© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Χρήστος Καϊσούδης: 40 χρόνια πίσω απ' την μπάρα, την κονσόλα, και την πολιτιστική σκηνή της Θεσσαλονίκης
Κωδικός Ιστορίας
11664
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Καϊσούδης (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/08/2020
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Τετάρτη 12 Αυγούστου και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ για μία ακόμα συνέντευξη για αυτό το project με τον κύριο Χρήστο Καϊσούδη, ελεύθερο επαγγελματία και πολύ καλό γνώστη της… καλλιτεχνικής να το πω, νυχτερινής ζωής στη Θεσσαλονίκη—
πολιτιστικής.
—πολιτιστικής. Καλησπέρα, κύριε Χρήστο.
Καλησπέρα σας.
Ξεκινώντας, θέλετε να μας πείτε πού και πότε γεννηθήκατε;
Το 1961 στα Γιαννιτσά του Νομού Πέλλας.
Και μεγαλώσατε εκεί;
Μέχρι τα δεκαεφτά μου. Σε ηλικία δεκαεξήμιση χρονών περίπου ήρθα Θεσσαλονίκη κι έκτοτε ζω και εργάζομαι, δημιουργώ σ’ αυτήν την πόλη, στη Θεσσαλονίκη.
Άρα, τις πρώτες σας, ας πούμε, εφηβικές ανησυχίες τις περάσατε και στα Γιαννιτσά και στη Θεσσαλονίκη.
Ναι, ναι, ναι. Εκεί δημιουργήσαμε την πρώτη μπάντα που είχα. Γιατί ξεκίνησα σαν μουσικός.
Ποια μπάντα;
Ήταν οι DNA, τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις αρχές του ’80, της δεκαετίας του ’80. Και παίζαμε classic rock και hard rock. Συνηθισμένα ακούσματα για εκείνη την εποχή.
Εσείς ποιο ρόλο είχατε στη μπάντα;
Εγώ έπαιζα μπάσο. Ήμασταν μία πενταμελής μπάντα. Έπαιζα μπάσο. Και είχαμε και δικά μας κομμάτια και διασκευές παίζαμε. Είχαμε γίνει ευρέως γνωστοί εκείνη την περίοδο.
Είχατε φτάσει στο σημείο να «κόψετε» και κάποιο δίσκο;
Όχι. Ήμασταν στο παρά πέντε, που αναγκάστηκα να φύγω φαντάρος, στο στρατό. Κι έπαιζα και μία άλλα μπάντα, τους OK Band, εκείνο το διάστημα, όπου παίζαμε πιο jazz rock, που 'ταν και της μόδας εκείνο το φεγγάρι, καθότι μελετούσαμε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μουσική. Και μετά ο στρατός μάς άλλαξε τα δεδομένα.
Και πώς ήταν σ’ ένα μέρος σαν τα Γιαννιτσά, το οποίο, φαντάζομαι, ήταν αρκετά περιοριστικό, να παίζετε μουσική και να 'χετε μια rock ταυτότητα;
Ωραία ήταν, ωραία ήταν. Να φανταστείτε ότι οι συναυλίες που κάναμε γεμίζαν οι κινηματογράφοι! Είχαμε και δικά μας όργανα. Ήμασταν η μοναδική μπάντα που 'χαμε δικά μας όργανα, πανάκριβα, Orange, που τα είχαμε πάρει εκείνη την εποχή. Δεν υπήρχε μπάντα. Και κάναμε και μερικές μίνι περιοδείες στη Βόρεια Ελλάδα. Παίζαμε σε διάφορες πόλεις: Έδεσσα, Σκύδρα, Νάουσα, Βέροια, Θεσσαλονίκη. Κάναμε μίνι περιοδείες εκείνη την περίοδο.
Άρα, το έλεγε η καρδούλα σας!
Το έλεγε η καρδούλα μας. Είχαμε όρεξη. Άγρια νιάτα!
Σε ποια σχολεία περάσατε την εφηβεία σας;
Στα Γιαννιτσά τελείωσα. Έκανα πολύ μικρό πέρασμα από το 4ο εδώ στη Θεσσαλονίκη, πάρα πολύ μικρό. Αλλά, από Γιαννιτσά τελείωσα το σχολείο.
Και τότε τι κλίμα επικρατούσε στα σχολεία, στα Γυμνάσια, στα Λύκεια; Τρέλα εφηβική; Έτσι; Τέτοια φάση;
Στην επαρχία ήταν πιο ήσυχα τα πράγματα. Ελάχιστες καταλήψεις τότε. Δεν γινότανε. Ήτανε πιο κουλ τα πράγματα εκεί. Εμείς ήμασταν οι μακρυμάλληδες και δακτυλοδεικτούμενοι τότε σε μια επαρχιακή πόλη. Θέλω να αναφέρω το εξής που με συγκλόνισε: όταν, λοιπόν, είχα μακριά μαλλιά κι όταν, λοιπόν —είχα μια πάρα πολύ έξυπνη μητέρα—, κουρεύτηκα για να πάω φαντάρος, την είπε μια γειτόνισσα: «Α, Μαρία, ο γιος σου κουρεύτηκε! Τι ωραίο παιδί έγινε!». Και την είπε —το λέω και ανατριχιάζω—, την είπε η μητέρα μου: «Ο γιος μου έχασε την ελευθερία του. Γιατί δεν κουρεύτηκε μόνος του. Κουρεύτηκε αναγκαστικά για να πάει φαντάρος».
Πήγατε, λοιπόν, κι εκεί… και ήτανε για έναν εναλλακτικό άνθρωπο, ας πούμε, λίγο δύσκολη η κατάσταση εκεί με το στρατό;
Όχι. Όχι. Στο στρατό κατάλαβα τι θα πει ρουσφέτι, αφού πήρα τη χειρότερη ειδικότητα και κινδύνευα να πάω κάπου μακριά. Από μία τυχαία συνάντηση ενός συγγενικού μου προσώπου κατέληξα στη Θεσσαλονίκη, όπου… Και στην Τρίπολη που υπηρέτησα και εδώ, χωρίς να 'χω την ειδικότητα μουσικού, επειδή μου άρεσε πολύ η μουσική, κατέληξα να είμαι μουσικός στην ουσία στο στρατό, να παίζω στις χοροεσπερίδες. Αυτό σημαίνει ότι την έβγαλα πολύ όμορφα. Είχα μάθει να παίζω λαϊκά και στο στρατό είχα παίξει με τους μεγαλύτερους μουσικούς. Έπαιζα με το Φίλιππο Νικολάου τότε, τη Μαίρη Λίντα, με διάφορα ονόματα τότε της εποχής, που ερχότανε και παίζαν στο στρατόπεδο. Είχα μάθει και τα λαϊκά στο στρατό.
Άλλος κόσμος.
Άλλος κόσμος, άλλο κόσμος. Γνώρισα, όμως, και αξιόλογους μουσικούς, αξιόλογα άτομα. Εκεί γνώρισα τον μπουζουκτζή του Παπάζογλου μετέπειτα, το Σπύρο τον Καντιώτη, που 'ταν ένα φεγγάρι μόλις απολυθήκαμε. Και αυτός μ’ έμαθε τα μυστικά του λαϊκού.
Πολύ ωραία. Και γυρνώντας πίσω στην εφηβεία, λίγο πριν φύγουμε απ’ αυτή, υπήρχαν, έτσι, στο σχολείο ή γενικά στους συνομηλίκους σας αυτό που λέμε «μουσικές φυλές» τότε;
Εκείνη την περίοδο υπήρχανε οι καρεκλάδες κι οι ροκάδες. Καρεκλάδες ήταν αυτοί που ακούγανε λαϊκά, σκυλάδικα. Δεν ήταν [Δ.Α.] όπως τώρα, ότι τα παλιά λαϊκά κτλ. Επειδή αυτοί τραγουδούσανε σε καρέκλες, καθόταν σε καρέκλες, είθισται να τους λέγαμε καρεκλάδες. Υπήρχανε τα φρικιά και οι —πώς τους λέγαμε; Μαλώναν μεταξύ τους. Γινόταν διάφορες φασαρίες εδώ στη Θεσσαλονίκη, όταν πρωτοήρθα σε ηλικία δεκαεφτά χρονώ. Αυτά υπήρχαν εκείνη την περίοδο.
Έτυχε να βρεθείτε κι εσείς σε τέτοια συμβάντα;
Σε φασαρία όχι. Έτυχε, όμως, να βρεθώ σε συναυλίες που γινότανε όπου, είτε γιατί ήταν γεμάτη, είτε γιατί ήταν ακριβό το εισιτήριο, γινότανε ντου, με αποτέλεσμα να μας κυνηγάνε οι αστυνομικοί. Γινότανε ντου για να μπούμε τζάμπα! Και είχα φάει και το ξύλο μου από αστυνομικούς, μερικές ροπαλιές πάνω στο κυνηγητό και στη φασαρία που γινόταν για να μπούνε τζάμπα στις συναυλίες. Γινόταν συναυλίες τότε —στη ΧΑΝΘ κυρίως θυμάμαι τις μεγάλες εξωτερικές συναυλίες— κι έπεφτε εκεί πέρα το ξύλο από τις φασαρίες που γινότανε.
Ωραία! Για τη μουσική δύσκολες καταστάσεις.
Ε, 'ντάξει.
Κάνατε πολλά. Και πέρα από μουσικός, προφανώς, ήσασταν και ακροατής, έτσι;
Ήμουν ακροατής. Αυτό που έκανε σ’ εμάς που ήμασταν μουσικοί τότε μεγάλη ζημιά ήταν όταν πηγαίναμε και βλέπαμε διάφορα συγκροτήματα. Λέγαμε: «Αα, εμείς» —πάντα κάναμε μια σύγκριση— «είμαστε καλύτεροι απ’ αυτούς», «Είμαστε χειρότεροι απ’ αυτούς», λοιπόν, μ’ αποτέλεσμα να μην απολαμβάνουμε τις συναυλίες. Όταν κάποια στιγμή το συνειδητοποίησα αυτό, ήτανε… Λυτρώθηκα. Πήγαινα στις συναυλίες κι απολάμβανα τις συναυλίες όλων των συγκροτημάτων. Είχε αρκετά συγκροτήματα τότε. Και ήμασταν και φίλοι. Ας πούμε, ήταν οι Μωβ, που 'τανε απ’ τους πρώτους που 'χανε —οι Νέμο— δισκογραφήσει. Εγώ τότε μετά, στους DNA, έπαιζα με του OK Band, με το Χρήστο τον Κουτσούρη στα τύμπανα, που 'ναι ο ντράμερ των Μπλε. Και είμαστε φίλοι ακόμα και σήμερα. Διάφορες ιστορίες. Παίζαμε σε διάφορα μέρη. Ήταν πολύ όμορφα.
Και παράλληλα με τις συναυλίες αρχίσατε να μαζεύετε και δίσκους;
Δίσκους… Δίσκους… Εμείς τότε… Εγώ όταν ήμουνα πιτσιρικάς δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να 'χω πικάπ. Οι πρώτοι δίσκοι που αγόρασα δεν είχα καν πικάπ να τους παίξω! Εμείς γράφαμε κασέτες. Πηγαίναμε στο δισκάδικο, του λέγαμε «Κάνε μας αυτή τη συλλογή», γράφαμε ποια κομμάτια θέλαμε να μας γράψει. Σε κασέτες! Και τις παίζαμε με κασετόφωνο. Πολύ αργότερα πήρα πικάπ. Είχα μαζέψει ήδη κάποιους δίσκους όταν πήρα πικάπ, ας πούμε, για να τους ακούσω. Τους είχα δηλαδή… Πήρα πικάπ κι είχα σαράντα δίσκους που δεν τους είχα ακούσει ποτέ, σφραγισμένους.
Θυμάστε ποιοι ήτανε οι πρώτοι που αγοράσατε;
Ε, ήτανε οι Doors, ήτανε οι Beatles, Doors, Steppenwolf, Rory Gallagher… Αυτά θυμάμαι, έτσι… Pink Floyd, Deep Purple και Rolling Stones.
Κλασικές αξίες.
Κλασικές αξίες. Κλασικές αξίες.
Και από πού μπορούσε κάποιος να αγοράσει δίσκους στη Θεσσαλονίκη τότε;
Αα, υπήρχανε πολλά μαγαζιά τότε. Ήτανε η Άνω-Κάτω, που ήτανε στη Σβώλου, ήτανε το —Μπίποπ νομίζω λεγότανε κιόλα. Μετά έγινε Άνω-Κάτω σαν δισκογραφική, που έκανε αυτός που είχε το Μπίμποπ, ο Τσακαλίδης. Ήτανε το Stereodisc στην Αριστοτέλους. Εγώ κυρίως απ’ αυτά τα δύο μαγαζιά… Νομίζω υπάρχει ακόμα το Stereodisc. ο Πάτσης στην Τσιμισκή. Από 'κει αγόραζα κυρίως τα βινύλια. Μετέπειτα, όταν άρχισα να ασχολούμαι πιο ενεργά με τη μουσική, αγόραζα και δίσκους εισαγωγής, όπου τους έφερνε ο Σωτήρης ο Ζήσης απ’ τους Blues Wire μαζί με το Θόδωρο, που [00:10:00]κάνανε ένα δισκάδικο που φέρναν κυρίως δίσκους εισαγωγής, που τους περιμέναμε σαν τρελοί. Όταν άρχισα να ακούω garage και new wave, garage και διάφορες μουσικές, ψώνιζα κυρίως από 'κει βινύλια. Όμως, εγώ όταν ασχολήθηκα με τη μουσική, θέλω να σου πω, επειδή είχαμε δικά μας μηχανήματα, είχα εξασκήσει τ’ αυτί μου κι είχα μάθει να δουλεύω απ’ τα μηχανήματα. Είχαμε δικιά μας κονσόλα και μόνοι μας πηγαίναμε και στήναμε ήχο. Έτσι, είχα εκπαιδεύσει τ’ αυτί μου κι όδευα προς το να γίνω ηχολήπτης. Μέχρι που μου δόθηκε ευκαιρία κι έγινα ηχολήπτης κάποια στιγμή.
Το γνωρίζω και προτού περάσουμε σε αυτό πιστεύω ότι θα είχε αξία να δούμε και τις πρώτες συναυλίες στις οποίες βρεθήκατε.
Αα, ναι! Οι πρώτες συναυλίες. Πρώτες συναυλίες που βρέθηκα: Steppenwolf, Deep Purple —Ian Gillan, μάλλον, νομίζω, στο Παλαί Ντε Σπορ, Steppenwolf, Rory Gallagher, City. Μεγάλες συναυλίες τώρα σου λέω, από ξένες, έτσι; Ξένα ονόματα. Αυτά. Αυτά νομίζω ήταν τα μεγάλα ονόματα που… Αα, James Brown, James Brown. Συγκλονιστικός τότε, αρκετά νέος. Αυτά θυμάμαι πρόχειρα αυτή τη στιγμή.
Περνώντας, λοιπόν, στην ηχοληψία, πώς προέκυψε και πού βρεθήκατε αρχικά να δουλεύετε;
Εγώ είχα ένα φίλο που είχε εταιρεία που κάλυπτε συναυλίες και με βρίσκει τυχαία σε μια συναυλία των Blues Wire στα Πανεπιστήμια και μου λέει να πάμε να κάνουμε μία εκκλησία στη Φλώρινα. Εκεί, αφού δυο μέρες στήναμε δύο εκκλησίες μεγαφωνική κάλυψη, μου λέει: «Ψάχνω άτομο για το καλοκαίρι, για να πάμε περιοδεία και να δουλεύουμε σε συναυλίες». Λέω: «Ποια είναι η κυριότερη συναυλία, που έχετε πολλές συναυλίες κτλ.;». Λέει: «Ο Νίκος ο Παπάζογλου», με τον οποίο είχα μιλήσει μόνο μία φορά. Δεν τον ήξερα πολύ καλά μέχρι τότε. Του λέω: «Να 'ρθω εγώ». Ήξερε ότι γνωρίζω αρκετά πράγματα. Γιατί είχαμε δικά μας μηχανήματα, γιατί μας τα 'κανε σέρβις κτλ. οτιδήποτε πρόβλημα είχαμε. Ξεκίνησα, λοιπόν, να πηγαίνω σε κάποιες συναυλίες στη Θεσσαλονίκη. Άρχισα να κάθομαι στην κονσόλα. Είδε ότι είχα αρκετά καλό αυτί και σιγά-σιγά άρχισε να με εμπιστεύεται. Κι έτσι το πρώτο καλοκαίρι δουλέψαμε. Φτάσαμε στο 1983-’84. Δουλέψαμε με το Νίκο τον Παπάζογλου, περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα. Εκεί γνωριστήκαμε. Ήταν τότε που είχε πρωτοβγεί κι ο Αύγουστος εκείνη την περίοδο, που γινόταν χαμός σ’ όλες τις συναυλίες κι ήτανε συγκλονιστική εμπειρία. Έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου ως ηχολήπτης.
