© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η Νέα Τρίγλια μιας άλλης εποχής
Κωδικός Ιστορίας
11652
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιορδάνης Αγεριάδης (Ι.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/10/2020
Ερευνητής/τρια
Γεώργιος Ρότζιος (Γ.Ρ.)
[00:00:00]Θα μου πείτε το όνομά σας;
Ευχαρίστως! Ονομάζομαι Αγεριάδης, Αγεριάδης, το τονίζω Ιορδάνης.
Πάρα πολύ ωραία, κύριε Ιορδάνη. Εγώ είμαι ο Ρότζιος ο Γιώργος. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 11 Οκτωβρίου του 2020 και είμαστε εδώ, στο σπίτι σας, στη Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής.
Ευχαριστώ πολύ. Να είσαι γερός και ο Θεός να σε φωτίζει πάντα στο καλό.
Να είστε καλά. Και σεις να είστε γερός. Πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς.
Εγώ είμαι στον μήνα των γενεθλίων μου. Στις 24 προς 25 του τρέχοντος μηνός παίρνω τα ογδόντα εννέα.
Πολύ ωραία.
Γεννήθηκα το 1932. Από πολύ φτωχούς γονείς βέβαια, αλλά μέχρι την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο πατέρας μου λίγο δύσκολα βέβαια, αλλά τα έφερνε καλά βόλτα. Δεν είχαμε, ας πούμε, οικονομική στενοχώρια, ούτε πείνα, ούτε τίποτα. Μέχρι που έγινε ο πόλεμος. Συνάμα, πριν από τον πόλεμο, ζήσαμε τη δικτατορία, τη λεγόμενη του Μεταξά. Με το καθεστώς εκείνο, πράγματι βοηθήθηκε ο αγροτικός κόσμος και συγκεκριμένα αυτοί οι οποίοι ήρθανε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, γιατί χαριστήκανε τα χρέη, όσα είχανε να πούμε και ανέπνευσε κατά κάποιον τρόπο ο κάθε φτωχός αγρότης, να πούμε, κάπως καλύτερα. Αλλά ήρθε η συμφορά του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τότε εγώ ήμουν οκτώ χρονών στην κήρυξη του πολέμου. Έγινε βέβαια η γενική επιστράτευση, ανταμώσανε με τα εχθρικά στρατεύματα τα ελληνικά στο Καλπάκι, λίγο πιο εδώ από την Κόνιτσα, που υπάρχει και τώρα το μουσείο εκεί και από εκεί κι ύστερα άρχισαν να προελαύνουν τα ελληνικά στρατεύματα. Επειδή από μικρός είχα, τώρα να το πω, χόμπι; Να το πω... Όπως θέλετε πείτε το, της ψαλτικής, ήμουνα κοντά στην εκκλησία. Και κάθε φορά που καταλάμβαναν τα ελληνικά στρατεύματα ένα μέρος της Βορείου Ηπείρου και τα λοιπά, εμείς κάναμε δοξολογία εδώ, υπαίθρια δοξολογία για να ευχαριστήσουμε τον καλό Θεό. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν μέχρι τον Απρίλιο του 1941, που κατά κακή μας τύχη μας κήρυξε και τον πόλεμο και η Γερμανία. Ε, σε δύο διαφορετικά μέτωπα δεν μπορούσε να αντισταθεί πια η Ελλάδα κι όμως, παρόλα αυτά, και στα σήμερα ακόμα που παραβρίσκονται τα οχυρά του Μεταξά τα οποία είχε κάνει από την βόρεια πλευρά της χώρας, κράτησαν τους Γερμανούς οι Έλληνες επί έναν μήνα, ενώ η Σερβία είχε καταρρεύσει σε 24 ώρες, η δε Γαλλία με την περιβόητη γραμμή που είχε, τη «Μαζινό» ονομαζόμενη, δεν κράτησε ούτε μία εβδομάδα. Εμείς κι ένας τελευταία στο φυλάκιο, το λεγόμενο Ρούπελ που υπάρχει και σήμερα, κράτησε τους Γερμανούς επί μία εβδομάδα ένας λοχίας και τελευταία κράτησε μία σφαίρα κι αυτοκτόνησε. Οι δε Γερμανοί, όταν κατέλαβαν και το φυλάκιο αυτό, ο Γερμανός επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων έβαλε τους στρατιώτες του και περνούσαν και χαιρετούσαν τον σκοτωμένο τον λοχία. Εν πάση περιπτώσει, τώρα αυτά είναι λεπτομέρειες τις οποίες τις έζησα εγώ σαν παιδί τότε, πολύ μικρό παιδί. Ε, έκτοτε, παρέδωσαν... Α, παρέλειψα να πω ότι τον Μεταξά εικάζεται, μάλλον είναι σίγουρο, ότι τον σκότωσαν και τη θέση του την πήρε κάποιος ονόματι Κορυζής. Και τον Κορυζή τον σκότωσαν και στην τελική ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο Τσολάκογλου ο λεγόμενος. Σε αυτό τώρα μεταξύ όμως, επειδή έχασαν τον πόλεμο και κακήν κακώς ερχόντουσαν οι στρατιώτες μας, άλλοι έφυγαν μαζί με την οικογένεια του Βασιλέως Γεωργίου στη Μέση Ανατολή κι άλλοι βγήκαν στα βουνά κι έγινε το αντάρτικο το λεγόμενο. Ε, από 'κεί και πέρα, το 1942, τον Ιούλιο μήνα, ήρθανε εδώ σ' εμάς, στον τόπο μας, στη Νέα Τρίγλια, βουλγαρικά στρατεύματα. Σημειωτέον ότι η Βουλγαρία ήτανε σύμμαχοι με τους Γερμανούς. Και το πρώτο που έκαναν ήταν να καταλάβουν το σχολείο, το οποίο μετέτρεψαν σε μαγειρεία. Κι εμείς εν όψει της σχολικής περιόδου μείναμε χωρίς σχολείο και κάναμε έξω, στο ύπαιθρο, μάθημα.
Πού κάνατε, ας πούμε; Εκεί, στο προαύλιο;
Στο πάρκο απέναντι, ακόμα δεν υπήρχαν τα κτίσματα αυτά, το κοινοτικό κατάστημα και το νηπιαγωγείο που είναι ήτανε κενό κι εκεί μέσα κάναμε μάθημα. Μετά από όλα αυτά, όταν χειμώνιασε πολύ, ευγενικά ίσως, ευγενικά, οι Βούλγαροι μας παραχώρησαν το υπόγειο του σχολείου και εκεί στεγάζονταν το Δημοτικό. Εκεί πηγαίναμε στο Δημοτικό. Λοιπόν, αυτό κράτησε επί δύο χρόνια. Το 1944 που κατέρρευσε, που έχασε τον πόλεμο η Γερμανία, εάν πρέπει να πούμε πώς και τι έγινε στην Κρήτη, ευχαρίστως να το πούμε κι αυτό, γιατί οι Γερμανοί, ήθελαν να καταλάβουν και την Κρήτη, γιατί διαφορετικά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν προς την Αγγλία. Ναι, αλλά η Κρήτη αντιστάθηκε. Και μέχρι και οι γυναίκες οπλίστηκαν και, όταν πήγαιναν και έριχναν αλεξιπτωτιστές οι Γερμανοί, τους σκότωναν κατευθείαν. Επί έναν μήνα πολεμούσαν να καταλάβουν την Κρήτη οι Γερμανοί. Τελικά το πέτυχαν. Και υπέστη τα πάνδεινα η Κρήτη. Συνάμα, πρέπει να πούμε και το εξής, ότι η Γερμανία ήτανε σύμμαχοι και με τη Ρωσία, η οποία δεν συμμετείχε στον πόλεμο, αλλά ήτανε σύμμαχοι όμως. Πώς κατάφεραν τώρα οι Άγγλοι, αυτό είναι απόρρητο δικό τους, κι έκλεψαν τα μυστικά έγγραφα του Χίτλερ και τα πήγαν στους Ρώσους. Μόλις είδανε τις προθέσεις του Χίτλερ, γιατί ο Χίτλερ, ο δικτάτορας, είχε σκοπό να γίνει πανγερμανισμός, παγκόσμιος δηλαδή η Γερμανία. Τους κήρυξαν τον πόλεμο δηλαδή, μόλις είδαν τα μυστικά έγγραφα οι Ρώσοι τους κήρυξαν τον πόλεμο. Και άνοιξε και δεύτερο μέτωπο εκεί. Τα γερμανικά στρατεύματα που προελαύνανε και αναγκαστικά εφόσον τους κήρυξε τον πόλεμο έπρεπε να