.:

Πάμε στο είδος της μουσικής για το οποίο είσαι ευρύτερα γνωστός. Από πότε άκουγες ραπ;

Ι.Γ.:

Η ραπ μουσική είναι κατ’ αρχήν, είναι η μουσική της hip hop κουλτούρας. Το hip hop είναι κουλτούρα, ραπ είναι η μουσική της hip hop. Γιατί υπάρχει αυτή, αυτός ο διαχωρισμός. Εγώ γενικά ήρθα σε επαφή μ’ αυτήν τη μουσική στα 13 μου περίπου, 13 με 14, εκεί το ’97, αν θυμάμαι καλά. Πρώτα σε επαφή με ξένους δίσκους, με ξένα συγκροτήματα και αργότερα με ελληνικά. Τα ελληνικά μπορώ να σου πω ότι με επηρέασαν πιο πολύ για να μείνω εκεί, γιατί καταλάβαινα καλύτερα τους στίχους, με μεγαλύτερη ακρίβεια, και γιατί ήταν και πιο κοντά στην πραγματικότητα που ζούσα τότε. [00:05:00]Έκτοτε, βασικά, ενώ ήρθα σε επαφή με πολλά είδη μουσικής, αυτό ήτανε νομίζω και το, αυτή η μουσική που ακολούθησα, ήταν αυτή που μου έκανε το κλικ και άρχισα, την έψαχνα πιο πολύ και την έψαξα σε πάρα πάρα πολύ μεγάλο βάθος και αργότερα ξεκίνησα και εγώ σιγά-σιγά να κάνω τα δικά μου πρώτα βήματα.

Γ.Α.:

Τι άλλα είδη μουσικής άκουγες;

Ι.Γ.:

Τα πάντα. Δηλαδή άκουγα και ελληνική μουσική και παραδοσιακή μουσική και pop μουσική και punk άκουγα και, άκουγα σχεδόν, πάρα πολλά και ελληνικό rock και ξένο rock τότε, και metal άκουγα. Πέρασα από πολλά είδη μουσικής. Απλά όλα είχανε μία θέση στη δισκοθήκη μου τότε, γιατί είχα δίσκους από πάρα πολλά είδη, αλλά πιο πολύ, πιο πολύ, όπως σου είπα πριν, ήταν η ραπ μουσική, η οποία με κέρδισε. Ακόμα και σήμερα δηλαδή ακούω πολλά είδη μουσικής, απλά πλέον θα ακούσω πιο επιλεγμένα πράγματα και πράγματα δεν θα τα ψάξω εγώ ο ίδιος, θα είναι πράγματα τα οποία θα μου προτείνουν φίλοι μου.

Γ.Α.:

Είπες στην ηλικία των 13-14 ήρθες σε επαφή με το είδος της hip hop. Αναρωτιέμαι αν οι δολοφονίες παγκοσμίου φήμης Αμερικανών ράπερ, όπως του Tupac, του Notorious Big, αν είχες ακούσει τις ειδήσεις αυτές και, αν ναι, αν σε επηρέασαν όντας σε μια εφηβική ηλικία, ώστε να ψάχνεις περισσότερο αυτό το είδος μουσικής.

Ι.Γ.:

Όχι αυτές έγιναν και αργότερα, δεν έγιναν τότε, αλλά νομίζω ότι όχι, δε με επηρέασαν καθόλου. Δεν ήταν, δεν υπήρχε τότε αυτή η πληροφορία που υπάρχει σήμερα ούτε υπήρχε αυτή η, η –πώς να σ’ το πω–, αυτό το, αυτή, το εύρος των πληροφοριών. Δεν τα ξέραμε εμείς τότε αυτά τα πράγματα. Αυτά τα μάθαμε στην πορεία και πιο πολύ τα ψάξαμε μεγαλώνοντας, που ψάξαμε δηλαδή την ιστορία της μουσικής, στην οποία υπάρχουν και αυτές οι δολοφονίες που λες, γιατί ήταν πολύ σημαντικές. Γιατί τότε ο Tupac και ο Big ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα που υπήρχαν στο hip hop και ήταν ήταν παγκόσμιας εμβέλειας. Επηρέασαν πάρα πολύ και την εξέλιξη της μουσικής, της συγκεκριμένης μουσικής, μέχρι και σήμερα ίσως, έτσι; Απλά αυτά τα ψάξαμε μεγαλώνοντας, γιατί αργότερα μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση σε πάρα πολλές πληροφορίες. Εκείνη την εποχή δεν μπορώ να σου πω ότι είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα.

Γ.Α.:

Πάμε καλύτερα να σε γνωρίσουμε. Περίγραψέ μου πώς εξελίχθηκε η πορεία σου στο τραγούδι και αν υπάρχει ένα σημείο καμπής, ένα γεγονός που της προσέδωσε ώθηση.

Ι.Γ.:

Κοίταξε, εγώ τις πρώτες μου απόπειρες τις είχα κάνει εδώ, στη Σπάρτη, λίγο πριν τελειώσω το λύκειο, δηλαδή εκεί περίπου στα 17. Είχαμε ένα μικρό συγκρότημα εδώ με δύο φίλους, ηχογραφήσαμε το πρώτο μας κομμάτι. Στη συνέχεια πέρασα, όταν πέρασα φοιτητής στην Αθήνα, τότε εκεί άρχισα και έψαχνα λίγο παραπάνω, να βρω κάποια πιο επαγγελματικά στούντιο για να μπορέσω να ηχογραφήσω αυτά που ήθελα. Βρήκα παιδιά τα οποία έκαναν αυτήν τη μουσική σε καλύτερο επίπεδο. Με βοήθησαν και αυτοί πάρα πολύ. Σιγά-σιγά έκανα κάποια πράγματα μόνος μου. Συναντήθηκα μ’ ένα παιδί ο οποίος είχε τότε ήδη ένα συγκρότημα, που λεγόντουσαν «Όρια». Κάναμε ένα καινούργιο συγκρότημα τότε, τους «Flowjob», που ήτανε και το πρώτο μου συγκρότημα, που και από αυτό στην ουσία έγινα εγώ ο ίδιος πιο γνωστός. Νομίζω ότι αυτή ήτανε και η πιο, έτσι, η στιγμή που με έκανε να πιστέψω ότι «Μπορώ και εγώ να το κάνω αυτό το πράγμα». Ξέρεις, γιατί, όσο έκανα μεμονωμένα πράγματα, δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη ανταπόκριση, γιατί ούτε μπορούσα κάπου να τα, να τα δώσω ούτε υπήρχε, ούτε υπήρχε το Ίντερνετ τότε, που ο κόσμος έχει πιο εύκολα, έρχεται πιο εύκολα σε επαφή με καλλιτέχνες και τα λοιπά. Τότε υπήρχανε δισκογραφικές. Οι δισκογραφικές γενικά είχανε πόρτες κλειστές, οπότε και εμείς τότε είχαμε αποφασίσει τον πρώτο μας δίσκο σαν Flowjob, τον βγάλαμε μέσω διαδικτύου το 2006 και από εκεί σιγά-σιγά άρχισε η εξάπλωση της μουσικής μας. Νομίζω ότι και αυτό ήτανε το σημείο-κλειδί για μένα, η δημιουργία του συγκροτήματος, και μετέπειτα συνέχισα μόνος μου, αφού τα παιδιά, τα υπόλοιπα μέλη, για δικούς τους λόγους, είχαν αρχίσει να μην ασχολούνται πλέον τόσο πολύ με τη μουσική. Το 2007 βγάλαμε τον δεύτερο δίσκο των Flowjob, το 2008 έβγαλα τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο. Ακολούθησε ένα κενό το 2012, λόγω στρατού, λόγω αλλαγής τότε, που κατέβηκα στη Σπάρτη. Το 2013 κυκλοφόρησα τον δεύτερό μου σόλο δίσκο. Το 2015, ένα LP σε συνεργασία με έναν mc από τη Θεσσαλονίκη, τον «Λόγο Απειλή», και τον Μάρτιο του ’20 κυκλοφόρησα το «Άδυτο», το οποίο ήτανε και η πιο… Τον Μάρτιο του ’19, συγγνώμη… Κυκλοφόρησα το «Άδυτο», το οποίο ήτανε και πιο έτσι, ήταν η δουλειά η οποία με έφερε, με έκανε πιο γνωστό στο ευρύ κοινό.

Γ.Α.:

Θυμάσαι τη στιγμή που έγραψες τους πρώτους σου στίχους;

Ι.Γ.:

Ναι! Ήτανε, θυμάμαι και πού τους είχα γράψει και μάλιστα θυμάμαι τους είχα γράψει στο γραφείο, στο γραφείο που διάβαζα τότε για το σχολείο, σ’ ένα χαρτί, το θυμάμαι ακόμα αυτό το, και θυμάμαι ότι είχα κάνει το σκέψη μέσα μου: «Α, τελικά εύκολο είναι!». Και θυμάμαι ότι και σαν πιο, επειδή, όταν είσαι και πιο νέος, ΟΚ, σου βγαίνουν και πιο εύκολα πράγματα[00:10:00], σαφώς ήταν πολύ επηρεασμένοι από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα τότε, αλλά ένιωσα από την πρώτη στιγμή που το έκανα ότι θα μπορούσα να το κάνω, δηλαδή ότι σαν να έχω μία έφεση προς αυτό το πράγμα.

Γ.Α.:

Πέρασε καιρός για τους επόμενους στίχους;

Ι.Γ.:

Αυτό τώρα δεν μπορώ να σ’ το, να το θυμηθώ η αλήθεια είναι, αλλά σίγουρα δεν έγραφα πάρα πολύ, δηλαδή δεν είναι ότι έγραφα συνέχεια πράγματα. Σίγουρα μέχρι το, δηλαδή από το ’99, έτσι, που έγραψα το πρώτο μου κομμάτι, που είχα ασχοληθεί, μέχρι το 2006 είχα γράψει πολύ λίγα πράγματα. Δηλαδή μπορεί να είχα γράψει και 10 κομμάτια μόνο. Άρα δεν ήμουνα σε μια συνεχόμενη δημιουργική κατάσταση.

Γ.Α.:

Τραγούδι «Θα μείνει για πάντα». Αισθάνομαι ότι είναι ένα βιωματικό τραγούδι. Τι ποσοστό στίχων είναι, των τραγουδιών σου είναι βιωματικοί;

Ι.Γ.:

Τα περισσότερα είναι, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι βιωματικοί στίχοι. Αν εξαιρέσεις κάποιες ιστορίες, κάποια κομμάτια τα οποία λέγονται «storytelling» και μιλάνε για πράγματα τα οποία τα έχω ακούσει, τα έχω δει, τα περισσότερα προσωπικά μου κομμάτια, όλα μου μάλλον τα προσωπικά κομμάτια είναι βιωματικά και όλα έχουν να κάνουν, όλα αναφέρονται σε κάποιο περιστατικό ή σε κάποιο, έτσι, που έχω ζήσει έντονα. Νομίζω και αυτή  και είναι  η ουσία της μουσικής και ο κάθε καλλιτέχνης ξεχωρίζει από αυτό, γιατί νομίζω ότι φαίνεται τι είναι βιωματικό και τι είναι φανταστικό. Νομίζω ότι όταν γράφεις βιωματικά γράφεις και πιο έντονα, άρα γεννάς και πιο έντονα συναισθήματα μέσα από αυτά που γράφεις.

Γ.Α.:

Στο συγκεκριμένο τραγούδι μιλάς για κοινές αφετηρίες, κοινές εμπειρίες. Στο «Θα μείνει για πάντα». Ισχύει;

Ι.Γ.:

Τι εννοείς «κοινές εμπειρίες». Με ποιον;

Γ.Α.:

Κονές διαδρομές, «Αθήνα-Σπάρτη».

Ι.Γ.:

Α, ναι. Ναι, εντάξει, στην ουσία το συγκεκριμένο κομμάτι είναι σαν «ρεζουμέ», τέλος πάντων, της πορείας μου. Και μιλάει, ρε παιδί μου, για το πώς, στην ουσία πώς ξεκινάς και πώς μέσα από όλη σου τη διαδρομή, πώς αυτό που κάνεις, θεωρείς ότι η μουσική που κάνεις μάλλον πως θα μείνει στον χρόνο, θα μείνει για πάντα. Αυτό.

Γ.Α.:

Γιάννη, από τις λέξεις που μπαίνουν στη σειρά στα τραγούδια σου, αυτός ο μακρόσυρτος, θα έλεγα, λόγος των κομματιών, θα έλεγες πως έχουν όλες κάποιο νόημα, πως παίζουν έναν ρόλο στη διαμόρφωση του νοήματος;

Ι.Γ.:

Εντάξει, σίγουρα κάποιες θα μπορούσαν να είχαν αφαιρεθεί, αλλά η αλήθεια είναι ότι, αν δεν παίζουνε πάντα ρόλο στο νόημα, παίζουνε ρόλο στη, στη ρυθμικό, στον ρυθμό του κομματιού. Γιατί,  επειδή και η ταχύτητα του flow πάνω στο ραπ, πάνω στη μουσική είναι τέτοια, η οποία μια συλλαβή, όταν μία συλλαβή παραπάνω, μία συλλαβή λιγότερη, αλλάζει τελείως όλη τη ρυθμικότητα και στο ραπ είναι πολύ σημαντικό αυτό. Ε, συνεπώς σίγουρα έχω χρησιμοποιήσει, χρησιμοποιώ λέξεις οι οποίες θα μπορούσαν να μην έχουν θέση αλλά διαβάζοντας τους στίχους, αλλά στη ρυθμικότητα του κομματιού είναι πολύ σημαντική, πολύ σημαντικές.

Γ.Α.:

Είπες μόλις πριν για την ταχύτητα των λέξεων που εισάγονται στους στίχους. Ακούς τέτοια σχόλια ότι τύπου πόσο γρήγορα, πόσο γρήγοροι είναι οι στίχοι σου;

Ι.Γ.:

Ναι, πόσο γρήγορο είναι το flow, η ροή δηλαδή. Ναι, αυτό είναι και το, ένα από τα βασικά μου χαρακτηριστικά, δηλαδή η ταυτότητά μου είναι αυτή, ότι το ραπ είναι σε πολλά, πολύ υψηλά bpm, δηλαδή σε πολύ μεγάλη ταχύτητα. Αυτό προσπάθησα να το κάνω, μ’ άρεσε, το έχω δουλέψει πάρα πολύ και μετά από κάποια χρόνια βγαίνει έτσι.

Γ.Α.:

Αβίαστα.

Ι.Γ.:

Αβίαστα.

Γ.Α.:

Περνάω στο τραγούδι «Έτσι είναι οι άνθρωποι». Λέει μεταξύ άλλων: «Και είδα ανθρώπους δίχως ελπίδα στο πλήθος να γυρνούν, να ψάχνουν μήπως βρουν το λόγο που πρέπει να ζουν, να ψάχνουν μήπως βρουν τη λύση στο γρίφο πριν τρελαθούν, να βρουν το νόημα», συγγνώμη, «να βρουν το πώς θα αγαπήσουν ή το πώς θ’ αγαπηθούν.

Ι.Γ.:

Ναι. Ε, αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια η αλήθεια είναι. Το έχω γράψει σε ηλικία 25 ετών. Ήταν για το πρώτο σόλο που έκανα το 2008, το «Ιθύνων Νους», έτσι λεγόταν τότε. Εντάξει, στην ουσία οι συγκεκριμένοι στίχοι μιλάνε για το ότι, το πώς βλέπεις τον κόσμο γύρω σου, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι να βρούνε ένα σκοπό για να ζήσουν ή ένα λόγο για να ζήσουν. Πολλοί από αυτούς βλέπεις ότι όντως δεν… Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ακόμα ψάχνουν τον λόγο για τον οποίο κάθε μέρα ξυπνάνε και τι προσπαθούν να κάνουνε ακόμα δεν το γνωρίζουνε και είναι και αυτό μία έτσι, είναι και της εποχής λίγο, ένα φαινόμενο της εποχής γενικότερα. Αυτό. Θα μπορούσε να αναλυθεί αναλόγως από πολλές ματιές ο συγκεκριμένος στίχος, εγώ απλά λέω την οπτική μου, το πώς το έγραψα. Στην ουσία δεν διαφέρει πολύ από αυτό που διαβάζεις.

Γ.Α.:

Μιλάς και για δυσκολία ως προς τη σύναψη σχέσεων[00:15:00];

Ι.Γ.:

Εγώ νομίζω ότι περνώντας τα, όσο περνάνε τα χρόνια και αλλάζει, όπως εξελίσσεται η κοινωνία, ότι οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται κάθε χρονιά και πιο δύσκολες, χρόνο με τον χρόνο γίνονται και πιο δύσκολες. Οι άνθρωποι είναι πλέον, είναι πιο απομακρυσμένοι, είναι, για τους διάφορους λόγους. Και συνεπώς, όσο πιο απόμακροι είμαστε μεταξύ μας τόσο πιο… Ή μάλλον και όσο μεγαλύτερες απαιτήσεις έχουμε ο ένας από τον άλλον, τόσο πιο δύσκολες θα είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις. Και αυτό φαίνεται και στη σημερινή μας εποχή.

Γ.Α.:

Άλλο ένα τραγούδι. «Πια δε με νοιάζει». Λες: «Ό,τι πιο πολύτιμο έχω είναι ο χρόνος μου, το ’μαθα αργά. Πιο εύκολα καίω από την τσέπη μου χαρτονομίσματα παρά από τον χρόνο μου 10 λεπτά και ό,τι πιο πολύτιμο έχω είναι εκείνα που με χρήματα δεν αγόρασα». Γιάννη, ποια πράγματα είναι πολύτιμα για σένα, είναι ψηλά στην ιεραρχία των προτεραιοτήτων σου;

Ι.Γ.:

Ε, το λέει ο στίχος. Είναι αυτά τα πράγματα που δεν μπορείς να αγοράσεις. Οτιδήποτε δεν μπορείς να αγοράσεις είναι σημαντικό γιατί χρειάζεται… Πρώτον, δεν μπορεί να το έχει ο καθένας και, δεύτερον, χρειάζεται πολύ κόπο για να το κατακτήσεις. Ό,τι δεν αγοράζεται είναι ό,τι πιο δύσκολο, ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει. Μπορεί να είναι η αγάπη, μπορεί να είναι η υγεία σου, μπορεί να είναι οι φίλοι σου, μπορεί να είναι ο σεβασμός, μπορεί να είναι για τον καθένα το οτιδήποτε. Στην ουσία υπάρχουν πράγματα τα οποία δυστυχώς δεν αγοράζονται, ή ευτυχώς δεν αγοράζονται, και στην ουσία είναι αυτά και που μας ξεχωρίζουν και σαν οντότητες, αν θες να σ’ το πω έτσι.

Γ.Α.:

Ενώ πιο κάτω λες ότι: «Σου κάνω χάρισμα αυτά που κατάφερα, φέρε μου αυτά που δεν μπόρεσα». Αναρωτιέμαι αν έμειναν ανεκπλήρωτοι στόχοι στη ζωή σου.

Ι.Γ.:

Σαφώς. Σ’ όλους μένουν. Και στο, σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος… Βλέπεις ανθρώπους πάρα πολύ πετυχημένους. Υπάρχουνε σίγουρα πράγματα τα οποία μέσα τους έχουν μείνει και ζητάνε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Αυτό είναι στην ανθρώπινη φύση. Σίγουρα υπάρχουνε πράγματα τα οποία θα ήθελα κι εγώ να κάνω. Και στην ουσία ο συγκεκριμένος στίχος σού λέει ότι, ξέρεις, όταν κάνεις κάτι μέσα σου, αυτό το πράγμα λύνεται, σου φεύγει από το, τώρα πλέον θέλεις, το μυαλό σου πηγαίνει και η ματιά σου πηγαίνει σ’ αυτά τα πράγματα που δεν έχεις καταφέρει. Ε, και στην ουσία αυτό το πράγμα λέω μέσα απ’ αυτόν τον στίχο.

Γ.Α.:

Ποιος είναι ο ρόλος της hip hop αναφορικά με το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο;

Ι.Γ.:

Εντάξει, νομίζω το hip hop είναι μια μουσική, η οποία, από όταν ξεκίνησε είναι πολύ κοντά και στην κοινωνία, μιλάει για πολύ κοινωνικά θέματα και έχει και ένα πολύ μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών που κάνουν hip hop. Ειδικότερα τις παλαιότερες εποχές έπαιρνε πολιτική θέση μέσα από τα τραγούδια του. Θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται, ότι είναι τέτοιο το είδος, η φύση της μουσικής, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μ’ αυτές τις έννοιες. Δηλαδή σαν καλλιτέχνης επειδή υπάρχει λόγος μέσα στη μουσική, υπάρχουνε πολλά πράγματα, πολλά διαφορετικά πράγματα που μπορείς ν’ αναλύσεις και σου δίνεται η ευκαιρία να τ’ αναλύσεις μέσα από τους στίχους σου, πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουνε συγκεκριμένα μηνύματα που θέλει να περάσει ο κάθε καλλιτέχνης. Γενικότερα το hip hop είναι μία μουσική, σε εισαγωγικά, «πολιτική» μουσική, παίρνει, παίρνει θέση. Αυτό.

Γ.Α.:

Υπάρχει hip hop… δύο ταχυτήτων»; Αυτή που εκπροσωπείς εσύ και άλλοι συνάδελφοί σου και η hip hop διαφορετικής θεματολογίας και στάσης ζωής.

Ι.Γ.:

Ναι, υπάρχει, υπάρχει ένας διαχωρισμός. Ανέκαθεν υπήρχε. Υπήρχε η hip hop μουσική, η οποία είναι μουσική, η οποία φτιάχνεται για τα club, είναι μουσική «club music», έτσι λέγεται, και είναι μουσική η οποία... Υπάρχει και το hip hop το οποίο κάνουμε εμείς, το οποίο εστιάζει πολύ στον στίχο. Ανέκαθεν υπήρχε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Απλά σήμερα έχει γίνει πιο γνωστή στο, πιο γνωστή ευρύ κοινό και γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει και αυτός ο έντονος διαχωρισμός. Παλαιότερα ο διαχωρισμός δεν ήταν τόσο έντονος, γιατί υπήρχανε πολλοί, πολλοί λιγότεροι οι οποίοι έκαναν τέτοιου είδους μουσική.

Γ.Α.:

Θα μπορούσες να συνδέσεις τη hip hop με άλλα είδη μουσικής; Να πεις ότι ακόμα και αν είναι παράταιρα, κατά έναν τρόπο έχουν κοινές αφετηρίες;

Ι.Γ.:

Εννοείται. Το hip hop δεν δημιουργήθηκε από μόνο του. Είναι, υπάρχει μέσα, έχει σαν βάση τη soul μουσική, έχει σαν βάση στοιχεία της jazz μουσικής. Εννοείται ότι το hip hop έχει, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με πάρα πολλές μουσικές. Όπως και πολλές μουσικές μέσα τους σιγά-σιγά παίρνουν στοιχεία και από το hip hop, άλλα είδη μουσικής. Η μουσική, δεν τη διαχωρίζω σε είδη γενικότερα. Η μουσική είναι μουσική. Η μουσική μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Και ο κάθε άνθρωπος ο οποίος φτιάχνει μουσική μπορεί να επηρεαστεί από οποιοδήποτε είδος μουσικής ακούει.

Γ.Α.:

Υπάρχουν συναυλίες που αποτυπώθηκαν στο μυαλό σου[00:20:00];

Ι.Γ.:

Ναι, έχω κάνει πάρα πολλές συναυλίες. Σίγουρα υπάρχουνε συναυλίες οι οποίες είναι ξεχωριστές και είναι αυτές που σου μένουν. Εμένα υπάρχουνε σίγουρα. Θυμάμαι, αν με ρωτάς τώρα, ποιες είναι. Σίγουρα η πρώτη μου συναυλία  –ακόμα τη θυμάμαι–, που ήταν τον Ιούνιο του 2006, 30 Ιουνίου του 2006, και τη θυμάμαι σαν να έγινε χθες. Και αν μου έλεγες ποια ήτανε έτσι η πιο χαρακτηριστική, θα σου έλεγα ότι ήταν η συναυλία φέτος τον Νοέμβριο, που ήταν η συναυλία με τον περισσότερο κόσμο που έχω κάνει ποτέ, προσωπική μου συναυλία. Όχι τόσο από θέμα, δεν σ’ το λέω ότι είχε τον περισσότερο κόσμο, αλλά επειδή ήταν στην ουσία σαν μια παρουσίαση όλης της δισκογραφικής μου δουλειάς που έχω κάνει από το 2006 μέχρι σήμερα.

Γ.Α.:

Η συναυλία στο Λονδίνο φέτος τον Οκτώβρη;

Ι.Γ.:

Εντάξει, ήτανε μια συναυλία πολύ ιδιαίτερη στο, δηλαδή στο εξωτερικό. Αν θεωρείται εξωτερικό, έχουμε παίξει στην Κύπρο, και στην Αγγλία. Εντάξει, είναι σημαντικό να πηγαίνεις ένα Τετάρτη βράδυ, να φεύγεις, να ξεκινάς από τη Σπάρτη και Τετάρτη βράδυ να παίζεις στο Λονδίνο και να βλέπεις ότι υπάρχουνε έστω και 150 άνθρωποι εκεί οι οποίοι ακούνε τη μουσική σου και σε ξέρουν. Είναι πολύ σημαντικό. Δεν θεωρώ ότι έγινε συναυλία στο εξωτερικό, με την έννοια ότι μας άκουσε ξένο κοινό, στην ουσία Έλληνες ήταν οι οποίοι άκουγαν τη μουσική μας και απλά μένανε εκεί.

Γ.Α.:

Υπάρχουν τραγούδια –πριν είπες ένα– που έχουν ξεχωριστή θέση στο μυαλό και την καρδιά σου;

Ι.Γ.:

Σίγουρα υπάρχουνε κάποια τα οποία είναι, είναι, συνήθως είναι και τα πιο προσωπικά κομμάτια. Αν με ρωτάς ποια είναι αυτά, σίγουρα σου είπα το «Έτσι είναι οι άνθρωποι», το «Θα μείνει για πάντα» είναι από τα αγαπημένα μου, το «Εκείνο το τίποτα» από τον καινούργιο δίσκο είναι από τα αγαπημένα μου. Υπάρχουν κομμάτια τα οποία είμαι πολύ δεμένος μαζί τους, γιατί μου θυμίζουν συγκεκριμένες καταστάσεις που έζησα και τα, για να τα γράψω.

Γ.Α.:

Και ισχύει ότι, όταν τ’ ακούς, πάντα ανακαλείς εκείνες τις μνήμες;

Ι.Γ.:

Εντάξει, όχι πάντα, αλλά σίγουρα όταν τ’ ακούς, σου θυμίζει αυτό το, σου θυμίζει μια συγκεκριμένη κατάσταση.

Γ.Α.:

Η νεολαία συνιστά ένα βασικό τμήμα των ακροατών σου. Τι ξεχωρίζεις από τη μεταξύ σας επαφή; Και την εκ του σύνεγγυς και τη διαδικτυακή;

Ι.Γ.:

Κοίταξε, η νεολαία τώρα είναι μία, έτσι, γενική λέξη. Εγώ βλέπω συναυλίες μου, μπορώ να σου πω ότι βλέπω όλες τις ηλικίες ανθρώπων. Δηλαδή βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι ακολουθούν συναυλίες από τα παλιά, δηλαδή από το 2006, οι οποίοι αυτοί οι άνθρωποι πλέον είναι 40 χρονών και έχουνε παιδιά. Υπάρχουνε άνθρωποι οι οποίοι έρχονται πρώτη φορά σε μια συναυλία και είναι 16-17 χρονών. Σίγουρα, περισσότερη επαφή, σίγουρα έχεις με τους μικρότερους, γιατί οι μικρότεροι έρχονται να σου μιλήσουνε και οι μικρότεροι σου λένε, σου λένε πράγματα. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι ακούω πράγματα από μικρούς ακροατές, είναι 15-16 χρονών, τα οποία  μ’ εκπλήσσουν, δηλαδή θεωρώ ότι οι αντίστοιχοι 15χρονοι και 16χρονοι είναι πιο –πώς να σ’ το πω–,  πιο ενημερωμένοι και πιο «προχωρημένοι» –αν θες να σ’ το πω– από ό,τι ήμασταν εμείς τότε, στην αντίστοιχη ηλικία. Αυτό, έτσι, έχω κρατήσει.

Γ.Α.:

Αυτό θα σε ρωτούσα. Σχόλια και κριτικές  –και αρνητικής χροιάς– κοινού και μουσικοκριτικών που αποτυπώθηκαν στη συνείδησή σου, στη μνήμη σου.

Ι.Γ.:

Εντάξει, κοίταξε. Δεν έχω, δεν έχει τύχει κάποιος μουσικοκριτικός –αν θες να το πεις έτσι–  να έχει κάνει μία κακή κριτική, τουλάχιστον έντονη, για να τη θυμάμαι. Ε, μου ’χουν, γενικά δεν είχα κάποιες κριτικές αρνητικές τις οποίες θυμάμαι. Έχω ακούσει κριτικές τού τύπου: «Δεν μ’ αρέσει αυτό», αλλά ποτέ δεν έχω ακούσει κάτι άσχημο σε σημείο να μπορώ να το, ξέρεις να μου έχει αποτυπωθεί. Το, από εκεί και πέρα, το αν αρέσει ή όχι σε κάποιον η δουλειά σου, είναι τελείως υποκειμενικό, οπότε μπορώ να σου πω και ότι δεν δίνω και ιδιαίτερη σημασία, όπως δεν δίνω στα αρνητικά, δεν δίνω και ιδιαίτερη σημασία και στα θετικά, γιατί αυτό που κάνω το κάνω πρώτα για ν’ αρέσει σε μένα. Αν εμένα μ’ αρέσει κάτι, δεν μ’ ενδιαφέρει αν δεν αρέσει σε κανέναν ή και το αντίστροφο. Προτιμώ, δηλαδή, αυτό που κάνω να είναι, θέλω να τ’ ακούω εγώ πρώτος και να μου αρέσει.

Γ.Α.:

Πάω λίγο πίσω. Στην ενασχόλησή σου στα εφηβικά και φοιτητικά χρόνια με το γκράφιτι. Πώς προέκυψε;

Ι.Γ.:

Ξεκίνησε και αυτό τότε, έτσι, αρχές, τέλη ’96, αρχές ’97. Νομίζω όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα εξώφυλλο, από ένα τετράδιο που είχε φέρει ένας συμμαθητής μας στο σχολείο που είχε κάποια γκράφιτι, και προσπαθούσαμε και εμείς τότε να τα, να τ’ αντιγράψουμε αυτό το πράγμα που βλέπαμε. Αργότερα είχε έρθει στο σχολείο μας τότε μία δασκάλα Καλλιτεχνικών, που λεγόταν Έλενα Αθανασιάδου, και αυτή είχε δει αυτό που κάναμε, είχε και κάποιες γνώσεις πάνω στο θέμα και σιγά-σιγά μας βοήθησε πάρα πολύ στο να ξεκινήσουμε να ζωγραφίζουμε τοίχους. Μας είχε δώσει αρκετές άδειες στον Δήμο, αρκετές άδειες μέσα στο σχολείο. Και έτσι ξεκινήσαμε και αργότερα φεύγοντας για Αθήνα συνάντησα ανθρώπους, οι οποίοι έκαναν το ίδιο πράγμα[00:25:00] σε πολύ καλύτερο επίπεδο και αυτοί με βοήθησαν να εξελιχθώ και εγώ πάνω σ’ αυτό.

Γ.Α.:

Ασχολείσαι ακόμα και σήμερα με το γκράφιτι;

Ι.Γ.:

Δεν είμαι τόσο ενεργός όσο ήμουνα παλιά, αλλά ακόμα βλέπω πράγματα που γίνονται, ενημερώνομαι, σχεδιάζω. Δεν είμαι, όμως, τόσο σε καθημερινή βάση όπως ήμουνα κάποτε. Αλλά παρ’ όλα αυτά, συνεχίζω ακόμα και το έχω στο μυαλό μου.

Γ.Α.:

Γνωρίζω  –ειδικά ως φοιτητής– ότι παρακολουθούσες αρκετά από τα παιχνίδια του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού. Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος. Υπάρχουν αναμνήσεις και αγώνες που σου έμειναν, που σου αποτυπώθηκαν στο μυαλό;

Ι.Γ.:

Ναι, εντάξει, υπήρχανε. Γενικά, για μία πενταετία ήμουνα πολύ «παιδί των γηπέδων». Πήγαινα κάθε Κυριακή στο γήπεδο, εντός, εκτός έδρας, σε όλα τα, σ’ όλα τα παιχνίδια. Υπάρχουνε παιχνίδια τα οποία ακόμα τα θυμάμαι και κάποια από αυτά είχανε γίνει, έχουνε γίνει και έχουνε περάσει οι στιγμές αυτές και μέσα σε τραγούδια. Πιο πολύ θυμάμαι παιχνίδια χαρακτηριστικά για τη βία που υπήρχε στις κερκίδες, για τη βία που υπήρχε έξω από αυτή, έξω από τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Και αυτές οι στιγμές ήταν, έτσι, που με καθόρισαν και σαν άνθρωπο και που μ’ έκαναν αργότερα να σταματήσω ν’ ασχολούμαι πλέον με το αντικείμενο αυτό. Υπάρχουνε πάρα πολλά παιχνίδια τα οποία νομίζω τώρα, πάρα πολλές σκηνές, τα οποία δεν είναι άξια αναφοράς.

Γ.Α.:

Και σταμάτησες και να παρακολουθείς από κοντά λόγω των βίαιων επεισοδίων.

Ι.Γ.:

Ε, ναι.

Γ.Α.:

Θα ήθελα να μου σχολιάσεις για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Δεν ξέρω αν γνωριζόσασταν. Θυμάσαι πού ήσουν όταν έμαθες την είδηση της δολοφονίας του;

Ι.Γ.:

Ε, με τον Παύλο είχαμε προσωπικές σχέσεις. Έχουμε συνεργασθεί και σε κάποιες συναυλίες μαζί. Ήτανε πάρα πολύ καλό παιδί. Ναι, ήμουνα νομίζω, στη Σπάρτη ήμουνα. Θυμάμαι πώς είχα μάθει. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει ότι ήταν αυτός, γιατί είχανε πει τ’ όνομά, τ' όνομά του μόνο, δεν είχανε πει το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο. Ήτανε σοκαριστική είδηση και νομίζω η δολοφονία αυτή, που σίγουρα είναι πολιτική δολοφονία, άλλαξε και πάρα πολύ και τη ροή των πολιτικών δρώμενων στη χώρα.

Γ.Α.:

Πώς ορίζεις την ευτυχία;

Ι.Γ.:

Εντάξει, η ευτυχία τώρα δεν έχει ορισμό συγκεκριμένο, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ευτυχία... Η απόλυτη ευτυχία δεν υπάρχει. Σίγουρα υπάρχουνε ευτυχισμένες μέρες, ίσως ευτυχισμένοι περίοδοι στη ζωή σου. Είναι κάτι πολύ δύσκολο. Εγώ, για μένα προσωπικά, ευτυχία είναι όταν κάνεις αυτό που θέλεις πραγματικά, όταν η ζωή σου είναι στην ουσία, όταν είσαι ελεύθερος μάλλον να κάνεις αυτό που θέλεις, χωρίς να περιορίζεσαι από καταστάσεις, χωρίς να περιορίζεσαι από ανθρώπους, χωρίς να περιορίζεσαι από κανέναν. Θεωρώ ότι τις στιγμές εγώ που ένιωθα ευτυχισμένος ήτανε οι στιγμές αυτές που ήμουνα ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω, που έκανα αυτό που ήθελα, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν.

Γ.Α.:

Είσαι αγροκαλλιεργητής, ασχολείσαι με τη συγκομιδή ελαιολάδου, ελαιοκάρπου. Τι βαθμό δυσκολίας έχει για σένα η ενασχόληση με τα κτήματα;

Ι.Γ.:

Εντάξει, όταν ξεκίνησα ήτανε πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί δεν γνώριζα τη συγκεκριμένη δουλειά. Ήμουνα από παιδί εκεί, αλλά ποτέ δεν είχα δουλέψει για καιρό πάνω σ’ αυτό. Νομίζω ότι δεν θα έλεγα ότι είναι μία δύσκολη δουλειά. Θα έλεγα ότι είναι μια δουλειά η οποία απαιτεί σωματική εργασία και έχει κόπους, αλλά δεν είναι δύσκολη δουλειά, γιατί δύσκολη δουλειά θεωρώ τη δουλειά που έχει ευθύνες. Η συγκεκριμένη δουλειά δεν έχει ευθύνες. Συνεπώς δεν τη θεωρώ και δύσκολη δουλειά. Είναι κουραστική δουλειά, αλλά όχι δύσκολη. Από κει και πέρα με το, όσο περνάνε τα χρόνια και υπάρχουνε πλέον μηχανήματα, υπάρχουνε πλέον πιο, αλλάζει ο μέθοδος, οι μέθοδοι καλλιέργειας, οπότε γίνεται και σ’ αυτό το κομμάτι της σωματικής κόπωσης  –αν θες να σ’ το πω–, γίνεται ακόμα πιο εύκολο.

Ι.Γ.:

Μου έλεγες πριν την έναρξη της ηχογράφησης ότι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ότι κάποια πράγματα γίνονται αυτόματα.

Ι.Γ.:

Ναι, ότι δεν απαιτεί πνευματική, ιδιαίτερη πνευματική εργασία. Είναι, όπως σου είπα, είναι σωματική, σωματική  εργασία, συνεπώς και αυτό που σου έλεγα πριν, ότι επειδή κάνω αυτήν τη δουλειά, είναι και μία δουλειά η οποία μου δίνει πολύ χρόνο για να σκέφτομαι τη μουσική μου.

Γ.Α.:

Αυτό θα ρωτούσα: Αν αποτελεί πηγή έμπνευσης η επαφή με τη φύση.

Ι.Γ.:

Αποτελεί και πηγή έμπνευσης. Καταρχήν και η επαφή με τη φύση είναι και αυτό ένα είδος ελευθερίας, έτσι; Δηλαδή βρίσκεσαι κάπου, εγώ θεωρώ γενικά ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να βλέπει αυτό το πράγμα. Είναι προγραμματισμένος να είναι στη φύση, είναι προγραμματισμένος να είναι στη θάλασσα, είναι προγραμματισμένος να είναι στο βουνό. Δεν είναι προγραμματισμένος να βρίσκεται ανάμεσα σε κτίρια και σε μεγαλουπόλεις. Συνεπώς, όταν βρίσκομαι εκεί, νιώθω καλύτερα μέσα μου. Και από τη στιγμή που βρίσκεσαι εκεί, έχεις, αφού νιώθεις[00:30:00] όμορφα μέσα σου, νιώθεις και πιο ήρεμος και μπορείς να σκεφτείς και πιο ήρεμα. Συνεπώς, αποτελεί ναι, σίγουρα αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Γ.Α.:

Γιάννη, επιλογικά, μίλησέ μου για την πρόσφατη κίνησή σου αναφορικά με τη στήριξη των εργαζομένων της τέχνης, που «επλήγησαν» από την πανδημία.

Ι.Γ.:

Ήτανε μία συμβολική κίνηση. Εγώ, όταν μιλάμε για εργαζομένους τέχνης, έχω στο μυαλό μου, γιατί ο καθένας έχει κάτι διαφορετικό. Είναι… Εργαζόμενος στην τέχνη είναι μία πολύ γενική, είναι μία πολύ γενική λέξη, έννοια τέλος πάντων. Εγώ είχα πιο πολύ στο μυαλό μου ανθρώπους, ή ανθρώπους οι οποίοι δούλευαν, δούλευαν στις συναυλίες μας. Χωρίς να αποκλείω ότι ένας εργαζόμενος στο θέατρο ή ένας μικρός ηθοποιός δεν είναι εργαζόμενος της Τέχνης. Εγώ, όταν άκουσα αυτήν τη λέξη, κατευθείαν το μυαλό μου πήγε στους ηχολήπτες, στους φωτιστές, σε όλους αυτούς. Τώρα από εκεί και πέρα η κίνησή μου ήταν συμβολική. Δεν μπορεί να λύσει κάποιο πρόβλημα ούτε μπορεί να βοηθήσει επί της ουσίας τόσο χιλιάδες, τόσους χιλιάδες κόσμου. Πίστευα ότι θα την ακολουθούσανε κι άλλοι, γιατί είδα πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικής, οι οποίοι και οικονομικά είναι που, σε πάρα πολύ καλή κατάσταση και έχουνε πάρει πάρα πολλά χρήματα από τη μουσική και πίστευα ότι κάτι θα κάνουνε και αυτοί, για να βοηθήσουν τον συγκεκριμένο κόσμο, πέρα από το να βγάζουνε ανακοινώσεις και να απαιτούν από το κράτος να στηρίξει τον συγκεκριμένο τομέα. Από κει και πέρα έδωσα τα χρήματα του μήνα Μαΐου  –αν θυμάμαι καλά– που βγήκαν από τη, που προήλθαν από τις ψηφιακές πλατφόρμες που αναπαράγει τη μουσική μας. Δόθηκαν  –μάλλον δεν έχουνε δοθεί ακόμα– για ένα γραφειοκρατικό θέμα τέλος πάντων. Θα δοθούνε στον «κουμπαρά» του Οργανισμού «Ερατώ», ο οποίος «κουμπαράς» είναι στην ουσία ένας κουμπαράς που μαζεύονται χρήματα για τους αδύναμους οικονομικά μουσικούς. Δυστυχώς, ήταν λίγο περίεργο το θέμα για το πού θα δώσουμε τα χρήματα, δηλαδή το ψάξαμε λίγο. Ε, και καταλήξαμε εντέλει να δοθούν εκεί.

Γ.Α.:

Γιάννη, σ’ ευχαριστώ θερμά για όσα αφηγήθηκες και μοιράσθηκες.

Ι.Γ.:

Να ’σαι καλά και εγώ ευχαριστώ για τον χρόνο σου.