Και μετέπειτα οι σχέσεις σας πώς ήταν;
Με ποιόνα;
Με το Νίκο τον Παπάζογλου.
Πολύ φιλικές σχέσεις. Πάρα πολύ φιλικές σχέσεις που κράτησαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα πούμε, μπορούμε να πούμε διάφορες ιστορίες παρακάτω. Ο Νίκος ήτανε… Έκανε μόνος του τις συναυλίες. Δεν συνεργαζόταν με κανένα γραφείο για να του στήσει τις συναυλίες. Ήταν απίθανο. Έβγαζε από τις αφίσες, έστελνε προπομπούς, ο ίδιος έβγαζε τις αφίσες, ο ίδιος έκανε τα πάντα. Ήτανε μεγάλη μου χαρά που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο και μεγάλη μου χαρά που συνεργάστηκα μαζί του ως ηχολήπτης για ενάμιση καλοκαίρι περίπου.
Εκτός από μουσική κι εκκλησίες τι άλλο καλύπτατε ηχοληπτικά;
Αα, ηχοληπτικά κάλυψα πολλά: πολλές rock μπάντες στη Θεσσαλονίκη: Blues Wire, Northwind, Μπλε —όχι, Μπλε δεν ήταν τότε! Ήτανε οι Stained Veil που τους είχανε κάνει… Είχα παίξει κιόλας! Ήθελα να σου πω ότι είχα παίξει στο Stained Veil, που 'χανε βγάλει ένα CD, όπου εξώφυλλο ήταν τα μάτια της γυναίκας μου, που 'χε γράψει και κάποιους στίχους μέσα και έπαιζα κι εγώ σε δύο κομμάτια μέσα, όπου τραγουδούσε ο συνεταίρος μου κι έπαιζε ο Σωτήρης ο Ζήσης μπάσο. Και ήτανε καταπληκτικές εποχές. Τι άλλο έκανα; Έκανα πάρα πολλά συγκροτήματα της εποχής. Δεν θυμάμαι ονόματα. Δεν θυμάμαι ονόματα. Μπορεί να είχα κάνει και τις Τρύπες τότε, κάποιες φορές να είχα κάνει και τις Τρύπες. Τις είχα κάνει και τις Τρύπες. Είχα κάνει το Σαράντη τον Κασσάρα. Να σου λέω ιστορίες ηχοληψίες, όπου είχα πάει. Ο Σαράντης ο Κασσάρας πιανίστας του Μίκη Θεοδωράκη. Και πήγαμε σε μία συναυλία και βλέπει ο Σαράντης και λέει: «Ποιος είναι αυτός ο πιτσιρικάς που μου στείλανε;». Κι άρχισε να σκαλίζει μόνος του την κονσόλα. Τσατίστηκε με το αφεντικό, με τις εταιρείες που δούλευα. Τσατίστηκε κι άρχισε να κάνει μόνος του ήχο. Κάποια στιγμή τοy λέω: «Μπορώ να δοκιμάσω κι εγώ; Γιατί πλησιάζει η ώρα να…». Ε, αρχίζω, τακ, τακ, τακ. Περίπου σε είκοσι λεπτά τα έχω φτιάξει, γιατί μ’ αυτά που έκανε είχα και τη γενική εικόνα της μπάντας που είχε. Και κατέληξε να μην θέλει να μ’ αφήσει! Να πηγαίνω να κάνω, όπου παίζει να με παίρνει να πηγαίνω να κάνω ήχο. Με αυτόν τον πιτσιρικά, τότε που 'μουνα και μικρός, που για να φύγω μετά βρήκα τον Τίτο τον Καρυωτάκη, πολύ δυνατό ηχολήπτη μετέπειτα που τον χρησιμοποίησα κι εγώ στις συναυλίες που διοργάνωνα. Και του λέω: «Σου βρήκα τον καλύτερο! Έλα τώρα» —σ’ ένα φεστιβάλ της ΚΝΕ τον βρήκα— «έλα τώρα να σου κάνει ήχο». Κι έτσι κατάφερα να ξεφύγω απ’ τον… Γιατί ασχολιόμουνα και μ’ άλλα πράγματα παράλληλα. Ήθελα ν’ ασχοληθώ λίγο και με στούντιο, να ασχοληθώ και με τέτοια, που άρχισε να μ’ αρέσει το στούντιο. Και ήθελα να ξεφύγω. Γιατί επίσης, εκείνο καλοκαίρι θα δούλευα και με το Μάνο Χατζηδάκι. Οπότε, έπρεπε να φύγω.
Κρατώντας και το στούντιο και το Μάνο Χατζηδάκι, να πω ότι off the record μού εξομολογηθήκατε πως έχετε καλύψει και λόγους πολιτικών, ε;
Έχω καλύψει λόγους πολιτικών. Κάλυπτα με εταιρεία που δούλευα… Δούλευα με το ΚΚΕ και με τη Νέα Δημοκρατία. Απ’ το ΚΚΕ δούλευα με τον Εφραιμίδη, κάποιος στέλεχος του ΚΚΕ τότε, που ήτανε και Ευρωβουλευτής και τον είχα σε διάφορες πόλεις. Και με τη Νέα Δημοκρατία έβγαζα ομιλίες του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Αριστοτέλους. Ήμασταν στη δεύτερη κεντρική κονσόλα με τον Ξενοφώντα, που τώρα είναι, νομίζω, διευθυντής στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Αθηνών, τότε που οι συγκεντρώσεις μαζεύανε ένα εκατομμύριο και βάλε κόσμο. Είχα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το Στεφανόπουλο, τον Κωστή. Γιατί συγχρόνως αναπτύχθηκαν κι όλες οι εταιρείες με πάρα πολύ όγκο σε μηχανήματα και ήθελε πάρα πολλές ώρες στήσιμο. Οπότε, αναγκάζονταν να πάρουν εργάτες για να κάνουνε το στήσιμο. Οπότε, εμείς ασχολιόμασταν μόνο με τις συνδέσεις και με τα καθαρά τεχνικά θέματα.
Κι ο κόσμος πώς ήταν τότε σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις;
Στις πολιτικές συγκεντρώσεις; Ο κόσμος ήταν παθιασμένος. Ο κόσμος ήτανε παθιασμένος. Αλλά, στις συγκεντρώσεις δεν γινόταν φασαρίες. Οι φασαρίες γινότανε τα βράδια με τις αφισοκολλήσεις κτλ. εκείνη την περίοδο. Πήγαινε ο ένας, κολλούσε αφίσες πάνω στον άλλονα, πλακώνονταν στο ξύλο πολλές φορές κτλ. Οπότε, οι ομιλίες κρατούσαν μια ώρα. Μαζευότανε ένα εκατομμύριο-ενάμιση εκατομμύριο —ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες κόσμο λέγαν τότε κτλ.— από το Λευκό Πύργο μέχρι το Λιμάνι και απ’ την Αριστοτέλους από κάτω κι όλους τους παράδρομους μέσα, Τσιμισκή, Μητροπόλεως, παραλιακή μέχρι πέρα. Γινότανε χαμός. Χαμός! Κι έπρεπε ο αρχηγός να 'ναι δυνατός. Δεν ήταν εύκολο! Έπρεπε ο αρχηγός να ακούγεται καμπάνα όταν έβγαινες επάνω! Εκεί έπρεπε να 'ναι ο αρχηγός βροντόφωνος! Έπρεπε να ήμασταν στην τσίτα μέχρι να τελειώσει η ομιλία, είτε ήταν στη μεγάλη στη Θεσσαλονίκη, είτε ήτανε στις Σέρρες ή στην Καβάλα, Γιαννιτσά κτλ. Δεν έχει σημασία πού ήταν.
Και κάποια στιγμή, λοιπόν, για να γυρίσουμε στα πριν, έρχεται και το στούντιο. Φτιάξατε κάποιο δικό σας;
Όχι, όχι. Δεν έκανα δίσκο. Τότε πήγαινα στο στούντιο για να μάθω. Άρχισα ν’ ασχολούμαι για να μάθω. Ο λόγος που έκανα πολλά πράγματα μετέπειτα ήτανε γιατί ήθελα να βγάλω λεφτά δικά μου, να κάνω δικό μου στούντιο. Γιατί θυμάμαι όταν δούλευα ηχολήπτης, πήγαινα και έβγαζα συναυλίες και το βράδυ τότε ο φίλος μου ο Γιώργος ο Πεντζίκης, που 'τανε και πληκτράς στον Παπάζογλου εκείνη την περίοδο, είχε ξεκινήσει κι έκανε το δικό του στούντιο, τη μονοκατοικία, όπου τον βοήθησα πάρα πολύ να στήσει αυτό το στούντιο. Γυρνούσα, λοιπόν, το βράδυ κι έκανα κολλήσεις, του έφτιαχνα το patch bay, του έφτιαχνα διάφορα πράγματα. Και λέω: «Κάθομαι και δουλεύω χωρίς αμοιβή, μόνο για την τρέλα μου». Κι έλεγα: «Κάθομαι και δουλεύω και φτιάχνω στούντιο ξένα, [00:20:00]αλλονών και δεν φτιάχνω ένα δικό μου στούντιο! Πρέπει να βρω τρόπο να φτιάξω ένα δικό μου στούντιο». Κι επειδή το χειμώνα δεν είχε πάρα πολλές συναυλίες κτλ. με τους —εκείνη την περίοδο τουλάχιστον, όπως είναι τώρα— καλλιτέχνες στη δουλειά που δούλευα, οπότε εκεί ξεκίνησα κάποια βράδια να δουλεύω ως σερβιτόρος στο Λούκυ Λουκ. Δύο φορές τη βδομάδα ή τρεις φορές τη βδομάδα. Όποτε δεν είχα να κάνω κάποια βραδινή δουλειά, πήγαινα και δούλευα εκεί πέρα. Οπότε, έτσι ξεκίνησα σταδιακά να έρχομαι σ’ επαφή με το Λούκυ Λουκ.
Και κάποια στιγμή που το πουλούσε ο ιδιοκτήτης και φίλος μου το Λούκυ Λουκ, μαζί με το συνεταίρο μου, το Νίκο το Μοδιώτη, μετέπειτα, που 'μασταν και πάρα πολύ φίλοι και παίζαμε και στους DNA κτλ., αγοράσαμε το Λούκυ Λουκ, όπου πρωτεργάτης στο να τ’ αγοράσουμε το Λούκυ Λουκ, αυτή που επέμενε κι αυτή που 'κανε όλο το deal και πρέπει να της χρωστάμε πολλά ήταν η γυναίκα μου, η Δέσποινα Χαραλαμπίδου. Δηλαδή, εκτός από καλλιτέχνης κι όλα τα σχετικά, που 'γραφε στίχους για τους Stained Veil κτλ., ήταν αυτή που μας ώθησε, που μας έσπρωξε να το αγοράσουμε.
Θρυλικό μαγαζί ήδη από τότε.
Εγώ το κράτησα τριάντα δύο χρόνια.
Πότε ιδρύθηκε και πότε έγινε το deal και το πήρατε εσείς;
Αυτό ιδρύθηκε το ’77. Ήτανε το δεύτερο μπαράκι που άνοιξε στη Θεσσαλονίκη, αν δεν κάνω λάθος. Είχε ανοίξει το Fox και μετά το Λούκυ Λουκ. Συγχρόνως, όμως, εκεί κοντά-κοντά, άνοιξαν και το Berlin και πολλά άλλα μαγαζιά. Ήτανε το… Εκτός απ’ το Fox είχε ανοίξει το Berlin, ο Δον Κιχώτης, ο Λωτός νομίζω —διάφορα μαγαζιά—, αα, και το τέτοιο που έκλεισε τώρα. Το Φλου! Το Φλου ήταν το μπαρ που 'χει γίνει κι εκείνη την περίοδο.
Το θυμηθήκατε.
Ναι, ναι.
Ωραία. Το ’77, λοιπόν, ανοίγει και στα δικά σας χέρια έρχεται—
Έρχεται… Το ’85 το δουλεύαμε εμείς, αλλά ουσιαστικά τα χαρτιά για να περάσει και κανονικά στα χέρια μας έγιναν Φεβρουάριο του ’86.
Και μπαίνοντας μες στο μαγαζί κάνατε μια ανανέωση, να το πω έτσι;
Τελειώνει η σεζόν που τελείωνε τον Ιούνιο και το αλλάξαμε τελείως. Το αλλάξαμε τελείως. Και το πρώτο πράγμα που κάναμε, πέρα απ’ το διακοσμητικό κομμάτι, ήταν ότι βάλαμε δύο πικάπ και πλέον παίζαμε βινύλια. Δηλαδή, από τον —28 Αυγούστου θυμάμαι ανοίξαμε μετά το καλοκαίρι, ας πούμε, του ’86 και από τότε παίζαμε βινύλια. Είχαμε αρκετά πλούσια δισκοθήκη. Γιατί όπως σου 'χα πει, είχα και εγώ και ο συνεταίρος μου αρκετούς δίσκους και αγοράζαμε συγχρόνως συνεχώς. Γιατί τότε γεννούσαν τα συγκροτήματα! Είχε πάρα πολλά συγκροτήματα. Γεννούσαν τα συγκροτήματα! Έβγαινε πληθώρα δίσκων. Κι εμείς, νομίζω, είχαμε αλλάξει τα μουσικά ακούσματα της Θεσσαλονίκης. Είχαμε αλλάξει. Τότε ήτανε το new wave, ήταν το garage, ήταν η αυστραλέζικη σκηνή, η αμερικάνικη σκηνή, η εγγλέζικη σκηνή! Βγαίνανε συνεχώς συγκροτήματα. Οπότε, ήμασταν πρωτοπόροι. Αγοράζαμε… Με το που βγαίναν τα βινύλια κατευθείαν τα αγοράζαμε εισαγωγής και τα παίζαμε… απ’ τους πρώτους που τα παίζαμε κι ενημερωνόταν ο κόσμος.
Άρα, το μπαρ είχε κι αυτό το ρόλο, το να εκπαιδεύσει τον κόσμο σε μία εποχή που δεν είχε άμεση πρόσβαση/
Αρχικά. Μετά, όμως, ο κόσμος από μόνος του, τα βρήκε από μόνος του. Ερχόταν μετά εδώ, στα δισκάδικα, αγόραζε, ενημερωνότανε. Γεννιόταν μπάντες που παίζανε κομμάτια απ’ αυτά τα συγκροτήματα κτλ., αυτό το είδος μουσικής και… Απλά εμείς ήμασταν πάρα πάρα πολύ ενημερωμένοι. Εξάλλου, τα δύο μαγαζιά που 'κεινη την περίοδο παίζαν μουσική κι ήταν πολύ ενημερωμένοι —καθότι κι ο Θόδωρος είναι απ’ τους μεγαλύτερες συλλέκτες βινυλίων, ο Θόδωρος που 'χει το Berlin— εμείς και το Berlin ήμασταν που παίζαμε αυτές τις μουσικές εκείνη την περίοδο.
Πολύ ενδιαφέρον. Και για να έρθουμε, λίγο, στον κόσμο, πόσος κόσμος περνούσε γενικά απ’ το μαγαζί;
Το μαγαζί κάθε μέρα ήτανε πίτα! Δεν έπεφτε καρφίτσα. Δεν υπήρχε μέρα που «Αα, σήμερα είναι καθημερινή, δεν θα έχει κόσμο». Τις ημέρες που το θυμάμαι χωρίς κόσμο ήτανε είτε γιατί είχε χιονίσει και δεν μπορούσανε να έρθουνε, είτε γιατί έριχνε καρέκλες και δεν μπορούσαν να 'ρθει πολύ κόσμος. Δεν υπήρχε. Είχε... Ήτανε σπασμένο την περίοδο που γράφαν οι φοιτητές εξετάσεις.
Κατάλαβα. Άρα, εφτά στα εφτά κόσμος.
Εφτά στα εφτά! Μόνο την περίοδο των εξετάσεων των φοιτητών και λίγο πριν το καλοκαίρι που άρχιζε η ζέστη και το κλείναμε για τρεις μήνες. Δυόμιση μήνες το καλοκαίρι το κλείναμε. Οπότε, εκεί πέρα ήτανε που δεν είχε κόσμο.
