Πανόραμα της παλιάς Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο) από έναν Πανοραμίτη
Ενότητα 1
Σύνοψη της ζωής του Αφηγητή
00:00:00 - 00:25:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, κ…άφορες γειτονιές, μπαίνουνε τόποι, μπαίνουνε αναμνήσεις, μπαίνουνε διάφορα πράγματα τα οποία μπορεί να συζητήσουμε όλα αυτά αναλυτικά. Και…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Παιδική ηλικία
Ο αφηγητής παιδί στη Θεσσαλονίκη.
Ενότητα 2
Η πορεία του πατέρα του Αφηγητή στην εκπαίδευση
00:25:33 - 00:35:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εννοείται και για αυτό είμαι εδώ, για να εκμαιεύσω πράγματα, χε χε χε. Ευχαριστούμε πολύ, κιόλας, για αυτό το πανόραμα, για τις πληροφορίες,…λα αυτά, τέλος πάντων, έζησε καλά. Έζησε καλά εννοώντας δεν ήτανε δύσκολη η ζωή του. Ο τελευταίος του χρόνος, ενάμισης, ήτανε πιο δύσκολος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Πατέρας
Ο πατέρας του αφηγητή, έτσι όπως τον απαθα ...

Γονείς
Οι γονείς του αφηγητής, έτσι όπως τους απα ...

Οικογένεια
Ο αφηγητής (κέντρο) σε νεαρή ηλικία με του ...

Αγία Αναστασία
Το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμ ...

Γυμνάσιο
Στιγμιότυπο από το Γυμνάσιο που ίδρυσε ο π ...
Ενότητα 3
Παιδικές αναμνήσεις
00:35:56 - 00:54:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και ερχόμενοι τώρα πάλι στα παιδικά σας χρόνια, θέλετε να μας περιγράψετε παραπάνω την ανθρωπογεωγραφία του Γιδά εκείνη την εποχή; Πώς ήταν;…ήκαμε, με τον ήλιο βγήκαμε. Ντάξει, και πάλι δεν ξενυχτούσαμε. Πηγαίναμε στη ντισκοτέκ. Τώρα, να μην πω τα ονόματα. Τα ξέρει όλος ο κόσμος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Νυχτερινή ζωή και στέκια της παλιάς Θεσσαλονίκης
00:54:58 - 01:12:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Νομίζω πως καλό είναι να τα πείτε. Θα ‘ρθουμε και σε αυτό πιο μετά, αλλά… Αα, να τα πω τώρα; Χα χα χα. Άμα σας έρχονται. Έρχονται! Τι; Αυ…άλη άνθηση εκείνη την εποχή. Γύρω-γύρω ήτανε όλο νυχτερινά μαγαζιά. Τώρα είναι όλο χώροι στάθμευσης για αυτοκίνητα που πάνε στο αεροδρόμιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

«Ελλήσποντος»
Ο αφηγητής (έβδομος από αριστερά, με λευκό ...
Ενότητα 5
Φοιτητικά χρόνια στην Ξάνθη
01:12:38 - 01:16:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Να πούμε δυο λόγια και για την Ξάνθη; Μμμ, Ξάνθη. Η Ξάνθη ήτανε κρυμμένο διαμάντι. Δηλαδή, όταν πήγαινα… Πήγα στην Ξάνθη. Την ημέρα πο…πορούσα να την αποχωριστώ. Να πάτε, λοιπόν. Έχοντας πάει κι εγώ πρόσφατα μπορώ να πω ότι έχει βελτιωθεί πάρα πολύ κιόλας και αξίζει. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Οικογένεια
Ο αφηγητής (κέντρο) σε νεαρή ηλικία με του ...
Ενότητα 6
Η τεχνική σχολή Δημόκριτος
01:16:05 - 01:25:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μπαίνοντας, λοιπόν, τώρα σιγά-σιγά σε κάποια πιο επιμέρους για το Δημόκριτο, μας περιγράψετε το Δημόκριτο μέσα απ’ την πλευρά του πατέρα…ίζω… Για τη Θεσσαλονίκη, για την εκπαίδευση και για το τι προσέφερε στη νεολαία εκείνης της εποχής νομίζω ότι ήτανε μοναδικός ο Δημόκριτος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Διοικητικά Δικαστήρια
Η αριστουργηματική σκάλα των Διοικηκητικών ...

Δημόκριτος
Στο βάθος το εξαώροφο κτίριο της τεχνικής ...

Διοικητικά Δικαστήρια
Τα σημερινά Διοικηκητικά Δικαστήρια Θεσσαλ ...
Ενότητα 7
Αναμνήσεις από τον αθλητισμό στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη
01:25:38 - 01:40:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μπαίνουμε, λοιπόν, και στα αθλητικά. Αχά. Διάβασα σε μια ανάρτησή σας στα κοινωνικά δίκτυα ότι ο πρώτος αγώνας που είδατε ήταν σ’ ένα …φαιρο, να ελέγξουν καταστάσεις, να προωθήσουνε δικά τους συμφέροντα και εκεί μπλέκεται όλη η ιστορία. Τότε σαφώς ήταν πιο απλά τα πράγματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Μπάσκετ Δημόκριτος
Ο αφηγητής (με τα γυαλιά πίσω από τις μπάλ ...

Μπάσκετ Δημόκριτος
Ο αφηγητής σκοράρει στο γήπεδο μπάσκετ κον ...

Πάρκο Άρη
Το πάρκο απέναντι από το Κλεάνθης Βικελίδη ...

Γηπεδάκι
Το γηπεδάκι δίπλα στην τεχνική σχολή Δημόκ ...

