Παραμύθια, συνταγές και έθιμα από τα Καλύβια Αγρινίου
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία
00:00:00 - 00:04:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Κωνσταντίνα Παπαθανασίου. Πολύ ωραία. Σήμερα είναι Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2023, είμαι…πήρα κι εγώ τώρα και τα είπα και στα εγγόνια μου. Τα έχω πει και στα εγγόνια μου πολλές φορές. Εντάξει, τους αρέσανε. Τώρα μεγάλωσα κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 2
Τα παραμύθια που διηγείται
00:04:41 - 00:08:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μας πείτε κι εμάς ένα από αυτά τα παραμύθια; Να σας πω. Ποιο θέλετε; Όποιο σας έρχεται πρώτα. Θα σας πω ένα με τον ψαρά. Μου έλ…λλά ότι είναι πονηρή η αλεπού και ο ψαράς ο καημένος πάλι στην αλεπού το ρίχνουν το δίδαγμα. Ότι ήταν πονηρή, τα πήρε τα ψάρια. Έτσι είναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αναμνήδεις από τη μητέρα της
00:08:50 - 00:10:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η μαμά σας, σας τα έλεγε αυτά για να κοιμηθείτε; Η μαμά σας αυτά τα παραμύθια σας τα έλεγε για να κοιμηθείτε; Ναι, μας τα ‘λεγε τα παραμύθι…Τώρα θέλω να το πω, πρέπει να μερακλωθώ για να το πω. Πείτε μας λίγο τους στίχους απλά. Ήταν ένα άλλο. «Εκεί ψηλά…». Δεν τα θυμάμαι τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Έθιμα και συνταγές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του γάμου
00:10:28 - 00:23:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν πειράζει. Λοιπόν, τι άλλο θυμάστε έτσι από το χωριό; Κάποιο έθιμο που να σας είχε κάνει εντύπωση όταν ήσασταν μικρή; Τα Χριστούγεννα, ας…λά και να αγαπάει ο ένας τον άλλον. Τίποτα άλλο. Ωραία. Τελειώσαμε; Ευχαριστούμε πολύ. Ευχαριστώ κι εγώ. Να είστε καλά. Να είσαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Κωνσταντίνα Παπαθανασίου.
Πολύ ωραία. Σήμερα είναι Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2023, είμαι με την κυρία Κωνσταντίνα Παπαθανασίου, βρισκόμαστε στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας, εγώ ονομάζομαι Ελπίδα Σιάχου, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Κωνσταντίνα, θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς; Πού γεννηθήκατε και πότε;
Εγώ γεννήθηκα στο Αφράτο, το ’50, το 1950.
Ωραία. Πώς τη θυμάστε εκεί τη ζωή στο χωριό σας;
Πολύ ωραία ήταν. Ήμασταν πέντε αδέρφια, η μαμά και ο μπαμπάς. Τρία κορίτσια, δύο αγόρια. Είχαμε πολύ ωραία… Περνούσαμε πάρα πολύ καλά γιατί ήταν το χωριό εκεί πάνω, ήτανε παιδικά χρόνια.
Ωραία. Πήγατε εκεί σχολείο;
Εκεί πήγα σχολείο. Μετά δεν συνέχισα γιατί είχαμε δουλειές και δεν μπορούσαμε να συνεχίσω.
Με τι ασχοληθήκατε γενικά στη ζωή σας;
Κεντήστρα ήμουν, μοδίστρα ήμουν. Αυτά τα δύο ασχολήθηκα.
Κεντούσατε δικά σας ή και ξένα;
Και ξένα και δικά μου.
Ωραία. Την τέχνη αυτή τη μάθατε από κάποιον;
Την έμαθα στο Αγρίνιο, σε μοδίστρα.
Ωραία.
Και στο Singer που πηγαίναμε.
Τα παιδικά σας χρόνια γενικά πώς ήταν;
Πολύ καλά. Είχα παρέες, είχα φιλενάδες. Μια χαρά. Πηγαίναμε για δουλειές την ημέρα. Τραγουδούσαμε, χορεύαμε το βράδυ εκεί με τις παρέες. Μια χαρά τα περνούσαμε. Δεν είχαμε προβλήματα καθόλου.
