Μία πορεία ζωής από το Σιδηρόκαστρο Σερρών στη Θεσσαλονίκη
Ενότητα 1
Σύνοψη ζωής Αφηγητή
00:00:00 - 00:08:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και …όνια ήταν φτωχικά. Δουλειά δεν υπήρχε. Μετά, ύστερα από κάμποσο καιρό, διορίστηκα στο Πανεπιστήμιο σαν κλητήρας και συνεχίσαμε τη ζωή μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Παιδικές-οικογενειακές αναμνήσεις στο Σιδηρόκαστρο
00:08:23 - 00:12:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Ήταν μία πολύ ωραία αναδρομή. Νομίζω ότι μπορούμε τώρα να εστιάσουμε σε μεμονωμένα πράγματα με αφορμή όλα αυτά για να εμβαθύνουμε και…αν όπως τώρα. Τώρα βρίζουν τους καθηγητές και «Θα φωνάξω τον πατέρα μου», «Θα φωνάξω τη μάνα μου». Ενώ τότε… Μούγκα. Μούγκα. Ακριβώς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Αφηγητής-αδερφή του-σύζυ ...
Ο αφηγητής (μέση-δεξιά) με τη σύζυγό του Α ...

Από τη ζωή στο Σιδηρόκασ ...
Ο αφηγητής (αριστερά) στο Σιδηρόκαστρο με ...

Το σόι
Μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία της οικογέν ...
Ενότητα 3
Προσφυγική καταγωγή οικογένειας
00:12:56 - 00:15:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για να έρθουμε και στους γονείς σας, θέλετε, λίγο, να μας πείτε περισσότερα για την καταγωγή και για το πώς βρέθηκαν στο Σιδηρόκαστρο; …ησε κι αυτός δύο παιδιά. Ο γιος του ανέλαβε το συμβολαιογραφείο αυτό. Η κόρη του έγινε οδοντίατρος. Και μένουν στην Αλεξάνδρεια, στο Γιδά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Γερμανική-Βουλγαρική κατοχή και Εμφύλιος
00:15:19 - 00:19:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλεια. Και επειδή το έχετε ήδη πει πολλές φορές, για την Κατοχή και τις δυσκολίες, θέλετε λίγο να εστιάσουμε παραπάνω πώς ήταν στην Κατοχή,… είδαμε εμείς. Και το είδα εγώ την ώρα που τον σκοτώσαν τον άνθρωπο. Δηλαδή, ήτανε τραγικά πράγματα. Σκότωνε ο ένας τον άλλον. Αυτά. Άλλο;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
Μετανάστευση και βιοπορισμός στη Θεσσαλονίκη
00:19:56 - 00:23:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και κάποια στιγμή, λοιπόν, τελειώνει και αυτό και έρχεστ ε στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάτε, όπως είπατε, να δουλεύετε στο «Αβέρωφ». Ναι. …ει ο ένας να σε βγάλει το μάτι, ό,τι βρει να αρπάξει. Τότες φιλήσυχοι ήμασταν. Δεν μαλώναμε. Περνούσαμε καλά, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Δικτατορία και εκλογή του ΠΑΣΟΚ στη Μεταπολίτευσ
00:23:58 - 00:29:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και κάποια στιγμή σκάει μύτη κι η Δικτατορία. Η Δικτατορία τότες… Θυμάμαι —στο Πανεπιστήμιο εργαζόμουν εγώ— και την ημέρα εκείνη… …ως άλλες αντιλήψεις. Σε σχέση με σήμερα, δηλαδή. Α, ναι, ναι. Τότες πήγαινε πολύ τοιχοκόλημμα, πάρα πολύ. Πολύ χαρτί, πάρα πολύ χαρτί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Εργασία στο ΑΠΘ και συνέχιση ζωής
00:29:19 - 00:35:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Κι όταν εσείς μπήκατε στο Πανεπιστήμιο, άρα, εκείνα τα χρόνια και λίγο πιο πριν, στη Χούντα, πώς ήταν γενικά το ΑΠΘ; Τι θυμάστε ακριβ…ς στεναχωρεί; Α, δεν με στεναχωρεί τίποτα. Δεν με στεναχωρεί τίποτα. Άλλο. Νομίζω ότι δεν έχω κάτι συγκεκριμένο. Προσπαθώ να σκεφτώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Στο ΑΠΘ
Ο αφηγητής ενώ δούλευε σαν κλητήρας στο ΑΠΘ.
Ενότητα 8
Γάμος και δημιουργία οικογένειας
00:35:55 - 00:38:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι… Με την Αθηνούλα παντρευτήκαμε. Γελάει! Ναι, ήτανε πάρα πολύ καλή σαν σύζυγος και περάσαμε πάρα πολύ καλά. Κάναμε και δύο παιδιά, τα οπο…. Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε. Άλλο, Κωστή, τι να πούμε; Για να δούμε. Άλλο… Να θυμηθώ… τι να θυμηθώ άλλο;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Αφηγητής-σύντροφος
Ο αφηγητής με τη σύντροφό του Αθηνά στα τέ ...

Γάμος αφηγητή
Ο αφηγητής με τη σύζυγό του Αθηνά τη μέρα ...

Γάμος αφηγητή
Φωτογραφία με τους καλεσμένους στο γάμο το ...
Ενότητα 9
Αγάπη για ποδόσφαιρο
00:38:21 - 00:42:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με το ποδόσφαιρο… Ήμουν ποδοσφαιριστής στον Εθνικό Σιδηροκάστρου. Ήμουν εξτρέμ αριστερός. Επειδή είμαι αριστεροπόδαρος ήμουν αριστερό εξτρέμ… πολύ» για το χρόνο. Παρακαλώ και ας ελπίσουμε ότι τα είπαμε λίγο καλά, έτσι; Πολύ καλά, πολύ καλά! Ευχαριστώ. Να 'σαι καλά, Κωστή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Στα γήπεδα
Ο αφηγητής (κέντρο) με συμπαίκτες του από ...
[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με έναν ακόμα συνεντευξιαζόμενο, τον κύριο Κώστα ή Κωνσταντίνο Κοτσώνη, ο οποίος θα μας μιλήσει για τη ζωή του και τα όσα έζησε στο Σιδηρόκαστρο Σερρών και στη Θεσσαλονίκη. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα θέλατε, για να μπούμε λίγο πιο μαλακά στη συνέντευξη, να μου πείτε πότε γεννηθήκατε;
Ναι. Γεννήθηκα το 1930, Οκτώβριο μήνα.
Στο Σιδηρόκαστρο, έτσι;
Ναι, Σιδηρόκαστρο Σερρών.
Αδέρφια έχετε;
Ναι. Έχω τέσσερα αδέρφια. Είναι ο Κοτσώνης Λευτέρης, Κοτσώνη Μαρίκα, Κοτσώνη Στέλλα και είχαμε κι άλλα δύο αδέρφια τα οποία πεθάναν επί Κατοχής.
Κατάλαβα. Και πρέπει να ήτανε βαρύ πλήγμα αυτό.
Ναι. Ήταν βαρύ, γιατί υπήρχε τότε, τον καιρό εκείνο, πείνα, δυστυχία και δεν προλάβαν να τα θεραπεύσουν τα παιδιά και πεθάναν.
Καταλαβαίνω. Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Ε, ο πατέρας μου ήτανε σιδηροδρομικός υπάλληλος. Η μητέρα μου οικιακά.
