© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναμνήσεις από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η ζωή στην Ελλάδα

Κωδικός Ιστορίας
11551
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μυρτώ "Ψευδώνυμο" (Μυρτώ)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/08/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία Κωνσταντινίδου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Μυρτώ:

Μυρτώ.

Μ.Κ.:

Είναι Τετάρτη 5 Αυγούστου του 2020, είμαι με την κυρία Μυρτώ και βρισκόμαστε στο Γαλάτσι. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Κωνσταντινίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;

Μυρτώ:

Στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, την ωραία Αλεξάνδρεια. Το 1935. Από τότε, πέρασαν ογδόντα πέντε χρόνια και τώρα, σε αυτή την ηλικία, ζω με τις αναμνήσεις και επί την ευκαιρία αυτής της συνέντευξης, με ξαναφέρνετε να ξαναθυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια, την εφηβεία μου και τα όλα τα ωραία, που έχω ζήσει μέχρι τώρα. Πέντε χρόνων, λοιπόν, από εκεί και πέρα, θυμάμαι πάρα πολύ καθαρά, με λεπτομέρεια, όλη μου τη ζωή. Παρόλη την ηλικία μου, όπως σας είπα, δόξα τω Θεώ, η μνήμη μου κράτα γερά. Στην Αίγυπτο, όπου ζούσα με τους γονείς μου, σε μία ωραία οικογένεια, μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών, γιατί το λέω αυτό; Υπήρξε μία στάση στη ζωή μου εκεί. Έζησα ένα χαμογελαστό παιδί, ένα ελεύθερο παιδί, ένα χαρούμενο παιδί, μέσα στην αγάπη, τη φροντίδα και όλα καλά. Κάποια στιγμή όμως, επειδή ήθελα να κάνω τη νοικοκυρούλα, αλλά ας παρακάμψω λίγο αυτό και ας γυρίσω λίγο πριν, γιατί όταν ήμουν πέντε χρόνων, άρχισε ο πόλεμος. Βέβαια, στην Αλεξάνδρεια δεν νιώσαμε τίποτα, δεν καταλάβαμε τίποτα. Το μόνο ότι κάποια στιγμή είδα το σπίτι μου να γεμίζει τρόφιμα. Ο πατέρας και η μάνα κουβαλήσανε λάδια, βούτυρα, κεφάλια από τυρί, γιατί οι Γερμανοί ήτανε πολύ κοντά, να μπούνε στην Αλεξάνδρεια, να την καταλάβουν. Εγώ, βέβαια, δεν καταλάβαινα από πόλεμο και η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που στο σπίτι μου ήταν αφθονία. Ευτυχώς, υπήρχε η κινούμενη άμμος και εκεί τα τανκς βουλιάξανε και σταματήσανε και δεν μπήκανε ποτέ στην Αλεξάνδρεια. Κι έτσι, τον πόλεμο εμείς τον περάσαμε πάρα πολύ καλά. Όταν στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα λιμοκτονούσαν, εμείς δεν υποφέραμε καθόλου και κύλησε η ζωή. Τελείωσε ο πόλεμος, ήμουνα πιο μεγάλη. Θυμάμαι τις τυμπανοκρουσίες, τις εκκλησίες, το λέω τώρα και ανατριχιάζω, ελληνικές σημαίες. Η Αίγυπτος ήτανε, η Αλεξάνδρεια ειδικά, το Κάιρο όχι τόσο, ήτανε μία ελληνική πόλις. Βέβαια, με όλες τις ράτσες της γης, αλλά οι πιο πολλοί Έλληνες. Οι Αιγύπτιοι τότε δεν είχαν ακόμη πανεπιστήμια. Ίσως λίγα σχολεία και αυτά δημοτικού, ήταν αγράμματοι και αυτοί μόνο τα παιδιά τους, οι πιο μεγάλοι, στην εποχή τη δική μου, δεν… ήταν αγράμματοι και ήταν αποτραβηγμένοι. Η πόλις κάτω, το κέντρο της Αλεξάνδρειας, ήτανε μεγάλα καταστήματα, πολυκαταστήματα. Είχαμε κινηματογράφους φοβερούς, θέατρα, τα οποία ερχόντουσαν απ’ την Ελλάδα, μεταπολεμικά βέβαια όλα αυτά, κέντρα διασκεδάσεων, δεν μας έλειπε τίποτα. Ζούσαμε σε μία ευρωπαϊκή χώρα. Ήταν όλα ανοιχτά για εμάς. Όταν ήμουνα, λοιπόν, δώδεκα χρονών, επανέρχομαι, πήγα να κάνω τη νοικοκυρούλα ένα βράδυ και ήθελα να ξαναζεστάνω το γάλα που είχε απομείνει, να το ξαναβράσω, γιατί δεν είχαμε ψυγεία, είχαμε παγωνιέρες, για να μην χαλάσει και να κρατήσει για την επαύριο. Και είχε ένα… τέλος πάντων με φυτιλάκι και οινόπνευμα και όπως πήγα να το ανάψω, είδα ότι δεν λειτουργούσε, παρά μια σπιθούλα λίγο είχε μείνει και δώδεκα χρόνων, πήρα το μπουκάλι με το οινόπνευμα να το γεμίσω. Αυτό πήρε φωτιά, κλάταρε, με περιέχυσε και πήρα όλη φωτιά. Αυτό ήταν η πρώτη δύσκολη εμπειρία της ζωής μου. Ένα μήνα έμεινα στο νοσοκομείο. Ευτυχώς οι γιατροί βοήθησαν, ούτως ώστε μου έμεινε πολύ μικρό σημαδάκι μόνο εδώ πέρα και δεν έγινε τόσο πρόβλημα στη μετέπειτα ζωή μου και ειδικά σαν έφηβη πια. Το ξεπέρασα όμως. Είχα μελαγχολήσει στην αρχή, αλλά μετά όλα καλά. Ανακάλυψα ξαφνικά χάρες που μου είχε δώσει ο Θεός, από τη μία σου παίρνει, από την άλλη σου δίνει. Στο δημοτικό σχολείο μας βάλανε να ζωγραφίσουμε και μας λέει η δασκάλα: «Θα αφήσετε τις ιχνογραφίες πάνω στην έδρα και θα φύγετε». Έτσι και έγινε, και την άλλη μέρα, μπαίνοντας όλες οι μαθήτριες στην τάξη, εγώ ήμουνα ένα πολύ σοβαρό παιδί, πολύ ντροπαλό, κοκκίνιζα, δεν έκανα αταξίες, με παίρνει απ’ το αυτί και τιμωρία στον πίνακα. «Τι έκανα;». Λέει: «Θα μείνεις τιμωρία και αύριο θα φέρεις τους γονείς σου». Ήρθαν οι γονείς μου την άλλη μέρα: «Τι έκανε;». Λέει: «Δεν άφησε την ιχνογραφία, την πήρε σπίτι. Αυτό που ζωγράφισε είναι μεγάλου ανθρώπου, δεν είναι...», «Σας ορκίζομαι» να λέει η μητέρα μου «Κανένας από μας δεν ζωγραφίζει». «Η αδερφή της;», «Ούτε εκείνη», «Αποκλείεται!», «Είναι του παιδιού». Και ξαφνικά, η μητέρα μου σκέφτεται και λέει: «Με συγχωρείτε, γιατί τιμωρείτε το παιδί και δεν το βάζετε να ξαναζωγραφίσει μπροστά σας;». Εκείνη την ώρα έπαθε η δασκάλα. Αυτό όμως, γιατί το είπα; Ίσως να το θεωρείτε μηδαμινό, αλλά έπαιξε ρόλο στη ζωή μου τη μετέπειτα. Από εκείνη την ημέρα, είχαμε γεωγραφία, είχαμε ιστορία; Στον πίνακα και ζωγράφιζες ή γεωγραφικά ή της ιστορίας όλα τα… ό,τι ήτανε και ανακάλυψα, χωρίς να το ξέρω, ότι είχα ταλέντο, που μου είχε δώσει ο Θεός.

Μυρτώ:

Τελείωσα το δημοτικό, όλα καλά και μετά, πήγα στη Γαλλική Σχολή, καλογραιών, μία πολύ… ένα πολύ μεγάλο σχολείο και φοβερό. Οι καλόγριες ήταν όλες καθηγήτριες από το Μπεζανσόν της Γαλλίας. Τελείωσα εκεί το σχολείο, αλλά και εκεί οι καλόγριες ανακάλυψαν το ταλέντο μου και από τη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί μέχρι που τελείωσα γυμνάσιο-λύκειο και δύο τάξεις επιπλέον που είχαμε του baccalaureate: «Στον πίνακα». Να ζωγραφίζω Λουδοβίκους και τα λοιπά. Γιατί είπα ότι έπαιξε ρόλο στη ζωή μου; Όταν τελείωσα, πήγαν στον πατέρα μου και του λένε: «Θα μας κάνετε την τιμή, να προσλάβουμε την κόρη σας δασκάλα χειροτεχνίας και ζωγραφικής;». Τρελάθηκε ο πατέρας μου από τη χαρά του, γιατί ήθελα να εργαστώ, αλλά φοβότανε να με αμολήσει στην αγορά. Πόσο… καταλαβαίνεις τώρα, να πας στο σχολείο. Και έτσι και έγινε. Εκεί ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου, τα αγάπησα όσο δεν φαντάζεστε! Είχα πεντακόσια παιδιά. Από το νηπιαγωγείο, το jardin d' enfants όπως λέγαμε εμείς, που φτιάχναμε κατασκευές με χαρτόνια, να κάθομαι εγώ και να είναι ο ένας αγκαλιά στο σβέρκο μου, ο άλλος στο γόνατό μου, ο άλλος να με φιλάει και να δουλεύουμε. Ήτανε μία απολαυστική δουλειά και είχα και όλα τα μεγάλα παιδιά, κάναμε έργα, κάναμε… στο τέλος ανεβάσαμε όλα αυτά τα έργα, πώς το λένε; Όχι επίδειξη...