πολεμήσουν, υ[00:10:00]πέστησαν μεγάλες ζημιές στο Στάλινγκραντ το λεγόμενο, γιατί εκεί οι Ρώσοι χτυπούσαν τους Γερμανούς, τους βγάζανε από το Στάλινγκραντ και οπισθοχωρώντας ύστερα, κατέστρεφαν τα πάντα, έπαιρναν και το τελευταίο καρβέλι ψωμί, που λέει, από εκεί, ώστε να μην βρουν τίποτε οι Γερμανοί, όταν θα μπούνε μέσα. Κατά κακή τύχη των Γερμανών και κατά καλή τύχη των υπολοίπων παγκοσμίως, τους πρόλαβε ο βαρύς χειμώνας στη Ρωσία και μια τους έβγαλαν στο Στάλινγκραντ, την άλλη τους άφηναν και έμπαιναν, τους καταστρέφανε ό,τι είχανε και δεν είχανε και υπέστησαν μεγάλες ζημιές οι Γερμανοί με αυτόν τον τρόπο, τους πρόλαβε κι ο χειμώνας και πέθαιναν όλοι στο μέτωπο της Ρωσίας. Στη δε Αγγλία, όταν κατέλαβαν την Κρήτη και μετά και προχώρησαν προς τα κάτω, οι Άγγλοι, τουλάχιστον αυτό έχουμε υπόψη μας όλοι εμείς οι παλιοί, ότι εκάλυψαν το Λονδίνο με ένα ειδικό δίκτυ, τώρα κατά πόσο είναι αλήθεια ή ψέματα αυτό, αποδείχθηκε γιατί στο Λονδίνο, όσο προσπάθησαν οι Γερμανοί να το βομβαρδίσουν, δεν έπαθε τίποτα. Ταυτόχρονα δε έκαναν και στις παραλίες δεξαμενές και τις γέμισαν βενζίνη οι Άγγλοι. Με το που πήγαιναν διά θαλάσσης να κάνουν αποβάσεις στην Αγγλία, άνοιξέ τους κρουνούς της βενζίνης και έβαλαν φωτιά και γέμισε η θάλασσα φωτιά και τους έκαψε όλους τους Γερμανούς. Στη συνέχεια, έγινε η μεγάλη μάχη, η λεγόμενη «Μάχη Ελ Αλαμέιν» και εκεί έχασαν το παιχνίδι οι Γερμανοί. Εντωμεταξύ, αναγκαστήκανε γιατί προχωρώντας από τη μία μεριά οι Ρώσοι και από την άλλη μεριά οι Αμερικάνοι, που και οι Αμερικάνοι κηρύξανε τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών, απελευθερώσανε όλα τα μέρη αυτά μέχρι εδώ και μέχρι τη Γερμανία τη χώρισαν στα δύο. Το τείχος του Βερολίνου το λεγόμενο, το οποίο είναι [Δ.Α.] μέχρι πρόσφατα που το γκρέμισαν. Τη μισή Γερμανία την είχε η Ρωσία, την άλλη μισή την είχανε οι Αμερικάνοι. Το δυστύχημα, παιδί μου, για μας ήταν, άλλοι το λένε ευτύχημα, εγώ το λέω δυστύχημα, το οποίο, αυτοί οι στρατιώτες που πήγαν, βγήκαν στα βουνά μαζί με πολλούς ανθρώπους για μένα δηλαδή που δεν αξίζει τον κόπο καν να τους αναφέρουμε, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, τους λεγόμενους ταγματασφαλίτες, δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Προσπαθούσαν οι μεν αντάρτες να χτυπήσουν τους Γερμανούς, οι δε Γερμανοί είχαν βγάλει μία διαταγή η οποία έλεγε ότι: «Αν σκοτωθεί ένας Γερμανός, θα σκοτώσουμε εκατό Έλληνες αμάχους». Αυτό και έγινε. Έγινε το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, έγινε το ολοκαύτωμα στο Δίστομο. Εκεί, ειδικά του Χορτιάτη που είναι και κοντά σε μας, να πούμε, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα όλα οι βάρβαροι άνθρωποι αυτοί, οι αισχροί άνθρωποι κατά την άποψή μου δηλαδή, και τους κάψανε στους φούρνους μέσα. Μέχρι και τώρα που μιλάμε, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, ο Χορτιάτης κλαίει τα θύματα των Γερμανών. Στο δε εσωτερικό της Ελλάδος δρούσανε οι φανατικοί αυτοί, Ανθέλληνες τους λέω εγώ, όχι Έλληνες. Και όποιον υπέδειχναν αυτοί πήγαινε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ένα καλό, που πρέπει να το τονίσουμε αυτό, ίσως είναι και λίγο κολακευτικό για την εκκλησία, αλλά είναι αλήθεια όμως, είχαμε την καλή τύχη να είναι αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ένας αρχιερέας, συγκινούμαι που το λέω αυτό, ονόματι Δαμασκηνός. Στη δε Θεσσαλονίκη ήταν Θεσσαλονίκης και πάσης Μακεδονίας φυσικά ένας αρχιερέας επ’ ονόματι Γεννάδιος. Στη δε Χαλκιδική, που ζούμε και τώρα εμείς, είχαμε έναν αρχιερέα ονόματι Ειρηναίος. Εδώ, πρέπει να τονίσω ότι και οι τρεις αυτοί ιεράρχες ήξεραν φαρσί τα γερμανικά. Και τι κάνανε; Έσωσαν πάρα πολλούς κρατουμένους που πιάνανε οι Γερμανοί σαν προδότες και τους κλείνανε στο «Νταχάου» το λεγόμενο, στην Αθήνα. Το σημερινό Κ.Ε.Β.Ο.Π. που είναι στρατόπεδο. Και έπαιρνε τη μπαστούνα ο Ειρηναίος και πήγαινε στον Γενικό Διοικητή των Γερμανικών στρατευμάτων. Και ούτε λίγο ούτε πολύ: «Άμα σηκώσω το μπαστούνι και σε δώσω μια στο κεφάλι», έτσι, στον διοικητή, «θα μείνεις εκεί που είσαι. Πάνε και βγάλε τους ανθρώπους από το στρατόπεδο. Τώρα. Τώρα. Δώσε διαταγή. Αλλιώς από εδώ δεν θα βγεις ζωντανός». Και το έκανε, το έκανε ο Γενικός Διοικητής των Γερμανικών στρατευμάτων μιλάμε. Το ίδιο έπραττε και ο Γεννάδιος που ήταν της Θεσσαλονίκης και πάσης Μακεδονίας. Το ίδιο έκανε και ο Ειρηναίος, ο δικός μας. Τώρα, μετά από τον Ειρηναίο εδώ, πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση. Μητροπολίτης της Χαλκιδικής διορίστηκε κάποιος ονόματι Συνέσιος. Ο Συνέσιος, όμως, στα θλιβερά αυτά γεγονότα που γινόντουσαν στην Αθήνα, ήτανε πρωτοσύγγελος της Μητροπόλεως Αθηνών και η παράδοση λέει, τώρα εγώ δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι' αυτό, ότι είχε δύο πιστόλια κάτω από το ράσο. Τέτοιος ήτανε. Αλλά χωρίς να θέλω να γίνω και υπερβολικός, μακάρι να είχαμε και σήμερα που κουβεντιάζουμε τέτοιους ιεράρχες.
Δυστυχώς, η πίκρα η δικιά μου είναι γιατί από εκεί και έπειτα με τον συμμοριτοπόλεμο, έγινε όταν απελευθερώθηκε, εν πάση περιπτώσει, και η Ελλάδα από τη γερμανική μπότα, ήθελε να έρθει ξανά η κυβέρνηση του Βασιλέως, η οποία ήταν στο Κάιρο όλο αυτό το διάστημα. Και προωθούσε τον συγχωρεμένο τον Γεώργιο τον Παπανδρέου να σχηματίσει κυβέρνηση. Η δε κυβέρνηση επ’ ονόματι «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας» σχηματίστηκε στη Συρία κι από εκεί ήρθανε με τον Γεώργιο τον Βασιλέα στην Α[00:20:00]θήνα. Ήρθανε σε διαπραγματεύσεις με το Ε.Λ.Α.Σ., γιατί κατά, πάνω από έναν χρόνο και περισσότερο κυβερνούσε η κυβέρνηση του Ε.Λ.Α.Σ., δεν υπήρχε κανένας άλλος. Ο Παπανδρέου κάλεσε την ηγεσία των ανταρτών να σχηματίσουν κυβέρνηση. Πράγματι, κατέβηκαν όλα τα αντάρτικα τα στρατεύματα. Αυτό συμπτωματικά έτυχε να το δω και με τα μάτια μου, που κατέβαιναν να πάνε να παραδώσουν στην Αθήνα.
