© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το πρώτο και τελευταίο ταξίδι ενός ασυρματιστή: «Εκεί που ναυαγήσαμε, εγώ φοβήθηκα. Άκουσα το "κρακ" την ώρα που κοιμόμουνα...άκουσα τη λαμαρίνα που σκιζότανε» 

Κωδικός Ιστορίας
11584
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κώστας Λαβδογιάννης (Κ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/10/2021
Ερευνητής/τρια
Ματθαίος Ζαμπίτογλου (Μ.Ζ.)
Μ.Ζ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πεις τ' όνομά σου;

Κ.Λ.:

Καλησπέρα είμαι ο Κώστας ο Λαβδογιάννης.

Μ.Ζ.:

Είναι Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021. Είμαι με τον Κώστα Λαβδογιάννη. Βρισκόμαστε στην περιοχή Αστέρια Αγριάς Βόλου. Εγώ ονομάζομαι Ματθαίος Ζαμπίτογλου. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Ευχαριστώ που είσαι εδώ Κώστα. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Μίλησε μου λίγο για σένα. 

Κ.Λ.:

Έχω γεννηθεί στο Βόλο το 1958. Έχω τελειώσει Δημοτικό, Γυμνάσιο της τότε εποχής, εξατάξιο. Μετά, έδωσα εξετάσεις. Πέρασα στην σχολή ασυρματιστών στην Πρέβεζα και έγινα ασυρματιστής. Πήγα μετά στο... πήγα στα καράβια και προσπάθησα να ενσωματωθώ με τους υπόλοιπους ναυτικούς, αλλά δεν τα κατάφερα. Πήγα για λίγο καιρό και μετά γύρισα και έμεινα στεριανός. Παντρεύτηκα μετά, έκανα οικογένεια. Δεν ήθελα να συνεχίσω πάλι.

Μ.Ζ.:

Πώς ήταν να μεγαλώνεις στον Βόλο εκείνη την εποχή;

Κ.Λ.:

Εκείνη την εποχή... εντάξει. Ήταν άλλα χρόνια. Δεν ήταν σαν τα σημερινά. Τι να μεγαλώνω; Δεν κατάλαβα και την ερώτηση τώρα ας πούμε.

Μ.Ζ.:

Πώς… τι θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία; Πώς ήταν; Σου άρεσε;

Κ.Λ.:

Κοίταξε... 

Μ.Ζ.:

Υπήρχε άλλη μεγαλύτερη ελευθερία; 

Κ.Λ.:

Κοίταξε. Τότε ήμασταν... εντάξει... ελεύθεροι. Παίζαμε έξω. Δεν ήταν όπως τώρα. Τώρα, φοβάται ο κάθε γονιός να αφήσει το παιδί του έξω. Εντάξει. Εμείς ήμασταν στη γειτονιά εκεί. Γυρίζαμε, παίζαμε, μας χάναν, μας ψάχναν, μας φωνάζαν: «Πού είσαι βρε; Γύρνα πίσω», αλλά εντάξει. Όμορφα χρόνια παιδικά. Είναι αυτά που βλέπουμε στα σίριαλ καμιά φορά, που γυρνάνε εκείνες τις δεκαετίες του '60 και του '70. Καλά χρόνια ήτανε. Δεν είχαμε τα video game που έχουν σήμερα τα παιδιά να παίξουμε. Εμείς βγαίναμε και παίζαμε ζωντανά έξω. Είχαμε ψεύτικα όπλα ξέρω γω. Ξύλινα σπαθιά που λέμε. Και τέτοια. Έχουμε πετύχει εκείνη την εποχή.

Μ.Ζ.:

Πώς και αποφάσισες να γίνεις ασυρματιστής; Σου άρεζε η θάλασσα;

Κ.Λ.:

Μου άρεσε η θάλασσα από μικρό. Πάντα μου άρεσε η θάλασσα. Ψάρευα, πήγαινα... είχα κι ένα μεγαλύτερο. Έχω κι ένα μεγαλύτερο αδελφό, ο οποίος ήθελε να πάει και αυτός ασυρματιστής. Αυτός ίσως... από αυτόν παρασύρθηκα, γιατί έχει περάσει κι αυτός ασυρματιστής τότε στην Πρέβεζα, αλλά αυτός μετά δεν πήγε. Το μετάνιωσε, γιατί έχει περάσει και δάσκαλος. Και πήγε δάσκαλος. Και μετά πήγα εγώ και τελικά βρήκα και τα ρούχα του, που του είχαν πάρει και μετρά, γιατί μας παίρναν μέτρα τότε για στολές. Βρήκα και τα δικά του ρούχα τότε, θυμάμαι, όταν πέρασα και πήγα στην Πρέβεζα. Και από αυτόν παρασύρθηκα και πήγα. Τότε, μας λέγανε το ρητό: «Η θάλασσα δίνει δύναμη» και μου άρεσε. Ήταν και τα λεφτά πολύ καλά εκείνη την εποχή και παρασύρθηκα λέω: «Ας πάω», αλλά, όταν τα δεις από κοντά μετά, είναι διαφορετικά τα πράγματα. Σίγουρα, είναι πολλά τα λεφτά. Ήταν μάλλον πολλά τα λεφτά, αλλά είναι και η ζωή δύσκολη, γιατί δεν μπορείς να κάνεις οικογένεια. Ή οικογένεια θα κάνεις ή καράβια θα πας. Είναι δύσκολο να τα συνδυάσεις και τα δύο. Τουλάχιστον έτσι το ένιωσα εγώ. Οπότε, απ' τη στιγμή που αποφάσισα να κάνω οικογένεια, αποφάσισα να μην συνεχίσω στα καράβια και γύρισα γρήγορα πίσω στην Ελλάδα.

Μ.Ζ.:

Οι γονείς σου πώς πήραν την απόφαση αυτή;

Κ.Λ.:

Εντάξει. Οι γονείς μου καλά το πήρανε. Μου άφησαν ελευθερία. Για εκείνα τα χρόνια, ας πούμε, ήτανε πολλά. Πολύ καλά μου φερθήκανε. Λέει: «Κάνε αυτό που νομίζεις». Και όντως πήγα στη σχολή. Στην ουσία, ήταν κάποια χαμένα χρόνια, ας πούμε, άμα πεις ότι δεν ακολούθησα αυτό που σπούδασα. Για εκείνα τα χρόνια. Ήταν και οι χρονιές, τότε, οι δύσκολες σε μας. Ήτανε ακόμη αρχή μετά την μετά τη Χούντα, γιατί εγώ πήγα στη σχολή το '76. Ήταν αμέσως μετά τη Χούντα. Τότε, ο κόσμος άρχισε λίγο να φεύγει, να βγαίνει από το καβούκι του. Ήταν όλα έτσι... τότε ξεκινούσαν.

Μ.Ζ.:

Την Εποχή της Χούντας την είχες ζήσει;

Κ.Λ.:

Ήμουνα μικρός, ήμουνα μικρός τότε. Δεν πολύ καταλαβαίναμε ας πούμε. Εντάξει. Ναι. Απλώς το... εγώ κατάλαβα τη Χούντα ότι ο αδελφός μου, που ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερος από μένα, [00:05:00]ήθελε να βγει να σπουδάσει στο εξωτερικό, να πάει στη Γερμανία. Και εκείνες τις μέρες, ας πούμε, απαγορεύσαν την έξοδο από τη χώρα. Δεν πρόλαβε να βγει στο εξωτερικό. Και γι' αυτό έγινε και δάσκαλος μετά. Χωρίς να δώσει... χωρίς να έχει κάνει καθόλου φροντιστήριο, πέρασε δάσκαλος, γιατί ήταν καλός μαθητής κι αυτός. Είχαμε τελειώσει πρακτικό και οι δύο. Εκείνη την εποχή ήταν θεωρούνταν καλό το πρακτικό, ας πούμε, για τέτοιες σχολές. Όπως κι εγώ, το να δώσω τότε σχολή ασυρματιστών ήταν πολύ εύκολο για μένα. Μάλιστα, είχα δηλώσει μόνο Αθήνα τότε, γιατί είχα μία φίλη που ήθελα να βρίσκομαι κοντά της. Και η Αθήνα έπαιρνε 40 άτομα τότε. Πολύ λίγα. Ενώ οι άλλες σχολές, Πρέβεζα και Ρόδος, έπαιρναν από 80. Κι εγώ είχα δηλώσει μόνο Αθήνα τότε, θυμάμαι και με είχανε βάλει δεύτερο επιλαχόντα. Έπαιρναν 40 και είχα βγει 42ος και δεν το πίστευα. Λέω: «Είναι δυνατόν;» ας πούμε. Ήξερα ότι είχα γράψει. Και πήγα στο υπουργείο. Εκείνη την εποχή, ας πούμε, το να πας στο υπουργείο να ζητήσεις τα ρέστα ήταν λίγο θρασύ. Πώς το λένε; Ήθελε θάρρος να το κάνεις. Και πήγα και ρώτησα. Λέω: «Γιατί μου βάλατε τόσο χαμηλά; Μπορώ να δω ο τελευταίος τι πήρε;» και μου λένε: «Όχι δεν γίνεται». Λέω: «Εγώ μπορώ να δω τι πήρα;». Και μου δείξανε και είχα γράψει, όντως, πολύ καλά. Και θυμάμαι ότι... μου λένε τότε... πήγα στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Και με έστειλε με το σημαιοφόρο του στο τμήμα, εκεί που γράφαμε εξετάσεις και βρήκαμε το γραπτό μου και λέει: «Όπου θέλεις, σε όποια σχολή θέλεις να πας, επειδή είδαμε το γραπτό σου, καταλάβαμε». Γιατί εδώ, τελικά, οι 40 ήταν όλοι με μέσο στην Αθήνα. «Πήγαινε σε όποια σχολή θες... ασυρματιστής, μηχανικός, καπετάνιος; Όπου θες τραβά». Εγώ ήθελα πάλι ασυρματιστής ας πούμε και δήλωσα Πρέβεζα, για να είμαι κοντά, στεριανά, να μην πάω Ρόδο και δεν μπορώ να πηγαίνω με το καράβι να έρχομαι Βόλο. Και πήγα Πρέβεζα. Όταν είχα πάει, μάλιστα, είχαν ξεκινήσει καμιά εβδομάδα. Πήγα πιο αργά τότε. Και θυμάμαι που είχα βαθμολογία κοντά με τον αρχηγό, γιατί τότε υπήρχαν αρχηγοί, υπαρχηγοί, αλλά εντάξει. Δεν ήθελα να μπω ψηλά ας πούμε. Έτσι κι αλλιώς είχαν ξεκινήσει οι άλλοι. Είχαν πάρει τους τίτλους τους. Δεν ήθελα να πάρω κι εγώ τίτλους. Δεν γινόταν κιόλας να τους πάρω. Άμα τους πάρεις από τους άλλους είναι... χτυπάει άσχημα. Και συνεχίσαμε. Ήταν η χρονιά μετά... κάναμε απεργία. Ήμασταν η πρώτη φουρνιά που έκανε απεργία σε δημόσιες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού, γιατί είχαν διώξει ένα συνάδελφο επειδή ήταν ακούρευτος και επαναστατήσαμε όλοι. Λέμε: «Γιατί το κάνετε αυτό;». Και μας είχανε διώξει τότε. Είχαμε κατέβει και στην Αθήνα να κάνουμε διαμαρτυρία. Τελικά, ήταν η χρονιά που 40 άτομα δεν μας δέχτηκαν πίσω. Μας είχαν διώξει τότε. Και είχα πάει κάτω στον Πειραιά. Φωνάξαμε, κάναμε, και τελικά μας δεχτήκανε. Κάναμε και τρίτη χρονιά. Ενώ η σχολή ήταν διετής εμείς κάναμε και τρίτη χρονιά, ενώ τελείωνα σε δύο μήνες. Θα είχα τελειώσει. Ξανακάναμε τη δεύτερη χρονιά πάλι 40. Τα 40 άτομα. Μας είχαν διώξει. Κι έτσι το πήρα. Και θυμάμαι ότι είχα πάει και στον Ευκλείδη να γραφτώ τους δύο τελευταίους μήνες, στη Θεσσαλονίκη, για να το πάρω να τελειώνω και μου βγάλε μία λίστα εκεί ο διευθυντής του Ευκλείδη, που ήταν γραμμένο το όνομά μου μέσα με τους άλλους 40 και δεν μας δεχόταν σε καμία σχολή τότε. Λέει: «Έχει έρθει εγκύκλιος να μη σας δεχτούμε στις σχολές να τελειώσετε». Δηλαδή ήταν χρόνια τότε... δεν ξέρω γιατί το είχαν κάνει αυτό. Τόσο πολύ τους είχε πειράξει; Γιατί λέγαμε ότι «Αφού είμαστε σαν στρατιωτική σχολή, να μη μετράει και η θητεία μας». Θυμάμαι αυτό ήταν ένα από τα αιτήματα ή να μετράει έστω κάποιο κομμάτι της θητείας μας. Αυτοί, όμως, δεν μας το δώσανε. Και γι' αυτό, ίσως, είχαμε επαναστατήσει. Τώρα, εντάξει... πέρασαν και χρόνια πολλά. Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες ακριβώς.

Μ.Ζ.:

Πότε έγινε η απεργία περίπου; Θυμάσαι ημερομηνία;

Κ.Λ.:

Ήταν το '78. Το '78 τώρα... Γενάρη ήτανε; Κάπου εκεί πρέπει να ήταν. Δεν θυμάμαι τώρα κι εγώ, γιατί τελείωνα το δεύτερο έτος. Και μετά ξαναπήγα και τελείωσα το '79. Την έκανα 3 χρόνια εγώ τη σχολή μαζί με τους άλλους 40.

Μ.Ζ.:

[00:10:00]Ο λόγος ήτανε; Μου είπες...

Κ.Λ.:

Ο λόγος ήταν ότι κάποιον συσπουδαστή μου, ας πούμε, τον βγάλανε... τον δώσανε ποινή επειδή ήταν ακούρευτος. Και λέμε: «Καθίστε, ρε παιδιά. Εδώ τι είμαστε; Φαντάροι είμαστε; Να ξέρουμε τι είμαστε. Ή σπουδαστές; Γιατί, αν είμαστε φαντάροι, να χρεώσετε... να αφαιρέσετε και λίγο τη θητεία που θα κάνουμε αργότερα. Αν, όμως, είμαστε σπουδαστές, τι είναι αυτό το πράγμα; Γιατί θα πρέπει να είμαστε τόσο σαν στρατιώτες εδώ κουρεμένοι;». Δεν ήταν να πεις ότι είχε αφήσει και χαίτη ο άλλος. Δεν προλάβαινε να αφήσει και χαίτη. Λίγο μαλλί παραπάνω είχε, αλλά ήταν αυτό. Για να μας κάνουν σπάσιμο τότε. To παίζανε ότι είμαστε σα στρατιώτες εκεί μέσα. Γι' αυτό και εκεί φωνάξαμε ας πούμε και αντιδράσαμε εμείς. Και δεν υπογράψαμε να γυρίσουμε πίσω. Οι υπόλοιποι 40 που υπέγραψαν γυρίσαν και τελείωσαν. Εμείς οι 40 δεν υπογράψαμε, δεν γυρίσαμε και χάσαμε τη χρονιά μας. Τότε, δεν είχε ξαναγίνει αυτό σε στρατιωτική... όχι στρατιωτική... σε τέτοια σχολή. Και το αυτό που κερδίσαμε είναι ότι γίναμε από Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού, γίναμε Ανωτέρα Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού, ΑΔΣΕΝ. Από Δημόσια Σχολή γίναμε ΑΔΣΕΝ. Κάτι κερδίσαμε τότε.

Μ.Ζ.:

Το αποφασίσατε όλοι μαζί;

Κ.Λ.:

Στην αρχή, ναι. Είχαμε μπει όλοι, αλλά μετά μείναμε μόνο 40. Οι άλλοι δεν ακολούθησαν τότε. Δεν είχαν ακολουθήσει όλοι. Εντάξει... ο καθένας πήρε τα ρίσκα του.

Μ.Ζ.:

Για πες μου λίγα πράγματα για το πρώτο ταξίδι τι θυμάσαι. Πότε ήταν;

Κ.Λ.:

Το πρώτο ταξίδι... πήγα και το πήρα στην Ιταλία το καράβι από Ελλάδα. Και μετά πήγα στην... περάσαμε από Πάτρα Ανκόνα και πήγα στο -που είχα πάει;- στη Γένοβα νομίζω; Δεν το θυμάμαι και καλά. Και πήγαμε Αφρική να φορτώσουμε ξύλα. Ήταν ξυλάδικο το καράβι και φόρτωνε ξυλεία, δηλαδή, από την Αφρική και την έφερνε στην Ευρώπη. Και φόρτωνε και χύμα μεταλλεύματα και τα έφερνε πάλι ή από εδώ τα πήγαινε Αφρική ή από κει τα έφερνε και τα πήγαινε πάνω στην Ευρώπη, στη Γαλλία. Και θυμάμαι, έτσι, περιστατικά απ' το ταξίδι, αν θέλεις να σου πω ας πούμε που είχανε πλάκα. Για μένα είχαν ενδιαφέρον τότε. 