Μ.Κ.:

Έκθεση.

Μυρτώ:

Έκθεση να πω. Μέχρι που ήρθε δημοσιογράφος και μας έγραψαν οι εφημερίδες. Τόσο ωραία! Είχα μία καλόγρια βοηθό, η οποία με λάτρεψε και όταν παντρεύτηκα και έφυγα από την Αίγυπτο, συνέχιζε να μου στέλνει γράμματα και να μου λέει: «Η κόρη που μου έδωσε ο Θεός». Το τι αγάπη έχω πάρει από εκεί, είναι κάτι που δεν μπορώ να σας το περιγράψω! Για αυτό λέω ότι αυτό το ξεκίνημα, όταν ήμουνα δώδεκα ετών, πώς εξελίχθηκε μέχρι που παντρεύτηκα. Έκανα πέντε χρόνια δασκάλα εκεί και αναγκαστικά, μια και ο σύζυγος σπούδαζε εδώ χημικός, έπρεπε να φύγω και να έρθω στην Ελλάδα. Αυτά ήτανε τα προσωπικά μου δεδομένα. Ήμουνα ένα ευτυχισμένο παιδί. Βέβαια, φεύγοντας από την Ελλάδα, άφησα τους γονείς μου, ένα αδελφάκι πέντε χρόνων, το οποίο εγώ είχα μεγαλώσει, τον Λευτεράκη μου, και καταλαβαίνετε στο ταξίδι του φευγιού, όλο το καράβι έκλαιγα. Αυτή είναι η ζωή, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Αλλά θα σταματήσω. Η Ελλάδα ήταν ένα άλλο τροπάριο για μένα, μία άλλη ζωή τελείως διαφορετική. Να μιλήσω λίγο για την Αίγυπτο. Το ‘54 τάραξε τα νερά της ήσυχης ζωής μας ο Νάσερ. Μέχρι τότε, όλοι οι Ευρωπαίοι ζούσαμε συμφιλιωμένοι, αγαπημένοι. Και ξαφνικά, μέσα σε τρεις μέρες, τότε έμεινα στο σχολείο, ένα πολύ μεγάλος αριθμός από τις μαθήτριες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα με τους γονείς τους, γιατί είχε διώξει μέσα σε τρεις μέρες Γάλλους, [00:10:00]Άγγλους, Εβραίους, Μαλτέζους, Ιταλούς. Εμάς τους Έλληνες δεν μας πείραξε. Μείναμε εκεί. Μετά σιγά-σιγά, βέβαια αναγκαστήκανε, επειδή δεν μπορούσανε ν' ανοίξουν εργασίες καινούργιες, γιατί έπρεπε να έχεις αιγυπτιακή υπηκοότητα, έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να λέγεσαι «Μοχάμεντ», για να έχεις τις προτιμήσεις και τις προτεραιότητες. Είχανε κάνει σε μεγάλες επιχειρήσεις, που είχαν Έλληνες, sequestration, κάπως, ας πούμε, τους είχαν πάρει τις επιχειρήσεις και τους βάλανε μόνο στη διεύθυνση. Και αυτό ανάγκασε σιγά-σιγά τον ελληνισμό να αποδημεί, να φεύγει. Όλοι μου οι συγγενείς φύγανε, οι θείοι μου στην Αμερική, μία θεία μου, τα ξαδέλφια μου στην Αυστραλία, όπου ζουν μέχρι τώρα. Αναγκάστηκα να χωριστώ με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το άσχημο στη ζωή μας. Σιγά-σιγά, ήρθανε και οι γονείς μου εδώ. Και για τη ζωή μου τι άλλο να πω; Ότι την εποχή που ζούσαμε εμείς, ήταν η εποχή της αθωότητας. Είχαμε τα παρτάκια μας, μας άφηναν οι γονείς, βέβαια ήτανε οι συμμαθήτριες με τους αδελφούς τους μαζευόμασταν στις γιορτές, στα γενέθλια, με κόκα κόλα, με μπισκοτάκια, με αλμυρά. Κάναμε φλερτάκια, αλλά πήγαινε μέχρι του να χορεύεις «cheek to cheek», ένα φιλάκι στο μάγουλο. Δεν είχαμε βλέψεις όπως τώρα, που αμέσως βλέπεις τα ζευγάρια από μικρά, μόλις δεκαπέντε χρονών, αρχίζουν. Εμείς πήγαμε δεκαοχτώ-είκοσι χρόνων και ακόμη δεν μας είχε αγγίξει χέρι ανδρικό. Ζήσαμε όλη αυτή την ομορφιά. Δεν υπήρχανε τα μέσα αυτά, τα ίντερνετ και τα διάφορα. Είχαμε επικοινωνία. Μαζευόμαστε να μιλήσουμε, είχαμε διαλέξεις, είχαμε πνευματική κατάρτιση, τα θέατρά μας, όλα αυτά. Ήτανε μία σπουδαία ζωή στην Αλεξάνδρεια μέχρι που αναγκαστικά χάλασε. Όπως σας είπα, που ο Νάσερ ήθελε να… αυτό που ήθελα να πω πριν, οι επιχειρήσεις, ιδιωτικοποίηση, το sequestration, δεν άφηνε να αναπτυχθούμε. Αλλά βέβαια δεν είχε άδικο, γιατί είναι η χώρα τους. Βέβαια, τότε άρχισαν να γίνονται τα πανεπιστήμια, τότε αρχίσανε να μορφώνονται οι νέοι και να παίρνουν «πάνω» τους και να καταλαβαίνουνε ότι οι Ευρωπαίοι τους είχανε καταμερίσει. Και είχαν αρχίσει να γίνονται διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, «μουζάχρες» τις λέγαμε. Κλεινόμαστε στα σπίτια μας, γιατί εξαγριώνονταν με τους Ευρωπαίους και πετούσαν πέτρες και τέτοια πράγματα, αλλά μετά πάλι γαληνεύαμε και η ζωή κυλούσε όμορφα και καλά. Δεν θυμάμαι κάτι έτσι... Α, τα σχολεία μας! Είχαμε φοβερά σχολεία. Στην αρχή ο ελληνισμός, πριν τον πόλεμο, ήτανε αποτραβηγμένος στο κέντρο, το «Αταρίν» όπως το λέγανε τότε. Αλλά μετά τον πόλεμο, αρχίσανε να ανεβαίνουν οι Ευρωπαίοι που είχαν έρθει και εμείς όλοι οι Έλληνες στα προάστια. Από το όνομα του Ιμπραήμ υπήρχε ένα προάστιο που λεγόταν «Ιμπραημία». Εκεί ήταν όλος ο ελληνισμός και σε δύο-τρεις στάσεις κάτω ήταν οι στάσεις των σχολείων. Είχαμε ένα φοβερό γυμνάσιο ελληνικό -όταν λέω φοβερό, έβγαινες από εκεί καταρτισμένος πλήρως- και εκατοντάδες οι μαθητές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Όταν σχολούσαν τα σχολεία, που ήταν το δικό μας μεγάλο σχολείο, το lycée απέναντι μεγάλο και δίπλα το Saint-Marc και σχολούσαν και τα ελληνικά, ο χώρος εκεί πέρα, δεν έβλεπες ούτε καρφίτσα, από κεφάλια παιδιών, σχολείων, δεν μπορείτε να φανταστείτε δηλαδή το θέαμα αυτό, που τώρα αν υπάρχουνε καμία δεκάδα ή καμιά δωδεκάδα Ελληνόπουλα, που φοιτούν κάτω. Ζήσαμε πραγματικά, ωραία χρόνια. Έχω ωραίες αναμνήσεις από την Αίγυπτο. Για να ξαναπάω, δεν θέλω. Πήγα μια τελευταία φορά το ’68, να δω τους δικούς μου, αλλά μου άφησε άσχημη εντύπωση. Είχε αραβοποιηθεί. Εκεί η Ιμπραημία μας, που ήταν όλος ο ελληνισμός, που ήτανε όλο καταστήματα, τα καφενεία, ο φωτογράφος μας ο Έλληνας, αυτός που πουλούσε παγωτά, ο Πανάγος μας, τα θυμάμαι ακόμα, παρόλα τα ογδόντα χρόνια, όχι ογδόντα, τα εξήντα χρόνια που έχουν περάσει. Όλα αυτά, οι ελληνικοί χώροι είχαν κατακλυσθεί από τους Αιγύπτιους, μιλιούνια στους δρόμους, που σου γέμιζαν μία φοβία και σκέφτηκα: «Δεν είναι αυτή η χώρα που έζησα και μεγάλωσα, που αγάπησα. Αλλά πάντα θα την αγαπώ!».