Νομίζω θα 'ταν όμορφο να μας πείτε πώς ήταν, λοιπόν, να μεγαλώνετε μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που περιγράψατε στο Σιδηρόκαστρο. Σαν παιδί τι θυμόσαστε; Τι κάνατε; Πώς ζούσατε;
Σαν παιδί τα παιδικά μου χρόνια ήτανε φτωχά, γιατί ήμασταν μες στην Κατοχή. Οπότε, ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα παιδικά μας χρόνια. Φτωχικά χρόνια. Δεν υπήρχε τότες… Τότε υπήρχε και πείνα, δυστυχία. Εμείς ήμασταν τότες τέσσερα αδέρφια. Περιμέναμε απ’ τον πατέρα μας για να ζήσουμε. Ήταν δύσκολες οι καταστάσεις. Τα παιδικά χρόνια τα δικά μας ήτανε… όλη την ημέρα ήμασταν μες στην αλάνα. Τρέχαμε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Πολλές φορές την ώρα που πεινούσαμε πηγαίναμε στη μητέρα μας και της ζητούσαμε να φάμε. Μας έδινε μία φέτα ψωμί και μας άλειφε λιγάκι από λίγη ζαχαρούλα, μια ελίτσα πάνω στο ψωμί και ήταν μία φέτα! Ε, τότες εμείς κλαίγαμε: «Μαμά, θέλω κι άλλη!». «Δεν έχει, αγόρι μου, άλλη φέτα. Θα φας και το βράδυ», λέει. «Γιατί, άμα το φας τώρα, το βράδυ δεν τρως». Δηλαδή, είχε φτώχεια μεγάλη, τρομερή. Μετά, ύστερα ασχολήθηκα λίγο, πήγα στην Πρώτη Γυμνασίου. Ε, τα γράμματα, βέβαια, για να 'μια ειλικρινής, δεν τα πολυπήγαινα. Είχα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο λιγάκι. Και στο Γυμνάσιο όταν πηγαίναμε —τότες δεν υπήρχαν μπάλες. Ήμασταν τότες νέα παιδιά. Στο Γυμνάσιο, τώρα, ήμασταν δέκα-έντεκα χρονώ. Για να κάνουμε μπάλα κάναμε διάφορες πατσαβούρες. Τις τυλίγαμε, έτσι, καλά, ωραία, με σπάγκο και μ’ αυτά και παίζαμε ποδόσφαιρο. Και 'γω το είχα το ποδόσφαιρο… Και μόλις βγαίναμε στα διαλείμματα… Άιντε, ποδόσφαιρο, να τρέχουμε! Και μια μέρα βγήκε ο Γυμνασιάρχης —ένας Κρητικός ήτανε, Κριτσοτάκης, κάπως έτσι λεγόταν, δεν το θυμάμαι και καλά: «Κοτσώνη! Πάλι με το αισχρόν πατσαβούριον;», μου λέει εκεί. Εγώ το έπαιρνα αμέσως. Τελείωνε. Μετά, ύστερα, γράφτηκα στον Εθνικό Σιδηροκάστρου. Έπαιξα αρκετό καιρό μπάλα εκεί. Και μετά έγινε η ομάδα… Μάλλον, αρχικώς ήταν Μακεδονικός. Μακεδονικός λεγόταν η ομάδα. Και μετά έγινε Εθνικός Σιδηροκάστρου. Έπαιξα κάμποσο καιρό μπάλα. Μετά τα παιδικά χρόνια, όπως το είπαμε, ήτανε πάρα πολύ δύσκολα. Για να δούμε… Θυμάμαι τότες —ήμασταν επί Κατοχή— και περνούσαν τότε οι Γερμανοί, τα αεροπλάνα, φυσικά. Και μόλις χτυπούσε η σειρήνα μάς έπαιρνε η μάνα μας —ήμασταν τέσσερα αδερφάκια— και πηγαίναμε στα χαρακώματα, γιατί ρίχναν οβίδες κι αυτά. Και καθόμασταν μέσα εκεί. Μόλις τελείωνε και φεύγαν τα αεροπλάνα, ξανασφύριζε η… αυτό και πηγαίναμε στο σπίτι. Ε, μετά εκεί, στο σπίτι, μεγαλώναμε διάφορα ζώα. Είχαμε, μεγαλώναμε ένα γουρουνάκι, εί[00:05:00]χαμε ένα κατσίκι, είχαμε ένα αρνάκι το οποίο πήγαινα εγώ, έκοβα κλαδιά από τα δέντρα και το τάιζα. Στο σπίτι είχαμε ένα κτήμα γύρω στα… δύο μέτρα, δύο στρέμματα ήτανε; Είχε οπωροφόρα δέντρα πάρα πολλά. Μουριές είχε, δαμασκηνιές είχε, συκιές είχε, αμπέλι είχε. Και όλα αυτά εγώ τα δούλευα, εγώ. Ήμουν ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια και τα δούλευα εγώ. Και βγάζαμε και ζαρζαβατικά και ντομάτες και μελιτζάνες και πιπεριές και τόσα άλλα πράγματα. Και κάποτε με μάλωνε κι ο πατέρας μου και μια φορά είχα φάει πάρα πολύ ξύλο. Γιατί, με 'λεγε: «Θα πας να ταΐσεις το κατσικάκι», κι εγώ δεν πήγαινα. «Βρε πάνε!», μου λέει. «Δεν πάω!». «Πάνε!». «Δεν πάω!». «Πάνε!». «Δεν πάω!». Τότε εγώ άρχισα να τρέχω, να φεύγω στα χωράφια μέσα. Με κυνηγούσε κι ο πατέρας μου. Για μια στιγμή, εκεί που έτρεχα, βούλιαξα. Ήταν μαλακό το χώμα! Βούλιαξα. Και με φτάνει ο πατέρας και με τραβάει ένα ξύλο! Και το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Μετά από το 1948-'49 έφυγα από το Σιδηρόκαστρο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Κι η πρώτη δουλειά που έπιασα τότες εδώ στη Θεσσαλονίκη ήτανε στο εστιατόριο «Αβέρωφ». Ήμουνα μπουφετζής. Δούλεψα κάμποσο καιρό εκεί, καμιά τρία-τέσσερα χρόνια. Μετά έφυγα από 'κει και δούλευα σ’ ένα καφενείο. Και μετά από το καφενείο εκεί, ύστερα από κάμποσα χρόνια, πλησίασε να φύγω και φαντάρος. Και έφυγα φαντάρος το 1952. Και υπηρετούσα στη Λάρισα. Και τότες εμείς το στράτευμα ήτανε είκοσι δύο μήνες! Ήταν πάρα πολύ. Μετά το στρατιωτικό γύρισα Θεσσαλονίκη. Δούλευα απ’ εδώ κι από 'κει και μετά γνώρισα την Αθηνά, ναι. Μάλλον με γνώρισε η μητέρα της. Γιατί, στο σπίτι που μένανε έμενε μια ξαδέρφη μου η οποία πήγα να την δω. Και την ώρα που πήγα να την δω ήταν κι η μάνα της Αθηνάς. Ε, με είδε αυτή, ξέρω 'γω, και λέει τη θεία μου τη Δέσποινα. Λέει: «Τι καλό παιδί! Ποιο είναι;». «Είναι ξαδερφάκι μου», λέει. «Είναι πάρα πολύ καλό παιδί», λέει. «Να το κάνουμε για την Αθηνά», λέει, «προξενιό». Και εν τω μεταξύ, ξαναπήγα εγώ στο σπίτι και μου λέει: «Κώστα», μου λέει, «εδώ δίπλα έχουμε την Αθηνά. Δυο αδερφές είναι: η Κούλα κι Αθηνά. Και η μάνα της σ’ άρεσε πάρα πολύ». «Ε», λέω, «να το δούμε», λέω, «το κορίτσι και θα αποφασίσουμε». Ε, με είδε, την είδα. Συμφωνήσαμε. Αρραβωνιαστήκαμε και πηγαίναμε βόλτα. Αλλά, τότες τα χρόνια ήταν φτωχικά. Δουλειά δεν υπήρχε. Μετά, ύστερα από κάμποσο καιρό, διορίστηκα στο Πανεπιστήμιο σαν κλητήρας και συνεχίσαμε τη ζωή μας.