Μ.Ζ.:

Πριν από αυτό τότε, πώς ένιωθες; Θυμάσαι; Όταν ετοίμασες τα πράγματα σου.

Κ.Λ.:

Για να φύγω;

Μ.Ζ.:

Τι σκεφτόσουν;

Κ.Λ.:

Όχι εντάξει. Για να πάω στο καράβι; Για να πάω στο καράβι... εντάξει. Ήταν και το νεαρό της ηλικίας. Μου άρεσε που έφυγα. Ωραία ήταν. Μία περιπέτεια. Ξεκινούσε μία περιπέτεια. Βέβαια, δεν είχα κατασταλάξει αν θα μείνω ή αν θα φύγω γρήγορα. Αυτό προέκυψε αργότερα. Εγώ εκείνο το διάστημα είχα σκεφτεί ότι θα καθίσω καμιά δεκαριά χρόνια, ας πούμε, να βγάλω κάποια λεφτά. Να γυρίσω πάλι έξω, μετά, να δω με τι θα ασχοληθώ. Μπορούσα να πάω στον ΟΤΕ, μπορούσα να πάω στις τηλεπικοινωνίες τις στεριανές, γιατί υπάρχουν τηλεπικοινωνίες που επικοινωνούν με τα καράβια. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα. Έπρεπε να μιλάς μέσω ασύρματου με την Ελλάδα, γιατί πηγαίναμε μακριά. Άλλαξαν αυτά τα πράγματα μετά. Τώρα, δεν χρειάζεται ασυρματιστής. Και καταργήθηκε και η ειδικότητά μας βέβαια. Καταργήθηκε η ειδικότητα μας μετά.

Μ.Ζ.:

Πρώτη φορά έβγαινες εκτός Ελλάδος, όταν πήγες στην Ιταλία;

Κ.Λ.:

Όταν είχα πάει Ιταλία; Nαι. Πρώτη φορά έβγαινα τότε. Δεν είχα ξαναβγεί. Αργότερα μετά έκανα τουρ στην Ευρώπη, αλλά σαν παντρεμένος που ήμουνα. Μεγάλος, πιο μεγάλος.

Μ.Ζ.:

Θυμάσαι κάτι που σου έκανε εντύπωση στο πλοίο; Όταν έφτασε στο λιμάνι στην Ιταλία; Κάτι διαφορετικό;

Κ.Λ.:

Βέβαια. Ήταν κάτι άγνωστο ναι. Το είδα με λίγο δέος, ας πούμε. Εντάξει. Ήμουνα, ξέρω γω, 19-20 χρονών τότε. Ναι ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Όχι 19-20. 20 στα 21 ήμουνα μάλλον και λέω: «Ωχ τώρα! Πού πάω;». Καινούργια πράγματα όλα. Εντάξει. Αλλά όχι. Εκεί τα βρήκα όλα μία χαρά. Δεν είχα θέμα. Και οι παλιοί μου μιλήσανε. Μου είπανε τι πρέπει να προσέχω, τι να κάνω, τι να ράνω. Επειδή πηγαίναμε Αφρική κιόλας, μου είπανε, επειδή πάμε σε χώρες που ήτανε και φυλετικές διακρίσεις, Καμερούν, Ακτή Ελεφαντοστού, ξέρω γω, που πήγαινε το καράβι και υπήρχανε φυλετικές διακρίσεις εκεί και μου λέγαν: «Μην κυκλοφορείς με λεφτά έξω. Μπορεί να σε ληστέψουν. Δαχτυλίδια να μη φοράτε και προκαλείτε. Σταυρούς χρυσούς και [00:15:00]τα λοιπά» και αυτά ήταν συμβουλές από τους παλιούς και τα ακολούθησα, ας πούμε, στην αρχή, γιατί εντάξει. Και φοβόμουνα. Πρόσεχα. Προσπαθούσα να προσέχω. Αυτά ως προς το από κει.

Μ.Ζ.:

Ξεκινώντας το ταξίδι, από την Ιταλία προς την Αφρική, μπαίνοντας στο καράβι; Κάποια συναισθήματα; Κάτι που σου 'κανε εντύπωση;

Κ.Λ.:

Αυτό που μου 'κανε εντύπωση, που δεν το περίμενα, ήταν ότι είχαμε φύγει χειμώνα από δω. Και φεύγοντας κι εγώ από το σπίτι είχα πάρει μπουφάν, μπλούζες χοντρές, ιστορίες και σιγά σιγά, όταν είχαμε αρχίσει να αλλάζουμε παράλληλους, άρχισε η ζεστή ας πούμε να αυξάνει. Γιατί κατεβαίναμε από κει μεριά. Βγήκαμε Ατλαντικό και κατεβαίναμε προς τα κάτω, προς Καμερούν ας πούμε, προς την... στα μέσα της Αφρικής. Απ' την έξω μεριά. Και άρχισε να κάνει ζέστη. Κάθε μέρα, δηλαδή, έβγαζες και κάτι από πάνω, δηλαδή, ενώ φορούσαμε μπουφάν, βγάλαμε τα μπουφάν, την άλλη μέρα βάλαμε τις μπλούζες, την άλλη μέρα τα πουκάμισα. Στο τέλος είχαμε μείνει με ένα σορτσάκι ας πούμε και δεν μπορούσαμε να βγάλουμε την πέτσα. Αν μπορούσαμε να βγάλουμε και το σορτσάκι, θα το βγάζαμε και αυτό. Έφτασε Κάτω να έχει 45 υπό σκιά, όταν φτάσαμε κάτω. Και εδώ είχαμε 5 βαθμούς ας πούμε. Είχαμε φύγει, τότε, θυμάμαι από Ελλάδα. Ήταν κρύο, ήταν χειμώνας. Θυμάμαι Γενάρης ήταν; Κάπου εκεί. Τέλη Γενάρη.

Μ.Ζ.:

Ήσουν μόνος σου ή ήσουν με κάποιον άλλο παρέα ή έκανες παρέες στο καράβι;

Κ.Λ.:

Έκανα και στο καράβι παρέες. Είχα κι ένα φίλο που είχαμε πάει παρέα, αλλά και εκεί, εντάξει, γνωριστήκαμε. Ήταν αρκετοί Έλληνες στο καράβι. Ήταν και πολλοί ξένοι, βέβαια, αλλά ήταν και αρκετοί Έλληνες. Αλλά όχι ήταν όλα ομαλά ας πούμε. Μιλούσαμε, γνωριστήκαμε... «Από πού είσαι; Τι είσαι;». Είχαμε καπετάνιο Χιώτη, όπως είναι οι περισσότεροι καπεταναίοι είναι Χιώτες ας πούμε. Καλός καπετάνιος ήτανε. Όλα τα παιδιά ήταν εντάξει, δηλαδή δεν είχα κάποιο θέμα, κάποιο πρόβλημα. Γιατί αργότερα, μετά, πέτυχα και Πάσχα που ήμουν εκεί, γιατί πήγα Γενάρη. Μετά από 3 μήνες -πόσο ήτανε;-, ήταν το Πάσχα και καθίσαμε, σουβλίσαμε αρνιά, γιατί ήμασταν -ξέρω γω πόσοι ήμασταν;- αρκετά άτομα εκεί. Δεν θυμάμαι τώρα, κοντά στα 30, 35. Κάπου εκεί. Είχαμε σουβλίσει 6-7, αρνιά. Κάθισα εκεί όλο το βράδυ εκεί, βοηθούσα, γιατί ήξερα τότε. Μου άρεσαν αυτές οι ιστορίες με το Πάσχα, με τα σουβλίσματα και μ’ αυτά. Σουβλίσαμε τ' αρνιά να είναι έτοιμα. Ψήναμε το πρωί εκεί. Είχα πολύ καλές αναμνήσεις από μέσα από το καράβι. Και απ' έξω από το καράβι, γιατί μετά ήτανε... επειδή είμαι Κώστας και 21 Μαΐου γιορτάζουμε, βρεθήκαμε στο Καμερούν και0 είχαμε βγει έξω με το φίλο και πήγαμε στα πιο ακριβά μαγαζιά, ας πούμε, γιατί για μας ήταν φθηνά τα πιο ακριβά αυτωνών. Και θυμάμαι εκείνη τη μέρα της γιορτής βγήκαμε, πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο, φάγαμε καλά και είπαμε: «Άντε να βρούμε και καμιά κοπελίτσα». Ήμασταν κι εμείς πιτσιρικάδες. Έβραζε το αίμα. Και είχαμε βρει μία μιγάδα θυμάμαι. Μας έκανε εντύπωση. Μια πανέμορφη κοπέλα και λέμε αυτή θα τη φωνάξουμε να έρθει στην παρέα μας. Και έρχεται αυτή... λέει ο φίλος μου. Λέει: «Α! Εγώ την είδα πρώτος. Εγώ τη φώναξα. Εγώ θα την πάρω αυτή». «Παρ' τη. Τι να σου πω;». Την είπαμε αυτή να φέρει και μία φίλη της. Παίρνει αυτή. Ειδοποιεί εκεί, γιατί τότε δεν υπήρχαν ακόμα κινητά και έρχεται και μία φίλη της. Εκείνη ήταν τελείως μαυρούλα. Και είπε στην αρχή ότι είναι φοιτήτρια θυμάμαι και δεν το πίστεψα. Λέω εντάξει... παραμύθι λέει, αλλά τελικά μετά, όταν πήγαμε, έμενε σε φοιτητική εστία η κοπελίτσα. Είχε την ταυτότητά της πάνω στο κομοδίνο. Ήταν φοιτήτρια. Πρώτο έτος φιλοσοφική. Το θυμάμαι. Εκτός αν ήταν ψεύτικη και η ταυτότητα ας πούμε. Δεν πιστεύω. Και είχαμε έτσι... εμπειρίες έτσι, κωμικοτραγικές. Δεν ξέρω αν μπορώ τώρα έτσι, λεπτομέρειες τέτοιες, αλλά είχαμε πολύ γέλιο από κείνη τη βραδιά ας πούμε. Ήταν μία καλή εμπειρία, δηλαδή, εκείνη η βραδιά.