Μ.Κ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο το σπίτι σας, πώς ήτανε;

Μυρτώ:

Βεβαίως. Το σπίτι μας. Όταν ήμουν πέντε ετών, όπως σας είπα, στο κέντρο κάτω, στο Αταρίν, ζούσαμε σ’ ένα διαμερισματάκι, το πρώτο σπίτι που θυμάμαι. Τριώροφο. Απέναντι ακριβώς, δηλαδή ήτανε το μπαλκόνι μας, ο δρόμος, η άσφαλτος και ένα μεγάλο σχολείο ελληνικό, η «Φαμηλιάδειος». Εκεί χάζευα από το μπαλκόνι μου τα παιδιά, ακόμα δεν πήγαινα σχολείο, και θυμάμαι ότι είχαμε μία γειτόνισσα που είχε δύο κοριτσάκια και εγώ με την αδερφή μου, που ήταν πιο μεγάλη, ήτανε φίλες, ήταν πιο μεγάλες από μένα. Και η μητέρα της -τώρα μου θυμίσατε μυρωδιές, από το σπίτι μου το πρώτο και θα επανέλθω μετά και στο εσωτερικό- η μητέρα της ήταν επιστάτρια στο σχολείο, η γειτόνισσα αυτή. Και κάθε μέρα έφερνε μία καστανιά δεν λέγεται αυτή που φέρνουν; Ναι. Με πλιγούρι και όπως ανέβαινε τη σκάλα, είχε εμποτιστεί η σκάλα μας με τη μυρωδιά αυτή. Κάθε φορά, λοιπόν, που μυρίζω το πλιγούρι να ψήνεται, θυμάμαι το σπίτι μου το πρώτο. Το σπίτι μας αυτό, λοιπόν, είχε δύο κρεβατοκάμαρες. Η μητέρα μου ήταν πολύ κοκέτα και της άρεσε. Είχε ένα ωραίο φίνο σαλονάκι, είχε μία ωραία βιτρίνα, που της άρεσε να έχει μέσα τα κρυσταλλάκια, τα ασημικά της, είχε τα μπιμπελό. Δεν θυμάμαι πάρα πολλά, γιατί ήμουνα πολύ μικρή, αλλά θυμάμαι ότι φύγαμε από εκεί, γιατί ένα βράδυ με τον συναγερμό έπεσε μία βόμβα δίπλα μας. Το σπίτι μας σείστηκε, έπεσε το ταβάνι, όχι όλο, αλλά έπεσαν κομμάτια. Πρόλαβε ο πατέρας μας να μας αρπάξει, να μας ρίξει στο κρεβάτι, να πάρει το πάπλωμα και να το ρίξει από πάνω μας. Κι έτσι, δεν χτυπήσαμε, ώσπου τελείωσε όλο αυτό το πράγμα. Και μετά, ήρθανε φίλοι που έμεναν σε ένα σπίτι, που είχε πέντε δωμάτια, υπήρχε ένας χώρος εκεί ανάμεσα στο κέντρο με την Ιμπραημία, που ήταν το Quartier Grec -το quartier είναι το τετράγωνο, το ελληνικό- που εκεί ήταν όλοι κάπως άνθρωποι λίγο πιο υψηλά στην κοινωνία. Είχανε πέντε δωμάτια αυτοί οι άνθρωποι και ήρθανε με μία άμαξα, μαζέψαμε ό,τι μπορούσαμε από ρουχισμό, γιατί το σπίτι μας δεν μπορούσαμε να κατοικήσουμε και μας πήραν κοντά τους. Τους δώσανε δύο δωμάτια, ένα τους γονείς και ένα την αδερφή μου και μένα, και περνούσαμε τους συναγερμούς. Μας βάζανε τα παιδιά, είχαν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, τα παιδιά μας βάζανε κάτω από το τραπέζι, κάθε φορά που γινόντανε οι συναγερμοί και άρχιζαν οι σειρήνες να χτυπάνε. Αυτές είναι οι αναμνήσεις από το πρώτο μου σπίτι. Κι έτσι βρέθηκα -ψάχνοντας σπίτι- βρέθηκα στην Ιμπραημία, στο προάστιο αυτό, όπου και έφυγα από κει νύφη παντρεμένη για την Ελλάδα. Αυτό το δεύτερο σπίτι έχω πάρα πολλούς δεσμούς. Εκεί μας πήγαν κάποιοι συγγενείς. Κάποιοι συγγενείς που είχανε οι γονείς τους πεθάνει, είχανε ορφανέψει τέσσερα παιδιά. Η μεγάλη κόρη, η Αθηνά, ήτανε δέκα χρονών. Μέναμε σε δύο πολυκατοικίες, εκείνη με τους θείους και σε ένα κοινό κήπο. Εμείς στη δεύτερη πολυκατοικία στο ισόγειο. Ήταν ένα ωραίο σπιτάκι με τρία δωμάτια, με το σαλονάκι του, μια ωραία μεγάλη κουζίνα, είχα ένα [00:20:00]κηπάκι ωραίο δικό μου, που εκεί περνούσα τη ζωή μου. Εκεί κέντησα όλη την προίκα μου και με αυτούς τους συγγενείς, αυτή η κοπέλα, η Αθηνά, έγινε η δεύτερη αδελφή μου, μεγαλώσαμε μαζί. Με δίδαξε, μου έμαθε να ράβω, την αγαπούσα πάρα πολύ! Χωρίσαμε, γιατί μετά παντρεύτηκε, έφυγε εκείνη για την Κύπρο, εγώ για την Ελλάδα. Αλλά σε αυτό το σπίτι ζήσαμε πάρα πολύ ευτυχισμένες στιγμές! Είμαστε πολλοί συντροφευμένοι. Είχε τρία αδέλφια. Τα αδέλφια αυτά ήτανε πρόσκοποι, από προσκοπάκια ερχόντουσαν και άλλοι πρόσκοποι φίλοι, να τους δουν και εκεί γνωρίστηκα… και αυτά τα προσκοπάκια μεγαλώνοντας έγινε μία παρέα, που κάναμε εκδρομές μαζί. Πολύ φίλος με τον αδερφό της Αθηνάς ήτανε ο άντρας μου και μεγαλώνοντας σιγά-σιγά, γνωριζόμαστε από παιδιά, δημιουργήθηκε το αίσθημα και κατέληξε σε γάμο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το αίσθημα δημιουργήθηκε ανάμεσα στην αδερφή μου και στον αδερφό της Αθηνάς, στον Αντώνη, και έτσι συγγενέψαμε για καλά, όπου βάφτισα και την κορούλα τους, την ανιψιά μου, την Παρασκευούλα.  

Μ.Κ.:

Στο δεύτερο σπίτι σας, στη δεύτερη γειτονιά που μετακομίσατε, που μου λέτε, θυμάστε καθόλου πώς ήταν η γειτονιά; Δηλαδή, τα δημόσια κτίρια και τα λοιπά;

Μυρτώ:

Κανονικές πολυκατοικίες, μάλιστα είχαμε και μία πολυκατοικία, η μόνη που ήτανε πολυώροφη, ενώ οι δικές μας ήτανε τριώροφες, τετραώροφες το πολύ. Αλλά ζούσαμε και σε αυτή την πολυκατοικία, είχαμε δίπλα τον Ιταλό, κάτω τον Γάλλο, πάνω τον Εβραίο. Στις γιορτές είχαμε και μουσουλμάνους πολύ καθωσπρέπει, στις γιορτές Πάσχα, Χριστούγεννα, στις γιορτές τις δικές τους, φτιάχνανε τα ειδικά γλυκίσματα, θέλανε να μας φέρουνε. Εμείς να φτιάξουμε κουραμπιέδες και να τους πάμε Χριστούγεννα. Μελομακάρονα τρελαινόντουσαν οι Αιγύπτιοι. Είχαμε σχέσεις, είχαμε… οι πόρτες δεν ήταν κλειστές. Τώρα βλέπω εδώ στην Ελλάδα ότι δεν ανοίγουν τις πόρτες τόσο εύκολα. Εκεί είχαμε επικοινωνία μεγάλη, να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, να συντρέξει ο ένας τον άλλο, ήταν μία κοινωνία ανοιχτή και πάρα πολύ ευχάριστη. Όσο… δεν ξέρω τι ακριβώς θέλετε να σας πω για τη συνοικία;

Μ.Κ.:

Ναι τα-

Μυρτώ:

Είχαμε-

Μ.Κ.:

Τι κτίρια υπήρχανε;

Μυρτώ:

Ναι, τα κτίρια, εκτός της πολυκατοικίας, καταστήματα, είχαμε τον φούρνο μας, ένας δρόμος κεντρικός πολύ μεγάλος δίπλα μας, που έπιανε χιλιόμετρο. Ήτανε η αγορά, μία αγορά θαυμάσια και τι δεν είχαμε! Ψαράδικα, μανάβικα και μπακάλικα και ό,τι φανταστείτε, δηλαδή. Δεν είχαμε μεγάλα σούπερ μάρκετ τότε σε τρόφιμα. Ήτανε τα μικρά, αλλά δεν έλειπε τίποτα. Είχαμε κέντρα αθλητισμού, είχαμε το προσκοπείο, αυτό που πήγαιναν όλα τα παιδιά, που εκεί πέρα γινόντουσαν, ασχολούνταν οι νέοι, περνούσανε τον χρόνο τους τον ελεύθερο, δεν αλήτευαν. Και αυτό ήταν πολύ καλό, μεγάλωναν σωστά με ιδεώδη. Η γειτονιά μας τι να σας πω; Ήτανε μία σύγχρονη μεγαλούπολις, αλλά είχαμε ένα προσόν. Η Αλεξάνδρεια είναι κτισμένη, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, σε μία λωρίδα μακριά πάνω στη θάλασσα. Από όποιο σημείο και αν έβγαινες της Αλεξάνδρειας, μπορούσες να πας να κολυμπήσεις. Είχε οργανωμένες παραλίες, με καμπίνες να γδυθείς, να αφήσεις τα πράγματά σου, ήταν πολύ οργανωμένα, πολύ πολιτισμένα. Δεν ξέρω τώρα αν έχει χαλάσει το καθεστώς, αλλά τότε ζήσαμε μία ευρωπαϊκή ζωή προηγμένη.