Ο κόσμος ξόδευε γενικά χρήματα;
Ξόδευε, ξόδευε! Ο κόσμος τότε ξόδευε. Ήταν η κραταιά εποχή του ΠΑΣΟΚ, που μετά το ’87 είχαν διπλασιαστεί οι μισθοί. Ξοδεύαν οι πάντες εκείνη την περίοδο! Ξοδεύαν οι πάντες.
Και κάνατε και πάρτι;
Πάρτι… Εκεί τα πάρτι γίνονταν από μόνα τους. Δεν κάναμε οργανωμένα πάρτι. Από μόνα τους εξελισσότανε, κάποια νύχτα εξελισσόταν σε πάρτι. Οργανωμένο πάρτι, να πούμε, δεν θυμάμαι να κάναμε πολλά. Ελάχιστα οργανωμένα πάρτι κάναμε κι αυτά προς το τέλος, πριν το κλείσιμο. Δεν κάναμε την περίοδο από το ’86, ’87 μέχρι το 2005, ας πούμε περίπου, ’06. Δεν κάναμε πάρτι. Ελάχιστα πάρτι κάναμε. Event θα το 'λεγα, ότι κάναμε κάποια event, αλλά πάρτι-πάρτι με την έννοια «Έχουμε πάρτι σήμερα για να μαζέψουμε κόσμο» όχι. Μόνη της εξελισσόταν η βραδιά σε πάρτι. Κάθε βραδιά μπορεί να είχε εξελιχθεί σε πάρτι εκείνη την περίοδο.
Κάποιες ιδιαίτερες φάσεις που να έπαιξαν θυμάστε;
Φάσεις που να έχουνε μείνει στο μυαλό μου; Ιστορίες, ας πούμε. Ας πούμε μια μικρή ιστορία: ένα φεγγάρι είχε παιχτεί η ταινία… το Barfly με το Μίκυ Ρουρκ, με τη ζωή του Μπουκόφσκι, όπου έδειχνε τον Μπουκόφσκι που έπινε, έκανε φασαρίες κτλ. Έρχεται ένας τύπος που πήγε είδε την ταινία, έχει σουρώσει κιόλα. Του λέω: «Κάτσε φρόνιμα!». Πάει στην τουαλέτα μέσα. Αργεί. Κάποια στιγμή λέω: «Τι κάνει μες στην τουαλέτα αυτός;». Πηγαίνω μες στην τουαλέτα και έχει πάρει το χαρτί υγείας κι έχει φτιάξει με το χαρτί υγείας σ’ όλη την τουαλέτα και στον προθάλαμο έναν ιστό αράχνης! Έπρεπε να 'χουμε κινητά τότε να το τραβήξω φωτογραφία. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Και λέω, βγαίνω έξω, του λέω: «Τώρα τι θες; Να σε δείρω; Δεν θα σε δείρω», του λέω, «γιατί ξέρω ότι πήγες είδες την ταινία και θες να φας ξύλο σαν το Μπουκόφσκι!». Και δεν τον έδειρα ποτέ. Δεν έγινε τίποτα. Προσπάθησα να τον ηρεμήσουμε. Σ’ εμάς δεν γινόταν πολλές φασαρίες. Εμείς με τα λόγια κοιτούσαμε να ισορροπήσουμε το μαγαζί. Και τα καταφέραμε. Τα καταφέραμε. Τι άλλο να σου πω; Να σου πω ιστορίες από συγκροτήματα που ερχόταν εκεί μέσα;
Θα 'ρθουμε και σ’ αυτό. Μήπως θα 'χε νόημα, όμως, να μας πείτε λίγο και για το κομμάτι το ερωτικό; Ο κόσμος, δηλαδή, εκεί πέρα ήταν πιο απελευθερωμένος;
Ο κόσμος ήταν πιο ελευθερωμένος. Να μην μιλήσουμε για το ερωτικό κομμάτι. Εκεί πέρα ο κόσμος ήταν πολύ απελευθερωμένος εκείνη την περίοδο! Φλερτάριζε ο κόσμος, και οι άνδρες κι οι γυναίκες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ήτανε ότι η Θεσσαλονίκη, επειδή έχει στέκια, είναι μικρή, έχει κέντρο —η Θεσσαλονίκη έχει κέντρο—, και άνδρες και γυναίκες κατεβαίνουνε μόνοι τους και μπορούν να βρούνε παρέα. Ερχόταν πάρα πολλές κοπέλες μόνες τους και βρίσκαν εκεί είτε την παρέα τους, είτε άλλη παρέα. Ήτανε φοβερό! Και φλερτάριζε ο κόσμος! Φλερτάριζε. Γινότανε ζευγαρώματα.
Παιχνίδι.
Παιχνίδι! Γινόταν παιχνίδι. Γινόταν πολύ παιχνίδι.
Καμία σχέση με τώρα.
Καμία σχέση με τώρα! Καμία σχέση —κι όχι λόγω κορωνοϊού! Όχι λόγω κορωνοϊού. Τώρα διανύουμε την εποχή της μοναξιάς. Σήμερα πατεράδες που 'χουνε κόρες στεναχωριούνται γιατί δεν θα βρει η κόρη τους άντρα, ας πούμε. Ή γίνεται το άλλο φοβερό που βλέπω στα μπαράκια: Μια κοπέλα μού 'λεγε καθότανε και την κοίταζε «σ’ ένα μπαράκι που ήμουνα κάποιος τύπος». Και της λέει κάποια στιγμή, αφού πέρασε αρκετή ώρα, της λέει: «Φεύγω», της λέει, «αφού δεν ήρθες να μου μιλήσεις… Αα, φεύγω». Η κοπέλα έπαθε πλάκα. Τότε ήτανε κυνηγοί οι άντρες. Ήτανε κυνηγοί. Στα μπαράκια όσοι θέλανε να ζευγαρώσουνε και να φύγουν με μία κοπέλα δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνουν εκείνη την περίοδο.
Ντάξει, άλλοι ρόλοι, τελείως άλλες συνθήκες γενικά, νομίζω.
Ήταν άλλες οι συνθήκες. Ήταν άλλες οι συνθήκες. Τώρα το λέω εγώ η εποχή της μοναξιάς.
Θυμάμαι πάλι off the record μου είχατε πει τις προάλλες ότι σας έκανε εντύπωση όταν ήρθε η rave μόδα.
Η rave μόδα αυτό ακριβώς ήτανε. Ήτανε αυτό ακριβώς! Μα η κάθε μόδα έρχεται ανάλογα με το πώς είναι η εποχή εκείνη την περίοδο. Όλο εκείνο το beat που εμάς μας ξένιζε απίστευτα και χτυπιόταν όλοι οι δεκαοχτάρηδες μέχρι είκοσι πέντε —κυρίως, κυρίως— είχε να κάνει με την εποχή. Εγώ στην αρχή δεν το καταλάβαινα. Γιατί έβλεπες στη σειρά στημένοι σαν στρατιωτάκια, να χτυπιούνται ένας ή δύο DJ πάνω στο πάλκο κι εκεί να χτυπιούνται. Το ίδιο και στα μαγαζιά. Το ίδιο και στα μαγαζιά. [00:30:00]Χτυπιόταν ανελέητα. Μπορεί να χτυπιούνται οχτώ ώρες!
Χωρίς, όμως, να έρχονται ο ένας απέναντι με τον άλλον, ε;
Ναι! Ναι. Ο ένας δίπλα στον άλλον, κοιτούσαν τους DJ και χορεύανε. Εξίσου μου 'κανε εντύπωση τότε, εκείνη την εποχή: έκανα πολύ λίγα πάρτι rave, για διάφορους λόγους, εκείνη την περίοδο. Και στο Λούκυ Λουκ παίζαμε ελάχιστη ώρα rave. Δηλαδή, μπορούσαμε να παίξουμε μία ώρα το πολύ κάποια στιγμή. Δεν παίζαμε παραπάνω. Ντάξει, το βάλαμε στο πρόγραμμά μας. Το βάλαμε μες στο πρόγραμμά μας, αλλά… Ακολουθήσαμε τη ροή της μουσικής, αλλά —όχι μία ώρα, 'ντάξει, μπορεί να παίξαμε, αν ο κόσμος θέλει, μπορεί να παίζαμε και λίγο παραπάνω— δεν γίναμε ποτέ ένα rave μαγαζί, ας πούμε. Ποτέ. Ήμασταν πάντα ένα rock μπαρ το οποίο ήμασταν ενημερωμένο και μπορούσαμε με τους κατάλληλους DJ να μπαίνουμε μέσα στη μουσική και στα θέλω των θαμώνων μας, ας πούμε.
Και νομίζω πήγατε —σας έκανε κάτι εντύπωση ή δεν κατάλαβα εγώ καλά;
Με τι;
Με τη rave κάτι.
Με τη rave αυτό που μου 'κανε εντύπωση είναι ότι ο κόσμος ήτανε αποξενωμένος. Δεν ήτανε… Αυτό που σου 'πα και πριν, ότι δεν ήταν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, να φλερτάρουνε. Εμείς χορεύαμε τότε, αγκαλιαζόμασταν, βάζαμε χέρι ο ένας στον άλλον εκεί, την κοπέλα κτλ., κοιτούσαμε να έρθουμε όσο πιο κοντά γίνεται, ας πούμε. Ενώ αυτοί ήταν απόμακροι, δίπλα-δίπλα. Ούτε καν το χεράκι. Παρατηρούσα να δω, τους πιάνουν το χέρι ή κάθονται έτσι; Στα χαμένα! Και χορεύανε. Εκστασιαζότανε μόνο με το beat. Έμπαινε το beat μες στις φλέβες του και γινόταν άλλοι άνθρωποι, ας πούμε.
Αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Και για να έρθουμε και στους μουσικούς που είπατε, πάρα πολλοί μουσικοί, και Έλληνες και ξένοι. Έχω σημειώσει κι εδώ και ονόματα.
Λοιπόν, εδώ θα σου πω εγώ. Από ονόματα από ξένους που ήρθαν… Καταρχάς, να σου πω ότι το μαγαζί μάς βοήθησε πάρα πολύ ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος όταν το πήραμε. Τότε ο Παύλος Σιδηρόπουλος έπαιζε με τη Σπυριδούλα στη Σελήνη, ένα θρυλικό μαγαζί που έκανε και live. Αλλά, τα live τελειώναν. Έντεκα-εντεκάμιση η ώρα τελειώνανε. Οπότε, αυτοί μετά ερχόταν μαζί με τους μουσικούς του εκεί, όπου ήταν στο μαγαζί μου και οι Blues Wire και διάφοροι άλλοι μουσικοί, και παίζανε DJ set. Κι έτσι γνωριστήκαμε. Ο κόσμος που ήξερε ότι είναι εκεί όλοι αυτοί και το 'χουνε στέκι εκεί το μαγαζί άρχισε σιγά-σιγά να το μαθαίνει όλο και περισσότερο και σιγά-σιγά ερχόταν όλο και πιο πολλοί. Επίσης, να σου πω ότι ήτανε και στέκι των Αριστερών συσπειρώσεων τότε, όπου είχανε κάνει κατάληψη τότε σ’ ένα κτίριο στην Παραλία και ερχόταν όλοι εκεί, το είχαν στέκι. Είχα βρει DJs από 'κει, σερβιτόρους, μπάρμαν από 'κει πέρα. Και όταν ακούστηκε ότι ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν κάθε βράδυ στο μαγαζί κι οι Blues Wire —εκτός απ’ το να παίζουνε μερικές φορές με κιθάρες και τέτοια— κάναν και DJ set κι είχαν γίνει όλοι μία παρέα, είχε γίνει μεγάλος ντόρος και γέμισε το μαγαζί. Εκτός, όμως, απ’ το Σιδηρόπουλο, από Έλληνες είχαν έρθει οι Σπυριδούλα, είχε έρθει ο Βλάσης ο Μπονάτσος, που 'τανε πολύ γνωστός εκείνη την περίοδο, οι Πυξ Λαξ, Κατσιμιχαίοι, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Τζίμης ο Πανούσης, οι Τρύπες, που ερχότανε εκεί, τα Ξύλινα Σπαθιά, οι Mikro, Μπλε, τα Μωρά στη Φωτιά, οι Mushrooms, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Παπάζογλου, ο Ρασούλης. Μέχρι και η Πάολα ίχε περάσει, που 'τανε ροκού όταν ήτανε πιτσιρίκα, από το Λούκυ Λουκ! Να το πούμε κι αυτό. Και πολλοί ηθοποιοί είχανε περάσει από 'κει πέρα. Και πάρα πολλοί ηθοποιοί που ερχότανε. Μετά τις παραστάσεις που κάνανε ερχόταν από 'κει πέρα να πιουνε το ποτό τους.
Θυμάστε ονόματα κι απ’ αυτούς;
Ελάχιστα ονόματα. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Έχω πληθώρα ονομάτων. Δεν μπορώ να θυμηθώ πάρα πολλούς. Θυμάμαι τον Καζάκο. Θυμάμαι τον Τζώρτζογλου. Θυμάμαι… θυμάμαι… Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλούς ηθοποιούς.
Κι από ξένους;
Ξένους! Ξένους… ξένοι κι αν έχουν έρθει. Οι Wipers, που ήταν αγαπημένοι μας και τους παίζαμε. Ήθελαν να δουν το μαγαζί, όταν ερχόταν και κάνανε συναυλίες, από ποιο μαγαζί τούς έμαθε ο κόσμος. Wipers, Gun Glub, Cramps, Inspiral Carpets, Creeps, Madrugada —οι Madrugada πριν γίνουν τόσο μεγάλο όνομα—, οι New Chists, οι Puressence, οι Green on Red, ο James Taylor, οι EMF, Godfathers, Nomads, Naked Prey, Dr. Feelgood. Πάρα πολλά ονόματα. Και επίσης κάναμε και πολλά DJ set εμείς με κάποια πολύ μεγάλα ονόματα όπως ήτανε ο Aziz, o κιθαρίστας των Stone Roses, που ήρθε στα γενέθλια του Λούκυ Λουκ. Στα γενέθλια του Λούκυ Λουκ συνήθως γινότανε αυτά τα DJ set, ας πούμε. Προσφορά στους θαμώνες του μαγαζιού. Ο Andy Rourke και ο Mick Joyce των Smiths. Ο Clint Boon των Inspiral Carpets. Και κάποια στιγμή το 1989, όταν ο συνεταίρος μου είχε φτιάξει γραφείο και έφερε τους Fuzztones, ήρθαν οι Fuzztones. Μετά τη συναυλία σκάσαν μύτη στο μαγαζί και τρελάθηκαν! Μας είπαν τόσα χρόνια δεν είχαν ακούσει τέτοια μουσική που παίζαμε εκεί πέρα μέσα, ας πούμε! Κατάλαβες; Και ανέβηκαν στα σταντ και χόρευαν τα δικά τους σε στυλ 60s κτλ., ας πούμε. Είχε γίνει χαμός! Όλοι την άλλη μέρα, όλοι για αυτό μιλούσανε, ας πούμε! Ή μια άλλη φορά από τους Cramps είχε σκάσει με γόβες και γούνα και τετράγωνα γυαλιά, αυτός από τους Cramps, ο τραγουδιστής. Λοιπόν… Και παθαίνουν πλάκα! Ξαφνικά να βλέπουν τον τραγουδιστή των Cramps, ας πούμε, στο Λούκυ Λουκ! Παθαίνει πλάκα ο άλλος, σου λέει: «Τι γίνεται εδώ;», ας πούμε. Είχαν γίνει διάφορα κουφά, έτσι, και κρυφά σκηνικά, ας πούμε, μέσα στο μαγαζί.
Με άλλους απ’ αυτούς μουσικούς κάτι που να θυμάστε;
Όχι, όχι, δεν μπορώ τώρα να 'χω. Θυμάμαι όμως την περίοδο —μία άλλη να σου πω, μία άλλη περίοδο;— Παπαθεμελή, που κλείναν δύο η ώρα τα μαγαζιά τότε. Όπως τώρα μάς κλείνουν δώδεκα η ώρα που είμαστε στην περίοδο κορωνοϊού, θυμάμαι την περίοδο Παπαθεμελή. Ξαφνικά μάς κλείνουν δύο η ώρα. Είχε γίνει ένα φοβερό σκηνικό όπου… Δεν έφευγε ο κόσμος, ρε παιδί μου! Κλείναμε τη μουσική και ο κόσμος έμενε μες στο μαγαζί. Με κλειστή τη μουσική! Βγαίναν οι σερβιτόροι, αρχίζαν να σκουπίζουνε το μαγαζί για να τους κάνουμε να φύγουνε. Εγώ έβαζα μπίρες μέσα. Οπότε, με φωνάζει κάποιος κύριος: «Φίλε, φίλε». Και επειδή, όταν το ψυγείο είναι άδειο, με διαφορά στη θερμοκρασία βάζοντας τη μπίρα μέσα στο ψυγείο, πολλές φορές η μπίρα έσκαγε.