Ωραία. Τι δραστηριότητες είχατε σαν παιδάκια;
Στο χωριό;
Ναι.
Το κρυφτό, το χορό. Αυτά. Δεν είχαμε και πολλές επιλογές τότε.
Τι χορεύατε;
Τσάμικα. Τσάμικα, συρτά. Αυτά χορεύαμε. Αυτά ακούγαμε από το ράδιο. Από το ραδιόφωνο ακούγαμε, τα χορεύαμε το βράδυ. Ιδίως το βράδυ τα έβαζε, 9:00 η ώρα, 9:30. Μαζευόμασταν εκεί με τη γειτονιά, με τις φιλενάδες μου και χορεύαμε το βράδυ. Κάθε βράδυ αυτό.
Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου ήταν γραμματέας στο χωριό. Η μάνα μας οικιακά και πέντε παιδιά.
Οι σχέσεις σας με τους γονείς σας πώς ήταν;
Πολύ καλές. Ευχάριστες ήταν. Αλλά ο πατέρας μου όταν έφτασα 20 χρονών, πέθανε. Στα 20 μου πέθανε, έμεινα με τη μαμά μου, πέντε παιδιά. Φύγαμε τότε από το χωριό και πήγαμε στην Παραβόλα. Στην Παραβόλα, την ίδια χρονιά είχε πεθάνει ο πατέρας μου και πήγαμε εκεί. Αποκατασταθήκαμε εκεί, φτιάσαμε σπίτι εκεί και καθόμασταν, δουλεύαμε καπνά, ώσπου άρχισαν να παντρευτούμε. Παντρεύκαμε. Εγώ παντρεύκα στα Καλύβια, η άλλη αδερφή μου κι αυτή παντρεμένη και η άλλη παντρεμένη και τα αδέρφια μου όλα. Μια χαρά είμαστε. Εγώ πήγα στα Καλύβια, έκανα τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Πολύ καλά τα πέρναγα. Φτωχά εκεί όμως. Εντάξει, όλα καλά όμως, ήτανε καλό το χωριό εκεί κάτω. Ήταν εύπορο, δεν ήταν να πεις ότι δεν είχαμε. Ήταν καλό το χωριό. Σιγά-σιγά πέρασαν τα χρόνια. Θυμάμαι τις γιορτές, πηγαίναμε παντού εκεί κάτω, πανηγύρια. Καλά ήτανε.
Από τη μητέρα σας ποια θα λέγατε ότι είναι η πιο ισχυρή μνήμη που έχετε; Τι θυμάστε από την ίδια;
Τα τραγούδια της. Τα τραγούδια τα θυμάμαι όλα ό,τι έλεγε. Τα δημοτικά, αυτά που έλεγε η μάνα μου, τα παραμύθια. Μας έλεγε και παραμύθια. Τα πήρα κι εγώ τώρα και τα είπα και στα εγγόνια μου. Τα έχω πει και στα εγγόνια μου πολλές φορές. Εντάξει, τους αρέσανε. Τώρα μεγάλωσα κι εγώ.
Θέλετε να μας πείτε κι εμάς ένα από αυτά τα παραμύθια;
Να σας πω. Ποιο θέλετε;
Όποιο σας έρχεται πρώτα.