Μ.Κ.:

Είχε και χριστιανικούς ναούς;

Μυρτώ:

Πάρα πολλούς! Πάρα πολλούς και ειδικά στο κέντρο κάτω ήταν ο Ευαγγελισμός. Eκεί παντρεύτηκα, όπου ο πεθερός μου ήταν κι επίτροπος. Μία εκκλησία, που οι εδώ εκκλησίες -μπορώ να πω- ότι πρέπει να ζηλέψουν. Πολυέλαιοι, χαλιά, ό,τι φανταστείτε. Και σε κάθε συνοικία είχαμε εκκλησίες, ακόμα και κοντά μας. Τι να πρωτοθυμηθώ τώρα; Τι μου θυμίσατε! Το Πάσχα! Το Πάσχα γινόταν η περιφορά, λες και ήσουνα στην Ελλάδα! Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα Χριστιανούς, ελληνισμός πιο πολύ και γινόντανε περιφορές του επιταφίου και είχαμε τη μπάντα την ελληνική που περνούσε εμβατήρια και ήτανε πολύ φίλος και μπορώ να σας πω, ότι ήταν στους ανθρώπους που μας βοηθήσανε τότε στον πόλεμο, που μας πήραν και στο σπίτι τους, ήτανε ο αρχηγός της μπάντας, πώς τον λέγανε; Όχι ο αρχηγός, κάπως δεν θυμάμαι τώρα. Ο κύριος Θιάφης λεγότανε και μετά που πέθανε, πήρε τη θέση του ο κύριος Μπαβέας, διεύθυναν τη μπάντα αυτοί. Αλλά πίσω από αυτούς τους Έλληνες τους δικούς μας, υπήρχε η αιγυπτιακή μπάντα του Δήμου που ακολουθούσε και στην περιφορά, όπως εδώ ο στρατός προχωράει μαζί με το εκκλησίασμα, εκεί ήτανε ο αιγυπτιακός στρατός, που μας φύλαγε το εκκλησίασμά μας. Μπορείτε να το φανταστείτε βλέποντας τώρα τα δεδομένα, τον πόλεμο των θρησκειών που έχουμε τώρα, μπορείτε να φανταστείτε την εικόνα που σας είπα αυτή τη στιγμή; Εμείς τη ζήσαμε! Όταν γινόταν, ηχούσαν όλη η Αλεξάνδρεια, ηχούσε από τις καμπάνες της Ανάστασης. Οι βαρελότες, το κακό! Μεγάλη Παρασκευή, για να πάμε στη Λειτουργία, έπρεπε και το πρωί αλλά και στην Ανάσταση, να πάμε ντυμένες με το μαύρο μας ταγεράκι, με το καπελάκι μας, με το γαντάκι. Δηλαδή μία εποχή που δεν μπορείτε εσείς να τη φανταστείτε, που ζήσαμε εμείς.

Μ.Κ.:

Πολύ ιδιαίτερη!

Μυρτώ:

Πολύ ιδιαίτερη! Δεν ξέρω αν μπόρεσα να σας ξαναδώσω αυτή την εικόνα. 

Μ.Κ.:

Μου δώσατε μια πολύ ωραία εικόνα, νομίζω. Με τους γείτονες η σχέση ποια ήτανε;

Μυρτώ:

Άριστη, σας λέω, άριστη.

Μ.Κ.:

Άριστη. Η πιο έντονη παιδική σας ανάμνηση ποια θα λέγατε ότι είναι;

Μυρτώ:

Έντονη ανάμνηση; Θα γελάσετε τώρα! Είχα ωραία φωνή! Πέντε με έξι χρονών, όταν ηχούσαν οι σειρήνες, κατεβαίναμε στα καταφύγια. Αυτή την εικόνα δεν την ξέχασα ποτέ! Λοιπόν, για να διασκεδάσω τον κόσμο, ανέβαινα στο τραπέζι πάνω και τους τραγουδούσα -να το πω; Θα γελάσετε! Ένα παιδί έξι χρονών- : «Απελπίστηκα στη ζωή να τυραννιέμαι, απελπίστηκα μες στον κόσμο πια να ζω. Γιατί έρωτα δεν βρήκα αληθινό» Kι έμπηγα ένα μαχαίρι κι έπεφτα στο τραπέζι. Έκανα παράσταση! Και το θυμάμαι! Το θυμάμαι-

Μ.Κ.:

Υπέροχο.-

Μυρτώ:

Το θυμάμαι. Όταν μεγάλωσα, στο σχολείο των καλογραιών, με κυριαρχούσε ένα: «Γιατί εγώ;». Κοιτάξτε, προς Θεού, ούτε φαντασμένη είμαι ούτε εγωίστρια. Ήμουνα πολύ προσγειωμένη. Δεν έπαιρνα είδηση τις χάρες που μου έδωσε ο Θεός, αλλά τις αντιλήφθηκα τώρα πια που γέρασα και είχα ένα ερώτημα: «Γιατί εγώ; Γιατί εμένα προτιμούσαν;». Αλλά δεν το σκεφτόμουν τότε, ούτε το καταλάβαινα. Δηλαδή, πηγαίναμε στο χημείο, κάναμε τις εξισώσεις μας και μετά η καλόγρια έλεγε: «Θα μείνεις εσύ, να τα βάλεις όλα στη θέση τους». Γιατί μέσα σε τριάντα-πενήντα παιδιά; Τότε δεν το καταλάβαινα. Τώρα ρωτώ το: «Γιατί εγώ; Τι ήταν αυτό που με κάνανε να ξεχωρίζω και να με εμπιστεύονται;». Μετά ήρθε το θέμα της ζωγραφικής, που ξεχώρισα. Μετά που εργάστηκα σαν δασκάλα, την πρώτη ώρα δεν είχαμε εργόχειρα, ήτανε τις τελευταίες ώρες. Γίνονταν πρώτα τα μαθήματα τα ουσιαστικά και τα εργόχειρα ήταν οι τελευταίες ώρες. Λοιπόν, όλες αυτές τις ώρες εγώ προετοίμαζα τα εργόχειρα για την άλλη χρονιά, τα ζωγραφίζαμε μόνοι μας με την καλόγρια, κάναμε πολλή δουλειά. Είχαμε το φαρμακείο -αυτές είναι εικόνες, που μου [00:30:00]είπατε, απ' τη ζωή μου- το φαρμακείο του σχολείου όλου, πεντακόσια παιδιά. Όποιο χτυπούσε, εμείς είχαμε μία μεγάλη αίθουσα με καρέκλες, για να κάθονται να ζωγραφίζουν, ένα μεγάλο τραπέζι -και έχω και φωτογραφίες να σας δείξω- που πάνω εκεί απλώναμε και κάναμε τα σχέδιά μας και κρατούσαμε και στο διάλειμμα ένα μαγαζάκι, ένα τετραγωνικό, που είχε ένα τραπέζι στην πόρτα μπροστά, και στο διάλειμμα πουλούσαμε σοκολάτες, μπισκότα στα παιδιά. Πώς κατάφερνα και έκανα τις συναλλαγές με τα ρέστα, με τα αυτά, που τώρα με το σουπερμάρκετ δεν μπορώ να κάνω μια πρόσθεση παρά παίρνω το κομπιούτερ; Δεν μπορώ να καταλάβω. Όταν πρωτοπήγα την πρώτη χρονιά, εντυπώσεις ναι, μου έρχεται η μια μετά την άλλη. Ήτανε πάνω στο… η πρώτη Λειτουργία που ακούσαμε, η καθολική, είχε πάνω σαν γυναικωνίτης, ήτανε le chorale -ο κόρος; Eλληνικά πώς το λένε; Η χορωδία-, η χορωδία που στη Λειτουργία βέβαια και εκεί τραγουδούσε η -τώρα δεν θυμάμαι το όνομά της- μία Ιταλίδα τραγουδίστρια που αυτοκτόνησε. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Τραγουδούσε το Βambino bambino ίσως σας λέει κάτι αυτό, δεν έχει σημασία. Έψαλλε το Ave Maria. Όταν πρωτοπήγα σχολείο και το άκουσα αυτό, έκλαιγα κάτω, γιατί είχε, ξέρετε αυτά, οι καθολικοί έχουνε τους πάγκους που γονατίζεις στο ξύλο και ακουμπάς τα χέρια. Όταν το άκουσα, έκλαψα. Εκεί ήταν η τελευταία χρονιά που την άκουσα να τραγουδάει το Ave Maria κι έφυγε, αποφοίτησε. Και την άλλη χρονιά, βρέθηκε η Μυρτώ να τραγουδάει το Ave Maria στη Λειτουργία. Το λέω τώρα και ανατριχιάζω που το θυμάμαι. Μετά, με είχαν εμπιστευτεί, εκεί υπήρχε η confession, η εξομολόγηση. Μου είχανε δώσει, μου είχαν αναθέσει- τέτοια εμπιστοσύνη- μία αρμαθιά κλειδιά από όλες τις πόρτες των τάξεων και του σχολείου, και τα είχα στη ζώνη μου και την πρώτη ώρα που κάνανε μαθήματα τα παιδιά, που εγώ ήμουνα, δεν μπορούσα να κάνω εργόχειρα και ζωγραφική, περνούσα από τις τάξεις, χτυπούσα την πόρτα, άνοιγα λίγο και έλεγα: «Confession». Κι ερχόντανε τα παιδάκια που έπρεπε να εξομολογηθούν, τα συνόδευα στον παπά στην εκκλησία να τελειώσουνε, να τα ξαναπάω πίσω, να πάω στην άλλη τάξη, ξανά το ίδιο. Δηλαδή, μου είχανε δώσει προνόμια… Μου είχανε… που μέχρι τώρα έλεγα: «Γιατί με προτιμούσαν; Γιατί;». Δεν το έχω ακόμα καταλάβει, δηλαδή, λέω ότι δεν το έχω καταλάβει. Ο χαρακτήρας μου; Και εγώ δεν ξέρω να σας πω. Μία εμπιστοσύνη! Δηλαδή επήρα τόσα πολλά από αυτό το σχολείο, άλλαξα, έγινα άνθρωπος. Αυτή η καλόγρια, που δουλεύαμε μαζί, μου έδωσε τόσο πολλή αγάπη, που πρώτα απ' όλα με φώναζε ότι είμαι η κόρη της. Ήρθαν στον γάμο μου. Οι καλόγριες ήρθαν στον γάμο μου. Ήρθανε οι άλλες οι δασκάλες όλες στον γάμο μου, μου κάνανε δώρα. Μπορώ να πω ότι έζησα ευτυχισμένα χρόνια σε πάρα πολλή αγάπη.

