© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο κιθαρίστας των Moot Point

Κωδικός Ιστορίας
11619
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Μέλφος (Β.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/04/2022
Ερευνητής/τρια
Ιάσονας Νεστορίδης (Ι.Ν.)
Β.Μ.:

[00:00:00]Λέγομαι Βασίλης Μέλφος.

Ι.Ν.:

Εγώ είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας, έχουμε 20/04 του 2022 και είμαστε στα Πεύκα. Κύριε Βασίλη Μέλφο καλησπέρα. Θέλετε να ξεκινήσουμε να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς; 

Β.Μ.:

Ναι. Εγώ έχω γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1964 και ζω από τότε στην πόλη αυτή. Η οικογένειά μου είναι παλιά οικογένεια της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον από το 1800. Σπούδασα γεωλογία, έκανα διδακτορικό στη γεωλογία και σήμερα είμαι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάνω έρευνα σε σχέση με τα κοιτάσματα και τη γεωχημεία. Επίσης συνεργάζομαι και με αρχαιολόγους και μελετάω διάφορα αρχαιολογικά αντικείμενα, κυρίως λίθινα, ως προς την πηγή προέλευσής τους και τις πρώτες ύλες. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Θα θέλατε να μιλήσουμε για το συγκρότημα που είχατε τη δεκαετία του ‘80, να μας πείτε κάποια πράγματα για αυτό; 

Β.Μ.:

Ναι. Το συγκρότημα αυτό λέγεται Moot Point, που σημαίνει αμφισβητούμενο σημείο, και φυσικά με σημάδεψε όλη μου τη ζωή, αφού δεν ήταν απλώς κάτι περιστασιακό, αλλά ήτανε κάτι βαθύ από μέσα μου, το οποίο λίμναζε. Ήδη από τότε που ήμουνα έφηβος, ήθελα να πιάσω μια ηλεκτρική κιθάρα και να αρχίσω να τη γρατσουνάω, όπως, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα ήθελα να γίνω ένας μεγάλος βιρτουόζος κιθαρίστας. Αυτό συνέβη διότι ήδη από τα 16 μου χρόνια, χωρίς να έχω κάποιους συγγενείς μεγαλύτερους, αδέρφια, ξαδέλφια που έχουν πολλοί, που τους βάζουνε μέσα σε κάποιο είδος μουσικής, κυρίως της ροκ μουσικής, που κυρίως για ένα παιδί που μεγαλώνει στην πόλη, από τους γονείς του και από το περιβάλλον το οικογενειακό εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να έχει πρόσβαση σ’ αυτή τη μουσική. Εγώ άρχισα με τους συμμαθητές μου, τον Σωκράτη τον Νίκογλου, τον Κλείτο τον Καρκανιά. Πήγαινα στο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης στην οδό Ικτίνου και στο Λύκειο αντίστοιχα, και αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε έτσι τις εμπειρίες μας, μουσικές, άκουσα αυτό, άκουσα εκείνο. Όταν ήμουνα πρώτη Λυκείου προς δευτέρα Λυκείου. 

Β.Μ.:

Τότε, στην πρώτη Λυκείου είχα πάει και στην Αγγλία, με είχαν στείλει οι γονείς μου σε ένα κολλέγιο για 2 βδομάδες για εκμάθηση αγγλικών στο, έξω από το Λονδίνο. Και ήταν η εποχή τότε, ήτανε το 1979-1980 που η Αγγλία έβραζε. Έβραζε από ένα καινούριο κίνημα μουσικής που ξεκίνησε με το πανκ, αλλά διαδόθηκε τόσο πολύ γρήγορα με πολλά κινήματα μουσικής τα οποία μεταξύ τους είχανε υπογείως μια σχέση και... ήτανε το new wave ήτανε το ska, ήτανε το rockabilly, διάφορες τέτοιες μουσικές, το garage punk, το... Που ξεχώριζε λιγάκι από την κυρίαρχη μουσική τάση της εποχής που ήταν το hard rock και που σιγά σιγά έμπαινε προς το heavy metal, με συγκροτήματα τότε όπως οι Iron Maiden και οι Judas Priest. Και τα μεγάλα συγκροτήματα ήδη είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ βαρετά και δεν αφορούσαν τόσο πολύ στα θέματα της νεολαίας τότε στην Αγγλία και στο Λονδίνο. Και ξαφνικά εμφανίζονται οι Sex Pistols που κάνουνε κάτι διαφορετικό, δηλαδή παίρνουνε μια κιθάρα και παίζουν με 3 συγχορδίες ένα γρήγορο ρυθμό και λένε κάποιους στίχους που ουσιαστικά αφορούσε 16άρηδες-17άρηδες. Και αυτό δημιούργησε αμέσως, και στην Αγγλία αλλά και έξω από την Αγγλία, μια τάση ότι, αυτό που λέγεται σήμερα DIY, το Do It Yourself, τότε βέβαια δεν υπήρχαν αυτοί οι όροι, αλλά είδαν ότι μπορείς να παίξεις μουσική χωρίς, και να γίνεις και ροκ σταρ σε μερικές περιπτώσεις. Το φοβερό που συνέβη εκείνη την εποχή ήταν ότι τα μουσικά ρεύματα είχανε πάρα πολύ μεγάλη έμπνευση για διάφορα καινούρια πράγματα. Δηλαδή πειραματιζόταν σε καινούρια πράγματα, ρυθμοί, η μουσική ήταν πιο πολύ βασισμένη στο μπάσο και στα ντράμς[00:05:00], που αυτό μ’ άρεσε εμένα πάρα πολύ. Δεν ήταν η κιθάρα που έβγαινε μπροστά και τα φωνητικά που προσπαθούσαν ο ένας με τον άλλον να δείξουνε πόσο ογκόλιθοι είναι, αλλά όλο το συγκρότημα έκτιζε έναν ήχο ο οποίος ήταν σαν ένα music wall. Βέβαια, πιο πριν υπήρχαν οι Ramones οι οποίοι είχανε δώσει αυτό το στίγμα από την Αμερική και αυτοί ήταν βασισμένοι πάνω στη μουσική του Iggy Pop & The Stooges, των MC5, των New York Dolls. Οπότε, δηλαδή ήδη στην Ευρώπη υπήρχανε οι νονοί για αυτή τη μουσική. Έτσι, αυτά ήτανε τα πρώτα μου ακούσματα δηλαδή.  Στη δευτέρα Λυκείου, δηλαδή το 1981, ‘80-’81, πηγαίναμε με τον Κλείτο, τον συμμαθητή μου, που μέναμε στην ίδια πολυκατοικία στη Μητροπόλεως, πηγαίναμε στο σχολείο και γυρνώντας περνούσαμε από το Stereodisc στην Τσιμισκή, μπαίναμε μέσα και βλέπαμε τους δίσκους που μας άρεσαν και βάζαμε να, ζητούσαμε από κει απ’ το παιδί να ακούσουμε κάποια τραγούδια. Οπότε το να βάζεις τώρα το 1980 Dead Kennedys στο Stereodisc ήταν λίγο επαναστατικό, αλλά το κάνανε. Και τότε δεν είχα πικάπ, αλλά αγόρασα τουλάχιστον δύο δίσκους που με σημάδεψαν στη ζωή μου. Ήτανε των MC5 το Live και των New York Dolls ο πρώτος τους δίσκος. Αμέσως, ταυτόχρονα εκείνη την εποχή αρχίζω να ακούω έναν ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, που ήτανε τότε οι πειρατικοί σταθμοί –κάτι το οποίο έχει ξεχαστεί τελείως, έχει διαγραφεί από τη μνήμη μας–, οι πειρατικοί σταθμοί που κάποιοι νεαροί, είτε μόνοι τους είτε με ομάδες, βγάζαν μια κεραία στην πολυκατοικία και εξέπεμπαν τη δικιά τους μουσική, λέγαν αυτά που θέλανε, κάτι το οποίο ήταν παράνομο και τους κυνηγούσαν τότε με τα, κάποια όργανα, η αστυνομία, τους κλείνανε, τους συλλαμβάνανε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ έπεσα πάνω στο ράδιο Free στον Μπάμπη Αργυρίου, ο οποίος βέβαια έγινε μια καλτ μορφή στη Θεσσαλονίκη γιατί βοήθησε πάρα πολύ στην ανάπτυξη της σύγχρονης ανεξάρτητης μουσικής στην πόλη μας και πέθανε βέβαια, έφυγε πριν από λίγες βδομάδες. Και άρχισα να ακούω ράδιο Free και ταυτόχρονα άκουγα και τις Παρασκευές στο Δεύτερο Πρόγραμμα τον Γιάννη Πετρίδη, ο οποίος τις Παρασκευές 5 με 6 τις αφιέρωνε στην καινούρια αυτή μουσική. Ξέφευγε από τα τετριμμένα και έβαζε μόνο τέτοιου είδους μουσική. Έτσι λοιπόν, φτάνω να τελειώνω το Λύκειο το 1982 και το πρώτο πράμα που έκανα μόλις τελείωσα τις εξετάσεις, τότε δεν είχα περάσει στο τμήμα γεωλογίας, είχα περάσει στη Βιομηχανική Σχολή, η οποία ήταν και πολύ κοντά στο σπίτι μου. Τότε, η Βιομηχανική Σχολή που εξελίχθηκε σε Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ήτανε στην οδό Αγίας Σοφίας και Μητροπόλεως, απέναντι από τη Μητρόπολη. Και ήταν μια σχολή που έβραζε και μπορεί στο έτος μας να είχαμε 500-600 άτομα, και εκεί πέρα μπορούσες να κάνεις πολύ εύκολα φιλίες με ανθρώπους που είχανε τις ίδιες μουσικές ανησυχίες. Αγόρασα μια κιθάρα ακουστική και πήρα, αγόρασα ένα τετράδιο, ένα βιβλιαράκι με τις συγχορδίες και άρχισα να παίζω. Ντάκα ντούκα, ντάκα ντούκα, χτυπούσα και το πόδι μου, η κυρία από κάτω διαμαρτυρότανε, παραπονιόταν στη μητέρα μου και της έλεγε: «Αμάν, ο Βασίλης δεν μπορεί να μη χτυπάει το πόδι του;» για να κρατάω το ρυθμό. Έβαζα ένα πανί, έβαζα ένα χαλάκι, ντάκα ντούκα. 