Ναι.
Και σηκώνομαι εγώ με μία μπίρα στο χέρι, με σπασμένο μπουκάλι, έτσι, που έσκασε η μπίρα μες στο ψυγείο κι είναι ένας αστυνομικός, ο οποίος τρομάζει! «Τι γίνεται; Τι θα μου κάνεις;», λέει. «Συγγνώμη!», λέω. Ήρθε να μου πει να κλείσω το μαγαζί. Εγώ δεν ήξερα ποιος είναι, όμως. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος θαμώνας. Και σηκώνομαι πάνω με τη μπίρα στο χέρι. Ήταν έτοιμος να τραβήξει πιστόλι! Σου λέει: «Τι; Θα με καρφώσει το μπουκάλι;». «Τελειώνετε, τελειώνετε!», λέει. «Μα», λέω, «το ψυγείο γεμίζω». «Τελειώνετε, τελειώνετε». Μετά μάς έπιασε ένα νευρικό γέλιο κι αυτόνα κι εμένα, όπου γελούσε όλο το μαγαζί, ας πούμε, με το όλο σκηνικό, ας πούμε.
Δεν κράτησε πολύ αυτό.
Αυτό δευτερόλεπτα. Αυτό… Ααα, το δύο η ώρα;
Ναι, ναι.
Το δύο η ώρα κράτησε… Όσο κράτησε… Θα σου πω. Εμείς αρχίσαμε και γινόμασταν after μαγαζί. Δηλαδή, δύο η ώρα κλειδώναμε την πόρτα. Είχαμε πορτιέρη στο μαγαζί. Κοιτούσε αν ερχότανε να… Αν έβλεπε περιπολικό να έρχεται από μακριά, έκλεινε τη μουσική κι άκρα του τάφου σιωπή μέσα μέχρι να φύγει το περιπολικό! Έφευγε το περιπολικό, ξανανοίγαμε τη μoυσική! Έτσι κάναμε. Είχαμε γίνει εμείς και το Berlin, Λούκυ Λουκ και Berlin, τα δύο after μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο. Πολύ άγχος, βέβαια, να είσαι στημένος εκεί πέρα, κάποιος να παρακολουθεί αν έρθει, όχι τώρα θα μας πιάσουν, όχι τώρα θα μας παν αυτόφωρο κτλ. —γιατί, πήγαινε αυτόφωρο όλη αυτή η ιστορία. Όμως, το μαγαζί συνέχισε να πάει και πήγαινε μέχρι το πρωί κι ερχότανε. Όχι ότι δεν το ήξερε η Αστυνομία, αλλά δεν προκαλούσαμε, ας πούμε. Δεν διαμαρτυρόταν οι γείτονες, είχαμε πάρα πολύ καλή μόνωση. Δεν κάναν φασαρίες. Βγαίναν σιγά-σιγά έξω. Είχαμε αρκετά μόνωση. Δηλαδή, έκλεινε μία πόρτα για να ανοίξει μία άλλη για να βγουν έξω. Οπότε, δεν γινότανε σασιρμάς που λένε.
Ήταν εύκολο να κλείσετε αυτά τα ονόματα τα ξένα, τα μεγάλα, για να έρθουν;
Κοίταξε, αυτά εδώ… Δεν πήγαμε ακόμα σ’ αυτό το κομμάτι. Για μένα… Για να έρθουν εκεί να παίξουν DJ set, ας πούμε, ή σαν επισκέπτες;
Για τα DJ set.
Για DJ ήταν σχετικά εύκολο, γιατί και εγώ είχα φέρει πολλά ονόματα στον Μύλο εκείνη την περίοδο, που είχα και Μύλο και Λούκυ Λουκ. Μπορούμε να τα πούμε παρακάτω. Και συγχρόνως ο συνεταίρος μου έκανε κάποιες συναυλίες. Είχε γραφείο καλλιτεχνικό όπου έφερνε και ξένα ονόματα. Και από το εξωτερικό έκανε κάποιες συναυλίες. Είχαμε έρθει σε επαφή. Ξέραμε όλη τη διαδικασία πώς μπορούμε να έρθουμε σε επαφή μαζί τους και να τους φέρουμε, ας πούμε. Δεν ήταν δύσκολο για 'μας. Παρόλα αυτά, ήμασταν πρωτοπόροι. Εμείς φέραμε μόνο τέτοια ονόματα εκείνη την περίοδο για να κάνουνε DJ set. Και μάλιστα κάποια στιγμή θέλαμε να φέρουμε και τον κιθαρίστα των Oasis, ας πούμε, εκείνα τα… Είχαμε μιλήσει για να έρθει να παίξει, αλλά κάπου στράβωσε η δουλειά. Δεν έγινε.
Κρίμα.
Ντάξει.
Τι πιστεύετε ότι έμεινε περισσότερο από την ιστορία αυτού του μαγαζιού; Γιατί να πούμε, κιόλας, ότι έκλεισε το 2017.
’17, το ’17. Τι έμεινε; Έμεινε η πιο θετική αύρα που έχει μεγαλώσει γενιές φοιτητών. [00:40:00]Έχουνε μείνει τα ανέμελα φοιτητικά χρόνια που περάσανε μέσα στο Λούκυ Λουκ. Όταν έκλεισε ήτανε όλοι αυτοί οι φοιτητές. Μεγάλωσε γενιές φοιτητών. Κι όχι μόνο αυτό. Να πούμε ότι ήταν κι ένα ΙΕΚ το Λούκυ Λουκ. Δηλαδή, πάρα πολλοί εργαζόμενοι που περάσαν από 'κει μετέπειτα κάνανε δικά τους μαγαζιά, ας πούμε. Εκπαιδεύτηκαν εκεί πέρα και κάνανε δικά τους μαγαζιά. Λοιπόν, όταν έκλεισε ερχότανε γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, όλοι αυτοί που σπουδάζαν εδώ, και από άλλες πόλεις ακόμη, που ακούσαν ότι κλείνει και ήρθανε. Όλοι αυτοί, όταν μιλάνε για τα φοιτητικά τους χρόνια, μιλάνε για το Λούκυ Λουκ. Όλοι αυτοί που ακόμα κι απ’ τη Θεσσαλονίκη που ήτανε μιλάνε για το Λούκυ Λουκ και το πόσο ωραία περάσανε εκεί πέρα μέσα· πώς εκεί πέρα ανοίξανε οι μουσικοί τους ορίζοντες· πώς από 'κει πέρα γνωρίσανε διάφορες μουσικάρες, διάφορους καλλιτέχνες. Είχαν γίνει πάρα πολλές ιστορίες. Πάρα πολλές ιστορίες εκεί πέρα μέσα! Θυμάμαι ένα σκηνικό που δεν θέλω να την πω, την ιστορία με τη Ματσούκα και τον Τζίμη τον Πανούση, ας πούμε, εκεί πέρα μέσα, που ο κόσμος περπατούσε στο δρόμο και το συζητούσαν την επόμενη μέρα, ας πούμε. Ή όταν περάσαν διάφοροι καλλιτέχνες την άλλη μέρα ήταν θέμα συζήτησης παντού. Μπορεί να μην υπήρχαν κινητά, αλλά μαθευότανε σε χρόνο ρεκόρ όταν ερχόταν κάποιος στο μαγαζί. Και γινότανε προσκύνημα! Τίγκα, μέσα-έξω! Να μπούνε να τους δούνε. Μέσα-έξω. Αυτό ήτανε απίστευτο. Και γινόταν και event! Να σου πω εγώ event. Πάω μια μέρα που χιονίζει και δεν έχει καθόλου κόσμο. Χιονίζει! Είχε αρχίσει και το στρώνει πολύ, πολύ χιόνι. Και μπαίνω μέσα κι ήτανε καμιά δεκαπενταριά άτομα όλα κι όλα. Κι όπως μπαίνω μέσα έχω φτιάξει καμιά δεκαριά μπάλες εκεί πέρα μέσα κι αρχίζω και ρίχνω στον κόσμο επάνω, στους θαμώνες. Και να γίνει χαμός μες στο μαγαζί, να γίνει… Και για πότε μαθεύτηκε! Κι έγινε εκεί πέρα μέσα του Κουτρούλη ο γάμος! Δηλαδή, να έχουν έρθει και διάφοροι άλλοι που μαθεύτηκε, να 'ρχονται και να παίζουν χιονοπόλεμο! Και κάτω είχε γεμίσει νερά από λιωμένο χιόνι, ας πούμε. Μέσα-έξω να παίζουμε χιονοπόλεμο! Ξαφνικά μαζεύτηκαν πενήντα άτομα να παίζουνε χιονοπόλεμο. Είναι φοβερό, ας πούμε! Δηλαδή… Όταν κλείναμε, στο κλείσιμο της σεζόν, γινόταν τα απίστευτα μπουγελώματα! Το μόνο που κοιτούσαμε… Σκεπάζαμε με μία σακούλα την ταμειακή μηχανή και μία άλλη σακούλα τα μηχανήματα του ήχου, τα πικάπ, ας πούμε, κτλ. Γιατί γινόταν το απίστευτο μπουγέλωμα! Όλοι φεύγαμε εφτά το πρωί μες στα νερά, μούσκεμα από 'κει πέρα μέσα! Είχε νερό μέχρι τη φτέρνα κάτω.
Πολύ ανέμελα.
Ήτανε πολύ ωραία. Ήτανε πολύ ωραία. Σταμάτησε… Άρχισε να σπάει το Λούκυ Λουκ από κόσμο όταν… Περίπου εκεί… Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά. Γύρω στο ’06, στο ’07, το 2006, ’07, όταν άρχισε να ανοίγει η Βαλαωρίτου εκεί πέρα, που τα —Χριστούγεννα του ’07 πρέπει να 'τανε… Όχι, μπορεί να 'ταν και παραπάνω. Μπορεί να 'τανε και πιο μετά. Μπορεί να 'ταν και πιο μετά. Μπορεί να 'τανε το ’09 ή το ’10, όπου άρχισε να ανοίγει η Βαλαωρίτου. Δεν κρατούσα τις χρονιές, γιατί έτρεχε τόσο γρήγορα ο χρόνος —έκανα πάρα πολλά πράγματα—, τόσο γρήγορα ο χρόνος που μου ξεφεύγουν οι χρονιές. Δηλαδή, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ο χρόνος για μένα. Δηλαδή, έφτιαχνα συνέχεια πράγματα και δεν μου 'φτανε ο χρόνος ποτέ. Οπότε, δεν μπορώ να θυμάμαι με ακρίβεια τις χρονολογίες, θα με συγχωρέσεις. Αλλά, τότε ξαφνικά ανοίξαν δεκαπέντε μαγαζιά στη Βαλαωρίτου. Στην αρχή νόμιζα ότι είχε κάποια live και δεν είχε τόσο. Έσπασε σταδιακά, όμως. Δεν έσπασε απότομα. Σταδιακά έσπαζε η δουλειά.
Και σίγουρα ήρθε και η κρίση μετά.
Η κρίση, ναι. Ήρθε και η κρίση. Ήτανε και η κρίση. Οπότε, κάποια στιγμή ήταν επόμενο ότι θα… Εγώ επέμενα να το πουλήσουμε. Ο συνεταίρος μου ήθελε να το κρατήσει. Κάποια στιγμή σχεδόν το χαρίσαμε σε κάποια παιδιά.
Και κράτησε για κάποια χρόνια μέχρι που έκλεισε.
Να πω σε αυτό το σημείο ότι ο πιο σημαντικός μου συνεργάτης ήταν ο αδερφός μου μέχρι την περίοδο του 1991 που ξεκινήσαμε το Μύλο και ήτανε συνεταίρος μου πλέον εκεί πέρα, ο Γιώργος ο Καϊσούδης.
Θα 'ρθουμε και στο Μύλο απλά, ολοκληρώνοντας αυτή την ενότητα, μπορείτε μήπως να μας πείτε τι ατμόσφαιρα επικρατούσε τότε γενικά στην Προξένου Κορομηλά;
Ααα, αυτό θα σας το πω οπωσδήποτε! Θα σας το πω οπωσδήποτε! Η Προξένου Κορομηλά ήταν ένας δρόμος που αν έριχνες καρφίτσα δεν έπεφτε κάτω. Όλη η ζωή της πόλης γινότανε το χειμώνα στην Προξένου Κορομηλά και το καλοκαίρι στο Ντορέ, που κλείναν τα μαγαζιά τα χειμωνιάτικα. Μιλάμε ότι απ’ το Λούκυ Λουκ, που ήταν το τέλος της Κορομηλά, μέχρι την αρχή της Κορομηλά γινότανε χαμός! Ήτανε γεμάτο μπαράκια κι ο κόσμος ήτανε πάνω-κάτω εκεί! Εκεί. Εκεί ήταν όλη η νυχτερινή ζωή της πόλης όσον αφορά τα μαγαζιά. Αυτό επικρατούσε. Δηλαδή, εδώ έφτανε στο Αχίλλειο που ερχότανε από το… στο Αχίλλειο, που είναι τώρα τα μαγαζιά κτλ.· Χρυσοστόμου Σμύρνης που ήτανε το Berlin και διάφορα άλλα μαγαζιά· πιο κάτω στον άλλο κάθετο δρόμο ήτανε γεμάτο μαγαζιά, γεμάτο! Δηλαδή, μπορεί να είχε και είκοσι πέντε μαγαζιά εκεί πέρα μαζεμένα σ’ όλο το δρόμο. Ήταν αρκετά για την εποχή. Μην κοιτάς τώρα που ανά δέκα μέτρα υπάρχει μαγαζί, μπαράκι, καφέ κτλ. Τότε ήταν πολλά τα μαγαζιά για εκείνη την περίοδο [Δ.Α.].
Και άλλαξε και χαρακτήρα, έτσι; Ο δρόμος.
Ο δρόμος άλλαξε χαρακτήρα όταν άρχισαν να κατεβαίνουνε τα μεγάλα ονόματα, όταν άρχισαν να κατεβαίνουνε μεγάλα ονόματα από εταιρείες brand name, ρούχων κυρίως ή από τσάντες ή από παπούτσια ή από οτιδήποτε άλλο, όταν μεγάλα ονόματα άρχισαν να ανοίγουν μαγαζιά εκεί πέρα κι άρχισε να αλλάζει η φυσιογνωμία του δρόμου, ας πούμε, η μορφή του δρόμου. Σιγά-σιγά ανοίγαν αυτά, κλείναν τα μπαράκια σιγά-σιγά. Οπότε, η Προξένου Κορομηλά έγινε ένας in εμπορικός δρόμος για μια δεκαετία τουλάχιστον, ίσως και δεκαπενταετία.