Θα σας πω ένα με τον ψαρά. Μου έλεγε η μάνα μου:
«Ήτανε κάποτε λέει ένας ψαράς που πήγαινε από χωριό σε χωριό και πούλαγε ψάρια. Εκεί [00:05:00]στο δρόμο που πήγαινε –με το άλογο του φυσικά– είδε μία αλεπού που ήταν ψόφια. Αλλά αυτή δεν ήταν ψόφια, ήταν ζωντανή. Έκανε τον ψόφιο γιατί είναι πονηρή. Και τηνε παίρνει ο ψαράς, την βάνει πάνω από το άλογο. Στο δρόμο που πήγαινε, αυτή σαν πονηρή που ήτανε, πέταγε τα ψάρια ένα-ένα κάτω και όταν έφτασε στο χωριό ο ψαράς είχε πέσει και αυτή κάτω. Επειδή ήτανε πονηρή έπεσε και τα μάζεψε, γύρισε αυτή και τα έμασε τα ψάρια να τα πάει στο σπίτι της. Πάει ο ψαράς στο χωριό, φώναζε: «Ψάρια, ψάρια». Πάνε εκεί, πουθενά ψάρια. Δεν υπήρχε ψάρια πάνω. Ω! Γύρισε κι αυτός, έμεινε άναυδος γιατί τα ψάρια δεν υπήρχανε πάνω στο καλάθι: «Ω -λέει- μου τα πήρε η αλεπού -λέει- και μου τα πέταξε». Γύρισε πάλι μετά ο ψαράς να μάσει τα ψάρια, τίποτα. Τα πήρε αλεπού και έφυγε, τα πήγε στο σπίτι της. Στο σπίτι που πήγε, κάλεσε και τον κουμπάρο το λύκο. Εκεί που τονε κάλεσε, πήγε στο σπίτι: «Γεια σου κουμπάρα». «Γεια». Μπήκε μέσα στο σπίτι, έκατσε τον καναπέ εκεί, τι είχανε να κάτσουνε και του λέει: «Μην κοιτάς -λέει- στο ταβάνι». Αυτή τα έβαλε στο ταβάνι η αλεπού τα ψάρια για να μην της τα φάει ο λύκος. Αλλά όταν μπήκε μέσα ο λύκος όμως, του λέει: «Μην κοιτάς το ταβάνι γιατί θα σκονιστεί το καπέλο σου». Κοιτάει ο λύκος πάνω, ήταν τα ψάρια. Ανεβαίνει πάνω, τα τρώει τα ψάρια. Έμεινε η αλεπού με τη χαρά και πονηριά που είχε, την έκανε έτσι ο λύκος, της τα έφαγε ο λύκος τα ψάρια. Και ο ψαράς ο καημένος έμεινε με τη χαρά. Δεν πούλησε ούτε ψάρια ούτε τίποτα».
Αυτό ήτανε. Δεν είναι και μεγάλο το παραμύθι. Αυτά. Ένα άλλο ήτανε με την αλεπού πάλι:
«Τη νύχτα πήγε να πάρει κότες στο κοτέτσι. Εκεί που πήγε να πάρει κότες, την παίρνουν μυρωδιά τα σκυλιά και όπως αλυχτάγαν εκεί, της κόβουν την ουρά. Και της κόβουν την ουρά, πήγε κάτω στην τρύπα της με τις άλλες τις αλπές, την κορόιδευαν: «Η κολοβή». Κολοβή, κολοβή. Πάει κι αυτή, τι να κάνει τώρα, να βρει μία λύση. Τους λέει: «Πάμε -λέει-, ξέρω μία αγραπιδιά που έχει μέλι αγραπιδιά πάνω. Πάμε -λέει- να φάμε. Εσάς όμως θα σας δέσω την ουρά και την ουρά για να μην τα φάτε όλα τα αγραπίδια, όσο να κατέβω και εγώ να τα φάμε όλες μαζί». «Εντάξει» λένε οι άλλες. Πήγαν εκεί, μόλις ανέβηκε αυτή πάνω και κουνούσε τα αγραπίδια, αυτές ήταν δεμένες κάτω, τις είχε δέσει η αλεπού. Κουνούσε πάνω, έκανε πώς καρκώνονταν αυτή. Λέει: «Μην κάνεις έτσι γιατί θα μας πάρουν μυρωδιά τα σκυλιά» λέει. Το ίδιο αυτή, χειρότερα. Ώσπου τους πήρε μυρωδιά τα σκυλιά, πήγανε κάτω. Η μία τράβαγε κατ’ εδώ, η άλλη τράβαγε κατ’ εκεί από τα σκυλιά, κόπηκαν όλες οι ουρές. Εκεί που κόπηκαν όλες οι ουρές, πάνε κάτω, κατεβαίνει και αυτή η πονηρή από πάνω. Κατέβηκε, τα έφαγε με την ησυχία της τα αγραπίδια. Πάει μετά στην τρύπα της κοντά και κορόιδευε αυτή τις άλλες μετά. Τις έλεγε: «Κολοβές κι εσείς, κολοβή κι εγώ, κολοβές κι εσείς, κολοβή κι εγώ».