Ωραία. Ήταν μία πολύ ωραία αναδρομή. Νομίζω ότι μπορούμε τώρα να εστιάσουμε σε μεμονωμένα πράγματα με αφορμή όλα αυτά για να εμβαθύνουμε και λίγο.
Ναι.
Νομίζω θα 'ταν όμορφο να μας περιγράψετε τις σχέσεις που είχατε με τα αδέρφια σας; Ήταν καλές;
Με τα αδέρφια μου ήταν καλές. Κουμάντο έκανα εγώ. Ό,τι έλεγα εγώ έπρεπε να τα κάνουν αυτοί, γιατί ήμουν ο μεγαλύτερος. Πολλές φορές, ξέρεις, όταν τρώγαμε το μεσημέρι, το φαγητό δεν ήταν και πολύ. Και επειδή εγώ ήμουν λίγο λαίμαργος, όλο και κάτι τούς έβρισκα, τους κορόιδευα κι έτρωγα περισσότερο απ’ τα αδέρφια μου! Με τα αδέρφια μου καλά περνούσαμε. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ε, ήμασταν και μικρά παιδιά. Οπότε, δεν υπήρχε λόγος να μαλώνουμε και να… Τώρα, άλλο τι έχουμε;
Μένοντας στα παιδικά χρόνια, είπατε πριν για το ποδόσφαιρό. Εκτός απ’ το ποδόσφαιρο, όμως, τι άλλα παιχνίδια μπορούσε να παίξει ένα παιδί;
Τα άλλα παιχνίδια τον καιρό εκείνο ήτανε η τσιλίκα-τσουμάκα —έτσι λεγόταν το παιχνίδι— και η μικρή γαϊδούρα. Δηλαδή—
Η μακριά μήπως;
Ναι, η μακριά. Μπράβο. Η μακριά γαϊδούρα. Δηλαδή, ήτανε… Σκύβαμε ένας, δύο, τρεις και πηδούσαμε. Αυτό ήτανε. Και κάναμε αητούς. Κι εγώ ήμουν στο[00:10:00]υς αητούς άπιαστος. Και πετούσαμε τους αητούς. Δηλαδή, τα παιχνίδια τότες ήτανε λίγα. Είχαμε έναν εκεί στη γειτονία μας. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής και είχε κατεβεί στη Θεσσαλονίκη κι είχε μία μπάλα. Και την έφερε τη μπάλα στο γιο του. Κι ο γιος του έφτιανε κουμάντο ποιος θα παίξει μπάλα. Γιατί, τότες πού μπάλα; Μπάλα, έτσι, ποδοσφαίρου πρώτη φορά είχαμε δει. Και πάντα τον είχαμε με το καλό μάτι για να μας βάζει να παίζουμε μπάλα. Και παίζαμε ταχτικά με το ποδόσφαιρο αυτό που μας είχε φέρει ο πατέρας του. Τώρα, άλλο.
Νομίζω εκείνη την εποχή ειδικά τα αγόρια έπαιζαν πολύ και με τους βόλους, ε;
Ποια;
Έπαιζαν τα αγόρια, λέω, και με βόλους;
Ναι, με μπίλιες. Με μπίλιες. Εγώ στις μπίλιες ήμουν άφταστος. Τους κέρδιζα όλους. Εν τω μεταξύ, όταν τους κέρδιζα, παιδιά κι εκείνα, χάναν, κλαίγανε. Πηγαίναν στη μητέρα μου και τη λέγαν: «Πού είναι ο Κώστας;», λέει. «Γιατί; Τι τον θέλεις;». «Να, ο γιος μου έχασε τις μπίλιες του και κλαίει και οδύρεται: ''Με τα πήρε ο Κοτσώνης ο Κώστας!’’». Λέει: «Πού είναι;». Λέει η μητέρα μου: «Πού να ξέρω πού είναι; Κάπου πήγε αυτός, κρύφτηκε. Άι πάνε βρες τον», λέει. «Πού να τον βρω;». Και αυτά ήταν τα παιχνίδια τότες, Κωστή. Δεν…
Εκτός απ’ το Γυμνασιάρχη και το περιστατικό με το πατσαβούριον, απ’ το σχολείο τι άλλο έχουμε να θυμόμαστε;
Ε, τότες δεν πήγαινα στα γράμματα καλά. Όταν δώσαμε εξετάσεις, είχανε βγει τα αποτελέσματα και δεν είχα περάσει. Κι από τα νεύρα μου είχα σκίσει όλο το σύστημα εκεί, τα αποτελέσματα. Τα 'χα σκίσει όλα. Και εν τω μεταξύ τα είχανε ξαναγράψει, ξαναβγάλει, τα 'χανε ξαναβγάλει. Και πήγε ένα άλλο παιδί, ο οποίος ο πατέρας του ήταν σιδηροδρομικός κι εκείνος, και τα κατέβασε κι αυτός! Δεν τον περάσανε, τα 'σκισε κι αυτός!
Ωραία!
Ε, να. Τώρα με τα παιδάκια πότε μαλώναμε, πότε χτυπιόμασταν, πότε το ένα, πότε τ’ άλλο. Ε, παιδικές τρέλες.
Οι δάσκαλοι πώς ήτανε γενικά; Αυστηροί;
Οι δάσκαλοι καλοί ήτανε. Ο Γυμνασιάρχης ήταν πολύ δύσκολος, πάρα πολύ αυστηρός. Όσον αφορά οι άλλοι καθηγηταί, ήταν καλοί. Ε, τότες και τα παιδιά ήταν και πιο νορμάλ. Τότες ήταν και πιο φοβισμένα τα παιδιά. Δεν ήταν όπως τώρα. Τώρα βρίζουν τους καθηγητές και «Θα φωνάξω τον πατέρα μου», «Θα φωνάξω τη μάνα μου». Ενώ τότε…
Μούγκα.
Μούγκα. Ακριβώς.
Και για να έρθουμε και στους γονείς σας, θέλετε, λίγο, να μας πείτε περισσότερα για την καταγωγή και για το πώς βρέθηκαν στο Σιδηρόκαστρο;
Ναι. Η μητέρα μου η καταγωγή είναι απ’ τη Μικρά Ασία. Όταν φύγανε από την Τουρκία —προσφυγοπούλα ήτανε— είχαν εγκατασταθεί στο Σιδηρόκαστρο. Και εκεί στο Σιδηρόκαστρο υπηρετούσε ο πατέρας μου. Ήτανε Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Και εκεί το νυφοπάζαρο γινότανε από συνοικισμό στο σταθμό. Πάνε-έλα, πάνε-έλα, πάνε-έλα. Νέοι άνθρωποι, τώρα, εμείς, όλο και κάτι ψάχναμε να βρούμε, καμιά κοπελίτσα. Ε, και τελικά γνωρίστηκε… τη γνώρισε τη μητέρα μου κι ήθελε να την πάρει. Εν τω μεταξύ, η θεία της —γιατί, οι γονείς της μητέρας μου τους είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Και δύο αδέρφια ακόμα σκοτωθήκαν. Η μόνη που έζησε ήταν αυτή. Και την ώρα που έφευγε —γιατί φεύγανε, πήγανε στη Σμύρνη να πάρουν τα καράβια να φύγουν, να 'ρθουν προς την Ελλάδα—, και την ώρα που έτρεχε η αδερφή μου την είδε η θεία της. Η θεία Ανθούσα.
Η μητέρα σας εννοείτε. Επειδή είπατε «η αδερφή μου», «την ώρα που έτρεχε η αδερφή μου».