Α, εδώ από το χωριό, ας πούμε;
Όχι εδώ, έτυχε να είμαι στη Θεσσαλονίκη και κατέβαιναν από τη Θεσσαλονίκη πεζοπορώντας να πάνε να παραδώσουν και να σχηματίσουν «Μεικτή Κυβέρνηση», έτσι τους είχε υποσχεθεί ο Παπανδρέου. Ναι, αλλά μόλις κατέβηκαν στην Αθήνα και παρέδωσαν, τους γύρισε την πλάτη ο Παπανδρέου και έγιναν τα λεγόμενα Δεκεμβριανά. Μέχρι να τους σηκώσουν και να τους βγάλουν από την Αθήνα ο απελευθερωτικός στρατός του Καΐρου, χύθηκε πάρα πολύ αίμα. Αλλά ας μην πολυλογούμε εδώ, διότι περνάει και η ώρα δηλαδή άσκοπα. Οι αντάρτες όμως, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη τον λεγόμενο, δεν παρέδωσαν τον καθαυτού οπλισμό τους. Παρέδωσαν κάτι άλλα τούφεκα, κάτι ψευτοτούφεκα, εκείνα πηγαίνανε. Τα υπόλοιπα, τα βαριά τα όπλα, που ήταν και αυτά αγγλικής προελεύσεως οπλισμός, όπως και του ελληνικού στρατού, του απελευθερωτικού. Δηλαδή, εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα ίδια όπλα χρησιμοποιούσανε και οι αντάρτες και οι εθνικόφρονες οι λεγόμενοι της εποχής εκείνης. Λοιπόν, και ξεκίνησε δυστυχώς, ο αλληλοσπαραγμός. Δεν ήξερε ο άνθρωπος πού να πάει να προφυλαχτεί. Έβλεπες κάποιον με σταυρωτά τα τσαπράζια εδώ, «Τώρα τι είναι αυτός; Αντάρτης είναι για εθνικόφρονας; Τι είναι;». Πολύς κόσμος δυστυχώς, που μέσα σε αυτούς ήταν και χαμηλής ποιότητας άνθρωποι εδώ που τα λέμε, αλλά ήταν και πραγματικοί πατριώτες, τους συνελάμβαναν και τους έστελναν στη Μακρόνησο εξορία. Αυτά τα έκανε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Στη συνέχεια, ο Βασιλεύς βλέποντας ότι δεν μπορεί από μόνος του να τα φέρει βόλτα, κάλεσε τον στρατηγό τον Παπάγο, το μικρό του όνομα μου διαφεύγει, και του έδωσε την αρχιστρατηγική σπάθα. Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έγινε αρχιστράτηγος ήτανε ο Παπάγος. Αυτό είχε σαν συνέπεια ευεργετική για την Ελλάδα, γιατί αμέσως ο Παπάγος έκλεισε τα σύνορα. Και τότε οι αντάρτες μπαινόβγαιναν, μια στο παραπέτασμα, γιατί έτσι ονομαζόταν έξω από την Ελλάδα, και μια μέσα. Έκαναν τις ζημιές τους δηλαδή και φεύγανε στο παραπέτασμα, κανείς δεν μπορούσε να τους κάνει τίποτα. Μέχρι που κατέβηκαν, αποθρασύνθηκαν δηλαδή τόσο πολύ, μέχρι που κατέβηκαν στα Μουδανιά και βάλανε φωτιά τα εργοστάσια και τα αυτά οι αντάρτες και ο ελληνικός στρατός. Γι’ αυτό ύστερα έβγαλε διαταγή ο Παπάγος, ο ελληνικός στρατός καθότανε με σταυρωμένα χέρια και κοίταζε. Πήγαν στην Πορταριά, τη ρήμαξαν, την έβαλαν φωτιά, τη λεηλάτησαν και τα τανκς τα λεγόμενα, τα τεθωρακισμένα, ήτανε στα Μουδανιά. Και δεν πήγαιναν να παρέμβουν δηλαδή. Όταν έφυγαν οι αντάρτες και μετά, ξεκίνησαν, πήραν εντολή από το τρίτο σώμα στρατού να παρέμβουν τα τεθωρακισμένα. Ναι, αλλά οι αντάρτες κι αυτοί ήταν Έλληνες και ήταν ξύπνιοι. Στην διασταύρωση της Πορταριάς υπάρχει ένα εκκλησάκι και σήμερα ακόμα, Αγιαντώνης λέγεται. Εκεί ακριβώς είχανε βάλει νάρκη. Και με το που πήγε το αυτοκίνητο να περάσει από εκεί, έγινε έκρηξη και όλοι οι στρατιώτες που ήτανε πάνω σκοτωθήκανε. Ε, μετά από όλα αυτά τα γεγονότα έπεσε πείνα μεγάλη. Βέβαια η μεγάλη η πείνα του 1941 ήτανε για τις πόλεις, εμείς στα χωριά δεν υποφέραμε, γιατί όλη η Θεσσαλονίκη ξεσηκώθηκε, γιατί έρχονταν τα γερμανικά τα στρατεύματα και βομβάρδιζαν και βγήκαν στα χωριά και βρήκε όπου μπόρεσε ο καθένας άσυλο. Ε, όσο μπορούσε ο καθένας, βοήθησε τους ανθρώπους.
Εσείς, ας πούμε, το ’41 δεν θυμάστε πείνα να ζήσατε.
Όχι, το ’41 εμείς δεν πεινάσαμε.
Να πεινάσατε.
Όχι, δεν πεινάσαμε το ’41. Αλλά πείνασε ο κόσμος των πόλεων γενικά.
Εσείς, τα δύο πρώτα χρόνια εδώ με τους Βούλγαρους, πώς σας φέρονταν; Είπατε πριν για το σχολείο.
Όχι, δεν μας ενοχλούσανε.
Δεν έγινε τίποτα.
Όχι, όχι, τίποτα, τίποτα. Το μόνο που μας στέρησαν ήταν το σχολείο και εμένα σαν παιδί μου στοίχησε πάρα πολύ βέβαια και το θυμάμαι. Αλλά όταν ξεφύγαμε από αυτήν την περιπέτεια...
Και μετά τα δύο χρόνια που ήταν εδώ οι Βούλγαροι, έφυγαν οι Βούλγαροι, ήρθε κάποιος άλλος ή όχι;
Όχι. Οι Βούλγαροι εντωμεταξύ γιατί καθόντουσαν ήρεμα; Αποδείχθηκε διότι ότι τους είχανε κλείσει οι αντάρτες από πάνω την έξοδό τους για Θεσσαλονίκη και δεν μπορούσαν να φύγουν. Και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουνε και ήρθανε σε συμφωνία με τους αντάρτες να βγουν από εδώ, από το Πριονοχώρι το λεγόμενο και να παραδώσουν τον οπλισμό τους όλον στους αντάρτες και να φύγουν, για να τους αφήσουν. Κι έτσι κι έγινε δηλαδή. Πράγματι, παραδώσανε τον οπλισμό τους οι Βούλγαροι, αλλά στο μεταξύ είχε πέσει το μικρόβιο του κουμμουνισμού και στη Βουλγαρία και έγιναν δυο κομμάτια. Κι άρχισαν να σφάζονται αναμεταξύ τους. Εμείς όμως, το ’46, μετά από όλα αυτά που είπαμε προηγουμένως, δοκιμάσαμε μεγάλη πείνα και δυστυχία και στα χωριά. Γιατί, αυτό το λέω διότι όταν μπήκανε τα γερμανικά στρατεύματα και τα ιταλικά, οι Ιταλοί με Γερμανούς ήταν σύμμαχοι. Ταυτόχρονα δηλαδή και ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα στην πόλη μέσα λεηλάτησαν τα πάντα. Δεν άφησαν ούτε στα καταστήματα ρουχισμό, ούτε παπούτσια, ούτε τρόφιμα, ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Συνάμα δε, ο Τσολάκογλου, ο οποίος παρέδωσε και την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, έκοψε νόμισμα δικό του, γιατί οι Γερμανοί, πρέπει να ειπωθεί εδώ και -ας μου επιτραπεί η φράση- ποτέ δεν είδαμε καλό από τους Γερμανούς κι ούτε θα δούμε, η άποψή μου είναι αυτή. Λοιπόν, έπρεπε επειδή πήρανε όλο το αντίκρισμα, όλο το αντισήκωμα που είχε η Ελλάδα, τα λεφτά δεν πιάνανε τίποτα του Τσολάκογλου. Έπρεπε να έχεις ένα τσουβάλι λε[00:30:00]φτά να κατέβεις στη Θεσσαλονίκη να πάρεις πέντε πράγματα. Και εκείνα δεν θα τα έβρισκες, θα πήγαινες στον Βαρδάρη για να τα πάρεις. Και εδώ δεν κυκλοφορούσε πια χρήμα. Κυκλοφορούσανε μόνο χρυσές λίρες Αγγλίας και είδος. Όλο το πάρε δώσε με τους μαυραγορίτες τους λέγανε τότε, και καλά τους λέγανε, ήταν με είδος. Και έπρεπε δηλαδή η μάνα μου, φερ' ειπείν, να βγει στον μικροπωλητή που περνούσε απ’ έξω που ήταν κομμένες οι τιμές. Ε, λάδι, είκοσι πέντε οκάδες σιτάρι, μια οκά, οκάδες ήταν τότε, δεν ήταν κιλά, πετρέλαιο, μια οκά πετρέλαιο, είκοσι πέντε οκάδες σιτάρι, μια οκά σαπούνι, είκοσι πέντε οκάδες σιτάρι. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, πόσο σιτάρι έπρεπε να έχεις για να μπορείς να τα φέρεις βόλτα; Είκοσι πέντε οκάδες είναι, μια οκά σαπούνι σε εμάς, τέσσερα και δύο έξι, εξαμελής οικογένεια, ήτανε αντίδωρο, το λάδι επίσης. Και πεινάσαμε, πραγματικά πεινάσαμε. Αφού στο τέλος οι γονείς μας αναγκάζονταν να πηγαίνουν στους μύλους της φωτιάς που υπήρχαν τότε, δεν υπήρχαν δρόμοι και τέτοια και να αλέθουν κουκιά, ρεβίθια, κριθάρι, για να φτιάξουν ψωμί.
Ναι, ό,τι καρπό, ας πούμε, έβγαζαν.
