© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Δουλεύοντας κάτω απ' τον αυτό ήλιο της Μέσης Ανατολής: «Έσπασε το θερμόμετρο. Είχε πολλή ζέστα. Πάνω από 55 βαθμοί»

Κωδικός Ιστορίας
11585
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημοσθένης Κόμτσας (Δ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/10/2021
Ερευνητής/τρια
Καλλιόπη Κόνιαρη (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Δ.Κ.:

Κόμτσας Δημοσθένης.

Κ.Κ.:

Είναι Παρασκευή 29 Οκτωβρίου. Είμαι με τον κύριο Δήμο και βρισκόμαστε στο Βόλο. Εγώ ονομάζομαι Κόνιαρη Καλλιόπη. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πώς θέλετε να σας λέω; Θέλετε να σας λέω κύριε Δήμο ή Δημοσθένη;

Δ.Κ.:

Σκέτο Δήμο.

Κ.Κ.:

Δήμος. Κυρ-Δήμο, πού γεννήθηκες;

Δ.Κ.:

Στην Καρδίτσα. Σ' ένα χωριό της Καρδίτσας.

Κ.Κ.:

Ποια ημερομηνία;

Δ.Κ.:

Το 1942.

Κ.Κ.:

Οι γονείς, τα αδέλφια; Είχατε αδέλφια;

Δ.Κ.:

7.

Κ.Κ.:

7 αδέλφια…

Δ.Κ.:

7 αδέλφια…

Κ.Κ.:

Κορίτσια; Αγόρια;

Δ.Κ.:

4 αγόρια 3 κορίτσια.

Κ.Κ.:

Οι γονείς σας με τι ασχολιόντουσαν;

Δ.Κ.:

Αγροτικές δουλείες, εργασίες. Αγρότες ήτανε.

Κ.Κ.:

Θυμάστε απ' την κατοχή; Απ' το αντάρτικο καμία ιστορία;

Δ.Κ.:

Αυτά εγώ ήμουνα μικρός. Δεν θυμάμαι τίποτα. Το '42 γεννήθηκα. '45 φύγανε. 3 χρονών παιδί. Τι να θυμάσαι; Δεν θυμάσαι απ' αυτά τίποτα.

Κ.Κ.:

Πώς μεγαλώσατε;

Δ.Κ.:

Στο χωριό εκεί. Αγροτικές δουλειές. Πήγα σχολείο. Μετά το σχολείο, βοηθούσα και εγώ στις αγροτικές δουλειές. Μετά, μεγάλωσα. Έφυγα.

Κ.Κ.:

Πρώτος προορισμός; Πού πήγατε πρώτα, μετά το χωριό;

Δ.Κ.:

Είχα έρθει στο Βόλο 2-3 φορές, που ήταν οι αδερφές μου παντρεμένες εδώ και μετά ,μόλις πήγα 19 χρονών, έφυγα και πήγα φαντάρος.

Κ.Κ.:

Φαντάρος… που;

Δ.Κ.:

Είχα πάει στη Σπάρτη.

Κ.Κ.:

Μετά τελειώσατε το στρατό…;

Δ.Κ.:

Τέλειωσα το στρατιωτικό. Επειδή υπηρετούσα στην Αθήνα, έμεινα στην Αθήνα μετά, γιατί το απολυτήριο το πήρα, του στρατού, από το Κέντρο Διερχομένων στην Αθήνα. Σταθμό Λαρίσης. Από εκεί το πήρα το απολυτήριο, γιατί ήμουν οδηγός ΣΕΜ. Αυτά.

Κ.Κ.:

Μετά στην Αθήνα; Δουλέψατε;

Δ.Κ.:

Μετά απ' την Αθήνα, δεν πήγα να δουλέψω σε αυτοκίνητα, επειδή είχα δίπλωμα. Πήγα και δούλευα στην οικοδομή. Οικοδόμος. Έμαθα τη δουλειά, δούλευα καλά. 4-5 χρόνια. Μετά, το ΄72-΄73 έφυγα. Ήταν μία εταιρεία, ο «Σκαπανέας» και πήγα να δουλέψω στο Ιράκ. Εκεί ήταν πολλοί Έλληνες. Και φέρανε σπίτια κι εμείς πήγαμε οικοδόμοι εκεί για να φτιάξουμε τα σπίτια. Φτιάξαμε το συνεργείο για τα αυτοκίνητα, γκαράζ και τέτοια, τα γραφεία, τα πάντα. Ήταν σαν χωριό. Ήταν πολλά τα σπίτια. Γύρω στις 70 οικογένειες. Μετά, πήρα και την οικογένεια εκεί για ένα διάστημα, γιατί δεν μπορείς να είσαι μόνος.

Κ.Κ.:

Εκεί που πήγατε για δουλειά, σας είπε κάποιος άλλος; Απ' την Αθήνα πήγατε;

Δ.Κ.:

Όχι. Είχε γραφεία στην Αθήνα η εταιρεία «Σκαπανέας». Ο Λαναράς με τον Κωνσταντόπουλο. Ήταν τα αφεντικά αυτοί. Και πήγαμε για δουλειά εκεί, αλλά παίρναμε τα διπλά λεφτά απ' ότι στην Αθήνα. Ήταν καλά, αλλά έχει πολλή ζέστη. Πάρα πολλή ζέστη. Δέναμε το κεφάλι με μαντήλες και τα μάτια μόνο φαίνονταν. Είχε αμμοθύελλα... είχε πολλά πράγματα. Δεν άντεξα εγώ εκεί. Έκατσα 2 χρόνια και μετά έφυγα. Πήγα στην Περσία. Στην ίδια εταιρεία. Πήγα στα γραφεία, στα αφεντικά εκεί και τους είπα ότι δεν μπορώ στο Ιράκ, άλλο να μείνω. Είναι ζέστη πολλή και με στείλαν στην Περσία. Στο άλλο εργοτάξιο εκεί. Και πήγα εκεί. Εκεί, κάνανε αρδευτικά έργα και δρόμους εκεί. Ήταν κι εκεί Έλληνες, αλλά δεν είχανε σπίτια, φτιάξει, όπως κάναμε στην Τουανία, στο Ιράκ. Εκεί που πήγα στην Περσία ήταν στο τριεθνές. Έχεις ακουστά το τριεθνές; Είναι εκεί που είναι κοντά στο Πακιστάν, το Ζαεντάν αυτή η πόλη. Κι εμείς παίρναμε το δρόμο. Είχαμε κι άλλο εργοτάξιο απάνω, μικρότερο. Και εγώ πήγα πάνω. Και από οικοδόμος κατέληξα μάγειρας. Μαγείρευα για 82 άτομα. Και κάτω φέρανε έναν άλλον μάγειρα, ένα παιδί από τα Τρίκαλα. Και μαγείρευε κάτω για τους άλλους. Εγώ μαγείρευα για τους άλλους, από πάνω, εκεί που ήταν τα άτομα εκείνα. Εκεί, παίρναμε το δρόμο αυτό που πηγαίναμε πάνω, για το Αλουάζ που λεγόταν αυτή η περιοχή. Δεν είχε σπίτια. Αχανές ήταν. Πηγαίναμε... ξεκινούσαμε. Το Ζαεντάν ήτανε... το πακιστανικό... του Πακιστάν το φυλάκιο. Μας κάναν έλεγχο. Έβλεπαν ότι ήμασταν από την εταιρεία. Μας αφήνανε. Αριστερά μεριά ήταν το φυλάκιο της Περσίας. Πιο πάνω ήταν το [00:05:00]Αφγανιστάν. Εκεί που έγινε τώρα η φασαρία και φύγαν όλοι. Και ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα. Περνούσαμε καλά. Λεφτά βγάλαμε. Πήρα κι ένα σπίτι στην Αθήνα. Είχα κι άλλο ένα. Το ένα το έδωσα στα παιδιά. Το άλλο έμεινε έτσι. Ελεύθερο. Είναι παλιά η πολυκατοικία είναι… δεν κατοικείται. Το πήραμε όταν ήμασταν νέοι, πολύ νέος. Δεν άντεξα και εκεί παραπάνω από δύο χρόνια. Δεν άντεξα. «Φεύγω», λέω. Έφυγα από τον «Σκαπανέα». Έκατσα 2-3 μήνες στην Αθήνα. Έψαξα εκεί στις εταιρείες, γιατί είχε καλά λεφτά να βγω έξω. Εκεί, βρήκα μία εταιρεία, την «Κάστορ». Και πήγα στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Εκεί... πάλι εκεί 2 χρόνια. Ήταν πιο καλά εκεί. Είχε και το λιμάνι στην Τζέντα εκεί. Είχε πολλά πράγματα. Και περάσαμε πιο καλά εκεί. Είχαμε φτιάξει μεγάλα σπίτια και μέναμε όλοι εκεί σ' αυτά. Αυτή ήταν όλη η ιστορία που κάναμε.

Κ.Κ.:

Να σε ρωτήσω.. όταν την πρώτη φορά που πήγες στο εξωτερικό, θυμάσαι καθόλου πώς ένιωθες; Στη βαλίτσα σου τι έβαλες μέσα το πρώτο ταξίδι;

Δ.Κ.:

Τα ρούχα μόνο. Τίποτ' άλλο. Δεν χρειαζόταν τίποτα. Όλα εκεί, το φαγητό... αυτά τα πρόσφερε η εταιρεία.

Κ.Κ.:

Και πώς ταξίδεψες εκεί για να πας;

Δ.Κ.:

Με το αεροπλάνο πήγαμε. Από το Ελληνικό φεύγαμε και πηγαίναμε κατευθείαν, αλλά εκεί είχαμε και μία περιπέτεια, στην Περσία που πήγα. Πήραμε το αεροπλάνο. Πήγαμε στο Κάιρο, από Κάιρο Μπεϊρούτ, από Μπεϊρούτ Τζιχράν και από Ιράκ, Περσία. Κάναμε τον γύρο έτσι, γιατί είχε ομίχλη και δεν μπορούσε να προσγειωθεί το αεροπλάνο. Και λέω εγώ, επειδή ήξερα και στο Ιράκ που ήμουνα. Και λέω: «Γιατί έρτζεα;». «Έρτζεα» θα πει «πίσω». «Γιατί γυρνάμε;». Και μου λέει: «Άουα, άουα!». Έχει ομίχλη. Και λέει: «Beirut tomorrow». Να πάμε για Ιράκ. Δεν μπορούσε να προσγειωθεί το αεροπλάνο. Και μείναμε ένα βράδυ στο Μπεϊρούτ, στη Βηρυτό. Το βράδυ μας πήγαν στο ξενοδοχείο. Γύρω στα 16 άτομα οι Έλληνες. Ήταν και γυναίκες με παιδάκια. Είχα κατεβεί εγώ να πάρω την οικογένεια, για να την πάω κάτω, στο Ιράκ. Είχανε φτιάξει σπίτια. Μέναμε σε σπίτια. Έπιπλα φέρναμε από την Ιταλία ωραία. Ήταν πολύ καλά. Τρομοκρατηθήκαμε απ' αυτή τη δουλειά. Λέμε: «Γιατί πίσω;». Και άλλη μια περίπτωση πάλι έγινε στη Σαουδική Αραβία με 'μένα, γιατί εγώ έκανα κουμάντο εκεί στη δουλειά που ήμουνα, με ένα άλλο παιδάκι. Νίκο το λέγανε. Και ήμασταν σαν επιστάτες στη δουλειά πάνω για τους μαστόρους. Και είχαμε κάτι παιδιά από την Υεμένη. Ήρθε η νταλίκα και έφερε αυτά τα κουφώματα: πόρτες, παράθυρα, τέτοια που βάζαμε στα αυτά. Και τους είπα να βάλουν μπροστά τις πόρτες. Στην άλλη μεριά τα κουφώματα… ένα παιδί δεν πρόσεξε και άρπαξε το κούφωμα... όπως το κράταγε, αντί να το αφήσει και να το ακουμπήσει, το τράβηξε κι εγώ ήμουν με σαγιονάρες. Πέφτει το κούφωμα και με χτυπάει το πόδι. Χτύπησε το πόδι και με πέταξε το νύχι πέρα. Το δέσαμε με γάζες. Πόναγα όλη νύχτα. Ξέρεις τι πόνο τράβηξα. Λέω το μηχανικό που ήταν το αφεντικό, εκεί εργοδηγός... μου λέει: «Δεν γίνεται. Θα φύγεις και θα πας για Αθήνα». Ένα μήνα είχα στην Αθήνα. Και πήγα εκεί στην πλατεία Αττικής. Κάποιος Κακλαμάνης χειρουργός και το περιποιήθηκε αυτός… φαίνονταν το κόκαλο. Είχε φύγει όλο. Πέρασα πόνο... άλλο πράγμα. Τελείωσε αυτή η δουλειά… όταν ήταν να πάω στην Περσία, που έφυγα από το... κατεβήκαμε στην Περσία. Είχαν γραφείο εκεί στην Περσία, που ήτανε της εταιρείας. Μηχανικοί, γραφιάδες... [00:10:00]και μας πήγε το ταξί εκεί. Τον είπαμε: «Scapaneus». Ξέραν αυτοί. Μας πήγανε εκεί. Μας δώσαν και χρήματα. Καθίσαμε εκεί... 

Κ.Κ.:

Θέλετε να τη βγάλεις τη μάσκα;

Δ.Κ.:

Όχι, όχι. Καθίσαμε εκεί 1 μήνα. Είχαν απεργία τα εσωτερικά αεροπλάνα, οι γραμμές. Δεν μπορούσαμε να πάμε στο εργοτάξιο. Τελείωσε η απεργία και μετά μας διώξανε. Γυρίσαμε όλη την Περσία. Κάναμε βόλτες. Δεν είχαμε τι να κάνουμε. Πού να πάμε; Μας είπανε: «Άμα χρειαστείτε λεφτά, θα σας δώσουμε». Ήμασταν γύρω στα οκτώ παιδιά. Ήμουνα νεαρός εγώ τότες, γιατί είχα φύγει το ’73. Δεν ήμουνα μεγάλος. Νέος ήμουνα. Αυτή ήταν όλη κατάσταση που έγινε, αλλά δεν άντεξα πολύ. Δουλέψαμε, δουλέψαμε... να κάνουμε κάτι. Τώρα αν εσύ θες να ρωτήσεις τίποτα…

Κ.Κ.:

Εκεί που μένατε ήταν μόνο Έλληνες;

Δ.Κ.:

Στο εργοτάξιο που είχαμε στο Ιράκ ήταν μόνο Έλληνες… δεν υπήρχε... και με τις οικογένειες. Ήταν και άλλοι που δεν είχαν οικογένειες. Δεν μπορούσαν να τις φέρουνε. Φέρανε σπίτια από μια εταιρεία. Έπαιρνε ο «Σκαπανέας» από την Κύπρο, προκατασκευασμένα. Εμείς, όταν πήγα εκεί στο Ιράκ, κάναμε τις βάσεις, βάζαμε βίδες και τα βιδώναμε επάνω εκεί. Είχε ωραία σπίτια, καλά σπίτια… ένα χωριό ολόκληρο. Αφού, καθίσαν κάτι παιδιά δικά μας εκεί... ας ήμουν στην Περσία εγώ. Τα μάθαινα τι κάνανε. Είχα ανθρώπους που τα λέγαμε, όταν ανταμώναμε στην Αθήνα, όταν παίρναμε άδεια και φεύγαμε, γιατί κάθε 6 μήνες φεύγαμε. Πηγαίναμε για 15 μέρες στην Ελλάδα. Και τα μάθαινα. Ήτανε τότες που έγινε το πραξικόπημα, με τον Τούρκο που ήθελε να κάνει φασαρία. Μετά, ζορίζονταν οι δικοί μας. Και θέλαν να φύγουν. Λέει η εταιρεία: «Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Δεν γίνεται τίποτα. Μη φοβόσαστε». Και σηκώθηκαν οι Πέρσες από κει και θέλαν να κάνουν πόλεμο με τους Ιρακινούς. Δεν ήταν έτοιμοι να κάνουν πόλεμο; Και σηκωθήκαν και φύγαν οι Έλληνες. Τα παρατήσαν. Και της εταιρείας τα μηχανήματα τα κατάσχεσαν. Μερικά παιδιά λένε: «Εμείς θα καθίσουμε να φυλάμε. Δεν φεύγουμε. Να φυλάμε τα μηχανήματα», που τα μηχανήματα τα κατάσχεσε το κράτος… και μετά δεν μπορούσαν να φύγουνε. Και τους πήρε η πρεσβεία και τους έδιωξε νύχτα. Νύχτα φύγαν και γλιτώσανε… ήταν δύσκολα τα πράγματα..

Κ.Κ.:

Εσύ που ήσουνα τότε;

Δ.Κ.:

Εγώ ήμουν στην Περσία. Είχα κατεβεί με άδεια στην Αθήνα και βρήκα ένα φίλο μου που ήταν εκεί και δουλεύαμε μαζί. Ήταν οικοδόμος και αυτός. Δουλεύαμε μαζί. Και μου τα ‘πε όλα. Λέει: «Καθίσανε οι βλάκες εκεί και κλαίγανε μετά. Δεν μπορούσαν να φύγουνε». Απαγορευόταν. Τα αεροδρόμια κλείσανε. Και τους κλείσαν μέσα, αλλά φύγανε.

Κ.Κ.:

Και μετά εσύ ξαναπήγες πίσω;

Δ.Κ.:

Εγώ ήμουνα στην Περσία. Και μετά ξαναπήγα.

Κ.Κ.:

Δεν είχες κάποιο πρόβλημα εσύ εκεί;

Δ.Κ.:

Όχι, όχι. Τι πρόβλημα να είχα εγώ εκεί; Ήμουν καλά εκεί. Στην Περσία ήμουνα καλά, γιατί όλη μέρα ήμουν στο μαγειρείο. Μαγείρευα εκεί. Είχαμε φτιάξει ένα μαγειρείο. Ήμουνα εκεί. Είχα κι ένα παιδάκι, βοηθό Πέρση. Εκεί με βοήθαγε. Δεν ήταν πολλά τα άτομα. Ήταν λίγα. Πήγα για οικοδόμος και έκανα τον μάγειρα. Και έτσι έμαθα και μαγειρεύω κιόλα. Άλλο; Τι θες να πεις;

Κ.Κ.:

Οι ντόπιοι πώς σας φέρονταν; Είχατε επαφές με ντόπιους;

Δ.Κ.:

Οι ντόπιοι μας αγαπούσανε. Μας λέγαν και για το Μέγα Αλέξανδρο κιόλας. «Μέγα Αλέξανδρο good. Good Yunan». Ήταν καλοί, αλλά ήταν φτωχός ο λαός. Λεφτά είχανε από τα πετρέλαια, αλλά ήταν για τους μεγάλους. Τώρα, οι απλοί πολίτες δεν παίρνανε. Εμάς μας δίνανε ένα σωρό λεφτά και δουλεύανε εργάτες αυτοί εκεί ντόπιοι και τους δίνανε 1 δηνάριο. 100 δραχμές. Είχα κι ένα φίλο εκεί. Κάποιον father... σιδηρόδρομο ολόκληρο το όνομά του. Τον λέγαν Father Kirim Aziz Timimi και το επάγγελμα του τελευταίο, Carpenter. Πήγα και στο σπίτι. Μ' έκανε τραπέζι. Μετά, τον πήρα εγώ. Ήρθε στο δικό μου με την οικογένεια. Είχε 2 κορίτσια και 2 αγόρια. Ο γιος του είχε να [00:15:00]σπουδάσει για πιλότος και η κόρη του για ταξιθέτρια στ' αεροπλάνα. Τι κάναν μετά... είχα φύγει εγώ. Χαθήκαμε. Ήταν καλός άνθρωπος. Και τα παιδιά του καλά.

Κ.Κ.:

Κάνατε δηλαδή και φίλους…

Δ.Κ.:

Καλά! Εκεί μας σέβονταν εμάς. Μας σέβονται, γιατί εκεί πήγαμε να κάνουμε έργο. Ήταν τότες ο Σαντάμ Χουσεΐν. Μετά, που κάναν τον πόλεμο οι Αμερικανοί τον ‘κλαδέψανε’. Άλλο, τι θες να πούμε;

Κ.Κ.:

Πώς διασκεδάζατε τότε;

Δ.Κ.:

Δεν είχε διασκέδαση. Εκεί δεν είχε διασκέδαση. Είχε δουλειά. Εκεί δούλευες από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έπαιρνες και υπερωρίες. Εκεί πήγαινες να βγάλεις λεφτά. Γι' αυτό είπαμε ότι ήταν δύσκολα και κουραστικό. Πού να πας εκεί να διασκεδάσεις; Και απαγορευόταν… και το ποτό που έπινες αλκοόλ μέσα δεν είχε. Δεν είχε αλκοόλ μέσα. Αλλά δεν είχανε κιόλα. Είχα πάρει εγώ μία φορά ένα μπουκάλι συμπυκνωμένο τσίπουρο από δω. Και μόλις πήγα στο αεροδρόμιο στην Περσία... πού το μύρισε ο ελεγκτής; "No Yunan drinky, drinky". Το παίρνει, το πάει στην κολώνα και το 'σπασε το μπουκάλι. Απαγορεύεται. Το ποτό απαγορεύεται. Απαγορεύεται να πίνεις οινοπνευματώδη ποτά εκεί. Μόνο αν πας μέσα στα μπαρ και τέτοια. Καλά εμείς πηγαίναμε… όταν ήμουν στο Ιράκ, πηγαίναμε στο καμπαρέ “Baghdad“... στο Embassy, «Ο Αλή Μπαμπά και τα 40 κιούπια» που λένε. Εκεί είχα πάει... 5-6 φορές πήγαμε εκεί. Ήμουν εγώ... κάτι άλλα παιδιά, τοπογράφοι, μηχανικοί... όλοι αυτοί ήμασταν γνωστοί. Σ' ένα χωριό μέναμε. Χωριό ήτανε. Ήταν πολλά τα σπίτια. Πάρα πολλά.

Κ.Κ.:

Και πώς ήταν στο καμπαρέ;

Δ.Κ.:

Είχε μέσα γυναίκες που χορεύανε. Είχε τα πάντα. Μουσική...

Κ.Κ.:

Και πηγαίνανε και ντόπιοι ε;

Δ.Κ.:

Βέβαια. Είχαμε πάει μια φορά στο καμπαρέ “Baghdad “... καλό και αυτό, αλλά «Ο Αλή Μπαμπά και τα 40 κιούπια» ήταν το καλύτερο. Αυτού στο καμπαρέ “Baghdad ήμασταν 5-6 άτομα, λέμε: «Πάμε εκεί και μετά βλέπουμε που πάμε για φαΐ». Και ήρθε ένα ανδρόγυνο. Είχε κάτι σκυλάκια, κάτι γατάκια και κάναν διάφορα νούμερα. Έβγαιναν και τα μπαλέτα, χορεύανε και μόλις ήρθε αυτός με τα σκυλιά, ήταν το σκυλάκι του, το γατάκι στο καροτσάκι το πήγαινε βόλτα. Τέτοια πράγματα που κάνουν αυτοί… τι θέλαμε να πούμε; «Μπράβο, μπράβο». «Αυτοί είναι δικοί μου», λέει αυτός που ήταν με τη γυναίκα του. Ήταν Έλληνας αυτός. Ήρθε μετά στο τραπέζι εκεί έκατσε. Μας είπε από που ήτανε. Ήταν ωραίος, όμως. Έκανε ωραία νούμερα. Είχε τα σκυλάκια και τα γατάκια... τα είχε εκπαιδευμένα. Ό,τι τα έλεγε κάνανε. Λες και ήταν ανθρώποι. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Δεν είχαμε διασκέδαση. Που να πας; Δεν είχε. Δεν υπήρχε. Δεν είχε διασκέδαση.

Κ.Κ.:

Για φαγητό έξω; Σ' ένα μαγαζί;

Δ.Κ.:

Όχι. Υπήρχε μάγειρας. Μαγείρευε, όταν ήμουνα στο Ιράκ. Είχε μάγειρα από την Ελλάδα, είχε δάσκαλο, είχανε σχολείο. Πηγαίναν τα παιδιά σχολείο. Βέβαια! Είχαν πάρει ένα δάσκαλο Κύπριο εκεί . Αλλά εγώ έκατσα 2 χρόνια μόνο. Δεν έκατσα παραπάν. Δεν έκατσα. Δεν άντεχα. Είχε πολλή ζέστη στο Ιράκ. Στο Ιράκ πολλή ζέστη. Στη Σαουδική Αραβία κάπως καλύτερα. Και στην Περσία. Αυτό είναι εδώ κοντά στην Τουρκία. Εδώ που είναι το Κουρδιστάν και είναι πολλή ζέστη… ζέστη; Αφού τυλιγμένος με την μαντήλα. Τα μάτια σου φαίνονται μόνο. Τίποτα άλλο. Δεν είχε τίποτα άλλο. Άλλο τι θες να μάθεις από εκεί;

Κ.Κ.:

Από αυτές τις χώρες που πήγες, ποια σου άρεσε περισσότερο;

Δ.Κ.:

Η Περσία είναι πιο καλή απ' το Ιράκ. Και η Σαουδική Αραβία. Γιατί έχουν πολλά πετρέλαια εκεί. Ειδικά η Σαουδική Αραβία. Εκεί έχουν πολλά λεφτά.

Κ.Κ.:

Πού πέρασες καλύτερα;

Δ.Κ.:

Στην Περσία πέρασα πιο καλά, γιατί δεν δούλευα έξω και αυτά. Ήμουνα μέσα. Μαγείρευα για τα παιδιά. Οπότε, ήταν πιο καλά. Ενώ άμα είσαι και δουλεύεις στον ήλιο έξω ήταν δύσκολα. Το ωραίο ήτανε, Πόπη, ότι είχανε πολλά λεφτά οι Σαουδάραβες και ήτανε η αγορά τους πιο καλή. Μέναμε στα σπίτια αυτά που [00:20:00]φτιάξαμε. Εμείς οι ίδιοι τα είχαμε φτιάξει. Τα φέρανε κι εμείς τα στήσαμε και κοιμόμασταν. Κάναμε μπάνιο. Τα είχαμε όλα όλα. Όπως είσαι εδώ στο σπίτι σου ήμασταν και εκεί. Αλλά –αυτή η μάσκα θα μας φάει- δεν μπορούσα εγώ να καθίσω πολύ. Έφυγα μετά. Ήρθα στην Αθήνα, μαζεύτηκα και δούλευα μ' ένα φίλο μου, Γρηγόρης Γρηγορίου, στην οικοδομή στην Αθήνα. Άλλο; Τι έχουμε άλλο;

Κ.Κ.:

Είπες τα παιδιά πηγαίναν σχολείο…

Δ.Κ.:

Ο ένας πήγαινε.

Κ.Κ.:

Ο ένας.

Δ.Κ.:

Ο μεγάλος.

Κ.Κ.:

Πόσο χρονών. Ας πούμε, πήγαινε δημοτικό τότε;

Δ.Κ.:

Δημοτικό ήταν. Δημοτικό ήταν. Αφού εγώ ήμουν νέος με το που πήγα εκεί. Άμα είσαι μεγάλος, δεν αντέχεις εκεί να πας. Άμα είσαι πάνω από 35, δεν αντέχεις να πας εκεί. Όταν έφυγα από κει, ήμουν 33 χρόνων. 34. Όταν πήγα εγώ ήμουνα νεαρός. 6 χρόνια έκατσα.

Κ.Κ.:

6 χρόνια σε όλες τις χώρες.

Δ.Κ.:

Ναι. 2 στο ένα 2 στο άλλο και 2 στο άλλο. Δεν άντεχα άλλο. Λέω: «Φεύγω και τα παρατάω». Φώναζε ο Λαναράς. Δεν ήθελε να φύγω. Του λέω: «Φωνάζεις δεν φωνάζεις αφεντικό εγώ θα φύγω. Δεν αντέχω άλλο. Άμα είναι ν' αφήσω τα κόκκαλα μου εδώ καλύτερα να φύγω». «Άντε φύγε, φύγε Δημοσθένη. Φύγε».

Κ.Κ.:

Στεναχωρήθηκες που έφυγες;

Δ.Κ.:

Στεναχωρήθηκα που έφυγα… αφού δεν άντεχα κιόλας. Ήταν πολλά παιδιά που φύγανε. Δεν καθίσαν πολλοί, Πόπη εκεί. Έρχονταν και έφευγαν, έρχονταν και έφευγαν. Ήταν παιδιά που έρχονταν και δεν είχαν ξαναφύγει από το χωριό τους άλλη φορά ή από την πόλη που μένανε και κλαίγανε. «Ρε, 25 χρονών άντρας κλαις; Τι κλαις; Ήρθες να εργαστείς. Για καλό για την οικογένεια σου. Τώρα κλαις;». «Πώς θα τη βγάλω εγώ μόνος μου; Πώς θα φάω; Πώς θα φτιάξω;». «Ό,τι κάνουμε όλοι μας». Καλά εγώ ήξερα. Ήμουνα παλιός. Γιατί πήγα απ' τους πρώτους. Γιατί είχαμε πάει καμιά δεκαριά οικοδόμοι για να στήσουμε πρώτα το εργοτάξιο. Και μετά. Εκεί είχε φαγάνες που σκάβανε, είχε γκρέιντερ, είχε αυτοκίνητα είχε, είχε... και τι δεν είχε; Φτιάξαμε το γκαράζ, για να φτάνουν τα μηχανήματα, φτιάξαμε τα γραφεία, φτιάξαμε τα σπίτια, το εστιατόριο. Είχαμε και παλεύαμε 6 μήνες... 7. Πολλά τα κτίρια, αλλά ήταν προκατασκευασμένα. Είχαμε και εργάτες ντόπιους από κει στο Ιράκ. Και μας βοηθούσαν, αλλά τι να τους κάνεις; Ανειδίκευτοι ήταν. Όλα εμείς τα κάναμε. Άλλο

Κ.Κ.:

Η Ελλάδα σου έλειπε καθόλου;

Δ.Κ.:

Εμ! Δεν με έλειπε η Ελλάδα; Αν δεν με έλειπε η Ελλάδα που είναι η πατρίδα μας, ποιος με έλειπε; Δεν γινότανε να μην σε λείπει… σου λείπει.

Κ.Κ.:

Τους γονείς τους έχεις αφήσει στο χωριό;

Δ.Κ.:

Οι γονείς ήταν στο χωριό με τ' αλλά τα αδέλφια μου, τα μεγάλα. Από το χωριό έφυγα μόνο εγώ. Οι άλλοι 3 ήταν στο χωριό. Ήταν παντρεμένοι. Ήταν κι αυτοί μεγαλύτεροι από μένα. Εγώ ήμουν τελευταίος.

Κ.Κ.:

Είχατε επαφή; Στέλνατε γράμματα τότε; Τι κάνατε;

Δ.Κ.:

Μία φορά με στείλανε ένα γράμμα και ήτανε λυπηρό. Με το λοξό το μαύρο που έχει στη γωνία. Ξέρεις τι είναι αυτό... είχε πεθάνει ο αδερφός μου, αλλά δεν μπορούσα να έρθω. Δεν ήταν εύκολο. Μεγάλο το ταξίδι. Πότε θα έρθεις από 'κει; Που να προλάβεις να πας από Αθήνα στο χωριό…

Κ.Κ.:

Θέλεις να μας πεις πώς πέθανε;

Δ.Κ.:

Από καρκίνο πέθανε. Απ' τους πνεύμονες. Κάπνιζε τσιγάρο πολύ.

Κ.Κ.:

Σε μικρή ηλικία;

Δ.Κ.:

Ε 49,5 ήταν. Δεν ήταν... μικρός ήτανε. Και ήταν και καλό παιδί. Ήταν πολύ καλό παιδί. Ο Θανάσης ήταν ωραίος.

Κ.Κ.:

Μάλιστα. Μετά γυρίσατε Αθήνα…

Δ.Κ.:

Ναι

Κ.Κ.:

Κάτσατε Αθήνα;

Δ.Κ.:

Αλλά ούτε και άντεχα στην Αθήνα πολύ. Δεν μ' άρεσε. Με το ζόρι έμενα εκεί πέρα. Νεαρός ήμουνα. Δεν βαριέσαι... τα μυαλά ήταν στα κάγκελα που λένε. Έμεινα εκεί. Μετά που παντρεύτηκα έπρεπε να μείνω. Δεν μπορούσα να κάνω. Τα μάζεψα μετά και ήρθα στο Βόλο. Δεν είχε και δουλειά. Άρχισε να ελαττώνεται η δουλειά. Δεν είχε δουλειά. Δεν μπορούσαμε να βρούμε δουλειά εκεί. Γιατί, εγώ μόλις ήρθα εδώ, είχα ανθρώπους δικούς μου και πήγα κατευθείαν στη δουλειά. Βρήκα δουλειά.

Κ.Κ.:

Δηλαδή στην Αθήνα ποια χρονολογία γυρίσατε;

Δ.Κ.:

Το ’77; Το '77-'78. Εκεί έγραψα και τα παιδιά στο σχολείο. Ο ένας πήγαινε Γυμνάσιο και ο μικρός Δημοτικό.

Κ.Κ.:

[00:25:00]Και κάτσατε στην Αθήνα πόσα χρόνια;

Δ.Κ.:

Στην Αθήνα είχα 19 χρόνια.

Κ.Κ.:

Μετά από τα ταξίδια στο εξωτερικό;

Δ.Κ.:

Με τα ταξίδια στο εξωτερικό. Όλα μαζί. Όλα μαζί 19. Πήγα στα 19,5 χρόνια. Αλλά δεν αντέχεται η Αθήνα. Και τώρα που πήγα στον Ευαγγελισμό για το ανεύρυσμα... η Αθήνα είναι ζούγκλα. Λέω: «Μασ' τα».

Κ.Κ.:

Και επιστροφή στο Βόλο. Στο Βόλο πώς επιλέξατε να ρθείτε;

Δ.Κ.:

Στο Βόλο ήρθα, γιατί ήταν οι αδερφές μου εδώ, ήταν ανίψια, ήταν ξαδέρφια. Η μισή η Νέα Ιωνία είναι δικοί μου. Είναι οι συγγενείς πολλοί. Γι' αυτό ήρθα.

Κ.Κ.:

Δουλειά βρήκατε εύκολα;

Δ.Κ.:

Αμέσως. Την ίδια μέρα που ήρθα. Γιατί ήταν και δικοί μας από κάτω εκεί από τα χωριά εκεί τα δικά μας και αμέσως βρήκα δουλειά. Μόλις πήγα αμέσως. Άσε ήμουνα και καλός τεχνίτης εγώ. Εγώ δούλευα και με παρακάλαγε να φύγω απ' τη μία δουλειά να πάω σε άλλον. Λέω: «Αυτό δεν το κάνω, γιατί δεν είμαι παλιάνθρωπος. Να τον αφήσω, να τον κρεμάσω που με έχει ανάγκη; Δουλεύω το σχέδιο, κάνω κουμάντο στη δουλειά, με πληρώνει καλά. Γιατί να φύγω;» «Θα σε δώσω παραπάνω». «Δεν το θέλω το παραπάνω... να με βλέπει ο άλλος να με βρίζει. Αυτό δεν το θέλω». Δεν το έκανα ποτές. Δούλευα στο Γιώργο τον Οικονόμου. Από κει πατριωτάκι. Πήγαμε σε αυτόν. Εδώ στο Βόλο είχα 10 χρόνια παρέα. Μετά, έβγαλα δικά μου εργαλεία. Έπαιρνα δουλειές μόνος μου.

Κ.Κ.:

Σας άρεσε ο Βόλος;

Δ.Κ.:

Ο Βόλος είναι η καλύτερη πόλη, ο Βόλος. Ο Βόλος είναι η καλύτερη πόλη. Τι θες; Θάλασσα; Βουνό; Η πόλη είναι ρυμοτομημένη. Όποιο δρόμο και να πάρεις, στην παραλία θα σε βγάλει. Αφού όλοι το λένε, όσοι έρχονται στο Βόλο μένουν με το στόμα ανοιχτό. Ειδικά αν πάνε στο Πήλιο επάνω. Εσένα δεν σου αρέσει; Κι εσένα σου αρέσει.

Κ.Κ.:

Και μετά δουλειά ε;

Δ.Κ.:

Μετά δουλειά. Παντρεύτηκαν τα παιδιά. Πήρα κι εγώ την Λουκία και μείναμε εδώ όπως είμαστε.

Κ.Κ.:

Από την εμπειρία στο εξωτερικό τι θα σας μείνει;

Δ.Κ.:

Από την εμπειρία στο εξωτερικό θα με μείνει… τι θα με μείνει; Η κούραση… η Περσία, κάπως, ήταν πιο καλή, γιατί είχε το άγαλμα της ελευθερίας, πλατεία μεγάλη είχε, είχε πιο αυτά για να βλέπεις. Ήταν καλή η Περσία, αλλά όχι για μας. Ήταν για τους ντόπιους. Εμείς αυτά δεν τα κοιτάζαμε. Δεν τα θέλαμε. Δεν μας άρεσαν, γιατί αυτοί είναι μουσουλμάνοι. Δεν είναι; Είναι Οθωμανοί. Τι είναι; Άλλο τίποτα;

Κ.Κ.:

Τότε, στο εξωτερικό, είχε δημιουργηθεί ποτέ πρόβλημα με τους ντόπιους;

Δ.Κ.:

Όχι, όχι. Δεν είχαμε προβλήματα, εμείς, δηλαδή αν είχαμε οι ξένοι που δουλεύαμε εκεί; Όχι.

Κ.Κ.:

Ναι. Ή οι ντόπιοι με σας.

Δ.Κ.:

Μας σέβονταν και μας εκτιμούσαν όλοι. Κανένας δεν έλεγε κουβέντα κακιά, γιατί πήγαμε να τους βοηθούσαμε. Αυτά που πήγαμε να φτιάξουμε, αυτοί δεν τα ξέρανε. Δεν είχανε το μέσον να τα φτιάξουν αυτά. Οι εταιρείες οι δικές μας που πήγανε εκεί... αυτοί κάναν τα έργα. Να βλέπεις οι φαγάνες να τους σκάβουν που κάναν τα αρδευτικά έργα, που κάναν γεφύρια και κάναν τους δρόμους, για να κάνουν την έρημο... να την κάνουνε καλλιεργήσιμη. Αυτό έκανε ο Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, αλλά εκεί είχε πολύ άμμο. Θα κάναν τίποτα; Ποιος ξέρει; Εγώ είχα φύγει. Δεν ξέρω μετά τι έγινε.

Κ.Κ.:

Δεν ξέρεις; Δεν έμαθες μετά από γνωστούς που μπορεί να είχες από την Αθήνα αν συνέχισαν τη δουλειά; Τι κατάφεραν τελικά;

Δ.Κ.:

Τίποτα δεν μάθαμε τίποτα. Κανένας. Όσοι ήμασταν εκεί και φύγαμε. Ποιος να μας ενημερώσει μετά; Δεν υπήρχε περίπτωση να ενημερωθούν απ' αυτή τη δουλειά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Πώς να ενημερωθούμε; Γιατί έγινε ο πόλεμος μετά και φύγανε από κει. Και δεν ξαναπήγε κανένας. Και τα μηχανήματα που είχε εταιρεία τα παράτησε όλα εκεί. Όλα, όλα. Τα παράτησε κι έφυγε.

Κ.Κ.:

Οπότε έφυγε και η εταιρεία δηλαδή;

Δ.Κ.:

Έφυγε. Έφυγε η εταιρεία από εκεί μετά τον πόλεμο. Ύστερα μπήκαν και οι Αμερικάνοι μέσα. Τελείωσε. Ήταν, τώρα τελευταία, που είχαν μπει οι Αμερικάνοι. Ποια χρόνια ήταν; Που εκτελέσανε και τον Σαντάμ Χουσεΐν. Τον κρεμάσανε. Τον απαγχονίσανε. Τελείωσε. Αυτός ήταν... σαν δικτάτορας ήτανε.

Κ.Κ.:

[00:30:00]Στα χρόνια σου, όταν ήσουνα εσύ εκεί, ήταν ο Σαντάμ;

Δ.Κ.:

Ο Σαντάμ Χουσεΐν ήτανε. Αυτός έφτιαχνε τα έργα.

Κ.Κ.:

Οι ντόπιοι τι λέγανε γι' αυτόν;

Δ.Κ.:

Οι ντόπιοι ήτανε όπως είναι τώρα οι Τούρκοι με τον Ερντογάν. Τον προσκυνάνε. Έτσι είναι. Δεν άλλαζε τίποτα. Τον θέλανε τον Σαντάμ Χουσεΐν, ήταν καλός ο Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά τον έφαγαν οι Αμερικάνοι. Τέλειωσε τώρα.

Κ.Κ.:

Ήθελες ποτέ μετά να επιστρέψεις πίσω; Το μετάνιωσες που έφυγες στην Ελλάδα;

Δ.Κ.:

Έφυγα από εκεί. Μετά δεν ήθελα να ξαναπάω. Που να πάω; Οι εταιρείες φύγαν από κει. Δεν έμεινε εταιρεία καμία εκεί. Δεν μπορούσες να πας. Που να πας; Το να πάρεις το διαβατήριο, να βγάζεις εισιτήριο και να πας εκεί… πού να πας να μείνεις; Στο ξενοδοχείο; Να πας να κάνεις τι; Τελείωσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάς.

Κ.Κ.:

Οπότε, όταν πήγες εσύ ήτανε, επειδή πήγατε ομάδα, πιο εύκολα ε;

Δ.Κ.:

Πηγαίναμε με την εταιρεία. Η εταιρεία μας έβγαζε τα διαβατήρια, έβγαζε άδειες, τα σφράγιζε, τα παίρναμε και φεύγαμε.

Κ.Κ.:

Δεν δυσκολεύτηκες εσύ κάπου;

Δ.Κ.:

Όχι. Καθόλου. Τι να δυσκολευτώ; Στο να πάω;

Κ.Κ.:

Ναι.

Δ.Κ.:

Κάναμε πολλά ταξίδια. Κάθε 6 μήνες παίρναμε άδεια και ερχόμαστε στην Ελλάδα για 15 μέρες. Και ξαναπηγαίναμε πάλι. Κάναμε αλλαγή. Άλλοι δουλεύαν, άλλοι φεύγαν. Ύστερα, πηγαίναμε εμείς, φεύγανε οι άλλοι. Κάθε 6 μήνες αυτό, γιατί δεν μπορούσες να μην έρθεις... να μην πας. Αντέχεις συνέχεια εκεί πέρα συνέχεια με τη ζέστη; Δεν αντέχεις. Αυτό γινότανε.

Κ.Κ.:

Δεν συνηθίζεται, ε;

Δ.Κ.:

Εκεί είναι δύσκολα. Η ζωή για μας ήταν δύσκολη. Αυτοί οι ντόπιοι αντέχανε. Εμείς δεν αντέχαμε. Ήταν πολύ ζέστη. Αν εδώ είχε 30, εκεί είχε 50. Θυμάμαι μία φορά ήμασταν εκεί και συζητούσαμε κάτω στο γκαράζ και λέει ένα παιδί: «Δεν βγάζουμε, ρε παιδιά, το θερμόμετρο έξω να δούμε τι ζεστά έχει;» Μόλις το κάναμε, το βγάζουμε στον ήλιο έσπασε το θερμόμετρο. Είχε πολλή ζέστα. Πάνω από 55 βαθμοί. Έσκασε. Λέμε: «Καθίστε κάτω όπως είστε, στον ίσκιο». Αφού δεν μπορούσε να βγει κανένας. Άμα δεν έβαζες την μαντήλα και να φαίνεται μόνο τα μάτια… δεν την έβγαζες έξω, πολλή ζέστη. Πακιστανούς οδηγούς είχαμε εκεί που δουλεύανε. Είχανε τα αυτοκίνητα οδηγοί... για το μπετόν κι αυτά. Ήτανε κανονικό εργοτάξιο, να κάνει έργο. Ήταν μεγάλο το έργο σε έκταση. Πολύ. Ήταν πάρα πολύ μεγάλο.

Κ.Κ.:

Σαν χαρακτήρες οι άνθρωποι εκεί; Κατάλαβες; Είχατε διαφορές από Έλληνες;

Δ.Κ.:

Καλά ήμασταν. Αυτοί μας σέβονταν, γιατί ξέρανε ότι είμαστε Έλληνες. Πήγαμε και να εργαστούμε για να τους κάνουμε έργα. Μας σέβονταν και μας αγαπούσανε. Δεν μας πείραζε κανένας. Και ήμασταν και φίλοι μαζί τους. Μεταξύ τους τώρα αυτοί... μπορεί να τρώγονταν. Δεν το ξέρεις αυτό. Ούτε και εμείς ξέρουμε τι έκανε ο καθένας. Μπορεί να τρώγονταν αυτοί μεταξύ τους.

Κ.Κ.:

Αλλά ήταν άνθρωποι που θα μπορούσατε να κάνετε παρέα.

Δ.Κ.:

Όχι. Κάναμε παρέα. Αφού σου λέω είχα και φίλους εκεί και με τον father πήγαινα στο σπίτι τους τακτικά.

Κ.Κ.:

Η επικοινωνία πώς ήταν; Πώς μιλούσατε;

Δ.Κ.:

Μάθαμε κι εμείς σπαστά αραβικά. Μάθαν κι αυτοί καμιά λέξη δικιά μας. Οι άλλοι ξέρανε και εγγλέζικα. Τα ανακατώναμε όλα εκεί. Κάτι κάναμε, δηλαδή καταλαβαινόμασταν αυτά που λέγαμε. Αυτά που λέγαμε τα καταλαβαίναμε και εμείς και αυτοί.

