© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η Πόλη των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη. Ένας κάτοικος της Πόλης αναπολεί
Κωδικός Ιστορίας
11630
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Καβύρης (Ν.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/11/2022
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Ζερβογιάννη (Γ.Ζ.)
[00:00:00]Πείτε μου το όνομά σας αρχικά.
Λέγομαι Νικόλαος Καβύρης.
Σήμερα είναι Δευτέρα 27 Νομεβρίου 2022. Είμαστε στον Ωρωπό. Είμαι με τον κύριο Νικόλαο Καβύρη. Ονομάζομαι Γεωργία Ζερβογιάννη. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και αρχίζουμε την καταγραφή μας.
Χαίρω πολύ.
Κύριε Νίκο, εσείς γεννηθήκατε στην Πόλη. Γέννημα-θρέμμα. Πώς ήταν εκεί τα πρώτα σας παιδικά χρόνια;
Γεννήθηκα το 1947 στο Βόσπορο, λεγόμενο «Νεοχώρι» και την καινούργια ονομασία του «Yeniköy» στα τουρκικά. Γεννηθήκαμε σε μία γειτονιά που το λέγαμε εμείς εκεί κάτω τουρκικά, το λέγαμε «μαχαλά». Ήτανε περισσότεροι Τούρκοι παρά Έλληνες. Είχαμε μεμονωμένη μία ομογενειακή συνοικία το οποίο ήτανε απαρτιζόμενη από πέντε οικογένειες, όχι περισσότερες. Είχαμε δύο κοινότητες. Η μία κοινότητα λεγόταν της Παναγίας Κουμαριωτίσσης, η οποία είχε και τον περισσότερο ελληνισμό, τον περισσότερο πληθυσμό ελληνικό. Και η άλλη η κοινότητα που υπαγόταν και λεγόταν Άγιος Νικόλαος είχε τους λιγότερους. Η απόσταση μας από το κέντρο του χωριού ήταν περίπου στα 4 χιλιόμετρα. Εκεί ήταν, σαν κέντρο που ήτανε, ήτανε το σχολείο μας και βασικά ένας Σύλλογος που είχανε δημιουργήσει οι νεότεροι από εμάς.
Μιλάτε για τον Μορφωτικό Σύλλογο Νεοχωρίου;
Ναι.
Τι δράσεις είχε αυτός ο Σύλλογος τότε;
Ο Σύλλογος αυτός είχε μία δράση, εκτός αθλητισμό που δημιουργούσαν νέα παιδιά, τα οποία τα δημιουργούσαν και τα ωθούσαν προς τον αθλητισμό, είχε θέατρο, είχε μουσική, είχε μουσικές παραστάσεις, είχε θεατρικές παραστάσεις που ερχόντουσαν εκτός από το Νιχώρι, από το χωριό μας ερχόντουσαν και από άλλες περιοχές — ελληνικές περιοχές — που ερχόταν πάρα πολλοί και παρακολουθούσαν. Είχαμε μία ζωντανή πάντως επίσκεψη των επισκεπτών από τις γύρω περιοχές, οι οποίες υποστηρίζανε αυτό το οποίο σε πολλά σημεία ας πούμε του Βοσπόρου δεν υπήρχε.
Ήσασταν λοιπόν από τις πιο ζωντανές κοινότητες.
Ναι, από τις πιο ζωντανές κοινότητες. Βασικά είχαμε ομάδα ποδοσφαίρου, είχαμε ομάδα βόλεϊ και είχαμε και πολύ ωραίες ομάδες πινγκ-πονγκ. Αυτές ήταν οι δραστηριότητές μας, οι κυρίως δραστηριότητες μας. Ερχόντουσαν επίσης και επιθεωρήσεις που δημιουργούσαν από μέσα από την Κωνσταντινούπολη που υπήρχανε θεατρικές παραστάσεις, όπως θυμάμαι εκείνη την εποχή αν και ήμουνα μικρός, ήταν πρωτοστάτης ο Σπύρος ο Βενιέρης, ο οποίος έπαιζε πάρα πολλά έργα, τα οποία ας πούμε ήταν σε θεατρικά έργα εδώ πέρα της Ελλάδος. Τα οποία τα μετέφερε και τα παίζαμε με πολλή επιτυχία.
Πού πηγατε δημοτικό;
Δημοτικό πήγα στο Νιχώρι, το οποίο είχαμε εξατάξιο δημοτικό. Πήγα το ’54 στην πρώτη τάξη. Είχαμε δύο τμήματα, α και β. Ήμασταν περίπου 60 παιδιά στην πρώτη τάξη. Μόλις τελείωσε η χρόνια αυτή, δυστυχώς πέσαμε στην εποχή που έγιναν τα σπασίματα τα λεγόμενα σε μας, 5-6 Σεπτεμβρίου, τα «Σεπτεμβριανά», τα οποία τα ονόμασαν. Τότε έκλεισε το σχολείο για ένα χρόνο και πήγαμε μετά. Έπειτα ανακαινίστηκε διότι είχαν σπάσει το σχολείο μέσα σε όλα αυτά τα επεισόδια, είχαν σπάσει και το σχολείο, δηλαδή το είχανε κατά κάποιο τρόπο, όπως το λέμε πολύ λαϊκά, ρημάξει.