Μείναμε και από ψωμί, δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε κι εμείς να πούμε. Αυτό έγινε το ’46. Ε, από το ’47 και μετά βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση, να πούμε. Εμείς, όμως, σαν παιδιά τότε και σαν έφηβοι αργότερα δεν έχουμε τίποτα καλό να θυμηθούμε, ρε παιδί μου. Πέσαμε πάνω στα χρόνια της δυστυχίας, της ταλαιπωρίας -να πούμε- και των διωγμών.
Αυτά μέχρι εδώ, όσο με ρώτησες προηγουμένως για τη δικιά μου τη ζωή, εγώ πήγα και με τα τσόκαρα στο σχολείο. Σηκωνόμουνα το πρωί και είχα ένα, γελάω τώρα, είχα ένα παντελόνι του πατέρα μου και το έβαζα, γιατί η μάνα μου δεν μπορούσε ούτε καν να μας μπαλώσει. Δεν υπήρχαν ρούχα, δεν κυκλοφορούσαν ρούχα.
Υφάσματα, ας πούμε.
Υφάσματα και τέτοια δεν υπήρχανε. Ποιον θα πρωτοτακτοποιήσει; Τέσσερα παιδιά. Και αναγκαζόμουνα μόνος μου και μπάλωνα το παντελόνι και το έβαζα για να πάω σχολείο. Ξυπόλητος, με τα τσόκαρα μιλάμε. Τα τσόκαρα τώρα αυτά ούτε καν εμφανίζονται. Αν έχεις υπόψη σου, ήτανε από κάτω ξύλο και απάνω ένα, τώρα ή δέρμα ή από, ξέρω 'γώ, τι ήτανε, αμίαντος, κάτι τέτοιο ήτανε να πούμε.
Δερμάτινο, ας πούμε.
Ναι, και τα βάζαμε ξυπόλητοι και πηγαίναμε σχολείο. Αυτά ήταν τα χάλια μας.
Εκεί στο σχολείο πώς ήταν η πραγματικότητα;
Στο σχολείο η πραγματικότητα ήταν ότι όλο το Δημοτικό σχολείο είχε τρεις δασκάλους. Μόνο. Ο ένας δάσκαλος είχε την πέμπτη και την έκτη. Ο δεύτερος δάσκαλος είχε την τρίτη και την τετάρτη. Και ο τρίτος δάσκαλος είχε την πρώτη και τη δευτέρα.
Από πόσα παιδιά μπορεί να είχε;
Δυστυχώς, δεν ήτανε πολλά παιδιά. Δεν ήταν πολλά παιδιά με την εξής έννοια, γιατί η Τρίγλια δεν ήταν όπως είναι τώρα, διότι στην τελευταία απογραφή που έγινε η Τρίγλια απαριθμεί γύρω στις τέσσερις με τεσσερισήμισι χιλιάδες κόσμο, ενώ τότε δεν ήταν ούτε χίλιοι πεντακόσιοι. Επομένως δεν ήμασταν πολλά παιδιά. Αλλά και τα λίγα που ήμασταν, δεν είχαμε τα μέσα, δεν είχαμε ούτε καν τετράδια για να γράψουμε. Και τι κάνανε εμείς; Για να βρούμε χαρτί να γράψουμε, οι Βουλγάροι φεύγοντας, το μισό το σχολείο πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν γιαπί ακόμα, ατακτοποίητο, και το είχαν για αποθήκες οι Βούλγαροι και άφησαν μέσα τσιμέντα, σίδερα και τα λοιπά, από τα οποία καρφώθηκε πολύς κόσμος εδώ που τα λέμε, όποιος είχε κότσια καρφώθηκε από εκεί, αλλά εμείς λαθραία μπαίναμε και σκίζαμε τα τσουβάλια του τσιμέντου, το ρίχναμε το τσιμέντο, το πετούσαμε το τσιμέντο, για να πάρουμε το χαρτί.
Α, από το τσουβάλι.
Από το τσουβάλι, για να έρθουμε να κάνουμε τετράδια μόνοι μας. Ε, μας έβαζε ο δάσκαλος τώρα να γράψουμε αντιγραφή. Συνάμα, δεν κυκλοφορούσε ο κονδυλοφόρος και το μελάνι. Έτσι; Δεν είχαμε ούτε στυλό, ούτε μολύβια, ούτε τίποτα. Ε, ναι, αλλά προσπαθούσαμε κάναμε τα γράμματα κανονικά στην αντιγραφή. Εκείνα τα ρουφούσε μέσα το στυπόχαρτο το τσουβάλι και γίνονταν τέτοια. Τι αντιγραφή να γράψεις; Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειώσω εδώ ότι τα δύο τελευταία χρόνια της μαθητείας μου ήμασταν όλο και όλο έξι παιδιά στην έκτη. Και όλο αγόρια, κορίτσι κανένα. Έξι παιδιά αποφοιτήσαμε από το Δημοτικό. Και πήραμε απολυτήρια δηλαδή.
Οι άλλοι γιατί σταμάτησαν, ας πούμε; Σταμάτησαν;
Σταμάτησαν. Δεν μπορούσαν να έρθουν στο σχολείο, δεν υπήρχε τρόπος να έρθουν στα σχολεία. Γιατί συνολικά, θυμάμαι καλά ότι η έκτη τάξη και επί Βουλγάρων ακόμα, ήμασταν γύρω στα τριάντα παιδιά. Αλλά όταν έφυγαν οι Βούλγαροι και επανήλθαμε στο σχολείο μονάχα έξι ήρθαμε. Και όταν ήταν να κάνουμε μαθηματικά, εν πάση περιπτώσει, και προπαντός στα μαθηματικά, μας σήκωνε και τους έξι ο δάσκαλος. Και πηγαίναμε στον πίνακα να κάνουμε μαθηματικά. Σε κάποια στιγμή, πρέπει να πω εδώ ότι, θα κατηγορήσω άνθρωπο, ο οποίος... Αλλά είμαι υποχρεωμένος να το κάνω. Ο δάσκαλός μας ήταν και μπεκρής, ο Ταξιάρχης. Και έβρισκε διέξοδο σ' εμένα. Ερχότανε στα διαλείμματα, πήγαινε απέναντι, είχε ένα παντοπωλείο και έπινε να πούμε. Βέβαια ήταν βασανισμένος ο άνθρωπος όμως, ο καημένος, εδώ που τα λέμε, να πούμε. Και ερχότανε μεθυσμένος και κοιμότανε απλά στην έδρα. Έλεγε μια και ψευδίζοντας: «Σήκω, Αγεριάδη, να κάνεις μάθημα». Και θυμάμαι ένα περιστατικό που έμεινε ολοζώντανο μέσα μου, γιατί σε κάποια σχολική περίοδο συνέβη να είναι όλο και όλο δύο δάσκαλοι στο σχολείο. Και ο δάσκαλος αυτός που ανέφερα προηγουμένως είχε τέσσερις τάξεις. Έπρεπε να γράψουμε διαγωνισμούς. Ήταν τέλος της σχολικής περιόδου και έπρεπε να γράψουμε διαγωνισμούς. Εντωμεταξύ άρχισε να κυκλοφοράει λίγο λίγο το χαρτί. Και πήραμε κόλλες από το παντοπωλείο και τις πήγαμε για να γράψουμε διαγωνίσματα. Έλα που ήρθε, όμως, ο δάσκαλος και τις κόλλες τις είχαμε πάνω στην έδρα και το χέρι του, δεν ξέρω πώς το είχε κομμένο, και τις μάτωσε τις κόλλες; Τώρα, τι κάναμε; «Αγεριάδη, σήκω να κάνεις μάθημα». Ε, μισοματωμένες, μισό αυτές, τις μοίρασα εγώ τις κόλλες στα παιδιά. Και αναγκαστικά ρωτούσα την τρίτη τάξη, παραδείγματος χάριν: «Ποιο μάθημα ξέρετε καλά, ρε παιδιά; Όποιος ξέρει καλά να σηκώσει τα χέρια», τα μετρούσα τα χέρια εγώ, να δούμε είναι η πλειοψηφία; Το έγραφα στον πίνακα: «Γράψτε διαγώνισμα». Το ίδιο συνέβαινε και με τις υπόλοιπες τάξεις. Ε, τι, πρέπει να ήμουνα βλάκας, αφού ο δάσκαλος κοιμάται πάνω στην έδρα. Τις μάζεψα τις κόλλες τώρα, πήγα, τις άφησα εκεί και σχολάσανε. Αλλά θυμάμαι ένα περιστατικό. Α, παρέλειψα να πω ότι στα[00:40:00] μαθηματικά που μας έκανε αυτός ο δάσκαλος, γιατί το δικό μας το σπίτι δεν πρόλαβαν να το κάψουν οι Γερμανοί, οπισθοχωρώντας την κάψανε την Τρίγλια οι Γερμανοί.
Ποια χρονιά;
Το ’44.
Το ’44, φεύγοντας.