Όχι. Την ώρα που έτρεχε η μητέρα μου. Την ώρα που έτρεχε την είδε η θεία της και την λέει: «Έλα, Όλγα! Όλγα, έλα, έλα!». Και έτρεξε. Κι έτσι σώθηκε. Και, ε, γνωριστήκαν με τον πατέρα μου, παντρευτήκανε, κάναν τα δύο πρώτα παιδιά, τα οποία πεθάναν από δυστυχία, αρρώστιες. Τότες δεν υπήρχαν και τα μέσα τα οποία υπάρχουν τώρα. Τώρα ο άλλος… τι είχε; Μια γρίπη ξέρω 'γω, ένα αυτό. Και θεραπεία δεν υπήρχε. Ε, μετά γεννηθήκαμε άλλα τέσσερα αδέρφια. Εγώ, η Στέλλα, η Μαρίκα και τελευταίος ήταν ο Λευτέρης. Δεν σπουδάσα[00:15:00]με εμείς. Ο Λευτέρης σπούδασε. Τελείωσε Νομική. Έγινε συμβολαιογράφος. Απέκτησε κι αυτός δύο παιδιά. Ο γιος του ανέλαβε το συμβολαιογραφείο αυτό. Η κόρη του έγινε οδοντίατρος. Και μένουν στην Αλεξάνδρεια, στο Γιδά.
Τέλεια. Και επειδή το έχετε ήδη πει πολλές φορές, για την Κατοχή και τις δυσκολίες, θέλετε λίγο να εστιάσουμε παραπάνω πώς ήταν στην Κατοχή, που είχατε και τους Γερμανούς, είχατε και τους Βούλγαρους στο Σιδηρόκαστρο;
Ναι. Είχαμε και τους Βούλγαρους και δεν μπορούσαμε να τους μιλήσουμε. Γιατί, άμα μιλούσες σε κανένα Βούλγαρο άσχημα, σε κυνηγούσανε. Εγώ, τώρα, θυμάμαι… Στην Καλίνδρια ήταν ο πατέρας μου, τον είχαν αποσπάσει. Στο Κιλκίς. Καλίνδρια Κιλκίς. Στο σταθμό. Κι ήταν μια αμαξοστοιχία κι ήταν όλο… Είχε πετρέλαιο. Και 'γω τώρα —παιδί ήμουνα— πήγα να πάρω πετρέλαιο. Έσταζε και έβαλα ένα ντενεκέ να μαζεύω πετρέλαιο. Και με πήρε ένας Γερμανός χαμπάρι και με πλάκωνε στο ξύλο. Έχω φάει πάρα πολύ ξύλο. Και τελικά είδε ο σταθμάρχης του αυτού κι ήρθε απάνω και του λέει: «Πίκολο, πίκολο!», λέει. «Τι το χτυπάς;». Κι έτσι με γλύτωσε ο σταθμάρχης. Αλλιώς θα 'τρωγα πολύ ξύλο απ’ τους Γερμανούς. Εν τω μεταξύ, τότες ζυμώναμε κιόλας. Τότε ζύμωναν. Δεν υπήρχε ψωμί να πάμε στο φούρνο. Και ζύμωνε η μητέρα μου. Και την ώρα που φούρνιζε τα ψωμιά περάσαν οι Γερμανοί και λέει: «Ψωμί θέλω. Ψωμί, ψωμί!». Και τους λέει η μητέρα μου: «Δεν είναι… Εγώ τώρα το 'βαλα», λέει. «Τώρα το 'βαλα. Ακόμα δεν ψήθηκε». Ε, να. Η Κατοχή ήταν δύσκολη. Εν τω μεταξύ, στο σταθμό περνούσαν αμαξοστοιχίες. Εγώ πουλούσα νερό. Είχα μια στάμνα και φώναζα: «Κρύο νερό! Κρύο νερό! Κρύο νερό!». Και πουλούσα νερό. Έβγαζα κάνα χαρτζιλικάκι. Μετά από 'κει… Για να θυμηθούμε και τίποτα άλλο…
Για να βοηθήσω, επειδή ο πατέρας σας δούλευε και στο σιδηρόδρομο, ξέρω ότι εκεί στην περιοχή πολλοί άνθρωποι στάλθηκαν σε τάγματα εργασίας σε σιδηροδρομικές γραμμές. Είχατε εσείς κάποιον άνθρωπο στην οικογένεια που να το έπαθε αυτό;
Όχι, όχι, όχι. Ο πατέρας μου, επειδή τότες εμείς πηγαίναμε σχολείο στο Σιδηρόκαστρο, κι αναγκαζόταν ο καημένος και πήγαινε στον παλιό σταθμό. Από Σιδηρόκαστρο, το σταθμό Σιδηροκάστρου, πήγαινε στον παλιό σταθμό. Δηλαδή, ήταν μία διαδρομή γύρω στη… μία ώρα; Μία ώρα. Γιατί, εκεί στο σταθμό που πήγαινε τον παραχωρούσανε σπίτι. Και δεν πήγε ο πατέρας μου για να… Πώς θα πηγαίναμε σχολείο εκεί; Γιατί, στο χωριό ήταν πολύ ψηλά το σχολείο. Παιδιά ήμασταν. Κι αναγκάστηκε και πήγαινε και περπατούσε. Και πάντα πήγαινε με φόβο, γιατί τότες κατεβαίναν και αντάρται και βάζαν διάφορες νάρκες στις γραμμές. Και πολλές φορές περνούσε ο φύλακας και τα καταλάβαινε και ειδοποιούσε κι ερχόταν, τις βγάζανε. Και φοβόταν πάντα ο πατέρας μας. Ήτανε δύσκολες καταστάσεις. Άλλο.
Χε χε, διεκπεραιωτικός! Αργότερα στον Εμφύλιο τι θυμάστε; Τι έγινε;
Ο Εμφύλιος… Πότε είχε γίνει αυτός;
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του… Εσείς πρέπει να 'σασταν γύρω στα δεκαέξι, δεκαεφτά.
Εμφύλιος πόλεμος… Ο εμφύλιος πόλεμος είναι εμφύλιος πόλεμος. Δεν πρέπει να γίνεται. Γίναν πολλά έκτροπα. Σκοτώσαν ανθρώπους αθώους. Θυμάμαι ένα περιστατικό. Στην Καλίνδρια που ήμασταν εκεί ήταν ένας. Αυτός ήταν στα Τάγματα Ασφαλείας. Κι ο άνθρωπος φούρνιζε το ψωμί. Κι εκείνη τη στιγμή είχαν έρθει αντάρτες πάρα πολλοί και τον ψάχναν. Ονομαστικά. Είχαν ολόκληρο κατεβατό κι είχαν τα ονόματα: τάδε, ο τάδε, τάδε. Κι ο τάδε που είναι; Και κάποια άλλη τον είπε: «Αυτός είναι». Τον πήραν τον άνθρωπο. Τότες εμείς παιδιά και τρέχαμε από πίσω. Και πήγαν στο χωριό απάνω —Καλίνδρια, στο χωριό— κι εκείνη τη στιγμή τον είχαν εκτελέσει. Και το είδαμε εμείς. Και το είδα εγώ την ώρα που τον σκοτώσαν τον άνθρωπο. Δηλαδή, ήτανε τραγικά πράγματα. Σκότωνε ο ένας τον άλλον. Αυτά. Άλλο;
Και κάποια στιγμή, λοιπόν, τελειώνει και αυτό και έρχεστ[00:20:00]ε στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάτε, όπως είπατε, να δουλεύετε στο «Αβέρωφ».
Ναι.
