Studio Liossis: το μοναδικό ζωντανό δισκοπωλείο στα Δυτικά Προάστια και η ιστορία του
Ενότητα 1
Η δημιουργία του μαγαζιού
00:00:00 - 00:02:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, βρισκόμαστε στο Ίλιον, ονομάζομαι Bουρλούμη Βιργινία. Έχουμε 25 Νοεμβρίου το 2022 και έχουμε μαζί μας τον… Το όνομά σας; Λιό…πήγαινε καλά, όλα εντάξει. Κάποια στιγμή όμως ας πούμε είπα κι εγώ να φύγω, εξάσκησα το επάγγελμά μου. Το μαγαζί υπάρχει και διατηρείται.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Η ιδέα του δισκοπωλείου/εργαλειοπωλείου και η οικογενειακή ζωή μέσα σε αυτό
00:02:50 - 00:11:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλεια. Να σας γυρίζω έτσι στην αρχή πάλι. Θυμάστε την παιδική σας ηλικία εδώ στο Ίλιον; Ναι, καμία σχέση. Καταρχήν τώρα αυτό είναι ρα…Παρότι που στη δουλειά μου, σου λέω, τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με εργαλεία σχεδόν, τότε δεν το 'χα. Το ‘χα περισσότερο με την μουσική.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Η νυχτερινή ζωή στα Λιόσια και στην ευρύτερη περιοχή
00:11:59 - 00:17:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπήρχε ζωντανή εδώ νυχτερινή ζωή εκείνη την περίοδο; Υπήρχε πάρα… Δεν είχαμε καμιά σχέση το σημερινό Ίλιον με τα τότε Νέα Λιόσια. ‘Ντάξει…είς τα έχετε… Η νέα γενιά τα ξέρει και καλύτερα. Δεν υπάρχει και πολλή νυχτερινή ζωή στο Ίλιον το σημερινό, όπως υπήρχε τότε τουλάχιστον.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η σταδιακή ανάπτυξη του δισκοπωλείου - διασημότητες στο μαγαζί
00:17:04 - 00:27:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι οδήγησε στο να γίνει εν τέλει το μαγαζί ολόκληρο δισκοπωλείο; Ναι, αυτό που σου είπα προηγουμένως ότι σιγά-σιγά αναπτυσσότανε το μαγα…, σου είπα δεν ήταν τόσο έμπορας στην στενή. Να θέλει να βγάλει να εκμεταλλευτεί. Ήταν πιο πολύ καψούρης με αυτό που έκανε παρά έμπορας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
Η ανταπόκριση των πελατών - η μουσική βιομηχανία του χθες και του σήμερα
00:27:44 - 00:40:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχετε νιώσει την αγάπη του κοινού για αυτό το μαγαζί; Ναι, εντάξει. ‘Ντάξει, πελάτες αλλά υπήρχανε και άνθρωποι που ερχόντουσαν εδώ. δη…βάλεις από το ’76-’77, που ασχολούτανε έστω και όπως ασχολούτανε ο μπαμπάς μου με αυτό το είδος. Αλλά δεν υπάρχει χρηματική ικανοποίηση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 6
Οι επιπτώσεις της Οικονομικής Κρίσης
00:40:21 - 00:43:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η οικονομική κρίση, το επηρέασε το μαγαζι; Πιο πολύ το είδος είχε πεθάνει, από που σου είπα, από εξέλιξη. Η οικονομική κρίση τα επηρεάζε…α άλλα παιδάκια τους φαινότανε περίεργο. Λέει: «Αυτό δεν το 'χει το τάδε κοριτσάκι, το τάδε αγοράκι. Τι είναι η κασέτα;», ας πούμε. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Ιστορίες από το δισκοπωλείο
00:43:31 - 00:55:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπάρχουνε έτσι ιστορίες που λέτε μεταξύ σας όσοι έχετε μείνει τώρα και δουλεύτε στο μαγαζί για το μαγαζί, έτσι συμβάντα μικρά, τα οποία έχο…τιμότερο υλικό και το μαγαζί γενικότερα ότι ακόμα μπορούμε και το κρατάμε, κι αυτό πολύτιμο είναι. Αλλά πιο πολύτιμο είναι αυτό που είπα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 8
Η σύγχρονη μουσική βιομηχανία και ο απολογισμός
00:55:45 - 01:08:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχετε δει τη μουσική βιομηχανία και την αγορά να αλλάζει τα τελευταία 30-40 χρόνια και παραπάνω, το μέλλον της ποιο πιστεύετε ότι είναι; …Ό,τι μπορούμε κι εμείς θα βοηθήσουμε όπως πάντα βοηθάμε, αυτά. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας. Να 'σαι καλά, να 'σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Λοιπόν, βρισκόμαστε στο Ίλιον, ονομάζομαι Bουρλούμη Βιργινία. Έχουμε 25 Νοεμβρίου το 2022 και έχουμε μαζί μας τον… Το όνομά σας;
Λιόσης Αργύριος. Του Εμμανουήλ.
Και είμαστε εδώ για το Ιστόριμα. Θα μας πείτε έτσι λίγο γενικά ένα βιογραφικό για τη ζωή σας;
Τη δικιά μου.
Τη δικιά σας.
Ωραία. Έχω γεννηθεί το 1969, είμαι ντόπιος — κάτι χιλιετίες είναι από τότε που ιδρύθηκε αυτό το χωριό που λέγανε οι παλιοί, δηλαδή οι παππούδες πρέπει να 'ναι από το 1830, όταν κατοικήθηκε το χωριό από κάτι Βαυαρούς που είχαν έρθει με τον Όθωνα — μεγάλωσα εδώ, πήγα σχολείο εδώ στο 2ο Λύκειο του Ιλίου. Από σπουδές μετά έβγαλα, μετά το λύκειο πήγα δύο χρόνια στη Σιβιτανίδειο έβγαλα ηλεκτρολόγος. Δουλεύω από το 1993 στην τότε ΔΕΗ και μετά τώρα ο τομέας μου μετά το 2008-9 που έγινε ο διαχωρισμός της ΔΕΗ, είναι η ΑΔΜΥΕ. Αυτά. Το μαγαζί εδώ υπήρχε — για να πάμε τώρα στο μαγαζί, που έχουμε να 'ρθουμε να μιλήσουμε για το μαγαζί — υπήρχε από το 1959 στην μορφή όμως του μανάβικου στην αρχή και μετά μπακάλικου, του μικρού σούπερ μάρκετ ας πούμε, μπακάλικο του τότε, το οποίο κρατήθηκε ως το '72, '73. Αυτό το ξέρω γιατί έχω φωτογραφίες που 'μαι εδώ μικρό παιδί με τον ξάδερφο — γιατί έχω κι έναν ξάδερφο που έχουμε γεννηθεί την ίδια ημέρα και μας έχουν βγάλει φωτογραφίες — οπότε το μαγαζί υπήρχε ως τότε στην μορφή του τέτοιου. Μετά το κλείσανε, γιατί νοικιάστηκε για άλλες χρήσεις και το 1983, άνοιξε ως — πώς να το πω, όχι παράξενο, παράδοξο — το μισό δισκάδικο και το μισό σιδηρικά εργαλεία. Αυτά και από τότε άρχισε η ιστορία του μαγαζιού. Εγώ ήμουν τότε 14 χρονών. Αρχίσαμε σιγά-σιγά με τους γονείς μου, ο μπαμπάς μου δούλευε εδώ, η μητέρα μου, οικογενειακή επιχείρηση. Εγώ από το σχολείο κατευθείαν πολλές φορές. Εδώ ώρες ατελείωτες! Εντάξει, το μαγαζί πήγαινε καλά, όλα εντάξει. Κάποια στιγμή όμως ας πούμε είπα κι εγώ να φύγω, εξάσκησα το επάγγελμά μου. Το μαγαζί υπάρχει και διατηρείται.
Ενότητα 2
Η ιδέα του δισκοπωλείου/εργαλειοπωλείου και η οικογενειακή ζωή μέσα σε αυτό
00:02:50 - 00:11:59
Τέλεια. Να σας γυρίζω έτσι στην αρχή πάλι. Θυμάστε την παιδική σας ηλικία εδώ στο Ίλιον;
Ναι, καμία σχέση. Καταρχήν τώρα αυτό είναι ραδιοφωνικό δεν μπορείς να δεις, εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Υπήρχε μόνο… Έτσι όπως ήτανε, η γειτονιά έτσι ήτανε. Η γειτονιά, αλλά πέρα από την γειτονιά στο δημαρχείο, δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε το δημαρχείο για να καταλάβεις, δεν υπήρχανε όλες οι πολυκατοικίες που υπήρχανε γύρω από το δημαρχείο. Υπήρχε μόνο το 2ο γυμνάσιο τότε, που κι εκεί πήγα. Η πλατεία καμία σχέση πίσω από το δημαρχείο όχι με την μορφή την σημερινή. Υπήρχανε ατέλειωτα οικόπεδα που παίζαμε εμείς εκεί. Για να φανταστείς, ας πούμε, σου λέω επειδή έχω έναν ξάδερφο στην ίδια ηλικία και παίζαμε εδώ και έβγαινε η μητέρα μου — επειδή ήταν το πατρικό μας, δίπλα ήταν η αυλή που παίζαμε εκεί και μετά παίζαμε στα χωράφια, ας πούμε — και φώναζε, ας πούμε, πέρα από το 2ο γυμνάσιο που είναι κι εμείς την ακούγαμε και γυρίζαμε πίσω. Φωνάζαν τα ονόματά μας ας πούμε «Αργύρης και Γιώργος» και τους ακούγαμε όταν ήταν η ώρα του φαγητού. Αυτό εδώ, δεν πέρναγαν αυτοκίνητα παίζαμε και στον δρόμο. Γενικώς ήτανε μια άλλη μορφή ζωής από την σημερινή και από αυτή που έχετε ζήσει εσείς ως το τέτοιο. Ήταν πολύ χωριό. Ήτανε μια μικρή πόλη, μην το πω χωριό, γιατί εγώ χωριό-χωριό δεν το πρόλαβα. Αλλά ήταν μια μικρή πόλη, δεν υπήρχε όλος αυτός ο αστικός ιστός που υπάρχει τώρα. Δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένα, δεν υπήρχανε τόσες πολυκατοικίες. Όλα αυτά ήταν λίγο πιο free τα πράγματα. Αυτά.
