«Μαζέψτε τα ρούχα, θα βρέξει»: Ένας ραδιοπειρατής αφηγείται
Ενότητα 1
Η πρώτη επαφή με το ραδιόφωνο και το ξεκίνημα της ραδιοπειρατείας
00:00:00 - 00:14:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, λοιπόν. Καλημέρα. Ονομάζομαι Γεώργιος Κυριακίδης. Είμαι ερευνητής για το Istorima και βρισκόμαστε στον εργασιακό χώρο του αφη…αοχτώ χρονών για να μπορέσει να νοικιάσει τον χώρο, για να πάμε να στήσουμε εμείς μέσα. Εννοείται ότι θα υπήρχε πρόβλημα από τον ιδιοκτήτη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Η παρανομία, η αστυνόμευση και οι ποινές της ραδιοπειρατείας
00:14:35 - 00:25:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το κομμάτι της αστυνόμευσης πιστεύω ότι ταιριάζει να πούμε τώρα. Πώς το θυμάστε; Ο φόβος και ο τρόμος. Ο φόβος και ο τρόμος μην τυχόν μας …ε στο χώρο της δουλειάς μου, τα φτιάχνω και τα κατασκευάζω μόνος μου γιατί έχω τη γνώση από αυτά που απέκτησα από παιδί. Με το χόμπι μου .
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Η νόμιμη πορεία σαν ραδιοερασιτέχνης
00:25:01 - 00:33:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πριν περάσω και στην, εντός εισαγωγικών, ας το πούμε, νόμιμη πορεία του ραδιοφώνου, θα σας ξαναπάω στο κομμάτι του ψευδωνύμου σας και στην …ει. Έγινε στην Ιταλία πριν τέσσερα-πέντε χρόνια. Άρα βαρύ, ας πούμε, το κλίμα σε αυτές τις περιπτώσεις... Πολύ βαρύ. Αχρείαστο να είναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 4
Το «μικρόβιο» του να εκπέμπεις πειρατικά και ο κοινωνικός αντίκτυπος
00:33:28 - 00:47:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η RF, η ραδιοσυχνότητα RF –radio frequency τα αρχικά–, η RF είναι, για μένα, χειρότερο από τη λεγόμενη ηρωίνη που θα μπει στο αίμα σου. Η R…αι μία η φωνή. Ακριβώς. Όχι πολλές. Μία είναι η φωνή. Μία. Αυτό. Αν δεν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε. Όχι, αγόρι μου. Αυτό. Τέλεια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]Καλημέρα, λοιπόν.
Καλημέρα.
Ονομάζομαι Γεώργιος Κυριακίδης. Είμαι ερευνητής για το Istorima και βρισκόμαστε στον εργασιακό χώρο του αφηγητή. Αν μπορείτε, πείτε μας και το όνομά σας.
Ο Πανταζίδης Κυριάκος.
Τέλεια. Για να υπάρχει για το αρχείο, την ημερομηνία γέννησή σας και το πατρώνυμό σας.
21/12/1968. Αλέξανδρος, το όνομα του πατέρα.
Τέλεια. Θα ξεκινήσουμε, κάπως πιο απλά. Από πού κατάγεστε; Πού μεγαλώσατε;
Η καταγωγή είναι εδώ, από την όμορφη πόλη, εδώ στην Ξάνθη. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Και τα παιδικά και τα νεανικά, εφηβικά και τα μετέπειτα χρόνια, παραμένω εδώ.
Δεν ξεφύγατε, ποτέ, από την Ξάνθη, ας το πούμε έτσι;
Όχι, όχι. Περιστασιακά μόνο, για μικρά διαστήματα της ζωής μου.
Την παιδική σας ηλικία, πώς τη θυμάστε; Αν θα μας λέγατε κάτι, μέσα από την παιδική σας ηλικία, τι θα ήταν αυτό;
Δεν ήμουν από τα ήσυχα παιδιά. Έντονη παιδική ηλικία. Ζωηρούς μας λέγαν, τότε. Αλλά περάσαμε πολύ όμορφα χρόνια. Αξέχαστα.
Σε ποιο σχολείο πήγατε; Γιατί είπατε μείνατε μόνο στην Ξάνθη.
Σαν δημοτικό, ξεκίνησα στο Τέταρτο Δημοτικό. Στη συνέχεια, ήμουν στο Πρώτο Γυμνάσιο και κατόπιν στο Πρώτο Λύκειο. Και από εκεί αποφοίτησα.
Υπέροχα. Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, που λένε καμιά φορά, για να μας πείτε για την ενασχόλησή σας με το ραδιοφωνικό κομμάτι, ας το πούμε ραδιοφωνικό κομμάτι.
Ναι, ναι. Πειρατικό κομμάτι, τα χρόνια εκείνα.
Και το πειρατικό εκείνα τα χρόνια. Πρώτη φορά, η πρώτη ανάμνηση, ποια είναι με βάση αυτή τη ζωή-πορεία.
Έναν θείο ο οποίος ήταν τεχνικός σε μία εταιρεία και είχε ένα σα σπιρτόκουτο, στα χέρια του, με μια μπαταρία συνδεδεμένο το οποίο είχε ένα μικρόφωνο επάνω και εκείνο ήτανε το πρώτο έναυσμα που με κέντρισε. Είχα πάντα έρωτα, μέσα σε παρένθεση, με τα ραδιόφωνα. Πάντα δηλαδή θα το έπιανα στα χέρια μου, να ασχοληθώ μαζί του, να το «ξεκοιλιάσω», να δω τι έχει μέσα. Από παιδί. Αλλά το πρώτο έναυσμα ήταν, τότε, σε ηλικία περίπου στα δώδεκα, δεκατριών χρονών. Μέσω αυτού του μικρού πομπού που ήτανε στα FM, συχνότητες των FM, με πολύ μικρή ισχύ. Έτσι ξεκίνησα. Το έναυσμα ήταν από εκεί.
Ο συγκεκριμένος θείος σας, εσείς δηλαδή τον ρωτήσατε τι είναι αυτό που κρατάει, δηλαδή και αυτή η λεπτομέρεια, ας πούμε…
Μου το έδειξε, τυχαία, τι είχε φτιάξει και το οποίο μου το χάρισε, στο τέλος. Δηλαδή μέσα σε ένα τέταρτο ήταν δικό μου. Και από εκεί ξεκίνησα. Εκείνο ήταν το πρώτο έναυσμα.
Αναφέρατε κιόλας τη λέξη, περιπαικτικά μάλλον, το «ξεκοιλιάσατε». Δηλαδή για να το ανοίξετε, να το δείτε μέσα.
Τα ραδιόφωνα, τα ραδιόφωνα. Όταν έπιανα ραδιόφωνο ήθελα να δω ποιος είναι από πίσω.
Ένα παιδί Γυμνασίου, γιατί είπατε περίπου στο γυμνάσιο έγινε αυτό...
Αρχές Γυμνασίου.
Ναι. Καταλάβαινε, ακριβώς, πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα, πώς λειτουργεί;
Όχι, όχι. Στη συνέχεια, μετέπειτα. Γιατί τότε και η πληροφορία δεν ήταν ευρεία, όπως είναι σήμερα. Σήμερα ό,τι πληροφορία θες, θα μπεις στο ίντερνετ, θα ψάξεις, θα βρεις ό,τι θέλεις. Πώς γίνεται; Γιατί γίνεται; Τα πάντα. Τότε η πληροφορία ήταν δύσκολη. Και η πληροφορία σε ένα μαθητή Γυμνασίου ήταν ακόμα πιο δύσκολη. Βέβαια, με τον καιρό, εμπειρικά, μαθαίναμε ορισμένα πράγματα και φτάσαμε να κάνουμε πολύ μεγαλύτερους πομπούς και να εκπέμπουμε και να ακουγόμαστε και να συνομιλούμε με άλλους φίλους ραδιοπειρατές. Θα τους έλεγα ραδιοερασιτέχνες. Γιατί είναι εραστές αυτής της τέχνης που λέγεται ραδιόφωνο και μιλούσαμε μέχρι την Κρήτη πολύ, πολύ άνετα. Βέβαια, πάντα τις βραδινές ώρες.