Μ.Κ.:

Ναι. πόσες δασκάλες ήσασταν σε αυτό το σχολείο;  

Μυρτώ:

Πολλές! Ήτανε νηπιαγωγείο, septième, sixième, cinquième, όχι, όχι, νηπιαγωγείο, septième, huitième, huit, neuf, dix, onze, douze, το πάω ανάποδα, ήτανε νηπιαγωγείο, septième, sixième, ανάποδα, cinquième, quatrième, troizième, second, première, εγώ, της γυμναστικής, της φωνητικής.. Δηλαδή ήτανε καμιά δεκαριά δασκάλες, οι οποίες ήταν από το σχολείο άλλες και άλλες όχι και ήταν άλλες τόσες καλόγριες. Καθηγήτριες καλόγριες, όμως.

Μ.Κ.:

Και πόσες ήταν οι τάξεις;

Μυρτώ:

Ήτανε από το νηπιαγωγείο και μετά, ήτανε έβδομη, έκτη, πέμπτη, τέταρτη, τρίτη, δύο, ένα. Πέντε, έξι, εφτά, οχτώ.

Μ.Κ.:

Και αυτό που είπατε με την εξομολόγηση ήτανε υποχρεωτικό στο συγκεκριμένο σχολείο να εξομολογηθούν;

Μυρτώ:

Ναι, ήταν καθολικό το σχολείο, αλλά όχι, στις Ελληνίδες ποτέ μα ποτέ -αυτό μπορώ να σας το πω, γιατί το έζησα πέντε χρόνια- ποτέ δεν υποχρέωσαν ούτε είπανε. Όποιος ήθελε πήγαινε, δεν ήταν υποχρεωτικό. Ήταν για τους καθολικούς, κατά κάποιο τρόπο, που θέλανε να πάνε. Δεν ξέρω αν υποχρέωσαν ποτέ μία καθολική κοπελίτσα να πάει. Δεν ξέρω. Ήτανε θηλέων, μόνο το νηπιαγωγείο ήτανε μικτό.

Μ.Κ.:

Η πιο όμορφη, έτσι, ανάμνησή σας ως δασκάλα ποια είναι;

Μυρτώ:

Όταν ανεβάσαμε τις εκθέσεις και έβλεπα να γεμίζει η αίθουσα με τα παιδιά μας, που λέγαμε τα χειροτεχνήματά μας ήτανε τα παιδιά μας με την καλόγρια και να παίρνω -πώς το λένε;-: «Μπράβο» και να παίρνω «Συγχαρητήρια». Και να έρχεται δημοσιογράφος και να μας βάζουνε στην εφημερίδα την τοπική φωτογραφίες για τη δράση μας στο σχολείο. Να σας πω, βέβαια και στην Ελλάδα, είχα μία έτσι μεγάλη ικανοποίηση στη ζωή μου, αλλά δεν θα ήθελα να ανοίξω… είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο εδώ. Εκτός αν θέλετε, να κάνω μια παρένθεση μόνο για αυτό.

Μ.Κ.:

Ό,τι θέλετε εσείς.

Μυρτώ:

Όταν ήρθα εδώ, εργάστηκα σε πολλούς χώρους, αλλά η πρώτη μου ήταν… είδα σε μία εφημερίδα μία ανακοίνωση από έναν οίκο αισθητικού, κομμωτηρίου και σάουνας. Μεγάλο οίκο, λεγόταν Lou Mosky, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Επήγα λοιπόν και με προσέλαβαν ως ρεσεψιονίστ, γιατί είχε τόσο πολλή δουλειά,  έπρεπε να ήσουνα πολύ γρήγορη, πολύ καπάτσα και να συντονίζεις κομμωτήριο με χαρτάκια, με... να παίρνεις χρήματα, με τις σάουνες, με τις beauté και τα λοιπά. Τα κατάφερα, αλλά έπρεπες το βράδυ να παραδώσω, επήγαινε 22:00 η ώρα και έπρεπε να παραδώσω χρήματα στο λογιστήριο, πήγαινε 23:00 η ώρα, να πάω σπίτι μου. Ο σύζυγος δυσανασχέτησε και πήγα πάνω και της είπα ότι: «Δυστυχώς, μ’ αρέσει η δουλειά μου, αλλά δεν θέλω να χωρίσω και τον άντρα μου. Θα αναγκαστώ να σταματήσω. Λοιπόν, δίνω διορία δεκαπέντε μέρες, να προσλάβετε κάποια στη θέση μου». Σε αυτό το… η κυρία ήταν απ’ την Αίγυπτο και είχε έναν αδελφό, ο Μοσκύ, που ήτανε πολύ μεγάλος ντεκορατέρ, δηλαδή αναλάμβανε σπίτια να τα διακοσμήσει στη Θεσσαλονίκη. Μία μέρα, λοιπόν, μπαίνοντας στο σπίτι, στο γραφείο της, κάτι με φώναξε, την είδα να κλαίει. Της είπα: «Κυρία Μοσκύ, μήπως μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;», «Τι να μου κάνεις εσύ παιδί μου;» μου λέει «Δεν γίνεται». Της λέω: «Δεν ξέρετε καμιά φορά. Βέβαια, δεν θέλω να είμαι αδιάκριτη, αν νομίζετε ότι κάτι μπορώ να βοηθήσω». Μου λέει: «Να σου πω» λέει «παιδί μου τι είναι. Έχω έναν αδερφό που είναι αυτό και αυτό, αλλά δε μπορεί να έρθει, να μου διακοσμήσει την αίθουσα, γιατί θα δώσω σε λίγες μέρες απονομή -πώς το λένε; Είχε μαθήτριες αισθητικών-. Η αίθουσα πάνω στον τοίχο έχει μία τρύπα πρέπει να βαφτεί και σε μία εβδομάδα, εγώ πρέπει να παραδώσω τα ενδεικτικά». Ήταν μία μεγάλη αίθουσα μακριά, αυτό είναι μία μεγάλη εμπειρία, που πραγματικά από κει πήρα τα εύσημα και με γράψανε οι εφημερίδες, δεύτερη φορά. Λοιπόν, είχε μακριά παράθυρα και κάτω πρεβάζι από τη μία μεριά και από την άλλη, είχε νέον παραλληλόγραμμα, περίπου ογδόντα πόντους, με τη λάμπα μέσα, αλλά έπρεπε να μπει τζάμι εκεί. Δεν μπορούσε να είναι με τις δύο λάμπες εκεί πέρα και χτυπιόταν αυτή, γιατί τη γελάσανε οι μαστόροι το ένας, το άλλος. Λέω: «Μπορώ να το δω;». Εγώ είχα κλίση μεγάλη στη διακόσμηση. Κάτω δεν είχαμε σχολή για να πάω. Λοιπόν, μου λέει: «Να σε πάω να το δεις». Πάω πάνω, βλέπω ήταν γεμάτο βιβλία. Ρίχνω μία ματιά, της λέω: «Μπορείτε να μου διαθέσετε τις κοπελίτσες, να αδειάσουν τα βιβλία από δω, όλα να φύγουνε;». «Είσαι στα καλά σου;» μου λέει «Τι θα κάνεις;», «Με εμπιστεύεστε;» της λέω «Εγώ θέλω τρεις μέρες και πολύ λίγα λεφτά». «Τι θα κάνεις, θα μου πεις;», «Θα δείτε [00:40:00]από την πρώτη μέρα!». «Λοιπόν, παίρνω ένα ταξί» της λέω «Πάω στου Πάλλη» και παίρνω ένα χαρτί, που είναι σαν κερί, που άμα το βάλεις στο φως, κάνει σαν σχήματα μέσα και γυρίζω. «Βάλτε να καθαρίσουνε την αίθουσα» της λέω «Φέρτε γυναίκα να καθαρίσει την αίθουσα και βάλτε τις καρέκλες σαν να… όπως βάζετε για τους ξένους, που θα έρθουνε». Και είχε και ένα τζάκι. Λοιπόν, καθαρίζουν τα τζάμια όλα και στα πρεβαζάκια αυτά βάλανε σε όλο το μήκος τα διαφημιστικά φυλλαδιάκια, που ήτανε σαν μικρά έτσι μπλοκάκια, σε όλο το μήκος του πρεβαζιού, μέτρα! «Και αυτά;» μου λέει. Κάθισα κάτω, λοιπόν, έκοψα, ας πούμε, είναι τόσο το χαρτί και εδώ πέρα σχεδίασα μία γιρλάντα από λουλούδια και την έκοψα, κοφτό. Το έβαλα με σελοτέιπ, έκλεισα, και το φως που άναβε, έβγαινε μέσα από τη γιρλάντα αυτή των λουλουδιών… Ένα πράγμα υπέροχο! Έμεινε! Την ώρα που εγώ δούλευα κάτω στο χαλί, βλέπω δύο πόδια ανδρικά και κάνω έτσι, τρόμαξα, γιατί ήμουνα μόνη μου πάνω και μου λέει: «Ποια είσαι εσύ;». Λέω: «Υπάλληλος της κυρίας Μοσκύ». Μου λέει: «Και πού τα έμαθες εσύ αυτά;». Λέω: «Είχα κλίση, έκανα σε σχολείο» λέω «Kαι εκεί πέρα πήρα πολλά. Είχα ιδέες και αυτά και έχω χάρισμα» του λέω και «Εντάξει» μου λέει «Θα τα πούμε. Να σε δω να τελειώνεις». Αυτός όταν είδε ότι τα κατάφερνε και δεν τον καλούσε να έρθει, σου λέει: «Τι γίνεται;» και σηκώθηκε και ήρθε, να δει τι έκανε και με είδε εμένα πάνω, σου λέει: «Ποια είναι αυτή;». Λοιπόν, τι έκανα; Της λέω: «Θα μου φέρεις ένα ωραίο τσεβρέ κέντημα, θα το βάλουμε πάνω στο τζάκι, ένα ωραίο βάζο, πάνω-κάτω, από πάνω-κάτω». Όχι! Πάνω! Κάτω δεν ήθελα και την ίδια μέρα επήγα… Εκεί «Αυτή η τρύπα;» μου λέει. Είχα εγώ από τον Λίβανο ένα κομμάτι ύφασμα, μπροκάρ το λένε, είναι σατέν με ασημένια μέσα. Λοιπόν, της το έβαλα και το τράβηξα έτσι με μία φούντα. Και έκλεισε όλη η τρύπα που ήτανε αυτή και έβαλε την έδρα μπροστά, ένα πράγμα υπέροχο! Και πήγαμε και πήραμε όσα γαρύφαλλα μπορείς να φανταστείς και αρχίσαμε και βάλαμε εκεί που ήταν… ήταν τα διαφημιστικά ανάμεσα κόκκινα γαρυφαλλάκια, στο βάζο κόκκινα γαρύφαλλα. Μέσα από το τζάκι βγαίνανε γαρύφαλλα και γύρω από το κάδρωμα για τα φώτα, τα νέον που είχε, βάλαμε σπαράγγι. Ξέρεις τι είναι το σπαράγγι; Είναι πράσινη, σαν γιρλάντα, αληθινό, πιασμένα με κόκκινα γαρύφαλλα στην αρχή που πέφτανε κάτω, έτσι. Δεν μπορείς να φανταστείς την ομορφιά που έγινε αυτό το πράγμα! Μετά λοιπόν λαμβάνω ένα κάλεσμα, άσε γράψαν οι εφημερίδες, γιατί ήρθανε, ήταν μεγάλη, κοσμικό γεγονός και... «Ποιος διακόσμησε αυτό το πράγμα;». Έρχεται ο Μοσκύ και μου προτείνει συνεργασία στη Θεσσαλονίκη, να λαμβάνει αυτός τα σπίτια κι εγώ να διακοσμώ. Αλλά ποιος θα πάει Θεσσαλονίκη; Να αφήσω τον άντρα μου, να πάω; Τα 'χασα! Ήταν μία εμπειρία μεγάλη. Είχα μία ζωή γεμάτη απ' ό,τι βλέπεις.