Κλεάνθης Βικελίδης
Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης σήμερα, επί τ ...
Ενότητα 8
Σχολιασμός ιστορικών γεγονότων της Θεσσαλονίκης
01:40:55 - 01:55:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και σιγά-σιγά μπαίνοντας σε μία, έτσι, ενότητα πιο ρεζουμέ, να το πω έτσι, έχω σημειώσει κάποιες αναμνήσεις πιο ιστορικού χαρακτήρα, αν θέλε…σει στον τρόπο μας, στον τρόπο που ζούμε. Αλλά, σίγουρα μας κάνει τον ύπνο πιο δύσκολο. Ευτυχώς που καμιά φορά φυσά Βαρδάρης και καθαρίζει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 9
Σχόλια για την αντιπαροχή και τη νοοτροπία των Θεσσαλονικέων
01:55:06 - 02:01:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έτσι. Και κλείνοντας μία τελευταία παρατήρηση, αφού ήταν και το επάγγελμά σας αυτό, νομίζω θα άξιζε να κάνουμε μια αποτίμηση της αντιπαροχής…λα μέσα. Κράτησε πολύ; Ε, πάνω από δύο ώρες. Άντε ρε! Χε χε χε. ΟΚ. Εγώ ευχαριστώ. Τίποτα. Και εις το επανιδείν. Να ‘σαι καλά, Κωστή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ για μια ακόμα συνέντευξη με τον κύριο Δημήτρη Ψυχούλα, κάτοικο Θεσσαλονίκης και έναν άνθρωπο ο οποίος έχει ζήσει και μέσα από την οικογένειά του, αλλά και μέσα τα δικά του βιώματα αρκετά πράγματα για αυτή την πόλη. Αυτά θα συζητήσουμε απόψε. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα, Κωστή.
Σας ευχαριστούμε πολύ και για την παρουσία σας.
Χαρά μου.
Θα θέλατε, λοιπόν, ξεκινώντας, να σπάσουμε, έτσι, τον πάγο, να μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το 1958, 13 Αυγούστου, στη Θεσσαλονίκη, αλλά έζησα λίγο εκείνο το διάστημα. Ο πατέρας μου τότε είχε ξεκινήσει, δούλευε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, τότε γνωστός ως Γιδάς. Είχε κάνει ένα ιδιωτικό λύκειο, γυμνάσιο-λύκειο εκεί. Και το είχε κάνει γιατί η περιοχή όλη δεν είχε σχολείο δημόσιο. Ήταν το κοντινότερο στη Βέροια, οπότε όλα τα παιδιά του κάμπου, του κάμπου Ρουμλουκίου, όπως λεγότανε, ή σταματούσαν τις σπουδές στο Δημοτικό ή λίγα συνεχίζαν προς τη Βέροια. Οπότε… Τέλος πάντων, έκανε ‘κει το σχολείο, το λύκειο αυτό, και πήγαινε καλά, πολύ καλά. Και ο πατέρας μου εκείνο το διάστημα που γεννήθηκα πηγαινοερχότανε Θεσσαλονίκη-Αθήνα. Σχεδόν αμέσως μετά τη γέννησή μου μετακομίσαμε όλοι στην Αλεξάνδρεια, στο Γιδά, και ζήσαμε εκεί μέχρι το ’66. Το σχολείο σταμάτησε εκείνο νωρίτερα. Σταμάτησε όταν ιδρύθηκε πια δημόσιο Γυμνάσιο στην Αλεξάνδρεια και τα παιδιά αρχίσαν μετά προφανώς να προτιμούνε το δημόσιο, με βαριά καρδιά, δηλαδή. Από ιστορίες που μου λέει ο πατέρας μου, δεν φεύγανε απ’ το ιδιωτικό. Αναγκαστήκανε οι Αρχές του τόπου να τους πούνε ότι πρέπει να βοηθήσουνε να στηθεί το δημόσιο, γιατί αλλιώς ο τόπος θα χάσει, ας το πούμε έτσι. Τέλος πάντων, μια μεγάλη ιστορία εκεί στην Αλεξάνδρεια. Κάπως έτσι τελείωσε. Και στο διάστημα αυτό είχε εν τω μεταξύ αποφασίσει να ξεκινήσει κάτι καινούργιο στη Θεσσαλονίκη. Διαπίστωσε ότι εδώ η πόλη δεν έχει… Πάσχει ή μάλλον χρειάζεται ακόμα κάτι στην τεχνική εκπαίδευση. Τότε υπήρχε ο Ευκλείδης, μια μεγάλη τεχνική σχολή. Αλλά ήταν η μόνη. Διείδε αυτή την ανάγκη να πλαισιωθεί ο Ευκλείδης και τότε συνεταιρίστηκε με τον κύριο Ατματζίδη. Ο κύριος Ατματζίδης ζει, ο πατέρας μου έχει απ’ το 2004 που δεν ζει. Συνεταιρίστηκαν μαζί και κάναν την τεχνική σχολή Δημόκριτος. Αν θέλετε να συνεχίσω, αν θες, Κωστή, να συνεχίσω να πω για αυτή την ιστορία ή θα…
Νομίζω ότι σίγουρα πρέπει να πούμε. Απλά δεν ξέρω αν θέλετε τώρα ή αργότερα.
Όχι, τώρα. Ας πούμε λιγάκι την ιστορία πιο πολύ, ναι, του πατέρα μου.
Βέβαια.
Δηλαδή, ξεκίνησε αυτή η ιστορία το ’66… Το ’66 ήταν; Το ’66, το ‘66 ξεκίνησε ο Δημόκριτος. Και βέβαια υπήρχανε και προηγουμένως όλες αυτές οι διεργασίες… Να την πω λίγο πιο πριν, να πάω λίγο πιο πριν και να πω ότι ο πατέρας μου η καταγωγή είναι απ’ τη Χαλκιδική. Μεγάλωσε στο χωριό του, στο Νεοχώρι. Εκεί πήγε Δημοτικό. Γυμνάσιο πήγε στην Αγία Αναστασία. Η Αγία Αναστασία είναι ένα μοναστήρι λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη όπου τότε λειτουργούσε και σαν Γυμνάσιο, ιερατική σχολή, γυμνάσιο. Εκεί έκανε το εξατάξιο Γυμνάσιο και μετά πέρασε στο Φιλολογικό του… Φιλοσοφική του ΑΠΘ. Οπότε, τελείωσε φιλόλογος. Με το που τελείωσε φιλόλογος δούλεψε στο Δελασάλ. Το Δελασάλ τότε στεγαζότανε στη Φράγκων, εκεί που είναι σήμερα τα διοικητικά δικαστήρια και εκεί που πρωτοστεγάστηκε ο Δημόκριτος. Εκεί, λοιπόν, στο Δελασάλ, δούλεψε κάποια χρόνια και μετά πήγε στην Αλεξάνδρεια, στο Γιδά και έκανε το σχολείο. Επανερχόμενος, λοιπόν, στην πόλη με την ιδέα του του Δημοκρίτου ξανασυναντήθηκε με τους παλιούς του προϊσταμένους, με τους… Τους λέγαμε τότε Φρέρηδες. Φρέρηδες ήτανε όλοι οι καθολικοί ιερείς που τρέχανε το Δελασάλ. Και το Δελασάλ το ότι είχε στο πλάνο του να ανέβει στο Ρετζίκι. Οπότε, εκείνο το κτίριο θα έμενε. Συμφώνησαν, τέλος πάντων, και νοίκιασε ο πατέρας μας με τον κύριο Ατματζίδη, νοικιάσανε το κτίριο εκείνο, το παλιό Δελασάλ. Και συγχρόνως το Δελασάλ είχε αρχίσει να χτίζει στην αυλή του υπάρχοντος σχολείου ένα άλλο κτίριο. Είχανε κάνει μάλιστα, νομίζω, τους τρεις ορόφους και είχανε προοπτική για άλλους τρεις. Ένα εξαώροφο κτίριο. Εκείνο το αγοράσανε. Οπότε, ο Δημόκριτος ξεκίνησε να στεγάζεται στο παλιό Δελασάλ συν το καινούργιο εξαώροφο κτίριο που υπήρχε απέναντι. Λοιπόν, αυτά ξεκίνησαν, όπως έιπαμε, γύρω στο ’66. Φαίνεται ότι η ιδέα ήτανε καλή, φαίνεται ότι την τρέξανε καλά, φαίνεται ότι όλα πήγανε καλά και η σχολή απέκτησε μεγάλη δυναμική. Έφτασε στο να έχει εξίμισι χιλιάδες και περισσότερους σπουδαστές ετησίως. Λειτουργούσε οικοτροφείο. Είχε παράλληλες δραστηριότητες. Είχε ομάδα μπάσκετ και βόλεϊ. Η ομάδα μπάσκετ είναι, νομίζω, μετά τον Άρη, τον ΠΑΟΚ, τον Ηρακλή αυτή με την πιο μακροχρόνια ιστορία στο μπάσκετ της Θεσσαλονίκης, στην Ά Εθνική. Το βόλεϊ, επίσης. Και παράλληλα έκανε όλο αυτό το διδακτικό έργο που έχει βγάλει αρκετές χιλιάδες αποφοίτων οι οποίοι τότε, εκείνη την εποχή, δουλεύαν και καλά, έτσι; Ήταν εκείνες οι σχολές των τεχνιτών και τον εργοδηγών οι οποίοι ουσιαστικά επάνδρωσαν όλα… Μάλλον, δημιουργήσαν δικές τους δουλειές όλοι οι απόφοιτοι, είτε σαν μηχανικοί αυτοκινήτων, σαν βοηθοί τοπογράφων, σαν βοηθοί χημικών. Υπήρχαν όλοι αυτοί οι κλάδοι. Και συγχρόνως υπήρχε, είπαμε, το οικοτροφείο που ερχόταν πάρα πολλά παιδιά από την επαρχία και μένανε. Και αυτή ήταν μια ιστορία που κράτησε αρκετά χρόνια. Αρκετά χρόνια… Μέχρι πότε δεν θυμάμαι. Μετά ο πατέρας μου άρχισε να μεγαλώνει, προβλήματα υγείας. Άλλαξε όλο το καθεστώς της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Δηλαδή, παύσαν να υπάρχουνε οι σχολές αυτές των τεχνιτών και τον εργοδηγών, οι οποίες λόγω της εξειδίκευσης δίνανε πτυχία τα οποία τα παιδιά μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πολύ καλά για να βρουν δουλειά, για να στήσουν δουλειά. Και λίγο-πολύ αυτή όλη η ιστορία έσβησε, αλλά έσβησε ήρεμα και έσβησε και με μια πολύ γλυκιά και καλή ανάμνηση και στον πατέρα μου και σε όλους. Και στη Θεσσαλονίκη πιστεύω. Αυτό που άφησε το αποτύπωμά του Δημοκρίτου ακόμα υπάρχει και σαν σημείο αναφοράς και σαν ένα κομμάτι της ιστορίας αυτής της πόλης. Αυτά λίγο-πολύ έχουν να κάνουν με την ιστορία του πατέρα μου. Τώρα να επανέλθουμε στο πώς μεγάλωσα εγώ. Λοιπόν, εγώ λίγο μεγάλωσα Θεσσαλονίκη. Λίγο έζησα στην αρχή στα πρώτα μου χρόνια Θεσσαλονίκη, πολύ λίγο. Πήγαμε στην Αλεξάνδρεια και γυρίσαμε εδώ πίσω Θεσσαλονίκη το ’66, καλοκαίρι του ’66. Θυμάμαι, μάλιστα, είχαμε πάει διακοπές. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, οπότε η οικογένειά του πήγαινε πάντα… Εμάς μας έστελνε διακοπές εδώ γύρω απ’ την πόλη για να μπορεί κι αυτός να πηγαινοέρχεται. Γιατί, εμείς κάναμε διακοπές, αυτός κάθε μέρα πηγαινοερχόταν στη δουλειά. Γιατί, πάντα με το σχολείο είχε κάτι να κάνει. Τότε θυμάμαι είχαμε… νοικιάζαμε κάπου στην Καλλικράτεια. Γυρίσαμε, λοιπόν, και ήταν πρώτη φορά που θα γύριζα από διακοπές και δεν θα πήγαινα στην Αλεξάνδρεια, δεν θα πήγαινα στο Γιδά, θα γύριζα Θεσσαλονίκη. Και λίγο-πολύ αυτό μου κακοφάνηκε, γιατί δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Δηλαδή αυτό, ότι ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι εγώ δεν θα γυρίσω εκεί που ήταν οι φίλοι μου, οι παρέες μου, ξες, η απλοχωριά του μέρους, έτσι. Να πούμε δυο πράγματα: η Αλεξάνδρεια, ο Γιδάς, δεν ήτανε το πιο όμορφο μέρος του κόσμου. Πιθανόν να είναι κι απ’ τα πιο άσχημα. Αλλά, για μένα ήτανε το Παρίσι και το Λονδίνο μαζί. Δηλαδή, ήμουνα βασιλιάς εκεί. Είχα άπλα χώρου, χρόνου, να παίξω να κάνω, να κάνω τα πάντα. Τέλος πάντων, λοιπόν, γύρισα. Ήρθαμε Θεσσαλονίκη για μόνιμη εγκατάσταση και νοικιάσαμε. Το πρώτο μας σπίτι ήτανε γωνία Παρασκευόπουλου και Βελισσαρίου. Λοιπόν, κατά μία ευτυχή συγκυρία απέναντι ακριβώς ήταν η Ακαδημία, το 1ο Πρότυπο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και το 2ο δίπλα και το 3ο απέναντι. Θεωρούνταν πολύ καλά σχολεία. Τώρα, νομίζω ότι βρήκα με κάποιο τρόπο και νομίζω ότι η γιαγιά μου λόγω καταγωγής με το διευθυντή της Ακαδημίας και μπήκαμε κι εγώ κι ο αδερφός μου. Έχω έναν αδερφό ο οποίος είναι ένα χρόνο μικρότερος από μένα. Μπήκαμε εμβόλιμα στο Δημοτικό, εγώ στην τρίτη Δημοτικού, ο αδερφός μου στη Δευτέρα, στο 1ο Πρότυπο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Παιδί από χωριό —γιατί ο Γιδάς χωριό ήταν, κωμόπολη ήταν. Τέλος πάντων—, στην αρχή ήμουνα λίγο άβολα. Λίγο με μισό μάτι. Εκεί ήτανε παιδιά… Μια χαρά ήταν τα παιδιά, δηλαδή, και γίναμε φίλοι όλοι στο τέλος. Αλλά, το παιδί που έρχεται πρώτη φορά… Δεν ήτανε και πολύ εύκολο να εγκλιματιστώ. Αλλά επειδή είμαι γενικά… δεν έχω πρόβλημα σε αυτά, εγκλιματίστηκα.[00:10:00] Περάσαμε καλά. Και μάλιστα η πρώτη χρονιά έπεσε και με τη Χούντα. Δηλαδή, ήταν το ’67. ‘67 ήταν που… Και επειδή το σπίτι από το σχολείο απείχε είκοσι μέτρα, τριάντα, ξέρω ‘γώ —τόσο ήταν, η μια γωνιά με την άλλη— και οι καιροί ήταν περίεργοι τότε, θυμάμαι ότι ερχόμασταν… Είχαμε συχνές απεργίες, απόχες οι καθηγητές, οι δάσκαλοι. Κάτι γινόταν, ανακατωσούρες. Και εμείς παιδάκια φωνάζαμε: «Δεν έχουμε σχολείο! Δεν έχουμε σχολείο», χωρίς να καταλαβαίνουμε. Ώσπου την 21η Απριλίου δεν είχαμε σχολείο… Έτσι, λίγο πιο βάρβαρη ήταν η προσαρμογή. Και βλέποντας και τις εκφράσεις στο σπίτι, λέω… Κατάλαβα ότι κάτι τρέχει, τέλος πάντων. Αλλά, παρόλα αυτά, ήμασταν παιδιά. Ήμασταν... Και φρόντιζαν να μη μας βάλουν και μες στο κλίμα. Δηλαδή, όλη αυτή η εφταετία… Ντάξει, μετά λίγο μεγαλώσαμε. Όταν πήγαμε στο Γυμνάσιο, καταλάβαμε. Αλλά, ειδικά στο Δημοτικό ο πατέρας μου, η μητέρα μου, οι φίλοι τους φρόντιζαν οι συζητήσεις να μη γίνονται πολύ έντονα μπροστά μας. Όχι ότι κι εμείς καταλαβαίναμε, όχι ότι τις είχαμε ανάγκη αυτές τις συζητήσεις. Μιλάμε τώρα για παιδιά δέκα, έντεκα χρόνων, δώδεκα. Δώδεκα; Ούτε δώδεκα. Δέκα χρόνων. Έτσι πέρασαν τα πρώτα χρόνια. Κάποια στιγμή μετακομίσαμε. Αγοράσαμε σπίτι και πήγαμε στην Έδισον. Έδισον είναι η αρχή της Νέας Παραλίας, ένα δρομάκι που είναι στη γωνία η παλιά ηλεκτρική εταιρεία. Δεν το ξέρει ο κόσμος. Είναι στη γωνία η παλιά ηλεκτρική εταιρεία και μετά έχει όλο κι όλο δυο πολυκατοικίες. Τώρα, απέναντι —παλιά όταν πήγαμε εμείς απέναντι ήταν μια αλάνα. Τίποτα. Παρκάραμε τα αυτοκίνητα. Τώρα έχει απέναντι… Με το σεισμό γίνανε εκεί τα λυόμενα σχολεία —είναι το… Δεν ξέρω ποιο ακριβώς σχολείο είναι. Γυμνάσιο και Λύκειο— τα οποία έγιναν τότε προσωρινά και μείνανε ακόμα και τώρα. Εκεί, λοιπόν, πήγαμε και εγκατασταθήκαμε γύρω στο ’70. Και από ‘κει μέχρι να φύγουμε κι εγώ κι ο αδερφός μου απ’ το σπίτι μείναμε εκεί. Μείναμε εκεί. Εκεί τελείωσα… Από ‘κει τελείωσε το Δημοτικό και μετά πήγα Γυμνάσιο στο Ανατόλια, στο Αμερικάνικο κολλέγιο το Ανατόλια στην Πυλαία. Και μάλιστα δεν ήταν απόφαση προφανώς δικιά μου ούτε ξέραμε. Κάποια μέρα μού είπανε ότι «Θα πας». Με βάλαν, έκανα αγγλικά στο φροντιστήριο, γιατί έπρεπε να δώσεις εξετάσεις στα αγγλικά για να περάσεις. Ε, υπήρχαν κάποιες εξετάσεις που τότε ήτανε σχετικά δύσκολο… Περνούσαν, νομίζω, στη δικιά μας τη φουρνιά ένας στους τρεις. Απ’ αυτούς που δίναν εξετάσεις περνούσε ένας στους τρεις. Τέλος πάντων, έδωσα εξετάσεις χωρίς να ξέρω ακριβώς πού θα πάω, χωρίς να ξέρω τι θα κάνω. Και πέρασα στο Ανατόλια, λοιπόν, το ’70. Το ‘70 πήγα πρώτη Γυμνασίου. Τότε ήτανε… Μπήκαμε Γυμνάσιο, τελειώσαμε Γυμνάσιο, εξατάξιο Γυμνάσιο. Λίγο μετά από ‘μας σταματήσανε τα… Μπήκε κι ο θεσμός του Λυκείου στην εξατάξια, στην εξαετή Μέση Εκπαίδευση. Εκεί πέρασα ίσως —όχι ίσως… Ίσως, τέλος πάντων— τα καλύτερα έξι χρόνια της ζωής μου. Πέρασα καταπληκτικά. Αν πρέπει να πούμε δυο πράγματα για το Ανατόλια, το οποίο εγώ το αγάπησα —το αγάπησα γιατί το έζησα και γιατί πήρα αυτά που μπορεί να δώσει σ’ ένα παιδί. Τι μπορεί να δώσει; Πέρα από ένα εκπληκτικό περιβάλλον, που δεν ξέρω… Νομίζω στην Ελλάδα δεν υπάρχει άλλο τέτοιο και θα το ζήλευαν και πολλά ιδρύματα του εξωτερικού. Ένα εκπληκτικό περιβάλλον στο οποίο μπορούσες να κάνεις… Να παίξεις. Εγώ έπαιζα μπάλα. Έπαιζα μπάσκετ. Έπαιζα ποδόσφαιρο. Έπαιζα βόλεϊ. Έκανα τα πάντα. Μπορούσες να ασχοληθείς με δραστηριότητες. Και είχα ασχοληθεί. Δηλαδή, μετείχα σε διάφορα clubs, ομίλους, ό,τι υπήρχε, χωρίς πουθενά να ‘μια ιδιαίτερα καλός. Ήμουνα… Αλλά, ήμουν μέσα σ’ όλα. Δηλαδή, ούτε κανένας καταπληκτικός μαθητής ήμουνα, ούτε κάνας φοβερός μπασκετμπολίστας ή ποδοσφαιριστής, ούτε είχα κάνα ταλέντο να ασχοληθώ με το θέατρο ή με το… Κι όμως, υπήρχανε… Έπαιζα και ποδόσφαιρο και μπάσκετ και βόλεϊ και στις μικτές ομάδες. Έπαιζα στο θεατρικό όμιλο ένα ρόλο που δεν έπρεπε να τραγουδάς, δεν έπρεπε να κάνεις, γιατί δεν είχα ούτε φωνή ούτε τίποτα. Και ήμουν και μέτριος. Ήμουν ένας μαθητής του μέσου όρου, δηλαδή… Ντάξει, πέρασα στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης. Δεν ήμουνα τοπ, δεν ήμουνα πάτος. Αλλά, πήρα απ’ το σχολείο αυτό ό,τι μπορούσε να μου δώσει και το καταχάρηκα. Δήλαδη, έζησα ευτυχισμένα… Έκανα καταπληκτικές παρέες και ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει και —γιατί ακούγεται καμιά φορά το όνομά του Ανατόλια στην πόλη. Ακούγεται λίγο περίεργα. Κάποιοι το αγαπάνε, κάποιοι το βλέπουν με μισό μάτι. Αυτό που λέγεται πολλές φορές, ότι… λίγο για το ελκυστικό κλίμα, για παιδιά με σηκωμένες μύτες, για λίγο τουπέ, λίγο καμιά φορά ακόμα και συμπεριφορές περίεργες, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι δεν ισχύει. Δεν ισχύει. Καλά, κακά παιδιά υπάρχουν παντού, όπως και καλοί και κακοί γονείς. Εγώ τουλάχιστον κάθομαι εκ των υστέρων και αναλογίζομαι και θυμάμαι τους συμμαθητές μου, τους φίλους μου. Εντάξει, είχα και σκάρτους. Αλλά, είχα πάρα πολλούς καλούς, με τους οποίους για κάποιο λόγο, τον οποίον μέσα μου και έξω μου —γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ερμηνεύσω—, κρατάμε ακόμα δεσμούς. Και είναι ένα περίεργο πράγμα αυτό, ότι σαράντα χρόνια μετά την αποφοίτηση κρατάμε δεσμούς. Και δεν κρατάμε δεσμούς με την έννοια του μεταξύ μας υποστηριζόμαστε ή κάνουμε. Καμία σχέση. Κρατάμε δεσμούς γιατί μας έχουν δέσει κοινά βιώματα και κοινός τρόπος σκέψης πια. Γιατί, το σχολείο αυτό το πιο βασικό απ’ όλα που ‘χε να σου δώσει ήτανε να σε βάζει να δουλεύεις, να σκέφτεσαι με ανοιχτό μυαλό και με φιλελεύθερο πνεύμα. Δηλαδή, δεν ήτανε ένα σχολείο ελαστικό. Δεν ήταν σχολείο καταπιεστικό. Κρατούσε… Σε τιμωρούσε όταν ξέφευγες, αλλά σε άφηνε να αντιδράσεις, να αρνηθείς, να προβάλεις αντιρρήσεις, να παρουσιάσεις τον εαυτό σου, να… Δεν σε ήθελε πιόνι. Σε ήθελε ενεργό μέλος. Και πολλές φορές εγώ συγκρούστηκα και με καθηγητές για πράγματα που έχουν να κάνουν με το πώς βλέπουμε τα πράγματα. Βέβαια, στο τέλος έφυγα… Πιστεύω ότι μ’ αγάπησαν όσο τους αγάπησα. Και αυτό, τέλος πάντων, ο τρόπος που μεγαλώσαμε όλοι εμείς εκεί, μας ακολούθησε. Δηλαδή, μάθαμε πια να έχουμε ένα, έτσι… μια πιο ανοιχτή ματιά στα πάντα. Ήμασταν ανοιχτοί σε οποιεσδήποτε, οτιδήποτε είδους, έτσι, αλλαγές ερχότανε. Και στη δικιά μας την εποχή αλλαγές ερχότανε βροχηδόν. Δηλαδή, αλλάζανε… Ήταν η εποχή της Μεταπολίτευσης, ήταν η εποχή της… Ήταν η εποχή που η δικιά μας γενιά έζησε ίσως τις μεγαλύτερες και τις σπουδαιότερες αλλαγές. Έτσι, λοιπόν, τελείωσα απ’ το Ανατόλια. Θα κάνω ένα άλμα για να ξαναπώ ότι ξαναβρέθηκα στο Ανατόλια τώρα. Τώρα… Δηλαδή, πριν από καμιά δέκα… τόσα χρόνια, όταν μου πρότειναν να συμμετάσχω στο ΣΑAΚ —o ΣΑAΚ είναι ο Σύλλογος Αποφοίτων του Ανατόλια—, στο διοικητικό συμβούλιο. Και εκεί εκτός απ’ τα έξι χρόνια σαν μαθητής, πέρασα έξι χρόνια σαν ενεργό μέλος του διοικητικού συμβουλίου, που διετέλεσα αντιπρόεδρος, και ήτανε… Δεν το είδα ποτέ σαν ανταπόδοση προς το σχολείο. Ισα-ίσα ήταν μια συνέχεια του να μάθω, ακόμα να πάρω απ’ το σχολείο και να ξαναδώσω. Και αυτή η επιστροφή στην alma mater με συγκίνησε. Δηλαδή, ήτανε πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά. Κι εκεί είχα την ευκαιρία να ξαναβρώ, να ξαναζηλέψω, να ζηλέψω τα παιδιά που συνεχίζουν εκεί, να τους χαρώ. Γιατί, και τα γραφεία μας στο τέλος εκεί μέσα στεγαστήκανε. Και είχα καθημερινή επαφή και με τους καθηγητές και με το σχολείο. Είχαμε δραστηριότητες μέσα στο σχολείο πολύ συχνές. Και τέλος πάντων, πέρασα άλλα έξι υπέροχα χρόνια. Τώρα, να πάμε ξανά πίσω. Τελειώνω, λοιπόν, το Ανατόλια. Συνεχίζω και μένω εκεί που έμενα με τους γονείς μου. Έρχονται οι εξετάσεις οι Πανελλήνιες —μάλλον Πανελλήνιες. Εισαγωγικές τις λέγαμε τότε, Εισαγωγικές— και περνάω στην Ξάνθη, στο Πολυτεχνείο Ξάνθης, πολιτικός μηχανικός. Ε, δεν ήθελα να γίνω πολιτικός μηχανικός. Όχι δεν ήθελα να γίνω, συγγνώμη. Δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω. Θα πω μετά τι ήθελα να γίνω. Λοιπόν… Αλλά, τότε η στροφή ήτανε προς το Πολυτεχνείο. Δηλαδή στη δικιά μας εποχή οι καλύτεροι μαθητές περνούσαν Πολυτεχνείο. Ιατρική ήτανε η δεύτερη… Δεν είναι όπως τώρα, η Ιατρική είναι η καλύτερη και μετά είν’ το Πολυτεχνείο. Τότε ήταν τοπ το Πολυτεχνείο και μετά ήταν η Ιατρική. Και ήταν όλοι… Έτσι, θεωρούσαν ότι κάτι πρέπει να επιλέξουνε που θα τους βοηθήσει να δουλέψουν καλύτερα. Επιλέγανε το Πολυτεχνείο. Εγώ πήρα.. Τότε ήτανε… Ξεκινούσαμε απ’ το Πολυτεχνείο και καταλήγαμε μέχρι την… Γεωπονοδασολογία κτλ. Κι έβαλα όλες τις Σχολές απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Δηλαδή, τότε οι τοπ σχολές ήταν Χημικοί Μηχανικοί, οι Ναυπηγοί κι οι Μεταλλειολόγοι. Και μετά άρχιζαν Ηλεκτρολόγοι Μηχανολόγοι, Πολιτικοί Μηχανικοί, Αρχιτέκτονες, Τοπογράφοι. Τελείωνε το Πολυτεχνείο. Πιάναμε Φυσικομαθηματική, Φυσικοί, Μαθηματικοί, Χημικοί, και μετά πιάναμε Γεωπονοδασολογία. Αυτή ήταν όλη η γκάμα. Εγώ τα ‘βαλα όλα. Σκάλωσα στο Πολυτεχνείο. [00:20:00] Καθόλου άσχημα δεν μου πήγε. Πέρασα στην Ξάνθη και μετακόμισα. Δηλαδή, πήγα εκεί να σπουδάσω και ερχόμουνα εδώ σε τακτά χρονικά διαστήματα, σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο. Μου ‘χαν πάρει κι ένα αυτοκίνητο και μαζί με άλλους δύο φίλους που μέναμε μαζί, ξεκινήσαμε μαζί απ’ το πρώτο έτος μέχρι το τελευταίο