Εκεί τι κόσμος σύχναζε και πού ήταν αυτό το μαγαζί;
Αυτό το μαγαζί ήτανε Αντιγονιδών. Ο κόσμος ήτανε η αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης. Διότι, ήτανε πάρα πολύ καλό εστιατόριο, καθαρό μαγαζί. Είχαμε τον αρχιμάγειρα, σεφ που λένε, ονόματι… Κωνσταντίνος, τώρα; Δεν θυμάμαι το επίθετό του. Κώστα τον λέγανε. Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Ερχόταν τότε ο Ιασωνίδης. Ήτανε Υπουργός Βορείου Ελλάδος. Πόντιος. Αυτός ήρθε τότες απ’ τα γεγονότα, που φύγαν απ’ το ’22 που τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Κι ερχόταν κι έτρωγε στο εστιατόριο. Το φαΐ του ήτανε μία τσιπούρα, ραδικάκι κι ένα ποτηράκι κρασί. Ένας κοντούλης ήταν. Και πάντα έβγαινε στο μπαλκόνι κι έλεγε διάφορα, αυτά. Κι ο κόσμος χειροκροτούσε. «Θέλουμε και παιδεία! Θέλουμε και παιδεία!», λέγαν οι από κάτω. Και βγαίνει ο…—
Ο Ιασωνίδης.
—ο Ιασωνίδης και λέει: «Αγαπητοί πατριώται», λέει, «ατό είν’ του παπλώματο», λέει. «Αυτό είν’ του στρώματο», λεει. Ναι, κατάλαβες; Σαν να σου λέει «Για παιδιά πρέπει να κάνετε…»! Είναι του παπλώματος. Δεν είναι του…
Ναι!
Αυτά.
ΟΚ. Και μετά στο καφενείο πώς ήταν εκεί;
Στο καφενείο ερχότανε, παίζανε διάφορα παιχνίδια με τις τράπουλες. Ξερή παίζανε, πολλά άλλα διάφορα παιχνίδια. Εγώ τους πήγαινα καφέ, νερό. «Κώστα, φέρε με 'κεινο», «Κώστα, φέρε με 'κεινο». Ε, ακόμα νέος ήμουνα και τους εξυπηρετούσα. Και το καφενείο λεγόταν Ελληνικό. Ήταν επί της Τσιμισκή. Το Ελληνικό. Ε, κι από 'κει και μετά, ύστερα, ήρθε η σειρά μου να φύγω να πάω φαντάρος. Ε, φύγαμε. Πήγαμε φαντάρος και πήγαμε στο Μεγάλο Πεύκο. Και τότε ήταν το Αντιεροπορικό Πυροβολικό. Δηλαδή, ήτανε για τα αεροπλάνα. Και κάθε φορά που πηγαίναμε για άσκηση πηγαίναμε στον Αλμυρό Βόλου. Και γινότανε. Υπήρχε το αεροπλάνο, η ντακότα, το ανεμούριο. Πήγαινε η ντακότα μπροστά και από 'κει ήταν ανεμούριο μεγάλο και ακριβώς εκεί πυροβολούσαμε. Και μετά μας αφήνανε. Κάναμε το μπάνιο μας, πηγαίναμε, γυρίζαμε στο στράτευμα και τρελαινόμασταν στη φασίνα, να καθαρίσουμε τα… Γιατί, εκείνα ήτανε χάλια, μες στη σκόνη και τα αυτά. Ε, καλά πέρασα στο στρατό. Μετά, επειδή είχα λίγο γραφικό χαρακτήρα κι αυτά, μ’ είχανε στο γραφείο εκεί και πέρασα καλά.
Ωραία. Χαίρομαι που τ’ ακούω. Και στη Θεσσαλονίκη πίσω πού μένατε; Σε ποια περιοχή;
Θεσσαλονίκη μέναμε Προφήτη Ηλία, στην Άνω Πόλη; Πού είναι; Ο Προφήτης Ηλίας είναι… Πού είναι η εκκλησία; Λίγο πιο απάνω. Προφήτη Ηλία. Εκεί μέναμε.
Και πώς ήταν εκεί η γειτονιά;
Η γειτονιά καλή ήτανε. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Τότες ο κόσμος ήταν και φιλήσυχος. Δεν είχε όπως είναι τώρα. Τώρα είναι… Κοιτάζει ο ένας να σε βγάλει το μάτι, ό,τι βρει να αρπάξει. Τότες φιλήσυχοι ήμασταν. Δεν μαλώναμε. Περνούσαμε καλά, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Ωραία. Και κάποια στιγμή σκάει μύτη κι η Δικτατορία.
Η Δικτατορία τότες… Θυμάμαι —στο Πανεπιστήμιο εργαζόμουν εγώ— και την ημέρα εκείνη… Πότε ήτανε;
21 Απριλίου του ’67.
Ναι. 21 Απριλίου. Και όταν πήγαμε στη δουλειά είχανε καταλάβει τη Διοίκηση ο Στρατός. Και λέω: «Τι στην… Τι έγινε; Τι έγινε;». Λέει: «Έγινε Δικτατορία». Παπαδόπουλος και Σία. Και είχε γίνει μία δεξίωση στο Πανεπιστήμιο. Τότες είχε έρθει ο Παττακός, ο Παπαδόπουλος και άλλοι. Δεν τους θυμάμαι τώρα αυτούς. Και την ώρα που ήμασταν στη Διοίκηση απάνω —είχαμε κι εμείς πάει να παρακουλουθούμε και να κάνουμε—, βλέπω ήρθε ο Παττακός και μου λέει: «Έλα 'δω», μου κάνει. Λέει: «Τι είσαι; Υπάλληλος;». «Υπάλληλος», λέω. «Παρ’ το καπέλο μου», λέει, «και να το φυλάξεις», μου λέει. «Πρόσεξε! Σαν τα μάτια σου», λέει. «Μην τυχόν και πάθει τίποτα», μου λ[00:25:00]έει. Γιατί, θα πήγαινε μες στη Σύγκλητο, εκεί, και δεν ήθελε να πάει με το καπέλο. Κι ο Παπαδόπουλος, οι Πρυτάνεις, όλοι αυτοί. Είχαν πάρει μια απόφαση εκεί. Τώρα, τι λέγανε άγνωστο.
Περίεργο συναίσθημα μάλλον.
Ε, ναι. Πάντως, δύσκολα τα πράγματα. Πολλοί κυνηγούσαν τους Αριστερούς πολύ. Πολλοί πήγαν φυλακή. Άλλους τους σκοτώσαν, άλλους… Δηλαδή, άσχημες καταστάσεις.
Και κάποια στιγμή τελειώνει και αυτό. Έρχεται η Μεταπολίτευση και το ’81 έρχεται η Αλλαγή;
Έρχεται η Αλλαγή. «Το ΠΑΣΟΚ είναι 'δω!», φώναζε ο λαός. Γιατί, ζητούσε κάποια αλλαγή, η οποία είχε ήδη… Κι εν τω μεταξύ, ο Ανδρέας Παναδρέου ήτανε λαοπλάνος. Δηλαδή, σε τραβούσε. Έβγαζε λόγο τρομερό. Σε τραβούσε. Ε, τότες είχαμε ασχοληθεί. Τότε ψηφίσαμε ΠΑΣΟΚ, ξαναψηφίσαμε ΠΑΣΟΚ. Γιατί, ήταν κι η Δεξιά. Δουλειές δεν υπήρχαν, το ένα δεν υπήρχαν. Ο κόσμος ζήτησε και κάποια αλλαγή, η οποία την είχε κι αυτή την αλλαγή. Γίναν ορισμένα πράγματα. Μετά, ύστερα, ξαναψηφίσαμε. Δηλαδή, βγήκε δύο τετραετίες, βγήκε ο Παπανδρέου. Ξαναψηφίσαμε Παπανδρέου. Ε, μετά δεν ψηφίσαμε. Μετά έγινε η αλλαγή. Μετά απ’ τον Παπανδρέου ανέλαβε ο Μητσοτάκης, ναι. Κι απάνω εκεί με τα γεγονότα —τι είχε γίνει δεν ξέρω— ο Μητσοτάκης ήθελε να βάλει φυλακή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και στήθηκε δικαστήριο και θέλαν να τον δικάσουνε. Ε, και τελικά ήταν τέσσερις εκεί. Και οι τρεις ζητούσαν την απαλλαγή του Παπανδρέου. Κι τότες Πρόεδρος του δικαστηρίου ήτανε —Κόκκινος λεγόταν. Κόκκινος. Το θυμάμαι. Κι έτσι τον αθωώσανε.