Από τα Σεπτεμβριανά τι θυμάστε; Σαν παιδί βέβαια και από τα ακούσματα των γονιών σας;
Δεν θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα, θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα, 6 Σεπτεμβρίου, θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι υπήρχε μία τρομοκρατία. Σε μας έφτασε λιγάκι αργά. Θυμάμαι τη μητέρα μου, η οποία μας είπε: «Μη βγαίνετε έξω, κλειδωθείτε στο σπίτι, διότι υπάρχουν γεγονότα». Ο πατέρας μου είχε έρθει πολύ νωρίς στο σπίτι. Από εκεί που ερχόταν στις 8:00 στις 9:00 το βράδυ ήρθε γύρω στις 6:30 με μία εφημερίδα στο χέρι του. Η εφημερίδα η τουρκική, η οποία έγραφε ας πούμε: «Στη Θεσσαλονίκη βάλανε βόμβα στου Ατατούρκ το σπίτι». Ο Ατατούρκ ήταν ο ιδρυτής της δημοκρατίας, των Νεότουρκων και είχε πάρα πολύ κόσμο, ο οποίος τον λάτρευε. Ήτανε πιστεύω ας [00:05:00]πούμε μία πράξη, η οποία θα πυροδοτούσε όλο τον τουρκικό λαό προς μία εχθρική συμπεριφορά προς τον ελληνική ομογένεια. Το οποίο έτσι κι έγινε. Από αυτά που θυμάμαι ας πούμε εγώ σπάσανε δηλαδή ακούσαμε την δεύτερη μέρα σπάσανε εκκλησίες, σπάσανε σχολεία, κάψανε εκκλησίες, βγάλανε από κοιμητήρια βγάλανε πτώματα, σπάσανε τάφους. Υπήρξαν και νεκροί και ένας παπάς νεκρός, ένας δεσπότης. Κάνανε πολύ μεγάλους βανδαλισμούς, το οποίο διήρκεσε για μία μέρα. Μετά βγήκε στρατιωτικός νόμος και τη δεύτερη μέρα δεν υπήρχε τίποτε παρά ερείπια σε όλα τα ελληνικά σχολεία, σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες, σε όλα τα ελληνικά καταστήματα και σε οτιδήποτε υπήρχε ομογένεια ελληνική. Βασικά ελληνική. Πειράξανε και κάποια άλλα, ας πούμε, ίσως για λόγους… Να μη δώσουν ότι ήτανε μόνο για τους Έλληνες, δηλαδή για τους Ρωμιούς, διότι εκεί δεν ξεχώριζαν ας πούμε ποιος είναι με τι εθνικότητα, αν είχε τουρκική υπηκοότητα ή ελληνική υπηκοότητα. Όλους τους Έλληνες τους είχανε βάλει σε ένα σακούλι και όλους τους καταστρέψανε. Αυτό ήταν ένα δείγμα, το οποίο ας πούμε ξεκίνησε και όπως ακουγα, ήμουνα μικρός, άρχισε πολύς κόσμος να μπορέσει να φύγει. Ήταν η πρώτη εντύπωση που ο κόσμος κατάλαβε και αποφάσισε ότι πρέπει ας πούμε να σηκωθεί να φύγει. Ήταν το πρώτο σοβαρό χτύπημα, το οποίο όπως αποδείχθηκε μετά γενικά από όλες ας πούμε τις πολιτικές καταστάσεις, ήταν υπόψη της κυβέρνησης και υπόψη ας πούμε της πολιτείας. Μάλλον ήτανε οργανωμένο παρακρατικά.
Οπότε σταματήσατε λόγω αυτών των γεγονότων το σχολείο για ένα χρόνο και πήγατε μετά στη δευτέρα.
Ναι, δευτέρα πήγα. Είχαμε τελειώσει, είχαμε προλάβει διότι έγινε Σεπτέμβρη εδώ, άργησε το σχολείο να ανοίξει γιατί έκανε και ένα διάστημα για να μπορέσουν να το φτιάξουνε το σχολείο, το οποίο το φτιάξανε διότι είχε μέσα καεί το σχολείο. Δηλαδή το είχανε κάψει. Το σχολείο αυτό λειτούργησε μετά, πλέον ας πούμε πιο ανακαινισμένο στο εσωτερικό του. Έξω δεν μπορούσαν να το κάνουνε τίποτα, διότι ήταν πέτρινο ας πούμε και δεν μπόρεσαν να το κάνουνε τίποτα. Το σχολείο αυτό είχε έξι τάξεις επάνω. Από κάτω είχε ένα πολύ μεγάλο χώρο που δίδονταν εκεί παραστάσεις, όλες που προαναφέρθηκαν ας πούμε. Επίσης, γινόταν πρωινό και μεσημεριανό. Δίνανε στα παιδιά, τα οποία είχαν ανάγκη από σίτιση και ερχόντουσαν πολλές γυναίκες από τη «Φιλοπτώχου Αδελφότις» και των δύο κοινοτήτων και βοηθούσαν για το μαγείρεμα και για το φτιάξιμο των φαγητών για να δώσουν στα παιδιά φαγητό. Προβλεπόταν. Αυτό κράτησε μέχρι και που τελείωσα το σχολείο.
Και μετά προχωράτε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο Αρρένων.
Ναι. Πάντοτε όταν τελειώναμε την έκτη δημοτικού, δίναμε προκαταρκτικές για το γυμνάσιο. Έπρεπε να περάσουμε την έκτη τάξη, τα οποία ήταν θεωρητικά και πρακτικά. Ερχόταν, ήταν η διευθύντρια του σχολείου, μία δασκάλα η οποία έπρεπε να είναι Τουρκάλα και ένας από το Υπουργείο Παιδείας, ο οποίος εκπροσωπούσε ας πούμε την πολιτεία. Και εκεί έπρεπε να δώσουμε κάποιες εξετάσεις προκαταρκτικές για να περάσουμε στο γυμνάσιο.
Μιλούσατε και ελληνικά και τουρκικά στο σχολείο;
Ελληνικά και τουρκικά και είχαμε και γαλλικά υποχρεωτικά. Είχαμε και γαλλικά υποχρεωτικά. Γινόταν… Τα μαθήματα που γινότανε σε ελληνικά ήτανε η ορθογραφία, η ελληνική γλώσσα. Είχαμε, επίσης, στα ελληνικά γινόταν η αριθμητική και τα θρησκευτικά, τα οποία γινότανε από δασκάλες Ελληνίδες. Στα τουρκικά γινόταν η τουρκική γλώσσα, γινόταν η ιστορία, γινότανε και η γεωγραφία. Και τουρκική γλώσσα βασικά. Αυτά ήτανε που γινότανε στο δημοτικό σχολείο. Ήτανε χωρισμένα τα σχολεία — ήταν χωριστά τα ελληνικά, χωριστά τα τουρκικά. Δεν πηγαίναμε σε τουρκικό σχολείο. Είχαμε δικό μας ανεξάρτητο ελληνικό [00:10:00]σχολείο με τη νομοθεσία ότι έπρεπε να υπάρχει μέσα, στα τουρκικά φυσικά που γινόταν, Τούρκος δάσκαλος ή Τούρκισσα δασκάλα.
Πότε αποφασίζετε με την οικογένειά σας να μετακομίσετε από το Νεοχώρι στην Κωνσταντινούπολη;
Με την οικογένεια μου, το σπίτι που μέναμε το κρατήσαμε και αποφασίσαμε να πάμε στην πρωτεύουσα, δηλαδή στο Πέρα, στην Πόλη, να καθίσουμε στο κέντρο της πόλης, όταν ο αδερφός μου και η αδερφή μου ασχολήθηκαν πλέον να δουλέψουν και να εργαστούν εκεί πέρα. Τότε αναγκαστήκαμε και πήγαμε και μείναμε στην Πόλη το 1960.