έτος, πηγαινοερχόμασταν και ζούσα δυο παράλληλες ζωές. Δηλαδή, φοιτητής στην Ξάνθη, σαββατοκύριακο εδώ με τις παρέες από τα παλιά, έξοδο, διασκεδάσεις, ξανά πίσω στην Ξάνθη. Όχι ότι ήμασταν και τίποτα φοιτητές προσηλωμένοι. Κι εκεί περνούσαμε καλά. Τελείωσα το Πολυτεχνείο, πήρα το πτυχίο. Ήρθαμε… Μετά φαντάρος. Φαντάρος. Δηλαδή, όλο αυτό το διάστημα στο σπίτι εμένα σαββατοκύριακα. Γιατί, με το που τελείωσα πήγα κατευθείαν φαντάρος, στρατό. Στρατό, εντάξει… Άλλαξα… Δεν πέρασα και τόσο άσχημα, δεν ήμουνα κι από αυτούς που τη βγάλανε στο σπίτι τους εντελώς. Ε, καλά. Δεν έχω κανένα παράπονο. Πάρα πολύ καλά πέρασα. Ξεκίνησα από τα κέντρα τα διαφορά: Νιγρίτα, στα Θερμά της Νιγρίτας, στο Χαϊδάρι, στο Αμύνταιο. Μετά πήγα Γιαννιτσά τη μισή θητεία και την άλλη μισή θητεία στη Σίνδο. Τέλος πάντων, περάσαν όλα αυτά. Μια χαρά ήτανε. Γύρισα και άρχισα να δουλεύω. Άρχισα να δουλεύω. Λίγο-πολύ το είχαμε δουλέψει με έναν συμμαθητή μου, φίλο μου και μετά κουμπάρο μου —τον πάντρεψα— τον Απόστολο τον Αλμπαντίδη. Ξεκινήσαμε μαζί να… Κι αυτός πολιτικός μηχανικός του ΑΠΘ. Κάναμε μια εταιρεία και αρχίσαμε να χτίζουμε πολυκατοικίες με τη μέθοδο της αντιπαροχής στην Καλαμαριά. Αυτό ξεκίνησε γύρω στο… ’82, ’83; Τώρα, κάπου ‘κει. Δραστηριοποιηθήκαμε κυρίως στην Καλαμαριά και λίγο πιο έξω, σε άλλες περιοχές, και στην Τούμπα. Και Χαλκιδική πήγαμε στη Φούρκα. Αλλά η δουλειά μας πια ήταν αυτή, να χτίζουμε σπίτια, πολυκατοικίες με τη μέθοδο της αντιπαροχής. καλή δουλειά. Καλή δουλειά, γιατί είχαμε πολύ ελευθερία ωραρίου. Δηλαδή, χρειαζότανε φορές να σηκωθούμε από τις έξι η ώρα το πρωί για να μπει μέσα στο γιαπί, αλλά ήταν και άλλες που… Κι επειδή ήμασταν δύο μπορούσε ο ένας να φύγει, να πάει εκδρομές, ο άλλος να μείνει. Ήταν πολύ καλή η συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια. Και περάσαμε καλά. Κι ήτανε μια δουλειά που πήγε καλά. Έτσι όπως την κάναμε εμείς θεωρώ ότι δεν ήμασταν… Πηγαίναμε και λίγο φοβισμένοι, λίγο με το σταυρό στο χέρι. Δεν κάναμε μεγάλα ανοίγματα, γιατί αντέχαμε να μην τα κάνουμε τα μεγάλα ανοίγματα. Πήγαμε και τελειώσαμε καλά. Τελειώσαμε τη δουλειά πρόσφατα με την κρίση. Εκεί λίγο, όπως όλοι, έτσι και εμείς τραβηχτήκαμε και σταματήσαμε και τώρα πια… Ε, να πω ότι ψαχνόμαστε ή να πω ότι έχουμε βάλει ένα pause και δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε. Πια η εταιρεία δεν υπάρχει έτσι όπως υπάρχει κι εγώ κι ο Αποστόλης λίγο πιο αποτραβηγμένοι. Δεν ασχολούμαστε μ’ αυτό το πράγμα πια. Τέλος πάντων, πήγε αυτή η ιστορία όπως πήγε με τη δουλειά. Εν τω μεταξύ, παντρεύτηκα. Παντρευτήκαμε με τη Γλύκα —Γλύκα Παπαδοπούλου, η γυναίκα μου. Είναι δικηγόρος… Γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε το ’90. Συμπληρώνουμε… Σε λίγες μέρες συμπληρώνουμε τριάντα χρόνια γάμου. Δηλαδή, 3 Νοεμβρίου έχουμε επέτειο γάμου. Συνειδητά αργήσαμε να κάνουμε την κόρη μας, τη Μαρία. Συνειδητά γιατί; Γιατί, θέλαμε να ζήσουμε, να περάσουμε καλά. Και περάσαμε καλά. Περάσαμε καλά. Πήγαμε ταξίδια. Περάσαμε καλά. κάποια στιγμή, βέβαια, ήρθε η Μαρία κι άλλαξε η ζωή μας. Κι άλλαξε η ζωή μας προς το καλύτερο. Είμαστε πολύ οι τρεις μας δεμένοι. Η Μαρία γεννήθηκε το ’98, δηλαδή οχτώ χρόνια μετά να το γάμο. Όταν παντρευτήκαμε, η γειτονιά μας ήτανε… Παντρευτήκαμε και μέναμε στη Γούναρη με Παύλου Μελά γωνία. Νοικιάσαμε εκεί ένα διαμέρισμα. Μεγαλώσαμε εκεί. Παντρευτήκαμε εκεί, τα πρώτα χρόνια μας τα περάσαμε εκεί. Μετά άδειασέ ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία που μεγάλωσα, πιο κάτω απ’ το πατρικό μου. Σαν τρελοί τρέξαμε, το νοικιάσαμε και μείναμε εκεί αρκετά χρόνια. Και μείναμε πάνω οι γονείς μου, κάτω εμείς. Γύρω στο… Λίγο πριν γεννηθεί —όχι τη μέρα που γεννήθηκε— η Μαρία ανεβήκαμε πάνω στο Πανόραμα. Αγοράσαμε αυτό το σπίτι εδώ και έκτοτε ζούμε εδώ. Η Γλύκα κι εγώ έχουμε λίγο τραβηχτεί απ’ τις δουλειές. Η Μαρία, η κόρη μας, έγινε δικηγόρος, όχι γιατί… Σπούδασε Νομική όχι γιατί την πίεσε κάποιος. Αυτή το επέλεξε μόνη της. Σπούδασε στο εξωτερικό, πήγε στην Αγγλία. Στο Kent έκανε bachelor. Και μετά έκανε και master εκεί στο Λονδίνο. Και τώρα δουλεύει εδώ. Κάνει την άσκηση της εδώ στη Θεσσαλονίκη. Εμείς λίγο-πολύ… Περιληπτικά αυτή είναι η ιστορία. Τώρα, μέσα σ’ αυτή την ιστορία μπαίνουν διάφορες γειτονιές, μπαίνουνε τόποι, μπαίνουνε αναμνήσεις, μπαίνουνε διάφορα πράγματα τα οποία μπορεί να συζητήσουμε όλα αυτά αναλυτικά. Και…
Εννοείται και για αυτό είμαι εδώ, για να εκμαιεύσω πράγματα, χε χε χε. Ευχαριστούμε πολύ, κιόλας, για αυτό το πανόραμα, για τις πληροφορίες, έτσι, και λίγο τις πιο προσωπικές, να το πω; Τώρα, ναι, έχουμε αρκετά πράγματα. Ας ξεκινήσουμε από τον πατέρα σας πάλι. Δεν ξέρω τι σας έχει πει για το μοναστήρι, αν μπορείτε να μας πείτε κάτι πράγματα παραπάνω για το πώς ήταν να κάνει ένας έφηβος στην ουσία τις σπουδές του σ’ ένα ιερατικό σχολείο σε μοναστήρι. Ιδιαίτερο νομίζω. Τι σας έχει πει;
Ναι. Μου ‘χει πει. Μου ‘χει πει. Καταρχήν, ο πατέρας μου τον στείλαν σε… Ο πατέρας μου λάτρευε τη μητέρα του, την οποία εγώ δεν γνώρισα, την Ασπασία, τη γιαγιά, την οποία εγώ δεν γνώρισα γιατί πέθανε πολύ νέα. Ήταν από μια οικογένεια με… Ήταν έξι παιδιά, τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Ήταν ο μόνος που σπούδασε. Έλεγε τον είχε αδυναμία η μητέρα του και έβλεπε σ’ αυτόν ότι έπαιρνε τα γράμματα, ότι ήτανε… ήθελε το κάτι παραπάνω. Και για αυτό τον στείλανε στο μοναστήρι. Τώρα, το μοναστήρι ήταν μια ιερατική σχολή. Ο πατέρας μου δεν ήταν θρήσκος. Δεν ήταν… Δεν υπήρξε, αν και πέρασε απ’ το μοναστήρι. Μου ‘χει πει ιστορίες. Την Αγία Αναστασία… Συνέδεσε αυτά τα χρόνια ζώντας εκεί μέσα. Του ‘χει αφήσει μάλλον καλές αναμνήσεις, αν και αρκετές φορές μού μίλησε λίγο για τη σκληρότητα των μοναχών, για τον τρόπο που χειρίστηκαν. Μου ‘λεγε για έναν φίλο του, για έναν συμμαθητή του που τον διώξανε και, έτσι, με πόνο ψυχής και… τον έβλεπε να κλαίει και τους έβλεπε που ήτανε λίγο σκληροί απέναντι του. Και αυτό τον στιγμάτισε, του ‘χει μείνει, του ‘χε μείνει. Μου την έλεγε αυτή την ιστορία. Πάντως, την αγάπησε την Αγία Αναστασία. Η Αγία Αναστασία… Μας πήγαινε μετά. Δηλαδή, και με τον αδερφό μου όταν πια ήμασταν στο Γυμνάσιο πήγαινε, ανέβαινε στο μοναστήρι, το οποίο είναι όντως εντυπωσιακό. Είναι σκοτεινό μέσα, η εκκλησία… Μας έδειχνε την τραπεζαρία που τρώγανε. Μας είπε ότι δεν είχανε, δεν… Και το ραδιοφωνάκι για να ακούσουνε —ακούγανε ματς; Όχι, δεν ακούγανε ματς. Δεν είχε τότε ματς. Ψέματα. Εγώ όταν πήγα—την πρώτη φορά που πήγα στην Αγία Αναστασία— λειτουργούσε το σχολείο, η ιερατική σχολή, και έβλεπα τα παιδιά που ‘ταν μαθητές. Παίρναν το τρανζιστοράκι —ήταν Κυριακή— για να ακούσουν το ματς. Και απομακρυνόταν γιατί δεν επιτρεπότανε. Ναι, ήτανε… Ήταν και ο μόνος τρόπος κάπως να σπουδάσει, να πάει, δηλαδή, Γυμνάσιο. Χρωστάει στην Αγία Αναστασία. Μετείχε μετά και σε συλλόγους που ίδρυσαν οι απόφοιτοι της Αγιά Αναστασίας. Χρωστάει. Αλλά, πάντα έβλεπε όλη αυτή την ιστορία με ένα κριτικό μάτι. Ευγνωμονεί για αυτά που πήρε, αλλά έχει και τις… Και πάντα και όταν φτάναμε να συζητάμε μαζί του θρησκευτικά θέματα… Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Είχε έναν τρόπο να σου… Δεν σου υπέβαλε ποτέ την άποψή. Σου ‘δινε όλες τις παραμέτρους και εσύ αποφάσιζες. Δηλαδή, όταν συζητούσαμε για θρησκεία, όταν συζητούσαμε για τέτοια, δεν σου ‘λεγε «Υπάρχει» ή «Δεν υπάρχει Θεός». «Υπάρχει αυτό, υπάρχει κι αυτό». Δηλαδή, δες το έτσι, δες το έτσι. Και αποφασίζαμε εμείς. Τέλος πάντων, η Αναστασία, η Αγία Αναστασία ήτανε σημαντικό κομμάτι και νομίζω, καταρχήν, τον βοήθησε να περάσει στο πανεπιστήμιο. Τότε Φιλοσοφική Σχολή εδώ… Λίγα παιδιά πήγαιναν Πανεπιστήμιο. Και ήτανε για αυτόν ένα σημαντικό, χρήσιμο… Και γυρνούσε, γυρνούσε στην Αγία Αναστασία πολύ συχνά. Όπως εγώ γυρνούσα στο Ανατόλια, ο πατέρας μου γυρνούσε στην Αγία Αναστασία. Δηλαδή, αυτός… Η επιστροφή στην alma mater. Εγώ, βέβαια, ήμουνα πιο ενθουσιώδης. Ο πατέρας μου γυρνούσε με ένα… όχι μυστικισμό. Μ’ ένα σεβασμό, ότι εδώ χρωστάω ένα κομμάτι της ζωής μου και χρωστάω τις σπουδές μου. Είναι καλό κομμάτι, έτσι, και σαν εικόνα και αυτό το σκηνικό που ανεβαίναμε πάνω στο μοναστήρι μου ‘χει μείνει.
Ε, να διευκρινίσουμε ότι το μοναστήρι αυτό είναι στο δρόμο για Αρναία, Άγιο Πρόδρομο;
Ακριβώς. Είναι μετά τα Βασιλικά —μετά τα Βασιλικά; Ναι— αριστερά πάνω.
Ναι, ναι. Καλά κατάλαβα.
Ναι, ναι.
Και είναι πράγματι εντυπωσιακό. Δεν ήξερα, όμως, ότι είχε και αυτό το ρόλο.
Αχά.
Έχω διαβάσει, εν τω μεταξύ, κάποια πράγματα για τον πατέρα σας, για το σχολείο στο Γιδά κτλ. από ένα τοπικό site,[00:30:00] ομολογώ, και λέει ότι πήγαινε ο ίδιος στα σπίτια των γονιών να τους ενημερώνει για την πρόοδο των παιδιών, γιατί ήταν αγρότες, λέει, και δεν προλάβαιναν να παν’ στο σχολείο.
Ναι, είναι πολύ γλυκιά η ιστορία του πατέρα μου στο Γιδά, ήτανε… Εγώ καταλάβαινα κάποια πράγματα. Τα υπόλοιπα τα ‘μαθα μετά και τα είδα από την αγάπη του κόσμου όταν εγώ γυρνούσα εκεί. Δηλαδή, τώρα που ο πατέρας μου δεν ζει. Τον τίμησανε πολλές φορές και όσο ζούσε και μετά θάνατον. Καταρχήν, είχαν ιδρύσει και σύλλογο αποφοίτων ιδιωτικού Γυμνάσιου Γεωργίου Ψυχούλα. Ναι. Νομίζω ότι τον θεωρούνε εκεί στην Αλεξάνδρεια σαν έναν —όχι, εντάξει, όχι τοπικό ήρωα— έναν άνθρωπο που προσέφερε πολλά στον τόπο. Γιατί, σπούδασε τα παιδιά τους. Και τα σπούδασε όχι απλώς «Άνοιξα ένα σχολείο. Ελάτε». Τα σπούδασε μπαίνοντας μες στα σπίτια, βοηθώντας τους. Γιατί, ήξερε τα προβλήματά τους. Προχθές μου ‘λεγε, τώρα, η μητέρα μου. Μου λέγε ότι «Τον έψαχνα τα βράδια», και μου λέει πού ήταν: «Ο τάδε στο τάδε χωριό είχε πρόβλημα, μου ‘λεγε, και πήγα να τον δω». «Γιατί;». «Γιατί, ξέρεις, έχουν ένα πρόβλημα και το παιδί είναι λίγο ατίθασο και ήρθαν οι γονείς του και θα πάω να τους δω». Πήγε να τους δει. Και τότε, ας πούμε, δεν είχε ούτε τηλέφωνο. Όχι κινητά δεν είχε, δεν είχε κι αστικά να πει ότι «Ξέρεις, είμαι εδώ, δεν είμαι εδώ». Χανόταν απ’ το σπίτι και γυρνούσε στα χωριά για να βρει… Είχε πολλή-πολλή επαφή, πολύ καλή επαφή, δυνατή επαφή, με όλη την περιοχή. Κι είχε και καλούς καθηγητές. Σ’ εκείνο το σχολείο είχε διδάξει ο Γιώργος Ιωάννου —από ‘κει ξεκίνησε—, ο οποίος έχει… Μετά βρήκα… Και καθηγητές που το βρήκα στο Ανατόλια είχαν ξεκινήσει, είχαν δουλέψει στον πατέρα μου στην Αλεξάνδρεια. Είχε και καλούς καθηγητές. Πήρε… Έστησε ένα σχολείο απ’ το πουθενά. Δηλαδή στην αρχή νοίκιαζε κάτι χώρους για να στεγάσει. Μετά αγόρασε ένα κομματάκι, ένα κομμάτι γης, και έκανε το σχολείο εκεί. Οι παραστάσεις θεατρικές που έκανε, οι γυμναστικές επιδείξεις, οι εκδηλώσεις στο σχολείο έχουν μείνει ιστορικές. Δηλαδή, ήτανε το γεγονός της περιοχής και ερχόταν όλος ο κόσμος με τα καλά του να πάει να δει. Ανέβαζε στους κινηματογράφους —λειτουργούσαν σαν θέατρα— στην περιοχή, ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις. Οι επιδείξεις του ήτανε… Κι ο πατέρας μου δεν ήτανε… Πρωταθλητισμό… Είχε τα πάντα, δεν το είχε με τον αθλητισμό. Δηλαδή, δεν ήταν αυτός ο οποίος θα τρέξει μπροστά, θα κάνει. Ήτανε… Ενώ του άρεσε ο αθλητισμός, δεν μπορούσε να τον κάνει. Τέλος πάντων. Αλλά, παρόλα αυτά, έδινε… Φρόντιζε τα παιδιά να αποκτήσουνε —και τώρα κάθομαι και το σκέφτομαι πάλι αυτό σε σχέση με το…— ένα παραπάνω νόημα, ένα παραπάνω κίνητρο, ένα παραπάνω ενδιαφέρον στο να ‘ρθουν στο σχολείο. Δηλαδή, να τους φέρει κοντά στο σχολείο. Είχε μαθητή το Συρόπουλο. Ο Βαγγέλης Συρόπουλος έπαιζε μπάλα στον Άρη, ο οποίος, όμως, ήτανε μπαλαδόρος μεγάλος, μου ‘λεγε, αλλά φάτσα. Έβαζε στοιχήματα στα διαλείμματα με τους άλλους, ότι, ξες, δέκα πέναλτι, άμα χάσω ένα κέρδισες. Αλλά τους τα ‘βαζε όλα, λέει, γιατί ήτανε παικταράς. Τέλος πάντων. Και από ‘κει ακόμα τον θυμούνται. Ακόμα τον θυμούνται. Μάλιστα, τώρα βρεθήκαμε με το γιο ενός παλιού του μαθητή, ο οποίος είναι δικηγόρος εδώ στη Θεσσαλονίκη, το Στέφανο. Στέφανος είναι ο μπαμπάς, Διονύσης είναι ο γιος. Και μου ‘λεγε πώς ο πατέρας του… τι αναμνήσεις έχει απ’ το σχολείο, όπως και όλοι. Δηλαδή, έτυχε πήγαμε μέχρι και με τη μητέρα μου σε κάποιες βραβεύσεις που γίνανε τα τελευταία χρόνια τιμητικές στον πατέρα μου και ομολογώ ότι εγώ τότε δεν τα ‘ζησα. Ήμουνα εφτά, οχτώ, εννιά χρονών παιδάκι. Δεν καταλάβαινα τι σήμαινε για την περιοχή το σχολείο αυτό. Αλλά, μετά το… Τώρα το κατάλαβα.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Αχά.
Και επίσης διάβασα ότι στο Νεοχώρι έκανε ιδιαίτερα δωρεάν με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα;
Ναι, για να σπουδάσει. Πήγαινε στο χωριό. Το Νεοχώρι είναι το χωριό του. Το Νεοχώρι είναι έξω απ’ την Αρναία. Ναι, έκανε, έκανε ιδιαίτερα… Ναι. Ο πατέρας μου γενικά… Δεν τα ‘μαθα απ’ τον πατέρα μου αυτά. Ο πατέρας μου δεν μου μίλησε ποτέ για… Είναι ένας άνθρωπος που πέρασε, έτσι, όπως… Αυτή η γενιά της Κατοχής, έτσι; Στερηθήκανε, δεν είχαν να φάνε. Οπότε, έκανε ιδιαίτερα για λίγα τρόφιμα. Έκανε και εδώ στη Θεσσαλονίκη, νομίζω, παράλληλα και για να σπουδάσει. Ή όταν πήγαινε πίσω στο χωριό για να… Δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν οι δικοί του. Φτωχοί άνθρωποι ήταν. Δεν ήτανε κάνας προύχοντας ο παππούς ο Μήτσος, ο οποίος παππούς Μήτσος, εν αντιθέσει με τη γιαγιά την Ασπασία, πέθανε ενενήντα έξι. Και γενικά το σόι του πατέρα μου ζήσαν. Ο πατέρας μου δεν έζησε πολλά χρόνια, γιατί έζησε… Πέθανε, ντάξει, ογδόντα δύο χρόνων. Και έζησε καλά, όμως, γιατί είχε προβλήματα υγείας. Είχε… Έκανε δυο φορές εγχείρηση καρδιάς, είχε διαβήτη. Είχε, είχε τα προβληματάκια του. Αλλά, επειδή ήτανε γενικά εγκρατής άνθρωπος έζησε πολλά χρόνια σχετικά με τα προβλήματα που είχε και την εποχή εκείνη που δεν ήταν η ιατρική σε τόσο υψηλό βαθμό όσο είναι τώρα. Δηλαδή, πρώτη εγχείρηση την έκανε στο Χιούστον, στον Cooley. Τη δεύτερη την έκανε εδώ. Αλλά, παρόλα αυτά, τέλος πάντων, έζησε καλά. Έζησε καλά εννοώντας δεν ήτανε δύσκολη η ζωή του. Ο τελευταίος του χρόνος, ενάμισης, ήτανε πιο δύσκολος.
Και ερχόμενοι τώρα πάλι στα παιδικά σας χρόνια, θέλετε να μας περιγράψετε παραπάνω την ανθρωπογεωγραφία του Γιδά εκείνη την εποχή; Πώς ήταν;
Ήμασταν ένα πολύ-πολύ μεγάλο χωριό. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν λασπόδρομοι. Γύρω-γύρω είχε καταυλισμούς με τσιγγάνους. Αλλά, όπως είπα πριν, για ‘μας ήταν Παρίσι. Οι άνθρωποι… Εγώ θυμάμαι τους δικούς μου και θυμάμαι τις παρέες τους ως κάτι εξαιρετικό. Δηλαδή, να μαζεύονται στο σπίτι και να ακούω τις φωνές και τα γέλια. Εγώ να κοιμάμαι στο δωμάτιο και όλη η παρέα να μαζεύεται στα διάφορα σπίτια. Αλλά, και για ‘μας ήτανε πολύ καλά. Εγώ έφευγα για το σχολείο, γυρνούσα απ’ το σχολείο. Σχολείο… Ντάξει τώρα, διαβάσματα δεν είχαμε. Ή και πριν απ’ το σχολείο —γιατί μιλάμε για τα χρόνια μέχρι να πάω πρώτη Δημοτικού και για τα δύο πρώτα χρόνια του Δημοτικού— χανόμουνα, έφευγα απ’ το σπίτι. Εμείς μέναμε σε ένα διώροφο. Από πάνω ήτανε… Το σπίτι επάνω. Κάτω ήτανε μαγαζί. Μαγαζί μπουγάτσα. Την είχε η Νίκη και ο Αργύρης, δύο αδέρφια. Λοιπόν, εγώ κατέβαινα. Η Νίκη και ο Αργύρης με είχανε υιοθετημένο. Έτρωγα εκεί μπουγάτσα και γιαουρτάκι ανάλογα την ώρα και μετά εξαφανιζόμουνα. Δηλαδή, δεν ξέραν πού θα με βρουν οι δικοί μου, σε ποια λιβάδια παίζω, πού γυρνάω. Κάποτε ανέβαινα ακόμα και στις «κομπίνες», θεριζοαλωνιστικές μηχανές, και με τρέχαν στα χωράφια. Όλοι ξέρανε: «Ο γιος του Γιώργη». Μας παίρνανε εκεί εμένα και τον αδερφό μου. Είχε τέσσερις κινηματογράφους εκείνη την εποχή, όπου επίσης με τον πατέρα του ενός είμαστε ακόμα φίλοι, του ιδιοκτήτη. Πηγαίναμε, ξέρω ‘γω. Με το που άρχιζε έργο δεν πληρώναμε, δεν κάναμε, μπαίναμε μέσα. Ξες, ήτανε πολύ… Οι καταστάσεις ήταν υπέροχες! Τα βράδια βγαίναν οι δικοί μας. Όταν πηγαίναν είχε κάτι ωραίες, θυμάμαι, γραφικές ταβέρνες. Δηλαδή, ήταν ο «Φαρούκ» που έκανε καταπληκτικά, έτσι, σουτζουκάκια και μπριζόλες, ψητά, και τρώγαν οι δικοί μας κι εμείς παίζαμε γύρω-γύρω. Είχε μια… ένα άλλο σαν κοσμική ταβέρνα —τώρα, λίγο… Τα ‘χω και λίγο θολά στο μυαλό μου, γιατί ήμουνα πολύ μικρός— όπου είχε… με μουσική, κοντά στις γραμμές του τρένου. Και ‘κει πήγαιναν οι δικοί μας και ήτανε, έτσι, ωραία. Και για μας τα παιδιά που βλέπαμε τη μουσική, που βλέπαμε τους μουσικούς. Καθόμασταν και τους χαζεύαμε. Ντάξει, τώρα μουσική όταν λέμε από δημοτικά μέχρι ευρωπαϊκά. Ήτανε όμορφο. Ήτανε… Μέσα στη θλίψη του και στην ασχήμια του ήταν εκπληκτικός ο Γιδάς, ήταν εκπληκτική η Αλεξάνδρεια. Και με μαύρο δάκρυ έφυγα, με μαύρο δάκρυ. Γιατί, για να πω και την αλήθεια εγώ εκεί ήμουνα και… Εμείς έτυχε, εγώ κι ο αδερφός μου και τα δυο ξαδέρφια μας, να είμαστε ανά δύο συνομήλικοι. Πηγαίναμε μαζί σχολείο και λίγο-πολύ ήμασταν και στην τάξη μας αρχηγοί. Δηλαδή, ήμουνα… Και είναι αυτό που λέμε από πρώτος στο χωριό τελευταίος στην πόλη, αυτό λίγο-πολύ έπαθα όταν ήρθα Θεσσαλονίκη.
Και στο Νεοχώρι, στις διακοπές, πώς ήτανε;
Μμμ, δεν ήτανε πολύ… Πήγα πολύ λίγες φορές. Πολύ εγώ δεν πήγα Νεοχώρι διακοπές. Δεν ξέρω γιατί. Ενώ όσο αγάπησα το Γιδά, το Νεοχώρι… Δεν μ’ έδενε κάτι. Ήξερα ότι ο πατέρας μου το αγαπάει. Μας πήγαινε. Ήξερε, όμως, ότι δεν το θέλουμε. Δηλαδή… Καταρχήν, δεν ξέρω πόσο ψυχολογικό ήταν αυτό, αλλά τότε διέσχιζες όλο… Για να πας περνούσες το Χολομώντα. Και τώρα, αλλά τότε ήτανε με στροφές. Εγώ κάθε φορά ανακατευόμουν σ’ εκείνο το δρόμο και αισθανόμουν πολύ άσχημα. Το ξέραν αυτό. Σταματούσαμε κάπου για να, έτσι, ηρεμήσω. Δεν πήγαινα πολύ στο Νεοχώρι. Πήγαινα, πήγαινα και πιο πολύ χαιρόμουνα εκεί τις στιγμές που πήγαινε ο πατέρας μου στο καφενείο, [00:40:00]έβρισκε τους παλιούς του… Δεν ήταν τόσο και οι φίλοι του και οι πιο μεγάλοι. Γιατί, εκείνες οι εποχές ήτανε εποχές γύρω στο ’60-κάτι, 70’. Ήμασταν πιο μικροί που πηγαίναμε εκεί. Οπότε, ο πατέρας μου ακόμα ήταν μικρός κι ερχόταν οι πιο μεγάλοι να τον δουν, «Ήρθε ο Γιώργης στο χωριό. Άντε πάμε να μαζευτούμε όλοι στο καφενείο. Ήρθε ο κυρ-Γιώργης. Ήρθε ο Γιώργης». Και μαζευόμασταν εκεί στο Νεοχώρι. Και πιο πολύ εγώ τους χάζευα που μιλούσαν και κάναν. Αλλά, δεν είχε εκεί να κάνω αυτά που έκανα. Δηλαδή, δεν παίζαμε μπάλα, δεν είχα παρέες, δεν είχα φίλους. Είχε έναν κινηματογράφο… Δεν είχε κινηματογράφο το Νεοχώρι προφανώς, πού να ‘χει κινηματογράφο; Ερχόταν ένας, θυμάμαι, σε μια αίθουσα και έπαιζε —δεν ξέρω τι αίθουσα ήταν— και κατέβαζε μια οθόνη κι έπαιζε από ένα… η μηχανή με τα καρούλια εκείνη, ξέρω ‘γω, να παίξει καμιά ταινία Χοντρό Λιγνό. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Δεν είχε τίποτε να κάνω. Ντάξει, όλοι ήταν μεγαλύτεροι από μένα. Τα παιδιά δεν είχα… Μόνο κάτι, έτσι, κάποιες φορές θυμάμαι ένα Πάσχα ήταν ωραία εκεί που… Η εκκλησία, που ξαφνικά είδα νέο κόσμο μέσα. Και εγώ δεν είμαι της εκκλησίας, αλλά είδα, ξές, νέο κόσμο μες στην εκκλησία. Και είδα ένα, έτσι, κλίμα από ‘δω, αγόρια-κορίτσια. «Α», λέω, «εδώ είναι»… Αλλά, αυτό ήτανε. Δεν έχω με το Νεοχώρι τόσο δέσιμο όσο έχω με την Αλεξάνδρεια.
Αλλού πηγαίνατε διακοπές;