Τονίζετε τις βραδινές ώρες.
Γιατί η τηλεόραση δεν ήταν η ψηφιακή που είναι, σήμερα. Υπήρχαν παρεμβολές σε τηλεοράσεις. Δηλαδή, περιμέναμε να κλείσει και η τελευταία, μέσα σε παρένθεση, τηλεόραση της γειτονιάς για να ανοίξουμε εμείς, για να μην παρεμβάλλουμε.
Α, δηλαδή υπήρχε πιθανότητα το σήμα να επηρεάσει;
Το σήμα, το δικό μας να επηρεάζει τη λήψη της τηλεόρασης.
Ο νέος κόσμος τώρα δε νομίζω να έχει αυτή την επαφή. Αν, ας πούμε, θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε ποια ήταν αυτή η τάση της ραδιοπειρατείας, εκείνης της εποχής; Δηλαδή γιατί τα παιδιά ασχολιόντουσαν εκείνη την εποχή με αυτό το πράγμα;
Γιατί; Γιατί ένας τομέας ήτανε η έρευνα για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο[00:05:00], τον ραδιοπειρατή. Το πώς είναι το ραδιόφωνο, πώς εκπέμπει, πώς κάνει. Ανάλογα με τις ανησυχίες που είχε. Ο άλλος λόγος ήτανε, βγάζαμε τη μουσική, τα τραγούδια στον κόσμο. Τότε, υπήρχανε δύο προγράμματα. Η ΕΡΑ και η ΕΡΑ 2, πώς λεγότανε τότε. Τα δύο κρατικά κανάλια, τέλος πάντων και μόνο αυτά. Περισσότερο αυτό ήτανε. Το να παίξουμε μουσική είτε για φίλους, να κάνουμε αφιερώσεις στους γνωστούς. Η επικοινωνία, περισσότερο, με τον κόσμο.
Η δική σας πορεία στη ραδιοπειρατεία ή στον ραδιοερασιτεχνισμό, πότε ξεκίνησε; Μιλήστε μας για αυτό.
Ξεκίνησε το ’83. Το 1983. Από εκεί, είχαμε μια παρέα τριών παιδιών, συνομήλικοι ήμασταν. Ο ένας ήταν κατά ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερος και έτσι ξεκινήσαμε. Μαζέψαμε υλικά είτε αγοράζοντας, είτε βρίσκοντας από άλλους που τα είχανε περίσσευμα, είτε «ξεκοιλιάζοντας» καμιά τηλεόραση χαλασμένη που βρίσκαμε στο δρόμο και παίρναμε κάποια ανταλλακτικά από εκεί πέρα, μέσα. Έτσι, ξεκινήσαμε και φτιάξαμε τον πρώτο πομπό.
Άμα θέλετε να μας μιλήσετε για το... Μας μιλάτε, τώρα, σιγά-σιγά, για την οργάνωση αυτής της παρέας. Πώς το αποφασίσατε; Ή άμα θέλετε να μας πείτε και ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Άμα θέλετε να πείτε έστω τα ψευδώνυμά τους, ή κάποιο...
Τότε δε θυμάμαι πώς λεγόμασταν. «Crush players» λεγόμασταν. «Crush players». Ήτανε ο General ο Νότης και ο Δημήτρης ο, μετέπειτα, Ανώνυμος. Αυτή ήταν η παρέα. Έτσι ξεκίνησε από αυτά τα τρία άτομα και μένα. Εγώ, μετέπειτα, έγινα ο Άκης ο Κυβερνήτης.
Κυβερνήτης;
Κυβερνήτης.
Από, ας το πούμε, πιλοτήριο ότι απογειωνόμαστε.
Πιλοτήριο. Ναι, ναι. Ετοιμαστείτε, φεύγουμε, πετάμε.
Έχω την εντύπωση ότι η ραδιοπειρατεία, εκείνα τα χρόνια, ήτανε στα πολύ high της. Εσείς πώς τη θυμάστε αυτή την εποχή;
Όντως, ήταν στα πολύ high της. Περάσαμε πολύ ωραίες στιγμές . Και καλές και κακές. Όταν καίγαμε κάποιο μηχάνημα από λάθος χειρισμό, από κακό συντονισμό, από χίλια δυο που μπορούσαν να συμβούν. Μέχρι και τις πολύ ωραίες αναμνήσεις, παρέες, γέλια. Πανέμορφα πράγματα. Δεν υπήρχε επικοινωνία. Ούτε με κινητά, ούτε με κοινωνική δικτύωση. Τίποτα. Ένα τηλέφωνο σταθερό που είχαμε του ΟΤΕ και το ραδιόφωνο.
Είχατε συγκεκριμένο, ας το πούμε, στέκι από το οποίο εκπέμπατε ή έπρεπε να αλλάζει;
Ναι, ναι. Συγκεκριμένος ο χώρος που είχαμε το μηχάνημα. Γιατί δεν είναι πράγματα που τα μετακινείς και εύκολα. Υπάρχει μια κεραία η οποία είχε κάποια μέτρα ανάπτυξης. Αν θυμάμαι καλά, ήμασταν γύρω στα τριάντα πέντε μέτρα, τότε, κεραία, ένα σύρμα. Δεν ήταν εύκολο να μετεγκατασταθεί αυτό το πράγμα. Εκεί πέρα, λοιπόν, βρισκόμασταν. Συνήθως, άλλοτε πρωινές και άλλοτε απογευματινές ώρες, λόγω ωραρίου στο σχολείου, τότε, πρωινά και απογευματινά που πηγαίναμε. Και κάναμε εκπομπή. Είχαμε μία σταθερή συχνότητα εκπομπής, στα μεσαία, τότε, και βγαίναμε. Μαζεύαμε αφιερώσεις από φίλους, από το σχολείο. Μας το δίναν σε χαρτάκια για να τις πούμε στην επόμενη εκπομπή που θα κάμναμε.
Άρα από ό,τι καταλαβαίνω η επισκεψιμότητα της συχνότητας ήτανε μεγάλη.
Είχαμε να μοιραστούμε μια, δυο συχνότητες που μπορούσαμε να παίξουμε, τότε, εδώ στην Ξάνθη. Όλοι οι ραδιοερασιτέχνες της Ξάνθης. Οπότε, υπήρχαν οι παρεξηγήσεις και «Ήταν να βγω εγώ. Και γιατί βγήκες εσύ; Και βγήκες δίπλα και είχα πρόβλημα εγώ». Χίλια δυο. Πάντα, άλλοτε καλοπροαίρετα και άλλοτε κακοπροαίρετα. Υπήρχαν και αυτά.
Όχι όμως αντιπαλότητας, ας το πούμε έτσι. Σε τέτοιο σημείο.
Α, όχι. Αντιπαλότητας σε θεμιτά επίπεδα και όχι να φτάνουμε στα χέρια και καυγάδες. Μόνο λεκτικά μπορεί να υψωνόταν κάποιος τόνος και να έλεγε κάποια λόγια ο ένας στον άλλον. Αλλά πάντα την επόμενη μέρα πάλι φίλοι ήμασταν.
Μιας και αναφερθήκατε και στο περίπου τι θεματικές είχατε; Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα[00:10:00] που τηρούσατε; Δηλαδή αυτή την τάδε ώρα θα έχω μουσική, για παράδειγμα. Υπήρχε κάτι άλλο σαν συζήτηση...
Όχι...
Σαν εκπομπή, ας το πούμε.
Δεν υπήρχε. Καταρχήν, δεν υπήρχε ειδησιογραφία, δεν υπήρχε ρεπορτάζ, δεν υπήρχαν κάτι τέτοια. Υπήρχε μόνο τραγούδια. Άλλοτε ελληνικό ρεπερτόριο, άλλοτε ξένο ρεπερτόριο. Ανάλογα με το ποιος έκανε εκπομπή και ποιο ήτανε περισσότερο το κομμάτι που το είχε, τέλος πάντων. Έτσι ήταν. Δεν είχαμε κάτι άλλο.
