Πατέρας Θεόδωρος Κοντίδης: μια αφήγηση από τη Καθολική Κοινότητα Γιαννιτσών Πέλλας
Ενότητα 1
Η εικόνα των Γιαννιτσών Πέλλας τη δεκαετία του ’60, στα παιδικά χρόνια του αφηγητή
00:00:00 - 00:02:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λέγομαι λοιπόν Θεόδωρος Κοντίδης, και μεγάλωσα στα Γιαννιτσά της μακεδονίας. Γεννήθηκα εκεί, η οικογένειά μου είναι ντόπιοι από την περιοχ…οέρχονται από τους καθολικούς της νότιας Ελλάδος ή από τους φραγκολεβαντίνους που υπάρχουν σε διάφορα μέρη εδώ της περιοχής της δικιάς μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ιστορία της καθολικής ενορίας των Γιαννιτσών και της καθολικής εκκλησιάς Πέτρου και Παύλου
00:02:40 - 00:11:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η προέλευση αυτής της καθολικής ενορίας των Γιαννιτσών και της Εκκλησίας Πέτρου και Παύλου που υπάρχει ακόμα και σήμερα – αν και τώρα τελειώ… Έλληνες κτλ. και ο παππούς μου έκανε πόσα χρόνια στρατιώτης και στην μικρά Ασία κτλ. 5, 7 χρόνια, δεν ξέρω πόσο, πάρα πολλά χρόνια πάντως.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η κοινωνική ζωή μέσα στην καθολική κοινότητα Γιαννιτσών και η εξέλιξη της – τα σχολικά χρόνια του αφηγητή στα Γιαννιτσά και στην Αθήνα
00:11:41 - 00:19:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά έτσι για μια εικόνα μιας ιδιαίτερης κατάστασης, μιας ιδιαίτερης προέλευσης, όσον αφορά το θρησκευτικό αυτό κομμάτι, την θρησκευτική ρίζ…νια, αλλά εντάξει, έκανα – αυτό που με απασχολούσε ήταν πώς να προσαρμοστώ και να περάσω, δηλαδή δεν, αυτό ήταν, ήταν μια πάλη προσαρμογής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι σπουδές του αφηγητή στην Ιερατική Σχολή στη Ρώμη και η συνέχιση τους στη Φιλοσοφική Σχολή του Λούβεν στο Βέλγιο
00:19:02 - 00:26:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν έφθασα στο, στην τελευταία τάξη, τελείωσα το λύκειο με ρωτούσαν, ας πούμε, και οι υπεύθυνοι εκεί αλλά και ο Επίσκοπος τότε που με είχε …τη Λατινική Αμερική, απ’ την Πολωνία, από άλλα μέρη. Μετά από κει προς το τέλος με πίεζε το ερώτημα «τι θα κάνω και πώς θα προσανατολιστώ».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η επιστροφή στην Ελλάδα και η απόφαση του αφηγητή να γίνει ιερέας – η επαφή με τους Ιησουίτες στην Ελλάδα και η περίοδος δοκιμίου στην Λυών – ο αφηγητής χειροτονείται ιερέας στην Ελλάδα
00:26:07 - 00:34:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γύρισα στην Ελλάδα μετά από τέσσερα χρόνια στο Βέλγιο και είχε διαμορφωθεί η πεποίθηση μέσα μου ότι θέλω να γίνω ιερέας και θέλω να προχωρήσ… Αυτά. Θέλετε να σας ρωτήσω κάτι; Όχι, θέλω να, τουλάχιστον εδώ να τελειώσουμε, γιατί με πιέζουνη η συνέχεια αυτών των... Ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η εικόνα των Γιαννιτσών Πέλλας τη δεκαετία του ’60, στα παιδικά χρόνια του αφηγητή
00:00:00 - 00:02:40
[00:00:00]Λέγομαι λοιπόν Θεόδωρος Κοντίδης, και μεγάλωσα στα Γιαννιτσά της μακεδονίας. Γεννήθηκα εκεί, η οικογένειά μου είναι ντόπιοι από την περιοχή εκείνη, τόσο η οικογένεια του πατέρα μου όσο και η οικογένεια της μητέρας μου. Αυτούς που λέγανε ντόπιους εκεί στα Γιαννιτσά, δηλαδή που ήτανε την εποχή που εγώ ήμουνα παιδί, δηλαδή στη δεκαετία του ‘60, ήτανε ένα μωσαϊκό από διάφορες προελεύσεις Πόντιοι, Βουλγαροπρόσφυγες, Καραμανλήδες… Οι ντόπιοι ήταν οι Σλαβομακεδόνες βασικά, αυτοί που ήτανε εκεί από πριν, πριν δηλαδή τους πρόσφυγες της μικράς Ασίας. Και πολλοί απ΄ αυτούς ακόμα τότε μιλούσανε σλάβικα στα, σλαβομακεδονικά δηλαδή στα σπίτια. Εμείς, η γιαγιά μου μιλούσε, και οι δυο γιαγιάδες μου και στο σπίτι μιλούσανε σλαβομακεδονικά που εμείς τα παιδιά δεν τα καταλαβαίναμε τότε. Αλλά αν χρειαζότανε κάτι, ας πούμε, με τους γονείς μου μπορούσαν να μιλήσουν και ή ελληνικά ή και πιο μεγάλη συζήτηση μιλούσαν τα σλάβικα. Η οικογένεια η δικιά μου είναι μεικτή, δηλαδή το σόι της μητέρας μου καθολικοί, το σόι του πατέρα μου ορθόδοξοι. Το σόι του πατέρα μου δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία, δεν είχανε καμιά, τελείως την τυπική και μακρινή επαφή, χωρίς οικειότητα και τίποτα τέτοιο. Αντίθετα απ΄ το σόι της μητέρας μου ήτανε οικογένεια θρήσκια. Κι ο παππούς μου και η γιαγιά μου και οι προηγούμενοι ήτανε άνθρωποι της εκκλησίας και πολύ γνωστοί με τους ιερείς, μεγάλη οικειότητα, κτλ. Βέβαια πώς βρέθηκαν τώρα, πώς έγιναν καθολικοί αυτοί είναι μια ιδιαίτερη ιστορία, όχι γνωστή, και ιδιαίτερη με την έννοια ότι δεν προέρχονται από τους καθολικούς της νότιας Ελλάδος ή από τους φραγκολεβαντίνους που υπάρχουν σε διάφορα μέρη εδώ της περιοχής της δικιάς μας.
Ενότητα 2
Η ιστορία της καθολικής ενορίας των Γιαννιτσών και της καθολικής εκκλησιάς Πέτρου και Παύλου
00:02:40 - 00:11:41
Η προέλευση αυτής της καθολικής ενορίας των Γιαννιτσών και της Εκκλησίας Πέτρου και Παύλου που υπάρχει ακόμα και σήμερα – αν και τώρα τελειώνει η ιστορία της, γιατί έχουν μείνει πάρα πολύ λίγοι – είναι μία ιστορία που ξεκίνησε μέσα στη διαμάχη Βουλγάρων και Ελλήνων που ήταν και εθνική διαμάχη και σύγκρουση αλλά και θρησκευτική, την εποχή εκείνη. Δηλαδή απ΄ τα μέσα του 19ου αιώνα αποσπάται και η Εκκλησία της Βουλγαρίας από το Πατριαρχείο και διαμορφώνει μια αυτόνομη Εκκλησία μέσα στην όλη ορμή της εθνικής αναγέννησης και ανασυγκρότησης της Βουλγαρίας και δημιουργεί την Εξαρχία, έτσι, που ήταν μία σχισματική αρχικά εκκλησία σε αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο το οποίο ήταν ελληνοκρατούμενο. Μέσα σε αυτήν την αντιπαράθεση και την διαμάχη υπήρξε ένα κίνημα σλαβόφωνων, ουσιαστικά Βουλγάρων, στη Μακεδονία, δηλαδή Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Γουμένισσα, οι οποίοι, δεν ξέρω κάτω από ποια επιρροή, αλλά επειδή ήθελαν να – ίσως προστασία ή την ησυχία τους, πέρασε σε Καθολική Εκκλησία. Ενδεχομένως και με την υποστήριξη των καθολικών της Θεσσαλονίκης που ήταν οι Λαζαριστές τότε και οι Αδελφές του Ελέους που είχανε, που ήταν Γάλλοι κυρίως και είχανε μια παρουσία σημαντική στην Θεσσαλονίκη. Κι έτσι κάποιες ενορίες έγιναν καθολικές και δημιουργήθηκε μια καθολική κοινότητα με βουλγάρικη γλώσσα και τυπικό Ορθόδοξο Ανατολικό αλλά που αναφερόταν και μνημόνευε τον Πάπα. Τελικά αυτό δεν τους βγήκε και πολύ [00:05:00]σε καλό, γιατί νόμιζαν ότι θα είχαν υποστήριξη, αλλά εντάξει δεν μπορούσαν και να έχουν απεριόριστη υποστήριξη ούτε υπήρχαν τα μέσα για κάτι τέτοιο. Κάπως έγιναν θύματα και εκ νέου και απ΄ τις δυο πλευρές και από τους Βουλγάρους τους ορθόδοξους και από τους Έλληνες, αλλά εν πάση περιπτώσει συνέχισαν σε αυτή τη γραμμή και πολλοί ήταν πεπεισμένοι και παρά τους διωγμούς και την καταπίεση και τις διώξεις και τους χλευασμούς, ό,τι κι αν υπέστησαν τότε, μετά από το 1860, αυτή, αυτή η κοινότητα κρατήθηκε. Για κάποιους Βουλγάρους πιστεύω ότι ήταν και κάτι καλό, με την έννοια ότι ήθελαν να υπάρχει μια μικρή κοινότητα 5-10.000 ανθρώπων έτσι, γιατί ήταν ένας εκβιασμός προς τους Έλληνες και το Πατριαρχείο. Δηλαδή τους έλεγαν: «αν μας φέρετε στα άκρα, θα γίνουμε όλοι σαν αυτούς και θα πάμε με την Ρώμη», έτσι; Λοιπόν αυτό ήταν ένας μοχλός πίεσης και εκβιασμού, αλλά δεν θέλαν και παραπάνω από τόσο, από μια μικρή κοινότητα. Εν πάση περιπτώσει, υπήρχε λοιπόν ένας Επίσκοπος στη Θεσσαλονίκη για αυτή τη μικρή κοινότητα, με μια εκκλησία εκεί στη θέση που είναι τώρα το ξενοδοχείο «Capsis» στη Θεσσαλονίκη, και υπήρχαν ενορίες στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς και αλλού. Το σόι της μητέρας μου λοιπόν ήταν από αυτήν εδώ την κοινότητα που διαμορφώθηκε εκεί. Όταν έγιναν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ανέβηκε ο ελληνικός στρατός επάνω φυσικά όλα αυτά τα διέλυσε έτσι; Τις σλαβόφωνες βουλγάρικες εκκλησίες ή τις γκρέμισε ή τις έκανε ορθόδοξες ελληνικές. Όλους, παπάδες τους σλαβόφωνους κτλ. τους έδιωξε, κι οπότε και όλος ο κλήρος και ο Επίσκοπος αυτής της μικρής κοινότητας