© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ερατώ: Μνήμες και αναμνήσεις σε ένα από τα παλαιότερα ψιλικατζίδικα στη Δάφνη Αττικής από τη δεκαετία του 1950

Κωδικός Ιστορίας
11718
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ερατώ "Ψευδώνυμο" (Ερατώ)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2021
Ερευνητής/τρια
Αικατερίνη Σχοινά (Α.Σ.)
Α.Σ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 25 Ιουνίου του 2021. Είμαι μαζί με την Ερατώ. Βρισκόμαστε στη Δάφνη Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Σχοινά, είμαι Ερευνήτρια στο στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Αρχικά, Ερατώ θέλω να μου πεις λίγα λόγια για εσένα και να μου αφηγηθείς την ιστορία σου μέσα από το ψιλικατζίδικο στη Δάφνη Αττικής, που το είχατε μαζί με του γονείς σου και μετά εσύ μόνη σου από τη δεκαετία του 1950.

Ερατώ:

Καλησπέρα Κατερίνα! Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση καταρχάς! Ονομάζομαι Ερατώ. Γεννήθηκα το 1952 στην Αθήνα και κατοικώ στη Δάφνη. Η ιστορία μου ξεκινάει, λοιπόν, από το ψιλικατζίδικο που θέλω να πω. Καταρχάς, ο πατέρας μου στην αρχή εργαζόταν ως υποδηματοποιός σε κάποιο μεγάλο εργοστάσιο της Αθήνας και κατασκεύαζε καινούργια παπούτσια. Αργότερα παντρεύτηκε και αποφάσισαν με τη μητέρα μου να ανοίξουν ένα μικρό μαγαζάκι για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν. Εκεί που μένανε ήταν ένα δωμάτιο με πολύ λίγες ανέσεις, το οποίο αυτό το δωματιάκι το χώρισαν στα δύο και το μισό ήταν το σπίτι τους, η κρεβατοκάμαρά τους, η κουζίνα τους και όλα αυτά και το άλλο το μετέτρεψαν σε μαγαζάκι. Όχι μαγαζί. Μαγαζάκι! Στην αρχή πουλούσαν λίγες σοκολάτες, μετρημένα πράγματα. Λίγες καραμελίτσες. Σιγά - σιγά φέρανε λίγα τσιγάρα και όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Αργότερα κάνανε τα παιδιά τους. Εμένα και τον αδελφό μου. Τα παιδικά μας χρόνια, λοιπόν, ήταν υπέροχα! Όλα τριγύριζαν μέσα σε αυτό το μαγαζάκι. Ο πατέρας μου, εκτός του ψιλικατζίδικου, το υποτυπώδες ψιλικατζίδικο, πραγματική του δουλειά ήταν τσαγκάρης. Μέσα σε αυτό το μαγαζάκι μαζί με τις σοκολάτες, τις λίγες καραμέλες και όλα αυτά που σας προανέφερα, υπήρχε και ο πάγκος του πατέρα μου μαζί με όλα του τα εργαλεία. Δηλαδή με το σουβλί, με τη φαλτσέτα, με τα δέρματα, γιατί έφτιαχνε τακουνάκια. Του φέρνανε όλη γειτονιά, γιατί δεν υπήρχε άλλος, τα παπούτσια για επιδιόρθωση. Εκείνος ήταν τόσο πολύ δουλευταράς, που θυμάμαι εμείς δεν τον βλέπαμε σχεδόν καθόλου, γιατί όλη μέρα τριγυρίζαμε στο δρόμο απ’ έξω! Εκείνος όμως δούλευε από το πρωί μέχρι τη νύχτα, μαζί με τη μητέρα μου, η οποία μητέρα μου μπορώ να πω ότι δούλευε πιο σκληρά ακόμα και από τον πατέρα μου! Δώσανε μεγάλη αγάπη στα παιδιά τους και μεγάλη προσοχή! Τα παιδικά μου χρόνια ήταν υπέροχα! Ήμασταν στο δρόμο έξω όλα τα παιδιά μαζί. Παίζαμε, ποδήλατα... Χωματόδρομος όμως εκεί. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και μέσα - έξω. Πολλές φορές μας φωνάζανε οι γονείς μας να μπούμε μέσα να δούνε τι κάνουμε, να φάμε γιατί το ξεχνάγαμε κι αυτό όλη μέρα στο παιχνίδι! Και εμείς βλέπαμε τώρα τον πατέρα μου στον πάγκο να δουλεύει και πολλές φορές απ’ ότι θυμάμαι μέσα στο μαγαζί εκτός του πάγκου, υπήρχε και ένα μεγάλο με τρία καθίσματα, ένα μεγάλο έπιπλο με τρία καθίσματα ή τέσσερα - δεν θυμάμαι καλά - που εκεί ανέβαιναν οι κύριοι και τους έβαφε τα παπούτσια. Ήταν ένα έπιπλο καταπληκτικό, το οποίο δεν ξέρω γιατί το ‘χα δει έτσι,[00:05:00] ήθελα συνέχεια να κάθομαι εκεί πάνω και ότι δήθεν ο μπαμπάς μου να μου βάφει τα παπούτσια! Ποια παπούτσια δηλαδή; Ήμουνα συνέχεια ξυπόλυτη και έκανε ψέματα ότι μου βάφει τα πόδια! Τα παιδικά μου, λοιπόν, χρόνια ήταν υπέροχα... Περνούσε δηλαδή ο καιρός τόσο ευχάριστα, τόσο ωραία, με πολλή αγάπη, πολλή, πάρα πολύ και ήταν φτώχεια. Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε πλούσιοι! Μέσα στο μαγαζί σιγά - σιγά ήρθε και το πρώτο τηλέφωνο της γειτονιάς! Αυτό αφενός είναι αστείο, αφετέρου αν το σκεφτεί κανείς είναι πάρα πολύ δύσκολο. Όλη μέρα «ντριν - ντριν» πριν το τηλέφωνο δεν μας ήθελε κανένας εμάς να μας μιλήσει, γιατί δεν υπήρχε άλλο τηλέφωνο. Έπαιρνα τους συγγενείς των γειτόνων, που ήθελαν να τους καλέσουμε και να μιλήσουν. Αυτό το επάγγελμα το είχα αναλάβει εγώ που έτρεχα για να φωνάξω τον απέναντι, τον δίπλα, στην παρακάτω γειτονιά... Όλη μέρα στο δρόμο, βέβαια, μ’ αρέσει και ‘μένα, γιατί ήμουν συνέχεια στο δρόμο. Όλα αυτά μου έχουν μείνει τόσο όμορφα μες στο μυαλό μου. Έξω από το δρόμο μας, που ήταν χωματόδρομος, περνούσε ο παλιατζής, περνούσε ο καρέκλας... Όλοι αυτοί φώναζαν για να βγει ο κόσμος έξω. Ο μανάβης... Ο μανάβης ήταν ο μπαρμπα-Στάθης. Είχε ένα υπέροχο άσπρο άλογο! Δε θα το ξεχάσω στη ζωή μου την ομορφιά του. Και πίσω από το άλλο υπήρχε και το κάρο, που εκεί έβαζε την πραμάτεια του. Αποτελείτο η πραμάτεια του από λαχανικά, φρούτα και φώναζε από μακριά και τον ακούγαμε «Μαϊντανό, φρούτα, λαχανικά, ελάτε!» Ο δε μπαρμπα-Στάθης είχε ένα μεγάλο άσπρο μουστάκι, πολύ μεγάλο μουστάκι όμως! Σα να ήταν αυτός που διαφημίζει τα λαχανικά μπαρμπα-Στάθης! Αυτό μου θυμίζει τώρα! Ήταν συγκλονιστικός! Συγκλονιστικός! Το δε άλογο ήταν τόσο καλό, που πολλές φορές ο μπαρμπα-Στάθης, επειδή ήταν φίλος και με τον πατέρα μου, με ανέβαζε στο άλογο. Το πιο φοβερό που θυμάμαι ήταν ο αρκουδιάρης. Ο αρκουδιάρης, λοιπόν, είχε μία μεγάλη καφέ αρκούδα πανύψηλη! Εκείνος δε κράταγε ένα ντέφι και το ζωντανό χόρευε και γύρω - γύρω εμείς να χοροπηδάμε σαν τα αρκουδάκια του! Εκτός, βέβαια, από τον αρκουδιάρη ήταν και ο μαϊμού, ο μαϊμουδιάρης, που τον λέγαμε εμείς τότε. Ο κύριος είχε ένα μαϊμουδάκι, το οποίο και εκείνο πάλι χοροπηδούσε και εμείς όλα τα παιδάκια τρέχαμε από πίσω τους. Εγώ, βέβαια, ήμουν πολύ περίεργο παιδί και πάρα πολύ ζωηρό και μου άρεσε να τρέχω πίσω από αυτά! Εγώ σαν μικρό παιδάκι ήμουνα πάρα πολύ ζωηρό! Να φανταστείτε ότι όταν πέρναγε ο αρκουδιάρης ή ο κύριος με τη μαϊμού εγώ τους παίρνω από πίσω και πήγαινα όπου να ‘τανε! Δεν κοιτούσα τίποτα άλλο εκτός από την αρκούδα ή το μαϊμουδάκι! Βέβαια, οι γονείς μου με είχαν καταλάβει και ερχόντουσαν και με μαζεύανε. Κάποια στιγμή όμως, δεν ξέρω πώς, μάλλον είχανε δουλειά στο μαγαζί, ξέφυγα και πήγα με τον αρκουδιάρη από πίσω και έφτασα σε πάρα πολύ μεγάλη απόσταση μακριά. Δηλαδή μπορεί να ήταν και δύο χιλιόμετρα μακριά για ένα παιδάκι. Πολύ μακριά! Οι γονείς μου είχανε βγει! Είχανε πάει στην αστυνομία, με ψάχνανε! Για καλή μου τύχη περνούσε εκεί από την αρκούδα κοντά ένας φίλος του μπαμπά μου πελάτης και λοιπά, γνωστός. Μόλις με είδε ο άνθρωπος μόνο που δε με έδειρε! Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρόνων. Και με πήρε απ’ το χεράκι και με πήγε στους γονείς μου.[00:10:00] Τι να πω... Μετά μεγαλώνοντας πήγα στο σχολείο. Η σχολική μου ζωή ήταν κι αυτή υπέροχη. Το Δημοτικό, με τις παρέες μου, φίλους, παιχνίδια, ποδήλατα, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε! Παίζαμε όλη μέρα έξω και βέβαια το διάβασμα με την πίεση των γονέων. Κάτι γινόταν και από αυτό... Μετά είχαμε ποδήλατα και κάναμε μεγάλες αποστάσεις. Βέβαια, εγώ ήμουν λίγο πιο μικρή, αλλά πηγαίναμε, μαζί ήταν και ο αδελφός μου και φίλοι του και άλλα παιδιά και πηγαίναμε μέχρι τον Άλιμο με τα ποδήλατα! Αυτές οι εποχές ήταν πάρα πολύ ωραίες! Ο μπαμπάς έφερνε στο μαγαζί και χαρταετούς. Εμείς, λοιπόν, κάθε μέρα παίρναμε από ένα χαρταετό, τον φτιάχναμε με τα ζύγια του, με όλα του, με την ουρά του και ανεβαίναμε στην ταράτσα να πετάξουμε τον αετό. Το λάθος μας ήταν σαν παιδάκια μικρά, δεν είχαμε και πολύ μυαλό, είχε καλώδια της ΔΕΗ! Οπότε ο πατέρας μου κάθε μέρα, ενώ μας έψαχνε και δε μας έβρισκε, ερχόταν στην ταράτσα. Κάθε μέρα έσπαγε από ένα χαρταετό. Κάθε μέρα γινόταν αυτό! Μέχρι που καταλάβαμε ότι ό,τι και να κάναμε ο χαρταετός από την ταράτσα δεν πρόκειται ποτέ να πετάξει! Οι γονείς μου όπως σας είπα ήταν πάρα πολύ σωστοί! Μέσα στο μαγαζί, λοιπόν, τρώγαμε, διαβάζαμε, παίζαμε, ερχόντουσαν οι φίλοι μας, ερχόντουσαν και οι φίλοι του παππού. Εν τω μεταξύ ο παππούς, εκτός του ψιλικατζίδικου, σιγά - σιγά σε έναν χώρο πίσω από το μαγαζάκι αυτό, έβαλε και βαρέλια με κρασί. Το βαρέλι με το κρασί δεν ήταν ένα. Ήταν γύρω στα πέντε βαρέλια, γεμάτα κρασί και ερχόντουσαν ο κόσμος και ψώνιζε με το μπουκαλάκι τη ρετσίνα του. Εμείς μεγαλώνοντας πηγαίναμε σιγά - σιγά, γεμίζαμε τα μπουκαλάκια και τα δίναμε στον πελάτη. Βέβαια, εκτός απ’ το βαρέλι που είχε και ερχόταν ο κόσμος και ψωνίζανε, είχε και τους φίλους του ο πατέρας μου, που καθόντουσαν δίπλα απ’ τον πάγκο και πίνανε το κρασάκι τους! Μαζί με - απ’ ότι θυμάμαι, έτσι μου ΄ρχεται στο μυαλό - το πιατάκι είχε ελίτσες, που έφερνε η γιαγιά, η μαμά μου. Ελίτσες, είχε λίγο τυράκι και πολύ που θυμάμαι, πάρα πολύ, είχε και ρέγκα, που την ψήνανε εκεί! Αυτά όλα δεν μπορούν να μου φύγουν απ’ το μυαλό. Ήταν τόσο μα τόσο υπέροχα... Τα χρόνια, βέβαια, περνάνε και το μαγαζάκι ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο. Μα πάντα γεμάτο από κόσμο! Τα χρόνια περάσανε.

Ερατώ:

Και έφτασε, λοιπόν, η εποχή της Χούντας. Αυτό έγινε το 1967. Εγώ τότε ήμουν γύρω στα δεκαπέντε, αν θυμάμαι καλά. Ανεμελιά όπως σας είπα και όλα αυτά. Αλλά η ανεμελιά μάλλον έφτασε στο τέλος της... Κάποιο απογευματάκι, βράδυ, ήμασταν στο μαγαζί. Ο μπαμπάς πάντα είχε ένα ραδιοφωνάκι μικρό πάντα αναμμένο. Μα πάντα αναμμένο και άκουγε διάφορα. Εκεί ακούσαμε, λοιπόν, ότι κηρύχτηκε ο στρατιωτικός νόμος. Όλοι ήταν αποσβολωμένοι οι μεγάλοι. Εμείς κοιταζόμασταν ο ένας τον άλλον. Παιδιά... Κάναμε γκριμάτσες, [00:15:00]σαν να λέγαμε «Tι πάθανε αυτοί και κάνουνε έτσι;» Καταλάβαμε, βέβαια, γιατί δεν είμαστε και μωρά, αλλά δεν είχαμε καταλάβει τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Έτσι, αφού κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος επήλθε και κάθε έξι ώρα το απόγευμα ότι έπρεπε εμείς να είμαστε όλοι μες στα σπίτια μας. Το μαγαζί θα έκλεινε έξι ώρα το απόγευμα. Δε θα μπορούσε να κυκλοφορήσει άνθρωπος. Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν αστυνομικοί. Κανένα παιδί. Κανένα ποδήλατο. Κανένας πελάτης. Τίποτα. Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα απόγευμα, που είχε κηρυχτεί ο στρατιωτικός νόμος, ήταν γύρω στις έξι παρά κάτι ή κάτι τέτοιο και ο μπαμπάς ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί, για να μη φτάσει έξι η ώρα και εγώ καθόμουνα και τον περίμενα, ώσπου να μαζέψει τα πράγματά του. Τον περίμενα στο σκαλάκι έξω από το μαγαζί. Κάποια στιγμή σταματά ένα περιπολικό απέναντι και με το που τον βλέπει ο πατέρας μου βγαίνει έξω, με αρπάζει και με βάζει αμέσως μέσα στο μαγαζί! Του λέω «Τι κάνεις έτσι; Γιατί;» Μου λέει «Παιδί μου, εντάξει, έχει περάσει η ώρα, πρέπει να κλείσει το μαγαζί». Ήρθαν οι αστυνομικοί, ευγενέστατοι, δεν μπορώ να πω... Και είπανε «Aμέσως κλείστε τα ρολά! Τελείωσε και μπείτε μέσα! Και εσύ», του λέει του πατέρα μου, «μάζεψε το παιδάκι μες στο σπίτι, μες στο μαγαζί! Κλείσε!» Έτσι, λοιπόν, έληξε και αυτό το περιστατικό. Στο σχολείο εντάξει... Δεν ξέρω... Περνούσαμε πιεστικά. Βέβαια, παιδιά ήμασταν. Κάποια στιγμή θα τραγουδάμε, θα γελούσαμε, θα κάναμε θα δείχναμε, αλλά ήταν όλα πιεστικά. Πηγαίνοντας και γυρνώντας από το σχολείο τίποτα άλλο δεν βλέπαμε από αστυνομικούς. Μα τίποτα άλλο! Ήταν στενάχωρα, πάρα πολύ στενάχωρα.

Ερατώ:

Φτάνοντας τώρα, για να μην τα πολυλογούμε, το ’73, έφτασε η μέρα που η χώρα μας θα γύριζε σελίδα. Έφτασε η μέρα του Πολυτεχνείου. Όλα αυτά τα ακούσματα, αυτής τη στιγμή που μιλάμε, μου φέρνουν ρίγη... Ανατριχιάζω. Ακούω μες στο μυαλό μου τα παιδιά να φωνάζουν αυτό το «Εδώ Πολυτεχνείο», που δε θα μου φύγει ποτέ απ’ τη μνήμη μου. Όπως σας έχω πει πριν, ήμουν ένα ζωηρό παιδί και θέλησα να πάω και εγώ στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός άνθρωπος, αλλά παράλληλα φοβόταν πάρα πολύ. Στην αρχή τον ρώτησα «Μπαμπά να πάω;» και αυτά. «Όχι», μου λέει, «παιδί μου! Φοβάμαι! Κάτσε εδώ! Μην το κάνεις αυτό το πράγμα!». Εγώ από την άλλη πόρτα το έσκασα κι έφυγα. Ίσως αυτό να μη μου το συγχώρεσε ποτέ. Όχι γι’ άλλο λόγο. Ίσως και μέσα του να καμάρωνε που πήγα. Απ’ την άλλη όμως, επειδή ήταν αυστηρός και δεν τον άκουσα... Εντάξει, κάναμε να μιλήσουμε αρκετό καιρό, αλλά μετά από αυτό που έγινε απ’ το Πολυτεχνείο ίσως το ξέχασε! Χάρηκε! Τέλος πάντων... Εγώ πάντως κατάφερα και πήγα. Δε θα ξεχάσω τον κόσμο. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά στα πρόσωπα όλων των ανθρώπων! Την ελπίδα Δηλαδή αυτό που ένιωσα ήταν τρομαχτικό! Αυτό, βέβαια, η χαρά και η ελπίδα έμειναν και πάντα θα μένει. Αυτό που ένιωσα και με συγκλόνισε ήταν αυτό που έγινε. Αυτό που έγινε και σκοτωθήκανε τόσα παιδιά. Το 1976, νομίζω, ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τον υποδέχτηκε όλος ο κόσμος με χαρά και με ελπίδα. Με ελπίδα! Και το 1980... Όχι, όχι καλά είπε! Το 1976 ήταν, καλά είπα, ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και όλοι ελπίζαμε ότι όλα θα πάνε καλά. Και δόξα τω θεώ όλα καλά πήγανε, εκτός από τα παιδιά.

Ερατώ:

Το 1980 [00:20:00]ο πατέρας μου πήρε τη σύνταξή του. Από ‘κει ανέλαβα εγώ εξολοκλήρου το ψιλικατζίδικο. Βέβαια, οι πάγκοι και όλα αυτά φύγανε και το στιλβωτήριο και όλα αυτά και το ανέλαβα. Εγώ το διαμόρφωσα τελείως. Έγινε πάρα πολύ σύγχρονο. Έβαλα μέσα ψυγεία, παγωτά, ψυγεία για γάλα, γιαούρτια, όλα αυτά, ξέρετε Δέλτα κι αυτά... Και εκτός αυτών είχα και μπουκάλες υγραερίου. Αυτές οι μπουκάλες ήταν, βέβαια, πάρα πολύ βαριές. Εκτός από όλα τα άλλα, είχα και φιάλες υγραερίου. Βασικά εγώ δεν είχα κάποιον να με βοηθάει συνέχεια στο μαγαζί. Δεν είχα υπάλληλο. Δε γινόταν να έχω υπάλληλο. Και αναγκαζόμουν εγώ να σηκώνω τις μπουκάλες, να σηκώνω τα αναψυκτικά, να σηκώνω κιβώτια με ποσότητα τσιγάρων, εφημερίδες... Όλα αυτά είχαν ένα βάρος. Εκεί σιγά - σιγά εντάξει. Ενώ κουραζόμουν είχα όμως δουλίτσα και δε με ενδιέφερε. Μέσα στο μαγαζί αυτό δε σταμάτησε ποτέ να έρχεται κόσμος. Να έρχονται φίλοι. Να λέμε τα νέα μας. Δηλαδή συνέχισε να είναι το παλιό ψιλικατζίδικο. Είχαμε πάρα πολλούς φίλους, πίναμε το καφεδάκι μας, μιλάγαμε, γελάγαμε... Περνούσαμε πάρα πολύ ωραία και συγχρόνως κι εγώ είχα παρέα. Λέγαμε τα πάντα μεταξύ μας. Σιγά - σιγά κι εγώ παντρεύτηκα. Ένα κοριτσάκι υπέροχο έκανα. Το ψιλικατζίδικο έγινε και για το κοριτσάκι αυτό το σπίτι της. Όπως εμείς κι αυτό το ίδιο. Εκεί έτρωγε και κοιμόταν. Οι ώρες εργασίας μου ήταν πάρα πολλές, από το πρωί στις εφτά μέχρι το βράδυ δέκα, έντεκα η ώρα. Χριστούγεννα, Πάσχα όλα εκεί! Αναγκαζόμουνα να το ‘χω μαζί μου και να μεγαλώνει το παιδάκι εκεί. Το μωρό όταν μεγάλωσε λίγο ας πούμε θέλησα να το πάω σε βρεφονηπιακό σταθμό. Εκεί δυστυχώς δεν το δέχτηκαν, γιατί δεν είχαν θέσεις απ’ ό,τι μου είπαν. Εν πάση περιπτώσει, δε με πολυένοιαξε κι αυτό, γιατί αισθανόμουνα μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στο παιδάκι. Βέβαια, δεν ήθελα να το κάνω, αλλά το ευτύχημα ήταν ότι μπαίνανε πάρα πολλοί φίλοι και το παιδάκι κοινωνικοποιήθηκε από πάρα πολύ μικρό! Από πάρα πολύ μικρό! Τους φίλους μας, δηλαδή του πατέρα της, του του αδερφού μου, τους δικούς μου, τους ένιωθε για δικούς της φίλους! Της φερόντουσαν όλοι σα να είναι το μωρό τους. Αργότερα, βέβαια, δε μετάνιωσα που κράτησα το παιδάκι στο μαγαζί! Αργότερα πήγε στο Νηπιαγωγείο κανονικά και μετά στο Δημοτικό. Μέσα σ’ αυτό το ψιλικατζίδικο γινόταν πάλι απ’ την αρχή, όπως εμείς και ο αδερφός μου, το ίδιο και το παιδάκι μου. Εκεί γινόταν το διάβασμα, εκεί γινόταν το παιχνίδι και πάρα πολλές φορές ο ύπνος. Επειδή είχα πολλά παιχνίδια μες στο μαγαζί στην αρχή πίστευε ότι ήταν όλα δικά της! Ευτυχώς ο χαρακτήρας της διαμορφώθηκε σωστός, γιατί υπήρχε ας πούμε μεγάλη πίεση από ‘μένα. «Όχι παιδί μου, δεν πρέπει, αυτό!» Και οι φίλοι μου και ο αδελφός μου κι ο μπαμπάς της με βοηθήσανε σε αυτά [00:25:00]και όλα πήγαν καλά για το παιδάκι.

Ερατώ:

Ως γυναίκα εργαζόμενη δεν είχα και την καλύτερη αντιμετώπιση από τους γύρω μου. Η δουλειά μου δεν ήταν τόσο εύκολη ή μάλλον μπορώ να πω καθόλου εύκολη. Μερικοί με αντιμετώπιζαν μειονεκτικά, πιστεύοντας ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ως μητέρα και ως εργαζόμενη, δηλαδή πίστευαν ότι ή τη δουλειά σου θα κοιτάξεις ή το παιδί σου. Εσύ τώρα πώς μπορείς μέσα σε ένα μαγαζί, με τόσο πολύ κόσμο, να να μπορεί το παιδί σου ή να φάει ή να διαβάσει ή να κοιμηθεί; Εγώ όμως πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά. Έφτασε στο κοριτσάκι μου, μικρό στην ηλικία, να με βοηθάει κιόλας! Και να διαβάζει και να τα κάνει όλα! Όλα πήγανε καλά, όμως εγώ δεν ήθελα να αποδείξω σε κανέναν αν μπορεί μια εργαζόμενη γυναίκα να ανταπεξέλθει. Το είχα ήδη κάνει για τον ίδιο μου τον εαυτό και το πιστεύω μου είναι ότι τα κατάφερα! Τουλάχιστον σαν μητέρα. Τουλάχιστον.

Ερατώ:

Τελικά, το 2006, είχε αρχίσει η Οικονομική Κρίση. Στο παραλίγο πρόλαβα όλο αυτό. Το 2006, λοιπόν, έκλεισα την επιχείρηση, γιατί αφενός θα ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Το 2006 αναγκάστηκα να κλείσω το μαγαζί, γιατί αφενός η δουλειά μειώθηκε πάρα πολύ, γιατί τριγύρω μου είχαν ανοίξει πάρα πολλά σουπερμάρκετ και αφετέρου μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς είχα αρχίσει να έχω κάποια προβληματάκια στην υγεία μου. Πολλά τα βάρη, φιάλες, εφημερίδες, κιβώτια, τσιγάρα και όλα αυτά εντάξει... Κάποια στιγμή χτυπάει και την υγεία. Δε μετάνιωσα, λοιπόν, για τίποτα. Μα για τίποτα! Πέρασα πάρα πολύ καλά στη ζωή μου και με τους γονείς μου και με το παιδί μου και με όλους. Το όνειρό μου - είχα κι εγώ κάποια όνειρα - ήταν να γίνω δασκάλα! Όμως δε μετάνιωσα ποτέ μου, διότι μεγάλωσα το παιδί μου με τη μεγαλύτερη αξιοπρέπεια και αισθάνομαι πολύ υπερήφανη γι’ αυτό. Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για το βήμα που μου δώσατε να πω και εγώ τη δικιά μου ιστορία! Να ‘στε καλά!

Α.Σ.:

Ερατώ μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την αφήγησή σου!