Κάποιο έτσι, ας το πούμε, αγαπημένο σας είδος μουσικής που εκπέμπατε εσείς συγκεκριμένα;
Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, ήμουνα με λαϊκό πρόγραμμα. Περισσότερο ελληνικά τραγούδια, είτε λαϊκά, είτε ελαφρολαΐκά και δεκαετίας που παίζαμε τότε, πάρα πολύ. Στη συνέχεια, μετέπειτα, τα επόμενα χρόνια έπαιξα και ξένο. Αλλά όχι, πάντα περισσότερο μου άρεζε το ελληνικό πρόγραμμα.
Συγκεκριμένοι καλλιτέχνες ή γενικό;
Γενικό, γενικό.
Γενικό. Μάλιστα. Αν θέλετε να μας πείτε και κάποιο περιστατικό με αφιερώσεις. Κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα που να θυμάστε και να έχετε ξεχωρίσει σε σχέση με άλλα.
Περιστατικό. Περισσότερο, θυμάμαι, τα χαρτάκια από το σχολείο που μας δίνανε συμμαθητές, συμμαθήτριες, χαρτάκια με τις αφιερώσεις τους και τις παίρναμε. Ή είχαμε ένα τετράδιο που κυκλοφορούσε, ακόμα και την ώρα του μαθήματος ή στα διαλλείματα. Κυκλοφορούσε μέσα στο σχολείο και έγραφαν όσοι ήθελαν, πού ήθελαν, τι ήθελαν, αν ήθελαν κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι και το παίρναμε στο τέλος. Ψάχναμε να βρούμε πού βρίσκεται το τετράδιο για να το πάρουμε γιατί ήταν γραμμένες όλες οι αφιερώσεις.
Τονίσαμε και το κομμάτι το ότι δεν υπήρχε το τηλέφωνο παντού ώστε να μπορείς να επικοινωνείς…
Ναι, ναι. Είχαμε μέχρι και σε διπλανό σπίτι. Δίναμε τηλέφωνο διπλανού σπιτιού γιατί μέσα εκεί που βρισκόμασταν εμείς, δεν υπήρχε τηλέφωνο για πολλούς λόγους. Δίναμε διπλανού σπιτιού, φίλου, φίλης που βρισκόταν εκεί και μόλις μαζευόταν δέκα, είκοσι αφιερώσεις πήγαινε κάποιος, τις έπαιρνε. Δηλαδή, ανά μία ώρα, κατέβαινε κάποιος και τις έπαιρνε τις αφιερώσεις για να τις πούμε.
Όταν λέτε διπλανού σπιτιού, δηλαδή από το δικό σας; Από...
Από τον χώρο εκπομπής.
Α, από τον χώρο εκπομπής.
Γιατί κάποια χρόνια ήμασταν και σε ενοικιαζόμενο χώρο. Που δεν ήταν κανενός. Το νοίκιαζε η παρέα. Ρεφενέ βάζαμε όλοι χρήματα για να μπορέσουμε να βάλουμε τον πομπό μέσα, του σταθμού μας. Μεγάλη τρέλα.
Και αυτό που λέμε, αυτό που είπατε, κιόλας, μόλις, τη μεγάλη τρέλα. Σε τι σημείο θα φτάνατε για να, ας το πούμε, κρύψετε ή να συνεχίσετε αυτή την αγάπη, ας το πούμε;
Σε τι σημείο θα έφτανα; Ήτανε κάτι το εντελώς ιδιαίτερο αυτό που ζούσαμε. Να φανταστείς ότι ήμασταν, τότε, δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών παιδιά και νοικιάζαμε ένα σπίτι, μια γκαρσονιέρα, ένα χώρο με τα χαρτζιλίκια μας. Άλλοι δούλευαν και συνεισφέρανε πάνω σε αυτό εδώ. Να φτάνει ο μήνας και να μην έχουμε μαζέψει το ποσό και για να μην εκτεθούμε στον ιδιοκτήτη, ρεφενέ από την υπόλοιπη παρέα, τους φίλους. Χαρτζιλίκια όλοι. Γιατί τότε κανένας δεν είχε λεφτά. Οι περισσότεροι ήμασταν με το χαρτζιλίκι μας. Και εκείνο, δηλαδή δεν τρώγαμε το κουλούρι στο σχολείο για να βάλουμε, να μαζέψουμε χρήματα. Θυμάμαι ότι ένα δισκάκι, τα χρόνια εκείνα, το είχαμε αγοράσει, το είχα αγοράσει εγώ το «Σκα Σου Σου», συγκεκριμένα, ήταν το πρώτο δισκάκι που είχα αγοράσει, σαράντα πέντε στροφών, για να το παίξω γιατί ήταν μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη και το είχα αγοράσει εκατόν δέκα ή εκατόν είκοσι δραχμές. Σημερινά, τριάντα λεπτά. Έτσι, για να μαθαίνουν και οι νεότεροι ότι υπήρχαν και κάποιοι δίσκοι, τότε.
Καταλαβαίνω ότι ο ιδιοκτήτης όμως θα είχε πρόβλημα αν καταλάβαινε.
Βέβαια. Ο ιδιοκτήτης δεν ήξερε τι πρόκειται να γίνει και πάντα βάζαμε κάποιον πιο μεγάλο να είναι μπροστά , κάποιον φίλο, κάποιον γνωστό, μεγαλύτερο, που να είναι τουλάχιστον δεκαοχτώ χρονών για να μπορέσει να νοικιάσει τον χώρο, για να πάμε να στήσουμε εμείς μέσα. Εννοείται ότι θα υπήρχε πρόβλημα από τον ιδιοκτήτη.
Το κομμάτι της αστυνόμευσης πιστεύω ότι ταιριάζει να πούμε τώρα. Πώς το θυμάστε;
Ο φόβος και ο τρόμος. Ο φόβος και ο τρόμος μην τυχόν μας καρφώσουνε. Μην τυχόν μάθουν που είμαστε, να έρθουν, να μας βρουν. Ανά τακτά διαστήματα, ανέβαινε ραδιογωνιόμετρο [00:15:00]από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει έρευνα για αυτούς τους πειρατές. Από πού εκπέμπουν, τα σημεία που βρίσκονται για να έρθουν να μας πιάσουνε. Αλλά, συνήθως, οι καταγγελίες γινόντουσαν από εντός του κυκλώματος των ανθρώπων, φίλων, γνωστών, μπαμπάδων που βρισκόμαστε και δε χρειαζόταν καν η χρήση ραδιογωνιόμετρου.
Κάποιο περιστατικό που να θυμάστε, συγκεκριμένα;
Συγκεκριμένα, θυμάμαι ότι τελειώναμε από το φροντιστήριο, το απόγευμα και περνούσανε, συνήθως, πίσω από το μέγαρο του ΟΤΕ, εκεί που βρίσκονται σήμερα, που επεκτάθηκε. Ο ΟΤΕ είχε ένα παρκινγκ από πίσω. Όταν ερχόταν το ραδιογωνιόμετρο στην Ξάνθη, τα βράδια, παρκάριζε, πάρκαιρνε εκεί, σε εκείνο τον χώρο. Εμείς περνούσαμε να δούμε. Πάντα ρίχναμε μια ματιά αν είναι το ραδιογωνιόμετρο εκεί. Όταν το βλέπαμε, κατευθείαν στο σπίτι. Η πρώτη κίνηση ήταν να ανοίξουμε το μηχάνημα γιατί, ποτέ, το βράδυ δε βγαίναν να ψάξουν, να ανοίξουμε το μηχάνημα και ειδοποιούσαμε τους υπολοίπους ότι «Μαζέψτε τα ρούχα», με τη λεγόμενη φράση «Μαζέψτε τα ρούχα, θα βρέξει». Όλοι ήτανε και ξέραν τι σημαίνει αυτό. Ότι έρχεται βροχή, ότι θα βγει το ραδιογωνιόμετρο, τις επόμενες μέρες, για να μην τυχόν γίνει κάτι. Βέβαια, οι κεραίες υπήρχαν αλλά με την κεραία και μόνο δε μπορούσε να σε κάνει κάτι. Έπρεπε να βρει μηχάνημα είτε συνδεδεμένο με την κεραία, είτε μηχάνημα σε εκπομπή. Μόνο τότε πιστοποιούσε την παράβαση. Θαρρείς και σκοτώναμε κάποιον.