φύγανε βορειότερα. Οι εκκλησίες στο Κιλκίς, στη Θεσσαλονίκη κτλ. ή καταστράφηκαν ή έγιναν ορθόδοξες. Η Εκκλησία των Γιαννιτσών, επειδή υπήρχε ένα μοναστήρι καλογραιών του… με Γαλλίδες καλόγριες στα Γιαννιτσά, αρχές του αιώνα, οι οποίες ήταν Αδελφές του Ελέους και είχαν μια κοινωνική και θρησκευτική παρουσία σημαντική μπόρεσαν να κρατήσουν την εκκλησία, κλειστή μεν, αλλά η εκκλησία έμεινε κλειστή και δεν καταστράφηκε. Λίγο μετά έγινε το μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν έγινε, ήρθαν τα γαλλικά στρατεύματα και η κυβέρνηση Βενιζέλου κτλ. και δημιουργήθηκε ένα μέτωπο εκεί βόρεια των Γιαννιτσών εναντίον των δυνάμεων των Βουλγάρων, Τούρκων, Γερμανών, υπήρχε κι ένας Γάλλος, υπήρχε γαλλικός στρατός, υπήρχε κι ένας Γάλλος διοικητής εκεί και το σπίτι των, που ήταν ένα πολύ μεγάλο σπίτι τότε εκεί, το μοναστήρι των Καλογραιών έγινε νοσοκομείο για τους τραυματίες πολέμου. Οπότε φαντάζομαι και ότι οι καλόγριες αυτές είχαν και άμεση επαφή με αξιωματικούς κτλ. και έβρισκαν υποστήριξη για δικά τους θέματα και για να μην καταστραφεί αυτή η Καθολική Εκκλησία του Πέτρου και Παύλου εκεί. Οπότε αυτό σίγουρα πιστεύω ότι βοήθησε κατά κάποιο τρόπο. Μετά αργότερα, κατά το 1920, οι όποιοι καθολικοί μείναν εκεί πέτυχαν να ξανανοίξει η Εκκλησία και ξανάνοιξε με εντολή του τότε διοικητή της περιοχής που ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Αλλά βέβαια ελληνόφωνη πλέον, έτσι; Δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη ότι αυτό θα μπορούσε, ας πούμε, να έχει κάποια σλαβόφωνη λειτουργία εκεί. Εν τω μεταξύ ήρθαν και κάποιο άλλοι, κάποιες άλλες οικογένειες καθολικών που ήτανε, έτσι, της ίδιας προέλευσης, δηλαδή πρώην ορθόδοξοι που έγιναν καθολικοί για διάφορους λόγους, αλλά με άλλη προέλευση από την Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ήτανε οικογένειες υπό έναν άλλο Επίσκοπο, τον Ησαΐα Παπαδόπουλο και αργότερα τον Χαλαβαζή, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά. Και αυτοί οι δύο πληθυσμοί καθολικών, ανατολικών, που οι ορθόδοξοι τους λένε «ουνίτες», αναμεί[00:10:00]χθηκαν. Έτσι, αυτοί οι ανατολικοί λοιπόν καθολικοί που ήρθανε από την Ανατολή, ο Χαλαβαζής κυρίως, κατάφερε και θέλησε να ενσωματώσει αυτή τη μικρή κοινότητα των Γιαννιτσών στο δικό του κίνημα, υπό το όνομα Καθολική Εξαρχία Ελλάδος. Είναι οι Ουνίτες της Ελλάδας που είναι μια πολύ μικρή κοινότητα, μερικές εκατοντάδες άτομα βασικά, και αυτή η ενορία των Γιαννιτσών είναι η μόνη που διασώθηκε από αυτή την προσπάθεια που έγινε από κάποιον τόπο, σλαβόφωνο πληθυσμό. Η συνείδηση περισσότερο στους παλιότερους ήτανε βουλγάρικη, όχι σλαβομακεδονική κτλ. τότε δεν, δεν θυμάμαι εγώ τους, τον παππού ή τη γιαγιά, ας πούμε, να είχαν καμιά αναφορά για Σλαβομακεδόνες και τέτοιο. Όταν λέγανε είμαστε Μακεδόνες κτλ. εννοούσαν είμαστε Βούλγαροι. Όταν το λέγανε, συνήθως όμως εντάξει ήταν και μια παράταξη, το που πάει κανένας, οι δικοί μου παλιοί κατόρθωσαν, θέλησαν να μείνουν στην Ελλάδα και μείναν στην Ελλάδα ενώ κάποιοι συγγενείς τους φύγανε για την Βουλγαρία. Και συνεπώς θέλησαν να μείνουν στην Ελλάδα και να ζήσουν σαν Έλληνες κτλ. και ο παππούς μου έκανε πόσα χρόνια στρατιώτης και στην μικρά Ασία κτλ. 5, 7 χρόνια, δεν ξέρω πόσο, πάρα πολλά χρόνια πάντως.