Και αυτά είναι. Δεν ξέρω τώρα παραπάνω. Τελειώνει εκεί.
Το δίδαγμα ουσιαστικά από αυτά τα παραμύθια ποιο είναι;
Το δίδαγμα είναι ότι είναι η πονηρή αλεπού. Που κάνει ότι είναι πονηρή, είναι πονηρή. Αλλά ότι είναι πονηρή η αλεπού και ο ψαράς ο καημένος πάλι στην αλεπού το ρίχνουν το δίδαγμα. Ότι ήταν πονηρή, τα πήρε τα ψάρια. Έτσι είναι.
Η μαμά σας, σας τα έλεγε αυτά για να κοιμηθείτε; Η μαμά σας αυτά τα παραμύθια σας τα έλεγε για να κοιμηθείτε;
Ναι, μας τα ‘λεγε τα παραμύθια. Όχι για να κοιμηθούμε. Κι εκεί που ήμασταν, αρμαθιάζαμε καπνό, στον καπνό που αρμαθιάζαμε γύρα-γύρα. Δεν είχαμε πώς να περάσει η ώρα γιατί μας νύσταζε και αρχίναγε η μάνα μου και μας έλεγε τραγούδια, μας έλεγε παραμύθια για να αρμαθιάσουμε και το καπνό. Γιατί τότε ασχολούμασταν με τον καπνό, δεν είχαμε με τι άλλο να ασχοληθούμε. Και για εκεί τα μάθαινα. Και μου τα έμαθε όλα η μάνα μου. Η μάνα μου ήξερε πάρα πολλά κι εγώ τα πήρα και τα ξέρω και τα λέω και στα εγγόνια μου. Άμα θέλουν ας τα μαθαίνουν.
Τα τραγούδια που σας έλεγε τι είδους ήταν;
Δημοτικά.
Θυμάστε κανένα;
Δημοτικά ήτανε και τα συρτά. Ναι τα θυμάμαι. Θυμάμαι εκεί ένα. Θέλετε να σας πω κανένα;
Αν θέλετ[00:10:00]ε κι εσείς;
Τι; Τραγουδιστά;
Όπως θέλετε.
Ποιο να πω τώρα;
«Να ‘ταν τα νιάτα δύο φορές τα γηρατειά καμία». Τώρα θέλω να το πω, πρέπει να μερακλωθώ για να το πω.
Πείτε μας λίγο τους στίχους απλά.
Ήταν ένα άλλο. «Εκεί ψηλά…». Δεν τα θυμάμαι τώρα.