Φεύγοντας έβαλαν φωτιά όλη την Τρίγλια, μέχρι μια γωνία εδώ έτσι και πάνω, τους τελείωσαν οι εμπρηστικές χειροβομβίδες ή νύχτωσε και φοβηθήκανε, ποιος ξέρει τι έγινε. Και οι γονείς μας ήταν έξω από το χωριό, όλοι ήμασταν φευγάτοι, μέσα στην Τρίγλια δεν υπήρχε κόσμος. Και ήρθε ο μπαμπάς μου και το σπίτι δεν ήταν όπως είναι τώρα βέβαια. Ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο ήταν. Και μάζευαν τσαλιά, ξύλα ξερά δηλαδή, και τα βάζανε μέσα στη μέση του δωματίου και τα δίνανε φωτιά. Το πρόλαβε ο μπαμπάς μου το σπίτι. Πέταξε τα τσαλιά, το έσβησε, να πούμε, αλλά μέσα στη μέση του δωματίου, του μοναδικού δωματίου, κάηκε το πάτωμα.
Είχε γίνει μαύρο.
Ναι, ναι, κάηκε, τα σανίδια, κάηκαν. Τα έσβησε, αλλά εμείς κατεβήκαμε ύστερα, γιατί επί δύο μήνες ήμασταν εκτός Τρίγλιας. Να κοιμηθούμε, πού να κοιμηθούμε; Στο καμένο το πάτωμα; Η μάνα μου, κάπως το είχε μπαλώσει ο μπαμπάς μου, δεν θυμάμαι, πώς να... Και κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα εκεί.
Στα καμένα τα σανίδια.
Στα καμένα τα σανίδια, ναι. Και θυμάμαι ένα περιστατικό που μου συνέβη στην έκτη τάξη. Α, μεταξύ άλλων είχε και μία κάσα με βιβλία παλιά ο μπαμπάς μου εδώ, του αδελφού μου, της αδελφής μου, ήταν μεγαλύτερη, και πήρε φωτιά η κάσα εκείνη και πρόλαβε και την έσβησε. Μέσα από εκείνη την κάσα βρήκα εγώ ένα βιβλίο μαθηματικών και το πήγα στο σχολείο και από εκείνο το βιβλίο μας έκανε και τις τέσσερις τάξεις μάθημα ο δάσκαλος. Στο τέλος μας έβαλε ένα πρόβλημα εσωτερικής και εξωτερικής υφέσεως. Καλά το λέω; Έτσι νομίζω. Ναι, που ζητούσε στο τέλος δηλαδή ποιο είναι το χρεολύσιον και τα λοιπά. Ναι, αλλά μας το έδωσε λάθος ο δάσκαλος. Μεθυσμένος ήταν; Ποιος ξέρει τι ήταν... Κι ενώ μαζευόμασταν και οι έξι της τάξεως για να κάνουμε τα μαθήματά μας και τα λοιπά, προσπαθούσαμε από την Παρασκευή που μας το έδωσε το πρόβλημα μέχρι την επόμενη Παρασκευή, το προχωρούσα κι εγώ ακόμα, να πούμε, μέχρι ενός σημείου και από εκεί και πέρα η λύση δεν υπήρχε. Ε, ήρθε η επόμενη Παρασκευή, η έκτη τάξη στον πίνακα. «Πάρε την κιμωλία και γράφε», μου λέει. «Ευχαρίστως». Παίρνω την κιμωλία εγώ, γράφω εκείνο, το τούτο, το άλλο, να πούμε και τα λοιπά. «Μέχρι εδώ, κύριε, δεν υπάρχει λύση για το πρόβλημα». «Ε, εσύ όλα τα ξέρεις να πούμε». Με έβαλε και κατσάδα. «Δεν υπάρχει λύση για το πρόβλημα. Τελείωσε». Επιμένω εγώ. Συνάμα, είχαν γίνει πάλι τρεις οι δάσκαλοι. Μια, Αλεξάνδρα τη λέγανε, μια δασκάλα και ένας δάσκαλος, Μυλωνάς Αθανάσιος λεγότανε. Φώναξε τον δάσκαλο της τρίτης και της τετάρτης, ήρθε μέσα. Φώναξε την Αλεξάνδρα, ήρθε και εκείνη μέσα. Σε κάποια στιγμή εγώ πήρε το αυτί μου που του λέει ο Μυλωνάς: «Κύριε Παπαδόπουλε», Παπαδόπουλος ήταν ο δικός μας, «έχει δίκιο ο Αγεριάδης, δεν υπάρχει λύση. Λάθος το δώσατε το πρόβλημα», με έναν κάπως διαφορετικό τρόπο. Δεν το θυμάμαι απ’ έξω.
Ναι, ναι, ναι.
Μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα, αλλά έτσι που μας το έδωσε δεν λυνόταν, ρε παιδί μου.
Ναι, κάτι έγραψε λάθος, κάποιο στοιχείο.
Ναι. Το θυμάμαι αυτό και με έμεινε να πούμε. Αυτά, αγόρι μου, εν ολίγοις, είναι η ζωή μου.
Αργότερα, ας πούμε, από τον συμμοριτοπόλεμο, από τον Εμφύλιο, θυμάστε εδώ πέρα στο χωριό έγιναν πράγματα ή όχι; Μετά τους Γερμανούς, ας πούμε.
Όχι, μετά τον Εμφύλιο συνέβη το εξής. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου έγινε επιστράτευση εσωτερική και δημιουργήθηκαν φυλάκια έξω από την Τρίγλια, γύρω, γύρω. Οπλισμένοι οι πατεράδες μας.
Αυτό πρωτοβουλία των κατοίκων ή του στρατού;
Των κατοίκων, των κατοίκων. Χωρίς να παρέμβει, καμία σχέση ο στρατός. Και αντιμετωπίζονταν οι λεγόμενες γιάφκες, που είχανε μείνει ελάχιστοι βέβαια οι αντάρτες, αλλά κατά διαστήματα κατεβαίνανε και υπήρχε ο κίνδυνος του παιδομαζώματος. Γιατί οι αντάρτες αυτό έκαναν. Όπου μπορούσαν κι έμπαιναν μέσα, μάζευαν τα παιδιά και τα έπαιρναν και τα πήγαιναν στο βουνό, στο παραπέτασμα. Πολλά παιδιά, δυστυχώς, έφυγαν και από εδώ. Όχι έφυγαν με τη θέλησή τους.
Παρά τη θέλησή τους, ναι.
Παρά τη θέλησή τους. Τα οποία επανήλθανε μερικά, αλλά δεν επανήλθανε καθόλου από το εξωτερικό.
Γνωρίζετε άτομα που, έτσι, έφυγαν;
Ναι, βέβαια, ήρθανε μετά από πολλά χρόνια όμως, έμειναν στο παραπέτασμα. Ε, δεν μπορεί κανείς να κατονομάσει το τι γινότανε με τον Εμφύλιο πόλεμο. Γιατί εγώ, ας μου επιτραπεί η φράση, ο κόσμος που δεν είχε μέσα του καθόλου Θεό, δεν πίστευε πουθενά και δυστυχώς ήτανε πολλοί, κατά την ταπεινή μου άποψη είχανε γίνει δύο παρατάξεις. Οι μεν λεγόντουσαν ΕΛΑΣίτες, οι άλλοι λεγόντουσαν ταγματασφαλίτες. Κι αυτό είχε σαν συνέπεια, με την επάνοδο της τάξης της κανονικής να μαζεύουν όλους τους κομμουνιστές και να τους στέλνουν στη Γυάρο και στη Μακρόνησο. Και τα μικρά, μικροχωριουδάκια που ήτανε γύρω γύρω από την Τρίγλια τα ανάγκασαν να σηκωθούν να κατέβουν στην Τρίγλια, γι’ αυτό μεγάλωσε η Τρίγλια. Τους έδωσαν, βέβαια, για ανοικοδόμηση τότε που ανέλαβε μετά τη φωτιά για να ανοικοδομήσουν την Τρίγλια όλη, τους έδωσαν και αυτούς οικόπεδα και τους ανοικοδόμησε και σπίτια, να πούμε, και έκτοτε έγιναν Τριγλιανοί και αυτοί.
Και μεγάλωσε το χωριό.
Και σημειωτέον υπάρχει το πρώην, Κερασιά λεγόμενη, που είναι λίγο πιο πάνω από εδώ πέρα και τα Μικράλωνα, επίσης πάλι που είναι πάρα πολύ κοντά εδώ γύρω, λίγο πιο κάτω από την Κατσίκα την λεγόμενη, το βουνό. Αυτά και τα δύο τα χωριά τα υποχρεώσανε και κατεβήκανε στην Τρίγλια. Συνάμα και από το Πριονοχώρι κατέβηκαν στην Τρίγλια και από την Οσμαλή, λεγότανε ένα άλλο πάλι, επίσης, αυτά ήτανε ψευτομαχαλάδες, δεν ήταν χωριά οργανωμένα, αφού δεν είχανε ούτε σχολεία ούτε τίποτα. Τα παιδιά από τα Μικράλωνα πηγαίνανε στα Λεοχωρία σχολείο. Δηλαδή, από την Κερασιά πηγαίνανε στην Τένεδο, φαντάζεσαι τώρα τι γινότανε. Η Τένεδος η οποία όλον και όλον είχε έναν δάσκαλο. Δεν είχε άλλον δάσκαλο.
Η Τένεδος ήταν πιο μικρό χωριό.