Κατάλαβα. Και ερχόμενοι, λοιπόν, στο Μύλο, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις δημιουργήθηκε;
Να σου πω πιο πριν ότι αρχικά υπήρχε ένα μαγαζί πριν το Μύλο που λεγόταν Παραρλάμα, το οποίο ήταν να το κάνουμε μαζί με το συνεταίρο μου, που στην πορεία δεν το κάναμε μαζί. Ενώ είχα το Λούκυ Λουκ συζητούσαμε να κάνουμε ένα live, χώρο με live. Δεν το κάναμε γιατί είχα πάρα πάρα πολλή δουλειά εγώ. Πάρα πολλή δουλειά. Και κάποια στιγμή θυμάμαι και το σημείο που τον φώναξα και του είπα ότι δεν μπορώ να συμμετέχω σ’ αυτό το εγχείρημα, γιατί δεν έχω χρόνο. Και το έκανε με το Γιώργο τον Τσακαλίδη, που είχε το Μπίμποπ και μετά την Άνω-Κάτω Records που έκανε, τη δισκογραφική. Στην πορεία, όμως, αρχίσαμε και ψάχναμε να κάνουμε κάποιο χώρο. Και είχαμε βρει όλους τους χώρους που μετέπειτα έγιναν μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη. Κάθε σαββατοκύριακο βγαίναμε και ψάχναμε. Ή Σάββατο ή Κυριακή βγαίναμε, παρόλο που ήμασταν ξενύχτηδες. Βγαίναμε και ψάχναμε χώρο. Μέχρι που κάποια στιγμή —δηλαδή, όποιος έβρισκε ένα χώρο φώναζε τον άλλον να το δει. Μέχρι που βρήκαμε το Μύλο και αρχίσαμε να σχεδιάζουμε εκεί πέρα. «Εδώ θα κάνουμε» —που ήταν το χημείο του Μύλου—, είπαμε θα το κάνουμε ουζερί, το χημείο. Εκεί που ήταν η ζυγαριά, όπως μπαίνεις αριστερά, που το είχαμε το περίπτερο και πληροφορίες, το κάναμε περίπτερο. Ξηλώσαμε τη ζυγαριά που έπαιρναν τα απόβαρα από τα φορτηγά με τα στάρια και τα άλευρα και το φτιάξαμε εκεί πέρα, την είσοδο. Κρατήσαμε τη μορφή την εργοστασιακή μέσα στο χώρο. Σεβαστήκαμε απόλυτα το χώρο. Και φτιάξαμε το καφέ, φτιάξαμε μετά τον… Αρχικά έγινε… Σε πρώτη φάση ανοίξαμε το καφέ και το μπαρ, γιατί ο κόσμος ήταν έξω, τον Ιούνιο, αρχές Ιουνίου του ’91. Ο Μύλος κράτησε… Έκανε σχεδόν ένα χρόνο για να φτιαχτεί και σταδιακά άνοιγαν τα μαγαζιά. Ανοίξαμε τα δύο αυτά. Περίπου στον Αύγουστο ανοίξαμε το ουζερί. Το χειμώνα ανοίξαμε το κλαμπ. Ανοίξαμε συγχρόνως και τη γκαλερί με δύο ονόματα. Τότε θυμάμαι πρώτη έκθεση ήταν με το Δημήτρη τον Ξόνογλου, —καταπληκτικός καλλιτέχνης— και με την Έλλη τη Χρυσίδου, που διετέλεσε και αρκετά χρόνια αντιδήμαρχος Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν… Και μετέπειτα ανοίξαμε τους υπόλοιπους χώρους. Δηλαδή, ανοίξαμε το πέτρινο που κάναμε live αρχικά, αλλά μετά κάναμε το πρώτο ελληνάδικο στη Θεσσαλονίκη και μετά έπαιζε εκεί ο Χρήστος Μητρέντζης με παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα, όπου γινότανε από την ημέρα που ξεκίνησε μέχρι την ημέρα που σταμάτησε, γινότανε χαμός. Ήτανε πίτα. Ανοίξαμε ένα χώρο μικρό, πάνω, όταν άνοιξε η αποθήκη —ο τεράστιος χώρος που παίξαν πολύ μεγάλα ελληνικά ονόματα πάνω. Δεν ξέρω αν θέλεις να αναφέρουμε μερικά: από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Δημήτρης Μητροπάνος, Πυξ Λαξ, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Κατσιμιχαίοι. Όλο το έντεχνο κυρίως ρεπερτόριο. Διονύσης Σαββόπουλος, Δεληβοριάς. Όλο, τα πάντα, ό,τι κυκλοφορούσε. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Δεν ξέρω ποιους να αναφέρω που δεν μπήκανε, ας πούμε, που δεν περάσαν από 'κει πέρα μέσα. Και δίπλα σ’ αυτό είχαμε ένα μικρό χώρο που το λέγαμε Δωμάτιο, γιατί ήταν σαν δωμάτιο, το οποίο κάναμε εκεί πολύ μικρές παραστάσεις μουσικές, πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Τελείωνε κυρίως, συνήθως νωρίς. Δηλαδή, έντεκα η ώρα το πολύ τελείωνε. Και μετά βάλαμε και… Πήραμε, αγοράσαμε και[00:50:00] κάτι καρέκλες κινηματογράφου, το κάναμε αμφιθεατρικό το μικρό δωματιάκι, περίπου για πενήντα-εξήντα άτομα, και κάναμε μικρές θεατρικές παραστάσεις. Πολύ μικρές, μονόπρακτα κυρίως, που είχανε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πίσω στο βάθος κάναμε τις συναυλίες, στην αυλή και επίσης μετά, αργότερα, κάναμε τη Βαβυλωνία των Γεύσεων. Να σου πω κάτι χαρακτηριστικό: συνεχώς μάς ερχόταν ιδέες και φτιάχναμε. Εμείς δεν είχαμε όλα τα λεφτά όταν ξεκινήσαμε. Έπεσαν πάρα πολλά λεφτά μέσα. Δηλαδή, επενδύαμε τα λεφτά που βγάζαμε. Όλοι νομίζαν ότι ήμαστε εκατομμυριούχοι. Εμείς επενδύαμε τα λεφτά που βγάζαμε. Λοιπόν… Να πω ότι οι ιδέες μάς ερχότανε και στην πορεία. Δηλαδή, εγώ κι ο συνεταίρος μου κυρίως… Θυμάμαι κοιμόμουνα κι όταν μ’ ερχόταν η ιδέα —μπορεί να μου 'ρχοταν στον ύπνο μου— είχα ένα σημειωματάριο δίπλα και την έγραφα και την άλλη μέρα την έλεγα. Πολλές φορές τύχαινε να έχουμε την ίδια ιδέα συγχρόνως. Δηλαδή… Ας πούμε, το ελληνάδικο —παράδειγμα— όταν το κάναμε, το πρώτο ελληνάδικο, λέω —βέβαια, δεν παίζαμε σκυλάδικα. Παίζαμε έντεχνα χορευτικά, ας πούμε. Κατάλαβες; Είχαμε καταπληκτικούς DJ που το χειριζότανε καλά. Θυμάμαι του λέω: «Έχω μια ιδέα». «Και 'γω έχω μια ιδέα». Και το λέμε συγχρόνως, να κάνουμε το πρώτο ελληνάδικο, ας πούμε. Ήτανε φοβερό. Ήτανε φοβερό. Μου 'χουν συμβεί διάφορα σκηνικά στο Μύλο. Ήτανε έντεκα χρόνια τόσο ζουμερά! Κάναμε… Δεν ξέρω αν είναι πέντε ή εφτά χιλιάδες συναυλίες που κάναμε εκεί πέρα. Κάναμε θεατρικά. Κάναμε εικαστικές παρεμβάσεις. Κάναμε event. Κάναμε ό,τι μπορείς να φανταστείς εκεί πέρα μέσα. Πρέπει να 'ναι πάνω από εφτά χιλιάδες οι εκδηλώσεις που κάναμε. Υπήρχε μέρα, εκτός από τέσσερις συναυλίες που μπορεί να 'χαμε μέσα στο Μύλο, μπορεί να 'χαμε κι άλλες μία ή δύο συναυλίες σε άλλους χώρους μέσα στη Θεσσαλονίκη—
Υπήρχε…
—Κοιμόμασταν —συγγνώμη—, υπήρχε εικοσιτετράωρο που κοιμόμασταν τέσσερις ώρες από το να τρέχουμε.
Και μιας και το αναφέρατε, υπήρχαν κι άλλοι συναυλιακοί χώροι στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή;
Όχι. Υπήρχανε… Μετέπειτα γίνανε. Μετά από αρκετά χρόνια γίνανε. Έκανε την Υδρόγειο ο πρώην συνέταιρος του συνεταίρου μου. Έκανε την Υδρόγειο. Και υπήρχε κι άλλο ένα μαγαζί που μου διαφεύγει το όνομά του. Σου είπα, πληροφορίες ονομάτων… Έχω πληθώρα ονομάτων που δεν μπορώ να τα θυμάμαι. Έγινε ένα άλλο. Κάπου κοντά στην Γιαννιτσών έγινε. Μετά έγινε. Αυτό το θυμάμαι. Η φίλη μου η Μπέττυ η Βιτινάρου είχε κάνει ένα μικρό που το έλεγε Θεατράκι κι έκανε, εκτός από χορευτικές παραστάσεις, έκανε και κάποια έντεχνα συναυλιακά εκεί πέρα. Μετά γίναν πάρα πολλοί συναυλιακοί χώροι. Αργότερα, όταν φύγαμε. Αλλά, αυτά ξεπετάχτηκαν, αυτοί οι συναυλιακοί χώροι, μετά την πενταετία, ας πούμε, που σου λέω. Μετά τα πέντε χρόνια του Μύλου. Ίσως κι αργότερα.
Άρα, ήσασταν λίγο πιονέροι.
Ήμασταν, ήμασταν. Ναι, ναι. Έτσι. Ναι.
Και τι διαφορετικό προσέφερε, λοιπόν, ο Μύλος στη διασκέδαση της πόλης;
Ο Μύλος ήταν επανάσταση εκείνη την περίοδο. Ήταν επανάσταση! Δεν υπήρχε! Δεν ερχόταν παλιά τα ονόματα. Δεν υπήρχε. Τα ονόματα που ερχόταν στην Αθήνα δεν υπήρχανε αυτά εδώ. Είδες μερικά στα περιοδικά. Βγάζαμε ένα… Εκτός απ’ αυτές τις δραστηριότητες είχαμε ένα φανζίν, που έβγαινε απ’ το ’93 μέχρι που έκλεισε ο Μύλος. Είχαμε ένα ραδιόφωνο, το οποίο κρατάει μέχρι και σήμερα, και είχαμε και ένα γραφείο για να διοργανώνουμε όλες αυτές τις συναυλίες. Λοιπόν, δεν υπήρχε αυτό που γινόταν! Είχε γίνει επανάσταση! Και το Λούκυ Λουκ συγχρόνως να έχω! Γινόταν επανάσταση, επανάσταση εκείνη την... Δηλαδή, ήταν κάτι που δεν υπήρχε στην Αθήνα, καταρχάς. Ερχότανε όλοι οι Αθηναίοι. Όταν ερχότανε στη Θεσσαλονίκη, λέγανε: «Θα πάμε στο Λευκό Πύργο και στο Μύλο. Πού 'ναι ο Μύλος; Θα μας πάτε στο Μύλο! Θα μας πάτε στο Μύλο». Ήταν σαν να έμπαινες μέσα σ’ ένα χωριό και να 'μπαινες από το πρωί και να 'φευγες το βράδυ, γιατί μπορούσες να φας —όχι το πρωί, απ’ το μεσημέρι και μπορούσες να φύγεις το βράδυ. Να φας στο ουζερί το μεσημέρι, να πας στο καφέ να πιείς τον καφέ σου και μετά να αρχίσεις να πηγαίνεις στα διάφορα μαγαζιά που ξεκινούσαν οι νυχτερινές δραστηριότητες. Είχαν περάσει πάνω από πέντε χιλιάδες προσωπικό από το Μύλο. Με χαιρετάνε αυτή τη στιγμή στο δρόμο και δεν ξέρω. Εγώ δεν μπορώ να τους θυμηθώ. Θυμάμαι πολύ λίγους. Με χαιρετάνε στο δρόμο, μ’ αγκαλιάζουν, με φιλάνε κι εγώ δεν ξέρω ποιος είναι μερικές φορές. Πάντα όταν μου δίνουνε το στίγμα τούς θυμάμαι μετά. Αλλά… Είναι φοβερό. Είχαμε εκατόν δέκα άτομα προσωπικό. Εκατόν δέκα άτομα προσωπικό δουλεύαν εκεί πέρα! Ούτε εργοστάσιο να ήταν. Ήταν φοβερό.
Εκεί έκαναν το ντεμπούτο τους και τα Ξύλινα Σπαθιά;
Αα, αυτή ήταν φοβερή ιστορία. Ο Παύλος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι, δούλευε ηχολήπτης, όταν γύρισε απ’ το Παρίσι, στο Μύλο. Αν θυμάμαι καλά, δούλευε ηχολήπτης με τους Monie & Monie Conniente, που παίζαν σταθερά για αρκετά χρόνια στο Μύλο. Και κάποια στιγμή μού λένε ότι παρουσιάζει το δίσκο του ο Παύλος. «Ποιος Παύλος;». «Ο Παυλίδης!». «Ποιο συγκρότημα είναι αυτό; Ξύλινα Σπαθιά; Τι όνομα είναι αυτό;», λέω. Είχα πάθει πλάκα. Δεν μπορούσα… Δεν μου 'χε αρέσει τότε το όνομα καθόλου. Το όνομα, όμως, το φτιάχνει η μπάντα, το φτιάχνουν οι άνθρωποι. Δεν παίζει κανένα ρόλο τελικά. Δεν περίμενα να 'χει τίποτα κόσμο. Και ξαφνικά βλέπω να μαζεύονται εξακόσια άτομα απ’ έξω, εφτακόσια άτομα απ’ έξω, για ένα χώρο που παίρνει πεντακόσια το μέγιστο. Και πέφτει μια βροχή και πλημμυρίζει όλο το σύμπαν! Αρχίζουμε, λοιπόν, να καθαρίζουμε εκεί πέρα με ό,τι βρίσκαμε, με ό,τι πανιά βρίσκαμε, με σφουγγαρίστρες, όλο το προσωπικό. Κι αφού το καθαρίσαμε και κλείσαμε τις βάνες, γιατί ήταν οι παλιές οι αποχετεύσεις, όπου είχαμε βάλει συστήματα ασφαλείας που δεν προλάβαμε να τα κλείσουμε, να μην υπάρχει επιστροφή προς το Μύλο. Και ξαφνικά γεμίζει… Σαν τσαμπιά ήταν κρεμασμένοι μέσα! Και βλέπω τον Παύλο και λέω: «Να, αυτή η μπάντα θα 'χει πολύ μεγάλες προοπτικές. Πάρα πολύ μεγάλες προοπτικές». Και, φυσικά, ο Παύλος σταμάτησε από ηχολήπτης και πλέον έγινε μουσικός. Γιατί η εξέλιξή του ήτανε ραγδαία και οι περιοδείες ερχόταν η μία μετά την άλλη.