Δεν πειράζει. Λοιπόν, τι άλλο θυμάστε έτσι από το χωριό; Κάποιο έθιμο που να σας είχε κάνει εντύπωση όταν ήσασταν μικρή; Τα Χριστούγεννα, ας πούμε;
Α, τα Χριστούγεννα σφάζαμε το γουρούνι στο χωριό. Την παραμονή το πρωί έσφαζαν όλοι γουρούνια τότε γιατί είχαν όλοι γουρούνια και στο χωριό που γεννήθηκα και εκεί που πήγα, στα Καλύβια. Την παραμονή σφάζαμε τα γουρούνια, βγάζαμε το τομάρι, βγάζανε το λίπος, έφτιαχναν τσιγαρίδες την παραμονή, βράζαμε το κρέας το παστό. Το κρέας αυτό το παστό είναι το ψαχνό. Λιώναμε τις τσιγαρίδες, το λίπος με τις τσιγαρίδες και μετά το βάζαμε σε ένα λαϊνα, τι είχε η μάνα μας εκεί, βάζαμε το λίπος μέσα και βράζαμε και το κρέας το ψαχνό και το βάζαμε μέσα για να κρατιέται. Δεν είχαμε ψυγεία τότε και τρώγαμε μέχρι πέρα, μέχρι το Πάσχα, πέρα. Το κρέας δεν πάθαινε τίποτα μέσα στο λίπος. Ήταν σαν να ‘ναι παστό. Έτσι το λέγαμε εμείς, παστό, εκείνα τα χρόνια. Τώρα έχουν τα ψυγεία, δεν… Έχουν την κατάψυξη. Τότε εμείς είχαμε το λίπος, τα βάζαμε μέσα. Αυτά. Τι άλλο; Φτιάχναμε τα λουκάνικα, τα βάζαμε πάλι στον αέρα για να ξεραθούν, να μη μυρίσουν και τα βάζαμε στον αέρα και τα κρατούσαμε μέχρι πέρα. Τα λουκάνικα δεν παθαίνανε τίποτα. Τότε, αυτή τη λύση υπήρχε τότε. Κατάλαβες; Δεν υπήρχαν ψυγεία. Βράζαμε, τα Χριστούγεννα είχαμε έθιμα, βράζαμε κότα φτιάχναμε σούπα. Σηκωνόμασταν το πρωί, φτιάχναμε τη σούπα μας. Φτιάχναμε και το «μπρέκι» και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ιδίως την Πρωτοχρονιά φτιάχναμε το μπρέκι. Αυτό το λένε μπρεκόπιτα. Βράζαμε την κότα ολόκληρη με δυο κρεμμύδια μεγάλα μέσα και μετά βγάζαμε την κότα αφού έβραζε, την ξεψαχνίζαμε, τη βάζαμε σε ένα μπολ και βράζαμε το νερό με το καλαμποκάλευρο, αντί για σιμιγδάλι βάζαμε καλαμποκάλευρο τότε. Και φτιάχναμε το χυλό. Όταν φτιάχναμε το χυλό και φτιάχναμε τα φύλλα, δύο από πάνω, δύο από κάτω, βάζαμε το χυλό στρωμένο και από πάνω βάζαμε τα μεζέδια πέρα πέρα. Μια χαρά. Αυγά και την γυρίζαμε, την ψήναμε από τη μία μεριά, τη γυρίζαμε και από την άλλη και γινότανε πολύ ωραία. Πολύ νόστιμη. Πολύ νόστιμη αυτή η πίτα. Δεν έχω φάει ποτέ τόσο νόστιμη πίτα όσο είναι αυτή. Αλλά τώρα δεν τα φτιάχνουν οι γυναίκες, τώρα θέλουν τα μοντέρνα. Δεν τα φτιάχνουν τώρα. Δεν ξέρουνε; Δεν ξέρω, πάντως δεν τα φτιάχνουν. Εμείς εκείνα τα χρόνια τα φτιάχναμε. Και μπακλαβά, φτιάχναμε γλυκό μπακλαβά για τα Χριστούγεννα. Κουραμπιέδες με λάδι, χωρίς βούτυρα και τέτοια. Όπως φτιάχνουμε με το βούτυρο, φτιάχναμε με το λάδι εμείς και ήταν και πολύ νόστιμοι κιόλας. Όχι λάδι σπορέλαιο, ελαιόλαδο. Ήταν πολύ νόστιμο. Χαλβά φτιάχναμε. Βράζαμε το λάδι στην κατσαρόλα, μετά βάζαμε το αλεύρι και το ανακατεύουμε επί πολλή ώρα και γινότανε σοκολατένιο το αλεύρι μέσα στο λάδι. Και βάζαμε και τη ζάχαρη με το νερό βρασμένο και το ρίχναμε μέσα και γινότανε πολύ ωραίο. Το φτιάχναμε τότε με το κουτάλι, αντί να τα φτιάχνουμε με το χέρι, τα φτιάχναμε με το κουτάλι. Το παίρναμε το κουτάλι και το φτιάχναμε ωραία γλυκούλια, πώς το λέμε. Και ήταν πολύ νόστιμος κι ο χαλβάς. Και ρεβανί. Πάλι και το ραβανί το άσπρο. Βράζουμε το λάδι, βάζουμε σιμιγδάλι μέσα και φτιάχναμε τη ρεβανί. Πολύ ωραία κι αυτή, σουσάμι από πάνω, αμύγδαλα και αυτά. Ωραία, πολύ ωραία γλυκά φτιάχνανε τότε. Ήταν αγνά τα γλυκά τότε. Δεν ήταν όπως είναι τώρα. Τέλος πάντων, αυτά.