Εσείς πώς το βλέπατε αυτό;
Πώς το βλέπαμε; Για μας ήταν ένα άδικο πράγμα γιατί δεν κάναμε κάτι το ουσιαστικό ή το μεμπτό. Βέβαια, μπορεί να είχαμε κάποιες παρεμβολές σε τηλεοράσεις και τέτοια, αλλά κοιτούσαμε πάντα να είναι το δυνατόν λιγότερες και στην μικρότερη περιοχή. Δηλαδή γύρω-γύρω στο σπίτι μας. Βέβαια, αυτό εμπόδιζε κάποιους ανθρώπους να δουν την εκπομπή που θέλαν, οτιδήποτε. Αλλά δεν ήταν και κάτι το αμάν επιλήψιμο για κάτι. Και μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησαν πάρα πολλά πράγματα από αυτούς τους ραδιοερασιτέχνες.
Όπως για παράδειγμα;
Το να ρθεί μετέπειτα η ελεύθερη ραδιοφωνία. Το να γίνουν εκπομπές, να αναπτυχθεί αυτό το ραδιόφωνο που υπάρχει σήμερα. Με ενημερώσεις, με πληρότητα ειδήσεων, με τραγούδια. Παίρνεις το ραδιόφωνο και ακούς ό,τι θέλεις. Δε θα μιλήσω για το ιντερνετικό που μπήκε τώρα στη ζωή μας, αλλά πλέον σε οποιαδήποτε, και στην πιο μικρή πόλη να πας, όλες οι συχνότητες είναι γεμάτες με πληθώρα διαφόρων ειδών μουσικής για να ακούσεις ό,τι θέλεις.
Ο νόμος, προφανώς, αυστηρός. Αλλά οι ποινές ποιες ήτανε;
Οι ποινές ήτανε αυτό που μας ενδιέφερε όλους γιατί η παιδική ηλικία είχε το... Δε σε ενδιέφερε η ποινή. Σε ενδιέφερε μη χάσεις τα μηχανήματα. Κατασχεόταν τα πάντα, ό,τι ήταν συνδεδεμένα με ηλεκτρικό ρεύμα και με τον πομπό, μέσα στο χώρο. Οπότε χάναμε τα πάντα. Δίσκους, πικάπ, πομπούς. Οτιδήποτε υπήρχε, πήγαινε στα χέρια της Αστυνομίας. Και οι ποινές, στην πρώτη φορά που θα σε πιάνανε, ήτανε τέσσερα, πέντε χρόνια και αναστολή. Σου έδινε κάνα χρόνο, δυο χρόνια αναστολή. Αυτές ήταν οι ποινές. Αλλά αν σε ξαναπιάνανε δεύτερη και τρίτη, εκεί, ήτανε πιο βαριά τα πράγματα και πιο σκληρά.
Κάποιον φίλο σας ή, ας το πούμε, εντός εισαγωγικών, συνάδελφο που να του κατασχέσαν ή να...
Βέβαια. Πάρα πολλούς. Πάρα πολλοί.
Αν θυμάστε να περιγράψτε κάποιο από αυτά τα περιστατικά.
Φίλος, συγχωρέθηκε κιόλας, ο Νικόλας. Τον είχανε πιάσει και πήραν τα πάντα. Τα πάντα. Κασέτες, πικάπ, δίσκους. Δηλαδή, το τελευταίο πράγμα που μας ενδιέφερε ήταν ο πομπός. Ήταν όλα τα υπόλοιπα. Πομπό με πέντε και δέκα χιλιάδες δραχμές μπορούσες να ξανακάνεις. Αλλά τους δίσκους και τα πικάπ και τα στερεοφωνικά που είχαμε, τα χάναμε. Ήταν πολύ μεγαλύτερο το τίμημα.
Τον πομπό τον λέτε γιατί μπορούσατε να τον ξαναφτιάξετε; Αυτό εννοείτε, δηλαδή;
Ακριβώς, ναι. Δεν ήταν κάτι που το αγοράζαμε έτοιμο. Α[00:20:00]γοράζαμε τα ανταλλακτικά και τον φτιάχναμε. Είχαμε φτάσει σε επίπεδα ηλεκτρονικού, πλέον, στην κατασκευή.
Και αυτή η τέχνη, ας το πούμε , αυτό το μαστοριλίκι, να το πω-
Μαστοριλίκι.
Πώς; Από στόμα σε στόμα; Πώς...
Ναι, ναι. Από στόμα σε στόμα. Γιατί η βιβλιογραφία, όπως είπαμε, και η πληροφορία ήτανε πολύ δύσκολη. Υπήρχαν κάποια περιοδικά, έντυπα που βγαίνανε και είχαν κάποια σχέδια, αλλά τις περισσότερες φορές, αυτά τα σχέδια που είχαν μέσα είχαν και κάποιο λάθος. Υποτίθεται τυπογραφικό λάθος, αλλά πάντα ήταν ένα λάθος για να μην μπορέσει ο άλλος να βγάλει ένα μηχάνημα. Τέλος πάντων, από τον έναν στον άλλον, με σχέδια και πώς θα το κάνει, με πληροφορία τέτοια. Φτιάχναμε και αλλάζαμε. Με πειραματισμό. Ό,τι γινόταν, γινόταν πειραματικά. Πειραματιζόμασταν και βλέπαμε πότε είναι καλύτερο και πότε είναι χειρότερο αυτό που φτιάχναμε. Η αλλαγή, η λεγόμενη αλλαγή. Βγαίνω με αλλαγή.
Είπατε σε κάποια φάση κιόλας ότι οι μπαμπάδες συνήθως παίρνανε τηλέφωνο για να σας βρούνε εκεί που είστε και τα λοιπά.
Ναι, υπήρχαν και αυτά. Δηλαδή ότι ο ίδιος ο γονέας μας έδινε, κατά κάποιο τρόπο, στην Αστυνομία για να μας τα μαζέψουν και να σταματήσουμε αυτό που κάνουμε. Υπήρχαν και αυτά, ναι.
Προσωπικά, για εσάς, οι γονείς σας το ήξεραν ότι εκπέμπετε;
Ναι. Πενήντα, πενήντα. Ήξεραν ότι όταν είχα φέρει πλέον τα μηχανήματα στο σπίτι και έκπεμπα από το σπίτι. Τότε, τα ξέραν, τα βλέπανε. Βέβαια, όχι εν παρουσία τους να κάνω πρόγραμμα εγώ. Σπάνια συνέβαινε αυτό, καμιά Κυριακή, να είναι και οι γονείς στο σπίτι και να είμαι ανοιχτός εγώ, να κάνω πρόγραμμα. Τότε είχαμε και ελεύθερο το τηλέφωνο. Γιατί το τηλέφωνο το είχαμε στο σπίτι για την επικοινωνία με τον κόσμο και τις αφιερώσεις. Ναι, το γνωρίζανε. Αλλά όταν ήμουνα σε γκαρσονιέρες και τέτοια, εκεί, υποπτευόντουσαν, δεν το ξέρανε.
Υπήρξε κάποια περίπτωση που να σας σταματήσουν, να σας παροτρύνουν, ας πούμε, να αλλάξετε αυτή τη συμπεριφορά; Ας το πούμε, συμπεριφορά.
Βέβαια. Και βέβαια. Κάθε βδομάδα είχαμε και μια μάχη στο σπίτι. Να σταματήσω, να μην ασχολούμαι, να μην χάνω το χρόνο μου με ανούσια πράγματα. Συνέχεια, συνέχεια. Είχαμε τέτοια θέματα.
Κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, ίσως;
Όταν μου έσπασε ο πατέρας μου τον πομπό μου.
Για περιγράψτε την ημέρα.