Ενότητα 3
Η κοινωνική ζωή μέσα στην καθολική κοινότητα Γιαννιτσών και η εξέλιξη της – τα σχολικά χρόνια του αφηγητή στα Γιαννιτσά και στην Αθήνα
00:11:41 - 00:19:02
Αυτά έτσι για μια εικόνα μιας ιδιαίτερης κατάστασης, μιας ιδιαίτερης προέλευσης, όσον αφορά το θρησκευτικό αυτό κομμάτι, την θρησκευτική ρίζα. Βέβαια τώρα μια μικρή ενορία στα Γιαννιτσά ήτανε και λίγο την εποχή εκείνη, το ‘60 δηλαδή, οι άνθρωποι ήταν πιο ενωμένοι και σε κοινότητες, οπότε ήταν μια ζωντανή ενορία χαρούμενη, δραστήρια, με πολλή έτσι αδελφοσύνη μεταξύ των οικογενειών, των ανθρώπων, με πολλά νέα παιδιά και νέους ανθρώπους. Όλοι αυτοί χάθηκαν, βασικά χάθηκαν, έγιναν ορθόδοξοι έτσι; Δηλαδή μέσα από τη κοινωνική εξέλιξη ή αφομοίωση ας πούμε των μικρών ομάδων. Δηλαδή απ΄ τους συνομηλίκους, ας πούμε, που ήμασταν τότε, νομίζω ότι όλοι τώρα είναι ορθόδοξοι, ή αν δεν είναι, είναι λίγο-πολύ αδιάφοροι, αλλά τα παιδιά τους είναι ορθόδοξα, παντρεύτηκαν κτλ. Και γι’ αυτό αυτή η κοινότητα είναι στο τέλος της. Το θαυμάσιο είναι ότι ενώ έπρεπε να κλείσει το 1912 κράτησε για άλλα 100 χρόνια κι αυτό ήταν μία, κάτι απρόβλεπτο, στην εξέλιξη των γεγονότων. Καμιά φορά μιλάω με συγγενείς και δικούς μου και λέω «κοίτα τώρα τι φέρνει η ιστορία, δηλαδή και τι αναστάτωση φέρνει. Γιατί κανονικά εμείς, έτσι όπως ήμασταν στα μέσα του 19ου αιώνα θα ΄πρεπε να ΄χαμε εξελιχθεί και να ήμασταν ορθόδοξοι Βούλγαροι. Πώς βρεθήκαμε Έλληνες καθολικοί;». Έτσι αυτά είναι τα περίεργα της ιστορίας καμιά φορά. Αυτά. Πάντως ήταν και μια κοινότητα στο περιθώριο. Στο περιθώριο με την έννοια – όχι στην τρέχουσα κοινωνική ζωή, αλλά, όταν τα πράγματα ερχόντουσαν λίγο στα πιο επίσημα, ήτανε εντάξει η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν σαφώς και έντονα αντίθετη και δεν έπρεπε κανείς ορθόδοξος να πατάει το πόδι του εκεί μέσα. Η διοίκηση και τα λοιπά δεν έκανε, ας πούμε, δεν φαινόταν τίποτα, αλλά ήταν σαφώς επίσης ότι μετρούσε αυτό στα χαρτιά. Δηλαδή αν έλεγε «Καθολικός» επάνω η ταυτότητα μπορεί να είχες κάποιες διακρίσεις. Εγώ πείραζα καμιά φορά και κάποιους άλλους συγγενείς, λέω «δεν έφτανε που ή[00:15:00]σασταν φακελωμένοι σαν Σλαβομακεδόνες, ψηφίσατε τώρα και Αριστερά, και προσθέτατε κι άλλα προβλήματα πάνω στο κεφάλι σας. Και δεν σας έφτανε πάλι κι αυτό, βάλατε και το Καθολικός επάνω δηλαδή και να συμπληρώσετε την ταφόπλακα επάνω στο κεφάλι σας». Εντάξει, πάντως στο σχολείο εγώ ήμουνα σε μια συνοικία που δεν είχε άλλους καθολικούς, και ήταν ένα από μια άποψη ένα σχολείο δηλαδή με πολλή βία, δηλαδή στα διαλείμματα, δεν ξέρω που ήταν οι δασκάλοι μας κτλ., να εποπτεύουν λίγο τα πράγματα, αλλά δεν επόπτευαν τίποτα, πίναν καφέ μέσα και έξω γινόταν ζούγκλα. Το τι ξύλο έπεφτε δηλαδή και βία και ανάμεσα στα παιδιά, ήμασταν αγρίμια δηλαδή. Εγώ έχω φάει ξύλο πάρα πολύ εκεί πέρα και κοροϊδίες, για οτιδήποτε δηλαδή. Η βία ήτανε καθημερινό πράγμα, για οτιδήποτε, για οποιαδήποτε διαφορά δηλαδή, ο ένας φορούσε αυτό, ο άλλος φορούσε το άλλο και τέτοια. Ναι, φυσικά έκρυβα με την μεγαλύτερη φροντίδα μην ξέρουν τίποτα ότι είμαι καθολικός, ότι βαφτίστηκα στη Καθολική Εκκλησία και τα λοιπά, θα με τρώγαν ζωντανό μέσα στο