© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Κολλέγιο Ανατόλια: γεφυρώνοντας πολιτισμούς με την εκπαίδευση
Κωδικός Ιστορίας
11653
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Πλούσιος (Χ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/12/2020
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με έναν ακόμα συνεντευξιαζόμενο, εξ αποστάσεως, βέβαια, σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας μέσω υπολογιστή, αφού βρισκόμαστε και εν μέσω καραντίνας, lockdown. Αυτός ο συνεντευξιαζόμενος είναι ο κύριος Χρήστος Πλούσιος, φιλόλογος και λυκειάρχης για κάποια χρόνια στο Κολλέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα με πάρα πάρα πολύ μεγάλη ιστορία που δεν ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη. Για αυτά και για τα προσωπικά του βιώματα θα μας μιλήσει απόψε. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Ευχαριστώ πολύ που αποδεχτήκατε τη σημερινή πρόσκληση και είστε εδώ… όχι ακριβώς κοντά μας, αλλά μαζί μας.
Ναι. Kαι εγώ ευχαριστώ για την πρόσκληση και για την τιμή αυτή, να πω μερικά πράγματα που αφορούν και εμένα, που αφορούν και το Ανατόλια και, τέλος πάντων, να συμβάλω σε αυτήν την έρευνα που γίνεται υπό την εποπτεία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Istorima, η οποία, αν δεν κάνω λάθος, έχει να κάνει και με το ίδρυμα Νιάρχος, από ό,τι ξέρω. Λοιπόν, όπως είπαμε και προηγουμένως, λέγομαι Χρήστος Πλούσιος. Γεννήθηκα στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης το 1948. Τελείωσα το σχολείο το Δημοτικό εκεί και όταν ήμουν έκτη τάξη ρωτήθηκα αν θέλω να πάρω μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις του Κολλεγίου Ανατόλια. Ο δάσκαλος επέμενε ότι έπρεπε να πάω, γιατί ήμουν, τέλος πάντων, καλός μαθητής και οι εξετάσεις που έδωσα έπρεπε να με οδηγήσουν οπωσδήποτε σε υποτροφία, διότι με τα οικονομικά δεδομένα της οικογένειάς μου εκείνη την εποχή δεν ήταν δυνατόν να πληρώσουν τα δίδακτρα σε ένα τέτοιο σχολείο. Και λέω τα οικονομικά δεδομένα εκείνης εποχής, γιατί ο πατέρας μου ήτανε δημόσιος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους του ελληνικού κράτους, το σημερινό ΟΣΕ. Η η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Ήμασταν μια οικογένεια εφταμελής. Τέσσερα αδέλφια, δυο γονείς και η γιαγιά στο σπίτι. Και επομένως ευκαιρία για να σπουδάσει κάνεις στο Κολλέγιο δεν υπήρχε. Ήθελαν, όμως, πάρα πολύ οι γονείς μου, τους άρεσε η ιδέα να σπουδάσω εκεί. Τους έκανα, λοιπόν, το χατίρι. Και εγώ είχα τη φιλοδοξία αυτή, να δώσω τις εξετάσεις, οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν εξετάσεις όμοιες με αυτές που δίναν όλα τα παιδιά της Ελλάδος για να μπουν στο Γυμνάσιο, το εξαετές τότε Γυμνάσιο. Περιλάμβαναν τότε αυτές οι εξετάσεις Έκθεση, Μαθηματικά και νομίζω —δεν θυμάμαι τώρα καλά αν ήταν μέσα και η Ιστορία. Ήταν εξετάσεις που και στα ιδιωτικά σχολεία τις διενεργούσαν δημόσιες επιτροπές. Δηλαδή, για να πας σε ένα ιδιωτικό σχολείο σε εξέταζαν καθηγητές του δημοσίου, οι οποίοι ήταν εντεταλμένοι για αυτήν εδώ τη δουλειά, για να μην δίνεται η εντύπωση ότι γίνονται, ας το πω έτσι, χατίρια προς ανθρώπους οι οποίοι διέθεταν χρήματα κτλ. Το Κολλέγιο, όμως, εκτός απ’ αυτές τις εξετάσεις τις κανονικές είχε και εξετάσεις σε μια άλλη δοκιμασία, ένα άλλο τεστ, το οποίο λέγαν τότε τεστ ευφυΐας. Δεν ξέρω πόσο ήταν τεστ ευφυΐας ή όχι. Κι ήταν, τέλος πάντων, ένα πολυσέλιδο κείμενο. Το θυμάμαι. Όχι κείμενο, ένα πολυσέλιδο φυλλάδιο όπου ρωτιόταν κάνεις για πράγματα τα οποία είχαν σχέσεις με γνώσεις, με μαθηματικά… Γενικές γνώσεις, δηλαδή, μαθηματικά, Ιστορία, πράγματα που είχαν μέσα την έννοια του γρίφου κτλ. κτλ. Ήταν με το σύστημα του Σωστό-Λάθος ή με το σύστημα της πολλαπλής επιλογής. Αυτό έγινε το 1960. Το 1960, λοιπόν, τότε που δεν χρησιμοποιούνταν καθόλου αυτό το σύστημα της πολλαπλής, των πολλαπλών επιλογών, του Σωστού-Λάθος κτλ., μια προϋπόθεση για να πάει κανείς στο Ανατόλια ήταν εκτός από τις εξετάσεις που έδιναν όλα τα παιδιά για να μπουν στο εξατάξιο σχολείο και αυτό. Όσοι είχαν οικονομική άνεση μπορούσαν να δίνουν εξετάσεις και στα αγγλικά για να μπουν στο σχολείο κατέχοντας κάποιο επίπεδο αγγλικών και να προχωρήσουν. Όσοι, όμως, ήτανε από επαρχία ή δεν είχαν στο μυαλό τους από νωρίς ή δεν είχαν και τα λεφτά να κάνουν μαθήματα ιδιαίτερα ή μαθήματα σε φροντιστήρια έπρεπε να παρακολουθήσουν μια τάξη παραπάνω, τη λεγόμενη προπαρασκευαστική η προκαταρκτική ή preparatory form, όπως τη λέγανε· μια τάξη η οποία είχε μαθήματα από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή —το Σάββατο ήταν ελεύθερο—, δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα Αγγλικά, όμως, και Μαθηματικά και Αρχαία Ελληνικά και Νέα Ελληνικά. Αυτή η ύλη εκείνης της τάξης, η ύλη, δηλαδή, των Αγγλικών, που διδάσκονταν από τρεις διαφορετικούς καθηγητές, έναν Αμερικανό, έναν Ελληνοαμερικανό, και από ένα σύστημα το οποίο ήτανε, ας το πούμε, εργαστηριακό, εργαστήρια γλώσσας, εργαστήριο γλώσσας, έδινε έμφαση φυσικά στην εκμάθηση των αγγλικών, γιατί σ’ αυτή την τάξη έρχονταν παιδιά από την επαρχία. Για να σκεφτείτε, όταν πήγα εγώ είχα παιδιά τα οποία ήταν από τα Γιάννενα, από το Βόλο, από τη Λάρισα, από την Αλεξανδρούπολη, από την Κοζάνη, από την Κομοτηνή. Ποιους άλλους είχαμε; Ναι. Ήτανε έτσι όπως σας τα αναφέρω. Ήταν όλα αυτά τα παιδιά υπότροφα και οικότροφα. Έμεναν στο οικοτροφείο. Εγώ, όμως, μπήκα ως υπότροφος, επειδή η Πυλαία με το Κολλέγιο συνορεύουν πήγαινα με τα πόδια. Δεν δεχόμουν καν να κατέβω κάτω από το σπίτι μου, που βρίσκονταν πολύ στα ανατολικά, στον κεντρικό δρόμο να πάρω το λεωφορείο του σχολείου και να ανέβω. Έτσι, λοιπόν, επί εφτά χρόνια ήμουνα στο σχολείο έχοντας αναμνήσεις και εμπειρίες που ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρουσες· με καταπληκτικούς καθηγητές και πάρα πολύ καλούς συμμαθητές, μερικοί απ’ τους οποίους έγιναν πολύ… Έκαναν καριέρα σε διάφορους τομείς: ιατρική, νομικά, διπλωματία. Αρκεί να αναφέρω —δεν ξέρω αν πρέπει να αναφέρω και ονόματα— υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι ήτανε —πώς να το πω τώρα;— προικισμένοι, παιδιά τα οποία επιλέχθηκαν στην επαρχία σε εξετάσεις όπου έπαιρναν μέρος εξήντα και εβδομήντα παιδιά μιας ολόκληρης επαρχίας, των σχολείων όλων αυτών, και επιλέχθηκαν αυτά για να ‘ρθουν στο σχολείο, να μπουν στο οικοτροφείο, να παρακολουθήσουν τα εφτά αυτά χρόνια ή τα έξι, αν έμπαιναν με άλλον τρόπο κτλ., και τελικά να φύγουν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς στην Αμερική, σε πανεπιστήμια με υποτροφία, ή πολλοί απ’ αυτούς να παρακολουθήσουν, να δώσουν εξετάσεις στο ελληνικό Πανεπιστήμιο κτλ. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι να με διακόψετε, Κωστή, να με διακόψεις άμα κάτι ήθελες στην αφήγηση αυτή. Θέλεις ή να συνεχίσω;
Συνεχίστε και θα προσθέσουμε μετά τα επιμέρους.
ΟΚ. Εντάξει. Τελείωσα, λοιπόν, το 1967 έχοντας καθηγητές πολύ σπουδαίους, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο με «παρέσυραν» για να ακολουθήσω το Κλασικό της εποχής εκείνης, το οποίο ξεκινούσε από την πρώτη Λυκείου, ενώ είχα καλές επιδόσεις στο Δημοτικό στα μαθηματικά. Δηλαδή, όταν πήγα στο Κολλέγιο το ατού μου ήταν τα μαθηματικά. Μετά, όμως, περισσότερο αγάπησα και ενδιαφερόμουν για τα αρχαία ελληνικά, για την Ιστορία, για τη λογοτεχνία κτλ. Ο καθηγητής μου, ο οποίος ήτανε ο κατ’ εξοχήν —πώς να το πω;— που μας επηρέασε πολλούς —και θα σου πω γιατί το λέω αυτό. Λοιπόν— ήταν ο Νίκος ο Χουρμουζιάδης, ο κατόπιν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο Χρήστος ο Φράγκος, που κι αυτός μετά έγινε καθηγητής στα Γιάννενα, στα Παιδαγωγικά, και μετά στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο Αναστάσιος ο Γεωργοπαπαδάκος, που μας έκανε αρχαία ελληνικά στην τρίτη Λυκείου, ο Παπαχατζής, που μας έκανε Ιστορία στην πρώτη Λυκείου κτλ. και άλλοι καθηγητές που δεν ξέρω πόσο θα είχε ενδιαφέρον για οποιονδήποτε να τους ακούσει. Σκεφτείτε ότι αυτή η τάξη ήταν παραπανίσια. Τι θέλω να πω; Δηλαδή, ότι δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα το ωρολόγιο που επέβαλε το Υπουργείο, επομένως μπορούσαν να διδάξουν ό,τι ήθελαν. Διδάσκοντας, λοιπόν, τη Γλώσσα Μου του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, κάνοντας λεξιλογικές ασκήσεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, κάνοντας τα Ψηλά Βουνά, έχοντας ένα σωρό άλλα λογοτεχνικά έργα —παιδική λογοτεχνία, αλλά πάρα πολύ αξιόλογη— και της Πηνελόπης Δέλτα και του Ζαχαρία Παπαντωνίου κτλ. γοητεύτηκα απ’ αυτήν εδώ την ατμόσφαι[00:10:00]ρα. Όλοι μας, δηλαδή. Ήμασταν πάρα πολύ… Αγαπούσαμε αυτά τα πράγματα. Στην επόμενη τάξη είχαμε το Νίκο το Βαρμάζη, ο οποίος μετά έγινε καθηγητής στο Πειραματικό Σχολείο και τέλος στο Πανεπιστήμιο. Κυρίως, όμως, αυτός που επηρέασε πάρα πολλούς από τη δικιά μου χρονιά ήτανε ο Νικός ο Χουρμουζιάδης, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από την Αγγλία έχοντας κάνει τη διατριβή του εκεί και κατά κάποιο τρόπο μάς «έσυρε», μας παρέσυρε στη Φιλολογία. Το λέω αυτό γιατί από τη δικιά μου χρόνια —που είναι σπανιότατο για ένα ιδιωτικό σχολείο που πάει κανείς για να κάνει σπουδές κυρίως σε επαγγέλματα που έχουνε, πώς να το πω, και οικονομικές απολαβές στο τέλος: γιατροί δικηγόροι, γενικότερα σχολές του Πολυτεχνείου—, στη δικιά μου τάξη πήγαμε έξι φιλόλογοι, έξι φιλόλογοι αν βάλουμε μέσα κι έναν που πήγε στην Αγγλική Φιλολογία. Και επίσης δύο ή τρεις δικηγόροι. Ήταν πολύ σπάνιο για το σχολείο. Και αυτό εδώ πέρα