Ναι. Ντάξει. Οι διακοπές είναι μια άλλη ιστορία. Διακοπές, λοιπόν, ξεκινήσανε… Πρώτες διακοπές στη ζωή μου —ήμασταν απ’ το Γιδά και φύγαμε μετά εμείς και τα δυο ξαδέρφια κι οι μανάδες μας στο Λιτόχωρο. Μια φορά πήγαμε, δεν ξαναπήγαμε. Οι μανάδες φρίξανε. Δεν μπορούσαν να μας μαζέψουνε. Ήμασταν τέσσερα αγρίμια που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήμασταν για δέσιμο. Δηλαδή, αχαλίνωτοι. Εμείς περάσαμε καταπληκτικά τα παιδιά. Το θυμόμαστε ακόμα και τώρα και γελάμε με τα ξαδέρφια μου. Αλλά, οι μανάδες μας είπαν: «Ποτέ ξανά μαζί». Μέναμε σ’ ένα σπίτι και εγώ δεν ξέρω πού, μέσα κάπου στο Λιτόχωρο. Αναγκαζόμασταν, επειδή οι γονείς μας, οι πατεράδες μας, ο πατέρας μου κι ο θειος μου… Μας πήγαν εκεί, αλλά γύρισαν πίσω στις δουλειές τους. Και ερχότανε… Ο πατέρας μου ερχότανε, ξέρω ‘γω, μέρα παρά μέρα το απόγευμα, το βραδάκι και ξαναέφευγε την άλλη μέρα. Αλλά, οι μανάδες μας έπρεπε να είναι εκεί, να μας φορτώνουν στο ΚΤΕΛ για να μας κατεβάσουν κάτω εκεί που κάνουν μπάνιο, στην Πλάκα, στο… Δεν ξέρω πού κάναμε τότε μπάνιο, να γυρίσουμε πίσω και μετά να μας πλύνουνε. Το σπίτι δεν είχε μπάνιο. Είχε πλυσταριό απέναντι και μας πλέναν εκεί. Και… τέλος πάντων. Αυτές ήτανε… Αλλά, εμείς τις θυμόμαστε. Μετά πήγαμε πρώτη φορά Καλλικράτεια. Πήγαμε δυο-τρεις φορές, δυο-τρεις φορές στην Καλλικράτεια. Εκεί, εντάξει, καλά ήτανε. Τότε η Καλλικράτεια κι η θάλασσα ήταν πιο καθαρή. Θυμάμαι κ-άναμε κάτι ψαρέματα. Δηλαδή, ψαρέματα βρίσκαμε… Ο πατέρας μου δεν έκανε… Δεν ήτανε σε τίποτα, έτσι, πολύ expert. Αλλά, φρόντισε να μας βάζει πράγματα συνέχεια και μένα και τον αδερφό μου να κάνουμε. Δηλαδή, τι έγινε; Ψάρεμα. Δεν ήξερε να ψαρεύει ο πατέρας. Αλλά, βρήκε έναν βαρκάρη εκεί. Του λέει: «Ρε συ, να μας πας, να πας και τα παιδιά να τα μάθουμε λίγο ψάρεμα». Μας έβαζε μέσα σε μια βάρκα ο πατέρας μου, ο βαρκάρης. Πηγαίναμε και κάναμε. Ή γενικά και μπάλα, ας πούμε, μας… Μας έσπρωχνε στον αθλητισμό, στο μπάσκετ εμένα και τον αδερφό μου, αλλά χωρίς να είναι ο ίδιος, έτσι, αθλητικός τύπος. Τέλος πάντων, στην Καλλικράτεια περάσαμε καλά. Τελευταία φορά που πήγαμε Καλλικράτεια γυρίσαμε και μείναμε Θεσσαλονίκη πια. Ήταν η μετεγκατάστασή μας στη Θεσσαλονίκη. Από ‘κει και μετά περάσαμε μερικά εκπληκτικά καλοκαίρια στην Περαία. Πήραμε ένα σπιτάκι στο Φάληρο. Φάληρο είναι μεταξύ Περαίας και Μπαχτσέ. Είναι η Περαία, ο Μπαχτσές, στη μέση υπήρχε μια περιοχή που λεγόταν Φάληρο. Εκεί, λοιπόν, πήραμε ένα σπιτάκι. Τα σπίτια στην Περαία τότε ήτανε… Αυτά που ήτανε, έτσι, στη θάλασσα ήταν όλα τριώροφα διαμερίσματα και γύρω στα δυο δωμάτια, ένα σαλόνι… Μικρά διαμερισματάκια. Μια χαρά. Με σκάλα ανεβοκατεβαίναμε μέχρι τον τρίτο όροφο, αλλά όλοι, κι οι γονείς μας που ‘ταν πιο μεγάλοι. Κανένας δεν βαρυγκωμούσε. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Ήταν τα χρόνια, τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου… Ναι, τα γυμνασιακά χρόνια. Παρέες, μπάλα στην Κάβα —Κάβα είναι έξω απ’ την Περαία, πίσω απ’ τις εγκαταστάσεις της… ήταν αμερικάνικος ραδιοφωνικός σταθμός, κάτι ήταν εκεί. Και πίσω είχε ένα τεράστιο λιβάδι που εκεί πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα. Αυτή ήταν τα επίσημα, τα άλλα τα κάναμε στη γειτονιά εκεί, στους δρόμους. Πολλούς κινηματογράφους θερινούς, τέσσερις, που εκεί έτυχε επίσης αυτός που είχε τους δύο να είναι φίλος του πατέρα μου. Τελικά, ο κινηματογράφος έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Έχω φάει πολλές ώρες μες στο σινεμά. Και για αυτό τον αγάπησα και τον αγαπάω ακόμα. Τέλος πάντων, η Περαία ήταν πάρα πολύ ωραία. Περάσαμε μέχρι που έφυγε λίγο απ’ τη μόδα η Περαία και έγινε της μόδας η Χαλκιδική. Τότε ο πατέρας μου είχε πιαστεί κιόλας λιγάκι. Είχε, ξέρω ‘γω, την οικονομική άνεση κι έκανε ένα ωραίο σπίτι στην Κρυοπηγή. Εκεί, λοιπόν, πρώτη φορά πήγαμε τη χρονιά των σεισμών. Και μάλιστα λόγω της… Επειδή ήταν… Πόλης είχε γίνει το σπίτι… Είχαμε φιλοξενήσει… Μπορεί να ήμασταν και τριάντα άτομα στο σπίτι λόγω των σεισμών. Τέλος πάντων. Εκεί πέρασα μια άλλη, έτσι… Μεγάλα εκπληκτικά καλοκαίρια στη Χαλκιδική, στην Κρυοπηγή, που… Ξένοιαστα, ξένοιαστα. Φοιτητές κυρίως. Είχαμε κι αυτοκίνητο, οπότε μπορούσαμε να κινηθούμε, να πάμε για μπάνιο, να πάμε σε ταβέρνες, να πάμε σε ντισκοτέκ, να πάμε σε… Κι εγώ δεν ξέρω τι. Εκεί αρχίσαμε να ψαρεύουμε και ξανά πια με δικά μας μέσα. Εκεί αρχίσαμε και τις πρώτες, έτσι, παρέες με… Όχι εκεί, κι απ’ τη Χαλκιδική, ξες, με τα κορίτσια, με παρέες, με ιστορίες, με γέλιο και με δυσάρεστες καμιά φορά, έτσι… άσχημη εξέλιξη σε νεανικούς έρωτες. Τέλος πάντων, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, μέχρι που πια παντρεύτηκα και αρχίσαμε να κάνουμε διακοπές χωριστά με τους γονείς μου. Και μετά αρχίσαμε εγώ να… Θυμάμαι, μάλιστα, χαρακτηριστικά ότι πηγαίναμε και παντρεμένοι εκεί. Όταν πάμε με κάποιους φίλους μια εκδρομή και μου λένε: «Ρε συ Δημήτρη, εμείς αποφασίσαμε παρέα, θα πάρουμε κάτι σπιτάκια. Πουλάει κάποιος φίλος στο Μαρμαρά. Έχει κάνει μικρά σπίτια και πουλάει. Και θα πάμε εκεί. Δεν έρχεσαι;». «Ρε παιδιά», λέω εγώ, «έχω στην Κρυοπηγή. Έχουμε το σπίτι. Πού να πάω εγώ τώρα να… Αλλά, όταν πήγα και το είδα, τρελάθηκα. Λέω: «Ρε συ, εδώ είναι μια άλλη ιστορία. Εδώ θα είσαι με την παρέα. Εδώ θα είσαι με τους φίλους σου». Εκεί ήμουν με τον πατέρα μου, με τη μάνα μου, εντάξει, είχαν μεγαλώσει και αυτοί. Για να βρω παρέα να κάνω έπρεπε να φύγω από το σπίτι, να φωνάξω κόσμο. Εκεί πια ήταν μια κατάσταση… Εδώ που πήγαμε και είμαστε ακόμα έξω απ’ το Μαρμαρά, στον Τριπόταμο, ήταν μια άλλη κατάσταση με… Ένας οικισμός που απ’ τα πενήντα σπίτια οι είκοσι είναι φίλοι. Περνάμε αλλιώς. Και τα παιδιά μας τώρα μεγαλώσαν και γίνανε όπως ήμασταν εμείς την εποχή της Κρυοπηγής. Κάνουν παρέα τα παιδιά, κάνουμε παρέα εμείς. Ζούμε έναν άλλο… Πια έχουμε μετατεθεί εκεί. Το σπίτι στην Κρυοπηγή δεν το ‘χουμε πια. Το πουλήσαμε, γιατί η μάνα μου μόνη της τι να πάει να το κάνει; Το αφήσαμε εκείνο το σπίτι και εμείς πάμε στο Μαρμαρά. Η μητέρα μου, εντάξει, δεν… Ακόμα εδώ είναι. Αλλά, η ιστορία, η πρώτη ιστορία της Χαλκιδικής ήτανε υπέροχα. Της Κρυοπηγής ήτανε αξέχαστα καλοκαίρια.
Και τώρα φεύγοντας λίγο από το πολύ προσωπικό, πιστεύω έχει ενδιαφέρον να δούμε λίγο πως ήτανε και η Χαλκιδική τότε, προτού τουριστικοποιηθεί τόσο πολύ.
Μμμ, ναι. Λοιπόν, η πρώτη φορά που πήγα Χαλκιδική ήτανε η φορά που μου είπε ο πατέρας μου ότι δεν θα περάσουμε με το «σάλι». Δηλαδή, υπήρχε στην Ποτίδαια… Περνούσες απέναντι… Δεν είχε γίνει γέφυρα και περνούσες με το «σάλι». Το «σάλι» ήτανε μια σχέδια που έμπαινε το αυτοκίνητο πάνω και το τραβούσε και περνούσε. Εγώ δεν το πρόλαβα. Εγώ, λοιπόν, την πρώτη φορά που είδα Χαλκιδική ήτανε που ήθελε από τη Θεσσαλονίκη για να πας στο Παλιούρι έξι ώρες. Ήτανε στενοί δρόμοι. Περνούσες μέσα από χωριά. Ήτανε, όμως, η φύση της απίστευτη. Αυτό που λένε ότι το δεύτερο πόδι είναι πιο ωραίο από το πρώτο, δεν είμαι σίγουρος. Το πρώτο ήταν πολύ ωραίο πόδι. Απλώς χάλασε τώρα, δηλαδή χάλασε με την υπερδόμησή του. Ήταν εκπληκτικό το πρώτο. Είχε υπέροχη φύση. Καλά, ντάξει, οι θάλασσες παντού είναι… έχει ωραίες η Χαλκιδική. Και ήτανε… Δεν υπήρχανε καταλύματα, δεν υπήρχαν ξενοδοχεία. Όταν χτίζαμε το σπίτι μέναμε… Εμείς τρώγαμε στον Κώστα, στα σουβλάκια, στην Κρυοπηγή κι από πάνω είχε η κυρά Πανάγια, η μητέρα τους, δωμάτια και μέναμε. Η Χαλκιδική ήτανε λίγο πρωτόγονη και όχι μόνο στη φύση που ήτανε ωραία, αλλά ήταν και οι άνθρωποί της. Τώρα, αυτό που λένε ότι οι Χαλκιδικιώτες ήτανε περίεργοι και λίγο δύστροποι δεν είναι και πολύ ψέμα. Ο πατέρας μου, που είναι Χαλκιδικιώτης, λέει «Εγώ είμαι απ’ τα βόρεια», για να διαχωρίσει τη θέση του. Δηλαδή ήτανε, ήταν κι οι Χαλκιδικιώτες λίγο ανάποδοι. Ήτανε… Δεν… Εντάξει, δεν περίμενες από εκείνη την εποχή να πιάσουν το νόημα της φιλοξενίας και να είναι έτσι και αλλιώς. Αλλά, γενικά σαν άνθρωποι δεν ήταν τόσο εύκολοι. Ντάξει, με τον καιρό τώρα αλλάξαν τα πράγματα. Αλλά, τότε ήτανε… Υπήρχε αυτή λίγο καχυποψία, λίγο πονηράδα και λίγο… Θυμάμαι ότι για να ψωνίσεις στο σούπερ μάρκετ… Ήταν δυο στην Κρυοπηγή. Άμα πήγαινες στον έναν σε κοιτούσε με μισό μάτι ο άλλος. Πήγαινες στον άλλον… Ε, έπρεπε να κάνεις και λίγο πολιτική, να πας και στον έναν, να πας και στον άλλον. «Και γιατί πήγες από αυτόν;», «Και γιατί έκανες εκείνο;». [00:50:00]Αλλά, ήτανε πανέμορφη και είναι όμορφη ακόμα, ντάξει, παρόλο που έχει φορτωθεί. Έχει, ακόμα ακόμα και τώρα έχει παρθένα μέρη —παρθένα. Παρθένα δεν έχει, αλλά, τέλος πάντων, έχει μέρη όμορφα που έχουν κρατήσει κάτι από… Όχι, όμως, αυτό που ήταν τότε. Θυμάμαι τότε εμείς πηγαίναμε για μπάνιο στο Γλαρόκαβο. Ο Γλαρόκαβος ήτανε μια αχανής παραλία όπου το μόνο που έβρισκες ήτανε αν ερχόταν κανένας Γερμανός με το αυτοκινούμενό του, ξέρω ‘γω, κάτι τέτοιο. Τώρα είναι γεμάτο beach bar και τέτοια. Κι ο Γλαρόκαβος, τώρα, σημειωτέον δεν είναι κι η καλύτερη θάλασσα, η περιοχή του πρώτου ποδιού. Υπήρχανε μέρη και πανέμορφα. Υπήρχε… Καταρχήν, υπάρχει μια άλλη ορεινή Χαλκιδική που λίγοι την ξέρουνε και είναι υπέροχη, είτε αυτή είναι στο Χολομώντα ή ακόμα είναι και πάνω από ‘κει, απ’ το Μαρμαρά, ο Παρθενώνας και αυτά. Είναι όμορφα μέρη, όμορφα βουνά. Καταπράσινα την άνοιξη, ωραία χρώματα το φθινόπωρο, που θα μπορούσε ακόμα και να αξιοποιηθεί η Χαλκιδική όχι μόνο σαν θερινός, καλοκαιρινός, τουρισμός, αλλά και σαν να χειμερινός. Η Χαλκιδική τότε ήτανε εντελώς διαφορετική. Δηλαδή, δεν γίνεται κάτι γνωστό και όμορφο τυχαία. Η Χαλκιδική ήταν όμορφη, ήτανε κούκλα. Ήτανε κούκλα κι ας αργούσαμε να πάμε, γιατί οι δρόμοι δεν ήτανε καλοί. Τώρα αργούμε να πάμε και να γυρίσουμε γιατί υπάρχει μποτιλιάρισμα. Αλλά, τέλος πάντων, η Χαλκιδική με τους Θεσσαλονικιούς έχει δεθεί, έτσι; Είναι… Έχει ενοποιηθεί. Θεωρείται προάστιο της Θεσσαλονίκης πια για τους περισσότερους. Και ξεκινάει από ‘δω, από κοντά, από τα πρώτα χωριά, την Καλλικράτεια, και πάει μέχρι κάτω, μέχρι το Παλιούρι και μέχρι τη Σάρτη και μέχρι την Ουρανούπολη. Όλα αυτά ο Θεσσαλονικιός τα αισθάνεται δικά του μέρη. Άσχετο καμιά φορά αν οι Χαλκιδικιώτες μάς βλέπουν σαν δικούς τους ανθρώπους και μας αντιμετωπίζουν λίγο περίεργα.
Δηλώσεις, δηλώσεις εδώ! Χε χε χε. Και για να έρθουμε λίγο και στην εφηβεία σας, νομίζω θα αρχίσαν τότε και τα πρώτα ενδιαφέροντα για τον κινηματογράφο που μας είπατε, μουσική, βιβλία.
Ναι. Ναι. Ο κινηματογράφος ήτανε… Ήταν, είναι και θα είναι, νομίζω, παντοτινή μου αγάπη. Δηλαδή, χωρίς να είμαι κανένας σινεφίλ που μπορώ να σήμερα να σου πω, έτσι, για τον Μπέργκμαν ή για τον έναν, για τον άλλον. Καταρχήν, έβλεπα κυρίως εμπορικό κινηματογράφο. Αλλά, παρόλα αυτά, εντάξει, έχω κάνει και εργατοώρες στον Αίαντα και στον… Όλα τα ‘χω, όλα τα έχω κάνει. Όλα τα ‘χω περάσει. Λοιπόν, ξεκίνησε ο κινηματογράφος από πολύ, έτσι… Κλασικά, όπως ξεκινάει κάθε παιδί να δει από παιδικά, ταινίες, και έφτασε σε σημείο κάποτε φοιτητής, λίγο —τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου— να ‘χω πάει ακόμα και σε τρεις προβολές ημερησίως. Δηλαδή, 4:00-6:00, 6:00-8:00, 8:00-10:00, ξέρω ‘γω, ή τέλος πάντων με κάτι μισάωρα διαφορά. Τον αγάπησα. Και επειδή δεν έβρισκα πάντα και παρέα —δεν έχω πάει ποτέ μόνος μου σινεμά. Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα μόνος μου. Σιχαίνομαι τη μοναξιά. Δηλαδή, δεν μπορώ να… Όπου και να πήγαινα ήθελα παρέα. Αλλά, δεν ήταν σταθερή, έτσι; Γιατί, δεν μ’ ακολουθούσαν όλοι. Πάντως πήγαινα μια με τον έναν, μια με τον άλλον, μια με τον… Παρέες και φίλους πολλούς πάντα. Τα βιβλία: τα βιβλία πάλι ο πατέρας μου τα ‘φερνε. Ερχότανε και… Όχι «Πάρε διάβασε αυτό». Ακουμπούσε. Ακουμπούσε και ντρέπομαι να πω ότι το 80% —όχι το 80%—, το 70%, το 60% των βιβλίων τα έχω από τη βιβλιοθήκη εκείνη που τροφοδότησε, που έστησε ο πατέρας μου. Μετά παίρνω… Δεν διαβάζω… Ντάξει, μπήκανε και άλλα πράγματα στη μέση. Μπήκε το διαδίκτυο. Μπήκανε… Άλλος τρόπος να… Άλλες πολλές απασχολήσεις. Οπότε, δεν διαβάζω όπως διάβαζα. Το φόρτε μου ήταν τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Τότε διάβασα ό,τι διάβασα. Τότε αγάπησα τα βιβλία. Μάλιστα, είχαμε έναν φιλόλογο που μου ‘λεγε… Καταλάβαινε απ’ την έκθεση που του γραφα τι βιβλίο έχω διαβάσει. Το Δαρδιώτη. Μου ‘λεγε: «Αυτό», λέει, «είναι λίγο το Λάθος του Σαμαράκη και λίγο τα Μικροαστικά του Νεγρεπόντη». Ήταν εκείνη η εποχή της Μεταπολίτευσης. Ναι. Αυτά ήταν. Γενικά η εφηβεία είχε διάβασμα. Είχε διάβασμα, έτσι… Είχαμε το χρόνο να διαβάσουμε. Είχε σινεμά, είχε πολλή έξοδο… Πολλή έξοδο τώρα… Εφηβεία, τώρα, τι έξοδο να ‘χει; Αλλά, τέλος πάντων, είχε… Πηγαίναμε, να, ξέρω ‘γω, για κάνα μπιφτέκι στο «Tiffany’s», για καμιά πίτσα στο «Ciao». Μετά λίγο ντισκοτέκ αυτές της πόλης, που τότε ήτανε… Έχουμε πάει ντισκοτέκ και στις πέντε η ώρα, έτσι; Πέντε με εφτά το απόγευμα. Γιατί, ε, τότε μπορούσαν τα κορίτσια! Πήγαμε και πέντε με εφτά.
Προτού το κάνει μόδα ο κορωνοϊός αυτό.
Χε χε, προτού το κάνει μόδα, χε χε. Ναι, με τον ήλιο μπήκαμε, με τον ήλιο βγήκαμε. Ντάξει, και πάλι δεν ξενυχτούσαμε. Πηγαίναμε στη ντισκοτέκ. Τώρα, να μην πω τα ονόματα. Τα ξέρει όλος ο κόσμος.
Νομίζω πως καλό είναι να τα πείτε. Θα ‘ρθουμε και σε αυτό πιο μετά, αλλά…
Αα, να τα πω τώρα; Χα χα χα.
Άμα σας έρχονται.
Έρχονται! Τι; Αυτά δεν ξεχνιούνται ποτέ. Λοιπόν, ήτανε «Tiffany’s», «Griffin’s», «Calcana’s», «Pierro», «Studio 51», «Studio 54», «Regin», «Tottis Baby Club», o Τόττης πιο πέρα, έξω, στην —ήταν οι καλοκαιρινές—… «Amnesia», «Smeraldo», «Cocco’s», πιο πέρα στη στροφή της Επανομής. Μάλιστα, τότε υπήρχε κι ένας ψιλορατσισμός. Το πού πήγαινες χαρακτηριζόσουνα. Δηλαδή, αν πήγαινες, ας πούμε, στην «Panopticum» ήσουν λίγο πιο λαϊκός τύπος. Δηλαδή, μάλιστα, υποτιμητικά τη λέγανε Panogiftum, γιατί δεν μάζευε πολύ καλό κόσμο. Όπως επίσης… Και όλα αυτά είχαν ένα σημείο αναφοράς που εκεί αρχίζαν και τελειώναν τα πράγματα, που σήμερα δεν υπάρχει. Ήτανε το Μουταφάκι, γωνία Τσιμισκή με Παλαιών Πατρών, εκεί που ‘ναι το «Everest». Τότε ήταν Μουτάφη, ένα σαν το… Το λέγαμε Μουταφάκι. Όλα τα ραντεβού, ό,τι ξεκινούσε —όχι όλα, αλλά το 80%— ξεκινούσε και τελείωνε στο Μουταφάκι. Εκείνα τα κάγκελα γύρω-γύρω με το Μουταφάκι που είναι προς το δρόμο, τα προστατευτικά, αν είχανε στόμα να μιλήσουνε θα λέγαν τις μισές ιστορίες της Θεσσαλονίκης! Εκεί, από ‘κει ξεκινούσαμε, εκεί τελειώναμε Ήταν λίγο-πολύ το… Και για αυτό φαίνεται ότι τότε δεν μας λείπαν τα κινητά. Γιατί, αν χανόσουνα, εκεί θα βρισκόσουνα, οπότε… Είναι κι ένα σημείο συνάντησης. Και εκτός από αυτά μετά μπήκαν, άρχισαν να μπαίνουν και οι ταβέρνες. Ταβέρνες, φοιτητική ζωή, Κάστρα, Άνω Πόλη, Τούμπα. Δηλαδή, θυμάμαι το ουζερί του Ανάπηρου. Πιο κάτω, στην Παύλου Μελά, ήταν ο Αντώνης που είχε κάτι βαρέλια με… ο κυρ-Αντώνης με ρετσίνα και μέσα είχε γαλέο. Το μόνο που μαγείρευε ήταν γαλέος και φασόλια. Η «Δόμνα», ο «Χιώτης» στα Κάστρα, ο «Τζότζος», το «Σουέζ», που έπαιζε και μπουζούκι αυτός, το Κρητικός —ήταν, νομίζω, στην Τούμπα. Μαγαζιά φοιτητικά που πηγαίναμε με ρετσίνα με πιο έτσι, λίγο, να μην… Καθόλου κυριλέ. Καθόλου κυριλέ. Και ξενυχτούσαμε. Δηλαδή, εκεί πια τραβούσε. Και τραβούσε… Δεν θυμάμαι σε πολλά απ’ αυτά, ξέρεις, να τραγουδούσαμε ή να δημιουργούνταν, έτσι, κομπανίες. Αυτή ήταν μια άλλη ιστορία που ξεκίνησε μετά σε μαγαζιά με πρόγραμμα, είτε αυτές ήταν μπουάτ, είτε ήταν σκηνές ή μετά πιο αργότερα και πιο, έτσι, πίστες μεγάλες. Αλλά, ναι, ήτανε οι ταβέρνες και… Α, εδώ πρέπει να πω για μια ντισκοτέκ που για μας ήταν τουλάχιστον… Λίγοι την ξέρουν. Είναι ο «Βράχος». Ο «Βράχος», νομίζω, δουλεύει σαν ταβέρνα στην Κρήνη. Αλλά, για μας ήτανε… για την παρέα τη δικιά μας ήτανε... Ήταν ιστορική. Ήταν μια παρακμιακή ντισκοτέκ όπου δεν έλεγε τίποτε από διακόσμηση, άλλα έλεγε πολλά από θέση. Ήτανε ένας βράχος μες στη θάλασσα. Και αυτός που την είχε έμενε απέναντι και καμιά φορά δεν την άνοιγε κιόλας. Ήταν νωρίς. Πηγαίναμε παίρναμε τα κλειδιά, την ανοίγαμε εμείς. Ε, ποτά, τώρα, τι είχε, τι μουσική βάζαμε, τι κάναμε, τι δείχναμε εκεί μέσα λίγη σημασία έχουνε. Σημασία έχει ότι για ‘μας ήτανε… Ο «Βράχος» έμεινε… χαρακτήρισε την παρέα μας.
Νομίζω θα κάνουμε κατάλογο με τα μαγαζιά! Το «Tiffany’s», αυτό το μπιφτέκι, πρώτη φορά το ακούω. Ήτανε το «Goody's» πριν το «Goody's», ας πούμε;
Ναι. Ναι. Ήτανε… Έκανε… Το «Tiffany’s» έκανε μπιφτέκι γεμιστό… Το «Tiffany’s», καταρχήν, δεν υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια. Ήταν στην Ικτίνου. Ήταν, μάλιστα, το «Tiffany’s» το εστιατόριο πάνω και από κάτω ήτανε ντισκοτέκ «Tiffany’s». Στο εστιατόριο, λοιπόν, έκανε το μπιφτέκι το γεμιστό και τις πατάτες κομπλέ. Πατάτες κομπλέ ήταν τηγανητές πατάτες που έβαζε μία σως από πάνω —από μαγειρεμένο κρέας νομίζω πρέπει να ήτανε— και λίγο τυρί τριμμένο. Τώρα αυτό σήμερα άμα το ‘τρωγα, ντάξει, δεν ξέρω αν θα ήταν ό,τι πιο νόστιμο. Αλλά, για ‘μας τότε ήταν θεϊκό. Και έκανε, επίσης, και δύο πιάτα ακόμα. Νομίζω το ένα λεγότανε χανούμ μπουρέκ και το άλλο ρόλο, το οποίο ήτανε μικρά κομματάκια κρέας, το ρόλο όπως περίπου το ρολό με το αυγό στη μέση —δεν θυμάμαι αν είχε αυτό—, που ‘χε μικρά κομματάκια κρέας. Και έβγαινε σε ρόλο και έκοβε μερίδες. Και το χανούμ μπουρέκ πάλι ήταν το ίδιο πράγμα, πάλι μικρά κομματάκια κρέας και τυλιγμένα με φύλλο. Και ερχόταν και αυτό σε μερίδα. Αλλά, για μας τότε ήταν το μπιφτέκι το γεμιστό κι οι πατάτες κομπλέ. Και κόκα κόλα πίναμε τότε, πριν αρχίσουμε να πίνουμε τα… μπύρες ή κάτι τέτοιο. Ναι. Αυτό ήταν το «Tiffany’s». Και επίσης ιστορικά μαγαζιά ήταν η «Κληματαριά» με τον εκπληκτικό γύρο. Η «Κληματαριά» ξεκίνησε [01:00:00]—εγώ την πρόλαβα, δηλαδή. Δεν ξέρω αν ξεκίνησε. Φαντάζομαι ότι από ‘κει ξεκίνησε: Αγίας Σοφίας, λίγο κάτω απ’ την Τσιμισκή. Τώρα, βέβαια, έχει σηκωθεί πολυκατοικία εκεί. Εκεί ήταν ένα σπίτι, το μαγαζί, και έβγαζε και πίσω. Είχε κήπο και έβγαζε τραπέζια πίσω η «Κληματαριά». Μετά έφυγε και πήγε στην Παύλου Μελά. Τώρα δεν υπάρχει. Η «Κληματαριά» ήταν ένα μαγαζί, έτσι, ιστορικό. Διάφορα σαντουιτσάδικα: ο «Κόκορας» ή μετά ο «Κοσμάς» στην Παύλου Μελά. Αυτά ήταν σαντουιτσάδικα στα οποία θα πηγαίναμε πολύ συχνά μετά το φροντιστήριο. Γιατί, τότε υπήρχαν τα φροντιστήρια. Στην πέμπτη, έκτη Γυμνασίου πηγαίναμε και φροντιστήρια: στο Σύγχρονο, στο Βασιλειάδη, Φιλίππου, Ιατρικό. Πολλά φροντιστήρια κι όλα αυτά στο κέντρο. Και ήταν ωραίο όταν τελείωναν αυτά και έβγαινε όλος αυτός ο κόσμος, τα παιδιά, στους κεντρικούς δρόμους και λίγο, έτσι, να ξεδώσει, να ξελασκάρει. Γιατί, είχαμε άγχος, είχαμε άγχος λόγω των εξετάσεων. Ειδικά στην έκτη είχαμε άγχος. Και λίγο, έτσι, αυτό το να βγούμε, να ξεχαστούμε μεταξύ μας ώσπου να γυρίσουμε σπίτι, αυτή η μισή ωρίτσα… Και πάλι να γυρίσουμε για να διαβάσουμε. Ήταν και τα φροντιστήρια μια ιστορία.
Θυμάστε κι από αυτά, λοιπόν;