σχολείο. Εντάξει, αλλά από Ε΄ Δημοτικού, τότε δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε, γιατί ήρθα στην Αθήνα, και συνέχισα το δημοτικό στην Αθήνα, μάλλον ο Εφημέριος τότε μίλησε με τον πατέρα μου, ο Εφημέριος ήταν ο Ιωσήφ ο Πρίντεζης, και μίλησε με τον πατέρα μου κανόνισαν εκεί πέρα, ή θα του είπε «εντάξει ο γιος σου θα μπορούσε να σπουδάσει καλύτερα και τα λοιπά σε ένα σχολείο στην Αθήνα, υπάρχουνε εσωτερικοί στο σχολείο, υπάρχει ένα ίδρυμα παιδιών της Καθολικής Εξαρχίας αυτής, κοντά στην Αθήνα που εκεί θα σπουδάσει καλύτερα, θα δει τι θα κάνει στη ζωή του, εντάξει είναι παπάδες, άμα θέλει να γίνει παπάς μπορεί να γίνει παπάς, άμα δεν θέλει και τα λοιπά». Δεν ξέρω πώς τα συζήτησαν, εν πάση περιπτώσει μου είπαν να πάω στην Αθήνα, εγώ είπα «ναι» και έτσι βρέθηκα σε αυτό το ίδρυμα, που έτσι ίδρυμα του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστή που ήταν στο Ηράκλειο, ήμασταν μια ομάδα 20 παιδιών εκεί και ζούσαμε μαζί. Βασικά ήταν μια μικρή ιερατική σχολή και πηγαίναμε σχολείο κάθε μέρα στη Λεόντειο Πατησίων με το λεωφορείο το δικό μας που μας πήγαινε και μας έφερνε. Και εκεί σε αυτό το περιβάλλον έφτασα το ΄67, ΄68, και τελείωσα το ΄74 στην, το λύκειο τότε όπως λέμε, ΣΤ΄ Γυμνασίου όπως λέγαμε τότε. Ντάξει χρόνια… από μια άποψη είχε τα καλά του δηλαδή τις, τα μαθήματα και τα λοιπά, ένα περιβάλλον πιο προστατευμένο και τα λοιπά, αλλά ήτανε και σαν κλουβί, οπότε δεν ήταν ευτυχισμένα βασικά χρόνια, αλλά εντάξει, έκανα – αυτό που με απασχολούσε ήταν πώς να προσαρμοστώ και να περάσω, δηλαδή δεν, αυτό ήταν, ήταν μια πάλη προσαρμογής.
Ενότητα 4
Οι σπουδές του αφηγητή στην Ιερατική Σχολή στη Ρώμη και η συνέχιση τους στη Φιλοσοφική Σχολή του Λούβεν στο Βέλγιο
00:19:02 - 00:26:07
Όταν έφθασα στο, στην τελευταία τάξη, τελείωσα το λύκειο με ρωτούσαν, ας πούμε, και οι υπεύθυνοι εκεί αλλά και ο Επίσκοπος τότε που με είχε δει «τι θα κάνεις, τι σκοπεύεις να κάνεις;» κτλ., ήταν ο Υάκινθος τότε ο Επίσκοπος ο Γαδ, και του είπα «θέλω να συνεχίσω Ιερατική Σχολή στη Ρώμη». Δεν ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένοι μαζί μου, δεν ξέρω γιατί, δεν το πολυπίστευαν, ήταν λίγο επιφυλακτικοί, δηλαδή δεν τους ενέπνεα εμπιστοσύνη δεν ξέρω. Τέλος πάντων δέχτηκε. Έτσι το ΄74, μετά [00:20:00]την ταραχή που είχε όλο το καλοκαίρι του ΄74, εγώ έφυγα για τη Ρώμη. Σεπτέμβρη του ΄74 και πήγα στο εκεί Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου που είναι ένα ιστορικό κολλέγιο που… από όπου φοίτησαν από πολλούς αιώνες πολλοί άνθρωποι από την Ανατολή και εκεί άρχισα σπουδές φιλοσοφίας στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο που ήταν κοντά, 20 λεπτά με τα πόδια. Το οποίο με… πράγματι οι σπουδές που με ενδιάφεραν, που τράβηξαν μεγάλο ενδιαφέρον, που πριν είχα έτσι μια… διάβαζα μόνος μου φιλοσοφικά βιβλία, από 16, 17, 18 χρονών. Και με συνεπήρε αυτό το πράγμα κι αυτές οι σπουδές. Έκανα ένα πρώτο κύκλο σπουδών δυο χρόνια όπως κανονικά προβλεπότανε, μετά τέθηκε το ζήτημα αν θα κάνω Θεολογία, αλλά βαριόμουν την Θεολογία, δεν με ενέπνεε καθόλου, και ζήτησα να κάνω ένα πλήρες πτυχίο Φιλοσοφίας και μου είπαν εντάξει, και συνέχισα τη Φιλοσοφία κι έκανα 4 χρόνια Φιλοσοφία και πήρα ένα πτυχίο από κει. Πράγμα το οποίο και καλό αλλά και επικίνδυνο. Το να κάνεις Φιλοσοφία 18 χρονών είναι πάρα πολύ επικίνδυνο πράγμα, είναι σαν να κάνεις Ψυχολογία. Είναι πράγματα που πρέπει να αφήσει κανείς για αργότερα με κάποια εμπειρία ανθρώπινη, γιατί μαθαίνεις να τα βλέπεις όλα θεωρητικά. Όλα τα προβλήματα γίνονται θεωρητικά. Και σε μια περίοδο που διαμορφώνεται κανείς, πρέπει να μπει μες στη κοινωνία και να συνεργαστεί είναι ένας πολύ επικίνδυνος δρόμος. Εν πάση περιπτώσει μετά από αυτό – ήδη τον τελευταίο καιρό πνιγόμουν εκεί πέρα μέσα στο περιβάλλον αυτό, πολύ στενό, πολύ ανδρικό, πολύ παπαδίστικο, πολύ, έπρεπε δηλαδή οπωσδήποτε να φύγω, δεν ήξερα πως να συνεχίσω, δεν είχα σαφείς ιδέες – τέλος πάντων μου ΄ρθε η ιδέα να πάω να σπουδάσω κάπου αλλού, να δοκιμάσω μόνος μου. Στην αρχή σκέφτηκα στην Ελβετία, έγραψα κάτι επιστολές να ζητήσω πληροφορίες από κει, δεν ταίριαζαν τα χαρτιά, δεν ξέρω πώς, κάποιος μου μίλησε για το Βέλγιο στο Λουβαίν, έγραψα εκεί πέρα – ήταν πιο εύκολη η διαδικασία – και έστειλα χαρτιά, για να γραφτώ στη Φιλοσοφική Σχολή του Λουβαίν που ήταν πολύ καλή σχολή διάσημη. Και παρότι δεν είχα κανένα υλικό μέσον βρέθηκε η δυνατότητα, παρουσιάστηκε η δυνατότητα να πάω να δουλέψω ένα διάστημα στη Γερμανία, αντικαθιστώντας εργάτες οι οποίοι παίρνανε άδεια κι έτσι με κάποιους άλλους φοιτητές από την Ρώμη πήγαμε στην Γερμανία και δουλέψαμε. Εγώ δούλεψα όσο μπορούσα παραπάνω, δηλαδή ένα τρίμηνο, στην Στουτγκάρδη, στη Bosch, που κάναμε – παράγει διάφορα ηλεκτρικά μηχανήματα, στο τμήμα, στο εργοστάσιο που ‘μουν εγώ φτιάχνανε δυναμό για αυτοκίνητα. Και δούλεψα εκεί τρεις μήνες. Αρκετά για να ξεκινήσω ας πούμε την, τους πρώτους μήνες στο Βέλγιο. Μετά με βοήθησαν και κάποιοι άλλοι φίλοι και μετά από τον πρώτο χρόνο είχα μισή υποτροφία, γιατί μετά από τον πρώτο χρόνο γράφτηκα στη Θεολογική Σχολή εκεί κι είχα μισή υποτροφία από τη Θεολογική Σχολή και τα ΄βγαλα οικονομικά. Ας πούμε μετά από τον πρώτο χρόνο δεν είχα οικονομικά προβλήματα. Έμεινα στο Βέλγιο τέσσερα χρόνια. Και αυτό το οποίο ήθελα δηλαδή, να βρεθώ μέσα σε μια κοινωνία κανονική, ένα κανονικό πανεπιστήμιο με διάφορες ομάδες, πολιτιστικές και τα λοιπά, όλα αυτά τα πράγματα τα οποία ήθελα, μια κοινωνική ζωή πιο έντονη. Βέβαια οι πρώτοι μήνες ήτανε πάρα πολύ δύσκολοι, γιατί έφτασα και έπεσα με το αλεξίπτωτο σε μια περ[00:25:00]ιοχή που δεν γνώριζα απολύτως κανέναν. Ήξερα γαλλικά σχετικά για να συνεννοηθώ αλλά όχι και καλά ώστε να μπορέσω, ας πούμε, να ανταποκριθώ στα μαθήματα και να κάνω μια εργασία στα γαλλικά. Κι αυτό ήταν μια ταλαιπωρία αλλά κι η απομόνωση των πρώτων μηνών επίσης δύσκολη. Όσο κι αν υπήρχαν οι συμφοιτητές και τα λοιπά, μέσα σε τελείως ξένο περιβάλλον ήτανε δύσκολα. Σιγά-σιγά όμως εντάξει βρέθηκαν οι παρέες, οι γνωριμίες, οι φιλίες, οι σχέσεις με τόσους άλλους φοιτητές, με παρέες και από άλλες χώρες καμιά φορά, γιατί αυτοί που ήταν ξένοι πιο συχνά βλεπόμασταν. Υπήρχανε φοιτητές και φοιτήτριες από τη Λατινική Αμερική, απ’ την Πολωνία, από άλλα μέρη. Μετά από κει προς το τέλος με πίεζε το ερώτημα «τι θα κάνω και πώς θα προσανατολιστώ».
Ενότητα 5
Η επιστροφή στην Ελλάδα και η απόφαση του αφηγητή να γίνει ιερέας – η επαφή με τους Ιησουίτες στην Ελλάδα και η περίοδος δοκιμίου στην Λυών – ο αφηγητής χειροτονείται ιερέας στην Ελλάδα
00:26:07 - 00:34:03
Γύρισα στην Ελλάδα μετά από τέσσερα χρόνια στο Βέλγιο και είχε διαμορφωθεί η πεποίθηση μέσα μου ότι θέλω να γίνω ιερέας και θέλω να προχωρήσω σε αυτό τον δρόμο και στην αφιερωμένη ζωή στον Θεό, στην Εκκλησία. Είχα την πεποίθηση δηλαδή από 20-21 ετών ότι, όταν διαμορφώθηκε κάπως καλύτερα η προσωπική πίστη σε μένα, ότι το πιο σημαντικό πράγμα και η πιο σημαντική υπηρεσία που μπορεί κάποιος να δώσει είναι ακριβώς το να φέρει τον Θεό μέσα στη ζωή των ανθρώπων. Ότι αυτή είναι – αν όντως υπάρχει Θεός και σωτηρία και Χριστός και σωτηρία – αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα και το να υπηρετήσει κανείς αυτό τον σκοπό είναι το πιο επείγον και το πιο βασικό, παρότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ακριβώς τον τρόπο ζωής και τι θα κάνει και πως θα γίνει αποδεκτός κι όλα αυτά, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν σίγουρο ότι αυτή η υπηρεσία και αυτή η ζωή ήταν το κέντρο, ας πούμε, της ανθρώπινης ζωής και του ανθρώπινου προορισμού. Έτσι είχα αυτή την πεποίθηση αλλά δεν ήξερα που να καταλήξω. Οπότε ήρθα στην Ελλάδα πάλι, ήρθα σε επαφή με ό,τι υπήρχε στην Ελλάδα εδώ από Καθολική κοινότητα και Επισκοπή, μίλησα με διάφορους, ήρθα και σε επαφή με την παλιά κοινότητα στην οποία ανήκα, δηλαδή την Εξαρχία, αυτή την Ελληνική Εξαρχία, Ανατολική Καθολική Εξαρχία και τους είπα ότι «κοιτάξτε εγώ δεν θα μείνω εδώ, γιατί δεν βλέπω μέλλον σε αυτήν την… » εντάξει είχε ένα ρόλο ιστορικό πριν κάποιες δεκαετίες, τώρα δεν έχει πλέον, φαίνεται ότι δεν έχει ρόλο και μέλλον. Κάπως ενοχλήθηκαν, στεναχωρήθηκαν και τα λοιπά αλλά τέλος πάντων δεν με εμπόδισαν και να φύγω. Ήρθα σε επαφή με τους Ιησουίτες εδώ, ήρθα σε επαφή με τους Φραγκισκανούς, μίλησα με κάποιους άλλους ανθρώπους, τελικά αποφάσισα να κτυπήσω την πόρτα των Ιησουιτών γιατί ήταν μια κοινότητα η οποία είχε μια κοινωνική δράση, δεν ήταν κλειστή δηλαδή, είναι μια κοινότητα ανοικτή στις ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων, και είχε και μια πολύ καλή προετοιμασία όσον αφορά την μόρφωση τις σπουδές και τα λοιπά που και αυτό ήταν ελκυστικό και μου είπαν «εντάξει καλώς ήρθες, πρέπει να κάνεις τη διαδικασία τη δικιά μας, τώρα αυτά τα δυο χρόνια δοκιμίου, και μετά να τελειώσεις τις σπουδές που έχεις κάνει κατά μεγάλο μέρος». Εντάξει κι έτσι το δέχτηκα και με αυτήν την λογική ξανάφυγα πάλι στη Γαλλία όπου ήταν το δοκίμιο στη Λυών, δηλαδή δυο χρόνια όχι σπουδών, αλλά κοινής ζωής, εμβάθυνσης. Ο σκοπός είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να γνωρίσεις αυτή την κοινότητα, να σε γνωρίσουν αυτοί και τα λοιπά, να συγκροτηθείς πιο στην προσωπική και πνευματική και θρησκευτική ζωή. Εγώ νόμιζα θα ‘ταν κάτι απλό, αποδείχτηκε κάτι πολύ δύσκολο, αλλά πολύ βασικό. Δύο χρόνια δηλαδή τα οποία ήταν πολύ βασικά για τη συνέχεια. Γιατί για πρώτη φορά περ[00:30:00]ισσότερο από άλλες συνάντησα ανθρώπους πολύ πιο ώριμους, πιο απαιτητικούς, που ξέρανε τι θέλανε, που ζούσαν σε καταστάσεις αντίξοες, γιατί έτσι αυτή ήταν η κατάσταση της Εκκλησίας σε όλη την Ευρώπη, αλλά πολύ πιο συγκροτημένοι, πολύ πιο σίγουροι, πολύ πιο ώριμοι. Και μέσα στο πρόγραμμα που κάναμε, δηλαδή stage σε νοσοκομεία και πάλι πίσω στην κοινότητα, αυτοί οι δέκα που ήμασταν εκεί. Συζήτηση μεταξύ μας και πάλι έξω. Άλλα stage σε άλλα νοσοκομεία, σε άλλα ιδρύματα και τα λοιπά, ήταν κάτι πολύ βασικό, δυσκολεύτηκα πολύ βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις. Βρέθηκα σε νοσοκομεία, όπου έπρεπε να φροντίζω ανάπηρα άτομα, να κάνω παρέα σε, να φυλάω αυτιστικά παιδιά ή ανάπηρα παιδιά, ανάπηρους ανθρώπους, δεν ήξερα πώς να κάνω σε αυτές τις περιπτώσεις αλλά τέλος πάντων μου λέγανε και οι υπεύθυνοι εκεί πέρα «έτσι κάνε» κτλ. Βρέθηκα να πλένω αρρώστους, πολύ βασικά, καθόλου ας πούμε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, πάρα πολύ άμεσα, ας πούμε, ανθρώπινα. Άρρωστοι στο κρεβάτι με πληγές τεράστιες καμιά φορά, που έπρεπε με τη βοήθεια μιας νοσοκόμας ή καμιά φορά μόνος μου να τους πλύνω, να τους δώσω να φάνε, να τους κάνω παρέα, να τους ρωτάω αν έχουν κάτι ανάγκη και τα λοιπά. Αυτή η άμεση δηλαδή επαφή με τους ανθρώπους αυτούς, με τις οικογένειές τους και τα λοιπά, τελείως σε διαφορετική κατάσταση και ανάγκες, αλλά για μένα ήταν σωτήριο δηλαδή που είχα περάσει τόσα χρόνια σε σπουδές αφηρημένες και τέτοια. Εκεί ήτανε μια κατάβαση μέσα στην πραγματική ανάγκη των ανθρώπων και τα λοιπά για μένα ήταν μια πολύ βασική εμπειρία και βγήκα πολύ πιο συγκροτημένος μέσα από αυτήν την, παρά τις δυσκολίες, γιατί πολλές φορές ήταν το να έχεις ανθρώπους με καρκίνο που πεθαίνουνε και την οικογένεια και τα λοιπά κι όλα, εκεί μέσα ήταν καμιά φορά πολύ πιεστικά. Αλλά και υπήρχαν και πολύ ζωντανές και βαθιές έτσι εμπειρίες κοινωνίας και αποδοχής, συμπαράστασης και φιλίας. Γύρισα μετά το – στην Ελλάδα, χειροτονήθηκα ιερέας το ΄88, 1988, και από κει και πέρα μέχρι σήμερα έμεινα εδώ με διάφορες μικρές διακοπές στην Αθήνα, σε διάφορες υπηρεσίες και στην ενορία και με νεολαία και με εκδόσεις και με περιοδικά και τα λοιπά, ό,τι μου ζητήθηκε, ό,τι ήθελα να κάνω επίσης και κάπως στην ίδια γραμμή είμαι και σήμερα. Δουλεύω, ας πούμε με διάφορες ασχολίες μέσα σε αυτή την κοινότητα, έχουν περάσει ήδη 30 χρόνια από τότε. Αυτά.
Ωραία.
Αυτά.
Θέλετε να σας ρωτήσω κάτι;
Όχι, θέλω να, τουλάχιστον εδώ να τελειώσουμε, γιατί με πιέζουνη η συνέχεια αυτών των...
Ωραία.
Φωτογραφίες

Θεόδωρος Κοντίδης
Ο αφηγητής, πατέρας Θεόδωρος Κοντίδης
Περίληψη
Ο πατέρας Θεόδωρος Κοντίδης, καταγόμενος από τα Γιαννιτσά Πέλλας, περιγράφει την εθνοτική και θρησκευτική σύσταση του τόπου καταγωγής του, εξιστορεί την πορεία της καθολικής ενορίας Γιαννιτσών και μιλά για την προσωπική του πορεία ως σήμερα. Στην Ε’ δημοτικού μεταφέρεται στην Αθήνα και φοιτά στην Ιερατική Σχολή, στη Λεόντειο Πατησίων. Μετά το σχολείο αποφασίζει να σπουδάσει στην Ιερατική Σχολή στη Ρώμη, στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου και στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο. Έπειτα συνεχίζει τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και στη Θεολογία στο Λουβέν του Βελγίου. Παίρνοντας την απόφαση να γίνει ιερέας επέστρεψε στην Ελλάδα και ήρθε σε επαφή με το Τάγμα των Ιησουιτών, το οποίο υπηρετεί ως ιερέας από το 1988 που χειροτονήθηκε. Στην συνέντευξή του περιγράφει ακόμη τα δύο χρόνια εκπαίδευσής του ως Ιησουίτης στην Λυών, στη Γαλλία και το πώς επηρεάστηκε από την κοινωνική δράση του τότε.
Αφηγητές/τριες
Θεόδωρος Κοντίδης
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Προδρόμου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/01/2020
Διάρκεια
34'
Περίληψη
Ο πατέρας Θεόδωρος Κοντίδης, καταγόμενος από τα Γιαννιτσά Πέλλας, περιγράφει την εθνοτική και θρησκευτική σύσταση του τόπου καταγωγής του, εξιστορεί την πορεία της καθολικής ενορίας Γιαννιτσών και μιλά για την προσωπική του πορεία ως σήμερα. Στην Ε’ δημοτικού μεταφέρεται στην Αθήνα και φοιτά στην Ιερατική Σχολή, στη Λεόντειο Πατησίων. Μετά το σχολείο αποφασίζει να σπουδάσει στην Ιερατική Σχολή στη Ρώμη, στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου και στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο. Έπειτα συνεχίζει τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και στη Θεολογία στο Λουβέν του Βελγίου. Παίρνοντας την απόφαση να γίνει ιερέας επέστρεψε στην Ελλάδα και ήρθε σε επαφή με το Τάγμα των Ιησουιτών, το οποίο υπηρετεί ως ιερέας από το 1988 που χειροτονήθηκε. Στην συνέντευξή του περιγράφει ακόμη τα δύο χρόνια εκπαίδευσής του ως Ιησουίτης στην Λυών, στη Γαλλία και το πώς επηρεάστηκε από την κοινωνική δράση του τότε.
Αφηγητές/τριες
Θεόδωρος Κοντίδης
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Προδρόμου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/01/2020
Διάρκεια
34'