Μ.Ζ.:

Γιατί το πίστευες αυτό ότι μπορεί να μην ήταν φοιτήτρια; Είχατε ακούσει ιστορίες; 

Κ.Λ.:

Ναι. Γιατί λέω: «Τώρα στο λιμάνι, τώρα, πήρε η άλλη τηλέφωνο η μιγαδούλα», που ήταν κούκλα ας πούμε εκείνη. Βέβαια, εκείνη πρέπει να έκανε τέτοια δουλειά η μιγάδα. Η άλλη φαινόταν, ας πούμε, δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, αλλά η μιγάδα, που ήταν πολύ όμορφη, ήταν σίγουρα, ας πούμε, πόρνη πολυτελείας. Και ίσως γι' αυτό και κόλλησε ο φίλος μου. Απ' αυτή είχε κολλήσει βλεννόρροια εκείνο το βράδυ. Καλά που δεν την πήρα εγώ. Λέω: «Με έσωσες». Γιατί, αφού την πήρε αυτός, κόλλησε αυτός ο καημένος. Γιατί την άλλη μέρα έφευγε το καράβι. Φύγαμε και [00:20:00]μετά από τρεις μέρες θυμάμαι που είχε πρόβλημα και του 'δινε ο καπετάνιος αντιβίωση, για να συνέλθει απ' τη βλεννόρροια. Η άλλη η φίλη της που έφερε ήταν μία μαυρούλα, ας πούμε συνηθισμένη. Εντάξει. Πιτσιρίκα. Φαινόταν ότι ήταν μικρή. Και αυτή μου είχε πει ότι: «Δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Είμαι φοιτήτρια. Απλώς το κάνω για να βγάλω τα έξοδα για τη σχολή μου. Θα έρθω με σένα και όσα λεφτά μου δώσεις, θα περάσω... πόσο θα περάσω; Ένα μήνα. Και θα ξαναπάω, άμα ξεμείνω από λεφτά, γιατί και οι γονείς μου δεν μπορούν να με στείλουν. Είμαι από ένα χωριό». Και δεν το πολυπίστευα. Λέω: «Σιγά. Τώρα λέει το παραμύθι». Αλλά τελικά, είχε μία ταυτότητα, είχε τη φωτογραφία της. Έλεγε ότι είναι στο πρώτο έτος φιλοσοφικής. Φαινόταν ότι ήταν 18 χρονών. Αυτό που έλεγε φαινόταν και από την ταυτότητα, ότι έλεγε αλήθεια.

Μ.Ζ.:

Πότε έγινε αυτό θυμάσαι;

Κ.Λ.:

Αυτό είχε γίνει σου λέω τη μέρα της γιορτής μας, 21 Μαΐου του '80. 21 Μαΐου του '80 ήτανε. Ναι γιατί το θυμάμαι καλά, γιατί μετά γύρισα Ελλάδα, γιατί το '81 μετά, παρουσιάστηκα να υπηρετήσω στο Ναυτικό πάλι. Πάλι ασυρματιστής στο Ναυτικό μας είχαν πάρει. 

Μ.Ζ.:

Πόσο καιρό διήρκεσε το πρώτο ταξίδι; 

Κ.Λ.:

6 μήνες και 24 μέρες ήταν. Ξεμπάρκαρα στην Αίγυπτο, θυμάμαι, στην Αλεξάνδρεια. Μετά πήγαμε με ταξί στο Κάιρο, πήραμε το αεροπλάνο και γυρίσαμε Ελλάδα. Και μετά γνώρισα τη γυναίκα μου και είπα: «Τέλος τα καράβια». Και έμεινα πίσω. Έμεινα εδώ μετά, Ελλάδα. Αλλά ήταν μία καλή εμπειρία αυτό το πράγμα. Μου είχε μείνει δηλαδή. Είναι από αυτά που σου μένουν. 

Μ.Ζ.:

Οπότε ένα ταξίδι έκανες;

Κ.Λ.:

Στην ουσία ήταν ένα ταξίδι. 6 μήνες και 24 μέρες. Γι' αυτό με κοροϊδεύαν και οι κόρες μου: «Τι ναυτικός είσαι εσύ; Τζάμπα ναυτικός». Λέω: «Εντάξει. Τι να κάνω... τόσο άντεξα». 

Μ.Ζ.:

Πες μου λίγο για το ταξίδι. Περισσότερα πράγματα για την Αφρική. Εικόνες;

Κ.Λ.:

Κοίταξε. Εκεί στην Αφρική ναι. Εκεί είχε πολλή φτώχεια θυμάμαι. Ας πούμε, θυμάμαι πήγαμε σε ένα λιμάνι, στο Σαν Πέδρο. Και αυτό ήταν ένα κολπάκι. Σ' αυτό το κολπάκι κατέβαινε ένας ποταμός και κατέληγε στο κολπάκι αυτό. Μέσα απ' τον ποταμό φέρνανε αυτοί, ρίχναν ξυλεία, δηλαδή κόβανε τεράστια δέντρα κορμούς -όταν λέμε κορμούς μιλάμε για 15-20 μέτρα μήκος και διάμετρο τεράστια. Δεν το αγκαλιάζαμε ούτε δύο άτομα- και τα 'φερνε το ποτάμι μέσα στον κόλπο. Κατεβαίναμε από το ποτάμι μέσα στον κόλπο και εκεί από τον κόλπο, τα οδηγούσαν μετά, -ήταν σημαδεμένα γραμμένα βέβαια, κάθε κορμός είχε την ταυτότητα του που λέμε-, τα φέρναν κοντά στο καράβι. Υπήρχαν εκεί πλοηγοί που τα οδηγούσαν με βάρκες και από το καρά... από τη θάλασσα μέσα από το ποτάμι, τα περνάμε μετά και τα ανεβάζαμε πάνω στο καράβι και τα φορτώναμε εμείς στο ξυλάδικο. Μαζί, βέβαια, με τους κορμούς έρχονταν και πιθηκάκια. Πάνω εκεί γινόταν ένας πανικός. Μικρά πιθηκάκια. Είχε γεμίσει όλο το καράβι πιθηκάκια. Και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Kαι μας είχαν πει οι παλιοί: «Κλειδώστε καμπίνες, κλειδώστε, κλείστε παράθυρα, φινιστρίνια. Έτσι και μπουν μέσα -λέει- θα σας τα πάρουν όλα. Τα παίρνουν και τα πετάνε μετά γιατί δεν έχουν τι να τα κάνουν. Κλειδιά, ταυτότητες, πράγματα προσωπικά τα παίρνουν και τα εξαφανίζουν. Τα πετάνε». Είχαμε κλειδώσει, θυμάμαι, καμπίνες και φινιστρίνια, γιατί μπαίναν παντού πιθηκάκια. Και όταν φύγαμε, φορτώσαμε, καθίσαμε... πόσες μέρες; Καθίσαμε εκεί και φορτώσαμε. Και όταν ήταν να φύγουμε λέμε: «Πώς στο διάολο θα φύγουν τώρα τα πιθηκάκια από δω πάνω;». Λέει ο καπετάνιος: «Προσέξτε να μη μείνει κανένα τώρα που θα φύγουμε». Λέμε: «Και πώς θα φύγουν αυτά; Τι θα κάνουμε; Θα τα πετάξουμε στο νερό; Όχι. Θα φύγουν μόνα τους. Δεν πετιούνται αυτά. Μόνα τους στο νερό. Θα δείτε». Και όπως βγαίναμε, ο κόλπος ήταν κλειστός. Πέρασε κοντά από το ένα άκρο, που πέφταν κάποια φύλλα από δέντρα, μέσα έτσι προς τη θάλασσα εκεί. Και αυτά ξέρανε και... σα βροχή φύγαν έξω κατευθείαν. Τρέξαν και ανέβηκαν πάνω στα φύλλα, στα δέντρα και φύγαν όλα. Απλώς, μετά, «Κοιτάξτε μην ξέμεινε κανένα και ξεχάστηκε και δεν βγήκε και θα το πνίξουμε μετά παραπέρα. Τι να το κάνουμε να το πάρουμε μαζί μας;». Αλλά είχαν φύγει όλα. Ξέραν αυτά πότε θα φύγουνε. Πηδούσαν αυτό που λέμε σαν πιθηκάκια. Φύγαν όλα τρέχοντας και βγήκανε έξω τότε. Αυτό μου έχει κάνει εντύπωση. Ένας πανικός. Όσες μέρες φορτώναμε ξυλεία, μιλάμε, γινόταν ένας πανικός. Δεν προλαβαίναμε να [00:25:00]βγούμε από την καμπίνα και γινόταν θρήνος. Είχε γεμίσει όλος ο τόπος πιθηκάκια. Μετά είχαμε πάει... δεν θυμάμαι τώρα που ήταν ακριβώς. Εκεί στον Σαν Πέδρο μπορεί να ήταν. Είχαμε βγει κάποια στιγμή έξω με λάντζα και πήγαμε σε μία disco. Έτσι σαν κέντρο ήταν. Μέσα στην καρδιά της ζούγκλας. Μας πήγε κάποιος. Καμιά δεκαριά άτομα από το καράβι και περπατούσαμε μέσα στη ζούγκλα. Και πάμε σ' ένα λόφο και ήταν μέσα στο λόφο, σκαμμένο ένα μαγαζί. Και μπήκαμε μέσα και θυμάμαι είχε jukebox και στο jukebox είχε δίσκους του Καζαντζίδη. Λέω: «Που πήγαμε;». Το είχε ένας Ιταλός αυτό το μαγαζί και μας έχει κάνει τεράστια εντύπωση. Τώρα, κι εμείς ήμασταν άβγαλτoι, νέοι ναυτικοί. Πρωτάρηδες που λέμε. Και είχαμε πάθη πλάκα. Λέω: «Μες στην καρδιά της Αφρικής τώρα, Καζαντζίδης;». Ηταν παντού ο Στελάρας! Κι αυτό μου είχε κάνει καλή εντύπωση, ωραία εντύπωση. Αυτό θυμάμαι από κει.

Μ.Ζ.:

Ο κόλπος με τα πιθηκάκια πού ήτανε; 

Κ.Λ.:

Νομίζω Σαν Πέδρο πρέπει να ήταν κι αυτό. Εκεί στο Σαν Πέδρο ήταν τα πιθηκάκια. 

Μ.Ζ.:

Πόσα λιμάνια είχατε πιάσει κατά τη διάρκεια; 

Κ.Λ.:

Είχαμε πιάσει εκεί. Σαν Πέδρο... δεν τα θυμάμαι. Είχαμε πιάσει και Καζαμπλάνκα. Στο Μαρόκο είχαμε πάει. Μετά, γυρίσαμε. Κουβαλούσαμε την ξυλεία μου φαίνεται. Την είχαμε... δεν θυμάμαι. Την ξυλεία είχαμε φέρει; Είχαμε μπει μέσα στο Σηκουάνα, Χάβρη και μπήκαμε μέσα. Η Χάβρη είναι στην άκρη του Σηκουάνα. Μπήκαμε μέσα στο Σηκουάνα και φτάσαμε μέχρι Ρουέν. Είναι βαθιά μέσα. Και θυμάμαι ότι είχε μάλιστα κοπεί και ο κάβος, που μας τραβούσε το ρυμουλκό για να μας δέσει, και έτρεχαν πανικόβλητοι όλοι να μας ξαναδέσουνε με συρματόσχοινο αυτή τη φορά, τα ρυμουλκά, γιατί ένα τεράστιο καράβι -τώρα ήμασταν ξέρω γω ένα καράβι 140 μέτρα ας πούμε- να μπει ακυβέρνητο μέσα στο Σηκουάνα θα τα έκανε όλα σμπαράλια. Και μας πρόλαβαν και μας δέσανε μ' ένα συρματόσχοινο μετά και μας κράτησαν και δέσαμε. Εκεί κατεβάζαμε το... ναι κατεβάσαμε λίπασμα φωσφάτο, φώσφορο μάλλον. Φωσφάτο το λέγαμε. Ναι. Αυτό θυμάμαι κι αυτό μου είχε κάνει έτσι... είναι απ' αυτά που μου μείνανε τότε.

Μ.Ζ.:

Κάποιες μυρωδιές έτσι που θυμάσαι έντονα; Διάφορες εικόνες, χρώματα σε σχέση με την Ελλάδα ας πούμε;

Κ.Λ.:

Σε σχέση με την Ελλάδα, εκεί κάτω στην Αφρική, αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση, ένα άλλο γεγονός, είναι ότι είχε πιάσει μία βροχή τότε στο Αμπιτζάν που ήμασταν. Είχα βγει έξω με ταξί και όταν γύριζα έριχνε καταρρακτώδη βροχή. Και, όπως γύριζα με το ταξί, ήταν ένας πεσμένος μπρούμυτα στο δρόμο σε μία λακκούβα με νερό. Πνιγμένος πρέπει να ήταν, αφού ήταν το κεφάλι του μέσα στο νερό και φωνάζω τον οδηγό. Του 'δειξα εκεί αυτά και αυτός μου έκανε σαν να μου λέγε: «Δεν τρέχει τίποτα. Άστον». Η ζωή, μιλάμε, δεν πρέπει να είχε ιδιαίτερη αξία εκεί κάτω. Ήταν πολλή φτώχεια, πάρα πολλή φτώχεια. Αφού μας φέρανε θυμάμαι τα κοριτσάκια. Εκεί στο Σαν Πέδρο, θυμάμαι, έρχονταν με πιρόγες... ένας, ας πούμε έφερνε κάτι κοριτσάκια τα οποία ήταν 12, 13, 14 χρόνων και ανέβαιναν σαν τις τσίτες, πετούσαν γάντζους και σκαρφάλωναν πάνω στο καράβι για να τις πάρει ο καθένας που είχε ορέξεις σεξουαλικές. Μικρά κοριτσάκια. Λες: «Τι κατάντια είναι αυτή τώρα;». Και αυτά δεν θέλαν λεφτά περισσότερο. Θέλαν κονσέρβες, θέλαν απορρυπαντικά... τέτοια πράγματα. Εντάξει. Και λεφτά ίσως να θέλανε. Βέβαια, εγώ ντρεπόμουν και μόνο με την ιδέα ας πούμε. Ήμουν και μικρός τότε. Ούτε καν σκέφτηκα, αλλά κάποιοι από κει μέσα είχαν πάρει από τους παλιούς. Πήραν τέτοια παιδάκια. Εντάξει πιο μικρές, πιο μεγάλες. Μπορεί να ήταν 15 αυτές που πήραν χρονών, αλλά έβλεπα κάτι που ήταν τελείως μικρά κοριτσάκια και λέω: «Τι γίνεται; Τι φτώχεια υπάρχει εδώ πέρα;». Και αυτό μου λέγανε, δηλαδή με ένα κουτί απορρυπαντικό, ας πούμε, έπαιρνες ένα κοριτσάκι για μία βραδιά. Τόσο ξεφτίλα ήτανε. Με δύο κουτιά zwan, ας πούμε, σου κάναν τεμενάδες. Εκείνα τα χρόνια. Τώρα δεν ξέρω. Τώρα εντάξει κι αυτοί θα έχουν ανέβει.

Μ.Ζ.:

Τι συναισθήματα είχες για, ίσως, κάποιους συναδέλφους σου που είχαν πάει. Άλλαξαν τα συναισθήματά σου; Με αυτά τα κοριτσάκια. 