Ναι, θα σας ρώταγα πώς πιστεύετε ότι πήρε ο μπαμπάς σας την απόφαση να το κάνει μισό δισκοπωλείο-
Είναι μια ωραία ιστορία αυτή! Ο μπαμπάς είχα πάντα το μικρόβιο του έμπορα ας πούμε, γι' αυτό είχε ξεκινήσει αυτό. Όταν το μαγαζί, τέλος πάντων το 1972-73 δεν ξέρω την ακριβή ημερομηνία, δεν θυμάμαι πότε το κλείσανε. Είχε ξεκινήσει από το '69, '70 δε πολυπήγαινε καλά το μαγαζί και έκανε διάφορες άλλες δουλειές, βασικά δούλευε στα λιπάσματα του Μποδοσάκη και τα λοιπά, ήταν στην Δραπετσώνα. Αυτό που το κάνανε κέντρο αναψυχής όλο αυτά. Και επειδή ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο που δουλεύανε κάποιες καλές εποχές, λένε — που έχω διαβάσει — 3 με 3.500 χιλιάδες άτομα. Εγώ νομίζω ότι ήτανε πολύ παραπάνω. Είχε αρχίσει κι έκανε μικροεμπόριο με τους ήδη συναδέλφους του. Δηλαδή ό,τι χρειαζόντουσαν εκεί πούλαγε κάλτσες, άλλα πράγματα, είχε αρχίσει και πούλαγε κασέτες, βέβαια όχι στην μορφή αυτής της πρώτης κασέτας που λέγαμε… Τις πειρατικές. Τέλος πάντων, ό,τι χρειαζόντουσαν οι συνάδελφοι. Κάποια στιγμή το '83 επειδή εδώ ήτανε δικό του το οίκημα, πήρε απόφαση. Τότε το είχανε νοικιάσει κάποια χρόνια, αρκετά χρόνια σε τεχνικό γραφείο. Όταν φύγανε αυτοί οι κύριοι δεν το νοίκιαζε για κάποιο διάστημα και σιγά-σιγά πήρε την απόφαση. Επειδή όμως, σου είπα, τη μορφή που δούλευε εκεί είδε το θέμα των δίσκων, αλλά επειδή δούλευέ και πολύ εργαλεία λόγω των συναδέλφων και πήραν αυτή την απόφαση. Το μισό να το ξεκινήσουμε δίσκο-κασέτα, το οποίο ήταν ένα είδος ακριβό για την εποχή. Και γενικά θεωρούνταν ένα είδος πολυτελείας. Οπότε στο μυαλό του συνδύασε αυτά που ήδη είχε εμπορευθεί εκεί πέρα ας πούμε που ήτανε. Γιατί δεν έφυγε, εργαζότανε ως το ’92 που τον διώξανε τότε, το εργοστάσιο έκλεισε επίσημα το ’99. Το ’92 άρχισαν οι πρώτες απολύσεις οι βαρβάτες, πώς να το πω. Δηλαδή διώξανε αρκετό κόσμο. Το κρατήσανε μια μορφή 6 -7 χρόνια ακόμα και είχε πάρει αυτή την απόφαση και το ξεκίνησε το μαγαζί. Μισό ήτανε — σχεδόν χωρισμένο κάπου στην μέση — από δω ήταν τα εργαλεία και από δω ήταν τότε οι δίσκοι ή οι κασέτες, τότε δεν υπήρχαν cd, που μετέπειτα είναι η εξέλιξη. Και έτσι ξεκίνησε το 1983, γύρω στον Σεπτέμβριο πρέπει να πρωτανοίξαμε γιατί θυμάμαι ότι είχα γυρίσει από το σχολείο και ήταν οι πρώτες μέρες του σχολείου, ας πούμε. Το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, 30 Σεπτεμβρίου το 1983 εκεί περίπου άνοιξε το κατάστημα για επίσημα.
Μάλιστα.
Λόγω που σου είπα αυτά που εμπορευότανε τότε με τους συνάδελφους του στην εργασία που έκανε.
Μάλιστα. Να ρωτήσω, θυμάστε να κυκλοφορείτε μες στο μαγαζί παιδί, πώς ήτανε να το ζείτε όλο αυτό;
Από την αρχή το στήσαμε όλοι μας, σου λέω οικογενειακή επιχείρηση, όλο το εγχείρημα ήταν οικογενειακό. Βέβαια από την πρώτη μέρα, από το πρώτο δευτερόλεπτο έτσι, η ζωή μας σχεδόν ήταν όλο εδώ. Έφευγα κάτι απίστευτες ώρες. Μπορεί να καθόμουνα και 12:30- 1:00 η ώρα το βράδυ. Σαββατοκύριακα δεν υπήρχανε, όταν υπήρχε δουλειά. Σχεδόν δεν κλείναμε. Ούτε το ωράριο ψιλοτηρούσαμε γιατί πάντα υπήρχε μια δουλειά να κάνεις, κάτι να φτιάξεις, κάτι… Έναν καθαρισμό, ένα αυτό. Από την πρώτη στιγμή ήμασταν εδώ, όχι μόνο εγώ και οι αδερφές μου. Εντάξει, λιγότερο γιατί ήταν πιο μικρές και πιο, ας πούμε… Ήταν κορίτσια και ασχολούνταν με άλλα πράγματα. Ε αλλά όλη σχεδόν όλη την μέρα ήταν όλη η οικογένεια εδώ. Από την μητέρα, τον πατέρα γιατί δούλευε και παράλληλα, όπως σου είπα, ως το ’92 οπότε ερχότανε… Ήταν η δουλειά τους τότε ήταν βάρδιες η δουλειά του, μπορεί κάποια στιγμή να ήταν νυχτερινή βάρδια και να γύριζαν και να καθότανε στο μαγαζί ώρες ατέλειωτες. Ακόμα δηλαδή τώρα, σε πάω λίγο μπροστά, πολύ μπροστά, όταν είχε αρρωστήσει — γιατί τον χάσαμε από καρκίνο στον πνεύμονα — πηγαίναμε για χημειοθεραπείες και ερχότανε εδώ. Κάθε μέρα ερχότανε δηλαδή, κάθε φορά που έκανε χημειοθεραπεία. Δεν υπήρχε μέρα, χημειοθεραπεία, που να πεις ότι ακόμα και προς το τέλος του. Αφού στο τέλος είπαν όλοι: «Πότε αρρώστησε;», γιατί ήτανε εδώ πια. Ε τότε, βέβαια, ήταν και ο Κώστας εδώ ήταν και η Κατερίνα. Είχανε αλλάξει τα πράγματα, ας πούμε. Eγώ ασχολούμουνα πιο πολύ με την δουλειά μου, αλλά πάντα όταν είχε, όταν ήθελε βοήθεια, ό,τι ήθελε. Οπότε από παιδί απο 13 [00:10:00]χρονών μπορώ να σου πω έως και τώρα — εντάξει τώρα λιγότερο, τώρα επισκέπτης είμαι — έχω ζήσει εδώ μέσα.
Ποιο μαγαζί από τα δύο είχε περισσότερη πελατεία;
Ε κοίταξε να δεις αυτό είναι ένα μυστικό. Εγώ σαν παιδί δεν ήθελα τα εργαλεία, άσχετα τώρα που ασχολούμαι με εργαλεία όλη μέρα και πιστεύω ότι τότε, αν τότε είχα αλλιώς, ας πούμε ότι μπορεί να δούλευα αλλιώς τα εργαλεία. Ήθελα πιο πολύ δίσκους-κασέτες, οπότε πολλές φορές… Και κάποιοι φίλοι μου και συμμαθητές που ερχόμασταν εδώ και καθόμασταν ώρες το έχουμε ας πούμε σαν ήδη αστείο, όταν ερχότανε κάποιος και μου ζήταγε ένα εργαλείο, δεν προλάβαινε να τελειώσει ο άνθρωπος, του ‘λεγα: «Δεν το ‘χουμε». Δεν… Βέβαια και έτσι πήγε και η ροή, είχε ανάπτυξη αυτό, δούλευε περισσότερο. Υπήρχαν και άλλα μαγαζιά με εργαλεία, που το δουλεύανε οι άνθρωποι, ενώ εμείς το ξεκινήσαμε τελείως πειραματικά. Πήρε πιο μπροστά τα υλικά, δίσκοι-κασέτες ας πούμε και μετά τα cd και σιγά-σιγά αναπτύχθηκε αυτό το είδος σχεδόν από μόνο του. Αλλά εντάξει, έδωσα κι εγώ κάποια βάση ότι πιο πολύ αγαπούσα αυτό το πράγμα.
Πείτε μου.
Και σαν παιδί ας πούμε, εντάξει μουσική. Σε όλα τα παιδιά αρέσει η μουσική, πες ένα παιδί… Υπάρχουν και παιδιά, ας πούμε, που ασχολούνται αν τους πεις ένα αυτοκίνητο, ένα εργαλείο αυτά, εντάξει εγώ δεν το είχα αυτό. Παρότι που στη δουλειά μου, σου λέω, τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με εργαλεία σχεδόν, τότε δεν το 'χα. Το ‘χα περισσότερο με την μουσική.
Υπήρχε ζωντανή εδώ νυχτερινή ζωή εκείνη την περίοδο;
Υπήρχε πάρα… Δεν είχαμε καμιά σχέση το σημερινό Ίλιον με τα τότε Νέα Λιόσια. ‘Ντάξει; Υπήρχαν μαγαζιά καταρχήν που παίζανε μουσική, οι περισσότεροι ελληνική, αλλά υπήρχαν και ροκ μπαρ και άλλα πράγματα. Κάποια στιγμή είχαν ανοίξει και σε μορφή ντίσκο, δεν πολυπιάσανε. Οπότε και αυτά ήταν πελάτες. ‘Ντάξει κάποιοι τότε επειδή — είναι μια άλλη ιστορία μπορεί να την πούμε μετά — ας πούμε οι εταιρείες δίσκων πάντα θέλανε τα μεγάλα μαγαζιά παρά ένα μικρό μαγαζί ένα τέτοιο εκεί, οπότε σπρώχνανε ας πούμε. Οπότε κάποιος που ήθελε μαγαζί για μουσική θεωρούσε ότι πολύ πιο εύκολα το βρίσκεις στην Αθήνα, παρά εδώ. Εντούτοις όμως, εμείς είχαμε προσαρμοστεί, είχαμε πάρα πολλά μαγαζιά που παίζανε μουσική και στη νυχτερινή ζωή στο Ίλιον. Έχω ένα πρόβλημα, έτσι, το είπαμε και πριν την συνέντευξη, εγώ τα θεωρώ ακόμα Νέα Λιόσια όχι επειδή είμαι Λιόσης, αλλά έτσι μεγάλωσα. Υπήρχανε μαγαζιά οπότε κι αυτά τα μαγαζιά το 80% των μαγαζιών που δούλευαν τότε ψώνιζαν από δω. Είτε λαϊκά είτε κάποια άλλη μουσική, ροκ μουσική. Προσπαθούσαμε κι εμείς πάντα ένα καλό που είχαμε σε εισαγωγικά, κακό μετά αποδείχτηκε για μας, ότι προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τις τιμές χαμηλές για τον λόγο που σου είπα ότι ένας που θα έβρισκε κάτι εδώ, να μην χρειαζόταν… Δηλαδή να έβρισκε με διαφορά 10-15 ευρώ — τώρα ‘ντάξει, δεν είναι συγκρίσιμα τα είδη, αλλά τότε να ‘ταν χιλιάδες δραχμές — να μην έβρισκε ξέρω ‘γω 300-400 δραχμές και να σου λέγε: «Θα πάω να το πάρω από την Αθήνα». Αν έβρισκε διαφορά, που πολλές φορές εμείς ήμαστσαν και πιο φτηνοί κι από τα κεντρικά της Αθήνας σε κάποια είδη, να έρχεται εδώ, να το ψωνίζει για να έχουμε πιο πολύ τέτοιο, πιο πολλή δουλειά. Ποιο πολλή επαφή. Αυτά.