Ναι, πιο μικρό, πολύ πιο μικρό χωριό από εμάς. Και τώρα ακόμα μικρό χωριό είναι. Γιατί εκεί δεν πήγαν να συμπτυχθούνε, εκτός από το Οσμαλή το λεγόμενο, που ελάχιστοι ήταν οι κάτοικοι που κατεβήκανε και γίνανε Τενεδιοί τώρα που λέγονται. Αλλά πάλι, πάλι είναι πολύ μικρό το χωριό, να πούμε. Αφού τα παιδιά της Τενέδου έρχονται εδώ, σε μας. Του Αγίου Παντελεήμονα τα παιδιά έρχονται εδώ, στα δικά μας τα σχολεία. Πάνε με λεωφορεία και τα φέρνουνε. Όπως επίσης και Πετράλωνα, Ελαιοχώρια, Κρίνη, αυτά τα παιδιά έρχονται εδ[00:50:00]ώ. Εδώ τώρα έχουμε, δόξα τω Θεώ, εγώ τα βλέπω και τα θαυμάζω δηλαδή, γιατί δεν υπήρχε, σου λέω, ούτε καν… Tρεις αίθουσες ήταν όλο κι όλο το σχολείο. Το μοναδικό, εδώ στη μέση του χωριού που, το περάσατε τώρα που ερχόσασταν. Ούτε το άλλο το Δημοτικό υπήρχε, ούτε το Γυμνάσιο, ούτε το Λύκειο, δεν υπήρχαν αυτά. Το μόνο σχολείο που τελειοφοίτησα, να το πούμε έτσι, ήταν αυτό το τριτάξιο, δεν υπήρχε άλλο. Γι’ αυτό τώρα εγώ σαν Ιορδάνης είμαι ενάντια στο καθεστώς της παιδείας. Και πολύ ενάντια. Για τον εξής λόγο, διότι, ενώ υπάρχουνε ελλείψεις εκπαιδευτικών... Παράδειγμα, εσύ τώρα κάθεσαι. Γιατί να κάθεσαι, ρε παιδί μου; Αφού αλλού υπάρχουν ελλείψεις, δεν μπορεί να σε διορίσει; Τι ψωροκράτος έχουμε δηλαδή; Θα το πω έτσι κι ό,τι θέλει ας γίνει δηλαδή. Δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό το πράγμα εγώ. Το να μην έχεις εκπαιδευτικούς το καταλαβαίνω. «Δεν έχουμε, ρε παιδιά, τι να σας κάνω;».
Ωραία.
Ή δεν έχουμε σχολεία, πού να σας βάλουμε;
Αλλά να έχεις και εκπαιδευτικούς, να έχεις και κενά.
Αυτό είναι απαράδεκτο.
Ναι.
Τελείως απαράδεκτο.
Εντάξει, βέβαια, και μόνος σας το λέτε ότι σε σχέση με τα δικά σας τα χρόνια πλέον είναι πολυτέλεια και τα σχολεία και..
Συμφωνώ, μα, ναι, αλλά όταν εξελίσσεται μία χώρα, εξελίσσεται σε όλους τους τομείς. Δεν εξελίσσεται μονάχα στην παιδεία, ή στην υγεία, ή, ξέρω 'γώ, στη γεωργία. Αυτό θα το πω και δεν φοβάμαι ούτε έχω κανένα αυτό, δισταγμό δηλαδή. Καταστροφέας της Ελλάδος γενικά, εγώ βρίσκω πρώτον τον αείμνηστο τον Καραμανλή, δεύτερον τον Ανδρέα Παπανδρέου που, συμπτωματικά, εδώ πρέπει να πω το εξής, ότι κάποτε… Eγώ ανήκω στην Ένωση Κέντρου. Δεν διστάζω να το πω. Δημοκράτης είμαι και δημοκράτης θα πεθάνω. Αλλά έτυχε να βρεθώ στο «Makedonia Palace» σε μια συνεστίαση της Ενώσεως Κέντρου, ακόμα που ζούσε ο συγχωρεμένος, πριν να γίνει η επανάσταση, του Παπαδόπουλου, της Χούντας που ονομάζουν, λοιπόν, και ο ίδιος ο Γεώργιος ο Παπανδρέου είπε: «Αν κάποτε κυβερνήσει ο γιος μου την Ελλάδα, η Ελλάδα θα σβήσει». Το είπε ο μπαμπάς για τον γιο του. Και ύστερα οι αφελείς Έλληνες για εμένα, αφελείς, σηκώναμε αυτόν τον άνθρωπο στα χέρια, να πούμε, και τον βγάλαμε παμψηφεί, να πούμε, να μας κυβερνήσει. Να, τα αποτελέσματα, να, τα τώρα.
Από τη Χούντα, κύριε Ιορδάνη, τι θυμάστε; Την ονομαζόμενη Χούντα, ας πούμε.
Εγώ, τη Χούντα...
Θυμάστε κάποιο έγκλημα; Κάποιο κακό;
Όχι. Εδώ ακούγαμε ότι συνελάμβανε ανθρώπους ο Παπαδόπουλος, ας πούμε, και τους βασάνιζε και τους έκανε. Εν πάση περιπτώσει από εδώ δεν πήρε, δεν πήγε κανείς. Εξορία πήγανε μερικοί. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά από την εξορία γυρίσανε ζωντανοί. Ενώ όσοι από εδώ πηγαίνανε με το Λαϊκό Δικαστήριο στο παραπέτασμα έμπαιναν στις χαράδρες μέσα. Εγώ προσωπικά σαν έφηβος τότε, έλαβα μέρος στην εκκαθάριση μιας τελευταίας γιάφκας που είχε μείνει εδώ. Δε μπορούσε ούτε έξω να φύγει ούτε μέσα. Και μάζεψε ο τότε αστυνόμος μας, ένας εξαίρετος άνθρωπος, να πούμε, πέθανε τώρα, Θεός σ'χωρέσ'τον, Τσότα τον λέγανε, ξεσήκωσε όλα τα χωριά, οπλισμένοι. Αφού και σ' εμένα, ας πούμε, μοίρασε από μια χειροβομβίδα. Σάμα τι ήξερα εγώ πώς να τη χειριστώ; Και βγήκαμε όλοι παγανιά και την έπιασαν τη γιάφκα αυτήν.
Πολλά άτομα;
Έξι άτομα ήτανε.
Α, έξι άτομα ήτανε.
Ο δε αρχηγός της γιάφκας αυτής που πήγε και κατά κάποιον τρόπο κρύφτηκε μέσα σε έναν σκίνο και οι δικοί μας, να το πω έτσι, είδανε πού ακριβώς κρύφτηκε, με τις σφαίρες τον οργώσανε τον σκίνο εκείνον και ούτε μία σφαίρα δεν τον βρήκε. Μία σφαίρα μονάχα τον βρήκε, φορούσε ένα τζάκετ στρατιωτικό και τον είχε περάσει εδώ από πάνω. Και τον τρύπησε το τζάκετ. Γιατί ύστερα πήγαμε όλοι εκεί, μαζευτήκαμε εκεί, τους πιάσαμε, τους πιάσαμε, τους πιάσαμε, τι πιάσαμε; Πέντε ήτανε όλοι και όλοι. Και, δυστυχώς, μεταξύ των πέντε, ο έκτος, έξι ήταν όλοι και όλοι, επειδή από κάποιο ατύχημα ήταν καμένο το πόδι του και δεν μπορούσε να βγει με τους άλλους να παραδοθεί, πήγανε οι συνάδελφοί του, αυτούς τους πιάσαμε αιχμαλώτους και τον φωνάζανε απ’ έξω από τη χαράδρα με το όνομά του. Δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε τον καημένο, ο Θεός να τον αναπαύσει και αυτόν, να βγει κι αυτός γιατί παραδοθήκαμε και τελειώσαμε. Τώρα αυτός ή άθελά του ή ηθελημένα, όπως ήταν η σπηλιά, γιατί ύστερα κατέβηκαν και πήγαν στη σπηλιά, ενώ είχαμε πάει και πιο μπροστά στη σπηλιά, που άμα ήθελε θα μας είχε σκοτώσει όλους αυτός, θα πετάξει μια χειροβομβίδα να μας σκοτώσει όλους, αλλά βγαίνοντας για να παραδοθεί, επειδή το πόδι του ήταν καμένο και δεν μπορούσε, εγώ έτσι εικάζω, όταν πήγαμε τον είδαμε σκοτωμένο τον άνθρωπο, είχε ένα γερμανικό Mauser λεγότανε, αυτά τα οποία ήτανε, έκαναν διπλό κρότο. Δηλαδή μια πατούσε τη σκανδάλη και έφευγε το βλήμα και όταν πήγαινε και έβρισκε τον στόχο του ξαναέσκαγε το βλήμα. Είχε ένα τέτοιο όπλο αυτός. Και είτε ηθελημένα, σου λέω, είτε αθέλητα πρότεινε το όπλο πρώτα κι έβγαινε κι αυτός από τη σπηλιά, εκεί τον σκοτώσανε οι δικοί μας απ' έξω. Το τι σφαίρα έπεσε εκεί μέσα δεν λέγεται να πούμε.
Ε και εκείνος κρατούσε όπλο, οι άλλοι φοβήθηκαν...