Όταν, λοιπόν, βγήκε ο Αντρέας Παπανδρέου —τον Οκτώβριο του ’81 ήτανε—, εσείς πώς αισθανθήκατε;
Ε, περιμέναμε… Χαρήκαμε, ότι θα γίνει κάποια αλλαγή, κάτι θα γίνει. Κάτι καλό για τον κόσμο.
Τι περιμένατε, δηλαδή, ότι θα αλλάξει;
Τι περιμέναμε; Εμείς ήμαστε δημόσιοι υπάλληλοι. Καμιά αύξηση… Τι να ζητήσει κανείς; Ένας δημόσιος υπάλληλος τι να ζητήσει; Καμιά αυξησούλα να μπορέσουμε να ζήσουμε.
Και εσείς υπήρξατε οργανωμένος στο ΠΑΣΟΚ;
Ναι, ήμουνα. Ήμουνα, ναι. Ήμουν και στη Διοίκηση του Πανεπιστημίου, στο Σύλλογο. Ήμουν οργανωμένος.
Έντονα τα πράγματα τότε.
Ναι, ναι, ναι. Πασόκος δυνατός.
Τι ακριβώς κάνατε, δηλαδή;
Στο Σύλλογο. Παίρναμε αποφάσεις, διάφορες αποφάσεις, κι ήμαστε στο Σύλλογο. Κατεβαίναμε στην Αθήνα, στο Συνέδριο των δημοσίων υπαλλήλων, κι ο καθένας έλεγε τα δικά του, πώς θα γίνει, για αυξήσεις, καμιά αυξησούλα και διάφορα άλλα. Ε, ένας Σύλλογος τι θα ζητήσει; Να καλυτερέψει η ζωή των δημοσίων υπαλλήλων.
Και υπήρχαν τότε και συνθήματα και αφισοκολλήσεις…
Ναι. Αφισοκολλήσεις πήγαινε καπνός. Ναι. Μέχρι και τα παιδιά μου έβαλα να αφισοκολλούν!
Τελείως άλλες αντιλήψεις. Σε σχέση με σήμερα, δηλαδή.
Α, ναι, ναι. Τότες πήγαινε πολύ τοιχοκόλημμα, πάρα πολύ. Πολύ χαρτί, πάρα πολύ χαρτί.
Ωραία. Κι όταν εσείς μπήκατε στο Πανεπιστήμιο, άρα, εκείνα τα χρόνια και λίγο πιο πριν, στη Χούντα, πώς ήταν γενικά το ΑΠΘ; Τι θυμάστε ακριβώς;
Το ΑΠΘ ήτανε… Τότε στο Πανεπιστήμιο ήτανε η Διοίκηση, το Παλιό Κτίριο. Μετά αρχίσαν και κτιστήκαν διάφορα κτίρια. Χτίστηκε η Φυσικομαθηματική, το Χημείο, Κτηνιατρική, Πολυτεχνείο, Τοπογράφων. Μετά χτίστηκε Γεωπονική, Κτηνιατρική. Ύ[00:30:00]στερα… Είναι ένα… Πώς το λένε; Δεν μπορούσα να το θυμηθώ τώρα πώς το λένε. Οδοντιατρική. Και στο τέλος έγινε το κτίριο της Διοικήσεως. Γιατί, εκεί πλέον, στο Παλιό το Κτίριο, γινότανε η Σύγκλητος, όλες οι συνεδριάσεις, η Σύγκλητος που μαζευόντουσαν όλοι. Ε, ο χώρος ήτανε λίγος. Και έγινε η Διοίκηση. Μετά μεταφερθήκαμε στη Διοίκηση.
Και ήσασταν ως κλητήρας μάλλον ενεργός μέσα. Είχατε θέση εκεί πέρα; Ξέρατε κόσμο;
Ναι. Εξυπηρετούσα πάρα πολύ κόσμο. Γιατί, ο προορισμός του δημοσίου υπαλλήλου είναι να εξυπηρετεί κόσμο. Για αυτό λέγεται δημόσιος υπάλληλος. Είναι στο Δημόσιο. Εξυπηρετείς τον άλλο. Έχω εξυπηρετήσει πάρα πολύ κόσμο. Μέχρι που πήγα στον Πρύτανη και λέγανε στον Πρύτανη. Κάπου 'κει —ήμουν στην είσοδο αυτού και εξυπηρετούσα τους πάντες. Και πήγανε, λέγανε: «Τρομερή εξυπηρέτηση». Και μια φορά με φωνάζει ο Πρύτανης και μου λέει: «Καλά, ρε Κώστα», μου λέει, «έρχονται εδώ», μου λέει, «και δίνουν εύσημα. Τι κάνεις;». Λέω: «Κύριε Πρύτανη, η δουλειά μας είναι να εξυπηρετούμε τον κόσμο. Ήρθαμε εδώ για να εξυπηρετούμε τον κόσμο. Κι αυτό κάνω εγώ», λέω. «Εξυπηρετώ τους πάντες. Δεν έχω αφήσει κανένα δυσαρεστημένο». Και συγκεκριμένα μία κυρία έκλαιγε. Στα σκαλοπάτια εκεί καθόταν κι έκλαιγε. Τώρα, εγώ την είδα που έκλαιγε. Λέω: «Κυρία μου, με συγχωρείτε πάρα πολύ που επεμβαίνω». Λέω: «Γιατί κλαίτε;», λέω. «Για να κλαίτε κάτι συμβαίνει. Αν μπορώ να σας βοηθήσω», λέω. «Πέστε μου τι συμβαίνει», λέω, «να σας εξυπηρετήσω. Γιατί να κλαίτε;». «Ε να», λέει, «ήρθα να βγάλω ένα πιστοποιητικό για το γιο μου», λέει, «και μου είπαν μετά από τρεις μέρες. Κι εγώ έβγαλα αλέ-ρετούρ εισιτήριο». «Αχ εσείς οι Αθηναίοι!», λέω. «Μόλις έρχεστε», λέω, «εμείς πρέπει να στεκόμαστε προσοχή», λέω, «για να εξυπηρετηθείτε. Εν πάση περιπτώσει», λέω, «περιμέντε». Κι απάνω στη Νομική Σχολή είχα μια πατριώτισσά μου. Ισμήνη λεγότανε. Και πήγα την βρήκα την Ισμήνη. Λέω: «Ρε Ισμήνη, το και το», λέω. «Μια κάτω κυρία», λέω, «έκλαιγε η καημένη». Λέει: «Τι; Γιατί έκλαιγε;». «Ήρθε να πάρει πιστοποιητικό για το γιο της και την είπαν μετά από τρεις μέρες», λέω. Ε, λέω: «Άι να την εξυπηρετήσουμε. Κρίμα είναι η καημένη». «Θα την κάνω», μου λέει. «Τους Αθηναίους δεν τους χωνεύω», μου λέει, «Κώστα. Γιατί, όταν έρχονται», μου λέει, «τα θέλουν όλα αμέσως. Επειδή μάθανε εκεί», μου λέει, «όλα τα θέλουνε αμέσως στην εντέλεια. Ε, δεν γίνεται!», λέει. Τελικά, την εξυπηρέτησε την κοπέλα. Το 'βγαλε. Της λέω: «Μετά από κάνα δύο ώρες ελάτε. Αν θέλετε, κάντε καμιά βόλτα», λέω, «να γνωρίστε και τη Θεσσαλονίκη λιγάκι και ελάτε την τάδε ώρα να το πάρετε». Κι ήρθε το πήρε η κοπέλα και όταν έφυγε με ευχαρίστησε. Και θυμάμαι μια μέρα ξαναήρθε αυτή πάλι και μ’ είχε δώσει ένα στυλό χρυσό. Ένα στυλό. Μου λέει: «Αυτό, κύριε Κοτσώνη, είναι ένα δώρο».