Ι.Ν.:

Μόνος σας, χωρίς κάποια μαθήματα; 

Β.Μ.:

Μόνος μου, χωρίς μαθήματα, ναι. Και έτσι λοιπόν άρχισα να παίζω κάποιες συγχορδίες, όχι αυτά τα εύκολα τα ελληνικά τα τραγούδια που έβρισκες εύκολα παρτιτούρες.  Τότε γνώρισα ένα παιδί το οποίο ούτε το όνομά του θυμάμαι, ούτε τίποτα, δεν, έχω χάσει κάθε επαφή. Αυτός έμενε, ήταν φοιτητής από την Αθήνα, ούτε θυμάμαι σε ποια σχολή, έμενε στην Κασσάνδρου και όταν τα πρωινά πήγαινα στο πανεπιστήμιο και βαριόμουνα, περνούσα εκεί απ’ το σπίτι του. Αυτός είχε μια Gibson κιθάρα και μια Marshall, έναν Marshall ενισχυτή, που για μένα αυτά βέβαια ήταν άφταστα. Και μου έδειχνε, ήτανε, εντάξει, το αυτί του έπιανε, για να πω την αλήθεια εμένα το αυτί μου δεν έπιανε και έτσι δεν μπορούσα εύκολα να αντιγράψω ένα τραγούδι ακούγοντάς το. Φυσικά, για να ξεχωρίζουμε τις εποχές, δεν υπήρχε ούτε το YouTube, που σήμερα στο YouTube σου τα λένε όλα, τα πάντα τα βλέπεις και τα ακούς ζ[00:10:00]ωντανά. Τότε έπρεπε να βρεις μόνος σου τα κόλπα που κάνουν οι διάφοροι κιθαρίστες. Έτσι λοιπόν μου έδειξε το I Wanna Be Your Dog των Iggy Pop & the Stooges, μου έδειξε κάποια άλλα τραγούδια. Τα έπιανα εγώ αυτά αμέσως, τα ψιλοέπαιζα στην κιθάρα μου. Μέχρι που ένα, τα Χριστούγεννα του 1982 προς ‘83 παίξαμε, πήρα, αγόρασα εγώ μια κιθάρα, μια Kumika. Αυτές οι Kumika βασικά ήταν όλες, το τάστο τους ήταν πολύ στραβό, όπου και να χτυπούσες την ίδια νότα έπαιζες, αλλά εν πάση περιπτώση. Και με τον Κλείτο και έναν άλλο φίλο μου, τον Βύρωνα τον Πισσαλίδη, μακρινό μου εξάδελφο, επίσης έμενε στην Μητροπόλεως, ανεβήκαμε στην ταράτσα και αρχίσαμε και βαρούσαμε. Και ήρθε ο αδερφός του Βύρωνα και μας έβρισε και μας έδιωξε. Έτσι λοιπόν, αυτή ήταν η αρχή, γιατί ήθελα να γίνω, ήθελα να κάνω συγκρότημα, αλλά δεν μπορούσα να βρω τα κατάλληλα άτομα. Κάποια στιγμή, το 1984 το καλοκαίρι γίνεται ένα φεστιβάλ με διάφορα συγκροτήματα punk και new wave στην, στο Θέατρο Κήπου.  Ξέχασα να πω όμως, λιγάκι σαν παρένθεση, ότι εκεί στα 15 μου-16, δηλαδή ‘79-’80, γινότανε τα beach party στην Αγία Τριάδα. Εγώ παραθέριζα στην Περαία όλο το καλοκαίρι. Πηγαίναμε μετά τις εξετάσεις του σχολείου, μέσα Ιουνίου, και καθόμασταν μέχρι να αρχίσει το σχολείο, μέσα Σεπτεμβρίου. Και με το ποδήλατο πήγαινα Μπαξέ, Αγία Τριάδα. Γινόταν λοιπόν τα beach party και παίζανε κάθε χρόνο οι... Παίζαν λοιπόν στα beach party της Αγίας Τριάδας οι Proxies. Ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό για μένα. Φορούσανε τα new wave τα ρούχα, αυτά τα γυαλιά που κλείναν τα μάτια, παίζανε γρήγορα, δεν ήταν αυτό το ροκ το κλασικό. Και με εντυπωσίαζε πάρα πολύ. Αυτό το πράγμα ήθελα να κάνω κι εγώ, να παίρνω μια κιθάρα και να παίζω γρήγορη μουσική επηρεασμένη από rock and roll. Αυτό λοιπόν, οι Proxies, όπως επίσης, τελειώνοντας το Λύκειο, το περίπου ‘81-’82, γίνανε οι πρώτες συναυλίες μετά από πάρα πολλά χρόνια, ροκ συναυλίες στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε ο Ian Gillan των Deep Purple στο Παλαί ντε Σπορ, όπως επίσης και ο Rory Gallagher. Μπορεί να ήτανε κλασικό ροκ, αλλά ήτανε κάτι που για πρώτη φορά θα πήγαινα να δω, στο stage επάνω ένα ροκ συγκρότημα με τους καπνούς, με την κιθάρα, με πολύ δυνατό ήχο. Και αυτό επίσης με επηρέασε πάρα πολύ.  Και επίσης ότι εκείνη την περίοδο άρχισα να πηγαίνω και στο Berlin. Το Berlin ήταν ένα μπαράκι στην, κάθετος, στην Χρυσοστόμου Σμύρνης, στην περιοχή της Προξένου Κορομηλά, που πριν από την μορφή τη γνωστή, ήταν ένα κλασικό μπαρ με ξύλινο μπαράκι μέσα και εκεί έφερνε κανένα συγκροτηματάκι. Είχα δει τους Flippers που παίζανε rockabilly και ήμουνα εκεί πέρα μπροστά δηλαδή, στην κιθάρα. Όλα αυτά τα πράγματα με φορτώνανε, με κάναν να θέλω να πιάσω μια κιθάρα. 

Β.Μ.:

Έτσι λοιπόν, φτάνουμε σε αυτή τη συναυλία που έγινε στο Θέατρο Κήπου και εκεί είχαν διάφορα συγκροτήματα. Και συναντώ ένα παιδί, τον Γιώργο τον Καλογεράκη, που παραθερίζαμε μαζί στην Περαία. Αυτός όμως ήτανε πολύ μικρότερος από εμένα, ήταν περίπου 15 χρονών, εγώ ήμουν τότε 19-20 και έκανα παρέα με τις αδερφές του. Και του λέω: «Ρε Γιώργο τι κάνεις εδώ πέρα;». «Εγώ είμαι πανκ» λέει. Φορούσε και μια μπλούζα των Angelic Upstarts, κρατούσε και κάτι μπαγκέτες. Και: «Να -λέει- έχουμε ένα συγκρότημα, τους Vicious Riots και παίζουμε, βαράμε εδώ πέρα». Τους άκουσα, εντάξει αυτοί παίζανε hardcore, Oi! και τέτοια μουσική που εμένα δε μ’ άρεζε εκείνη την περίοδο. Και μετά με το που τελειώσανε, βρεθήκαμε και με τον μπασίστα του συγκροτήματος, τον Αγαμέμνονα το Μάρδα και αρχίσαμε να συζητάμε. Και: «Να, εμείς θα διώξουμε τον κιθαρίστα γιατί δε μας αρέσει» και: «Να, εγώ παίζω κιθάρα, να έρθω μήπως θέλετε να παίξουμε μαζί, αλλά εγώ δεν παίζω αυτή τη μουσική». «Έλα από το στούντιο». Πήρα την κιθάρα μου, κάναμε εκεί κάποιες πρόβες και μου λένε: «Καλά, θα σε ειδοποιήσουμε». Και αυτό γινόταν το Μάιο. Και δεν υπήρξε συνέχεια. Όμως ο Αγαμέμνονας άρχισε να έρχεται στον Γιώργο, επειδή κάνανε πάρα πολύ παρέα, ήταν πολύ φίλοι. Το καλό ήταν ότι ο Αγαμέμνονας έμενε και μένει σε μια μονοκα[00:15:00]τοικία στην Καλαμαριά, στη Σοφούλη, και στον υπόγειο είχε ένα στούντιο. Με κάτι ενισχυτές της πλάκας, με κάτι τύμπανα της πλάκας, αλλά εν πάση περιπτώση υπήρχε στούντιο. Και αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό για ένα συγκρότημα εκείνης της εποχής. Έτσι λοιπόν, το καλοκαίρι του ‘84 κάνουμε πολύ παρέα. Εγώ πήγαινα interrail εκείνα τα χρόνια, όταν ήμουνα φοιτητής, έβγαζα ένα εισητήριο και γυρνούσα όλη την Ευρώπη με φίλους μου ή μόνος μου σε διάφορες χώρες. Και εκεί έβλεπα πάλι σε κάποια μπαράκια κάποια συγκροτήματα. Και μάλιστα το 1984 και το 1985 μπορώ να πω ότι είδα από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής μου, τους Chelsea στο Marquee, στο Λονδίνο, και τους Killing Joke στο Hammersmith Palais, μια εκπληκτική συναυλία με support τους Play Dead. Αυτά είναι συγκροτήματα πολύ δυνατά στην... οι Chelsea ήταν στην έκρηξη του punk, οι Killing Joke στο post-punk. Και γυρνώντας από την Αγγλία άρχισα να τους λέω τις εμπειρίες μου, αυτά που έβλεπα, τους έδωσα πολλές κασέτες με Clash, Ramones, Vibrators, Siouxsie and the Banshees όλα, Buzzcocks, συγκροτήματα που ήτανε, που παίζανε και πολύ ωραία μουσική. Και άρχισε να τους αρέσει, δηλαδή αντιγράφανε τις κασέτες.  Εκείνη την περίοδο εγώ έγραφα κασέτες από το Billboard, τον Μιχάλη. Το Billboard ήταν ένα δισκάδικο στην Προξένου Κορομηλά που μπορούσες να πηγαίνεις εκεί πέρα, να συζητάς με το Μιχάλη και τη γυναίκα του, τότε που ήταν παντρεμένοι ακόμα, να σου προτείνουνε δίσκους, να σου γράφουν κασέτες, κάτι το οποίο ήταν παράνομο βέβαια, αλλά εντάξει γινότανε. Και έτσι λοιπόν είχα αποκτήσει μια μεγάλη συλλογή από κασέτες και έβγαινε πιο φτηνά από το να αγοράζεις τους δίσκους. Και το Σεπτέμβριο μου λένε: «Δεν ξαναπαίρνεις την κιθάρα σου να ‘ρθεις στο στούντιο να δούμε λιγάκι τι μπορούμε να παίξουμε;». Και αρχίσαμε να παίζουμε Iggy Pop, τότε μας άρεζαν πάρα πολύ οι Mob, ένα αναρχοπάνκ συγκρότημα από την Αγγλία, από, είχαμε διασκευάσει 4-5 τραγούδια και αρχίσαμε να σκαρώνουμε τα δικά μας τραγούδια. Φτιάξαμε το Ποντικοφάρμακο, το Κομπρεσέρ, το Αμφισβητούμενο Σημείο. Οι στίχοι ήταν έτσι πολύ ευρηματικοί, κυρίως από τον Αγαμέμνονα και από τους υπόλοιπους. Και έτσι ήμασταν ένα τρίο με κιθάρα, μπάσο και ντραμς, ο Αγαμέμνονας έπαιζε μπάσο, ο Γιώργος τα τύμπανα και εγώ την κιθάρα και πηγαίναμε πολύ συχνά. Αυτοί είχαν και σχολείο βέβαια, ο μπαμπάς του και η μαμά του Αγαμέμνονα συνεχώς παραπονιότανε: «Αφήστε τον Αγαμέμνονα να διαβάσει». Ο Αγαμέμνονας εντάξει, δεν ήταν και πολύ των γραμμάτων. Όχι καπνίζανε, η μυρωδιά έφτανε πάνω στο σπίτι, κατέβαινε ξανά ο μπαμπάς του Αγαμέμνονα. Όμως, ο μπαμπάς του Αγαμέμνονα, πίσω από το στούντιο, όλο το υπόλοιπο υπόγειο ήταν αποθήκη. Και εκεί μέσα στην αποθήκη είχανε κουτιά με δίσκους, δίσκους και σινγκλάκια. Και εκεί αρχίσαμε να τα ψάχνουμε και να τα βάζουμε στο πικάπ να παίζουν και βλέπαμε ότι είναι garage, σέικ, αυτό που λέμε σέικ σήμερα, αλλά πολλά από αυτά ήταν garage, τα βλέπουμε και στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ‘60. Και αυτό, το πολύ εντυπωσιακό ήταν οι Question Mark and the Mysterians που δεν τους ξέραμε, κάτι Τεξανοί μικροκαμωμένοι που ύστερα από πολλά χρόνια παίξανε στο Μύλο στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι παίζανε το 96 tears και διάφορα άλλα φοβερά τραγούδια που μας εντυπωσίαζαν. Και προσπαθούσαμε πάνω σε αυτά να κάνουμε και τη δικιά μας μουσική. Το πράγμα είχε αρχίσει να προχωράει. Κάναμε την πρώτη μας ηχογράφηση το Δεκέμβριο του ‘84. Ο Αγαμέμνονας είπε ότι: «Εγώ δε θέλω να τραγουδάω άλλο -γιατί ο Αγαμέμνονας τραγουδούσε παίζοντας μπάσο, ήτανε το μουσικό αυτί του συγκροτήματος- και εγώ θέλω να εξασκηθώ στο μπάσο μου και να ψάξουμε να βρούμε τραγουδιστή». Βρήκαμε έναν, τον Ηρακλή, έτσι κι έτσι. Κάναμε live σε διάφορα μπαράκια, τότε δεν υπήρχαν και live stages στη Θεσσαλονίκη, όπου μπορούσε να βρει κάποιος. Κάποια σχολεία, στο σχολείο του Αγαμέμνονα, στο Κ.Α.Π.Η. της Καλαμαριάς, σε κάτι φεστιβάλ που διοργάνωνε όχι ο δήμος, κυρίως ο δήμος Θεσσαλονίκης, είτε στην έκθεση είτε στην πλατεία Αριστοτέλους. Ε, εντάξει, εμείς βγάζαμε, κάναμε πάντως το κομμάτι μας. 

Ι.Ν.:

Ως Moot Point πλέον. 

Β.Μ.:

Moot Point, ναι ναι. Το όνομα Moot Point υπήρξε από την αρχή όταν με ξαναφωνάξανε το Σεπτέμβριο του ‘84. Είχαν πάρει ένα λεξικό ο Γιώργος και ο Αγαμέμνονας και το ανοίγαν σε κάποια σελίδα και βάζαν το δάχτυλό τους τυχαία σε κάποιες λέξεις. Μαζέψαν καμιά 10-15 λέξεις και το Mo[00:20:00]ot Point τους άρεσε πιο πολύ. Δεν ήμασταν και τόσο αγγλομαθείς για να ξέρουμε και τέτοιες εκφράσεις. Moot Point σημαίνει «Αμφισβητούμενο Σημείο». Ως Moot Point λοιπόν κάνουμε τα live μας, ηχογραφούμε την πρώτη μας κασέτα τα Χριστούγεννα του ‘84 στο Στούντιο Φόστερ, ένα υπόγειο στην περιοχή του Ντορέ. Αυτός έβαλε και κάτι ηχητικά εφέ και αυτά, εμείς τρελαθήκαμε με την κασέτα αυτή, κυκλοφορούσαμε και την δίναμε στους γνωστούς μας. Εντάξει, οι Moot Point άρχισαν να αποκτούν ένα όνομα. Παίξαμε στο στέκι της Βιομηχανικής, η Βιομηχανική υπενθυμίζω ότι ήταν στην οδό Αγίας Σοφίας απέναντι από τη Μητρόπολη, και από πίσω ακριβώς, στην Προξένου Κορομηλά είχε νοικιασμένο έναν χώρο, τον οποίο τον είχε δώσει στους φοιτητές να τον διαχειριστούνε. Οι φοιτητές δεν πολύ ενδιαφερότανε και το είχανε πάρει να το εκμεταλλευτούνε μια παρέα φίλων μας. Και έτσι λοιπόν κάναν ένα live στέκι. Ήτανε πάρα πολύ ωραίο, περάσαν αρκετά συγκροτήματα, αλλά και κομπανίες ρεμπέτικου και έντεχνο, είχε δηλαδή γίνει μια μικρή σκηνή. Και έτσι κλείσαμε και εκεί πέρα να παίξουμε και ήρθε πάρα πολύς κόσμος. Δηλαδή ήρθε όλη η μουσική, οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, η νεολαία της Θεσσαλονίκης που άκουγε αυτή τη μουσική. Που δεν ήτανε, ήταν μετρημένοι, ας ήτανε 100 όλοι μαζί. Συναντιόμασταν στο «Berlin», συναντιόμασταν στο Λούκυ Λουκ, το άλλο μπαρ το αντίστοιχο στην Προξένου Κορομηλά ή σε διάφορα άλλα μπαράκια.  Και ξαφνικά το όνομα Moot Point άρχισε να παίζει πολύ. Γνωριστήκαμε στο μεταξύ και με τον Μπάμπη Αργυρίου, γνωριστήκαμε και με διάφορα άλλα συγκροτήματα, όπως ήτανε– Τότε γινόταν πολλά live στη λέσχη του πανεπιστημίου και συνήθως ήτανε ένα ροκ συγκρότημα στην αρχή που δεν είχε παραπάνω από 10-20 άτομα, και μετά ακολουθούσε το ρεμπέτικο γλέντι που πλακώναν όλοι οι φοιτητές και μαζευόταν πάνω από 200-300 άτομα. 

Ι.Ν.:

Τραγουδιστή αυτή την περίοδο ποιον έχετε; 

Β.Μ.:

Ο Αγαμέμνονας. Ο Αγαμέμνονας. 

Ι.Ν.:

Δεν είχε αλλάξει. 