Ε, τώρα με ένα όπλο τι να σε κάνει, ποιον να σκοτώσει, ρε παιδί μου; Μην λέμε ό,τι θέλουμε τώρα.
Σίγουρα, ναι, ναι.
Και το θλιβερό της όλης υπόθεσης αυτής ήταν ότι είχαν τραυματίσει κι έναν άλλο στο γόνατο που ήταν από τη Βάδο και ζει ακόμα. Ακόμα ζει. Τον κουβαλούσαμε ύστερα με το φορείο, να πούμε, τραυματισμένος στο γόνατο. «Σκοτώστε με, ρε παιδιά, να γλυτώσω», φώναζε. Πονούσε ο άνθρωπος.
Πονούσε.
Αλλά αυτόν τον σκότωσαν επί τόπου. Τον είχε πάρει μία σφαίρα από εδώ, στην καρδιά ακριβώς δηλαδή, και από πίσω τον πέταξε ολόκληρη την καρδιά, ρε παιδί μου, να πούμε. Γιατί κατέβηκα από περιέργεια ύστερα με τον αστυνόμο μαζί, τον δικό μας, και τον είδαμε. Και δεν βρέθηκε, ρε παιδί μου, είναι να τρελαίνεσαι, δεν βρέθηκαν δυο-τρεις άνθρωποι εκεί πέρα να σκάψουν έναν λάκκο, να τον παραχώσουν, να πούμε, τον άνθρωπο. Και όταν ξαναπήγανε για πάλι για αναγνώριση, πιστεύοντας ότι δεν, ίσως υπήρχε κι άλλη γιάφκα, ένας γείτονάς μας από εδώ, πήγε και τον βρήκε μισοφαγωμένο τον άνθρωπο κι εκεί που ήτανε τον παράχωσε με κασμά, φτυάρια είχανε αυτοί εκεί πέρα, να πούμε, και τον παράχωσε. Αυτό είναι το θλιβερό μέρος της όλης υπόθεσης που τη θυμάμαι από τον συμμοριτοπόλεμο. Δεν σκεφτήκαμε, τόσος κόσμος θα τα δει, θα πεις εμείς ήμασταν παιδιά, αλλά οι μεγαλύτεροι; Να τον παραχώσουν τουλάχιστον τον άνθρωπο, ρε παιδί μου. Τον σκοτώσατε, τον σκοτώσατε, εντάξει. Και τι έγινε, τελείωσε. Τέλος πάντω[01:00:00]ν, αυτά εν ολίγοις είναι τα του συμμοριτοπολέμου. Και δυστυχώς πολύ φοβούνται να μην μας μπλέξουν σε καμιά τέτοια περιπέτεια και τώρα. Και ουαί και αλίμονό σας εσάς που είστε νέοι κι εγώ σαν γέρος που πλησιάζω τα ενενήντα, σκέφτομαι εσάς, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τους φίλους μου, τους νέους γενικά, αυτούς σκέφτομαι, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο.
Σίγουρα, σίγουρα.
Ναι, δεν έχω να πω τίποτα άλλο, αν θες να ρωτήσεις κάτι;
Όχι, με καλύψατε, τα είπατε πολύ ωραία.
Αυτά όλα, τα έζησα αγόρι μου, τα πέρασα και γι’ αυτό τα λέω έτσι, με τόση πειστικότητα. Δηλαδή πως, μερικές ελλείψεις έχει βέβαια η ιστορία, αλλά δεν χρειαζότανε να πούμε.
Εντάξει και πολλές λεπτομέρειες...
Ναι, ναι. Έχει, γιατί το μόνο τελευταίο που έχω να προσθέσω είναι δεν εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου να ζήσει τα παιδικά μου και τα εφηβικά μου χρόνια. Δεν το εύχομαι. Δεν ξέρω τι θα πει παιδική ηλικία, ούτε και εφηβική. Γιατί υπήρχε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία. Και εγώ σαν νέος ήμουνα υποχρεωμένος τώρα να παλέψω στήθος με στήθος με τη φτώχεια, για να τα φέρω βόλτα. Τι να έκανα; Είχα και δύο αδελφές ελεύθερες. Κι έναν αδελφό που δούλευε στη Θεσσαλονίκη, να πω. Και εκείνος βοήθησε, Θεός σ'χωρέσ'τον και εκείνον, πέθανε. Ο μόνος που είναι ζωντανός από την οικογένεια είμαι εγώ. Τα αδέλφια μου πεθάνανε και τα τρία. Ο Θεός να τους αναπαύσει.
Πολύ ωραία, κύριε Ιορδάνη, ευχαριστώ πολύ. Χάρηκα πολύ που τα είπαμε.
Κι εγώ χάρηκα. Ίσα-ίσα, έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία και θα ήθελα, αν είναι δυνατόν βέβαια, να τα ακούσει κόσμος πολύς αυτά τα πράγματα, να ξυπνήσει επιτέλους ο Έλληνας. Γιατί, δυστυχώς, κοιμόμαστε. Φοράμε παρωπίδες κατά κάποιον τρόπο. Θα προσθέσω τούτο και πρέπει να καταγραφεί αυτό και να ειπωθεί. Ας βγει ένας, ένας, από τους πολιτικούς όλους, τώρα θα με πούνε χουντικό εδώ πέρα, το ξέρω, να με πουν τι δανεισμό παρέλαβαν από τη Χούντα που τόσο πολύ: «Η Χούντα και η Χούντα και η Χούντα». Ο εξωτερικός δανεισμός της Ελλάδας ήτανε μηδέν. Ο Παπαδόπουλος, ο Θεός να τον αναπαύσει κι αυτόν, πλήρωνε χρέη, τα οποία είχε δημιουργήσει η Ελλάδα αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Και συγκεκριμένα, αυτό το έχω ακούσει, δεν το έζησα, γιατί τότε ούτε καν γεννημένοι ήμασταν. Ο Κανάρης, που πράγματι ήταν Έλληνας πατριώτης, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη κτλ., που ανέλαβαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πήγε στους Ευρωπαίους, στους συμμάχους μας τους σημερινούς, να ζητήσει δάνειο. Και ξέρεις τι τον είπανε οι Ευρωπαίοι; Και είπε τη λέξη: «Το κράτος μας θα σας πληρώσει». Και γύρισαν οι Γάλλοι που μας κάνουν τον φίλο τώρα και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, προπαντός οι Γερμανοί: «Αφού δεν έχετε κράτος», λέει, «ποιος θα μας πληρώσει;». Και τότε νευρίασε ο Κανάρης, αλλά ήτανε Κανάρης, δεν ήτανε παίξε γέλασε και τους τα χτύπησε στα μούτρα όλους: «Και αν δεν έχουμε κράτος, θα κάνουμε», λέει και σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πάρει μία. Και σήμερα είμαστε το πιο υπερχρεωμένο κράτος σχεδόν παγκοσμίως. Χωρίς να χρωστάει ούτε μία δραχμή στο εξωτερικό ο Παπαδόπουλος. Αυτό όποιος θέλει, ας έρθει να το διαψεύσει.
Ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν τα πράγματα στην πορεία.
Παιδί μου, με τον τρόπο δυστυχώς, πέρασαν αυτά τα χρόνια, πρέπει να ομολογήσουμε κι εμείς οι Έλληνες ότι γίναμε τεμπέληδες. Αυτό είναι αλήθεια. Μου το είπε ένας Γερμανός, όταν... Α, αυτό δεν το είπαμε. Το ‘07, το 2007, ναι, πάλι από μια συνέντευξη που με είχανε πάρει από την Αθήνα, με επέλεξαν να πάμε σε ένα συνέδριο της Ευρώπης, στις Βρυξέλλες. Και πήγαμε, πράγματι πήγαμε.
Α, πήγατε!
Πήγα και μέσα στο Κοινοβούλιο δεν ξέρω τώρα αν είναι, αλλά θα είναι οπωσδήποτε, μπαίνοντας στο Κοινοβούλιο δηλαδή, μεγάλη επιγραφή «Καραμανλής», μία στα ελληνικά και μία στα εγγλέζικα απ' την άλλη. Φωτιστική επιγραφή μεγάλη, «Καραμανλής». Εγώ το έψαξα λίγο αυτό το πράγμα και τι είχε πει ο Καραμανλής, όμως; Μαζί με τον Ζισκάρ Ντεστέν και με τον Σμιτ της Γερμανίας, ότι να γίνει τελωνειακή ένωση της Ευρώπης. Όχι σαν το σημερινό το μπάχαλο. Που ρώτησα εγώ μέσα στο Κοινοβούλιο, αναγκάστηκα, γιατί με έπρηξε ένας Γερμανός, πώς τους λέγανε αυτούς, εν πάση περιπτώσει, εμπειρογνώμων. Εμείς είχαμε χωριστεί, τριακόσιοι εξήντα Ευρωπαίοι ήμασταν στο συνέδριο αυτό μες στο κοινοβούλιο.