Πώς ήταν για εσάς αυτή η αλλαγή;
Η αλλαγή ήταν αρκετά περίεργη, παρόλο ότι το σπίτι το κρατήσαμε και πηγαίναμε το καλοκαίρι. Δηλαδή τα καλοκαίρια μας τα βγάζαμε εκεί πέρα. Τον χειμώνα ήταν αρκετά περίεργη η αλλαγή, διότι πήγαμε σε μία… Άλλαξε τελείως η ζωή μας. Πήγαμε σε μία πρωτεύουσα, την οποία ήταν εκτός πραγμάτων για μας, διότι μάθαμε στο χωριό να είμαστε όλοι μαζί μία οικογένεια. Εκεί πέρα πήγαμε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Για να μπορέσουμε να συμβιβαστούμε πέρασε αρκετό διάστημα, για να μπορέσουμε να συμβιβαστούμε εκεί πέρα. Παρόλο που πηγαίναμε στο σχολείο και ανεβοκατεβαίναμε με το λεωφορείο, όταν πηγαίνανε τα αδέρφια μου στο σχολείο. Ο αδερφός μου στο Ζωγράφειο και η αδερφή μου στο Ζάππειο. Εγώ συνέχισα μετά το δημοτικό να πηγαίνω στο Ζωγράφειο και άρχισα να εργάζομαι κιόλας αυτή την εποχή, το οποίο πλέον έπρεπε να συμβιβαστούμε σε μία νέα κατάσταση ζωής. Βεβαίως, ήμασταν πολύ πιο κοντά στην εργασία και στο σχολείο μας και αυτό βοήθησε να μην παίρνουμε το λεωφορείο, να είμαστε πιο κοντά. Γιατί πολλές φορές το χειμώνα όταν είχαμε και χιόνια δεν μπορούσαμε να κατεβούμε — δεν δουλεύανε και τα λεωφορεία, ας πούμε — για να μπορέσουμε να κατέβουμε να πηγαίνουμε στην πρωτεύουσα, στο κέντρο της Πόλης.
Η ελληνική κοινότητα στο Πέρα ήταν τόσο ενεργή όπως του Νεοχωρίου;
Ναι ήταν πάρα πολύ ενεργή. Είχε πάρα πολλές εκκλησίες οι οποίες κρατούσαν. Ήταν η κοινότητα της Αγίας Τριάδος, η κοινότητα της Παναγίας του Πέρα και γύρω-γύρω υπήρξαν και άλλες κοινότητες, όπως του Αγίου Κωνσταντίνου, του Ευαγγελισμού. Ήταν μεγάλες κοινότητες. Ήταν επίσης και τα Ταταύλα, που ήτανε πολύ κοντά είχανε τον Άγιο Δημήτριο. Ήτανε πολύ μεγάλη μία κοινότητα που είχε πάρα πολύ ελληνισμό. Και μέχρι τελευταία τα σχολεία αυτά ας πούμε ήταν εν δράσει. Δεν θυμάμαι βέβαια — γιατί είχα φύγει — πότε σταμάτησε το σχολείο του Νεοχωρίου για να λειτουργεί, αλλά από ό,τι θυμάμαι γύρω στο ’70- ’71- ’72, εκεί. Όταν φύγανε πάρα πολλοί τότε σταμάτησε. Μείνανε τα λίγα σχολεία.
Σε τι ηλικία ξεκινήσατε να δουλεύετε στα οπτικά;
Γύρω στα 14.
Άρα ήταν εκεί στις αρχές του 1961 πρέπει να ήτανε.
’61- ‘62 εκεί, ναι.
Παράλληλα με το σχολείο;
Παράλληλα με το σχολείο εργαζόμουνα κιόλας και αυτό κράτησε μέχρι το 1967. Οπότε είχα δράση και στους συλλόγους, είχα δράση. Εργαζόμουνα φυσικά στην πρωτεύουσα σαν βοηθός οπτικού εκείνα τα χρόνια. Δεν ξέχναγα το χωριό μου, το επισκεπτόμασταν συχνά και πηγαίναμε ειδικά το καλοκαίρι το περνάγαμε εκεί πέρα, ανεβοκατεβαίνοντας πάλι. Γιατί, παράλληλα με τη δουλειά, ανεβοκατεβαίναμε και στο Νιχώρι, το οποίο μας έχει μείνει και μέχρι ας πούμε αυτή τη στιγμή πάντα μας έχει μείνει το όνειρο μας ότι εκεί γεννηθήκαμε, εκεί μεγαλώσαμε. Ήταν τελείως διαφορετικές από ότι ήταν στην πρωτεύουσα τότε, όπως πιστεύω ό,τι συμβαίνει και εδώ πέρα. Είναι τα χωριά πιο κλειστή η κοινωνία και μπορείς και συνεννοείσαι κάπως καλύτερα από ό,τι θα είσαι σε μία πρωτεύουσα σε όλα τα μέρη του κόσμου, που άγνωστοι μεταξύ αγνώστων προχωράμε.
Πώς ήταν τότε στην Πόλη η συνύπαρξη, αφού είχαν ήδη προηγηθεί τα Σεπτεμβριανά; Πώς ήταν η συνύπαρξη Ελλήνων Τούρκων;
Η αλήθεια είναι ότι η συνύπαρξη σε μερικές περιπτώσεις ήταν καλή, σε μερικές περιπτώσεις ήτανε εχθρική, αναλόγως τις περιπτώσεις αυτές. Όταν είχαμε δηλαδή, υπήρχαν εμείς που μεγαλώσαμε σε μία γειτονιά που ήτανε περισσότερο… Δηλαδή [00:15:00]το 95% ήταν Τούρκοι, μπορεί να σας πω και το 97%, είχαμε πιο καλές σχέσεις με τους Τούρκους. Δηλαδή δεν μας πειράζανε, είχαμε πιο καλές σχέσεις διότι μην ξεχνάτε ότι μιλάγαμε και μεταξύ τους τουρκικά. Δεν μιλάγαμε ελληνικά. Ελληνικά μιλάγαμε με αυτές τις οικογένειες που ζούσαμε εκεί πέρα. Μεταξύ τους Τούρκους μιλάγαμε τουρκικά και το θεωρούσαν ότι είμαστε ένα κομμάτι από αυτούς. Δεν μας πειράζανε. Όπως μας προστάτεψαν και στα Σεπτεμβριανά. Αυτό όμως δεν γινότανε και σε άλλες περιοχές. Υπήρξανε περιοχές, ας πούμε στην Πόλη, οι οποίες — απομακρυσμένες περιοχές — στις οποίες ήταν πολύ εχθρικά. Και ειδικά όταν άρχισαν να μετακομίζουν από τα βάθη της Τουρκίας πληθυσμός προς την Πόλη αυτό έγινε πιο έντονο, διότι τους είχαν μπολιάσει με ανθελληνικά συστήματα. Διότι τα σχολεία γενικά, και ήθελα να σας το τονίσω αυτό, στην ιστορία τους μέσα ρίχνανε πάντοτε ένα καρφί προς την ελληνική πλευρά. Ήταν πάντοτε, ας πούμε, μία αιτία να λένε ότι για όλα φταίει η Ελλάδα, το οποίο αυτό έπαιζε ρόλο στο πώς μπορούνε να συμβιώσουν μεταξύ οι δύο κοινότητες. Με το παραμικρό που γινόταν, υπήρξε μία έχθρα πάνω σε αυτό.