Β.Μ.:

Δεν είχε αλλάξει, ναι. Όλα αυτά γίνονται από το Σεπτέμβριο του ‘84 έως τον Μάρτιο του ‘85 περίπου. Εκεί, στη λέσχη και στο πανεπιστήμιο, στα αμφιθέατρα, για να πω την αλήθεια, έβλεπα ένα συγκρότημα, το ακολουθούσα, ήταν οι Yoghurt. Οι Yoghurt ήτανε εντυπωσιακοί. Παίζανε τα τραγούδια που μ’ αρέζανε, Clash, Ramones, New York Dolls και ήθελα να γίνω κιθαρίστας σαν τον Θανάση, τον κιθαρίστα τους. Και ο Γιώτης, ντράμερ πάρα πολύ καλός, τον μπασίστα δε τον θυμάμαι και τον τραγουδιστή. Και έτσι λοιπόν οι Moot Point άρχισαν να αποκτούν όνομα και αρχίσαμε να γνωριζόμαστε και με άλλα συγκροτήματα. Ένα από αυτά ήτανε οι ΣΥ.ΧΑ.ΜΑ, ο Σύλλογος Χαφιέδων Μακεδονίας, που εξελίχθηκε μετά σε Γκούλαγκ. Και είχαμε γνωρίσει τον Αλέκο –φοβερός τύπος– και κάναμε παρέα.  Και έτσι λοιπόν, το κέντρο αυτών των ανθρώπων, εκτός από το βράδυ που θα πηγαίναμε στα μπαρ, ήταν το Αχίλλειο, το παλιό όμως Αχίλλειο. Ένα καφενείο της παλιάς καλής εποχής, που για κάποιο λόγο, επάνω στην παραλία, εκεί που είναι και σήμερα το Αχίλλειο, για κάποιο λόγο οι παλιοί θαμώνες, οι αστοί της Θεσσαλονίκης το είχανε παρατήσει και είχε γίνει πλέον το στέκι των punk, των new wave, των φρικιών. Ήταν ένα στέκι εναλλακτικό. Με τα γκαρσόνια με την άσπρη ποδιά, το παπιγιόν, αλλά με πολύ καλή σχέση με όλους αυτούς που κατά κάποια έννοια θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δε θα τους χωνεύανε, είχαν πολύ καλή σχέση. Και κατέβαινα και εγώ στο Αχίλλειο πολλές φορές και εκεί πέρα συναντώ την Λία μαζί με τη φίλη της τη Ρόζι, τη Ρόζα, οι οποίοι είχαν έρθει λίγες μέρες πριν σε ένα πάρτυ που είχαμε παίξει στην Περαία, σε μια φίλη μου στη Χριστίνα, στον Μπαξέ. Και εκεί που συζητούσαμε της λέω: «Έχουμε έναν τραγουδιστή, αλλά θέλουμε να τον αλλάξουμε, ψάχνουμε για τραγουδιστή». Πετάγεται η Λία: «Εγώ τραγουδάω». Η Λία εν τω μεταξύ ήταν τότε 15 χρονών. «Τραγουδάω -λέει- και Siouxsie and the Banshees και Patti Smith και...». «Α -λέω- πολύ ωραία -λέω-, να πω και στα παιδιά». Την παίρνω τηλέφωνο, λέω: «Εντάξει -λέω- και τα παιδιά συμφωνούνε, να κατέβουμε, έλα στο στούντιο». Και έρχεται η Λία στο στούντιο, 15 χρονών, με φοβερά Αγγλικά, με φοβερές γνώσεις μουσικής γιατί ήξερε πιάνο, με φοβερό πάθος, ενέργεια και ξαφνικά δίνει έναν άλλο τόνο στο συγκρότημα. Αρχίζουμε να βγάζουμε τραγούδια, σιγά σιγά η Λία το γυρνάει στον Αγγλικό στίχο. Kαι εκείνη την περίοδο αποφασίζουμε να γράψουμε την πρώτη μας κασέτα. Παίρνουμε το τετρακάναλο κασετόφωνο από τον Μπάμπη τον Αργυρίου ο οποίος μόλις είχε γυ[00:25:00]ρίσει από την Αμερική και το είχε φέρει από εκεί πέρα. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο Μπάμπης, μας βοήθησαν  και τα παιδιά από τους Life In Cage, ο Χρήστος ο Σκορδύλης και τα άλλα μέλη. Aλλά ειδικά ο Μπάμπης μας βοήθησε και μάλιστα ηχογραφήσαμε τα φωνητικά στο σπίτι του. Έμενε αυτός στην οδό Καυκάσου, πάνω προς τις Συκιές, στο υδραγωγείο της Βάρνας και εκεί είχε και τον πειρατικό του σταθμό. Και η Λία, εντάξει, ήταν φοβερή. Kαι έτσι λοιπόν φτιάξαμε την πρώτη μας κασέτα. Την πήγαμε σε ένα κασετάδικο, στον Αντώνη τον Δικτσή που ήτανε στην Πατριάρχου Ιωακείμ και Εγνατία. Εκεί πέρα ήτανε 2-3 μαγαζιά, όπως ο Σούτσος και ο Αντώνης που πουλούσανε κασέτες, γιατί οι κασέτες τότε πουλούσαν πάρα πολύ και αυτός γούσταρε και μας έκανε δωρεάν την ηχογράφηση. Είχε τα κασετόφωνά του και μας αντέγραψε όλες τις κασέτες, καμιά 200-300 κασέτες. Και μετά τις βάλαμε, βγάλαμε και ένα βιβλιαράκι με τους στίχους, με διάφορα σχέδια της Λίας –γιατί η Λία θα πρέπει να πούμε ότι είναι φοβερή σχεδιάστρια με πενάκι και με σινική μελάνη– και κυκλοφορήσαμε το 1984 την πρώτη μας κασέτα, 1985, ‘85 την πρώτη μας κασέτα. Και μετά το γυρίσαμε σε Αγγλικό στίχο. Γράφαμε τραγούδια, γράφαμε, δηλαδή είχαμε πολύ μεγάλη παραγωγικότητα. Ήτανε πραγματικά ένα πράγμα που μας ενδιέφερε πάρα πολύ. Εντάξει, η Λία δεν ερχότανε σε όλες τις πρόβες, εμείς όμως βγάζαμε τραγούδια. Όταν ερχόταν η Λία τα προσπαθούσαμε, κάναμε κάποιες, έβαζε στίχους φοβερούς η Λία, εκεί επί τόπου, στα Αγγλικά, κάτι που μας εντυπωσίαζε, κάναμε live. Και έτσι λοιπόν πολύ γρήγορα, το 1986-87 ήρθε και η δεύτερη κασέτα, το Moot Point Circus. Η πρώτη λεγότανε Gonna Blast Ya Fulla Lead. Πάλι ο Αντώνης ο Δικτσής μας αντέγραψε τις κασέτες, πάλι τις βάζαμε σε σακουλάκια μαζί με το ένθετο και τις πουλούσαμε στα δισκάδικα, τις δίναμε στα δισκάδικα να τις πουλήσουνε, στο Blow Up, στο Stereodisc, στον Πάτση, στον Μιχάλη, βέβαια, στο Billboard. Αλλά στέλναμε και στην Αθήνα. Κατέβαινα κάτω στο 7+7, ο Βάιος έκανε εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα, αλλά δούλευε και στο Μοναστηράκι σε αυτό το δισκάδικο, το 7+7, και ήταν πολύ φαν των Moot Point. Αλλά και πολλοί άλλοι ήτανε φαν των Moot Point στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουνε άνθρωποι οι οποίοι θα θέλανε να είχαν δει live τους Moot Point.  Και φτάνουμε περίπου στο 1987 που ο Αγαμέμνονας τελειώνοντας το σχολείο φεύγει για Λουξεμβούργο για να σπουδάσει και έτσι σιγά σιγά το συγκρότημα πάει προς διάλυση. Και τα παρατάμε. Ο Αγαμέμνονας επανέρχεται ύστερα από δύο χρόνια, αφού δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ο Αγαμέμνονας ήθελε να γίνει μουσικός, αυτό ήτανε το όνειρό του. Και έγινε μουσικός και μάλιστα μεγάλος μουσικός. Είναι ο Αγαμέμνονας Μάρδας, ο οποίος παίζει στις καλύτερες τζαζ μπάντες της Θεσσαλονίκης, παίζει κοντραμπάσο σήμερα, είναι ένας μουσικός πολύ αξιόλογος. Και αρχίζουμε να ξαναβρισκόμαστε το 1988-89, κατεβαίνουμε στο στούντιο, αλλά πλέον το στυλ μας έχει αλλάξει πολύ. Έχουμε ξεφύγει από το punk, έχουμε ξεφύγει από το garage punk και παίζουμε ένα τελείως ιδιόρρυθμο και ιδιότυπο post-punk ύφος με τη Λία, απίστευτη στα φωνητικά, έχει βάλει και πλήκτρα η ίδια, με διάφορες έτσι, πολύ ωραίες κιθάρες, μπάσο. Και με αυτές τις ηχογραφήσεις, με αυτές τις συνθέσεις, πάμε στο στούντιο Jam που τότε ήταν στην Εγνατία και ηχογραφούμε την τρίτη μας κασέτα με περίπου 8-9 τραγούδια, τα οποία δεν κυκλοφορήσανε ποτέ. Μείνανε στα αζήτητα. Και μάλιστα αυτό το tape είχε χαθεί, δηλαδή δεν ξέραμε και που ήτανε. Και εκεί πέρα τελειώνει πλεόν και η ιστορία των Moot Point όπως τελειώνει και η δικιά μου η ενασχόληση ή διακόπτεται για πάρα πολλά χρόνια, γιατί τότε ήδη είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου το 1989, είχα πάρα πολύ δουλειά, είχα πέσει πάνω στη γεωλογία και στα πετρώματα.  Θα πρέπει να μνημονεύσω κάποιους ανθρώπους. Ο Γιάννης ο Σιδεράτος, ήτανε φοιτητής γεωλογίας από την Αθήνα, ο οποίος ερχόταν στις πρόβες μας, νομίζω δεν έχανε πρόβα. Τον λέγαμε ο μάνατζερ, μιλούσαμε πάρα πολύ για τη μουσική, βγαίναμε, πίναμε μπύρες, μου μάθαινε πάρα πολλά, εκτός από το punk και το post-punk, για τον Van Morrison, τον Tom W[00:30:00]aits, τον Peter Hammill, δηλαδή μουσικές που δεν ήτανε στα πρώτα μου εκείνη την εποχή. Και συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Όταν κατέβαινα στην Αθήνα σίγουρα θα βρισκόμασταν, πηγαίναμε σε μπαράκια στα Εξάρχεια ή σε άλλες περιοχές. Του Γιάννη δεν του άρεσαν τόσο τα live, αλλά είχε μια τεράστια δισκοθήκη και μου έγραφε πάρα πολλές κασέτες. Και ένας ακόμα που θα πρέπει να μνημονεύσω είναι ο Γιάννης ο Πλόχωρας, ή ο «Kύριος Ρύκιος», ο οποίος ήτανε και μουσικός παραγωγός στα διάφορα ραδιόφωνα εκείνης της εποχής και στο «Ράδιο Κιβωτός». Εκείνη την εποχή οι σταθμοί που παίζαν πολύ μεγάλο ρόλο ήτανε το «Ράδιο Ουτοπία» και το «Ράδιο Κιβωτός» σε αυτή τη μουσική, και λίγο προς το πιο κλασικό ροκ το «Ράδιο Ακρόπολις», που διοργανώνανε και φεστιβάλ, διοργανώνανε live, παίζαν αυτή τη μουσική, παίζαν πολλά ελληνικά συγκροτήματα, βγάζανε κασέτες. Με τον Γιάννη τον Πλόχωρα επίσης κάναμε πάρα πολύ παρέα και κάναμε και ένα συγκρότημα όταν έφυγε ο Αγαμέμνονας, εκεί μεταξύ ‘87 και ‘88 με τη Λία, τον Γιάννη, τον Μιχάλη Μιχαηλίδη στα ντραμς και εμένα στην κιθάρα. Το συγκρότημα λεγότανε, είχε ένα περίεργο όνομα, και είχαμε βγάλει 3-4 τραγούδια. Τα είχαμε ηχογραφήσει σε μια κασέτα, χωρίς όμως κάποια συνέχεια. 