Πότε ξεκίνησε να αλλάζει η ζωή στο Ίλιον, η νυχτερινή και γενικότερα το σκηνικό αυτό;
Γύρω στο ’98, ’97 είχανε γίνει πολλά μαγαζιά είχε γίνει τότε και το Άλσος. Ίσως να γινόμασταν κι εμείς ένα… Όχι, είχαμε γίνει πριν να γίνει το Περιστέρι, το Μπουρνάζι αυτό που έγινε υπήρχαν τα Νέα Λιόσια. Να φανταστείς εγώ επειδή, τώρα θα σου πω μια άλλη ιστορία. Επειδή ήμουνα ντόπιος και εδώ με ξέρανε και οι πέτρες φεύγαμε και πηγαίναμε στο Μπουρνάζι στο σημερινό τέτοιο που ήταν δυο καφετέριες μόνο. Εδώ στα Λιόσια υπήρχαν τουλάχιστον 10 καφετέριες και 5-6 μαγαζιά γύρω στην πλατεία στο Άλσος, που υπήρχανε νυχτερινή ζωή. Τότε το σημερινό Μπουρνάζι που το έχεις ζήσει εσύ ήταν δυο καφετέριες. Η Τέτε και η Εντελστέιν. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Κάποια στιγμή ίσως δώσανε στο Περιστέρι, κάτι με θέματα νύχτας κάποιοι λόγοι τέλος πάντων, οι οποίοι — και δημοτικοί κάποιες λέγανε τότε του τότε δήμου, κάποια μέτρα αστυνόμευσης πιο αυτά δεν ξέρω της στοίχησε ξέρω γω — αρχίσανε τα μαγαζιά εδώ και κλείνανε τα περισσότερα και μεταφέρθηκε η νυχτερινή ζωή εδώ μεταφέρθηκε προς τα κάτω, προς το Μπουρνάζι. Και έγινε η σημερινή μορφή του Μπουρναζίου γύρω στο 2000, που έγινε η έκρηξη η μεγάλη. Μετά, από ό,τι έχω καταλάβει, τώρα υπάρχει πτώση κι εκεί. Έχει ανοίξει και στο κέντρο του Περιστερίου πίσω από το δημαρχείο. Αυτά είναι πάντα, η νυχτερινή ζωή δηλαδή έρχεται και παρέρχεται πάντα σε όλες τις περιοχές. Το ‘χω δει γιατί στην δουλειά μου πήγαινα πολλή επαρχία κάποιες χρονιές ας πούμε, ειδικά τα τελευταία 6-7 χρόνια πάω στην Λάρισα, ήταν κάποιες περιοχές που πιάνανε 5-6 χρόνια τα μαγαζιά, κλείνανε και μεταφερότανε η ζωή σε άλλη περιοχή. Έτσι έγινε κι εδώ. Σιγά-σιγά, τώρα υπάρχουνε πολλές καφετέριες, αλλά και νομίζω ότι παρότι έχω μεγαλώσει τώρα εγώ κι εσείς τα έχετε… Η νέα γενιά τα ξέρει και καλύτερα. Δεν υπάρχει και πολλή νυχτερινή ζωή στο Ίλιον το σημερινό, όπως υπήρχε τότε τουλάχιστον.
Τι οδήγησε στο να γίνει εν τέλει το μαγαζί ολόκληρο δισκοπωλείο;
Ναι, αυτό που σου είπα προηγουμένως ότι σιγά-σιγά αναπτυσσότανε το μαγαζί, το είδος εδώ. Τα εργαλεία είχανε μείνει, δεν υπήρχε χώρος. Κάποια στιγμή υπήρχε πάρα πολύ εμπόρευμα, οπότε αυτό το εμπόρευμα επειδή το μαγαζί έχει συγκεκριμένα τετραγωνικά, έρεπε κάπου να χωρέσει. Οπότε παραγκωνίστηκαν τελείως τα εργαλεία κάποια στιγμή, γύρω στο 1995-96, εκεί περίπου και έγινε καθαρό δισκάδικο. Πάντως την έχουμε ακόμα την πινακίδα νομίζω, ε; Την έχουμε. Α, όχι την βγάλαμε. Έως πριν 4-5 χρόνια υπήρχε ακόμα η πινακίδα, «Σιδηρικά-Εργαλεία», τέλος πάντων.
Το μετάνιωσε ποτέ ο μπαμπάς σας, που το έκανε ολόκληρο-
Δεν νομίζω.
Δισκάδικο;
Όχι. Όχι, γενικά δεν…. Ήταν η ζωή του εδώ μέσα. Η ζωή του, κυριολεκτικά η ζωή του. Σχεδόν έφυγε από εδώ. ‘Ντάξει, έκατσε δυο μέρες στο σπίτι, αλλά από εδώ έφυγε. Ήταν η ζωή του κυριολεκτικά. Γι’ αυτό υπάρχει αυτό το εμπόρευμα που βλέπεις αυτήν τη στιγμή. Γιατί ήταν η ζωή του και ήταν ένας λόγος που έφυγα εγώ από εδώ, δηλαδή για να κάνω κάτι άλλο τέλος πάντων, ήταν αυτός: ότι ήταν υπερβολικά η ζωή του. Ζούσε για το μαγαζί, οπότε δεν άφηνε και χώρο ας πούμε, εντάξει η νεολαία έχει και διαφορετικά… Πάντα αλλιώς βλέπει, βλέπω εγώ τώρα τη ζωή, αλλιώς τη βλέπει η κόρη μου, η άλλη μου κόρη, αλλιώς τα ανίψια μου που είναι πιο μικρά, κατάλαβες; Οπότε όχι δεν το μετάνιωσε ποτέ και ήταν η ζωή του, ας πούμε, εδώ… Και γενικά όλης της οικογένειας η ζωή σο μαγαζί. Και συνεχίζει…
Έχετε έτσι μνήμες από μέσα στα χρόνια, τις οποίες δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
‘Ντάξει πολλά πράγματα. Πολλά πράγματα. Και στο θέμα του εμπορίου, και έχουν έρθει και καλλιτέχνες εδώ μέσα, και διάφορα στη δουλειά πάνω. Διάφορα με τις… Επειδή είχαμε ένα, όπως σου είπα προηγουμένως, προσπαθούσαμε να πετύχουμε καλύτερη τιμή, ήμασταν το μόνο συνοικιακό — τα λέγανε συνοικιακά τότε — δισκάδικο που ψωνίζανε σχεδόν από τις εταιρείες δίσκων που υπήρχαν τότε απευθείας. Γιατί είχανε μια [00:20:00]πολιτική, στέλνανε κάποιο συγκεκριμένο εμπόρευμα, δεν δίνανε τιμές, δηλαδή άμα δεν τους έκανες κάποιο τζίρο και αυτά κι εμείς τα είχαμε επιτύχει όλα αυτά, ας πούμε σε ένα σημείο καλό και είχαμε για χρόνια, ας πούμε όσο κάποια στιγμή που άρχισε και έπεφτε η δουλειά λόγω του είδους και… Λόγω του είδους βασικά και της εξέλιξης, το ίντερνετ κι όλα αυτά που ήρθανε μετά. Είχαμε συνεργασία με όλες τις εταιρείες δίσκων κι εκεί που είχα συναντήσει εγώ — γιατί πήγαινα τότε, δεν υπήρχανε, είχαμε και ένα μείον στην οικογένεια δεν είχαμε αυτοκίνητο— πήγαινα με τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, οι περισσότερες ήταν στην Μεσογείων. Εκεί συνάνταγες διάφορα πράγματα, πολλά πράγματα, πολλές ιστορίες. Ήταν, είναι μια ζωή. Μια ζωή.
Σας έλειψε όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε σε άλλο κλάδο;
Δεν μου ‘λειψε, γιατί εδώ ήμουνα. Ώσπου… Και όταν έκανα οικογένεια, δηλαδή παντρεύτηκα το 1999 έχω αποκτήσει… Όσο είχε δουλειά το μαγαζί πάντα βοηθάγαμε. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν το αφήναμε το μαγαζί, ας πούμε. Και όταν αρρώστησε ο μπαμπάς, ήταν κάποιες μέρες που ήταν στο νοσοκομείο, εναλλασσόμασταν εγώ με τον γαμπρό μου, με την αδερφή μου. Με τον σκοπό δεν έμεινε το μαγαζί σου λέω, δεν έμεινε το μαγαζί κλειστό σχεδόν δευτερόλεπτο. Αν γινότανε. Όσο είχε δουλειά, ‘ντάξει; Όσο μπορούσαμε και όσο είχε δουλειά. Οπότε ήμασταν συνέχεια, το μαγαζί σου λέω ήτανε ένα να μας ακολουθάει ακόμα δεν το αφήνουμε ας πούμε τώρα, το μαγαζί.
Είπατε ότι είχαν έρθει-
Καλλιτέχνες.