Ναι, ναι. Θυμάμαι. Μάλιστα, εγώ πήγα σε δύο. Και μετά με βάλανε —φαίνεται δεν ήμουν— να κάνω και ιδιαίτερα. Ναι, πήγα στου Φίλιππου και στο Σύγχρονο λίγο στην αρχή. Στου Φίλιππου μετά. Το κριτήριό μου ήταν να μην έχει μάθημα το Σάββατο. Αλλά, δεν υπήρχε κανένα. Και στο τέλος είπα, βρήκα χίλιες δικαιολογίες και άρχισα να κάνω… Τους έπεισα να κάνω στο σπίτι μαθήματα για να μπορώ να έχω τα… Δηλαδή, αν μου στερούσες το Σάββατο ήτανε το χειρότερό μου. Τα φροντιστήρια, βέβαια, δεν είχε καμιά σχέση με αυτά που είναι τώρα, έτσι; Καθόμασταν τρεις-τρεις στο θρανίο. Γεμάτες, μικρές αίθουσες γεμάτες στους ορόφους των πολυκατοικιών. Καθηγητές να μπαινοβγαίνουνε. Ονόματα μεγάλα τα οποία δεν λέγανε τίποτε, αλλά και ονόματα μεγάλα τα οποία είναι καταπληκτικοί καθηγητές. Καταπληκτικοί, οι οποίοι μετά κάνανε και καριέρα στο Πανεπιστήμιο. Σπουδαίοι επιστήμονες. Αλλά, θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί από κάποιους και μετά έμαθα ότι τίποτα. Ωραία σχήματα, ωραία γράμματα, δέκα ασκήσεις λυμένες και αυτό ήταν όλο. Ή έπειτα έβλεπες καμιά φορά την έλλειψη. Θυμάμαι αυτός που μας έκανε Έκθεση. Λέω: «Ρε ‘συ, αν γράψω εγώ αυτά που μου λέει αυτός, δεν πρόκειται να περάσω». Τώρα, τι μπορεί να πει ένα παιδί δεκαεφτά χρονών; Μπορεί να λέει τέτοια; Κι όμως, τελικά… Και αν κάτι ήταν το φόρτε μου, ήταν η Έκθεση. Γιατί —τώρα εδώ θα κάνω μια παρένθεση και θα πω—, τελικά έκανα φροντιστήριο και πέρασα στο Πολυτεχνείο, έτσι; Και θα πάω πίσω και θα πω τι ήθελα να γίνω: δεν ήθελα να γίνω πολιτικός μηχανικός. Ήθελα να γίνω καθηγητής. Ήθελα να γίνω καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, και μάλιστα φιλόλογος. Δεν έγινα; Δεν έγινα, γιατί —δεν ξέρω, θα ήταν κάτι… Θα ξέφευγα απ’ την πεπατημένη. Δεν ξέρω, υποτίθεται θα ‘πρεπε να κάνω κάτι πιο σαν επάγγελμα που θα μου φέρει ίσως και πιο πολλά χρήματα για να ζήσω. Έλεγες ότι ο καθηγητής δεν έχει αυτές τις προοπτικές. Δεν τις είχε; Τέλος πάντων. Πάντως αυτό ήθελα να γίνω.
Και υπάρχουν και άλλες δύο κατηγορίες μαγαζιών που τις έχετε περιδιαβεί, πιστεύω, που είναι οι μπουάτ που αναφέρατε και τα μπαρ γενικά. Και είναι και ίσως και οι πίστες, τα μπουζούκια.
Χε χε. Ναι, οι μπουάτ. Οι μπουάτ ξεκινήσανε… Εγώ πάλι, έτσι; Από τότε που τις θυμάμαι εγώ. Αλλά και λίγο-πολύ τότε ξεκίνησαν κιόλας. Είχε… Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν η πόλη των μπουάτ, έτσι; Κακά τα ψέματα. Η Αθήνα ήταν. Η Αθήνα είχε πολλές μπουάτ. Εδώ ερχότανε… Ήτανε στην Λώρη Μαργαρίτη, θυμάμαι, το «Λιόγερμα». Εκεί ήταν ο Λάκης ο Παππάς. Τον έχω δει δύο φορές, τρεις, τέσσερις; Μπορεί. Και μετά είδα κι άλλους: το Ζερβουδάκη. Ήτανε στην Δαγκλή «Κατμαντού». Ήταν… Εκεί είδα το Ζωγράφο. Ήτανε «Μπαρμπαρέλα», το «Μπαλκονάκι»… Ήταν τα «Δέκα Βήματα στην Άμμο», που γράψαν ιστορία με την κομπανία εκεί, που γινότανε προσκύνημα. Και ήταν και πολύ όμορφα. Ήτανε μια μπουάτ —μπουάτ… Ναι— που δεν ξέρω αν ήταν μπουάτ. Το θυμάμαι, όμως, γιατί εκεί γνώρισα —όχι γνώρισα— τη γυναίκα μου. Ήταν το δεύτερο ραντεβού με τη γυναίκα μου πριν ακόμα… Το »Ραντεβού» στη Μαρτίου, έτσι. Ένα μαγαζί με… σαν μπουάτ, με πρόγραμμα. Και μετά αρχίσαν από… οι μπουάτ πια δεν φτάνανε. Και αρχίσαν να δημιουργούνται κάποια, έτσι, λίγο πιο… μαγαζιά, πιο μεγάλα. Όχι μεγάλα. Άλλου είδους μαγαζιά. Ήταν το «Ακρόαμα». Το «Ακρόαμα» ήταν η ιστορία… Έγραψαν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι και ακόμα με κάποιος προεκτάσεις το γράφει ακόμα ένα κομμάτι σε αυτού του είδους τη ζωή της πόλης. Το «Ακρόαμα» ξεκίνησε… Το ξεκίνησε ο Δημήτρης ο Φίστας στην Αρετσού με τους συνεταίρους και συγγενείς του. Ένα μικρό μαγαζάκι ήταν όπου έπιασε φοβερά. Έπαιζε μουσική ζωντανή. Τραγουδούσε ο Δημήτρης τότε, ο… Δεν τα θυμάμαι τα ονόματα. Αλλά, για να βρεις τραπέζι έπρεπε να είσαι φίλος τους. Έπρεπε να είσαι… Δεν υπήρχε. Όχι σαββατοκύριακα, καθημερινές. Δικτυώθηκε πολύ —όχι δικτυώθηκε— επειδή ήταν Αρειανοί. Όλα τα πανηγύρια του Άρη γινόταν εκεί και ερχόταν όλοι αυτοί. Όσο ασχολιούνταν με τον Άρη ερχόταν εκεί. Η μουσική, όμως, που έπαιζε ήτανε —και αυτό ήταν το καλό—… Έπαιζε καλή μουσική και την έπαιζαν καλά. Δηλαδή, δεν παίζανε… Παίζανε… Τότε έγινε της μόδας η μουσική του κινηματογράφου, όλα αυτά τα τραγούδια του Πλέσσα, του Μαμαγκάκη από τις ταινίες με τη Βουγιουκλάκη, του Χατζιδάκι όλα τα τραγούδια με τις ταινίες αυτές. Τα παίζαν εκεί. Και δεν ήταν ποτέ… Δεν είχε ποτέ το νόημα της πίστας. Δεν είχε ποτέ ούτε πίστα να χορέψεις. Ήταν ένα πάλκο και τα τραπέζια απείχανε εκατοστά από το πάλκο και ήταν ο ένας πάνω στον άλλον και άκουγαν όλοι μουσική και τραγουδούσε όλο το μαγαζί και ήταν πολύ όμορφο. Αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Μετά μεγαλώσανε, κάναν διάφορα μαγαζιά με την ίδια ή με άλλο όνομα. Ήρθανε μέχρι εδώ που είναι ο «Ελλήσποντος». Πήγανε στο «Υφίσταμαι», που είναι κάπου στο IKEA κοντά. Κάναν ένα θερινό καταπληκτικό στη στροφή για Επανομή. Το «Κόκκινο Φιλί» μετά στο «Μύλο». Να πούμε εδώ για το «Μύλο», έτσι; Ο «Μύλος»… Μια άλλη εξίσου ή και μεγαλύτερη ιστορία είναι ο «Μύλος», που εκεί έχει πια πιο σύνθετο πράγμα, πιο μπλεγμένο με τα πολιτιστικά. Αυτό το πολιτιστικό κέντρο ήταν ο «Μύλος», ο οποίος είχε σκηνές μουσικές δυο —τρεις καμιά φορά. Είχε ουζερί, είχε καφέ. Γινότανε ωραία πράγματα, παραστάσεις. Απ’ τη σκηνή του «Μύλου» έχουν περάσει οι πάντες. Έχει περάσει όλη… Οι πάντες… Όχι οι πάντες. Πάλι, έντεχνο τραγούδι ή έντεχνες… ή, ξέρω ‘γω, παραστάσεις όπως ήταν οι Άγαμοι Θύτες. Τώρα… Όλοι: Αρβανιτάκη, Σαββόπουλος… Όλοι, όλοι, όλοι οι σπουδαίοι περάσαν απ’ το «Μύλο». Και είχε και τα γύρω-γύρω τα μπαράκια, το να πιεις, να τσιμπήσεις στο —πώς λεγόταν;— το «Πάρκο των Πριγκίπων», το ουζερί του. Ήτανε υπέροχη ιστορία ο «Μύλος». Και εκεί πάνω πατήσανε μετά και κάποια άλλα. Ήταν το «Chorus», έγινε το «Chorus» στην Ιασωνίδου, που ήταν ένα υπέροχο μαγαζί. Όταν ξεκίνησε έκανε μια μυθική παράσταση με την Πρωτοψάλτη. Πρωτοψάλτη-Μακεδόνας —δεν θυμάμαι. Αυτή έγινε δίσκος. Έγινε CD μάλλον, γιατί είχαν πια γίνει οι δίσκοι. Και ήτανε… Αυτή η παράσταση έμεινε ιστορική. Αλλά, και μετά από ‘κει ξεκίνησαν… Έφυγε η Πρωτοψάλτη. Το Chorus μάζεψε κόσμο, μάζευε κόσμο. Ήταν ωραίος χώρος. Από εκεί ξεκίνησε… Εγώ εδώ εκεί το Ρέμο πιτσιρικά. Δηλαδή, ο Ρέμος ο όποιος ήταν δεύτερο όνομα. Αλλά, από τότε είχε κάτι. Ήταν επικοινωνιακός, ήταν με το κοινό πάρα πολύ καλός. Από ‘κει έγινε γνωστός ο Ρέμος. Και το «Chorus» κράτησε κι αυτό αρκετά χρόνια. Ε, μετά διάφορες σκηνές, έτσι, από αυτές που κράτησαν —τώρα τελευταία, βέβαια, κράτησαν— και είχανε, έτσι, μια ποιότητα ήταν σκηνή του «Fix». Γιατί, στο «Fix», στα σφαγεία, είχε πολλά μαγαζιά, έτσι, πολλών ειδών μαγαζιά. Είχε και μπουζούκια-μπουζούκια, είχε και έντεχνο. Έντεχνη σκηνή ήτανε καλή. Και από ‘κει πέρασαν Μαχαιρίτσας, Τσακνής, o Σαββόπουλος, πάλι η Πρωτοψάλτη, η Γαλάνη. Όλοι. Υπέροχες, υπέροχες μουσικές παραστάσεις. Βέβαια, ντάξει, πια δεν ήτανε κάτω ο κόσμος. Είχε λίγο τη λογική του μπουζουκιού, του τραπεζιού του πολύ στριμωγμένου. Δεν ήταν όπως ήταν ο «Μύλος», όπως ήταν το «Ακρόαμα», που ήτανε… Δεν είχε τη λογική του μαγαζιού τόσο πολύ κάτω. Εκείνη την εποχή μετά κι ο «Μύλος» προς το τέλος την απέκτησε. Αυτά. Με το έντεχνο, με αυτού του είδους τη διασκέδαση κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Με του άλλου είδους τη διασκέδαση, μεγάλες πίστες, μπουζούκια κι αυτά, πάλι η Θεσσαλονίκη δεν ήτανε Αθήνα. Και εκεί δεν είμαι και πολύ καλός να τα πω, γιατί δεν… Δεν μου άρεσαν… Εμένα γενικά δωσ’ μου μουσική, δωσ’ μου πρόγραμμα, έτσι, live μουσική και μπορεί να ανεχτώ τα πάντα. Δηλαδή, έχω δει μεγάλες αηδίες, αλλά επειδή ήτανε live[01:10:00] πήγα να το δω. Δηλαδή όταν έχει μία live μουσική, ζωντανή μουσική, μια κομπανία, ένα σχήμα να παίζει μουσική, μου φτιάχνει τη διάθεση. Τέτοια μαγαζιά κυρίως ήτανε τρία, τέσσερα, πέντε, ξέρω ‘γω, μέσα στην πόλη τα οποία δεν… Η «Πρόζα», το «Αβαντάζ», το… Ποιο άλλο ήταν μες στην πόλη; Α, ήτανε δυτικά. Εκεί ήτανε μια άλλη κατηγορία, ήτανε hardcore καταστάσεις, far West: «Casbah», «Ζυγός». Αυτά ήτανε σκυλάδικα. Δηλαδή, ήταν πιο παρακμιακά. Διογένης απέναντι απ’ το σταθμό. Στο «Διογένη» υπήρχε κάποτε ένα σχήμα καταπληκτικό με τη Δήμητρα την Παπίου όταν τραγουδούσε το Αυτή η Νύχτα Μένει. Έπαιζε… Δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Τέλος πάντων, θυμάμαι ήταν ένα πολύ καλό σχήμα. Και έλεγα… Και κυρίως αυτά τα μαγαζιά με πιο πολύ τη λογική του —μπουζούκια, δηλαδή—… ήταν το καλοκαίρι στην περιοχή αεροδρομίου. Εκεί μαζευότανε. Εκείνη την εποχή μπορεί να είχε είκοσι μαγαζιά στην περιοχή αεροδρομίου —μπορεί να είναι και παραπάνω—, τα οποία ήταν κυρίως μπουζουξίδικα, ντισκοτέκ. Αυτά. Εκείνη την εποχή μπουζούκια, ντισκοτέκ. Μετά φύγαν τα μπουζούκια και γιναν όλα μπαρ, ντίσκο. Αλλά, τότε είχανε… Θυμάμαι μια φορά ήρθαν και με πήραν απ’ το σπίτι μου —και νιόπαντρος— και μου λέγαν: «Άντε, κατέβα». Δώδεκα… όχι. Ναι, δώδεκα η ώρα. Μου λέει: «Ε να», λέει, «πάμε να πιούμε ένα ποτό». Και πάμε. Γυρίσαμε εκείνο το βράδυ —ήταν καλοκαιράκι, ήμασταν πιτσιρικάδες— τέσσερα μαγαζιά, τέσσερα μπουζουξίδικα στο αεροδρόμιο. Φύγαμε απ’ τον ένα, πήγαμε απ’ το άλλο. Δεν κάτσαμε πουθενά ούτε… Όρθιοι ήμασταν. Αλλά, θυμάμαι, ρε συ, εκείνη την εποχή για να μπορείς να δεις τέσσερα μαγαζιά —και δεν ήταν μόνο αυτά. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι απ’ όσα πήγαμε… Ξεκινήσαμε απ’ το «Ακρόαμα», γυρίσαμε τρία άλλα τα οποία δεν είχανε δουλειά και ξανά πήγαμε στο «Ακρόαμα». Τα άλλα είχανε δουλειά τα Σάββατα και φέρναν μεγάλα ονόματα και είχανε δουλειά. τα Σάββατα. Αλλά, τότε δουλεύαν όλες τις μέρες, έτσι; Πιθανόν να μην είχαν ούτε τη Δευτέρα ρεπό τα περισσότερα. Δουλεύαν εφτά μέρες τη βδομάδα. Και γενικά η περιοχή του αεροδρομίου γνώρισε μεγάλη άνθηση εκείνη την εποχή. Γύρω-γύρω ήτανε όλο νυχτερινά μαγαζιά. Τώρα είναι όλο χώροι στάθμευσης για αυτοκίνητα που πάνε στο αεροδρόμιο.
Ναι. Να πούμε δυο λόγια και για την Ξάνθη;
Μμμ, Ξάνθη. Η Ξάνθη ήτανε κρυμμένο διαμάντι. Δηλαδή, όταν πήγαινα… Πήγα στην Ξάνθη. Την ημέρα που πήγα, πήγα περίπου με τα συναισθήματα που έφευγα, γυρνούσα από τη Χαλκιδική και θα γυρνούσα στη Θεσσαλονίκη και δεν θα πήγαινα στο Γιδά. Με τα ίδια συναισθήματα εγώ στην πίσω θέση αυτοκινήτου —ο πατέρας μου κι η μητέρα μου μπροστά— να πάμε στην Ξάνθη, να βρούμε πού θα πάω, τι θα κάνω, σπίτι να μείνω. Κι εγώ, λέω, ρε συ: «Εγώ είμαι καλά εδώ στη Θεσσαλονίκη. Περνάω καλά. Έχω τους φίλους μου, έχω τις παρέες μου. Ξέρω πού θα πάω. Εκεί πού θα πάω;». Αλλά, αυτό κράτησε μόνο μέχρι τη διαδρομή. Μετά είδα εκεί ότι όλοι ήταν σαν εμένα. Γιατί, Ξάνθη ήρθανε παιδιά από όλη την Ελλάδα. Δεν είχε… Οι ντόπιοι φοιτητές να ‘τανε πέντε, δέκα. Όλοι ήμασταν ξένοι σε ξένο τόπο. Οπότε, εγκλιματιστήκαμε. Κι η Ξάνθη είχε να μας προσφέρει πολλά. Γιατί, η Ξάνθη, η μισή Ξάνθη είναι υπέροχη πόλη. Η παλιά η Ξάνθη είναι πανέμορφη πόλη. Κι η άλλη μισή ήτανε βολική για ‘μας. Δηλαδή, είχε να μας δώσει αυτά που θέλαμε. Το πανεπιστήμιο ήτανε μια, έτσι, λίγο οικογενειακή υπόθεση. Αλλά, ειλικρινά αυτό που σκεφτόμαστε τώρα από τα τότε χρόνια το πανεπιστήμιο δεν είναι το κύριο κομμάτι. Εντάξει, έχουμε αναμνήσεις από αμφιθέατρα, από τάξεις, από εξετάσεις οι οποίες πιο πολύ έχουν να κάνουν με πλάκα και με ιστορίες που συνέβησαν. Και πιο πολύ θυμόμαστε άλλα πράγματα. Θυμόμαστε το πώς πηγαίναμε στα γύρω γήπεδα και παίζαμε μπάλα τα απογεύματα με τις ομάδες απ’ τα χωριά, ας πούμε, ξέρω ‘γω. Δηλαδή, όχι… Πηγαίναμε εμείς, μαζευόμασταν καμιά δεκαριά, ερχόταν και τα παιδιά —η ομάδα είχανε προπόνηση του χωριού. Παίζαμε μπάλα εκεί. Είχε όμορφα μαγαζιά, έτσι, ταβερνάκια… Πάλι πολύ σινεμά στην Ξάνθη. Ήταν διασκέδαση ο κινηματογράφος. Και εκεί ήταν και μια διασκέδαση, τα… Είχε κάτι —εκεί ήταν εντελώς σκυλάδικα τα μπουζούκια. Ήτανε στο δρόμο έξω απ’ την Ξάνθη. Σταματούσαν κυρίως νταλίκες. Και πηγαίναμε, τώρα, εμείς φοιτητές… Τώρα, θα μου πεις, εμείς φοιτητές πού λεφτά για μπουζούκια; Δεν πληρώναμε, όμως. Ξέραν, μας ξέρανε. Δηλαδή, μας ξέραν… Ξέραν τι κάνουμε. Εμείς πηγαίναμε δεκαπέντε άτομα και παίρναμε ένα μπουκάλι. Δηλαδή, τώρα, τι να πιεις με δεκαπέντε άτομα; Αλλά, είχαμε από κάτω κρυμμένο ένα δεύτερο κι ένα τρίτο και νομίζαμε ότι το μαγαζί δεν καταλαβαίνει ότι εμείς βγάζουμε. Αλλά, σου λέει, άδειο είναι που είναι, ασ’ τους τώρα, φοιτητές είναι αυτοί. Δεν… Καθόμαστε σε μια γωνία εκεί πέρα. Βλέπαμε το πρόγραμμα, κάναμε λίγο χαβαλέ και μέχρι εκεί ήτανε η… Βέβαια, η Ξάνθη… Έχω, έτσι, μέσα μου ένα απωθημένο, ότι εγώ δεν ξαναπήγα στην Ξάνθη. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ξαναπήγα. Δηλαδή, από την ημέρα που πήρα το πτυχίο και έφυγα δεν έχω ξαναπάει στην Ξάνθη και αυτό μου στοιχίζει. Είπα πολλές φορές —τώρα έχουμε και φίλους στην Ξάνθη. Μέσω των Μέσων μαζικής δικτύωσης επικοινωνώ με παιδιά που έχουν μείνει στην Ξάνθη και θα ‘θελα να πάω να τους δω. Θα πάω να τους δω. Αλλά, έτσι, έχω ένα κακοψύχι που δεν έχω ξαναπάει στην Ξάνθη. Αλλά, ήταν όμορφο και μας άφησε, έτσι, μια… Βεβαια, εγώ ήμουν απ’ τους λίγους που έφευγα τα Σάββατα. Έφευγα τα Σάββατα γιατί καλή η Ξάνθη αλλά τη Θεσσαλονίκη δεν μπορούσα να την αποχωριστώ.
Να πάτε, λοιπόν. Έχοντας πάει κι εγώ πρόσφατα μπορώ να πω ότι έχει βελτιωθεί πάρα πολύ κιόλας και αξίζει.
Ναι.
Και μπαίνοντας, λοιπόν, τώρα σιγά-σιγά σε κάποια πιο επιμέρους για το Δημόκριτο, μας περιγράψετε το Δημόκριτο μέσα απ’ την πλευρά του πατέρα σας. Εσείς πώς τον βιώσατε, όμως; Εσείς τι αναμνήσεις είχατε απ’ αυτόν; Θέλετε να μας πείτε;
Απίθανες. Ναι, τον έζησα το Δημόκριτο και τον έζησα… Καταρχήν, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε κάθε μέρα μαζί του το διάστημα του Σεπτέμβρη. Σεπτέμβρης τι έγινε; Όχι το Σεπτέμβρη. Απ’ τα μέσα Αυγούστου μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου, δηλαδή το διάστημα που έχουμε τελειώσει τις διακοπές λίγο-πολύ, έχουμε έρθει στη Θεσσαλονίκη και δεν έχουν αρχίσει τα σχολεία. Ήταν η περίοδος των εγγραφών. Και ήμουνα και μικρός, τις πρώτες χρονιές. Και πήγαινα στο σχολείο. Μ’ έπαιρνε μαζί του, γιατί κι εγώ ήθελα να πάω και ήμουνα το παιδί για όλες τις δουλειές. Δηλαδή, γινόταν οι εγγραφές, ερχότανε κόσμος, ανέβαινε, κατέβαινε στο παλιό το κτίριο, αυτό το υπέροχο κτίριο του Δελασάλ. Ανέβαινε, κατέβαινε κόσμος. Εγώ καθόμουνα εκεί και χάζευα και έλεγα… Έβλεπα πώς ερχόταν οι παλιοί, πώς ερχόταν οι καινούργιοι. Πήγαινα μες στα γραφεία, με στέλνανε για δουλειές. Αυτό το κτίριο, το παλιό του Δημόκριτου, το παλιό το Δελασάλ και το νυν κτίριο των διοικητικών δικαστηρίων, ήταν ένα υπέροχο κτίριο διατηρητέο, που είχε μια… Αυτό που εμένα με εντυπωσίαζε εκείνη την εποχή και έχει μείνει και είναι αναλλοίωτη και το ‘χουν εξωραΐσει και το ‘χουνε ήτανε μια φοβερή σκάλα με… διπλή σκάλα μέσα, που ήταν αρχοντική. Και, έτσι, αυτό το ανέβα-κατέβα αυτή τη σκάλα πάντα με συγκινούσε. Ακόμα θυμάμαι, έτσι, την κουπαστή την ξύλινη τη βαριά —σχεδόν τη χάιδευα κατεβαίνοντας— πόσο μου ‘χει μείνει. Και έπειτα έπαιξα και λίγο μπάσκετ εκεί. Δηλαδή, έκανε ο Δημόκριτος ομάδα. Όταν είχε την ομάδα εγώ πήγα και έπαιξα. Αλλά, έπαιξα λίγο. Έπαιξα παιδικό κυρίως και εφηβικό μόλις ξεκίνησα σταμάτησα, γιατί έπεσε με τις εξετάσεις του πανεπιστημίου και δεν είχα χρόνο για προπονήσεις. Δεν ήμουνα παιχταράς, έτσι; Ήμουνα, ντάξει, ένας μέτριος παίκτης εκείνης της εποχής. Αλλά, προπονήσεις πήγαινα, ας πούμε, με πολλή χαρά. Προπονήσεις κάναμε στο γήπεδο που είναι δίπλα, μεταξύ Δημοκρίτου και ΙΚΑ. Είχε ένα υπαίθριο γήπεδο εκεί. Και παιχνίδια παίζαμε σε διάφορα γήπεδα της πόλης. Παίξαμε και στο Παλαί ντε Σπορ μέσα. Παίζαμε στο ΒΑΟ πάνω, στις Συκιές, στο ανοιχτό —δεν υπήρχε κλειστό τότε. Παίζαμε στης ΧΑΝΘ το ανοιχτό —επίσης δεν υπήρχε κλειστό. Παίζαμε στης Καλαμαριάς, στου Απόλλωνα ένα ανοιχτό. Δίπλα απ’ το Παλαί ντε Σπορ είχανε κάνει ένα σαν μπαλόνι, νομίζω —πώς το λέγαν;—, Πολιδρόμ. Μέσα σ’ ένα μπαλόνι για να είναι σχεδόν κλειστό. Κι εκεί παίξαμε. Και θυμάμαι ότι έφευγα το πρωί —γιατί το παιδικό, τα παιχνίδια, ήταν οχτώ η ώρα το πρωί. Γινόταν ένα παιχνίδι οχτώ, ένα δέκα, ένα δώδεκα, ξέρω ‘γω. Μπορεί να χρειαζόταν να παίξουμε οχτώ η ώρα—, πήγαινα εγώ με το λεωφορείο και έβλεπα ότι όταν είχε αρχίσει το παιχνίδι τον πατέρα μου στην κερκίδα. Ερχόταν και μ’ έβλεπε. Και μ’ έβλεπε. Και μετά στο σπίτι μου ‘λεγε: «Όλο διαμαρτύρεσαι. Γιατί διαμαρτύρεται συνέχεια;». Λοιπόν, ναι. Αυτό ήταν το μπάσκετ όσο το ‘ζησα μέσα απ’ το Δημόκριτο. Αλλά, επίσης πέτυχα, ας πούμε, σε… Ερχόμουνα και στον αγιασμό στο Δημόκριτο, που γέμιζε. Δηλαδή, εκείνο το προαύλιο γέμιζε με χιλιάδες μαθητές. Κι ο πατέρας μου θεωρούσε ότι έπρεπε να τους μιλήσει κάθε φορά και μιλούσε, έβγαζε, ξες, και έλεγε στους μαθητές πέντε πράγματα. Όταν άνοιγε το οικοτροφείο μιλούσε στους γονείς για «τα παιδιά σας που μας τα εμπιστεύεστε». Τέτοια πράγματα. Ήτανε άσχημα… To μόνο άσχημο ήταν τη βραδιά του σεισμού, που εκεί ανησύχησα. Ανησύχησα[01:20:00] γιατί… όχι για το κτίριο που ‘ταν το δικό μας, το καινούργιο. Το παλιό, το κτίριο του Δελασάλ. Και όντως το κτίριο του Δελασάλ είχε υποστεί μεγάλες ζημιές με το σεισμό. Δεν ξαναλειτούργησε. Έκλεισε. Ήτανε κόκκινο —κόκκινο ή πορτοκαλί;. Κόκκινο ήτανε νομίζω στο σεισμό. Όχι κόκκινο. Πορτοκαλί. Τέλος πάντων, δεν ξανά… Μετά εκείνο το κτίριο πουλήθηκε. Το εγκαταλείψαμε, σαν Δημόκριτος το εγκατέλειψε. Γιατί δεν ήτανε βιώσιμο. Και μετά το αγόρασαν άλλοι. Το κρατήσανε, το πούλησανε στα δικαστήρια και το αναμορφώσανε και έγινε αυτό που έγινε σήμερα. Αλλά, θυμάμαι πόσο τον επηρέασε και ότι ο σεισμός χάλασε λίγο αυτήν τη ροή, την ομαλή ροή του πράγματος, και πια έπρεπε να το αφήσουμε εκείνο το κτίριο, γιατί δεν μπορούσε να στεγάσει προσωπικό.
Και πριν μπούμε λίγο στον αθλητισμό που έχει αναφερθεί ήδη πολλές φορές, αλλά νομίζω αξίζει λίγο να εστιάσουμε, είπατε πριν για τα πτυχία που έπαιρναν τα παιδιά απ’ το Δημόκριτο, ότι ήτανε πτυχία με αντίκρισμα.
Μμμμ.
Άρα, εσείς τι πιστεύετε ότι προσέφερε ο Δημόκριτος στην πόλη και στην οικονομια της πέρα απ’ αυτό;