Ξεκινάτε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 να δουλεύετε στα οπτικά με Τούρκο εργοδότη, σωστά;
Ναι, ο εργοδότης μας ήταν Τούρκος. Είχε πολύ καλές σχέσεις με τους Έλληνες. Δουλεύαμε όλοι Έλληνες. Ήμασταν ένα προσωπικό 5 άτομα, το οποίο ήταν όλοι Έλληνες. Όσοι συνάδελφοι ήμασταν Έλληνες. Όσο δηλαδή αυτό κράτησε, εγώ όταν έφυγα, συνεχίστηκαν ακόμα να έχει Έλληνες μέχρι που φύγανε όλοι.
Μετά από λίγα χρόνια, 2 χρόνια μετά, ξεκινάνε οι απελάσεις των Ελλήνων λόγω και των διακοινοτικών ταραχών.
Το ‘64 λόγω των πολιτικών καταστάσεων με την Κύπρο ξεκινήσανε εν μια νυκτί να βγάλουν ένα νόμο, το οποίο θέλανε να βγάλουνε όλους τους Έλληνες με ελληνική υπηκοότητα, να τους απελάσουν. Το καταφέρανε αυτό. Βέβαια, με αυτό τι καταφέρανε άλλο; Επειδή ο ελληνισμός εκεί πέρα ήτανε πολλά χρόνια και είχαν μείνει Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι είχαν κρατήσει την υπηκοότητα σου, είχανε μόνο ελληνική υπηκοότητα. Είχανε παντρευτεί με Ελληνίδες τις οποίες είχαν τουρκική υπηκοότητα ή Έλληνες που είχαν τουρκική υπηκοότητα με Ελληνίδες κοπέλες που είχαν ελληνική υπηκοότητα. Και αναγκάστηκαν όλοι αυτοί να φύγουνε. Φυσικά χωρίσανε τις καταστάσεις και λέγανε: «Αν θέλετε, μπορείτε να φύγετε εσείς», δηλαδή οι μεν που είχαν την ελληνική υπηκοότητα και ήταν άντρες ή οι άλλες που ήτανε ελληνική η υπηκοότητα και ήταν γυναίκες. Αυτό φυσικά ήταν στην αρχή μέχρι να μπορέσουν να φύγουν κάποιοι, να τακτοποιηθούν, διότι και η Ελλάδα ήταν μία χώρα η οποία ας πούμε δεν είχανε συνηθίσει, δεν ξέρανε τι θα βρουν. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν καθόλου συγγενείς εδώ πέρα. Ήρθαν σε ένα ξένο μέρος και προσπάθησαν από την αρχή να δημιουργήσουν πάλι τα δεδομένα. Αφήσανε ό,τι είχανε εκεί. Δεν μπορούσαν να πάρουνε τίποτα μαζί τους. Φύγανε με μία βαλίτσα, με τα ρούχα τους. Τίποτα άλλο. Φυσικά και στα σύνορα είτε οδικώς, είτε αεροπορικώς, είτε με το πλοίο όσοι έφευγαν τους έλεγχαν πάρα πολύ, ας πούμε, για να μην πάρουν τίποτα μαζί τους. Και πράγματι, ας πούμε, αυτό κράτησε μέχρι που φύγανε όλοι. Μετά από αυτό, μπορώ να σας πω ότι σιγά-σιγά αρχίσανε να φεύγουν και αυτοί που είχαν τουρκική υπηκοότητα, που είχαν κάποιους δεσμούς με τους ανθρώπους που είχαν φύγει και περισσότερο καταλάβανε ότι αυτή η ιστορία πλέον έχει λήξει και πρέπει να μετακομίσουν σε μία άλλη χώρα. Πολλοί φύγανε και μετά τα Σεπτεμβριανά φύγανε πάρα πολλοί στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Μετά, γύρω στο ’60, που η Γερμανία, Σουηδία και Βέλγιο παίρνανε πολλούς εργάτες, φύγανε και πολλοί από αυτούς τους Κωνσταντινουπολίτες και εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα. Που κάνανε οικογένειες και ακόμα μένουνε σε αυτές τις πόλεις, οι οποίες για αυτό και δημιουργήθηκε πολύ ελληνισμός και υπάρχουν ακόμα και οργανώσεις Κωνσταντινουπολιτών. Υπάρχουν και σε αυτές τις χώρες. Βασικά η Αυστραλία έχει πάρα πολλούς, ο Καναδάς έχει [00:20:00]πολλούς, η Αμερική έχει πάρα πολλούς. Από εδώ έχει η Γερμανία πάρα πολλούς οι οποίοι ας πούμε αν και με τουρκική υπηκοότητα και θεωρώντας ότι είναι Τούρκοι τους παίρνανε, τους διαλέγανε και θέλανε πάρα πολύ που δημιούργησαν κάποιες καινούριες κοινότητες. Από ό,τι έχω μάθει και έχω ακούσει έχει σχολεία ελληνικά, τα οποία δημιουργήθηκαν και είχαμε και πολλές δασκάλες από την Τουρκία που φύγανε και πήγανε εκεί ως ελληνικές δασκάλες. Αυτά φυσικά η ηλικία μου ήταν μικρή που τα θυμάμαι. Όσα μπορώ να θυμάμαι και όσα μπορώ… Λεγόντουσαν κιόλας και συζητιόντουσαν.