Κάποιος άλλος που να ξεκίνησε από 'κει;
Οι Conniente ξεκίνησαν. Οι Monnie & Monnie Coniente, που τώρα ο Διογένης Δασκάλου είναι πολύ γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα πια. Όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ξεκίνησε και εκεί εξελίχθηκε με το stand-up comedy σ’ αυτό που είναι σήμερα, ας πούμε, και με τις μουσικές που παίζει. Είχε πάρα πάρα πολλή απήχηση, είχε όταν ξεκίνησε. Και σταδιακά. Στην αρχή δεν είχε stand-up comedy. Σταδιακά άρχισε να του βγαίνει αυτό το πράμα. Και στην πορεία έγινε αυτό που… Το εξέλιξε ακόμα περισσότερο. Το κυνήγησε. Κι είναι αυτό που είναι σήμερα. Να σου πω μια άλλη ιστορία που είναι φοβερή, που κάναμε μερικές κρυφές συναυλίες. Λοιπόν, είχαμε το Nick Cave. Κι ο Nick Cave θα έπαιζε στο Ιβανώφειο. Πάμε, λοιπόν, στο Ιβανώφειο. Αφού γίνεται η συναυλία στο Ιβανώφειο, όσοι ήρθανε ήρθανε, έχουμε κανονίσει την επόμενη μέρα απ’ το Ιβανώφειο να παίξει στο club του Μύλου. Και το έχουμε διαδώσει εμείς από στόμα σε στόμα. Και η συναυλία θα ήταν δωρεάν αυτή. Προσφορά στον κόσμο. Δηλαδή, χωρίς εισιτήριο. Αυτό που έκανε εντύπωση ήτανε ότι τον έβλεπες το Nick Cave στα δέκα μέτρα το πολύ! Γιατί το club είναι αγκαλιά. Είναι ένα απ’ τα καλύτερα club παγκοσμίως, θεωρείται το club του Μύλου. Αυτό που δώσαμε εκεί ήτανε αγάπη και μεράκι στο να τα φτιάξουμε όλα αυτά τα μαγαζιά εκεί πέρα μέσα. Δώσαμε πολλή αγάπη, όπως και στο Λούκυ Λουκ, για να πάω παραπέρα. Το φτιάχναμε μόνοι μας, οι ίδιοι. Οι ίδιοι φτιάχναμε, βιδώναμε την τελευταία βίδα πριν ανοίξει. Στο Μύλο μπορεί να μην τα φτιάχναμε μόνοι μας, να δουλεύαν συνεργεία, αλλά ήμασταν εκεί, απίκο! Ο αδελφός μου που ήταν συνεταίρος μου επέβλεπε όλα τα συνεργεία μέχρι να τελειώσουν οι δουλειές εκεί πέρα. Ήτανε εκεί απίκο κι εγώ κι ο συνεταίρος μου. Όχι όλοι οι συνεταίροι. Δυο-τρία άτομα ήμασταν εκεί. Με πολλή αγάπη τα φτιάχναμε. Λοιπόν, θα κάναμε στο κλαμπ εκεί και θα ήτανε λίγοι εκλεκτοί που θα το βλέπαν αυτό το πράγμα. Πενήντα-πεντακόσια άτομα. Μαζεύονται τα άτομα, κι ενώ κάνει soundcheck ο Nick Cave, ξαφνικά ο Blixa, ο κιθαρίστας του, πάει να τραγουδήσει στο μικρόφωνο, να κάνει soundcheck και τον χτυπάει το ρεύμα! Τον χτυπάει δυνατά το ρεύμα, κάτι το οποίο συμβαίνει όταν δεν είναι καλή η γείωση, όταν έχει πρόβλημα η γείωση. Αλλά, αυτό για να το φέρεις στο μηδέν —που 'πε «Εγώ δεν παίζω αν δεν έρθει στο μηδέν»— μπορεί να συμβεί μια στο δισεκατομμύριο. Εγώ μ’ έχει λούσει κρύος ιδρώτας. Να 'χεις έξω πεντακόσια άτομα να περιμένουν να μπούνε μέσα και να έχω ηχοληπταράδες —τον Τίτο που σου 'πα και άλλα παιδιά, το Χαρμπίλα και άλλα, τον Κώστα κτλ.—, όλοι αυτοί να κάνουμε τι; Να μετράμε με το μηχάνημα να έρθει στο μηδέν και να αλλάζουμε… Ο τρόπος είναι να αλλάζεις τις πρίζες να τις γυρνάς ανάποδα και να μετράς. Να γυρνάς ανάποδα και να μετράς. Στη μισή ώρα περίπου πάνω —δεν ξέρω τι θαύμα[01:00:00] έγινε, δεν ξέρω ποιος έβαλε το χέρι του!— ξαφνικά λένε: «Zero!». Ο Blixa ήταν εκεί. Κοιτάει. Ο κόσμος απ’ έξω! Είχε καθυστερήσει. Κοιτάει. Μηδέν. Με το που δείχνει —δηλαδή, ότι δεν περνάει ρεύμα πλέον, ας πούμε, να κάνει γείωση, να κάνει κύκλωμα. Δηλαδή, όταν ακουμπάν τα χείλη στο αυτό… κι επειδή έπιανε την κιθάρα γινόταν κύκλωμα και τον χτύπαγε το ρεύμα! Έδειξε μηδέν, ότι δεν υπάρχει πλέον. Και λέει: «Let’s go! Open the door!». Και με το που ανοίγουνε τις πόρτες συγχρόνως —«Let’s go! Open the door!»— αρχίζει αυτός να παίζει. Ούτε να βγούνε ούτε να μπούνε μέσα και να κάνουνε. Εκείνη την ώρα, όπως ήτανε πάνω! Ξεκινάνε. Κι ο κόσμος να μπαίνει! Μιλιούνια μέσα! Ανοίξαμε όλες τις πόρτες, και τις δύο, και μπαίνανε μέσα και γίνεται μια συναυλία πριβέ ασ’ τα να πάνε! Ήτανε άλλο πράμα.
Το κάτι άλλο. Το κάτι άλλο.
Όπως μου 'κάνε εντύπωση κι η πρώτη συναυλία που κάναμε εκτός Μύλου —μεγάλη συναυλία. Ήτανε ο Ian Gillan, που τον είχαμε κάνει κι αυτόν στο Ιβανώφειο, ας πούμε, κι αυτόν. Είχαμε κάνει μεγάλες συναυλίες κι εκτός Μύλου.
Και με το Morrissey.
Είχαμε κάνει… Με το Morrissey κάναμε στην Έκθεση. Με τη Cesária Évora στην Έκθεση. Με τους Motörhead στην Έκθεση. Κάναμε πολλές στο Θέατρο Δάσους επάνω. Πάρα πολλές συναυλίες επάνω, στο Θέατρο Δάσους. Γιατί δεν μας έφτανε ο χώρος ο δικός μας εκεί πίσω που τις κάναμε τις συναυλίες. Δεν μας έφτανε. Κι οι Bad Seeds που είχε πολύ κόσμο την κάναμε στο Μύλο, αλλά την κάναμε δύο μέρες. Κατάλαβες; Δύο μέρες. Κάναμε και πολύ μεγάλα ονόματα. Ο Philip Glass, ας πούμε, που τον κάναμε τον Philip Glass. Ήτανε χαμός, έγινε χαμός, ας πούμε! Δεν…
Κι όλους αυτούς τους ανθρώπους τους γνωρίζατε.
Όλους τους ανθρώπους αυτούς τους είχαμε γνωρίσει, ναι.
Κάποιος που να σας έρχεται, έτσι, ένα περιστατικό ιδιαίτερο; Ας πούμε με τον Morrissey ή με κάποιον άλλον;
Με τον Morrissey λίγο είχα τσακωθεί. Γιατί δεν ήθελε καθόλου τσιγάρα. Ήταν εκνευρισμένος και δεν έπαιξε κανένα… Έπαιξε μόνο ένα ή δύο κομμάτια από Smiths σ’ εκείνη την εμφάνιση. Μετέπειτα τον είδα, αποκατασταθήκαν οι σχέσεις. Είχε παίξει όλα τα κομμάτια των Smiths, μ’ αποζημίωσε. Όλα καλά. Όλα καλά.
Ωραία.
Προσπαθώ να θυμηθώ. O Philip Glass… Προσπαθώ να θυμηθώ έναν… Όχι τον Philip Glass. Σου λέω, αυτό που μου συμβαίνει είναι, επειδή έχω πολύ μεγάλη πληροφορία ονομάτων, να μην μπορώ να θυμηθώ στιγμιαία πάρα πολλά ονόματα. Έχουμε κάνει διάφορα.
Εντάξει, εντάξει. Δεν πειράζει! Δεν είναι ανάγκη να τα θυμηθείτε όλα τώρα. Έχει λάβει, εν τω μεταξύ, νομίζω, ο Μύλος και κάποιες διακρίσεις;
Το 1993 ο οργανισμός Europa Nostra, που είναι για την προστασία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και φυσικής κληρονομιάς, μάς απένειμε τιμητικό δίπλωμα για τη συνολική μετατροπή του βιομηχανικού συγκροτήματος σε πολιτιστικό και ψυχαγωγικό κέντρο.
Άρα, πραγματικά σεβαστήκατε και το χώρο.
Ναι, ναι, ναι, ναι.
Ωραία. Και για να κάνουμε και μια σύγκριση με το σήμερα, γιατί η Θεσσαλονίκη σήμερα δεν έχει πια μεγάλους συναυλιακούς χώρους, να βλέπει ονόματα μεγάλα;
Έχει συναυλιακούς χώρους η Θεσσαλονίκη μεγάλους. Απλά δεν έρχονται τα μεγάλα ονόματα. Έρχονται, αλλά όχι τόσα πολλά, τόσο πληθώρα ονομάτων που… Οι λόγοι μπορεί να 'ναι πάρα πολλοί. Καταρχάς, οικονομικοί. Σε πρώτη φάση είναι οικονομικοί. Γιατί στοιχίζουν. Θέλουμε δεν θέλουμε, στοιχίζουν. Θα σου πω κάτι από την εμπειρία μου τόσα χρόνια. Μπορεί να 'ρχότανε στη Σόφια ένα συγκρότημα με είκοσι χιλιάδες ευρώ κι εδώ σ’ εμάς να ζητάει πενήντα χιλιάδες ευρώ. Το 'χω ζήσει αυτό το πράγμα. Ερχότανε και ζητάγαν. Οπότε, θα αναγκαστεί αυτός που διοργανώνει τη συναυλία να βάλει υψηλότερο εισιτήριο. Και μετά από μια τέτοια μεγάλη περίοδο κρίσης, που έχουμε περάσει τόσα πολλά, δεν μπορεί ο άλλος να πάει να δώσει τόσα λεφτά. Και πάλι καλά αυτές που γίνονται που γεμίζουνε. Πάλι καλά που γεμίζουνε. Η τελευταία που θυμάμαι που έγινε χαμός ήτανε οι Madrugada που άλλαξε τρεις φορές χώρο κι έγινε τελικά στο γήπεδο του ΠΑΟΚ του μπάσκετ, στο Παλατάκι. Τελευταία μεγάλη, έτσι, που 'χει πολύ κόσμο, που θυμάμαι. Αυτός είναι ο λόγος. Νομίζω ότι μαγαζιά υπάρχουνε. Υπήρχε τουλάχιστον το Principal. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουν να ανταπεξέρθουνε αυτά τα μαγαζιά με τον κορωνοϊό και ό,τι άλλο προβλήματα υπάρχουνε. Νομίζω ότι θα κλείσουν πολλές επιχειρήσεις. Και οι χώροι αυτοί νομίζω θα κλείσουνε. Δεν ξέρω αν θα δημιουργηθούν άλλοι μετέπειτα. Αλλά τώρα, αυτή τη στιγμή, νομίζω ότι δεν μπορούν να σταθούν. Δύσκολα να σταθούν για να 'ρθουν τόσα ονόματα. Και όχι μόνο λόγω του κορωνοϊού. Και προ κορωνοϊού δυσκολευότανε. Για αυτό, γινότανε λιγότερες συναυλίες. Χώροι υπήρχανε. Γινότανε λιγότερες συναυλίες. Δεν γινόταν τόσες πολλές, με το ρυθμό που γινότανε παλιότερα.
ΟΚ. Και περνώντας σε μια άλλη ενασχόλησή σας, είχατε και μία δισκογραφική.
Αα, στο Μύλο είχαμε μία δισκογραφική εταιρεία η οποία καμάρωνα γιατί ήταν κερδοφόρα. Είχα βαρεθεί διάφορες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες να λένε ότι «Μπαίνουμε μέσα, μπαίνουμε μέσα». Εγώ δεν ήθελα να μπαίνω μέσα. Έλεγα ότι κι ένα ευρώ να βγάλω —δραχμές τότε—, και μία δραχμή να βγάλω παραπάνω απ’ ό,τι ξόδεψα είναι κέρδος για μένα. Εκτός του ότι βοηθούσαμε κάποιους καλλιτέχνες να γίνουνε περισσότερο γνωστοί και να τους δώσουμε βήμα στη δισκογραφία, κάναμε κι αρκετούς γνωστούς καλλιτέχνες δίσκο. Είχαμε το Δημήτρη το Ζερβουδάκη, που κάναμε την Πανσέληνη Χώρα. Κάναμε με το Μιχάλη Δέλτα και την Τάνια Τσανακλίδου το μια Αγάπη Μικρή. Και, φυσικά, νομίζω ότι κι ο Λουδοβίκος αναδείχθηκε μέσα από 'μας, από το Μύλο, στη δισκογραφία. Μπορεί να ήτανε γνωστός όσον αφορά που ήτανε στο Σείριο του Μάνου Χατζηδάκι, αλλά ευρέως γνωστός και πωλήσεις σαν αυτές που έκανε μόνο στο Μύλο τις έχει κάνει.
Μιας και είπατε για το Μάνο Χατζηδάκι, μάς χρωστάτε και μία εξομολόγηση για τη γνωριμία σας μαζί του.
Ααα… Με το Χατζηδάκι ήμουνα ένα φεγγάρι ηχολήπτης του σε μία περιοδεία ένα καλοκαίρι. Ήτανε τότε που είχε βγάλει το Χειμωνιάτικο Ήλιο —δεν θυμάμαι— κι ακόμα έναν δίσκο. Είχε στο σχήμα του τον Βασίλη το Λέκκα, το Μανώλη Μητσιά, τη Μαρία Φαραντούρη και τον Ηλία το Λιούγκο. Για μένα, που έχω συνεργαστεί με πάρα πολλούς ανθρώπους, με πάρα πολλούς καλλιτέχνες, ήτανε ο Άνθρωπος —ο Χατζηδάκις— με άλφα κεφαλαίο. Τρεις ανθρώπους γνώρισα, σημαντικούς ανθρώπους με το άλφα κεφαλαίο: ο Χατζηδάκις, πρώτος, ο Νίκος ο Παπάζογλου κι ο Δημήτρης ο Μητροπάνος. Λοιπόν, ο Χατζηδάκις… Συγκλονίστηκα όταν… Νομίζω πρώτη συναυλία εκτός που κάναμε. Γιατί στις πρώτες είχαμε ατυχίες. Μία έβρεχε κτλ. Νομίζω ότι ήμασταν στη Μυτιλήνη. Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Και όταν τελείωσε, λέει «Θα πάμε να φάμε στο τάδε μαγαζί», στους τεχνικούς. Ήμασταν τρεις ηχολήπτες και λέει: «Θα πάμε να φάμε στο τάδε μαγαζί». «Ε», λέμε εμείς «εντάξει. Ώσπου να μαζέψουμε, να κάνουμε… Θα πάμε εκεί, θα 'χουν φάει και θα 'χουν φύγει». Κι όμως. Είχαν φύγει όλοι οι μουσικοί, όλοι οι υπόλοιποι, εκτός απ’ το Μάνο Χατζηδάκι που 'ταν εκεί και μας περίμενε να φάμε και μετά να φύγουμε όλοι μαζί. Κι αυτό γινότανε σ’ όποιο νησί κι αν πηγαίναμε —γιατί, πηγαίναμε σε κάποια νησιά εκείνη την περίοδο—, σε όποια πόλη πηγαίναμε. Όταν πηγαίναμε για φαγητό μετά μάς περίμενε τους τεχνικούς, τρώγαμε κι έφευγε. Αυτό δεν το είχα δει ποτέ σε άλλους, που 'χω πάει πολλές φορές σε τέτοια τσιμπούσια μετά τη συναυλία. Ήτανε πάρα πολύ καλός. Ήτανε πάρα πολύ ευχαριστημένος απ’ τον ήχο που του κάναμε στις συναυλίες. Έχω πάει στο σπίτι του. Μ’ έβαλε να ακούσω ηχογραφήσεις που τις έκανε μόνος του σ’ ένα μπομπινόφωνο που 'χε στο σπίτι. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη τη δικιά μου και του φίλου μου και ιδιοκτήτη της εταιρείας που λέγαμε. Ήταν ευγενικός, εξαιρετικός πάντα. Έλεγε: «Θα κάνω πάρτι για τους ηχολήπτες». Ήτανε πάρα πολύ ευχαριστημένος και ήτανε εκφραστικός. Δηλαδή, δεν το κρατούσε μέσα του. Το 'λεγε, και για να σε ευχαριστήσει και για να σε ανεβάσει και να γίνεις ακόμα καλύτερος. Επίσης, είχα ζήσει τη συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας που γράφαν όλες οι εφημερίδες δισέλιδα αφιερώματα στο Λυκαβηττό, όπου διέκοψε τη συναυλία γιατί βγάζαν φωτογραφίες ενδιάμεσα. Σταμάτησε η συναυλία. Ήθελε να φύγει. «Δεν σας θέλω! Να φύγετε!». «Τα λεφτά μας πίσω!», του φωνάζανε. Και τελικά έκανε τη συναυλία, που 'ταν μια εξαιρετική συναυλία. Είχε διάφορα… Γινόταν διάφορα ευτράπελα. Ξεκίνησε η συναυλία του Χατζηδάκι χωρίς να υπάρχει πιάνο! Αλλάξαμε όλο το στήσιμο πάνω στη σκηνή μέχρι να φέρουν το πιάνο! Αλλά, με καλή θέληση κι επειδή δεν ήταν τόσο αυστηρός… Εγώ δούλευα μερικές φορές πάνω στο πάλκο. Όταν δούλευα πάνω στο πάλκο, το stage —στο stage ήταν ό,τι άκουγε ο Χατζηδάκις—, ήταν πάρα πολύ καλός και πάρα πολύ χαβαλές επάνω. Αυτό, όμως, πάντα ενδιάμεσα στα τραγούδια. Όσο γινότανε η εκτέλεση του κομματιού έφτανε σε σημείο όποτε περνούσε αεροπλάνο, σταματούσε τη συναυλία και το ξανάρχιζε το κομμάτι απ’ την αρχή. [01:10:00]Και το ζητούσε απ’ την αρχή: «Δεν θέλω φωτογραφίες». Τελικά κατάφερε και τον έπεισε η κυρία Γουλανδρή που 'ταν εκεί πέρα, «Έλα, Μάνο, χρυσέ μου», κτλ. και ήταν εξαιρετικός. Εκεί είχα γίνει και πολύ φίλος με το Γιάννη το Σπάθα που μας «έφυγε» κι αυτός. Αγαπημένα άτομα. Κι εκεί και τη Στέλλα την Κυπραίου, η οποία όταν έκανε την παραγωγή του Λουδοβίκου των Ανωγείων, την Πανσέληνη Χώρα, που την έκανα όλη την παραγωγή, την κέντησα. Εκεί η Στέλλα είχε έρθει, ας πούμε, με —δεν τσιγκουνευτήκαμε τίποτα από λεφτά εκεί πέρα. Πήραμε τους καλύτερους μουσικούς. Ήρθαν όλοι οι καλλιτέχνες που ζητήσαν και παίρνουν μέρος στην Πανσέληνη Χώρα, που σου 'δωσα το CD να το ακούσεις. Τραγουδάνε μέσα και η Νένα Βενετσάνου και ο Νίκος ο Παπάζογλου και ο Μπακιτρζής και ο Σωκράτης ο Μάλαμας. Και παίζουνε μουσικάρες μέσα! Όταν την φωνάξαμε τη Στέλλα την Κυπραίου για να παίξει, που έτυχε να είναι Θεσσαλονίκη, πήρε τα πιο ελάχιστα χρήματα και αυτό λόγω της γνωριμίας μας από τότε, από το Μάνο Χατζηδάκι. Ήταν, δηλαδή… Είχε μουσικάρες ο Χατζηδάκις επάνω στο πάλκο! Μουσικάρες! Είχε δύο μέρη τότε: ένα κλασικό κι ένα ακουστικό —ένα rock, ας πούμε. Όχι rock, πιο beat, όπου έπαιζε ο Σπάθας κιθάρα, ο Αντύπας έπαιζε τύμπανα και ο Τουρκογιώργης μπάσο. Ποιοι παίζαν, δηλαδή; Οι Socrates! Παίζαν με το Χατζηδάκι! Οι Socrates, ας πούμε, κι έβγαινε τρομερό αποτέλεσμα. Τρομερό. Ήτανε μουσικάρες. Τρομερό αποτέλεσμα. Ήταν ο άνθρωπος… ήταν μουσική ιδιοφυία.