Διάσημοι καλλιτέχνες-
Διάσημοι, ‘ντάξει… Καταρχήν ένας από τους… Πελάτης θα σου πω, ο οποίος προς τιμήν του, ο κύριος Χριστοδουλόπουλος ο Μάκης που μπορούσε να πάρει, να προμηθευτεί το υλικό του απ’ την εταιρεία του, είχε σαν συμφωνία — σε εισαγωγικά έτσι — κάθε φορά, από τότε που ανοίξαμε, κάθε φορά που έβγαινε δίσκος του, είχε έρθει μια φορά, τότε μ’ έλεγε και «πιτσιρικά» κιόλας, πιτσιρικάς ήμουνα! «Θα 'ρχομαι -μου λέει- θα έχεις γύρω στις 100 κασέτες από τον δίσκο μου όταν θα βγει και θα ‘ρχομαι και να στις παίρνω τμηματικά». Και πάντα έτσι γινότανε για πάρα πολλά χρόνια. Δηλαδή ως τα χρόνια που πουλάγανε ακόμα οι κασέτες και οι δίσκοι κι ακόμα όταν έφυγε από την περιοχή, έφερνε συνεργάτες του και πάντα όταν έβγαζε κάποιο καινούργιο cd ή κασέτα τότε — γιατί δεν υπήρχε cd, ήταν δίσκος και κασέτα — θα ερχόταν να πάρει κάποιες κασέτες, το οποίο θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα, να το προμηθευτεί από την εταιρεία του και σε πιο φτηνή τιμή. Γιατί εμείς του κάναμε την τιμή, κι εμείς καλύτερη τιμή του κάναμε, αλλά συνήθως… Στο χονδρεμπόριο, ακόμα και σε χονδρέμπορα να το ‘παίρνε ας πούμε, αλλά τιμούσε ότι ήτανε ένα μαγαζί της περιοχής του και αυτό το τιμούσε. Σου λέω για χρόνια, δηλαδή από το '83 μπορώ να σου πω ως το 2003-04; Που άρχισε και έπεφτε η δουλειά; ’05 θες; Κάθε χρόνο γιατί κάθε χρόνο τότε οι καλλιτέχνες βγάζαν δίσκο ή κασέτα ή cd, γινότανε αυτό το πράγμα. Η Κυρία Δήμου είχε έρθει, γιατί ήτανε και γειτόνισσα. Και αυτή είχε έρθει αρκετές φορές εδώ πέρα. Περαστικοί ήτανε... Ο κύριος Αντωνιάδης είχε έρθει μια φορά για πρόμο του cd, είχε βγάλει τότε το πρώτο cd του. Ο κύριος Δημητριάδης ο Μιχάλης «του αγγέλου τα μπουζούκια» είχε γνωστό εδώ πέρα στη γειτονιά και ερχότανε συχνά από 'δω. Αυτούς θυμάμαι, άμα ξεχνάω κάποιoνε… Δεν νομίζω, αλλά άμα ξεχνάω και κάποιονε ‘ντάξει και όταν που είπαμε με τη συνεργασία με τις εταιρείες… Οι εταιρείες κάνανε πάντα κάποιες χρονιές σαν μουσικές γιορτές, οι οποίες μαζευόντουσαν έμποροί από όλη την Ελλάδα κάθε εταιρεία συνήθως το κάνανε λίγο πριν τα Χριστούγεννα και τότε γνώριζες πολλούς καλλιτέχνες εκεί, ειδικά αν είχανε κάποιο δίσκο που θέλανε να τον προμοτάρουν και αυτά πάντα στις δισκογιορτές βρισκόντουσαν οι καλλιτέχνες. Εγώ είχα γνωρίσει την κυρία Ευρυδίκη και τον κύριο Θεοφάνους, όταν ήτανε μωρά — κι εγώ μωρό ήμουνα. Και πολλούς, πολλούς μέσα στις εταιρείες δίσκων, γιατί κυκλοφορούσαμε εκεί πέρα. Ήταν μια άλλη ιστορία, γιατί σου λέω, είχαμε προσπαθήσει να κάνουμε αυτό: να έχουμε όσο πιο πολύ μπορούμε… Γιατί ο δίσκος και η κασέτα δεν ήτανε και δεν είναι — καλά, τώρα δεν είναι τίποτα — δεν ήταν ένα είδος όπως τα παπούτσια, που μπορείς να αγοράσεις ένα παπούτσι ένα ευρώ, να το πουλήσεις δύο και να μην σου μιλήσει κανένας. Ήτανε ένα είδος που είχε έναν αριθμό κέρδους από 30 ως 40 %. Οπότε προσπαθούσες αυτό όχι να το αυξήσεις, γιατί είχες θέμα με τον συναγωνισμό, ο οποίος συναγωνισμός δεν ήταν τοπικός — αν και υπήρχανε τότε 4-5 σ’ όλη την περιοχή και φυσικά μιλάμε μόνο για τα νέα Λιόσια, μόνο για το Ίλιον και πιο κεντρικά δισκάδικα — αλλά ήταν το πρόβλημα η Αθήνα. Γιατί η Αθήνα ήτανε κοντά, οπότε και οι πιτσιρικάδες και αυτά θεωρούσαν ότι «πιο εύκολα θα βρω ένα cd δίσκο στην περιοχή μου», οπότε πηγαίνανε πιο πολύ να ψωνίσουν στην Αθήνα. Αυτό προσπαθούσαμε εμείς και το πετύχαμε έτσι τα περισσότερα χρόνια. Να κάνουμε τον πιτσιρικά ή τον μπαμπά τέλος πάντων και γι’ αυτό είχαμε μια γκάμα με πολλά είδη, ξεκίναγε από κλασσική μουσική έως κλαρίνα, ας πούμε. Όλα τα είδη προσπαθούσαμε, και στο ξένο ρεπερτόριο να καλύψουμε και όλες τις μουσικές — ροκ, ντίσκο, ό,τι acid blues — ό,τι υπήρχε κατά τις δεκαετίες και αυτό προσπαθούσαμε να 'χουμε όλα τα είδη με τη μορφή έτσι και της καψούρας της δικιάς μας, αφού πια ας πούμε είχαμε εθιστεί σε εισαγωγικά σ’ αυτό το εμπόριο και ήτανε και πιο… Δηλαδή ειδικά ο πατέρας μου ικανοποιούταν, έφτανε να τους ζητήσεις κάτι πολύ δύσκολο, ότι «δεν το βρίσκω» και να σου 'κανε την κίνηση την χαρακτηριστική, «να, πάρ’ το», ας πούμε. Ήτανε, το θεωρούσε ας πούμε κάτι σημαντικό, έτσι το είχε δει. Και γι' αυτό υπάρχει τόσο εμπόρευμα, σου είπα δεν ήταν τόσο έμπορας στην στενή. Να θέλει να βγάλει να εκμεταλλευτεί. Ήταν πιο πολύ καψούρης με αυτό που έκανε παρά έμπορας.
Ενότητα 5
Η ανταπόκριση των πελατών - η μουσική βιομηχανία του χθες και του σήμερα
00:27:44 - 00:40:21
Έχετε νιώσει την αγάπη του κοινού για αυτό το μαγαζί;
Ναι, εντάξει. ‘Ντάξει, πελάτες αλλά υπήρχανε και άνθρωποι που ερχόντουσαν εδώ. δηλαδή και συλλέκτες και άλλοι άνθρωποι καθημερινοί, που ήτανε πελάτες ας πούμε. Ήτανε πελάτες και ξέρανε και λέγανε: «Πάμε στον Μανωλάκη», γιατί έτσι έλεγαν τον πατέρα μου. Ή «στον Αργύρη», όσοι πιο νεολαίοι έτσι μαθαίναν κι άλλα παιδιά στην ηλικία μου. ‘Ντάξει όλος ο… Δεν είχαμε, είναι και το είδος τέτοιο που ο άλλος το παίρνει να ακούσει αυτό που θέλει να το ευχαριστηθεί. Οπότε αν υπήρχε και μια αντιμετώπιση ευγενική, που υπήρχε πάντα ας πούμε και προσπαθούσε τον άλλονε ας πούμε όχι τέχνασμα, ερχόσουν να ζητήσεις κάτι που δεν το ‘χα στο μαγαζί, ευγενικά σου εξηγούσα ότι «ξέρεις κάτι με την ίδια τιμή που θα πας να το πάρεις στην Αθήνα, θα στο 'χω εγώ αύριο». Και συνήθως οι περισσότεροι αυτό προτιμούσανε δηλαδή. Και λέγανε… Και σε ευχαριστούσε αυτό και οι ίδιοι ήταν ευχαριστημένοι και μετά ξέροντας αυτό μετά γινόντουσαν και πελάτες. Σου λέει: «Ο άλλος μπορεί να μου βρει αυτό που θέλω, που μπορεί να ταλαιπωρηθώ να πάω στην Αθήνα…», αν και εντάξει η Αθήνα δεν είναι και πολλή ταλαιπωρία για μας και περισσότερο… Δεν είναι όπως τώρα που λες: «Ωχ, πώς θα πάω στην Αθήνα;», που υπάρχει το μετρό κι αυτά. Υπήρχε μια εποχή που έλεγες: «Ωχ, τώρα πώς θα κατέβω στην Αθήνα;», γιατί έκανες μιάμιση ώρα από τον Άγιο Φανούριο να κατεβείς προς το κέντρο που ήτανε η στάση για να πας στην Ομόνοια. Ήταν τρελή η κίνηση! Όπως και σήμερα είναι αρκετά αυξημένη, τότε όμως υπήρχε μία εποχή γύρω στο 2000, που ήταν πολύ δύσκολες οι συγκοινωνίες, δηλαδή σε θέματα κίνησης. Οπότε εκτιμούσες τον άλλον αν κάτι στο πρόσφερε χωρίς να ταλαιπωρηθείς.
Πώς βιώσατε την σύγχρονη εποχή που όλα είναι πλέον που [00:30:00]έχουμε πρόσβαση στο ίντερνετ; Και προσωπικά αλλά και σαν μαγαζί.
‘Ντάξει, το μαγαζί, όλο το είδος ας πούμε, έχει υποστεί καθίζηση. Το λένε και καθημερινά και πολλοί τραγουδιστές που έχουν γίνει τώρα παρουσιαστές ξέρω γω. το λένε στις εκπομπές ξέρω 'γω. Πώς την λέγανε την εκπομπή που παρουσίαζε η κυρία Βανδη, που έκανε μία καταμέτρηση ένα countdown τέλος πάντων, το οποίο κατά την προσωπική μου άποψη ήταν λίγο διφορούμενο. Γιατί σε σχέση, για κάποιες δεκαετίες, δεν μπορείς να συγκρίνεις τώρα την δεκαετία '80, '90, 2000 που υπήρχαν πωλήσεις. Ερχόταν ο άλλος και έπαιρνε αυτό, τώρα το βρίσκει τσάμπα. Να χτυπήσω εγώ τώρα εάν τακ και να θεωρείται αυτό πώληση ή ότι χτύπησα εγώ να ακούσω το καινούριο τραγούδι του τάδε καλλιτέχνη — μην κάνουμε διαφήμιση, δεν χρειάζεται — από ξένους καλλιτέχνες, ένα τραγούδι δεν είναι το ίδιο με το να πληρώσει κάποιος ένα χιλιάρικο, όσο κάναν τότε τα πράγματα και μετά ευρώ, ας πούμε 15-20 ευρώ να αγοράσει το cd ή την κασέτα ή τον δίσκο αυτού του καλλιτέχνη να κάτσει να το ακούσει σπίτι του. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Οπότε δεν μπορείς να στο θέμα του μαγαζιού, ας πούμε, να σημειώνεις τι γίνεται τώρα. Κι αυτό γίνεται και στις πωλήσεις τώρα το λένε, για να γινόταν ένας ολόκληρος δίσκος χρυσός, έκανε 100 χιλιάδες και τώρα άκουσα είναι 3 και ο πλατινένιος 5 που πρέπει να πουλήσεις πάνω από 200 χιλιάδες για να 'ναι πλατινένιος ο δίσκος. Κατάλαβες; Μετά όταν ήρθε αυτά, είναι και αλματώδη. Μετά όταν ήρθε να μπορείς να το βρεις το κάθε πράγμα — έστω μια ταινία, ειδικά με τη μουσική — στο ίντερνετ, οπότε στο θέμα του μαγαζιού, το μαγαζί κάθισε. Έτσι αυτό είναι τέτοιο. Τώρα εγώ προσωπικά την καινούρια εποχή δεν την πολυσυμπαθώ. Μπορώ να τα βρίσκω όλα αυτό, αλλά είμαι και λίγο και της παλαιολιθικής, δηλαδή και στη δουλειά μου που δουλεύω σε μία αποθήκη τώρα, δεν είναι τόσο πολύ διαφέρει από μαγαζί, αποθήκη είναι άσχετα από cd, δίσκους… Πουλάω… Όχι πουλάω, διαθέτω — γιατί δεν τα πουλάω — κάποια άλλα πράγματα βλέπω το κομπιούτερ αντί να… Ενώ υποτίθεται ότι δίνει ώθηση, ουσιαστικά είναι φρένο σε πολλά πράγματα, για μένα. Για κάποιους άλλους νεότερους έτσι δεν θα μπορούνε ποτέ να κάτσουν να γράψουνε ή να κρατήσουν καρτέλες ή να κρατήσουν λογαριασμούς. Όλα τα θέλουνε να είναι εκτυπωμένα, όχι εκτυπωμένα, να είναι τυπωμένα στο κινητό έτσι τώρα οπότε έχουμε φτάσει να πληρώνουμε με το κινητό, να μην πληρώνουμε με λεφτά. Είναι πάρα πολύ καλά αυτά, είναι πάρα πολύ ωραία, έχουν όμως και τους κινδύνους τους. Και δεν έχουμε πιστεύω ακόμα εξοικειωθεί, εμείς έχουμε εξοικειωθεί πια δεν είμαστε και πάρα πολύ μεγάλοι, αλλά πιστεύω ότι δεν έπρεπε να γίνει τόσο… Να αφεθεί τόσο πολύ αυτό το πράγμα. Δηλαδή ώπα, εντάξει, τεχνολογία ναι. Κάπου ένα φρένο, μισό-μισό. Γιατί και ουσιαστικά η τεχνολογία η πολλή εγκλωβίζει και την ανθρώπινη εργασία, έτσι; Τώρα ας πούμε παραδείγματος χάρη στην δουλειά μου έχουμε μια διαδικασία απογραφής. Προχτές ήρθε κάποιος ας πούμε και είπε: «Όλο αυτό θα το αποφεύγαμε, άμα είχαμε ένα σκάνερ». Ναι, πολύ ωραία. Άσε που υπάρχουν άλλα πρακτικά ζητήματα, που δεν μπορούμε να τα πούμε τώρα, γιατί είναι μια άλλη δουλειά. Αλλά αυτό το σκάνερ θα αντικαταστήσει 6 ανθρώπους ας πούμε. Κι έτσι λίγο με την τεχνολογία εγώ δεν τα έχω πολύ καλά. Προσπαθώ βέβαια να ισορροπήσω, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς αν δεν ξέρεις κάποια πράγματα, για να ζήσεις. Και κάπου είμαι την μέση προσπαθώ και από δω προσπαθώ και από 'κει με τον παλιό τον τρόπο. Αλλά έχω την άποψη αυτή, ότι μπορούσαμε να υπήρχε αυτή η τεχνολογία αλλά όχι εις βάρος του ανθρώπου. Και των μαγαζιών γιατί και τα μαγαζιά, ας πούμε… Παραδείγματον χάριν, η βιομηχανία δίσκων κάποτε — θα στο πάω πιο παλιά — πρέπει να δουλεύανε πάρα πολλοί, να μην πω γιατί δεν είμαι και ειδικός έτσι, ειδικός, δεν ξέρω νούμερα. Να σου πω χίλια άτομα, δυο χιλιάδες, δέκα χιλιάδες, δεκαπέντε… Το γεγονός ήτανε ότι τη δεκαετία του 2000, όταν βγάζανε κάθε χρόνο. Γιατί βγάζουνε κάθε χρόνο κάποια στοιχεία το μηχανικό επιμελητήριο με τις εταιρείες ας πούμε τις ελληνικές και ελληνικές σε εισαγωγικά, δηλαδή εταιρείες που έχουν ελληνικό label να το πούμε έτσι, φίρμα ας πούμε, μπορεί να είναι όπως ήταν η Sony πολυεθνική, αλλά υπήρχε και η ελληνική Sony. Όπως υπήρχε και ελληνική Polygram για χρόνια ας πούμε στις δισκογραφικές εταιρείες θεωρούντουσαν στις πιο κερδοφόρες και ήτανε σε ένα τοπ 100 υπήρχαν πάντα δισκογραφικές εταιρείες και σε καλή θέση. Σε θέματα τζίρου και τέτοια πράγματα. Αυτά τώρα όλα δεν υπάρχουνε. Αν κάποια εταιρεία δίσκων, ας πούμε, ήθελε τότε να τρέξει το ήδη υπάρχον υλικό της ξέρω γω 50 άτομα, τώρα μπορεί να το 'χει με δύο. Γιατί δεν πρέπει, ούτε ο τζίρος υπάρχει προφανώς ούτε ό,τι υπήρχε τότε ας πούμε και να τρέχουν άνθρωποι, να κυκλοφορεί το χρήμα ας πούμε, πώς να το πω ας πούμε. Δεν υπάρχει τώρα ο τζίρος. Οπότε αυτά τα έκανε… ‘Ντάξει μία μορφή είναι η εξέλιξη. Και αυτό σου είπα προηγουμένως, ναι μεν εξέλιξη αλλά κάπου την στη μέση. Κάτι που εσύ, η νέα γενιά δεν το έχει, γιατί έτσι έχει μεγαλώσει.
Ο μπαμπάς σας την βίωσε αυτή-
Αυτά.
Την αλλαγή στην-
Ε, ναι. Πρόλαβε ναι. Πρόλαβε ναι. Όταν είχαμε έναν τζίρο ας πούμε χ λεφτά μέσα σε ένα ενάμιση χρόνο με την εκτόξευση του ίντερνετ αυτά τα χ λεφτά γίνανε χ δια 5, δια 6, δια 7. Όταν το μαγαζί μπορεί να έκανε την ημέρα ας πούμε 100 ευρώ, να πιάνει 10 και 20 και 30. Είναι τυχαία τα ποσά έτσι το καταλαβαίνεις, δεν λέω κάποια ποσά. Γιατί ουσιαστικά αυτό το είδος τώρα ήταν πάντα είδος πολυτελείας, ένα τέτοιο, αλλά ήταν και είδος-μεράκι για κάποιους. Δηλαδή κάποιος άκουγε ένα τραγούδι και ερχόταν και το ‘παιρνε, ας πούμε. να το 'χει στο σπίτι. Τώρα μπορεί να το 'χει με άλλη μορφή, οπότε γιατί να το πληρώσει ας πούμε, θεωρεί; Αυτό. Το βίωσε, ναι. Το βίωσε γιατί έφυγε το '12 το βίωσε απ’ τό ο ’05-'06 άρχισε η κατηφόρα, ας πούμε, της βιομηχανίας των δίσκων, cd, κασέτας που υπήρχε τότε και σιγά-σιγά είχε καταργηθεί η κασέτα. Είχε μόνο το cd, γιατί δεν είναι μόνο δίσκος-κασέτα, αυτό δεν το ‘παμε στην αρχή, να το πούμε. Υπήρχε δίσκος-κασέτα, μετά cd, μετά κασέτα, μετά σκέτο cd, τώρα έχει γίνει στικάκι ή πληκτρολόγιο στο ίντερνετ για να ακούσει ο καθένας ότι… Έχει γίνει spotify. Και κάτι άλλo για να καταλάβεις το πόσο τέτοιο ακόμα τώρα το spotify, δεν ξέρω οικονομικά μεγέθη, όταν πας και διαφημίζεις την Μπαρτσελόνα πάει να πει ότι βγάζεις λεφτά από αυτό. Ότι πάντα το είδος έβγαζε λεφτά και εξακολουθεί να βγάζει. Το θέμα είναι ότι βγάζουνε λεφτά λιγότεροι, έτσι, εις βάρος του μικρού, όπως πάντα ας πούμε. Εμείς εδώ σε κάνουμε την μικρή μας επανάσταση και το μαγαζί υπάρχει ακόμα και μπορεί να είναι το μοναδικό στα δυτικά προάστια, αλλά δεν ξέρω ακόμα αλλά δεν έχω δει ούτε στο Περιστέρι να υπάρχει — που υπήρχαν μαγαζιά ας πούμε — ούτε στους Αγίους ούτε στην Πετρούπολη. Αλλά ο μπαμπάς την βίωσε, ‘ντάξει.
Αυτή θα ήταν η επόμενη ερώτηση μου ότι είστε ένα απ’ τα καταστήματα, τα οποία έχουν μείνει ζωντανά μέσα σε όλο αυτό τον καιρό που έχει περάσει και απ’ όλες τις αλλαγές που έχουνε περάσει από τότε, πώς νιώθετε γι' αυτό;
Εντάξει, κοίταξε να δεις, το καλό ήτανε να είχε… Γιατί πάντα όταν έχεις ένα μαγαζί, θες να δουλεύεις, έτσι; Το καλύτερο θα ήταν να είχε περισσότερη δουλειά. Ότι νιώθεις μια ικανοποίηση που κρατάς κάτι το οποίο δεν υπάρχει αλλού, υπάρχει αυτή η ικανοποίηση. Το θέμα είναι να μην είναι μόνο ηθική, να ‘ταν και χρηματική. Κάτι που δεν υπάρχει τώρα. Τώρα το δουλεύει ο γαμπρός μου με την αδερφή μου το μαγαζί. Ό,τι μπορούμε και οι άλλοι βοηθάμε ας πούμε, αν θέλουνε κάτι, αν χρειαστούνε κάποιες ώρες να κάτσουνε, γιατί έχουν κι αυτοί οικογένεια. Ερχόμαστε πάλι όλοι οικογενειακώς, όπως είπα στην αρχή. Η ηθική ικανοποίηση πάντα θα υπάρχει ότι έχεις καταφέρει έχεις [00:40:00]κρατήσει κάτι τουλάχιστον 40 χρόνια, από το 1983. Και πριν, ας πούμε, άμα βάλεις από το ’76-’77, που ασχολούτανε έστω και όπως ασχολούτανε ο μπαμπάς μου με αυτό το είδος. Αλλά δεν υπάρχει χρηματική ικανοποίηση.
Η οικονομική κρίση, το επηρέασε το μαγαζι;
Πιο πολύ το είδος είχε πεθάνει, από που σου είπα, από εξέλιξη. Η οικονομική κρίση τα επηρεάζει όλα, έτσι; Και ποιος θέλει να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια, άμα δεν έχει, δεν πάει να το πάρει. Και δη τώρα ένα τέτοιο είδος, το οποίο είχε ήδη, άρχιζε και πέθαινε. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό ακόμα, δεν έχει έρθει εδώ, αρχίζει και δουλεύει πάρα πολύ το βινύλιο. Το οποίο δεν έχει έρθει ακόμα στην Ελλάδα, γιατί πάντα στις εξελίξεις η Ελλάδα θα είναι 5-10 χρόνια πίσω. Ειδικά σε αυτές τις εξελίξεις είναι κάποια χρόνια πίσω. Δηλαδή όταν μας λέγανε, ας πούμε — πότε άρχισε το cd, τώρα δεν θυμάμαι ημερομηνίες — και λέγανε ότι «θα υπάρχει το cd» και λέγαμε: «Τι είναι το cd;» και βλέπαμε στις ταινίες τις αμερικάνικες το cd και λέγαμε: «Τι είναι αυτό;», ώσπου να ‘ρθουν τα μηχανήματα και αρχίσει σιγά-σιγά να αναπτύσσεται το cd. Και δεν αναπτύχθηκε αμέσως ας πούμε και δεν κόπηκε αμέσως το βινύλιο. Αυτά κρατήσανε χρόνια. Αρχίσαν πια οι εταιρείες δίσκων από μόνες τους και λέγανε… Ενώ μπορούσαν υπήρχαν τα πικάπ, μπορούσαν να μην αναπτύξουν τόσο το cd ή κάποια άλλη μορφή ψηφιακού ήχου, το οποίο ήταν πιο καλό από το βινύλιο — δεν έκανε σκρατς ξέρω γω, δεν έκανε σκρουτς — πουλιόταν πιο εύκολα ίσως και το υλικό του θα τους έφερνε περισσότερο κέρδος. Οπότε αρχίσαν και από μόνες τους να αναπτύσσουν αυτό το είδος. Πάλι σε πήγα λίγο πίσω, να σου εξηγήσω. Οπότε η οικονομική κρίση επηρέασε το μαγαζί ελάχιστα εγώ πιστεύω, γιατί ήδη ήταν ένα είδος το οποίο δεν πούλαγε, ρε παιδί μου, πώς να στο πω. Δεν πουλάει. Υπάρχουνε ακόμα ευτυχώς, γι αυτό το κρατάμε κι εμείς, κάποιοι που θέλουνε, ασχολούνται είναι συλλέκτες. Δεν θέλουνε να μπούνε στο κομπιούτερ, δεν θέλουνε, αρνούνται ας πούμε αυτή την εξέλιξη, θέλουν αν έχουν το CD, θέλουν να έχουν την κασέτα τους. Θέλουν να έχουν τον δίσκο τους. Μεγάλοι άνθρωποι κυρίως, αλλά και μερικοί σε μικρότερη ηλικία, όχι τόσο μικροί σαν κι εσένα. Παραδείγματος χάρη… Ξέρεις γιατί γελάω, γιατί ‘ντάξει οι κόρες μου έχουνε μεγαλώσει και στο CD και στον δίσκο και στην κασέτα στην αρχή, όταν ήταν μικρά και τους δείχναμε κασέτες και λέγανε: «Μπαμπά, τι ήταν αυτό, τι είναι αυτό; Μαμά, τι είναι αυτό;», γιατί και η σύζυγος της άρεσε αυτό το είδος, όχι να το πουλάει. Της άρεσε να έχει δίσκους-κασέτες ξέρω 'γω και από μικρές τις έχουμε μάθει αυτό το πράγμα και αυτές, όταν ήταν πιο μικρές ας πούμε, δεν ξέρανε τα άλλα παιδάκια τους φαινότανε περίεργο. Λέει: «Αυτό δεν το 'χει το τάδε κοριτσάκι, το τάδε αγοράκι. Τι είναι η κασέτα;», ας πούμε. Αυτό.