Εσείς πότε και γιατί πήρατε την απόφαση να φύγετε από την Κωνσταντινούπολη, ενώ είχατε μια δουλειά;
Ναι, είχα μία δουλειά, η οποία ήτανε πάρα πολύ καλή για τα δεδομένα τότε. Ήμασταν πολύ προχωρημένοι στη δουλειά αυτή με μία πολύ καλή ανάπτυξη και πολλές καλές γνώσεις, διότι αυτό το κομμάτι των οπτικών χρόνια ολόκληρα το κράταγε ο ελληνισμός. Είχε πολλά καταστήματα ελληνικά μέχρι τουλάχιστον το 1964, που από αυτούς κάποιοι ήτανε και Έλληνες και φύγανε, κλείσανε τα μαγαζιά τους και φύγανε. Μπορώ να σας πω ότι η πρακτική εργασία γινόταν πάντοτε από τους Έλληνες για αυτό και παίρνανε όλοι και δουλεύανε Έλληνες. Είχε και κάποιους Αρμεναίους. Εγώ όταν αποφάσισα να πάω έτυχε να πάω για να βοηθήσω και τον εαυτό μου, να βοηθήσω και την οικογένειά μου για να μπορέσω να δουλέψω και παράλληλα να πηγαίνω στο σχολείο. Το 1965, το οποίο έφτασε να είμαι και κάπου 18 χρονών, σκέφτηκα σοβαρά ότι πλέον άρχισε και ερχότανε ο καιρός για τον στρατό. Αυτό άρχισε να με απασχολεί, διότι έτυχε και από πολύ μικρός να μπω ας πούμε μέσα στην κοινωνική και σκληρή ζωή της όλης εργασίας, να τη γνωρίσω. Και αυτό άρχισε να με απασχολεί ότι κάτι έπρεπε να πάρω, ας πούμε, μία απόφαση. Ή να συνεχίσω να πάω στον στρατό και να μείνω εκεί ή έπρεπε να κανονίσω αν μπορούσα να φύγω. Είχα και δέσμευση με μία κοπέλα, την οποία γνώριζα από το ίδιο χωριό και έπρεπε να πάρω μία απόφαση αν θα έφευγα ή αν θα έμενα, το οποίο ας πούμε αν θα συμφωνούσε και εκείνη. Φυσικά οι δυσκολίες υπήρξαν και από τις δύο πλευρές, και από τη δική μου οικογένεια και από εκείνης για να πάρω αυτή τη σοβαρή απόφαση. Διότι ήμουνα και πάρα πολύ νέος και όσο να ‘ναι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι με μία άλλη νοοτροπία εκείνη την εποχή, είχαν τις αντιρρήσεις. Πιστεύω ότι τα κατάφερα και ξεπέρασα αυτές τις αντιρρήσεις και αποφάσισα να μην πάω στο στρατό και με κάποιες δικαιολογίες να ξεπεράσω αυτό το πρόβλημα του στρατού και να μπορέσω να φύγω. Τότε αποφάσισα, παντρευτήκαμε στην Κωνσταντινούπολη και ήρθαμε στην Ελλάδα. Είναι η αλήθεια ότι ήτανε μία καμπή όλης της ιστορίας αυτής που άφησα πίσω μου και ξεκίνησα μία νέα ζωή σε μία νέα χώρα. Ενώ είχα και προτάσεις να πάω και σε άλλες χώρες, προτίμησα να ρθω στην Ελλάδα, διότι πρώτα από όλα ήταν το θέμα της θρησκείας μου, δεύτερο ήταν το θέμα της γλώσσας και τρίτο ήτανε ότι πίστευα ότι θα μπορέσω να βρω και να ζήσω την ίδια νοοτροπία. Το οποίο φυσικά ήταν τελείως διαφορετικά, το οποίο αντιλήφθηκα εδώ. Είχαμε μεγαλώσει με άλλες σκέψεις, με άλλες προτροπές προς την πατρίδα και εδώ αντάμωσα τελείως διαφορετικά πράγματα, τα οποία έπρεπε να συμβιβαστώ και να συνυπάρξω με αυτές τις καταστάσεις. Το οποίο συνύπαρξα. Φυσικά, για να προσαρμοστώ πέρασε πάρα πολύς καιρός και ακόμα κάποια πράγματα μου φαίνονται παράξενα και δεν τα είχα φανταστεί για να ‘μαι ειλικρινής.
Ήσασταν άπατρις όμως για κάποια χρόνια;
Ναι, δυστυχώς όταν ερχόμασταν εδώ πέρα υπό τις συνθήκες τουρκικής υπηκοότητας και όσοι δεν είχαμε κάνει στρατό, δεν μας δίνανε — εδώ πέρα — δεν μας δίνανε υπηκοότητα να μας κάνουν Έλληνες. Μη βλέπετε τώρα που κοιτάζουνε και κάνουνε Αλβανούς, Πακιστανούς, Ινδούς, Αφγανούς. Εγώ πέρασαν περίπου 30 χρόνια να πάρω την υπηκοότητά μου. Ζούσα με άδεια εργασίας, την οποία ανανέωνα μέχρι περίπου 25-30 χρόνια. Τώρα δεν μπορώ να… Δεν θυμάμαι ας πούμε, αλλά [00:25:00]πράγματι πρέπει να περάσανε 30 χρόνια. Διαβατήριο Laissez-passer, το οποίο ήταν ας πούμε ένα διαβατήριο το οποίο ήταν, έγραφε «άπατρις» επάνω και μου δίνανε το δικαίωμα, άμα ήθελα, να ταξιδέψω. Στην Τουρκία δεν μπορούσα να ταξιδέψω, διότι δεν είχα διαβατήριο κάποιας χώρας και δεν μπορούσα να ταξιδέψω. Και φυσικά αν θα πήγαινα στην Τουρκία, θα με πιάνανε για τον στρατό, διότι ήμουνα άπατρις δηλωμένος εκεί πέρα και σαν… Κατά της Τουρκικής ας πούμε πολιτείας. Εδώ γεννηθήκανε τα παιδιά μου. Έχω δύο κόρες οι οποίες, η μία γεννήθηκε το ‘69 και η άλλη το ’74, οι οποίες και αυτές πήρανε τουρκική υπηκοότητα και δεν μπορούσαν να πάρουν ελληνική υπηκοότητα μέχρι που πήρα και εγώ την υπηκοότητα μου. Και μαζί μου πήρε και η γυναίκα μου φυσικά. Τότε βγήκε ένας νόμος, ο οποίος ας πούμε έδινες σε όλους αυτούς το δικαίωμα για να μπορέσουν να πάρουν την υπηκοότητά τους, έστω που δεν είχαν κάνει στρατό. Πλήρωσα από ό,τι θυμάμαι κάποια χρήματα τότε για το στρατό και πήρα την ελληνική υπηκοότητα και έτσι μπόρεσα να πάρω διαβατήριο και ταυτότητα. Την πρώτη ταυτότητά μου τότε και μετά από το… Πιστεύω να ήταν ’91- ’92, εκείνη την εποχή που μπόρεσα και πήγα πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη και για να επισκεφτώ ας πούμε τα πάτρια εδάφη, το χωριό μας που γεννηθήκαμε, τις εκκλησίες, οι οποίες ήταν πολύ συγκινητικό.