Ναι… Δεν ξέρω αν το προσέφερε… Σίγουρα το προσέφερε ο Δημόκριτος, αλλά ήταν και το σύστημα τέτοιο που… Το σύστημα βοηθούσε την εκπαίδευση και η εκπαίδευση το σύστημα. Δηλαδή, τα παιδιά παίρνοντας… Ήτανε δύο κατηγορίες σπουδών: ήταν οι τεχνίτες και οι εργοδηγοί. Τεχνίτες πήγαιναν αυτοί που είχαν τελειώσει το Δημοτικό. Και οι δύο κατηγορίες —και εργοδηγοί ήταν αυτοί που έχουν τελειώσει το τριτάξιο Γυμνάσιο. Λοιπόν, η φοίτηση ήτανε διετής, εκτός αν πήγαινες νυχτερινός που ήταν τριετής. Δηλαδή, τι σημαίνει αυτό; Ότι αν πήγαινες νυχτερινός, ερχόσουν στο σχολείο μετά το απογευματάκι, έκανες λιγότερες ώρες και έκανες ένα χρόνο παραπάνω. Πολλοί το κάναν αυτό, γιατί το πρωί δουλεύανε. Eρχόταν και με τα μεροκάματα, με τα λεφτά που παίρναν σε δεκαπέντε, είκοσι μέρες ξοφλούσαν τα δίδακτρα μιας χρονιάς. Ήταν φθηνά τα δίδακτρα και ήταν και καλούτσικα τα μεροκάματα. Οπότε, συνέφερε σε πολλά παιδιά να δουλεύουνε το πρωί και να έρχονται το απόγευμα για σπουδές. Και παίρναν, λοιπόν, οι μηχανοτεχνίτες, οι οποίοι κατά 90% —να μην πω 90%, να πω 80%— συνεχίζανε. Και είχες δικαίωμα μετά από το πρώτο πτυχίο, που ‘τανε της κατωτέρας, να συνεχίσεις στο δεύτερο, του εργοδηγού, που ‘ταν της μέσης εκπαίδευσης. Οπότε, συνεχίζαν και παίρναν και του εργοδηγού. Τώρα, όλοι αυτοί τι ήταν; Οι κλάδοι ήτανε… Ξέρω ‘γω, πόσοι ήταν; Είκοσι κλάδοι. Δηλαδή, ένας κλάδος ήτανε μηχανοτεχνίτες, ηλεκτροτεχνίτες, εργοδηγοί ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί. Ήταν μετά τα παραϊατρικά, βοηθοί χημικοί, βοηθοί μικροβιολόγοι, παρασκευαστές. Υπήρχανε τοπογράφοι, βοηθοί τοπογράφοι —πώς λεγόταν; — δομικών έργων. Πάρα πολλοί κλάδοι, πάρα πολλοί κλάδοι. Και όλα τα παιδιά που πήρανε τα πτυχία τους τότε με αυτό το πτυχίο ανοίξανε δουλειά, προσληφθήκαν στο Δημόσιο. Και αυτό που είχε ο Δημόκριτος και δεν είχε καμία άλλη σχολή στην Ελλάδα… Ντάξει, ο Δημόκριτος ήταν η μεγαλύτερη σχολή στην Ελλάδα, έτσι; Η μεγαλύτερη τεχνική σχολή στην Ελλάδα με διαφορά διπλάσια της προηγούμενης. Αυτό που είχε ο Δημόκριτος και δεν είχε καμία σχολή ήταν τα εργαστήρια. Δηλαδή, κάτω υπήρχανε διακόσιοι τόρνοι. Κάθε παιδί έχει έναν τόρνο μπροστά του. Στους ηλεκτρονικούς κάθε παιδί είχε μια τηλεόραση. Στους βοηθούς χημικούς, παντού. Ήτανε… Τα εργαστήριά του ήταν απίστευτα. Δεν υπήρχε τέτοια… Τέτοια πουθενά και… Καλά, σίγουρα όχι και στα Βαλκάνια. Δεν ξέρω τι γινόταν παραέξω. Τόσα εργαστήρια. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα παιδιά που βγαίναν έξω βρίσκαν εύκολα δουλειά. Θυμάμαι ότι είχαμε γραφείο ευρέσεως εργασίας το οποίο ποτέ δεν είχε… ή είχε πάντα ζήτηση, ερχότανε από εταιρείες, από δουλειές —γιατί θυμάμαι τον άνθρωπο που το κρατούσε. Και αυτό που έλεγα ότι πήγαινα και βοηθούσα, ήμουνα κοντά του. Είχε πάντα έναν κατάλογο τεράστιο με ανθρώπους να ζητάνε δουλειά και δεν έχει ανθρώπους να στείλει. Γιατί, όλοι ήτανε βολεμένοι. Όλα αυτά τα παιδιά δουλεύανε και δουλεύαν πολύ καλά. Τώρα, ντάξει, δεν τους έκανε… Τους βοήθησε, αλλά ήταν και το σύστημα τέτοιο. Ήταν κι οι συνθήκες τέτοιες. Είναι αυτό, που η τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα τελικά κάποια στιγμή έχασε το δρόμο της και χάθηκαν πολλά πράγματα. Χάθηκαν πολλά πράγματα. Δηλαδή, αυτή η μανία του να γίνουν όλοι απόφοιτοι Πανεπιστημίου, να πάρουν ένα πτυχίο Ανωτάτης, δεν βγήκε σε καλό. Εκεί ήτανε πολλή δουλειά… Βέβαια, ντάξει, ήταν κι άλλες οι συνθήκες. Τώρα, με τα σημερινά δεδομένα να κρίνουμε καταστάσεις πριν από τριάντα, σαράντα χρόνια ή αντίθετα τι θα γινόταν αν συνεχιζόταν αυτό, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αλλά, ήταν μια εποχή χρυσή, με μηδέν ανεργία στους κλάδους αυτούς —μηδέν ανεργία—, με απίστευτη ζήτηση για δουλειά. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι τώρα… Ντάξει, δεν έγιναν… Αν και ξέρω ανθρώπους που τελείωσαν το Δημόκριτο και γίναν μεγάλοι και τρανοί, σπουδαίοι, έτσι; Γιατί κάναν πράγματα στη ζωή τους, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί… Αλλά, ήταν μια, νομίζω… Για τη Θεσσαλονίκη, για την εκπαίδευση και για το τι προσέφερε στη νεολαία εκείνης της εποχής νομίζω ότι ήτανε μοναδικός ο Δημόκριτος.
Και μπαίνουμε, λοιπόν, και στα αθλητικά.
Αχά.
Διάβασα σε μια ανάρτησή σας στα κοινωνικά δίκτυα ότι ο πρώτος αγώνας που είδατε ήταν σ’ ένα χορτιαριασμένο—
Όχι.
—Κλεάνθης Βικελίδης; Όχι;
Ε, χορταριασμένο. Σε ξερό ήταν!
Ξερό.
Λοιπόν, ναι. Είμαι Αρειανός. Η γυναίκα μου είναι Παοκτσού. Αλλά, πολύ.
Χα χα.
Πολύ, όμως. Όπως κι εγώ είμαι πολύ. Η κόρη μας, η οποία για κορίτσι ασχολείται πάρα πολύ με τον αθλητισμό, μα πάρα πολύ, γιατί μας έβλεπε ασχολιόμαστε εμείς. Δηλαδή, δεν ήμασταν… Η γυναίκα μου, η οικογένειά της, ο αδερφός της… Ο αδερφός έπαιζε μπάσκετ σαν και μένα. Δηλαδή, είναι πιο μεγάλος ο Γιώργος. Και τώρα στο πανεπιστήμιο που είναι καθηγητής ποτέ δεν άφησε τον αθλητισμό. Και μεγάλωσε μέσα σ’ ένα αθλητικό περιβάλλον ΠΑΟΚ. Εγώ ο πατέρας μου δεν ήτανε Άρης. Ήταν πάλι: «Διαλέξτε». Αλλά, έγινα Άρης. Ξέρω ‘γω; Παρέες, κακό… Έγινα Άρης. Αλλά, άρρωστος. Λοιπόν, η κόρη μας είδε αυτή την έντονη διαμάχη. Έγινε Παναθηναϊκός. Γιατί; «Δεν θέλω ούτε Άρης, ούτε ΠΑΟΚ. Θέλω να γίνω κάτι τρίτο». Ο Ηρακλής ήτανε ξάπλα. Έγινε Παναθηναϊκός. Παναθηναϊκός… Τέλος πάντων. Το πρώτο παιχνίδι που… Όταν ο πατέρας μου είδε ότι είμαι Άρης: «Πάμε στον Άρη». Πήγαμε στον Άρη. Ήταν… Πρώτο παιχνίδι ήταν Άρης-Εθνικός, 3-1. Το Κλεάνθης —Κλεάνθης… Δεν λεγόταν Κλεάνθης. Χαριλάου ήτανε— ήτανε… Το γήπεδο ήταν ξερό. Χορταριασμένη ήτανε η Θύρα 1, που δεν ήτανε… Θύρα 1, Θύρα 3 δεν υπήρχαν. Μόνο οι δύο κερκίδες οι απέναντι στις μεγάλες ακμές του γηπέδου. Στα πέταλα δεν υπήρχαν κερκίδες. Θύρα 3 νομίζω δεν υπήρχε τίποτα και η Θύρα 1 ήταν ένα ανάχωμα χορταριασμένο. Καθόταν ο κόσμος εκεί όρθιος σε μια κλίση, έτσι. Και εμείς καθόμασταν στη Θύρα 2, νομίζω, δηλαδή στην Παπαναστασίου. Και το πρώτο παιχνίδι ήταν αυτό. 3-1. Θυμάμαι. Θυμάμαι και σκηνές. Θυμάμαι πώς ο Χρηστίδης έβγαλε την μπάλα απ’ το δοκάρι σε μία κεφάλια. Κάτι θυμάμαι… Τον Σπυρίδωνα. Και μετά από ‘κει και πέρα πήγαινα. Πήγαινα πολύ συχνά. Καλά, μεγάλος πια, όταν απέκτησε… Άρχισα να πηγαίνω μόνος μου, πήγαινα κατά κόρον. Είχα διαρκείας στον Άρη είκοσι χρόνια. Τώρα, μετά τις… αυτά της ΄Β Εθνικής, μετά τα σταμάτησα. Τέλος πάντων, μεγάλωσα κι αρκετά. Σταμάτησα να πηγαίνω στο γήπεδο, αλλά παρακολουθώ σαν τρελός. Πήγαινα στο γήπεδο και μάλιστα, επειδή δεν… Άλλες φορές, ας πούμε, θυμάμαι έχουμε πάει με τον πατέρα να δούμε Άρης-ΠΑΟΚ και δεν μπορούσαμε… Φύγαμε, γυρίσαμε πίσω, γιατί δεν βρήκαμε εισιτήριο. Τότε δεν ήταν έτσι εύκολα η προπώληση και να ξέρεις. Πήγαμε, δεν υπήρχε τίποτα. Γυρίσαμε πίσω. Θυμάμαι μετά, λίγο πιο πιτσιρικάς, που πηγαίναμε πέντε ώρες πριν στο γήπεδο —πέντε;—, τέσσερις ώρες πριν στο γήπεδο για να βρούμε να κάτσουμε. Και καθόμασταν και περιμέναμε τέσσερις ώρες. Κι είχαμε μικρό τάβλι, ας πούμε, να περνάει η ώρα. Και το τάβλι το σιχαίνομαι. Αλλά τέλος πάντων, να περάσει η ώρα. Πού να περάσουν τόσες ώρες; Άλλες κι άλλες ήταν με πολλή ζέστη κι άλλες με κρύο. Έχω δει δύο ιστορικά παιχνίδια στη Θεσσαλονίκη. Έχω δει το Άρης-Chelsea 1-1, το πρώτο διεθνές παιχνίδι του Άρη που είδα στο Καυταντζόγλειο. Άρης-Chelsea 1-1. Θυμάμαι το πέναλτι που απέκρουσε ο Χρηστίδης. Και έχω δει —και αυτό που, έτσι, με στιγμάτισε ήταν το Milan-Leeds. Milan-Leeds. Ήτανε… Το πήρε η Milan. Ήταν τελικός Κυπέλλου Κυπελλούχων. Η Leeds μια εξαιρετική ομάδα. Η Milan επίσης καλή ομάδα, αλλά εκείνο το βράδυ η Leeds είχε πατήσει τη Milan. Κι ήταν διαιτητής ο Μίχας, ο οποίος λένε εκ των υστέρων ότι τα είχε... Τον είχαν υποσχεθεί ότι θα έχει μεγάλη εξέλιξη στην διαιτησία αν υποστηρίξει τη Milan. Και έκανε τα όργιά του. Δηλαδή, ήταν… Εκείνο το βράδυ οργίασε και έδωσε το κύπελλο… Έχει μείνει σαν μελανή στιγμή στην ιστορία του θεσμού εκείνη η βράδια, όπου έχει σφαγιάσει τη Leeds ο Μίχας και έχει δώσει το κύπελλο στη Milan. Και ένα γήπεδο μες στη βροχή να φωνάζει —που δεν ξέραμε τότε. Δεν είχαμε τηλεόραση να δούμε παιχνίδια. Δεν ξέραμε τώρα τι ακριβώς είναι η Leeds—, να φωνάζει όλο το γήπεδο «Leeds! Leeds! Leeds!» και να γιουχάρει τη Milan που έχει πάρει το κύπελλο. Kαι μέσα στη βροχή. Α, και το σημαντικότερο παιχνίδι που είδα ήταν τον τελικό του Κυπέλλου, τότε που ο Άρης πήρε το κύπελλο. Κέρδισε 1-0 τον ΠΑΟΚ. Θυμάμαι… Δεν θυμάμαι τόσο πολύ το γκολ [01:30:00]του Κωνσταντινίδη, όσο θυμάμαι το πέναλτι που έχασε ο Κούδας γιατί τον εκνεύρισε ο Σπυρίδωνας. Κέρδισε πέναλτι ο ΠΑΟΚ. Ανέλαβε να το χτυπήσει ο Κούδας. Και ο Σπυρίδωνας, γνωστός και μη εξαιρετέος, πέρασε τέσσερις φορές πάνω απ’ τη μπάλα. Την ώρα που πήγε να σουτάρει ο Κούδας κάτι δεν… Περνάει πάνω απ’ τη μπάλα ο Σπυρίδωνας. Τότε δεν ήτανε κόκκινες κάρτες και κίτρινες, δεν σε αποβάλανε τόσο εύκολα. Ε, του το ‘κανε κάνα δυο-τρεις φορές. Σούταρε ο Κούδας, έβγαλε τη μπάλα άουτ. Ναι. Είχε κερδίσει ο Άρης. Απλά τότε είχε και καλή ομάδα ο Άρης. Και μετά άρχισα να πηγαίνω πολύ συχνά στο γήπεδο. Όχι μόνο στο γήπεδο πηγαίναμε —που πηγαίναμε. Έκανα διάρκειας. Πηγαίναμε στον Άρη. Έζησα όλες τις καταστάσεις του Άρη από κοντά. Κάποια στιγμή μου ‘παν να ασχοληθώ και με τα διοικητικά. Τους είπα ότι εγώ δεν είμαι για τέτοια πράγματα. Είχα φίλους, δηλαδή, στη διοίκηση και… Παίρναμε διαρκείας εγώ κι ο αδερφός μου. Πηγαίναμε ανελλιπώς στα γήπεδα. Εκτός έδρας δεν πήγαινα. Δηλαδή, δεν ήμουν απ' αυτούς που θα πάνε και στα εκτός. Έχω πάει σε μερικά, αλλά όχι κάτι, έτσι, ιδιαίτερο. Πήγαινα… Πριν πω για το μπάσκετ, που ‘ναι μία άλλη ιστορία, επίσης στη Χαριλάου —μια και λέμε τώρα για τη Θεσσαλονίκη— εμείς κατεβαίναμε πολύ συχνά όταν πήγαινα στο Κολέγιο, κατεβαίναμε και… Το σχολείο είχε γήπεδο, αλλά το απόγευμα γινόταν όλοι οι αγώνες. Γινόταν εσωτερικά πρωταθλήματα και δεν βρίσκαμε να παίξουμε. Κι όταν θέλαμε να παίξουμε μπάλα καμιά φορά κατεβαίναμε με το λεωφορείο από το Ανατόλια κάτω στη Χαριλάου και δίπλα στο Κλεάνθης Βικελίδης το σημερινό, εκεί που είναι το πάρκο, ήταν το γήπεδο της ΑΕ Χαριλάου. Είναι ακριβώς έξω απ’ τη Θύρα 6, 7, ξέρω ‘γώ, πού είναι σήμερα πάρκο. Εκεί ήταν της ΑΕ Χαριλάου και παίζαμε μπάλα στο —ξερό ήταν. Παίζαμε μπάλα εκεί. Ή παίζαμε μπάλα, όταν πάλι ήτανε ελεύθερο, κάτω από το Κολέγιο. Εκεί πού είναι σήμερα το ACT ήταν το γήπεδο του Εθνικού Πυλαίας. Παίζαμε κι εκεί μπάλα. Ντάξει, εκείνη την εποχή η ζωή μας ήταν μια μπάλα, είτε ήτανε ποδοσφαίρου, ήταν του μπάσκετ —και του βόλεϊ. Και βόλεϊ πήγα να παίξω λίγο. Τώρα, εκτός απ’ το ποδόσφαιρο του Άρη υπήρχε και το μπάσκετ του Άρη που ήτανε… Ντάξει, εμείς ζήσαμε και την εποχή του [Νίκου] Γκάλη. Εγώ ήμουν μπασκετικός… Ήμουν κυρίως μπασκετικός. Και πήγαινα στο Παλαί ντε Σπορ. Πήγαινα στο Παλαί ντε Σπορ όταν γινόταν τα πρωταθλήματα τα εθνικά, της Ά Εθνικής, που είχε δύο παιχνίδια κάθε μέρα. Ερχόταν οι ομάδες των Αθηνών και παίζανε με τις ομάδες της Θεσσαλονίκης δύο παιχνίδια κάθε σαββατοκύριακο. Οπότε, πηγαίναμε μ’ ένα εισιτήριο και τα βλέπαμε. Δηλαδή, έχω δει όλους τους μεγάλους παίκτες του μπάσκετ στην προ-Γκάλη εποχή. Δηλαδή… Δεν έχω δει τον Κέφαλο του Παναθηναϊκού, που θεωρούνταν ένα πολύ μεγάλο —συγνώμη, τον Κολοκυθά —τον Κέφαλο τον έχω δει—, το Κολοκυθά που ήταν ίσως το μεγαλύτερο όνομα μετά το Γκάλη μπασκετμπολίστα. Άλλα, έχω δει όλους τους άλλους: τον Κέφαλο, το Χριστοφόρου της ΑΕΚ, τον Τρόντζο, καλά, του Ολυμπιακού τον Καστρινάκη, τον Διάκουλα, τον Μελίνι, τον Τσάνταλη. Τώρα απ’ τις άλλες ομάδες: της Σπόρτιγκ τον Ραφτόπουλο, το Σισμανίδη. Όλα αυτά ήταν τα μεγάλα ονόματα. Και εμείς εδώ του Άρη: ήταν ο Ιωαννίδης, ο Κατριός, ο Μπουσβάρος, στον ΠΑΟΚ ήταν ο Οικονόμου, ο Πολίτης, ο Μπάζιος. Στον Ηρακλή ήτανε ο —ποιος ήταν στον Ηρακλή; — ο Μπογατσιώτης. Τέλος πάντων, ξεκίνησα απ’ αυτά τα παιχνίδια, που πηγαίναμε, έτσι, παρέα, ανελλιπώς. Και μετά ήρθε η εποχή του Άρη. Στην αρχή πήγαινα… Πήγαμε να πάμε στο γήπεδο. Έπρεπε να πας στα μεγάλα τα ευρωπαϊκά τα ματς πάλι τρεις, τέσσερις ώρες νωρίτερα. Καθόσουν στη γωνία πάνω, αν έβρισκες θέση. Και λέω: «Ρε συ, δεν γίνεται. Θα πάρω ένα διαρκείας». Τα διαρκείας ήταν, όμως, πανάκριβα τότε. Τέλος πάντων, πήρα ένα και πήρα ένα δώρο για τη γυναίκα μου, με τη λογική ότι, ε ρε συ, θα την πείσω, ξέρεις, να ‘ρθει. Και ήτανε δώρο σε κάποια επέτειο, σε γιορτή, σε γενέθλια. Και ήταν και ακριβό και καλό δώρο. Τι μου είπε όταν το πήρε: «Μμ, καλά», λέει, «δωσ’ το. Ευχαριστώ. Ένα σκουλήκι λιγότερο στο γήπεδο». Ερχόταν στο γήπεδο και υποστήριζε τον ΠΑΟΚ. Δηλαδή, ξες, ήτανε με μία κριτική διάθεση να δει τον το ματς. Βρήκε και κάτι άλλους, έτσι, που ερχόταν με την ίδια λογική εκεί πέρα και μου κάνανε και… Είχα και αντιπολίτευση μέσα στο γήπεδο. Τέλος πάντων, ναι, ναι. Ωραίες, ωραίες αναμνήσεις. Λοιπόν, κι εκεί ξεκίνησε η ιστορία με το μπάσκετ του Άρη, που επίσης, εντάξει, ζήσαμε μεγάλες στιγμές. Και τότε δεν ήταν πια το μπάσκετ του Άρη. Ήταν το μπάσκετ —και δεν ήταν καν το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης— της Ελλάδος. Έτυχε να έχω κατέβει στην Αθήνα… Καλά, εντάξει, μιλούσαν όλοι… Τις Πέμπτες δεν έβγαινε ο κόσμος έξω για να δει το μπάσκετ, τα ευρωπαϊκά του Άρη. Τότε που οι τηλεφωνικές επικοινωνίες δεν ήταν τόσο καλές και οι συνακροάσεις ήτανε συχνές, έτυχε να είμαι στην Αθήνα και να πάω να πάρω. Σηκώνω τηλέφωνο και πέφτω σε συνακρόαση δύο Αθηναίων που μιλάνε. Και του λέει: «Τι θα κάνουμε σήμερα;», έλεγε ο ένας. «Τι σήμερα; Τι να κάνουμε σήμερα; Σήμερα έχει μπάσκετ ο Άρης ρε! Πού θα πάμε; Εδώ θα μείνουμε». Δηλαδή, θέλω να σου πω, άσχετοι Αθηναίοι θα καθόταν να δουν τον Άρη. Έτσι, λοιπόν, και… Ήτανε… Αυτά σε συνδυασμό και με αυτά που ακολουθούσανε μετά στο «Ακρόαμα», έτσι; Τελείωνε το παιχνίδι —ή και να μην τελειώσει το παιχνίδι—, η νίκη γιορταζόταν τρεις μέρες στο «Ακρόαμα». Ή ήττα ήτανε… Έπεφτε βαριά κατάθλιψη. Και σαν αποτέλεσμα όλου αυτού ήτανε να πάω και σε δύο Final Four: ένα στη Γάνδη και ένα στο Μόναχο για να δω το Final Four του Άρη, έτσι. Ατυχήσαμε, βέβαια, και στα δύο. Ντάξει, στο ένα κάναμε μία νίκη. Αλλά, ήταν μεγάλη αγάπη του να βλέπω. Και ακόμα βλέπω, βλέπω. Τώρα το μπάσκετ… Βλέπω πιο πολύ ποδόσφαιρο, αλλά… γιατί, το μπάσκετ είναι και σε λίγο άσχημη κατάσταση. Αλλά, πάντα θα είναι ο αθλητισμός μέσα. Ντάξει, κι ο αθλητισμός είναι και με τη Θεσσαλονίκη πολύ δεμένος και θεωρώ ότι εδώ τον βλέπουμε λίγο πιο —όχι, αγνά δεν τον βλέπουμε. Δεν υπάρχει κανένας που τον βλέπει αγνά— αντικειμενικά, όσο αντικειμενικά μπορεί να δει τα πράγματα κάποιος οπαδός, όπως οπαδός είμαι κι εγώ. Αλλά, λίγο-πολύ ξέρουμε τι βλέπουμε. Δηλαδή, ξέρουμε ότι αυτό είναι αυτό και έχει αυτές τις… Μέχρι εκεί φτάνει. Δεν πιστεύει κανένας ότι ο Άρης από τη μία μέρα στην άλλη μπορεί να πάει να σταθεί στα ευρωπαϊκά σαλόνια, πράγμα που συμβαίνει, ας πούμε, ίσως στην Αθήνα, που πιστεύουν ότι μπορούν να χτυπήσουνε στα ίσια όλες ομάδες της της Ευρώπης.
Η κόρη σας θα έχει πολλά να πει επ’ αυτού.
Όχι, η κόρη μου είναι ο πιο ωραίος οπαδός, φίλαθλος του κόσμου. Τώρα αυτό ακούστηκε πολύ… κάπως αυτό. Αλλά, είναι ένα εκπληκτικό πλάσμα. Όταν βλέπω μαζί της αγώνα δεν είναι… Ξέρει… Όχι… Καμιά φορά υπερεκτιμά τις δυνατότητες της ομάδας της, αλλά μέχρι εκεί. Δηλαδή, πιστεύει ότι αυτός ο νέος, ο πιτσιρικάς —γιατί, ο Παναθηναϊκός πέρσι βασίστηκε σε πιτσιρικάδες— που βλέπει πιστεύει ότι μπορεί να πάει και να σταθεί αύριο στην Μπαρτσελόνα. Αυτό είναι… Το βλέπει ρομαντικά. Δεν θα πει ποτέ τίποτε κακό εναντίον των παικτών. Δεν θα πει ποτέ τίποτε. Ντάξει, μπορεί τώρα να πειράζει, να την ενοχλούν αυτά που γίνονται στον Παναθηναϊκό, αλλά λίγη σημασία έχει. Τα βλέπει όλα ρομαντικά, τα βλέπει όλα υπέροχα. Καμιά φορά εγώ που, εντάξει… Μπορεί να ‘μαι Αρειανός, αλλά συμπαθώ τον Παναθηναϊκό, γιατί θέλω να είναι χαρούμενη η Μαρία. Θέλω να κερδίσει ο Παναθηναϊκός για να ‘ναι χαρούμενη Μαρία. Εκτός όταν παίζει με τον Άρη. Εκεί πια, ντάξει. Αλλά, τα βλέπει και… Το καλό για μένα είναι ότι έχω… Εντάξει, έχοντας ένα κορίτσι δεν περίμενα ότι θα ‘χω παρέα σ’ αυτά τα πράγματα. Κι όμως έχω. Και έχω πολύ καλή παρέα και το χαίρομαι πολύ γιατί ξέρει να βλέπει. Δεν είναι… Δηλαδή, έχουμε περάσει εδώ και πολλά χρόνια το τι είναι οφσάιντ. Τώρα ξέρουμε συστήματα, ξέρουμε να βλέπουμε, να εκτιμούμε άμυνες, να αξιολογούμε πράγματα, να βλέπουμε το… Ξέρει να βλέπει ένα παιχνίδι έτσι που μπορούμε να το δούμε άνετα και να κάνουμε και καλή κουβέντα πάνω σ’ αυτό που βλέπουμε.
Πέφτουν λίγο και τα στερεότυπα έτσι ίσως.
Αχά.
Αλλά και τις περιόδους που περιγράφετε εσείς τον αθλητισμό γενικά ρομαντικά δεν τον βλέπανε ο κόσμος;
Ναι. Ε, ναι, ναι. Καταρχήν… Ντάξει, τώρα να πούμε το κλασικό, έτσι, ότι τα παιχνίδια γινότανε με θεατές και του Άρη… Τα παιχνίδια Άρης-ΠΑΟΚ, ας πούμε, γινόταν με μισό-μισό γήπεδο και μάλιστα χωρίς διαχωριστικά. Ένα κάγκελο μάς χώριζε. Δεν είχε κενά στην κερκίδα. Και το γήπεδο ήτανε ασφυκτικά γεμάτο με μισούς Αρειανούς, μισούς Παοκτσήδες. Και αντεγκλήσεις υπήρχανε. Συνθήματα όσα θες. Μπορώ να πω ότι έπεφτε και ξύλο έξω στους δρόμους. Πριν, δηλαδή, αν τυχόν και οι μεν βρήκαν τους δε, ε δεν θα ανταλλάσσαν και χειραψίες. Αλλά, μέχρι εκεί. Δηλαδή, δεν ήτανε… Ήμασταν φανατισμένοι, αλλά δεν ήμασταν… Δεν μισούσαμε, ρε παιδί μου. Δεν ξέρω αν είναι αυτή η αιτία, το αν μισώ ή δεν μισώ, το να μην μπορώ να συνυπάρξω με κάποιον στην κερκίδα. Νομίζω ότι μπήκαν άλλα πράγματα μέσα. Μπήκαν… Ο τρόπος που ελέγχονται οι θύρες ή οι σύνδεσμοι των ομάδων. Από ‘κει ξεκινάει το κακό. Θυμάμαι το ματς που ο Άρης ήταν η αιτία του κακού. Υποβιβάστηκε πρώτη φορά με το… Ένα μάτς που διακόπηκε με τον Ηρακλή, που μπήκε ο κόσμος μέσα και διέκοψε το παιχνίδι. Εγώ που ήμουνα… Ντάξει, τρελάθηκα. Έφυγα. Έφυγα συγχυσμένος με αυτά που κάνανε οι οπαδοί μας. Γιατί, έβλεπα ότι το ματς είχε προοπτική. Μπορεί να να χάναμε, αλλά έτσι όπως πήγαινε —δεν ξέρω γιατί. Γιατί ο Ηρακλής δεν ήθελε να μας ρίξει ίσως. Το ματς… Δεν θα χάναμε. Αλλά, ήτανε… Κατάλαβα ότι αυτοί που μπήκαν μέσα θέλαν να μπούνε πριν αρχίσει το παιχνίδι. Σαφώς τότε ήτανε… Δεν ήταν αγγελούδια. Μπορώ να πω ότι σήμερα οι ποδοσφαιριστές είναι πιο επαγγελματίες, λιγότερο…[01:40:00] πιο προσεκτικοί απέναντι στους αντιπάλους τους. Τότε υπήρχαν δρεπάνια που τραβούσε γραμμή στο γήπεδο κάτω και του ‘λεγαν του επιθετικού: «Ή εσύ ή η μπάλα. Και οι δύο μαζί δεν περνάτε από ‘δω». Τώρα δεν είναι έτσι. Και μεταξύ τους βλέπω ότι οι παίκτες δεν έχουν να χωρίσουν πολλά πράγματα. Το πρόβλημα είναι το τι γίνεται έξω απ’ το γήπεδο. Τότε πιο πολύ ήταν μέσα στο γήπεδο το πρόβλημα, δηλαδή αν ο Σπυρίδωνας θα κρατήσει τον Κούδα ή αν ο Φουντουκίδης θα κλωτσήσει τον Αλεξίαδη. Δηλαδή, εκεί ήταν το θέμα. Τώρα δεν έχουν να χωρίσουν οι παίκτες μεταξύ τους. Έχουν να χωρίσουν άλλα πράγματα, γιατί πια είναι αυτό, ότι καταλάβαν ότι το ποδόσφαιρο δίνει δύναμη. Οι παράγοντες θέλουν να πάρουνε δύναμη από το ποδόσφαιρο, να ελέγξουν καταστάσεις, να προωθήσουνε δικά τους συμφέροντα και εκεί μπλέκεται όλη η ιστορία. Τότε σαφώς ήταν πιο απλά τα πράγματα.
Και σιγά-σιγά μπαίνοντας σε μία, έτσι, ενότητα πιο ρεζουμέ, να το πω έτσι, έχω σημειώσει κάποιες αναμνήσεις πιο ιστορικού χαρακτήρα, αν θέλετε να μας πείτε ό,τι θυμάστε.
Ναι.
Είναι συγκεκριμένες αυτές που έχω σημειώσει. Φυσικά και εσείς μπορείτε να…
Έχεις σημειώσει κάτι;
Ναι.
Ναι, α, για θύμισέ μου.
Το πρώτο είναι —ντάξει μας το περιγράψατε λίγο, τη μέρα που κηρύχθηκε βέβαια— για τη Δικτατορία. Πώς ήταν στο σπίτι, πώς ήταν στους δρόμους. Εσείς μεγαλώνατε…