Β.Μ.:

Επανερχόμενος λοιπόν ο Αγαμέμνονας και αφού γράψαμε αυτά τα τραγούδια στο Jam, έκλεισε η πρώτη εποχή των Moot Point. Και αυτό που μ’ άρεζε εμένα ήταν να πηγαίνω και κυρίως μετάνιωσα, γιατί στη δεκαετία του ‘90 θεωρούσα ότι το να πας να δεις τους Ramones ήτανε κάπως βέβηλο και έκανα μεγάλη χαζομάρα που δεν πήγαινα να δω. Και προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ανακαλύπτω ότι πρέπει να πηγαίνω να βλέπω τα συγκροτήματα αυτά, γιατί ερχόταν τότε πάρα πολλά στη Θεσσαλονίκη. Παίζανε στο Μύλο κυρίως και σε διάφορα άλλα κλαμπάκια, αλλά κυρίως στο Μύλο. Έχουνε περάσει φοβερά συγκροτήματα από τη Θεσσαλονίκη. Αυτά έτσι που μου έρχονται είναι οι Siouxsie and the Banshees, οι Buzzcocks, οι Tuxedomoon, η Patti Smith, οι Cramps. Και βέβαια τότε, η δεκαετία του ‘90, η μουσική μάλλον στη σκηνή της δεκαετίας του ‘90 έγινε λίγο πιο εξευγενισμένη που εμένα δε μ’ άρεζε τόσο πολύ αυτό το πράγμα, αν και δημιουργηθήκαν πολύ σπουδαία συγκροτήματα, που οδήγησε στη δεκαετία του 2000, που ουσιαστικά τα ανακάτεψε όλα τα είδη και σταμάτησε πλέον αυτό το συγκεκριμένο punk και post-punk κίνημα.  Περνάει και η δεκαετία του 2000 και φτάνουμε περίπου στο 2011 που ήδη έχουμε μπει στην κρίση. Και μου έρχεται ένα μήνυμα –είχαμε φτιάξει και μια σελίδα στο Facebook μόλις τότε είχε αρχίσει το Facebook– και παίρνω ένα μήνυμα από το Δημήτρη τον Βασιλειάδη, ο οποίος μου γράφει ότι: «Έχω την εταιρία B-Other ή Bother records και θεωρώ ότι οι Moot Point είναι το μεγάλο αδικημένο συγκρότημα της δεκαετίας του ‘80, γιατί δεν έβγαλε δίσκο ενώ θα έπρεπε να είχε βγάλει, βινύλιο δηλαδή. Και θέλω να κάνουμε αυτή την προσπάθεια, να φτιάξουμε ένα βινύλιο το οποίο θα κυκλοφορήσει με την πρώτη σας κασέτα». Θα πρέπει να πω ότι σε όλο αυτό το ενδιάμεσο περάσαμε από διάφορα στάδια, η μουσική από την κασέτα και το βινύλιο πέρασε στο CD και αμέσως μετά πέρασε στα mp3 και στο ΥouTube. Άρα είμαστε δηλαδή πλέον στην εποχή του mp3 και του YouTube, και κάποιοι είχαν μεταγράψει τις 2 μας κασέτες και παίζανε στο YouTube. Ειδικά το Κομπρεσέρ και το Δεν καταλαβαίνω είχανε αρκετά views, είχαν ξεπεράσει τα 10.000 views, που ήταν, εντάξει, ένας σημαντικός αριθμός για αυτού του είδους μουσικής. Παίρνω, στέλνω ένα μήνυμα στους υπόλοιπους, στη Λία, στον Αγαμέμνονα και στο Γιώργο και τους λέω το και το. Και λένε αυτοί: «Εντάξει, να το προσπαθήσουμε, ας το κάνουμε». Και του στέλνουμε την κασέτα, την κάνει μεταγραφή ο Δημήτρης. Και πέρασε αρκετός καιρός, αρκετοί μήνες και έτσι η Λία μαζί με το Νίκο τον Νικολαΐδη φτιάξανε το εξώφυλλο, το οποίο ήθελαν να θυμίζει δεκαετία ‘80. Και μάλιστα είχαν μια φωτογραφία στο κέντρο, μια μικρή φωτογραφία όπου ένας χωροφύλακας –γιατί τότε δεν υπήρχαν αστυνομικοί, υπήρχαν οι χωροφύλακες–, συλλαμβάνει έναν κουλουρτζή. Το να πουλάς κουλούρια στην Τσιμισκή ήταν παράνομο και τους κυνηγούσανε. Εντάξει, ήταν μια σκηνή τυπική της δεκαετίας του ‘80. Και το εσώφυλλο μέσα με τους στίχους, όλα αυτά ήταν δημιουργία της Λίας και του Νίκου. Ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο. Και ακόμα και τώρα ο Δημήτρης ο Βασιλ[00:35:00]ειάδης, που έχει βγάλει πάρα πολλούς δίσκους, και η B-otherside αναφέρονται στα εξώφυλλα της Λίας, ότι είναι μοναδικά. Και αυτός ο δίσκος επανεμφανίζεται το 2012-13, 12, επανεμφανίζεται μάλλον. Είναι σχεδόν όλα τα τραγούδια της πρώτης κασέτας και κόβεται σε 300 κομμάτια, τα οποία σχεδόν εξαφανίζονται μέσα σε 1 μήνα.  Με βάση αυτή την επανεμφάνηση των Moot Point, ο Αγαμέμνονας τότε έπαιζε σε ένα γκρουπάκι που λεγότανε, παίζανε Clash, λεγότανε Clash-κάτι, δε θυμάμαι τώρα, πάντως παίζανε μόνο Clash, με πολύ καλούς μουσικούς από τη Θεσσαλονίκη και εμφανιζότανε στο Gaia Live που ήτανε μέσα στα Λαδάδικα. Και λέω στους υπόλοιπους: «Θέλετε να παίξουμε και εμείς 2-3 τραγούδια; Να κάνουμε -λέμε- μερικές πρόβες και να παίξουμε 2-3 τραγούδια;». Έτυχε εκείνη την ημέρα που θα ήταν το live αυτό η Λία να λείπει. Και λέω στους άλλους 3, λέω και τη Λία: «Σε πειράζει άμα κάναμε εμείς μια πρόβα και παίζαμε το Ποντικοφάρμακο και κάνα δυο ακόμα, το Αμφισβητούμενο Σημείο;». Και λέει η Λία: «Όχι, δε με πειράζει». Και κάναμε αυτή την επανεμφάνιση η οποία έκανε αίσθηση στους ανθρώπους που ξέραν τους Moot Point, γούσταραν πολύ δηλαδή. Και καπάκι σχεδόν, ύστερα από λίγο καιρό, έρχονται, καλεί, καλούν κάποιοι τους Mob, αυτό το αναρχοπάνκ συγκρότημα από την Αγγλία που εμείς κάναμε διασκευές το 1984. Οι Mob έκαναν τότε ένα ριγιούνιον για πρώτη φορά μετά από την δεκαετία του ‘90 που είχανε διαλύσει. Έτσι λοιπόν ο Αλέκος από τους Γκούλαγκ, ο οποίος ήτανε και ο διοργανωτής του live, το οποίο γινότανε στο Gaia Live στα Λαδάδικα, έστειλε ένα μήνυμα στη Λία και της λέει: «Θέλετε να παίξετε και εσείς κάποια τραγούδια σαν support;». Και ήτανε πραγματικά μια μεγάλη πρόκληση για εμάς να ξαναπιάσουμε, τουλάχιστον για εμένα, να ξαναπιάσω την κιθάρα. Γιατί εδώ θα πρέπει να πω ότι η Λία όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που διέλυσαν οι Moot Point στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και μέχρι τώρα, έχει ακόμα ένα συγκρότημα, τους No Sin με διάφορους μουσικούς. Τώρα στους No Sin παίζει και ο Αγαμέμνονας. Οπότε δεχόμαστε να παίξουμε και πραγματικά ήτανε κάτι πολύ εντυπωσιακό. Γνωρίσαμε και τους Mob από κοντά, φοβερά άτομα. Και ήρθε πολύς κόσμος να ακούσει τους Moot Point. Και μάλιστα εκείνη την ημέρα δεν παίξαμε το Δεν καταλαβαίνω και ήρθε ένα παιδί από την Αλεξανδρούπολη να ακούσει μόνο το Δεν καταλαβαίνω και τον δυσαρεστήσαμε, αλλά δεν πειράζει, το Δεν καταλαβαίνω το παίξαμε μετά στα επόμενα live. Παίξαμε ακόμα μερικά στο Πολυτεχνείο, στο Πανεπιστήμιο γενικώς, στην Καβάλα. Και εκεί έκλεισε ο κύκλος, το 2016, των live, αλλά ήδη ο Δημήτρης ο Βασιλειάδης ήθελε να κάνει ακόμα ένα βινύλιο με τις ηχογραφήσεις αυτές που δεν κυκλοφορήσανε και κάποιες ηχογραφήσεις από τη δεύτερη κασέτα. Έτσι λοιπόν, επιλέξαμε τα τραγούδια που θέλαμε να βγούνε σ’ αυτό το δίσκο, αυτός ο δίσκος κόπηκε σε 100 κομμάτια και εξαφανίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα.  Και φτάνουμε στο σήμερα, που ουσιαστικά υπάρχει μια, υπάρχουν αυτά τα τραγούδια στο YouTube και μια γενικά, ένας μικρός αριθμός ατόμων, κυρίως της ηλικίας μας 50+ που γουστάρει Moot Point. Και μάλιστα μας στέλνουν και μηνύματα καμιά φορά «Να ‘ρθείτε στην Αθήνα να παίξετε». Και μπορώ να πω ότι αυτή τη στιγμή, όταν μελετάω, διαβάζω, στο αυτοκίνητο, στο γραφείο μου, στο σπίτι, οπουδήποτε, η μοναδική μουσική που μπορώ να ακούσω είναι αυτή. Όλες τις άλλες μουσικές, παρόλο που άκουσα πολλά είδη μουσικής, τα έχω διαγράψει. Αυτή η μουσική, η punk, η post-punk και διάφορα άλλα συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70 που όμως ήτανε λίγο έξω από το ρεύμα, όπως οι Van der Graaf Generator, οι Pink Floyd του Syd Barrett, δηλαδή ψυχεδέλεια αγγλική, όχι αυτό που μετεξελίχθηκε σε Pink Floyd, ο Tom Waits, πολλά τέτοια συγκροτήματα. Και έτσι ανάλογα με τις ανάγκες μου, άμα θέλω κάτι ήρεμο ή κάτι θέλω πιο δυνατό. Και επίσης και τζαζ μουσική, καλή τζαζ μουσική, κυρίως κλασική τζαζ, John Coltrane, Μάιλς Ντέιβις και διάφοροι, Σόνι Ρόλινς φυσικά. Και αυτά είναι που ακούω πλέον, ενώ τον επόμενο μήνα μπαίνω[00:40:00] στα 58 και πλησιάζω τα 60 μου. Αυτά. 

Ι.Ν.:

Να κάνω μια ερώτηση; Η πρόσβαση στη μουσική για κάποιον που έμενε στη Θεσσαλονίκη αρχές του ‘80 ήταν η ίδια που είχε κάποιος που έμενε στην Αθήνα; Μπορούσε δηλαδή να βρει τις ίδιες κασέτες, την ίδια ποικιλία; 

Β.Μ.:

Όχι, όχι. Στην Αθήνα υπήρχανε τα μεγάλα δισκάδικα, τα ψαγμένα δισκάδικα που φέρνανε, κάνανε εισαγωγές κατευθείαν από την Αγγλία, από την Αμερική. Εδώ ας πούμε τα πιο ψαγμένα δισκάδικα ήτανε το Stereodisc στην Αριστοτέλους, ο Πάτσης στην Τσιμισκή και το Blow up και ας πούμε και το Billboard στην... όμως το Billboard άνοιξε λίγο μετά, δεν ήταν αρχές δεκαετίας ‘80, άνοιξε προς τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Όχι, στην Αθήνα, γι’ αυτό και στην Αθήνα έγιναν πολλά και μεγάλα συγκροτήματα, όπως οι Last Drive. Γινόταν και τα live. Είχαν παίξει οι Birthday Party, είχαν παίξει οι Fall και οι New Order σε αυτό το φοβερό τριήμερο στο Σπόρτινγκ το ‘80, που εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάω. Η Αθήνα λοιπόν ήταν ένα κέντρο. Η Θεσσαλονίκη ήτανε παράκεντρο. 

Ι.Ν.:

Και πώς, από που ενημερωνόσασταν για ό,τι καινούριο κυκλοφορούσε τότε; 

Β.Μ.:

Ναι, ξέχασα να πω ότι εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν 2 περιοδικά, το «Ποπ και Ροκ» και ο «Ήχος» που, ο Ήχος ασχολούταν βέβαια και με τα μηχανήματα κυρίως, αλλά είχε τον Αργύρη Ζήλο και κάποιους άλλους που γράφανε, και το Ποπ και Ροκ είχε επίσης διάφορους, το Μάκη Μηλάτο νομίζω, και αυτοί εστιάσανε σε αυτού του είδους της μουσικής. Το Ποπ και Ροκ το εξέδιδε νομίζω ο Πετρίδης, ο Γιάννης Πετρίδης, και από εκεί πέρα μπορούσε κάποιος να ενημερωθεί. Επίσης, τότε κυκλοφορούσανε και ο ξένος έντυπος τύπος και μπορούσε να παραγγείλει κάποιος εφημερίδες από την Αγγλία. Τότε νομίζω ήταν 2-3 μαγαζιά που πουλούσαν ξένες εφημερίδες. Επαναλαμβάνω ότι δεν είχαμε το ίντερνετ για να μπαίνεις και να ξέρεις τι γίνεται ανά πάσα στιγμή σε όλο τον κόσμο. Τότε βέβαια η εφημερίδα, γιατί ήταν σε στυλ ταμπλόιντ εφημερίδας, ήταν το New Musical Express, το NME –είναι λίγο λογοπαίγνιο, NME και το enemy–, που ήταν αφιερωμένο στη μουσική αυτή που εξελίχθηκε από το 1977 με τους Sex Pistols και μετά. Και έπαιρνα, αγόραζα κάποια τέτοια φύλλα. Και οι εκπομπές από τον Μπάμπη Αργυρίου, το Ράδιο Free, τον Γιάννη Πετρίδη τις Παρασκευές, ο οποίος Γιάννης Πετρίδης έλεγε: «Προσέξτε αυτό το συγκρότημα. Προσέξτε το». Δηλαδή έβαζε Killing Joke και έλεγε: «Αυτό το συγκρότημα προσέξτε το. Πρόκειται από εδώ και στο εξής να κάνει κάτι σημαντικό». Όχι απαραίτητα, δεν πουλούσανε δίσκους, ο αριθμός ήταν πολύ περιορισμένος σε σχέση με τα μεγάλα συγκροτήματα. Αλλά αν φανταστείς τότε ότι έβγαιναν οι Rolling Stones και παίζανε το Start me up, δηλαδή ντίσκο της κακιάς ώρας, το αίμα έβραζε σε αυτά τα συγκροτήματα. Οπότε από όλα αυτά, εγώ έχω ένα φάκελο τεράστιο με αποκόμματα από το Ποπ και Ροκ, τον Ήχο, τις εφημερίδες όπου καμιά φορά σε καμιά εφημερίδα πετύχαινες κανένα άρθρο έτσι από κανέναν προχωρημένο δημοσιογράφο. Και τα έχω τα αποκόμματα κρατημένα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Κάποια από τις πρώτε συναυλίες θυμάστε από τους Moot Point ή κάποια χαρακτηριστική από πιο παλιά; 

Β.Μ.:

Ναι. Κοίταξε, η πρώτη μας συναυλία που ανεβήκαμε στο stage –και εγώ έτρεμα ολόκληρος, όπως και οι άλλοι φαντάζομαι–, ήταν στο σχολείο του Αγαμέμνονα, στο 14ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, επί της Αναγεννήσεως και Σοφούλη. Εκεί παίζαμε με ένα άλλο συγκρότημα που λεγότανε, αχ δε θυμάμαι, αυτοί όμως παίζανε κάτι σαν art rock. Εμείς βγήκαμε με τα rockabillyα μας και τα σαιϊκομπίλια μας και το Κομπρεσέρ και το Ποντικοφάρμακο και τις διασκευές μας και οι συμμαθήτριες και οι συμμαθητές του Αγαμέμνονα –τον οποίο τον εκτιμούσαν πολύ, παρόλο που ο Αγαμέμνονας δεν ήταν και ιδιαίτερος μαθητής, τον αγαπούσανε πραγματικά πάρα πολύ–, είχαν εντυπωσιαστεί. Και παίξαμε στα σκαλιά της αυλής. Και μετά για να πω την αλήθεια αυτό που με ανέβασε εμένα και αισθάνθηκα ότι κάνω κάτι σοβαρό ήταν αυτά τα δύο live στο στέκι της Βιομηχανικής που ήρθαν πάρα πολύς κόσμος και μας λέγαν: «Μπράβο, σας γουστάρουμε, Moot Point φοβεροί». Παίζαμε, εκτός από τα δικά μας τραγούδια, παίζαμε διασκευές Cramps, Clash, Iggy Pop and the Stooges φυσικ[00:45:00]ά, παίζαμε δηλαδή μουσική που δε θα την άκουγες πουθενά αλλού. 

Ι.Ν.:

Μου είχατε πει και για ένα live που είχε χαλάσει με κάποιον τρόπο; 

Β.Μ.:

Ναι. Βέβαια, εκείνη την εποχή τα live, στα live γινόταν επεισόδια γιατί ήτανε ροκ. Εντάξει τώρα, αυτό με τα επεισόδια και με τις συγκρούσεις, εντάξει, για μένα ακόμα και τώρα είναι πάρα πολύ τραβηγμένο. Μάλλον υπάρχουν άτομα, όχι μάλλον, επειδή γνωρίζω, ξέρω, τουλάχιστον από εκείνη την εποχή, υπήρχαν άτομα τα οποία θέλαν να κάνουνε, να τα σπάσουνε. Είχαμε κλείσει μια συναυλία με τον σύλλογο των μαθητών της τρίτης γυμνασίου του 2ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης στην οδό Ικτίνου. Και μάλιστα με τον Πάκη –ο Πάκης τώρα είναι και πολύ καλός φίλος των Moot Point και έχει το δισκάδικο «Λωτός» στην οδό Σκρα, πάρα πολύ καλό παιδί– και ο συνάδελφός μου, ο Σταύρος Οικονομίδης από το τμήμα Γεωλογίας που είμαστε τώρα μαζί, διοργανώσαν ένα χορό και θέλανε να καλέσουν τους Moot Point. Εμείς δεχτήκαμε, φτιάξαμε μια αφίσα, ο φίλος μας ο Γιώργος ο Αρβανίτης, ροκαμπιλάς, έβαλε ένα στιλέτο και γράψαμε από κάτω «Μουσική rockabilly, psychobilly, punk rock» και τέτοια. Κολλήθηκε στην πόλη, κυρίως στην Προξένου Κορομηλά στα μπαράκια και κάνουμε το soundcheck. Αλλά εκείνη η μέρα ήτανε λίγο περίεργη. Ήταν το 1985 μέσα στο Μάρτιο που για κάποιο λόγο υπήρχανε κάποιες πολιτικές διαμάχες. Τότε ήταν τα δύο μεγάλα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, που είχαν πολύ μεγάλες αντιδράσεις μεταξύ τους. Τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας ήταν στην Τσιμισκή και τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ κάπου προς την Τσιμισκή και Αριστοτέλους, και εκείνη την ημέρα ο Πρωθυπουργός τότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Σαρτζετάκη, τον Χρήστο Σαρτζετάκη, παρόλο που είχε αφήσει να εννοηθεί μέχρι τότε ότι θα προτείνει για πρόεδρο της δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όλες αυτές βέβαια είναι φυσιογνωμίες του παρελθόντος, αλλά τη δεκαετία του, η δεκαετία του ‘70 και του ‘80 επηρεάστηκε από αυτές τις πολιτικές μορφές. Αυτό προκάλεσε, αυτή η πρόταση για Πρόεδρο της Δημοκρατίας προκάλεσε τον εκνευρισμό των ψηφοφόρων, θα έλεγα των οπαδών, γιατί οπαδοί ήτανε τότε με τις σημαίες. Όσοι δεν γνωρίζουνε, τότε γινόνταν συγκεντρώσεις στη Θεσσαλονίκη πολιτικές από αυτούς τους κομματικούς αρχηγούς με, μέχρι και 1 εκατομμύριο πληθυσμός ερχότανε στη Θεσσαλονίκη από όλη την Ελλάδα, μετακινήσεις τεράστιες με σημαίες πλαστικές. Δηλαδή γινότανε μια βεβήλωση της πόλης και κάθε πόλης. Μαζεύτηκε λοιπόν ο κόσμος στην Τσιμισκή. Το σχολείο αυτό είναι στην Ικτίνου και πάνω από την Ικτίνου είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, ένας μικρός, στενάκι, η Μακένζι Κίνγκ, σκοτεινό και εκεί είχανε μαζευτεί οι κλούβες με τα ΜΑΤ και τους αστυνομικούς από το 3ο σώμα, από το 3ο αστυνομικό τμήμα που ήτανε τότε στην οδό Σβώλου, στην οδό Πρίγκηπος Νικολάου. Ωραία, εντάξει, εμάς δε μας επηρέαζε, κάναμε το soundcheck και κατεβήκαμε να πιούμε μια μπυρίτσα εκεί στο Berlin. Και μέχρι να γυρίσουμε πίσω για να γίνει το live, να ΄ρθουν και οι μαθητές, είχανε πλακώσει οι skinheads και είχαν ανέβει επάνω στη σκηνή, άρχισαν να χτυπάνε τα τύμπανα. Δεν κάναν τίποτα ιδιαίτερο, αλλά δημιουργούσαν μια φασαρία. Δηλαδή εντάξει, δεν ήτανε και το καλύτερο. Η καθηγήτρια που ήτανε μαζί με τους μαθητές πανικοβλήθηκε, πήγε μέσα στο γραφείο του διευθυντή, πήρε τηλέφωνο την αστυνομία. Ε, η αστυνομία ήτανε στα 20 μέτρα. Για πότε ξαφνικά πλακώνουνε με τα γκλόμπς, άρχισε αυτή να φωνάζει προφανώς: «Ήρθαν αναρχικοί να τα σπάσουνε και κινδυνεύουμε και τα λοιπά». Πλακώσαν λοιπόν η αστυνομία και μέσα στο προαύλιο έγινε χαμός, να κυνηγάν παιδάκια. Όποιος είχε τον πιο περίεργο ρουχισμό, καμιά μοϊκάνα ή δερμάτινα με κονκάρδες –γιατί τότε η κονκάρδα έπαιζε πάρα πολύ, με μπότες Dr. Martens ή παρόμοιες, αρβυλάκια– τον συλλαμβάνανε. Κάνανε κάποιες συλλήψεις, πιάσαν και κάποιους φίλους μας που αμέσως εμείς σαν συγκρότημα ας πούμε, αισθανόμενοι ότι έχουμε κάποια ευθύνη πήγαμε στον ενωματάρχη και του είπαμε: «Κύριε ενωματάρχα, τα παιδιά είναι του συγκροτήματος», τον Αλέκο, την Αλέκα και κάποιους άλλους. Εντάξει, έγινε, αλλά στοχοποιηθήκαμε τότε από τους skinheads. Μας κατηγορήσανε ότι εμείς φωνάξαμε την αστυνομία, ότι είμαστε προδότες και για να πω την αλήθεια για μήνες δεν κατεβαίναμε. Εγώ μάλιστα που έμενα στο κέντρο, στη Προξένου Κορομηλά, πήγαινα στην Καλαμαριά, βρισκόμασταν με[00:50:00] τα παιδιά και βγαίναμε εκεί πέρα στη Νέα Κρήνη, στη Σοφούλη και ό,τι μπαράκια υπήρχαν τότε. Αυτό ήτανε.  Και αυτό το έγραψα ένα αρθράκι, έτσι, πολύ το δούλευα στο μυαλό μου. Είναι από τις άγνωστες ιστορίες της Θεσσαλονίκης, τις γνωστές τις ξέρουμε, γράφονται παντού, αλλά οι άγνωστες δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένες. Και έγραψα ένα κειμενάκι το οποίο μου είχε αρέσει πολύ, το διάβασα σε κάποιους, στην οικογένειά μου, τους άρεσε και αυτούς και το έστειλα στην Parallaxi, γιατί θεωρώ ότι η Parallaxi ήτανε και είναι ας πούμε ένα μέσο της Θεσσαλονίκης. Τότε βέβαια ήταν η Κύα Τζήμου, που δυστυχώς έφυγε, και η οποία Κύα Τζήμου –δημοσιογράφος στην Parallaxi– και η οποία έζησε από κοντά όλη αυτή τη σκηνή της δεκαετίας του ‘80, ήξερε και τους Moot Point. Και της άρεσε πολύ αυτό το άρθρο και το δημοσίευσε, νομίζω 13 Μαρτίου του 2015, δηλαδή 30 χρόνια μετά το συμβάν. Και για μένα ήτανε κάτι που με σημάδεψε ας πούμε. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Εσείς τι φορούσατε εκείνη την περίοδο; 

Β.Μ.:

Ναι, κοίταξε, και τότε αλλά και τώρα είμαι dressed in black, αυτό. Θυμάμαι ότι dressed in black χαρακτήριζαν τους Stranglers, αλλά γενικώς τα μαύρα ρούχα ήτανε, μου αρέσουν τα μαύρα. Τότε βέβαια είχα καστανό μαλλί, τώρα έχω άσπρο, κάνει μια αντίθεση. Αλλά τότε μας έπλεκε και πουλόβερ οι γιαγιάδες μου, και οι δυο γιαγιάδες μου. Είχα ζητήσει από τη μια μου γιαγιά να μου φτιάξει ένα πουλόβερ, πουλοβεράκι με μια κόκκινη γραμμή στη μέση, ένα μαύρο πουλόβερ με μια κόκκινη γραμμή. Ε, μαύρα ρούχα, μαύρα παντελόνια ή κανένα τζιν. Αλλά κονκάρδες. Είχε έτσι ένα, μπουφανάκια που ήτανε εντάξει, όχι τυπικά, που έβαζα κονκάρδες, μ’ άρεζαν πάρα πολύ οι κονκάρδες. Είχα πολύ ωραίες κονκάρδες, τις αγόραζα και από το εξωτερικό. Ή επίσης, κάτι που ξέχασα να πω, ένα μαγαζί που με επηρέαζε πάρα πολύ όταν πήγαινα στην Αθήνα ήταν το Remember 79, το Remember 79 στην Πλάκα, στην οδό Αδριανού 79. Αυτό το είχε ο, ένας ας πούμε κατασκευαστής ρούχων ή μόδας ρούχων punk, ο, δε θυμάμαι τώρα πως λέγεται, πάντως ήταν στο Remember 79. Και για να πω την αλήθεια, όταν τελείωσα το Λύκειο το 1982, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στην Αθήνα να γευτώ, αυτό που ρώτησες προηγουμένως, πού κυκλοφορούσαν οι δίσκοι, πού γινότανε τα πιο πολλά πράγματα, στην Αθήνα. Εκεί έμενε και μένει η αδερφή της μητέρας μου, έτσι είχα σπίτι και γυρνούσα. Και πήγα στο Remember 79, τους είχα ζητήσει τότε να, αν γράφουν κασέτες, γράφαν κι αυτοί κασέτες και έγραψα μια κασέτα από τις πρώτες μου, The Bauhaus. Μου άρεσαν οι Bauhaus, ήταν έτσι από τα πρώτα συγκροτήματα που... και δεν ξέρω τι άλλο να συμπληρώσουμε, γιατί ένας δίσκος ήταν περίπου 1,5 πλευρά, ήθελε άλλη μισή πλευρά και κάτι. Λέει: «Να σου γράψω Birthday Party;». Μόλις είχαν κυκλοφορήσει οι Birthday Party τον πρώτο τους δίσκο. Λέω: «Ναι, εντάξει, αφού το προτείνεις πολύ καλά». Είχα πάρει και μπλουζάκια με Sid Vicious and Nancy, Bauhaus, Siouxsie and the Banshees, τα συγκροτήματα που μου αρέσανε. Και πήγαινα, όταν πήγαινα στην Αθήνα, το Remember 79 ήτανε στην Πλάκα στην Αδριανού 79 μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πηγαίναμε όταν κατεβαίναμε στην Αθήνα και με τα παιδιά, μικρότερα, μεγαλύτερα, και με τη γυναίκα μου. Οπότε πήγαινα στην Αθήνα για αυτό το πράγμα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Β.Μ.:

Η ερώτηση όμως ποια ήτανε; Γιατί έφυγα τώρα.

Ι.Ν.:

Η ερώτηση είναι τι φορούσατε. 

Β.Μ.:

Α, τι φορούσα, ναι. Και έτσι αγόραζα ρούχα και από εκεί πέρα. Έβαζα και καμιά παραμάνα, τις γυρνούσα ανάποδα. Και βέβαια πάντα ένα φουλάρι ινδικό. Γιατί εκείνη την περίοδο τα ινδικά φουλάρια, τα πολύχρωμα, κυκλοφορούσανε πάρα πολύ. Και επίσης φορούσα και μια αλυσίδα χοντρή, την οποία μου την είχε χαρίσει ο συμμαθητής μου ο Χρήστος ο Μπακόλας, ο οποίος ήτανε ζωγράφος και αγιογράφος. Και είχαμε κάνει κοπάνα στην τρίτη λυκείου το 1982 από το σχολείο όλοι μαζί και κατεβήκαμε κάτω στο, στην παραλία, στη λεωφόρο Νίκης, νομίζω στο Αχίλλειο και καθίσαμε και την αράζαμε. Και την κουβαλούσε αυτή την αλυσίδα. Και λέει: «Πέθανε η σκυλίτσα μου και την έχω αυτή την αλυσίδα. Τη θέλει κανένας;». Λέω: «Δώστηνα -λέω- να τη φορέσω στο χέρι μου». Και τη φορούσα μέχρ[00:55:00]ι το 1989 που ξεκίνησα το διδακτορικό. Ε, μετά θεωρούσα ότι ήταν πολύ too much να φοράω. Ήταν χοντρή αλυσίδα. Οπότε κυκλοφορούσα και με αυτή την αλυσίδα και τα φουλάρια και να, αυτά. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Θέλετε να πούμε κάτι άλλο; 

Β.Μ.:

Σίγουρα θα θυμηθώ διάφορα πράγματα αργότερα, αλλά νομίζω ότι κάναμε μια ιχνηλάτηση του παρελθόντος. Μπορώ να πω λιγάκι ότι φυσικά και η οικογένειά μου, γνώρισα ένα μουσικό από ένα πολύ μεγάλο συγκρότημα της Θεσσαλονίκης στο σχολείο που πηγαίναν τα παιδιά και τον αναγνώρισα. Περιμέναμε για τους βαθμούς των παιδιών. Πάω και του λέω: «Εσύ έπαιζες σε αυτό το συγκρότημα». «Ναι -μου λέει-, που το ξέρεις;». Λέω: «Σε έχω δει, σε θυμάμαι». «Μάλιστα». «Και πως;» λέω, αυτοί είχαν βγάλει και πολλούς δίσκους, πολύ γνωστό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Λέω: «Η κόρη σου ξέρει για αυτό το συγκρότημα και αυτά;». «Όχι -λέει- δεν της έχω πει τίποτα». «Και γιατί;». «Όχι -λέει- δε χρειάζεται να ξέρει». Εγώ δεν ήμουνα αυτής της λογικής, ότι αυτό αφορούσε εμένα, μια περίοδο της ζωής μου. Αφορούσε και τη γυναίκα μου, γιατί ήμασταν μαζί όσο είχα και τους Moot Point, ήμασταν μαζί με τη γυναίκα μου τότε, ήμασταν συμφοιτητές. Μετά ήρθανε και τα παιδιά. Τα παιδιά από πολύ μικρά αναγκαστικά ακούγανε τη μουσική που άκουγα εγώ στο ραδιόφωνο, δεν έβαζα άλλη μουσική για να μην αισθάνονται περίεργα τα παιδιά. Έτσι λοιπόν και από την κοιλιά της μαμάς τους και από μωρά, βρέφη και μεγαλώνοντας, ακούγανε τέτοια μουσική. Και βέβαια ήρθε η ωρίμανση, διότι από μικρά, όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους, ακούγανε αυτή τη μουσική, ψάχνανε στην μουσική μου, βλέπανε πράγματα. Και πηγαίναμε σε live. Δηλαδή ακόμα και άμα θεωρούσα ότι ένα live, όταν ήταν μικρά, στο δημοτικό-γυμνάσιο, που θα μπορούσαμε να δούμε, όπως για παράδειγμα, τώρα δε θυμάμαι, τους Madrugada. Πηγαίναμε σε πολλές συναυλίες. Και όσο μεγαλώνανε μετά, καλά, που γίνανε, πηγαίναν στο λύκειο, αποφασίσαμε, παρόλο που μπαίναμε στην κρίση και για εμένα ήταν λίγο δύσκολο, βρήκαν τα παιδιά ότι στο Isle of Wight στη νότια Βρετανία γινόταν ένα φεστιβάλ, το Bestival, και headliners ήταν οι Cure. Και έπαιζε και η P J Harvey και παίζανε και πάρα πολύ άλλοι. Και τους λέω: «Πάμε». Και πήγαμε ένα τριήμερο, ο Γιάννης ας ήτανε τρίτη γυμνασίου, η Μαργαρίτα δευτέρα λυκείου, και πήγαμε ένα πενταήμερο απίστευτο. Με 3 ώρες Cure, με 3 ώρες P J Harvey και ο μπασίστας από τους Beach Boys, οι Selecter που ήταν ένα ska συγκρότημα της δεκαετίας του ‘80 στην Αγγλία. Δηλαδή ήταν μια μεγάλη εμεπιρία, και για τα παιδιά, αλλά και για εμένα. Kαι αυτό τους επηρέασε στη ζωή τους και ακόμα τους επηρεάζει. Και μπορώ να πω ότι κάνουμε πολύ ωραίες συζητήσεις, τώρα που είναι 25 και 27 χρονών. Κάνουμε πολύ ωραίες συζητήσεις πάνω στα θέματα και ανταλλάσσουμε απόψεις.  Και μάλιστα, κάτι που μας σημάδεψε εμένα και την κόρη μου, την κόρη μου βασικά ήτανε, εκείνη την, τότε που ήταν περίπου δευτέρα-τρίτη γυμνασίου, ήταν ερωτευμένη με τους Placebo. Εγώ τους Placebo τους είχα δει σε φοβερές συναυλίες εδώ στη Θεσσαλονίκη στην Έκθεση σε μια φοβερή συναυλία, αλλά και με τα παιδιά και με τη Μαργαρίτα στο μεγάλο φεστιβάλ που γίνεται στην Αθήνα, στη Μαλακάσα. Και έτσι λοιπόν, τότε εκείνη την περίοδο θα ερχόταν και στη Θεσσαλονίκη. Και είχαμε πάει από τις 6:00 ώρα για να στηθούμε μπροστά στη σκηνή και βγαίνουνε οι Placebo και παίζουνε 35 λεπτά, γιατί τα έχει παρμένα ο τραγουδιστής. Και σηκώνονται και φεύγουνε. Και αυτό ήτανε για την κόρη μου, η οποία μετρούσε κάθε μέρα, έλεγε: «Άλλες 50 μέρες για τους Placebo». Την επόμενη μέρα, ξυπνούσε το πρωί: «Άλλες 49 μέρες για τους Placebo». Και φτάνει μέχρι το τέλος, μέχρι που είχε εκνευρίσει και τον αδερφό της το Γιάννη. Και πριν από 2-3 μέρες μας στέλνει η Μαργαρίτα ότι τον Ιούνιο παίζουν οι Placebo στη Θεσσαλονίκη, στο ίδιο μέρος πάλι, στο Θέατρο Γης. Και της λέω: «Μαργαρίτα θα κάνουμε το ίδιο που κάναμε και όταν ήσουνα έφηβη. Θα πάμε από της 6:00 ώρα, θα στηθούμε μπροστά και αυτή τη φορά και αυτή τη φορά ελπίζουμε να παίξουν οι Placebo όπως παίξαν τότε». Οπότε και θέλω να πω ότι με την οικογένεια και με τη γυναίκα μου, που έχουμε πάει σε πάρα πολλά live, είναι κάτι που είναι μέρος της ζωής μας.

Ι.Ν.:

Μάλιστα.

Β.Μ.:

Αυτά.

Ι.Ν.:

Κύριε Μέλφο σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Β.Μ.:

Σε πήρα σβάρνα.

Ι.Ν.:

Καθόλου, καθόλου.