Αυτό θα σας ρωτούσα. Πώς ήταν το πρώτο σας ταξίδι πίσω στο χωριό;
Πάρα πολύ συγκινητικό ήτανε. Επειδή είχα συνηθίσει και εδώ, πήγαινα σε εκκλησίες και έψελνα κιόλας, έκανα τον ψάλτη, θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα και με παρακάλεσαν να ψάλω στην εκκλησία που μεγάλωσα — και έψελνα και τότε εκεί μικρός, πήγαινα — θυμάμαι ότι έβαλα τα κλάματα και δεν μπορούσα να ψάλω και διεκόπη η λειτουργία. Αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ καλά και φυσικά επειδή υπαγόμασταν στην κοινότητα Αγίου Νικολάου, πρώτα πήγα στον Άγιο Νικόλαο. Μετά πήγα και στην Παναγία. Έκανα τακτικά ταξίδια. Βρέθηκα σε πάρα πολλές, ας πούμε πανηγύρεις, του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι. Έτυχε να πάω σε πάρα πολλές, ας πούμε, οργανώσεις που μαζευτήκαμε στην Πόλη και ταξιδέψαμε και παρακολούθησα πολλά συνέδρια που γινήκανε μετά από αυτά τα χρόνια. Ήταν συγκινητικά φυσικά. Έτυχε να βρεθούμε πολλές φορές με άλλους Κωνσταντινουπολίτες, από διάφορα μέρη. Όπως και η μία είχε γίνει από ό,τι θυμάμαι το 2007, που έγινε με την ονομασία: «Τα πουλιά ξαναεπιστρέφουν» και είχε πάρει μεγάλη έκταση και στον τουρκικό τύπο. Το οποίο έγινε υπό την επίβλεψη και προτροπή του Πατριαρχείου. Και έγινε σε συγκεντρώσεις που έγιναν στα θέατρα στα εθνικά και λοιπά. Πιστεύω ότι ήτανε μία πολύ καλή εκδήλωση, η οποία από τον τουρκικό τύπο συζητήθηκε πάρα πολύ και με θετικά σχόλια, με θετικά σχόλια, τα οποία είχαμε και την προστασία της τουρκικής μυστικής αστυνομίας — για να μην πειράξουν καθόλου αυτό τον ελληνισμό — διότι είχαν από πολλά μέρη πήγανε. Είχαν έρθει από τον Καναδά, είχαν έρθει από την Αυστραλία, από την Αμερική, από την Ευρώπη και φυσικά από την Ελλάδα.
Σήμερα νιώθετε ότι χτυπάει η καρδιά των Κωνσταντινουπολιτών δυνατά, συλλογικά εδώ στην Ελλάδα;
Ναι, εγώ πιστεύω ότι είναι πατριώτες. Και μπορούμε να πούμε ότι αν αφήσουμε έξω τα πολιτικά δεδομένα όλα, είναι πολύ πατριώτες. Δηλαδή πιστεύουν, παρόλο που περάσαν πολλά χρόνια, πιστεύουν στον πατριωτισμό αυτής της χώρας. Είναι οι περισσότεροι, είναι άνθρωποι οι οποίοι ας πούμε είναι ορθόδοξοι, είναι χριστιανοί, είναι άνθρωποι πιστεύω ότι έχουνε μόνιμα στο νου τους την εκκλησία και μόνιμα στο νου την ορθοδοξία. Το πιστεύουν αυτό το πράγμα. Φυσικά με αυτούς που μιλάω, που μπορώ και συναναντρέφομαι και έχουμε μια σχέση βλέπω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουνε μέσα τους την πατρίδα πάνω από όλα, όσα χρόνια και να περάσουνε, παρόλο που πιστεύω ότι υποφέρανε εδώ πέρα. Και ακόμα υπάρχουν και [00:30:00]πάρα πολλοί οι οποίοι υποφέρουν. Υπάρχουν μέσα στις κοινότητες των Κωνσταντινουπολιτών άνθρωποι, οι οποίοι έχουν ανάγκες, έχουνε πολύ μεγάλες ας πούμε ανάγκες, οι οποίες πρέπει να υποστηριχθούνε. Σε όλα τα μεγέθη οι άνθρωποι οι οποίοι, ας πούμε, οι Κωνσταντινουπολίτες προσπάθησαν να δημιουργήσουν όπως γηροκομεία, όπως ορφανοτροφεία, τα οποία υπάρχουν και όσοι μπορούν συνεισφέρουν και πιστεύω ότι αυτό έχει δείξει και ένα μεγάλο ενδιαφέρον μέσα σε αυτό την κοινότητα των Κωνσταντινουπολιτών που πολύ δύσκολα θα τη βρεις.
Πείτε μου και για εκείνη την ιστορία του ‘54 που πάγωσε ο Βόσπορος.
Είχαμε… Τότε ήμουνα μικρό παιδί. Μπορώ να σας πω ότι ο αδερφός μου που είναι πιο μεγάλος κατά 5 χρόνια και η αδερφή μου 3 χρόνια, περνάγαμε και πηγαίναμε κάθε μέρα στο σχολείο, το οποίο ήταν σε μία απόσταση 5 χιλιομέτρων από το σπίτι μας. Πηγαίναμε κάθε μέρα με τα πόδια, γυρνάγαμε με τα πόδια. Το σχολείο μας ξεκίναγε το πρωί στις 8:30 η ώρα και τελείωνε περίπου στις 2:30. Αυτή τη χρονιά του ’54, η οποία θα μου μείνει αλησμόνητη σαν μια χρονιά μεγάλου ψύχους η οποία πάγωσε όλη η πόλη και φυσικά είχε και την επίδρασή της στο να παγώσει ο Βόσπορος. Την ιστορία αυτή θα τη θυμούνται οι πιο παλιοί όσοι ζήσανε στο Βόσπορο. Ήταν μία εποχή όπου ο Βόσπορος γέμισε με πάγους! Πρωτοφανές! Γιατί και οι παλαιοί δεν το είχανε δει αυτό. Είχε κομμάτια-κομμάτια πάγου, στα οποία υπήρξαν κομμάτια, τα οποία ήταν και 2 και 3 χιλιόμετρα. Μπορούσες να περάσεις από τη μία άκρη στην άλλη πατώντας τους πάγους. Αυτό είχε σαν συνέπεια ας πούμε να κλείσουνε τα Στενά, να μην μπορεί να περάσει πλοίο και να μείνει για μέρες ολόκληρες ας πούμε αυτό το κομμάτιμ το οποίο εξυπηρετούταν ο Βόσπορος με την κεντρική Κωνσταντινούπολη να παγώσει και να μην μπορούνε να πηγαίνει, κανένας να μην μπορεί να πηγαίνει. Ήτανε κάτι το οποίο φυσικά δεν έχω φωτογραφίες από τότε, αλλά το θυμάμαι πάρα πολύ, γιατί ήμασταν παιδιά και ειδικά το χιόνι μας σκέπαζε την ώρα που πηγαίναμε. Ανοίγαμε ένα δρόμο για να περάσουμε. Τα σπίτια το πρωί που τ’ ανοίγαμε ήτανε κλειστά και έπρεπε κάθε μέρα να τα αδειάζουμε για να μπορούμε να πηγαίνουμε στη δουλειά μας.