Υπάρχουνε έτσι ιστορίες που λέτε μεταξύ σας όσοι έχετε μείνει τώρα και δουλεύτε στο μαγαζί για το μαγαζί, έτσι συμβάντα μικρά, τα οποία έχουνε συμβεί, που έχουνε μείνει;
Εντάξει, υπάρχουνε ιστορίες, όταν είσαι εδώ ατελείωτες ώρες και υπάρχουνε και ιστορίες κλοπής, ας πούμε μας έχουνε κλέψει. Δηλαδή μας έχουνε κλέψει και παραβιάζοντας το μαγαζί και βράδυ και αυτά, και άλλες ιστορίες καθημερινές, ας πούμε. Μία από τις ιστορίες ας πούμε και που ερχόντουσαν και πολλοί αθλητές, που είχανε εδώ στο Ίλιον και κάνανε εξωτερική καριέρα και ψωνίζανε λίγο πριν φύγουν να πάνε Ιταλίες, Αγγλίες και σε διάφορα αλλά μέρη. Πάρα πολλές ιστορίες, ας πούμε, και οικογενειακές και καθημερινές, γιατί σου λέω είχαμε μεγαλώσει εδώ και δεν ήμασταν μόνοι μας, Παλιά η οικογένεια δεν ήταν μόνο η οικογένεια στο στενό αυτό, ας πούμε, με τα ξαδέρφια μου έχουμε μεγαλώσει σαν αδέρφια. Με την γειτονιά που έχουμε μια άλφα μορφή συγγένειας ας πούμε και αυτά ήμασταν σαν αδέρφια. Δηλαδή ήτανε τελείως διαφορετική η μορφή της οικογένειας και απ’ ό,τι είναι τώρα τότε. Δηλαδή η οικογένεια μπορεί να θωρούντουσαν άτομα που ήταν πρώτα ξαδέρφια, δεύτερα ξαδέρφια, που ήσουνα πιο κοντά. Οπότε υπάρχουνε ιστορίες. Άπειρες ιστορίες που μπορείς να πεις. Και καθημερινές ιστορίες, όταν ας πούμε μία οικογένεια να μαλώσει με τον έναν, να μαλώσει με τον άλλονε κι εδώ στο μαγαζί ας πούμε. Υπήρξανε παράξενοι πελάτες. Άλλες ιστορίες, υπάρχουνε ιστορίες.
Έχετε κάποια αγαπημένη που όταν σας ρωτάει κάποιος να λέτε πάντα αυτή; Που να ‘χει μείνει-
Δεν ξέρω τώρα όχι αγαπημένη, μια περίεργη ιστορία ήτανε εδώ επειδή το είδος αυτό ήταν λίγο επιρρεπές στο κλέψιμο, εμείς εκτιμούσαμε λίγο τον πελάτη που θα έρθει να σου πει: «Ξέρεις κάτι, θέλω αυτό και να φεύγει». Να μην πολυσκαλίζει, γιατί μετά είχες την αυτή σου ότι μπορεί να θέλει να σε κλέψει. Ας πούμε επειδή ήταν το είδος, βέβαια υπήρχαν τα αντικλεπτικά αλλά επειδή τότε ήταν ακριβά και το εμπόρευμα στο μαγαζί ήταν πάρα πολύ δεν τα είχαμε, δεν τα είχαμε. Οπότε κάναμε μια άλφα προσοχή περισσότερο στον πελάτη σε αυτό τον τομέα. Ένας πελάτης που θα ερχόταν να σου πει: «Εγώ θέλω το τάδε» και να κάτσει στην άκρη και να μη σου σκαλίσει το μαγαζί, ας πούμε, με λίγα λόγια τον θεωρούσαμε καλό πελάτη. Είχαμε έναν τέτοιο καλό πελάτη, ο οποίος ερχόταν πάρα πολλές φορές και κάποια στιγμή τον είδα τότε που υπήρχανε οι εφημερίδες πρώτη μούρη στο καβούρι ήταν κλέφτης και είχε σκοτώσει κι έναν αστυνομικό. Κι εμείς τον θεωρούσαμε πολύ καλό πελάτη. Μην πω και πολύ καλό άνθρωπο, γιατί ήταν ένας άνθρωπος έλεγε: «Καλημέρα θέλω αυτό, γεια σας, καλό σας μεσημέρι» κι έφευγε. Σου ‘δινε τα λεφτά σου κι έφευγε. Ούτε κουνιότανε ούτε και ερχότανε και συχνά και το θεωρούσες ένα καλό πελάτη. Οπότε μία καλή ιστορία αυτός ο καλός πελάτης, έγινε κι ένας καλός πελάτης της αστυνομίας. Κάτι που το είναι μέσα στη ζωή είναι μία ιστορία αυτή. Μια άλλη ιστορία που σου είπα με τον κύριο Χριστοδουλόπουλο. Υπάρχουνε κι άλλες ιστορίες αμέτρητες σε εταιρείες δίσκων. Ας πούμε κάποια στιγμή σε κάποια εταιρεία δίσκων ακούω μία κυρία, η οποία είχε κρατήσει το μαγαζί, όταν ήταν μαγαζί πια πριν γίνει εταιρεία και την είχανε, ήτανε πολύ μεγάλη γυναίκα και την είχαν ας πούμε σας επίτιμη και καθότανε — κανονικά στο οχτάωρό της — αλλά δεν έκανε κάτι άλλα ό,τι ήθελε το αφεντικό της εταιρείας έπαιρνε αυτή και την συμβουλευόταν. Οπότε μια μέρα που πάω εκεί — κυρία Ελένη πρέπει να τη λέγανε — την πειράζανε οι άλλοι: «Κυρία Ελένη, πού θα πας;». Ξέρεις ήταν φτιαγμένη κι αυτό, και λέει: «Θα πάω να ακούσω ένα καινούριο τραγουδιστή στη Θεσσαλονίκη με το αφεντικό -λέει- μήπως τον κλείσουμε στην εταιρεία». Ε μετά από 5-6 μήνες σε αυτή την εταιρεία πήγε ο κύριος Καράς. Δεν ξέρω άμα ήταν ο τραγουδιστής, μάλλον θα ήτανε. Και τέτοιες άλλες ιστορίες. Γιατί οι εταιρείες δίσκων, παρόλο που είχε πολλούς υπαλλήλους ας πούμε, κάποιους υπαλλήλους ήταν κι αυτές μια μικρή οικογένειά οι περισσότερες. Οπότε εκεί άκουγες ιστορίες, έβλεπες και ιστορίες και γινόντουσαν και ιστορίες.
Θυμάστε την πρώτη σας ανάμνηση από αυτό το μαγαζί;
Στην είπα προηγουμένως.
Αυτή ήταν η πρώτη.
Να σχολάω από το σχολείο και μόλις το είχαν στήσει, το είχανε καθαρίσει, το είχανε αυτώσει το μαγαζί, είχαμε ανοίξει, απόγευμα είχαμε ανοίξει και θυμάμαι το μαγαζί όπως ήτανε τότε. Όπως ήτανε τότε. Γύρισα από το σχολείο πια και το βρήκα ανοιχτό. Γιατί γύρισα μεσημέρι από το σχολείο. Εν τω μεταξύ, κάποιες εποχές τις οποίες δεν τις προλάβατε τα σχολεία ήταν 3 μέρες πρωινά 2 μέρες απογευματινά, γιατί δεν υπήρχαν τόσα πολλά σχολεία. Και νομίζω εκείνη την μέρα πριν το στήσουν το μαγαζί, ας πούμε εγώ όταν έφυγα, δεν ήταν στημένο ακόμα το μαγαζί — γιατί θυμάμαι ότι ήταν βράδυ — και γύρισα βράδυ και ήταν πια το μαγαζί, μαγαζί. Αυτό θυμάμαι, το θυμάμαι ακόμα. Πρέπει να ‘μουνα 14 χρονών. Το θυμάμαι ότι μπήκα σε ένα μαγαζί. Ενώ είχα φύγει καθάριζε η μαμά, προσπαθούσε ο μπαμπάς, κι εγώ να βοηθήσουμε να φροντίσουμε τα πράγματα αυτά και γυρνάω από το σχολείο και πετάω την τσάντα και είδα ένα μαγαζί.