Τότε, στα τραπέζια των Χριστουγέννων ποιοι μαζευόσασταν;
Όλοι. Μαζευόμασταν και γειτονικά. Η γειτονιά, η συννυφάδα [00:15:00]μου εκεί κάτω που ήμασταν, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τις Αποκριές πάλι, τα κάναμε τα τραπέζια όλοι μαζί. Δεν ξεχωρίζαμε. Ήμασταν και κοντά-κοντά και τα κάναμε όλοι μαζί τα τραπέζια. Περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Ήταν άλλα αγνά χρόνια εκείνα τώρα, δεν είναι όπως είναι τώρα. Τώρα ο καθένας έχει μπει μέσα στο σπίτι του και ό,τι κλείνει η πόρτα του. Τότε ήμασταν σαν αδέρφια όλοι. Εγώ και ακόμα τώρα που έχω μία συννυφάδα εκεί, είμαι πολύ αγαπημένη. Έχουμε 50 χρόνια εκεί κάτω και δεν έχω μαλώσει και πότε. Είναι κι αυτή καλή κι εμείς καλοί. Πέρασα ωραία εκεί κάτω, σαν γειτονιά, πολύ ωραία. Δούλεψα όμως πάρα πολύ σκληρά να τα βγάλω πέρα.
Τις συνταγές αυτές που μας είπατε από ποιον τις μάθατε;
Από τη μάνα μου. Η μάνα μου. Από τη μάνα μου τις μάθαινα και τις έφτιαχνα κι από ‘κει τις πήρα κι εγώ. Και από την πεθερά μου και από τη μάνα μου, αλλά περισσότερο από τη μάνα μου.
Το Πάσχα πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
Πολύ ωραία. Μαζευόμασταν πολλοί να ψήσουμε τα αρνιά. Τα βάζαμε τότε κάτω στην αυλή και ήτανε 10-12 αρνιά που ψήναμε εκεί και τα φτιάχναμε με τα κάρβουνα κάτω, όχι σε ψησταριές και τέτοια. Όχι, τα είχαμε κάτω στην αυλή και παίρναμε τα καρέκλια γύρα-γύρα και τα φέρναμε γύρα ώσπου ψήνονταν. Μετά πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του, έτρωγε. Πολύ ωραία ήτανε. Χορεύαμε. Μια χαρά. Και τη δεύτερη μέρα ήταν, πολλές φορές έπεφτε του Αγίου Γεωργίου και πηγαίναμε στον Άη Γιώργη –γιατί έχουμε κι εκεί Άη Γιώργη–, λειτούργαγε ο παπάς. Μετά με τα άλογα, είχαν και άλογα εκεί κάτω φέρνουν γύρα. Κι ακόμα τώρα τα φέρνουνε εκεί γύρα στο χωριό. Καλά ήτανε. Πολύ ωραία τα χρόνια. Τώρα δεν είναι τίποτα.
Το αρνί για να ψηθεί πόσην ώρα ήθελε;
Πόσην ώρα; 4 ώρες-5. Αυτό.
Και τι άλλο τρώγατε συνοδευτικά με το αρνί;
Σαλάτες, μαρούλια, τζατζίκια φτιάχναμε. Αυτό, δεν έχουμε τίποτα άλλο απ’ το αρνί.