Κ.Λ.:

Ναι. Εντάξει αυτό τώρα εμένα μου φάνηκε πολύ άσχημο ας πούμε. Γιατί ήμουν, ίσως και σε τέτοια ηλικία που δεν μπορούσα να το δω κι αλλιώς, δηλαδή ντράπηκα, γιατί λέω: «Είναι δυνατόν τώρα να παίρνεις... τώρα, αυτά δεν έχουν να φάνε και να [00:30:00]παίρνεις 12 και 13 χρονών;». Βέβαια, οι μαύρες 12 και 13 χρονών δείχνουν για 15 και 16 ας πούμε. Έτσι μου λέγαν οι άλλοι. Εγώ δεν ήξερα καν. Τα ‘βλεπα ότι ήταν μικρά και μου λέγαν ότι: «Αυτά που τα βλέπεις έτσι είναι.... έχουν μεγαλώσει ας πούμε». Άλλος μου έλεγε ότι είναι 12 και φαινόταν ότι ήταν κοπελάρα και ναι... δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται, αλλά ήταν σίγουρα μικρά ας πούμε, δεν ήταν για να κάνεις τέτοια δουλειά. Δεν ήταν μεγάλες γυναίκες, για να πεις ότι πάω με μία γυναίκα. Ήταν μικρά παιδάκια. Και ντρεπόμουν. Λέω: «Κρίμα είναι να πηγαίνεις με τέτοια», γιατί είχαν ανάγκη. Φαινόντουσαν ότι πεινούσαν. Αφού βλέπαν κονσέρβες και ζητούσαν τις κονσέρβες. Δεν θέλαν λεφτά. Γι' αυτά τα λεφτά δεν είχανε κάποιο αντίκρισμα. Προφανώς δεν ξέραν ίσως και πως να τα χαλάσουν μάλλον. Λέω εγώ. Τους έφερνε εκεί ένας παππούς με τη βάρκα δίπλα στο καράβι, πετούσαν σχοινιά και ανέβαιναν. Είχα πολύ, έτσι κακή εμπειρία από αυτό, δηλαδή δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το πράγμα. Ίσως, ήταν ένας από τους παράγοντες που τα παράτησα μετά τα καράβια. Δεν ξέρω. Μπορεί και αυτό να μου έκανε ένα κλικ, να μη συνεχίσω. Γιατί, άμα πήγαινα όλο σε τέτοια λιμάνια, όλο τέτοια θα έβλεπα. Και λέω: «Μπορεί να γίνω και εγώ κάποια στιγμή σαν τους άλλους». Κάποιοι, ας πούμε, περνάνε τέτοια κοριτσάκια. Δεν θυμάμαι τώρα ποιοι. Μεγάλοι, βέβαια. Εντάξει. Εγώ ήμουνα τότε εικοσάρης. Αυτοί θα ήταν σαρανταπεντάρηδες, πενηντάρες. Τους έβλεπα μεγάλους. Και λέω: «Άμα είναι να γίνω κι εγώ έτσι κάποτε άστο». 

Μ.Ζ.:

Στα λιμάνια πόσο καιρό μένατε συνήθως; 

Κ.Λ.:

Συνήθως, μέναμε... ανάλογα τώρα και τι φορτώναμε. Εκεί που φορτώναμε αυτό το φωσφάτο δε καθόμασταν... τρεις μέρες; 2-3 μέρες. Φόρτωνε γρήγορα, γιατί τα μηχανήματα το ρίχνανε με σωλήνες. Μέσα γέμιζε, αλλά το... Α! Και το άλλο, το ότι έκαναν και το κόλπο για να μη φαίνεται το φόρτωμα, το στραβοφόρτωναν, να μη φαίνεται καλά η ίσαλος γραμμή, για να βάλουν παραπάνω. Μετά ας πούμε λέω: «Τι στο διάολο. Δεν ξέρουνε να το φορτώσουνε;», αλλά μετά μου είπανε εκεί τα κόλπα, ότι «Το στραβοφορτώνουμε, για να μην μπορούν να ελέγξουν την ίσαλο γραμμή πόσο φόρτωσε». Ενώ, όταν φορτώναμε ξυλεία, στην ξυλεία κάναμε πιο πολλές μέρες. Αργούσε πιο πολύ, γιατί παίρναμε κορμό-κορμό, με τους δικούς μας γερανούς και τα φορτώναμε. Ήταν πιο μεγάλη καθυστέρηση.

Μ.Ζ.:

Πώς αισθανόσουν όταν πιάνατε λιμάνι; Είχατε πολύ καιρό πριν στην θάλασσα; Θέλατε να βγείτε;

Κ.Λ.:

Κοίταξε. Ανάλογα τι ειδικότητα έχεις στο καράβι. Τώρα, ο ασύρματος κλείδωνε. Εγώ, μόλις φτάναμε, κλείδωνα τον ασύρματο, γιατί δεν επιτρέπεται να 'ναι ανοιχτός, στο λιμάνι. Έπαιρνα το τσαντάκι μου και έφευγα, ας πούμε. Τώρα οι άλλοι, βέβαια, φόρτωναν. Ναύτες κι αυτοί ας πούμε ναι. Ήταν μέσα. Φορτώνανε, κάνανε... έπρεπε να είναι εκεί για να φορτώσουν, να επιβλέπουν. Πώς θα φορτωθεί; Που θα φορτωθεί; Έπρεπε να είναι μέσα. Αλλά η ειδικότητα, ας πούμε, ο ασυρματιστής, δεν έχει κανένα λόγο να κάθεται εκεί. Μπορεί να βγει. Κάθε λιμάνι, όπως έφτανε το καράβι, σηκωνόσουν, κλείδωνες τον ασύρματο κι έφευγες, γιατί πρέπει να υπάρχει σιγή ασυρμάτου σε κάθε λιμάνι. Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, να δουλεύει ο ασύρματος. Οπότε, από αυτή την άποψη ήταν ωραία. Ήσουν σαν τουρίστας. Έβγαινες σε κάθε λιμάνι και γύριζες.

Μ.Ζ.:

Στα λιμάνια έκανες παρέα με τους υπόλοιπους; Έκανες παρέα με ντόπιους; 

Κ.Λ.:

Ναι. Λίγο σε κάποια λιμάνια βγαίναμε και με κάποιον από το λιμάνι. Και θυμάμαι και Βενετία που είχαμε πάει... είχαμε πάει έξι, εφτά φορές Βενετία, τότε, θυμάμαι εκεί. Ωραία ήτανε. Εδώ στην Ευρώπη εντάξει... ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Γυρίζαμε τη Βενετία. Μάθαμε όλα τα σοκάκια. Όμορφη ήταν η Βενετία. Βρίσκαμε και φίλους απ' τη σχολή θυμάμαι. Είχα βρει φίλους από τη σχολή. Στη Γένοβα, νομίζω, είχα βρήκα 1-2 φίλους τότε, που ήταν σε άλλα καράβια αυτοί και είπαμε εκεί τα νέα μας. Εμείς ήμασταν σαν τέσσερα... είχαμε ψευδώνυμο ας πούμε. Μπαίναμε μέσα και βρίσκαμε τους δικούς μας τους συμμαθητές. Σαν 4 θυμάμαι τότε. Ωραία. Ωραία ήτανε. Ωραία ήτανε. Αλλά λίγοι, τελικά, απ' όλους αυτούς που είχαμε πάει... λίγοι συνέχισαν σαν ασυρματιστές και κάνα χρόνια πολλά. Οι περισσότεροι βγήκαν και κάναν άλλες δουλειές, είτε άσχετες δουλειές τελείως από το Ναυτικό, όπως και εγώ ήμουνα άσχετος μετά, είτε συναφείς. Άλλοι πήγαν στον παράκτιο σταθμό, στον Σ.Β.Α. που λέμε, για να επικοινωνούν τα καράβια, άλλοι πήγαν στον ΟΤΕ. Εντάξει. Κάποιοι βολεύτηκαν σε παρεμφερής δουλειές, αλλά οι [00:35:00]περισσότεροι τα παρατήσανε μετά. Τα παρατήσαμε οι περισσότεροι.

Μ.Ζ.:

Πότε αποφάσισες μέσα στο ταξίδι ότι δεν θα την κάνεις αυτή τη δουλειά στο τέλος;

Κ.Λ.:

Αποφάσισα περισσότερο από φόβο, γιατί έχει πάθει ρήγμα το καράβι. Όταν ανεβαίναμε κάποια στιγμή προς το τέλος ας πούμε, λίγο πριν ξεμπαρκάρω. Ανεβαίναμε για Γαλλία, να πάμε να ξεφορτώσουμε τέτοιο φωσφάτο. Πάθαμε ρήγμα. Είχαμε πέσει σε θαλασσοταραχή μεγάλη. Έπαθε ρήγμα το καράβι. Δεν μπορούσαν να βγάλουν τα νερά από κάτω, γιατί έχει στεγανά το καράβι. Είχανε χαλάσει αυτές οι αντλίες που τραβάνε, γιατί ήταν ασυντήρητες τότε εκείνα τα χρόνια. Δεν ξέρω τώρα... ήταν ευθύνη κάποιου τότε, αλλά πού να ψάχνεις να βρεις ποιανού ευθύνη ήταν. Και το μπάλωσαν πρόχειρα για να το φτιάξουνε. Είπαν ότι ρίξαν τσιμέντο ταχείας πήξεως, το κλείσανε, αλλά μετά λέγαν ότι: «Θα το φτιάξουμε στη Χάβρη. Πάμε να ξεφορτώσουμε στη Ρεν να το φτιάξουμε». Αλλά μετά, τίποτα. Δεν το φτιάξαμε. Συνεχίσαμε και φύγαμε τότε. Και θυμάμαι ας πούμε... μόλις είδαμε ότι φύγαμε από τη Χάβρη, μετά υπέβαλα παραίτηση. Λέω: «Μόλις φτάσουμε στην Αλεξάνδρεια κατεβαίνουμε, γιατί δεν θέλω να είμαι σε τέτοιο καράβι που δεν καθίσαμε να επισκευαστεί», δηλαδή φοβόμουνα για την ασφάλειά μου. Και γι' αυτό και κατέβηκα, δηλαδή αν δεν είχε πάθει ρήγμα, μπορούσα να πάω και κάνα χρόνο εκεί πέρα. Δεν ξέρω. Μπορεί να πήγαινα και πολύ περισσότερο το μπάρκο. Αλλά μετά κατέβηκα λόγω αυτού του ατυχήματος και γύρισα Ελλάδα και μετά δεν ξαναπήγα. Μετά, πήγα υπηρέτησα. Πέρασαν τα χρόνια. Μετά έκανα οικογένεια. Τα παράτησα μετά.

Μ.Ζ.:

Σου έλειπε η Ελλάδα όταν ήσουν στο καράβι; 

Κ.Λ.:

Βέβαια, ναι. Έλειπε η Ελλάδα. Επικοινωνούσαμε, αλλά τώρα... ιδιαίτερα... εντάξει. Δεν είχα αφήσει κάτι πίσω μου, ας πούμε, για να μου λείπει πάρα πολύ, αλλά έλειπε. Εντάξει. Κάποιες ώρες το σκεφτόσουνα. Λες: «Πού είναι οι φίλοι μου; Πού βρίσκομαι εγώ εδώ τώρα μέσα; Μέσα στον Ατλαντικό, μες στη μέση, στη θάλασσα, στο πουθενά». Εντάξει. Το σκεφτόσουνα αυτό, αλλά εντάξει. Είναι μία δουλειά και αυτή. Ήταν μία δουλειά.

Μ.Ζ.:

Ανυπομονούσες να γυρίσεις Ελλάδα; Όταν κατέβηκες στο Κάιρο είπες;

Κ.Λ.:

Ναι, ναι. Κατεβήκαμε... στην Αλεξάνδρεια κατεβήκαμε και μετά πήγαμε με ταξί στο Κάιρο και πήραμε το αεροπλάνο. Μετά ναι. Σε πιάνει, έτσι, το άγχος της επιστροφής ας πούμε. Να γυρίσω Ελλάδα, να πατήσω τα πάτρια εδάφη! Εντάξει. Ήρθα μετά. Λέγαμε εδώ ιστορίες κι εγώ χάρηκα που είδα τους δικούς μου κι αυτοί χαρήκαν που με είδανε. Μετά από λίγο, βέβαια, δεν άργησα. Πήγα να τελειώσω τη θητεία μου, πάλι στο Ναυτικό, πάλι σε καράβι, στο Πολεμικό Ναυτικό. Οπότε, είχα πάλι μία συνέχεια, πάλι με τα καράβια. Πάλι με βάλαν ασυρματιστή ας πούμε, σε καράβι του πολεμικού ναυτικού. Και εντάξει. Μου πέρασε ο πολύς ο νταλκάς για το... για τη θάλασσα. Μετά, όταν τελείωσα ας πούμε, δεν έψαξα να βρω, γιατί αμέσως μόλις τελείωσα τη θητεία μου, βρήκα δουλειά στεριανή. Οπότε, δεν το σκέφτηκα καν να ξαναφύγω. Είχα αποφασίσει ότι θα κάνω οικογένεια. Όταν έβλεπα στο καράβι που περιμένανε να πάρουνε τηλέφωνο και κλαίγανε ας πούμε... μιλούσε ο καθένας από κει θυμάμαι απ' το καράβι με Ελλάδα, έπρεπε να είναι μπροστά ο μαρκόνης για να χρεώνει τα λεπτά ομιλίας. Και κλαίγανε τα παιδάκια: «Πού είσαι μπαμπά; Πότε θα ρθεις;». Και λέω: «Άμα έχουμε τέτοια πράγματα...». Δεν τα ήθελα να τα περάσω κι εγώ. Και ήταν κι αυτό ένα στοιχείο, ας πούμε, που με αποθάρρυνε να συνεχίσω.

Μ.Ζ.:

Στο Στρατό πώς ήταν τα πράγματα;

Κ.Λ.:

Στο στρατό ήμουνα πάλι... όχι. Καλά ήτανε. Ήμασταν σε καράβι πρώτης γραμμής, σαν ασυρματιστής πάλι. Κι εκεί ωραία ήτανε. Ωραία ήτανε και εκεί. Πηγαίναμε ασκήσεις. Μου άρεσε που πηγαίναμε ασκήσεις. Μου άρεσαν πολύ οι ασκήσεις. Όταν πηγαίναμε και κάναμε 7 ημέρες ξέρω γω... 10 ημέρες ασκήσεις στο Αιγαίο ήτανε όμορφα. Ήταν πολύ ωραία. Τώρα... αυτό δεν ξέρω, γιατί εντάξει. Δεν μπορείς να μιλήσεις και για το στρατό περισσότερα... που πήγαινες και τι έκανες. Ήμουνα και κρυπτογράφος. Οπότε, ήμουνα απόρρητος. Μετά, μου απαγορεύαν καταρχάς -και είναι και ένας λόγος που δεν μπορούσα να συνεχίσω, αν και δεν θα ήθελα να πάω πάλι στο Εμπορικό Ναυτικό- ότι μετά το τέλος της θητείας μου στο [00:40:00]πολεμικό, απαγορευόταν να φύγω για ένα εξάμηνο, να μη φύγω στο εξωτερικό, γιατί ήμουνα κρυπτογράφος. Και έπρεπε να μείνω Ελλάδα μέχρι να περάσει το εξάμηνο, να αλλάξουν οι κώδικες στο Πολεμικό Ναυτικό, για να μπορώ να φύγω ας πούμε, να βγω στο εξωτερικό. Εντάξει. Ούτως ή άλλως, εγώ δεν είχα σκοπό μετά να συνεχίσω. Οπότε, είτε μου απαγόρευαν είτε μου επιτρέπαν πάλι δεν θα πήγαινα.