Μ.Κ.:

Πώς νιώσατε που έπρεπε να αρνηθείτε κάτι τέτοιο;

Μυρτώ:

Πώς ένιωθα που;

Μ.Κ.:

Που έπρεπε να αρνηθείτε αυτή την πρόταση με τη Θεσσαλονίκη;

Μυρτώ:

Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Όχι, ούτε καν. Είμαστε πολύ δεμένοι με τον άντρα μου, πάρα πολύ δεμένοι.

Μ.Κ.:

Σαν εσείς που δουλέψατε έτσι και τα λοιπά, νιώσατε ποτέ κάποια διάκριση εις βάρος σας, επειδή είστε γυναίκα στον εργασιακό χώρο;

Μυρτώ:

Ναι ένιωσα. Κοίτα, μην με βλέπεις τώρα που είμαι ογδόντα πέντε. Υπήρξα λεπτή, με ένα προσωπάκι πολύ λεπτό και πολλοί με φλερτάρανε στις δουλειές μου, αλλά με τη σοβαρότητά μου αυτούς τους σταματούσα. Αλλά αργότερα, εργάστηκα σε μία τεχνική εταιρεία και από εκεί έφυγα ένα βράδυ, διότι ένα στέλεχος από κει μέσα με ενοχλούσε. Ήταν η πρώτη σοβαρή ενόχληση που δέχτηκα έτσι μες στη δουλειά μου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο διευθυντής μου είχε αναθέσει, πολύ μεγάλη εταιρεία, φτιάχνανε αλευρομύλους σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό και στη Βηρυτό και, και, και... Ήθελε να δωρίσει σε όλους τους αλευρομύλους και σε όλη τη χώρα, στα χωριά και αυτά, να κάνει δώρα Χριστουγέννων και έπρεπε να κάνω μία κατάσταση και κανένας δεν την αναλάμβανε και μου έλεγε: «Νομίζω ότι η υπομονή σου, μόνο εσύ θα τα καταφέρεις, να το κάνεις ένα δρομολόγιο». Και πήγε 22:00 η ώρα το βράδυ και εγώ δεν μπορούσα, παίρνω τηλέφωνο τον άντρα μου -τότε είχε και αυτοκίνητο- και του λέω: «Ντίνο μου δεν μπορώ να τελειώσω, θα έρθεις να με πάρεις;». Μου λέει: «Ναι, ναι, εντάξει μην ανησυχείς». Ήταν στο Κουκάκι αυτή η εταιρεία. Και εκεί που εργαζόμουνα, αυτός που με ενοχλούσε, ανεβαίνει πάνω, δεν ήταν κανείς και έρχεται και προσπαθεί να με στριμώξει, να με φιλήσει. Παλεύω, λοιπόν, του δίνω και μία γροθιά, του λέω: «Σε παρακαλώ φύγε, έρχεται ο άντρας μου». Τέλος πάντων, έφυγε, τον έδειρα, τον έκανα, τότε ήμουν αγριοκάτσικο, ήμουνα πολύ γεροδύναμη. Aλλά μετά, έκανα μία κατάσταση τι δουλειές κάνω, έφυγα από εκεί. Πονούσα και αγαπούσα τόσο πολύ τη δουλειά μου, που έφυγα από το Κουκάκι και πήγα στα Σεπόλια με τα πόδια, για να εκτονωθώ. Μια άλλη μέρα, όχι τη μέρα εκείνη που ήρθε και με πήρε ο άντρας μου. Δεν του είπα τίποτα, παρά πήγα εκεί πέρα και του λέω: «Ντίνο, έτσι και έτσι, σταματάω, δεν θα ξαναπάω», «Και τι θα κάνεις;», «Θα κάνω αρρώστια». Ήρθανε σπίτι και ο διευθυντής ο ίδιος, μου διπλασίασαν τον μισθό μου να ξαναπάω, δεν γύρισα.

Μ.Κ.:

Το καταγγείλατε το περιστατικό;

Μυρτώ:

Όχι.

Μ.Κ.:

Ούτε στον διευθυντή το είπατε;

Μυρτώ:

Όχι, γιατί ο διευθυντής ήταν φίλος μου και η γυναίκα αυτού, του παλικαριού αυτού, ήταν συμμαθήτριά μου και φίλη από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Δεν ήταν άγνωστος, ήταν Αιγυπτιώτες όλοι αυτοί.

Μ.Κ.:

Και δεν θέλατε να τον εκθέσετε;

Μυρτώ:

Ναι, ήτανε κλειστός. Πέθανε βέβαια, ο άνθρωπος, δεν υπάρχει, αλλά δέχθηκα αυτή... Ερχότανε -είχα το γραφείο μου- ερχότανε από την πόρτα και μου έλεγε έτσι σόκιν πράγματα, για να με ερεθίσει. Να με... «Φύγε από δω -του έλεγα-, γιατί είμαστε και φίλοι. Φύγε» του λέω «Μην με ενοχλείς.» Τίποτα αυτός εκεί, εκεί. «Μία πλατωνική αγάπη» μου έλεγε «Έχω και εγώ.» Το πέρασα κι αυτό.

Μ.Κ.:

Πώς νιώσατε που έπρεπε να αφήσετε τη δουλειά σας για αυτό;

Μυρτώ:

Πάρα πολύ άσχημα! Σου λέω, έφυγα με τα πόδια, για να εκτονωθώ.

Μ.Κ.:

Σας στιγμάτισε αυτό το περιστατικό;

Μυρτώ:

Ναι. Μετά, επειδή ήξερα πολύ καλά τη γαλλική γλώσσα, εργάστηκα σε εταιρεία φαρμάκων, γαλλική εταιρεία, πολύ μεγάλη. Τώρα είναι η μεγαλύτερη εταιρεία. Και από εκεί πήρα σύνταξη.

Μ.Κ.:

Ο μισθός ήταν ποτέ διαφορετικός, δηλαδή μικρότερος, επειδή ήσασταν γυναίκα;

Μυρτώ:

Ναι. Ναι, είχα διαφορά απ’ τους άλλους.

Μ.Κ.:

Καθαρά και μόνο λόγω φύλου; Όχι λόγω υποχρεώσεων;  

Μυρτώ:

Κοίταξε, όταν πήγα ανειδίκευτη σε τεχνική εταιρεία, η θέση μου δεν ήτανε όπως ήτανε τα στελέχη και οι άνθρωποι που σχεδίαζαν. Δεν είχα απαιτήσεις. Εγώ πήγα στο σχεδιαστήριο στην αρχή. Μετά που εξελίχθηκα, ανέβηκα δίπλα στον διευθυντή, αλλά στην αρχή ήταν μικρός ο μισθός, αλλά ήτανε λογικό. Πήγα και οργάνωσα το σχεδιαστήριο είκοσι ετών που ήτανε και τους έβαλα σε τάξη.

Μ.Κ.:

Νιώσατε ποτέ ότι χάνετε κάποια ευκαιρία, επειδή είστε γυναίκα; Ή ότι δεν σας δίνεται μία ευκαιρία;

Μυρτώ:

Όχι, δεν το νομίζω. Είχα το θάρρος, ας πούμε να...

Μ.Κ.:

Να διεκδικήσετε... Να ρωτήσω κάτι, τώρα πάω πίσω εγώ, στην Αίγυπτο πάλι, υπήρχε έτσι κάποιο έθιμο ή κάτι που γιορταζόταν, που σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη; Εκτός από το Πάσχα, που μου αναφέρατε.

Μυρτώ:

[00:50:00]Ναι. Πάσχα, όπως σας είπα, ναι, οι εκκλησίες, η Ανάσταση... Έθιμο; Όχι. Γιορτάζαμε την Καθαρά Δευτέρα, όπως γιορτάζουν εδώ. Δεν θυμάμαι κάτι το ιδιαίτερο. Θυμάμαι σαν παρέα όταν μεγαλώσαμε, έφηβοι πια, πριν μπλέξουμε τα αδέλφια, αυτά της Αθηνάς, ο μέλλων άντρας της αδελφής μου, ο δικός μου και όλη η παρέα τους, τα προσκοπάκια και αυτά, κάναμε εκδρομές. Παίρναμε τον σιδηρόδρομο τότε και πηγαίναμε σε ένα προάστιο, λεγότανε «Μαριούτ». Και εκεί κάναμε τις ημερήσιες εκδρομές μας, γυρίζαμε, τραγουδούσαμε, ζευγαρώνανε!