Υπάρχει ακόμα ακόμα αυτό το στυλό;
Ναι, χάθηκε κιόλα. Δεν ξέρουμε πού είναι. Πολλά χρόνια.
Κι όταν τελείωσε, λοιπόν, η Δικτατορία και μετά ήρθε και το ΠΑΣΟΚ κτλ., φαντάζομαι και στους καθηγητές και στους φοιτητές υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία.
Ελευθερία και… Φαγωμάρα υπήρχε τότε. Σου λέει, τώρα μερικοί μπήκαν στο ΠΑΣΟΚ, οργανωθήκανε, δεν συμπεριφερότανε καλά στους άλλους. Και θυμάμαι συγκεκριμένα μες στην Πρυτανεία, όταν πήγαινε κανένας κι έλεγε… Δηλαδή, επειδή το ΠΑΣΟΚ και ο άλλος ήταν Δεξιός, λέει: «Αυτός είναι Δεξιός». Τι θα πει Δεξιός και Αριστερός; Ο άνθρωπος… Εντάξει, ήρθε μια αλλαγή. Ε, θα φύγει αυτός, θα 'ρθει κάποιος άλλος. Γιατί ο κάθε συνάδελφος να κυνηγάει τον άλλον; Κατάλαβες, Κωστή; Γινήκαν και τέτοια πράγματα. Άλλο.
Νομίζω ότι φτάνουμε σιγά-σιγά στο σήμερα. Σήμερα πώς είναι η ζωή σας;
Η ζωή καλή είναι, δόξα τω Θεώ. Καλά είμαστε. Αλλά, και τώρα υπάρχει δυστυχία, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές. Δηλαδή, όταν ένα παιδί αγωνίζεται και παίρνει 4[00:35:00]00 ευρώ το μήνα, πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει; Είναι δυνατόν να επιβιώσει; 400 ευρώ το μήνα; Υπάρχει δυστυχία, υπάρχει ανεργία, υπάρχει πείνα. Δηλαδή, οι μισοί Έλληνες ζούνε καλά κι οι άλλοι μισοί υποφέρουν. Αυτό είναι. Παρακάτω.
Εσάς τι σας δίνει χαρά και τις σας στεναχωρεί;
Χαρά…τι; Χαρά να μου δώσει… να, η οικογένειά μου να είναι καλά, τα παιδιά μου και να βοηθήσουν και λίγο το λαό για να ζήσει λίγο καλύτερα.
Και κάτι που να σας στεναχωρεί;
Α, δεν με στεναχωρεί τίποτα. Δεν με στεναχωρεί τίποτα. Άλλο.
Νομίζω ότι δεν έχω κάτι συγκεκριμένο. Προσπαθώ να σκεφτώ.
Ναι… Με την Αθηνούλα παντρευτήκαμε. Γελάει! Ναι, ήτανε πάρα πολύ καλή σαν σύζυγος και περάσαμε πάρα πολύ καλά. Κάναμε και δύο παιδιά, τα οποία μεγαλώσανε. Και ο μεγάλος ο γιος μου παντρεύτηκε και έκανε ένα εγγόνι, ο οποίος είναι άριστος μαθητής. Αητός, αητός που λένε!
Πού παντρευτήκατε;
Στην εκκλησία, στους Αγίους Πάντους. Εκεί παντρευτήκαμε. Και μέναμε στην Ξηροκρήνη και στη διεύθυνση Π.Ζ.Ε. 18. Ένα ισόγειο ήτανε. Μετά από εκεί πήγαμε στην… Έζησα ένα διάστημα με τον πατέρα μου μαζί. Ήμασταν μαζί και ήμασταν στη Λαχαναγορά. Πρώην Λαχαναγορά. Εκεί. Μετά από 'κει είδα τα πράγματα ότι είναι δύσκολα με τον πατέρα μου εκεί. Όσο να 'ναι μεγάλοι ήταν κι αυτοί. Λέω τη γυναίκα μου: «Μπα, θα φύγουμε, να νοικιάσουμε κάνα σπίτι να φύγουμε», λέω. Και αναγκαστήκαμε φύγαμε και πήγαμε νοικιάσαμε ένα σπίτι κάπου εκεί στη Γαμβέτα. Μετά απ’ τη Γαμβέτα… Μάλλον, το σπίτι αυτό το νοίκιαζε ένας ο οποίος είναι στο πεθερικό μου… Ο πεθερός μου συζούσε με έναν —πώς τον λέγαν—, Σταύρο τον λέγανε και είχε αυτός… μας σύστησε. Μάλλον τα εγγόνια του είχαν το σπίτι αυτό και πήγαμε καθίσαμε κάμποσο καιρό. Και μετά αναγκάστηκα πήρα δάνειο κι αγόρασα όλο το σπίτι στη Γαμβέτα Είχα πάρει ένα δάνειο 190.000 και πήρα το σπίτι αυτό. Δηλαδή, μπορούσαμε να πάρουμε ένα καλύτερο σπίτι, αλλά τα οικονομικά ήταν πολύ δύσκολα κι αναγκαστήκαμε χωθήκαμε μέσα εκεί για να βάλουμε το κεφάλι μας.
Ωραία. Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε.
Άλλο, Κωστή, τι να πούμε; Για να δούμε. Άλλο… Να θυμηθώ… τι να θυμηθώ άλλο;
Με το ποδόσφαιρο… Ήμουν ποδοσφαιριστής στον Εθνικό Σιδηροκάστρου. Ήμουν εξτρέμ αριστερός. Επειδή είμαι αριστεροπόδαρος ήμουν αριστερό εξτρέμ. Και τότες ερχότανε «λαγωνικά» και παρακολουθούσαν ποιοι είναι οι καλοί ποδοσφαιρισταί και τους πέρναν. Κι ένα διάστημα ήρθαν και με ζητήσαν και πήγα στον Ηρακλή Σερρών. Έπαιξα στον Ηρακλή Σερρών και παίζαμε σε πολλές περιφέρειες. Πηγαίναμε στη Τζουμαγιά, πηγαίναμε στο Πετρίτσι, πηγαίναμε στη Βυρώνεια. Παίζαμε με διάφορες ομάδες. Τότες το ποδόσφαιρο δεν ήτανε όπως είναι τώρα, επαγγελματικό. Ερασιτεχνικό ήτανε. Να σκεφτείς ότι πολλές φορές και τα παπούτσια τα κάναμε και μόνοι μας. Ναι, δεν υπήρχε τότες… Τώρα οι ποδοσφαιρισταί είναι κύριοι και πέφτει και χρήμα. Σαν κι αυτούς ήμαστε δέκα φορές καλύτεροι! Αλλά, δεν υπήρχε τότες. Γιατί, η μπάλα τότες, η μπάλα, ήτανε με κορδόνια πάνω. Δεν είναι τώρα όπως, είναι στρόγγυλη, έχει μια τρυπούλα και τη φουσκώνουν κι είναι ωραία. Και την ώρα που χτυπούσες τη μπάλα και έπιανες το κορδόνι έφερνες δέκα φορές σβούρα έτσι κι έπεφτες. Σε σκότωνε αυτό εκεί. Ήταν δέρμα. Δέρμα γουρουνίσιο. Κατάλαβες; Ήταν δύσκολα χρόνια. Ε, φάγαμε πολλές κλωτσιές. Και θ[00:40:00]υμάμαι συγκεκριμένα ένα διάστημα ένας —Βόγας λεγότανε— στον Ηρακλή. Ήτανε μπακ αυτός. Είχα πάρει τη μπάλα εγώ κι έτρεχα, ορμούσα για γκολ. Κι ερχόταν ο μπαγάσας από πίσω και με τραβάει μια κλωτσιά από το πίσω μέρος, αυτό. Και την ώρα που με χτύπησε νόμισα ότι με χτύπησε ρεύμα, ηλεκτρικό ρεύμα. Έπεσα κάτω. Έγινε φασαρία. Πλακωθήκαμε μέσα στο ξύλο. Ύστερα μπήκαν και φαντάροι μέσα και γινόταν. Άλλοι υποστήριζαν τον Ηρακλή, άλλοι τον Εθνικό Σιδηροκάστρου και γινόταν ένα πράμα… φύρδην μίγδην. Αυτά με το ποδόσφαιρο.