μάλλον το οφείλουμε στο Νίκο το Χουρμουζιάδη, επίσης —και σε άλλους φιλολόγους— στο Γεωργοπαπαδάκο, ο οποίος ήτανε πολύ σπουδαίος φιλόλογος και συγγραφέας και αυτός, στο Νίκο τον Παπαχατζή, μια μορφή στο χώρο της Ιστορίας. Ήταν αυτός που έκανε μεταφράσεις και κυρίως ασχολήθηκε με Αρχαιολογία. Ο Παυσανίας είναι δικό του έργο, έργο το οποίο εκτιμάται από όλο τον κόσμο, όχι μόνο απ’ την ελληνική έκδοση που έχει κάνει. Μετέφρασε τον Παυσανία και σχολίασε τον Παυσανία, τις περιηγήσεις του. Ε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα ενθουσιασμός για τα φιλολογικά μαθήματα. Έτσι, λοιπόν, το ‘67 η Χούντα με βρήκε εκεί. Δηλαδή, θυμάμαι την 21η Απριλίου που ανέβηκα στο σχολείο και συνάντησα το Γεωργοπαπαδάκο και κανέναν άλλον, γιατί έβλεπα τανκς να ανεβοκατεβαίνουν στο Χορτιάτη. Και ρώτησα το Γεωργοπαπαδάκο. Λέω: «Τι γίνεται; Έχουν απεργία τα λεωφορεία;». Και μου είπε εκείνο το περίφημο τότε, που δεν το ξεχνώ: «Τι απεργία μου λες, Πλούσιε;! Έχουμε τους τριάκοντα τυράννους!», είχε πει τότε ο Γεωργοπαπαδάκος. Ήταν εκείνη η μέρα, 21η Απριλίου. Τέλος πάντων, το Σεπτέμβριο δώσαμε εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο με πολλές εκπλήξεις, γιατί η κυβέρνηση τότε της Χούντας έκανε μια αλλαγή σημαντική: Είπε ότι οι εξετάσεις θα δοθούν σε απλή καθαρεύουσα. Στο Κολλέγιο, όμως, ποτέ δεν είχαμε διδαχθεί απλή καθαρεύουσα, ούτε καν καθαρεύουσα άτεγκτη. Καθόλου. Ήμασταν το σχολείο… Δεν ξέρω αν ήταν αυθαίρετο ή όχι. Είχε επιλέξει να διδάσκει δημοτική. Έτσι, λοιπόν, αναγκαστήκαμε να μαζευτούμε για μια εβδομάδα στο σχολείο για να μας κάνει μερικά μαθήματα ένας καθηγητής, ο Βάιος ο Μπαγλάνης, για να μπορέσουμε, τέλος πάντων, να αποκριθούμε στοιχειωδώς στη γλώσσα που ήθελαν τότε να δώσουμε εξετάσεις. Βέβαια, είχαμε άνεση, επειδή ξέραμε και καλά αρχαία, επειδή κάναμε και πολλά κείμενα στην καθαρεύουσα. Είχαμε άνεση και μπορέσαμε και χειριστήκαμε το θέμα αρκετά εύκολα. Ήταν, πάντως, μία εμπειρία που θα την θυμάμαι. Αυτά, λοιπόν, όσον αφορά το σχολείο όταν ως επιλεγμένος υπότροφος μαθητής ξεκίνησα την πορεία το 1960. Ήτανε μια επιλογή η οποία είχε τα θετικά που ανέφερα προηγουμένως. Είχε, όμως, και πολλά αρνητικά που αφορούσαν την εφηβική μου ηλικία και την κοινωνική ζωή όπως αυτή είχε δημιουργηθεί στην Πυλαία. Δηλαδή, ενώ όλοι —εννοώ οι συμμαθητές μου— είχαν πάει στο δημόσιο Γυμνάσιο —τότε πηγαίναμε στο 5ο Γυμνάσιο τα παιδιά που τελείωναν το Δημοτικό σχολείο της Πυλαίας, απ’ όπου κι εγώ όπως είπα τελείωσα—, εγώ πήγα σ’ αυτό εδώ το σχολείο. Ήταν, βέβαια, πολύ τιμητικό, ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Αλλά, χώρισαν οι δρόμοι μας. Το να πηγαίνεις στο σχολείο από το πρωί στις οχτώ και να γυρίζεις τέσσερις και τέταρτο… Τέσσερις και δέκα σχολούσαμε απ’ το σχολείο. Να έρχεσαι με τα πόδια —ή με το λεωφορείο. Εξαρτάται τις μεγαλύτερες τάξεις— και να καταπιάνεσαι με… Δεν έβλεπα τους συμμαθητές μου πουθενά. Δεν μπορούσα να τους δω μ’ αυτούς που ήμασταν κάθε μέρα μαζί. Επομένως, λίγο-πολύ ξέκοψα από τις παρέες στην Πυλαία εκείνη την εποχή του Γυμνασίου. Και αυτό με πείραζε, με ενοχλούσε. Για να ξαναβρεθώ με τους συμμαθητές μου έπρεπε να περάσουν αυτά τα χρόνια του Γυμνασίου και ως φοιτητής πια, μέσα από μία Λέσχη, ας την ονομάσουμε —Φυσιολατρικό Όμιλο τον ονομάζαμε—, στην Πυλαία, μπόρεσα τους φίλους μου που ήμασταν μαζί στο Δημοτικό, που ήμασταν κοντά στη γειτονιά, που μεγαλώσαμε μαζί, που μιλούσαμε την ίδια διάλεκτο, που ήμασταν συγγενείς, ξαδέρφια, φίλοι κτλ. κτλ. Αυτό ήταν κάτι που ήταν κατά κάποιο τρόπο —πώς να το πω;— αρνητικό, γιατί χρειάστηκε να κοπεί το νήμα της κοινωνικής μου ζωής σε έναν τόπο που μεγάλωσα με συγκεκριμένους ανθρώπους και ξανά πάλι να το ξαναπιάσω μετά από αρκετά χρόνια αυτά. Αυτά όσον αφορά το σχολείο και το πώς πέρασαν αυτά εδώ τα χρόνια, τι θυμάμαι απ’ αυτό.
Λοιπόν, αν πρέπει να μιλήσουμε για τα πανεπιστημιακά χρόνια, μπορούμε να πούμε και για αυτά αρκετά πράγματα. Να αναφερθώ πρώτα από όλα στο γεγονός ότι δώσαμε εξετάσεις το Σεπτέμβριο. Δεν είχα πάει φροντιστήριο παρά κάποιες μέρες το καλοκαίρι. Διαπίστωσα ότι δεν χρειαζόταν. Νόμιζα ότι θα τα κατάφερνα, όπως και έγινε. Όταν ξεκίνησε το Πανεπιστήμιο ήτανε μια απογοήτευση λίγο-πολύ. Γιατί; Γιατί η πρώτη χρονιά, το ’67, δηλαδή, ’68, ήταν η χρονιά που είχαν διώξει καθηγητές πολύ σημαντικούς, τους οποίους παρακολούθησα, βέβαια: Κάκριδη, Μαρωνίτη, Καρατζά, το Σακελλαρίου, έναν πολύ σπουδαίο ιστορικό. Και οι καθηγητές με τους οποίους την πρώτη χρονιά είχαμε σχέση ήτανε —για τους φιλολόγους ομιλώ— ήτανε ο Καψωμένος, ο οποίος έχει απομείνει, ο Τσομπανάκης και κάποιοι επιμελητές, κυρίως ο Δημήτρης ο Λυπουρλής. Πολύ σπουδαίος φιλόλογος. Άρα, λοιπόν, πήγαμε στο Πανεπιστήμιο χωρίς ουσιαστικά να έχουμε καθηγητές. Η Χούντα εκείνη τη χρονιά αντί να πάρει διακόσιους πήρε, δεν ξέρω, πολλαπλάσιους και επομένως έπηξε το πανεπιστήμιο με χωρίς καθηγητές. Και τι κάναν τότε; Κάναν το σύστημα των φροντιστηρίων. Φέραν, δηλαδή, καλούς φιλολόγους από το δημόσιο σχολείο και μας χώρισαν σε τμήματα με αλφαβητική σειρά. Και άλλος έκανε φροντιστηριακά μαθήματα στα Αρχαία Ελληνικά, άλλος στην Έκθεση και κάποιοι άλλοι έκαναν μαθήματα ακόμα και για ένα μικρό διάστημα και στην Ιστορία. Κυρίως, όμως, ήταν τα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά και τα Νέα Ελληνικά, που τα ανέθεσε το Πανεπιστήμιο, γιατί δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα οι δυο-τρεις καθηγητές που υπήρχαν, είχαν απομείνει, δηλαδή. Υπήρχαν, βέβαια, μαθήματα στο αμφιθέατρο, που τα έκανε ο Τσομπανάκης. Υπήρχαν μαθήματα που τα έκανε ο Καψωμένος. Αλλά, δύο καθηγητές όλοι κι όλοι. Όλα τα υπόλοιπα τα κάναν οι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, πολλοί απ’ αυτούς πάρα πολύ αξιόλογοι. Κι έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, με πολλή, με προσωπική μελέτη. Αυτό ήταν το θετικό. Δηλαδή, απ’ τη στιγμή που υπήρχε η ύλη που έπρεπε να βγει, οι καθηγητές δίδασκαν ένα μικρό κομμάτι και ουσιαστικά τη μεθοδολογία —απ’ το δεύτερο έτος και πάνω, έτσι; Γιατί στο πρώτο έτος ήτανε, όπως είπαμε, φροντιστηριακά τα μαθήματα—, από κει και πέρα έπρεπε να διαβάζεις εσύ μόνος σου. Έπρεπε να επιλέξεις το τμήμα και έπρεπε την ύλη που ήτανε, ξέρω ‘γω, όλος ο Θουκυδίδης ή ήτανε όλος ο Όμηρος, ήτανε δυο, τρεις τραγωδίες κτλ., έπρεπε τα δείγματα που έκανε ο καθηγητής εσύ να τα συνεχίζεις διαβάζοντας μόνος σου και καταφεύγοντας σε βιβλιογραφία, αν ήξερες αγγλικά. Και αυτό ήταν ένα μεγάλο ατού που τουλάχιστον εγώ είχα, να μπορέσω να παρακολουθήσω βιογραφία στα αγγλικά ή σε βοηθήματα που υπήρχαν για να μπορέσει κανείς να μάθει πολύ καλά την ύλη, να διαβάσει και τις λεπτομέρειες για να μπορέσει να πάει στις εξετάσεις, οι οποίες εξετάσεις ήτανε μια φορά το χρόνο τότε, τον Ιούνιο. Και είτε περνούσες το μάθημα, είτε κοβόσουνα και έπρεπε να πας ξανά το Σεπτέμβριο. Έτσι ήταν το σύστημα τότε. Αυτά, επομένως, τα τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο ήταν χρόνια τα οποία τις περισσότερες φορές τα πάντα εξαρτιόνταν από την π[00:20:00]ροσωπική μελέτη. Αυτό ήταν ένα θέμα που μας κόστισε. Βγήκε θετικό γιατί έπρεπε να είσαι κλεισμένος μέσα σε ένα σπουδαστήριο και να μελετάς και αν ήσουν λίγο περίεργος ξεφύλλιζες βιβλία τα οποία δεν αφορούσαν μόνο την ύλη, λεξικά. Συζητούσες με συμφοιτητές που ήταν μερικοί πάρα πολύ σπουδαίοι και εξαιρετικοί επιστήμονες και δάσκαλοι γίναν αργότερα. Και όλο αυτό, τουλάχιστον στον τομέα της γνώσης και της ύλης που έπρεπε να καλυφθεί, έβγαινε σε θετικό. Όμως, δεν είχαμε τη χαρά, ας πούμε, δηλαδή να έχεις τον Κακριδή που τον είχανε οι προηγούμενες χρονιές σ’ όλα τα χρόνια ή τον Καψωμένο ή τέλος πάντων τους καθηγητές οι οποίοι έφυγαν όπως ήταν ο Σακελλαρίου —πολύ σπουδαίος. Τον συνάντησα αργότερα, στις μεταπτυχιακές μου σπουδές— ή καθηγητές όπως ήταν ο Μαρωνίτης κτλ. Βέβαια, ήταν η εποχή που η πολιτική δραστηριότητα, η πολιτική έκφραση, ήτανε σφραγισμένη εντελώς. Φοβόμασταν να μιλήσουμε για οτιδήποτε στον οποιοδήποτε. Κατέβαινες στο κυλικείο —κατέβαινες γιατί ήταν σ’ ένα ισόγειο το κυλικείο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής— και ήξερες ότι δίπλα σου υπάρχουν ένας-δυο άνθρωποι οι οποίοι ήταν της Ασφαλείας με πολιτικά, αστυνομικοί, και παρακολουθούσαν τους φοιτητές με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Ήξερες ότι θα ήσουν κάποιος, ο επόμενος που θα μπορούσαν να σε καλέσουν στην Αστυνομία για να κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Ήξερες ότι ο τάδε ήταν υπέρ της κυβέρνησης αυτής και οι άλλοι ήταν αντίθετοι. Υπήρχε, δηλαδή, ένα κλίμα φόβου, που πολιτικά μόνο τρόμαζε λίγο και μας έκανε να σκεφτούμε πάρα πολλά πράγματα αργότερα. Πολλοί γνωστοί συμφοιτητές ή και σε άλλα έτη, γνωστοί όπως τα μάθαμε αργότερα, έκαναν αγώνα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις τελείωσε άδοξα μέσα από χίλιες δυο ταλαιπωρίες κτλ. Σε άλλες περιπτώσεις υπήρχανε φοιτητές που αναγκάστηκαν να σταματήσουν το Πανεπιστήμιο, τα γνωστά, ό,τι υπάρχει. Η εμπειρία αυτή ήτανε οδυνηρή. Δηλαδή, μπορώ να πω ότι τα χρόνια του Πανεπιστημίου, τα χρόνια που πολύ λίγο βοήθησαν στη διαμόρφωση μιας κατεύθυνσης επιστημονικής… Στράφηκα στην Κλασική Φιλολογία, γιατί εκεί μπορείς να βρεις τις απαντήσεις και μπορείς να ολοκληρωθείς μέσα από τη μελέτη μιας πολύ πλατιάς βιβλιογραφίας που υπάρχει, αν ξέρεις μια ξένη γλώσσα ή δύο ξένες γλώσσες. Αυτά. Αν έχετε να μου κάνετε μια ερώτηση, ευχαρίστως να απαντήσω σε ό,τι αφορά αυτό το κομμάτι.