Η χειρότερη ανάμνησή σας από 'δω μέσα;
[00:50:00]Κοίτα, η ανάμνηση μπορώ να σου πω όταν μας είχανε κλέψει; Ναι, ήταν απ' τις χειρότερες. Ήταν από τις χειρότερες, ήταν μια άλλη ιστορία. Σου λέω ήμασταν εδώ μέσα κάποιες ώρες, ήταν Κυριακή βράδυ και περνάει ένας φίλος μου 9:00 η ώρα 9:30 το απόγευμα και εγώ ήμουνα μέσα με τον πατέρα μου κάναμε κάτι δουλείες, που είχαμε να κάνουμε και με πείραζε, μου λέει: «Τι κάνεις; Κάθεσαι στο μαγαζί πάμε να πιούμε ένα ποτό», υπήρχε νύχτα τότε, αυτά που λέγαμε προηγουμένως. Εν πάση περίπτωσει, ο Γιάννης. Και του λέω: «Έχω δουλειά» και ξέρω γω και καθίσαμε εδώ μία-μιάμιση ώρα μέχρι να κλείσουμε το μαγαζί, γιατί κάναμε καθαρισμό και κάποια άλλα πράγματα που γινόντουσαν τότε. Και φεύγουμε, και γύρω στις 3:00 το ίδιο παιδί που ήρθε και με πείραξε στις 9:30-10:00 η ώρα, την ώρα που γύρναγε σπίτι του γύρω στις 3:30-4 παρά, είδε εδώ κίνηση και… Και έλεγα είχε έρθει αυτό το παιδί γύρω στις 9:30 ώρα να με πειράξει, ας πούμε, που πέρασε εδώ για να πάμε για ποτό και όχι για δουλειά και γύρω στις 3:30 που το ίδιο παιδί γύριζε στο σπίτι του, είδε εδώ κάποιον να κινείται στο μαγαζί και νόμιζε ότι ήμουν εγώ και είχε σταματήσει πάλι το μηχανάκι του για να με πειράξει. Ε, ήταν οι κλέφτες οι οποίοι ήταν 2-3 εδώ μέσα, είχαν κάνει μια ζημιά, είχαν πάρει κάποια μηχανήματα, κάποια είδη — ελάχιστα βέβαια —, κασέτες, κυρίως ό,τι μπορούσαν να βάλουν στην τσέπη. Αλλά είχαν κάνει ζημιά σε μηχανήματα, ας πούμε είχαν πάρει 2-3 μηχανήματα τότε που δουλεύαμε σε αυτά: ενισχυτές, κασετόφωνα, σιντόφωνα και αυτά και τελικά τους κυνήγησε η αστυνομία. Τα πράγματα τα πήραμε, αλλά τα πήραμε σπασμένα, γιατί τα πέταγαν αυτοί σε κάποια χωράφια προς τα άνω Λιόσια, προς Καματερό, προς αυτές τις περιοχές που ακόμα και τότε ήτανε χωράφια. Και μας τα φέρανε οι κύριοι αστυνομικοί, αλλά σπασμένα. Αυτή ήτανε μία δύσκολη ανάμνηση, γιατί μετά είχαμε καθίσει όλο το βράδυ εδώ, γιατί ήταν σπασμένο το μαγαζί. Την άλλη μέρα να φωνάξουμε μαστόρους, να φτιάξουμε τις ζημιές. Περισσότερο δεν ήταν τόσο τη ζημιά που είχανε κάνει την οικονομική, που είχανε κάνει γιατί τα μηχανήματα αυτά τότε ήταν ακριβά. Πιο πολύ ήταν το ψυχολογικό και το αυτό. Είναι μια άσχημη ανάμνηση, δεν έχει σχέση με εμάς, αλλά είναι συνυφασμένη με το μαγαζί βέβαια, γιατί σου είπα η ζωή του πατέρα μου ήταν το μαγαζί, που για εμάς ήτανε το ίδιο. Όχι το ίδιο πράγμα δηλαδή, εδώ ζούσε και εφόσον έφυγε από δω ήταν σαν κάτι να πέθανε και απο 'δω μέσα. Αυτά είναι δύο άσχημες αναμνήσεις που μπορώ να θυμηθώ.
Πώς αποφασίσατε μετά να το κρατήσετε το μαγαζί και να το συνεχίσετε;
Κοίταξε να δεις τα μετά τον θάνατο του πατέρα μου, η αδερφή μου δεν είχε δουλειά. Δεν υπάρχει ενοίκιο εδώ, οπότε μπορεί, σαν ιδιοκτησία βέβαια ανήκει σε μένα αλλά εφ’ όρου ζωής η μητέρα μου οπότε δεν έχουνε νοίκι και ό,τι μπορούν τα παιδιά μαζί με την βοήθεια του γαμπρού μου, ό,τι δουλειά μπορεί να έχει, εφόσον δεν έχουνε κάποιες άλλες πηγές χρήματος. Βέβαια δουλεύει και ο γαμπρός μου ο άνθρωπος, αλλά ό,τι μπορεί να φέρνει, εφόσον δεν υπάρχουνε έξοδα, ούτως ή άλλως τα πάγια, τα ρεύματα και ασφάλειες και αυτά και το κρατήσανε το μαγαζί και το διατηρούνε όσο μπορούνε. Και προσπαθούνε ό,τι υπάρχει σε πώληση σε αυτό το είδος να το ‘χουνε, πάλι στο ίδιο σκεπτικό που είχε το μαγαζί για χρόνια, όσο πιο φτηνά γίνεται και όσο πιο καλύτερη επαφή με τον πελάτη και αυτό είναι, ας πούμε, χρόνια το προσπαθούμε.
Ποιο είναι το πιο πολύτιμο αντικείμενο εδώ μέσα για ‘σας;
Η φωτογραφία του πατέρα μου… ‘Ντάξει; Αυτό.
Μάλιστα.
Γενικά, σου λέω, λέγαμε: «Πάμε στο μαγαζί», δηλαδή είναι πως για εμάς το μαγαζί ήταν σπίτι. Ακόμα και τώρα η σύζυγος που λέει στα κορίτσια: «Ο μπαμπάς δεν πηγαίνανε σπίτι, πηγαίνανε μόνο για ύπνο». Ήμασταν εδώ όσες μπορείς ώρες να φανταστείς. Ο πατέρας μου όταν πια έχασε και την δουλειά του και η μόνη ενασχόλησή του ήταν το μαγαζί, ξεκίναγε και από τις 8:00 η ώρα το πρωί και μπορεί να ‘φευγε και στις 12:00 η ώρα το βράδυ συνεχώς και που αυτό προϋπέθετε ότι — κάτσε, έχασα λίγο τα λόγια μου — ότι υπήρχε συμμετοχή κι από άλλους. Θα ερχόμουνα εγώ 2 ώρες 3 και μετά την δουλειά μου, ας πούμε, να βοηθήσω. Μετά ο Κώστας, η Κατερίνα, είναι ο γαμπρός και η αδερφή μου. Αυτά δεν είναι, ξεχνάω ότι δεν είναι οπτική… Ακόμα και τα παιδιά, όταν τα παιδιά μου ήταν λίγο μεγαλύτερα κάποιες ώρες που χρειαζόταν να καθίσουμε εδώ, τα ‘φερνα κι αυτά και καθόντουσαν στο μαγαζί, δηλαδή ήτανε η ζωή μας το μαγαζί. Οπότε αυτό που υπάρχει τώρα εδώ, ας πούμε, η μορφή του πατέρα μου έστω και σε φωτογραφία, αυτό είναι το πολυτιμότερο υλικό και το μαγαζί γενικότερα ότι ακόμα μπορούμε και το κρατάμε, κι αυτό πολύτιμο είναι. Αλλά πιο πολύτιμο είναι αυτό που είπα.
Έχετε δει τη μουσική βιομηχανία και την αγορά να αλλάζει τα τελευταία 30-40 χρόνια και παραπάνω, το μέλλον της ποιο πιστεύετε ότι είναι;
Κοίταξε να δεις αυτά τα — γενικώς — τα θέματα τα οικονομικά εγώ πιστεύω ότι, πώς το λένε δηλαδή, τα έχουν χαράξει κάποιοι και είναι για χρόνια και τα βλέπεις ξαφνικά. Δεν μπορώ να σου πω το μέλλον της μουσικής βιομηχανίας. Εγώ ελπίζω να είναι καλύτερο από αυτό που υπάρχει σήμερα. Και για να εξυπηρετηθούν, να υπάρχουν θέσεις εργασίας και για άλλα άτομα σε αυτήν τη μορφή εργασίας και δεν λέω μόνο για τους τραγουδιστές. Και αυτό γιατί όταν κάτι — αυτό το είπα και προηγουμένως — ότι κάτι πουλάει, αναπτύσσεται κιόλας. Τώρα υπάρχει, σίγουρα υπάρχει μια ανάπτυξη… Κάτι υπάρχει. Όταν υπάρχουνε, ας πούμε, πλατφόρμες που ασχολούνται με την μουσική και έχουνε και views και αυτά και υπάρχει και η διαφήμιση και όλα αυτά, οπότε υπάρχει κάποια ανάπτυξη, όχι αυτό όμως στην μορφή που σου έλεγα προηγουμένως, να δουλεύουνε άνθρωποι. Μπορεί να δουλεύουνε, να υπήρχε τότε μια μουσική βιομηχανία, όπως την είπες εσύ, που να δουλεύουνε, που να δουλεύανε χ άνθρωποι, τώρα να είναι το εν τρίτο; Το εν τέταρτο; Το εν δέκατο; Στην παγκόσμια. Στην Ελλάδα μπορεί να είναι και το εν τριακοστό. Τώρα απ' ό,τι βλέπω και ακούω τις… Έχω κάποια επαφή, ξώφαλτση αλλά έχω κάποια επαφή, και μέσα από τα social media ας πούμε και την πληροφορία, έχω κάποιες επαφές ότι δεν ήτανε, σίγουρα δεν ήτανε. Και δεν βλέπω να υπάρχει και κάποιο μέλλον στην μορφή που ήτανε. Εντάξει, κάποιο μέλλον θα υπάρχει. Και σου είπα προηγουμένως ότι στο εξωτερικό υπάρχει η ανάπτυξη του βινυλίου, το οποίο δεν το έχουμε δει στην Ελλάδα στην μορφή που είναι έξω. Ας πούμε, κάποια στιγμή διάβαζα ότι όταν έπεσε το βινύλιο, κατασκευαζόντουσαν 1.000.000 δίσκοι, που ‘χε τελείως πέσει το βινύλιο, σε όλο τον κόσμο και τώρα κάποια στιγμή είχνα φτάσει 30-40.000.000 σε όλο τον κόσμο. Αυτό δεν το 'χούμε δει στην Ελλάδα ακόμα. Μπορεί να του δούμε σε λίγα χρόνια, μπορεί να το δούμε και άμεσα. Αυτό πάει να πει ότι θα υπάρξει κάποια άνοιξη πάλι στη μουσική βιομηχανία. Δεν ξέρω τώρα αν θα φτάσει στο επίπεδο του μαγαζιού ή κάποιων μαγαζιών μέσω ίντερνετ, πού θα φτάσει αυτό το πράγμα. Κάποιοι το ξέρουν, εγώ δεν το ξέρω. Έτσι; Ελπίζω όμως, γιατί αξίζει η μουσική γενικώς και ένα όχι… Εγώ θεωρώ κι ένα θέμα που έγινε με τη μουσική βιομηχανία είναι ότι οι καλλιτέχνες δεν είχανε τόσο την επαφή με το λιανεμπόριο, ας πούμε. Και είχανε μια μορφή μίσους και αγάπης — να το πω — με την πώληση, με λίγα λόγια και είναι και ένα στοιχείο που θεωρώ ότι έπαιξε κάποιο ρόλο, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Τώρα στο εξωτερικό όταν έχεις καλλιτέχνες που τότε πουλάγανε τότε κάτι δισεκατομμύρια δίσκους και κασέτες… Έτσι; Δεν μπορείς να του λες ότι ξέρω 'γω, ενώ στην Ελλάδα, σε μια πιο μικρή αγορά μπορεί να έχεις και μια άλλη σχέση ας πούμε στο θέμα της πώλησης. Δηλαδή υπήρχαν κάποιοι καλλιτέχνες, που τους έχω ακούσει σε συνεντεύξεις εγώ, που θεωρούσανε ότι υπήρχε και εκμετάλλευση στο θέμα της πώλησης της κασέτας και του δίσκου και της κασέτας τότε. Με τα προβλήματα που είχαν με τις εταιρείες και διάφορα άλλα. Είναι γνωστό το θέμα του κύριου Καζαντζίδη. Να σου πω και μια ωραία ιστοριούλα, δεν ξέρω αν το ξέρεις, [01:00:00]ποια είναι η πραγματική ιστορία με τον κύριο Καζαντζίδη. Η πραγματική ιστορία με τον κύριο Καζαντζίδη είναι ότι θεώρησε τότε η εταιρεία του, που… Καταρχήν, υπέγραφε κάθε χρόνο τότε συμβόλαιο, μου το 'χουνε πει αυτή την ιστορία, δεν ξέρω και άμα είναι αληθινή. Εγώ την πιστεύω. Και κάποια στιγμή όταν ο δίσκος π.χ. είχε είκοσι ευρώ, για παράδειγμα, αυτός έπαιρνε από τον δίσκο σχεδόν τα μισά λεφτά. Σε δραχμές τότε, έτσι; Οπότε κάποια στιγμή που διαπραγματεύονταν το καινούργιο του συμβόλαιο, αυτός δεν ήθελε να του πεις, ξέρω γω, ότι «θα πάρεις 30% από τις πωλήσεις ή πόσες δραχμές θα πάρεις». Του είπαν τότε θα πάρεις αν είχε ο δίσκος — να το πω σε δραχμές — 30 δραχμές, για να καταλάβεις και τη διαφορά, λέει: «Θα πάρω τα 15», δηλαδή τα μισά. Σε μια νύχτα ο δίσκος ο μεγάλος από 30 δραχμές πήγε 400 δραχμές. Σε μια νύχτα όμως! Οπότε το μερίδιό του από μισό ήτανε το 10 %, 5% και από τότε άρχισε να μην τραγουδάει. Κατάλαβες, είχανε μια τέτοια — ειδικά οι παλιοί — μια τέτοια, πώς να το πω, ότι προσπαθούσαν οι εταιρείες, όχι να τους εκμεταλλευτούν, γιατί ουσιαστικά κι αυτές άμα δεν πουλούσανε, δεν τέτοιο. Αλλά υπήρχε μια σχέση που δεν είχανε επαφή με τι συμβαίνει στο μετέπειτα. «Α, εντάξει τραγουδάω, γράφω 10 τραγούδια, παίρνω το ποσοστό μου» ή το ποσοστό της ip, που ήταν μετά για να παίρνουν οι άνθρωποι τα δικαιώματά τους. Γιατί και πολλοί άνθρωποι ζούνε τώρα με αυτά τα δικαιώματα. Έτσι; Τώρα όπως έχουμε γίνει έτσι; Τώρα που υπάρχουνε τα views που σου 'πα υπάρχουνε κάποια δικαιώματα, με τα οποία πληρώνονται οι στιχουργοί, συνθέτες, ερμηνευτής, δεν ξέρω πόσα είναι αυτά τα δικαιώματα στην Ελλάδα κι αυτά. Αλλά τότε που είχες και κάποιο θέμα «να πουλήσω, γιατί θα πάρω κι εγώ» δεν είχαν τόσο επαφή με αυτό, με την πώληση — πώς να στο πω, να το καταλάβεις — και γι’ αυτό δημιουργήθηκαν και τέτοια προβλήματα, που είχανε δημιουργηθεί κατά καιρούς με καλλιτέχνες, που σπάγανε συμβόλαια και από άλλα πράγματα, γιατί δεν είχανε κάποια επαφή με τα μαγαζιά, να το πω έτσι.
Ο αγαπημένος σας δίσκος που έχετε πάρει από αυτό το μαγαζί, αν μπορούσατε να διαλέξετε έναν, ποιος θα ήταν;
Τι να σου πω τώρα. Εδώ επειδή ακούγαμε τα πάντα, sto σπίτι μπορεί να μην ακούγαμε. Eίναι σαν να… Έχεις ακούσει ότι ο φούρναρης δεν τρώει ψωμί; Γιατί εγώ το έχω ζήσει με τον θείο μου. Επειδή τα άκουγες όλα, δεν χρειαζόταν κάτι να ακούσεις στο σπίτι. Ακούγαμε 16… Όσες ώρες μπορείς να φανταστείς ήμασταν εδώ μέσα, στο είπα και προηγουμένως. Ακούγαμε απίστευτες ώρες μουσική, από κλασική μουσική μέχρι κλαρίνα, μέχρι και παιδικά κάποια στιγμή είχανε βγάλει κάποια παιδικά βοηθήματα, πώς μεγαλώνουν τα παιδιά, μέχρι κι αυτά ακούγαμε. Τώρα προσωπικά τι να σου πω. Εγώ πιο πολύ μικρός άκουγα όπως όλοι ροκ και heavy metal. Ένας αγαπημένος δίσκος, που ήταν των Iron Maiden ήταν και η πρώτη κασέτα που πήρα, χωρίς να ξέρω τι ήταν τέλος πάντων, ήταν το Number of the Beast που την αγόρασα εγώ. Όχι από το μαγαζί, από τον χονδρέμπορα που μας προμήθευε, όταν φτιάχναμε το μαγαζί. Την αγόρασα ο ίδιος. Μετά, μεγαλώνοντας, μου άρεσαν πιο πολύ τα ελληνικά, τα λαϊκά τραγούδια και πιο πολύ αυτά. Έχω πολλούς αγαπημένους δίσκους, πολλούς αγαπημένους καλλιτέχνες, τι να σου πω τώρα! Ό,τι θέλεις. Να πω κάποιο δεν θυμάμαι τώρα. Ό,τι και να πω μέσα θα ‘μαι. Πάντως από ξένο ρεπερτόριο η πρώτη μου κασέτα ήταν αυτή.
Πιστεύετε θα αλλάζατε κάτι στην πορεία σας;
Πορεία για το μαγαζί; Το μόνο που θα άλλαζα ήταν αυτό που σου είπα — το ‘πα σε κάποια στιγμή και στην αρχή — να ήμασταν λίγο περισσότερο έμποροι. Αυτό. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ‘ντάξει; Αυτό, δηλαδή να υπήρχε λίγο λιγότερο εμπόρευμα, περισσότερο κέρδος να ’βγαινε απ' ό,τι αυτό που βγήκε τόσα χρόνια. Αυτό μόνο ήταν η αλλαγή. Αλλά σου είπα μετά έγινε κάπου καψούρα, ειδικά για τον πατέρα μου έγινε η ζωή του. Οπότε δεν μπορείς να πεις και κάτι το αρνητικό. Ό,τι έγινε, έγινε. Απλώς μπορούσε να το δει και εμπορικά, πιο εμπορικά απ' ό,τι έγινε κατά τη διάρκεια των ετών. Παρεμπιπτόντως, είχαμε και δεύτερο μαγαζί σε αυτή την περιοχή για 5-6 χρόνια. Λειτουργούσαν 2 μαγαζιά παράλληλα, από το '89 ως το '95. Αυτά.
Αν θα μπορούσατε να πείτε εσείς για τον μπαμπά, κάτι το οποίο θα ήταν πολύ περήφανος που κατάφερε μέσα στα χρόνια, τα οποία ζούσε, τι πιστεύετε ότι θα ήτανε;
Ότι μεγάλωσε τρία καλά παιδιά. Αυτό είναι για τους πατεράδες και τις μανάδες, να μεγαλώσουνε καλά παιδιά. Έζησε μια καλή ζωή, έζησε τη ζωή του και όσο πρόλαβε και απ’ το μαγαζί ευχαριστημένος ήτανε και αυτό που έκανε και αυτά. Αλλά εγώ νομίζω ότι όλων των πατεράδων και των μανάδων είναι να δουν τα παιδιά τους να ζούνε, να κάνουν μία οικογένεια, να ζούνε καλά, αυτό θέλουν όλοι. Ο πατέρας μου, έστω και λίγο, ειδικά με τη μικρή μου αδερφή, ας πούμε, γιατί πρόλαβε τα εγγόνια του σε πολύ μικρή ηλικία, με τα άλλα πρόλαβε και έζησε κάποια πράγματα και νομίζω ότι αυτή θα 'τανε, ήτανε η ευχαρίστησή του. Ήταν η ευχαρίστησή του εκτός από τη ζωή του εδώ.
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε που εγώ δεν σας ρώτησα;
Αυτό άμα θες, κόψ’ το. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι ερωτήσεις σου.
Να 'στε καλά.
Ήταν πολύ καλό αυτό όλο που έγινε. Πραγματικά υπάρχουν κι άλλες οι ιστορίες, δεν χρειάζεται να τις πούμε τώρα όλες τις ιστορίες. Σου λέω το clue το meaning ήταν εδώ από το '83 ως το σήμερα έχει περάσει όλη η ζωή μιας οικογένειας από 'δω μέσα, ‘ντάξει; Και όχι μιας οικογένειας, σου είπα, βάλε 20 και 30 ατόμων. Γιατί παλιά η οικογένεια, μην ξαναλέω τα ίδια, εντάξει; Αυτό, δεν έχω να πω κάτι άλλο. Αυτά. Το μαγαζί ακόμα όσο μπορούν τα παιδιά θα το κρατήσουνε, θα είναι μια ιστορία για τα παλιά Λιόσια, το σημερινό Ίλιον. Ό,τι μπορούμε κι εμείς θα βοηθήσουμε όπως πάντα βοηθάμε, αυτά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Να 'σαι καλά, να 'σαι καλά!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Το Studio Liossis, το θρυλικό δισκοπωλείο των δυτικών προαστίων είναι το μόνο που κατάφερε να παραμείνει ανοιχτό τα τελευταία 40+ χρόνια στην περιοχή. Έχει ζήσει όλες τις αλλαγές στα πλαίσια της μουσικής αγοράς και της μουσικής βιομηχανίας. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, για την οποία μιλά ο Αργύρης Λιόσης, γιος του ιδρυτή της. Εξιστορεί τη ζωή του μέσα στο δισκοπωλείο, καθώς και την άποψή του για την πορεία της μουσικής βιομηχανίας εν γένει.
Αφηγητές/τριες
Αργύρης Λιόσης
Ερευνητές/τριες
Βιργινία Βουρλούμη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/11/2022
Διάρκεια
68'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Το Studio Liossis, το θρυλικό δισκοπωλείο των δυτικών προαστίων είναι το μόνο που κατάφερε να παραμείνει ανοιχτό τα τελευταία 40+ χρόνια στην περιοχή. Έχει ζήσει όλες τις αλλαγές στα πλαίσια της μουσικής αγοράς και της μουσικής βιομηχανίας. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, για την οποία μιλά ο Αργύρης Λιόσης, γιος του ιδρυτή της. Εξιστορεί τη ζωή του μέσα στο δισκοπωλείο, καθώς και την άποψή του για την πορεία της μουσικής βιομηχανίας εν γένει.
Αφηγητές/τριες
Αργύρης Λιόσης
Ερευνητές/τριες
Βιργινία Βουρλούμη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/11/2022
Διάρκεια
68'