Σαν θεατής στο γήπεδο πηγαίνατε;
Θεατής;
Ναι, αν πηγαίνατε να δείτε αγώνες επίσης.
Α, ναι, βέβαια. Πήγαινα. Εννοείς εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Ναι. Πήγαινα στον ΠΑΟΚ. Ήμασταν Παοκτσήδες όλοι. «ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ!» και ξερό ψωμί. Αρκεί να είναι ο ΠΑΟΚ απάνω. Και ας μην τρώγαμε και ψωμί. Έπαιρνα τα παιδιά τότες, το Δημήτρη και το Γιώργο, και τους πήγαινα στο γήπεδο. Τότες πήγαιναν και οικογένειες, ρε παιδί μου. Τώρα πού να πας στα γήπεδα; Τώρα, αν πας στα γήπεδα, ή θα φύγεις χωρίς χέρι ή χωρίς κεφάλι. Ε, ναι, δεν γίνεται. Δεν είναι ποδόσφαιρο αυτό. Αυτό είναι γκάνγκστερ! Τότες υπήρχε σεβασμός, υπήρχε… Ήταν πιο ομαλό το ποδόσφαιρο. Και τότες υπήρχαν, βέβαια, παρατράγουδα, αλλά πήγαιναν και οικογένειες. Τώρα δεν… Πού να πας παιδιά; Είδες κανένα παιδάκι; Κάποιος να πάρει το παιδί του να πάει στο γήπεδο; Λίγα γεγονότα γινήκαν με φωτοβολίδες και μ’ αυτά και άλλος έχασε το χέρι του, άλλος έχασε το μάτι του; Χίλια δύο γεγονότα έχουν γίνει. Ε, δεν είναι ποδόσφαιρο αυτό. Το ποδόσφαιρο είναι μια χαρά, αγάπη, μια διασκέδαση, να βγάλεις το… να χαρείς, να χειροκροτήσεις, να κάνεις… Όχι να τσακώνεσαι και να σκοτώνονται μέσα στα γήπεδα. Αυτά με το ποδόσφαιρο.
Ωραία, νομίζω ότι μπορούμε να ολοκληρώσουμε.
Ναι.
Να πω «ευχαριστώ πάρα πολύ» για το χρόνο.
Παρακαλώ και ας ελπίσουμε ότι τα είπαμε λίγο καλά, έτσι;
Πολύ καλά, πολύ καλά! Ευχαριστώ.
Να 'σαι καλά, Κωστή.
Φωτογραφίες

Αφηγητής-σύντροφος
Ο αφηγητής με τη σύντροφό του Αθηνά στα τέ ...

Γάμος αφηγητή
Ο αφηγητής με τη σύζυγό του Αθηνά τη μέρα ...

Αφηγητής-αδερφή του-σύζυ ...
Ο αφηγητής (μέση-δεξιά) με τη σύζυγό του Α ...

Από τη ζωή στο Σιδηρόκασ ...
Ο αφηγητής (αριστερά) στο Σιδηρόκαστρο με ...

Ζεϊμπέκικο
Ο αφηγητής, νέος, χορεύει ζεϊμπέκικο σε κά ...

Στα γήπεδα
Ο αφηγητής (κέντρο) με συμπαίκτες του από ...

Στο ΑΠΘ
Ο αφηγητής ενώ δούλευε σαν κλητήρας στο ΑΠΘ.

Το σόι
Μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία της οικογέν ...

Γάμος αφηγητή
Φωτογραφία με τους καλεσμένους στο γάμο το ...
Περίληψη
Σε αυτή τη συνέντευξη «πρωταγωνιστής» είναι ένας κάτοικος Θεσσαλονίκης γεννημένος το 1930. Η καταγωγή του είναι από το Σιδηρόκαστρο Σερρών, όμως τη δεκαετία του '50 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ως παιδί τη δεκαετία του '40 βίωσε έντονη φτώχεια και έζησε από πρώτο χέρι την Κατοχή Γερμανών και Βούλγαρων στο Σιδηρόκαστρο. Το ίδιο ίσχυσε και με τον Εμφύλιο. Αυτές οι αγριότητες μετριάζονταν κάπως από τα παιχνίδια που έπαιζε και από την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, με το οποίο ασχολήθηκε σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο. Στη Θεσσαλονίκη άλλαξε πολλές φορές σπίτι και εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, από σερβιτόρος μέχρι κλητήρας στο ΑΠΘ. Το 1981 έζησε μαζί με πολλούς άλλους την Αλλαγή του ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε οργανωμένος υποστηρικτής για αρκετά χρόνια. Στο μεταξύ απέκτησε παιδιά και εγγόνι και έζησε μια αρκετά ευχάριστη ζωή με τη σύζυγό του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Κοτσώνης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/07/2020
Διάρκεια
42'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο Αφηγητής ήταν παππούς του Ερευνητή. Έφυγε από τη ζωή το Νοέμβριο του 2021.
Περίληψη
Σε αυτή τη συνέντευξη «πρωταγωνιστής» είναι ένας κάτοικος Θεσσαλονίκης γεννημένος το 1930. Η καταγωγή του είναι από το Σιδηρόκαστρο Σερρών, όμως τη δεκαετία του '50 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ως παιδί τη δεκαετία του '40 βίωσε έντονη φτώχεια και έζησε από πρώτο χέρι την Κατοχή Γερμανών και Βούλγαρων στο Σιδηρόκαστρο. Το ίδιο ίσχυσε και με τον Εμφύλιο. Αυτές οι αγριότητες μετριάζονταν κάπως από τα παιχνίδια που έπαιζε και από την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, με το οποίο ασχολήθηκε σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο. Στη Θεσσαλονίκη άλλαξε πολλές φορές σπίτι και εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, από σερβιτόρος μέχρι κλητήρας στο ΑΠΘ. Το 1981 έζησε μαζί με πολλούς άλλους την Αλλαγή του ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε οργανωμένος υποστηρικτής για αρκετά χρόνια. Στο μεταξύ απέκτησε παιδιά και εγγόνι και έζησε μια αρκετά ευχάριστη ζωή με τη σύζυγό του.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Κοτσώνης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/07/2020
Διάρκεια
42'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο Αφηγητής ήταν παππούς του Ερευνητή. Έφυγε από τη ζωή το Νοέμβριο του 2021.