Από όλες τις χώρες;
Από όλες τις χώρες. Ανάλογα με τον πληθυσμό επέλεξαν και τα άτομα. Και σε κάποια στιγμή ακούω τον εμπειρογνώμονα τον Γερμανό να κατηγορεί την Ελλάδα ότι είμαστε τεμπέληδες και είμαστε έτσι. Δεν άντεξα εγώ, παρόλο που ο πρόεδρος της ομάδας μας που ήμασταν τριάντα άτομα η κάθε ομάδα ήταν Ισπανός. Πάτησα εκείνο το κολοκύθι που είχα μπροστά μου και αναγκάστηκαν να ρωτήσουν: «Τι θέλει η τρίτη ομάδα;». Τρίτη ομάδα ήμασταν εμείς. Λέω: «Με συγχωρείτε πάρα πολύ, με όλον τον σεβασμό, αλλά οι Γερμανοί κατά την ταπεινή μου άποψη θα έπρεπε να έρχονται στην Ελλάδα μόνο για προσκυνητές, για άλλο τίποτα. Και το λέω αυτό με πόνο ψυχής, γιατί φεύγοντας, οπισθοχωρώντας τα γερμανικά στρατεύματα μου κάψανε το σπίτι εμένα. Τι τους έφταιγε το σπίτι μου και το κάψανε;». Το τι έγινε μέσα στο Κοινοβούλιο δηλαδή δεν λέγεται! Σηκώθηκε ο κόσμος και χειροκροτούσε. Γιατί ο καθένας άκουγε με τη δικιά του την διάλεκτο. Και σε μία άλλη περίπτωση παρενέβηκα πάλι κατά αυτόν τον τρόπο, δυναμικά, και ο Ισπανός ο πρόεδρος με έγνεφε καταφατικά δηλαδή και ρώτησα τον πρωθυπουργό, γιατί την Κυριακή -Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή ήμασταν εκεί- την Κυριακή θα ερχόντουσαν οι αρχηγοί κρατών. Και ήταν να έρθει και ο δικός μας, ο Καραμανλής ήταν τότε πρωθυπουργός, αλλά δεν ήρθε. Από τη Βουλγαρία ήρθε ο πρωθυπουργός, όμως. Και είχε πάρει τον λόγο αυτός και μιλούσε και ύστερα απεύθυνε, να πούμε, γενικά, μήπως έχει κάποιος κάποια ερώτηση. Πατάω το κουμπί εγώ. Λέω: «Με συγχωρείτε, κύριε πρωθυπουργέ, μπορείτε να μου πείτε», λέω, «ως γνωστόν είναι η σημαδούρα στη Δοϊράνη, το Τριεθνές το λεγόμενο. Εντάξει; Πώς βλέπετε τώρα εσείς τις απαιτήσεις των Σκοπίων;». Σαν η τρίτη πλησιέστερη χώρας η οποία έχει το ένα τρίτο της Δοϊράνης». Δεν είναι το ένα τρίτο, λιγότερο είναι, αλλά εν πάση περιπτώσει. Και ξέρεις τι είπε ο κερατάς; Κοιτάζει το ρολόι και λέει: «Παραβίασα κατά ένα δεκάλεπτο», λέει, «τη συνεδρίαση και θα απαντήσω γραπτώς στην ερώτηση της τρίτης ομάδας». Ακόμα περιμένω να τη στείλει γραπτώς. Δεν ήξερε να απαντήσει ο κερατάς. Τέλος πάντων, πέρασαν αυτά.
Εκεί πέρα σαν τι σας είχανε καλέσει, ας πούμε; Δηλαδή...
Να πούμε πώς βλέπει κάθε Έλληνας πολίτης το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Να δώσει την άποψή[01:10:00] του, τη γνώμη του.
Διάφορες ηλικίες, από διάφορες χώρες.
Ανάλογα με τη συνέντευξη που λέγανε. Τώρα αυτή ούτε την είδα ούτε την ξέρω, μια από την Αθήνα με πήρε τηλέφωνο και από εκεί καθιερώθηκαν όλα, τα τακτοποιήσαν αυτοί.
Ναι.
Εγώ πρώτη φορά έμπαινα στο αεροπλάνο και να με πήγε. Τέλος πάντων. Λοιπόν και σε κάποια παρέμβαση πάλι δικιά μου, ήτανε πάλι στη δικιά μου που έκανα, ήτανε, στη δικιά μας την ομάδα, όμως, απευθύνθηκα τώρα. Λέω: «Κύριε πρόεδρε, τον Ισπανό, εγώ υποτίθεται ότι ήρθα από την Ελλάδα να εκπροσωπήσω τον αγροτικό κλάδο, γιατί είμαι αγρότης στο επάγγελμα. Και θα φύγουμε και δεν είδαμε τίποτα στις Βρυξέλλες. Τι ήρθαμε να δείξουμε; Τα πόδια μας; Τα αναστήματά μας;». Ο δε πρόεδρος με είχε συνέχεια αγκαζέ, όπου πηγαίναμε. Μέσω του διερμηνέως, μια κοπελίτσα είχαμε, επτά γλώσσες ήξερε. Μια τόσο δα ήτανε, επτά γλώσσες ήξερε, ρε παιδί μου!
Μπράβο!
Λοιπόν, και συνεννοούμασταν και γελούσαμε δηλαδή. Και τότε παρενέβη, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, και μας πήγαν για μία ώρα μόνο σε ένα θερμοκήπιο στις Βρυξέλλες, του Βελγίου δηλαδή. Εγώ εκεί θαύμασα, θαύμασα την τακτική και την πρόοδο που είχαν. Μέσα από το θερμοκήπιο, απόσταση τουλάχιστον διακόσια μέτρα μήκος και πλάτος γύρω στα δέκα και περισσότερο ίσως, διώροφο θερμοκήπιο, γυάλινο απ’ έξω, υπόγεια θέρμανση, κυλιόμενο διάδρομο στην μέση που ερχόντουσαν τα προϊόντα και μέσα όπως είναι οι νοσηλευτές στο νοσοκομείο, αυτοί όλοι που εργάζονταν μέσα. Δηλαδή από την άκρη του θερμοκηπίου τώρα, αυτός που έκοβε τις ντομάτες, δεν ξέρω αν πρόσεξες καμιά φορά στις λαϊκές τις δικές μας που έχω δει κάτι ντομάτες τέτοιες, τέτοιες με το τσαπί επάνω από εκεί είναι, από τις Βρυξέλλες είναι, τις είδα με τα μάτια μου.
Σε ένα κλωνάρι πολλές μαζί.
Ε, εγώ τώρα έχοντας την ψώρα της ντομάτας, μέσω του διερμηνέα πάλι ρώτησα τον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης, κύριος, καθώς πρέπει, γραβατωμένος, τι λες τώρα να πούμε.
Καμία σχέση με τον αγρότη εδώ πέρα.
Καμία, καμία σχέση. Λέω: «Πες τον, σε παρακαλώ», του λέω, «εάν βγει παραπάνω η ποσότητα να πούμε, τι γίνεται; Πού τη διαθέτουμε;». Του το είπε η διερμηνέας και με απάντησε ως εξής. «Εάν παραδείγματος χάριν η αγορά των Βρυξελλών ζητήσει χίλια τελαράκια, ρε παιδί μου, και βγουν χίλια πεντακόσια, τα άλλα πεντακόσια τι θα τα κάνουμε;». Και ξέρεις τι μου είπε; «Τα χίλια θα πάνε στην αγορά, τα πεντακόσια δεν θα πάνε». «Και τι θα τα κάνεις θα τα πετάξεις;», του λέω. «Όχι», λέει, «τα πεντακόσια θα πάνε στα ιδρύματα και αν δεν απορροφηθούν από τα ιδρύματα, θα αποζημιωθεί ο ιδιοκτήτης, ο παραγωγός με ένα άλφα ποσό, ας πούμε». Τότε γίνομαι κι εγώ ντοματοπαραγωγός, αν είναι έτσι, αν έχω εξασφαλισμένες τις πλάτες μου, την πώληση του προϊόντος, γίνομαι ευχαρίστως λέω κι εγώ ντοματοπαραγωγός. Κατάλαβες;
Ναι.
Αυτό με έμεινε εκεί πέρα και λέω μόνο τα κακά πήραμε από την Ευρώπη, τα καλά δεν τα είδαμε. Αλλά απ’ ό,τι ακούω τώρα, ακούω, δεν ξέρω εγώ, δεν πήγα τώρα, ότι στα Τρίκαλα δύο αδέλφια που είναι πτυχιούχοι γεωπόνοι κάνανε μια τέτοιου είδους καλλιέργεια και τρελάθηκαν στα λεφτά. Τρελάθηκαν στα λεφτά. Ουρά περιμένουνε ο κόσμος να πάρουνε ντομάτες από εκεί.
Βέβαια, αν πρωτοπορείς. Έτσι.
Αυτό είναι το παν. Δεν είναι... Στην παραγωγή εμένα βάλε με να σε φτιάξω ό,τι θέλεις, πόσα θα πουλήσω;
Έτσι.
Εκεί είναι το πρόβλημα.
Έτσι, ακριβώς, έτσι. Εντάξει, ευχαριστώ πολύ να το ξαναπώ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Χάρηκα πολύ που κουβεντιάσαμε.
Κι εγώ σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου, αγόρι μου, και σ' εύχομαι ό,τι καλύτερο επιθυμείς να σ' το δώσει ο Θεός, ό,τι καλύτερο!
Να ‘στε καλά, κι εσείς να είστε γερός.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ‘στε καλά.
Ευχαριστώ!