Εγώ θυμάμαι τη σκηνή. Δηλαδή, βγαίνω και βγαίνουμε άλλοι να φωνάζουμε «Δεν έχουμε σχολείο!», και τον πατέρα μου από πάνω —γιατί πρέπει να ‘χε γυρίσει— να μου λέει, να μου κάνει το χέρι έτσι: «Ανέβα, ανέβα πάνω!». Δηλαδή, δεν ήταν εκείνο των προηγούμενων ημερών. Μου ‘κανε με το χέρι: «Ανέβα, ανέβα πάνω». Και από ‘κείνη τη μέρα που ξεκίνησε η Δικτατορία εγώ δεν αισθάνθηκα… Δεν είχα να εκφράσω κάτι για να αισθανθώ πίεση εγώ ο ίδιος. Αισθάνθηκα… Καταλάβαινα τα μισόλογα καμιά φορά. Ξες, κάνα κλείσιμο της πόρτας, να μην ακουστεί κάτι, να μην ειπωθεί κάτι. Μέχρι εκεί. Προς το τέλος, όμως, και όταν η Δικτατορία ήταν στο να πέσει και αρχίσαν τα γεγονότα και πριν φτάσουμε ακόμα στο Πολυτεχνείο, εκεί άρχισα πια… Δειλά-δειλά κατάλαβα ότι… Άκουγα την Deutsche Welle, άκουγα το… Έβλεπα και κάποιες εφημερίδες. Κάτι έφευγε, ξέφευγε κάτι, ας πούμε, στα περιοδικά, στις εφημερίδες. Έβλεπα κάποιες κινήσεις κι άρχισα να καταλαβαίνω. Εκεί πια, εντάξει, θυμάμαι, ας πούμε, τη βραδιά, τις μέρες του Πολυτεχνείου, τις σκηνές τις θυμάμαι ακόμα και τώρα. Δηλαδή, θυμάμαι τον πατέρα μου που καθόμασταν στην τέτοια, στο μπαλκόνι. Στο σπίτι ακούμε όλοι Deutsche Welle πια. Μάλιστα, η Deutsche Welle, εκτός του ότι λέει, περιγράφει γεγονότα λέει και για το… βάζει μουσική και βάζει του Θεοδωράκη το «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες». Εγώ ακούγοντας τους στίχους και βλέποντας τη μουσική, την ενορχήστρωση που είναι λίγο σπαρτιατική, λίγο σκληρή, νόμιζα ότι αυτό το τραγούδι γράφτηκε εκείνη τη μέρα, για το Πολυτεχνείο, ότι «πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες» είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και βλέπω ότι ο πατέρας μου έχει… Είναι σοκαρισμένος. Βγαίνει στο μπαλκόνι. Είναι σούρουπο και είναι, έτσι, λίγο… Δεν είναι καλά. Δηλαδή, είναι… Αισθάνεται άσχημα. Φαίνεται. Καταλαβαίνει ότι κάτι γίνεται. Βέβαια, τις επόμενες μέρες σιγά-σιγά, όταν είδε τις αλλαγές, μου λέει ότι αυτό κάπου θα βγάλει. Κάπου θα βγάλει. Και έβλεπε, δηλαδή, το φως στην άκρη του τούνελ. Και τη μέρα που έγινε η επιστράτευση με τα γεγονότα στην Κύπρο, εγώ φιλοξενούμουνα σ’ ένα φίλο μου, στο Βασίλη το Βασιλικό, στη Σίβηρη. Ο πατέρας μου ήταν στο Νεοχώρι. Εγώ ήμουνα με τον αδερφό μου κάτω. Και δεν ξέρω γιατί, το αυτοκίνητο… Δεν ήθελε να οδηγήσει βράδυ και ήρθε με ταξί και μας πήρε. Μας πήρε από ‘κει που… Γιατί, επιστράτευση. Όλος ο κόσμος ήθελε να μαζευτεί να… Μας πήρε από τη Σίβηρη. Ξαναγυρίσαμε εκεί. Πήραμε το αυτοκίνητο, γυρίσαμε Θεσσαλονίκη. Και στο δρόμο, μάλιστα, είχαμε μαζί μας, στο ταξί, ένα παιδί που εκείνη την εποχή τραγουδούσε στο «Περιβόλι του Ουρανού». Ήταν η πρώτη εποχή που ακουγότανε αντιστασιακά τραγούδια. Στην Αθήνα, στο «Περιβόλι του Ουρανού». Αλλά, πάλι να πω ότι εμείς στην ηλικία αυτήν… Εγώ τι έκανα; Εγώ μπήκα πριν τη Χούντα. Πέρασα τη Χούντα και τελείωσα το Λύκειο με Δημοκρατία. Την πέρασα, ας πούμε, τη Χούντα μίση στο Γυμνάσιο και μισή στο Λύκειο —στο Γυμνάσιο. Μισή στο Δημοτικό και, συγγνώμη, μισή στο Γυμνάσιο. Αλλά, μετά τη Μεταπολίτευση, τα πρώτα χρόνια είχαν κι αυτά ένα, έτσι, ενδιαφέρον. Θυμάμαι ότι περπατούσα στους δρόμους της πόλης… Τότε μεταξύ όλων των άλλων άρχισε και το μαθητικό συνδικαλιστικό κίνημα, αμέσως με τη Μεταπολίτευση. Δηλαδή, θυμάμαι ότι κάναμε συνεδριάσεις στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. Τώρα, αυτά κάποιος τα πατρονάριζε. Δηλαδή, εγώ πώς βρέθηκα, τώρα, σ’ ένα αμφιθέατρο; Τώρα δεν θυμάμαι, της Φυσικομαθηματικής ήταν; Ούτε σε οργάνωση ήμουνα, ούτε σε κάνα κόμμα ούτε τίποτε. Κάποιος προωθούσε κάποιες τέτοιου είδους εκδηλώσεις κι είχα πάει και κοιτούσα εκεί. Και μου ‘κανε εντύπωση: «Ρε συ», λέω, «αυτά, τώρα, παιδιά σαν και μένα… Τόσο μπασμένα; Ξέρουν όλα αυτά για την πολιτική, ότι εδώ πρέπει να οργανωθούμε, να κάνουμε, να ράνουμε;». Και αφού φεύγω από ‘κει, την άλλη μέρα περπατάω στην Τσιμισκή και με σταματάει ένας και μου λέει: «Εσύ δεν ήσουν χθες στο αμφιθέατρο;». Λέω εγώ: «Ναι». Γυρνάει ο άλλος, μου λέει: «Μην τα λες αυτά. Δεν κάνει». Λέω: «Γιατί;». «Δεν πρέπει να λες σε κανέναν που ήσουνα. Αυτά τα πράγματα…». Και μου ‘κανε εντύπωση, έτσι, όλο αυτό το περίεργο, έτσι, σκηνικό και πρωτόγνωρο της Μεταπολίτευσης. Όπως πρωτόγνωρο ήταν για μένα και μοναδικό η πρώτη φορά που και μοναδική που πήγα σε πορεία για το Πολυτεχνείο. Ήταν η πρώτη επέτειος και ξεκίνησα να πάω και όταν πήγα εκεί λέει ότι έπρεπε να ενταχθώ σ’ ένα μπλοκ. Δηλαδή, δεν μπορούσα ‘γω να… Κατάλαβα εγώ ότι θα γινόταν μια πορεία από την Καμάρα, ξέρω ‘γω, στο Πολυτεχνείο, κατάθεση στεφάνων. Ε, δεν ήταν έτσι, όμως. Έπρεπε να κάτσεις κάτω από ένα μπλοκ —που σημαίνει ότι εκεί υπάρχει το πανό του μπλοκ, το οποίο ήτανε του ΚΚΕ, του… Δεν ξέρω τι παρατάξεις υπήρχανε— να φωνάξεις τα αντίστοιχα συνθήματα ή να μην τα φωνάξεις. Τέλος πάντων, να είσαι δίπλα και να ακολουθείς με αυτό το μπλοκ συντεταγμένα μια πορεία για να πας στο Πολυτεχνείο. Έφυγα και δεν ξαναπήγα ποτέ. Αλλά… Εντάξει, έλεγε και ο… της Μεταπολίτευσης —ο Πορτοκάλογλου το λέει, ε; Ναι—χαμένη γενιά, καημένη γενιά. Αυτοί είμαστε. Η γενιά της Μεταπολίτευσης.
Πέρα από το κτίριο του Δημόκριτου, τώρα, για το σεισμό κάτι άλλο;
Ναι. Το βράδυ του σεισμού όλοι έχουν να πούνε πού ήταν και πού δεν ήταν. Εγώ ήμουν κάτω απ’ το σπίτι και χτυπούσα την ώρα του σεισμού το θυροτηλέφωνο. Και ξαφνικά χέρι, θυροτηλέφωνο, πόρτα κουνιούνται όλα μαζί! Ντάξει, επειδή ήμουν σ’ ένα ισόγειο, δεν αισθάνθηκα τόσο… Αλλά, αμέσως, βέβαια, τραβήχτηκα. Ευτυχώς απ’ το σπίτι απέναντι —αυτό που περιέγραψα πριν— ήτανε μια τεράστια αλάνα, που σήμερα είναι τα λυόμενα στην αρχή της Νέας Παραλίας. Ήταν μια τεράστια αλάνα που, ντάξει, πήγαμε προς τα εκεί. Κατέβηκε… Κι άρχισε να κατεβαίνει κόσμος. Κάποιοι, μάλιστα —μου ‘κανε εντύπωση— είχαν παρατήσει οικογένειες, είχαν παρατήσει παιδιά. Κατεβαίνανε αυτοί πρώτοι. Τους έλεγες: «Πού είναι»… Έλεγε η άλλη: «Πού είναι ρε η κόρη μας;». «Άσε με! Δεν ξέρω πού είναι!». Τέλος πάντων, σκηνές, έτσι, λιγάκι γραφικές αλλά και τραγικές ίσως. Ναι. Κατεβήκαμε εκεί και νομίζω ότι ανεβήκαν και πήραν κάποια πράγματα οι δικοί μου και θα πηγαίναμε… Τώρα, πήγαμε κατευθείαν Χαλκιδική ή πήγαμε Περαία; Και μάλιστα νομίζω έλειπε ο αδερφός μου και προσπαθούσαμε να τον βρούμε. Α, ναι ο αδερφός μου ήταν σ’ ένα φίλο του σ’ ένα άλλο σπίτι. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε και μας θυμάμαι σε διάφορες φάσεις της πόλης μποτιλιαρισμένους. Μια να πηγαίνουμε… Αα, ναι. Ήθελε να πάει προς το κέντρο να δει το σχολείο. Ήθελα να πάει να δει την κατάσταση του κτιρίου. Ναι, άρα μια φορά μάς θυμάμαι μποτιλιαρισμένους μπροστά απ’ τη ΧΑΝΘ μέσα στο αυτοκίνητο. Συγχρόνως ακούμε και ότι έπεσε η πολυκατοικία με τα θύματα αυτά και όλα. Τότε δεν υπήρχαν τόσοι τρόποι για να μάθεις τα τι γίνεται, αλλά ακούστηκε αυτό, ότι η πολυκατοικία… έπεσε μια πολυκατοικία στην πλατεία… Στην πλατεία…
Στην Ιπποδρομίου.
Ιπποδρομίου. Μπράβο. Ναι. Και μετά με θυμάμαι πάλι κάπου προς τη Γεωργική Σχολή πάλι μποτιλιαρισμένοι να φεύγουμε έξω απ’ την πόλη. Είδα κόσμος μαζεύτηκε πάρα πολύ στα πανεπιστήμια και μείναν εκεί —εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι μείναν εκεί μέρες, έτσι, με αντίσκηνα και με αυτά. Εμείς φύγαμε Χαλκιδική. Φύγαμε Χαλκιδική και φιλοξενήσαμε και κόσμο στη Χαλκιδική. Πολλοί. Ντάξει… Ζημιές το σπίτι δεν είχε. Οι ζημιές που είχε το σχολείο έκαναν τον πατέρα μου να απομακρυνθούν απ’ αυτό το κτίριο. Το άλλο ήταν μια χαρά το κτίριο. Το πόσο επηρέασε μετά τη ζωή μας, πάλι ήτανε τέτοια ηλικία η δικιά μας που δεν ήτανε συγκλονιστικός ο τρόπος. Δεν άλλαξαν συγκλονιστικά πράγματα πέρα απ’ το αρχικό μούδιασμα, το κούνημα, το μούδιασμα και τις πρώτες αντιδράσεις και λίγο το ξεβόλεμα όλων των οικογενειών —γιατί ελάχιστοι μέναν στα σπίτια τους. Σχεδόν κανένας—, το πού θα μείνουν, έξω, σ’ αυτά… Ε, αφού πέρασε αυτό το πρώτο κύμα τα υπόλοιπα ήτανε… Μπήκε πια η πόλη στους ρυθμούς της.
OK. Και μιας και πριν από λίγες μέρες έκλεισαν 39 χρόνια από αυτό, σε μία συντηρητική πόλη, έτσι, παραδοσιακά η νίκη του ΠΑΣΟΚ του ’81. Την θυμάστε αυτή τη νύχτα;
Ναι. Ναι. Τη νύχτα, όχι, δεν την θυμάμαι. Ε, θυμάμαι λίγο πριν. Για να πω την αλήθεια, τώρα, αν αυτό... Δεν ξέρω αν έχει νόημα. Δεν ήμουνα με το ΠΑΣΟΚ. Γενικά στη ζωή μου πολιτικά —εκείνη την εποχή δεν ήμουν με το ΠΑΣΟΚ— έχω κάνει τα πάντα. Δηλαδή, έχω ψηφίσει τα πάντα, αν εξαιρέσεις ακροδεξιά ή ΚΚΕ ή [01:50:00]ακροδεξιά, όχι. Ψήφισα και Νέα Δημοκρατία, έχω ψηφίσει και ΠΑΣΟΚ, έχω ψηφίσει Συνασπισμό. Αλλά ψήφιζα πιο πολύ αυτούς που με ενέπνεαν, που μπορούσανε, δηλαδή… Δεν με ενέπνεε το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου. Με ενέπνεε το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Ναι, ψήφισα Σημίτη. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, εγώ προσωπικά δεν ήμουνα χαρούμενος. Αλλά, δεν ήμουνα και να πέσω κάτω. Έλεγα: «Εντάξει, σε μία δημοκρατία ζούμε. Φυσιολογικές αλλαγές είναι. Ας δούμε τι θα γίνει». Δεν ήτανε κάτι που με άλλαξε, έτσι, άρδην μέσα μου, ούτε τρόπο σκέψης ούτε με συγκλόνισε ή ότι ξεβολεύτηκα και ξαναβολεύτηκα ή περίμενα να γίνουν κάποια πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα, δηλαδή, κάποια πράγματα να αλλάξουν. Κάποια άλλαξαν, κάποια δεν άλλαξαν. Δεν συγκλονίστηκα και δεν… δεν μου ‘μεινε, δεν μου ‘μεινε αυτή. Όπως και ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν μου ‘μειναν, έτσι, να θυμάμαι τον εαυτό μου να συγκλονίζεται από πολιτικές εξελίξεις στην πόλη. Να, προσπαθήσω να θυμηθώ… Πέρα από τη βραδιά του Πολυτεχνείου, θυμάμαι —που πάλι σαν γραφικό το θυμάμαι. Όχι κάτι σημαντικό... Ε, σημαντικό ήταν— όταν μίλησε ο Καραμανλής πρώτη φορά σε πολιτική συγκέντρωση στο Μακεδονία Παλλάς, τότε που μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, μα πάρα πολύς. Και μαζεύτηκε αυθόρμητα. Και πήγαμε. Είναι ίσως η μοναδική πολιτική συγκέντρωση που… Πάλι, δεν πήγανε Δεξιοί, Νεοδημοκράτες. Πήγε όλη η Θεσσαλονίκη. Ήμασταν κάνα εκατομμύριο κόσμος, λένε. Και θυμάμαι το… Φεύγοντας από ‘κει, κάπου κοντά εκεί που είναι το δημαρχείο το σημερινό σήμερα, διασταυρωθήκαμε με το αυτοκίνητο του Καραμανλή και νομίζω το ακούμπησα. Και μου ‘κανε εντύπωση που δεν είχε σύνοδο μαζί του. Και λέω: «Ρε συ, δες. Δεν φοβάται; Δεν κινδυνεύει; Δεν»… Αλλά, κι εκείνο το είδα πάλι σαν ένα γραφικό γεγονός. Δεν πήγα σε καμία πολιτική συγκέντρωση. Ψέματα, πήγα. Πήγαμε για να κάνουμε πλάκα στον Γαρουφαλιά. Τότε γινότανε… Οι πολιτικές συγκεντρώσεις γινόταν στην πλατεία Αριστοτέλους. Ερχόταν εκεί, μιλούσαν. Δεν πήγα σε κανέναν. Αλλά, ήταν της μόδας τότε να πάνε σε κάτι ακροδεξιούς αλλά γραφικούς, να γίνεται πλάκα. Δηλαδή, μαζευόταν κόσμος. Και έχουν κυκλοφορήσει και βιβλία με τα συνθήματα που φωνάζαμε, με τα νεράντζια που πετούσανε —νεράντζια πετούσαν στην Αθήνα. Εμείς δεν είχαμε νεράντζια. Και πηγαίναμε για πλάκα. Δηλαδή, πηγαίναμε να κράξουμε: «Θάλασσα στα Τρίκαλα!», «Γωνία στις δεκάρες!». Ό,τι συνθήματα παλαβά μπορείς να φανταστείς. Και μου κάνει… Εν τω μεταξύ, μέσα στην καλή χαρά με βρίσκει ένας γνωστός. Μου λέει: «Κοίταξε», λέει, «Εδώ», λέει, «πρόσεχε», λέει, «γιατί κυκλοφορούν κάτι Αριστεροί» λέει, «και κάνουνε πλάκα εδώ». Χα χα, λέω: «Καλά, καλά», λέω. «Ντάξει. Εγώ», λέω, «περαστικός είμαι». Κάποιος, ένας φίλος ο οποίος ήτανε λίγο παραπάνω Δεξιός. Αλλά, έτσι, με την… Τώρα, άλλες πολιτικές εξελίξεις στην πόλη, έτσι, σημαντικές… Δηλαδή, να δέσω την πολιτική εξέλιξη με την πόλη και με αυτά, δεν θα ‘λεγα, δεν θα ‘λεγα, έτσι, ότι έχω κάτι πολύ ισχυρό να θυμηθώ.
Και τέλος η μεγάλη χιονόπτωση του ’88.
Του ’88;
Που έπεσε πολύ χιόνι. Στις αρχές, νομίζω.
Αυτό το θυμάμαι. Ναι, το ‘88 ήτανε. Κάτσε, ’88. Ναι. Εγώ με τη Γλύκα παντρευτήκαμε το ’90. Το ‘88 θυμάμαι ότι άφησα το αυτοκίνητο. Εγώ… α ναι. Ήταν ένα διάστημα που τότε είπα ότι είμαι μεγάλος πια να μένω και είχα νοικιάσει κάπου στη Μητροπόλεως. Και με τη Γλύκα τα είχαμε. Και άφησα το αυτοκίνητο στην Παύλου Μελά, εκεί μεταξύ Τσιμισκή και Μητροπόλεως, και το ξαναπήρα μετά από τρεις, τέσσερις μέρες γιατί είχαν πει είχε χιονόπτωση μες στην πόλη. Αυτό θυμάμαι στη μεγάλη χιονόπτωση. Πιο πολύ θυμάμαι μια πρόσφατη παγωνιά εδώ, που είχαμε… Είχαν παγώσει τα πάντα και δεν είχανε νερό τα σπίτια. Εδώ στο Πανόραμα είχανε σπάσει όλοι… οι αγωγοί. Εμείς εδώ στο σπίτι δεν είχαμε νερό. Είχε παγώσει το δίκτυο, γιατί έρχεται απ’ έξω. Ήρθε ένας υδραυλικός, κάτι έφτιαξε μια φορά. Αμέσως ξαναπάγωσε. Μετά ξαναήρθε. Δώσαμε με εξωτερική σωλήνα νερό, αλλά έπρεπε εδώ μέσα στο σπίτι μόνιμα να έχουμε ανοιγμένη μία βρύση, αλλά αρκετά, όχι σταγόνα, για να μην διακόπτει η ροή, για να έχουμε νερό. Όχι, τη χιονόπτωση… Από χιονόπτωση εκείνη θυμάμαι και την παγωνιά αυτήνα. Αλλά, γενικά, εντάξει, αυτό που έχω να πω για Θεσσαλονίκη είναι ότι δεν υποφέρει ούτε από χιονόπτωση, ούτε παγωνιά, ούτε από… Αυτό που υποφέρει η Θεσσαλονίκη είναι το βαρύ της κλίμα. Απ’ την υγρασία. Ειδικά αν… Κι όχι μόνο κάτω στην πόλη. Κι εδώ πάνω και παντού. Ειδικά αν πιείς λίγο κάνα ποτηράκι το βράδυ, ξυπνάς μ’ ένα κεφάλι άσ’ τα να πάνε. Δηλαδή, στην Αθήνα, ρε παιδί μου, με το νέφος που λέμε, όλα αυτά, έχεις ένα… Ξυπνάς με καθαρό κεφάλι. Εδώ είναι βαρύ το κλίμα. Αυτή η υγρασία δεν ξέρω αν μας έχει επηρεάσει στον τρόπο μας, στον τρόπο που ζούμε. Αλλά, σίγουρα μας κάνει τον ύπνο πιο δύσκολο. Ευτυχώς που καμιά φορά φυσά Βαρδάρης και καθαρίζει.
Έτσι. Και κλείνοντας μία τελευταία παρατήρηση, αφού ήταν και το επάγγελμά σας αυτό, νομίζω θα άξιζε να κάνουμε μια αποτίμηση της αντιπαροχής. Γιατί, συνήθως την παρουσιάζουμε με έναν τρόπο λίγο αρνητικό, θα ‘λεγα, προκατειλημμένο ενδεχομένως από κάποιους;
Ναι.
Τι αποτύπωμα άφησε στην πόλη; Γιατί, η αλήθεια είναι ότι πράγματι χάθηκαν και σημαντικά κομμάτια κτιριακά. Αλλά…
Ναι.
Βοήθησε, εν τέλει, κοινωνικά μιλώντας;
Έλυσε κάποια προβλήματα. Δεν ξέρω αν τα ‘λυσε με τον καλύτερο τρόπο. Δημιούργησε άλλα. Εγώ, μάλιστα, άρχισα να ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα σε μία καλούτσικη γενικά εποχή. Τι έγινε; Αμέσως μετά την καθιέρωσή της απ’ τον Καραμανλή τότε —δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήτανε—, το πρώτο δείγμα, ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένα… άθλιες κατασκευές. Δηλαδή, κουτιά χωρίς κανένα αρχιτεκτονικό —όχι αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αλλά, έτσι, και μια στοιχειώδη προσοχή, ρε παιδί μου. Πλακωμένα πράγματα, πολύ γρήγορα, πολύ ετοιματζίδικα για να τελειώνουμε και να αποκομίσουμε εύκολο κέρδος. Στην πορεία ευτυχώς λίγο βελτιώθηκαν οι κατασκευές. Από τότε που ξεκινήσαμε εμείς μέχρι που τελειώσαμε βελτιώθηκαν οι κατασκευές και ποιοτικά και αισθητικά. Αλλά, εδώ στη Θεσσαλονίκη —και αυτή είναι η πολύ μεγάλη διαφορά μας με την Αθήνα και εκεί που κάναμε εμείς πολύ λάθος— το αποτέλεσμα ήταν ότι μπήκανε πάρα πολλοί στη δουλειά. Ο ανταγωνισμός έγινε τεράστιος. Οι αντιπαροχές ξεφύγανε σε δυσθεώρητα ύψη. Δηλαδή, φτάσαν να δίνονται αντιπαροχή της τάξης του 70%. Όταν δίνεις αυτή την αντιπαροχή δεν θα κάνεις ούτε καλή κατασκευή και θα πουλήσεις κι ακριβά. Αποτέλεσμα ποιο; Τα σπίτια να πουλιούνται εξαιρετικά ακριβά. Τώρα, αυτό δεν ήτανε… Ήτανε σε απόλυτες τιμές πιο ακριβά τα σπίτια τα δικά μας απ’ την Αθήνα. Δεν θα ‘πρεπε. Γιατί; Γιατί ανέβηκε η αντιπαροχή. Γιατί ανέβηκε η αντιπαροχή; Γιατί όλοι θέλαν. Μπήκαν πολλοί μέσα. Βρήκανε ότι είναι ένας εύκολος δρόμος να βγάλουνε χρήματα. Και αποτέλεσμα ήταν ποιο; Εκτός του ότι να ανέβουν οι τιμές, να γίνουν κακές κατασκευές είναι να καταστραφούνε και κατασκευαστές, έτσι; Γιατί, ανοίχτηκανε παραπάνω από ό,τι έπρεπε. Εμείς σαν εταιρεία, σαν… Ντάξει, δεν μπήκαμε σ’ αυτό το παιχνίδι τόσο των υπερβολικών αντιπαροχών. Για αυτό και δεν βγάλαμε και πολλά λεφτά στη ζωή μας. Δηλαδή, δεν… Από τη δουλειά αυτήν δεν μπορώ να πω ότι χάσαμε, αλλά δεν κερδίσαμε και τα λεφτά που θα μπορούσαμε, που θα κέρδιζαν κάποιοι άλλοι. Βέβαια, κοιμόμασταν ήσυχοι τα βράδια. Δεν είχαμε… Γιατί, όλα αυτά έχουν κι ένα ρίσκο μέσα τους. Εκτός από το ότι μεγάλη αντιπαροχή ακριβές τιμές, άρχισαν να γίνονται και διάφορες αυθαιρεσίες με δόμηση. Αυθαίρετα, δηλαδή με κλείσιμο ημι-υπαιθρίων, με μεγάλωμα διαστάσεων, με ξεμπαζώματα υπογείων, με, με, με… τα οποία ως ένα σημείο τα κάναν όλοι. Αλλά, από ένα σημείο και μετά είχαν ξεφύγει και ήταν ανεξέλεγκτα. Όλα αυτά τα πληρώσαμε. Πιστεύω, δηλαδή, στο τέλος της ημέρας, αν με ρωτάς, ότι θα μπορούσαν όλα να γίνουν πιο ορθολογικά και θα βγαίναν πάλι όλοι κερδισμένοι. Κάποιοι χαλάσαν το παιχνίδι, αυτό ήταν αναμενόμενο. Αλλά, ότι πάρα πολλοί δεχθήκαν να παίξουν σ’ αυτό το χαλασμένο παιχνίδι, αυτό ήταν το μη αναμενόμενο.
Ωραία. Μένει να δούμε τώρα στο μέλλον τι θα γίνει, όταν κάποια στιγμή παλιώσουν και αυτά τα κτίρια.
Χε χε. Δεν παλιώνουν πια τα κτίρια. Δηλαδή, θα παλιώσουν, αλλά εμείς δεν θα το δούμε. Εγώ τουλάχιστον. Πια τα κτίρια έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Δεν θα παλιώσουν εύκολα. Δύσκολα. Πέσανε τα κτίρια. Πέσανε τα κτίρια που είναι παλιά. Κάποια… Ανοικοδομηθήκαν κτίρια που ήταν παλιά και ήταν να πέσουν. Τώρα, από καινούργιες κατασκευές δεν… Θα αργήσουνε να ξαναφτιαχτούνε αυτές. Και πια δεν θα ‘χει και νόημα. Γιατί, παλιά τι ήταν; Ήταν ένα σπίτι που ‘χε κάποιος και το έδινε, έπαιρνε αντιπαροχή ή το πουλούσε το οικόπεδο, που θα ‘πρεπε ίσως να γίνει και έπαιρνε. Τώρα, όταν στεγάζει αυτό δέκα οικογένειες, για να ξαναγίνει αυτό κτίριο πρέπει αυτές οι δέκα οικογένειες να το ξαναχτίσουνε. Δεν μένει για κάποιον… Ή πρέπει να τους πληρώσει κάποιος να το αγοράσει όλο το κτίριο.
Κατάλαβα. Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, πάντως. Θα δούμε το μέλλον. Αυτά από εμένα. Μπορούμε να κλείσουμε σιγά-σιγά, αν δεν έχετε και εσείς κάτι να πείτε.
Τι θα μπορούσα να πω; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Εξήντα χρόνια, εξήντα δύο χρόνια σ’ αυτή την πόλη —εξήντα δύο δεν είναι αν βγάλουμε έξω τα χρόνια του Γιδά, της Αλεξάνδρειας. Είναι ότι εγώ την αγαπάω τη Θεσσαλονίκη. Την αγαπάω όχι γιατί είναι ερωτική πόλη. Την αγαπάω γιατί αυτό που είναι, έτσι; Την αγαπάω γιατί είναι… και όχι γιατί είναι η πόλη μου. Και δεν αγαπάω μόνο τα όμορφα μέρη της. Δεν αγαπάω την Παραλία ή, ξέρω ‘γω, τα Κάστρα ή… Αγαπάω και τις ασχήμιες και τους ανθρώπους της και… παρόλο που δεν συμφωνώ μαζί της. Είναι μια —αυτό θα το πω και ας είναι και το… Είναι λίγο οπισθοδρομική πόλη. Είναι λίγο κλειστή. Έχει λίγο κλειστά τα μάτια στο παραπέρα, [02:00:00]στο να αλλάξουμε κάτι, ρε συ. Δεν τολμάει… Όχι δεν τολμάει. Νομίζω… Δεν θέλω να πω ότι είναι όπου φτωχός και η μοίρα του, δηλαδή, ξέρεις, δεν μπορούμε να το κάνουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τώρα βήμα παραπάνω γιατί θα μας κοστίσει, δεν έχουμε την άνεση να το κάνουμε. Δεν είναι αυτό. Μάλλον είμαστε φοβισμένοι, διστακτικοί. Και πάντα αυτό που μας κρατάει πίσω είναι το σύνδρομο ότι εμείς είμαστε οι αδικημένοι. Αυτό δεν το δέχομαι. Δηλαδή, ότι, ξέρεις, είναι ένα Κράτος των Αθηνών το οποίο να μας πατάει κάτω και μας εκμεταλλεύεται, αυτό με τρελαίνει. Είναι το μόνο που δεν μπορώ να δεχτώ. Εμείς είμαστε, αυτοί είμαστε και ό,τι αξίζουμε μπορούμε να το διεκδικήσουμε και να το πάρουμε. Ότι μας πατάει κάτω το κράτος Αθηνών και αυτές… Για αυτό βρίσκουν… και σε αυτή την πόλη βρίσκουν και έδαφος πολλές, έτσι, συνωμοσιολογικές θεωρίες και πολλές, έτσι, ακραίες πολιτικές θέσεις.
Έτσι είναι. Ωραία. Να ευχαριστήσω για ακόμα μία φορά για αυτή τη μεγάλη-μεγάλη συνέντευξη που τα είχε όλα μέσα.
Κράτησε πολύ;
Ε, πάνω από δύο ώρες.
Άντε ρε!
Χε χε χε.
ΟΚ. Εγώ ευχαριστώ.
Τίποτα. Και εις το επανιδείν.
Να ‘σαι καλά, Κωστή.
Φωτογραφίες