Δύσκολη μέρα. Γιατί, συνήθως, το να μη διαβάζω για το σχολείο και να μην κάνω τις εργασίες μου για το σχολείο και το φροντιστήριο, εγώ ήθελα να πιάνω το κολλητήρι και τα τρυπάνια και τα κατσαβίδια και να κολλάω, να ξεκολλάω τον πομπό, φτιάχνοντας οτιδήποτε μπορούσες να φανταστείς από δοκιμές πάνω στο μηχάνημα αυτό. Με αποτέλεσμα, μου το είπε μια, μου το είπε δυο, μου το είπε τρεις, αγανάκτησε ο άνθρωπος, το πήρε, μου το πατάει μια κάτω, το έκανε χίλια κομμάτια. Βέβαια, μέσα σε δυο μέρες εγώ είχα καινούριο πομπό, να μη σου πω σε μία. Σε δυο μέρες είχα καινούριο.
Υποθέτω από ανταλλακτικά φίλων;
Ναι, ναι. Από περισσευούμενα. Κάποιος είχε ένα δεύτερο . Λίγο το χέρι στην τσέπη. Πηγαίναμε αγοράζαμε κάτι που δεν υπήρχε. Καμιά λάμπα. Εκατόν είκοσι, εκατόν τριάντα δραχμές, κάπου εκεί, αγοράζαμε τη λυχνία που βάζαμε, τότε, για να εκπέμψουμε.
Αυτό είπαμε για τη μεριά του πατέρα, η μητέρα κάτι αντίστοιχο ή κάποιο έτσι;
Ω, βέβαια. Η μητέρα παρότρυνε τον πατέρα να το κάνει.
Απλά, ο πατέρας έβγαζε το φίδι από την τρύπα.
Ακριβώς, ακριβώς. Το εκτελεστικό.
Αυτό. Οπότε, από ό,τι καταλαβαίνω, οι γονείς διαφωνούσαν σε αυτό το τέτοιο. Αλλά σε σχέση με τον θείο που σας έβαλε;
Έλα μου ντε…
Σε αυτό το, σε αυτή τη…
Πού να περιμένει ο άνθρωπος τι θα έκανα εγώ μετά. Τέλος πάντων, ήτανε ωραίες αναμνήσεις, ωραία, όλα καλά. Φτάσαμε σε άλλα επίπεδα. Και σε βοηθάει και στη ζωή σου αυτό το πράγμα. Δηλαδή αυτά που έμαθα εγώ τότε περί ηλεκτρονικής και φυσικής, γιατί και η φυσική είναι μέσα στο παιχνίδι σε αυτά, με βοήθησαν στην μετέπειτα πορεία μου ως επαγγελματίας, σήμερα. Δηλαδή, πάρα πολλά πράγματα είτε στο σπίτι μου, είτε στο χώρο της δουλειάς μου, τα φτιάχνω και τα κατασκευάζω μόνος μου γιατί έχω τη γνώση από αυτά που απέκτησα από παιδί. Με το χόμπι μου[00:25:00].
Πριν περάσω και στην, εντός εισαγωγικών, ας το πούμε, νόμιμη πορεία του ραδιοφώνου, θα σας ξαναπάω στο κομμάτι του ψευδωνύμου σας και στην προσωπική σας εκπομπή. Είχαμε πει ότι θέλετε συγκεκριμένα μουσική και εκπέμπατε σαν Κυβερνήτης. Ίσως κάποια ατάκα σας που να λέγατε συγκεκριμένα εσείς, επίτηδες, για να καταλάβουν όλοι ότι πλέον εκπέμπετε εσείς ή κάποιο περιστατικό την ώρα που εκπέμπατε, αν έχετε κάποια ανάμνηση να μοιραστείτε, γενικά, πάνω σε αυτό το κομμάτι, στην προσωπική σας εκπομπή;
Στην προσωπική εκπομπή, ο Άκης ο Κυβερνήτης και η ατάκα η λεγόμενη, το «Εδώ Ξάνθη», καταλαβαίναν όλοι ποιος είμαι. Αυτό έχει μείνει από τα χρόνια. Εμπειρίες να βλέπεις να παίρνει φωτιά η κεραία από τη μεγάλη ισχύ. Να καίγονται και να στάζει , να πέφτει φωτιά από αυτό που καίγεται πάνω στην κεραία. Ωραίες αναμνήσεις, ωραία πράγματα. Φθορίου λάμπες χωρίς να είναι συνδεμένες, να ανάβουν στα χέρια σου. Να κρατάς μόνο τη φθορίου τη λάμπα και να ανάβει εκείνη από την RF, από τη ραδιοσυχνότητα που υπάρχει στο χώρο. Καλές αναμνήσεις.
Κάποια εικόνα μιας και μιλήσατε για αυτό το κομμάτι;. Κάποια εικόνα που να είχατε, έτσι, από φίλους ή κάποια παρότρυνση, ας πούμε, να σας πούνε ότι αυτό κάντο, αυτό μην το κάνεις;
Πολλές φορές. Συζητάμε, πλέον, τηλεφωνικά όταν τύχει να μιλήσουμε και τι αλλαγή έκανες και πώς την έκανες; Και τι έγινε; Και τι είδες; Ο ένας παροτρύνει τον άλλον, ότι αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό. Εγώ το δουλεύω έτσι και είναι καλύτερα. Ο ένας βοηθάει τον άλλον, οι περισσότεροι. Γιατί υπάρχουν και κάποιοι που είναι, που δεν θέλουν να πουν, ή θα σου πουν και μπορεί να σου πουν και λάθος πράγματα.
Αυτό πάντα στο κομμάτι του ανταγωνισμού.
Του ανταγωνισμού. Ναι, ναι, μέσα σε παρένθεση.
Ποιος θα εκπέμψει καλύτερα. Και νόμιμη πορεία, λοιπόν, οι πρώτες άδειες. Πώς θυμάστε, βασικά, τις πρώτες άδειες. Ας ξεκινήσουμε...
Ήρθαν το ’89. Ξεκίνησαν, εδώ στην Ξάνθη, να εκπέμπουνε νόμιμα ραδιόφωνα, πλέον, με κάποιες άδειες και καταχώρηση συχνότητας που δώσανε στη συνέχεια, το Ελληνικό Κράτος. Μέσα σε κάποιο ραδιόφωνο από αυτά που εξελίχθηκαν, τότε, μια παρέα και εμείς πήραμε κάποιες ώρες, από κάποια μέρα. Παρασκευή βράδυ, αν θυμάμαι καλά, ή Σάββατο βράδυ. Παρασκευή βράδυ πρέπει να ήταν που κάμναμε μια εκπομπή, μια δίωρη εκπομπή και βγαίναμε στον αέρα, νόμιμα.
Πλέον νόμιμα.
Πλέον νόμιμα.
Αν θέλετε να μας μιλήσετε για αυτήν την πορεία; Δηλαδή, εσείς πήγατε ζητήσατε την άδεια αλλά πώς σας την δώσανε; Δηλαδή τι έπρεπε να παρουσιάσεις; Πώς παίρνεις την άδεια;
Την άδεια εμείς, δε ζητήσαμε. Δεν κάναμε ποτέ μας δικό μας ραδιόφωνο. Νόμιμο ραδιόφωνο. Κάποιοι φίλοι, γνωστοί που πήραν άδεια και κάνανε, ζητήσαμε από αυτούς κάποιες ώρες για να κάνουμε και εμείς πρόγραμμα, να συμπεριληφθούμε στο οργανόγραμμα του σταθμού.
Άρα, πείτε μας για το πρόγραμμα, για αυτή τη δίωρη εκπομπή. Εσείς προσωπικά, δηλαδή, μέσα εκεί τι...
Ήμασταν τρία άτομα, τρεις φίλοι και είχαμε μία εκπομπή δίωρη, λαϊκού προγράμματος , οι οποίοι, ο ένας είναι Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή και ο άλλος, δυστυχώς, τον χάσαμε. Συγχωρέθηκε. Ο αείμνηστος Αλέκος.
Κάποια, έτσι, ανάμνηση, κάποιο περιστατικό μέσα από αυτή, από τη νόμιμη πορεία και πλέον;
Επισκέψεις στο σταθμό από φίλους, τα βράδια που ήμασταν εκεί. Γλέντια παραπλεύρως από το στούντιο έξω. Πολλά, πολλά, πάρα πολλά. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι, έτσι, ιδιαίτερο τώρα να σου πω. Πάντως, ήταν ωραίες οι αναμνήσεις, όμορφες.
Και αυτό θα το θεωρούσατε επαγγελματικό κομμάτι; Δηλαδή, θα το βάζατε μέσα στην καριέρα σας, ας το πούμε έτσι;
Α, όχι. Περισσότερο το χόμπι μου έκανα εγώ.
Πιο πολύ χόμπι.
Ναι. Και το χόμπι μου περισσότερο ήτανε το να κατασκευάζω, να πειραματίζομαι, [00:30:00]από το να κάνω εκπομπή. Στη μετέπειτα πορεία. Περισσότερο ο πειραματισμός μου έμεινε και όχι το να κάνω εκπομπή.
Μάλιστα. Έχετε πάρει και άδεια, συγκεκριμένα, για...
Ναι, νομίμου ραδιοερασιτέχνη.
Νομίμου, πλέον.
Ναι.
Πώς την πήρατε και πότε την πήρατε αυτή την άδεια. Δηλαδή, πώς σας θυμάστε;
Αυτή την άδεια την πήρα το 2010; 2009, 2010. Κάπου εκεί ήτανε. Με παρότρυνση φίλων, παλιών φίλων ραδιοπειρατών και αυτών που είχανε πάρει άδειες. Και επειδή η ενασχόληση πάντα την είχα με το ραδιόφωνο, να γίνουμε πιο νόμιμοι, βρε παιδί μου. Να γυρίσουμε το πειρατικό κομμάτι και το παράνομο, να το κάνουμε λίγο πιο νόμιμο, πιο ολοκληρωμένα. Και να μάθουμε και περισσότερες γνώσεις αποκτώντας την άδεια. Με τα μαθήματα και το διάβασμα για την απόκτηση του πτυχίου ραδιοερασιτέχνη πάντα εμπλουτίζεις τις γνώσεις σου.
Επειδή κάποιος μπορεί να μη ξέρει, ακριβώς, ποια είναι η δουλειά του ραδιοερασιτέχνη, αν θέλετε να μας εξηγήσετε και μέσω κάποιων προσωπικών εμπειριών;
Ο ραδιοερασιτέχνης έχει δύο τρόπους εκπομπής. Ο ένας τρόπος σε διάφορες συχνότητες, βέβαια, ο ένας ο τρόπος είναι με φωνή, το να βγει με τη φωνή και να καλεί, είτε ελληνικά, είτε αγγλικά, συνήθως, στα αγγλικά γίνεται η κλήση με φωνή. Και ο δεύτερος τρόπος είναι με CW, με σήματα Μορς. Αυτά. Κάποτε, εμείς δώσαμε με σήματα Μορς, κανονικά. Πλέον, τα σήματα Μορς έχουνε βγει από την ύλη για την απόκτηση πτυχίου γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι μέσω υπολογιστών να στείλεις εσύ, να διαβάζεις αυτά που θέλεις και ο υπολογιστής να τα στέλνει με σήματα Μορς. Εμείς δώσαμε σήματα Μορς. Τα μάθαμε. Και πάρα πολλοί, μα πάρα πολλοί και εδώ στην Ξάνθη ακόμα, υπάρχουνε ραδιοερασιτέχνες που εκπέμπουν με σήματα Μορς χτυπώντας τα οι ίδιοι και όχι λέγοντας τα στον υπολογιστή για να τα χτυπήσει.
Κάποιο περιστατικό που να χρειαστήκατε, ίσως, κάποιο περιστατικό έκτακτης ανάγκης που να χρειαστήκατε να εκπέμψετε ή να βοηθήσετε κάποιους;
Όχι. Για την ώρα, όχι. Μέχρι σήμερα, δεν χρειάστηκε και εύχομαι να μη χρειαστούμε ποτέ γιατί είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να επικοινωνήσουμε σε μια έκτακτη ανάγκη, π.χ. ένας σεισμός, μακριά από εδώ . Είναι οι ραδιοερασιτέχνες αυτοί που θα εκπέμψουν ή σε μια δύσκολη στιγμή οι ραδιοερασιτέχνες θα βγουν για να φέρουν σε επικοινωνία, ακόμα και να κουμπώσουν τις κρατικές υπηρεσίες μεταξύ τους. Ο στρατός και ο ραδιοερασιτέχνης μόνον μπορεί να επικοινωνήσει. Γιατί ίντερνετ, κινητή τηλεφωνία δεν θα λειτουργεί.
Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα λειτουργεί.
Δεν θα λειτουργεί.
Ισχύει.
Έγινε στην Ιταλία πριν τέσσερα-πέντε χρόνια.
Άρα βαρύ, ας πούμε, το κλίμα σε αυτές τις περιπτώσεις...
Πολύ βαρύ. Αχρείαστο να είναι.
Η RF, η ραδιοσυχνότητα RF –radio frequency τα αρχικά–, η RF είναι, για μένα, χειρότερο από τη λεγόμενη ηρωίνη που θα μπει στο αίμα σου. Η RF, αν μπει στο αίμα σου δεν θα την ξεχάσεις ποτέ. Δεν υπάρχει κέντρο απεξάρτησης για την RF, κατ’ εμέ. Εγώ την απέκτησα από δεκατριών χρονών, ας το πούμε, από τότε, δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών και είχα μία παύση δέκα χρόνια λόγω επαγγελματικού προσανατολισμού που δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ καθόλου, δεκαπέντε χρόνια. Και μετά από δεκαπέντε χρόνια, ξανάβαλα κεραίες. Ο πατέρας μου σταυροκοπιότανε. Και το έλεγε «Καλύτερα, πρώτα φεύγει ο άνθρωπος», λέει, «και μετά το χούι. Έτσι είσαι και εσύ», λέει. Αυτό μου το έλεγε συνέχεια.
Αυτό, από ό,τι καταλαβαίνω, είναι μάλλον συγκεκριμένο περιστατικό. Άμα θέλετε να μας το αφηγηθείτε κιόλας.
Ναι. Όταν με ξαναείδε να βάζω κεραίες, μου λέει: «Τι κάνεις;». Λέω «Βάζω κεραία». «Τι θα κάνεις», μου λέει. Λέω «Θα ξαναβγώ». «Καλά», με λέει «Ρε αγόρι μου, εσύ δεν τα παράτησες πριν από δεκαπέντε χρόνια;». Λέω «Τα παράτησα αλλά ήρθε η ώρα να ξαναρχίσω».
Αυτό το πρώτο κλικ που ανοίγεις τον διακόπτη;
Πίστεψε με ότι, μετά από δεκαπέντε χρόνια, όταν ξαναέκανα αυτό το κλικ του διακόπτη και πήρα το μικρόφωνο για να μιλήσω, έτρεμα. Έτρεμα. Και το παρατήρησα σ[00:35:00]ε ακόμα ένα φίλο που τον έφερα στα δικά μου μηχανήματα να εκπέμψει μετά από είκοσι, τριάντα χρόνια αυτός. Είχε παύση λειτουργίας, παύση, να είχε επαφή με το αντικείμενο. Καθόμουνα από πίσω του και τον κοιτούσα. Όντως, είχε το τρέμουλο και αυτός. Έτρεμε.
Σαν την πρώτη φορά;
Σαν την πρώτη φορά. Σαν την πρώτη φορά.
Αν θα μπορούσατε να ανακαλέσετε την πρώτη φορά, την μετά από τόσα χρόνια, και την πρώτη, πρώτη φορά, ποια θα βάζατε ότι είναι η πιο σημαντική για εσάς;
Πιο δυνατή;
Πιο δυνατή, πιο σημαντική, όπως θέλετε πείτε το.
Τι μου βάζεις τώρα; Εκείνα τα χρόνια, το χαρτζιλίκι ήταν πολύ δύσκολο. Το να μαζέψεις και να κάνεις κάτι. Οπότε θεωρώ ότι ήτανε πιο δυνατή η τότε. Η δεύτερη φορά, λίγο πολύ το ξέραμε. Το είχαμε ζήσει πιο παλιά. Αλλά συγκινησιακά και το θέμα της απόκτησης και της λαχτάρας να αποκτήσεις, θεωρώ την πρώτη. Ότι ήτανε πιο σημαντική.
Σε αυτό το σημείο να σας ρωτήσω και, τότε, ως, ας πούμε, ως η φήμη, εντός εισαγωγικών, του παράνομου, του ραδιοπειρατή πώς κάνει ένα νέο παιδί να αισθάνεται; Δηλαδή, ποια είναι τα συναισθήματά σας από τότε;
Ανάμεικτα. Η επιβράβευση φίλων, γνωστών στο ότι έχεις κάνει κάτι. Το θετικό και το αρνητικό ήτανε, περπατούσες και κοιτούσες πίσω σου μη σε ακολουθούν. Όχι ότι θα συνέβαινε κάτι, απλά είχες πάντα τους τσιλιαδόρους, είτε στα μπαλκόνια, είτε στις γωνίες να βλέπουν μήπως έρθει κάνα αυτοκίνητο της ασφάλειας. Μήπως βγει και σε ψάχνει.
Θυμάμαι, μου είχατε περιγράψει και μία στιγμή, απλά δε θυμάμαι να την κατατοπίσω αν ήταν στα πρώτα σας χρόνια ή μετά προς τη νόμιμη πορεία. Μου είχατε πει για ένα περιστατικό που εκπέμπατε και ένας φίλος σας σας πήρε τηλέφωνο για να σας πει για τον γιό του που σας ακούει από κάπου μακριά.
Ναι, ναι, ναι.
Αν μπορείτε να μας περιγράψετε αυτό το περιστατικό.
Ήτανε... Έκπεμπα, ένα απόγευμα ήτανε, δεν είχε πέσει, δεν είχε νυχτώσει ακόμα, ήτανε γύρω στις πέντε, έξι η ώρα το απόγευμα, καλοκαιρινές μέρες. Έχει καμιά δεκαριά χρόνια που έγινε αυτό. Και με παίρνει ένας φίλος τηλέφωνο, από την Αργολίδα. Μου λέει «Είσαι ανοιχτός;». Λέω «Ναι». «Παίζεις Καζαντζίδη;». Του Λέω «Ναι. Γιατί, τι έγινε; Ακούγομαι κάτω;». Μου λέει «Τι ακούγεσαι κάτω; Ο γιος μου είναι, αυτή τη στιγμή, στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, και είναι σε εκπαιδευτικό ταξίδι και βρίσκονται στην Αγία Πετρούπολη, στο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης. Είναι» λέει, «στη γέφυρα, σε ακούνε, είναι ελληνικό καράβι, σε ακούνε και φεύγουν να πάνε Ιαπωνία. Και τους έχεις κάνει ανάστα όλους, εκεί πέρα μέσα». Και άκουσε το «Εδώ Ξάνθη» και αυτό είπε στον πατέρα του, ο γιος του φίλου μου. Τον πήρε τηλέφωνο, λέει «Ακούμε κάποιον, εδώ, που φωνάζει «Εδώ Ξάνθη». Και με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ξέροντας ότι είμαι εγώ. Έτσι έγινε.
Απευθύνατε το λόγο μήπως στα…
Συγκινησιακές στιγμές. Αφιέρωσα δυο, τρία τραγούδια. Ακόμη και τώρα που το λέω, έτσι, συγκινούμαι.
Κάποια, αν όχι εξίσου, κάποια παρόμοια, έτσι, συγκινητική στιγμή;
Συγκινητική στιγμή χωρίς να την ξέρω, βέβαια, παιδάκι δεκατέσσερα χρονών, δεκαπέντε, τόσο ήμουνα. Περπατάω στη γειτονιά μου, στα εκατό μέτρα από το σπίτι μου, εκατόν πενήντα μέτρα από το σπίτι μου, με φωνάζει ένας κύριος, μου λέει «Μικρέ, για έλα λίγο». Λέω «Ορίστε». Μου λέει «Εσύ έχεις το σταθμό, στη γωνία;». Τα έχασα. Κοιτώντας τον μέσα στα μάτια γιατί δεν μου το έλεγε και με ύφος περίεργο, του λέω «Ναι». Λέει «Περίμενε λίγο». Μπαίνει μέσα στο σπίτι και μου φέρνει ένα χαρτοκούτι που είχε καμιά τριάντα, σαράντα δισκάκια, σαρανταπεντάρια, ελληνικά τραγούδια, λαϊκά. Μου λέει «Πάρτα και να τα παίζεις». Τα έχασα. Παίρνω το χαρτοκούτι με τα δισκάκια, τρέχω στο σπίτι. Μου λέει η μάνα μου «Τι είναι αυτά; Πού τα βρήκες;». Λέω «Μάνα, ένας κύριος, εκεί, μου τα έδωσε. Σε εκείνο το σπίτι κάθεται». Μου λέει «Είσαι σίγουρος; Μήπως τα πήρες από κανέναν;». «Ο κύριος μου τα έδωσε». « Κ[00:40:00]αι ποιος είναι αυτός; Τον ξέρεις; Μήπως είναι κάτι και σε δώσει στην Αστυνομία και έρθουν και κάνουν;». Τα γνωστά. «Όχι, ρε μάνα», λέω, «ο άνθρωπος μου τα έδωσε και μου ευχήθηκε να τα πάρω και να τα παίζω». Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, μετά από καιρό, μπορεί και ένα μήνα, έμαθα ότι αυτός ο άνθρωπος που μου τα έδωσε ήταν ο Άκης Πάνου. Ήταν ο ίδιος ο Άκης Πάνου που μου έδωσε αυτά τα δισκάκια. Τι να λέμε. Εγώ, τότε, πιτσιρικάς δεν τον ήξερα, ποιος είναι ο Άκης Πάνου. Ούτε ο ντόρος. Τον διάβαζα στα δισκάκια επάνω, ότι συνθέτης ήταν ο Άκης Πάνου του τραγουδιού που έπαιζα. Αλλά από εκεί και πέρα, το ποιος ήταν δεν τον γνώριζα.
Ε, ναι. Συνήθως, οι συνθέτες…
Και αυτός ήταν γείτονας μου.
Πού να το ξέρεις. Δεν έχεις την εικόνα, η αλήθεια είναι.
Έτσι, ακριβώς.
Σας ταξιδεύω στο πιο κοντινό , όσο πιο κοντινά, γίνεται τώρα. Αν τα παιδιά σας δείξανε, ποτέ, το ίδιο ενδιαφέρον με εσάς. Αν υπήρξε κάποια νύξη, κάποια, έτσι, προτροπή;
Και νύξεις υπήρξαν και προτροπές υπήρξαν. Αλλά τα παιδιά μου, δυστυχώς, δεν ασχολούνται, παρότι ασχολούνται με την πληροφορική. Αλλά αυτό που μου είπανε «Ρε πατέρα, εμείς μπαίνουμε στο Skype, μιλάμε, βλέπουμε τον συνομιλητή μας, λέμε ότι έχουμε να πούμε και έχουμε και εικόνα. Να κάτσω εγώ, τώρα, μέσα εκεί, θα πάρω να βάλω τα ακουστικά και το μικρόφωνο και να αρχίσω να φωνάζω «CQ DX, CQ DX» και να μιλήσω με ποιόν;». Οπότε δεν ασχολούνται. Τα νέα παιδιά, δυστυχώς, δεν ασχολούνται. Δυστυχώς.
Το «Δυστυχώς», αυτό, είναι πικρίας ή...
Πικρίας, από πολλές πλευρές. Όχι μόνο να ασχοληθούν ως ραδιοερασιτέχνες αλλά να πάρουνε, να μάθουνε , να πιάνουν τα χέρια τους, εργαλεία. Να μάθουν να κολλάνε. Να κολλήσουνε. Να βρουν μια συσκευή, κάτι, που να τη φτιάξουνε, να τη διορθώσουνε. Είτε μηχανικά να κάνουν κάτι με τα εργαλεία, είτε ηλεκτρονικά να κάνουν κάτι. Να μετρήσουν με ένα πολύμετρο μια τάση. Να δουν αν έχουν ρεύμα στο σπίτι τους. Να μην χρειάζονται τον οποιονδήποτε για μία ασφάλεια, να φωνάζουν έναν για να τους βάλει μία ασφάλεια. Κάτι που το θεωρώ εντελώς απλό. Αυτό. Περισσότερο για δική τους προτροπή. Να μάθουνε να φτιάχνουν πράγματα για τον εαυτό τους, είτε ηλεκτρονικά, είτε μηχανικά.