Μ.Ζ.:

Η δουλειά του ασυρματιστή σου άρεσε, όμως, σαν δουλειά; 

Κ.Λ.:

Κοίταξε. Πιστεύω ήτανε μία δουλειά τεμπέλικη. Ίσως γι' αυτό και τη διάλεξα. Δεν κάνουμε και τίποτα το ιδιαίτερο μέσα στο καράβι. Ούτε οι ευθύνες ήταν μεγάλες όπως είναι του μηχανικού, που πρέπει να φροντίζει το καράβι να έχει πλεύση με τις μηχανές. Ούτε του καπετάνιου που έπρεπε να προσέχει τις φουρτούνες, πώς θα πάει ας πούμε. Όπως εκεί που ναυαγήσαμε, εγώ φοβήθηκα. Άκουσα το κρακ την ώρα που κοιμόμουνα 00:00 το βράδυ. 00:30 άκουσα τη λαμαρίνα που σκιζότανε. Πετάχτηκα πάνω. Το μόνο που μου είχαν μάθει λέει: «Άμα ακούσεις τίποτα, φόρα το σωσίβιο και ανέβα στην κόντρα γέφυρα». Και το ‘βαλα σε χρόνο DT το σωσίβιο και ανέβηκα στην κόντρα γέφυρα. Λέω: «Τι έγινε ρε παιδιά;». Λέει: «Κάτσε να δούμε τι θα γίνει». Πήγαμε, ενώ ανεβαίναμε προς Γαλλία. Μετά, επειδή ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, αναγκαστήκαμε και γυρίσαμε και κατεβαίναμε, για να μην πηγαίνουμε κόντρα στον καιρό. Πηγαίναμε μαζί με τον καιρό, για να μην ζορίσουμε το ρήγμα και ανοίξει περισσότερο, γιατί δεν μπορούσαμε. Εντάξει. Ήταν ο καπετάνιος καλός. Ήξερε πώς θα το πάει, αλλά εγώ σαν πρωτάρης κιόλα είχα φοβηθεί τότε. Το θυμάμαι σαν και τώρα. Ήτανε από τις εμπειρίες ας πούμε τις... που έχει ένας καινούργιος. Που τον σημαδεύουν. Και λέω: «Έπεσα πρώτο ταξίδι σε τέτοιο πράγμα. Ασ' το για άλλους το επάγγελμα».

Μ.Ζ.:

Θυμάσαι να έχεις φοβηθεί στη θάλασσα; Σας είχαν προετοιμάσει στη σχολή;

Κ.Λ.:

Όχι. Στη σχολή δεν σου λένε τέτοια. Εντάξει. Τι να σου πουν; Εντάξει. Είναι και η τύχη του καθενός που θα πέσει. Μπορεί να ταξιδεύεις 50 χρόνια και να μην πάθεις τίποτα. Μπορεί να ταξιδεύεις ένα εξάμηνο, που ήμουνα εγώ και μπορούσε να έχει ναυαγήσει και το καράβι τελείως, να έχει κοπεί στη μέση ξέρω γω. Αυτά είναι τυχερά! Εντάξει. Δεν είναι μόνο τυχερά. Είναι και η εμπειρία του καπετάνιου είναι και οι θάλασσες που θα πέσεις. Είναι διάφορα.

Μ.Ζ.:

Ζαλιζόσασταν στο καράβι; 

Κ.Λ.:

Κοίταξε, όχι. Στο εμπορικό δεν ζαλιζότανε. Οι περισσότεροι ήταν στο πόδι. Δεν είχα δει κάποιον που να ζαλίζεται. Στο πολεμικό ζαλιζόταν. Στο Πολεμικό ήταν αρκετοί που ζαλιζόντουσαν. Εγώ ήμουν από αυτούς που δεν ζαλιζόταν βέβαια αλλά, ήταν αρκετοί που ζαλιζόντουσαν στο πολεμικό.

Μ.Ζ.:

Πέτυχες καιρό κακό; Κύματα μεγάλα; Που να πεις ότι... 

Κ.Λ.:

Στο εμπορικό ναι. Και στο πολεμικό πέτυχα θάλασσες. Βέβαια, στο πολεμικό δεν φοβόσουν. Ένιωθες πιο μεγάλη ασφάλεια, γιατί ήτανε πολεμικό καράβι. Ήτανε πολύ πιο ασφαλές το ταξίδι με το πολεμικό. Σφράγιζε, δηλαδή μπορούσε να γίνει σαν υποβρύχιος, ας πούμε, το καράβι αυτό. Ένιωθες ασφάλεια στο πολεμικό. Στο άλλο δεν ένιωθα την ίδια ασφάλεια στο εμπορικό. Στο πολεμικό ήταν τελείως διαφορετικά. Ήταν πολύ πιο ασφαλές η πλεύση, πιο ασφαλής η πλεύση.

Μ.Ζ.:

Πες μου και λίγα λόγια για μετά. Τελείωσες από το Ναυτικό, τη θητεία. Ύστερα; 

Κ.Λ.:

Μετά έπιασα εδώ δουλειά έξω. Μετά, έκανα οικογένεια. Εντάξει. Έπιασα εδώ στεριανή δουλειά. Δεν θέλω να αναφερθώ τώρα γι' αυτή τη δουλειά. Κάθισα κι εδώ. Έκανα διάφορες δουλειές. Όχι διάφορες δουλειές μάλλον. Πήγα σε εργοστάσιο ας πούμε και δούλεψα. Εντάξει. Και συνέχισα τη ζωή μου. Αυτό. Εντάξει. Αυτό είναι κάτι συνηθισμένο. Δεν είναι άξιο...

Μ.Ζ.:

Όλα είναι, αλλά εντάξει.

Κ.Λ.:

Αναφοράς, ναι.

Μ.Ζ.:

Τη γυναίκα σου τη γνώρισες αμέσως μετά; 

Κ.Λ.:

Όχι. Τη γνώρισα -πώς το λένε;- μόλις ξεμπάρκαρα. Μόλις ξεμπάρκαρα από το πολεμικό τότε. Λίγο πριν ξεμπαρκάρω σε άδειες από το πολεμικό. Γι' αυτό και αποφάσισα να μην ξανά μπαρκάρω μετά.

Μ.Ζ.:

Ερωτεύτηκες; 

Κ.Λ.:

Ναι. Έτσι είναι. Η μία αγάπη επισκίασε την άλλη.

Μ.Ζ.:

Με τη θάλασσα όμως συνεχίζεις ακόμα έχεις επαφή;

Κ.Λ.:

Με τη θάλασσα, τώρα, έχω καθημερινή σχεδόν επαφή, γιατί μένω παραθαλάσσια, καταρχάς. Ψαρεύω. Ψαρεύω και τώρα έχω βγει... είμαι και συνταξιούχους. Οπότε, ψαρεύω ακόμα περισσότερο. Πάμε με βάρκα με ένα φίλο μου, ψαρεύουμε όλη [00:45:00]μέρα, τρώμε τα ψαράκια μας. Μ' αρέσει να την χαζεύω. Είναι μες στο αίμα μου η θάλασσα ας πούμε. Το νερό είναι μέσα στο αίμα μου. Και μου αρέσει ας πούμε... να ασχολούμαι με τη θάλασσα. Είναι ένας τρόπος ζωής. Η αγάπη που έχει ο καθένας για κάτι. Άλλοι θέλουν το βουνό, άλλοι θέλουν τη θάλασσα. Εγώ είμαι από αυτούς που θέλουν τη θάλασσα. Μου αρέσει!

Μ.Ζ.:

Το ψάρεμα πότε το άρχισες;

Κ.Λ.:

Ψάρεμα έχω αρχίσει από πολύ μικρός. Με μύησε ο θείος μου, ο αδερφός της μάνας μου από μικρό. Μας είχε αγοράσει με τον αδερφό μου ψαροντούφεκα από μικρούς. Μπαίναμε στη θάλασσα, ψαρεύαμε μικρά, μικρά ψαράκια στην αρχή, μετά μεγαλύτερα, μετά μεγαλύτερα. Οπότε, μας άρεσε δηλαδή το θέλαμε το ψάρεμα, τη θέλαμε τη θάλασσα. Και έχουμε διάφορες ιστορίες και διάφορα περιστατικά. Μην αρχίζω τώρα να λέω θαλασσινά περιστατικά. Είναι πάμπολλες ιστορίες από τέτοια πράγματα. Άμα αρχίσουν οι ψαράδες και οι κυνηγοί να λένε ιστορίες, είναι... γεμίζουνε χιλιόμετρα από αφηγήσεις.

Μ.Ζ.:

Κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις; Τι σου έχει μείνει από όλο αυτό που μας είπες σήμερα;

Κ.Λ.:

Τίποτα. Ότι αυτό που τραβάει η καρδιά σου, συνέχισε το. Γιατί, τότε ας πούμε, όταν τέλειωνες πρακτικό εκείνα τα χρόνια... συνήθως πρακτικό, -θα μου πεις εντάξει και κλασικό- αλλά οι περισσότεροι γινότανε γιατροί και δικηγόροι απ' τους φίλους μου ας πούμε. Εγώ... με τραβούσε η θάλασσα τότε. Δεν ήθελα να πάω πουθενά αλλού. Δεν είπα ότι ήμουνα και ο πολύ καλός ο μαθητής, αλλά μπορούσα να έχω γίνει κάτι άλλο. Εγώ διάλεξα εκείνο και δεν το 'χω μετανιώσει. Έχω τις εμπειρίες μου, πέρασα καλή ζωή μέχρι εδώ. Όλα καλά, Όλα καλά. Αυτά. 

Μ.Ζ.:

Ευχαριστούμε πολύ Κώστα. Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου.

Κ.Λ.:

να σαι καλά