Κάλαντα λέγατε τότε;
Ναι, λέγαμε. Λέγαμε την παραμονή τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα λέγαμε. Πήγαιναν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι και τα λέγανε, μαζεύανε λεφτά, ερχόντανε, μάλωναν κιόλας ποιος θα πάρει τα περισσότερα. Αυτό. Φρούτα, έκαναν έτσι, μας έδιναν και φρούτα. Άρχισαν τότε που πήγα εγώ εκεί να μη δίνουν φρούτα και τέτοια, έδιναν λεφτά, μάζευαν λεφτά τα παιδιά. Πήγαιναν τα παιδιά εκεί από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν. Τότε είχαν πέραση τα λεφτά. Έλεγαν πότε να πάνε να πουν τα κάλαντα να πάρουν κάνα φράγκο.
Λέγατε και το Πάσχα;
Το Πάσχα είναι μεγάλο, δεν το λέει κανένας αυτό. Είναι μεγάλο αυτό που λένε. Το:
«Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντα βασιλέα».
Έλεγαν. Δεν το θυμάμαι όλο τώρα. Καλά αυτό είναι μεγάλο. Τώρα δεν μπορώ να στο πω, τώρα.
Ωραία. Τι άλλο, έτσι, έχετε στη μνήμη σας από έθιμα, από συνήθειες;
Στους γάμους, τα προικιά. Όταν παντρεύονταν κανένας, πιάνονταν τα προζύμια από την Τετάρτη, Πέμπτη-Παρασκευή απόγευμα ή πρωί άμα ήταν μακριά το χωριό, έπαιρναν το φορτηγό το σόι του γαμπρού και πήγαιναν στη νύφη. Φόρτωναν τα προικιά, τα πήγαιναν πάλι στο σπίτι του γαμπρού και γίνονταν γλέντι το βράδυ εκεί, γλένταγαν. Το Σάββατο πάλι άρχιζε ο γάμος. Το Σάββατο το βράδυ έκαναν τραπέζι, στου γαμπρού δηλαδή το σπίτι έκαναν τραπέζι. Την Κυριακή πήγαιναν έπαιρναν τη νύφη, γιατί τότε γίνονταν ο γάμος την Κυριακή, δεν γινόταν το Σάββατο, γίνονταν την Κυριακή. Και την Κυριακή πάλι έπαιρναν τη νύφη, πάλι τραπέζι το βράδυ την Κυριακή, μέχρι τη Δευτέρα το μεσημέρι. Τρεις μέρες γίνονταν ο γάμος, τέσσερις. Άρχιζε από την Τετάρτη και τελείωνε τη Δευτέρα το μεσημέρι. Μετά έφευγε ο γαμπρός με[00:20:00] τη νύφη και πήγαιναν νυφικό ταξίδι και όλα καλά.
Έτσι κάνατε κι εσείς στο δικό σας γάμο;
Ναι έτσι, έτσι κι εμείς.
Τα προικιά–
Τα προικιά τα έπαιρναν τότε, τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, τα έφτιαχνα γοίκο, τραγούδαγαν. Είχαν ρούχα πολλά, μαξιλάρια ντυμένα, παπλώματα στολισμένα. Τα έβαναν πάνω στο φορτηγό και έπιπλα, τα πήγαιναν στου γαμπρού εκεί στο σπίτι, τα έφτιαχναν γοίκο και η νύφη μετά πάγαινε και έδινε και της πεθεράς ρούχα, έδινε της κουνιάδας άμα είχε, του κουνιάδου. Τους έδινε από μία κουβέρτα, ό,τι άλλο είχε εκεί, εσώρουχα, πουκάμισα, αυτά τους έδινε, πετσέτες. Έδιναν εκεί στα κουνιάδια, οι νυφάδες δηλαδή. Και έφτιαχναν το γοίκο. Μετά περίμεναν τη νύφη να έρθει τη Δευτέρα, να τα μαζέψει εκεί, να τα φτιάξει όπως ήθελε αυτή.