Στο χωριό σας πια στο Νεοχώρι υπάρχουν Έλληνες;
Πάρα πολλοί λίγοι. Είναι πολύ ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Δεν ξέρω από τους Έλληνες τους καινούριους που έχουνε πάει πιθανώς να υπάρχουνε και νέα παιδιά που έχουνε πάει. Τώρα έχω να πάω εγώ 6 χρόνια, δηλαδή από το ’15. Τελευταία πήγα το ’15. Έκτοτε δεν έχω ξαναπάει, δεν έχω πάει με όλα τα γεγονότα που έχουν δημιουργηθεί, ας πούμε, κατά της Ελλάδος, δεν είχα… Κρύωσα λιγάκι. Δεν ξέρω αύριο-μεθαύριο ή άμα φτιάξουνε πούμε κάπως τα πράγματα στα ελληνοτουρκικά και έχω τα περιθώρια, λόγω ηλικίας, να πάω, θα πάω. Θέλω να πάω. Γιατί το αποφάσισα δύο φορές και δεν πήγα τελικά. Τελευταία που είχα πάει, να σας πω την αλήθεια, στις κοινότητες μας όταν κάνουμε ας πούμε και είναι η πανήγυρις του Αγίου Νικολάου ή της Παναγίας, μαζευόμαστε. Ειδικά στης Παναγίας γίνονται και πάρα πολλές, γίνονται πάρα πολλές εκδηλώσεις όπως πάμε και από την Ελλάδα. Και γίνονται πολλές εκδηλώσεις, οι οποίες γίνηκαν τα τελευταία χρόνια πολλές εκδηλώσεις. Μουσικές εκδηλώσεις, εκδηλώσεις από τη Μακεδονία που πάνε εκεί πέρα. Έχω διαβάσει και ενημερώνομαι ότι έχουνε γίνει εκδηλώσεις. Αλλά πόσα άτομα μένουνε τώρα αυτή τη στιγμή; Πρέπει να είναι 10-12 οικογένειες, ηλικιωμένες οι περισσότεροι. Νέα παιδιά μένουνε και μένουνε τώρα στο χωριό και ανεβοκατεβαίνουνε δεν το ξέρω. Ξέρω ότι έχουνε πάει αρκετοί Έλληνες και θέλουν να μεγαλώσουν εκεί τα παιδιά τους, αλλά δεν μπορώ να το γνωρίζω. Δεν το γνωρίζω, δεν έχω αυτή τη σχέση για να γνωρίζω.
Οι γονείς σας πότε έφυγαν από την Πόλη;
Το ’75.
Πώς πήραν την απόφαση εκείνοι;
Εμείς ήμασταν — εγώ με τη σύζυγό μου — ήμασταν οι πρώτοι που ήρθαμε από την οικογένεια. Εμείς ήρθαμε το 1967 τον Σεπτέμβριο μήνα. Εδώ δεν είχαμε κανένα. Παρά είχαμε κάποιους συγγενείς της συζύγου, οι οποίες ήτανε από απέλαση, [00:35:00]η οποία ήταν κι αυτή η κατάστασή τους. Δεν ήταν χαρούμενοι. Ήτανε άνθρωποι οι οποίοι ας πούμε ακόμα ψαχνόντουσαν, που είχανε φύγει το ’64. Ψαχνόντουσαν τι δουλειά να κάνουνε, πού να μείνουμε. Μείνανε διάσπαρτα σε διάφορα σημεία. Άλλος έμεινε στον Πειραιά, άλλος έμενε στους Αμπελόκηπους, όπου βολευόντουσαν όσο μικρά ήταν τα σπίτια τους. Οπότε εμείς όταν ήρθαμε, μας φιλοξένησαν για μία εβδομάδα περίπου, 10 μέρες. Βρήκα πάρα πολύ γρήγορα δουλειά και τακτοποιήθηκα και μετά μείναμε εδώ πέρα. Μετά, ξεκίνησε και ήρθε ο αδερφός μου, οι γονείς μου και η αδερφή μου. Δηλαδή ο αδερφός μου ήρθε το ’72, οι γονείς μου ήρθαν το ‘75 και το ’76 περίπου ήρθε η αδερφή μου μετά, έχοντας εμάς που είχαμε έρθει πρώτοι και ξέραμε πέντε πράγματα να τους καθοδηγήσουμε για κάποια πράγματα.
Έγραψε και ο Καβάφης ένα πολύ ωραίο ποίημα για το χωριό σας.
Ναι, το έχει γράψει γιατί είναι πανέμορφο και εξηγεί σε όλους τους παλιούς και στους νέους που δεν ξέρουν, ας πούμε, πόσο ήτανε. Πιστεύω ότι το Νιχώρι αυτήν τη στιγμή είναι ένα από τα πιο ακριβά και καλά κατοικημένα χωριά. Χωριό το λέμε, αλλά δεν είναι καθόλου χωριό. Δεν είναι καθόλου χωριό. Είναι αξιοζήλευτο ως προς τις κατοικίες του, τις παλιές κατοικίες του, τα παλιά αρχοντικά, στα οποία έζησαν μεγάλα ονόματα, τα οποία επί Σουλτάνου, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Έλληνες είχαν το πάνω χέρι. Δηλαδή ήταν άνθρωποι, οι οποίοι μπορούσαν και δημιουργούσαν μεγάλες κοινότητες των Ελλήνων εκεί πέρα, όπως ήταν οι Μαυροκορδάτοι, ήτανε ας πούμε πολλοί, οι οποίοι ζούσαν εκεί πέρα. Είχανε πολύ καλές θέσεις στο παλάτι, γιατροί, δικηγόροι και άνθρωποι όπως ήταν οι Βεγλερήδες — ο οποίος ο Βεγλερής ήταν στη Σάμο, ήτανε κυβερνήτης της Σάμου — και πάρα πολλοί άλλοι από ό, τι θμάμαι και από ό,τι έχω διαβάσει και εξακολουθώ και διαβάζω είναι η αλήθεια.
Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε ίσως; Κάτι που ίσως ξεχάσατε;
Να σας πω την αλήθεια δεν θυμάμαι κάτι. Μπορεί να θυμηθώ, αλλά τώρα έτσι σε ευχαριστώ που μιλήσαμε κιόλας. Μου τα θυμίσατε και συγκινήθηκα κιόλας είναι η αλήθεια. Πολλές φορές έρχονται στο νου μου πράγματα, τα οποία τα εξηγώ και στα παιδιά μου, τα εξηγώ και τα συζητάμε. Τα εξηγώ στην εγγονή μου, η οποία είναι και αυτή μεγάλη και λατρεύει τις ιστορίες αυτές που θέλει να τις μάθει. Έχω πάει και με τη μεγάλη μου την κόρη και με τη μικρή μου την κόρη και με την εγγονή μου. Έχουμε πάει στην Πόλη, τους έχω δείξει διάφορα μέρη, τους έδειξα το σπίτι μου που μεγαλώσαμε. Τους έδειξα το σχολείο μας. Τους έχω δείξει πάρα πολλά από αυτά, τα οποία με ευχαριστεί να τα δείχνω για να ξέρουν από πού κρατάνε και πού, ας πούμε, μεγαλώσαμε εμείς και σε τι περιβάλλον μεγαλώσαμε και ποιες ήταν οι ιστορίες μας. Όλα αυτά έχουν ένα ενδιαφέρον, τα οποία κρατάνε από μία… Πιστεύω ότι πολύ παλιά και αξιολάτρευτη είναι η Πόλη για εμάς την οποία την ζήσαμε. Ζήσαμε μία τελείως διαφορετική εποχή, αν και εγώ φυσικά έζησα στην εποχή που είχανε φύγει και πολλοί. Διότι μην ξεχνάμε ότι μετά το ’22 φύγανε πάρα πολλοί Έλληνες. Ήτανε πολύ μεγάλη κοινότητα, ήταν περίπου 500.000 τότε. Και σιγά-σιγά αυτοί φύγανε και σήμερα συζητάμε για 2.000 σε όλη την Πόλη. Τουλάχιστον από ό,τι ξέρω. Μπορεί να εμφανίζεται σαν να είναι 5.000, αλλά πιστεύω — γιατί είδα πολλές φορές που έχω πάει και πήγα και σε εκκλησίες μας και παρακολούθησα και λειτουργίες — ότι είναι και κάποιοι Ρώσοι μέσα, είναι κάποιοι ορθόδοξοι απ’ την Ουκρανία, είναι κάποιοι Σύριοι κόπτες, οι οποίοι ας πούμε έχουνε κάνει μία σύσφιξη σχέσεων με τους Ρωμιούς, τους ομογενείς που είναι εκεί πέρα και ίσως αυτό έχει μεγαλώσει κάπως την κοινότητα και υπάρχουν, έχουν συσφίξει τώρα. Πιστεύω τώρα ότι είμαστε μία αμελητέα ποσότητα και δεν μας προσέχει κανένας και δεν ασχολείται μαζί μας κανένας. Θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να τους δίνει κουράγιο ο Θεός και εκεί που μένουνε, διότι όλες οι πολιτικές, ας πούμε, περιγραφές που γίνονται και ζούμε στη σημερινή ημέρα με τις δύο πλευρές να έχουν τις αντιξόοτητες, τις οποίες εγώ πιστεύω ότι δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα και περάσαμε ωραία χρόνια μαζί με τους ανθρώπους, οι οποίοι καταλαβαίνανε και ζούσαν ναι μεν ήταν Τούρκοι, αλλά ζούσαν φιλειρηνικά μαζί μας. Ότι αν [00:40:00]μπορέσουνε και ζήσουνε όσοι μείνουν και όσοι είναι ας πούμε, το οποίο καταβάλλει το Πατριαρχείο γι’ αυτά πάρα πολλές προσπάθειες για να το κάνει. Εξίσου και δεν ήθελε ποτέ να φύγει ο ελληνισμός από εκεί πέρα. Να ζήσουν καλά και ήρεμα. Δύσκολα πιστεύω ότι μπορεί να γυρίσει κάποιος Ρωμιός ή Έλληνας ξανά να ξαναγυρίσει, να ζήσει εκεί. Όσο και καλές προτάσεις να ‘χει, όσο και το οικονομικό ενδιαφέρον να είναι πολύ μεγάλο. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να ζήσει και μπορεί τουλάχιστον να φτιάξει, ας πούμε, μία κατάσταση η οποία να έχει μέλλον. Αυτό είναι το κυριότερο από όλα. Περιστασιακά μπορεί να πάει να ζήσει, να κάνει ένα εμπόριο, να κάνει κάτι άλλο. Αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος ας πούμε, ο οποίος θα μπορέσει να επενδύσει σε κάτι το οποίο να είναι μελλοντικό. Δεν το πιστεύω. Εγώ που έχω ζήσει, ας πούμε, δεν θα μπορούσα να πω τουλάχιστον σε ένα δικό μου άτομο ότι: «Ξέρεις, υπάρχει μέλλον και να πας να ζήσεις», το οποίο ας πούμε… Αύριο μπορεί τα πράγματα να αλλάξουνε. Μπορεί τα πάντα να αλλάξουνε.Διότι πράγματα, τα οποία δεν τα είχαμε ζήσει τα ζήσαμε και ειδικά τα τελευταία χρόνια. Όλα μπορούν να γίνουνε, αλλά πρέπει να το δούμε, πρέπει να το ζήσουμε για να μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτό. Εσείς η νεότερη γενιά σας εύχομαι να ζήσετε καλύτερα χρόνια και να τα δείτε καλύτερα. Αξίζει τον κόπο να ασχοληθείτε με την Κωνσταντινούπολη, διότι πιστεύω ότι είναι η Πόλη των πόλεων. Το πιστεύω ότι είναι η Πόλη των πόλεων και αξίζει να ήταν σε καλύτερα χέρια. Μπορεί εάν ήτανε σε άλλα χέρια, τα οποία πιστεύω να ήταν ορθόδοξα… Γιατί με τις μελέτες που έχω διαβάσει και έχω δει και παλαιότερα ότι πάντοτε υπήρξε και μία ζήλεια πάνω, ας πούμε, σε αυτού του είδους την ομογένεια, την οποία έζησε εκεί πέρα. Και από άλλες χώρες εκτός της Τουρκίας υπήρξαν ας πούμε άνθρωποι, οι οποίοι ζηλεύανε το πώς περνάγαμε στην Πόλη.
Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Νίκο!
Ευχαριστώ κι εγώ! Να είστε καλά!