Διοικητικά Δικαστήρια
Η αριστουργηματική σκάλα των Διοικηκητικών ...

Συλλαλητήρια Μακεδονικό
Φωτογραφία του αφηγητή από τα μεγάλα συλαλ ...

«Ελλήσποντος»
Ο αφηγητής (έβδομος από αριστερά, με λευκό ...

Νέα Παραλία
Η Νέα Παραλία, έτσι όπως φαινόταν από το π ...

Μπάσκετ Ανατόλια
Ο αφηγητής (με γυαλιά στο βάθος) παίζει μπ ...

Παιδική ηλικία
Ο αφηγητής παιδί στη Θεσσαλονίκη.

Μπάσκετ Δημόκριτος
Ο αφηγητής (με τα γυαλιά πίσω από τις μπάλ ...

Μπάσκετ Δημόκριτος
Ο αφηγητής σκοράρει στο γήπεδο μπάσκετ κον ...

Πατέρας
Ο πατέρας του αφηγητή, έτσι όπως τον απαθα ...

Γονείς
Οι γονείς του αφηγητής, έτσι όπως τους απα ...

Οικογένεια
Ο αφηγητής (κέντρο) σε νεαρή ηλικία με του ...

Πάρκο Άρη
Το πάρκο απέναντι από το Κλεάνθης Βικελίδη ...

Δημόκριτος
Στο βάθος το εξαώροφο κτίριο της τεχνικής ...

Γηπεδάκι
Το γηπεδάκι δίπλα στην τεχνική σχολή Δημόκ ...

Διοικητικά Δικαστήρια
Τα σημερινά Διοικηκητικά Δικαστήρια Θεσσαλ ...

Κλεάνθης Βικελίδης
Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης σήμερα, επί τ ...

Αγία Αναστασία
Το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμ ...

Γυμνάσιο
Στιγμιότυπο από το Γυμνάσιο που ίδρυσε ο π ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Σε αυτή τη συνέντευξη το λόγο έχει ο γιος του Γιώργου Ψυχούλα, φιλολόγου και (συν)ιδρυτή δύο πολύ σημαντικών σχολείων της Μακεδονίας: του πρώτου ιδιωτικού Γυμνασίου στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και της τεχνικής σχολής Δημόκριτος στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, διηγείται πώς ο πατέρας του, αναθρεμμένος στο Νεοχώρι Χαλκιδικής, φοίτησε σε ιερατική σχολή που στεγαζόταν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Έπειτα, θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, τότε που ζούσε από κοντά το ζήλο του πατέρα του για το ιδιωτικό σχολείο και τους μαθητές του. Αντίστοιχο ζήλο είδε και αργότερα με τη λειτουργία του Δημοκρίτου στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος σπούδασε στο Κολέγιο Ανατόλια και αργότερα στην Ξάνθη, καταλήγοντας να εργαστεί ως πολιτικός μηχανικός. Μέσα από τις εμπειρίες των σπουδών, της δουλειάς και του γάμου του είχε την ευκαιρία να κάνει σχεδόν όλα όσα μπορούσε να κάνει κάποιος στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών '70-'90. Από τις ντισκοτέκ και τις ταβέρνες μέχρι τις μπουάτ και τις μεγάλες πίστες, ο αφηγητής έχει δεκάδες ονόματα να παραθέσει και άλλες τόσες αναμνήσεις να μοιραστεί. Η άλλη μεγάλη του αγάπη, ο αθλητισμός, έχει και αυτός μερίδιο στη συνέντευξη. Μας μιλάει μεταξύ άλλων για τα ευρωπαϊκά του Άρη, τα ερασιτεχνικά παιχνίδια στα χωράφια και τα γηπεδάκια, τους αγώνες που απολαμβάνει πλέον με την κόρη του. Τέλος, μοιράζεται μνήμες από τη Δικτατορία και άλλες αξιομνημόνευτες στιγμές της πόλης και κάνει μία αποτίμηση για το θεσμό της αντιπαροχής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Ψυχούλας
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/10/2020
Διάρκεια
121'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Σε αυτή τη συνέντευξη το λόγο έχει ο γιος του Γιώργου Ψυχούλα, φιλολόγου και (συν)ιδρυτή δύο πολύ σημαντικών σχολείων της Μακεδονίας: του πρώτου ιδιωτικού Γυμνασίου στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και της τεχνικής σχολής Δημόκριτος στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, διηγείται πώς ο πατέρας του, αναθρεμμένος στο Νεοχώρι Χαλκιδικής, φοίτησε σε ιερατική σχολή που στεγαζόταν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Έπειτα, θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, τότε που ζούσε από κοντά το ζήλο του πατέρα του για το ιδιωτικό σχολείο και τους μαθητές του. Αντίστοιχο ζήλο είδε και αργότερα με τη λειτουργία του Δημοκρίτου στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος σπούδασε στο Κολέγιο Ανατόλια και αργότερα στην Ξάνθη, καταλήγοντας να εργαστεί ως πολιτικός μηχανικός. Μέσα από τις εμπειρίες των σπουδών, της δουλειάς και του γάμου του είχε την ευκαιρία να κάνει σχεδόν όλα όσα μπορούσε να κάνει κάποιος στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών '70-'90. Από τις ντισκοτέκ και τις ταβέρνες μέχρι τις μπουάτ και τις μεγάλες πίστες, ο αφηγητής έχει δεκάδες ονόματα να παραθέσει και άλλες τόσες αναμνήσεις να μοιραστεί. Η άλλη μεγάλη του αγάπη, ο αθλητισμός, έχει και αυτός μερίδιο στη συνέντευξη. Μας μιλάει μεταξύ άλλων για τα ευρωπαϊκά του Άρη, τα ερασιτεχνικά παιχνίδια στα χωράφια και τα γηπεδάκια, τους αγώνες που απολαμβάνει πλέον με την κόρη του. Τέλος, μοιράζεται μνήμες από τη Δικτατορία και άλλες αξιομνημόνευτες στιγμές της πόλης και κάνει μία αποτίμηση για το θεσμό της αντιπαροχής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Ψυχούλας
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/10/2020
Διάρκεια
121'