Έχω, αλλά όχι ακριβώς για αυτό το κομμάτι. Πάνω στα όσα πολύ ενδιαφέροντα είπατε θα ήθελα να μάθω και ίσως θα είχε και αξία να μάθουμε όλοι περισσότερα για την Πυλαία, για το πώς ήταν τότε η Πυλαία, γιατί σήμερα έχει μια τελείως άλλη εικόνα, φαντάζομαι, σε σχέση με τότε.
Ααα, αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον, ναι. Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον. Πρώτα από όλα, η Πυλαία —το παλιό όνομα Καπουτζήδα. Αυτό είν’ το τουρκικό, έτσι; Που σημαίνει και «πύλη». Καπουτζήδες ήταν πυλοφύλακες. Για αυτό ονομαζόταν έτσι, Καπουτζήδα, και μετά έγινε Πυλαία— ήτανε μια περιοχή που είχε αστική συγκοινωνία, όμως η γλώσσα που μιλιόταν εκεί, το ιδιόλεκτο του τόπου, η γλώσσα, οι συνήθειες, η συμπεριφορά, η νοοτροπία ήτανε ενός χωριού που θα μπορούσε να ‘ναι απομακρυσμένο και σφηνωμένο κάπου, ας πούμε, στα Γιάννενα ή κάπου, ξέρω ‘γω, στην κεντρική Ελλάδα κτλ. Είναι ενδιαφέρον για την εποχή εκείνη να μάθει κανείς ότι ήμασταν περίπου έξι τμήματα στο Δημοτικό. Τελειώσαμε, δηλαδή, έξι τμήματα. Ήταν δύο σχολεία: 1ο Δημοτικό και 2ο Δημοτικό. Δώσαμε εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Εγώ, εντάξει, έδωσα εξετάσεις στο Κολλέγιο. Οι άλλοι οι συμμαθητές μου, καμιά δεκαριά παιδιά όλα κι όλα… Δηλαδή, να σας πω τώρα ογδόντα παιδιά, εβδομήντα; Δώσαν εξετάσεις καμιά δεκαριά παιδιά. Μπήκαν από αυτά τα δέκα παιδιά —μπήκαμε, δηλαδή— γύρω στα πέντε-έξι και πήγαν στο Γυμνάσιο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου να σπουδάσουν τα παιδιά στην δεκαετία εκείνη, του ’60. Δεν ενδιαφέρονταν να σπουδάσουν καθόλου στην Πυλαία, γιατί, διότι έχοντας δίπλα τους τη Θεσσαλονίκη, έχοντας την αστική συγκοινωνία που μπορούσαν να κάνουν ουσιαστικά ζούσαν σε ένα περιβάλλον έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν Θεσσαλονικείς. Μπορούσαν να μάθουν μια τέχνη. Έτσι, όλοι οι φίλοι μου από το Δημοτικό έγιναν ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, μαραγκοί, τορναδόροι, εφαρμοστές, οδηγοί, άνθρωποι, δηλαδή, οι οποίοι από τα δεκατρία, δεκατέσσερα έφερναν μεροκάματο στο σπίτι, βοηθούσαν την οικογένεια. Οι οικογένειες ήταν πολυμελείς. Εμείς ήμασταν τέσσερα αδέρφια, δυο αγόρια, δυο κορίτσια. Μόνο εγώ πήγα, μόνο εγώ τελείωσα το Γυμνάσιο, ο αδερφός μου πήγε για τρία χρόνια, οι αδερφές μου δεν πήγαν καθόλου στο Γυμνάσιο. Όλα τα παιδιά, λοιπόν, της ηλικίας μου ήταν παιδιά τα οποία ασχολήθηκαν μαθαίνοντας τέχνη και κάνοντας αργότερα και πολλοί από αυτούς… Έγιναν πολύ καλοί επιχειρηματίες. Δεν είχαν ανάγκη, λοιπόν, να μάθουν γράμματα. Έπρεπε να βοηθήσουν την οικογένεια. Έπρεπε από πολύ νωρίς να φέρνουν λεφτά στο σπίτι. Έπρεπε να πιάσουν τη ζωή απ’ τα μαλλιά και να προχωρήσουν. Όλοι αυτοί παντρεύονταν μετά από το στρατό. Στα είκοσι πέντε, είκοσι έξι είχαν κάνει όλοι οικογένειες, την εποχή που εμείς ακόμα σπουδάζαμε ή, ξέρω ‘γω, είχαμε υποχρεώσεις με το στρατό κι όλα αυτά. Και ήτανε πραγματικά ενδιαφέρον να δει κανείς την αλλαγή που υπάρχει τώρα. Δηλαδή, δεν νοείται —μετά, βέβαια, και την υποχρεωτική εκπαίδευση— στην περιοχή της Πυλαίας να μην υπάρχουν σπίτια που έχουνε πτυχιούχους, διδακτορικά, καθηγητές Πανεπιστημίου και τέτοια. Άλλαξε, λοιπόν, μέσα σε μια εικοσαετία εντελώς η νοοτροπία για το πώς πρέπει κανείς να ξεκινάει τη ζωή του, αν πρέπει να επιδιώκει την εκπαίδευση, τη μόρφωση, αν πρέπει να μάθει τέχνη κτλ. κτλ. Αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου πτυχή της ζωής στην Πυλαία, όπως επίσης κι αυτή της γεωργικής Πυλαίας. Η Πυλαία ήτανε ένας τόπος ο οποίος ήταν καλυμμένος από αμπέλια ή αργότερα σε ορισμένες περιοχές από μπάμιες, καλλιέργεια μπάμιας. Η καλλιέργεια της μπάμιας, η ονομαστή τότε —υπάρχει και ποικιλία μπάμια Πυλαίας. Σήμερα είναι κατοχυρωμένη. Δεν ξέρω πώς είναι. Τέλος πάντων… Ο κόσμος πήγαινε από τα χαράματα για να καλλιεργήσει τις μπάμιες, να καλλιεργήσει κουκιά, μπιζέλια, που επίσης εκείνη την εποχή είχαν, αλλά κυρίως αμπέλια. Τα αμπέλια της Πυλαίας ήταν ονομαστά. Εμείς είχαμε σαν οικογένεια κάνα δυο στρέμματα αμπέλια, που ήτανε η συμπληρωματική δουλειά του πατέρα μου, ας πούμε. Και ο καθένας είχε στο σπίτι το κρασί, το τσίπουρο. Ήτανε μια ενδιαφέρουσα περιοχή γιατί, όπως είπα, μπορεί κάποιος ήταν υδραυλικός, αλλά ταυτόχρονα είχε και δυο, τρία στρέμματα μπάμιας για να καλλιεργεί και να συμπληρώνει το εισόδημά του ή μπιζέλια ή κουκιά ή αμπέλια, όπως σας είπα προηγουμένως, για να βγάζει το δικό του το κρασί ή να πουλάει τα σταφύλια ή να πουλάει κρασί κτλ. κτλ. Άρα, λοιπόν, μια μικτή κοινωνία, η οποία παράλληλα με τη γεωργική δουλειά, που την έκαναν κυρίως οι γυναίκες, αλλά και τα παιδιά. Εμείς πηγαίναμε πολλές φορές και βοηθούσαμε και τις μανάδες μας και τον πατέρα κτλ. στις γεωργικές δουλειές —τις συμπληρωματικές γεωργικές δουλειές, γιατί όπως είπα ήταν ο πατέρας μου από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Πολύ λίγοι είχαν την τύχη και θεωρούνταν τυχεροί να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήτανε αυτοί που ελάχιστοι δούλευαν στη ΔΕΗ. Δεν υπήρχε τότε, πολύ λίγοι. Δούλευαν στα τραμ. Δούλευαν στα λεωφορεία, τον ΟΑΣΘ εκείνη την εποχή. Δούλευαν στο δήμο της Θεσσαλονίκης ή στο… Αυτοί που είχαν μεροκάματο όλο το χρόνο —έτσι;—, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, θεωρούνταν πάρα πολύ τυχεροί. Οι υπόλοιποι,[00:30:00] που δεν έκαναν μόνο αγροτική δουλειά, ήταν, όπως είπα προηγουμένως, τεχνίτες, τεχνίτες με το μεροκάματο ή τεχνίτες που από πολύ νωρίς, μετά από το στρατό, έκαναν δικές τους δουλειές, δικές τους επιχειρήσεις. Άνοιγαν, δηλαδή, ξυλουργεία, άνοιγαν μηχανουργεία. Είχαν εργαστήρια ως ηλεκτρολόγοι, ως υδραυλικοί στη Θεσσαλονίκη. Δούλευαν ως μπογιατζήδες σε οικοδομές. Αυτή ήταν η κατάσταση στην Πυλαία ώσπου ανατράπηκε με την επέκταση του σχεδίου. Και τι έγινε τότε —πόσο ενδιαφέρουσα είναι και πώς έγιναν αλλαγές; Ενώ, λοιπόν, οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούνταν οι τυχεροί της υπόθεσης γιατί είχαν το μεροκάματο —συμπληρωνόταν από κάποιες γεωργικές δουλειές—, μπορούσαν να τρώνε καλύτερα, να ντύνονται καλύτερα, να περνάνε μια ζωή λίγο πιο άνετη από τους υπολοίπους που πάρα πολύ δυσκολεύονταν ανάλογα με τη χρονιά, είτε ως εργαζόμενοι κάπου, είτε με γεωργικές δουλειές μόνο, όταν, λοιπόν, έγιναν οι επεκτάσεις του σχεδίου κι άρχισε η πόλη της Θεσσαλονίκης προς τα ανατολικά να πηγαίνει, τότε η οικοπεδοποίηση των χωραφιών που υπήρχαν γύρω από την Πυλαία έκανε τους ελάχιστους κτηνοτρόφους που υπήρχαν εκείνη την εποχή και τους ελάχιστους, ας πούμε, ανθρώπους που ζούσαν στα περιθώρια του χωριού να πλουτίσουν, γιατί άρχισε η αντιπαροχή και βρέθηκαν οι άνθρωποι που είχαν χωράφια και τα έσπερναν με κριθάρια για να ταΐσουν τις λίγες αγελάδες που είχαν —γιατί, δεν έκαναν συστηματική εκτροφή. Είχανε κάποια ζώα για να παίρνουν το γάλα, να το πουλάνε χύμα ως γαλατάδες κάτω στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή βρέθηκαν αυτοί οι άνθρωποι να έχουνε διαμερίσματα, σπίτια, και να ανατρέψουν εντελώς τα δεδομένα που υπήρχανε κάποτε και που ήτανε οι υπάλληλοι και οι τεχνίτες που είχαν δουλειά, ενώ αυτοί εδώ πέρα ταλαιπωρούνταν για να βγάλουν το μεροκάματο. Αυτά όσον αφορά την Πυλαία. Σε σχέση με το επίπεδο της εκπαίδευσης, το οποίο άλλαξε δραματικά, είπα ότι ελάχιστοι έδιναν εξετάσεις, πιο ελάχιστοι περνούσαν στο Γυμνάσιο. Ήταν ταλαιπωρία τότε να κατεβαίνεις από την Πυλαία για να πηγαίνεις στο 5ο. Το 5ο Γυμνάσιο βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το ίδρυμα το ΜΙΕΤ, το κλασικό κτίριο που υπάρχει στη Βίλλα Καπαντζή εκεί. Δηλαδή, μια ταλαιπωρία. Τα παιδιά κατέβαιναν μέχρι Χαριλάου με το λεωφορείο και από ‘κει πήγαιναν με τα πόδια. Ήταν, λοιπόν, ταξίδι ολόκληρο κάθε μέρα να πάει κανείς. Έτσι, λοιπόν, εκείνες οι φουρνιές, του ‘50 και του ’60, είχαν ελάχιστους πτυχιούχους, ελάχιστους επιστήμονες. Όμως, αργότερα, από το ‘80 και μετά, τα πράγματα άλλαξαν. Οι γονείς άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη μόρφωση των παιδιών τους. Δημιουργήθηκε γυμνάσιο —γυμνάσια— και λύκεια στην Πυλαία και τα πάντα, ας το πούμε, πήραν άλλο χρώμα, άλλη μορφή. Και οικιστικά άλλαξε και κοινωνικά άλλαξε και έγινε μάλιστα μία από τις πιο, ας πούμε, ακριβές περιοχές της Θεσσαλονίκης όσον αφορά την κατοικία. Αυτά για την Πυλαία και τη σχέση που είχε με το Κολλέγιο. Λίγο και αυτό είναι ενδιαφέρον. Ζούσαμε δίπλα στο Κολλέγιο και βλέπαμε μια κοινωνία η οποία μας εντυπωσίαζε. Γιατί; Τι συνέβαινε; Οι άνθρωποι έκαναν γυμναστικές επιδείξεις σε έναν χώρο που τον είχαν παραχωρήσει για τον ποδοσφαιρικό σύλλογο της Πυλαίας, τον Εθνικό Πυλαίας. Σ’ αυτόν εδώ το χώρο, λοιπόν, βλέπαμε να εμφανίζονται κάθε χρόνο στις γυμναστικές επιδείξεις, τις οποίες περιμέναμε πραγματικά με ανυπομονησία για να τις δούμε, άνθρωποι οι οποίοι θα ήτανε καλά οργανωμένοι, μιλούσαν αγγλικά, άνθρωποι που δέχονταν τότε που έρχονταν ο αμερικανικός στόλος ναύτες που παίζαν μπέιζμπολ και αλλά αθλήματα αμερικάνικα. Φραγμένοι εκεί πέρα μέσα σε έναν παράδεισο. Γύρω-γύρω υπήρχανε μόνο ξεροχώραφα. Η Πυλαία δεν είναι ιδιαίτερα εύφορος τόπος, για αυτό μόνο η καλλιέργεια του αμπελιού και τις μπάμιας ήταν αυτός που… ενώ όλα τα υπόλοιπα προϊόντα δεν ήτανε… Δεν ευδοκιμούσαν, γιατί η γη είναι ξερή. Δεν είναι πολύ γόνιμη. Ο τόπος δεν έχει πολλά νερά. Κι έτσι, λοιπόν, ήταν ένας μαγικός τόπος, ένας τόπος που πολύ παράξενος φαινόταν, παρόλο που πολλοί άνθρωποι απ’ την Πυλαία δούλευαν εκεί: κηπουροί, φύλακες, ένας, δυο μαραγκοί. Ήταν υπάλληλοι του Κολλεγίου. Το Κολλέγιο συνήθιζε να παίρνει ανθρώπους και από το Πανόραμα και από την Πυλαία ως υπαλλήλους, και επειδή ήταν κοντά, αλλά και επειδή είχαν τη δυνατότητα να εξυπηρετούν όποτε χρειάζονταν βοηθώντας απ’ τον τόπο τους το Κολλέγιο σε ό,τι… Δηλαδή, και μπορούσαν να βοηθήσουν και με εργάτες που τους έφερναν ή και με αγορές που γίνονταν σε καταστήματα της Πυλαίας και του Πανοράματος. Και όλα αυτά ήτανε… Έτσι, λοιπόν, το Κολλέγιο ήτανε όνειρο ζωής για πολλούς για να πάνε εκεί. Και σε μένα αυτό συνέβη. Όχι, δεν μπορώ, δεν θα κρύψω ότι δεν ενδιαφερόμουν κι έπεσε ο ουρανός, έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Με ενδιέφερε να πάω στο Κολλέγιο. Προσπαθούσα να είμαι καλός μαθητής. Όταν έγινε επιλογή διάβασα πολύ για να μπω.
Και τελικά πήγα σ’ αυτό το σχολείο για το οποίο θα μπορούσα να μιλήσω ξέροντας καλά την ιστορία του και την πορεία του στη Θεσσαλονίκη, γιατί πιστεύω ότι το Κολλέγιο, όπως και η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, είναι δύο χώροι οι οποίοι πρόσφεραν πάρα πολλά πράγματα στη Θεσσαλονίκη. Τι ήταν αυτή η προσφορά; Δεν είναι μόνο οι απόφοιτοι, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν από την αστική τάξη, άνθρωποι που μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι εκείνη η εποχή ήταν που —το ‘60— τα δίδακτρα ήτανε περίπου… έξι χιλιάδες, εφτά χιλιάδες δραχμές; Κάπου, κάπου τόσο. Και αν σκεφτεί κανείς ότι ένας υπάλληλος όπως ο πατέρας μου έπαιρνε χίλιες δραχμές ή χίλιες διακόσιες δραχμές το μήνα, σήμαινε ότι περίπου το μισό χρονιάτικο έπρεπε να πάει για να σπουδάσει ένα παιδί. Ήταν, επομένως, ένα σχολείο που δεν μπορούσε να πάει ο καθένας. Τι πρόσφερε, λοιπόν, αυτό το σχολείο; Αυτό που κατά τη γνώμη μου πρόσφερε ήτανε μια προσέγγιση της εκπαίδευσης που είχε ένα χαρακτήρα διαπολιτισμικό θα τον έλεγα. Το διαπολιτισμικός είχε να κάνει πρώτα απ’ όλα εσωτερικά. Υπήρχαν παιδιά από όλα τα σημεία της Ελλάδος που ήταν αριστούχοι μαθητές επιλεγμένοι πάρα πολύ καλά σε ένα χώρο που δεν τον είχαν άλλα σχολεία, στο οικοτροφείο. Ζούσαν στο οικοτροφείο. Μελετούσαν εκεί, οργανώνονταν εκεί, περνούσαν τη ζωή τους εκεί. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεύτερον διαπολιτισμικό: υπήρχαν είκοσι, είκοσι πέντε καθηγητές Αμερικανοί που έρχονταν άλλος για τρία χρόνια, άλλος για πολύ περισσότερα, άλλος για ένα χρόνο, ανάλογα με την εποχή και ανάλογα με τις ανάγκες και τις διαπραγματεύσεις που έκανε το σχολείο με καθηγητές αυτοί που ενδιαφέρονταν να διδάξουν εκτός Αμερικής. Αυτοί έφερναν έναν πολιτισμό που ξεκινούσε από τον τρόπο με τον οποίον ντύνονταν, από τον τρόπο με τον οποίον μιλούσαν —αν ήταν από το Τέξας, αν ήταν από τη Νέα Υόρκη, αν ήταν απ’ την Καλιφόρνια, αν ήταν από οπουδήποτε αλλού—, από τον τρόπο με τον οποίον ζούσαν με τις οικογένειές τους μέσα στο σχολείο. Το σχολείο διέθετε πάρα πολλά οικήματα και μέσα στο συμβόλαιο ήταν να μένουν μέσα στο σχολείο, να είναι school residents όπως τους λέγανε οι καθηγητές αυτοί, να συναναστρέφονται τα παιδιά τους με εμάς τους μαθητές, να συναναστρεφόμαστε με τους καθηγητές και τα σαββατοκύριακα σε ορισμένες περιπτώσεις, να μαθαίνουμε απ’ αυτούς πράγματα τα οποία δεν μπορούσαν ίσως σε άλλα σχολεία οι μαθητές, να χρησιμοποιούμε μια βιβλιοθήκη που εκείνη την εποχή ήτανε μια όαση. Η βιβλιοθήκη ήταν πάντοτε ανοιχτή. [00:40:00]Είχε εφημερίδες καθημερινές που μπορούσε κανείς να διαβάσει. Είχε μουσική που μπορούσε κανείς από δίσκους να ακούσει με ακουστικά κτλ. και φυσικά λογοτεχνία, η οποία είχε σπανιότατες εκδόσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκδόσεις οι οποίες είχαν Παλαμά ή Δροσίνη κτλ., όλους αυτούς της γενιάς του 1880 κτλ., οι οποίες ήτανε σπανιότατες. Τις έβλεπες, δηλαδή, καταλάβαινες ότι ήταν εκδόσεις που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά και σε προκαλούσαν δέος, σε τραβούσαν να κάτσεις να διαβάσεις, να δεις πώς έγραφαν αυτοί οι άνθρωποι. Και το ίδιο το βιβλίο σαν βιβλίο, σαν έκδοση, ήταν γοητευτική. Μπορούσε κανείς τον ελεύθερο χρόνο και τα μεσημέρια να μελετάει στη βιβλιοθήκη, ένας χώρος ο οποίος απ’ τη στιγμή που έμπαινες ξεχνούσες τα πάντα και καταπιανόσουν ανάλογα με το τι περιέργεια είχες και τι ενδιαφέροντα να σκαλίζεις βιβλία και περιοδικά. Εμένα με συγκινούσαν πάρα πολύ τα περιοδικά. Ήταν τότε το Newsweek, το Time, το Saturday Review. Υπήρχαν περιοδικά που είχαν σχέση με το art and decoration. Είχαν μπει περιοδικά τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στο μαθητή να δει ένα σωρό οπτικές και να κάτσει μέσα στο διάστημα της ημέρας να τα μελετήσει ή ακόμα και μετά μέχρι τις πέντε, πεντέμιση η ώρα που έκλεινε η βιβλιοθήκη ή σε ορισμένες περιπτώσεις να καθίσει μαζί με τους οικοτρόφους, γιατί οι οικότροφοι διάβαζαν στη βιβλιοθήκη, μελετούσαν, είχαν μελέτη στη βιβλιοθήκη για να προετοιμαστούν για την επόμενη μέρα. Η βιβλιοθήκη, δηλαδή, δούλευε μέχρι τις δέκα τη νύχτα. Η σχολική μέρα στο Κολλέγιο άρχιζε —και αυτό ήταν πάλι κάτι ιδιαίτερο. Είχε μεγάλη σημασία για το τι θυμούνται οι απόφοιτοι, αλλά και πώς…— με την πρωινή προσευχή, η οποία πρωινή προσευχή είχε… Ξεκινούσε με έναν ύμνο στα αγγλικά, έναν προτεσταντικό ύμνο στα αγγλικά. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί και κάποιος καθόταν στο πιάνο και διηύθυνε ο μουσικός, ο μακαρίτης ο Τάσος ο Παππάς, ή κάποιος άλλος ανάλογα. Γινόταν μια μικρή ομιλία από έναν καθηγητή για κάποιο θέμα —φιλόλογος, μαθηματικός, οτιδήποτε—, μια δεκάλεπτη ομιλία. Άλλες μέρες, όπως την Τρίτη και την Πέμπτη, ακούγαμε ένα μουσικό κομμάτι και υπεύθυνος για αυτό ήταν ο Αριστείδης ο Κυριακάκης, ο οποίος μας εξηγούσε ακριβώς σε τι φόρμα ήταν αυτό που ακούγαμε, τι σημαίνει αυτό, τι σημαίνει εκείνο, ποιος είναι ο συνθέτης, τι έχει κάνει ο συνθέτης, δηλαδή ένα μάθημα μέσα στο δεκαπεντάλεπτο, ας το πούμε, της πρωινής προσευχής, γιατί δεν ήταν πρωινή προσευχή που κρατούσε τρία λεπτά, απλώς προσευχή, ανακοινώσεις κτλ., αλλά ένα διάστημα που κρατούσε δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, με τη μικρή του διάλεξη ή με το μουσικό κομμάτι που θα έλεγε ή με κάποια διάλεξη ή παρουσίαση που έκανε κάποιος μαθητής. Το μεσημέρι, από τη μία παρά δέκα μέχρι περίπου στις δύο παρά τέταρτο, ήταν το διάλειμμα όπου έπρεπε κάνεις να πάει να φάει είτε το σάντουιτς που είχε από το σπίτι, είτε στην τραπεζαρία όπου έτρωγαν οι οικότροφοι και οι λεγόμενοι ημίτροφοι, δηλαδή αυτοί οι οποίοι πλήρωναν, δήλωναν ότι θα συμμετέχουν στο συσσίτιο το μεσημεριανό και έτρωγαν όλοι μαζί σε μια διαδικασία όμοια μ’ αυτή που βλέπουμε πολλές φορές σε σχολεία με εσωτερικούς μαθητές σε ταινίες. Ενδιαφέρουσα κι αυτή η εμπειρία, όπου υπήρχε ο τραπεζάρχης, υπήρχε ο επικεφαλής καθηγητής σε κάθε τραπέζι, υπήρχαν τα μικρά παιδιά τα οποία κάθε εβδομάδα άλλαζαν για να σερβίρουν στους μεγαλύτερους. Ένα… Δεν θα το ‘λεγα στρατιωτικό, αλλά ένα σύστημα το οποίο και αυτό σε κοινωνικοποιούσε, σε οδηγούσε σε μία επαφή με τους άλλους, σε μνήμες οι οποίες δεν σβήνονταν εύκολα. Δεν ήταν, ας πούμε, κάνουμε μάθημα, φεύγουμε κτλ. Ήταν η ζωή μες στο σχολείο μακρά. Κρατούσε πολύ. Και στη βιβλιοθήκη συναντιόμασταν και στο μεσημεριανό φαγητό συναντιόμασταν και κυρίως συναντιόμασταν σ’ αυτό που ονομάζανε κλαμπ, στα κλαμπ. Δηλαδή, στο… Εγώ ήμουν στη χορωδία επί πολλά χρόνια και επομένως τρεις φορές την εβδομάδα κάναμε πρόβα το μεσημέρι, εκτός από την ακόμα μία ώρα που κάναμε το απόγευμα. Μια χορωδία η οποία ήταν επιπέδου πάνω από το σχολικό. Επίσης, υπήρχε το κλαμπ το οποίο είχε σχέση με τη λογοτεχνία. Κάποιοι καθηγητές αναλάμβαναν να μελετήσουν με τα παιδιά ιδιαίτερα κομμάτια λογοτεχνικά που απ’ την αρχή ορίζονταν Ήταν το debate. Δεν ήταν σ’ εμάς τότε τόσο δυνατό αλλά υπήρχε το debate εκείνη την εποχή. Ήτανε το μαθητικό συμβούλιο, που σήμαινε ότι οι πρόεδροι των τάξεων —εκλέγονταν πρόεδροι σε κάθε τάξη πάντοτε—, οι πρώτοι του τάξεων συνεδρίαζαν με επικεφαλής το γυμνασιάρχη για θέματα που αφορούσαν το σχολείο. Ήταν πολύ τιμητικό να συμμετέχει κανείς στο συμβούλιο αυτό, γιατί ουσιαστικά συνδιοικούσε, ας το πούμε, σε θέματα που είχαν σχέση όχι τόσο με πρόγραμμα και παιδεία, αλλά με δραστηριότητες του σχολείου, με θέματα πειθαρχίας, με θέματα οργάνωσης. Έτσι, λοιπόν, αυτή η εμπειρία, πέρα από τους αφοσιωμένους στη δουλειά τους, έδινε την εντύπωση μιας κυψέλης όπου οι άνθρωποι συνεργάζονταν και έπρεπε να είναι αφοσιωμένοι στο σχολείο. Δεν μπορούσες να μην παρακολουθείς το σχολείο σε όλες αυτές τις δραστηριότητες. Δεν ήταν δυνατόν, γιατί δεν σε υποχρέωνε κανείς, αλλά ήταν πάντοτε μία ανάγκη. Το σχολείο ήταν αρρένων απ’ τη μια μεριά, απ’ την απέναντι υπήρχε το θηλέων. Ήτανε τα κορίτσια που πηγαινοέρχονταν για τη βιβλιοθήκη. Βρισκόταν στο θηλέων. Πηγαινοέρχονταν, λοιπόν, τα μεσημέρια για να μελετήσουν ή να δανειστούν βιβλία. Η βιβλιοθήκη ήταν δανειστική και μπορούσες να ψάξεις. Υπήρχε σύστημα για να μπορέσεις κι οι βιβλιοθηκάριοι να σε βοηθήσουν. Ήταν μια επαφή ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια, από μακριά βέβαια. Αλλά, ήταν κι αυτό το ενδιαφέρον του σχολείου. Στην απέναντι μεριά δεν μπορούσαμε να πάμε εμείς, να περάσουμε το τούνελ που είχε ετοιμαστεί για να μην γίνονται ατυχήματα κτλ., καθώς ο δρόμος είχε μεγάλη κίνηση κάποια στιγμή και μετά προς το Πανόραμα. Έτσι, λοιπόν, και αυτό το κομμάτι, το κομμάτι δηλαδή του ότι τα σχολεία ήταν ξεχωριστά θηλέων και αρρένων, αλλά έρχονταν κάποιες φορές σε επαφή μέσα από τους ομίλους, απ’ τα κλαμπ… Στη χορωδία… Η χορωδία ήταν μικτή. Είχαμε συμμαθητές, συμμαθήτριες κτλ. Η βιβλιοθήκη επίσης. Στη βιβλιοθήκη μελετούσαν μαζί αγόρια-κορίτσια. Επίσης, σε ορισμένα κλαμπ όπως ήτανε, ας πούμε, το θέατρο, ο θεατρικός σύλλογος, με αγόρια και κορίτσια, με τις αποστάσεις, βέβαια, που επέβαλαν τότε, αλλά και η αυστηρότητα εκείνης της εποχής. Η αυστηρότητα… Μίλησα για αυστηρότητα, αλλά είναι κάτι που πρέπει να το διευκρινίσουμε. Στο σχολείο υπήρχε ένα αυστηρό σύστημα αξιολόγησης της διαγωγής. Ανάλογα με το παράπτωμα που έκανε κανείς; τιμωρούνταν και έπαιρνε αυτό που ονομάζουμε —πώς να το πούμε τώρα;—… Points τα λέγανε. Αν είχες, αν μάζευες… Έκανες, ας πούμε… Έκανε μια αναφορά ο καθηγητής, σε καλούσε ο γυμνασιάρχης και έλεγε ότι παίρνεις έξι πόντους για αυτό εδώ το παράπτωμα που έκανες. Και επομένως, όταν στο τρίμηνο είχες, ξέρω ‘γω, είκοσι πόντους, η διαγωγή σου γράφονταν εκεί πέρα, σημειώνονταν ως κοσμία. Εάν στο τέλος συνεδρίαζαν οι καθηγητές και έβλεπαν ότι στα δύο από τα τρία τρίμηνα είχες κοσμία, μπορούσαν να προτείνουν να αποβληθείς από το σχολείο, να φύγεις, να αλλάξεις σχολείο, γιατί θεωρούσαν ότι δεν ήσουν κατάλληλος για το σχολείο, ας το πούμε. Ήταν αυστηρό ως προς αυτό, αλλά υπήρχε ένα άλλο σύστημα επαφής με τους καθηγητές. Δηλαδή, οι καθηγητές δεν ήταν απρόσιτοι. Μπορούσες στο διάλειμμα να μιλήσεις. Κυρίως όταν ήταν σε υπηρεσία να μιλήσεις, να τον προσεγγίσεις. Στα κλαμπ επίσης είχες επαφή σχεδόν καθημερινή. Ένα σύστημα, λοιπόν, το οποίο είχε ιδιαιτερότητες που νομίζω ότι το έκαναν ξεχωριστό ως προς αυτό το σημείο. Έτσι, λοιπόν, υπήρχε η μεταφορά ενός πολιτισμού, μιας νοοτροπίας, ενός τρόπου σκέψης, μιας φιλοσοφίας ζωής από την αμερικάνικη εκπαίδευση στην ελληνική [00:50:00]εκπαίδευση εδώ στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, δεν ήτανε αμερικάνικη εκπαίδευση μέσα στη Σαλονίκη. Ήταν μία συνένωση, μία συνύπαρξη της ελληνικής εκπαίδευσης, το πρόγραμμα που ακολουθούσαμε με παρεκκλίσεις διαφορές —ως προς τις ώρες διδασκαλίας κτλ. ήταν όμοιο με όλων των άλλων των σχολείων—, αλλά και του αμερικάνικου προγράμματος, της αμερικάνικης οργάνωσης, της αμερικάνικης νοοτροπίας, η οποία, όπως σας είπα, ξεκινώντας από τον πρωινό αμερικάνικο προτεσταντικό ύμνο, που μιλούσε για δόξα Θεού κτλ. κτλ., που ψάλλονταν κάθε πρωί στην πρωινή συγκέντρωση μέχρι την εκκλησία που υπήρχε μέσα στο σχολείο και που ο εκκλησιασμός γινότανε, ξέρω ‘γω, μια φορά ίσως το μήνα, μια φορά το δίμηνο. Εξαρτάται. Αυτή, λοιπόν, η συνύπαρξη ήταν που έδινε το διαφορετικό χρώμα. Όμως, αν με ρωτούσαν τώρα «Ποια είναι τα πράγματα τα οποία θα θυμάσαι από το σχολείο;», θα έλεγα ήταν: πρώτον η βιβλιοθήκη, ένας χώρος που μόνο στο πανεπιστήμιο τον είδα ξανά, και η φύση μέσα στο σχολείο το καταπράσινο, τα γήπεδα, οι αθλητικοί χώροι και η δυνατότητα συζήτησης, επαφής μέσα σε πάρα πολλούς χώρους με όλους τους καθηγητές. Το σχολείο είχε το δικαίωμα τότε, θυμάμαι, τα δικά μου χρόνια, να διώχνει —ας χρησιμοποιήσω τον όρο «διώχνω»—, να αποβάλλει, ας πούμε, να ζητάει αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος ακόμα και για μαθητές οι οποίοι ήταν, ας το πούμε, αδύνατοι. Το θεωρούσα αυτό άδικο. Ενώ ο αδύνατος μαθητής θα έπρεπε ίσως να βοηθιέται, αργότερα… Eκείνη την εποχή θεωρούνταν ότι αφού ήσουν μετεξεταστέος και κόπηκες και ένα από τα μαθήματα ήταν τα αγγλικά, τα οποία αγγλικά διδάσκονταν τέσσερις, πέντε ώρες την εβδομάδα —ίσως και παραπάνω στις μεγαλύτερες τάξεις—, επομένως δεν μπορείς να παρακολουθήσεις το σχολείο. Άρα, πρέπει να φύγεις. Το θεωρούσα πάρα πολύ σκληρό. Kαι για αυτό, βέβαια, σύντομα άλλαξε αυτό στα δικά μου χρόνια, μέχρι το ’67. Δεν ξέρω, νομίζω ότι αυτό πήγε μέχρι το ’70. Μέχρι το ’67, λοιπόν, υπήρχε μια τέτοια, ας το πούμε, στάση απέναντι στους αδύνατους μαθητές. Αργότερα, νομίζω, ότι αυτό πια εξέλιπε. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον ήταν ότι ο καλός ο μαθητής θα μπορούσε να αμειφθεί με μια υποτροφία κατά την διάρκεια των σπουδών του. Ήταν καλός, είχε όμως αδυναμία οικονομική επειδή η οικογένεια του κάποια στιγμή δεν μπορούσε να πληρώσει το σχολείο. Δεν έλεγε «Δεν μπορείς να πληρώσεις, φύγε». Αν ήταν καλός μαθητής, έβρισκε έναν τρόπο να δώσει μισή υποτροφία ή το 70% υποτροφία για να συνεχίσει ο μαθητής αυτός, ο οποίος έτυχε ο πατέρας του, τέλος πάντων, απ’ τη δουλειά που είχε να διωχτεί, να μην έχει τα λεφτά κτλ. κτλ. Αυτό το σύστημα των υποτροφιών. Όχι μόνο των υποτροφιών των εσωτερικών μαθητών, των μαθητών, δηλαδή, που έρχονταν απ’ την επαρχία κι ήταν στο οικοτροφείο, αλλά και των μαθητών που ήταν στη Θεσσαλονίκη και που είχαν μπει με υποτροφία που έπρεπε να διατηρήσουν με κάποιους βαθμούς που έπρεπε να έχουν πάντοτε για να συνεχίσουν να είναι υπότροφοι. Και με αυτούς που κάποια στιγμή είχαν αδυναμία οικονομική και τους βοηθούσε το σχολείο για να μείνουν. Ήταν κι αυτό κάτι που έδειχνε ένα πνεύμα ανθρωπισμού θα το έλεγα, κατανόησης στην ανθρώπινη αδυναμία, που μπορούσε να ήταν οικονομική, μπορεί να ήταν ακόμα πολλές φορές οικογενειακή. Και το σχολείο πάντοτε συμπαραστέκονταν σ’ αυτά. Αυτές ήτανε οι καταστάσεις.
Μετά, ως καθηγητής, το 1976, αφού τελείωσα το Πανεπιστήμιο, πήγα στο στρατό κτλ. κτλ., πήγα στο σχολείο και προσλήφθηκα ως καθηγητής και μάλιστα αντικαθιστώντας έναν καθηγητή που πρόσφατα «έφυγε», το Βαγγέλη το Μαντουλίδη, που τον είχα και εγώ καθηγητή στην πέμπτη Γυμνασίου. Αναγκάστηκα να πάρω το πρόγραμμά του έχοντας, όμως, δουλέψει σε φροντιστήρια προηγουμένως. Ήταν πρόγραμμα της έκτης τάξης, τρίτης Λυκείου σήμερα, κυρίως. Μπόρεσα να ανταπεξέλθω γιατί ήταν πράγματα που τότε ήτανε, πώς να το πούμε, γνωστά σε μένα και είχα την εμπειρία από τα φροντιστήρια. Όταν άρχισα, λοιπόν, ως καθηγητής, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει, είχαν διαμορφωθεί αλλιώς. Δεν υπήρχε αυτό που τότε, όταν ήμουν εγώ μαθητής… Δηλαδή, η πρωινή συγκέντρωση γινότανε με άλλο τρόπο, με τον τρόπο τον κλασικό. Δηλαδή, κάνουμε πρωινή προσευχή, ανακοινώσεις και αρχίζουμε πηγαίνουμε στις τάξεις. Το διάλειμμα το μεσημεριανό δεν ήταν διάλειμμα που περιλάμβανε και το μεσημεριανό γεύμα, γιατί πια τα παιδιά τα οικότροφα ήταν λίγα και επομένως δεν υπήρχε μια κουζίνα να μαγειρεύει για ολόκληρο το σχολείο, ένα ολόκληρο… μαγείρισσες, μάγειροι, βοηθοί κτλ. να συντηρούν αυτή. Και άρχισαν τα παιδιά να σχολούν νωρίτερα. Ενώ εγώ έφευγα από το σχολείο τέσσερις και δέκα —θυμάμαι ότι τότε σχολούσαμε— τώρα φεύγαν πια τρεις και τέταρτο, τρεις και μισή —δεν θυμάμαι— ανάλογα με την εποχή. Άλλαξαν, λοιπόν, τα πράγματα όταν ως καθηγητής πήγα στο σχολείο. Και βέβαια άλλαξαν δραματικά όταν το ‘87 —δραματικά, το λέω αυτό πάρα πολύ. Δηλαδή χωρίς να είναι— έγινε το σχολείο μικτό, όταν δηλαδή αποφοίτησε η πρώτη μικτή τάξη. Έτσι, το σχολείο έγινε —ξεκινώντας από το ’81, μέχρι το 87 είχε γίνει πια μικτή η εκπαίδευση στην Ελλάδα—πλήρως μικτό και τα σχολεία από θηλέων και αρρένων που ήταν έγιναν… Το μεν θηλέων έγινε 1ο σχολείο —πώς το λέγαμε;—, 1ο Γυμνάσιο και 1ο Λύκειο —γιατί πια είχαν διαμορφωθεί τα Γυμνάσια και τα Λύκεια όταν εγώ είχα αποφοιτήσει— και 2ο Γυμνάσιο, 2ο Λύκειο. Έτσι, λοιπόν, εξελίχθηκαν τα πράγματα. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν πολλές παραδόσεις αμερικάνικες που ‘χαν σχέση με τη χρήση της γλώσσας. Υπήρχαν πολλά μαθήματα που γίνονταν στα αγγλικά, όπως όταν εγώ ήμουν μαθητής. Είχαμε μαθήματα που γίνονταν στα αγγλικά: η Βιολογία, η Υγιεινή και κάνα δυο, τρία άλλα μαθήματα τα κάναμε στα αγγλικά. Ήταν εκτός, ας το πούμε, ελληνικού προγράμματος για να μπορούμε να ασκούμαστε καλύτερα σ’ αυτά. Και πριν από μένα από ό,τι ξέρω υπήρχανε χρονιές που πολλά μαθήματα τα διδάσκονταν στα αγγλικά. Όταν, λοιπόν, το ‘76 πήγα στο σχολείο, υπήρχαν ήδη πολλές αλλαγές. Το ‘87 το σχολείο ολοκληρώθηκε η μικτοποίησή του και άλλαξαν εντελώς τα πράγματα. Και από ‘κει και πέρα, μέσα στην περίοδο από το ’80, ας το πούμε μέχρι το 2000, υπήρξαν πάρα πολλές αλλαγές. Όμως, το σχολείο κράτησε κάτι το οποίο ήταν πολύ σημαντικό. Κράτησε και το διηύρυνε κιόλας. Δηλαδή, αυτό, οι εξωσχολικές οι λεγόμενες δραστηριότητες, δηλαδή οι όμιλοι ή τα κλαμπ, ας τα πούμε έτσι, ναι, τα κλαμπς ήτανε τώρα πια πολύ διευρυμένα και είχαν πάρα πολλούς άλλους χώρους. Δηλαδή, υπήρχε το debate, υπήρχε το MUN, το Model United Nation, υπήρχε το κλαμπ το οποίο ασχολούνταν με ευρωπαϊκά θέματα απ’ το ‘81 και μετά. Υπήρχαν το κλαμπ το οποίο… ο όμιλος ο θεατρικός που ήτανε μόνο στα αγγλικά και πάντοτε μόνο με μιούζικαλ ασχολούνταν. Πολύ δύσκολη δουλειά για να το ανεβάσεις με μαθητές σε αγγλική γλώσσα. Ο ελληνικός όμιλος θεάτρου και αυτός άρχιζε τις πρόβες από τον Οκτώβριο για να κάνει τις παραστάσεις το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο. Δουλειά, δηλαδή, που διευρύνθηκε πάρα πολύ σ’ αυτόν εδώ το χώρο που χρησιμοποιούνταν η αγγλική γλώσσα. Δηλαδή, και στα MUN και στα debate και σε άλλους ομίλους, σε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες, υπήρχε η χρήση της αγγλικής γλώσσας και Αμερικανοί καθηγητές ήταν αυτοί που ουσιαστικά μετέφεραν αυτήν την οργάνωση των κλαμπ, αυτών των ομίλων. Την μετέφεραν από την Αμερική, από τη χώρα τους τέλος πάντων. Και για αυτό το Κολλέγιο την εποχή αυτή, την εικοσαετία ‘80 με 2000, διακρίνονταν πολύ σ’ αυτό το χώρο. Απ’ το 2000 και μετά μπήκαν και στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση και το MUN και τα debate με άλλες ονομασίες —όμιλος συζητήσεων κτλ. κτλ.— και πολύς κόσμος —και αργότερα και στο Πανεπιστήμιο— [01:00:00]πραγματικά ωφελήθηκε απ’ αυτές τις παράλληλες με τα μαθήματα δραστηριότητες στο σχολείο, γιατί είχαν τη δυνατότητα τα παιδιά —πια τώρα τα παρακολουθώ ως καθηγητής και από το 2001 και μετά μέχρι το ’13, για δώδεκα χρόνια, ως λυκειάρχης— να παρακολουθούν σε μια ξένη γλώσσα με ανθρώπους που ήξεραν τα πράγματα από τη χώρα τους, δηλαδή Αμερικανούς, και να κάνουν ταξίδια ακόμα και στην Αμερική —κάθε χρόνο πηγαίναμε για το Harvard MUN στην Αμερική— και στην Ευρώπη, σε διάφορα σχολεία, για να ‘ρχονται σε επαφή με άλλους συμμαθητές τους και να πλαταίνει συνεχώς ο ορίζοντας. Και ενώ παλιά ήτανε η Αμερική και η Θεσσαλονίκη, τώρα πια ήταν η Αμερική, Θεσσαλονίκη, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία κτλ., όπου τα παιδιά πήγαιναν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς, συμμετέχοντας σε ένα σωρό. Αυτό, λοιπόν, έκανε το σχολείο μέχρι την στιγμή που έφυγα στη σύνταξη το ‘13 να διακρίνεται. Να μη βάλουμε, βέβαια, αυτά που στατιστικά είναι τα πρώτα: οι επιτυχίες στο πανεπιστήμιο, οι επιτυχίες οι οποίες είχαν σχέση με εξετάσεις σκληρές και με τις δέσμες και με τις κατευθύνσεις αργότερα και μ’ αυτά τα καινούργια τα συγκεκριμένα προγράμματα που τώρα υπάρχουν. Πολύς κόσμος έμπαινε σε σχολές οι οποίες ήτανε πολλοί μαθητές μας, σε δύσκολες σχολές: Ιατρική, Νομική κτλ., Πολυτεχνεία, βέβαια, πάρα πολύ. Δηλαδή, αγαπημένος χώρος. Η βιβλιοθήκη εξακολουθούσε κι εξακολουθεί να δουλεύει με τον τρόπο που πάντοτε δούλευε, διευρυμένη τώρα πια, με πάρα πολλά βιβλία, με πάρα πολλά μέσα στο χώρο πια του διαδικτύου κτλ., με οργάνωση η οποία είναι σε επίπεδο πια σχεδόν πανεπιστημιακό. Και επίσης ήτανε και εξακολουθεί να είναι τώρα ακόμα περισσότερο πόλος έλξης για πολλούς οι οποίοι ήθελαν να κάνουν σπουδές στην Αμερική ή στην Αγγλία, κυρίως όμως στην Αμερική. Πολλά παιδιά φεύγαν τότε. Σας είπα ότι συμμαθητές μου —τώρα δεν μπορώ να μετρήσω. Τέλος πάντων— ήταν αρκετοί που φύγαν και σπούδασαν στην Αμερική. Γύρισαν άλλοι εδώ, άλλοι παρέμειναν εκεί και έκαναν καριέρα. Αλλά και τώρα τελευταία είναι πολλοί μαθητές οι οποίοι δίνοντας τις εξετάσεις αυτές κανείς στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ακολουθώντας μια διαδικασία —υπάρχει ειδικό γραφείο στο σχολείο με υπαλλήλους και ανθρώπους που ξέρουν καλά τα πράγματα—, ακολουθώντας, λοιπόν, μια γραφειοκρατία, ας το πούμε, με συστατικές επιστολές, με εξετάσεις, τα S.A.T. που λένε κτλ. μπορούν να γίνουν δεκτοί και με υποτροφία σε μεγάλα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Και αν δεν είναι μεγάλα, τέλος πάντων, σε μικρά άλλα σπουδαία πανεπιστήμια, απ’ αυτά που θεωρούνται εξαιρετικά. Και επομένως, πέρα από το χρήσιμο του να μπω σε ένα καλό πανεπιστήμιο, έχω και το πάρα πολύ σημαντικό ότι φεύγω από έναν τέτοιο χώρο ξέροντας πράγματα που ένα παιδί, ας το πούμε, ίσως σε έναν άλλο χώρο, σε ένα άλλο σχολείο, δεν θα τα ήξερε, έχοντας μια παιδεία από τη μια μεριά αμερικάνικη ή διαπολιτισμική γενικότερα και απ’ την άλλη μεριά πολύ ελληνική, βαθιά ελληνική. Αυτό, λοιπόν, το διπλό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό για το σχολείο. Άλλο, κάτι άλλο θέλετε να με ρωτήσετε; Ναι.
Nαι. Νομίζω ήταν μία πάρα-πάρα-πάρα πολύ εμπεριστατωμένη απάντηση για το χθες και το σήμερα του σχολείου και σας ευχαριστούμε για αυτή. Νομίζω ότι στο χρόνο που μας απομένει θα είχε νόημα να πούμε για το ακόμα πιο παλιό παρελθόν του σχολείου, λίγο για την ιστορία, για το πώς ξεκίνησε —έτσι, συνοπτικά όσο γίνεται— απ’ τη Βοστώνη.
Ναι. Πολύ, πολύ συνοπτικά. Κι εδώ σχεδόν με επικεφαλίδες θα μπορούσα να τα πω. Ας σκεφτούμε την Οθωμανική Αυτοκρατορία —ας χρησιμοποιούμε τον όρο Τουρκία τώρα, να μην πω Οθωμανική Αυτοκρατορία— το 19ο αιώνα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ξεκινούνε ιεραπόστολοι για να προσηλυτίσουν Μουσουλμάνους κυρίως. Πηγαίνουν στην Μικρά Ασία και σε άλλες περιοχές. Και ‘κει κάτω στην Εγγύς Ανατολή. Φτάσανε ακόμα και μέχρι και την Ινδία, μέχρι την Περσία, μέχρι κάτω στην Αίγυπτο κτλ. Τέλος πάντων, πηγαίνουν σ’ αυτόν τον χώρο γιατί πίστευαν ότι πρέπει να αξιωθούν και Μουσουλμάνοι της διδασκαλίας του Χριστού, γιατί είναι αδικημένοι και «Πρέπει να προσπαθήσουμε τους ανθρώπους οι οποίοι είναι αδικημένοι να τους φωτίσουμε» κτλ. κτλ. Έτσι, ξεκίνησε η ιδέα των ιεραποστολών. Και νομίζω ότι πίσω απ’ αυτό, αν θέλει κανείς να δει πολιτικά κίνητρα ή οικονομικά κίνητρα, μπορεί ίσως να βρει. Αλλά, πιστεύω από τη βιβλιογραφία που ξέρω και από τις πηγές, τις κύριες πηγές, μελετώντας την ιστορία του Κολλεγίου, ότι ήταν το πάθος των νεαρών ιεραποστόλων, που λίγο-πολύ ρομαντικά αλλά και χριστιανικά, βαθιά χριστιανικά, πίστευαν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο. Πώς ξεκινώντας, ας πούμε, ένας ένα πολιτικό κίνημα πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο και τη ζωή; Αυτοί πίστευαν ότι η καθημαγμένη Ευρώπη και η Μικρά Ασία με τους Μουσουλμάνους κτλ. και το Ισλάμ θα μπορούσε να αναγεννηθεί, θα μπορούσε να γίνει αλλαγή του κόσμου μέσα από τη διδασκαλία, το Λόγο του Χριστού. Αυτό το Λόγο του Χριστού, παρόλο που υπήρχαν Χριστιανοί και στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία κτλ. κτλ., θα τον έκαναν Προτεστάντες, γιατί οι Προτεστάντες είχανε την ιδέα να μην έχουν μεσολαβητές ανάμεσα. Το έλεγαν ότι «Εδώ είναι τα Ιερά Ευαγγελία, διάβασε αυτά. Άμα έχεις δυσκολία, θα σε βοηθήσω εγώ ο πάστορας. Αλλά, εσύ προσωπικά είσαι που θα έχεις την επαφή με το Θεό, με το Χριστό. Είσαι εσύ που θα κάνεις το λόγο του Θεού πράξη, εσύ που θα βοηθήσεις το συνάνθρωπό, εσύ που θα μπορέσεις να εξιλεωθείς, να είσαι αλληλέγγυος, να είσαι άνθρωπος ο οποίος θα έχεις και πάντοτε θα είσαι στήριγμα στο διπλανό σου». Ξεκινώντας, λοιπόν, μ’ αυτή την ιδέα οργανώνονται σε επίπεδο φοιτητικό, θα λέγαμε, πρώτα. Δεν έχουνε βοήθεια από την πολιτεία. Έχουν, όμως, βοήθεια από τις Εκκλησίες τις διάφορες, πολλά παρακλάδια του Προτεσταντισμού. Και σιγά-σιγά με τη βοήθεια των πιστών μαζεύουν χρήματα και ξεκινούν. Ξεκινούν, λοιπόν, για να δημιουργήσουνε κάποιες μικρές εκκλησίες, κάποιους σταθμούς, τους πρώτους πιστούς οι οποίοι θα κάτσουν να τους ακούσουν και θα φύγουν όχι από το Ισλάμ, θα φύγουν από την κοινωνία την ευρύτερη, η οποία δεν ήξερε πολλά πράγματα, να τους ακούσουν. Βέβαια, δεν ήταν εύκολο το κατεστημένο της Εκκλησίας να τους αφήσει να το κάνουν αυτό το πράγμα. Της Εκκλησίας εννοώ της Ορθόδοξης ή της Αρμενικής Γρηγοριανής. Δύσκολο αυτό. Παρόλα αυτά, κατάφεραν με την ευγένειά τους, με την πειθώ τους, με τον τρόπο της ζωής τους, με τις γνώσεις τους να γίνουν ελκυστικοί, να τραβήξουν κόσμο κοντά τους. Και η εκπαίδευση ήτανε ένας δρόμος μαζί με θρησκεία, παράλληλα με τη θρησκεία, ένας δρόμος που κάποιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να δει ακριβώς τι μπορεί να κάνει μαθαίνοντας αυτά που έλεγαν οι ιεραπόστολοι. Αν ακολουθούσε παράλληλα με την εκπαίδευση και τη θρησκεία, ήταν πολύ πετυχημένοι οι ιεραπόστολοι. Αν, όμως, ακολουθούσε μόνο το δρόμο της παιδείας, επίσης θεωρούνταν πετυχημένη η δουλειά τους. Γιατί; Γιατί ο σκοπός ήταν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, να μάθουν περισσότερα πράγματα, να ολοκληρωθούν. Αυτό τους ενδιέφερε. Ο λόγος ήταν να εκπολιτίσουν και να εκχριστιανίζουν, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που αυτοί πολλές φορές χρησιμοποιούσαν. Μετά, λοιπόν, από ‘κει και έχοντας πολλές επιτυχίες —γιατί ο κόσμος διψούσε. Στις περιοχές κάτω από τον Πόντο, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη διψούσαν για μάθηση. Υπήρχαν εκείνη την εποχή Έλληνες που είχαν πάρα πολλά λεφτά, Αρμένιοι που είχαν λεφτά κι έστειλαν τα παιδιά τους στο σχολείο αυτό, που στην αρχή ουσιαστικά έδινε πολύ λίγα εφόδια. Αργότερα, όμως, δημιουργήθηκε αυτό που ονομάζουμε Κολλέγιο το 1886. Κολλέγιο σήμαινε ό,τι σημαίνει αυτή τη στιγμή Κολλέγιο για την Αμερική: σπουδές οι οποίες είναι πάνω από τις γυμνασιακές[01:10:00], σπουδές οι οποίες σε περνάνε στο επίπεδο του Πανεπιστημίου. Και έτσι, λοιπόν, άρχισε ο κόσμος να παρακολουθεί. Το σχολείο έπρεπε, όμως, να προσφέρει, να προσφέρει πράγματα στις γλώσσες αυτών των ανθρώπων. Διδάσκονταν αρμενικά, διδάσκονταν ελληνικά. Δίδασκαν ρώσικα, γιατί έρχονταν από πάνω Ρώσοι, πάνω από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι, λοιπόν, αναπτύχθηκε και μια κοινωνία πολύγλωσση, μια κοινωνία κοσμοπολίτικη και μια κοινωνία η οποία είχε μέσα της ως πυρήνα την πίστη του Χριστού, τις εντολές του Χριστού, τη χριστιανική ζωή, αλλά παράλληλα και τη γνώση. Ήθελε να θωρακίσει με γνώση αυτούς τους ανθρώπους. Εκμεταλλεύονταν, λοιπόν, όλη αυτή τη νοοτροπία οι άνθρωποι εκεί και ή συνέχιζαν σπουδές μετά το Κολλέγιο σε Αμερική, σε Αγγλία κτλ. ή έπιαναν δουλειά σε μεγάλους εμπορικούς οίκους ξέροντας πολύ καλά αγγλικά, ξέροντας πολύ καλά τουρκικά —γιατί τα τουρκικά τα διδάσκονταν υποχρεωτικά— ξέροντας πολύ καλά τη γλώσσα τους αν ήταν Αρμένιοι ή αν ήταν Έλληνες τα ελληνικά, αν ήταν Ρώσοι κτλ. Έβγαινε λοιπόν, ένας απόφοιτος ο οποίος ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε στον κόσμο από άποψη επιστήμης. Ήξερε πολύ καλά τι συμβαίνει στον κόσμο, ό,τι συνέβαινε στον κόσμο από άποψη πολιτική. Μπορούσε να δει την Αμερική ως μια χώρα απ’ την οποία ξεκίνησαν οι ιεραπόστολοι και επομένως μια χώρα στην οποία πάντοτε έτεινε για να πάει να την δει. Είχε την περιέργεια να την δει και να την ζήσει από κοντά. Και έτσι, αποκτώντας πάρα πολλές γνώσεις μπορούσαν και σιγά-σιγά έπιαναν θέσεις ακόμα και μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θέσεις-κλειδιά. Υπήρχαν δικηγόροι οι οποίοι δούλευαν για το τουρκικό αργότερα κράτος, δούλευαν για τις δημόσιες υπηρεσίες· άνθρωποι οι οποίοι δούλευαν σε μεγάλες εταιρείες καπνών, σε μεγάλες εταιρείες εμπορικές, σε μεγάλες εταιρείες μεταφορικές. Γιατί; Γιατί είχανε το όπλο των γλωσσών, το όπλο της συμπεριφοράς και του πολιτισμού, που ξεκινούσε από τη ζωή τους μέσα στο Κολλέγιο. Όμως, όπως καταλαβαίνουμε, όλα αυτά καλά και άγια ήταν ωσότου άρχισαν να ενοχλούνται οι Οθωμανοί, οι Τούρκοι, γιατί έβλεπαν ότι μέσα στον πυρήνα αυτόν εδώ το χριστιανικό υπήρχε και ένα είδος εθνικής ή και εθνικιστικής μπορεί να πει κανείς αφύπνισης. Οι Αρμένιοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται —άρχισαν να αντιλαμβάνονται… άρχισαν να εκφράζονται μέσα σ’ αυτό το κλίμα της ελευθερίας που υπήρχε στο σχολείο και ως Αρμένιοι. Δηλαδή, έχουν την ελευθερία του και να μην καταπιέζονται μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, άνθρωποι που πίστευαν ότι η Ιστορία τους άξιζε και δικαιούνταν να έχουνε μια πατρίδα, ένα κράτος, μια οργανωμένη κοινωνία δική τους. Το ίδιο συνέβη λίγο πολύ και με τους Έλληνες της περιοχής εκείνης, γιατί οι Έλληνες της κυρίως Ελλάδος ήταν ήδη μετά την Επανάσταση, κάτω τουλάχιστο στην Πελοπόννησο και στη Στερεά… Ένα ανεξάρτητο κράτος ήταν η Ελλάδα. Αυτά, λοιπόν, όμως δημιούργησαν στους Μωαμεθανούς, στους ντόπιους εκεί, στους Οθωμανούς μια καχυποψία προς τους ιεραπόστολους, προς το σχολείο, προς αυτά που δίδασκαν. Άρχισαν, λοιπόν, να ψάχνουν αφορμές για να τιμωρούν. Και είχαμε ένα σωρό επεισόδια. Τιμώρησαν, επειδή νόμιζαν ότι υπήρχαν συνωμοσίες μέσα στο σχολείο, αφού μάθαιναν πράγματα τα οποία δεν θα έπρεπε να τα μάθουν οι Αρμένιοι ή οι Έλληνες. Έβρισκαν πράγματα που είχαν σχέση με μία πατρίδα η οποία ήτανε σε ένα χάρτη και που θα ήθελαν να την έχουνε, είτε λεγότανε Πόντος, είτε λεγόταν Αρμενία. Άρχισαν, λοιπόν, να βρίσκουν αφορμές και να δημιουργούν ένα σωρό επεισόδια μέσα στο σχολείο, μια αναταραχή. Πολλοί από τους μαθητές και από τους καθηγητές που δίδασκαν πέρασαν από δίκη, γνωστά αυτά. Εκτελέστηκαν πολλοί απ’ αυτούς και άρχισαν να υπάρχουν δύο… Μέχρι, όμως, αυτά λίγο τα πράγματα… Απ’ το 1886 που ιδρύθηκε το σχολείο επίσημα, από το 1886 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα δεν σταμάτησε το σχολείο να είναι πόλος έλξης και για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος και για τους Έλληνες των παραλιών, έτσι, εκεί πέρα —Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κτλ.— και για τους Αρμένιους στην περιοχή του Πόντου, αλλά και στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και για τους κατοίκους του Πόντου όλους και απέναντι της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι, λοιπόν, το σχολείο αυτή τη δεκαετία πραγματικά είχε αποφοίτους οι οποίοι έβγαιναν στην κοινωνία και πρόσφεραν απ’ αυτά που είπαμε προηγουμένως αλλά και έδιναν το παράδειγμα στους υπολοίπους. Μετά, όμως, στην αρχή του αιώνα, άρχισαν να δημιουργούνται οι παρεκτροπές που είπαμε. Το ‘15 είχαμε για λόγους γνωστούς τις σφαγές των Αρμενίων, πράγμα το οποίο είχε μεγάλη επίδραση. Έκοψε, δηλαδή, την όρεξη των ανθρώπων που ήταν εκεί, που εργάζονταν εκεί. Άρχισαν να αισθάνονται ότι ζουν σε επικίνδυνα εδάφη. Άρχισαν πολλοί απ’ αυτούς να θεωρούν: «Αξίζει τον κόπο να είμαστε σε αυτόν εδώ τον τόπο και να υπηρετούμε τους ανθρώπους αυτούς εδώ δίνοντας τη ζωή μας; Μήπως χρειάζεται να πάμε κάπου αλλού, να υπηρετήσουμε αυτούς τους ανθρώπους σε μια άλλη χώρα, σε έναν άλλο πολιτισμό;». Ε, έχουμε, λοιπόν, μετά το ‘15 μια άλλη περίοδο πάλι ακμής, η οποία, όμως, κρατάει πολύ λίγο. Έχουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή και αναγκάζεται, τέλος πάντων, το σχολείο μετά από πιέσεις, μετά από επεισόδια τα οποία προηγήθηκαν, μετά από συνωμοσίες και καχυποψίες των Τούρκων και εισβολές μέσα στο σχολείο, να μεταφερθεί —πού;—στην Ελλάδα. Η επιλογή αυτή ήτανε μια επιλογή η οποία είχε την αρχή της στο γεγονός ότι πολλοί από τους Έλληνες εκείνης της περιοχής με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Πολλοί Αρμένιοι έφυγαν και ήρθαν προς την περιοχή της Ελλάδας και προς άλλα μέρη του κόσμου. Η Θεσσαλονίκη επιλέχθηκε γιατί ήταν μια προσφυγούπολη πια. Το ‘23 υπήρχε πολύς πληθυσμός από εκείνες τις περιοχές. Και σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται η ιδέα ενός σχολείου το οποίο πια θα υπηρετούσε «άλλους» σκοπούς. Σε εισαγωγικά άλλους, γιατί οι σκοποί πάντοτε ήταν ίδιοι: να προσφέρει μια εκπαίδευση όσο γίνεται πιο καλή, μια χριστιανική εκπαίδευση, αλλά όχι με την έννοια της προτεσταντικής χριστιανικής εκπαίδευσης, αλλά μια εκπαίδευσης η οποία θα έχει ως επίκεντρό της τον άνθρωπο. Οργανώνεται, λοιπόν, πάλι με το ίδιο σύστημα που μέχρι και σήμερα λειτουργεί —βοηθώντας τους ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν αλλά θέλουν να σπουδάσουν, δίνοντας υποτροφίες, βρίσκοντας τρόπους να συμπαρασταθεί σ’ αυτά εδώ τα παιδιά— και βέβαια ψάχνοντας να βρουν το καλύτερο δυνατό διδακτικό προσωπικό μέσα στην καινούργια τους χώρα, μες στον καινούργιο χώρο δράσης. Υπάρχουν οι White, ο πρόεδρος, ο οποίος έρχεται από την Αμερική —συγνώμη—, από τη Μερζιφούντα εδώ. Είναι ο πρόεδρος ο οποίος ψάχνει για διδακτικό προσωπικό και πραγματικά βρίσκουν το καλύτερο δυνατό προσωπικό. Άνθρωποι οι οποίοι είχανε τη δυνατότητα να αφοσιωθούν στο Κολλέγιο. Πίστεψαν, δηλαδή, στην αποστολή του. Και σιγά-σιγά με βοήθεια, βέβαια, από τις πάλι προτεσταντικές Εκκλησίες, από τους πιστούς απ’ την Αμερική, απ’ την εξεύρεση πόρων και χρημάτων με διάφορους τρόπους βρίσκουν έναν τόπο, τη σημερινή περιοχή όπου είναι το Κολλέγιο, για να απαλλαγούν και από τη γάγγραινα, το πολύ σκληρό πρόβλημα της ελονοσίας. Ήταν πολύ σημαντικό. Όσο πιο χαμηλά πήγαινες τόσο πιο πολύ ελονοσία κυριαρχούσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά στα ύψη εκεί, στο ύψος των διακοσίων, διακοσίων πενήντα μέτρων που είναι το Κολλέγιο ήταν μια πολύ καλή περιοχή. Εκεί, λοιπόν, έκτισαν το σχολείο και πάλι από το ’25 που άρχισε να ξαναλειτουργεί μέχρι και την περίοδο του Πολέμου[01:20:00] —μεσολάβησε η Δικτατορία του Μεταξά— λειτουργούσε με έναν τρόπο που ήτανε σχεδόν ομοίως, θα λέγαμε, ως προς το πνεύμα μ’ αυτό της Μερζιφούντας. Υπήρχανε πολλοί Αμερικανοί καθηγητές, οι Έλληνες οι επιλεγμένοι καθηγητές [Δ.Α.], ο οποίος παρακολουθούσε τα μαθήματα το απόγευμα. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν με δραστηριότητες αθλητικές, με θέατρο, με μουσική, με βοήθεια σε χωριά τα οποία κατά τη διάρκεια του Πολέμου ή και πριν ήταν πάρα πολύ φτωχά και οργανώνονταν για να παν να τα βοηθήσουν προσφέροντας και χρήματα, αλλά και προσωπική δουλειά. Το ίδιο συνέβη και μετά τον Πόλεμο [Δ.Α.]. Και από τον Εμφύλιο είχε ανάγκη από βοήθεια. Το Κολλέγιο προσέφερε σε πολλές περιοχές χρήματα και προσωπική εργασία μαθητών. Πήρε υποτρόφους μαθητές στο οικοτροφείο από όλες αυτές τις περιοχές. Και φυσικά, όταν χρειάστηκε να προχωρήσει σε μια αναδιοργάνωση του σχολείου, επειδή πια η Ελλάδα είχε μπει σε μια περίοδο ευημερίας στην δεκαετία του ’60, σε μια περίοδο πολιτιστικής ακμής, θα έλεγα —το θέατρο την εποχή εκείνη στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα ήταν στην ακμή, σε μεγάλη ακμή. Το ίδιο και η μουσική κτλ.—, αναγκάστηκε κατά κάποιο τρόπο όχι να αποαμερικανοποιηθεί, να γίνει ένα σχολείο το οποίο κράτησε τις αρχές του, κράτησε την ιδεολογία του, αλλά έγινε περισσότερο ελληνικό θα λέγαμε σχολείο, ένα σχολείο το οποίο είχε πάντοτε στο μυαλό του τις δυο κουλτούρες, τις δυο παιδείες συνενωμένες, αλλά τώρα πια κάτω από τις καινούργιες… Η δυνατότητα να προσαρμόζεσαι είναι δείγμα ευφυΐας, είναι δείγμα ικανότητας. Και το Κολλέγιο μπόρεσε να προσαρμοστεί για να προσφέρει πάντοτε, κατά τη γνώμη μου, χωρίς αυτό να ‘ναι κανένα είδος διαφημιστικού μηνύματος, την καλύτερη δυνατή παιδεία. Οι άνθρωποι… Και όλα αυτά γιατί; Γιατί υπάρχει μια παράδοση η οποία παράδοση αποτελεί τη μαγιά. Ό,τι αποτελεί μαγιά από τη Μερζιφούντα νομίζω ότι μεταφέρεται όσο και περίεργο να φαίνεται. Σήμερα ένας καθηγητής που πάει στο Κολλέγιο μαθαίνει —σε εισαγωγικά το «μαθαίνει»— ορισμένα πράγματα από τη λειτουργία του σχολείου, από τις απαιτήσεις του σχολείου, από την προσφορά του σχολείου και πρέπει να συντονιστεί αν θέλει να παραμείνει σ’ αυτό, αν πρέπει να λειτουργήσει στην εντέλεια σ’ αυτό. Η παράδοση, λοιπόν, αυτή αποτελεί τη μαγιά, αποτελεί τον πυρήνα τον οποίο ακόμα κουβαλάει το σχολείο, ακόμα έχει. Και νομίζω ότι —ελπίζω— να συνεχίσει να έχει.
Ωραία. Και έχοντας—
Αν θέλετε κάτι συγκεκριμένο… Ναι, σε ακούω, Κωστή.
—Πάνω σ’ αυτά που είπατε νομίζω ότι ήσασταν και πάλι περιεκτικός. Έχοντας κουμπώσει πλέον το παρελθόν του σχολείου με το παρόν, νομίζω ότι μπορούμε να πούμε για όσους θέλουν να μάθουν και αυτό το κάτι πιο συγκεκριμένο ότι υπάρχει κι ένα πολύ-πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, του οποίου υπήρξατε και επιμελητής, το Γεφυρώνοντας Πολιτισμούς με την Εκπαίδευση: Το Κολλέγιο Ανατόλια στην Τουρκία και στην Ελλάδα.
Ναι.
Είναι του William McGrew, σωστά;
Ναι. Ο William McGrew ήταν πρόεδρος του σχολείου από το 1974 μέχρι το 1999, είκοσι πέντε χρόνια, δηλαδή. Ένας απ’ τους πιο μακροβιότερους προέδρους. Και οι σπουδές του ήτανε στην Ιστορία. Είχε γράψει μια διατριβή που αφορούσε τα τουρκικά κτήματα και πώς διανεμήθηκαν στην Πελοπόννησο, έτσι; Τέλος πάντων, ασχολήθηκε με την ελληνική Ιστορία. Διπλωμάτης επί πολλά χρόνια. Έγραψε αυτό το βιβλίο χρησιμοποιώντας πηγές οι οποίες δεν ήταν διαθέσιμες μέχρι την εποχή που άρχισε να το γράφει, γιατί όλα τα πρακτικά που κρατιόντουσαν από την Μερζιφούντα μέχρι και σήμερα ήτανε στο αρχείο του Harvard, μέσα σε μικροφίλμ συγκεντρωμένα, τα οποία αγοράστηκαν από έναν παλιό απόφοιτο, από το Σταύρο τον Κωνσταντινίδη, που σήμερα που μιλάμε πέρασε ένας χρόνος από τότε που πέθανε. Ένας χρόνος. Ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει ο Σταύρος ο Κωνσταντινίδης. Έδωσε αυτός χρήματα, όπως κι ο Σύλλογος των Αποφοίτων, αγοράστηκαν αυτά τα φιλμ και χρησιμοποιήθηκαν από τον κύριο McGrew. Και επομένως, το βιβλίο του είναι ένα βιβλίο αναφοράς [Δ.Α.]. Έχει, δηλαδή, τις πηγές που δεν τις είχαν προηγούμενοι μελετητές, που από ‘δω κι από ‘κει μελετώντας διάφορες περιόδους έβλεπαν την ιστορία του Κολλεγίου. Έτσι, λοιπόν, αυτό το βιβλίο καταπιάνεται με την ιστορία των ιεραποστολών, πιο συγκεκριμένα με τις ιεραποστολές στην Τουρκία, πιο συγκεκριμένα με την ιεραποστολή αυτή εδώ τη συγκεκριμένη στη Μερζιφούντα. Και την παρακολουθεί σ’ όλη της την πορεία. Παρακολουθεί, όμως, κυρίως —κι αυτό έχει μεγάλη σημασία— το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώνονται αυτά, αλλά και το ανθρώπινο περιβάλλον που διαμορφώνεται η ιστορία του σχολείου. Ουσιαστικά δίνει πορτρέτα των πολύ σημαντικών ανθρώπων οι οποίοι πραγματικά αφιέρωσαν τη ζωή τους, αυτοί και οι οικογένειές τους, για να στηρίξουν αυτό το σχολείο, γιατί πίστευαν το σκοπό τον οποίο υπηρετούσε. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, είναι θα έλεγα το απαύγασμα μιας μελέτης η οποία έχει επιστημονικό χαρακτήρα, αλλά έχει και έναν χαρακτήρα θα λέγαμε —επειδή ο κύριος McGrew υπηρέτησε απ’ το ’74 μέχρι το ‘99— βιωματικό. Έχοντας, λοιπόν, αυτά τα δύο μεγάλα προσόντα, το βιωματικό χαρακτήρα, τον επιστημονικό χαρακτήρα που δίνουν τα αρχεία, τις συνεντεύξεις τις πολλές που έκανε με αποφοίτους που ξεκινούσαν από το ‘35 και μετά, ίσως και πιο νωρίς κτλ., ψάχνοντάς τους σ’ όλο τον κόσμο για να βρει και να τους ρωτήσει, κάνουν το βιβλίο να είναι ένα βιβλίο αυτό που ονομάζουμε reference book, ένα βιβλίο βασικό για τη μελέτη της ιστορίας του σχολείου. Πιστεύω πάλι —και κλείνω με αυτή τη φράση— ότι τελικά η γεφύρωση των πολιτισμών με την εκπαίδευση είναι το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να κρατήσει κάνεις από την παρουσία του σχολείου από τη Μερζιφούντα μέχρι και σήμερα. Οι γέφυρες που στήθηκαν ανάμεσα στην Αμερική και στη Μερζιφούντα είναι γέφυρες οι οποίες μεταφέρθηκαν για να ξαναστηθούν ανάμεσα στην Αμερική και στη Θεσσαλονίκη και οι προϋπάρχουσες ανάμεσα στη Μερζιφούντα και στη Θεσσαλονίκη. Έχουμε, δηλαδή, πολιτισμούς οι οποίοι ολοκληρώνονται μέσα από τις ιδέες και τις θέσεις που ένα σχολείο προσφέρει, από ανθρώπους οι οποίοι κατά τη γνώμη μου χωρίς κανένα κερδοσκοπικό χαρακτήρα προσπαθούν να διατηρήσουν μέσα από την παράδοση την χριστιανική, όπως την αντιλαμβάνονται, βέβαια, οι Προτεστάντες και όπως την ξεκίνησαν με τον ενθουσιασμό τους [Δ.Α.] ή και πιο νωρίς σ’ ορισμένες περιπτώσεις και το 1886 απ’ τη Μερζιφούντα. Αυτά, λοιπόν, για το Κολλέγιο Ανατόλια και τη σχέση που έχω εγώ με αυτό. Για μένα είναι μια σχέση ζωής, γιατί σκεφτείτε ότι το ‘60 μπήκα και βγήκα το 2013. Μετρήστε πόσα χρόνια είναι. Γύρω στα πενήντα τρία χρόνια από τη ζωή μου με το Κολλέγιο Ανατόλια, το οποίο, βέβαια, πιστεύω ότι εξακολουθεί να έχει το ρόλο που κάποτε είχε διαμορφωμένο πια μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Αυτά.
Ωραία. Έτσι ακούγεται. Ευχαριστούμε και για όσα μας είπατε για αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο και φυσικά ακόμα περισσότερο για όλα τα υπόλοιπα που είπατε αυτό το δίωρο, τα πάρα πολύ, έτσι, περιεκτικά και μεστά θα λέγαμε. Είμαι σίγουρος ότι θα ‘ναι πολύ χρήσιμη παρακαταθήκη για όσους θέλουν να μελετήσουν και την ιστορία της Θεσσαλονίκης και την ιστορία του σχολείου συγκεκριμένα—
Ναι—
αι φυσικά και την εκπαιδευτική ιστορία της χώρας, σωστά;
Ναι, ναι. Πιστεύω ότι η εκπαιδευτική ιστορία της χώρας είναι σημαντική. Η Θεσσαλονίκη έχει δώσει πολλά στο Κολλέγιο, αλλά έχει πάρει πολλά απ’ το Κολλέγιο, όπως και το άλλο το αμερικάνικο σχολείο, το λέω, Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Είναι σχολεία που [Δ.Α.] [01:30:00]Θεσσαλονίκη κοσμοπολίτισσα. Την έκαναν… Δηλαδή, κοσμοπολίτισσα ήταν όταν υπήρχε, καταλαβαίνετε, ο πληθυσμός ο εβραϊκός, ο πληθυσμός εδώ πέρα ο τόσων πολλών εθνοτήτων, προτού τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αλλά, ουσιαστικά ξανάγινε με τη ΧΑΝΘ, με την Αμερικανική Γεωργική Σχολή, με τα γαλλικά σχολεία που υπήρξαν εδώ. Υπήρξε μια πόλη η οποία έπαψε να ‘ναι επαρχία, επαρχιακή. Είχε παρουσία πολιτισμών οι οποίες πρόσφεραν είτε μέσα από την εκπαίδευση, είτε μέσα —πώς να το πω;— από το καθαρό πολιτιστικό τους κομμάτι —κινηματογράφο, μουσική, θέατρο, λογοτεχνία— μέσα σ’ αυτά τα σχολεία. Δεν ξέρω αν κάτι άλλο θέλετε.
Εγώ προσωπικά νομίζω ότι είμαι καλυμμένος. Μπορούμε να αφήσουμε τους ακροατές μας εδώ και να καληνυχτιστούμε και εμείς. Δεν ξέρω εσείς αν έχετε…
Χάρηκα πολύ. Εγώ δεν έχω τίποτα, δεν έχω τίποτα. Απλώς θεωρώ ότι όποιος θέλει να μελετήσει το Κολλέγιο θα πρέπει να δει λίγο και τη σχέση του με τους γείτονες, δηλαδή το Πανόραμα, που δεν το ξέρω, την Πυλαία Και φυσικά την ευρύτερη, την κυρίως σχέση του με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Και όχι στο τι έδωσε από αποφοίτους —γιατί αυτοί δεν μπορείς να τους μετρήσεις πόσο σημαντικοί είναι κτλ. Να μην αναφερόμαστε σε ονόματα—, αλλά το τι έδωσε από άποψη, ας το πούμε έτσι, πολυπολιτισμού, από άποψη νοοτροπίας, από άποψη κατεύθυνσης. Είναι, νομίζω —όπως όλα τα σχολεία. Δεν μιλάω μόνο για το Κολλέγιο. Μιλάω και για άλλα σχολεία επίσης. Αυτά.
Ωραία. Τέλεια. Ευχαριστώ πολύ και πάλι και εις το επανιδείν.
Κι εγώ ευχαριστώ. Και εγώ σε ευχαριστώ, Κωστή. Ντάξει.
Θα τα πούμε, λοιπόν.