© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από Δύση σ' Ανατολή και τούμπαλιν: η νεότερη Θεσσαλονίκη μέσα από τρεις γειτονιές της

Κωδικός Ιστορίας
11548
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αγνή Κολιαδήμου (Α.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/09/2020
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με μία ακόμα συνεντευξιαζόμενη για αυτό το project, την κυρία Αγνή Κολιαδήμου, η οποία θα μας μιλήσει για διάφορες γειτονιές της Θεσσαλονίκης και για το πώς ήταν να ζει σε αυτές. Καλησπέρα σας.

Α.Κ.:

Καλησπέρα.

Κ.Κ.:

Σας ευχαριστούμε πολύ που είστε σήμερα εδώ, μαζί μας.

Α.Κ.:

Ευχαριστώ κι εγώ για τη συνέντευξη.

Κ.Κ.:

Να είστε καλά. Θέλετε, ξεκινώντας, να μου πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;

Α.Κ.:

Γεννήθηκα το 1965 στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο Βαρδάρη, σε ένα στενό για την ακρίβεια μες στο Βαρδάρη, που σήμερα λέγεται Καλλινίκου, λίγο πιο κάτω απ’ τους Δώδεκα Αποστόλους.

Κ.Κ.:

Και μεγαλώσατε εκεί;

Α.Κ.:

Μεγάλωσα εκεί μέχρι τα 17 μου χρόνια, όταν μετακομίσαμε, για ένα σύντομο διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων, στην οδό Παπαναστασίου, στο ύψος του Ιπποκράτειου και στη συνέχεια στη Χαριλάου, στην οδό Νικάνωρος, όπου έζησα ακόμα κάποια χρόνια, μέχρι που τελείωσα το Πανεπιστήμιο.

Κ.Κ.:

Αδέρφια έχετε;

Α.Κ.:

Έχω μία αδερφή, μεγαλύτερη από μένα ενάμιση χρόνο.

Κ.Κ.:

Και οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;

Α.Κ.:

Ο πατέρας μου είχε μία βιοτεχνία εκεί, στη γειτονιά, στο Βαρδάρη, στην Κωστή Παλαμά. Κατασκεύαζαν μπλουζάκια και λοιπά. Κάναν εξαγωγές. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πάρα πολλές τέτοιες βιοτεχνίες. Πριν από αυτό, ήταν εμποροϋπάλληλος στη Βαλαωρίτου. Δούλευε πρώτα στο «Σταμίων» –ένα καπελάδικο, ένα εργοστάσιο που υπάρχει ακόμα– και στη συνέχεια έκανε δική του δουλειά. Άνοιξε ένα εμπορικό στην οδό Συγγρού, στη Συγγρού 1, και στη συνέχεια άνοιξε τη δική του βιοτεχνία. Όπως σας είπα, στεγαζόταν για πολλά χρόνια στην οδό Κωστή Παλαμά 7.

Κ.Κ.:

Ωραία. Σχολείο πού πήγατε;

Α.Κ.:

Πήγα στο Δημοτικό, στο 55ο Δημοτικό Σχολείο, στην οδό Κρυστάλλη, στην πλατεία Αντιγονιδών, δηλαδή, σ’ εκείνη την περιοχή. Στη συνέχεια –τελείωσα εκεί το Δημοτικό και στη συνέχεια πήγα Γυμνάσιο, στο 23ο Γυμνάσιο, που τότε στεγαζόταν πολύ ψηλά προς την… Στου Θερμού, όπως λέγαμε εμείς, στις Συκιές, δηλαδή, στην περιοχή της Βάρνας. Και όταν το 4ο Λύκειο έγινε μικτό –γιατί τότε ήταν Αρρένων και δεν μπορούσα να πάω–, Λύκειο που είναι δίπλα, μεσοτοιχία με το Δημοτικό που πήγαινα, επέστρεψα εκεί και τελείωσα εκεί το Λύκειο.

Κ.Κ.:

Αναφερθήκατε σε δύο τοπωνύμια που δεν τα γνώριζα για τις Συκιές προσωπικά: Βάρνα και Θερμού; Έτσι λέγονταν τότε; Έχετε καθόλου εικόνα–

Α.Κ.:

Και νομίζω λέγονται και σήμερα. Γιατί είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Αν θες, μπορώ να στα πω κι απ’ την αρχή, πριν φτάσω στη Βάρνα–

Κ.Κ.:

Φυσικά.

Α.Κ.:

Να σου πω, όμως: Ήταν… Είναι προσφυγική γειτονιά. Τότε εγώ δεν το ήξερα. Δεν το ‘χα συνειδητοποιήσει. Φτωχογειτονιά την εποχή που πήγα εγώ. Εμείς δεν ήμασταν καθόλου ευκατάστατοι. Ήμασταν, όμως, μικροαστοί. Πηγαίνοντας, λοιπόν, εκεί, βρέθηκα σε μια γειτονιά που ήταν διαφορετική απ’ τα βιώματα που είχα εγώ και από πώς κινούνταν τα παιδιά, πώς σκέφτονταν. Στην πορεία, τώρα, εκ των υστέρων, συνειδητοποίησα πως ήταν μια προσφυγογειτονιά με τα δικά της θέματα και προβλήματα και εγώ λίγο αταίριαστη, ας το πω, εκεί. Είναι ανεβαίνοντας από την Παναγία Φανερωμένη προς τα επάνω, στο μέσον περίπου του δρόμου για τις Συκιές, ψηλά, για το Επταπύργιο. Εκεί ήταν το σχολείο το ένα. Το άλλο, το μεγαλύτερο κτίσμα του σχολείου –γιατί ήταν χωρισμένο στα δύο, ήταν πάρα πολύ μεγάλο σχολείο! Να φανταστείς ότι είχε δώδεκα τμήματα η Α’ Γυμνασίου. Εγώ, «Κολιαδήμου», ήμουν στο Α5. Ακόμα το θυμάμαι. Ένα υδροκέφαλο σχολείο. Κι έτσι μας χώρισαν, δεν χωρούσαμε και μας κατέβασαν τα παιδιά του Γυμνασίου σε αυτό το κτίσμα –ο Θεός να το κάνει σχολείο– του Θερμού. Σε υπόγεια αίθουσα κάναμε μάθημα. Ένα πολύ κακό κτίσμα, πολύ παρωχημένο.

Κ.Κ.:

Θέλετε να μας το περιγράψετε λίγο παραπάνω το κτίριο;

Α.Κ.:

Ναι. Κλασικό σχολείο. Δεν έχω ασχοληθεί, δεν ξέρω ποιας χρονολογίας ήταν. Ίσως ήταν και παλιό εργοστάσιο, δεν το ‘χω ψάξει, για αυτό λεγόταν και του Θερμού. Κάτι ήταν εκεί. Μια σχετικά μικρή αυλή, αρκετές υπόγειες αίθουσες με κάγκελα επάνω. Κατά τα άλλα, εντάξει, προσπαθούσαν να το έχουν περιποιημένο. Ήταν βαμμένο και λοιπά. Ένα παρακμιακό, κατά την κρίση μου, σχολείο. Απ’ έξω, δηλαδή… Έχω μια φωτογραφία που ‘μαστε με τις συμμαθήτριές μου στην Γ’ Γυμνασίου και απ’ έξω ο τοίχος ήταν από τούβλα. Δεν ήταν καν σοβατισμένος. Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση είναι. Χάρηκα που έφυγα από ‘κει.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Είπατε πριν ότι σ’ αυτή τη γειτονιά ήσασταν λίγο αταίριαστη, όμως, με–

Α.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Σε σχέση με τα άλλα παιδιά, γιατί έστω, αν και όχι ευκατάστατη οικογένεια, είχατε μία άλλη, ας πούμε…

Α.Κ.:

Μικροαστική κουλτούρα, ας το πούμε.

Κ.Κ.:

Θέλετε λίγο να μας το αναλύσετε παραπάνω αυτό;

Α.Κ.:

Ναι. Πώς το σκέφτομαι… Ας το πάρω… Εγώ γεννήθηκα, είπαμε, στην οδό Καλλινίκου με Παπαρρηγοπούλου. Το σπίτι που γεννήθηκα εγώ πάντα το θεωρούσα, ήταν ένα παλιό σπίτι. Ήταν ένα άσχημο, μια άσχημη πολυκατοικία. Εκ των υστέρων, πάλι, συνειδητοποίησα ότι είχε χτιστεί τη χρονιά που γεννήθηκα. Τι θέλω να πω; Ήταν τόσο κακοφτιαγμένες αυτές οι πολυκατοικίες με την αντιπαροχή! Φρικτές! Δηλαδή, στενά μπαλκόνια –Το μπαλκόνι στο σπίτι μου ήταν όσο να βγάλεις το πόδι σου. Χωρούσε ίσα-ίσα μια καρέκλα στο πλάι. Το δε στενό ήταν 3 μέτρα. Χαρακτηριστικά λέγαμε ότι: «Κάνεις χειραψία με τον απέναντι». Έβλεπες ακριβώς τι γινόταν στο απέναντι σπίτι μέσα απ’ το σπίτι σου και αντίστοιχα και οι απέναντι. Δε, για να δεις ήλιο έκανες έτσι. Ήταν ηλιόλουστο το σπίτι, αλλά για να δεις ουρανό έπρεπε να σηκώσεις πολύ ψηλά το κεφάλι σου. Το σπίτι, λοιπόν, εκείνο εκ των υστέρων έμαθα ότι ήτανε το πατρικό της μαμάς μου. Ήταν ένα παλιό μακεδονίτικο σπίτι, πολύ ωραίο, με καφασωτά, τρίπατο, το οποίο το έφαγε η αντιπαροχή. Μπροστά στα πλατανάκια. Ήταν μια γειτονιά –αν πάρεις συνέντευξη στη μαμά μου, θα σ’τα πει εκείνη καλύτερα, που το ‘χει ζήσει. Εγώ δεν το πρόλαβα αυτό. Μια γειτονιά που ‘χε όλο πλατάνους, ένα μεγάλο φαρδύ δρόμο σαν πλατεία, τον οποίο τον έφαγε το νέο πολεοδομικό. Και… Ήταν η περιοχή που για λίγο δεν είχε καεί και δεν έχει αναπλαστεί όπως οι άλλες. Όμως, όταν ήρθε η αντιπαροχή στη δεκαετία του ’60, έφυγε όλη και το σπίτι των παππούδων μου, από γωνιακό, βρέθηκε σ’ αυτό το στενό που γεννήθηκα εγώ. Εγώ, λοιπόν, καθώς μεγαλώνω αισθάνομαι πως ζω σ’ ένα σπίτι το οποίο είναι παμπάλαιο και σε μια γειτονιά η οποία μου φαινόταν από τότε φριχτή αισθητικά. Δεν μου άρεσε καθόλου. Δηλαδή, τα σπίτια όλα αυτά της αντιπαροχής, του ‘50 και του ‘60, η μια πολυκατοικία πιο άσχημη απ’ την άλλη, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, όπως γενικά ήταν και όλη η γύρω περιοχή. Κάτι διαμαντάκια υπήρχαν. Ας πούμε, ακόμα υπάρχει το ένα περίφημο λουτρό, που είναι πίσω από το σπίτι αυτό, στην οδό Πηνειού, που περνούσαμε και το χαζεύαμε. Και φυσικά η ανάσα: Να βγούμε στην πλατεία Βαρδαρίου. Όμως, τα μειονεκτήματα δεν σταματούσαν εκεί, γιατί το σπίτι είχε τρομερή φασαρία! Εκεί ήταν το εξής οξύμωρο: Το πρωί γινόταν… Είχε τόση φασαρία μέχρι τ’ απόγευμα το σπίτι –θα σου εξηγήσω γιατί– και το βράδυ μια νεκρική σιγή, να φοβάσαι. Αυτή η γειτονιά εκεί, στη γωνία, που είχε δίπλα την οδό Ειρήνης και λοιπά, το πρωί ήταν μία γειτονιά… Δίπλα ήταν η ψαραγορά. Ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη αγορά, που εγώ την πρόλαβα, που έμπαινες μέσα… Ξεκινούσε απ’ την πλατεία Βαρδαρίου προς εκεί, προς την οδό Λαγκαδά, και είχε πάγκους με ψάρια, με πράγματα. Ήταν μεγάλη αγορά, που γκρεμίστηκε σε κάποια φάση, αλλά εγώ την πρόλαβα. Θυμάμαι πηγαίναμε σαν παιδί και αγόραζε ο θείος μου πάγο για την παγωνιέρα της γιαγιάς μου. Γιατί με τη γιαγιά μου μέναμε σε δύο διπλανά διαμερίσματα. Είχε δώσει αντιπαροχή, είχε δώσει το προικώο στη μαμά μου, ένα μικρό σπιτάκι 55 μέτρα και είχε πάρει κι αυτή ένα αντίστοιχο διαμέρισμα στον ίδιο όροφο και έμενε με το θείο μου, που ακόμα τότε, όταν ήμουν πολύ μικρή, δεν ήταν παντρεμένος, και με τον παππού μου. Και όλη αυτή η φασαρία… Ήταν τα ψαράδικα στον επάνω δρόμο, που πήγαινες και ψώνιζε όλη η γειτονιά, η… Μια φασαρία… Από κάτω, στην οδό Παπαρρηγοπούλου με γωνία, με το στενό μας, ήταν ένα μπακάλικο. Απέναντι ήταν ένα ζαχαροπλαστείο. Παρακάτω ήταν ένα καφεκοπτείο. Παρακάτω… Ήταν μια γειτονιά πολύ ζωντανή, έτσι; Παρακάτω τι είχε; Ήταν η «Ειμαρμένη» με τα λαχεία. Υπάρχει ακόμα και σήμερα σε άλλη περιοχή. Παρακάτω το βιβλιοπωλείο που ψωνίζαμε· το καφενείο αριστερά· ο περίφημος Αρχάκης. Αυτός ήτανε… Είχε ποτοποιία κι είχε κι ένα, έτσι, μαγαζί πολύ χαοτικό που μ’ έστειλε η μαμά μου να πάρω διάφορα και φοβόμουν πάντα να μπω, γιατί κι αυτός ήταν ένας πολύ θωρικός και πολύ αυστηρός τύπος και δεν μου άρεσε καθόλου, τον φοβόμουνα. Και καταλαβαίνεις τι οχλαγωγία υπήρχε. Και θυμάμαι διάβαζα σαν μαθήτρια –και Γυμνασίου. Γιατί εκεί πέρα, σου λέω, έφυγα Β’… Γ’ Λυκείου έφυγα. Είχα τελειώσει Β’ Λυκείου κι έφυγα απ’ αυτό το σπίτι– και θυμάμαι ότι από κάτω ακουγόταν όλο αυτό το… Όλη αυτή η φασαρία και ο σαλεπιτζής, ο οποίος περνούσε 16:00 με 17:00 κάθε απόγευμα, γιατί πουλούσε σαλέπι στα μαγαζιά. Όλοι βγαίναν και περνάν. Επίσης, στη γειτονιά απέναντι, σ’ αυτό το μικρό στενό υπήρχε τόρνος, ο οποίος δούλευε όλη τη μέρα. Γκουπ! Γκουπ! Καταλαβαίνεις, τώρα, διάβασμα που κάναμε! Δηλαδή, σήμερα που λεν τα παιδιά: «Δεν μπορώ να διαβάσω» και σκέφτομαι εγώ κι η αδερφή μου σε τι συνθήκες διαβάζαμε. Εντάξει, γελάω! Δε, πίσω ήταν μια τεράστια πρασιά που βλέπαν όλες οι πολυκατοικίες κι από κάτω είχε ένα γκαράζ. Καταλαβαίνεις κι από ‘κει… Δε, βγαίναν όλες οι γυναίκες και, επειδή ήταν κι η εποχή που οι άνθρωποι μιλούσαν απ’ τα μπαλκόνια, συνεννοούνταν: «Θέλω αυτό, θέλω εκείνο», καταλαβαίνεις σε τι πανηγύρι προσπαθούσαμε εμείς να υπάρξουμε. Το σπίτι μικρό, 55 μέτρα. Δεν είχε, δηλαδή, κάποιο χώρο πιο κλειστό εσωτερικά, που θα πεις ότι είχε κάποια ησυχία. Τώρα, βέβαια, μου είναι πολύ γλυκιά ανάμνηση, αλλά τότε θυμάμαι ότι ήταν αρκετά ενοχλητικό. Υπήρχαν φορές που αγανακτούσαμε και λέγαμε ότι δεν αντέχουμε άλλο. Τι γινόταν, τώρα, σ’ αυτή την περίφημη γειτονιά που έβραζε από κόσμο κι από κίνηση και μαγαζιά; Κι ένα λαδά στη γωνία, που ‘ταν μπαμπάς μιας φίλης μου, συμμαθήτριάς μου απ’ το Δημοτικό… Α, να σου πω ότι θυμάμαι στο στενό να περνάει το σκουπιδιάρικο. Ανοιχτό σκουπιδιάρικο. Φαντάσου ένα κάρο μ’ ανοιχτό από πίσω, καρότσα, και οι γυναίκες πετούσαν τα σκουπίδια απ’ το μπαλκόνι. Μου ‘χει μείνει ανάμνησή αυτό. «Ο αραμπατζής», έλεγε η μαμά μου, «περνάει». Έτσι τον λέγαν τότε, τουρκικά στυλ! Και πετούσαν –ακόμα μου ‘χει αυτή η σκηνή– τη σακούλα με τα σκουπίδια στο ανοιχτό κάρο που περνούσε, ας πούμε, κι έφευγε. Τέτοιες σκηνές. Τι γινόταν το βράδυ; Εξαφανιζόντουσαν οι άνθρωποι αυτοί, κλείναν τα μαγαζιά κι η γειτονιά ερήμωνε και γινόταν μια άγρια γειτονιά, γιατί παρακάτω, πάρα πολύ κον[00:10:00]τά, μες στα στενά, υπήρχανε μαγαζιά με κονσομασιόν, έτσι; Υπήρχανε κουτσαβάκια, που τα ‘λεγε ο μπαμπάς μου, μεθύστακες, ναρκομανείς, περίεργοι τύποι που κυκλοφορούσαν, τώρα, σ’ αυτά, γιατί υπήρχαν και οίκοι ανοχής και γενικώς ήταν μία γειτονιά να φοβάσαι τόσο πολύ! Μα, τόσο πολύ! Τι συνέβαινε, λοιπόν, στη γειτονιά; Κυκλοφορούσαν αυτοί, δεν κυκλοφορούσε κανένας το βράδυ, λες και ξαφνικά δεν κατοικούσε κάνεις στη γειτονιά, ενώ ήταν πυκνοκατοικημένη γειτονιά από ανθρώπους της δικιάς μας πάνω-κάτω κοινωνικής τάξης, δηλαδή ανθρώπους εργαζόμενους. Εμένα, μάλιστα, ο μπαμπάς μου θεωρούνταν πως ήταν και καλύτερος, λόγω του ότι είχε δική του επιχείρηση. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι και κάποιοι λογιστές, κάποιοι τέτοιου τύπου. Υπήρχαν, βέβαια, και οι ευκατάστατοι. Αυτός ο Αρχάκης ήταν ευκατάστατος. Και παραπάνω υπήρχε η κλινική του Κωστόπουλου, που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Ιδιωτική κλινική. Τότε γινόντουσαν και χειρουργεία, τώρα είναι γηριατρική. Δηλαδή, ασχολείται με ηλικιωμένους. Και μάλιστα, είχα εντυπωσιαστεί, γιατί μια απ’ τις κόρες του –είχε ένα γιο και τρεις κόρες–, που δυστυχώς πέθανε πάρα πολύ νέα από καρκίνο –συμμαθήτριά μου και πολύ καλό κορίτσι–, μας είχε καλέσει στο πάρτι και αυτοί είχαν ένα σπίτι 220 τετραγωνικά. Καταλαβαίνεις, λοιπόν –το σπίτι του γιατρού, ο πάνω όροφος της κλινικής ήταν το σπίτι τους–, καταλαβαίνεις εμείς πώς κοιτούσαμε. Σαν τα χαζά, πραγματικά! Και έλεγα, λοιπόν, ότι είχα τόσο φόβο να στρίψω τη γωνία απ’ τον κεντρικό δρόμο, τη Διοικητηρίου ή Καραολή και Δημητρίου, όπως και να μπω μέσα στο στενό –αν και ήταν το πρώτο στενό αμέσως μετά τον κεντρικό δρόμο–, που είχα ζητήσει απ’ τους γονείς μου να είναι στο μπαλκόνι και να κοιτούν. Ένα βράδυ κάποιος με κυνήγησε και δεν ήταν η μόνη φορά. Δηλαδή, μπήκα και κάποιος άρχισε να με κυνηγάει. Ο πατέρας μου τον έπιασε, γιατί μπήκα στην πολυκατοικία, είχε κατέβει ήδη ο πατέρας μου και τον έκανε… Απέναντι. Ήταν και χειροδύναμος ο μπαμπάς μου, κόντεψε να τον σκοτώσει αυτόνα. Ζούσαμε, ζούσαμε τέτοια σκηνικά. Είχαμε το φόβο ότι κάποιος… Και συχνά κάποιος μας ακολουθούσε, απλά δεν ήταν πάντα τόσο θρασύς όσο αυτός που σου περιέγραψα. Γενικώς, μέχρι να φύγουμε από ‘κει είδαμε και πάθαμε. Γιατί όσο μεγαλώναμε θέλαμε σαν κορίτσια να γυρίσουμε όλο και αργότερα. Λογικά, δεν μπορούσαμε να γυρνάμε 20:00 και 21:00 η ώρα στο σπίτι στα 16 και στα 17 και στα 18 και στα 19! Γιατί η αδερφή μου έφυγε πρώτο έτος. Είχε τελειώσει το πρώτο’ έτος, όταν μετακομίσαμε. Αποτέλεσμα: Είχαν πολύ μεγάλο θέμα και πολύ μεγάλη αγωνία υπήρχε στο σπίτι απ’ τους δικούς μας. Κι ήταν κι ένα θέμα διένεξης, από ό,τι καταλαβαίνεις. Δύσκολη γειτονιά. Πάρα πολύ δύσκολη. Βέβαια, τότε, μιλάμε τώρα για τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αυτό που σου λέω είναι από το… Μέχρι το ’82. Το ‘82 φύγαμε από ‘κει, που ήτανε μία άλλη γειτονιά –Ο πατέρας μου είχε αυτοκίνητο, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Και για την εταιρεία το είχαμε –υποχρεωτικό ήταν– αλλά είχαμε και ένα Ι.Χ., τρίτο χέρι τότε αγόραζες. Δεν έπαιρνες καινούργιο αυτοκίνητο. Έπρεπε να ‘σουν πάρα πολύ ευκατάστατος. Και θυμάμαι ότι κάθε μέρα το άφηνε σε άλλο σημείο. Υπήρχαν… Τέσσερα αυτοκίνητα στη γειτονιά; Στο στενό μας; Του λαδά, αυτού που είχε τον τόρνο, το δικό μας και δεν ξέρω αν είχε και κάνας άλλος στο στενό. Και στην Παπαρρηγοπούλου ακόμα κάνα δυο-τρεις. Αλλάζαμε θέση. Δηλαδή, έλεγε: «Εδώ έχει ήλιο, εκεί σήμερα». Βαριόταν και το άλλαζε θέση. Για να καταλάβεις, αυτό γίνεται περίπου μέχρι το ’78. Μετά, ξαφνικά –αυτό που λέμε ότι ήρθε η ευμάρεια στην Ελλάδα, εγώ το είδα έτσι, σ’ αυτή τη γειτονιά που ήτανε μέσα στο κέντρο της πόλης–, ξαφνικά αρχίζει και μπλοκάρει η γειτονιά. Αρχίζει και έχει πολλά αυτοκίνητα. Αρχίζει κι υπάρχει πρόβλημα πάρκινγκ. Το παίρνεις το αυτοκίνητο και σκέφτεσαι, όταν θα γυρίσεις, πού θα παρκάρεις. Θα σου πω μετά και το σκηνικό όταν επέστρεψα μετά από δέκα χρόνια τι έγινε. Αυτή είναι λίγο-πολύ η ιστορία στο Βαρδάρη. Σου είπα, έχει πολύ ενδιαφέρον για μένα ο κόσμος που κατοικούσε εκεί, που ‘ταν όλοι άνθρωποι νοικοκυραίοι, που θα ‘λεγε ο άντρας μου. Οικογενειάρχες, πάρα πολλές οικογένειες, πολλά παιδιά ήμασταν εκεί. Μια… Σου ‘πα, μικροαστούς θα μας χαρακτήριζα και εργατική τάξη υπήρχε. Απέναντί μας υπήρχε κι ένα κτίσμα που ήταν βιοτεχνίες. Έβλεπα τους ανθρώπους που δούλευαν. Βέβαια, μου ‘ταν οικείο φαινόμενο, γιατί το ‘βλεπα και στο μαγαζί του μπαμπά μου το ίδιο φαινόμενο. Να σου πω, αν θες, και λίγα πράγματα για αυτό. Η βιοτεχνία στην Κωστή Παλαμά –η Κωστή Παλαμά ήταν ένας δρόμος παράλληλος με τη Διοικητηρίου, την πίσω μεριά, που ήταν γεμάτος βιοτεχνίες. Δηλαδή, και τα κτίσματα που υπήρχαν εκεί ήταν βιοτεχνικοί, κατά κανόνα, χώροι. Και ήταν η εποχή που πάρα πολύς κόσμος ασχολούνταν μ’ αυτό το επάγγελμα. Κατασκεύαζαν πλεκτά… Εμείς κατασκευάζουμε μακό, και μάλιστα ο πατέρας μου πάρα πολύ νωρίς, απ’ τη δεκαετία του ’70, έκανε εξαγωγές. Σε κάποια φάση έκανε αποκλειστικά εξαγωγές, Γερμανία κυρίως αλλά και Σουηδία. Είχαν δουλέψει και… Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. Και Γαλλία θυμάμαι. Πολλές χώρες της Ευρώπης είχε συνεργασία, γιατί έλεγε –και σωστά– ότι εκεί είναι το μέλλον. Ήτανε μία εποχή που η Ελλάδα, γνωρίζοντάς το απ’ τη δουλειά του μπαμπά, παρήγαγε πάρα πολύ καλής ποιότητας προϊόντα. Βέβαια, σιγά-σιγά γινόντουσαν πιο ακριβά, γιατί ανέβαιναν τα εργατικά στην Ελλάδα. Αλλά, ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Δόθηκε μία… Υπήρξε μια ευνοϊκή διάταξη μ’ ένα πριμ στη δεκαετία του ’80. Είναι η δεκαετία που όλοι οι βιοτέχνες… Ας πούμε, κι εμείς πήραμε ένα καλό σπίτι, παράδειγμα, κι όλοι οι θείοι μου. Ήμασταν συνεταίροι. Πήγε καλύτερα. Και ενώ στη δεκαετία του ‘90 πάρθηκε μία πολιτική απόφαση όλα αυτά να κλείσουν και βρεθήκαμε μετά από σαράντα χρόνια να κλείσει σε μήνες μία επιχείρηση που τάισε τρεις οικογένειες απ’ το ’65, έτσι; Αυτό δεν συνέβη μόνο σε μας. Συνέβη σε όλους τους ανθρώπους που δούλευαν. Πάρα πολύς κόσμος. Θυμάμαι τις εργάτριές μας που φεύγαν κλαίγοντας για τα χωριά τους πίσω –δεν είχαν τρόπο άλλο να επιβιώσουν στην πόλη. Ήταν ανειδίκευτες ή ειδικευμένες στο να δουλεύουν κοπτοράπτη, δεν ξέρω εγώ τι δούλευε η κάθε μία απ’ αυτές– και το μπαμπά μου πάρα πολύ ταλαιπωρημένο ψυχικά, πάρα πολύ στεναχωρημένο, παρόλο που είχε ήδη τότε βγει στη σύνταξη. Και η Κωστή Παλαμά, που την περπάτησα και την περπατάω ακόμα και σήμερα, γιατί μου αρέσει εμένα και γυρνάω στα παλιά λημέρια, είναι ένας έρημος δρόμος. Έρημος. Δηλαδή, δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτήν την περιοχή και απ’ αυτό το επάγγελμα. Νομίζω με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να ‘μια βέβαιη, έκλεισαν και τα πολύ καλά παπουτσάδικα, κατασκευής ελληνικής, που υπήρχανε, έτσι; Δηλαδή, πάρθηκε μια απόφαση η οποία –κατά την κρίση μου, τώρα, έτσι;– μάλλον έβλαψε τη χώρα και πάρα πολλοί εργαζόμενοι αυτών των κλάδων βρέθηκαν… Πάντα σκεφτόμουν ότι ήταν η ευκαιρία μας να γίνουμε κάτι σαν μικρή Ιταλία –όχι, βέβαια, να φτάσουμε αυτούς, που και οι οίκοι τους οι περίφημοι κάπως έτσι ξεκίνησαν. Φτάσαν να παράγουν ποιοτικά, μορφώθηκαν τα παιδιά τους. Είμαι πολύ τυχερή, γιατί ο πατέρας μου επέμενε να πάω να σπουδάσω μοντελίστ στην Ιταλία και επειδή εγώ είχα τρέλα με την ποίηση και τα γράμματα είπα: «Θα πάω Φιλοσοφική» κι έτσι σώθηκα. Σώθηκα πραγματικά. Δηλαδή, η εμμονή που είχα με τα γράμματα, που την είχα από παιδί, με έσωσε και δεν μπήκα σε αυτή τη διαδικασία. Δεν ξέρω τι θα ‘κανα μετά. Το Βαρδάρι… Τι άλλο; Α, θυμάμαι ότι είχε πάρα πολλές κλινικές, έτσι; Κλινική Κολιάκου, η κλινική Αθανασιάδη. Ήταν μια… Επειδή ήταν το παλιό κέντρο της πόλης, εκεί που ήταν τα τοπόσημα, τα παλιά, και αυτοί ήταν παλιοί γιατροί που τα κληρονομούσαν απ’ τα παιδιά τους κτλ., συνέχισαν οι κλινικές να είναι εκεί. Νομίζω απ’ αυτές… Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα του Κολιάκου. Δεν έχω εικόνα εκεί, στην Διοικητηρίου. Ούτε του Αθανασιάδη. Σου λέω, ξέρω ότι υπάρχει ακόμα του Κωστόπουλου, αλλά με εντελώς διαφορετικούς όρους. Εγώ, ας πούμε, χειρουργήθηκα στην κλινική του Κωστόπουλου. Δύο εγχειρήσεις είχα κάνει. Λειτουργούσε κανονικά, δηλαδή, σαν κλινική. Πώς λέμε σήμερα Διαβαλκανικό; Κάτι τέτοιο. Τώρα απλά έχει καταρρεύσει. Έχει γίνει μια συνοικιακή. Επίσης, μια άλλη ωραία ανάμνηση. Επειδή εμείς δεν είχαμε να παίξουμε, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μες στο κέντρο της πόλης τα παιδιά δεν παίζαμε. Δηλαδή, αυτό που λένε τα παιδιά της παλιάς, πενηντάρηδες, εξηντάρηδες που παίξαν στις αλάνες, εγώ αυτό δεν το ξέρω. Γιατί, όπως είπα, μεγαλώσαμε σ’ ένα στενό και η μαμά μας ήταν διστακτική να βγούμε στο στενό να παίξουμε. Με ποιον; Έβγαινα εγώ μ’ αυτή την φιλεναδίτσα που σου είπα ότι είχα –ο μπαμπάς της είχε τα λάδια κι ήταν συμμαθήτριά μου–, όταν ερχόταν από το σπίτι της. Αλλά, κυρίως, παίζαμε σε σπίτια, ή ερχόντουσαν οι φίλες μας στο σπίτι μας ή πηγαίναμε εμείς στα σπίτια τους. Δεν τα λυπόντουσαν οι γονείς μας τα σπίτια να τα καταστρέψουμε, να τα κάνουμε κτλ. Παίζαμε μια χαρά μέσα, τα έπιπλα κτλ. Οπότε, πού θέλω να καταλήξω; Καταλαβαίνω πάρα πολύ σήμερα τα παιδιά που μεγαλώνουν στο διαμέρισμα, γιατί έτσι μεγάλωσα κι εγώ. Και ένας χώρος συνάντησης ήταν το κατηχητικό, που εγώ ευτύχησα και κάναμε κατηχητικό μες στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων. Δεν αντιλαμβανόμουν τι έβλεπα τότε, αλλά αυτό που έβλεπα μου άρεζε πάρα πολύ. Δηλαδή, αυτή την εκκλησία τη λάτρευα, τη χάζευα πάντα. Και επειδή η γιαγιά μου ήτανε θρήσκα, πολύ θρήσκα, δεν την γλυτώναμε και κάθε Κυριακή με σφιχτά μαλλιά μας τραβολογούσαν και μας πηγαίναν εκκλησία. Όλο το Πάσχα, όλες τις λειτουργίες απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μία καταπληκτική ανάμνηση, ένα δώρο που μου κάναν αυτό, παρόλο που δεν είμαι καθόλου θρήσκα, αλλά είναι πραγματικά η επαφή με την παράδοση που με συγκινεί ακόμα και μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η επαφή με την παράδοση. Υπήρχαν… Θυμάμαι ανθρώπους που ήτανε πραγματικά αυτό που λέμε θεοσεβούμενοι και φοβεροί. Ας πούμε, η συγκεκριμένη γιαγιά μου –φοβερή γιαγιά– ήτανε άνθρωπος της προσφοράς. Δηλαδή, υπήρχε τότε ένας παπάς, ο πάτερ Διονύσιος, που έχω την τιμή και με βάφτισε –άγιος άνθρωπος, κατά την κρίση μου–, ο οποίος είχε δημιουργήσει τον «Καλό Σαμαρείτη». Ο «Καλός Σαμαρείτης» ήταν ένα… Είχε νοικιάσει ένα χώρο, πολύ μικρό, κάπου στη γειτονιά και περιέθαλπε ανθρώπους λούμπεν. Τα λούμπεν στοιχεία: ναρκομανείς, χασισοπότες, άεργους, ρακένδυτους, όλους αυτούς. Έβγαινε, λοιπόν, ο ίδιος, με ένα καροτσάκι απ’ αυτό που κάνουμε τα, που χρησιμοποιούν στα γιαπιά στη γειτονιά και μάζευε τρόφιμα. Καθένας ό,τι προαιρείσθε. Ένα ρύζι, ένα αυτό. Έβγαινε, όμως, ο ίδιος με το καροτσάκι στη γειτονιά. Ο ίδιος, σπρώχνοντάς το. Και τις κυρίες που ήξερε, που ‘ταν πιο θρήσκες, τους ζήτησε να παρέχουν εθελοντική εργασία. Η γιαγιά μου είχε πάει απ’ τις πρώτες και μαγείρευε στον «Καλό Σαμαρείτη». Μάλιστα, κάποιες κυρίες πιο καλής κοινωνίας που είχαμε στη γειτονιά, καμία γυναίκα δικηγόρου ή δημοσίου υπαλλ[00:20:00]ήλου, που είχανε πιο καλά εισοδήματα, του ‘χαν κάνει παρατήρηση ότι μαζεύει όλα τα κακά στοιχεία και τα φέρνει στη γειτονιά και την υποβαθμίζει. Και, θυμάμαι, αυτός είχε πει ότι: «Μα, οι υπόλοιποι δεν έχετε ανάγκη, αυτοί έχουν ανάγκη. Δεν πρέπει να μαζέψω αυτούς που έχουν ανάγκη;». Το θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, που ‘λεγε η γιαγιά: «Εγώ θα πάω στον “Καλό Σαμαρείτη”. Δεν μπορώ σήμερα, γιατί πρέπει να πάω να μαγειρέψω». Και, επίσης, είναι κάτι που το θυμάμαι με πάρα πολύ μεγάλη αγάπη, γιατί τελικά για μένα αυτό είναι η προσφορά. Δηλαδή, άλλαξε ο παπάς κι ήρθε ένας του Πανεπιστημίου. Τον παραγκώνισε τον πάτερ Διονύσιο, γιατί δεν ήταν… Δεν είχε χαρτί Πανεπιστημίου στα γηρατειά του και άνοιξε κατηχητικά. Αγόρασε κτίρια. Έκοβε ένα μυστήριο δέκα φορές για να πει: «Κάντε ησυχία». Γενικώς, ένας πολύ σπαστικός τύπος και φάνηκε η σύγκριση. Από τότε όλα αυτά με έχουνε βοηθήσει να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται απ’ τα πτυχία, αλλά απ’ την ουσία τους. Δηλαδή, αυτή η γειτονιά με δίδαξε αυτό το πράγμα. Μου έδωσε αυτά τα χαρακτηριστικά, γιατί, να πω και την αλήθεια, πως οι μορφωμένοι στη γειτονιά μας ήταν οι ελάχιστοι τότε, οι εξαιρέσεις. Σου λέω, ο γιατρός, ένας δικηγόρος, αν υπήρχε. Δεν ξέρω ποιος υπήρχε άλλος που να πεις ότι είχε μια μόρφωση πανεπιστημιακή που σήμερα έχουμε όλοι. Οπότε, η αξία των ανθρώπων μετρούσε αλλιώς. Βέβαια, η μαμά μου είχε ένα πρώτο ξάδερφο γιατρό, ο οποίος έχει ένα καταπληκτικό σπίτι στην οδό Εγνατία, στο ύψος της Αγίας Σοφίας, και είχα εικόνα και του πιο αστού, ας πούμε, Έλληνα που έχει μορφωθεί κι έχει περισσότερα υλικά αγαθά, έχει εξοχικά και τέτοια. Να σου πω κάτι; Δεν μας εντυπωσίαζαν. Είναι η αλήθεια μας άρεσαν. Δεν… Τουλάχιστον εγώ στο δικό μου σπίτι δεν αισθάνθηκα πότε στερημένη. Ίσως επειδή ήτανε πολύ χαβαλέ το σπίτι μας. Είχε, δηλαδή, πολύ γέλιο η υπόθεση. Και μ’ αυτό το μικρό αυτοκίνητο που είχαμε κάναμε εκδρομές κάθε Κυριακή. Ίσως επειδή ο πατέρας μου, πριν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά, ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος. Ξέρεις τι σήμαινε αυτό; Ότι έβγαιναν… Είχε αυτό το μαγαζί στην Ερμού, αλλά βγαίνανε με αυτοκίνητο –για αυτό κι είχαν αγοράσει–, ας πούμε, στην Κατερίνη, στην Κοζάνη, από ‘δω, από ‘κει, σε κάτι απίθανους δρόμους εκείνης της εποχής –μας έπαιρναν και ‘μας– για να πουλήσουν πράγματα, για να βρούνε, να χτυπήσουν την πόρτα από μαγαζιά και να πουν: «Εμείς πουλάμε αυτό. Το θέλετε;», για να κάνουν, δηλαδή… Να κινήσουν τη δουλειά τους. Οπότε, και για αυτό και γιατί ο πατέρας μου ήταν αρκετά ταξιδιάρης, γυρίσαμε πάρα πολύ. Ας πούμε, έχω πετύχει το δρόμο της Χαλκιδικής να φτιάχνεται. Τότε, ε; Να προσπαθείς να πας στην Ουρανούπολη και να σταματάς στην Τρυπητή και να παίρνεις το καράβι να πας στην Ουρανούπολη. Δεν μπορούσες να πας αλλιώς. Τέτοια βιώματα.

Α.Κ.:

Δεύτερη εικόνα: Η Άνω Πόλη. Η Άνω Πόλη ήταν η περιοχή που γεννήθηκα, που, μάλλον που ζούσαν οι γονείς του πατέρα μου. Οι γονείς του πατέρα μου, σε αντίθεση με τους γονείς της μαμάς –οι γονείς της μαμάς είχανε… Η γιαγιά μου, αυτή η γιαγιά μου, η Αγνή, που ‘χω και τ’ όνομα της, ήρθε 2 χρόνων Θεσσαλονίκη από την περιοχή του Βοΐου Κοζάνης, έχοντας χάσει δυο γονείς από την ισπανική γρίπη, τον έναν το ’18 και τον άλλον το ’19. Και ο άντρας, ο παππούς μου, ήρθε γύρω στα 20, 25 –πόσο;– από την Εράτυρα της ίδιας περιοχής. Και έτσι, με κάποιο τρόπο, τέλος πάντων –δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει–, παντρεύτηκαν. Αλλά, το σπίτι αυτό που έμεναν στο Βαρδάρη ήτανε… Η γιαγιά μου ορφανή. Την πήρε ο αδερφός του πατέρα της να τη μεγαλώσει. Και το σπίτι αυτό ήταν προικώο της γυναίκας του. Το ‘χω ψάξει λίγο, θα τη γράψω αυτή την ιστορία. Την ετοιμάζω, ναι. Αυτό σου λέω, το σπίτι το μακεδονίτικο. Οι γονείς του μπαμπά μου στην Άνω Πόλη έχουν μια άλλη, διαφορετική ενδιαφέρουσα ιστορία. Κατάγονται και οι δύο από την Κερατέα Αττικής. Ο παππούς μου ήταν αστυνομικός. Αστυφύλακας, χωροφύλακας, συγνώμη. Είχε διάφορα. Χωροφύλακας. Η χωροφυλακή τότε ασχολούνταν με ληστές, με κλέφτες και τέτοια και δεν έπρεπε να παντρευτούν. Ήρθαν. Πήρε μετάθεση Θεσσαλονίκη. Πήρε και τη γιαγιά την οποία την είχε παντρευτεί. Όταν, όμως, γέννησε το πρώτο παιδί, μαθεύτηκε ότι είναι παντρεμένος και τον διώξαν απ’ τη χωροφυλακή. Εντωμεταξύ, όμως, είχαν προλάβει, η γιαγιά μου είχε πουλήσει τα παραθαλάσσιά της –δυστυχώς για ‘μας– στην Αττική κι ήρθε με λεφτά απ’ την προίκα της να πάρει κάτι Σαλονίκη. Κοίταξαν, στην αρχή, να πάρουνε κάτι στην πλατεία Ιπποδρομίου, αλλά –που ‘ταν περιοχή που κατοικούσαν Έλληνες. Τώρα, αυτό που σου λέω γίνεται μέσα στη δεκαετία του ’20. Δεν της άρεσε καθόλου, που στη δεκαετία του ‘20 είμαστε ακόμα… Το ’12-‘13 είχε απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη. Ακόμη οι Τούρκοι υπάρχουν, οι Εβραίοι είναι σε πλήρη ανάπτυξη στην πόλη και υπάρχουν ακόμα γειτονιές Ελλήνων: Το Βαρδάρι, που έμεναν οι δικοί μου, εκεί η περιοχή της Έκθεσης σήμερα, της Καμάρας, και η περιοχή επάνω –όχι, οι Τούρκοι έχουν φύγει. Έχουν φύγει οι Τούρκοι. Είναι μετά το ‘23 σίγουρα. Γιατί; Γιατί η Άνω Πόλη κατοικείται από πρόσφυγες πια. Τα τουρκόσπιτα, που ‘ναι όλα τουρκόσπιτα στην Άνω Πόλη, έχουν αδειάσει. Αλλά της γιαγιάς μου εκεί στο κέντρο δεν της άρεσε καθόλου. Όταν τη ρωτούσα, μου λέει: «Παιδί μου, είχε πάρα πολύ κλεψιά. Σκότωναν ανθρώπους. Δεν ήταν καλή η γειτονιά». Έτσι, λοιπόν, φοβήθηκε. Δεν ήθελε να αγοράσουν εκεί και άρχισαν να ψάχνονται για την Άνω Πόλη. Στην Άνω Πόλη, όμως, όλα ήταν ανταλλάξιμα, προσφυγικά. Έκανε, λοιπόν, μια συμφωνία μ’ έναν πρόσφυγα, ο οποίος είχε πάρει ένα κομμάτι από ένα μπέικο σπίτι –ένα μεγάλο μπέικο σπίτι ήταν αυτό–, το οποίο χωρίστηκε σε τέσσερις κατοικίες. Μία απ’ τις τέσσερις την πήρε –με δόλο να το πω– ο παππούς, δεν δικαιούνταν να το πουλήσει ο πρόσφυγας, του το πούλησε, όμως, κι έτσι, οι δικοί μου εγκαταστάθηκαν στην οδό Μουσών, κάτω απ’ την Ακροπόλεως, ψηλά, σε αυτό το σπίτι. Ένα σπίτι καταπληκτικό, το τουρκόσπιτο, διώροφο. Ο κάτω όροφος μισός –όχι μισός. Κατέβαινες δυο σκαλιά κάτω απ’ τη γη. Το παράθυρο. Δίχωρο. Μπροστά ένας χώρος απ’ το παράθυρο και από πίσω ένας δεύτερος χώρος που οι δικοί μου το είχαν για να τρώνε. Είχαν ένα τραπέζι, ένα μπουφέ κτλ., δεν ήταν χώρος για να κοιμηθούνε. Μπροστά είχαν τα κρεβάτια. Μια στενόμακρη κουζίνα. Έξω η τουαλέτα, εξωτερική, μες στην αυλή. Και δεύτερος όροφος ήταν το καλό της γιαγιάς. Μπροστά το σαλόνι της και πίσω μια κρεβατοκάμαρα κι από πίσω μια στενόμακρη κουζίνα, που έβλεπε ένα παραθυράκι στον πίσω δρόμο. Τόσο μεγάλη ήταν η κατωφέρεια. Το πάνω μέρος του δευτέρου ορόφου είχε ένα παραθυράκι στο δρόμο τον πίσω και μπροστά μια πάρα πολύ ωραία αυλή με μουριά –πάντα οι Τούρκοι είχαν μουριά στις αυλές τους–, συκιά, ερικιά και ρόδια. Αυτά τα τέσσερα. Δηλαδή, είχε δύο παρτέρια στο πλάι και μπροστά ένα παρτέρι που ο παππούς μου το είχε γεμάτο τριαντάφυλλα, πολύ περιποιημένο. Καθόμασταν, λοιπόν, το καλοκαίρι εκεί μπροστά και βλέπαμε τη Θεσσαλονίκη από το μεγάλο καράμπουρνου, δηλαδή από τη μύτη που κλείνει ο κόλπος στο Αγγελοχώρι, μέχρι απέναντι. Δεν είχαμε τίποτα να μας σταματάει το μάτι μας. Το μάτι μας ήταν ανοιχτό. Είχαμε θέα τα πάντα, την Έκθεση, τα αρχαία, τα αυτά. Ήταν μία πολύ συνηθισμένη εικόνα αυτή για ‘μας. Δεν μας έκλεινε τίποτα. Μια πολυκατοικία είχαν καταφέρει και είχανε χτίσει –δεν ξέρω πώς– μπροστά μας, η οποία κάπου μας έκλεινε ένα σημείο της πόλης, αλλά όλη η άλλη πόλη… Θυμάμαι ότι βλέπαμε το λιμάνι, τις εκβολές του Αξιού κτλ., τα πάντα. Σ’ αυτό το σπίτι περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, γιατί ο μπαμπάς μου αγαπούσε τους παππούδες. Ανεβαίναμε πολύ συχνά. Κάναμε Πάσχα εκεί, ψήναμε αρνιά κτλ. και, επίσης, έζησα και την καταστροφή της Άνω Πόλης. Γύρω στη δεκαετία του ’80, εκεί μέσα, αρχές ’80, γίνεται ο νέος οικοδομικός κανονισμός για την Άνω Πόλη και δίνεται η άδεια να χτιστούνε παραδοσιακά έως και τριώροφα. Δηλαδή, από το επίπεδο της γης τρεις όροφοι επάνω. Καταλαβαίνεις. Όχι, δεν έμεινε θεά μπροστά μας… Τα κτίσματα είναι τεράστια. Δεν έχουνε καμία σχέση με την παραδοσιακή Άνω Πόλη, που εγώ την ξέρω και την έζησα. Κάποια σπίτια ήταν τέτοια, τέτοιο στυλ. Κάποια, όμως, αυτά τα μπέικα, τα τουρκόσπιτα, είχαν εντελώς άλλη διαμόρφωση, σαν αυτή που σου περιέγραφα. Δηλαδή, το σπίτι από κάτω είχε μία καταπληκτική πράσινη, από μασίφ σίδερο, καγκελόπορτα με σχεδιάκια. Από πάνω το αγιόκλημα. Άνοιγες, χτυπούσε το κουδουνάκι, έτσι; Μύριζε τ’ αγιόκλημα, έκανες κι έτσι, τ’ αγιόκλημα κουνιόταν και μύριζε. Αριστερά ήταν το καταφύγιο που ‘χε σκάψει ο παππούς μου για τον πόλεμο, που πάρα πολλοί απ’ τη γειτονιά… Κάτω απ’ αυτά τα φυτά, που σου είπα, είχε σκάψει ένα καταφύγιο όταν ήταν για το ’40, το Β’ Παγκόσμιο. Και μετά ανέβαινες έξι-εφτά τα σκαλιά και έμπαινες σ’ αυτή την αυλή που άνοιγε. Δύο σπίτια ήταν στην αυλή. Σου λέω, είχαν βάλει μεσοτοιχίες, τεχνητές, όμως, ήταν. Γιατί, όπως μου έχει πει ο θείος μου, που ακόμα, ζει ακόμα, στα ‘91 του, –πολύ ακμαίος– ήταν ένα μεγάλο μπέικο σπίτι και χωρίστηκε για τους πρόσφυγες. Έχω ζήσει, λοιπόν, και αυτή την καταστροφή. Θα μου πεις: «Υπήρχε μεγάλο πρόβλημα». Ναι, υπήρχαν πολλές συνιδιοκτησίες, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτό συνέβαινε και στο εξωτερικό. Πάντα όταν περνούν οι γενιές και προχωράνε τα χρόνια τα σπίτια πέφτουν στη συνιδιοκτησία. Όμως, στο εξωτερικό έχουν μια άλλη φιλοσοφία και έχουνε διατηρήσει τους οικισμούς. Δηλαδή, ακόμα και τώρα που περνάω και βλέπω σπίτια σαν του παππού –γιατί κι εμείς, υποχρεωτικά, τελευταίοι απ’ όλους, το 2010, υποχρεωθήκαμε πια να το δώσουμε αντιπαροχή. Το κρατούσαμε, το κρατούσαμε, δεν έμενε κανείς. Ήτανε μέσα στα μπετά μια αυλή. Έπρεπε να συντηρηθεί. Μας το κατέστρεψαν. Ήταν υποχρεωτικό να δοθεί αντιπαροχή και δόθηκε. Αυτός που έχει πάρει τον τελευταίο όροφο έχει τη θέα που είχαμε εμείς απ’ την αυλή κάτω-κάτω. Στον τέταρτο, δηλαδή, γιατί τετραώροφο είχε βγει από μπροστά. Αυτός έχει μόνο τη θέα, αυτή που είχαμε εμείς τέσσερις ορόφους κάτω, πριν την καταστροφή. Είναι μία άλλη Άνω Πόλη. Δεν είναι άσχημη μεν, αλλά δεν είναι η Άνω Πόλη που ήταν. Πάει, δηλαδή, κι αυτή. Παραμάζωμα.  Τι θυμάμαι… Καταρχήν, έπεφτε πάρα πολύς ποδαρόδρομος. Παντού πηγαίναμε με τα πόδια. Δηλαδή, το λεωφορείο εγώ το έπαιρνα απ’ το Βαρδάρη μόνο για να πάω γαλλικά στο «Lycée», που με έστελνε η μαμά μου, που ήταν πραγματικά μια πολύ μεγάλη απόσταση και έπρεπε να τη διανύσω με λεωφορείο. Κατά τα άλλα… Έπειτα, σαν παιδί, παρόλο που και κίνηση υπήρχε εκείνα τα χρόνια και οι δρόμοι στο κέντρο ήταν ακριβώς όπως σήμερα, με άφηναν και πήγαινα μόνη μου –Δημοτικό ήμουνα– μέχρι το μαγαζί του μπαμπά στη Συγγρού. Έτσι, είχα πάρα πολύ καλή επαφή με τη Βαλαωρίτου. Ήξερα τους δρόμους, ήξερα τις γωνίες, ποιος φίλος του μπαμπά μου έχει μαγαζί εδώ, ποιος έχει εκεί. Σήμερα κάνω έναν αγώνα να μάθω στην κόρη μου τους βασικούς δρόμους της πόλης, έ[00:30:00]τσι; Και σου λέω ότι κι εγώ μεγάλωσα σε μια περιοχή που, όπως ήταν πριν από πενήντα πέντε χρόνια, που γεννήθηκα, είναι και σήμερα. Δεν έχει διαφορές ιδιαίτερες. Γιατί ήταν… Από τότε την είχανε ρημάξει, που την είχανε ρημάξει. Ήταν απ’ τις πρώτες περιοχές που άλλαξαν με το νέο πολεοδομικό, αλλά θυμάμαι ότι περπατούσα πάρα πολύ. Πήγαινα στο κέντρο, πήγαινα στην αγορά. Κινούμασταν. Τώρα έχουμε πολύ μεγάλο φόβο απ’ την υπερπροστασία, δεν ξέρω, απέναντι στα παιδιά μας.  Φεύγουμε, λοιπόν, από τη γειτονιά απ’ το Βαρδάρη, όταν ήμαστε μεγάλες πια, εγώ Β’ Λυκείου, και… Το ’82, λόγω επανάστασης στο σπίτι. Έχουμε επαναστατήσει εγώ με την αδερφή μου και λέμε: «Δεν αντέχουμε άλλο. Θέλουμε να ζήσουμε κάπου καλύτερα». Δεν την αντέχαμε τη γειτονιά. Ο πατέρας μας, φυσικά, δεν ήθελε να φύγει με τίποτα. Ήταν η δουλειά του δίπλα. Τον βόλευε πάρα πολύ. Κι έτσι, όπως είπα, νοικιάσαμε ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι στην Παπαναστασίου –κάτω από ‘κει σήμερα είναι… Ένα «Plaisir»; Να καταλάβεις– και άλλαξε η διάθεσή μας. Βέβαια, εκεί εγώ που είχα το μπροστινό δωμάτιο υπέφερα, γιατί περνούσε το 10, το λεωφορείο της Χαριλάου. Δεν σταματούσε ούτε τη νύχτα και μέχρι να προσαρμοστώ στους νέους θορύβους –οι παλιοί θόρυβοι εξέλειπαν, αλλά οι νέοι θόρυβοι;– έκανα ένα μήνα να κοιμηθώ. Με κούρασε πάρα πολύ ο δρόμος, το να… Καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά αυτούς που ζουν πάνω σε κεντρικές αρτηρίες. Ήταν πολύβουος δρόμος η Παπαναστασίου. Απ’ την άλλη, όμως, η ποιότητα ζωής πραγματικά ήταν πολύ καλύτερη. Δεν εγκατέλειψα, όμως, το σχολείο μου. Συνέχισα να πηγαίνω με το λεωφορείο από τη Χαριλάου στο 4ο για να μην ξαναλλάξω και για πολλοστή φορά σχολείο.

Α.Κ.:

Α, ξέχασα να στην πω αυτή την ιστορία για τα σχολεία. Το 55ο, το σχολείο που πήγα Δημοτικό… Μ’ ένα δέος πήγαινα. Είχαμε κάτι δασκάλους πολύ ηλικιωμένους. Καταλαβαίνεις. Μεγάλους σε ηλικία, πολύ… Μερικοί ήταν πολύ δύσκολοι. Μερικές κυρίες ήταν πολύ γλυκές, πολύ καλές. Οι δάσκαλοι ήταν πιο δύσκολη περίπτωση. Μάλιστα, ένας που είχαμε στην ΣΤ’ Δημοτικού –απαράδεκτος– είχε μία βέργα στρόγγυλη, που την έλεγε «Δεσποινίς Ησυχία», και μάζευε παραπτώματα έως και ασήμαντα και στο τέλος της βδομάδας χτυπούσε τον καθένα, ανάλογα με τα ποσά παραπτώματα ήταν καταγεγραμμένα. Ποιος τα κατέγραφε; Ο επιμελητής. Δηλαδή, μεταξύ μας. Και μερικών τα χέρια τα ‘σπαγε, πραγματικά. Εμένα μια φορά με χτύπησε κι ακόμα το θυμάμαι, γιατί ήταν πολύ άδικο. Εγώ μια πολύ καλή μαθήτρια και… Για την ακρίβεια, αυτός έβαζε και διαγωνίσματα με βραβείο μία τυρόπιτα σε αυτόν που όχι μόνο θα τα κάνει σωστά, αλλά θα τελειώσει και πρώτος. Εγώ την έπαιρνα την τυρόπιτα κατά κανόνα στα μαθηματικά, παρόλο που μετά δεν στάθηκα εκεί, αλλά… Δηλαδή, ήμουν τόσο καλή, αλλά μια φορά είχα ξεχάσει να κάνω μια άσκηση. Ξες, παιδιά ήμασταν. Κάτι μου διέφυγε, δεν το ‘χα σημειώσει κλπ. και με χτύπησε που ξέχασα την… Δηλαδή, δεν είπα να κάνει εξαίρεση, αλλά σαφώς είχε καταλάβει πως δεν το έκανα επειδή έκανα κοπάνα. Εγώ μάλλον ήμουνα υστερικά καλή μαθήτρια. Κατάλαβες. Ήμουν αυτό το παιδί που θέλει να τα κάνει όλα σωστά και καλά. Γιατί είχα κι ένα πάθος με τα γράμματα, που είμαι τριάντα δύο χρόνια καθηγήτρια, δεν μου έχει φύγει. Συνεχίζω κι έχω. Φαντάσου, λοιπόν, τι άδικο, πόσο… Σ’το λέω για να δεις πόσο άδικο το αισθάνθηκα αυτό που έκανε. Και πάω, τώρα, στους συμμαθητές μου και λέω: «Πόσο άραγε κι αυτοί… Τι αίσθημα είχαν μ’ αυτό που μας έκανε;». Εποχή της ποδιάς. Άλλο μαρτύριο αυτό. Βάσανο! Η πόδια το χειμώνα, να μην ξες τι να φορέσεις από κάτω, ιδίως μεγαλώνοντας. Να μην μπορείς να βάλεις παντελόνι, να μην μπορείς να βάλεις καλσόν, απαγορεύεται. Μόνο κοντή κάλτσα. Να βάζουμε καμιά φούστα από κάτω απ’ την πόδια, να μας ενοχλεί κι εκείνη. Ξες, φούστα κι από πάνω την ποδιά. Να παγώνουμε. Διπλή κορδέλα, δίχρωμη, άσπρη με μπλε. Γιακάς, το σήμα του σχολείου. Σαν να πήγαινα στο κάτεργο αισθανόμουνα, τόσο πολύ που σ’ ένα σχολείο που έστελνα την Κοραλία, ιδιωτικό, τώρα, που είπαν ότι θα βάλουνε στολή, τους είπα ευθαρσώς ότι εγώ το παιδί μου θα το πάρω. Με λέει ο άντρας μου: «Καλά, μην κάνεις έτσι». Λέω: «Έχω φοβερά απωθημένα μ’ αυτό το πράγμα και το θεωρώ εντελώς ανόητο». Δουλεύοντας και τόσα χρόνια στα σχολεία, τα κοριτσάκια έρχονται τόσο ωραία ντυμένα με το παντελονάκι τους και το μπλουζάκι τους, τόσο ωραία και τόσο σεμνά, κι ας λένε οι άλλοι. Αυτοί είναι απ’ έξω. Εμείς είμαστε μέσα και τα ζούμε τα παιδιά που πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να είναι κανείς ομοιόμορφος για λόγους οικονομικούς και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο. Όλα τα επιχειρήματα είναι αίολα. Άλλη συζήτηση. Εν πάση περιπτώσει, πέρασα αυτή τη φάση, όπως και τις δύσκολες σχέσεις που είχαμε με τα αγόρια. Δηλαδή, στο Δημοτικό το αίσθημα να είσαι κορίτσι, ας πούμε, να παίζεις αγιούτο –το ξες το αγιούτο. Το ξες; Ένα παιδικό παιχνίδι; Ποιος τρέχει πιο γρήγορα. Δεν μπορούμε να παίξουμε τρέξουμε, φυσικά, πιο γρήγορα απ’ τα αγόρια, μ’ αποτέλεσμα θυμάμαι μόνιμα πως ήμασταν στημένες εμείς στα κάγκελα και αυτοί να μας… Δηλαδή, οποία έβγαινε μας έπιαναν. Ήταν πιο γρήγοροι. Κι αυτό το αίσθημα που είχα πάντα τότε –μετά, σταμάτησα, φυσικά να... Εγώ γενικώς το είχα αυτό. Ό,τι με καταπίεζε το ‘κοβα. Δεν συμμετείχα, δηλαδή. Δεν συμμετείχα. Προτιμούσα να ‘μαι μόνη σε μια γωνιά, αλλά να μην καταπιέζομαι. Όπως, επίσης, θυμάμαι ότι παίζαμε λάστιχο, ένα παιχνίδι, ξες, που βάζεις δύο κορίτσια, δύο άτομα, κρατάνε ένα λάστιχο τεντωμένο και οι άλλοι πηδούν και το λάστιχο ανέβαινε μέχρι επάνω. Θυμάμαι στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού ότι παίζαμε λάστιχο μέχρι το λαιμό και πηγαίναμε μία ώρα νωρίτερα στο σχολείο –ιδίως όταν ήμασταν απογευματινές, γιατί ήταν πρωί-απόγευμα τα σχολεία– για να παίξουμε αυτό το πράγμα. Ήταν η γυμναστική μας. Δηλαδή, τώρα που το σκέφτομαι λέω: «Τι αερόμπικ!». Ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο αίσθημα. Πάρα πολύ ωραίο. Βέβαια, μετά, σου λέω, οι γονείς μου για διάφορους λόγους με στείλανε σ’ εκείνο το σχολείο. Πήγαινε η αδερφή μου σ’ εκείνο το σχολείο. Ανήκαμε παλιότερα εκεί, κάπως έτσι, και στείλαν και εμένα. Όπως είπα, στο Γυμνάσιο κακοπέρασα εκεί, στου Θερμού. Δεν μπορούσα να κολλήσω με τα παιδιά. Ίσως… Εγώ, σου λέω, λόγω του ότι είχα μια αγάπη για τα γράμματα… Από μικρή διάβαζα λογοτεχνία κτλ. Είχα, βέβαια, κι ένα περιβάλλον που με ευνόησε. Η πρώτη μου ξαδέρφη, που με περνάει πέντε χρόνια, ήταν και αυτή της κουλτούρας κι είχε μια θεία φιλόλογο απ’ τ’ άλλο σόι και την είχε βάλει μέσα σε όλα αυτά, με αποτέλεσμα να μας παίρνει να πηγαίνουμε κάνα θέατρο, να μας στέλνει τα καλύτερα βιβλία που μπορεί να διαβάσει άνθρωπος. Γιατί εγώ πήγαινα με τη μαμά στο βιβλιοπωλείο και έλεγε η μαμά μου: «Ένα βιβλίο για το κοριτσάκι;» και διάλεγε, δεν ήξερε η μαμά μου, διάλεγε ο βιβλιοπώλης απ’ το καλύτερο μέχρι την πλέον σαβούρα. Έχω διαβάσει τα πάντα, γιατί ήθελα να διαβάζω. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο –είχαμε κι ένα ξάδερφό μου είναι από κάτω μας– με πήγαν, ας πούμε, Α’ Γυμνασίου, πήγα κι είδα τις Δούλες του Ζαν Ζενέ. Οι Δούλες, λοιπόν, του Ζαν Ζενέ ήταν το πρώτο θεατρικό που είδα στη ζωή μου. Θεατρικό, όχι παιδικό. Θεατρικό κανονικό. Δεν κατάλαβα τίποτα. Αλλά έφυγα μαγεμένη απ’ το Κρατικό Θέατρο, απ’ την ατμόσφαιρα, απ’ τα σκηνικά από το όλο και είπα: «Εδώ είμαι». Ταυτόχρονα, στην Ουρανούπολη που κάναμε κάθε χρόνο διακοπές –γιατί ο πατέρας μου θεωρούσε ότι πρέπει να βγούμε απ’ τα μπετά και να ζήσουμε σαν παιδιά. Και ήταν πραγματικά ένα δώρο που μας έκανε, ζωής– είχα μια εξαιρετική παρέα εκεί που δεν την είχαμε στη Σαλονίκη. Παίζαμε, γελούσαμε, κολυμπούσαμε με τις ώρες. Είχαμε απόλυτη ελευθερία να κινηθούμε. Δεν μας έλεγχε κανείς. Μας είχαν ανοιχτό λογαριασμό στο εστιατόριο να φάμε. Δεν μας γκρίνιαζε κάνεις: «Γιατί δεν τρως μαζί μου; Γιατί δεν κάνεις; Γιατί δεν ράνεις;». Δεν υπήρχαν τέτοια θέματα. Αποτέλεσμα: Περάσαμε καταπληκτικά παιδικά χρόνια εκεί. Και εκεί έκανα μία φίλη που είναι επίσης φιλόλογος πολύ υψηλού επιπέδου σήμερα, που ανταλλάσσαμε βιβλία. Μου ‘δινε, έδινα. Είχε μια καταπληκτική, επίσης, βιβλιοθήκη σπίτι της. Συνεχίσαμε την παρέα μας στη Θεσσαλονίκη και Β’ και Γ’ Γυμνασίου, αυτά τα δύο χρόνια τα δικά μου, κάθε Σάββατο –εμείς πηγαίναμε και Σάββατο σχολείο τότε–, ακόμα και απογευματινές να ήμασταν, βγαίναμε, πηγαίναμε οι δυο μας και πίναμε έναν καφέ –δεν πίναμε καφέ, κάτι άλλο– στον «Τόττη», στη γωνία Αγίας Σοφίας με Παραλία. Έτσι ήταν τότε, «Τόττης». Κάναμε μία βόλτα στην παραλία και μετά πηγαίναμε και μπαίναμε σε ένα θέατρο. Έχουμε δει εκείνα τα χρόνια τι Όπερες της Πεντάρας, τι… Δεν μπορώ να θυμηθώ τι άλλο. Δεν είχαμε χάσει παράσταση στην παράσταση. Και είμαι σε ένα σχολείο που τα παιδιά δεν έχουνε καμία ιδέα από όλα αυτά που εμένα με ενδιαφέρουν. Δεν τους ενδιαφέρει η λογοτεχνία, δεν έχουν ανοίξει ποίηση, δεν παν’ θέατρο, δεν παν’ σινεμά, ασχολούνται με αγόρια. Έχω, λοιπόν, μία παρέα που ανεβαίναμε με τα πόδια, κάποια κορίτσια που γνώριζα από το Δημοτικό, στο σχολείο. Σταμάτησα να ανεβοκατεβαίνω μαζί τους, γιατί αυτές σταματούσαν και μπαίναν σε κάτι ποδοσφαιράκια που ‘ταν τα αγόρια, στα καφέ με τα αγόρια κτλ., εγώ δεν το ‘χα καθόλου. Έτσι, βρέθηκα μόνη. Δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με κανέναν. Εκεί επάνω, στα κορίτσια της γειτονιάς, ήταν αλλού ξημερωμένα τα παιδιά. Δεν μπορούσα να βρω έναν άνθρωπο να μιλήσω. Ευτυχώς, είχα την Κατερίνα, αυτή τη φίλη μου, και είχα τα Σάββατα… Ούτως ή άλλως, το σχολείο ήταν και απαιτητικό. Πρωί-απόγευμα… Πού να πας; Είχα και τρεις φορές τη βδομάδα τα γαλλικά, να παίρνω τα λεωφορεία να πηγαίνω στο «Lycée». Δεν υπήρχε τόσο πολλή ώρα ελεύθερη. Και όπως είπα, και τις Κυριακές ο πατέρας μας φρόντιζε πάντα κάτι να κάνουμε. Μία εκδρομή, τρώγαμε πάντα έξω τις Κυριακές –ήταν κι η δική του η διασκέδαση–, είτε πηγαίναμε σε γειτονικές πόλεις, που είχαμε φίλους, κουμπάρους, συνεργάτες, είτε σε χωριά. Γενικώς, περνούσαν πάρα πολύ ωραία τα σαββατοκύριακα. Αλλά έτσι πάτησα πόδι και είπα στο Λύκειο ότι θα γυρίσω στο 4ο, μια κι είχε γίνει μικτό και εκεί ήταν όλοι μου οι συμμαθητές. Μπορεί να μην ήταν φίλοι μου, αλλά ήταν ο κόσμος, ας το πω. Οι συμμαθητές μου απ’ το Δημοτικό. Να πω, παρεμπιπτόντως, πως η μαμά μου πάντα είχε μία ηττοπάθεια και έτσι δεν έκανε καμία συζήτηση να δώσω για το Πειραματικό, στο οποίο θα έμπαινα με τα τσαρούχια, εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι. Αλλά είχε μία ηττοπάθεια η μαμά μου στα θέματα αυτά, μόνιμα έλεγε: «Ε, κι οι δικές μου καλές είναι». Μια τέτοια… Παρεμπιπτόντως και εγώ και η αδερφή μου έχουμε διδακτορικά. Και η αδερφή μου έχει, έτσι; Η αδερφή μου, μάλιστα, δουλεύει και στο Πανεπιστήμιο. Εν πάση περιπτώσει, έχασα ένα πάρα πολύ καλό σχολείο, για αυτό το λέω. Το Πειραματικό εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι πως θα ήταν ένα σχολείο που ήταν απόλυτα στο στυλ μου. Έτσι λέω. Γυρνώ στο 4ο, που είναι πάλι ένα σχολείο με αυτή τη γειτονιά, μ’ αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, άρα αντίστοιχα και πάρα πολλά παιδιά. Πολλή μαγκιά, πολύ δύσκολα παιδιά, πολλή παραβατικότητα. Μαθητής που σκίζει τον έπαινο, που μόλις έχει παραλάβει. Μαθητές που καπνίζουν μες στις τουαλέτες και παθαίνουν ηπατίτιδα, επειδή σηκώνουν απ’ τις τουαλέτες, μέσα στη βρωμιά, τα τσιγάρα. Αναρχικοί, φασίστες… Δύσκολες ιστορίες. Νεοναζί μέσα. Δύσκολα σκηνικά στο 4[00:40:00]ο. Σε όσους έχω πει: «Έχω τελειώσει το 4ο», έχουν πει: «Άμα έχεις τελειώσει τη μεγάλη του Γένους σχολή, επιβιώνεις παντού!». Έτσι ήταν. Δύσκολο σχολείο, με περίεργα... Αλλά, επειδή τα παιδιά που ήταν συνομήλικά μου τα ήξερα τα πιο πολλά απ’ το Δημοτικό υπήρχε μία αποδοχή, να πω. Βέβαια, να πω ότι όταν πήγα και τους πήρα τ’ απουσιολόγιο –γιατί εμείς δίναμε εξετάσεις απ’ το Γυμνάσιο στο Λύκειο πανελλαδικές. Πάρα πολλοί κόβονταν τότε και υποχρεώνονταν να πάνε είτε σε Τεχνικά Λύκεια είτε να σταματήσουν. Ήταν άδικο σύστημα για μένα. Δώσαμε. Ε, έγραψα καλύτερα απ’ όλους και όταν πήγα στο 4ο, πήρα και απ’ τα αγόρια το απουσιολόγιο. Καταλαβαίνεις τι έγινε. Μακελειό, πόλεμος! «Πώς ήρθαν αυτές» –αυτές ήμασταν εμείς, τα κορίτσια– «και μας πήραν και τ’ απουσιολόγιο!». Τέλος πάντων και… Τα κορίτσια, λοιπόν, που ήξερα, οι φίλες μου, αυτές που αγαπούσα απ’ το Δημοτικό, δεν μπορούσα να κάνω παρέα μαζί τους. Γιατί, σου λέω, η μία ομάδα έχει εξοκείλει, ήταν μόνιμα με τα αγόρια στα καφέ, και η άλλη ομάδα ήταν κλεισμένες σπίτια. Μία φίλη μου, μάλιστα, που την αγαπώ πάρα πολύ, δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Ο πατέρας της τής απαγόρευε το οτιδήποτε. Και η άλλη φίλη μου, στην ουσία, οι μαμάδες μας ήταν φιλενάδες, αλλά κι εκείνη πάρα πολύ δύσκολα. Αποτέλεσμα; Χ. Για να καταλάβεις πόσο αγαπημένες είμαστε, της μιας, αν και ζει στην Αθήνα, έχω βαφτίσει το παιδί της και πλέον, επειδή έχει πάρει έναν εξαιρετικό άντρα, κάνουμε και παρέα με τον άντρα μου κτλ., είναι… Ζει πολύ καλά, που γλύτωσε απ’ τη μαμά της. Πήγε στην Αθήνα νωρίς. Η άλλη παντρεύτηκε εκτός Σαλονίκης. Είχε έναν καλό γάμο, μέχρι πρόπερσι, που το διέλυσαν. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, και με εκείνη κάναμε και με τον άντρα της πάρα πολλή παρέα. Τα κορίτσια παντρεύτηκαν και κάπως, σαν να σου πω, απελευθερώθηκαν απ’ αυτό που ζούσαν. Έτσι, λοιπόν τα καλά τα κορίτσια δεν μπορούσα να κάνω παρέα μαζί τους, αλλά και αυτές είχαν μείνει πίσω, γιατί δεν μπορούσαν να εξασκήσουν αυτά τα ενδιαφέροντα, λόγω της κλεισούρας. Ας πούμε, τώρα κατεβαίνω στην Αθήνα και βλέπουμε θέατρο με τη φίλη μου εδώ και χρόνια. Τότε, όμως, υπήρχε αυτό το σκηνικό. Και να πω ότι οι άλλες που ξημεροβραδιάζονταν με τα αγόρια πήραν και αυτούς που είχαν φίλους στο Δημοτικό, με αποτέλεσμα οι πιο πολλές να ‘ναι χωρισμένες, γιατί –στο Γυμνάσιο. Γιατί; Γιατί, ο φίλος των 17 χρονών είναι πολύ μεγάλο λαχείο να είναι κι ο άνθρωπος της ζωής σου. Κάποιες, μάλιστα, απ’ αυτές… Μία, ας πούμε, που σπούδασε, μπήκε στο Πανεπιστήμιο, κάπου έχασε επαφή με τον άντρα της που γυρνούσε απ’ τη δουλειά και πήγαινε στο καφενείο και αυτή ήταν εφοριακός. Χάθηκε η επαφή, έτσι; Η άλλη, ένα εξαιρετικό κορίτσι –και μπορούσε να σπουδάσει– κατέληξε να δουλεύει σε ένα ζαχαροπλαστείο πωλήτρια. Κάναμε ένα reunion, το οποίο ήταν πολύ συγκινητικό, αλλά και πολύ αποκαρδιωτικό για κάποια απ’ αυτά τα κορίτσια, που τα είδα και πραγματικά στενοχωρέθηκα για το… Λόγω των καταστάσεων. Και μια άλλη, επίσης, επίσης που προχώρησε –έγινε τραπεζικός κλπ.– κάπου δεν μπόρεσε μ’ αυτόν, που τον είχε παντρευτεί και έκανε τα παιδιά της –τον ήξερε απ’ το Γυμνάσιο– να συνεχιστεί η επικοινωνία.  Οπότε, είχα αυτή τη μεγάλη δυσκολία, όταν ήμουνα μαθήτρια. Δεν μπορούσα να βρω άνθρωπο. Δηλαδή, μπήκα στη Φιλοσοφική και λέω: «Αμάν, πού ήταν όλοι αυτοί χαμένοι; Πού ήταν εξαφανισμένοι όλοι αυτοί;». Βρήκα πεδίο. Όχι μόνο, όμως, εκεί, αλλά είχα και μία παρέα πολύ καλή, κάποιοι ήταν Πολυτεχνείο, Νομικές, ήταν ανάμεικτοι, με τους οποίους περάσαμε εξαιρετικά φοιτητικά χρόνια στα διάφορα στέκια της εποχής. Στο «Ντορέ», ας πούμε. Ήταν το στέκι μας κι ήταν εκείνη την εποχή πανκιά, φρικιά… Εμείς φρικιά, ας πούμε, ήμασταν. Με μαλλούρες και… Ξες. Ατημέλητο. Ούτε μας ένοιαζε πώς… Βλέπω σήμερα τα παιδιά! Η μαμά μου με παρακαλούσε να πάρω παπούτσια και τα ‘παιρνα βιβλία. Τα πλήρωνε εκείνη τα παπούτσια δεκαπέντε φορές και εγώ δεν τα ‘παιρνα. Βιβλία και δίσκους έπαιρνα. Σινεμά και θέατρο, αυτό ήταν όλο μου το χαρτζιλίκι. Εκεί πήγαινε. Άντε και τάιζα και κάνα φίλο φτωχό ή του πλήρωνα κάνα σινεμά. Γιατί κάναμε τέτοια κλπ. Ούτε μ’ ένοιαζε. Μ’ ένοιαζε αυτό το πράγμα. Είχα μεγάλη τρέλα, αλλά στο Πανεπιστήμιο είμαι ευχαριστημένη, γιατί είχα μία παρέα που μπορούσαμε να λειτουργήσουμε σε αυτό το πλαίσιο.

Α.Κ.:

Στο Πανεπιστήμιο έχουμε μετακομίσει και κατοικούμε πια στη Χαριλάου, όταν είμαι Β’. Τελειώνω το Β’ έτος και πάμε στην οδό Νικάνωρος με Γιάννη Αγγέλου. Όπως σου είπα, η δεκαετία του ‘80 είναι μια πολύ καλή δεκαετία για τους βιοτέχνες. Παίρνουμε, λοιπόν, επιτέλους ένα πολύ ωραίο σπίτι και κατοικούμε εκεί. Μια γειτονιά, με λάσπες ήταν λίγα χρόνια πριν πάμε η περιοχή. Μπορώ και να το πω, γιατί του Επαμεινώνδα Χαριλάου μία επένδυση που γίνεται στη δεκαετία του ’20… Το ’19, νομίζω, γίνεται η αγορά. Έχω βρει και την κάτοψη του τι βρήκε και του τι κατασκεύασε ο ίδιος. Την έχω, αν θέλεις να στην δώσω, γιατί… Απ’ την έρευνα που έχω κάνει. Και αγοράζει μία περιοχή που ανήκει σε Εβραίους, στους Αγγλογάλλους που έχουν αφήσει τα νοσοκομεία τους εκεί πέρα απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαταστάσεις –συγγνώμη, Α’, ναι– στις εγκαταστάσεις απ’ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απ’ το στρατόπεδο που είχαν στη Σαλονίκη, απ’ τους Καμτσιδιώτες, κοινώς Πυλαιώτες, οι οποίοι είχαν εκεί πέρα κτήματα. Είχαν ζώα. Είχαν αμπέλια εκεί. Είχαν τέτοιες εκτάσεις. Και αγοράζουνε μία περιοχή μέχρι την οδό Βεργίνας, στο σχολείο που σήμερα υπηρετώ. Είναι Βεργίνας με Νικάνωρος, μέχρι εκεί που είναι σήμερα το όριο των Δήμων Θεσσαλονίκης και Πυλαίας. Και παραπάνω αγοράζει περιοχή κι αρχίζει και χτίζει. Κάνει τον πρώτο οικισμό. Ο πρώτος οικισμός είναι στη νέα Οσία Ξένη, σε εκείνη την περιοχή, κάτω από την οδό Παπαναστασίου, και αρχίζει και πουλάει. Χτίζει και την παλιά Οσία Ξένη στο όνομα της μητέρας του, που λεγόταν Πολυξένη, για να τιμήσει τη μητέρα του, και γενικά κάνει μία… Φτάνει πια μέχρι τη Χαριλάου και μία γραμμή του τραμ. Υπάρχουν ακόμα τα κουβούκλια του τραμ μπροστά απ’ την Οσία Ξένη, δύο μικρά κουβούκλια… Ναι, εκεί, εκεί! Α, ναι, λίγο παρακάτω είναι, ναι. Πήγαμε με τα παιδιά και τα είδαμε. Και, εντάξει, και ‘κει μια γειτονιά με πολλές μονοκατοικίες. Τις πρόλαβα εγώ. Η γωνιακή πολυκατοικία που έχει χτιστεί τότε ήταν μια καταπληκτική μονοκατοικία με τριαντάφυλλα, γεμάτη τριαντάφυλλα. Πανέμορφη. Πολύ ωραία διώροφα σπίτια, με πολύ ωραία αισθητική. Ούτως ή άλλως, το σπίτι, το δικό μας, είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα απ’ τα Τροχιοδρομικά, όπως λεγόντουσαν. Οι υπάλληλοι του τραμ είχαν εκεί, τους είχαν δοθεί, δηλαδή, εκεί πέρα σπιτάκια. Από την οδό Πλαστήρα μέχρι επάνω το λόφο κατοικούσαν, έτσι κάνα δύο δρόμους σημερινούς, που πια δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Περίπου, ε; Υπάρχει.

Κ.Κ.:

Ναι. Υπάρχουν ακόμα κάποια σπιτάκια.

Α.Κ.:

Τροχιοδρομικά. Α, θα ‘θελα να μου πεις πού είναι. Με ενδιαφέρει. Και, εν πάση περιπτώσει, και εκεί ζω πέντε-έξι χρόνια, γιατί πολύ γρήγορα βρίσκω δουλειά σε φροντιστήριο, το ’88, και αποφασίζω να μείνω μόνη μου το ’91. Δηλαδή, ζω σ’ αυτό το σπίτι μια πενταετία, μέχρι το ’91, και ζητάω το κλειδί του παλιού σπιτιού στο Βαρδάρη και γυρνάω πίσω. Μου το δίνει η μητέρα μου, το ανακαινίζω, πάω και βρίσκομαι σε μια γειτονιά άλλη. Το χάλι συνεχίζει και είναι το ίδιο απερίγραπτο, οι πολυκατοικίες οι ίδιες, η ασχήμια η ίδια. Αλλά, πια δεν μπορώ, ας πούμε, να παρκάρω. Γυρνάω απ’ το σχολείο και κάνω μία ώρα να παρκάρω. Αναγκάζομαι και πληρώνω πάρκινγκ. Δεν υπάρχει λύση. Ασφυκτιά η γειτονιά από αυτοκίνητα και έχει αλλάξει. Ο παλιός κόσμος, που ήξερα, δεν υπάρχει πια. Η πλειοψηφία απ’ αυτούς έχει φύγει. Όπως και εμείς, όποιος μπορούσε να αγοράσει ένα καλύτερο σπίτι σηκώνεται και φεύγει. Αποτέλεσμα: Στην πολυκατοικία, όταν γύρισα εγώ, κατοικούσε μία θεία μου, η συνιδιοκτήτρια του παλιού σπιτιού, που σας είπα, του Μακεδονικού, η οποία πεισματικά δεν πήγαινε να μείνει με τα παιδιά της, που της είχαν ξεχωριστό διαμέρισμα στα ωραιότατα σπίτια που κάναν στην Άνω Πόλη, και έμενε εκεί. Η κυρία που έμενε από πάνω μας χήρεψε και παρέμεινε εκεί και η κυρία που έμεινε στο ρετιρέ. Όλη η υπόλοιπη πολυκατοικία, που ‘χε δώδεκα διαμερίσματα, δεν κατοικεί πια κανείς απ’ τους παλιούς. Αρχίζουν και αγοράζουν τα σπίτια από Ρωσοπόντιους, τα νοικιάζουν Αλβανοί. Είναι μια καινούργια κατάσταση. Τώρα που μιλάμε έχει μείνει μόνο η χήρα. Δεν έχει μείνει κανένας άλλος, έτσι; Η θεία μου πέθανε και τα τελευταία χρόνια δεν έμενε κι εκεί. Είχε φύγει. Και το ρετιρέ, αυτοί απ’ το ρετιρέ έχουν προ πολλού μετακομίσει και αυτοί σε άλλο σπίτι που αγόρασαν. Η γειτονιά είναι, από ό,τι ξέρω... Απ’ το σχολείο το καταλαβαίνω. Το σχολείο είναι 80% με 85% μειονοτικό, το 4ο που πήγαινα εγώ, που σημαίνει ότι όλα τα παιδιά είναι απόγονοι πια, γιατί έχουν προχωρήσει τα χρόνια και μπορεί να ‘ναι δεύτερη γενιά κλπ. ανθρώπων που έχουν έρθει από ανατολικές χώρες ή από την Αλβανία. Αυτό δείχνει, κατά την κρίση μου, και το ότι πάντα ήταν υποβαθμισμένη γειτονιά και πάντα, έτσι όπως καταστράφηκε, όλος ο κόσμος απλά ζούσε εκεί, γιατί δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Μόλις, δηλαδή, κατάφεραν οικονομικά να ανταποκριθούν, έφυγαν. Και οι πιο πολλοί από εμάς πουλήσαμε, κιόλας, τα σπίτια. Εμείς και τα δύο διαμερίσματα πια τα ‘χουμε πουλήσει. Συνεχίζει, βέβαια… Τα προβλήματα της γειτονιάς συνεχίζουν κι είν’ τα ίδια. Ο φόβος τη νύχτα, τη μέρα φασαρία. Βέβαια, εντάξει, εγώ πηγαίνοντας στο σχολείο δυο-τρεις –έκανα και κάτι ιδιαίτερα– δεν τον πολυκαταλάβαινα. Αλλά φαινόταν, όταν γυρνούσα το μεσημέρι. Όλη αυτή η φασαρία συνέχιζε να υπάρχει. Τα μαγαζιά και άλλα μαγαζιά σε άλλες θέσεις, αλλά η αγορά ακόμα εκεί, τα ψαράδικα ακόμα εκεί. Και το βράδυ πάλι το ίδιο πρόβλημα. Πάλι το ίδιο πρόβλημα με ανθρώπους της νύχτας, με ανθρώπους περίεργους, δύσκολους κτλ. Είχα αγοράσει ένα αυτοκίνητο τότε. Το δεύτερο-τρίτο βράδυ το βρήκα γρατζουνισμένο. Υπήρχε θέμα στη γειτονιά. Και τελικά –δεν έφυγα για αυτόν το λόγο. Βέβαια, ήρθε κι η αδερφή μου μαζί και προτίμησα εγώ να της παραχωρήσω το σπίτι και να ξαναφύγω για τη Χαριλάου, όπου και παρέμεινα αρκετά χρόνια, μέχρι που αγόρασα ένα σπίτι στην Καλαμαριά, το οποίο δεν κατοίκησα ποτέ, γιατί παντρεύτηκα και ήρθα και έμεινα στο σπίτι του άντρα μου. Αλλά μου ‘κανε πραγματικά εντύπωση στο Βαρδάρη όλη αυτή η αλλαγή.  Οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί δεν βγάζαν ρατσισμό. Αυτό ήθελα να πω, που ‘χει ένα ενδιαφέρον. Ας πούμε, αυτή η θεία μου, 90 χρονών τότε, έλεγε πόσο καθαρή ήταν η γυναίκα που κατοικούσε στο απέναντι μπαλκόνι –που, φυσικά, το μπαλκόνι ήταν έτσι, πολύ κοντά!– και είχαν επαφή, η οποία ήταν γύφτισσα. Ήταν απ’ τους γύφτους της Πέλλας, του Νομού Πέλλας, που ‘ταν οι παλιοί, ντόπιοι γύφτοι, αθίγγανοι. Και μάλιστα, το γιο της τον είχα και συμμαθητή. Δεν είχε πολύ καλές συμπεριφορές. Ήταν ζόρικος, αλλά –γιατί ίσως κι ο ίδιος αισθανόταν κατώτερος, παρόλο που δεν νομίζω ότι τον ρατσίσαμε τόσο. Απλά δεν μπορούσαμε να τον κάνουμε παρέα, γιατί δεν είχαμε να πούμε και τίποτα. Και… Αλλά η θεία, λοιπόν, Σουλτάνα είχε να λέει για το πόσο καθαρή ήτανε η κυρία αυτή και πόσο καλή νοικοκυρά και πόσο πρόσεχε το σπίτι της. Αυτοί, βέβαια, έχουν μικρό προσδόκιμο ζωής, γιατί, ξες, δεν εμβολιάζονται, δεν κάνουν, και πέθαναν κι οι δύο με τον ά[00:50:00]ντρα γύρω στα 50 κι οι δυο, 55. Πάρα πολύ νέοι. Επίσης, δεν άκουσα κακή κουβέντα απ’ τη γιαγιά μου, η οποία νοίκιασε το σπίτι σε Αλβανό. Η μαμά μου είπε: «Ρε μάνα, σε Αλβανό;». «Τον είδα εγώ. Είναι πάρα πολύ καλό παιδί», είπε η γιαγιά μου. Τον είδε. Ξες, αυτό που λέμε «κόβω φάτσα». Μ’ αυτόν τον τρόπο λειτούργησε. Ήταν πραγματικά εξαιρετικός. Ήταν πραγματικά εξαιρετικός ο ενοικιαστής της γιαγιάς. Νοικοκύρης, καλοπληρωτής κτλ. Θέλω να πω ότι μου ‘κανε εντύπωση πώς αυτοί οι παλιοί, που ‘ταν γύρω στα 90, στη δεκαετία του ‘90 και του 2000 –80 με 90– είχανε μία οπτική, τελικά… Δεν ξέρω. Συμπτωματικό είναι; Κρίνεις απ’ τα δύο ηλικιωμένα άτομα που ήξερα εγώ στη γειτονιά. Πάρα πολύ επιεικείς με τους ανθρώπους που ερχόντουσαν. Δεν ξέρω. Η γιαγιά μου… Αυτές οι δύο πρόλαβαν και ζήσαν και σε μία πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Ίσως και για αυτό. Γεννημένη, ας πούμε, η γιαγιά μου το ’15, θυμάται πάρα πολύ καλά Εβραίους και κάθε καρυδιάς καρύδι γενικώς: Βούλγαρους, Τούρκους. Ήτανε μεγάλη. Άντε, πες όταν φύγαν οι Τούρκοι, ήταν μικρή. Αλλά, με τους Εβραίους… Έχω να πω μια πολύ συγκινητική ιστορία με τους Εβραίους για τον παππού μου, που είμαι πολύ περήφανη για αυτόν. Ο παππούς μου, ο άντρας της γιαγιάς μου, ήτανε τσαγκάρης και είχε ένα τσαγκάρικο απέναντι απ’ την Αγία Θεοδώρα, στην Ερμού. Δίπλα του ήταν ένα φωτογραφείο ενός Εβραίου. Γίνονται αυτά που γίνονται με τους Εβραίους. Αρχίζουν και τους μαζεύουν κι έρχεται ο Εβραίος, ο γείτονας, και του λέει: «Χρηστάκη, σου δίνω το κλειδί. Άμα δεν γυρίσω, είναι δικό σου». Ο παππούς με το κλειδί στο χέρι. Ε, φεύγουν οι Εβραίοι κι αρχίζουν οι γνωστές λεηλασίες. Μπήκαν στο μαγαζί, το λεηλάτησαν, κλέψαν τις μηχανές, κλέψαν τα υλικά. Ο παππούς μου έμεινε με το κλειδί στο χέρι. Ψάχνοντας κάτι αρχεία… Δηλαδή, διαλυμένο το μαγαζί, ο παππούς ακόμα το κλειδί κρατούσε. Περίμενε τον άνθρωπο να γυρίσει. Αυτός με το κλειδί. Και έψαξα κάτι αρχεία στο τέλος της Κατοχής. Ο παππούς μου και ο προπάππος μου ζητούσαν ως άποροι βοήθεια από το Επιμελητήριο, αλλά να κλέψουν, δεν κλέψανε. Είμαι πάρα πολύ περήφανη για αυτό, για αυτούς. Δηλαδή, που δείχνει και τι ήθος είχαν, έτσι; Χωρίς να έχουν ιδιαίτερη μόρφωση, ιδιαίτερο τέτοιο, ήτανε… Σου λέω δεν, αναρωτιέμαι ακόμα και τώρα –που θα το ψάξω, δεν το έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου– αν είναι λόγω του ότι Θεσσαλονίκη ήταν μία πολυπολιτισμική πόλη ή αν ήταν οικογενειακό τους. Δεν το ‘χω ξεκαθαρισμένο. Πάντως, και ο άλλος μου ο παππούς που δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς, ο Κατωελλαδίτης, αν και δεξιός, επειδή είχε τη φήμη στη γειτονιά –ήταν πολύ έντιμος, γιατί είχε πολλούς γνωστούς αριστερούς–, πήγαν να του δώσουν έναν τενεκέ λίρες, λέγοντας ότι: «Μήτσο, κράτα το και αν γυρίσουμε θα τα πάρουμε». Δεν τα κράτησε. «Δεν τα κρατάω», λέει, «να τα δώσετε αλλού. Εγώ δεν παίρνω. Δεν παίρνω». Δηλαδή, ήταν άνθρωποι πάρα πολύ… Δεν τους ένοιαζε. Όπως και ο πατέρας μου. Με το αυτοκίνητο κάναμε μια βόλτα σε αυτές τις περιοχές, εκεί που είναι όλα τα αυθαίρετα, πάνω απ’ τις Συκιές… Πολίχνη κτλ., που είναι όλα… Όλα, όλα αυθαίρετα είναι. Και λέει ο πατέρας μου: «Ρε, παιδί μου», λέει, «εμείς ποτέ δεν σκεφτήκαμε να πάμε να χτίσουμε ένα καλύβι κάπου και να καταχραστούμε κάτι». Κι είμαστε παλιοί Θεσσαλονικείς. Δηλαδή, ο πατέρας μου γεννημένος ήταν το ‘31 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του, σου λέω, ήρθαν το ‘25 Θεσσαλονίκη. Δεν σκεφτήκαμε πότε ότι: «Θα πάω να κάνω κάπου και όπου να ‘ναι να στήσω εγώ το καλύβι μου και θα το νομιμοποιήσω και θα φωνάζω». Και Μετέωρα, πώς τα λένε εκείνα τα περίφημα μέρη; Είχανε, δηλαδή, ένα ήθος. Είχανε μία αξιοπρέπεια… Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Μέχρι και βλακεία μπορείς να το πεις, αν το δεις απ’ την άλλη οπτική. Δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ καταστάσεις, αλλά θέλω να σταματήσω εκεί, στο ότι ήρθανε οι πρόσφυγες, οι απόγονοι των ανθρώπων, θα πω εγώ, που είχαν εγκλωβιστεί στη Ρωσία, γιατί το έχω ψάξει το θέμα αυτό. Ήταν απλά οι άτυχοι που μείναν στη Ρωσία, ενώ οι συγγενείς τους ήρθαν ογδόντα χρόνια πριν στην Ελλάδα. Και μου ‘χει τύχει περιστατικό, εδώ μάλιστα, στο Πανόραμα. Κάνω ιδιαίτερο ένα κορίτσι που το κουδούνι φαρδιά-πλατιά, από κάτω, λέει το όνομα της μαμάς. Και κάνει το παιδί σχόλιο: «Αυτή η Ρωσοπόντια που έχουμε στο σπίτι, μας καθαρίζει, η έτσι, η δείξε, η μπήξε». Και λέω: «Συγγνώμη, βρε αγάπη μου, εσείς τι είστε; Τι νομίζεις ότι είστε; Πόντιοι είστε. Απλά είχες την τύχη να ‘ρθείτε νωρίτερα». Και τώρα βλέπω, το βλέπω με τους πρόσφυγες και με τρελαίνει. Δηλαδή, απόγονοι των προσφύγων να λένε: «Εμείς ήμασταν διαφορετικοί και δεν ήμασταν τέτοιοι». Πλανώνται πλάνην οικτράν, εγώ που έχω μελετήσει το αντικείμενο! Τι να πω; Δεν υπήρξε κακή υποδοχή, πάντως, στη γειτονιά, παρόλο που είμαι βέβαιη πως υπήρξαν πολλά προβλήματα. Δηλαδή, αυτή η κυρία που παρέμεινε έλεγε στη μαμά μου πως είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθείς μαζί τους για τα κοινόχρηστα, για βασικά πράγματα στην πολυκατοικία, παρόλο που αρκετοί απ’ αυτούς ήταν νοικοκυραίοι, θέλαν να κάνουν ωραία πράγματα για το σπίτι. Αυτά.

Κ.Κ.:

Πάρα πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και τα άκουσα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος με, έτσι, αρκετή προσήλωση. Θέλετε, λίγο, τώρα να εστιάσουμε σε κάποια επιμέρους πράγματα–

Α.Κ.:

Βεβαίως.

Κ.Κ.:

Για να φωτίσουμε λίγο τις πλευρές της ιστορίας. Καταρχήν, νομίζω θα ήταν ωραίο να μας πείτε για λίγα παραπάνω πράγματα, αφού το ζήσατε, για τη σημασία που είχε η βιοτεχνία στην οικονομία της Θεσσαλονίκης. Είπατε ότι όταν έκλεισε η βιοτεχνία οι άνθρωποι που μείναν στο δρόμο κλαίγανε, ας πούμε. Αυτό κάτι λέει.

Α.Κ.:

Ναι. Ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι, τουλάχιστον έτσι όπως το ‘ζησα. Γιατί μία βιοτεχνία δεν είχε μόνο το προσωπικό, το σταθερό, που είχε μες στο μαγαζί. Ας πούμε, ο μπαμπάς μου είχε είκοσι πέντε άτομα, που ήταν μια μικρή προς μέση. Δεν ήταν καμιά μεγάλη. Υπήρχαν πολύ μεγαλύτερες μονάδες. Ας πούμε, ο Βουλινός, που ήταν απέναντι μας και μετά έγινε… Έκανε και εργοστάσιο, ήτανε πολύ μεγαλύτερη η μονάδα του. Και διάφοροι άλλοι. Η βιοτεχνία δούλευε μαζί μ’ ένα βαφείο. Δούλευε με το νηματουργείο. Δούλευε με ανθρώπους που κάναν φασόν, δεν ξέρω αν έχεις ακουστά την έκφραση. Δηλαδή, στα σπίτια τούς πήγαιναν τσουβάλια με… Και δούλευαν. Ετοίμαζαν τα μπλουζάκια στο σπίτι, γιατί δεν μπορούσαν μόνο τα κορίτσια που ήταν στη βιοτεχνία να καλύψουνε τη δουλειά. Άρα, δούλευαν και πάρα πολλοί άνθρωποι σε σπίτια. Ο πατέρας μου είχε συνεργάτες σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, αλλά και σε χωριά. Πήγαινε ακόμα και μέχρι τις Μουριές του Κιλκίς, που είχε έναν συνεργάτη. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, πως ήταν ένας φοβερά μεγάλος κύκλος εργασιών. Δεν είναι τυχαίο που κλείσαν όλα: Νηματουργεία, υφαντουργεία, βαφεία και τα… Κάποια απ’ αυτά ήταν και μεγάλα εργοστάσια, ήταν Ανώνυμες Εταιρείες. Ο Δεδέογλου, ας πούμε, κι όλοι αυτοί που είχαν τις μεγάλες αυτές μονάδες. Έγινε πολύ μεγάλη ζημιά, κατά την κρίση μου, γιατί ήταν ένας κύκλος παραγωγικός. Έφερνε χρήμα στη χώρα. Όπως είπα, δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου εξαγωγέας. Ήταν πάρα πολλοί που ήταν εξαγωγείς. Δούλευαν με εξωτερικό. Κι αυτό είναι σημαντικό, γιατί αυτό στηρίζει την οικονομία, το να έρχεται χρήμα από έξω, συνάλλαγμα στη χώρα. Και ταυτόχρονα, όπως σου είπα, τα κορίτσια αυτά, τα οποία ήτανε ειδικευμένες εργάτριες πάνω σ’ αυτό βρέθηκαν άμεσα να ‘ναι ανειδίκευτες, και σου ‘πα, αρκετές απ’ αυτές γύρισαν στα χωριά τους. Δεν είχανε λύσεις. Όσες δεν ήταν παντρεμένες –κι ήταν αρκετά κορίτσια που ήταν ανύπαντρα– δεν είχαν κάποιον να τις στηρίξει, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να φύγουνε πίσω. Ναι.

Κ.Κ.:

Δούλευε κι η μαμά σας μου είπατε πριν, off the record, στη βιοτεχνία;

Α.Κ.:

Ναι. Η μητέρα μου δούλεψε καμιά δεκαριά χρόνια στη βιοτεχνία. Πιο πριν, επειδή η μαμά μου είχε τελειώσει το Γυμνάσιο –και αρχές δεκαετίας του ‘60 το να ‘χεις τελειώσει το Γυμνάσιο ήτανε πολύ μεγάλο προσόν– είχε δουλέψει, καταρχήν, σαν πωλήτρια. Στη συνέχεια, σε κάποιον γνωστό του μπαμπά μου, απ’ την αγορά που τον ήξερε –υπάρχει ακόμα. Μπορώ και να το πω: Ο Καλαϊτζόγλου–, πήγε και δούλεψε λογίστρια. Και μάλιστα, τα χρόνια εκείνα είχε διπλό μισθό από ό,τι έπαιρνε ο πατέρας μου ως εμποροϋπάλληλος. Αλλά μπήκαν πάλι τα θέματα τα οικογενειακά στη μέση. Δηλαδή, η μητέρα μου, αφού γέννησε δυο παιδιά και αφού δούλεψε και ένα χρόνο, ενάμιση αφού γεννήθηκα εγώ, σταμάτησε τη δουλειά, γιατί οι γιαγιάδες λέγαν πως έχει οικογένεια και πρέπει να μεγαλώσει τα παιδιά της. Έτσι, λοιπόν, άφησε ένα εξαιρετικά υψηλό εισόδημα, που το στερήθηκε η οικογένεια, για τα στερεότυπα της εποχής, ότι η γυναίκα πρέπει να καθίσει σπίτι. Τη θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που δεν δούλευε. Ήταν μες στα νεύρα. Δεν ήξερε τι της έφταιγε. Δεν ήτανε ευτυχισμένη. Επιστρέφοντας στη δουλειά… Έτσι, λοιπόν, συζήτησε με τον μπαμπά και αποφάσισαν να πάει εκεί. Μπορούσε να πάει και κάπου αλλού. Πήγε εκεί. Και έτσι, έχει και δική της σύνταξη. Αλλά το σημαντικότερο είναι πως από τότε ήταν πιο χειραφετημένη. Είχε τα δικά της λεφτά. Στήριξε τις σπουδές μας. Ας πούμε, στο Πανεπιστήμιο όλοι θεωρούσαν πως ήμασταν πλούσιες, γιατί είχαμε ένα χαρτζιλίκι άπειρο, λόγω του ότι έχουμε δυο γονείς εργαζόμενους. Είχαμε αυτοκίνητο. Το παλιό, αυτό το σαράβαλο, αλλά το ‘δινε ο μπαμπάς: «Παρ’ το, πήγαινε». Σου έχω πει ότι ο πατέρας μας ήταν πάρα πολύ φιλελεύθερο προσωπικότητα. Πολύ μπροστά. Ας πούμε, 18 χρονών και μία μέρα είχαμε δίπλωμα, όπως κι η μητέρα μου είχε απ’ το 1975 δίπλωμα και κλειδί αυτοκινήτου. Δεν είχε απλά δίπλωμα. Είχε κλειδί αυτοκινήτου να κάνει τα ψώνια της, να πάει στη λαϊκή. Ακόμα και σήμερα βλέπω άντρες που δεν αφήνουν τη γυναίκα τους να οδηγήσει. Ήμασταν… Ήτανε πολύ ανοιχτό το μυαλό του, πολύ, έτσι, θετικός. Και αυτό –να πάω τώρα σε μια άλλη συζήτηση– μας πολιτικοποίησε πολύ μικρές. Γιατί πολιτικές κουβέντες γινόντουσαν στο σπίτι. Δεν συμφωνούσαμε πολιτικά με τον μπαμπά μας, αλλά αυτό ήταν το μεγαλείο του, ότι δεχόταν να ακούει άλλα πράγματα απ’ αυτά που πίστευε οι ίδιος. Το δεχόταν. Μας πείραζε, μας έκανε, αλλά ενθάρρυνε, στην ουσία, το να είμαστε σκεπτόμενοι άνθρωποι. 

Α.Κ.:

Και να σου πω κι ένα σκηνικό πολύ ενδιαφέρον από τη Χούντα. Εγώ στη Χούντα ήμουν πάρα πολύ μικρή, αλλά θυμάμαι το τι φόβος υπήρχε. Δηλαδή, επιβλήθηκε η Χούντα –εγώ ήμουνα το ‘67 δύο χρόνων– και κάτι έγινε σπίτι και έχουμε βγει με την αδερφή μου στο μπαλκόνι. Και κάτι ψιθυρίζεται στα μπαλκόνια, έτσι όπως ήταν η γειτονιά. Και εγώ αφελώς-αφελώς, σαν μικρή, λέω: «Εμένα ο μπαμπάς μου είναι Καραμανλής». Και ένα χέρι μπαίνει και με τραβάει μέσα. Και αρχίζει η κατήχηση. «Και οι τοίχοι έχουν αυτιά», έλεγε ο πατέρας μου. Ξαφνικά στο σπίτι σταμάτησε οποιαδήποτε συζήτηση για πολιτικά. Η ατάκα ήταν –εμείς μεγαλώναμε εντωμεταξύ. Πάμε Δημοτικό– «Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Και οι τοίχοι»… Πήγαινε να ανοίξει καμιά κουβέντα η μαμά μου: «Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά». Θυμάμαι σαν τώρα –δεν ήμουν 10 χρονών… Ήμουνα 10 χρόνων; Δεν ήμουνα. Δεν ήμουν– που γίνεται η περίφημη –πώς το λένε;–, το Ναι και το Όχι. Κάνει, υποτίθεται, δημοψήφισμα ο Παπαδόπουλος αν τον θέλουμε ή δεν τον θέλουμε. Και ο μπαμπάς μου ωρύεται μες στο σπίτι: «Φτάνει πια! Θα πάω να ρίξω Όχι και δεν με νοιάζει!». Και η μάνα μου από πίσω να τον παρακαλάει: «Ντίνο, θα καταστρέψουμε το σπίτι μας και θα πάθουμε καμιά ζημιά!». Θέλω, δηλαδή, να πω –κι ο πατέρας μου ήταν δεξιός. Πολύ δεξιός, έτσι; Απ’ τους δεξιούς, τους Καραμανλικούς, τους σκληρούς! Είχαν ζήσει και πολλά στην Κατοχή. Είχε πολλές μνήμες. Ένθεν κι ένθεν, όποιον και να ρωτήσεις, είτε δεξιό είτε αριστερό, έχει πληγές, έχει τραύματα απ’ την Κατοχ[01:00:00]ή, ο καθένας απ’ τη δικιά του οπτική. Και, εν πάση περιπτώσει, μες στο σπίτι έγινε αυτή η φάση. Ο πατέρας μου εξερράγη και είπε: «Δεν αντέχω άλλο! Θα πάω να ρίξω ένα Όχι! Μας κοροϊδεύουνε! Πάν' να βγάλουν ό,τι θέλουν» κτλ. Δεν τους αντέχω άλλο», κι όλα αυτά. Δηλαδή, ήταν εξαιρετικά πολιτικοποιημένος με το δικό του τρόπο σκέψης. Αυτά τ’ ακούγαμε μες στο σπίτι. Όπως και όταν πέφτει η Χούντα και ξαφνικά είμαστε μαζεμένοι σ’ αυτό το σπιτάκι της Άνω Πόλης και είμαστε τρία αδέρφια, ο πατέρας μου –τρία αγόρια με τις γυναίκες τους–, παππούς και γιαγιά κι εμείς τα παιδιά. Τα παιδιά, εμείς, συμμετέχουμε στις κουβέντες και μας άφηναν να πούμε τη γνώμη μας. Ακόμα έχω στα αυτιά μου το μακελειό που γινόταν απ’ το να μιλάνε όλοι μαζί. Οι άνθρωποι είχανε σκάσει να μην μπορούν να μιλήσουν! Είχαν πλαντάξει! Και μιλούσαν όλοι. Ο ένας ήταν με το ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος ήταν με την Ένωση Κέντρου, ο άλλος ήταν με τη δεξιά. Και να λένε, και να λένε, και να κάνουν και να ράνουν. Πάντως, άνοιξαν τα στόματα. Αυτό το πράγμα το λέω πολύ συχνά και μες στην τάξη. Ξέρεις, τώρα έχουν ωραιοποιηθεί κάποια πράγματα και η Χούντα κτλ. Δεν το ‘χω ζήσει σαν μεγάλη, αλλά έχω αυτά τα βιώματα σαν παιδί που δείχνει τι σημαίνει απολυταρχικό καθεστώς, να μην τολμάς να πεις τη γνώμη, ακόμα κι αν κάπου συμφωνείς μαζί τους και αποκλίνεις. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η ιστορία… Ήταν, βέβαια, κι η γενιά μας, που μετά το μπαμ αυτό, της Χούντας μας έκανε… Γίναμε πολύ, έτσι, πολιτικοποιημένοι. Και πάρα πολλές κουβέντες. Δηλαδή, αυτή η πρώτη δεκαετία ήταν… Όπου μαζευόμασταν μόνο πολιτικές συζητήσεις γίνονταν. Είχαν σκάσει οι άνθρωποι κι ήλπιζαν και σ’ ένα καλύτερο μέλλον, έτσι; Σε μία Ελλάδα που θα άλλαζαν πολλά, και στα επαγγελματικά τους και σε θέματα δημοκρατίας, προσωπικής ελευθερίας, όλα αυτά. Και έτσι, γίναμε πάρα πολύ… Μας ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα. Διαβάζαμε. Διαβάζαμε εφημερίδες πάρα πολύ. Κι εμείς τα παιδιά. Ο πατέρας μου έπαιρνε κάθε μέρα εφημερίδα στο σπίτι. Δεν υπήρχε μέρα που να λείψει η εφημερίδα. Κι εμείς, επειδή ήμασταν λαθραναγνώστες, μας λέει: «Ε, αφήστε με επιτέλους να διαβάσω με την ησυχία μου!». Δηλαδή, υπήρχε μία τέτοια κατάσταση. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά –ήταν και το ΠΑΣΟΚ το ‘81–, επειδή εμείς ήμασταν μαζί με το ΠΑΣΟΚ κλπ., η αδερφή μου, φοιτήτρια τότε, είχε κρεμάσει στο μπαλκόνι δύο σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Ο μπαμπάς μου εννοείται ενάντια. Και είχε από κάτω και μία μαρκίζα, έτσι να πατάς. Ο διπλανός, λοιπόν, μπήκε μες στη νύχτα –προφανώς ήταν δεξιός–, θυμωμένος που βγήκε το ΠΑΣΟΚ. Και ήρθε και κατέβασε απ’ το σπίτι μας τις δύο σημαίες. Ο πατέρας μου πήγε και του ζήτησε το λόγο, λέγοντας πως είναι παραβίαση της οικογενειακής του εστίας και μπορεί να τον βάλει μέσα. Το έχω σαν παράδειγμα, δηλαδή, του πόσο είχε αντίληψη –Ο μπαμπάς μου δεν είχε τελειώσει Γυμνάσιο, σε αντίθεση με τη μαμά. Β’ Γυμνασίου είχε τελειώσει κι είχε πάει στη δουλειά. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως είχε δυσλεξία. Γιατί κι η αδερφή μου δυσλεκτική, κι οι ανιψιές μου δυσλεκτικές κι η μάνα μου δυσλεκτική. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, παρόλο που δεν είχε τελειώσει το σχολείο, είχε μια τέτοια δημοκρατική συνείδηση, που μακάρι να την εμφυσήσω κι εγώ στο παιδί μου αντίστοιχη. Προσπαθώ. Προσπαθώ να τον μιμηθώ.

Κ.Κ.:

Τέλεια. Το εύχομαι. Τώρα, νομίζω θα ‘ταν όμορφο να μας πείτε λίγο ό,τι θυμάστε, να μας δώσετε εικόνες από τη Φιλοσοφική πώς ήταν.

Α.Κ.:

Φιλοσοφική… Εγώ ήμουν μαγεμένη με τη Φιλοσοφική. Δεν είμαι αντικειμενικός κριτής, γιατί είμαι απ’ αυτούς που σπούδασα αυτό που αγαπούσα και ήμουν πάρα πολύ στεναχωρημένη που έφευγα. Υπήρχε… Εγώ έχω σπουδάσει στο καινούργιο κτίριο της Φιλοσοφικής. Το παλιό επισκευαζόταν και για καλή μας τύχη, όταν ήμουν τρίτο έτος, παραδόθηκε. Ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαμε και κάναμε μάθημα σ’ αυτό το καταπληκτικό κτίριο. Τι να πω; Εγώ είχα καθηγητές το Μαρωνίτη. Δύσκολος άνθρωπος. Εξαιρετικός, χαρισματικός, πάρα πολύ δύσκολος άνθρωπος. Είχα την τύχη να ‘μαι σε μία ευρύτερη παρέα μαζί του και έτσι μπορούσα να παρακολουθώ τα μαθήματα του χωρίς να με εκτελεί, να με προσβάλλει, να με βρίζει, να με κάνει… Γιατί τα ‘κανε αυτά. Μην του στράβωνε το άτομο. Δεν ήταν… Πολλές φορές αυτό που έλεγε μην του στράβωνε. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχα το Χασιώτη, πολυαγαπημένο μου ιστορικό, καταπληκτικό, που συνεχίζω και τον αγαπάω πολύ. Την κυρία Ξανθοπούλου, που είναι κι ο μέντοράς μου –να ‘ναι γερή. Έχουμε φιλική σχέση πια. Την αγαπάω, είναι το άτομο που έβαλε το προσφυγικό θέμα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Χάρη σ’ αυτήν, ό,τι υπάρχει για το προσφυγικό στην Ελλάδα είναι χάρη σε αυτήν. Και, εντάξει, μεγάλους… Τον Ιακώβ, τον Παντερμαλή, έτσι; Όλους αυτούς, τα ιερά τέρατα, ας τα πω, και της αρχαιολογίας. Το Χουρμουζιάδη. Εγώ στην αρχή ασχολήθηκα με την προϊστορική αρχαιολογία. Ήμουνα και με το Χουρμουζιάδη, τον Κωτσάκη και τον Ανδρέου. Έχω δουλέψει πολύ στην ανασκαφή τους. Πάρα πολλά η Φιλοσοφική. Αρκεί να θέλεις να πάρεις. Εγώ ήμουν απ’ τους τυχερούς που μπήκα πολύ συνειδητά και το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουνα ήταν να γίνω ήταν φιλόλογος. Δεν μπήκα για αυτό. Μπήκα για να ασχοληθώ με τέχνες και γράμματα. Να σου πω, την πρώτη μέρα μπήκα σε ένα μάθημα του Ανδρέου, προϊστορική αρχαιολογία. Μιλούσε για το Σέσκλο και το Διμήνι. Έμεινα κόκκαλο, μαγεύτηκα. Μερικές φορές είμαστε τρομερά απαιτητικοί, χωρίς να ξέρουμε το άλφα. Για να ζητήσεις το ωμέγα πρέπει να μάθεις το άλφα. Ή, ας πούμε μετά, μπήκα σ’ ένα μάθημα ιστορίας τέχνης. Έκανε ο Παπανικολάου. Δεν ξέρω αν είναι πολύ καλός ή μέτριος καθηγητής. Όμως, αυτά που έλεγε, εγώ ενθουσιάστηκα, ξετρελάθηκα. Αναγέννηση και μετά μοντέρνα τέχνη. Και ο Χαραλαμπίδης και όλοι αυτοί και η Κούντουρα, που τους είχαμε καθηγητές. Η δεύτερη αγάπη μου ήταν η ιστορία της τέχνης, με την οποία ανακατεύτηκα πάρα πολύ. Και η τρίτη, η αγάπη μου, ήταν η ιστορία. Βέβαια, πάντα διάβαζα. Και θυμάμαι –ναι– τις δυσκολίες που υπήρχαν με τους φοιτητικούς συλλόγους. Γενικά κι από τότε το φοιτητικό κίνημα πάρα πολλές φορές δρούσε ανασταλτικά στα επιστημονικά. Εγώ επειδή ανακατευόμουνα, ήμουνα και στο διοικητικό συμβούλιο της Σχολής, εκπρόσωπος κόμματος. Και θυμάμαι είχε έρθει, μας είχε πλησιάσει ο Χασιώτης. Ήταν τα πενήντα χρόνια απ’ το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και λέει: «Είμαστε Φιλοσοφική Σχολή. Να μην κάνουμε ένα αφιέρωμα;». Εγώ ενθουσιάστηκα! «Ναι, κύριε Χασιώτη. Να κάνουμε». Πάω το λέω στο διοικητικό συμβούλιο και μου την πέφτουν οι ΚΚΕδες και αυτοί, Πανσπουδαστική, «Κι εσύ!», κι «Αυτόν τον προδότη!». Λέω: «Ρε παιδιά, είπε ο Χασιώτης, μου λέει: ‘‘Ας έρθει ο καθένας να τον παρουσιάσει από ποια οπτική θέλει. Προδότη; Θα δεχτούμε και εισήγηση ότι ήταν προδότης. Αρκεί αυτός θα κάνει την εισήγηση να μας πει την οπτική του’’». Τίποτα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε, δεν έγινε το αφιέρωμα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε, φοιτητές και καθηγητές, τίποτα σε συνεργασία. Όλα βούλιαζαν στο συνδικαλισμό. Αποτέλεσμα; Στο τρίτο έτος τα παράτησα. Εγώ όταν ήμουν συνδικαλίστρια είχε καθιερώσει, είχαμε κάθε Πέμπτη –ακόμα το θυμάμαι– τμήμα, συμβούλιο τμήματος, όπου όλα αυτά τα μεγάλα… Τότε δεν ήμασταν χωρισμένοι, χωρισμένα Τμήματα Φιλολογία, Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Εγώ πέρασα στο Φιλοσοφικό. Όλοι αυτοί που σου λέω οι σπουδαίοι –η Παπούλια, ο Μαρωνίτης, η Φατούρου η Μίκα, όλοι, όλοι αυτοί, ξέρω ‘γω, ήταν μέσα στην συνέλευση. Εγώ είχα πει ότι: «Εμείς είμαστε εκπρόσωποι των φοιτητών. Έχουμε το 1/3 των ψήφων. Θα είμαστε κάθε Πέμπτη εκεί. Όποιου δεν του αρέσει, ας παραιτείται». Και πηγαίναμε εκεί. Έχω, ας πούμε, σε όλες τις κρίσεις της Σκοπετέα, που δυστυχώς –λαμπρή επιστήμονας– πέθανε νέα, της –πώς τη λένε;–, του Κωτσάκη; Πώς τη λένε την αρχαιολόγο που είναι τώρα στο πόδι του Ανδρόνικου; Δεν μου ‘ρχεται τώρα… Η Σαατσόγλου, η Σαατσόγλου, η Παλιαδέλη! Ήμουν στην κρίση της. Γιατί δεν έλειπα ποτέ από το Τμήμα. Είχα, λοιπόν, πάρα πολύ καλή εικόνα του τι συμβαίνει και πίστευα πάντα ότι πρέπει να συνεργαστούμε με τους καθηγητές μας, σου λέω, τους οποίους πάντα σεβόμουνα. Γιατί έχω πετύχει να μπούμε φοιτητές μέσα στον Κολιόπουλο –τον οποίο και εγώ είχα μέτρια γνώμη για αυτόν σαν άτομο, αλλά ήταν καθηγητής μου– και να του μιλάνε με τόσο απαξιωτικό τρόπο οι υπόλοιποι που μπήκα μαζί τους, που τους εξηγήθηκα ότι: «Σε περίπτωση που ξαναμιλήσετε έτσι εγώ απλά δεν θα ξανάρθω μαζί σας». Σέβομαι αυτό που είναι. Μιλάω στο πληθυντικό και έχω αξίες. Δηλαδή, υπήρχε μία ατελείωτη γαϊδουριά. Δηλαδή, είχαμε λίγο ξεφύγει, και αυτό ήταν που με πλήγωνε και, όπως είπα, τα παράτησα, τα βρόντηξα και δεν ξαναασχολήθηκα απ’ το ’86. Το υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι με τα συνδικαλιστικά δεν πρόκειται να ανακατευτώ ξανά ποτέ ή και… Δείχνει ποιοι ασχολούνται τελικά. Είναι μία μεγάλη πικρία αυτή. Κατά τα άλλα, τι να πω; Την Άλκη Κυριακίδου, τη Νέστορος, που έβγαλε τα αποτελέσματά μας, διόρθωσε τα τελευταία μας γραπτά και σε λίγες μέρες πέθανε; Τι να πω; Να πεθαίνεις και να πρέπει να διορθώσεις τα γραπτά για να πάρουν οι άλλοι πτυχίο. Τα διόρθωσε! Η οποία μας έκανε καταπληκτικό μάθημα λαογραφίας! Καταπληκτικό μάθημα λαογραφίας! Ή… Δεν θυμάμαι ποιος από τους ιστορικούς της τέχνης μας είχε φέρει το Μαυρομάτη, το ζωγράφο, κι είχε ζωγραφίσει την ώρα του μαθήματος, παρουσία μας, ένα έργο, σε διάδραση με τους φοιτητές. Τις εκδρομές που πήγαμε; Πήγαμε μια μεγάλη εκδρομή στο Γ’ έτος στη Γερμανία –πήγαμε Μόναχο-Βιέννη, όπου κάναμε μάθημα μέσα στα μουσεία. Καταπληκτική εμπειρία– και μια πολύ μεγάλη εκδρομή δεκαπέντε ημερών με το Αρχαιολογικό που γυρίσαμε όλη την Πελοπόννησο. Στο κάθε μνημείο είχε ο καθένας μας την εργασία του, ανάλογα με το ποια ειδικότητα είχε. Και πήγαμε και Αθήνα και είδαμε και τέχνη. Να σου πω ότι κι εκεί κάποια άρχισαν να δυσανασχετούν: «Και τι; Και θα μας εξετάσουνε, δηλαδή, και θα πάμε;». Υπήρχε πάντα, ξες, ένα στυλάκι λες κι εμείς εκεί πέρα μας παρακάλεσαν και πήγαμε –πώς πας στο σχολείο και λες να τελειώσει;– και δεν πήγαμε επειδή θέλαμε να σπουδάσουμε κάτι από τρέλα, από αγάπη για αυτό που κάναμε. Τέλος πάντων. Ήταν τόσο δημιουργικό αυτό, που όταν γυρίσαν οι πιο πολλοί ξεπατωθήκαμε στο να γράφουμε δεκαριά στα μαθήματα, γιατί τα ‘χαμε δει, τα ‘χαμε πιάσει, τα ‘χαμε ζήσει και ήμασταν πια expert στο να δώσουμε αρχιτεκτονική, γλυπτική ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο. Ήταν σχολείο για μένα η Φιλοσοφική μεγάλο και σχολείο κι οι παρέες που κινήθηκα. Σου λέω, και στα πολιτικά έμαθα πολλά, έμαθα τι συμβαίνει, ποιοι πάνε να συνδικαλιστούν για να γίνουνε –δεν θέλω να πω ονόματα– βουλευτές, να πάρουν δουλειές, να τους βάλουν σε καλές δουλειές, να τους ανοίξουν δουλειές. Πάρα πολλά, πολύ επώνυμα άτομα που ήταν στο χώρο και στον κύκλο μου που κάναν καριέρες μ’ αυτό τον τρόπο. Να τις χαίρονται. Και επίσης, είχα μια πάρα πολύ καλή παρέα φοιτητική –επίσης είναι επώνυμα τα άτομα, για αυτό και δεν θα πω τα ονόματά τους–, με τους οποίους πραγματικά, σου λέω, περάσαμε –γιατί, κι αυτό ήταν το δεύτερο θέμα: Η Φιλοσοφική ήταν και η παρέα που θα κάνεις– ποιοτικά τον ελεύθερό μας χρόνο. Δηλαδή, φάγαμε και ήπιαμε σαν καλοί φοιτητές και στις ταβέρνες. Αλλά, παίξαμε μουσική –παίζαμε όλοι. Κι εγώ έπαιζα κιθάρα τότε–, παίζαμε μουσική, μιλούσαμε για πολιτικά, πηγαίναμε πολύ θέατρο, πολύ σινεμά, πολλές εκθέσεις τέχνης. Κατεβαίναμε στην Αθήνα για να δούμε, να ακούσουμε καλή μουσική ή οτιδήποτε. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη απ’ αυτό που βίωσα στη Φιλο[01:10:00]σοφική και πραγματικά εύχομαι ο καθένας να σπουδάζει αυτό που αγαπάει. Και για αυτό –ακόμα και σήμερα μου ‘χει μείνει–, δεν υποτιμώ καθόλου το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Στο κάτω-κάτω υπάρχει… Μπορείς και να συνεχίσεις παραπέρα, να πας έξω, να κάνεις κάτι άλλο. Θεωρώ, τουλάχιστον στη Σχολή τη δική μου, πως το επίπεδο σπουδών ήτανε πάρα πολύ ψηλό και όχι τόσο εύκολο να πάρεις πτυχίο, παρόλο που εμείς ήμασταν οι άριστοι, έτσι; Ήμασταν οι σημαιοφόροι κι οι παραστάτες που μπαίναμε σε αυτή τη Σχολή εκείνα τα χρόνια.

Κ.Κ.:

Τέλεια. Και ερχόμενοι στη Χαριλάου, λίγο, επειδή το Βαρδάρη, νομίζω, τον αναλύσαμε –αν κι έχω και για αυτόν ένα-δύο πραγματάκια–, στη Χαριλάου, λοιπόν, όταν πήγατε υπήρχαν ακόμα κάποια από τα παλιά εξοχικά σπίτια που είχε φτιάξει ο Χαρίλαος; Γιατί να πούμε ότι όταν αγόρασε αυτές τις εκτάσεις έφτιαχνε εξοχικές κατοικίες κι ήτανε μια περιοχή καθόλου αστικοποιημένη για πολλά χρόνια, έτσι.

Α.Κ.:

Στη Χαριλάου, το ‘86 που πήγαμε, υπήρχαν πολλά ακόμα σπίτια εξοχικά. Γιατί, για εξοχικά, έτσι; Εξοχικές κατοικίες τα ‘χε χτίσει καταρχήν ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος. Τα θυμάμαι. Είχαν έναν ωραίο κήπο, μικρό, όχι πολύ μεγάλο, αλλά γύρω-γύρω περιμετρικό του σπιτιού. Ήταν διώροφα με μπαλκονάκια, με πολύ ωραία, έτσι, λουλούδια. Πολύ περιποιημένα. Ήταν αρκετά εκεί στην περιοχή. Απλά είχαν αλλάξει χρήση. Ήταν μόνιμες κατοικίες πια. Δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι που μέναν σ’ αυτά τα σπίτια ήτανε μόνιμοι κάτοικοι. Βέβαια, ήδη η αντιπαροχή είχε φάει αρκετά απ’ αυτά. Θυμάμαι είχαν μείνει τέσσερα-πέντε, ίσως και παραπάνω στη Μαρτίου. Και στο δικό μας το δρόμο, στη Νικάνωρος, εγώ πρόλαβα τουλάχιστον πέντε-έξι. Και το διπλανό μας και αυτό το γωνιακό που είπαμε, που ήτανε Νικάνωρος με Γιάννη Αγγέλου, και ένα-δύο απέναντι, στο απέναντι μέτωπο του δρόμου. Υπήρχανε. Παρόλα αυτά, το ‘86 ήδη και τη Χαριλάου την είχανε κατακλύσει οι πολυκατοικίες. Τη γειτονιά την ήξερα νωρίτερα, γιατί από το ‘75 περίπου είχαν μετακομίσει εκεί τα δύο αδέρφια του πατέρα μου. Ο ένας κατοικούσε πάνω, στην οδό Παπαναστασίου, πάνω απ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο το γνωστό –πώς το λένε;–, το –πώς το λένε;–, που έχει τα καλά παγωτά.

Κ.Κ.:

Το «Fregio»;

Α.Κ.:

Το «Fregio», ναι.

Κ.Κ.:

Διαφήμιση!

Α.Κ.:

Πάνω απ’ το «Fregio». Και ο άλλος μου ο θείος έμενε στο σχολείο, το Γυμνάσιο, το 4ο στο 4ο Γυμνάσιο από δίπλα. Τότε είχαν μόλις γίνει κάποιες καινούργιες πολυκατοικίες. Και μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά τον μπαμπά μου να λέει πως: «Εγώ εκεί στις λάσπες που πάτε και κατοικείτε εσείς, στο χωριό…». Γιατί χωριό… Το έλεγε: «Το χωριό Χαριλάου» το αποκαλούσε ο μπαμπάς μου. Γιατί, πραγματικά, όπως είπες, ήταν εξοχικές κατοικίες και δεν το θεωρούσε ο πατέρας μου ότι ήταν πόλη αυτό το πράγμα. Για τον πατέρα μου πόλη ήταν το κέντρο, εκεί που ‘χε μάθει να ζει και σαν παιδί, στην Άνω Πόλη, και σαν παντρεμένος, στο Βαρδάρη. Αλλά, και μετά και ο άλλος μου ο θείος, ο αδερφός της μαμάς μου, πήγε το ’79. Αυτά γιατί τα λέω; Για να πω ότι όλη η οικογένεια, που όλοι κατοικούσαμε στο κέντρο. Δηλαδή, ένας θείος μου έμενε στην Αγιά Σοφιά. Ο άλλος θείος μου έμενε μαζί μας, στο Βαρδάρη, και ο τρίτος θείος μου έμενε εκεί, στην Παπαζώλη, κοντά στο Βαρδάρη που μέναμε και εμείς. Όλοι φύγαν για τη Χαριλάου, μόλις τα οικονομικά επέτρεψαν. Οι τελευταίοι που ακολουθήσαμε ήμασταν εμείς. Και θυμάμαι πως τότε που πηγαίνουμε επισκέψεις ήτανε πιο ήπια η δόμηση. Απλά εγώ δεν τα έδινα πολύ μεγάλη σημασία. Υπήρχανε αρκετά χαμηλά σπίτια, που δεν τα έπαιρνε πολύ, να σου πω την αλήθεια, το δικό μου μάτι. Δεν τα υπολόγιζα. Τότε ήμουν και παιδί. Όταν πήγαμε εμείς, σου είπα, ήταν ελάχιστα. Είχε αρχίσει, ήτανε σε εξέλιξη η ανοικοδόμηση της Χαριλάου και τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα. Δηλαδή, στα χρόνια που μεσολάβησαν είχανε… Και αυτό το γωνιακό και τα υπόλοιπα όλα γίνανε πολυκατοικίες.

Κ.Κ.:

Υπήρχε κι ένα εργοστάσιο στην περιοχή, η περίφημη «Αλυσίδα». Το θυμάστε;

Α.Κ.:

Ναι, το θυμάμαι. Και μάλιστα, ήταν ιδιοκτησίας του πατέρα ενός από τους φίλους μου, που ήμασταν φοιτητές. Το εργοστάσιο αυτό δεν το θυμάμαι εγώ καλά-καλά αν το πρόλαβα σε λειτουργία. Ίσως όταν ήμουνα πολύ παιδί, πρέπει… Πρέπει να λειτουργούσε η «Αλυσίδα», όταν ήμουνα παιδί. Δεν θυμάμαι αν λειτουργούσε –δεν ξέρω αν το ξέρεις εσύ– στη δεκαετία του ’80, αν ήταν σε λειτουργία. Νομίζω ότι πρέπει να είχε σταματήσει. Και να σου πω την αλήθεια, ποτέ δεν ρώτησα το φίλο μου τι και πώς, παρόλο που γνώρισα και τον πατέρα του πριν πεθάνει. Και τότε δεν είχα τόσο ενδιαφέρον να τον ρωτήσω. Ξέρω, όμως, πως αυτό το εργοστάσιο τάισε πάρα πολύ κόσμο. Δούλευε πάρα πολύς κόσμος και συνεργάστηκαν με την «ΕΛΒΙΕΛΑ», βγάζαν… Εμείς αθλητικά τέτοια φορούσαμε πριν… Γιατί στην εποχή μας ξέχασα να σου πω ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εύκολη να αγοράσεις μάρκες. Ήταν κάτι άγνωστο. Εμείς… Καλά, που ‘χουμε και πατέρα βιοτέχνη, ό,τι αγοράζαμε απ’ τους βιοτέχνες φίλους του μπαμπά μου. Τσάντα απ’ τη βιοτεχνία τάδε, ποδιά απ’ τη βιοτεχνία του φίλου μας δείνα. Τζιν απ’ τη βιοτεχνία του άλλου φίλου μας. Δηλαδή, για να ενισχύσω αυτό που είπα για τις βιοτεχνίες. Υπήρχαν βιοτεχνίες για τα πάντα, για όλα, για όλα. Οπότε, μόνο παπούτσια αγοράζαμε, ας πούμε, απ’ την αγορά. Όλα τα άλλα αγοράζονταν από βιοτεχνίες. Και παπούτσια τέτοια φορούσαμε –«Αλυσίδα», «ΕΛΒΙΕΛΑ»– όταν ήμασταν παιδιά. Άρα, λειτουργούσε το εργοστάσιο, εκ του αποτελέσματος. Και μάλιστα, οι μαμάδες μας, για να φέρουν κανένα «Adidas» στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξες, πήγαιναν στα Σκόπια. Πήγαινε ο περίφημος Σισμανίδης με λεωφορείο. Πήγαινε όλες τις κυρίες στα Σκόπια και ερχόντουσαν με κουρτίνες, φόρμες και παπούτσια για ‘μας. Γιατί είχε τότε η Adidas εργοστάσιο στα Σκόπια. Μάλιστα –δεν ξέρω αν το ξέρεις– έγινε και ένα τραγικό ατύχημα μία φορά και σκοτώθηκαν πάρα πολλές γυναίκες στο λεωφορείο αυτό που γυρνούσε απ’ τα Σκόπια. Είχε ατύχημα. Σκοτώθηκαν πάρα πολλές κυρίες. Επίσης, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να φας μπανάνες. Ήταν πανάκριβες και πήγαιναν στα Σκόπια και φέρναν μπανάνες ή τις τρώγανε αν δεν τους επέτρεπαν να τις περάσουν. Μια φορά, μια απ’ τις θείες μου κάθισε και έφαγε πέντε-έξι μπανάνες μαζεμένες. Λέει: «Εγώ δεν τις πετάω». Γιατί της απαγόρευσαν να τις βάλει. Ήταν μια άλλη Ελλάδα. Όλο αυτό δεν έχει καμία σχέση. Τα μαγαζιά ήταν περισσότερο τοπικές οι παραγωγές. Ας πούμε, το καλύτερο κατάστημα που ψώνιζαν ρούχα ήταν η «Φαμ Κιούκα». Δηλαδή, ήταν μια εταιρεία ελληνική που είχαν κατασκευή pret-a-porter. Δηλαδή, τα καλά τα ρούχα. Η μαμά μου ψώνιζε από ‘κει ένα φόρεμα στα δύο χρόνια ή στον ένα χρόνο –το καλό της– ανάλογα με τα οικονομικά της οικογένειας, έτσι; Δεν ήταν, όμως, όπως θα πάω να πάρω το Armani, ας πούμε, σήμερα. Ακριβό ήταν κι εκείνο. Αλλά, ήταν ντόπιο. Το έκανε ένας οίκος μόδας που είχε, μάλιστα… Το μαγαζί ήτανε Βενιζέλου με Τσιμισκή γωνία. Ήτανε πολύ καλά. Αυτό ήταν το καλύτερο μαγαζί για ρούχα. Δεν υπήρχαν όλα αυτά, «Deal», όλα αυτά δεν υπήρχανε. Α, επίσης, θυμάμαι και το «Φλόκα» –τώρα τα λέω ένα-ένα. Ο «Φλόκας» είχε καταπληκτικό καφέ. Τσιμισκή γωνία με Αγίας Σοφίας εκεί που είναι το «Deal». Το θυμήθηκα. Με σκαλιστά… Ένα πανέμορφο μαγαζί που εγώ με τη φίλη μου την Κατερίνα, επειδή είχαμε και μια αγάπη με τους ηλικιωμένους, όλη η παλιά Θεσσαλονίκη, όλοι οι μπαρμπάδες, μεγάλοι άνθρωποι, 70-80 χρόνων, με τα καλά τους πήγαιναν, όμως, με τα κουστούμια τους, με τις γραβάτες πήγαιναν και πίναν καφέ στου «Φλόκα». Και πηγαίναμε και εμείς για να τους χαζέψουμε. Δεν είχαμε επικοινωνία μαζί τους και ντρεπόμασταν. Τι να πάμε να τους πούμε; Αλλά, μας άρεζαν πάρα πολύ έτσι όπως ήταν και χωνόμασταν –τώρα, 14 χρόνων ήμασταν, 13-14– και χωνόμασταν να πιούμε καφέ στο Φλόκα.

Κ.Κ.:

Ωραίες αναμνήσεις.

Α.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Και αφού αναφέρθηκε κι η Βενιζέλου, πείτε μας δύο λόγια και για το μαγαζί του πατέρα σας στη Συγγρού, για τη Βαλαωρίτου λίγα παραπάνω. Πώς ήταν κι εκείνη η περιοχή;

Α.Κ.:

Η Βαλαωρίτου ήταν ο πιο εμπορικός δρόμος της πόλης στην αρχή, έτσι; Εγώ δεν τον πρόλαβα πολύ-πολύ. Όχι, μάλλον ο πατέρας μου έλεγε πως στα δικά του τα χρόνια, στη δεκαετία του ’60, ήταν ο πιο εμπορικός δρόμος. Όλα τα καλά εμπορικά ήταν στη Βαλαωρίτου. Γενικά, όμως, όλη εκείνη η περιοχή –Βενιζέλου, Ερμού, Συγγρού, Βαλαωρίτου– ήταν η περιοχή με όλα τα εμπορικά. Τι είχε; Πάρα πολλούς νεωτερισμούς, όπως τα λέγαν τότε. Τι πουλούσαν; Καλτσικά, εσώρουχα. Εμένα, ας πούμε, το πρώτο μαγαζί του μπαμπά μου τέτοιο ήταν. Νεωτερισμοί. Φανέλες, καλτσικά. Όχι, δηλαδή, ρούχο. Από μέσα. Βιοτεχνίες με πιτζάμες που είχαν τα πρατήρια τους. Ο Καλαϊτζόγλου, που σου λέω, που δούλευε η μαμά μου, που υπάρχει ακόμα και σήμερα, απ’ αυτούς που επιβίωσε. Έχει και εργοστάσιο. Από τότε σιγά-σιγά το έκανε, που είχε κουβέρτες και είδη προικός και τέτοια. Πολλά μαγαζιά με είδη προικός, γιατί τότε ήτανε πολύ της μόδας. Όχι της μόδας… Ήταν υποχρεωτικό να ‘χεις προίκα. Μην ξεχνάς πως το νέο οικογενειακό δίκαιο ψηφίστηκε μόλις το 1982 –μέχρι τότε η προίκα ήταν υποχρεωτική– κι η ισότητα των γυναικών. Τυπικά, γιατί ουσιαστικά… Ασ’ το. Ακόμα έχει δρόμο. Είχε μαγαζιά που πουλούσανε ρούχα, μπλούζες. Ήτανε μία… Υφάσματα! Υφασματάδικο. Ο Βλαχογιάννης, που ‘ναι και φίλος μας πολύ ο γιος του, ας πούμε. Και ήτανε μια πάρα πάρα πολύ ζωηρή, ζωντανή γειτονιά και όλοι ήταν, σου λέω, γύρω απ’ αυτό το… Μ’ αυτά τα επαγγέλματα. Ζούσε πάρα πολύς κόσμος τότε στην πόλη, με εμπορικά και βιοτεχνίες. Σου είπα, πάρα πολλοί είχαν το εμπορικό, αλλά είχαν και την κατασκευή. Γιατί τροφοδοτούσαν το μαγαζί τους. Όπως κι ο πατέρας μου ξεκίνησε χωρίς να τροφοδοτεί ο ίδιος στο μαγαζί του, με τους νεωτερισμούς, και μετά έκανε και τη δική του μονάδα. Δίπλα στον πατέρα μου, στη Συγγρού –Να πω ότι το κτίσμα που στεγαζόταν το μαγαζί μας είναι απ’ τα ελάχιστα που υπάρχει ακόμα. Δυστυχώς, από κάτω έχει γίνει ένα καφέ και έχει αλλοιωθεί η δομή του η από κάτω. Πάντως, το κτίσμα είναι ένα… Όπως κατεβαίνεις την Ερμού, ευθεία μπροστά είναι η Συγγρού. Σταματάει, μάλλον ξεκινάει από ‘κει η Ερμού κι έχει ένα γκαράζ και δίπλα είναι αυτό το κτίσμα. Αυτό ήταν το πρώτο μαγαζί του μπαμπά μου! Είναι ακόμα, υπάρχει το κτίσμα. Δεν έχει καταστραφεί. Απ’ τα πολύ παλιά. Δίπλα ήταν ένας που είχε μεταξωτά Σουφλίου, μια πολύ μεγάλη μονάδα, ένα πολύ μεγάλο μαγαζί. Γιατί, ακόμα τότε το μετάξι –Και προϊόντα και κλωστές… Α, επίσης πολλοί πουλούσαν κλωστές. Είχε τέτοια μαγαζιά πάρα πολλά. Θυμάμαι. Γιατί, σου λέω, κατέβαινα, έμπαινα στο δρόμο, στη Βαλαωρίτου, κατέβαινα τη Βηλαρά και έβγαινα στο μαγαζί του μπαμπά. Και πάντα χάζευα τα παλιά κτίρια. Είχε πάρα πολύ ωραία παλιά κτίρια. Κι ακόμα ευτυχώς η περιοχή είναι απ’ αυτές που κάτι κράτησε, ίσως λόγω του ότι μετακινήθηκε γρήγορα η αγορά προς την Τσιμισκή –πρώτα προς την Ερμού και μετά κατέβηκε στην Τσιμισκή– και τα κτίσματα αυτά έμειναν και διασώθηκαν, δεν ξέρω πώς, και ήρθε τώρα η μόδα με τα μαγαζιά τα νεανικά και κάπως κάτι γίνεται.

Κ.Κ.:

Ωραία. Έχω ένα-δύο πραγματάκια. Καταρχήν, ας έρθουμε σ’ ένα ιστορικό γεγονός σύγχρονο σχετικά, μετ[01:20:00]ά τη Χούντα, το μεγάλο σεισμό του ’78. Τον ζήσατε.

Α.Κ.:

Βεβαίως. Φοβερός. Είμαστε μες στο σπίτι, στο Βαρδάρη, και είχε Μουντιάλ. Όπως είπα, είχαμε δύο σπίτια. Οι άνδρες, ο μπαμπάς και ο θείος κι η παρέα τους, είναι στο δικό μας σπίτι και βλέπουν το Μουντιάλ. Και εμείς είμαστε στο διπλανό διαμέρισμα, στης γιαγιάς, και βλέπουμε κάποιο σίριαλ. Και η μαμά μου με τη γιαγιά επίσης είναι και αυτές στο σπίτι από ‘δω, γιατί δεν θέλει καμιά να δει μπάλα. Και αρχίζει ο σεισμός. Ήταν μια τρομακτική εμπειρία. Καταρχήν, είχε φοβερό βόμβο, βουητό. Η γιαγιά μου είχε στο σαλόνι της που καθόμασταν ένα σκρίνιο και πάνω είχε διάφορα βάζα. Αυτά άρχισαν να πέφτουν καθώς κουνιόταν το σπίτι. Ήταν τρομερός ο ήχος επειδή έσπαγαν οι τοίχοι. Άκουγες, δηλαδή, κρα, κρα, κρα, κρα, κρα! Απ’ το βουητό και το φοβερό το κούνημα και αυτά που ερχόντουσαν στο κεφάλι μας αβέρτα. Η τηλεόραση, φυσικά, έπεσε κάτω. Ευτυχώς, δεν έπεσε στα πόδια μας. Έπεσε απ’ την πίσω μεριά. Τηλέφωνα! Να φανταστείς, κάποιος μας έπαιρνε τηλέφωνο και ψάχναμε που ‘ν το τηλέφωνο! Ήταν στραπατσαρισμένο κάτω απ’ την τηλεόραση και δεν μπορούσαμε να βρούμε πού στο καλό είναι το τηλέφωνο. Χτυπούσε κι αυτός που έπαιρνε είχε τρελαθεί, φυσικά, μετά το σεισμό! Και… Αλλά, επειδή σπάγαν οι τοίχοι από την ένταση, ήταν φοβερός ο θόρυβος. Μας είχαν κάνει αγωγή στο σχολείο, γιατί είχε φοβερούς προσεισμούς. Μάλιστα, ένας ήταν και 5, κάτι. Ήταν πάρα πολύ ισχυρός. Ένας σεισμός 5,5 Ρίχτερ κάνα μήνα πριν, πόσο ήταν. Και φτάσαμε… Και λέγαν –λάθος για σήμερα– να πηγαίνουμε κάτω απ’ την πόρτα. Και αγωνιζόμασταν με την αδερφή μου, που ήμασταν πάρα πολύ κοντά στην εξώπορτα –στο τέλος του σαλονιού της γιαγιάς ήταν η τηλεόραση–, αγωνιζόμασταν να πάμε προς την εξώπορτα και δεν μπορούσαμε. Σε κάποια φάση φτάσαμε. Βάλαμε τα χέρια στο κεφάλι. Οι τοίχοι ερχόντουσαν επάνω μας και φεύγανε οπτικά. Ερχότανε πάνω σου ο τοίχος κι έφευγε. Ήταν ένα φοβερό! Η γιαγιά μου με τη μαμά που ήταν σ’ ένα δωμάτιο κοντά στο μπαλκόνι, μου λέει η γιαγιά ότι πήγα στο μπαλκόνι, χτύπησα στα κάγκελα και με ξανάστειλε μέσα. Ξαναπήγα στα κάγκελα και με ξανάστειλε μέσα. Ήμασταν τυχεροί, γιατί αυτή η πολυκατοικία, η άσχημη κι άθλια, άντεξε και βγήκε πράσινη, που σημαίνει ενώ είχε τρομακτικές ρωγμές, είχε γερά θεμέλια. Γιατί η διπλανή μας ήταν κόκκινη κι έπεσε πάνω μας. Δηλαδή, στην ουσία, επειδή ήταν σάντουιτς η πολυκατοικία άντεξε και δεν –πιθανά– κατέρρευσε. Αλλά οι ζημιές, που ήταν το δικό μας το σπίτι, που είχε πέσει αυτή η πολυκατοικία, που ‘ταν ο μπαμπάς μου από κει και εμείς, ευτυχώς, δεν τα είδαμε, ήταν τρομακτικές, γιατί είχε πέσει η κόκκινη επάνω και τα ντουβάρια ήταν διαλυμένα. Όλο ρωγμές διαγώνιες. Και μετά, φυσικά, η πολύ μεγάλη αγωνία του να βγούμε. Η εντολή, ήταν, φυσικά: «Απομακρυνθείτε». Και, φυσικά, γίνονταν τραγικά λάθη. Πρώτον, να σηκώσεις το τηλέφωνο. Δεύτερον, να περιμένεις τη γιαγιά η οποία απ’ το άγχος μην τυχόν χρειαστεί να πάει στο νοσοκομείο να ψάχνει εσώρουχο και να πρέπει να κάνει μία βαλίτσα για να κατέβει. Μετά, εμείς να έχουμε κατέβει κάτω και να περιμένουμε στο στενάκι αυτό των 3 μέτρων κάτω απ’ τα μπαλκόνια τη γιαγιά να κατέβει. Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί που δεν φάγαμε κάνα μπαλκόνι στο κεφάλι. Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί. Άντεξαν, δηλαδή, αυτά τα σπίτια της κακιάς ώρας. Kαι μετά το επόμενο λάθος: Να πάρουμε το αυτοκίνητο να φύγουμε. Και βγαίνουμε σε μια οδό Λαγκάδα που είναι γεμάτη αυτοκίνητα, σε ένα τρομακτικό… Ευτυχώς, φαρδύς δρόμος η οδός Λαγκαδά, με τα σπίτια όχι τόσο κοντά. Αν, όμως, κάποιο κατέρρεε ήταν στην τύχη του ποιοι είναι από κάτω με τ’ αυτοκίνητο. Γιατί, όπως και να ‘ναι, κάνει μια κλίση. Εν πάση περιπτώσει, για να μπορέσουμε με το αυτοκίνητο να πάμε από το σπίτι μας, στο Βαρδάρη μέχρι την αρχή της Αγίου Δημητρίου, που ‘χει ένα παρκάκι είδαμε και πάθαμε. Το βράδυ το περάσαμε σ’ εκείνο το χορτάρι. Ήρθε κι αυτή η οικογένεια της φίλης μου, που σου είπα, που της απαγόρευαν να βγει, μέναν λίγο παραπάνω. Θυμάμαι, αν και καλοκαίρι, είχε φοβερό κρύο, υγρασία. Και εγώ κάπου δεν άντεξα και πήγα και χώθηκα μέσα στο αυτοκίνητο και κοιμήθηκα. Οι άλλοι την βγάλανε στο γρασίδι με ό,τι είχε φέρει ο καθένας, καμία κουβέρτα. Και θυμάμαι πως είχε η αδερφή μου μου τρομακτική αγωνία, γιατί την άλλη μέρα ήταν οι εξετάσεις. Έπρεπε να δώσει απ’ το Γυμνάσιο στο Λύκειο, εισαγωγικές απ’ το Γυμνάσιο στο Λύκειο. Και είχε πολύ μεγάλη αγωνία. Και φυσικά, γκρίνιαζε όλο το βράδυ: «Εγώ έχω εξετάσεις αύριο. Να με πάτε». Λέει η μαμά μου: «Παιδί μου, γκρέμισε όλοι η πόλη, πού θα πάμε; Τι;». «Εγώ δίνω εξετάσεις!» και «Θα χάσω τις εξετάσεις!». Και εν πάση περιπτώσει, ένα σκηνικό φοβερού άγχους. Και τελικά, φυσικά, δεν πήγε κανένας Θεσσαλονικιός σ’ αυτές τις περίφημες εξετάσεις. Ερχόντουσαν και πληροφορίες ότι έπεσε η πολυκατοικία του Νίκου –Έτσι τη λέγαμε εμείς, γιατί είναι το ζαχαροπλαστείο του Νίκου από κάτω. Και να έρχονται πληροφορίες και να λες: «Είναι κι άλλοι; Ποιοι ήταν εκεί; Ποιοι κατοικούσαν; Είναι κανένας συγγενής;». Δηλαδή, ερχόντουσαν, ξες, αποσπασματικά οι πληροφορίες. Τι κάνουμε μετά; Μετά ο πατέρας μας μας πάει… Πάμε στην περίφημη Άνω Πόλη. Μονοκατοικία χτισμένη πάνω στο βράχο. Λέει ο μπαμπάς: «Και να πέσει, βγαίνεις και πέφτει. Δεν έγινε… Είναι τουρκόσπιτο». Δεν είχε πάθει το τουρκόσπιτο, γιατί ήταν χτισμένο με ξυλοδεσιά και τέτοιο και ήταν πάνω στο βράχο χτισμένο. Ο πατέρας μου, επειδή ήταν και τύπος, έτσι, πολύ αισιόδοξος: «Σιγά! Θα μου απαγορεύσουν εμένα να πάω να μείνω σπίτι μου!», αλλά εμάς μας φυγάδευσε. Πήγαμε στη Νάουσα. Ο θείος μου, αυτός που νέος έμενε με τη γιαγιά μου, είχε παντρευτεί κι η γυναίκα ήταν Ναουσαία και όλοι, οι γονείς της κι οι δικοί της μένανε εκεί. Έτσι, λοιπόν, σηκωθήκαμε και πήγαμε στη Νάουσα, όπου μείναμε σχεδόν ένα μήνα. Μας φιλοξένησαν οι άνθρωποι, να ‘ναι καλά. Μετά, πήγαμε τις περίφημες διακοπές μας στην Ουρανούπολη. Μετά, πήγαμε στο Σταυρό και γυρίσαμε, καλό Σεπτέμβριο, Θεσσαλονίκη εμείς, τα παιδιά με τη μαμά. Δεν θυμάμαι τότε αν δούλευε η μαμά και γύρισε εκείνη και την αντικατέστησε η γιαγιά μας. Γιατί όταν δούλευε η μαμά μου, ερχόταν μόνο στην Ουρανούπολη και πηγαίναμε στο Σταυρό με τη γιαγιά για να μας φροντίζει. Και ο πατέρας μου, λοιπόν, πήγε στο σπίτι ως γενναίος και έφαγε ένα γερό μετασεισμό. Σοκαρίστηκε, φοβήθηκε πάρα πολύ κι από τότε έμενε στη μάνα του, στην Άνω Πόλη, γιατί ήθελε να ανοίξει τη δουλειά του, να δει τι θα γίνει με τη δουλειά κτλ. Είχε αυτή την αγωνία. «Όλη η γειτονιά», μου λέει, «παιδί μου, ήταν άδεια. Ήμουν ο μόνος που έμενα σε όλη τη γειτονιά! Πιο πολύ απ’ το σεισμό αυτό με αγρίεψε. Αγριεύτηκα!», μου είπε. Ο μπαμπάς μου γενικώς δεν αγριευόταν εύκολα. Και στο τέλος, γυρνώντας, πάλι δεν γυρίσαμε στο σπίτι. Πήγαμε στην Άνω Πόλη μέχρι να ξεκινήσουν τα σχολεία. Τότε ξεκινούσαν γύρω στις 24 Σεπτεμβρίου, δεν ξεκινούσαν τόσο νωρίς. Και μάλιστα, αυτή η ξαδέρφη μου, που σου είπα ότι μας έβαλε στα γράμματα, ήταν η χρονιά που έδινε εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο, για Φιλοσοφική και μπράβο της, είχε μπει, παρόλο το… Καταλαβαίνεις τι ταλαιπωρία είχε φάει και τι… Να διαβάζει, τώρα, στην Άνω Πόλη –στο περιέγραψα το σπίτι– με οχτακόσιους! Οι μικρές ξαδέρφες, οι παππούδες, οι γονείς της, οι γονείς μου… Πανηγύρι! Πεντακόσια άτομα. Αλλά, ευτυχώς, ήμασταν απ’ τους τυχερούς που είχαμε να φυγαδευτούμε κάπου. Ήταν τρομακτική εμπειρία. Δηλαδή, κάναμε να την ξεπεράσουμε πολύ καιρό. Απλά ήμασταν πιο αισιόδοξοι, γιατί είχε βγει το σπίτι πράσινο και είχαμε μία ασφάλεια μεγαλύτερη να πάμε να ξαναμείνουμε.

Κ.Κ.:

Ωραία. Κι αφού κάναμε και γυρίσαμε, λοιπόν, στο Βαρδάρη, δύο κατηγορίες επιχειρήσεων –ας το πω έτσι– οι οποίες υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του ’30, του ’40, του ‘50 ήταν τα ρεμπετάδικα από τη μία και οι λεγόμενοι τσοντοσινεμάδες απ’ την άλλη. Αν θέλετε να μας πείτε και για αυτά δύο πράγματα, άμα…

Α.Κ.:

Γειτονιά-τσοντοσινεμά. Όπου γυρνούσες το μάτι σου υπήρχε ένας απ’ αυτούς. Το περίφημο «Ίλιον» στα δεξιά μας απ’ το σπίτι. «Δύο έργα σεξ», μόνιμη ταμπέλα. Γιατί από ‘κει πήγαινα κι έπαιρνα το λεωφορείο για να ανέβω σ’ αυτό το σχολείο των Συκεών που σου είπα. Απέναντι το «Πάνθεον». Επίσης: «Δύο έργα σεξ». Γενικώς, ήτανε μία γειτονιά πολύ υποβαθμισμένη. Ρεμπετάδικα: Εμείς τα αγαπούσαμε πολύ τα ρεμπέτικα και ήμασταν μια οικογένεια που τραγουδούσαμε πάρα πολύ στο σπίτι. Δηλαδή, δεν υπήρχε γιορτή –Πάσχα, Χριστούγεννα, ονομαστικές γιορτές… Εμείς βρίσκαμε πάντα αφορμές και συναντιόμασταν– που… Αφού φάμε και πιούμε και μαλώσουμε για τα πολιτικά, μετά ακολουθούσε πάντα τραγούδι, ρεμπέτικο σε πολύ μεγάλο βαθμό ή αρχοντορεμπέτικο. Κι έτσι, και εμείς τα παιδιά –Εγώ, σήμερα, ας πούμε, ξέρω όλα τα ρεμπέτικα τραγούδια, γιατί ο πατέρας μου… Τα τραγουδούσαμε όλοι. Δεν θυμάμαι κουτούκια στη γειτονιά, γιατί δεν πηγαίναμε. Δεν μας πήγαινε, δεν πήγαινε ούτε ο πατέρας μου με τη μάνα μου σε τέτοια μέρη. Αλλά τραγουδούσανε πολύ και πηγαίνανε πιο πολύ σε ταβερνούλες, όχι όμως με ζωντανή μουσική, στην Άνω Πόλη. Με το ρεμπέτικο, όμως, λόγω της εξαιρετικής σχέσης και λόγω του ότι η γενιά μου ήταν η γενιά του ρεμπέτικου… Όταν η αδερφή μου πέρασε στο Πανεπιστήμιο κι η ξαδέρφη μου είχε ήδη, ήταν ήδη στο Πανεπιστήμιο, αυτές ξεκίνησαν να πηγαίνουν σε ρεμπετάδικα κι άρχισαν να παίρνουν κι εμένα. Και άρχισα να αγοράζουμε και δίσκους. Ας πούμε, η Μαρίκα Νίνου, Στου Τζίμη του Χοντρού, είναι ένας δίσκος που υπάρχει εδώ κάπου. Και έτσι, και εγώ ως φοιτήτρια –πρώτα σα μαθήτρια που πήγαινα μαζί τους… Α, και ξέχασα να πω και σαν μαθήτρια η φίλη μου, η Κατερίνα, είχε ένα φίλο, τον Παναγιώτη, τον Καραδημήτρη. Είναι και γνωστός σήμερα τραγουδιστής. Έχει τραγουδήσει τραγούδια του Χριστιανόπουλου πολύ καλά. Κι εκείνος εκείνη την εποχή τραγουδούσε σε ρεμπετάδικα. Κι έτσι, όταν ήμουν στο Λύκειο, με τη φίλη μου αυτήν πηγαίναμε πάρα πολύ συχνά –δεν μπορώ να θυμηθώ. Κάπου στην Άνω Τούμπα ήταν ένα ρεμπετάδικο που τραγουδούσε τότε ο Παναγιώτης και πηγαίναμε κάθε Σάββατο. Εγώ διάβαζα εκείνη της χρονιά. Χρονιά Πανελλαδικών και είχα ελεύθερο το Σάββατο το βράδυ για τον εαυτό μου. Πήγαινα κάτι μαθήματα κιθάρας για να ηρεμήσω και μετά πήγαινα στο ρεμπετάδικο. Αυτή ήταν η πεπατημένη, που το ακολούθησα και σαν φοιτήτρια. Όλα τα ρεμπετάδικα τα γυρίσαμε. Τι «Δέκα Βήματα στην Άμμο», τι «Όμορφη Νύχτα», τι… Δεν μπορώ να τα θυμηθώ τώρα όλα. Νομίζω η «Όμορφη Νύχτα» ήτανε στην Παπάφη. Τα «Δέκα Βήματα στην Άμμο» στη Φλέμινγκ. Ένα άλλο που κάηκε εκεί, στη γωνία της Τριανδρίας πάνω… Ένα βενζινάδικο είναι σήμερα. Το «Μπαλκονάκι» το λέγαν; Το «Μπαλκονάκι»! Μετά είχε ένα άλλο ρεμπετάδικο. Είχε ανοίξει αυτό αργότερα, όταν είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο, στο λιμάνι. Ήμασταν θαμώνες. Τραγουδούσαμε, περνούσαμε πάρα πολλά φοιτητικά βραδιά. Και, επίσης, το στέκι με την παρέα ήταν το περίφημο «Μακεδονικό» στην Τρίτη Πορτάρα από πίσω, όπου ήμασταν πάρα πολύ συχνά με την παρέα και τρώγαμε και πίναμε. Το αγαπημένο μας μέρος ήταν. Όλα αυτά… «Τζότζο» –πώς τα λέγαν όλα αυτά;–, «Δόμνα»… Ήταν η εποχή που γυρνούσαμε. Ναι, κάποιοι είχαν ζωντανή μουσική, κάποιοι δεν είχαν. Έτσι ήτανε. Αυτή ήταν η φοιτητοζωή μας. Σου λέω, θέατρα, σινεμά, ταβέρνες, που ξέχασα να της πω –μεγάλη παράλειψη–, αυτά τα ταβερνίδια που καταλαβαίνεις[01:30:00] πόσο φθηνά ήταν, αφού μπορούσε η φοιτητοπαρέα να τρώει δυο φορές τη βδομάδα και τρεις εκεί, έτσι; Και ρεμπετάδικα, που ήταν λίγο πιο ακριβά, αλλά πηγαίναμε κι εκεί. Πολύ τραγούδι, πολύ τσιγάρο. Η γενιά μας έχει καπνίσει τάνκερ από τσιγάρα. Πάρα πολύ τσιγάρο. Εγώ είμαι απ’ τους τυχερούς που δεν κάπνιζα. Δεν ξέρω γιατί. Δεν… Ίσως επειδή κάπνιζε πάρα πολύ ο μπαμπάς μας και μας ενοχλούσε και δεν κάπνιζα φοιτήτρια. Αλλά, έχω καπνίσει παθητικά μέσα σ’ αυτά τα μέρη, τα οποία ήταν… Δεν έβλεπες, δεν έβλεπες απ’ το φούμο. Κι όλους αυτούς, ο Νικολόπουλος –πώς τους λένε;– δηλαδή… Η Ελένη Τσαλιγοπούλου τραγουδούσε στην «Όμορφη Νύχτα». Πάρα πολλά άτομα. Και μέχρι και μεγάλοι, δηλαδή, και με τον άντρα μου συνεχίσαμε και πηγαίναμε σε ρεμπετάδικα. Και πολύ στεναχωριέμαι που έφθιναν. Πάρα πολύ. Ναι.

Κ.Κ.:

Και για την ανθρωπογεωγραφία, πάλι, του Βαρδάρη: Είπαμε κάποια στιγμή και για τα πορνεία που υπήρχαν εκεί. Περνούσανε, φαντάζομαι, ναυτικοί, φαντάροι λόγω του Κέντρου Διερχομένων…

Α.Κ.:

Πολλοί φαντάροι. Πολλοί φαντάροι, γιατί ήταν και το ΚΤΕΛ για να πάνε στην Άσσηρο, στο στρατόπεδο που υπήρχε ένα μεγάλο στρατόπεδο εκεί. Δεν ξέρω αν υπάρχει… Υπάρχει ακόμα. Υπάρχει ακόμα, ναι. Και επειδή πηγαίνοντας σ’ ανασκαφή –Κάναμε μια φορά μια ανασκαφή επιφανειακή στην περιοχή της Ασσήρου και περνάμε των 05:30 το λεωφορείο με τους φαντάρους μαζί! Αλλά, ναι… Σου λέω: Φαντάροι, αλλά και πολύ λούμπεν στοιχείο. Όχι, δηλαδή, ναυτικοί και φαντάροι, αλλά πιο πολύ το λούμπεν στοιχείο μου ‘χει μείνει. Αυτοί οι ρακένδυτοι τύποι, οι φτωχοί, οι μόνιμα μεθυσμένοι, οι μόνιμα με τα ναρκωτικά, με το μαχαίρι –οι μαχαιροβγάλτες που τους έλεγα εγώ–, να κυνηγάν τα κοριτσάκια, τώρα, στα στενά –δηλαδή…–, που παν’ σπίτι τους. Μία… Αυτοί μού έχουνε μείνει περισσότερο από… Ναυτικούς δεν θυμάμαι πολύ. Και να σου πω και κάτι άλλο απ’ το Βαρδάρη: Πόσο ετερόκλητη γειτονιά. Επειδή η περιοχή του Βαρδαρίου στις αρχές του 20ου αιώνα, τις πρώτες δεκαετίες, ήταν η περιοχή που ήταν τα χάνια, έτσι; Στη θέση των παλιών χανίων χτίστηκαν τα πολύ μεγάλα κοσμοπολίτικα ξενοδοχεία, το «Capsis» και το «Capitol», που τότε ήταν λουξ, Α’ κατηγορίας. Κι ήταν μια κωμικοτραγική σκηνή να κατεβαίνουν αυτοί που θέλουν να μείνουν σ’ ένα καλό ξενοδοχείο σ’ αυτή τη γειτονιά, την υποβαθμισμένη, και να πληρώνουν ένα πανάκριβο ξενοδοχείο που ‘χε, φυσικά, όλα, τα πάντα, και για αυτό το προτιμούσαν, και δίπλα ακριβώς να είναι η γειτονιά με τα πορνεία. Ακριβώς από πίσω! Η γειτονιά με τα πορνεία και από δω, τώρα, η δικιά μας κατοικημένη περιοχή, όπου υπήρχαν και κάτι καταγώγια. Τα θυμάμαι, δηλαδή, εγώ κάτι καταγώγια που περνούσα απ’ έξω, έλεγες: «Μανούλα μου! Να μην περάσω νύχτα». Περνούσα τη μέρα εκεί υποχρεωτικά, γυρνώντας απ’ το σχολείο, απ’ τις Συκιές που κατέβαινα, την οδό Λαγκαδά, περνούσα υποχρεωτικά μπροστά απ’ το «Ίλιον», έτσι; Και μετά σιγά-σιγά έμπαινα στο δρόμο αυτό με τα ψαράδικα και για να μπω στο στενό μας.

Κ.Κ.:

Ωραία. Δεν ξέρω αν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε–

Α.Κ.:

Δεν…

Κ.Κ.:

Ή αν σας έμεινε κάτι.

Α.Κ.:

Αυτά. Δεν μου ‘ρχεται κάτι άλλο.

Κ.Κ.:

Ωραία. Ίσως για τελευταίο, τι εσάνς σάς αφήνουν σήμερα οι δύο γειτονιές, βασικά οι τρεις: Η Χαριλάου, η περιοχή της Άνω Πόλης, ο Βαρδάρης.

Α.Κ.:

Ντάξει, ας ξεκινήσω απ’ τη Χαριλάου. Η Χαριλάου κρατάει ακόμα ένα μικροαστικό προς μεσοαστικό, ας πούμε, στυλ. Καλή είναι. Αξιοπρεπής γειτονιά είναι, κατά την κρίση μου, βιώσιμη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αρκεί να γίνουν και κάποιες σωστές παρεμβάσεις, δηλαδή με τους πεντακόσιους κάδους δεν… Έτσι; Η νομοθεσία λέει πως αυτά πρέπει να είναι υπογειοποιημένα και να τελειώνει η ιστορία. Δεν εφαρμόζουμε νόμους. Κατά τα άλλα, σαν γειτονιά, αν εφαρμοστεί η νομοθεσία, νομίζω πως είναι μια αξιοπρεπής, βιώσιμη γειτονιά. Και επειδή δουλεύω εκεί και τα παιδιά που ζούνε καλά περνάνε, οι σημερινοί νέοι σ’ αυτή τη γειτονιά. Έχουνε και στέκια να πάνε, να πιούν έναν καφέ, να κάνουν… Ωραία σπίτια. Η Άνω Πόλη, όπως σου είπα, δεν υπάρχει πια, των παιδικών μου χρονών. Είναι μια καινούργια Άνω Πόλη. Βέβαια, τα σπίτια είναι καινούργια τα πιο πολλά –έτσι;– και είναι και καλής κατασκευής. Γιατί είναι αυστηρός ο νόμος για την Άνω Πόλη. Δεν ξέρεις τι θα μπορούσε να ‘χε γίνει αν ήταν εξίσου αυστηρός να διατηρηθεί το παραδοσιακό χρώμα. Είμαι υπέρ των αυστηρών νόμων, έτσι; Αλλά… Το Βαρδάρι… Μια βόμβα δεν θα πάει τζάμπα. Αν σκεφτείς ότι κάτω από ‘κει υπάρχουν καταπληκτικά αρχαία, αυτή η γειτονιά δεν σώζεται. Έχει κάνει μια καλή προσπάθεια ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ο Μπουτάρης είχε κάνει ανάπλαση. Αποκάλυψε πολύ καλά το μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς που ήτανε μες στα χαλάσματα, όταν ήμουν εγώ παιδί. Υπήρχε το γύρω-γύρω, αλλά για να φτάσεις ήταν σπίτια από ‘δω, από ‘κει, διάφορα. Πολύ ωραία αποκάλυψη των τειχών. Αλλά φαντάσου τι κεπέγκια υπάρχουν εκεί πέρα που ακόμα πατάνε πάνω εμπορικά, αυτά τα ψαράδικα, φρουτάδικα κτλ., που πατάν τα τείχη. Όπως, επίσης, κι ο περίφημος ναός στην πλατεία Αντιγονιδών, που επίσης τον τρώει η κακιά μαρμάγκα. Για μένα είναι μια γειτονιά μη βιώσιμη. Δεν είναι για να ζουν άνθρωποι. Είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένη η ποιότητα ζωής που προσφέρει. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Πιστεύω ότι κάποτε κι αυτά θα φτάσουν στο όριο ηλικίας που πρέπει να γκρεμιστούν. Πρέπει τότε να σκεφτούν πολύ καλά τι θα κάνουν μ’ αυτά τα σπίτια και πώς… Γενικά, είμαι υπέρ του να αναδειχθούν τα παλιά σπίτια. Είμαι υπέρ του ευρωπαϊκού κανόνα. Όποιος θέλει να έχει ιδιοκτησία πρέπει να την φροντίζει. Διαφορετικά ας μην έχει. Δεν έγινε και τίποτα. Να ακολουθούνται οι κανόνες συντήρησης, διατήρησης κι όλα αυτά. Και είναι και… Για αυτό και είμαι απ’ αυτούς –Εντάξει, έχω σπουδάσει και Αρχαιολογία. Είναι λογικό να χαίρομαι, απ’ τη μία, που το μετρό ανάδειξε τα αρχαία από κάτω. Λυπάμαι πάρα πολύ που θα τα σηκώσουν. Γενικά, θεωρώ πως η Θεσσαλονίκη, αν αξιοποιηθεί όπως πρέπει, είναι ένα υπαίθριο μουσείο. Μια πόλη με άπειρα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς και άλλα τόσα που δεν έχουνε γίνει μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς. Είναι μια πόλη με μακραίωνη ιστορία, με πολλά πράγματα να δώσει και να κάνει. Γίνονται προσπάθειες και με τους Εβραίους και μ’ αυτά. Γίνονται προσπάθειες. Αλλά, θεωρώ ότι πρέπει… Το Βαρδάρι είναι ανυπόφορο. Δηλαδή, είναι αβίωτο. Αβίωτο. Α, και να πω ότι, επίσης, μια άλλη γειτονιά που ξέρω –τώρα το θυμήθηκα– είναι ο σταθμός. Γιατί ζούσε εκεί η αδερφή του παππού μου. Η γειτονιά του σταθμού είχε επίσης παλιά σπίτια πάρα πολύ ωραία. Ένα απ’ αυτά ήταν το σπίτι της αδερφής του παππού μου –διώροφο, τεράστιο, καταπληκτικό, με εξωτερικά μπαλκόνια, με ξύλινα, μ’ αυτά… Αμυδρά θυμάμαι ένα τεράστιο σαλόνι–, το οποίο κι αυτό έγινε μια άθλια πολυκατοικία. Γιατί κι εκεί ζούσαν οι Θεσσαλονικείς, στη γειτονιά του σταθμού. Και ευκατάστατοι και από καλές οικογένειες. Φυσικά, όλοι όπου φύγει, φύγει. Μετακόμισαν για αλλού. Αυτά.

Κ.Κ.:

Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι.

Α.Κ.:

Να ‘σαι καλά. Εύχομαι καλή συνέχεια.

Κ.Κ.:

Να ‘στε καλά.