Κ.Κ.:

Αν γυρνούσαμε το χρόνο πίσω, θα ξαναπηγαίνατε;

Δ.Κ.:

Τώρα; Έτσι όπως είναι; Πού να πας; Δεν μπορείς να πας τώρα εκεί. Μπορείς να πας τώρα εκεί έτσι όπως είναι η κατάσταση αυτωνών; Αυτοί δεν έχουν σταθεροποιηθεί ακόμα. Ειδικά στο Ιράκ... στην Περσία εντάξει, αλλά στο Ιράκ δεν μπορούνε. Είναι άλλοι μέσα που τα ανακατώνουν. Δεν πας.

Κ.Κ.:

Το μετανιώσατε που πήγατε;

Δ.Κ.:

Όχι! Μα ήθελα να πάω για να βγάλω χρήματα να κάνω κάτι. Γι' αυτό πήγα. Για τα λεφτά. Εκεί δεν έχει να κάνει ζωή. Εκεί πας για να βγάλεις χρήματα, για να φτιάξεις κάτι. Γιατί, τώρα, να δουλεύεις στην Αθήνα και να παίρνεις 2.500... ενώ εκεί δούλευες και έπαιρνες 5.000. Συνέφερνε.

Κ.Κ.:

Δουλεύατε κάθε μέρα; Και το Σαββατοκύριακο;

Δ.Κ.:

[00:35:00]Δεν υπάρχει Σαββατοκύριακο εκεί. Εκεί για Κυριακή έχουν την Παρασκευή. Το ξέρεις αυτό; Την Παρασκευή έχουνε. Αλλά εμείς δουλεύαμε και την Παρασκευή. Μόνο, όταν θέλαμε να πάμε στη Βαγδάτη, παίρναμε ένα τζιπ ή ένα τζιπ Deutsch της εταιρείας... πηγαίναμε 5-6 άτομα μαζί στο ξενοδοχείο, στο καμπαρέ “Baghdad”. Αυτό ήταν όπως είναι το Χίλτον. Είχε νοικιάσει 2-3 δωμάτια η εταιρεία για μας. Πηγαίναμε εκεί, τρώγαμε, πίναμε. Δεν πληρώναμε τίποτα. Όλα χρεώνονταν στην εταιρεία. Ήταν της εταιρείας αυτά όλα. Έπαιρνε καλά λεφτά η εταιρεία «Ο Σκαπανέας». Πολύ καλά λεφτά.

Κ.Κ.:

Δηλαδή φρόντιζε η εταιρεία να περνάτε καλά…

Δ.Κ.:

Δεν μπορούσε να μην το κάνει, γιατί δεν θα πήγαινε κανένας άμα δεν έκανε έτσι. Ούτε και σε μάλωνε κανένας. Μόνο αυτοί ήθελε να 'μαστε γεροί και να πηγαίνουμε να δουλεύουμε. Να παράγουμε δουλειά.

Κ.Κ.:

Και κάθε πότε πηγαίνατε ας πούμε;

Δ.Κ.:

Πηγαίναμε μια φορά στις δεκαπέντε. Πηγαίναμε στο ξενοδοχείο. Κατευθείαν εκεί και μετά βόλτα. Εκεί στον Ευφράτη. Ο Ευφράτης είναι στη μέση, χωρίζει τη Βαγδάτη στη μέση. Περνάει. Περνάνε και τα ποταμόπλοια μέσα εκεί. Ψήναν και ψάρια. Έπαιρναν τα ψάρια, τα σκίζανε, τα βάζανε σε 2 καλάμια και τα ψήναμε στα κάρβουνα και είχαν και τις πίτες, αλλά ο δικός μας ο μάγειρας που είχαμε εκεί στην Τουανία έβγαλε την πατέντα αυτή να φτιάχνουν ψωμί. Και μάθαν κι αυτοί και φτιάχναν ψωμί κι αυτοί. Και τους άρεσε το ψωμί, οι φραντζόλες που βγάζαμε εμείς οι Έλληνες. Έμαθαν και συνταυτιστήκαμε με την Ελληνική μαγειρική.

Κ.Κ.:

Ενώ η κουζίνα εκεί ήταν διαφορετική, ε;

Δ.Κ.:

Η κουζίνα η δική τους… κάτι πίτες φτιάχνανε, στρογγυλές μικρές, τις φτιάχναν, τις πετάγαν στα κάρβουνα. Ψήνονταν από εδώ, από εκεί και τρώγανε. Τις τύλιγαν και τρώγανε. Είναι λάστιχο, ενώ το ψωμί, είναι ψωμί. Πώς να το κάνουμε; Μάθαν κι απαυτό.

Κ.Κ.:

Σου άρεσε κάποιο φαγητό παραδοσιακό από κει; Να το τρως;

Δ.Κ.:

Στο Father που πήγα στο σπίτι, που μ' με έκανε το τραπέζι… μαγείρευε καλά η γυναίκα του. Είχε καλά φαγητά.

Κ.Κ.:

Θυμάσαι;

Δ.Κ.:

Ψητά κρέατα. Είχε μαγειρευτά. Όπως κάνουμε κι εμείς... με μακαρόνια, με τέτοια πράγματα. Είχαν, αλλά πολλή μύγα εκεί. Να τον βλέπεις να τρώει και να κάθεται μύγα εκεί και να… για να φας έκανες το χέρι έτσι συνέχεια. Τέλος πάντων.

Κ.Κ.:

Χρησιμοποιούσανε μαχαιροπήρουνα;

Δ.Κ.:

Τρώγανε. Με μαχαιροπίρουνα τρώγαν κι αυτοί, εντάξει. Είχαν, είχαν. Μαχαιροπήρουνα. Αλλά είχε φτώχεια όμως. Ο λαός, ο απλός, οι πολίτες, είχαν μικρό μισθό, λίγα λεφτά. Τα τρώγανε οι μεγάλοι.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα.

Δ.Κ.:

Άλλο;

Κ.Κ.:

Ωραία εμπειρία.

Δ.Κ.:

Καλά ήταν. Δεν βαριέσαι... εμείς πήγαμε εκεί για να δουλέψουμε, για να κάνουμε κάτι, γιατί με το μεροκάματο που παίρναμε στην Αθήνα δεν έφταναν. Ήταν οικογένεια, ήτανε τα σχολεία, είχε, είχε. Δεν φτάνανε και γι' αυτό πήγαμε εκεί.

Κ.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Δ.Κ.:

Έγινε! Τελειώσαμε;