© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Κυριακή Σπανού: Η καλλιτεχνική της πορεία και η αγάπη για την Πάρο

Κωδικός Ιστορίας
11750
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κυριακή Σπανού (Κ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/12/2022
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνα Ζουμή (Κ.Ζ.)
Κ.Ζ.:

[00:00:00]Λοιπόν! Καλημέρα, θα μπορούσες να μου πεις το όνομά σου;

Κ.Σ.:

Ναι! Ονομάζομαι Κυριακή Σπανού.

Κ.Ζ.:

Τέλεια! Είναι 27/12/2022 βρισκόμαστε στην Παροικία της Πάρου, είμαι με την Κυριακή Σπανού, εγώ ονομάζομαι Κωνσταντίνα Ζουμή και ξεκινάμε με γενικές ερωτήσεις, όπως π.χ. πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες;

Κ.Σ.:

Γεννήθηκα στην Αθήνα –. Απλά πήγα, με πήγε η μαμά μου, γεννήθηκα, τέλος πάντω! Εδώ μεγάλωσα, στην Παροικία της Πάρου. Εδώ τελείωσα και το Λύκειο και έφυγα πια για την Αθήνα όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στα 18 μου.

Κ.Ζ.:

Τέλεια. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την εποχή των μαθητικών χρόνων; Ποιες ήταν οι συνήθειες τότε, ποιες είναι οι αναμνήσεις για τότε –

Κ.Σ.:

Ωραία. Οι αναμνήσεις. Νομίζω ότι θα ξεκινήσω πρώτα από το οικογενειακό μου περιβάλλον, γιατί αυτό που τώρα κάνω, δηλαδή το ότι τραγουδάω, έχει προκύψει σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Οι γονείς μου ήταν απλοί άνθρωποι. Μορφωτικού επιπέδου Δημοτικού, καμία σχέση. Είχαν όμως πολύ μεγάλη αγωνία να σπουδάσουμε και να κάνουμε κάτι παραπάνω. Και γιατί, για τα δεδομένα του –πώς να το πω τώρα– του τόπου και του περιβάλλοντος που μεγάλωσαν ήταν σχετικά ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι. Τουτέστιν, ότι όπου μπορούσαν να μας στείλουνε εκείνη την εποχή στην Πάρο, που ήταν πολύ συγκεκριμένα οι Σύλλογοι και οι δραστηριότητες. Δεν έχει καμία σχέση με τώρα. Πριν από… να το πω; Ή; Πριν 30 χρόνια και παραπάνω ήταν πολύ λίγα. Ήταν ένα φροντιστήριο αγγλικών, λίγοι καθηγητές που έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα, είχε δυο-τρεις πολιτιστικούς συλλόγους, δύο χορευτικά, αυτά. Και μια και ίσα που είχε αρχίσει δειλά, η σχολή μουσικής του Δήμου Πάρου. Λοιπόν εγώ συμμετείχα σε όλα αυτά και στις… και στο σχολείο τραγουδούσα και στο ωδείο πήγαινα να μάθω πιάνο και στο μουσικοχορευτικό συγκρότημα της Νάουσας Πάρου, ήμουν εκεί πάρα πολλά χρόνια. Χόρευα, τραγουδούσα και ήταν για εμένα καθοριστική η συμβολή του σε αυτό που επέλεξα να κάνω, γιατί γνώρισα την παραδοσιακή μουσική από την καλή της πλευρά. Και την καθαρή. Και μεγάλωσα και σε ένα περιβάλλον που ήταν τα γλέντια μέρα παρά μέρα. Δηλαδή έφερνε ο μπαμπάς μου μεζέ και μαζευόταν η γειτονιά. Και δώσ’ του χορό και τραγούδι και τραγουδούσαν πάρα πολύ όμορφα και οι γονείς μου. Ήταν πολύ οικείο για εμένα το να χορεύω, δηλαδή πρέπει να χόρευα προτού περπατήσω. Αυτό. Εγώ ήμουν δηλαδή. Στο σχολείο συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις τις μουσικές και με πολύ θράσος και αφέλεια, γιατί όταν είσαι μικρός δεν καταλαβαίνεις τι κάνεις ακριβώς. Και αφού τελείωσαν τα μαθητικά χρόνια μου και μπήκα στο πανεπιστήμιο, στο Αρχαιολογικό της Αθήνας, παρακολούθησα αρκετά μαθήματα με την Δόμνα Σαμίου, στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων και άρχισα να δουλεύω πιο επαγγελματικά πια. Νόμιζα ότι – Χωρίς να έχω επιλέξει τι ακριβώς ότι θέλω να ασχοληθώ να με την παραδοσιακή μουσική. Η παραδοσιακή μουσική ήταν ένα κομμάτι που ήταν δεδομένο μέσα μου ότι ξέρω. Πέρασα και στάδια που τραγουδούσα έντεχνα και ρεμπέτικα, διάφορα πράγματα. Μέχρι που αποφάσισα ότι η ψυχή μου είναι στην παραδοσιακή μουσική της, των νησιών μας κυρίως, γιατί αυτό πρεσβεύω και νιώθω ότι γνωρίζω καλύτερα και κατά επέκταση όλης της Ελλάδας. Αλλά το ότι αγαπώ την παραδοσιακή μουσική ολόκληρης της Ελλάδας, δεν σημαίνει ότι μπορώ να την τραγουδήσω. Αυτό.

Κ.Ζ.:

Θα ήθελα να μου περιγράψετε ένα τέτοιο γλέντι πίσω, δηλαδή όταν ήσασταν παιδί που είπατε ότι έφερνε ο πατέρας σας και τους μεζέδες και τα λοιπά.

Κ.Σ.:

Ατέλειωτα! Δεν, είναι – Όλα μοιάζουν καταρχήν. Μιλάμε ότι το σπίτι μας άνοιγε για πολλοί κόσμο του Αγίου Ιωάννου που γιόρταζε ο αδερφός μου. Θυμάμαι την μητέρα μου να μαγειρεύει μία εβδομάδα και σε ένα μικρό σπίτι 100 τετραγωνικών να περνάνε 200-250 άτομα. Και μία θεία της μαμάς μου να είναι πίσω στο παράσπιτο και να τηγανίζει ατέλειωτες ώρες, ατέλειωτες ποσότητες. Και κόσμο να διασκεδάζει. Χόρευαν, εννοείται, με πικάπ. [00:05:00]Έχουμε όλα τα είδη, εκτός από, εννοείται, γραμμόφωνο. Το γραμμόφωνο, όταν εγώ ήμουν, ας πούμε, από τα 6 μου και μετά, ο μπαμπάς μου το είχε κάνει χωνί για τα βαρέλια που έφτιαχνε το κρασί. Είχαμε εξελιχθεί δηλαδή. Είχε πάει στα σπαστά τα πικάπ με τα αποσπώμενα ηχεία και μετά πήραν και πιο μεγάλο πια όταν ήρθαν τα, πώς το λένε, τα Wi-Fi συστήματα, τα πιο μεγάλα. Τίποτα, οι άνθρωποι χαίρονταν την ζωή τους με το τίποτα. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη γιορτή του χειμώνα. Το μεγάλο γλέντι. Και το άλλο ήταν των Άγιων Αποστόλων το καλοκαίρι, όπου γέμιζε όλη η αυλή και ο δρόμος από κόσμο, γιατί υπήρχε η συνήθεια ότι δεν καλούμε στις γιορτές. Οπότε όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά, αυτών που γιόρταζαν και έκαναν τραπέζια. Δεν ήθελαν όμως πολύ για να χορέψουν. Έπιανε ο μπαμπάς μου το… έβαζε ένα, ξέρω εγώ, την Ειρήνη Κονιτοπούλου και δώσ’ του. Και πολλά σκηνικά με τσαμπούνες. Πολλοί τσαμπουνιέριδες, όπως ο Βασίλης ο Κοτάκης που πέθαινε, δεν είναι και πολύ καιρό τώρα. Ερχόντουσαν και παίζανε στις γιορτές . Οι πιο απλοί άνθρωποι ήξεραν να παίζουν τουμπάκια. Κρουστά ας πούμε. Ενστικτωδώς, όχι ότι ήταν μουσικοί. Και εννοείται ότι θυμάμαι και Πρωτοχρονιές που ερχόντουσαν και μας έλεγαν τα κάλαντα και μεγάλοι άνθρωποι με τσαμπούνες. Τώρα γλέντια θυμάμαι πάρα πολλά. Θέλω απλά να σημειώσω ότι πέρα από την παραδοσιακή μουσική εκείνη η γενιά, ή τουλάχιστον στο σπίτι μου εμένα, χόρευαν και πάρα πολύ βαλς. Δηλαδή, έσπαγε το γλέντι το παραδοσιακό και οι άνθρωποι χόρευαν βαλς, τανγκό, φοξ τροτς. Τώρα δεν ξέρω, αν τον έχεις και ακουστά, ας πούμε, Τόνυ Μαρούδα. Λίγο παλιά Αθήνα, υπήρχε δηλαδή και ένα αστικό στοιχείο σε όλο αυτό το παραδοσιακό και βέβαια Καζαντζίδη, Μητροπάνο. Όλα. Από τα ζεϊμπέκικα δηλαδή – Ο μπαμπάς έλεγε ότι υπήρχε ένα κέντρο εδώ, θα το ξέρεις. Και τώρα είναι ξενοδοχείο, το «Pandrossos». Πριν γεννηθώ όμως, εγώ δεν το πρόλαβα. Όπου νομίζω, με ερωτηματικό όμως για την ημερομηνία, φαντάζομαι εκεί, γύρω στην δεκαετία του ‘50-‘60, ήταν κέντρο χορού, που σημαίνει εκεί πήγαιναν και χόρευαν τους ευρωπαϊκούς χορούς οι Παροικιώτες. Γιατί η Παροικία, είχε πολύ μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά όσον αφορά, χωριά, σε σχέση με τον παραδοσιακό της σε εισαγωγικά, χαρακτήρα. Ο αστικός της χαρακτήρας που φαίνεται και από την αρχιτεκτονική είχε μπει και στην ζωή των απλών ανθρώπων που ήταν αγρότες, οικοδόμοι. Ας πούμε, στα πιο λαϊκά στρώματα. Αυτό ήταν πολύ αισθητό εδώ. Τραγουδούσαν καντάδες. Θυμάμαι πολλά ξυπνήματα, να φεύγουν από εδώ μεθυσμένοι και να πηγαίνουν μες στα σπίτια και να τραγουδάνε για να τους ξυπνήσουνε. Έχω πολλά τέτοια στο μυαλό μου.

Κ.Ζ.:

Και φτάνουμε στην περίοδο που πηγαίνετε στο χορευτικό. Για περιγράψτε μου λίγο.

Κ.Σ.:

Καταρχήν πρέπει να αναφερθώ στον «Αρχίλοχο», γιατί ο «Αρχίλοχος» υπήρξε – όχι μόνο για εμένα, φαντάζομαι για όλο το, τα παιδιά εκείνης της γενιάς και για το νησί– είναι ένας πάρα πολύ σπουδαίος Σύλλογος. Πολύ προχωρημένος για την εποχή του και τα δεδομένα του τόπου που μας άνοιξε τα μάτια, δηλαδή μάθαμε ποίηση μελοποιημένη, ποιητές, συνθέτες σπουδαίους, μουσική, κινηματογράφο. Δηλαδή εγώ ήμουν εκεί μέρα-νύχτα. Ήταν το δεύτερο μου σπίτι. Είχαμε αναλάβει –πώς το λένε, κοίτα τώρα– την κινηματογραφική λέσχη, να κάνουμε τις προβολές, να φτιάχνουμε τα γλυκά, να είμαστε στο μπαρ, τις γιορτές. Αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι το οποίο ήταν όμως από πολύ νωρίς, δηλαδή εγώ θυμάμαι από τα 5 μου. Το χορευτικό, επειδή ήταν σε άλλο χωριό προέκυψε στα 15 μου. Έπρεπε να φεύγω από την Παροικία και να πηγαίνω στην Νάουσα. Τότε αυτό ήτανε ταξίδι, δεν ήτανε εύκολο. Ερχόντουσαν και με παίρνανε – Εντάξει, εκεί ήμουν ο εαυτός μου. Εκτός το ότι μάθαινα χορό και άλλα πράγματα, εκτός μπάλο και συρτό που ήξερα ούτως ή άλλως. Έμαθα ρεπερτόριο από όλα τα νησιά της Ελλάδας και το πιο βασικό είναι ότι γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Σε τεράστια φεστιβάλ με σπουδαίους μουσικούς, συγκροτήματα από όλο τον κόσμο, μέχρι τα –ξέρω ΄γω– μέχρι τα 28 μου, 29 ήμουν ενεργό μέλος. Δηλαδή και όταν δούλευα φρόντιζα πάντα για λόγους συναισθηματικούς, όπου μπορώ να είμαι κοντά και να βοηθάω –Γιατί αυτό ήταν καθαρά εθελοντικό, δεν είχε καμία σχέση με πληρωμές και επαγγελματισμό. Ήμουνα κοντά και προσπαθούσα να και να συνεισφέρω και να ανταποδώσω όλο αυτό που είχα πάρει από αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί δεν ήταν μόνο το ότι [00:10:00]μας μάθαιναν χορό. Γιατί το ταξίδι από μόνο του άνοιγε το μυαλό των ανθρώπων. Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, γνωρίσαμε χώρες, πολιτισμούς, την ιστορία. Εντωμεταξύ, η Υπαπαντή Ρούσσου και ο Λευτέρης ο Μενέγος είναι και οι δύο ιστορικοί αρχαιολόγοι, φιλόλογοι. Οπότε σε κάθε χώρα που πηγαίναμε, τρέχαμε και στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους. Πάντα φρόντιζαν δηλαδή, να γνωρίσουμε και την ιστορία της κάθε χώρας, του κάθε τόπου. Πέρα από το ταξίδι και το φεστιβάλ και το χορό και την συμμετοχή μας εκεί. Και αυτό και από μόνο του δηλαδή, ήταν σχολείο. Εγώ άκουγα, ας πούμε, στο Μεξικό μουσικές από το Περού, την Αργεντινή, δεν είχα ακούσει ποτέ στην ζωή μου άλλη μουσική πέρα από την ελληνική. Για εμένα ήταν το καθοριστικός ο ρόλος τους και είχαμε και ένα πάρα πολύ ωραίο ερευνητικό κομμάτι που ενδεχομένως να σε ενδιαφέρει και – Εχουν κάνει πολύ μεγάλη καταγραφή την δεκαετία του ’80, την εποχή που ήταν μάλλον η δύσκολη εποχή για την παράδοση, γιατί τώρα υπάρχει μία στροφή σε όλη την Ελλάδα και για τους χορούς μας και για την μουσική μας και για τις ρίζες μας, τέλος πάντων. Την δεκαετία του ’80 η Πάρος κινδύνεψε αισθητά να χάσει τον χαρακτήρα της τον τοπικό, τον μουσικό τουλάχιστον. Και οι άνθρωποι αυτοί κατέγραψαν τους τελευταίους εναπομείναντες τσαμπουνιέρηδες, μουσικούς.Κάναμε καταγραφή στους τελευταίους Μικρασιάτες που συμμετείχα και εγώ. Τους πήραμε μαρτυρίες. Επίσης, πληθώρα τραγουδιών και αγεράνων, γιατί ο αγέρανος είναι ένας τοπικός χορός που έχει στην ουσία αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα, αλλά έχει και κάποιους στίχους συγκεκριμένους και μελωδίες διαφορετικές. Εγώ από εκεί έμαθα τον αγέρανο και τώρα τον τραγουδάνε σε όλη την Ελλάδα και χαίρομαι πάρα πολύ. Και εμείς κάναμε τις απομαγνητοφωνήσεις. Έχω περάσει ατελείωτες ώρες απομαγνητοφωνήσεων από γιαγιάδες που δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέγανε, από παππούδες που τραγουδούσανε και ψάχναμε ποια λέξη είναι αυτή και τώρα τι είπε, γιατί υπήρχε ειδικά στις Λεύκες και στην Αγκαιριά η ντοπιολαλιά –δεν ξέρω αν την έχεις ακουστά– την οποία την είχε καταγράψει –δεν ξέρω αν ξέρεις– ο Κακριδής, εκεί στις αρχές του 1920 και έχει γράψει και βιβλίο για το ιδίωμα της Πάρου, επειδή είχε μία γυναίκα που τους φρόντιζε και ήταν Παριανή και του έκανε εντύπωση ο τρόπος που μιλούσε. Να σου πω μία διαφορά; Δεν ξέρω, μπορεί να υπάρχουν ακόμη κάποιοι παππούδες που το λένε. Δηλαδή είμαστε από τα λίγα νησιά, που το «κάπα» δεν το κάνουμε «τσε» όπως οι Κρητικοί, να πούμε… Αλλά το κάνουμε ανάποδα. Εάν ακούσεις ένα παππού παλιό από την Αγκαιριά και θέλει να σου πει: «τσατσάρα», ενώ θέλει να πει «τσατσάρα» θα σου πει: «κιακιάρα», «κακίκι» το κατσίκι. Οπότε είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ιδίωμα, το οποίο έχει καταγραφεί. Έχει και άλλα πολλά, δεν θα το σχολιάσουμε τώρα, αλλά είχαμε ασχοληθεί και στο κομμάτι της έρευνας και της απομαγνητοφώνησης και στίχους, δηλαδή έχουν προσφέρει σπουδαία δουλειά στον τόπο και στο αρχείο του τόπου. Ε και ήμουνα από τους τυχερούς που ήμουνα κοντά τους και βοήθησα σε αυτό –

Κ.Ζ.:

Πέρα από αυτό, είχατε σκεφτεί τότε ότι ίσως αυτό να είναι –

Κ.Σ.:

Ποτέ! Στο λέω από τώρα. Κατάλαβα την ερώτηση. Ότι θα γίνει δουλειά μου.

Κ.Ζ.:

Ναι!

Κ.Σ.:

Ούτε ακόμα θεωρώ ότι είναι η δουλειά μου.

Κ.Ζ.:

Καλό αυτό!

Κ.Σ.:

Λοιπόν, εγώ ήθελα πάντα να γίνω αρχαιολόγος. Ήταν η μόνη σχολή που δήλωσα όταν έδωσα Πανελλήνιες. Την πρώτη χρονιά μπήκα στο Παιδαγωγικό και ξαναέδωσα και πάντα θεωρούσα ότι θα το κάνω για την ψυχή μου, για όσο μπορώ να το κάνω και ακόμα τώρα μετά από αρκετή δισκογραφία δεν το περίμενα ποτέ μου. Δηλαδή έλεγα: «Οκ, ας πω ένα τραγούδι στην ζωή μου να το θυμούνται κάποιοι μετά από 20 χρόνια, να είναι καλό και θα είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη». Δεν νιώθω ότι –Ττο κάνω επαγγελματικά με την έννοια ότι θέλω να γίνονται σωστά και με συνέπεια, αλλά δεν είχα ποτέ αυτό το, την αγωνία να γίνω, ξέρω ‘γω, τραγουδίστρια. Αυτό. Αυτό προέκυψε όταν γνώρισα τον σημερινό μου άνδρα, τον Νίκο τον Οικονομίδη, ο οποίος είδε κάτι παραπάνω σε εμένα που ενδεχομένως δεν το είχα καταλάβει και μετά από πάρα πολύ δουλειά και επιμονή προέκυψε αυτό που είμαι τώρα. Δηλαδή το 80% οφείλεται στο Νίκο, γιατί εκτός ότι έγραψε τραγούδια και πίστεψε σε εμένα και όλα αυτό, ήταν και πολύ επίμονος. Με έκανε να βελτιώσω πράγματα, να ακούσω πράγματα, να μάθω πράγματα και έτσι προέκυψε το επαγγελματικό.

Κ.Ζ.:

Άρα, τελειώνετε την σχολή σας και φαντάζομαι γυρίζετε στην Πάρο;

Κ.Σ.:

Όχι, ζούσα στην Αθήνα και ερχόμουνα όμως πολύ συχνά, γιατί οι γονείς ήταν εδώ, όλη μου η οικογένεια. Ήμουν με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο στην Αθήνα. Άρχισα δειλά – Σταμάτησα να [00:15:00]τραγουδάω όταν τελείωσα τις σπουδές μου σε μαγαζιά, σε μπουάτ και ταβέρνες και τέτοια. Αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ μόνο με το παραδοσιακό τραγούδι, γιατί εκεί ένιωθα ότι αποδίδω καλύτερα και αυτό είναι και στην ψυχή μου καλύτερα. Πέρασα και ένα φεγγάρι από σχετικά μεγάλες σκηνές δίπλα στην Μαρία την Φωτίου, την Ελένη την Βιτάλη, είχα πάει στα Χανιά και δούλευα με ένα σχήμα, την Οκτάβα. Το ξεπέρασα όμως εκείνο το κομμάτι. Και αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ με την παραδοσιακή μουσική. Και δούλευα με διάφορα συγκροτήματα σε χορευτικές παραστάσεις, σε συλλόγους. Ποτέ όμως σε μαγαζιά. Μία, όταν ανέβηκα στο πρώτο έτος σπουδών, νομίζω. Δούλεψα σε ένα μαγαζί –δεν θέλω να αναφερθώ– παλιό νησιώτικο μαγαζί, αλλά ήταν ξένο για εμένα αυτό το περιβάλλον, γιατί δεν μπορούσα να το… δεν ήθελα να το κάνω.

Κ.Ζ.:

Θέλετε να μου εξηγήσετε γιατί ήταν ξένο το μαγαζί –

Κ.Σ.:

Γιατί ήτανε η εποχή που εγώ έβγαινα ένα κοριτσάκι 18-19 χρονών με τα ινδικά μου τα φορέματα τα μακριά σε ένα μαγαζί που μετά έβγαινε η Ρωσίδα που δεν μπορούσε να μιλήσει ελληνικά, γυμνόστηθη σχεδόν, για να προσεγγίσει τους πελάτες με τα λουλούδια. Αυτό εγώ – Δεν είμαι εγώ. Δεν μπορώ να το κάνω. Εγώ θέλω την αλήθεια. Καθαρά πράγματα. Το περιβάλλον δεν μου ταίριαζε. Οπότε – Είναι αλλιώς να πας να τραγουδήσεις σε ένα μαγαζί για ένα σύλλογο και να είναι από κάτω άνθρωποι που γνωρίζουν την δουλειά σου και θα χορέψουν και θα διασκεδάσουν και αλλιώς όταν μπερδεύεται το πράγμα με ποτά και, πώς να το πω τώρα; Ρεμούλες, τέλος πάντων. Δεν ήμουν εγώ για αυτό. Εντάξει, όσο συμφώνησα ήμουν οκ στην δουλειά μου και μετά αποφάσισα ότι εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Και μετά γνώρισα τον Νίκο τον Οικονομίδη σε μία παράσταση, όπου με φώναξε ένα χορευτικό συγκρότημα στην Αθήνα για να τραγουδήσω Χίο και Νάξο, θυμάμαι κιόλας ποιες περιοχές.

Κ.Ζ.:

Τι χρονολογία τότε ήτανε;

Κ.Σ.:

Πότε ήτανε… Το 2009; Κάπου εκεί. Και αρχίσαμε σιγά-σιγά να βρισκόμαστε περισσότερο επαγγελματικά και πολύ μετά γίναμε ζευγάρι. Δηλαδή, δουλεύαμε ήδη 8 χρόνια.

Κ.Ζ.:

Αυτή η προετοιμασία πριν από το γλέντι, ο επαγγελματικός χώρος που είναι οι μουσικοί. Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο το πρόγραμμα, τις συνήθειες;

Κ.Σ.:

Κοίταξε. Εμείς κάνουμε – Εξαρτάται την δουλειά, γιατί τώρα ας πούμε, έχουμε μία συναυλία στο Κύτταρο στην Αθήνα, όπου για εμένα φαίνεται παιχνίδι. Δηλαδή, θα έχουμε ένα πρόγραμμα μιάμιση ώρα, πάρα πολύ ανθρώπινο, θα περάσει νερό, δεν θα προλάβουμε να καταλάβουμε και είναι αυτό το κομμάτι το συναυλιακό ή το παίζω για 2 ώρες παραδοσιακή μουσική και οι άνθρωποι με ακούν και τελειώνει εκεί. Και υπάρχει και το δύσκολο κομμάτι που κάνουμε εμείς συνήθως, που είναι του πανηγυριού. Το πανηγύρι, όπως ξέρεις, είναι μια λαϊκή έκφραση των ανθρώπων, αλλά είναι η διαχωριστική γραμμή πάρα πολύ δύσκολη να κρατήσεις ένα γλέντι σε ένα Α’ επίπεδο και να μην γίνει σκυλογλέντι. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την ορολογία, γιατί δεν είναι τώρα, είναι άτυπο αυτό, το χρησιμοποιούμε οι μουσικοί. Να φροντίζεις τι τραγούδια θα πεις, γιατί μέσα στους πολλούς, υπάρχουν και οι άνθρωποι που μπορούν εύκολα να διαλύσουν ένα γλέντι, λόγω του ποτού, της διάθεσής τους, του παροξυσμού που υπάρχει. Αυτό είναι και το μεγαλύτερό μου… η μεγαλύτερή μου έννοια εμένα. Όταν λοιπόν έχουμε μία απλή συναυλία τα πράγματα είναι πιο οργανωμένα. Φτιάχνουμε ένα ωραίο πρόγραμμα κάνουμε πρόβες με τους συναδέλφους. Εμείς δουλεύουμε χρόνια και με ομάδα. Σπάνια δηλαδή βρισκόμαστε τελευταία ώρα με καινούργιους μουσικούς να παίξουμε, γιατί είναι οικογένεια. Νομίζω από εκεί ξεκινάει. Πρέπει να είσαι φίλος και οικογένεια για να βγει κάτι ωραίο και να βγει η ενεργεία μάλλον θετική. Τώρα, όταν έχουμε όμως να κάνουμε με πανηγύρι πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθούμε την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι, γιατί αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσει στα καλοκαιρινά πανηγύρια 23:00 το αργότερο το γλέντι και τελειώσουμε, όταν ξημερώσει. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο και μετά από αυτό θες και δύο μέρες να συνέλθεις από το ξενύχτι, γιατί δεν είναι μόνο το ξενύχτι, είναι και είναι ότι μπορεί να θέλεις μία μέρα να πας στην Φολέγανδρο που είναι δίπλα γιατί δεν έχει καράβι απευθείας από την Πάρο, οπότε πρέπει να πας Μήλο, να περιμένεις 4-5 ώρες να περάσει άλλο καράβι να σε πάρει, να πας στο άλλο νησί και μετά το ξενύχτι να φύγεις κατευθείαν και είσαι άλλη μία μέρα στο δρόμο που σημαίνει ότι σε 3 μέρες [00:20:00]μαύρα μάτια. Αλλά, αν έχεις ενέργεια θετική, τα πράγματα πάνε καλά, όσο κουρασμένος και να είσαι. Και επειδή εγώ ξέρω από εμένα ότι ο χορός κάνει τους ανθρώπους πολύ χαρούμενους, τους απελευθερώνει, κάνω ό,τι μπορώ για να τους κάνω χαρούμενους και γίνομαι και εγώ, όσο κουρασμένη και να είμαι. Γιατί δεν στο κρύβω ότι δεν είμαι πια 20 χρονών. Στα 20 μου δε καταλάβαινα τίποτα. Είχα ένα μικρόφωνο και ήμουνα – Τραγουδούσα και χόρευα ταυτόχρονα. Τώρα έχω και δύο παιδιά και είμαι αισίως 45. Δηλαδή και το σώμα μου πια δεν με βοηθάει, κουράζομαι. Όσο πιο νέος, ο αυθορμητισμός και η δύναμη που έχεις είναι σαφέστατα μεγαλύτερη. Αυτό που έχω όμως ακόμα, είναι η αγάπη μου και η όρεξη για αυτό το πράγμα, για να βλέπω τους ανθρώπους να χαίρονται. Οπότε όσο και κουρασμένη να είμαι, βρίσκω τον τρόπο να το αντιμετωπίζω. Η μουσική με παρασύρει δηλαδή. Αυτά είναι μαζί, και ο κόσμος εννοείται.

Κ.Ζ.:

Σας έχει τύχει να γίνει το πανηγύρι, να φύγει από το όριο που είπαμε και να…

Κ.Σ.:

Ευτυχώς με έχουν φέρει δυο-τρεις φορές πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι μεθυσμένοι σε δύσκολη θέση, αλλά αυτό. Αποσύρθηκα και σταμάτησε εκεί. Όχι. Στην αρχή, να σου πω την αλήθεια, όταν είχα πρωταρχίσει να τραγουδάω ερχόντουσαν οι άνθρωποι και μου λέγανε: «Πες μας το τάδε τραγούδι», το οποίο δεν ήταν της αισθητικής μου, καθόλου. Και τους έλεγα: «Δεν το ξέρω εγώ αυτό». Μία, δύο, δεκαπέντε μου λέγανε: «Αμάν πια εσύ και τα παραδοσιακά σου» και «Πες και τίποτα πιο καινούργιο» και εγώ είχα άρνηση. Τους λέω: «Αν θέλετε να σας τραγουδάω εγώ, θα σας τραγουδάω αυτά που είναι στην δική μου αισθητική» και νιώθω πια –δόξα τω Θεώ– ότι η επιμονή μου σε αυτό μου βγήκε σε καλό, γιατί συνέβαινε τα πρώτα 2-3 χρόνια. Από κάποιους μεμονωμένους ανθρώπους. Τώρα δεν θα έρθει κανένας σε εμένα να μου ζητήσει ένα τραγούδι που ξέρει ότι… δεν ξέρω αν το ξέρει, αλλά το νιώθει ότι δεν θα του το πω. Ένα σύγχρονο νησιώτικο σουξέ που κυκλοφορεί. Έχουμε λίγο επιβάλλει την αισθητική μας σε αυτό. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σπουδαίο, το ότι ο κόσμος ξαναγνώρισε την κανονική μουσική,, με όμορφους στίχους, κανονικούς, χωρίς χυδαιότητα. Αυτό. Και δεν μου έχουν ζητήσει ποτέ να τους πω κάτι χυδαίο. Αυτό.

Κ.Ζ.:

Είναι δύσκολο να επιβάλλει κανείς με… γιατί είναι και η μουσική, είναι και ο χορός που είναι αυθόρμητα, δηλαδή –

Κ.Σ.:

Βέβαια.

Κ.Ζ.:

Είναι δύσκολο να βάλει το όριο εκείνη την ώρα; Με την έννοια ότι –

Κ.Σ.:

Στην αρχή ήταν δύσκολο, τότε ήμουν και πολύ μικρή. Παρόλα αυτά είχα, ήξερα ότι ήθελα να τραγουδάω. Δεν με ενδιέφεραν τα σουξέ της εποχής να τα πω. Δηλαδή, μου είχαν προτείνει δίσκους με νησιώτικα, σε εισαγωγικά μοντερνο-νησιώτικα, όταν ήμουν στα 18, και τους είπα: «Όχι». Και μου λέγανε: «Εντάξει, εσύ θες να γίνεις Χαρούλα Αλεξίου» και τους λέω: «Δεν θέλω να γίνω Χαρούλα Αλεξίου, θέλω να πω δύο πράγματα που ο στίχος τους θα με εκφράσει και δεν θα με προσβάλει και άμα δεν τα πω, δεν πειράζει κιόλας». Είναι αυτό που σου έλεγα πριν, ότι δεν είχα την αγωνία να κάνω ένα δίσκο να γίνει η δουλειά μου αυτό. Και αυτό με προφύλαξε. Μπορεί να ήταν τυχαίο. Ήταν στοιχείο του χαρακτήρα μου. Ενώ ήμουν πολύ διαχυτική, πολύ χαρούμενο παιδί, ανοιχτή με όλο τον κόσμο. Δεν είχα όμως αυτή την αγωνία να γίνω, ξέρω ‘γω, αυτή την αγωνία της σκηνής. Και τώρα δηλαδή άμα μου πει κάποιος: «Σταματάς τώρα να τραγουδάς!», δεν θα με πιάσει κατάθλιψη. Θα τραγουδάω εκεί που θέλω να τραγουδήσω. Άσε που νιώθω ότι αν ο άνδρας μου σταματήσει να παίζει, ας πούμε, δεν νομίζω ότι θα ξανατραγουδήσω ξανά επαγγελματικά έτσι. Γιατί πέρα από την αγάπη μας, έχουμε και μία χημεία που προέκυψε αρχικά επαγγελματικά, μετά μας προέκυψε προσωπικά και βγαίνει όλο αυτό το πράγμα. Δηλαδή όταν εγώ όταν είμαι κουρασμένη, εκείνος μου δίνει δύναμη και το ανάποδο. Αυτό. Οπότε το επιβάλλεις. Νομίζω αυτό που θες να κάνεις, το καταλαβαίνει ο κόσμος. Κάποιοι που δεν θα το καταλάβουν ή θα πουν: «Τι είναι αυτά;», δεν θα έρθουν να σε ακούσουν. Δεν χρειάζεται να σε αγαπάνε όλοι ή να καταλαβαίνουν όλοι τι κάνεις. Νομίζω ότι αυτό ισχύει σε όλα τα ήδη της μουσικής.

Κ.Ζ.:

Επειδή ήμαστε και από επαρχία, είναι δύσκολο μία γυναίκα να ξεκινάει να κάνει κάτι το οποίο έχει να κάνει με το γλέντι, έχει να κάνει με την κοινωνική συναναστροφή και να μην ακούει κάποια σχόλια ας πούμε; Δεν υπήρχαν αυτά τότε –

Κ.Σ.:

Καλά εντάξει. Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό. Εγώ πάντα φόραγα πολύ μακριά φορέματα, από πιτσιρίκα. Τα πρώτα χρόνια που άρχισα να τραγουδάω, μου έλεγε η μαμά μου, ο Θεός να την συγχωρέσει: «Παιδί μου, να προσέχεις πως κάθεσαι!», μην [00:25:00]ανοίξω τα πόδια μου και φανούν οι γάμπες μου, ας πούμε. Και της έλεγα: «Μα καλέ μαμά και να τα ανοίξω τα πόδια μου, με τόσο μακριά φορέματα που φοράω, δεν φαίνεται τίποτα». Υπήρχε ένας συντηρητισμός τότε, τώρα δεν νομίζω ότι υπάρχει. Αλλά ήταν μικρός. Οι Παριανοί ήταν ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι, πιστεύω. Εννοείται, ότι αυτός που έχει να πει την κακεντρέχειά του, δεν υπάρχει περίπτωση να μην την πει, θα την πει. Αλλά νομίζω ότι δεν αντιμετώπισα τέτοιο θέμα. Αντίθετα με αγαπούσαν οι άνθρωποι εδώ, ή τουλάχιστον αυτό ένιωθα εγώ. Πριν το κάνω δουλειά. Χαιρόντουσαν με τις μουσικές, δηλαδή, με όλων των ειδών τις μουσικές. Τραγουδάγαμε Θεοδωράκη και γεμίζανε τα θέατρα, ας πούμε. Κάναμε εκδήλωση χορευτικού και ήταν γεμάτα. Δηλαδή, ο κόσμος ήταν πολύ ανοιχτός σε αυτό το κομμάτι εδώ. Δεν το ένιωσα όταν ήμουν εδώ. Όταν άρχισα να το κάνω δουλειά το εισέπραξα περισσότερο από τους συναδέλφους και λιγότερο συντοπίτες μου, ας πούμε. Βεβαίως, πάντα υπήρχε από πίσω μια μαμά να μου λέει: «Πρόσεχε!», ας πούμε. Αλλά αυτό νομίζω ότι είναι και τι θες να κάνεις. Δηλαδή, εγώ ήξερα σε τι χώρο κινούμαι και τι όρια έχω. Δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ σε μία τεράστια σκηνή, ας πούμε, ενός λαϊκού μαγαζιού. Είναι σαν με πετάγανε, ας πούμε, σα να με πετάγανε στο Βόρειο Πόλο, δεν θα ήξερα τι να κάνω. Δεν είναι το περιβάλλον που θα επέλεγα ποτέ να πάω να δουλέψω. Οπότε αφού δεν το επέλεξα, δεν φοβόμουνα κιόλας. Ήμουνα στους δρόμους που ένιωθα εγώ ότι νιώθω καλά και η παραδοσιακή μουσική έχει αυτή την καθαρότητα. Δεν υπάρχει αυτός ο υπόκοσμος σε εισαγωγικά που δεν θα μπορούσα να αντέξω. Αυτό.

Κ.Ζ.:

Και θέλω να μιλήσουμε και λίγο και για τον COVID, για εκείνη την περίοδο που ήτανε μία αμήχανη περίοδος για όλους, φαντάζομαι.

Κ.Σ.:

Εμάς μας επηρέασε πολύ. Τώρα εμένα, βέβαια, μάλλον θετικά θα έλεγα. Ήταν λίγο –Για εμένα ήταν δύσκολη περίοδος, γιατί εκεί, λίγο πριν, έχασα την μητέρα μου. Στην αρχή του COVID, μετά από 4 μήνες, πεθαίνει ο πατέρας μου και έχω τα παιδιά ενάμιση, σκάρτα δύο χρονών και λέμε με τον Νίκο: «Τι να καθόμαστε στην Αθήνα αφού δεν έχουμε δουλειά;». Μου λέει η αδερφή μου: «Δεν έρχεστε στο νησί;». Και κατεβαίνουμε για το καλοκαίρι για 20 μέρες και τελικά κατέληξε να είμαστε εδώ τώρα 3 χρόνια, να γράψει ο Νίκος τον τελευταίο δίσκο εδώ, που έχει πολύ Πάρο μέσα, να τελειώσουμε το σπίτι μας που ήταν στα μπετά από το ‘97 και να ξαναγυρίσω πίσω που για εμένα ήταν… αυτό ήθελα να κάνω. Έμενα στην Αθήνα, επειδή ήμασταν με τον Νίκο, επειδή η δουλειά ήταν εκεί. Το κομμάτι το οικονομικό, ήταν δύσκολο. Καλλιτεχνικά δεν μας επηρέασε, γιατί εμείς αυτά τα 2 χρόνια γράφαμε το δίσκο. Και εκτός από αυτό, ο Νίκος είναι ανήσυχος, οπότε ό,τι θα έκανε στην Αθήνα στο διαμέρισμα, το έκανε και εδώ σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Αλλά ήμασταν η εξαίρεση. Το γεγονός όμως ότι φέτος καλοκαίρι ο κόσμος ήταν αλλόφρων στα πανηγύρια, αυτό οφείλω να το ομολογήσω. Ζορίστηκαν οι άνθρωποι δηλαδή. Εμείς εδώ ήταν πολύ σωστή η επιλογή που ήρθαμε, γιατί δεν είναι το ίδιο. Δηλαδή τους πρώτους μήνες εγώ έβγαινα από το διαμέρισμα να πάω στο σούπερ μάρκετ και ήμουν να αφήσω τα παπούτσια μου, να απολυμάνω τις λαβές, να βγάλω τα πράγματα από σούπερ μάρκετ. Υπήρχε τρόμος. Εδώ βγαίνεις έξω και πας μια βόλτα στο βουνό ή στο χωριό, ε δεν είναι το ίδιο. Σε καμία περίπτωση. Οπότε, δεν μπορώ να σου πω ότι ο COVID… πέρα από την δουλειά και το κομμάτι αυτό της δυσκολίας… Καλλιτεχνικά δεν νομίζω ότι μας επηρέασε, γιατί ήταν δημιουργική περίοδος για εμένα. Τραγουδήσαμε, κάναμε πρόβες, φτιάχναμε, κάναμε. Και που πλέον ήταν και μία καλή περίοδος για τα παιδιά. Με χρειάζονταν και ήμουν κοντά τους. Δεν έπρεπε να τα αφήνω σε ξένους και να ταξιδεύω. Και εμείς το χειμώνα, ούτως ή άλλως, κάνουμε πολύ επιλεγμένες εμφανίσεις και δεν πάμε σε μαγαζιά να δουλεύουμε, ας πούμε, μία σεζόν. Έχουμε κάποιες εμφανίσεις και δουλεύουμε πολύ το καλοκαίρι. Οπότε πέρασε καλά, σχετικά, αν εξαιρέσεις τις απώλειες των αγαπημένων ανθρώπων δηλαδή, γιατί μέσα στο COVID πέθανε και ο αδερφός μου. Ήταν ούτως ή άλλως δύσκολη περίοδος για να δουλέψω. Νομίζω ότι το πιο άσχημο πράγμα που μου έχει συμβεί και έπρεπε να το διαχειριστώ, ήταν 4 μήνες πριν τα μέτρα, δηλαδή είχε αρχίσει δειλά ο COVID, αλλά δεν ήταν, δουλεύαμε κανονικά. Πεθαίνει η μητέρα μου, γίνεται η κηδεία την Παρασκευή και εγώ το Σάββατο τραγουδάω σε ένα γάμο στην Μύκονο και πρέπει να είμαι πάρα πολύ χαρούμενη. Νομίζω ότι αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι της δουλειάς μας, γιατί ο κόσμος εκεί μας είχε επιλέξει για να τους κάνουμε να [00:30:00]χαρούνε, όχι να είμαι εγώ στενοχωρημένη και να κλαίω. Το διαχειρίστηκα νομίζω. Στη διάρκεια του γλεντιού, όταν κατέβαινα κάτω ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Πήγαινα πίσω στο δωμάτιο που μας είχαν παραχωρήσει και έκλαιγα, ξέσπαγα και μετά ξαναέβγαινα πάλι σαν να μην έτρεχε τίποτα, δηλαδή, αυτό είναι. Αλλά η μουσική σε κάνει και το αντιμετωπίζεις κι αυτό. Αυτό.