Και με το Μητροπάνο;
Μητροπάνος! Αγαπημένος Μητροπάνος! Αγαπημένος. Με το Μητροπάνο γνωριστήκαμε όταν τον έφερα στο Μύλο το Μητροπάνο. Καταρχάς, ήταν δικιά μου ιδέα να έρθει στο Μύλο, γιατί τον θεωρούσανε πολύ λαϊκό. Έδωσα μια μικρή μάχη με το συνεταίρο μου για να τον φέρουμε στο Μύλο. Και γίναμε φίλοι από την πρώτη στιγμή. Αγαπημένος. Και με τη γυναίκα του εξακολουθώ κι έχω σχέσεις, ας πούμε. Μιλάμε κτλ. Ο Μητροπάνος ήτανε ένας φοβερός άνθρωπος με μία απίστευτη φωνάρα. Να σου πω το εξής: ο Μητροπάνος, όταν ερχόταν ένας φίλος του —που άλλοι καλλιτέχνες συνήθιζαν να λένε: «Κερασμένο!», αλλά δεν έβαζαν στην τσέπη να το κεράσουνε το τραπέζι που κάνανε—, ο Μητροπάνος όταν πήγαινα να τον πληρώσω το βράδυ έλεγε: «Πόσο είναι το τραπέζι;». «Ασ’ το, ρε Δημήτρη! Αφού είχε κόσμο. Πίτα, χαμός!» «Όχι. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους». Ντανκ! Το πλήρωνε με το ζόρι. Έβαζε τη γυναίκα του. Κι έφτασε σε σημείο τελευταία μέρα —την πρώτη χρονιά που ήρθε και τραγουδούσε— έφτασε στο σημείο να έρθει ο λογιστής του να μας κόψει τιμολόγιο και να μας πληρώσει και να του λέω: «Έλα, ρε φίλε, έλεος! Εντάξει! Θα του κάνουμε το τραπέζι!». Δηλαδή, θα τον πληρώναμε την τελευταία παράσταση, ας πούμε, και θα μας έκοβε όλο το τιμολόγιο των ημερών που έπαιξε. Όχι! Δηλαδή, κάτσε καλά. Κάτσε καλά. Ο άνθρωπος ήτανε ο τυπικός! Δεν έκλεβε τίποτα! Τίποτα! Όλα, τα δήλωνε όλα! Όλα. Δεν θα το δεις αυτό εδώ. Σπάνια θα το δεις. Ένας αυτός κι ένας ο Νίκος ο Παπάζογλου.
Έχουν «φύγει» και οι δύο, οπότε δεν μπορούμε να...
Έχουν «φύγει» και οι δύο. Και ξέρεις τι; Έχουν «φύγει» την ίδια ημερομηνία με διαφορά ενός χρόνου! Οι δύο αγαπημένοι μου φίλοι. Οι δύο αγαπημένοι μου φίλοι. Τον Παπάζογλου τον είδα. Ήμουνα μαζί του μέχρι μια βδομάδα τέλος της ζωής του. Ήμουν απ’ τους λίγους που δεχότανε στο σπίτι του και πήγαινα και τον έκανα παρέα. Απ’ τους λίγους. Ήμασταν αγαπημένοι φίλοι. Και είχαμε βαφτίσει κι ένα παιδάκι μαζί στη Νίσυρο. Επίσης ο Παπάζογλου —έχω εγώ σπίτι στη Νίσυρο, έχει κι ο Παπάζογλου σπίτι στη Νίσυρο ακόμα. Είναι φοβερό. Είναι φοβερό. Όταν βλέπω… Πολλές φορές κλαίω όταν βλέπω στιγμές από το Νίκο τον Παπάζογλου ή φωτογραφίες ή όταν ακούω κομμάτια. Είναι τρομερό. Τι άλλο να πούμε;
Τι απέγινε η δισκογραφική;
Όταν, λοιπόν, πουλήσαμε το Μύλο—
Α, δεν το είπαμε αυτό.
—Ναι. Κάποια στιγμή άρχισαν να υπάρχουνε κλυδωνισμοί, όπως σ’ όλους τους συνεταιρισμούς. Άρχισαν να ραγίζουν κάποια γυαλιά. Και όταν ραγίζει το γυαλί καλύτερα να τελειώνουν οι συνεργασίες. Λοιπόν… Κι επίσης δημιουργήθηκαν πάρα πολλά χρέη. Εκτός, λοιπόν, από τη φήμη και πελατεία που πουλήσαμε, πουλήσαμε κι αρκετά χρέη. Όταν, λοιπόν, έφτασε η δουλειά στη δισκογραφική, έκανα μία κρούση να την πάρω τη δισκογραφική, να μου την χαρίσουνε, και δεν θέλανε. Θέλαν να την αφήσουν εκεί που είναι. Εγώ, όμως, έβλεπα τι ερχόταν μπροστά. Ευτυχώς αυτό το είδα! Ευτυχώς αυτό το είδα, τι ερχότανε μπροστά, ότι οι δισκογραφικές όλες καθαρίζουνε, τελειώνουνε. Οπότε, την άφησα εκεί που είναι. Δηλαδή, μαζί με τις μετοχές μου πούλησα και τη δισκογραφική. Δηλαδή, δεν έκανα ξεχωριστό χαρτί να πάρω τη δισκογραφική, την οποία την έστησα εγώ από την αρχή όλη εκεί πέρα, στο Μύλο. Οπότε… Στην αρχή στεναχωρέθηκα, να σου πω την αλήθεια. Μετά όχι. Να σου πω για το ραδιόφωνο, δεν στεναχωρέθηκα. Γιατί με το ραδιόφωνο δεν ασχολήθηκα εγώ. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με το ραδιόφωνο. Ασχολήθηκα στο να πω τη γνώμη μου μία ή δύο φορές που μου ζητήθηκε. Δεν ασχολήθηκα. Δεν μ’ ενδιέφερε το ραδιόφωνο. Δεν το είχα με το ραδιόφωνο!
Άρα, σήμερα οι δισκογραφικές τι ρόλο παίζουνε;
Οι δισκογραφικές δεν παίζουνε κανένα ρόλο τώρα, σήμερα. Σήμερα είναι το ίντερνετ που ανεβάζεις ένα κομμάτι κι έγινε γνωστός, αν το κομμάτι αξίζει ή με τα χτυπήματά τους, έχεις γίνει γνωστός σ’ όλο τον κόσμο κατευθείαν. Οι δισκογραφικές μόνο για τους συλλέκτες για μένα είναι. Δηλαδή, να πάει κάποιος να πάρει, να δουλέψει, να το έχει ένα CD με το εξώφυλλο κτλ. Πόσοι έχουνε CD σήμερα και παίζουν CD player; Όλοι έχουνε στικάκια, όλοι μπαίνουν στο ίντερνετ και κατεβάζουνε τα κομμάτια και τα ακούνε. Μόνο αυτοί που έχουνε τρέλα για να ακούσουνε ποιοτικό θα πάνε ν’ αγοράσουνε το CD για να το παίξουνε και να ακούσουνε τις λεπτομέρειες μιας ηχογράφησης. Δεν νομίζω… Δηλαδή, δεν νομίζω… Απορώ πώς υπάρχουν μερικές δισκογραφικές! Πραγματικά απορώ. Ξες πώς υπάρχουν οι δισκογραφικές; Πηγαίνει είτε η μπάντα, είτε ο τραγουδιστής από οποιοδήποτε σχήμα που θέλει να ηχογραφήσει, πληρώνει τα στούντιο, τους μουσικούς, τα πάντα. Τους πληρώνει, βγάζει το CD και πάει και λέει: «Ορίστε, κύριοι, εσύ που έχεις μια δισκογραφική. Έχω αυτό το CD. Θα το κυκλοφορήσουμε; Πρώτη διανομή». Πόσες εταιρείες διανομής υπάρχουνε; Πόσα μαγαζιά υπάρχουν για να το διανέμει το CD; Πού; Υπάρχουν δισκάδικα; Δεν υπάρχουν δισκάδικα πλέον. Μόνο το Public υπάρχει. Δεν υπάρχει άλλο. Κάποιοι μηχανεύονται τρόπους να το βγάλουνε στα περίπτερα. Κάποιοι μέσα από εφημερίδες. Ίσα-ίσα, αν έχουνε κάποια επιτυχία, να γίνει ευρέως γνωστή και να κερδίσει η εφημερίδα που θα 'χει ένα CD δώρο, μπας και πουλήσει τίποτα παραπάνω, και να κερδίσει ο καλλιτέχνης ότι το κομμάτι του θα παιχτεί παραπάνω, ας πούμε. Έτσι δεν είναι; Αυτό. Δεν υπάρχουν για μένα. Δηλαδή, όλα τα συγκροτήματα που ξέρω, που κάθονται γράφουνε, κάνουνε και κυκλοφορούν ένα CD κυρίως τα CD τα πουλάνε στις συναυλίες τους έξω, όπου αν ο κόσμος ενθουσιαστεί με το τελείωμα της παράστασης, της συναυλίας, να πάει να πουλήσουνε δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό, διακόσια —ανάλογα με το πόσο μεγάλο όνομα είναι— κτλ. Μαζί με τα μπλουζάκια που βγάζουνε κοιτάν να βγάλουν και τα έξοδα του CD. Ουσιαστικά, αν βγάλουν τα έξοδα του CD τους είναι ευχαριστημένοι. Από 'κει και πέρα, όλη η διακίνηση γίνεται μέσα από το ίντερνετ. Όλη. Και έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Και οι φόρμες που ψάχνουν να βρούνε είναι να πληρωθούνε κι από τα κομμάτια που κατεβάζουνε ή απ’ όλα αυτά τα… Κατάλαβες;
Μιας και είπατε και για το ραδιόφωνο, το οποίο να πούμε ότι είναι το 88.5—
88.5. 88.5. Θρυλικό ραδιόφωνο στην πόλη. Νούμερο ένα για περίπου εφτά-οχτώ χρόνια. Νούμερο ένα όσο υπήρχε ο Μύλος και μετά, ας πούμε, δέκα χρόνια. Δεν υπήρχε μαγαζί το οποίο δεν έπαιζε 88.5, είτε ήταν ροκάδικο, είτε ήτανε καφενείο, είτε ήταν οτιδήποτε. Είχε μεγάλη ακροαματικότητα. Πολύ μεγάλη ακροαματικότητα.
Σήμερα, λοιπόν, ένα ραδιόφωνο κι αυτό δεν έχει να προσφέρει πολλά στη μουσική;
Κοίταξε, υπάρχει χώρος για άτομα που έχουν όρεξη ακόμα, για να πάνε ένα ραδιόφωνο μπροστά. Γιατί νομίζω ότι το ραδιόφωνο έχει κοινό. Αρκεί να 'ρθουν οι ορεξάτοι άνθρωποι για να το τρέξουνε και να βρουν τη χρυσή φόρμουλα, να μην έχουνε μεγάλα έξοδα για να μπορέσουνε με φθηνή διαφήμιση, για μένα, δίνοντας φθηνή διαφήμιση να γίνουν κερδοφόρα.
Κάτι το οποίο στη Θεσσαλονίκη μάλλον δεν έχει βρεθεί, γιατί τα ραδιόφωνα αργοπεθαίνουν, απ’ ό,τι έχω δει.
Τα ραδιόφωνα αργοπεθαίνουν. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν έχει να κάνει, όμως, μόνο με τα ραδιόφωνα. Έχει να κάνει γενικά με τη Θεσσαλονίκη, γενικά με τη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι… Επειδή θεωρώ ότι έχω δώσει σ’ αυτή την πόλη, ότι έχω ασχοληθεί πάρα πολύ, νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε μία απίστευτη παρακμή. Σε μία απίστευτη παρακμή, είτε λέγονται μαγαζιά, είτε λέγονται συναυλιακοί χώροι, είτε λέγονται ραδιόφωνα, είτε λέγονται παραστάσεις. Ευτυχώς που υπάρχει και το Κρατικό και βλέπουμε μερικές παραστάσεις ενδιαφέρουσες —σαν παραγωγές μιλάω, έτσι; Όχι παραστάσεις που έρχονται από την Αθήνα έτοιμες. Σαν παραγωγές— και υπάρχουνε και κάποιες άλλες μικρές θεατρικές ομάδες, ας πούμε, που μπαίνουν εμβόλιμα και μας δίνουνε υπέροχες παραστάσεις, ας πούμε, και βλέπουμε. Οι μπάντες…[01:20:00] Θεωρώ ότι βγαίνουνε κάποιοι σαν διάττοντες αστέρες και… Δεν ξέρω, έχω μεγάλη απορία. Ας πούμε, έχω δει κάποια όμορφα σχήματα που περίμενα να πάνε πιο δυναμικά και πιο δυνατά μέσα στο χώρο και δεν πηγαίνουνε. Δεν πηγαίνουνε. Είναι… Κρίνω κι απ’ το γιο μου. Έχουν τόσα πολλά ακούσματα η νεολαία σήμερα. Ακούνε τα πάντα. Παλιά αυτοί που ερχότανε στο Λούκυ Λουκ, ας πούμε, δεν μπορούσαν να πάνε σ’ ένα σκυλάδικο. Δεν μπορούσαν να πάνε σ’ ένα… Άντε να πήγαιναν σε καμιά ταβέρνα, ας πούμε. Τώρα αυτοί που πάνε, που ακούνε ροκ θα παν να ακούσουν και σκυλάδικο, θα παν να ακούσουνε τα πάντα! Όλα τα είδη της μουσικής! Μπορούν να ακούνε συγχρόνως όλα τα είδη της μουσικής και να την βρίσκουνε συγχρόνως με όλα! Δεν υπάρχει αυτό που υπήρχε παλιά, που το είπαμε, ότι χωριζότανε σε ομάδες, ποιοι ακούνε ροκ, ποιοι ακούνε λαϊκά, ποιοι ακούνε σκυλάδικα, ποιοι ακούνε τα πάντα. Τα πάντα παλιά, ξέραμε, ήταν χωριστά. Και από το ντύσιμο ξεχωρίζαν. Τώρα ούτε καν απ’ το ντύσιμο δεν ξεχωρίζουν! Είναι απίστευτο. Τώρα είναι όλοι ίδιοι, μια κοψιά. Μία κοψιά. Άντε λίγο να ξεχωρίζουν οι χεβιμεταλάδες, ας πούμε. Άντε λίγο να ξεχωρίζουν αυτοί.