Σε αυτό το σημείο, θα σας ρωτήσω, επειδή το αναφέρατε, ότι κάνατε παύση λόγω της επαγγελματικής σας πορείας. Αν θέλετε να μας μιλήσετε για αυτό το κομμάτι; Πώς νιώσατε βασικά πρώτα όταν αναγκαστήκατε να αφήσετε τα μικρόφωνα και το ραδιόφωνο στην άκρη;
Ε, ναι. Δε γινόταν αλλιώς. Γιατί οι ώρες ήταν πολλές. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες στη δουλειά και δύσκολης δουλειάς. Ξεκινήσαμε μαζί με τον μπαμπά, τα χρόνια εκείνα, οι δύο μας. Στη συνέχεια, μπήκε και ο αδελφός μου στο επαγγελματικό κομμάτι αυτό. Η ενασχόληση ήταν με το ξυλεμπόριο. Πολλές οι ώρες. Πάρα πολλές οι ώρες. Η κούραση. Οπότε δεν υπήρχε διάθεση και χρόνος να ασχοληθώ με το ραδιόφωνο. Και μάλιστα, συναντούσα φίλους από τα παλιά που μου λέγαν «Που είσαι; Χάθηκες. Δεν έρχεσαι».
Με αυτούς τους παλιόφιλους, ας τους πούμε, συναντιέστε ακόμα; Έχετε ακόμα επαφές;
Βέβαια, βέβαια. Έχουμε επαφές.
Έχετε βρεθεί, ποτέ, στον αέρα;
Και στον αέρα έχουμε βρεθεί. Βεβαίως. Υπήρχαν τα μαζέματα που γίνονται αλλά λόγω κορονοϊού, εδώ, τα τελευταία τρία, τέσσερα χρόνια έχουνε εξαφανιστεί όλοι. Βρισκόμαστε μέσω κοινωνικής δικτύωσης, πλέον, και τα λέμε από εκεί.
Σε αυτό το σημείο, αν δεν έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο, κάτι από μνήμης, ή κάποιο περιστατικό που να θέλετε να πείτε, να μοιραστείτε;
Όχι φίλε μου Γιώργο. Αυτά. Πανέμορφα χρόνια. Μακάρι και τα σημερινά παιδιά να μπορούσαν να ζήσουν αυτά που ζήσαμε εμείς, τότε. Γιατί είναι κλεισμένα στα σπίτια μέσα. Έχουν έναν υπολογιστή και μια προέκταση του χεριού τους που είναι το ποντίκι και είναι εκεί πέρα μέσα σε αυτό το χώρο, το χώρο του ιντερνέτ. Καλός, χρυσός αλλά και το παν μέτρον άριστον.
Ισχύει. Σε αυτό το σημείο να σας ευχαριστήσω πολύ που μας παραχωρήσατε την ιστορία σας και την αφήγηση σας.
Να είσαι καλά. Και εγώ σε ευχαριστώ και εύχομαι το ό,τι καλύτερο.
Μια ερώτηση που μου ξέφυγε και θα ήθελα να σας την ρωτήσω είναι ότι μιλήσατε για [00:45:00]μικρές, μικρές παρέες αλλά θέλω να υποθέσω ότι υπήρχε και κάτι πιο οργανωμένο απ’ αυτές τις μικρές, μικρές παρέες ή ερασιτέχνες.
Ναι. Εκτός από αυτούς τους δυο, τρείς, πέντε φίλους, πολύ κολλητούς, που ήμασταν οι ραδιοπειρατές, το ευρύτερο κομμάτι του στερεώματος, του ραδιοφωνικού στερεώματος της πόλης που ήμασταν καμιά τριάντα, σαράντα άτομα, μην πω και πενήντα, μαζευόμασταν και κάναμε διάφορα. Και πάρτι έχουμε κάνει και γιορτές, χορούς, μπαλνταφάν που γινότανε με την συνδρομή των ραδιοερασιτεχνών. Οργάνωναν, βγάζαμε προσκλήσεις, πηγαίναμε, τις τρυπούσαμε και στην εφορία ακόμα. Κάναμε χορό σε διάφορες ντισκοτέκ, τότε, της Ξάνθης. Σήμερα, δεν υπάρχουνε. Τον «Πήγασο» συγκεκριμένα, τη «City», το «Κομφούζιο». Τα οποία κληρώναμε, παίρναμε δώρα από μαγαζιά της πόλης που μας τα δίναν οι άνθρωποι για την προβολή τους και τα κληρώναμε με τα εισιτήρια της εισόδου από τους ακροατές μας, στην ουσία, που ερχόντουσαν και φίλους που ερχόντουσαν στο πάρτι και με τα λεφτά από τους λαχνούς που κληρώναμε τα δώρα που είχαμε μαζέψει, αυτά τα χρήματα, λοιπόν, παγαίνανε σε διάφορες κοινωνικές ομάδες στην πόλη. Δύο φορές είχαμε δώσει λεφτά στο Ορφανοτροφείο της Ξάνθης, το Θηλέων Ορφανοτροφείο, που είχε. Τη μια φορά, αγοράστηκε πλυντήριο, αν θυμάμαι καλά. Και την άλλη φορά, νομίζω, δόθηκε χρηματικό ποσό. Και υπάρχουνε και αποκόμματα από εφημερίδες και τέτοια που αναφέρονται και αναγράφοντα όλα αυτά εδώ.
Θα μπορούσε να πει κανείς, δηλαδή, ότι άτυπα σαν dj πηγαίνατε εκεί πέρα, σαν…
Μια κοινωνική ομάδα ήμασταν…
Σαν ομάδα δηλαδή…
Ναι, μια κοινωνική ομάδα, η ομάδα των ραδιοπειρατών οι οποίοι πάντα σε τέτοια γινόμασταν ένα. Έφευγε το «Εγώ» και το «Είμαι καλύτερος από σένα και εκπέμπω καλύτερα από σένα». Γινόμασταν όλοι ένα για κάτι που θα είχε αντίκτυπο κοινωνικά. Είτε σε διασκέδαση είτε να δώσουμε κάποια χρήματα κάπου.
Άρα τελικά είναι μία η φωνή.
Ακριβώς.
Όχι πολλές. Μία είναι η φωνή.
Μία.
Αυτό. Αν δεν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε.
Όχι, αγόρι μου. Αυτό.
Τέλεια.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Κυριάκος Πανταζίδης αφηγείται την ιδιαίτερη σχέση του με το ραδιόφωνο και το πώς αυτό διαμόρφωσε τόσο την παιδική όσο και τη μετέπειτα ζωή του. Περιγράφει λεπτομερώς τη δραστηριότητα του ως ραδιοπειρατής, ενώ η αφήγησή του συνεχίζει με την εμπειρία του ως ραδιοερασιτέχνης. Επίσης, μας μιλά για τα επαγγελματικά του βήματα, που ήταν και ο λόγος να σταματήσει με το ραδιόφωνο, καθώς και για την επιστροφή του σε αυτό μετά από αρκετά χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Κυριάκος Πανταζίδης
Ερευνητές/τριες
Γεώργιος Κυριακίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/02/2022
Διάρκεια
47'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Κυριάκος Πανταζίδης αφηγείται την ιδιαίτερη σχέση του με το ραδιόφωνο και το πώς αυτό διαμόρφωσε τόσο την παιδική όσο και τη μετέπειτα ζωή του. Περιγράφει λεπτομερώς τη δραστηριότητα του ως ραδιοπειρατής, ενώ η αφήγησή του συνεχίζει με την εμπειρία του ως ραδιοερασιτέχνης. Επίσης, μας μιλά για τα επαγγελματικά του βήματα, που ήταν και ο λόγος να σταματήσει με το ραδιόφωνο, καθώς και για την επιστροφή του σε αυτό μετά από αρκετά χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Κυριάκος Πανταζίδης
Ερευνητές/τριες
Γεώργιος Κυριακίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/02/2022
Διάρκεια
47'