Κ.Ζ.:

Και τώρα, ως μητέρα με τα παιδιά σας και με την μουσική και τα γλέντια είναι μία δύσκολη συνθήκη;

Κ.Σ.:

Είναι δύσκολη συνθήκη. Καταρχήν δεν κάνουμε πια γλέντια στα σπίτια, γιατί εγώ είχα συνηθίσει μέχρι και πριν τον COVID να μαζευόμαστε οι φίλοι και να κάνουμε βεγγέρες που λέμε με το τίποτα. Δηλαδή είχαμε ένα μεζέ, θα μαζευτούμε στου τάδε, αυτά – Ή στα καζάνια, έχουν λίγο περιοριστεί. Όχι λίγο, νομίζω πολύ. Καλά, αυτό με τις γιορτές το ότι κάνω τραπέζι ας πούμε και καλώ όλο τον κόσμο νομίζω εδώ έχει περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν έχει καμία σχέση με το… Θυμάμαι με την μαμά. «Ρε μαμά πόσους περιμένουμε απόψε;» και μου έλεγε: «Στις γιορτές δεν καλάνε παιδί μου. Όποιος έρθει θα μπει». Οι ποσότητες των φαγητών ήταν ασύλληπτες. Οι κεφτέδες χιλιάδες που τηγανίζονταν! Τώρα δεν υπάρχει αυτό και επιδεινώθηκε η κατάσταση με τον COVID, κλείστηκε ο κόσμος. Και ενδεχομένως να μας έγινε λίγο συνήθεια αυτό, η συναναστροφή. Ελπίζω να αλλάξει πάλι. Έχει αλλάξει και η Πάρος, έχει μεγαλώσει, δεν είναι αυτό που ήτανε. Εγώ βέβαια θέλω να την θυμάμαι αλλιώς.

Κ.Ζ.:

Είναι δύσκολο λοιπόν για μία μαμά –

Κ.Σ.:

Είναι. Είναι δύσκολο. Και τώρα έχω την ασφάλεια του ότι είμαι στο νησί και είναι οι δικοί μου άνθρωποι κοντά. Την πρώτη χρονιά που γέννησα, δεν μπορούσα να τραγουδήσω εκείνο το καλοκαίρι γιατί γέννησα Απρίλιο και ήμασταν στην Αθήνα. Την δεύτερη χρονιά ήταν πολύ δύσκολο, γιατί είχα άγνωστα κορίτσια, στην ουσία, που μου κράταγαν δύο μωρά με πυρετούς, με διάφορα γεγονότα. Έπρεπε να ταξιδεύω και το μυαλό μου ήταν πίσω, αλλά νομίζω ότι γίνεται άμα το… και μάλιστα τώρα τους ρωτάς και σου λένε – Είναι και να βρεις, βέβαια, σωστό άνθρωπο να σου κρατάει τα παιδιά όταν λείπεις. Γιατί ο ρόλος παππούδων είναι όχι απλά σπουδαίος, και μόνο να υπάρχουν είναι πάρα πολύ σπουδαίος, εμένα τα είδανε αλλά δεν τα μεγάλωσαν, ήταν σε μεγάλη ηλικία και άρρωστοι, Οπότε όταν αφήνεις τα παιδιά σε ξένους είναι μια μεγάλη αγωνία, αλλά μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή τι θα κάνεις; Αλλά από την άλλη είναι το καλοκαίρι αυτό. Τρεις μήνες το καλοκαίρι που φεύγω για 3 μέρες και γυρίζω και ξαναφεύγω και ξαναγυρίζω. Υπάρχει όμως η επαφή. Τον χειμώνα είμαι κοντά τους. Και το ξέρουν τώρα, λένε: «Άμα η μαμά πάει για συναυλία με τον μπαμπά, θα κοιμηθούμε εδώ με την…», κοπέλα που μας κρατάει, για να μην πω το όνομά της, αν δεν θέλει.

Κ.Ζ.:

Αυτό ήταν! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Σ.:

Να είσαι καλά.