Το γοίκο τον έφτιαχνε μέσα στο σπίτι;
Μέσα στο σπίτι.
Σε ποιο σημείο του σπιτιού;
Του γαμπρού. Συνήθως, όπως έμπαιναν μέσα, όπου είχαν το δωμάτιο το κοινό, σο σαλόνι. Τότε δεν είχανε σαλόνια, είχαν ένα δωμάτιο, δυο, δεν ξέρω τι είχανε. Πάντως μέσα στο σπίτι, σε μεγάλο δωμάτιο, έπαιρναν όλα τα προικιά.
Εσείς τα δικά σας τα φτιάξατε μόνη σας;
Όχι. Τα βρήκα έτοιμα και όταν πήγα εκεί, έδωσα της πεθεράς μου, έδωσα του κουνιάδου μου. Και του νονού. Δίναμε και του νονού τότε ρούχα. Αυτά.
Ωραία. Πώς θα τα χαρακτηρίζατε όλα αυτά; Πώς τη θυμάστε, έτσι, τη ζωή σας;
Ήσυχη, ανέμελη. Εντάξει, υπήρχε λίγο άγχος ως προς το ζην, πώς θα ζήσουμε, αλλά ήμασταν ανέμελοι. Είχαμε χαρά. Δεν είχαμε προβλήματα καθόλου. Είχαμε αυτό το πρόβλημα, πώς θα βγάλουμε το ψωμί μας να φάμε. Αυτό.
Θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας;
Δε θα άλλαζα κάτι στη ζωή μου. Τώρα πέρασαν τα χρόνια. Τι να αλλάξω τώρα; Δε θα άλλαζα. Τώρα έχω τα παιδιά μου, έχω τα εγγόνια μου, είμαι ευτυχισμένη που είναι καλά. Είμαι χαρούμενη που έχουν υγεία. Αυτά. Κατά ώρας δε θέλω τίποτα να αλλάξω. Υγεία θέλω μόνο.
Μια συμβουλή που θα δίνατε στους νέους ανθρώπους;
Να αγαπάει ο ένας τον άλλον, να συμμερίζεται ο ένας τον άλλον, τον πόνο του άλλου. Άμα δεν έχει ο ένας να φάει να βοηθάει λίγο στον άλλον. Να μην τα πετάμε, γιατί τώρα τα πετάνε ο κόσμος τα φαγητά, τότε δεν τα πέταγαν. Να είναι καλά και να αγαπάει ο ένας τον άλλον. Τίποτα άλλο.
Ωραία.
Τελειώσαμε;
Ευχαριστούμε πολύ.
Ευχαριστώ κι εγώ.
Να είστε καλά.
Να είσαι καλά.
Περίληψη
Η κυρία Κωνσταντίνα Παπαθανασίου μοιράζεται τα παραμύθια που θυμάται από τη μητέρα της, όταν η ίδια της τα αφηγούνταν την ώρα που αρμάθιαζαν τον καπνό. Επίσης, μας μιλά για φαγητά και έθιμα της περιόδου των Χριστουγέννων, του Πάσχα αλλά και του παραδοσιακού γάμου. Τέλος, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της για την ανέμελη ζωή που έζησε και δίνει συμβουλές στους νέους ανθρώπους.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνα Παπαθανασίου
Ερευνητές/τριες
Ελπίδα Σιάχου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/01/2023
Διάρκεια
23'
Περίληψη
Η κυρία Κωνσταντίνα Παπαθανασίου μοιράζεται τα παραμύθια που θυμάται από τη μητέρα της, όταν η ίδια της τα αφηγούνταν την ώρα που αρμάθιαζαν τον καπνό. Επίσης, μας μιλά για φαγητά και έθιμα της περιόδου των Χριστουγέννων, του Πάσχα αλλά και του παραδοσιακού γάμου. Τέλος, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της για την ανέμελη ζωή που έζησε και δίνει συμβουλές στους νέους ανθρώπους.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνα Παπαθανασίου
Ερευνητές/τριες
Ελπίδα Σιάχου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/01/2023
Διάρκεια
23'