Μ.Κ.:

Επειδή η ιστορία με τον άντρα σας η γνωριμία είναι πάρα πολύ έτσι ωραία, πώς από φίλοι τελικά γίνατε ζευγάρι; 

Μυρτώ:

Όχι, ο άντρας μου έφυγε το ‘50 να σπουδάσει και έκανε εφτά χρόνια σπουδές στη Χημεία. Όταν έφυγε, εγώ ήμουνα δεκαπέντε χρονών, αφού γεννήθηκα το ‘35. Λοιπόν, τον συναντούσα στο σπίτι των παιδιών αυτών, παίζαμε, γελούσαμε. Οχτώ χρόνια διαφορά είχαμε και με κοίταζε σαν το μικρό της παρέας, με πείραζε, τον πείραζα, αλλά αθώα και όμορφα και καλά. Όταν έφυγε, έκανε ένα χρόνο να γυρίσει. Στο αυτό… εγώ αδυνάτισα, έκοψα τα μαλλάκια μου, τα έκανα περμανάντ, άφησα τις καλτσούλες και έβαλα καλτσούλα, δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών πια και η μητέρα μου μάλιστα, από πλάκα, τους έβλεπε το φλιτζάνι. Ήτανε πολύ κοινωνική η μάνα μου και την αγαπούσαν οι νέοι πάρα πολύ! Όλη αυτή η παρέα, λοιπόν, έλεγε: «Κυρία Ελευθερία, να μας πεις το φλιτζάνι». Είχανε μαζευτεί σπίτι μας μία Κυριακή πρωί και ήταν όλοι οι φίλοι αυτοί, πέντε-έξι από τους πολύ-πολύ στενούς φίλους. Εγώ έλειπα και γύρισα, μπήκα μέσα: «Ω ρε παιδιά! Παρέα εδώ σήμερα, τι χαρά! Ήρθατε» λέω «όλοι μαζί, να σας πει η μαμά το φλιτζάνι;». Γιατί τα έβλεπα αυτά. Και «Γεια σου ρε Ντίνο» του λέω «Τι κάνεις;», «Γεια» μου είπε. Με κοιτάει και γυρνάει και λέει του Αντώνη: «Ποια είναι αυτή;», «Έλα Χριστέ και Παναγιά!» του λέει «Δεν γνώρισες;», «Έλα ρε! Πώς άλλαξε έτσι; Πώς έγινε;». Μετά, το απόγευμα ήταν να πάμε βόλτα. Στη βόλτα, αυτό ήτανε! Ήτανε coup de foudre που λένε! Από εκείνη την ημέρα είχε κολλήσει. Έφευγε τον χειμώνα όλο, είχα… ήξερα ότι -γιατί ήταν και τσαχπίνος- θα τον τριγυρίζανε στην Ελλάδα οι φοιτήτριες και είχε και παρέα εδώ, ότι τον άλλο χρόνο δεν θα τον ξαναδώ. Πώς κράτησε αυτός ο έρωτας... Ερχόταν κάθε καλοκαίρι περνούσαμε μαζί, αρραβωνιαστήκαμε μετά, δώσαμε λόγο, περιμέναμε να τελειώσει. Έκλαιγα στο λιμάνι, στο μουράγιο, έκλαψα στα μουράγια της Αλεξάνδρειας, στο λιμάνι που φεύγαν τα πλοία!

Μ.Κ.:

Δύσκολο αυτό να φεύγει όμως, έτσι;

Μυρτώ:

Και τώρα που έφυγε, δεν θέλω να κλάψω. Θα κρατηθώ. Είναι τώρα τρία χρόνια, δυόμιση χρόνια που τον έχασα. Δεν μπορώ να το παραδεχτώ ακόμα. Καμιά φορά, για να παρηγορηθώ, λέω: «Πες ότι έχει φύγει για σπουδές και θα 'ρθει το καλοκαίρι».

Μ.Κ.:

Όπως παλιά, Ε; Πάρα πολύ όμορφη ιστορία.-

Μυρτώ:

Ήταν μεγάλη αγάπη. Μεγάλος δεσμός. Ναι.

Μ.Κ.:

Πολύ μεγάλη αγάπη!

Μυρτώ:

Δύσκολα βρίσκεις και δεν τη ζεις. Η παρέα, μας έλεγε: ο «Μιμίκος και η […]»! Έμαθες πολλά για τη ζωή μου σήμερα, ε;

Μ.Κ.:

Πάρα πολλά! Πάρα πολλά όμορφα πράγματα!

Μυρτώ:

Ναι, είμαι γεμάτη. Ταξίδεψα, δεν μου χάλασε χατίρι, ό,τι ήθελα! Ρουχισμό, το ένα, τ' άλλο! Το μόνο παράπονο ήτανε ότι εδώ συγκατοικήσαμε με τους γονείς, γιατί είχαν δικό τους σπίτι. Όταν θελήσαμε κάποια στιγμή να φύγουμε, είχαν μεγαλώσει και εγώ η ίδια, άρχισα να τους λυπάμαι να τους αφήσω. Δεν κρατούσε η καρδιά μου. Έμειναν ως το τέλος, τους κοίταξα, φύγανε και οι δύο και τότε αλλάξαμε και πήραμε το διαμέρισμα, γιατί το σπίτι είχε παλιώσει κιόλας, που μέναμε. Εκεί ήταν και μονοκατοικία και φοβόμουνα, αλλά επειδή δεν ακολούθησε τη Χημεία, ακολούθησε τον τουρισμό, η ζωή μάς πάει όπου θέλει. Όταν ήταν φοιτητής, εκεί που έμενε, του είχαν προτείνει, για να βγάζει χαρτζιλίκι, είχανε πρακτορείο ταξιδίων, να εργάζεται λίγο μαζί τους. Άρχισε να εργάζεται εκεί και του άρεσε ο τουρισμός. Ήξερε και ξένες γλώσσες και όταν πια τελείωσε και πήρε το πτυχίο του, δεν άφησε τον τουρισμό. Ασχολήθηκε συνέχεια, περάσαμε καλά, αλλά ταξιδέψαμε! Με πήγε παντού στην Ευρώπη, όπου ήθελα, στους Αγίους Τόπους, Ιταλία, Γαλλία, ούτε θυμάμαι, νησιά, εδώ πέρα, εκεί. Και που δεν έχουμε γυρίσει! Και που δεν έχουμε γυρίσει! Μου είχε κι ένα τραγουδάκι, η Δαφνούλα.

Μ.Κ.:

Μεγάλη αγάπη!

Μυρτώ:

Μεγάλη.

Μ.Κ.:

Στην Αίγυπτο, πίσω εκεί, η μόδα της εποχής, ποια ήταν για τις γυναίκες;

Μυρτώ:

Η μόδα ήτανε, πριν παντρευτώ, ήμουνα στα είκοσι με είκοσι τρία, είκοσι τρία παντρεύτηκα, το φουρό. Σκεφτείτε καλοκαιριάτικο, ότι φορούσαμε τις φούστες, τις λέγαμε «double closs», διπλό φάρδος, και από κάτω φορούσαμε μεσοφόρι με βολάνια. Λοιπόν, είχαμε κάτι μέσες δαχτυλίδι και από κάτω έβλεπες ένα πράγμα «φρου-φρου». Αυτή ήταν η μόδα, αλλά είμαστε πολύ κομψές. Ταγεράκια, φορεματάκια, ας πούμε, μοντέλα και τέτοια.

Μ.Κ.:

Έτσι για-

Μυρτώ:

Καπελάκι, γαντάκι, προσεγμένα, πολύ προσεγμένα.

Μ.Κ.:

Οι γυναίκες εκεί της εποχής εκείνης και στη γειτονιά σας, ποιες ήταν οι αγαπημένες τους ασχολίες;  

Μυρτώ:

Οι γυναίκες που είχαν παιδιά και που οι άντρες είχαν μία καλή δουλειά, μεσαία τάξη, που δεν στερούντουσαν, δεν δουλεύανε. Από τη γενιά μου και μετά αρχίσαμε -δηλαδή από το ’58- ’59- αρχίσαμε να εργαζόμαστε οι κοπέλες. Οι μητέρες μας, ας πούμε, δεν δουλεύανε. Ήτανε νοικοκυρές.

Μ.Κ.:

Είχαν και Συλλόγους Κυριών και τα λοιπά;

Μυρτώ:

Βεβαίως! Βεβαίως! Και αγαθοεργίες και συλλόγους να βοηθούν και πρόνοια και... Μα δεν φαντάζεστε! Ήτανε μία μικρή Ελλάδα εκεί πέρα, με τα όλα της.

Μ.Κ.:

Θυμάστε κάτι πιο συγκεκριμένο για αυτά;

Μυρτώ:

Τι να σας πω; Γιατί εγώ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα, αλλά ζούσανε σε ένα δικό τους κόσμο οι κυρίες. Ας πούμε, τώρα η μητέρα μου και οι φίλες της, παίζανε κουμ κανάκι, φτιάχνανε μέσα στην εβδομάδα μπισκοτάκια αλμυρά και αυτά. Είχανε κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, μία μέρα η καθεμία τους, fix, -η μητέρα μου είχε την Πέμπτη, οι άλλες φίλες είχανε μία άλλη μέρα- να μαζευτούνε το απογευματάκι ως τις 21:00 το βράδυ, όταν δουλεύανε οι σύζυγοι, και να κάνουν το τσάι με τα διάφορα πτι φουρ και τα διάφορα... Αυτή ήταν η ζωή τους. Να παίξουν λίγο κουμ καν, να πλέξουνε, να ράψουνε.  

