© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η γυναίκα που έπλεξε το ζωνάρι στα δύσκολα

Κωδικός Ιστορίας
11553
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Στέλλα Βλαχοπούλου (Σ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/11/2020
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020 και βρισκόμαστε εν μέσω καραντίνας λόγω κορωνοϊού. Οπότε, η συγκεκριμένη συνέντευξη θα γίνει αναγκαστικά εξ αποστάσεως. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με μία ακόμα συνεντευξιαζόμενη για αυτό το project, την κυρία Στέλλα Βλαχοπούλου, η οποία θα μας μιλήσει για μία πολύ ιδιαίτερη ενδυματολογική τεχνοτροπία και για αρκετά άλλα πράγματα με βάση αυτή την τεχνοτροπία. Και οι δύο βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, ο καθένας στο σπίτι του. Καλησπέρα σας.

Σ.Β.:

Καλησπέρα.

Κ.Κ.:

Ευχαριστούμε πολύ που αποδεχτήκατε την πρόσκληση και είστε σήμερα εδώ μαζί μας για να μοιραστείτε αυτά τα όμορφα πράγματα.

Σ.Β.:

Και εγώ σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε.

Κ.Κ.:

Να είστε καλά. Ξεκινώντας, λοιπόν, προτού έρθουμε στο κυρίως θέμα, θέλετε να μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;

Σ.Β.:

Γεννήθηκα πριν από πενήντα χρόνια στην Καστοριά. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή… στη λίμνη, στα ψαράδικα, κοντά στη λίμνη. Ο πατέρας μου ήτανε υδραυλικός γνωστός στην περιοχή και η μητέρα μου κι εκείνη βοηθός του. Υδραυλικός κι εκείνη μαζί με διάφορες άλλες τέχνες που κατά καιρούς. Ήταν δημιουργικές, καλλιτεχνικές, με τα βελονάκια της, με τα κεντήματά της.

Κ.Κ.:

Νομίζω ότι ήδη έχουμε το πρώτο μας, ας πούμε —όπως συμβαίνει σ’ όλες τις συνεντεύξεις—, θέμα που δεν είχα προβλέψει, ας πούμε, και που είναι ενδιαφέρον. Η μητέρα σας είπατε ότι βοηθούσε ως υδραυλικός τον πατέρα σας. Νομίζω λίγο ιδιαίτερο αυτό, έτσι; Πέρα απ’ τα στερεότυπα για μια γυναίκα.

Σ.Β.:

Ναι. Η μαμά μου τα είχε σπάσει ήδη από τη δεκαετία του ’60 αυτά τα πράγματα. Δεν… Η μαμά μου ήταν βοηθός του μπαμπά μου, ναι.

Κ.Κ.:

Και πώς ήταν αυτό, το να δουλεύουν μαζί; Πώς αντιμετωπιζόταν; Πώς ήταν;

Σ.Β.:

Ναι. Ήτανε… Η μαμά μου ήτανε δυναμική πολύ. Δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι είναι γυναίκα και κάνει τον υδραυλικό, ούτε εμένα αλλά ούτε και μου είχε φανεί περίεργο ή κάποιον άλλον. Δεν αισθανόμουν ότι το 'βλεπε κάποιος περίεργο αυτό. Ναι, δεν ξέρω. Ίσως επειδή είμαστε και το σόι έτσι. Παράδειγμα, οι νύφες μου, τα ξαδέρφια μου που είναι χτίστες, είτε οικοδόμοι, είναι μαζί τους. Ή οι πιο παλιοί, οι θείοι μου, ό,τι δουλειά κι αν έκαναν οι γυναίκες τους ήταν κοντά. Δεν ξέρω. Ίσως ήταν δικό μας θέμα. Δεν ξέρω. Δεν μου φάνηκε ποτέ περίεργο στην οικογένειά μας ότι η μαμά μου είναι υδραυλικός και ότι η θεία μου, ξέρω 'γω, πάει με το θείο στην οικοδομή.

Κ.Κ.:

ΟΚ. Και για να έρθουμε λίγο σε εσάς, μεγαλώνοντας πώς ήτανε για εσάς η καθημερινότητα εκεί κοντά στην Καστοριά;

Σ.Β.:

Στην Καστοριά ήτανε δύσκολα χρόνια, όπως η σειρά που βλέπαμε σήμερα στην ΕΡΤ. Πολύ! Απλά πολλά πράγματα δεν θυμάμαι. Τη δεκαετία του '70 ήμουν μικρό κοριτσάκι. Το μόνο που θυμάμαι είναι τα καλοκαίρια που φεύγαμε, Σάββατο, Κυριακή, να πάμε στο χωριό του μπαμπά πιο ψηλά και μέναμε σε κατασκήνωση που στήναμε μόνοι μας ή που πηγαίναμε κι εμείς στη δουλειά με το μπαμπά και τη μαμά να βοηθάμε, να φέρουμε τα κλειδιά, να κουβαλήσουμε κάτι που ίσως χρειαζότανε αλλά… με την έννοια να μας κρατούν απασχολημένα. Ή όταν πηγαίναμε σε χωριά που είχαν δουλειά η μαμά κι ο μπαμπάς γνωρίζαμε άλλα παιδάκια και παίζαμε στις πλατείες. Καλά ήταν. Ήσυχα χρόνια. Πολλή, πολλή δουλειά. Πολύ δούλευαν οι γονείς μου. Πολύ, πάρα πολύ δούλευαν. Με την αδερφή μου ήμασταν… Μόνες μας παίζαμε στο σπίτι. Δούλευαν πολύ. Δούλευαν πάρα πολύ οι γονείς μου.

Κ.Κ.:

Ποιο ήταν το χωριό που πηγαίνατε;

Σ.Β.:

Το χωριό μας είναι το Γλυκονέρι στην Καστοριά. Εγκαταλειμμένο αμέσως μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον Εμφύλιο. Η μαμά μου ήταν από την Κοτύλη, ένα άλλο χωριό δίπλα στο Νεστόριο, στο Δήμο Νεστορίου σήμερα. Είναι στην Καστοριά. Είναι χώρια… Συνορεύουν τα χωριά τους. Απλά γνωρίστηκαν όταν ο μπαμπάς μου επέστρεψε από τη λεγόμενη Τσεχοσλοβακία τότε, Δημοκρατία της Τσεχίας σήμερα, κι η μαμά μου είχε έρθει καλοκαίρι από τη Γερμανία. Έτσι γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν και έμειναν στην Ελλάδα. Δεν έφυγε ούτε ο μπαμπάς πίσω στην Τσεχία ούτε η μαμά στη Γερμανία.

Κ.Κ.:

Άρα, παιδί μεταναστών εσείς.

Σ.Β.:

Μεταναστών… Ναι. Μπορούμε να το πούμε κι έτσι. Παιδί μεταναστών. Ναι.

Κ.Κ.:

Πολύ ενδιαφέρον αυτό που μας είπατε για το χωριό αναμφίβολα. Τώρα, για να έρθουμε σιγά-σιγά στο κυρίως θέ[00:05:00]μα, θα θέλατε λίγο να μας πείτε πώς εσείς πρωτοήρθατε σ’ επαφή με τα ζωνάρια; Είπατε πριν ότι η μητέρα σας ασχολούνταν με το βελονάκι;

Σ.Β.:

Η πρώτη μου επαφή με τα καλλιτεχνικά ήτανε πάρα πολύ μικρή. Η μαμά μου είχε μία ραπτομηχανή απ’ τη γιαγιά μου τη Στεριανή απ’ την Τσεχοσλοβακία. Έραβε. Μέσα απ’ όλα… Έκανε διάφορα. Και κάποια στιγμή, έξι, εφτά χρονών, οχτώ, μας μάθαινε κι εμάς για να μας απασχολεί, να μας μάθει να ξεχνιόμαστε. Κι είχα αρχίσει να ράβω ρούχα για τις κούκλες μου, δηλαδή να τα στολίζω, να τα κεντάω, να ράβω με το χέρι και με τη ραπτομηχανή από μικρή. Μεγαλώνοντας δεν… Ίσως ήταν οι εποχές… Του ’70, του '80 ήταν οι εποχές που να σταματήσουμε στην Ελλάδα να κάνουμε χειρωνακτικές δουλειές, να σταματήσουμε να είμαστε… να μπούμε στο Δημόσιο, να κάνουμε κάτι άλλο, να γίνουμε όλοι επιστήμονες. Επικρατούσε αυτή η άποψη και δεν συνέχισα, ας πούμε, αυτό το χόμπι, αυτό που μ’ άρεζε, που ίσως να με είχε οδηγήσει κάπου αλλού. Τέλειωσα το Λύκειο. Παντρεύτηκα και αυτό που είχα μάθει σαν ραπτομηχανή το εξάσκησα σαν γουνοποιός. Γιατί, έγινα φοδραρίστρια ύστερα και δούλευα στη μηχανή. Έραβα γούνες, αλλά και έραβα τις φόδρες για να φοδράρω τα από μέσα τα μέρη των παλτών, ας πούμε, απ’ τα παλτά. Όταν επιστρέψαμε απ’ την Ιταλία το 2001, 2002, μετά από λίγα χρόνια η μαμά μου αρρώστησε. Δεν ήξερα. Τα χαντράκια μάς ερχότανε… Επειδή τα αδέρφια του μπαμπά μου ήτανε —είναι, παραμένουν ακόμα— στην Τσεχία —κάποιοι ζουν—, τα καλοκαίρια μάς φέρανε είτε βραχιολάκια, είτε περίεργα. Αυτά τα βραχιολάκια, αυτά τα χαντράκια που ερχότανε δεν ήξερα προέλευση. Τίποτα. Απλά, όταν σπάγαν κάποια κολιέ, μας τα 'δινε η μαμά και τα φτιάχναμε στις κούκλες μας. Αυτή έφτιαχνε κάποια πράγματα κατά καιρούς, αλλά δεν δίναμε σημασία τι είναι, τι έχουν να κάνουν αυτά τα πράγματα. Το 2005 που αρρώστησε η μαμά μου, το 2007-'08 κάποια μέρα εν μέσω κάποιας περιόδου καλής —δεν έκανε χημειοθεραπείες—, στο τηλέφωνο κιόλας ήταν αυτό: «Ξες τι; Μίλησα με τη Λένω» —μια ξαδέρφη της που 'μασταν πάρα πολύ αγαπημένες σαν ξαδέρφια. Κι εγώ με τις ξαδέρφες μου είμαστε μακρινό σόι, αλλά είμαστε πιο πολύ ξαδέρφες απ’ τις ξαδέρφες ακόμα σήμερα. Μου λέει: «Ξες τι; Πήγα στη Λένω και ξεκινήσαμε πάλι τα ζ’νάρια» —ζωνάρια—, «τα ζ’νάρια», και «Να 'ρθεις πριν πεθάνω να σε μάθω». Είναι τρία χρόνια μετά από χημειοθεραπείες. Και της λέω: «Μανά, δεν έρχομαι. Θα ζήσεις και θα μου τα μάθεις στα βαθιά γεράματα. Τώρα δεν θέλω να μου το μάθεις. Δεν έρχομαι». Και της πήγαινα… Της το τρέναρα έναν χρόνο και, γιατί αυτή έλεγε: «Όχι, εγώ θα πεθάνω. Εσύ να 'ρθεις», κι εγώ της έλεγα «Όχι. Δεν θα πεθάνεις. Να κρατάς ζωντανή. Δεν έρχομαι», ας πούμε. Τέλος πάντων, είδε κι απόειδε κι αυτή, απόειδα κι εγώ. Και κάθισα να με μάθει. Κάθισα να με μάθει να φτιάχνω πρώτα τα μπεγλέρια που λέγανε, τα κρεμαστά που τα είχανε για φυλαχτά, είτε στα άλογα, είτε… Πιο πολύ στα άλογα. Στα σαμάρια τα κρεμούσανε. Και σιγά-σιγά μ’ έβαλε και στο κομμάτι από τα ζωνάρια. Γιατί, είναι διαφορετικές οι πλέξεις. Τα μπεγλέρια, ας πούμε, τα κρεμαστά αυτά είναι σήμερα και της μόδας. Τα φτιάχνουν πάρα πολύ —υπάρχουν πολλά βίντεο και στο YouTube— πιο πολύ Ρωσίδες. Αυτά έχουν να κάνουν… Δεν ξέρω. Έρευνα κάνω κι εγώ. Ψάχνω ακόμα από πού προέρχεται, γιατί τόσο πολύ στη Ρωσία έχουνε ανάπτυξη, δεν έχουν στην Αμερική, ας πούμε, ή δεν έχουνε στην Τουρκία που υπάρχουν τέτοια χαντράκια. Ίσως επειδή χρησιμοποιούσαν τα χαντράκια της Τσεχίας, της Βοημίας. Ζάμπλονετς λέγεται το χωριό, λίγο πιο έξω από την Πράγα. Δεν ξέρω γιατί. Τα ζωνάρια ήτανε ζώνες, ζώνες που πλέκονται σε ίσια πλέξη, όπως είναι οι κουρτίνες με τσιγκελάκι. Το σκεπτικό, ας πούμε, είναι αυτό. Όπως πλέκονται οι κουρτίνες με το τσιγκελάκι, μόνο που έχουνε και χάντρες. Το θέμα είναι να βάλεις σωστά το κάθε χρώμα για να βγει το σχέδιο, γιατί άμα βάλεις ό,τι να 'ναι θα βγουν και τα χαντράκια χρωματιστά. Δεν… Θέλει να βγουν πουλάκια, θέλει να βγουν δεντράκια, γεωμετρικά σχέδια, γεωμετρικά σχήματα. Εμένα μου πήρε τέσσερα χρόνια να μάθω με τη μαμά τα ζωνάρια. Και εξασκώντας αυτή την τέχνη… Πιο πολύ και τις δυο μάς βοηθούσε η κατάστασή της να την περνάμε και να βρίσκουμε καινούργια χρώματα, να ψάχνουμε στα μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη —γιατί, δεν γνώριζα πού μπορούμε να βρούμε χαντράκια. Μετά είδα από κ[00:10:00]αιρό ότι τα χαντράκια τα παλιά μας πρέπει να είχαν σχέση με τα χαντράκια από την Τουρκία. Το μέγεθός τους, δηλαδή, που έτυχε να βρεθώ στην Κωνσταντινούπολη σε ένα ταξίδι, είναι αυτό το μέγεθος που έχουν τα παλιά τα ζωνάρια που… Ήρθε στα χέρια μου ένα ζωνάρι μιας άλλης θείας και το είδα. Εμείς αυτά που βρήκαμε εδώ ήταν τα κινεζικά που τα έφερναν σε διάφορα καταστήματα στη Θεσσαλονίκη και αυτά χρησιμοποιήσαμε με τη μαμά μου. Είναι διαφορετικές ποιότητες τις οποίες κι εγώ με τα χρόνια τις έμαθα. Δεν τις γνώριζα. Αλλά, ούτε κι η μαμά μου τις γνώριζε. Όταν της έφερα από το Λονδίνο τις γιαπωνέζικες, δεν τις χρησιμοποιούσε για να μην τις χαλάσει. «Ρε παιδί μου, αυτές είναι πολύ καλές!». Και δεν τις χρησιμοποιούσε για να μην τις χαλάσει, να μην τις καταστρέψει.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Πολύ ενδιαφέροντα αυτά που λέτε. Τώρα, παραμένοντας λίγο στο θέμα, μου 'χουν δημιουργηθεί κάποιες απορίες γενικά. Καταρχήν, γιατί πιστεύετε ότι επέλεξε εσάς η μητέρα σας για να μοιραστεί την τέχνη της;

Σ.Β.:

Έχω άλλη μια αδερφή η όποια ζει στην Κρήτη και… Εγώ νομίζω θέλησε να το αφήσει στο σπίτι μας, ας πούμε, σαν παράδοση. Πώς αφήναν κάποτε, ξέρω 'γω, τον κλήρο, την κληρονομιά; Κάτι τέτοιο. Γιατί, και άλλες ξέρουν. Παράδειγμα, κι η θεία μου που τα 'φτιαχναν μαζί, η Λένω, δεν… Τα κορίτσια δεν ασχολήθηκαν, γιατί είχαν ήδη τις δουλειές τους και… Δεμένες κι εκείνες με τη μάνα τους, αλλά δεν… Επειδή ήταν απασχολημένες με τις δικές τους δουλειές δεν είχανε… Εγώ με τη μαμά είχα πιο πολύ χρόνο, γιατί είχαμε τις περιόδους φυσιοθεραπείας και τον περνούσαμε οι δυο μας. Οπότε, αυτό το πράγμα έπρεπε να το περάσουμε κάπως. Κι αυτή φοβούμενη ότι «Θα πεθάνω. Να μην την αφήσω αυτή την τέχνη, να την αφήσω την τέχνη», ας πούμε, «σε κάποιον», θεώρησε ότι εφόσον είμαστε μαζί, ας τον περνάμε εποικοδομητικά το χρόνο αυτόν.

Κ.Κ.:

Θεωρείτε ότι η ίδια είχε αγωνία, λοιπόν, να μην χαθούν οριστικά οι γνώσεις της;

Σ.Β.:

Ναι. Ναι, ναι. Ένα χρόνο με παρακαλούσε κι εγώ της το τρέναρα. Ναι, ναι. Από φόβο κι από αντίδραση: «Όχι, δεν θα πεθάνεις». Εκείνη: «Όχι, θα πεθάνω, αλλά να το μάθεις». Ναι. Ναι.

Κ.Κ.:

Κι η ίδια αντίστοιχα… Συγγνώμη. Κάτι είπατε;

Σ.Β.:

Κι έφτιαχνε όλο το χρόνο εκείνον. Μ’ έστελνε, της αγόραζα. «Αυτό το χρώμα θα πας να μου το φέρεις. Αυτό το χρώμα», κι έφτιαχνε. Έφτιαχνε ζωνάρια ένα χρόνο μόνη της.

Κ.Κ.:

Κι η ίδια πώς είχε μάθει για αυτή την τέχνη; Είπατε πριν για την Τσεχοσλοβακία.

Σ.Β.:

Όχι. Η ίδια είχε μάθει μικρό κοριτσάκι στο χωριό, στην Κοτύλη που μεγάλωνε. Αλλά, δεν ήτανε κάτι που το είχε σαν τέχνη, ας πούμε. Εκείνη χρησιμοποιούσε το βελονάκι να φτιάχνει κουρτίνες, να φτιάχνει τραπεζομάντηλα, κουβέρτες. Έχω την προίκα μου, δηλαδή. Απ’ όλα με το τσιγκελάκι, λευκή κηροκλωστή που έφτιαχνε διάφορα πράγματα. Τα χαντράκια τα ήξερε από μικρή και σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής της, επειδή πλέον, ας πούμε, τις προίκες μας, και τη δική μου και της αδερφής μου, τις είχε φτιάξει… Εμείς αυτές τις προίκες δεν τις χρησιμοποιούσαμε, οπότε για τα παιδιά μας μείνανε. Είχε… Δεν είχε σκοπό να ξαναμπεί στη διαδικασία να φτιάχνει άλλες προίκες για τα εγγόνια της, εφόσον εμείς δεν τα χρησιμοποιούσαμε. Αυτό μας το είχε ξεκαθαρίσει. Και βρέθηκε με την ξαδέρφη της να έχουνε κάποια παρόμοια προβλήματα υγείας και η μια με την άλλη κοιτούσαν πώς να φτιάξουν κάτι άλλο το οποίο ναι μεν να μείνει, να μην είναι προίκα πάλι φορτωμένη, φορτώσαμε τα παιδιά μ’ αυτά, αλλά να είναι κάτι όμορφο που είναι πάλι δικό μας, να μην το χάσουμε, να μην το ξεχάσουμε.

Κ.Κ.:

Τι αναμνήσεις έχετε απ’ την εκμάθηση κοντά στη μητέρα σας;

Σ.Β.:

Τώρα… Όλα. Πώς θα περάσουμε τα χαντράκια, «Όχι έτσι. Όχι έτσι. Δεν βλέπεις; Να. Η Λένω έτσι μ’ έλεγε. Να. Εγώ δεν σε λέω έτσι, όμως. Εγώ σε λέω αλλιώς. Ναι; Ααα, έτσι να το κάνεις». Δεν είχανε, ας το πούμε, τη διδακτική. Σήμερα εγώ όταν μαθαίνω σε κάποιον να φτιάχνει αυτά, ίσως επειδή έχω το δικό μου το background σαν καθηγήτρια γλώσσας, ας πούμε, έχω άλλη διδακτική προσέγγιση! Με τη μαμά μου ήταν πιο πολύ το πρακτικό. «Αφού αλλιώς σε είπα. Γιατί το κάνεις έτσι;». Όταν της το 'λεγα ότι ήταν τελικά φτιαγμένο με τον άλλον τρόπο, της ερχόταν αντράλα, έλεγε αυτή, ζαλάδα! Αλλά, ήτανε στιγμές δικές μας, γιατί, κανείς δεν καταλάβαινε τι μου 'λεγε. Μόνο 'γω. Και κανείς άλλος δεν καταλάβαινε πώς της απαντούσα κι εγώ, γιατί ήταν εντελώς δικό μας το κομμάτι, είτε η αγορά τα χαντράκια, είτε πώς θα τα πε[00:15:00]ράσουμε, πώς θα τα πλέξουμε και πόσα ζωνάρια θα φτιάξουμε, είτε τι κουμπώματα θα πάρουμε να βάλουμε, πώς θα το φοδράρουμε, «Όχι, μ’ αυτό. Άντε, ξήλωσέ το αυτό. Φτιάξε τ’ άλλο». Ήτανε στοίχημα η διαδικασία. Δική μας. Μόνο δική μας, εδώ.

Κ.Κ.:

Και εσάς τι σας κέρδισε στη συγκεκριμένη τεχνοτροπία;

Σ.Β.:

Ίσως ο φόβος να τη χάσω. Και κρατώντας τα χαντράκια έχω… Δεν ξέρω.

Κ.Κ.:

Ήταν, λοιπόν, ένας προσωπικός λόγος. Όχι απλά ένας καλλιτεχνικός, ας πούμε.

Σ.Β.:

Όχι. Εμένα δεν με πήγε στο μυαλό ότι έπρεπε να κρατήσω μία τέχνη ούτε επιβεβαιώνω ότι δεν υπάρχουν άλλοι που την κάνουνε. Όχι.

Κ.Κ.:

Και για να μπούμε, λοιπόν, λίγο πιο συγκεκριμένα στην ίδια την τέχνη, θέλετε λίγο να μας πείτε με βάση την έρευνά σας ποια είναι η προέλευσή της; Πότε ξεκίνησε; Πού ευδοκίμησε —σε ποιες περιοχές εννοώ;

Σ.Β.:

Αυτά τα ζωνάρια που έτσι γενικώς… Ακόμα κι εγώ στην έρευνα είμαι. Ψάχνω να βρω γιατί και πώς. Γιατί μόνο σε 'μας; Γιατί μόνο εκεί; Για παράδειγμα, στην Καστοριά δεν υπάρχουν σ’ όλα τα χωριά. Υπάρχουν στο χωριό της μάνας μου, στην Κοτύλη, όπου, ας πούμε, έχουν το προσωνύμιο… Είναι Κατσαούνηδες. Αλλά, υπάρχουν και σε χωριά που είναι Ηπειρώτες, που είναι σύνορα με την Κοτύλη. Η Καστοριά συνορεύει με τα Γιάννενα. Ας πούμε, σαν φυλές, πώς χωρίζονταν τότε. Όπως λέμε Πόντιος, όπως λέμε Ντόπιος, το χωριό της μάνας μου ήταν Κατσαούνηδες —Ντόπιοι με την έννοια ότι ήτανε… Σε εκείνη την περιοχή δεν μιλούσαν ντόπια γλώσσα, τα ελληνικά, όπως τα πελοποννήσια. Μοιάζουνε η γλώσσα που μιλούσε η μαμά μου στο χωριό, ας πούμε, με τα πελοποννησιακά. Υπάρχουν σε χωριά στα Γιάννενα. Υπάρχουνε σε κάποια χωριά στην Καστοριά. Υπάρχουν στη Θράκη, ας πούμε. Δεν υπάρχουν παντού. Έχω βρει εντελώς τυχαία χαντράκια φτιαγμένα στην Κάρπαθο. Δεν ξέρω τη σύνδεσή τους. Αυτό που έχω δει είναι ότι τα χαντράκια είναι εκείνο το μέγεθος το μικρό, Τουρκίας. Τώρα, δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω εγώ ότι είναι Τουρκίας. Θα ήθελα… Ας πούμε, εγώ έχω δει μόνο φωτογραφίες και κάνω υποθέσεις. Άμα το δω και το πιάσω θα είμαι πιο σίγουρη. Μπορεί να είναι τα χαντράκια της Βενετίας, γιατί κι εκεί έχουν γυάλινα χαντράκια. Πιστεύω ότι με κάποιον τρόπο ερχότανε κάποιος έμπορος, όπως ερχότανε τότε οι έμποροι με τα γαϊδούρια, με τα μουλάρια, με τα άλογα και σταματούσαν κάπου, σε κάποιο χωριό για να γίνει προώθηση. Αλλά, κι απ’ την άλλη ήτανε κι οι νύφες, που έφτιαχνε η καθεμιά το δικό της και πήγαινε από ένα χωριό σε άλλο και πήγαινε τη δικιά της τη νοοτροπία, τη δικιά της την τέχνη. Δεν ξέρω πώς έφτασαν στο δικό μας το χωριό. Όχι, δεν το ξέρω αυτό. Υποθέσεις κάνω κι εγώ ακόμα. Υποθέσεις κάνω.

Κ.Κ.:

Ούτε χρονικά πότε ξεκίνησε.

Σ.Β.:

Χρονικά το ζωνάρι το πιο παλιό που έχω εγώ στα χέρια μου, που είναι της θείας μου, είναι τουλάχιστον εκατόν εξήντα χρόνων. Η θεία μου είναι σήμερα ενενήντα. Της το 'δωσε η πεθερά της, που ήταν εξήντα. Το είχε απ’ τη μάνα της. Οπότε, βάζω περίπου αυτά τα χρόνια. Θέλω να πιστεύω ότι αυτά πρέπει να 'χουνε σχέση με το 1700, 1800, εκεί. Πιο παλιά, επειδή αυτός ο εκμοντερνισμός του '70 μάς έφερε σε άλλους δρόμους, έχω ακούσει ιστορίες που είχαν πολλές γυναίκες… Πολλές γιαγιάδες είχαν πολλά πράγματα φτιαγμένα και ερχότανε οι παλιατζήδες από Αθήνα ή από Θεσσαλονίκη και τους τα χάριζαν! Τους τα 'διναν για να τα ξεφορτωθούν απ’ το σπίτι, γιατί ήτανε παλιακά. Οπότε, δεν μπορώ να ξέρω πόσο παλιά μπορεί να είναι. Εκτός μόνο άμα μπορέσω να βρω κάπου κάποια στοιχεία τέτοια, να βρω, δηλαδή, σε κάποιον παλιατζή κάποια πράγματα. Συνήθως κάποια πορτοφολάκια, κάποια τέτοια έχουν κάτι ημερομηνίες 1880, 1910. Έχω εγώ ένα πορτοφολάκι που έχει 1906 ημερομηνία από πίσω γραμμένη με τα χαντράκια. Φτιαγμένο, πλεγμένο 1906. Ναι, του 20ου αιώνα, του 19ου, του 20ου αιώνα. Κι ίσως και παλιότερα.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Και ερχόμενοι τώρα στα ζωνάρια συγκεκριμένα, έχετε καθόλου εικόνα σε τι περιστάσεις φοριόντουσαν, με τι ενδυμασίες;

Σ.Β.:

Φοριόντουσαν τα ζωνάρια στο νυφικό το φουστάνι καθεμίας. Κάθε μία είχε το δικ[00:20:00]ό της το ζωνάρι, γιατί αυτά στόλιζαν το καλό το φουστάνι που θα 'φευγε η νύφη από το σπίτι της, η κοπέλα, η οποία το 'φτιαχνε στο ύφασμα —στον αργαλειό της— και ύστερα έπρεπε κάπως να το στολίσει. Σε κάθε περιοχή είχανε τα φλουριά, είχανε τα κεντίδια. Σε 'μας ήτανε το ζωνάρι μαζί με τα κουμπώματα. Τα λέγαν καπάκια, τα οποία τα 'φτιαχναν στα Γιάννενα. Συνήθως ήταν μπρούτζινα ή ασημένια. Όσο πιο πλούσιος ο πατέρας τόσο πιο μεγάλα και ασημένια. Όσο πιο φτωχός ήταν μπρούτζινα και πιο μικρά. Αλλά, στο ζωνάρι φαινότανε πόσο καλλιτεχνίτισσα, πόσο τεχνίτισσα, πόσο νοικοκυρά καλή ήτανε αυτή που το φορούσε. Τα φορέματα ήταν πάντα χρωματιστά. Ήταν μπορντώ, ήταν πράσινα, μπλε. Δεν ήταν το λευκό που επικράτησε μετά τη δεκαετία του ’50, ’60, ας πούμε, στην Ελλάδα, λίγο πιο γρήγορα στην Ευρώπη. Ήταν λίγο πιο νωρίς. Αλλά, πριν είχε καθεμιά το δικό της το φουστάνι. Άντε να είχε δυο φουστάνια στη ζωή της ολόκληρη. Το ίδιο το φουστάνι που παντρευότανε το 'βαφε μαύρο όταν έμενε χήρα και με το ίδιο ζούσε. Δηλαδή, ήτανε η κατάσταση «Να ομορφύνω», να ομορφύνει το φουστάνι που φορούσαν για τις καλές μέρες, αλλά και για του γάμου τους πιο πολύ.

Κ.Κ.:

Πριν που είπατε ότι ήθελε μία καλή καλλιτεχνική, ας πούμε, προσέγγιση η συγκεκριμένη τεχνοτροπία, είναι μία ωραία πάσα για αυτό που ήθελα να σας ρωτήσω τώρα: τι ακριβώς απαιτεί η συγκεκριμένη τέχνη για να την κάνεις; Τι ικανότητες, είτε είναι πνευματικές, είτε είναι πρακτικές;

Σ.Β.:

Πνευματικές εγώ νομίζω δεν χρειάζεται, γιατί σε βοηθάει να μη χρειάζεται να πας σε ψυχίατρο. Σε βοηθάει πολύ, πάρα πολύ να ασχοληθείς μ’ αυτό το πράγμα. Ικανότητες καλλιτεχνικές εξαρτάται απ’ το σχέδιο που θες να βγάλεις εσύ. Άμα θέλεις, δηλαδή, να μην αντιγράψεις κάποιο σχέδιο που έχεις και θες να βγάλεις εσύ το δικό σου… Εγώ σήμερα βγάζω δικά μου σχέδια πλέον. Δεν έχω… Έχω κάνει αντιγραφές τα παλιά που έκανα με τη μαμά, αλλά φτιάχνω και δικά μου πιο μοντέρνα και θα τα προσαρμόζω σε άλλα πράγματα. Δεν φτιάχνω μόνο ένα ζωνάρι, γιατί είναι και πολύ χρονοβόρο και κοστίζει πολύ. Δεν είναι εύκολο να φορεθεί. Θέλει να είναι, ξέρω 'γω, κάποιο μοντέλο στην έκθεση ή κάποιο φόρεμα νυφικό, να είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο για να το φορέσει κάποιος. Οπότε, προσαρμόζω σε μικρότερες διαστάσεις, είτε σε βραχιόλια, είτε σε κολιέ, είτε σε σκουλαρίκια, σε πιο μικρές διαστάσεις κοσμήματα. Θέλει να είσαι… το χέρι σου να ξέρεις να πιάνεις το τσιγκελάκι. Αυτό. Άμα… Γιατί, έχουν γυναίκες που τους αρέσει το κέντημα και ξέρουν να κεντάν πολλές βελονιές κέντημα και μπορεί να μην ξέρουν να πιάνουν το τσιγκελάκι. Ή είναι κάποιες που έχουν την ευχέρεια με το τσιγκελάκι και μπορούν πιο εύκολα να το πιάσουν. Δεν είναι δύσκολο να το μάθεις. Το θέμα με… Παράδειγμα, τα μπεγλέρια, τα κρεμαστά, είναι πιο εύκολο. Τα ζωνάρια είναι πιο δύσκολο γιατί φαίνεται το λάθος αμέσως, όποτε πρέπει να 'χεις πολλή υπομονή για να καταφέρεις να βγάλεις όλο το σχέδιο τελικά.

Κ.Κ.:

Είναι λίγο πιο τεχνικό, τώρα, το θέμα —δεν ξέρω αν μπορείτε να μας βοηθήσετε σε αυτό—, αλλά πιστεύω θα 'χε νόημα να καταγράψουμε χοντρικά τις… κινήσεις να το πω; Το πώς ακριβώς φτιάχνεται ένα τέτοιο… ένα μπεγλέρι, ένα ζωνάρι, ένα κόσμημα. Αναφερθήκατε πριν στα τσιγκελάκια, ας πούμε. Τι είναι τα τσιγκελάκια; Θέλετε να μας πείτε περισσότερα για αυτά;

Σ.Β.:

Εμείς στην περιοχή μας το λέμε τσιγκελάκι. Το λένε συνήθως βελονάκι, αλλά εγώ επειδή έχω τις βελόνες για κέντημα… Βελονάκι είναι ένα εξάρτημα γύρω στα δώδεκα εκατοστά, όσο ένας στυλός Bic. Ένα πολύ λεπτό. Και έχει νούμερα. Μπορεί να είναι πάρα πολύ λεπτό, μυτερό στην άκρη και έχει σαν γαντζάκι όπως το… που πιάνει τα ψάρια, το…

Κ.Κ.:

Το αγκίστρι.

Σ.Β.:

Το αγκίστρι, ναι. Το αγκίστρι. Μοιάζει, αλλά σε πολύ πολύ πολύ πολύ μικρογραφία. Δεν… Γιατί, θέλει να περνάει και να πιάνει την κλωστή. Αυτά είναι τα τσιγκελάκια. Άμα είναι εύκολο… Είναι δύσκολο. Εγώ έκανα τέσσερα χρόνια να τα μάθω, γιατί πάντα δυσκολευόμουνα στο να βάλω το ένα χαντράκι δίπλα στ’ άλλο και το ένα χαντράκι πάνω στ’ άλλο. Γιατί, εντάξει, θα βάλεις, αλλά πρέπει να μετρήσεις από πριν. Θέλει να περάσεις πρώτα τη βελόνα στην κλωστή. Δεν περνάει. Πολύ λεπτή βελόνα. Η κλωστή δεν περνάει, θέλει να κάνεις τυράννια ώρες. Θέλει να περάσεις μετρημένες τις χάντρες σωστά για να φανεί σε κάθε σειρά, να πλέξεις αυτές τις χάντρες, να κόψεις κλωστή, να περάσεις βελόνα, να περάσεις καινούργιες χά[00:25:00]ντρες και να πας από πάνω. Δηλαδή, είναι μια διαδικασία συνέχεια, η ίδια μεν αλλά πάντα διαφορετική. Δεν μπορείς να βάζεις συνέχεια τις ίδιες χάντρες. Ίδιες χάντρες, οπότε ίδια τα χρώματα. Για να φτιάξεις πουλάκια, γεωμετρικά σχέδια, να φτιάξεις λουλούδια, οπότε, θέλει να έχεις μια συνέχεια στο σχέδιο και να το ζωγραφίσεις από πριν και να το βγάλεις.

Κ.Κ.:

Σε αυτό που σας ρώτησα πριν για τις ικανότητες νομίζω ότι χρειάζεται οπωσδήποτε υπομονή, που δεν το είπατε πριν, χε χε.

Σ.Β.:

Πολύ μεγάλη υπομονή. Δεν θα πω τώρα αυτό που λέει ο λαός μας, αλλά ναι, θέλει απ’ αυτή την υπομονή.

Κ.Κ.:

Αλλά, όταν εν τέλει ολοκληρώνεται ένα έργο, ας πούμε, εσείς τι αισθάνεστε;

Σ.Β.:

Θέλει πολύ χρόνο. Θέλει πολύ χρόνο και περιμένεις. Αυτή η αναμονή είναι κι εποικοδομητική. Ξεχνιέσαι ώρες εκεί. Είναι ωραίο. Εμένα μ’ αρέσει. Εμένα μ’ αρέσει όπως όταν διαβάζεις ένα καλό βιβλίο και περιμένεις να τελειώσει το επόμενο και λες «Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα», κι ας πέρασε η ώρα, ξημέρωσε. Έτσι ακριβώς και με τα ζωνάρια. Είναι κάτι που έχω σκεφτεί και θέλω να το φτιάξω. Αλλά, όταν το τελειώνεις, εντάξει, είναι… Όταν το τελειώνεις, μπορεί να 'ναι δική σου η ευχαρίστηση. Αλλά, όταν φαίνεται ότι κάποιος το καταλαβαίνει τι έχεις κάνει εκείνο είναι ακόμα πιο ευχάριστο.

Κ.Κ.:

Και για να έρθουμε λίγο σ’ ένα πιο θεωρητικό ζήτημα, ας το πως έτσι, έχετε σκεφτεί ποτέ ότι κουβαλάτε το βάρος μίας παράδοσης η οποία —δεν ξέρω— κινδυνεύει να χαθεί; Γιατί, πόσες γυναίκες, ας πούμε, γνωρίζουν σήμερα αυτή την τεχνική; Πόσες έχουν απομείνει; Ξέρετε;

Σ.Β.:

Απ’ όσο έχω ψάξει δυστυχώς νομίζω ότι είμαι η τελευταία. Ελπίζω να υπάρχει κάποια ακόμα. Ίσως στη Θράκη αν υπάρχει κάποιος. Αλλά, στον περίγυρό μου όλες όσες ήξεραν δεν ζουν πια. Ούτε η μητέρα μου ούτε η θεία μου. Έχω ψάξει γενικώς στα χωριά μας και δεν… Η αντίδραση είναι: «Αα, ξέρεις να κάνεις αυτό; Δεν το ξέρει κάποιος να το κάνει». Θα ήθελα να μείνει γραμμένο σε κάποιο βιβλίο. Να μείνει, να διδαχτεί, να το γνωρίσει κι άλλος κόσμος και να μην χαθεί. Θα ήθελα.

Κ.Κ.:

Κι εμείς προσπαθούμε μέσα από τα δικά μας μέσα να κάνουμε αυτό το πράγμα τώρα.

Σ.Β.:

Ευχαριστώ.

Κ.Κ.:

Να είστε καλά. Πώς αισθάνεστε, λοιπόν, κάποιες φορές όταν κουβαλάτε αυτό το βάρος, ότι «είμαι η τελευταία», ας πούμε; Το 'χετε σκεφτεί έτσι;

Σ.Β.:

Δεν το 'χω σκεφτεί έτσι. Φοβάμαι να τ’ αντιμετωπίσω, γιατί όταν μου το 'πε η μαμά μου ήταν δύσκολη περίοδος και έλεγε: «Έλα, γιατί θα ''φύγω’’, θα πεθάνω», και… Δεν θέλω να το σκεφτώ έτσι. Κάνω προσπάθειες να το κρατήσω είτε σε βίντεο, είτε στις σημειώσεις μου που βγάζω τα σχέδια. Να μείνει κάτι γραπτό, κάτι εικονικό. Δεν ξέρω. Κάνω προσπάθειες. Θέλω να το αφήσω, δηλαδή, πίσω μου. Δεν θέλω να χαθεί μαζί μου, όχι.

Κ.Κ.:

Αναφερθήκατε στην αρχή της συνέντευξης στην Ιταλία, νομίζω; Είπατε: «Όταν γυρίσαμε απ’ την Ιταλία». Ήσασταν εκεί;

Σ.Β.:

Ναι. Ζούσα χρόνια στην Ιταλία. Ζούσα εφτά χρόνια στην Ιταλία. Δουλεύαμε γούνα με τον άντρα μου. Έχω δουλέψει για μεγάλες εταιρείες, για τα εκθεσιακά τους τα κομμάτια, τις γούνες πάλι.

Κ.Κ.:

Και μπήκατε κατευθείαν σ’ αυτό που λέμε ιταλική μόδα, λοιπόν.

Σ.Β.:

Ναι. Εκεί ήρθα πρώτη φορά σ’ επαφή. Έχω πάει —επειδή είχαμε κάνει τα κομμάτια του ’98, αν θυμάμαι καλά, ή του ’97. Δεν θυμάμαι. Αλλά ήτανε Μάρτης— και είχαμε πρόσκληση της Dolce & Gabbana, γιατί είχαμε κάνει τα δείγματά της και μόνο τα δικά μας μπήκαν στην έκθεση, στην πασαρέλα. Κι ήμασταν, καθόμασταν πίσω απ’ τους φωτογράφους με τον άντρα μου. Τα είδαμε τα κομμάτια μας. Εκεί είδα ότι ήμουνα [Δ.Α].

Κ.Κ.:

Τι σας προσέφερε αυτή η χώρα;

Σ.Β.:

Αα, πολλά. Για μένα η Ιταλία είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Είναι… Πώς λένε κάποιοι έχουν πνευματικό πατέρα, πνευματική μητέρα; Για μένα είναι η πνευματική μου πατρίδα. Η υιοθετημένη πατρίδα μου, ας πούμε. Ναι, υιοθετημένη πατρίδα.

Κ.Κ.:

Νομίζω θα 'χε παράδειγμα να αντιπαραβάλουμε τώρα το πώς φέρεται η Ιταλία στη δική της παράδοση και από τι θα μπορούσαμε εμείς εδώ στην Ελλάδα να πάρουμε παράδειγμα. Κι αυτό είναι πολύ ωραίο να το δούμε, αν όχι μόνο για την παράδοση σαν παράδοση, και για τον τομέα του ρούχου.

Σ.Β.:

Παντού στην Ιταλία εκμεταλλεύονται όλα τα κονδύλια τα ευρωπαϊκά για να κρατήσουν την παράδοσή τους ζωντανή. Έχω συμμετάσχει σε κάποιες εκθέσεις που είναι χειροτεχνίας. Do it Yourself, λέει, στα αγ[00:30:00]γλικά, αλλά εκεί τις λένε «χειροτεχνίας». Χειροτεχνίας πραγματικά, οι οποίες προστατεύουν τις δικές τους τις τεχνικές. Είναι οι αναπτυξιακές της κάθε Περιφέρειας, που αυτά τα κονδύλια της Ευρώπης τα εκμεταλλεύονται μέχρι το τελευταίο σεντ του ευρώ για να βοηθήσουν τις τεχνίτισσες οι οποίες είναι όπως και εγώ, αυτοδίδακτες. Δηλαδή, δεν είναι δίπλωμα. Εγώ μπορεί να είμαι δασκάλα ξένων γλωσσών, καθηγήτρια ξένων γλωσσών, αλλά είμαι αυτοδίδακτη σ’ αυτή την τέχνη. Μου την έμαθε η μάνα μου την τέχνη αυτή. Δεν μου την έμαθε κάποια καθηγήτρια, κάποιο πανεπιστήμιο. Και αυτή τη στιγμή δημιουργούνται Τεχνικές Σχολές σαν τα δικά μας τα ΙΕΚ, αλλά ενδιάμεσο ΤΕΙ με ΙΕΚ κάτι —δεν είναι ακριβώς ούτε ΙΕΚ ούτε ΤΕΙ—, όπου διδάσκουν αυτές οι γυναίκες νέα παιδιά που θέλουν να κρατήσουν αυτές τις τέχνες τους. Εγώ και τις δυο φορές που πήγα στις εκθέσεις στη Βιτσέντσα στην Ιταλία και τις δυο φορές έγινα δεκτή με ανοιχτές αγκάλες. Αν έμενα εκεί θα μπορούσα να δουλεύω μ’ αυτές τις τεχνικές και να ζω μ’ αυτές τις τεχνικές. Ήρθε ο κορωνοϊός και μας αναστάτωσε. Δεν… Δηλαδή, θα 'πρεπε —τώρα μια και έχουμε την ευκαιρία του 1821, διακόσια χρόνια— μια τέχνη σαν τη δική μου αλλά κι άλλες τεχνικές —εγώ δεν λέω μόνο για το δικό μου, αλλά όλες οι τεχνικές— να δίνουν υποστήριξη, γιατί έρχονται αυτά τα κονδύλια και χάνονται κι εμείς χανόμαστε. Θα χαθούμε κι εμείς όπως χάθηκε ο καρεκλάς, χάθηκε ο σιδηράς, χάθηκε ο πεταλωτής, ο σαμαράς. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν πρέπει να χαθούνε. Έστω και για την ιστορία πρέπει να μείνουνε. Και δεν είναι κόστος για το κράτος αυτό. Ίσα-ίσα.

Κ.Κ.:

Γιατί πιστεύετε ότι δεν το κάνουμε, όμως, σαν κοινωνία αυτό το πράγμα;

Σ.Β.:

Δεν θέλω ν’ αναφερθώ εντελώς προσωπικά και με πικραίνει πολύ η ιστορία, είναι ότι όπου τα προσπάθησα να δείξω τι κάνω κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Η ανταπόκριση ήτανε: «Ε, μωρέ τώρα, τι κάνεις κι εσύ;». Έχουν τόση πολλή βαρύτητα, ας πούμε, στην παραδοσιακή φορεσιά, την οποία την λεν στολή και για μένα είναι απαράδεκτο. Δεν είναι στολή, παραδοσιακή φορεσιά. Ναι, να δοθεί. Αλλά, αυτή η φορεσιά έχει και στολίδια. Που 'ν’ τα τα στολίδια της; Δεν είναι μόνο να ράψουμε. Δεν ενδιαφέρονται πραγματικά ίσως και δεν ξέρουν τι είναι αυτό που είναι το παραδοσιακό στην Ελλάδα. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι που να… Δεν ξέρω. Θα δείξει. Ο καιρός θα δείξει. Εύχομαι να αλλάξει.

Κ.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο τώρα και για τις γούνες; Ήταν πάντα σημαντικές για την Καστοριά —έτσι;— σαν κλάδος.

Σ.Β.:

Ναι. Εγώ δεν ήξερα για τη γούνα τίποτα. Μετά όταν παντρεύτηκα. Ο άντρας μου ασχολιόταν με τις γούνες. Έραβε γούνες. Και έτσι φύγαμε και στη Γερμανία και στην Ιταλία. Μαζί του έμαθα να ράβω, να φτιάχνω το ζωάκι, το δέρμα του ζώου παλτό και να το φοδράρω να γίνει, να μπορεί να φορεθεί. Δεν ήταν για μένα γνωστό, ας πούμε. Ήξερα ότι η Καστοριά έχει γούνες. Τα γουναράδικα… Περνούσα στο σχολείο να πάω ή… Οπουδήποτε υπήρχαν γουναράδικα. Αλλά, δεν είχα καμιά επαφή με τη γούνα. Την γνώρισα με τον άντρα μου στη Γερμανία και έπειτα στην Ιταλία όπου δουλέψαμε μαζί. Δεν ήτανε… Καλλιτεχνικά στην Ιταλία την έζησα τη γούνα όταν ερχότανε κομμάτια περίεργα. Από 'κει που ξαφνικά ραβάμε το ζωάκι σε μικρές λωριδίτσες για να φτιάξουμε μεγάλες λωρίδες και να συνδεθούν μαζί, ας πούμε, και να φτιάχνουν παλτό, εμείς φτιάχναμε —πώς να το πω τώρα; Θέλει να ξες— κοφτό βιζόν. Δηλαδή, όπως το τσιγκελάκι που φτιάχνεις πράγμα, να 'ρθει το ζωάκι έτσι. Θα πρέπει να το κόψεις εσύ για να το κάνεις κοφτό, σχεδιάκια και απευθείας να το ράψεις και να μην φαίνεται η τρίχα, να φαίνεται το δέρμα που είναι… Αυτό ήταν για μένα η πρώτη καλλιτεχνική, ας πούμε, επαφή με κάτι διαφορετικό εντελώς. Όχι κόψε, ράψε, φοδράρισε, τέλος. Έλεγξε και ζωγράφισε και φτιάξε.

Κ.Κ.:

Και σήμερα ο κλάδος της γούνας πώς είναι στην Καστοριά;

Σ.Β.:

Δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πλέον. Είναι πάρα πολύ λίγοι αυτοί που υπάρχουνε. Δεν υπάρχει και… Η οικονομική κρίση απ’ το 2000 που ήρθε στην Ευρώπη —στην Ελλάδα ήρθε πιο μετά… Είναι σοβαρή η κρίση που ήρθε στις γούνες. Με τη δικαιολογία που οικολογικού έχει γίνει α[00:35:00]ποδιοπομπαίος τράγος η γούνα. Δεν είναι αλήθεια αυτό, γιατί όπως και το κατσικάκι που τρώμε και το δερμάτινο το παπουτσάκι που φορούμε, έτσι είναι και το βιζόν. Δηλαδή, είναι ένα ζωάκι το οποίο ζει σε κλουβιά όπως τα κοτόπουλα που τρώμε και είναι για αυτόν το σκοπό. Ούτε βγαίνει να κυνηγήσει ο γουνοποιός ούτε σκοτώνει τα ζωάκια… Τα σκοτώνει όπως ακριβώς τα σκοτώνει ο πτηνοτρόφος για να τα φάμε την Κυριακή στο ταψί με τις πατάτες.

Κ.Κ.:

Μεγάλο ζήτημα αυτό. Μεγάλο θέμα ανοίξατε.

Σ.Β.:

Εγώ είμαι ζωόφιλη. Αγαπώ τα ζώα. Πάντα είχαμε ζώα στο σπίτι, πάντα είχαμε και σκυλάκια, γατάκια. Αλλά, το κάθε πράγμα έχει και το σκοπό του. Δεν λέω ότι ούτε αυτή η υπερκατανάλωση που είχε γίνει, ότι όλοι θα έχουν το βιζόν στο σπίτι και να γίνει πολλή παραγωγή. Όμως, κι η υπερκατανάλωση του κοτόπουλου ή του βοοειδούς χτυπάει την οικολογία πολύ περισσότερο από κάποια άλλα πράγματα, έτσι; Θέλει να είμαστε λίγο… Παν μέτρον άριστον έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Όλα με μέτρο, γιατί όλα μάς προσφέρουν κάτι. Δεν χρειάζεται να φορέσω γούνα άμα είναι να πάω στο Κάιρο βόλτα. Αλλά, άμα είναι να πάω στη Ρωσία, να πάω να επισκεφτώ τις τούνδρες ή στα Ιμαλάια, σίγουρα θα το χρειαστώ να το φορέσω.

Κ.Κ.:

Και ο κλάδος της γούνας τι οικονομικό κενό άφησε στην πόλη; Γιατί, είναι κι αυτό σημαντικό να καταγραφεί, νομίζω, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης.

Σ.Β.:

Ωωω, τραγικό. Τραγικό, γιατί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, μέσα σε λίγα χρόνια, από 'κει που όλοι είχαν μια δουλειά, μια σίγουρη δουλειά, ξαφνικά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πάρα πολύ κόσμος. Η Καστοριά… Εγώ θυμάμαι την Καστοριά να είναι πόσα Γυμνάσια, Λύκεια πόσα παιδιά να περπατάνε στους δρόμους. Και τώρα πηγαίνεις κι είναι άδεια. Η πόλη είναι… Έχει γεμίσει με καφετέριες από διάφορες επιδοτήσεις. Και τώρα με την κρίση, όχι μόνο του κορωνοϊού, αλλά και την οικονομική που ζούμε τα τελευταία χρόνια, ούτε ο τουρισμός είναι αυτός που ήταν, ας πούμε, απ’ το 2000 μέχρι το 2005,’06, που η γούνα είχε σοβαρή κρίση και προσπάθησαν να αναπτυχθούν λίγο περισσότερο τουριστικά στην Καστοριά. Έχει αδειάσει η πόλη. Έχουν κλείσει σχολεία. Έχει μικρύνει πολύ. Δεν… Αυτό δεν επανέρχεται ξανά με τη γούνα. Ίσως πρέπει να βρουν άλλους τρόπους, να αναπτύξουμε άλλους κλάδους στην Καστοριά. Έχει πάρα πολύ νόστιμα φασόλια, μήλα. Να γίνει μια… Δεν ξέρω. Δεν είμαι πολιτικός, δεν είμαι, δεν γνωρίζω. Αλλά, θεωρώ ότι θα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, όπως υπάρχουν σε άλλες χώρες άλλοι τρόποι που τους βλέπουμε και έχουν αποτέλεσμα.

Κ.Κ.:

Γυρνώντας, τώρα, λίγο στο χωριό, που είπαμε πριν ότι είναι εγκαταλελειμμένο, σήμερα σε τι κατάσταση βρίσκεται, λοιπόν, το χωριό, το Γλυκονέρι;

Σ.Β.:

Παραμένει εγκαταλελειμμένο. Το χωριό είχε πέντε-έξι σπίτια μέχρι και το ’80. Πέτρινα σπίτια, τα πέτρινα, τα πλίθινα τα σπίτια. Από ξερολιθιά ήτανε τα σπίτια, οι φράχτες, όλα. Τις δεκαετίες από το '48 που φύγανε όλοι, σιγά-σιγά τα διπλανά τα χωριά άρχισαν να γκρεμίζουν τα πολλά τα σπίτια και είχαν μείνει μέχρι το ’80 πέντε, έξι σπίτια μαζί με το σχολείο. Το ’80, τον Οκτώβρη, έκαψαν και το σχολείο μας, το οποίο με πολλές προσπάθειες ο σύλλογος που δημιουργήθηκε μετά από τους γονείς μου και από άλλους που επέστρεψαν από την Τσεχία, από τη Ρωσία, από χώρες που βρισκότανε, κατάφεραν με προσωπικό κόπο, με προσωπικό κόστος και οικονομικό και ψυχικό να το κάνουν σήμερα, απ’ το 2000 και μετά, να είναι σαν ένα κέντρο συνάντησης, ένα μικρό ξενώνα, ας πούμε. Δεν μπορούμε να πάμε, γιατί ο δρόμος, που είναι μόλις χίλια οκτακόσια μέτρα δεν έχει φτιαχτεί. Είχε φτιαχτεί κάποιο διάστημα με τεχνικά, αλλά όταν έγινε η υλοτόμηση λίγο πιο πάνω από 'μας, περνούσαν τα [Δ.Α.] τα μεγάλα, τα τριαξονικά, με διπλές, τριπλές καρότσες και έχει χαλάσει. Αυτά τα χίλια οχτακόσια μέτρα είχε γίνει μια μελέτη πριν από χρόνια. Υπάρχουν τα στοιχεία όλα δημοσιευμένα. 670.000 ευρώ για να γίνει μέχρι ασφαλτό[00:40:00]στρωση. Εμείς δεν ζητούσαμε ασφαλτόστρωση. Εμείς ήμασταν υπέρ του μέχρι τρία άλφα και καλό αυλάκι στην άκρη για να μην κλείνει και το χειμώνα, έτσι ώστε ούτε να επέμβουμε στην περιοχή. Τέλος πάντων. Αλλά, ο τότε Περιφερειάρχης το θεώρησε ότι χρειαζόταν… ήταν πιο πολύ ανάγκη στην Καστοριά και δεν ήταν ανάγκη σε ένα χωριό με πέντε ψυχές οι οποίες δεν πάνε και ποιος ξέρει κάθε πότε να ξοδέψει τόσα πολλά λεφτά να φτιάξει το δρόμο, τα οποία είχαν έρθει μετά από μελέτες που 'χαν γίνει για αυτόν το συγκεκριμένο δρόμο. Δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πολιτικά τα τερτίπια. Αλλά, δεν έχουμε σήμερα ακόμα δρόμο. Έχουν περάσει είκοσι και πλέον χρόνια.

Κ.Κ.:

Είπατε πριν εσείς είχατε αρκεστεί σε… Δεν άκουσα. Σε τρία…

Σ.Β.:

Σε τρία άλφα λένε. Είναι το άσπρο το χαλικάκι το λεπτό που παραμένει κάτω απ’ την άσφαλτο πριν αρχίσει να γίνει άσφαλτος ο δρόμος, έτσι ώστε να μην επέμβουμε, να μην ρίξουμε άσφαλτο μέσα στο δάσος. Δεν είχαμε απαίτηση, δηλαδή, ούτε να ξοδέψει περισσότερα το κράτος για 'μας, αλλά ούτε και να χαλάσουμε κάτι που το αγαπάμε τόσο πολύ.

Κ.Κ.:

Άρα, έχετε καιρό να πάτε.

Σ.Β.:

Όχι. Πηγαίνω με τα πόδια. Ανεβαίνω. Ανεβαίνω. Εγώ ανεβαίνω. Ναι, ναι. Είναι όμορφα. Είναι όμορφα. Είμαστε στους πρόποδες του Γράμμου. Είμαστε στις αρχές του Αλιάκμονα. Έχουμε θέα όλη την οροσειρά Το χωριό μας είναι προσήλιο. Είναι συνέχεια στον ήλιο. Δεν είναι σκοτεινό, είναι φωτεινό. Έχουμε καστανιές, έχουμε καρυδιές, έχουμε αγριοαχλαδιές και πολλά πολλά πολλά βότανα που δεν υπάρχουν αλλού. Υπάρχουν μόνο σε μας.

Κ.Κ.:

Όπως;

Σ.Β.:

Απ’ τα σπάνια αυτοφυή κονδυλωτά φυτά έχουμε: σαλέπι, κρίνους, νάρκισσους, κρόκο, σαπουνόχορτο, πεντάνευρο. Έχουμε χορταρικά όπως τσουκνίδα λάπαθα, λοβούδια, που τα φτιάχναμε πίτες. Και έχουμε άγρια λεβάντα, μελισσόχορτο τσάι, βατόμουρα, φουντούκια, αγριοκορόμηλα, φράουλες. Φράουλες, όμως, είναι τα χαμοκέρασα, μικρούλικες και γλυκές, πολύ γλυκές. Βγαίνουνε τον Ιούλιο, αρχές Ιουλίου. Ρίγανη, δυόσμο, αγριόκεδρα, φρύγανα, καρυδιές, μηλιές, αχλαδιές, [Δ.Α.] και διάφορα δέντρα όπως οξιές, βελανιδιές, πλάτανοι, γαύροι, κλείθρα, σφένδαμος, πεύκα, έλατα, φουντούκια, κράνα, φούντες, κράτεγους, αγριοτριανταφυλλιές.

Κ.Κ.:

Το προτελευταίο πώς το είπατε;

Σ.Β.:

Κράτεγοι.

Κ.Κ.:

Κρέταγοι.

Σ.Β.:

Όχι, κράτεγοι, κράτεγοι.

Κ.Κ.:

Κράτεγοι. ΟΚ. Άρα ένας τόπος πολύ ευλογημένος.

Σ.Β.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Ναι. Και νομίζω ότι πρέπει να το πούμε —χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, αλλά νομίζω πρέπει να καταγραφεί— ότι το χωριό σας είναι απ’ τα λεγόμενα Γραμμοχώρια τα οποία είχαν βρεθεί και στο επίκεντρο του Εμφυλίου, σωστά;

Σ.Β.:

Ναι. Ήμαστε στο επίκεντρο ακριβώς του επικέντρου εμείς.

Κ.Κ.:

Υπάρχει προσπάθεια να καταγραφεί αυτό το παρελθόν; Υπάρχει μια προσπάθεια, ας πούμε, αναστοχασμού πιστεύετε;

Σ.Β.:

Υπάρχει. Γίνονται διάφορες κινήσεις, αλλά ίσως η πολιτική να μην μας επιτρέπει... Ακόμα είναι φρέσκα τα αίματα και μας δυσκολεύουν να 'ρθούμε αντιμέτωποι μ’ όλα αυτά.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Αλλά, εσείς προσπαθείτε παρόλα αυτά να αναδείξετε το χωριό μόνο και μόνο με το να πηγαίνετε και να δίνετε το παρόν.

Σ.Β.:

Ναι. Ναι. Αυτό είναι σημαντικό. Κάθε χρόνο 7 Ιουλίου έχουμε και τη γιορτή μας, της Αγίας Κυριακής.

Κ.Κ.:

Και έχει κόσμο το χωριό;

Σ.Β.:

Μαζευόμαστε. Βέβαια αυτοί, η μια η χούφτα όπως είχε πει τότε ο πολιτικός αρχών, ότι είμαστε μια χούφτα. Αυτή η χούφτα μαζευόμαστε. Είμαστε καμιά πενηνταριά.

Κ.Κ.:

Και τι συναισθήματα επικρατούν;

Σ.Β.:

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, επειδή μας «έφευγαν» όπως κι οι γονείς μου κι άλλοι, ήταν λίγο δύσκολα να… Ντάξει, πιο πολύ συναίσθημα φόρτισης γιατί… η έλλειψη. Η έλλειψη αυτών που φεύγουν. Αλλά, είναι όμορφο να συναντιέσαι πάλι με τους δικούς σου ανθρώπους. Όσοι κι αν είναι αυτοί, όσοι κι αν δεν είναι, είναι όμορφα.

Κ.Κ.:

Έτσι.[00:45:00] Και για να έρθουμε σιγά-σιγά στο σήμερα: κορωνοϊός. Πώς περνάτε τις μέρες σας;

Σ.Β.:

Να πω πλέκοντας; Θα είναι πάρα πολύ —πώς το λένε; Χε χε. Ναι, πλέκοντας. Πλέκοντας και φτιάχνοντας. Προσπαθώ να συνδέσω τη δικιά μου την τεχνική με άλλες τεχνικές, τεχνικές που χρησιμοποιούν στην Ευρώπη, για να όχι μόνο να εξελίξω τη δική μου την τεχνική, τη δικιά μας την τεχνική εδώ την παραδοσιακή, αλλά για να προσπαθήσω να την εντάξω σε συνεργασία με εκείνες τις τεχνικές. Συνεργάζομαι με μια Γαλλίδα που δουλεύει στον οίκο Yves Saint Laurent για ρούχα υψηλής μόδας, όπου εκεί ράβουν με διαφορετικό τρόπο τα χαντράκια πάνω στα ρούχα. Και μαθαίνω τη δικιά της τεχνική, της μαθαίνω τη δική μου και προσπαθούμε να κάνουμε κάτι δικό μας μελλοντικά, με τις δικές μας τις… μ’ αυτές τις τεχνικές δικό μας πράγμα.

Κ.Κ.:

Άρα, υπάρχει περίπτωση να δούμε σε Yves Saint Laurent τη δική σας την τεχνική;

Σ.Β.:

Ναι. Θα το 'θελα, αλλά θα προτιμούσα να λεγόταν, ξέρω 'γω, Julie και Stella από το να λέγεται Yves Saint Laurent.

K.K.: Τι να κάνουμε; Είναι και το brand name στη μέση, χε χε.

Σ.Β.:

Ναι, αυτό είναι σημαντικό. Οπότε, ίσως θα κάνουμε υπομονή για αρχή και μετά βλέπουμε.

Κ.Κ.:

Ωραία. Και πού μπορεί κάποιος να βρει τις δημιουργίες σας;

Σ.Β.:

Μόνο αν έρθει σε επαφή μαζί μου. Έχω σελίδα στο Facebook, και προσωπική και με τις δημιουργίες μου, το κινητό μου το οποίο γενικώς το 'χω ελεύθερο. Μόνο στη σελίδα μου. Μέσα στη σελίδα στο Facebook και στα mail τα οποία είναι… τα 'χω ελεύθερα, τα 'χω δημοσιευμένα.

Κ.Κ.:

Ωραία. Ενδεχομένως κάποιος που ακούει αυτή τη συνέντευξη να θέλει να επικοινωνήσει μαζί σας, για αυτό ρωτάω κιόλας.

Σ.Β.:

Να πω τώρα το τηλέφωνό μου; Όχι. Η σελίδα, το mail μου είναι… Αγγλικά δεν… Δυσκολεύομαι να τα πω. Αλλά, ας τα γράψουμε.

Κ.Κ.:

Πείτε το απλά. Νομίζω είναι «stellavlachopoulou»;

Σ.Β.:

stellav.edu.itl@gmail.com.

Κ.Κ.:

ΟΚ. Ωραία. Θα δούμε, λοιπόν.

Σ.Β.:

«Stella» με δύο λάμδα.

Κ.Κ.:

Το stella με δύο λάμδα. ΟΚ. Εντάξει. Προσωπικά δεν έχω κάτι άλλο να αναφερθώ. Δεν ξέρω αν εσείς έχετε κάτι άλλο να πείτε.

Σ.Β.:

Όχι. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα αυτά που είπα. Ευχαριστώ.

Κ.Κ.:

Να είστε καλά. Εμείς ευχαριστούμε και ελπίζουμε αυτή η καταγραφή πράγματι να σώσει ένα κομμάτι της ενδυματολογικής μα παράδοσης.

Σ.Β.:

Κι εγώ, κι εγώ. Το εύχομαι πολύ. Ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία να τα πω όλα αυτά που είπα. Ευχαριστώ.

Κ.Κ.:

Να 'στε καλά.