Και για να καταλήξουμε σιγά-σιγά στο σήμερα, σήμερα έχετε ένα καφέ-μπαρ εδώ στο κέντρο, στην Καλαποθάκη.
Δεκαοχτώ χρόνια τώρα.
Το Εδέμ.
Eden.
Α, Eden.
Eden. Μερικοί το λένε και «Έντεν», γιατί έτσι διαβάζεται εύκολα. Ναι.
Έστω, χε χε. Εδώ και αρκετά χρόνια νομίζω έχει γίνει στέκι του Φεστιβάλ Κινηματογράφου; Όχι αρκετά χρόνια. Από την αρχή έγινε στέκι του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Πολλοί νομίζαν ότι είναι τυχαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Υπήρχε η αγάπη για το σινεμά. Την περίοδο του Μύλου, για έντεκα χρόνια, φτιάχναμε όλα τα πάρτι κι όλα τα event του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Να σου πω ότι γυρίστηκε και ταινία. Σε μία ταινία… Να κάνω ένα time out; Να μπω λίγο εμβόλιμα κάπου; O Κόκκινος, ο σκηνοθέτης, είχε κάνει μία ταινία με τον Eric Burdon, με πρωταγωνιστή τον Eric Burdon, στο Μύλο. Και όλη η πλοκή ήτανε εκεί πέρα. Η κυρίως πλοκή ήτανε στο Μύλο, που σε μία συναυλία του Eric Burdon πώς γνωρίστηκε με κάποιους κτλ. Εκεί είδα και πώς ξεκινάν και γυρίζονται οι ταινίες. Εκεί, λοιπόν, στο Μύλο γινόταν όλα τα event και όλα τα parties του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Μας ήξεραν όλοι, είχαμε γίνει μία παρέα. Αδερφοποιημένοι με το Φεστιβάλ. Και όταν έκανα το μαγαζί, λοιπόν, τα στελέχη τότε που με ξέραν κι ήμασταν φίλοι ερχόταν εδώ πέρα. Κάναμε κάποια πάρτι αρχικά εδώ, με κάποιους σκηνοθέτες, τα οποία δεν μας άρεσαν κι ιδιαίτερα. Όχι γιατί δεν ήταν ωραία. Για άλλους λόγους, εξωτερικούς. Όπου εδώ πέρα καθορίστηκε ως στέκι, άτυπα, όμως. Τελείως άτυπα. Θεωρείται το πιο hotspot μαγαζί του Φεστιβάλ. Δηλαδή, μπορεί να γίνονται τρία πάρτι μέσα στην πόλη και να έρχονται μετά όλοι εδώ πέρα και να φεύγουμε έξι το πρωί, εφτά το πρωί. Απ’ το πουθενά να γίνονται πάρτι. Απ’ το πουθενά! Δηλαδή, εκεί που είναι όλα ήσυχα κτλ. ξαφνικά να γίνεται μια κατάσταση πάρτι και ξαφνικά εκεί που πάει να αδειάσει —τώρα και με τα κινητά είναι εύκολο. Τακ, «Εε, εδώ γίνεται κατάσταση! Ελάτε», κτλ. Με ένα μήνυμα ξαφνικά η ώρα πέντε να γεμίζει κόσμο πάλι, ας πούμε. Είναι σκηνές απείρου κάλλους το Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ είναι μεγάλη αγάπη. Είναι… Νομίζω ότι, αν γινότανε μερικές ακόμα δραστηριότητες ακόμα όπως είναι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, η πόλη θα είχε μία άλλη μορφή. Θα είχε μία άλλη μορφή. Κι αν οι άρχοντες σκύβανε λίγο παραπάνω πάνω απ’ τα προβλήματα της πόλης, θα ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Εγώ που τυχαίνει να ξέρω και να 'χω γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο απ’ όλους αυτούς εδώ, τους πολιτικούς —απ’ όλα τα κόμματα, να το ξεκαθαρίσω αυτό—, αυτή τη στιγμή δεν θέλω να δω κανένανε. Θεωρώ ότι μας έχουνε φτύσει τόσα χρόνια. Ένα μετρό πέντε χιλιόμετρα είκοσι χρόνια το βασανίζουμε. Λοιπόν… Κάθε χρόνο μια γραμμή πέντε χιλιομέτρων ανοίγει στην Αθήνα —προέκταση. Κι εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε ένα μετρό. Είναι τραγικά τα πράγματα. Θέλουμε —να μιλήσουμε για την πόλη λίγο. Γιατί με ρώτησες πριν. Κατεβαίνουμε με τ’ αυτοκίνητο γιατί… Θέλουμε αστική συγκοινωνία. Δεν υπάρχει. Αστικό ανά μία ώρα σχεδόν. Ο κόσμος στοιβαγμένος πάνω —άσχετα απ’ τον κορωνοϊό, που έχει τώρα κορωνοϊό—, στοιβαγμένος ο ένας πάνω στον άλλον, να κατέβει κάτω. Γιατί να κατέβει ο άλλος στο κέντρο της πόλης; Κατεβαίνει με τ’ αμάξι του. Δεν έχει πού να παρκάρει. Δεν υπάρχει υποδομή. Και χωρίς να του δίνει υποδομή τον γράφει συνέχεια, όπου και να παρκάρει. Λοιπόν, μετρό δεν υπάρχει. Πού είναι το κέντρο; Πού είναι το κέντρο και πού είναι οι υποδομές; Κι αυτές οι υποδομές δεν υπάρχουν ούτε στις συνοικίες! Όχι μόνο εδώ. Ούτε στις συνοικίες, να πεις ότι υπάρχουνε. Δεν υπάρχει τίποτα. Κι ακόμα ό,τι έχουνε φτιάξει ρημάζει. Από αθλητικές υποδομές κι από οτιδήποτε ρημάζει. Δεν μπορούν να το συντηρήσουν, δεν έχουνε τα χρήματα να το συντηρήσουνε και δεν έχουνε και τη γνώση ίσως να το συντηρήσουνε.
Δεν νομίζω ότι θα διαφωνήσω.
Τι να πούμε; Εγώ νομίζω ότι, αν κάποια στιγμή αποφασίσω να συνταξιοδοτηθώ, θα πάω στο νησάκι μου, στη Νίσυρο, όπου έχω ένα αποκούμπι εκεί πέρα. Δυστυχώς «έφυγε» ο φίλος μου ο Νίκος, να περνούσαμε μαζί τα στερνά μας. Σήμερα έφυγε κι ο Ντίνος ο Χριστιανόπουλος.
Χθες ουσιαστικά.
Α, χθες. Σήμερα… Ναι… Σήμερα… Χθες. Με τον οποίο Ντίνο Χριστιανόπουλο τον έχω κάνει κι αυτόν ένα CD, με στίχους δικούς του και τραγουδάει ο Δημήτρης ο Νικολούδης. Του έκανα και αυτουνού ένα CD.
Τον είχατε γνωρίσει, δηλαδή;
Τον είχα γνωρίσει. Τον είχα γνωρίσει, όπως έχω γνωρίσει και τον Άκη Πάνου. Γιατί το λέω; Τι θυμάμαι όταν τους θυμάμαι αυτούς τους δύο; Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα, όταν ξεκινούσανε μιλούσανε, δεν υπήρχε ούτε κόμμα, ούτε άνω τελεία. Υπήρχε μία τελεία μόνο όταν έπρεπε να φύγεις! Αυτό ήταν το φοβερό μ’ αυτούς τους δύο. Μιλούσαν ακατάπαυστα. Ακατάπαυστα. Έπρεπε να 'χεις υπομονή να τους ακούς. Θα μου πεις, δεν λέγαν ενδιαφέροντα πράγματα; Λέγαν ενδιαφέροντα πράγματα. Γιατί και οι δύο έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στον πολιτισμό της Ελλάδας. Απλά το αναφέρω ότι… Αν προσπαθήσω να το εξηγήσω, νομίζω ότι θεωρούσαν ότι είχαν τόσα πολλά να πούνε που σαν να ένιωθαν ότι δεν τους φτάνει ο χρόνος. Ήταν απίστευτο. Απίστευτοι. Τρομερές φυσιογνωμίες! Τρομερές!
Υπάρχει κάτι που θέλετε να μοιραστείτε;
Με τι;
Με πράγματα που ζήσατε με αυτούς τους δύο ανθρώπους.
Όχι. Μ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους… Δεν θέλω να μοιραστώ τίποτα. Λοιπόν, δεν θέλω να μοιραστώ τίποτα. Έχω κάποιες λεπτομέρειες, απλά είναι και λίγο αθυρόστομες. Οπότε, δεν θέλω να τις αναφέρω, ας πούμε. Δηλαδή, μιλούσανε λίγο αθυρόστομα και οι δύο, ας πούμε.
Ναι, ναι, ναι.
Οπότε, η γοητεία του να τις διηγηθείς πρέπει να επαναλάβεις την αθυροστομία που ξεστόμισαν, τις βρισιές που ξεστόμιζαν. Κατάλαβες; Οπότε, ας μην το πούμε, μια και θα καταγραφεί αυτό.
Εντάξει.
Για αυτό.
ΟΚ. Και κλείνοντας σιγά-σιγά, άρα —πόσα;— σχεδόν σαράντα χρόνια στη νύχτα.
Σαράντα χρόνια στη νύχτα. Πολύ κουραστικό πράγμα. Νομίζω το ότι έκανα αυτό το μαγαζί που είμαι τώρα, το Eden, ένα ήσυχο μαγαζί με απαλές μουσικές —τουλάχιστον ως προς την ένταση—, νομίζω ότι είναι αυτό που με εκφράζει και με ξεκουράζει. Δεν μπορώ να μπω σε εντάσεις πολύ δυνατές και σε πολλά. Να σου πω ότι ενδιάμεσα, μετά την πώληση του Μύλου κι ενώ είχα το Eden, είχα κάνει κι ένα γραφείο. Είχα κάνει ένα γραφείο που έφτιαχνα συναυλίες. Και είχα κάνει… Τη χρονιά που το έκλεισα το γραφείο είχα κάνει πάρα πολλές συναυλίες. Και, παρόλα αυτά, το έκλεισα, γιατί δεν άντεχα άλλο την κούραση. Είχα κάνει και καλές συναυλίες και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έκανα και Ελλάδα και στο εξωτερικό συναυλίες. Έχει πάρα πολύ τρέξιμο. Και μετά από τόσα χρόνια —και οι συναυλίες έχουν πολύ μεγάλο άγχος. Πάρα πολύ μεγάλο άγχος. Ειδικά οι συναυλίες που γίνονται έξω με καλοκαίρι. Όχι θα βρέξει, όχι δεν θα βρέξει, όχι την ασφάλισες, όχι θα έχει κόσμο, όχι δεν θα έχει κόσμο, όχι δεν έχει κόσμο γιατί δεν τη διαφήμισες, όχι δεν έχει κόσμο γιατί αυτός δεν τραβάει. Είναι πράγματα τα οποία σε κουράζουνε κάποια στιγμή, ας πούμε. Δεν είναι τόσο απλά. Δεν είναι τόσο απλά. Θαυμάζω άτομα όπως ο συνεταίρος μου που ασχολείται. Είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, με πολύ μεγάλη υπομονή, ας πούμε. Όπως σου είπα, έχουμε βγάλει —είχαμε ΙΕΚ. Πάρα πολλά άτομα από τα αυτά που έχουμε έχουν δικά τους γραφεία που κάνουν συναυλίες. Τώρα έχουν κάνει δικά τους γραφεία που κάνουν συναυλίες. Άλλοι έχουν ανοίξει μαγαζιά. Και νομίζω ότι… Εγώ ποντάρω πολύ στη νεολαία. Η νεολαία είναι το μέλλον. Ό,τι και να κάνει δεν την κατακρίνω. Πάντα λειτουργώ συμβουλευτικά. Δεν το κατακρίνω, ακόμα κι αν κάνει λάθη. Γιατί μέσα από τα λάθη του θα μάθει ο άλλος. Μέσα από τα λάθη του. Και «η καλύτερη μουσική είναι η σιωπή», έλεγε ένας φίλος μου. Ποιος το 'λεγε; Ο Νίκος ο Παπάζογλου. Ακόμα και τη σιωπή έμαθα να εκτιμάω, λοιπόν. Είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Και όποιος δεν ποντάρει στη νεολαία έχει χάσει το παιχνίδι. Να κάτσει σπίτι του. Εκεί είναι… Το νέο αίμα θα φέρει τα καινούργια πράγματα που περιμένουμε. Και, μετά απ’ όλα αυτά —με ρώτησες κάτι— πιστεύω… Πώς το βλέπω το μέλλον με τις συναυλίες, με τα πολιτιστικά, με τα μαγαζιά, με τα πάντα. Μετά από όλα αυτά πιστεύω ότι κάποια στιγμή, όταν θα περάσουμε, τότε θα δεις, θα αρχίσει να 'ρχεται η ανάκαμψη. Δεν θα 'ρθει η ανάκαμψη από μένα. Από μένα μπορεί να 'ρθει μια βελτίωση σ’ αυτό που κάνω τώρα αυτή τη στιγμ[01:30:00]ή. Ανάκαμψη δεν θα 'ρθει. Και με ρωτούσαν πώς σκέφτηκα την ιδέα του Μύλου και πώς ρισκάρισα τότε τόσα λεφτά. Γιατί για την εποχή που ρίξαμε τα λεφτά ήταν πάρα πολλά λεφτά. Πώς ρισκάρισα, λοιπόν; Ακόμα κι ο ίδιος μου ο πατέρας με ρωτούσε. Πώς το ρισκάρισα; Και τους έλεγα: «Στα πενήντα μου και στα εξήντα μου αποκλείεται να ρίσκαρα να κάνω τέτοιο πράγμα». Στα είκοσι πέντε, όμως, και στα τριάντα —τριάντα ήμουνα τότε που έκανα το Μύλο— το ρίσκο μού φαινότανε μηδαμινό. Ήμουνα σίγουρος για αυτό που φτιάχνω. Ήμουνα τόσο σίγουρος που, όταν κάποια στιγμή με πήγε εκεί, στο πουθενά, που ήταν ο Μύλος τότε, σε μια υποβαθμισμένη περιοχή ένας ταξιτζής, μου λέει: «Τι 'ναι εδώ, ρε φίλε;! Τι κάνεις εδώ;». Του λέω: «Σ’ αυτό το χώρο σε τέσσερις μήνες» —γιατί, είχε προχωρήσει η δουλειά—, «θα έρχεσαι και θα στήνεσαι να πάρεις κόσμο! Τόσο πολύ κόσμο θα 'χει». Τόσο πολύ το πίστευα που ήξερα ότι απ’ την πρώτη στιγμή που θα ανοίξει, χωρίς να κάνουμε καμία διαφήμιση, το πίστευα τόσο πολύ ότι θα 'χει πάρα πολύ κόσμο.
Με αυτό το motto νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε σιγά-σιγά, αν δεν υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να πείτε.
Δεν ξέρω. Αν σκεφτώ κάτι άλλο και θέλεις να τ’ ακούσεις, ευχαρίστως να τα πούμε.
Θα το πούμε. Βέβαια. Απλά τώρα, πριν κλείσουμε.
Τώρα… Δεν ξέρω. Είμαι και με τέσσερις ώρες ύπνο…
Χα χα, πάλι!
Πάλι, για πολλοστή φορά. Πάλι. Μεθαύριο φεύγω διακοπές.
Άντε, καλή ξεκούραση.
Να 'σαι καλά.
Ωραία, οπότε μέχρι —αν έρθει κάτι άλλο για να συμπληρώσουμε—, να ευχαριστήσω πάρα πολύ για το χρόνο και για την τιμή.
Εγώ να πω ότι τα καλύτερα έρχονται. Δεν κωλώνω ούτε από κορωνοϊούς ούτε από τίποτα. Νομίζω ότι θα 'ρθουν. Ακόμα δεν μ’ έχει πιάσει, δεν μ’ έχει πάρει κάτω όσον αφορά την ψυχολογία. Περιμένω. Ίσως να παίζει ρόλο ότι και όλοι είμαστε στην ίδια μοίρα σχεδόν. Αλλά, πάμε παρακάτω. Κι απ’ το μηδέν. Θα ξαναρχίσω κι απ’ το μηδέν. Δεν υπάρχει.
Θα δούμε.
Ελπίζουμε. Τα καλύτερα έρχονται.
Έτσι. Ευχαριστώ πολύ. Καλή συνέχεια.
Να 'σαι καλά.