Μ.Κ.:

Οι αγαθοεργίες, δηλαδή, τι περιλάμβαναν;

Μυρτώ:

Φτωχούς. Υπήρχαν σύλλογοι που είμαστε μέλη και ακόμα υπάρχουν και εδώ. Ο Σύλλογος των Αιγυπτιωτών που έχουμε εδώ. Πληρώνουμε μία συνδρομή, έτσι γινόταν και κάτω. Άλλες δίνουν και χώρο από τη ζωή τους, από τις ώρες τους, πηγαίνοντας, μαγειρεύοντας, μαζεύοντας ρούχα, μοιράζοντας στους φτωχούς. Από τη συνδρομή πληρώνονταν ενοίκια, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Και εγώ τώρα, πληρώνω συνδρομή στον σύνδεσμο και όταν πεθάνει κάποιος δικός μας, αντί στεφάνου, καλά άμα θέλουμε πολλοί συγγενείς κάνουμε και στέφανα, αλλά δίνουμε ένα ποσό στον σύνδεσμο και αυτά πηγαίνουνε για τις βοήθειες αυτές των απόρων. Γινόντουσαν τέτοιες. Υπήρχε συσσίτιο. Υπήρχανε χώροι, έτσι, που δίνανε φαγητό. Υπήρχαν και άνθρωποι που ήτανε άποροι, υπήρχαν αυτά, γηροκομεία πολύ καλά. Αυτά -πώς τα λένε;- που πάνε τα παιδιά τα ορφανά, ορφανοτροφεία, μεγάλα. Όλα αυτά τα βοηθούσαν. Είχαμε μεγάλους ευεργετάς, που επιδοτούσαν όλα [01:00:00]αυτά τα ιδρύματα. Μην ξεχάσετε, αυτοί οι μεγάλοι ιδρυταί, που έχουν εδώ πέρα βοηθήσει την Ελλάδα, ήταν ο Μπενάκης, ο… πώς τον λέγανε; Που είναι στην Έδεσσα, πάνω. Τώρα ξεχνάω το όνομά του. Όλοι αυτοί είναι από κάτω. Ο Χωρέμης, ο Μπενάκης, όλοι αυτοί είναι Αιγυπτιώτες. 

Μ.Κ.:

Υπήρχε έτσι και κάποιο παραδοσιακό γυναικείο έθιμο που μπορεί να θυμάστε;

Μυρτώ:

Ναι, είχαμε. Κάναμε τις Απόκριες και κάτω. Ντυνόμαστε μασκαράδες, μασκαρευόμαστε, βγαίνουμε στους δρόμους, στα -πώς τα λένε;- στα κέντρα, διασκεδάζαμε, όπως στη ζωή εδώ, ήταν, σας λέω, μία μικρογραφία Ελλάδας. 

Μ.Κ.:

Θα κάνατε, θεωρείτε, κάτι άλλο έτσι διαφορετικά στη ζωή σας;

Μυρτώ:

Ναι, θα ήθελα κάτι. Από μικρή μ’ άρεσε το ράψιμο, το έμαθα, ασχολήθηκα πολύ. Και όταν ήρθα στην Ελλάδα, είχα κάνει αίτηση στα νυφικά Ψαράκη και με προσλάβανε. Αλλά έτυχε τότε, να πάω στην εταιρεία αυτή τη γαλλική, να με πάρουν συνέντευξη, να πω το οκέι και δυο-τρεις μέρες μετά, να με πάρουν τηλέφωνο ότι με προσλάβανε εκεί. Πιστέψτε με ότι έκλαψα! Ήθελα πολύ να δουλέψω! Ήταν ένα απωθημένο μου, που μου έμεινε στη ζωή, αυτό. Ήθελα να δουλέψω στα νυφικά, θα είχα ωραίες ιδέες. Κάλπαζε η φαντασία μου εμένα.

Μ.Κ.:

Είναι κάτι άλλο που εσείς θα θέλατε έτσι να προσθέσετε; Κάποια άλλη σας ανάμνηση που θέλετε να μας πείτε;

Μυρτώ:

Όχι. Ήθελα ένα παιδί που δεν ήρθε… αν αυτό είναι μέσα στο… μπορώ να το προσθέσω. Ήταν ένα παιδί, που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Καμιά φορά λένε: «Αυτοί δεν κάνανε παιδιά. Κρίμα δεν θα θέλανε!». Δεν μπορεί να ξέρεις ένα ζευγάρι, που προσμένει ένα παιδί, κάθε φορά που βλέπει ότι δεν ήρθε, έρχεται η έμμηνος ρύση, τι απογοήτευση είναι! Να έχεις μία προσδοκία και ξαφνικά να βλέπεις ότι πάει, χάθηκε και αυτή. Βέβαια, μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Ο σύζυγός μου ήταν ντροπαλός και η παλιά γενιά ήταν διαφορετική. Σήμερα οι άντρες είναι πιο ελεύθεροι και προσπαθούνε να ξεπεράσουν τα ταμπού τους. Ο δικός μου δεν το ξεπέρασε, ντρεπόταν να πάει να κάνει μία εξέταση σπέρματος. Εγώ πήγα στον γιατρό, με εξέτασε ως ένα σημείο και μου είπε: «Θα σταματήσουμε εδώ». Μην κοιτάτε, βάζουμε πόσα χρόνια; Εξήντα χρόνια πριν! Δεν ήταν τα μέσα τα τωρινά! Δεν υπήρχανε -πώς τα λένε;- υπερηχογραφήματα και τέτοια. Βαδίζανε στα τυφλά. «Εάν σκαλίσουμε, μπορεί να σου κάνουμε και κακό. Θα σταματήσουμε εδώ. Θα κάνει ο σύζυγός σου εξέταση και αν είναι εντάξει, τότε να προχωρήσουμε θεραπεία σε σένα». Του είπα, δεν θέλησε να πάει, το σεβάστηκα. Και έπειτα, υπήρχε τόση αγάπη αναμεταξύ μας, που του είπα: «Ξέρεις άντρα μου, αν καμιά φορά έρθει, έρθει. Αν δεν έρθει, να μην ξέρουμε ότι φταις εσύ ή ότι φταίω εγώ. Μπορεί αυτό να μας κάνει κακό και να το μετανιώσουμε. Άσ’ το.». Αλλά τώρα μου θυμίσατε κάτι πάνω σε αυτό το θέμα. Εκεί στην εταιρεία τη γαλλική που εργαζόμουνα, υπήρχε μία συνάδελφος χημικός, που έρχεται μία μέρα και μου λέει: «Βρε Μυρτώ, έχω εκτιμήσει τον χαρακτήρα σου και δεν έχεις παιδιά -τη γνώριζα χρόνια- έχει ένα περιστατικό και σκέφτηκα εσένα. Στην πολυκατοικία μας συνέβη ένα δυστύχημα. Μία οικογένεια με ένα αγοράκι τεσσάρων χρόνων. Θα συγκινηθείς. Ο Παύλος. Έμεινε ορφανός. Κάτω υπάρχει ένας τσαγκάρης. Δεν πέθαναν αμέσως, αλλά του είπανε, εάν μπορεί να τον κρατήσει, μέχρι να βρει μία οικογένεια σωστή, μην τον πάει σε ορφανοτροφείο. Και σε σκέφτηκα». Αυτό με στοίχειωσε σε όλη μου τη ζωή, που δεν το έκανα. Το 'θελα να το κάνω. Γιατί δεν το έκανα; Γιατί η πεθερά μου ήταν παράξενη. Έπρεπε να… θα ήταν ανένδοτη, θα του είχε κάνει τη ζωή δύσκολη. Έπρεπε ή να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι, να παρατήσω τους γονείς, οι οποίοι ήταν υπερήλικες, δεν χωρούσαμε κιόλα ή να αφήσω το παιδί. Επάλεψα πολύ για αυτό. Τελικά το άφησα.

Μ.Κ.:

Ο σύζυγός σας ήθελε;

Μυρτώ:

Ναι. Και τώρα, μέχρι τώρα το σκέφτομαι και λέω: «Αν το είχα τώρα, θα ήτανε -δεκατρία χρόνια και είκοσι πέντε- θα ήταν τριάντα πέντε χρονών. Αυτό ναι. Με ρώτησες αν μετάνιωσα κάτι, αυτό το μετάνιωσα.

Μ.Κ.:

Και λόγω των γονιών του συζύγου σας ήταν η επιλογή αυτή, έτσι;

Μυρτώ:

Η πεθερά μου ήταν πολύ παράξενη.

Μ.Κ.:

Ήταν δύσκολο για την εποχή να δεχτεί κάτι τέτοιο;

Μυρτώ:

Πάρα πολύ δύσκολο.

Μ.Κ.:

Οπότε γενικώς, η υιοθεσία δεν ήτανε μία επιλογή;

Μυρτώ:

Όχι.

Μ.Κ.:

Ωραία.

Μυρτώ:

Τώρα, αν το είχε αποφασίσει ο σύζυγος και το επέμενε, αλλά δεν... Και εκείνος, ας πούμε, το ήθελε, αλλά δεν το πήρε ζεστά το θέμα, δεν το επεδίωξε.

Μ.Κ.:

Για εσάς ήτανε δύσκολο για την εποχή να το διεκδικήσετε;

Μυρτώ:

Ναι, ήταν οι εποχές δύσκολες τότε. Οι άντρες δεν... Τώρα χαίρομαι, γενικά και οι γυναίκες και οι άντρες τώρα, έχουνε προχωρήσει, είναι πιο ανοιχτοί, είναι πιο εύκολοι να κάνουν ένα βήμα.

Μ.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!-

Μυρτώ:

Να ‘σαι καλά!-

Μ.Κ.:

Ήτανε μία υπέροχη συνέντευξη.-

Μυρτώ:

Να ‘σαι καλά!-

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.-

Μυρτώ:

Άνοιξε η καρδιά μου, άνοιξε το μυαλό μου, μπήκανε αναμνήσεις από τα παλιά και εγώ ευχαριστώ!

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι!