Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Berlin Bar: το after της Θεσσαλονίκης που έκανε «τη μέρα νύχτα»
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια, οι απαρχές της εργασίας και η μύηση στη μουσική της εποχής
00:00:00 - 00:12:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, ερευνητής στο Ιστόρημα και ε…ες και μόλις τελειώνανε, ξες, πήγαινε, ας πούμε, αγόραζε μια μπαταρία, τη βάζαμε και πάλι είχαμε ραδιόφωνο και ακούγαμε διάφορους σταθμούς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Τα βινύλια, οι πρώτοι δίσκοι, το rock και η ντισκοτέκ στο Μόναχο
00:12:42 - 00:20:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ναι. Θέλω να σου πω ότι ο πατέρας μου έπαιρνε πάλι μπαταρίες — αυτές τις μεγάλες, θυμάμαι — για να έχουμε και να ακούμε πάλι κάνα μή…εκεί. Πήραμε τα λεφτά, ξέρω ‘γω, το διαλύσαμε όλο το αυτό. Αλλά, περάσαμε δύο χρόνια… Περάσαμε τέλεια. Λοιπόν, και ξαναγύρισα στην Ελλάδα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Το Βερολίνο, το Berlin Bar και οι καινοτομίες του
00:20:56 - 00:36:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από ‘κει είχα πάει κι ένα ταξίδι κάποια στιγμή στο Βερολίνο, στο δυτικό Βερολίνο, με κάτι Άραβες. Γιατί, στην περιοχή που ήμασταν εμείς δεν …«Do You Want To Dance», κάτι έλεγε, ας πούμε, κάτι, και αμέσως ηρεμούσανε τα πνεύματα. Λοιπόν, αυτά μέσες-άκρες. Τώρα, τι άλλο να σου πω;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η προβολή βιντεοκλίπ από το εξωτερικό, οι φασαρίες στο Berlin και τα συγκροτήματα απ' την Αθήνα
00:36:09 - 00:49:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα σας ρωτήσω κάποια πράγματα εγώ. Για πες. Πριν από αυτό, όμως, είπατε Βασιλέως Ηρακλείου, νομίζω. Το μπαρ δεν είναι Χρυσοστόμου Σμύρ…oppau, οι… Δεν ξέρω. Και κάποιοι άλλοι ήταν. Τώρα δεν τους θυμάμαι. Α, οι South of No North. Κάτι dark, νταρκάδες. Παίξαν κι αυτοί. Λέγε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Οι παλιές μέρες
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Χορός και κέφι
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Κόσμος
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Κόσμος
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.
Ενότητα 5
Επιχείρηση «Αρετή», το προσωπικό και οι τουαλέτες του Berlin
00:49:52 - 01:00:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και έχουμε και το κομμάτι των επιχειρήσεων «Αρετή» εκείνη την εποχή; Α, ναι, βέβαια. Επιχείρηση «Αρετή». Είχε πολλή πλάκα, να π ούμε. Ερ…ναγνωρίζει κάποιες φορές το τι γίνεται. Κοίταξε… Ναι. Όχι δεν… Τα αναγνωρίζω, γιατί έτσι είναι και το δικό μου το κεφάλι, με κατάλαβες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Αστυνομία
Η παρουσία της αστυνομίας ήταν αρκετά συχν ...
Ενότητα 6
Ένα ιδιαίτερο περιστατικό και η σύγκριση της παλιάς με τη νέα γενιά
01:00:12 - 01:08:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, να σου πω και ένα άλλο περιστατικό απ’ αυτά τα χιλιάδες που γίνανε μέσα στο «Berlin». Αλλά, δεν μπορώ ούτε όλα να τα πω, ούτε τι περ…ώ δεν θα τα ‘καμνε κανένας. Γιατί δεν θα τα ‘καμνε; Όχι γιατί… Γιατί θα τα νόμιζε τρελά. Δηλαδή, σου λέει: «Τι κάνει αυτός; Χαζός είναι;».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 7
Η συλλογή από δίσκους και βινύλια
01:08:13 - 01:13:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για να έρθουμε λίγο και στη δισκογραφία που έχετε συγκεντρώσει, είστε συλλέκτης δίσκων. Ε, το ‘χω κι αυτό το ελάττωμα. Πόσοι δίσκο…, εγώ βινύλιο, γιατί το ‘χω συνηθίσει, είναι πιο ζεστός ο ήχος του. Νομίζω ότι είναι καλύτερο απ’ το CD. Ναι, νομίζω ότι είναι καλύτερο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Θόδωρος Παπαδόπουλος και ...
Ο αφηγητής με κάποια από τα κομμάτια της δ ...
Ενότητα 8
Οι δυσκολίες της ζωής του Αφηγητή και η αισιοδοξία του για το σήμερα
01:13:21 - 01:19:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για να έρθουμε λίγο στο σήμερα, ολοκληρώνοντας: κορωνοϊός και «Berlin». Το «Berlin» που ανοίγει εφτά η ώρα το απόγευμα και κλείνει δώδεκ… πολύ. Να ’σαι καλά. Δεν ξέρω αν έχετε κάτι άλλο να πείτε εσείς. Όχι μωρέ. Καλά να είμαστε. Αυτό. Και «Berlin». Και «Berlin».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια, οι απαρχές της εργασίας και η μύηση στη μουσική της εποχής
00:00:00 - 00:12:42
Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, ερευνητής στο Ιστόρημα και είμαι εδώ με έναν άνθρωπο, που βρίσκεται πίσω από ένα θρυλικό μαγαζί της πόλης, τον κύριο Θόδωρο Παπαδόπουλο, ιδιοκτήτη του «Berlin», για μία συνέντευξη που έχει μέσα πολλά-πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Καλησπέρα σας.
[00:00:00]
Καλησπέρα. Να αρχίσουμε από παλιά, από μικρός δηλαδή.
Ναι, μπορούμε αν θέλετε, να μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε, αν είχατε αδέρφια.
Λοιπόν, γεννήθηκα σ’ ένα χωριό έξω απ’ την Πτολεμαΐδα, στην Κοζάνη, προς τα εκεί, και… Μάλλον κάτω από τη Βλάστη, το οποίο λεγότανε… Ήτανε τούρκικο, βασικά. Το Χασάνκιοϊ το λέγανε και το ελληνικό του όνομα ήταν Ασβεστόπετρα, γιατί βγάζανε πολύ ασβέστη εκεί. Είχε λατομεία με ασβέστη και τέτοια. Λοιπόν, δηλαδή, γενικά σε βουνό ήμουνα. Δεν ήμουνα κοντά στη θάλασσα. Λοιπόν, από ‘κει, ναι, τα παιδικά μου χρόνια εκεί ήτανε… Να, παίζαμε εκεί με τα αυτά, ξυπόλυτοι, πολύ ωραία, με τις λαστιχένιες τις μπότες μες στα νερά, μες στα αυτά. Γυρίζαμε σπίτι, μας έδερνε ο μπαμπάς, η μαμά, και μετά κοιμόμασταν. Και περνούσαμε τέλεια. Λοιπόν, είχαμε την καθημερινότητά μας. Ε, είχαμε κι ένα ποτάμι εκεί και πηγαίναμε και κάθε καλοκαίρι… Το λέγαμε καταρράκτη εμείς, γιατί έκανε μια μεγάλη γούβα. Και κάναμε μπάνιο εκεί. Ήτανε τσιμεντένιο από τις δύο πλευρές και από ‘κει κάναμε βουτιές μέσα σ’ αυτό εδώ, ας πούμε, κι ήταν ωραία. Θυμάμαι που ερχότανε κάποιοι αγροφύλακες εκεί και μας κυνηγούσανε και τρέχαμε γυμνοί μέσα στις καλαμιές και μες στα… Και μες στα καλαμπόκια εκεί. Και, τέλος πάντων, τρώγαμε και ένα ξύλο από ‘κει, αλλά περνούσαμε πολύ καλά, ας πούμε. Αυτό το είχαμε υπόψη μας. Λοιπόν, τα βράδια κατεβαίναμε και στην Πτολεμαΐδα, γιατί ήταν πολύ κοντά, έτσι, για λίγο νυχτερινή ζωή. Ε, νυχτερινή τότε ήταν άντε μέχρι τις δέκα η ώρα, έντεκα. Πηγαίναμε και κάνα σινεμά, γιατί μας κυνηγούσαν οι δάσκαλοι να μην πάμε στο σινεμά. Ήτανε πολύ κακό πράγμα. Αλλά, εμείς πηγαίναμε, ας πούμε, κι έχουμε δει και φοβερές ταινίες. Εγώ προσωπικά έχω δει πολλά πράγματα. Λοιπόν, έτσι μεγαλώναμε, στα χωράφια, στα δέντρα πάνω, στις μηλιές. Κλέβαμε καρπούζια, λοιπόν, τα τρώγαμε. Ήταν ωραία, ας πούμε. Είχαμε κινηματογράφο και στο χωριό, αν και το χωριό μας τότε δεν είχε φως. Ήτανε με μηχανή, με γεννήτρια ήτανε. Και ήτανε σ’ ένα καφενείο. Στήνανε τη σκηνή και βλέπαμε έργα, ας πούμε, διάφορα. Κυρίως ελληνικά ήταν, αλλά πηγαίναμε και καθόμασταν κάτω εμείς, κάτω στο πάτωμα και από πίσω ήταν σε καρέκλες οι γονείς μας, ξέρω ‘γω. Επίσης, ερχότανε και… Θέατρα ερχότανε — αυτά τα «μπουλούκια» που λένε — και παίζανε εκεί στην πλατεία. Πηγαίναμε κι εμείς, τους βλέπαμε. Τέλος πάντων, ωραία περνούσαμε στο χωριό. Αυτά γίνονται εκεί Δημοτικό, ας πούμε. Τώρα, κι άλλα, αλλά, εντάξει. Δεν τα θυμάμαι κι όλα. Λοιπόν, μετά κάτι έγινε στο Δημοτικό και ο πατέρας μου λίγο τσαντίστηκε εκεί με τους δασκάλους και για να πάω Γυμνάσιο και για να ‘ναι και καλύτερα τα πράγματα για μένα —γιατί ήθελε να με σπουδάσει ο άνθρωπος — λοιπόν, μ’ έστειλε στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη τάξη, δηλαδή, πήγα Θεσσαλονίκη. Έμενα σε μία θεία μου. Πήγα στο 6ο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, στο Αρρένων. Ήτανε Αρρένων μόνο, αυτό ήταν. Λοιπόν, και ήμουνα Θεσσαλονίκη. Αλλά, κατέβαινα συνέχεια, ας πούμε, στο Βαρδάρη. Έβλεπα κινηματογράφο πολύ. Έβλεπα… Γύριζα λίγο τη νύχτα, έτσι, να βλέπω και τα φώτα από τα κλαμπ, από τα μπαρ από τα αυτά… Λέγανε παλιά εκεί στο λιμάνι, που ήταν το τετράγωνο, που πήγαινε και ο αμερικανικός στόλος, λοιπόν, και έβλεπα να χορεύουν οι ναύτες με τις κοπέλες εκεί στους δρόμους, στην Καλαποθάκη — παλιά σας λέω τώρα —, ε το «American Bar», το «Joe Bull»… Είχε διάφορα μπαράκια εκεί και χαζεύαμε εμείς σαν πιτσιρικάδες. Δηλαδή δεκατρία, δεκατέσσερα χρόνων. Ε, και μετά, το βράδυ, γυρίζαμε. Παίρναμε τ’ αστικό και γυρίζαμε σπίτι. Λοιπόν, τέλος πάντων, έτσι περνούσε η ζωή μας. Και στη δευτέρα Γυμνασίου, στη μέση της δευτέρας, με ξαναπαίρνει ο πατέρας μου στην Πτολεμαΐδα και με γράφει στην Πτολεμαΐδα Γυμνάσιο. Στην Πτολεμαΐδα το Γυμνάσιό μας ήτανε μικτό. Δηλαδή, μικτό λέγανε τότε όταν πήγαιναν και κορίτσια και αγόρια μαζί. Γιατί, συνήθως τα γυμνάσια ήτανε Αρρένων και Θηλέων, με τις ποδιές, ξέρετε, και μ’ όλα αυτά τα ωραία, ας πούμε, που ’χαμε εκείνη την εποχή των sixties. Έτσι λένε, «Οι εκδρομείς του sixties». Λοιπόν, αλλά δεν χάναμε ευκαιρίας, ας πούμε, να κάνουμε και σκανδαλιές, να κάνουμε και στα καρναβάλια διάφορα, να πηγαίναμε κρυφά τα σινεμά. Γιατί, το να πας κρυφά στο σινεμά δεν είναι κακό. Είναι και καλό. Δηλαδή είχε και μια γοητεία. Δηλαδή, σου κάνει την όρεξη πιο πολλή. Το βλέπεις και… Ακόμα και την ταινία τη βλέπεις διαφορετικά όταν την βλέπεις κρυφά. Με κατάλαβες; Δηλαδή, έχει μία…
Σασπένς.
Ένα σασπένς πιο πολύ. Ενώ άμα τα έχεις όλα δεν σε νοιάζει. Τώρα που τα ‘χω όλα συνήθως στο σινεμά κοιμάμαι, ας πούμε, να σου πω την αλήθεια! Λοιπόν… Ε, και γυρίζαμε Βαρδάρη, γυρίζαμε, κατεβαίναμε και πιο κάτω, Τσιμισκή και αυτά. Στη Νέα Κρήνη πηγαίναμε τότε για μπανάκια, που ήτανε η πλαζ της Νέας Κρήνης. Ήτανε ανοιχτή τότε και συνήθως εκεί πηγαίναμε. Πολλές φορές πηγαίναμε και με τα πόδια. Περπατούσαμε ξυπόλητοι και… Δηλαδή, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Το περπατούσαμε μέχρι εκεί. Και όταν φτάναμε στη θάλασσα, ήμασταν σαν να φτάναμε στον παράδεισο. Λοιπόν… Τέλος πάντων, ξαναγυρίζω Πτολεμαΐδα. Πάω δυο χρόνια στην Πτολεμαΐδα. Ε, και μετά από πολλά, επειδή πήγαινα και… Στο Κλασικό είχα πάει εγώ, στο Κλασικό. Δηλαδή, είδα όλα τα αγόρια πάνε στο Πρακτικό, λέω: «Τι πιο εύκολο, ας πούμε; Αφού πάν’ τα αγόρια εκεί, θα πάω εγώ από την άλλη!». Κατάλαβες; Οπότε, σε κάποια στιγμή με διώξανε και από ‘κει και με στείλανε… Με διώξανε απ’ το Γυμνάσιο οι καθηγητές. Έκανα κάτι σκανδαλιές εκεί με αυτά. Λοιπόν, έρχομαι εδώ Θεσσαλονίκη. Πήγα πέμπτη στη Θεσσαλονίκη. Πέμπτη εδώ, από ‘δω, από ‘κει, τελικά δεν κατάφερα να το τελειώσω το Γυμνάσιο και πολύ καλά έκανα, βέβαια, που δεν το τέλειωσα. Γιατί, είδα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου παρά αυτά που θα ‘βλεπα εκεί. Έτσι νομίζω εγώ, δηλαδή. Λοιπόν, ε και αυτά. Μετά γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Δούλευα σε μπαράκια εδώ, εκεί, σε διάφορα τέτοια… Δηλαδή, δουλειές εύκολες, ας πούμε, σε ντισκοτέκ — είχανε βγει τότε. Ήμουνα πολύ πίσω από τη μουσική, ας πούμε, και έτρεχα πίσω από τους μουσικούς. Τους γνώριζα όλους, ήθελα να τους γνωρίσω. Έφυγα, βέβαια, από τη θεία μου, δεν έμενα εκεί. Έμενα κάτω στην πόλη, στο κέντρο. Στη Δαγκλή συγκεκριμένα έμενα. Βέβαια, όλοι οι φίλοι μου είχανε κλειδιά απ’ το σπίτι. Άλλος έμπαινε, άλλος έβγαινε. Μάλλον άλλος κοιμότανε εδώ, άλλος εκεί. Όλοι οι μουσικοί της πόλης που ήταν εκεί περνούσαν απ’ το σπίτι μας. Είχαμε στερεοφωνικό συγκρότημα, ηχεία. Τα βάζαμε δυνατά. Παίζαμε τις καινούργιες μουσικές του rock τότε. Οι Stones ήτανε από τα καλύτερα, ας πούμε, που παίζαμε. Είχε βγει το Sticky Fingers. Kαι πολλά άλλα πράγματα, ας πούμε. Με συναυλίες, με τον Τέρη τον Παπαντίνα, με όλα τα συγκροτήματα που παίζανε. Επίσης, παίζαν και το καλοκαίρι στις πλαζ τα συγκροτήματα και χόρευε πολύ ο κόσμος, έτσι, πιο ποπ μουσική. Τα βράδια παίζανε πολλές ορχήστρες και σε κλαμπ και μερικές ήτανε και πολύ ροκ, ας πούμε, Δηλαδή, σε ένα κλαμπ, στο «Summer Tiffany’s», το παλιό «Λουξεμβούργο», παίζαν οι Εξαδάκτυλοι με τον Πουλικάκο. Τώρα σας μιλάω για το ’70. Δηλαδή, ακόμα δεν ήτανε… Πολύ… ’70,’71, εκεί γύρω. Λοιπόν, αυτά από τα συγκροτήματα. Αρχίζαμε να… Είχαμε πολλά μαγνητόφωνα και γράφαμε πολλές ταινίες. Γιατί, δεν είχαμε και τη δυνατότητα να παίρνουμε, να αγοράζουμε βινύλια. Τα γράφαμε σε ταινίες, σε κασέτες και σε ταινίες, έτσι μεγάλες, αυτές… Δεν ξέρω αν τις ξέρεις… Τις ταινίες, τέλος πάντων. Λοιπόν, ένα άλλο: μετά το καλοκαίρι, όταν ερχόταν το καλοκαίρι, εγώ είχα γραφτεί και σε κάτι Σχολές για να παίρνω κι αναβολές απ’ το Στρατό, περισσότερο γι’ αυτό, δηλαδή. Κάτι Σχολές ηλεκτρονικών, σχεδιαστών, κάτι τέτοιες. Και έπαιρνα αναβολές. Και δεν πήγαινα πολύ στο σχολείο, αλλά περίμενα να ‘ρθει το καλοκαίρι να πάμε στα νησιά. Είχαμε πάει πολύ τότε στα… Στην Ίο πήγαμε πολλές φορές. Στη Ρόδο πηγαίναμε πολλές φορές. Στην Κρήτη πηγαίναμε. Τότε ήτανε γνωστά, βέβαια, τα μεγάλα νησιά. Οι άγονες γραμμές δεν κυκλοφορούσες, δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις και πολύ. Λοιπόν, και για να ζήσουμε εκεί έκανα εγώ μια δουλειά. Ήμουνα ζωγράφος στα νησιά. Ήξερα κάπως α[00:10:00]πό ζωγραφική, γιατί ο πατέρας μου στο χωριό μου, όπου μ’ έβλεπε ότι έχω μία κλίση, ας το πούμε, στη ζωγραφική και αυτά, μ’ έστειλε σε μια σχολή δια αλληλογραφίας. Αθηναϊκή σχολή. Και με στέλναν αυτοί τα πράγματα που ήτανε να ζωγραφίσουν και να κάνω και τους τα ξαναέστελνα εγώ πίσω με το ταχυδρομείο και αυτοί μου βάζανε τον βαθμό. Και έτσι είχα μάθει, ας πούμε, και ζωγραφική και λίγο χειροτεχνία, λίγο αυτό. Ήμουν κάνα-δύο χρόνια σε αυτή τη σχολή — δια αλληλογραφίας, όχι ότι πήγα στην Αθήνα — από το χωριό μου. Λοιπόν, ξέροντας αυτήν λίγο την τέχνη της ζωγραφικής άρχισα να ζωγραφίζω πορτρέτα, ακουαρέλες, τα λιμανάκια, για τουρίστες. Και έβγαζα καλά λεφτά. Δηλαδή, πήγαινα εκεί, ζωγράφιζα εκεί. Ποιος θέλει, τι γίνεται. Και στα νησιά είχα αρκετή πελατεία, ας το πούμε. Λοιπόν, τα λεφτά αυτά που βγάζαμε, ξέρω ‘γω, τα καλοκαίρια δεν ήτανε και λίγα. Γενικά εγώ, δηλαδή, νοίκιαζα και κάνα μεγάλο σπίτι, ερχότανε και όλοι οι Θεσσαλονικείς, αυτοί, οι Αθηναίοι, μένανε μέσα. Είχα εγώ, έτσι, την άνεση, ας πούμε. Τους φιλοξενούσα όλους. Λοιπόν, και το χειμώνα πηγαίναμε στη Σουηδία. Έχω πάει δύο χειμώνες. Εκεί είχαμε, βέβαια, σπίτια για να μένουμε. ‘Ντάξει, ήτανε οι επιτυχίες του καλοκαιριού, ας πούμε. Ε, και μέναμε τον χειμώνα στο εξωτερικό. Εκεί πήγα και σε άλλες χώρες: στη Δανία, στη Φιλανδία, Νορβηγία. Ε, γενικά εκεί το βόρειο τμήμα, ας πούμε, το είχαμε γυρίσει καλά. Γενικά πήγαινα και στις συναυλίες εκεί. Δηλαδή όπου ήτανε rock και συναυλία ήτανε κάτι που το ευχαριστιόμουν, ας πούμε, για να πηγαίνω να τους βλέπω. Έψαχνα, βέβαια, και μουσικές και δίσκους και αυτά και ήτανε… Το ενδιαφέρον μου ήτανε γύρω απ’ αυτά, γύρω απ’ τη μουσική ήτανε γενικά. Λοιπόν, τι άλλο; Α, πώς άρχισε και το ενδιαφέρον για τη μουσική; Ναι, να σας το πω αυτό το πράγμα. Αυτό άρχισε από το Γυμνάσιο της Πτολεμαΐδος και λίγο πιο μπροστά. Δηλαδή, δεν είχα εγώ ιδέα. Δηλαδή, ακούγαμε στο… Ραδιόφωνο ακούγαμε στο σπίτι μας, στο χωριό. Γιατί… Και δεν είχε ρεύμα, αλλά ο πατέρας μου άκουγε πολύ ραδιόφωνο και πολύ, έτσι, με τραγούδια και τέτοια και έπαιρνε αυτές τις… Κάτι μεγάλες μπαταρίες και μόλις τελειώνανε, ξες, πήγαινε, ας πούμε, αγόραζε μια μπαταρία, τη βάζαμε και πάλι είχαμε ραδιόφωνο και ακούγαμε διάφορους σταθμούς.
Λοιπόν, ναι. Θέλω να σου πω ότι ο πατέρας μου έπαιρνε πάλι μπαταρίες — αυτές τις μεγάλες, θυμάμαι — για να έχουμε και να ακούμε πάλι κάνα μήνα ραδιόφωνο. Λοιπόν, ε, από ‘κει εγώ άκουγα και τα ελληνικά, άκουγα και τα ξένα. Αλλά, μ’ άρεζαν… Δηλαδή, η ξένη μουσική άρχισε να μ’ αρέσει. Ήτανε και τότε το rock n’ roll. Ακόμα και στο χωριό. Είχα κάτι ξαδέρφες εκεί, κάναν κάτι πάρτι, κάτι τέτοια. Δηλαδή, χορεύανε rock n’ roll. Μου άρεζε αυτό το στυλ. Έπειτα, κατέβαινα στην Πτολεμαΐδα και είχε ένα σαν δισκάδικο. Είχε και ψυγεία μέσα και τέτοια. Αλλά, είχε μία βιτρίνα που είχε τα εξώφυλλα των δίσκων. Και πήγαινα και τα χάζευα εκεί και ήτανε σαν να ακούω και τη μουσική τους, ας πούμε. Δηλαδή, κάτι ψυχεδελικά κάτι αυτά, ξέρω ‘γω. Και δεν… Δηλαδή φτιαχνόμουνα. Δηλαδή, μόνο με τη βιτρίνα που έβλεπα. Δηλαδή, σχολούσαμε απ’ το Γυμνάσιο, πήγαινα εγώ στη βιτρίνα και τα χάζευα για να πάρω λίγο ενέργεια, με κατάλαβες; Λοιπόν, κάποια στιγμή ήθελα… Α, ο παππούς μου είχε καφενείο στο χωριό και… Είχε καφενείο, το οποίο έφερνε και ορχήστρες και… Σαν café santan ήταν, με στριπτιτζούδες, με ντιζέζ, με τέτοια, κάτι χορεύτριες, έτσι, αυτά. Και διασκεδάζανε εκεί στο χωριό. Αυτό ήτανε του παππού μου το καφενείο. Λοιπόν, μετά είπα τον πατέρα μου να με πάρει ένα μαγνητόφωνο να γράφω σε ταινίες. Λοιπόν, με πήρε ο πατέρας μου ένα… Δηλαδή, γενικά ο πατέρας μου ό,τι του ζητούσα, ας πούμε… Και ποδήλατο με πήρε μετά, και μηχανή με πήρε. Λοιπόν, και με πήρε και ένα μαγνητόφωνο και έγραφα ταινίες. Εν τω μεταξύ, από τα πράγματα που είχε ο παππούς μου στο καφενείο όταν το έκλεισε, είχαμε και κάτι γραμμόφωνα. Ε, και νόμιζα εγώ ότι τα γραμμόφωνα παίζουνε όλους τους δίσκους και ήθελα να αγοράσω δίσκους από εκείνο το μαγαζί που έβλεπα στην Πτολεμαΐδα. Λοιπόν… Αλλά, δεν είχα λεφτά. Πήγα και δούλεψα μερικές μέρες σε ένα τουβλατζίδικο και μάζεψα λεφτά και λέω: «Να πάω να πάρω τους δίσκους». Πήρα… Θα σου πω τώρα… Τρεις δίσκους πήρα. Το ένα ήτανε οι Troggs, το άλλο ήταν Jefferson Airplane και ένα άλλο ήταν… Τώρα, δεν θυμάμαι. Και πήρα και δύο-τρία σινγκλάκια, τα μικρά. Λοιπόν, το ένα ήτανε το «Genie», το άλλο ήταν το «Somebody to Love» με τους Jefferson και ένα ήτανε των Kinks, το «Till the End of the Day». Το θυμάμαι. Λοιπόν, τα πήγα σπίτι τώρα εγώ αυτά να τα παίξω, αλλά το γραμμόφωνο δεν τα ‘παιξε. Χάλασε τους δίσκους τους μεγάλους. Δηλαδή ήτανε… Η βελόνα του ήτανε για βακελίτη, δεν ήτανε για βινύλιο. Οπότε, ξες, με το πρώτο χρακ χαράκτηκαν οι δίσκοι! Μου μείναν οι μικροί δίσκοι. Λέω: «Τώρα τι να κάνω, να ακούω τους μικρούς τους δίσκους;». Είχαμε τζούκμποξ στο καφενείο. Πήγα και παρακάλεσα εκεί τον καφετζή να… Του λέω: «Βάλ’ τα μέσα», του λέω, «και θα τα παίζω εγώ, ρε παιδί μου, και θα σε κάνω. Θα σε πληρώσω, θα βάζω τη δραχμή μέσα» —τι βάζαμε τότε— «για να παίζουν οι δίσκοι». Και πήγαινα στο καφενείο και τους άκουγα! Τέλος πάντων, εγώ φτιάχνομουνα! Τώρα, οι άλλοι δεν φτιαχνόντουσαν. Κάπως έτσι, ας πούμε, σου λέω η ιστορία που κόλλησα με τους δίσκους. Μετά, όταν ξαναπήγα… Μετά που με διώξαν από το Γυμνάσιο και ξαναήρθα στη Θεσσαλονίκη, είχα πάρει και το μαγνητόφωνο μαζί μου και έγραφα ταινίες εδώ. Στη Θεσσαλονίκη είχα μάθει όλα τα δισκάδικα και με γράφανε ταινίες. Δηλαδή, τα πάντα από μουσική, από progressive, από τα συγκροτήματα, ξέρω ‘γω, που μ’ αρέζανε εκείνη την εποχή: Jethro Tull, οι Cream, οι Mountain, ο Steve Miller, ο Bob Dylan, οι Velvets. Όλα αυτά τα είχα σε ταινίες. Και άκουγα συνέχεια μουσική. Δηλαδή, όλο το βράδυ ερχόταν διάφορες φίλοι σπίτι μου — καμιά φορά και φίλες ερχότανε — και τους έβαζα, έτσι, μουσική και λίγο-πολύ γουστάρανε την ξένη μουσική, ας πούμε, το rock. Ειδικά μετά, αρχές ’70, που ήτανε και αυτά τα supergroup συγκροτήματα — Led Zeppelin και οι Black Sabbath κι αυτοί —, τα ακούγαμε και τρελαινόμασταν όλοι, ας πούμε, κι ήτανε κάτι σαν ιδιαίτερο. Με κατάλαβες; Λοιπόν, αυτά γενικά με τη ζωή μας, ξέρω ‘γω; Ε, τα ταξίδια ήτανε πολλά, ας πούμε. Πήγα και στην Ανατολή, πήγα και Δύση, πήγα και… Μετά… Καλά, θα σου πω μετά… Μετά έφυγα, έκανα ένα ταξίδι στη Γερμανία, λίγο άσχετο, με κάτι Γερμανούς, γιατί δεν ήξερα πού να πάω. Επειδή καθόμουνα στη Θεσσαλονίκη και δεν ήξερα τι να κάνω, συναντήθηκα με κάτι Γερμανούς, κάτι παιδιά δηλαδή, οι οποίοι φεύγανε στη Γερμανία. Και λέω: «Δεν με παίρνετε κι εμένα μαζί σας;». Και με πήρανε μαζί τους. Πήγαμε στο Μόναχο. Λοιπόν, στο Μόναχο με αφήσανε μόνο. Δηλαδή, εμένα στο σπίτι του ενός, αλλά αυτός έφυγε για την Ουγγαρία και μ’ άφησε το σπίτι του. Και γύριζα στο Μόναχο μόνος, ας πούμε. Δεν ήξερα και τη γλώσσα. Ε, πήγαινα εδώ, πήγαινα εκεί, πήγαινα και σε κάνα σταθμό να συναντήσω και κάναν Έλληνα… Δεν, δεν έβρισκα πολλά. Δηλαδή, γύριζα μες στο Μόναχο. Κάποια στιγμή είχα πάρει ένα τηλέφωνο από έναν ξάδερφό μου — δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, μάλλον ο αδερφός μου μού το ‘δωσε — που ήτανε στη Γερμανία. Μου λέει: «Μια που πας στη Γερμανία, πάρε να ‘χεις και ένα τηλέφωνο». Και τον παίρνω τηλέφωνο και τον βρίσκω. Και μου λέει: «Τι γίνεται ρε συ;», μου λέει, ξέρω ‘γω. Γιατί, εγώ ήμουνα και — δεν σας έχω πει ότι ήμουνα και στη Μύκονο και είχα κάνει και ‘κει ένα μπαράκι. Και αυτός μου λέει: «Εσύ», λέει, «ξέρεις από μπαρ, από κλαμπ και τέτοια», μου λέει, «δούλευες. Κάνω», μου λέει, «τώρα ανοίγω ένα κλαμπ εγώ», μου λέει, «εδώ στο Μύνστερ», μου λέει. «Έλα», μου λέει, «θα σε βάλω μέσα», λέει, «σαν υπεύθυνο», λέει, «να το δουλέψεις εσύ». Ο Γιώργος, ξέρω ‘γω. Λέω: «Πώς να ‘ρθω; Πού είσαι;». Ήτανε… Το Μύνστερ, εν τω μεταξύ, απέχει απ’ το Μόναχο καμία εννιακόσια χιλιόμετρα. Είναι πολύ μακριά. Λοιπόν, τέλος πάντων, μου λέει: «Τώρα», μου λέει, «έλα κατευθείαν», μου λέει. «Πάρ’ το πρώτο τρένο κι έλα». Πήγα σπίτι εγώ. Παίρνω ένα σάκο εκεί με τα ρούχα που είχα. Μάλιστα, ξέχασα και μερικά. Κλείνω το σπίτι. Γράφω ένα «Ευχαριστώ» σ’ αυτόν το Γερμανό, όταν θα γυρίσει να το βρει. Λοιπόν, παίρνω το τρένο και πάω στο Μύνστερ. Με περίμενε ο ξάδερφός μου εκεί στο σταθμό. Είχε και μία ωραία μέρα, θυμάμαι. Λοιπόν, εγώ όπου πήγαινα, σ’ ένα μέρος έτσι, καινούργιο… Δηλαδή την πρώτη μέρα ήτανε, επειδή ήταν καινούργιο το μέρος, νόμιζα ότι πάω στον παράδεισο. Δηλαδή, όλα μου φαινόντουσαν σαν να ξαναγεννιόμουνα. Με κατάλαβες; Λέω: «Θα πάμε, θα κάνουμε, θα ράνουμε», ’ντάξει, αυτά, το ‘να, τ’ άλλο… Τέλος πάντων. Ανοίγουμε το κλαμπ αυτό, τη ντισκοτέκ και ξεσκίζουμε. Ερχόταν κι απ’ την Ολλανδία κόσμος, απ’ το Άμστερνταμ, από ‘δω, από ‘κει. Δηλαδή, δεν είχαμε ανθρώπους για να δουλεύουνε. Βγάζαμε πολλά λεφτά και τρώγαμε πολλά λεφτά σαν πιτσιρικάδες που ήμασταν. Ήμασταν στα καλύτερα. Δηλαδή, και αμάξια και αυτά. Πηγαίναμε στο Παρίσι, ψωνίζαμε από εκεί. Πηγ[00:20:00]αίναμε καλοκαίρια… Αντί να ρθούμε Ελλάδα πηγαίναμε Ισπανία, στο Costa Brava, εκεί, στα τουριστικά. Λοιπόν, εντάξει, περνούσαμε, ρε παιδί μου, πάρα πολύ ωραία. Κάποια στιγμή, επειδή τα τρώγαμε, ας πούμε, τα λεφτά… Βέβαια, το κλαμπ το κάναμε χωρίς… Θα μου πεις: «Πού είχατε λεφτά;». Δεν το κάναμε με λεφτά δικά μας. Τότε δίνανε δάνεια οι εταιρείες μπύρας. Σε κάναν ένα μαγαζί με την προϋπόθεση να παίρνεις είκοσι χρόνια μπύρες απ’ αυτούς. Και το ξοφλούσες και σιγά-σιγά. Κάπως έτσι το κάναμε το μαγαζί. Αλλά, το ταμείο ήταν δικό μας πάλι, με κατάλαβες; Βέβαια, είχαμε ορισμένες υποχρεώσεις τις οποίες δεν τις κάναμε και ξαφνικά τα χρέη ήρθαν στο κεφάλι μας και έπρεπε να το πουλήσουμε πάλι. Νομίζω το πουλήσαμε σε κάτι Τούρκους εκεί. Πήραμε τα λεφτά, ξέρω ‘γω, το διαλύσαμε όλο το αυτό. Αλλά, περάσαμε δύο χρόνια… Περάσαμε τέλεια. Λοιπόν, και ξαναγύρισα στην Ελλάδα.
Από ‘κει είχα πάει κι ένα ταξίδι κάποια στιγμή στο Βερολίνο, στο δυτικό Βερολίνο, με κάτι Άραβες. Γιατί, στην περιοχή που ήμασταν εμείς δεν υπήρχαν Έλληνες και γενικά οι παρέες μου ήτανε με κάτι Ιταλούς-Σισιλιάνους, με κάτι Άραβες. Τέτοιοι. Τούρκοι… Ναι, δεν είχε Έλληνες γιατί δεν ήτανε περιοχή με εργοστάσια. Ήτανε πανεπιστημιούπολη το Μύνστερ, ήτανε πιο, έτσι. Είχε άλλο κόσμο, ρε παιδί μου. Και είχε και πολλά — αυτά, πώς τα λένε — αγροκτήματα, φάρμες με άλογα πάρα πολλά. Ναι, ναι, είναι η καλύτερη περιοχή, έχει πιο class, ρε παιδί μου. Δηλαδή, πήγα με τους Άραβες — τον Φάντελ, τον Αλί και τον Τόνυ — πάμε Βερολίνο με μια παλιά Mercedes. Την είχε ο Φάντελ. Ε, πάμε εκεί, ότι θα περνούσαμε καλά, ότι θα είχε πολλές δουλειές για ‘μας και θα βγάζαμε πολλά λεφτά. Ξες, τα όνειρα που κάνουν όλοι, ρε παιδί μου. Τέλος πάντων, πάμε εκεί. Δεν βρίσκουμε τίποτα! Δηλαδή, ψοφήσαμε στην πείνα, ας πούμε. Αλλά κάναμε κάτι δουλειές, ξέρω ‘γω, του ποδαριού, ξέρεις, λίγο από ‘δω και από ‘κει, λίγο έτσι, λίγο παράνομες, λίγο αυτές, να τη βγάζουμε, ρε παιδάκι μου. Λοιπόν, θυμάμαι, όμως, ότι είχε κάτι, ένα αυτό. Πηγαίναν. Είχε οι Άραβες κάτι που τους βάζουνε, ρε παιδί μου εκεί στα… Στο Kreuzberg… Πώς έχουμε εδώ τους μετανάστες, ξέρω ‘γω, που είδα είχε και στο Βερολίνο εκεί. Κι ήτανε σε ένα μέρος όλοι αυτοί σαν… Όχι φάρμα, αυτό που…Πώς τα λένε αυτά; Τα spot, τα…
Hotspot, ας πούμε.
Δεν το λέγανε hotspot. Κάπως αλλιώς λέγανε…
Κέντρο ταυτοποίησης; Κάπως έτσι.
Κάπως έτσι, ρε παιδί μου. Τέλος πάντων, είχε πολλές οικογένειες από εκεί που τους φιλοξενούσε το κράτος, έτσι, το γερμανικό στο Βερολίνο. Και το πρωί πηγαίναμε με τον Φάντελ εκεί, με το Mercedes. Και είχε εκεί, μες στη λάσπη, ξέρω ‘γω, στα λασπόνερα, στα αυτά… Έβρεχε και κάναμε κύκλους εκεί με το Mercedes και τρέχαν από πίσω τα παιδάκια απ’ τους μετανάστες, ας πούμε, και γελούσανε και χαρά για αυτά, που ήρθε ο Φαντέλ με το Mercedes! Είχαμε πολύ γέλιο, ας πούμε. Δηλαδή, θέλω να σας πω, ρε παιδί μου, ότι η ευτυχία δεν είναι το να βγάζεις λεφτά, ας πούμε. Δηλαδή, τα παιδάκια αυτά ήτανε μες στο γέλιο και μες στη χαρά, όταν μας βλέπαν. Με κατάλαβες τι γίνεται; Λοιπόν, ακόμα κι ο Φάντελ, ας πούμε, που δεν είχαν κι αυτοί, έτσι, λεφτά, την ψάχνανε, τον έστελνε κασέτες η μάνα του από… την Παλαιστίνη; Ο ένας ήταν απ’ το Λίβανο, ο άλλος απ’ την Παλαιστίνη — δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πού ήτανε — πού τον έστελνε κασέτες η μάνα του και τις έβαζε στο αμάξι, στο παλιό το Mercedes, και άκουγε τη μάνα του. Αντί να έχει γράμμα, ας πούμε — δεν ήξερε να γράφει — τον έστελνε κασέτες, με κατάλαβες; Και γυρίζαμε στην πόλη και γινότανε το σώσε! Τέλος πάντων, φύγαμε κι απ’ το Βερολίνο. Ξαναγύρισα εγώ στο κλαμπ, εκεί που ήμουνα με τον ξάδερφό μου. Καλά τα κονομούσαμε εκεί ώσπου, σας λέω, στο τέλος την πατήσαμε, γιατί χρωστούσαμε πολλά. Και αναγκαστήκαμε να… Α, έπρεπε να γυρίσω εγώ, γιατί εγώ δεν είχα και τα χαρτιά μου καλά. Γιατί, ήμουνα παράνομος στη Γερμανία. Δεν… Έπρεπε να βγάζω, κάθε τρεις μήνες να βγάζω, να πηγαίνω Ελλάδα και να ξαναέρχομαι. Με κατάλαβες; Τέλος πάντων, σε κάποια στιγμή με ανακαλύψαν εκεί στο Rathaus, που λένε — όχι Νομαρχία— στο Δημαρχείο. Μου λένε: «Σε τρεις μέρες δρόμο». Τέλος πάντων, ήρθαμε με τον ξάδερφό μου, ας πούμε, ήρθαμε με το BMW. Ήρθαμε Ελλάδα. Κι ήμουνα να γυρίσω πίσω, γιατί είχα κάνει κι έναν πολιτικό γάμο, έτσι, με μια πιτσιρίκα εκεί, ξέρω ‘γω, γιατί είχαμε άλλα αυτά… Λοιπόν, και λέω: «Ντάξει», λέω, «ερχόμαστε εδώ». Καλοκαίρι ήτανε, Αύγουστος περίπου. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Και λέω: «Σε κάνα μήνα», λέω, «θα γυρίσω πάλι στη Γερμανία». Λοιπόν, και ενώ καθόμουνα εδώ και δεν ήξερα τι να κάνω και κάθε μέρα στη Θεσσαλονίκη από ‘δω κι από ‘κει… Είχα, βέβαια, ένα σπίτι εδώ, το οποίο το είχα δώσει σε κάτι φίλους μου και μου το δώσανε πάλι πίσω και έμενα εκεί, στη Δαγκλή. Λοιπόν, και τυχαία ας πούμε, μια μέρα ενώ έτρωγα σε ένα restaurant, μου λέει κάποιος: «Να, αυτό το μαγαζί», μου λέει, «ξέρω ‘γω είναι... Γιατί δεν το παίρνεις;», μου λέει. Αυτός νόμιζε ότι είμαι στη Μύκονο. Δεν έχει καταλάβει ότι είχα πάει στη Γερμανία. Αλλά, εγώ δεν τον μιλούσα και πολύ. Και μου λέει: «Να, να έρθεις και απ’ τη Μύκονο, να ξεμπλέξεις», μου λέει. «Πάρε αυτό το μαγαζί και καν’ το μπαράκι». Ε, τώρα, εγώ έτρωγα, ας πούμε. Για να φύγει απ’ το κεφάλι μου περισσότερο του λέω: «Ε, δωσ’ το τηλέφωνό του μωρέ και, εντάξει, θα τον πάρω τηλέφωνο». Με δίνει αυτός το τηλέφωνό του. Φεύγει. Ε, την άλλη μέρα εγώ δεν ενδιαφέρθηκα. Απλώς είχα ένα ραντεβού κάπου και ως συνήθως φάγαμε και ένα στήσιμο. Λέω: «Τι να κάνω, τι να κάνω πάλι;». Πίναμε τότε Nescafe. Ήπια κάνα-δύο Nescafe. Δεν υπήρχε άλλος καφές τότε στην Ελλάδα. Το Nescafe ήταν η πολυτέλεια. Λοιπόν, λέω… Και βρίσκω το τηλέφωνο αυτουνού και λέω: «Να τον πάρω», λέω, «κάνα τηλέφωνο, έτσι, να χάσω λίγο το χρόνο μου;». Τον παίρνω τηλέφωνο. Λέω: «Νοικιάζετε ένα μαγαζί;». Λέει: «Ναι». Λέει «Έλα», λέει, «να σε δώσω τα κλειδιά να το δεις». Λέω: «Πού είστε;» Λέει: «Βασιλέως Ηρακλείου». Εγώ ήμουνα στον Τόττη, εκεί στη στοά. Ήτανε, ξέρω ‘γω, πενήντα-εξήντα μέτρα μακριά από μένα. Λέω: «Και δεν πάω;». Πάω, ας πούμε. Με δίνει ο άνθρωπος τα κλειδιά. Ε, πάω το βλέπω. Λέω: «Τι να το κάνω», λέω «τώρα; Αφού θα ξαναφύγω στη Γερμανία», ας πούμε. Τέλος πάντων, το βράδυ έμενα με κάποιον εκεί, κάποιο φίλο μου, τον φιλοξενούσα απ’ τη Σουηδία. Λέω: «Δεν πάμε να το δούμε εκείνο το μαγαζί;», λέω. Πήγαμε, το είδαμε. Με λέει αυτός, ο Γιώργος: «Τι να το κάνεις», μου λέει, «αυτό τώρα; Καμιά μπυραρία», με λέει, «κάνα τέτοιο. Δεν ξέρω», μου λέει. «Μόνο για μπαρ», του λέω, «κάνει αυτό. Αλλά», του λέω, «αφού θα φύγω», του λέω. «Πώς θα γίνει;». Τέλος πάντων, λέμε: «Ντάξει μωρέ, καλό το μαγαζί, αλλά δεν ενδιαφέρομαι». Και πήγαμε κοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα πάω τα κλειδιά πίσω. Σκεφτόμουνα, βέβαια, αλλά δεν είχα καταλήξει κάπου. Και του τα πάω τα κλειδιά. Μου λέει αυτός: «Κοίταξε», μου λέει, «ενδιαφέρθηκε κι ένας άλλος», μου λέει, «και θέλει να το κάνει»… Κάτι μου είπε εκεί. «Άμα είναι», μου λέει, «επειδή δεν σε βλέπω ότι έχει καταλήξει, ή παρ’ το ή μην το παίρνεις». Και εκεί που τον άφησα τα κλειδιά, επειδή με είπε ότι θα το πάρει και κάνας άλλος, λέω: «Στάνταρ», λέω, «θα το πάρω ‘γώ». Δηλαδή το είδα ανταγωνιστικά, με κατάλαβες; Και γυρίζω πίσω και παίρνω τα κλειδιά. Του λέω: «Το πήρα», του λέω, «σ’ αφήνω και προκαταβολή». Είχα εγώ κάποια λεφτά από τη Γερμανία που γύρισα με το κλαμπ εκεί κτλ. Σε δραχμές, βέβαια. Ήτανε και φτηνό το νοίκι. Πήρα το μαγαζί. Πήρα το μαγαζί. Λέω: «Τώρα τι να το κάνουμε; Είναι και να φύγω στη Γερμανία». Εγώ, επειδή το στυλ μου ήταν ότι όπου βολευόμουνα εκεί εμένα — και στο εξωτερικό, βασικά, αυτός ήταν ο σκοπός μου. Δηλαδή, δεν είχα κάνα σκοπό, αλλά σκοπός μου ήταν ότι άμα βρω κάτι, θα μείνω εκεί. Με κατάλαβες; Όπου έβρισκα και λίγο δουλειά, ας πούμε — ειδικά όταν έκαμνα πίνακες και ζωγραφική, που έχω κάνει και στη Σουηδία — κι έβγαζα λεφτά λέω: «Εδώ είμαστε, εντάξει». Δεν… Να ‘χουμε να τρώμε, να πίνουμε και ένα σπίτι να μένουμε. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος; Άμα τα έχει αυτά, τα άλλα όλα είναι στεναχώρια και άγχος. Με κατάλαβες; Λοιπόν, οπότε λέω: «Το πήραμε το μαγαζί, να το κάνουμε». Τώρα τι γίνεται; Ιδέα είχα εγώ για μπαρ. Είχα εγώ, και με τη μουσική που άκουγα. Γιατί… Δηλαδή, και στη Γερμανία όταν ήμουνα, πήγαινα πάρα πολύ κι έβλεπα live. Δηλαδή, είχα φτάσει και μέχρι το Ντίσελντορφ και είχα δει τους Suicide σ’ ένα υπόγειο, ας πούμε. Είχα δει… Dead Kennedys είχα δει… Και είχε ένα κλαμπ κοντά μας, στο Όσναμπρουκ, το Hyde Park, το οποίο ήτανε μία φάρμα έξω απ’ την πόλη, που ήτανε και χίπις εκεί και μένανε εκεί, ξέρω ‘γω, σε σκηνές και σε τέτοια και παίζανε πολύ μουσική. Δηλαδή, κάθε μέρα είχε live από εγγλέζικα group. Είχα δει τον Alexis Korner, τον John Mayall. Aλλά, είχε και πιο σύγχρονα, και punk είχε. Είχε σκηνή εκεί. Και… Δηλαδή, μια-δυο φορές τη βδομάδα πήγαινα εκεί. Ήτανε… Κοντά σ’ εμάς ήτανε. Και έβλεπα όλα αυτά τα γκρουπ. Λοιπόν, είχα κάνει μία γνώμη για το τι θέλω να κάνω σ’ ένα μπαρ, άμα το είχα — πριν — δεν είχα ακόμα τίποτα, κάνα χώρο, ας πούμε, να το κάνω. Και όταν πήρα το μαγαζί ήξερα περίπου τι μουσική θα τους παίξω, ας πούμε. Είχε σημασία αυτό για μένα, με κατάλαβες; Δηλαδή... Και βασικά, ήθελα να ξεχωρίζω κιόλας. Επίσης, ένα άλλο που είχα στο μυαλό μου ήταν να το κάνω ορθάδικο. Δεν ξέρω αν ξέρεις ότι το πρώτο ορθάδικο στην Ελλάδα που έγινε ήτανε το «Berlin», το δικό μου ήτανε, το οποί[00:30:00]ο πάλι την ιδέα την πήρα απ’ το Άμστερνταμ. Δηλαδή, επειδή ήμασταν κοντά στο Άμστερνταμ και είχαμε και φίλους εκεί, ναι, και πήγαινα εκεί, πήγαινα σε κάτι… Μ’ άρεζε, δηλαδή, να πηγαίνω και στα γκέι μπαρ, γκέι κλαμπ, ξέρω ‘γω. Γιατί, χόρευαν πολύ και είχε πολύ fun, ρε παιδί μου. Και όλοι ήταν όρθιοι. Και λέω: «Γιατί μέσα σε ένα μπαρ να μην είναι όλοι όρθιοι και να κάθονται; Άμα βάλεις και μουσική, έτσι, με πικάπ και με αυτό, ας πούμε, να διασκεδάζουνε, ρε παιδί μου, όπως είναι» —τότε είχε ντισκοτέκ— «στις ντισκοτέκ, που χορεύαν. Αλλά και να κουνιούνται μέσα στο αυτό»… Αφού τους έβλεπα, ας πούμε, ότι ήτανε κάπως έτσι όλοι. Θα μου πεις: «Εντάξει, εκεί ήτανε και λίγο γκέι τα μαγαζιά». Αλλά δεν πειράζει. Ναι, εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Και όλοι οι γκέι, ας πούμε της Θεσσαλονίκης, ο Σέρο… Αυτοί όλοι εδώ μαζευόντουσαν. Ο Takis, όλοι, όλοι εκείνης της εποχής ήτανε… Το μαγαζί τους ήτανε. Πολλοί. Τώρα δεν τους θυμάμαι, ξέρω ‘γω. Οι φίρμες, ας πούμε, με κατάλαβες; Λοιπόν… Και ο Ιόλας ερχόταν απ’ την Αθήνα, ο Ιόλας ο γνωστός. Ερχόταν, ήτανε fan στο μαγαζί μου, με κατάλαβες τι γίνεται; Γιατί, ήτανε διαφορετικό από την αρχή. Ορθάδικο, παίζανε DJs —που δεν παίζανε στα μπαράκια DJs τότε. Τότε βάζανε κασετόφωνο. Είχε το κασετόφωνο και αλλάζαν την κασέτα. Μία πλευρά, δεύτερη πλευρά. Εγώ έβαλα DJ, όπως βάζανε στα κλαμπ. Τώρα εσένα σου φαίνεται νορμάλ, αλλά εκείνη την εποχή ήτανε πολύ διαφορετικό. Δηλαδή στην αρχή, όταν ήταν ορθαδικο, ξες τι μου λέγανε; «Ρε παιδιά», λέει, «δεν βάλαν τραπέζια μέσα», λέει, «ακόμα δεν άνοιξε το μαγαζί! Τι ήρθαμε;». Κάτι τέτοια μου λέγανε. Αλλά, μερικοί ξέρανε και ερχόντουσαν στο μπαρ, αράζαν, έτσι, στο μπαρ. Το ‘χα κάνει έτσι κάπως. Δηλαδή, όλοι βάζαν, ας πούμε, μία ωραία κοπέλα στο μπαρ. Εγώ ποτέ δεν έβαζα κοπέλα. Έβαζα κανέναν άντρα, έτσι, λίγο έτσι κάπως, ας πούμε, ναι. Και το ‘παιζα πιο διαφορετικά. Όχι ότι το ‘παιζα, μ’ άρεζε κιόλας, ρε παιδί μου! Η μουσική ήτανε Iggy Pop, Stooges, αυτά. Δηλαδή, να φανταστείς ότι η Αθήνα άσε τώρα. Δηλαδή, ήτανε στη μουσική και σ’ αυτά αιώνες πίσω. Εν τω μεταξύ, ερχόταν Αθηναίοι εδώ — είχα πολύ κόσμο απ’ την Αθήνα — και στην αρχή με κοροϊδεύανε! Μου λένε: «Τι είναι αυτά που βάζει και, ξέρω εγώ, κι αυτά εδώ είναι… Janis Joplin». Janis Joplin και δεν τα παίζαμε. Τα κλασικά δεν τα παίζαμε καθόλου. Παίζαμε τα punk, τα Clash, τους Jam, τους Stiff Little Fingers τους Edge. Δηλαδή… Kαι από παλιά παίζαμε Stooges, Iggy Pop και τον Patti Smith, Television — καλά, με τους Television ξεκινήσαμε, ας πούμε — τον Richard Hell, τον… Αυτά. Ξέρεις, τα πιο… Ήτανε μάλλον πιο punk ήταν αυτά, πριν απ’ το punk. Με κατάλαβες; Και αυτό ήταν το στυλ της μουσικής. Βέβαια, μετά βγήκε και το post-punk, το new wave, ας το πούμε, που ήτανε Joy Division, ήτανε άλλοι πιο dark, πιο Bauhaus, ξέρω ‘γω, όλοι αυτοί. Τους έπαιζα και αυτούς. Έκανα πολλά πάρτι μ’ αυτούς τότε. Ήτανε πολύ περίεργα όλα αυτά. Είχα βρει και άτομα, έτσι, πιο αυθεντικά σαν DJs. Γενικώς, ας πούμε, τους DJs δεν έπαιρνα ποτέ επαγγελματίες, αλλά έπαιρνα μέσα από το μαγαζί. Ποιον έβλεπα, έτσι, λίγο τρελαμένο, ξέρω ‘γώ, με τη μουσική, εκεί που χτυπιότανε, έλεγα: «Αυτός μου κάνει για DJ». Με κατάλαβες; Τον λέω: «Παίξε». Έλεγε: «Δεν ξέρω». «Ρε, παίξε», του λέω. «Ξέρεις και δεν το ξέρεις ότι ξέρεις!». Και έπαιζε και τον έβγαζα, ας πούμε, κατευθείαν, με κατάλαβες; Κάπως έτσι, δηλαδή, γινόταν η φάση στο μαγαζί. Τι αλλά… Ε μετά, τώρα τι να σου πω μετά; Την ιστορία του «Berlin»; Αυτά γίνονται το ’79, ’80. ’80, το ’80. ‘80 και μετά αρχίζει η ιστορία μας. Δηλαδή, δεκαετία του ‘80 ήταν μια δεκαετία που κυρίως βασιζόμασταν στη μουσική, στο στυλ αυτό. Μετά έγινε η εποχή του grunge, η εποχή του Manchester Pop με τους Smiths και όλα αυτά, η εποχή της ψυχεδέλειας, της νεοψυχεδέλειας της αμερικάνικης. Αυτά όλα εγώ τα άλλαζα. Δεν στο λέω, γιατί να σου πω… Αλλά, το «Berlin» άλλαζε τη μουσική. Γιατί, συνήθως τα μαγαζιά, όταν τους κάνει μία μουσική που παίζουνε δεν την αλλάζουν γιατί φοβούνται, με κατάλαβες; Σου λέει: «Θα φύγει κι ο κόσμος». Εγώ, όμως, την άλλαζα. Δηλαδή, την έκανα πιο… Όπως πήγαινε με την εποχή — με κατάλαβες — και τι ανάγκες είχε η εποχή. Γιατί, και ο ήχος έχει πάντα σημασία πώς θα τον παίξεις και με τι ηχεία θα τον παίξεις. Δηλαδή, εγώ όταν έβαζα καλά ηχεία στο μαγαζί, η μουσική έβγαινε μάπα! Έπρεπε τα ηχεία μου να ήτανε χάλια! Δηλαδή, σε κάποια φάση είχα διαφορετικά ηχεία σε όλα με σπασμένα μεγάφωνα. Κάτι tweeter που τα κολλούσαμε με σελοτέιπ, ας πούμε, και βγάζαν ένα ήχο που έξυνε! Δηλαδή, το μπάσο το άκουγες και πονούσε το στομάχι σου, με κατάλαβες; Αλλά, έτσι πρέπει να ‘ναι. Το rock αυτό είναι! Δεν είναι να ακούσουμε μουσική, να λέμε «Τι ωραία που παίζουνε». Άμα παίζουν ωραία, να παν’ να παίξουν σε κάνα θέατρο, με κατάλαβες; Ε, ναι. Εμείς ήμασταν για αυτά. Δηλαδή, τι θα σου τη δίνει στο κεφάλι, να πούμε, με κατάλαβες τι γίνεται; Ντάξει, εδώ έπαιζε «I Wanna Be Your Dog», ας πούμε, το βάζανε και ξηλώνανε το μπαρ, ας πούμε — με κατάλαβες; — ή κάτι τέτοια κομμάτια που ήτανε. Άμα ήταν και τα βάζαν σε ένα άλλο μαγαζί, θα λέγανε: «Α! Τι; Τι ωραίο κομμάτι! Παίζει το «I Wanna Be Your Dog» των Stooges. Τι καλά! Βάζει και κομμάτια ωραία». Δηλαδή, αλλιώς η συμπεριφορά στο άλλο μπαρ. Δηλαδή, το συζητούσανε. Και σε εμάς γκρέμιζε το μπαρ, ας πούμε. Αφού όταν γινόταν κάτι τέτοιο, είχαμε κι ένα δίσκο ο οποίος ήτανε κάτι ελαφριά μουσική και τον έλεγα: «Άλλαξέ το αμέσως, γιατί θα μας γκρεμίσουν, θα μας τα γκρεμίσουν όλα!». Είχαμε ένα δίσκο του Bryan Ferry συγκεκριμένα και άλλαζε, «Do You Want To Dance», κάτι έλεγε, ας πούμε, κάτι, και αμέσως ηρεμούσανε τα πνεύματα. Λοιπόν, αυτά μέσες-άκρες. Τώρα, τι άλλο να σου πω;
Ενότητα 4
Η προβολή βιντεοκλίπ από το εξωτερικό, οι φασαρίες στο Berlin και τα συγκροτήματα απ' την Αθήνα
00:36:09 - 00:49:52
Θα σας ρωτήσω κάποια πράγματα εγώ.
Για πες.
Πριν από αυτό, όμως, είπατε Βασιλέως Ηρακλείου, νομίζω. Το μπαρ δεν είναι Χρυσοστόμου Σμύρνης, εδώ που βρισκόμαστε;
Ναι, εκεί ήταν αυτός ο — Βασιλέως Ηρακλείου — αυτός που το νοίκιαζε.
Α, νόμιζα… Ναι.
Ναι. Αυτός που πήρα τηλέφωνο και ήταν το γραφείο του εκεί, ρε παιδί μου. Καμία σχέση.
Το μαγαζί από πάντα Χρυσοστόμου Σμύρνης;
10. Ναι, εδώ, εδώ. στο 10.
Τέλεια. Νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον, λίγο, να μας πείτε και για κάποιες άλλες καινοτομίες που φέρατε. Ας πούμε, τις βιντεοκασέτες.
Α, ναι. Τις βιντεοκασέτες. Ναι, βέβαια, ναι. Επειδή πήγαινα εγώ όταν… Δηλαδή, τη δεκαετία του ‘80 που είχε και πάρα πολλή δουλειά και βγάζαμε και καλά λεφτά, που λέει ο λόγος, εγώ ταξίδια Αμερική, Μεξικό. Έξι φορές πήγα στην Αμερική μόνο. Και πήγα για έναν και μοναδικό λόγο. Για ποιον λόγο; Να ψάχνω βινύλια, να ψάχνω σπάνια, για τη μουσική, να βλέπω τα γκρουπ, να βλέπω αυτούς που φανταζόμουνα. Σχεδόν όλους τους είδα: από συγγραφείς, ξέρω ‘γω, μέχρι μουσικούς, μέχρι περίεργους μουσικούς, μέχρι… Δηλαδή, τα περισσότερα τα είδα, ρε παιδί μου. Δηλαδή, πήγα και ανατολική πλευρά, πήγα και δυτική πλευρά. Όλη την Αμερική δεν μπορείς να τη γυρίσεις. Αλλά, τέλος πάντων, σ’ αυτά που ήθελα να δω, πήγα, ας πούμε. Λοιπόν, πήγαινα και στο Λονδίνο πάρα πολύ. Στο Λονδίνο και σ’ άλλα μέρη. Και στο Coventry πήγαινα, γιατί είχε στο πανεπιστήμιο εκεί πολλές συναυλίες. Στο Birmingham, στο Manchester, στο… Πήγα και σ’ άλλα μέρη. Αλλά, κυρίως πήγαινα για τη μουσική. Δηλαδή, έβλεπα ότι κάποιο γκρουπ παίζει εκεί. Λέω: «Α, προλαβαίνω να…» Εντάξει, έπαιρνα το τρένο, πήγαινα. Λοιπόν, σε κάποια φάση πήγαινα πολύ στο ICA στο Λονδίνο, που κάνανε κάθε χρόνο μία βδομάδα μουσικής, τα πιο σύγχρονα γκρουπ. Δηλαδή, παίζαν τρία γκρουπ τη μέρα. Independent Days λεγότανε, Ανεξάρτητη, «Μέρες Ανεξαρτησίας», κάπως έτσι, ας πούμε. Και είχα βγάλει και κάρτα, βέβαια, εκεί για να μην πληρώνω και εισιτήριο μεγάλο. Και πήγαινα κάθε μέρα εκεί κι έχω δει πάρα πολλά γκρουπ και πάρα πολλοί καλλιτέχνες. Είχα δει και το Nick Cave, ας πούμε, να είναι, να βλέπει κι αυτός, να είναι μέσα, ας πούμε. Στο κοινό. Και έπειτα ό,τι σύγχρονο έβγαινε στο στη μουσική το έβλεπες εκεί μέσα. Κι από rock και post-rock και post-punk και όλα. Και πειραματικά και παραστάσεις. Εκεί ήταν η Danielle — εντάξει, είχα δει, ας πούμε — που ήτανε γυμνή και ζωγράφιζαν το κορμί της, ξέρω ‘γω κτλ. Είχε και διάφορα περίεργα, ρε παιδί μου, με ήχους. Τον Fad Gadget είδα, τον On είδα, κάτι… Δηλαδή, πολύ περίεργα πράγματα, ηλεκτρονικά, ας πούμε, με… Σου λέω, ό,τι σύγχρονο είχε, το ‘βλεπα. Και είχα πιάσει λίγο σχέσεις μ’ αυτούς. Και τότε ήταν η εποχή του βίντεο. Και αυτοί τραβούσανε πολλά βίντεο περίεργα και τους είχα πει να με τα στέλνουνε, να πηγαίνω να τα παίρνω εγώ και για να τα παρουσιάσω στο μαγαζί μου. Και μου δίναν αυτοί τέτοια πράγματα. Μ’ είχανε πάει και σ’ ένα μέρος που ήτανε για φιλμ, ανεξάρτητα φιλμ. Μ’ είχανε εκεί σε κάτι αποθήκες. Δεν θυμάμαι τώρα πού ήταν ακριβώς. Τέλος πάντων, εγώ, δηλαδή και με τα αυτά, με τα… Δεν ήξερα και τα αγγλικά τελείως, αυτά. Δηλαδή, άμα θέλεις να βρεις κάτι, θα το βρεις. Δηλαδή, το πράγμα στον άνθρωπο είναι η θέληση, με κατάλαβες τι γίνεται; Δηλαδή, εκεί ήμουνα! Από πίσω, εκεί. Με δίνανε. Αλλά, τα καταλάβαινα κιόλας. Δηλαδή, κι αυτά που μου λέγανε κι αυτοί και μου εξηγούσανε. Αυτό ήταν έτσι κι έτσι. Λοιπόν, εν τω μεταξύ πήγαινα εκείνο τον καιρό και πολύ στην Ιταλία, γιατί είχε σκηνή και η Ιταλ[00:40:00]ία. Και στην Ελβετία πήγαινα, εκεί στο «Rote Fabrik» έχουνε… Έχουν και πολλά αυτά, ας πούμε. Εφημερίδες, αυτά, ιστορίες πολλές. Λοιπόν, κι από τη Ρώμη είχα έναν τύπο — είχε δισκάδικο αυτός — ο οποίος έκανε μετά μια εταιρεία, που έβγαζε πολλούς δίσκους, την — δεν θυμάμαι, γνωστή είναι, πολύ γνωστή, αλλά δεν θυμάμαι πώς τη λένε — με τον οποίο είχαμε συνεργασία. Με έστελνε βιντεοκασέτες που τις γυρίζανε στη Νέα Υόρκη. Δηλαδή που τις γύριζε ο Brian Eno, που έβρισε μικρά γκρουπάκια, τέτοια καινούργια, και έκαναν πειραματικό rock, πειραματική μουσική, όπως ήταν οι Teenage Jesus, οι Mars, ο James White and the Black και άλλοι τέτοιοι, οι Dark Day. Λοιπόν, όλη αυτή τη σκηνή τα έπαιρνε αυτός. Τότε, βέβαια, ήταν λίγο δύσκολα, γιατί ήτανε τα βίντεο, γυρίζανε… Ήταν και το σύστημα το αμερικάνικο, το οποίο δεν ταίριαζε με το σύστημα το ευρωπαϊκό και έπρεπε να τα αλλάξεις. Με κατάλαβες; Τώρα δεν θυμάμαι τι ακριβώς κάναμε εκεί, πώς τα λέγανε. Τέλος πάντων, είχαμε συνεργασία μ’ αυτόν και με έστελνε πολλά βίντεο. Και για δύο χρόνια είχα κάνει το «Berlin» με βίντεο. Αλλά δεν το είχα κάνει να βάλω μία τηλεόραση, ξέρω ‘γω, να βλέπουν εκεί. Έβαζα τηλεοράσεις σε διάφορα μέρη, κυκλικά. Δηλαδή, όπου είσαι να βλέπεις, να μην χρειάζεται να πας σε ένα μέρος να δεις. Το είχα κάνει σαν στούντιο δικό μου. Και επίσης, το βίντεο το είχα συνδέσει και με τον ενισχυτή και ό,τι έπαιζε το ‘παιζε σαν να παίζει ο DJ, με κατάλαβες;
Ναι.
Λοιπόν και έβαζα και μπάσο και αυτό. Δηλαδή, καμιά φορά αν έχανε, το έκανα. Και μάλιστα και πριν τα κατεβάσω το βράδυ, έκανα και κάτι μίξεις εκεί μόνος μου με τα βίντεο. Είχα… Μάλλον είχα κάνει κι ένα στούντιο εδώ, πάνω απ’ το «Berlin», τα ’κανα. Και, εντάξει, κοίταξε, εκείνη η φάση ήτανε επειδή γούσταρα κι εγώ, ρε παιδί μου. Δηλαδή, άμα δεν το γουστάρεις ένα πράγμα, δεν γίνεται καλά. Με κατάλαβες τι γίνεται; Δηλαδή, το γούσταρα να το δω κι εγώ. Και ήρθε πολύς κόσμος, είχανε γράψει πολλά περιοδικά στο εξωτερικό που είχα κάτι περίεργα βίντεο. Ήταν ένας νορβηγός δημοσιογράφος μουσικού Τύπου, ας πούμε, που είχε πάθει πλάκα. Λέει: «Πού είναι αυτά; Πού τα βρίσκει αυτός αυτά τα πράγματα;». Σου λέω, τα ‘παιρνα από Ιταλία από αυτόν και από τον από το ICA απ’ το Λονδίνο. Δηλαδή, τους έστελνα, ξέρω ‘γω — όχι email, πώς τα λέγαμε — τα φαξ; Φαξ, φαξ. Τότε με φαξ ήτανε. Ναι, κάπως έτσι. Ε, τέλος πάντων, ναι. Κάναμε τέτοιες, αυτές. Αυτό ήτανε με τα βίντεο που γινότανε τρία χρόνια. Ήταν ωραία, ας πούμε, γιατί παίζαμε πάρα πολύ πρωτοποριακά πράγματα και πολλοί που τα βλέπανε — και Αθηναίοι, ας πούμε που ερχόντουσαν, ερχόντουσαν απ’ την Αθήνα και τα βλέπανε — παθαίναν πλάκα. Δηλαδή, πού τα βρήκαμε. Και ήτανε live όλα αυτά. Δηλαδή, από τα κλαμπάκια εκεί της Νέας Υόρκης, το «CBGB» κι άλλα κλαμπ που είχε. Κάτι παραστάσεις που ‘καναν στο Βερολίνο. Γενικά εκείνη η εποχή είχε πολλή μουσική. Το ‘78 με ’83, εκείνη η πενταετία έπεσε πολύ πράμα, ας πούμε. Δηλαδή, ό,τι γίνεται τώρα η βάση είναι εκείνη την εποχή. Αυτά.
Και όταν, λοιπόν, μπήκαν τα καλά τα χρόνια, πόσα άτομα περνούσαν περίπου κάθε βράδυ απ’ το μαγαζί;
Από ‘δω;
Ναι.
Ε, κοίταξε, περνούσανε πολλοί. Γιατί εμείς είχαμε πρόβλημα ότι γέμιζε φίσκα το μαγαζί και όλοι φεύγανε μετά. Δηλαδή, είχαμε δύο ώρες κενές. Δηλαδή, δεν βγάζαμε και λεφτά γιατί, ο ένας πάνω στον άλλον όταν είναι, δεν μπορεί να παραγγείλει κάποιος. Ε, ναι, είχαμε κι αυτό το πρόβλημα. Δηλαδή, περιμέναμε λίγο να ξεμπουκάρουνε, ξέρω ‘γω, να ελαφρύνει η κατάσταση για να μπορούμε να λειτουργήσουμε. Είχε στιγμές τέτοιες. Τώρα με τον κορωνοϊό αλλάξαν τα πράγματα! Είναι ιστορία με τον κορωνοϊό! Τώρα, με τον κορωνοϊό, θα λέμε ιστορίες.
Θα τα πούμε μετά κι αυτά, ναι. Και όταν, λοιπόν, ήταν τέρμα τα γκάζια κι ο κόσμος πωρωνόταν κτλ., χαμός εδώ.
Ναι.
Έχουν γίνει και φασαρίες;
Πολλές, ναι. Χωρίς ξύλο δεν γίνεται rock!
Τι θυμάστε απ’ αυτά;
Ε, πολλά γίνανε μωρέ. Εντάξει, τώρα καταλαβαίνεις. Ένα σημαντικό στοιχείο που ήταν για τις φασαρίες ήταν ότι οι τουαλέτες ήτανε πάνω στο πατάρι και είχε μια σκάλα. Επειδή δεν χωρούσαν στο μαγαζί καθόντουσαν όλοι στη σκάλα. Κι ο άλλος να ανέβει, να κατέβει, πατούσε κάποια, κάποιον, ε σηκωνόταν ο άλλος, του ‘ριχνε μία, ξέρω ‘γώ. Έπεφτε απ’ τις σκάλες κάτω πάνω στους άλλους, μπερδευότανε οι άλλοι. Ε, γινόταν ένα χάσιμο, ας πούμε. Αλλά, ντάξει.
Έχουν παίξει ξύλο εδώ και γνωστοί, όμως.
Ε, παίξαν, ναι. Ποιοι;
Απ’ τους Echo and the Bunnymen.
Α, ναι! Ωω, πολύ ξύλο, ναι. Ποιοι Echo and the Bunnymen; Εδώ φασαρία χοντρή έγινε! Δύο μέρες κιόλας. Ο πες τον… Πώς τον λέγανε, ρε; Ο τραγουδιστής…
McCull… Κάπως έτσι;
Όχι… Έλα ρε… Echo and the Bunnymen… Ε, κόλλησα.
Να το ψάξουμε;
Ψάξ’ το άμα θες. Το Echo and the Bunnymen βάλε. Και άλλοι κάναν φασαρία! Και αυτοί — πώς τους λένε — οι Βέλγοι που είναι πολύ καλοί… Birds; Όχι Birds. Δεν θυμάμαι τώρα. Ονόματα τώρα…
Καλά, δύο μέρες πώς, όμως, έγινε αυτό με τον…
Ήταν δύο μέρες εδώ. Κάνανε live στο «Μύλο».
Και τις δύο, δηλαδή, ξύλο! Αυτά είναι τα private. Τα πριβέ είναι αυτά.
Ναι. Και του λέω: «Ασε αυτά» και το ‘να και τ’ άλλο. Τρελαμένος ήταν.
Ian Mc…
Ian McCulloch! Ian McCulloch, Ian McCulloch, ναι. Ian McCulloch, ναι. Λοιπόν, κι εδώ έκανε φασαρίες. Χτυπιόταν εδώ με τους τύπους. Βγήκαν έξω. Πάλι έπεσε ξύλο. Αυτά. Εν τω μεταξύ, έρχεται την άλλη μέρα. Με λέει: «Σήμερα είμαστε ασφαλείς; Θα παίξει ξύλο πάλι;», με λέει, ξέρω ‘γω. Λέω: «Άμα είσαι καλό παιδί», του λέω, «δεν θα γίνει τίποτα». Και πάλι… Ήρθε το γκρουπ μετά, έκανε το γκρουπ φασαρία όλο με τους έξω. Αλλά δεν κώλωναν αυτοί! Οι Εγγλέζοι είναι στη φασαρία πρώτοι, ξες. Δεν υπάρχει. Το πιο πολύ ξύλο στην Αγγλία πέφτει σε κλαμπ και τέτοια. Δηλαδή, εμείς στη Γερμανία, όταν είχαμε το κλαμπ αυτό το μεγάλο — εκεί μπορείς να πας στην αστυνομία και να κάνεις «Verboten lokal» λέγεται — απαγόρευση εισόδου σε μια ομάδα. Δεν τους βάζω για κάποιους λόγους, ρε παιδί μου. Και εμείς έχουμε κάνει για Εγγλέζους! Δηλαδή, μπαίνανε μέσα και ήτανε σίγουρο ότι θα πλακωθούνε. Δεν υπάρχει περίπτωση. Και με κάτι λόγους, ξέρεις, «ποιος ακούμπησε τη γκόμενά μου» και ξέρω ‘γώ. Δηλαδή, χειρότερα από ‘δω. Ποιος την κοίταξε, ποιος την έκανε; Και ξύλο να πέφτει! Κι είχαμε βάλει κάτι μπράβους στην είσοδο και οποίος ήταν Εγγλέζος τις έτρωγε πριν μπει μέσα για να το απολαύσει καλύτερα! Ναι.
Κι εσείς πώς τα βλέπατε όλα αυτά; Πώς τα διαχειριζόσασταν;
Καλλιτεχνικά! Είναι μία τέχνη κι αυτό. Μπορείς να δεις… Ένας πίνακας ζωγραφικής!
Ναι, θα μπορούσε.
Ε, βέβαια.
Και αυτό μεταφερόταν και έξω πολλές φορές.
Ναι, ναι, ναι.
Είχε μία αλάνα, έχω διαβάσει, απέναντι;
Ναι. Απέναντι δεν υπήρχε πολυκατοικία. Είμαι σαράντα, σαράντα ένα χρόνια εδώ. Αυτό όταν ήρθα εδώ ήτανε… Και η περιοχή διαφορετική ήτανε! Μην βλέπεις τώρα. Λοιπόν, είχε μια αλάνα στην οποία βάλανε — μετά από καμιά δεκαετία — χτίσαν έναν τοίχο για να μην μπαίνουνε μέσα. Και λέγαν «το Τείχος του Βερολίνου», ξέρω ‘γω, έτσι το λέγαν. Και μετά έγινε πολυκατοικία κάποια στιγμή. Ναι, μπαίνανε μες στην αλάνα το καλοκαίρι. Καλοκαίρι… Ειδικά τα πρώτα καλοκαίρια, που δεν υπήρχαν τέτοια μαγαζιά, ρε παιδί μου, τώρα που υπάρχουν τα καλοκαιρινά, ορθάδικα, αυτά και οι κήποι και το ένα και το άλλο και ταράτσες… Δεν υπήρχαν αυτά. Δηλαδή, το μοναδικό που λέγανε: «Καλά, πώς έχει έξω κόσμο, δηλαδή, μες στο οικόπεδο;». Παίρναν τα ποτά τους από ‘δω — δεν χωρούσανε μέσα — και πίναν εκεί έξω.
Κι η γειτονιά πώς το υποδέχτηκε όλο αυτό;
Εντάξει, μπορώ να σου πω ότι δεν είχα πολλά προβλήματα με τη γειτονιά, ας πούμε. Ε, βέβαια κάποιες φορές ενοχλόντουσαν, γιατί δεν… Υπήρχανε τύποι που δεν με θέλανε, αλλά υπήρχαν και τύποι που με θέλανε. Μπορώ να σου πω οι περισσότεροι με θέλανε από ό,τι κατάλαβα εγώ. Δεν ξέρω. Δηλαδή, άσχημα περιστατικά από πολύ λίγους είχα, έτσι, να με… Ναι. Που εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι ήτανε και ήσυχο μαγαζί το «Berlin». Αυτό, τώρα, άμα το πούμε, θα αμαρτήσουμε! Δεν γίνεται.
Θα μεγαλώσει η μύτη μας.
Ναι, ναι, ναι! Θα μεγαλώσει. Εντάξει, αλλά αυτό ήτανε. Δηλαδή το rock n’ roll και το «Berlin» αυτό ήταν. Είτε το πεις έτσι είτε αλλιώς, ήτανε μια ιστορία που έχουνε γίνει εδώ μέσα… Τώρα, δεν… Αυτά τα πράγματα είναι… «Κάθε βράδυ κι ιστορία» που έλεγε και ο Αγγελάκας, όταν δούλευε εδώ. Έτσι μ’ έλεγε. «Τώρα το πώς θα το κλείσουμε το μαγαζί… Δεν ξέρουμε τι θα γίνει».
Πώς ήταν όταν δούλευε εδώ;
Ο Αγγελάκας; Ο Αγγελάκας, καταρχήν, πρώτη φορά δούλεψε εδώ στο μπαρ. Μπάρμαν τον είχα ένα χειμώνα. Και μετά ήτανε DJ, όταν είχανε κάνει τις Τρύπες. Παίξανε κι εδώ οι Τρύπες live. Παίξανε, αλλά δεν έχουμε ούτε μία φωτογραφία. Αλλά ότι παίξανε, παίξανε οι Τρύπες στο «Berlin». Είχαμε κάνει και live τότε. Είχαμε κάνει τα καλύτερα. Εγώ απ’ την Αθήνα είχα φέρει. Οι Yell-O-Yell παίξαν, οι Villa 21, οι Anti-Troppau, οι… Δεν ξέρω. Και κάποιοι άλλοι ήταν. Τώρα δεν τους θυμάμαι. Α, οι South of No North. Κάτι dark, νταρκάδες. Παίξαν κι αυτοί. Λέγε.
Και έχουμε και το κομμάτι των επιχειρήσεων «Αρετή» εκείνη την εποχή;
Α, ναι, βέβαια. Επιχείρηση «Αρετή». Είχε πολλή πλάκα, να π[00:50:00]ούμε. Ερχόταν το φορτηγό εδώ, η κλούβα, και ήταν απέναντι ο τοίχος και τους βγάζαν έναν-έναν. «Ψηλά τα χέρια!». Ταινία κανονική, δηλαδή. Και παίρνανε μέσα όλο τον κόσμο. Δηλαδή, στην ουσία για το «Berlin» γινόταν η επιχείρηση «Αρετή», γιατί τα άλλα μαγαζιά, τώρα, δεν είχανε και τίποτε. Ήσυχα ήταν. Αλλά, εδώ γινότανε όλη, ξες, η φασαρία, η μανούρα. Όλα εδώ γινόταν. Ήτανε… Είχε ένταση.
Αλλά, σταδιακά εντάχθηκε το μαγαζί. Έγινε… Πώς να το πω; Και ακόμα και για αυτούς που το πολεμούσαν, εν τέλει, έγινε σταθερά.
Ναι, εντάξει. Ε, ήταν αυτό που ήτανε, ρε παιδί μου. Αυθεντικό. Και πάλι παραμένει αυθεντικό. Ακόμα και τώρα που αναγκαστικά ανοίγουμε νωρίς, ας πούμε, δεν έχει χάσει την αυθεντικότητά του. Εγώ το άφησα ακριβώς το ίδιο. Δηλαδή, αν θέλετε, το πολύ after που ήμασταν εμείς, ξέρω ‘γω, αυτό, μπορεί να γίνει τώρα. Σ’ εσάς είναι το πρόβλημα. Άμα το κάνετε, εσείς θα το κάνετε. Εγώ ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Έτσι δεν είναι;
Ναι. Και πέρα από τον Αγγελάκα τι άλλες φιγούρες μπορούσες να συναντήσεις, γνωστές ή άγνωστες, μπροστά απ’ τη μπάρα, πίσω απ’ τη μπάρα, στην πίστα; Τι ανθρώπους;
Ε, ντάξει, δουλέψαν εδώ πολλοί, έτσι… Κοπέλες… Ε, τώρα δεν θυμάμαι, ρε παιδί μου. Α, δούλεψε κι αυτός, ρε συ, κανένα χρόνο, αυτός που έπαιζε στου Νικολαΐδη τις ταινίες, ο Παναγιώτης, του Singapore Sling ο πρωταγωνιστής. Πώς το λένε αυτό το παιδί; Δούλεψε ένα χειμώνα και αυτός. Μία σεζόν δούλεψε αυτός. Ο Παναγιώτης… Ποιος άλλος; Ε, δουλέψανε διάφοροι. Η Νόπη η Ράντη και αυτή δούλεψε. Ηθοποιός κι αυτή. Ε, τώρα ηθοποιούς και τέτοια είχα πάρα πολλούς. Τώρα, ζωγράφους… Α, αυτός που είναι ο Δημήτρης που είναι στη Βαρκελώνη, ο ζωγράφος, ο Δημήτρης Πικρός. Δουλέψαν άλλοι που έχουνε μαγαζιά τώρα στην Αθήνα, όπως είναι ο Δημήτρης ο Βόγλης. Πολλοί ήταν. Τώρα…
Και η Κατερίνα η… η Κατερίνα Γώγου.
Α, εδώ ήτανε, ρε παιδί μου, η Κατερίνα η Γώγου. Εδώ, κάθε μέρα εδώ ήτανε. Μαλώναμε μια, μια τα φτιάχναμε, μια μαλώναμε. Είχαμε περιπέτειες με την Κατερίνα. Αλλά, εγώ είχα κάνει και μια φορά σε ένα θέατρο τη μουσική. Με είχε ένας σκηνοθέτης — ξέρω ‘γω — εντοπίσει, ο οποίος ήταν στην Αμερική κι είχε κάνει ένα ψυχόδραμα, ας το πούμε, τα Χάρτινα Λουλούδια, λοιπόν, με τη Λαδικού και τον Πέρρη τον Μιχαηλίδη. Ε, και με είπε, ρε παιδί μου: «Θα κάνεις τη μουσική». «Τώρα εγώ δεν ξέρω, ρε παιδί μου, τι μου… Ε, με μουσική ασχολούμαι, αλλά…». Λέει: «Αυτά όλα που έχεις εκεί, δίσκους, αυτά, ταινίες, ξέρω ‘γω». Μου λέει: «Όχι», λέει «θα μου κάνεις τη μουσική». Του λέω: «Δεν…». Μου έδωσε ‘κει τα κείμενα εκεί να τα διαβάσω, να γράψω τη μουσική και τα αυτά. Του λέω: «Ρε συ», του λέω, «δεν… Βαριέμαι και να τα διαβάσω», του λέω, «και δεν μπορώ να τα καταλάβω». Του λέω: «Θα έρχομαι στις πρόβες», του λέω, «να καταλάβω όλο το… Θα το βλέπω οπτικά, ρε παιδί μου και θα λέω εγώ τι θα βάλω ‘δω, τι εκεί, πού θα παίζει αυτό, εκείνο». Και του έκανα τη μουσική. Κι είχε επιτυχία. Παίχτηκε εδώ στο Κρατικό και με κάνανε και… Πώς το λένε; Για να με πληρώσουν με κάνανε και έκτακτο συνεργάτη, με κάνανε πρόσληψη. Ναι, έχω και τα χαρτιά! Κάπου τα ‘χω ακόμα. Αυτό γίνεται το ’83, τώρα, ’84. Αυτό έγινε πάνω σ’ αυτό το στούντιο που σε είπα, πάνω απ’ το «Berlin» που είχα κάνει ένα στούντιο. Λοιπόν, και… Κάτσε, έγινε αυτό. Τώρα, αυτό γίνεται… Α, αυτό ήταν να το κάνει και η Γώγου και είχαμε συζητήσει, ας πούμε. Μου είπε: «Θα κάνεις πάλι εσύ τη μουσική», μου λέει, «εκεί». Τώρα, μουσική… Εγώ δεν ήμουν μουσικός, ρε παιδί μου, αλλά έβαλα ήχους. Έπαιζα με διάφορα, αυτά, ξέρω εγώ. Ό,τι μπορούσα έκαμνα. Αλλά, τα ‘βαζα σε κατάλληλα σημεία. Έκοβα, έραβα, ξέρω ‘γω, έκανα μίξεις, ας πούμε, μοντάζ, ξέρω ‘γω, αυτές τις ταινίες. Είχα πάρει… Είχαν και κάτι ωραία μαγνητόφωνα Revox στο Κρατικό. Τα είχα φέρει εδώ στο στούντιο και μ’ εκείνα, ας πούμε, έκανα δουλειά, ρε παιδί μου. Δηλαδή… Άμα πιάνω κάτι και είναι με τη μουσική, ασχολούμαι, με κατάλαβες; Επειδή μ’ αρέσει κιόλας. Λοιπόν… Γιατί είχαμε κάνει και με το Χριστιανάκη ένα βιντεοκλίπ μετά. Εκείνη την εποχή, τώρα… Τέλος πάντων. Λοιπόν, και λέγαμε με τη Γώγου… Και τη λέω: «Θα το κάνω». Μετά είχε βρει και τον Σαλβαδόρ από τα Μωρά της Φωτιάς. Θα κάναμε συνεργασία και μ’ αυτόν. Τελικά δεν έγιναν όλα αυτά, γιατί αυτή… καθάρισε, ξέρω εγώ; Πέθανε απ’ τα drugs, απ’ τα αυτά, απ’ τα έτσι… Είχε πέσει πολύ, γιατί δεν μπορούσες να συνεννοηθείς και καλά μαζί της. Όχι ότι ήτανε κακιά η κοπέλα, αλλά δεν λειτουργούσε, ρε παιδί μου, κάπου. Ποιήτρια ήταν αυτή… Ηθοποιός ήτανε βασικά, αλλά μετά είχε γράψει κάτι ιστορίες με ποιήματα, έτσι… Διάβασα κι εγώ. Ωραία.
Ναι, ήταν.
Αλλά, ήτανε… Φιλαράκι ήτανε, ρε παιδί μου. Α, πίναμε και καμιά φορά κανά καφέ. Το προηγούμενο βράδυ μπορεί να σκοτωνόμασταν, μετά ok, τίποτα. Τα ξεχνούσε όλα αυτή. Ντάξει, μια χαρά ήταν. «Berlin» ήταν αυτή, ρε παιδί μου.
Ήτανε…
Φατσο-«Berlin».
Και να πούμε ότι έχουν περάσει και πολλοί άλλοι. Είπαμε για τους…
Ε, ηθοποιοί και τέτοια. Ποιοι άλλοι;
Και από μπάντες.
Α, μπάντες;
Οι Deus έχουν περάσει.
Α, οι Deus κάναν φασαρία, το θυμήθηκα. Οι Βέλγοι. Αυτοί κάναν φασαρία εδώ! Ναι ρε, εδώ κάναν φασαρία. Πετούσανε σκαμπό, γάμησέ τα!
Συχνά αλλάζατε…
Και οι Neubauten είχαν έρθει εδώ.
Και οι Neubauten.
Βέβαια. Ναι, ναι.
Κι αυτοί φασαρία;
Ναι, ναι, ναι. Οι Ramones ήρθαν πολλές φορές. Ο Mark Almond ήρθε, η Siouxsie ήρθε, απ’ του Cave ήρθαν σχεδόν όλοι. Ο Bruce Licher από τους Savage Republic κάθε μέρα εδώ ήταν, γιατί είχανε γράψει κι ένα δίσκο εδώ. Ο Cacavas, ο Chris Cacavas απ’ τους Green on Red. Τώρα, πάρα πολλοί, ρε παιδί μου. Βασικά, όποιο γκρουπ περνούσε, περνούσε από ‘δω. Κάτι γκαραζογκρούπ, ας πούμε, σχεδόν όλοι. Ακόμα και αυτοί οι Αυστραλοί, οι Chills — πώς τους λέγανε — είχαν έρθει εδώ. Κι εκείνος που ήταν… Ο Greg Shaw, ο οποίος πέθανε. Ήταν αυτός που έγραφε για τη Midnight Records, που ‘χε κάνει τα καλύτερα άρθρα, ας πούμε, τα review — ο Greg Shaw — και ο μεγαλύτερος συλλέκτης μικρών βινυλίων στον κόσμο. Μιλούσαμε μ’ αυτόν εδώ, δηλαδή τα λέγαμε. Αλλά, πέθανε αυτός. Έτσι διάβασα, δηλαδή. Α, κι ο άλλος, ο Sky Saxon που ήρθε εδώ και έβγαλε και γκόμενα τη σερβιτόρα μου και δεν πήγε με το γκρουπ στην Αυστρία που πήγανε. Τον είχαμε φέρει πρώτη φορά εδώ, το ’80. Μεγάλος! Και ερχόταν εδώ στο «Berlin», ξέρω ‘γω, καθίσαν εδώ και — τώρα μην σου πω το όνομά της, ξέρω εγώ — τα φτιάχνει με μία σερβιτόρα! Και «Είμαι μαζί της», ξέρω εγώ. Θα παίζανε στη Βιέννη — πού θα παίζανε —, έφυγε το γκρουπ κι αυτός έμεινε εδώ μ’ αυτή! Και έπαιξε μια φορά με τους Mushrooms στα πανεπιστήμια. Παίξανε live. Παίζαν οι Mushrooms και πήγε τραγούδησε αυτός μαζί τους. Τώρα αν είχαμε μια τέτοια κασέτα, θα ήταν φοβερά σπάνια.
Πολλά πράγματα, ναι.
Ο Sky Saxon, αυτός που ήτανε κολλητός με τον Jim Morrison ήταν αυτός. Αυτός ήτανε με… Ήταν δύο γκρουπ στο Λος Άντζελες — οι Doors και οι Seeds — που ήτανε με επιτυχίες. Αλλά οι εταιρείες προωθήσαν περισσότερο τους Doors, γιατί ήτανε και λίγο ο Jim Morrison γκόμενος και ξέρω ‘γω, τα λεγε και με τα ποιήματα και μ’ αυτά και φύγαν. Άμα δεν ήταν οι Doors, αυτοί θα ήτανε οι φίρμες απ’ το L.A.
Κομμάτι των οποίων Seeds ήταν ο Sky Saxon, έτσι; Να το πούμε αυτό.
Αυτός ήταν ο αρχηγός, ρε παιδί μου. Ναι, ντάξει.
Και έμεινε πίσω.
Ναι… «No Escape» και πολλά τραγούδια, έτσι, κομμάτια έχει πει.
Και αφού είπαμε για αυτό το ζευγάρωμα, να πούμε ότι και τα ζευγαρώματα ήταν κομμάτι αυτόνομο του «Berlin». Πολύ πράγμα, ας πούμε.
Ποιο;
Το ότι ο κόσμος ερχόταν κι εγώ για γνωριμίες, για παιχνίδι.
Α, ναι! Βέβαια! Είχε τα πάντα, ρε συ, το «Berlin»! Τι; Ε, βέβαια. Εδώ τι… Τώρα μη λέμε, τώρα, τι γινόταν επάνω, ακόμα και τώρα και αυτά. Από ‘κει μην το ψάχνεις! Ναι.
Είναι η τουαλέτα μόνη της ένα…
Ένα… Θες να πας να την δεις την τουαλέτα; Να πας να την δεις;
Μετά θα πάω. Ένα κεφάλαιο από μόνη της.
Ένα κεφάλαιο από μόνη της η τουαλέτα του «Berlin». Εγώ δεν νομίζω να υπάρχει τέτοια τουαλέτα στον κόσμο, παγκοσμίως. Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει. Εγώ, όταν με ρωτήσανε μια φορά: «Τι είδες, πες μας, στο «Berlin» και τι έκανες;». «Να σας πω, ρε παιδιά;», τους λέω. «Δικό μου είναι το «Berlin», εντάξει. Αλλά, έχω δει το 20%. Το 80% δεν μπόρεσα να το δω απ’ αυτά που συνέβαιναν».
Γιατί ήταν πάνω.
Επάνω-κάτω και παντού. Εδώ δεν… Ρε συ, μια φορά άμα δεις τι γινότανε, θα πάθαινες πλάκα, ας πούμε. Δηλαδή, εκείνη την ώρα κατάλαβα τι είναι «Berlin», ας πούμε, ξέρω ‘γω. Με κατάλαβες; Δηλαδή, ήταν εδώ στο μπαρ… Συνήθως δουλεύουνε δυο: μια μπαργούμαν και μαζί με το μπάρμαν. Αυτή είναι πιο βοηθητικιά. Τέλος πάντων, είναι πρωί τώρα, οχτώ η ώρα. Βγαίνει αυτή. Πάει πάνω στην τουαλέτα. Κατεβαίνει. Ξαναβγαίνει. Έχουμε δουλειά. Τη λέω: «Τι κάνεις ρε;», την λέω, να πούμε. «Δουλειά έχουμε». Λέει: «Θέλω να κατουρήσω», λέει, «και πηδιούνται», λέει, «πάνω. Δεν… Δεν… Εγώ αυτό… Δεν μπορώ να ανοίξω την πόρτα να κατουρήσω. Γι’ αυτό ανεβοκατεβαίνω». Δεν μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα. Την ίδια ώρα βλέπω εκεί το DJ, τον φιλούσε μια γκόμενα, ξέρω ‘γώ. Την χαλβάδιαζε, ξέρω ‘γω. Κι η δικιά του η γκόμενα την είχε βάλει ένας κάτω εδώ, εδώ πίσω και ήταν έτοιμος να την πηδήξει, ξέρω ‘γω! Λέω: «Τώρα τι γίνεται; Άλλος εδώ, άλλος εκεί, άλλος εκεί!». Ε, με λέει ο άλλος: «Αυτό είναι το "Berlin"», μου λέει. «Τι να καταλάβεις;». Δηλαδή, αυτό προσφέρει, ρε παιδί μου, αυτή την άνεση, ας το πούμε, και την ελευθερία.
Είναι λίγο σαν το μαγαζί να απέκτησε δική του προσωπικότητα-
Από μ[01:00:00]όνο του, ναι.
Και να ‘φυγε απ’ τον δημιουργό του, αφού κι ο ίδιος ο δημιουργός του έφτασε στο σημείο να μην αναγνωρίζει κάποιες φορές το τι γίνεται.
Κοίταξε… Ναι. Όχι δεν… Τα αναγνωρίζω, γιατί έτσι είναι και το δικό μου το κεφάλι, με κατάλαβες;
Λοιπόν, να σου πω και ένα άλλο περιστατικό απ’ αυτά τα χιλιάδες που γίνανε μέσα στο «Berlin». Αλλά, δεν μπορώ ούτε όλα να τα πω, ούτε τι περίεργα γίνανε, ούτε τι διαφορετικά. Αλλά, ντάξει, μερικά που με κίνησαν, έτσι, λίγο την εντύπωση ήτανε… Μια κοπέλα που ήτανε και έπινε στο μπαρ, εκεί που κάθομαι εγώ συνήθως, εκεί στη γωνία. Και το μαγαζί ήτανε φουλ, ήτανε τρεις-τέσσερις η ώρα. Είχε πιει αρκετά αυτή. Σε κάποια στιγμή πάει να πληρώσει. Λέει, φωνάζει τη μπαργούμαν εκεί να την πληρώσει. Ε, τη λέει η μπαργούμαν τον λογαριασμό. Αυτή ψάχνει στις τσέπες της, δεν βρίσκει το πορτοφόλι της! Ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει. Λέει: «Ρε συ», μου λέει, «μου κλέψαν το πορτοφόλι. Με κάνανε. Τι έγινε;! Πού το ‘χω, πού το ‘χω βάλει;». «Ε», λέω, «ψάξε, ρε παιδί μου. Θα το βρεις». Ψάχνεται αυτή. Ψάχνεται. «Όχι, δεν το βρίσκω», μου λέει. «Ψάχνει κάτω μήπως της έπεσε εδώ, εκεί, στο μπαρ». Την λέω: «Ντάξει μωρέ. Δεν πειράζει», την λέω, «θα τα πληρώσεις», αυτά. «Όχι», μου λέει. «Θα το βρω», μου λέει. Και ‘κει που λέει: «Να το βρω» κι εκεί που αρχίζει και ψάχνεται αρχίζει και τα… Βγάζει το πουκάμισό της, βγάζει το αυτό της… Τα βγάζει όλα! Ξαφνικά αρχίζει απ’ την τρέλα της — δεν ξέρω τώρα τι έγινε — βγάζει το σουτιέν της, βγάζει το βρακί της. Μένει γυμνή. Με λέει: «Δεν το βρίσκω». Εν τω μεταξύ, φουλ το μαγαζί! Δίπλα της χορεύαν οι άλλοι! Ε, λέω: «Δεν το βρίσκεις. Δεν πειράζει», τη λέω. «Εντάξει», λέω. «Α, ντύσου», λέω «και όταν το βρεις θα έρθεις να μας πληρώσεις». «Καλά», μου λέει. Και για μια στιγμή κάθισε και στον καναπέ, ας πούμε, έτσι γυμνή όπως ήτανε. Πώς δεν ξάπλωσε, δηλαδή! Κάθισε μόνο. Και τη λέω: «Άντε, ρε παιδάκι μου», τη λέω. «Βαλ’ τα», τη λέω, «να μην σε κλέψουνε και τα ρούχα». Και τα φόρεσε τα ρούχα της κι έφυγε!
Και για να έρθουμε, τώρα, λίγο στο παρόν της περιοχής, το οποίο είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που μου περιγράφετε, με την κοπέλα και με όλα αυτά. Είμαστε στην περιοχή της Προξένου Κορομηλά, η οποία δεν έχει καμία σχέση, έτσι, με το πώς ήτανε, ας πούμε.
Ε, ναι. Τώρα έχει αλλού πιάτσα. Δεν…
Δεν ξέρω αν έχει πιάτσα όπως ήταν η Κορομηλά, τότε που μου περιγράφετε, σήμερα.
Ναι, κοίταξε. Τότε ήτανε και διαφορετικές οι συνθήκες, διαφορετική η νεολαία, διαφορετικά όλα. Τώρα είναι πιο κουλ η νεολαία, ρε παιδί μου. Τώρα περισσότερο είναι πιο συμμαζεμένη, πιο συντηρητική. Τότε — και εσύ ο ίδιος το είπες — γινόταν και φασαρίες. Ήταν οι punks, ήταν… Τα σπάγαν εδώ γύρω, τα κάνανε… Είχαμε πολύ αυτό. Δηλαδή, το rock n’ roll τότε λειτουργούσε και με τη νεολαία πολύ άμεσα. Δηλαδή, για να τους κατευνάσουμε… Ήτανε και λίγο η καταπίεση η πριν. Τους έβγαινε λίγο πιο έντονα, ας το πω. Τώρα, εντάξει, είναι πιο… Τα άτομα είναι πιο ήσυχα. Δηλαδή, πηγαίνω εγώ και στη Ρωμαϊκή Αγορά που πηγαίνω τώρα και σε κάποια αλλά αυτά. Δεν... ‘Ντάξει, μιλάνε, συζητάνε, γράφουν κάνα ποίημα, τρώνε κάνα κουλουράκι! Αλλιώς.
Και αυτό τι αισθήματα-
Όχι ότι είναι κακό. Δεν το λέω για να πω ότι κάνουν κάτι κακό, ας πούμε.
Αυτό θα έλεγα. Εσείς τι αισθήματα έχετε που βλέπετε έτσι σήμερα τη γειτονιά, τη νεολαία κτλ.;
Κοίταξε να δεις, ναι… Ναι, τα συναισθήματά μου είναι ότι καταλαβαίνω πολύ τον κόσμο. Δηλαδή, απ’ αυτά που παίρνει αυτά σού δίνει. Δηλαδή, τώρα είναι… Περισσότερο λειτουργούνε με ταμπέλες. Δηλαδή, όλα τα πράγματα γίνονται βάσει ταμπελών — εγώ είμαι έτσι, ο άλλος είναι έτσι, ο άλλος — και λειτουργούνε όλα μέσα από τι ταμπέλα έχει ο καθένας. Αυτό είναι το στυλ τώρα της εποχής. Όχι τώρα, έχει καμιά δεκαετία. Δεν είναι τωρινό, ας πούμε. Οπότε, σ’ αυτό το θέμα έχουνε… Δηλαδή, αυτή η νεολαία τώρα, άμα είναι έτσι, έχει τα στεγανά της. Από ‘κει μέσα δεν ξεφεύγει. Δηλαδή είναι… Πώς πάνε στον στρατό ή στο Γυμνάσιο ή φοιτητές και τα κάνουν αυτά τα πράγματα και νομίζουν ότι κάποια ελευθερία έχουνε; Στην ουσία δεν έχουν τίποτε. Με κατάλαβες τι γίνεται; Αλλά λειτουργούνε μέσα απ’ αυτό, γιατί έτσι τους βολεύει κιόλας. Και μερικά πράγματα που γίνονται, γίνονται λίγο ψεύτικα, με κατάλαβες; Γιατί αύριο-μεθαύριο θα είναι οι καλύτεροι δημόσιοι υπάλληλοι αυτοί. Μην σου πω αυτοί θα σε κάνουνε και… Θα σου κουνάνε το χέρι. Το ‘χω δει αυτό, με κατάλαβες τι γίνεται; Ο πρώην επαναστάτης τώρα μου κουνάει το χέρι. Ασ’ τα να πάνε! Τώρα μη… Αυτή η συζήτηση είναι… Αλλά καλά να είναι. Εμείς τους ευχόμαστε υγεία και καλή αυτή… Καλά να παντρευτούνε, βασικά, να βρουν και καμιά καλή κοπέλα!
Αυτό νομίζω ισχύει λίγο και ήθελα να ρωτήσω ότι… Ξέρω, ας πούμε, έχω ακούσει ανθρώπους που λεν: «Θα πάω στο Βερολίνο γιατί είναι trendy, εναλλακτικό»-
Ε φυσικά, trendy. Μόνο trendy είναι το Βερολίνο.
Και «θα βγάλω στο Instagram φωτογραφίες». Μήπως δυστυχώς και ένα κομμάτι των ανθρώπων που έρχονται σήμερα στο «Berlin» είναι έτσι;
Ε, βέβαια και είναι έτσι. Δεν το λέω ότι δεν είναι έτσι.
Δεν είναι τόσο αυθεντικά τα πράγματα ίσως;
Ναι. Ναι, δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν φαίνεται; Αλλά, εγώ, κοίταξε, επειδή δεν κατηγορώ καμία εποχή, δεν τους κατηγορώ. Ζω την εποχή μου όπως είναι, με κατάλαβες; Είναι ψεύτικη; Ψεύτικα. Γιατί όχι; Εγώ ποιος είμαι που θα τους πω να τα κάνουν αλλιώς; Με κατάλαβες; Δεν μπορώ να κάνω εγώ τον δάσκαλο σε κανέναν ή να του κουνάω το χέρι. Συνήθως στην ηλικία μου, όποιους βρίσκω με λένε: «Τι ωραία που ήμασταν εμείς στην εποχή μας», και αυτά «και τι μαλάκες είναι αυτοί». Λέω: «Γιατί, αγόρι μου; Πώς αισθάνεσαι, δηλαδή, εσύ ωραίος και αυτοί είναι μαλάκες; Μια χαρά είναι και αυτοί και εσύ όπως ήσουνα, ήσουνα! Μήπως επειδή δεν μπορείς να κάνεις ό,τι κάνουν αυτοί;». Γιατί, υπάρχει κι αυτό. Από κόμπλεξ, δηλαδή. Ε ναι. Ή τώρα έχουνε τακτοποιηθεί αυτοί και λένε: «Πω πω, το rock κι αυτά». Ποιο rock, αγόρι μου; Το rock είναι τι ζωή κάνεις εσύ και τι έχεις στο μυαλό σου. Το rock είναι το μυαλό, δεν είναι τίποτα άλλο.
Και για να έρθουμε λίγο και στη Θεσσαλονίκη. Γιατί η Θεσσαλονίκη δυσκολεύεται να κρατήσει τα θρυλικά της στέκια, είτε είναι μπαρ, είτε είναι κινηματογράφοι;
Ε, εντάξει, ναι. Αυτό είναι μια ιστορία κακιά.
Κλείνουν. Γίνονται σούπερ μάρκετ, γίνονται κομμωτήρια.
Τώρα του Μόλχο το βιβλιοπωλείο έπρεπε να κλείσει, ρε φίλε; Τι λες τώρα; Τι λες τώρα; Του Φλόκα το ζαχαροπλαστείο που ήταν Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, αυτό το καταπληκτικό, ήτανε να το κλείσουνε; Και τόσα άλλα, δεν είναι μόνο αυτά. Άσε τώρα. Εντάξει…
Αυτό είναι λίγο… Έχει να κάνει και με την κοινωνία της πόλης;
Ε, φυσικά. Και με το πώς σκέφτονται οι έχοντες και κατέχοντες. Δηλαδή, δεν μπορώ εγώ να τους γυρίσω τα μυαλά, δεν γίνεται. Απλώς γελάω καμιά φορά, κλαίω καμιά φορά. Α, εντάξει. Τι να κάνεις;
Είναι και λίγο το «Berlin» ο τελευταίος-
Από την άλλη είναι και τα κόμματα που τους καπελώνουν όλους. Γιατί, όλοι όταν είναι να πούνε κάτι το λένε με την πλάτη του κόμματος. Έχουνε πλάτη το κόμμα και γι’ αυτό μιλάνε τώρα. Ε, τώρα τι να καταλάβεις τώρα; Εντάξει.
Είναι και λίγο το «Berlin» ο τελευταίος των Μοϊκανών, λοιπόν, σ’ αυτά τα μαγαζιά;
Δεν ξέρω. Αυτό το ξέρει ο κόσμος. Δεν ξέρω άμα είναι τελευταίος ή αυτός. ‘Ντάξει, μην ξεχνάς και εγώ… Αυτό ήταν και… Σχεδόν πάνω απ’ όλα ήταν και δουλειά μου, έτσι δεν είναι; Δηλαδή, εντάξει, δεν το παίζω Δον Κιχώτης. Σιγά. Αλλά γίναν όλα αυθεντικά, ρε παιδί μου! Έβγαλα τον εαυτό μου εδώ μέσα και απλώς με ακολουθήσανε πολλοί. Άλλος δεν θα τον έβγαζε, γιατί αυτά που έκαμνα εγώ δεν θα τα ‘καμνε κανένας. Γιατί δεν θα τα ‘καμνε; Όχι γιατί… Γιατί θα τα νόμιζε τρελά. Δηλαδή, σου λέει: «Τι κάνει αυτός; Χαζός είναι;».
Και για να έρθουμε λίγο και στη δισκογραφία που έχετε συγκεντρώσει, είστε συλλέκτης δίσκων.
Ε, το ‘χω κι αυτό το ελάττωμα.
Πόσοι δίσκοι;
Ε, πολλοί. Εβδομήντα χιλιάδες και.
Και πώς τους διαχειρίζεστε;
Ε, δεν υπάρχει για αυτό. Μπορούμε να μιλήσουμε… Αυτό είναι ολόκληρο κεφάλαιο. Δηλαδή, όλη μου η ζωή εκεί μέσα είναι, σε αυτά τα πράγματα. Και βέβαια είναι και δύσκολο από την άποψη ότι αυτά τα κυνήγησα και ο άλλος, που δεν μπορεί να το καταλάβει… Το καταλαβαίνει ότι αυτά είναι και λεφτά. Δεν είναι… Δηλαδή, ματώσαμε. Δηλαδή, έτυχε να ‘ρχομαι εγώ από το εξωτερικό, να παίρνω ταξί και να ψάχνω εδώ κανέναν να πληρώσει το ταξί. Όταν έφευγα, έφευγα με λεφτά και ερχόταν το ταξί εδώ και… Τώρα τι να σου πω; Ξέρω ’γω; Στην Αμερική που πήγαινα και έβρισκα διάφορους, ξέρω ‘γω, χίπις σε κοινόβια, για να βρω τον τάδε δίσκο που βγάλανε εκατό κομμάτια, ας πούμε, και το πουλούσανε τόσο, ξέρω ‘γω και το βάζαν σε πλειστηριασμό; Τώρα… Τι να σου πω τώρα; Γιατί αυτά που έχω πάρει εγώ δεν τα ‘χω πάρει απ’ τα δισκάδικα. Γιατί, ο κόσμος νομίζει ότι πήγαινα σε δισκάδικα και έπαιρνα δίσκους. Όχι, καμία σχέση. Αυτά τα κάνουν οι επαγγελματίες. Εμείς τα παίρναμε από ανθρώπους, που ήτανε dealers. Δηλαδή, είχανε αυτά που βγάλαμε εκείνοι που… Ακόμα κι αυτό το ελληνικό που είναι πανάκριβο, το «Τα Τέσσερα Επίπεδα της Ύπαρξης», κι αυτό, που είναι ο πιο ακριβός δίσκος στην Ελλάδα — νομίζω κάνει τρία, τέσσερα χιλιάρικα, πόσο κάνει τώρα;— αυτό είχε βγει σε εκατόν πενήντα κομμάτια. Και επειδή[01:10:00] δεν τα βγάλανε για πώληση, τα στείλανε στην Αγγλία και τα είχε ένα δισκάδικο σ’ ένα πατάρι επάνω. Και μετά τα ‘βγαλε. Και επειδή θεωρήθηκε πανσπάνιο πήρανε μεγάλη αξία. Κάπως έτσι έγινε αυτός ο δίσκος. Όπως έγραψε και μία στο Facebook… Λέει: «Με κάνανε δώρο», λέει — τα είχε με κάποιον απ’ αυτούς — «με έκανε δώρο δύο δίσκους», λέει, «από ‘κείνο και έχω περιουσία τώρα», λέει. Έτσι είχε γράψει μία. Και από ό,τι έχω δει σε άλλες συνεντεύξεις έχετε και ένα αντίτυπο του «Yesterday and Today» των Beatles, που είναι κλασικό-
Α!
Το εξώφυλλο που είναι ντυμένοι χασάπηδες-
Χασάπηδες.
Το απαγορευμένο.
Ναι, ναι, ναι. Το ‘χω original αυτό. Απ’ την Αθήνα το πήρα αυτό. Το πήρα απ’ τον Χατζή, ο οποίος πέθανε. Ξες ποιος ήταν ο Χατζής; Ένας κιθαρίστας που πέθανε, που γράψανε… πάνω στη σκηνή, την ώρα που έπαιζε κιθάρα; Που είχε το «Music Machine», ένα δισκάδικο στην Αθήνα, στα Εξάρχεια. Αυτός είχε… Αυτός είχε κάνει μεγάλη δουλειά σε εισαγωγές. Είχε έναν αδερφό που έμενε στο Σικάγο ο αδερφός του και ό,τι καινούργιο έβγαινε αμερικάνικο, πρώτα το έστελνε στον αδερφό του, στον Δημήτρη. Κι ο αδερφός του πάντα, όταν πηγαίναμε Αθήνα, είχε ό,τι πιο καινούργιο έβγαινε. Ειδικά από ανεξάρτητο rock αμερικάνικο. Και τον είχε στείλει κι ένα δίσκο, το «Yesterday and Today» των Beatles. Και θυμάμαι το είχα πάρει τότε καμιά… 650.000 το είχε; Δραχμές. Δηλαδή, δύο, δυόμιση χιλιάρικα; Τόσο; Ε, μ’ έκανε και μια έκπτωση. Γιατί, εκεί με τον Χατζή συνέχεια μαλώναμε, ξέρω ‘γω, «Τόσο», «Τόσο». Βριζόμασταν. Ε, τελικά το ‘παιρνα εγώ. Έδινα εκεί τα λεφτά. Από ‘κει το ‘χω πάρει.
Κι ως ένας άνθρωπος που ξέρει, λοιπόν, το βινύλιο πάρα πολύ καλά, γιατί ζούμε αυτή την αναβίωσή του σήμερα;
Ε, τη ζούμε γιατί και το CD δεν πολυπήγε καλά. Γιατί και το CD χαλάει, δεν ξέρεις πόσα χρόνια θα κάνει. Βέβαια, είναι πολύ πιο εύκολο το CD να το χρησιμοποιείς, γιατί είναι μικρό, ενώ το βινύλιο είναι βαρύ, είναι δυσκίνητο, ας πούμε. Χαλάει πιο εύκολα το βινύλιο. Δηλαδή, άμα ζεσταθεί λίγο, στραβώνει. Κάνει, ράνει. Είναι το βινύλιο, αυτό το υλικό, το vinyl που είναι, που το φτιάχνουν, που είναι πολύ ευαίσθητο. Δηλαδή, κάτι να ακουμπήσεις επάνω, χαλάει. Και τ’ άλλο, και το CD χαλάει, ρε παιδί μου. Εγώ έχω CD που τώρα δεν παίζουνε. ‘Ντάξει.
Έχουμε και τα ψηφιακά σήμερα.
Ε, τα ψηφιακά παίζουνε, ρε παιδί μου. ‘Ντάξει, είναι… Αλλά, τα ψηφιακά πάντα τα γράφεις από το βινύλιο ή απ’ το CD, έτσι δεν είναι; Τα κάνεις αντιγραφή.
Ε, πλέον πολλά συγκροτήματα κυκλοφορούν το master-
Α, μπορούν να το κάνουν με το master απ’ το στούντιο. Ναι, γίνεται κι αυτό. Αλλά, πάλι τι μηχανήματα, έχεις πώς το βγάζεις. Είναι πολλά, ρε παιδί μου. Δεν ξέρω. Τώρα γνώμη σε αυτό εδώ κατασταλαγμένη… Δεν υπάρχει νόμος.
Εσείς βινύλιο, όμως, σταθερά.
Ε, εγώ βινύλιο, γιατί το ‘χω συνηθίσει, είναι πιο ζεστός ο ήχος του. Νομίζω ότι είναι καλύτερο απ’ το CD. Ναι, νομίζω ότι είναι καλύτερο.
Και για να έρθουμε λίγο στο σήμερα, ολοκληρώνοντας: κορωνοϊός και «Berlin». Το «Berlin» που ανοίγει εφτά η ώρα το απόγευμα και κλείνει δώδεκα.
Κοίταξε, καταρχήν μες στο «Berlin» δεν κολλάς κορωνοϊό με τίποτα. Δηλαδή, δεν προλαβαίνει ο κορωνοϊός να μπει απ’ την πόρτα. Πέφτει κάτω νεκρός, με κατάλαβες τι γίνεται; Πού να μπει εδώ μέσα ο κορωνοϊός, ρε; Το πιο ασφαλές μέρος εδώ είναι.
Να το ακούν όλοι αυτό. Πώς είναι, λοιπόν, να λειτουργείτε — αυτό που λέγαμε και πριν — τέτοιες ώρες, ας πούμε;
Ε, δεν… Είναι αναγκαστικό αυτό, δεν είναι… Κλείνω κανονικά, δωδεκάμισι η ώρα εδώ; Δωδεκάμισι. Μπαμ! Κοίταξε να δεις τώρα, το «Berlin» πλέον δεν είναι τόσο πολύ το βιοποριστικό, ας το πούμε. Είναι γιατί έχω ζήσει εγώ έτσι, μ’ αυτό το μαγαζί σαράντα ένα χρόνια τώρα και δεν βλέπω, δεν φαντάζομαι αλλιώς τη ζωή μου. Δηλαδή, έρχομαι εδώ. Έστω και μισή ώρα να έρθω, να δω τα παιδιά, να πω κάτι, ξέρω ‘γω, αυτό με γεμίζει, ας πούμε. Είμαι και μόνος μου. ‘Ντάξει, είναι κάτι… Σαν παιδάκι είμαι, με κατάλαβες τι γίνεται; Ε δεν… Έχουνε γίνει… Και ήταν ένα μαγαζί, τώρα, δηλαδή, σαν να είναι εκατό μπαρ μαζί, ρε παιδί μου. Δηλαδή, αυτά που έχουνε γίνει εδώ σ’ εκατό μπαρ δεν έχουνε γίνει. Παραπάνω. Διακόσια πρέπει να βάλεις. Ε, ναι. Τώρα, περιπέτεια κάθε μέρα.
Πρέπει να γράψετε απομνημονεύματα, γιατί…
Ε, δεν… Ξεχνάω πολύ εύκολα και…
Άρα τα πλάνα σας για το μέλλον;
Τα πλάνα μου για το μέλλον; Ε, δεν έχω κανένα πλάνο. Δεν είχα εγώ ποτέ στη ζωή μου ούτε πλάνα ούτε όνειρα. Ό,τι έβρισκα έκαμνα. Ό,τι έβρισκα το ‘καμα. ‘Ντάξει, τι να κάνουμε; ‘Ντάξει, άμα είναι… Κοίταξε να δεις, επειδή εγώ είχα τραβήξει και πάρα πολλά… Αυτή την ιστορία δεν την είπα. Δηλαδή, πολλές φορές με κλείσαν το μαγαζί με αποφάσεις που έχω. Τις περισσότερες τις έχω. Άμα δεις πόσες αποφάσεις έχω, βιβλίο βγάζεις με τις αποφάσεις! Αλλά, πάντα το κυνηγούσα, έτσι, λίγο με νομικά, ας πούμε, με το θέμα και πάντα την έβγαζα — με κατάλαβες— χωρίς να κάνω τίποτε αυτά. Δηλαδή, δεν μπορείς να παίζεις μ’ αυτά εδώ. Οπότε, ρε παιδί μου, δεν ήτανε και μία εύκολη ιστορία με όλα αυτά τα πράγματα. Γιατί, είχαμε πολλά γραψίματα, πολλά αυτά, πολλά δικαστήρια, πολλά τέτοια. Απλώς εγώ είχα βρει πολλές φόρμουλες και φόρμες. Είχα γίνει σαν δικηγόρος, ρε παιδί μου, για μένα. Δηλαδή, για να καλύπτομαι. Δεν, δεν γίνεται αλλιώς. Δηλαδή, τι να σου πω τώρα; Αλλά και αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Δεν τα λέω για να παραπονιέμαι. Αλίμονο. Περνούσαν από ‘δω οι κλούβες, σταματούσανε και τρέχαμε από ‘δω, από ‘κει να φύγουμε. Τι λες τώρα; Κι η γυναίκα μου! Έτρεχε. Ναι, κρυβόταν. Την είχαν πάρει κι αυτήν αυτόφωρο. Άσε, γάμησέ τα.
Άρα, κάπως έτσι στο κυνηγητό και με τη ζωή.
Ναι. Ε, και γιατί όχι, μωρέ; Τι; Θα κάθεσαι σε έναν καναπέ και θα αράζεις; Θα γίνουμε ένας καθηγητής πανεπιστημίου, που θα πηγαίνει σε ένα γκουρμεδιάρικο μετά με τη γυναίκα ή με τη γκόμενα και «χα, χα, χα». Εντάξει, καλά περνάει… Δεν κατηγορώ εγώ κανέναν. Εντάξει, ο καθένας…
Ό,τι ταιριάζει στον καθένα.
Ό,τι ταιριάζει στον καθένα. Εντάξει.
Ωραία. Τότε-
Πάντως εγώ, σου λέω, καλά. Δηλαδή, είμαι ευχαριστημένος. Δεν είναι δυσαρεστημένος, αν και πέρασα και πολύ δύσκολα. Αλλά, γιατί όχι; Και στο εξωτερικό πέρασα δύσκολα. Στα ταξίδια μου όλα, και στην Ανατολή και εδώ, εκεί, έχω πολλές σε χώρες, ας πούμε. Από Ινδίες μέχρι, ξέρω ‘γω, Βιετνάμ και Μπαλί και… Ό,τι θες. Δηλαδή, και Βιρμανία στη ζούγκλα, και στο… Τέλος πάντων.
Σας άρεσαν; Αυτά τα ταξίδια είχανε-
Ναι, εντάξει. Είναι πιο tropical. Λίγο-πολύ μοιάζουν αυτά, μη νομίζεις. Ειδικά άμα πας Ανατολή, όλες οι χώρες, ε, πάνω-κάτω ίδιες φάτσες έχουν όλοι. Και οι φάτσες και η κουλτούρα και αυτή δεν… Αλλά, ωραία είναι. Πολύ ωραία. ‘Ντάξει. Λοιπόν, αλλά δεν ήταν εύκολα. Δηλαδή, έχω μείνει και έξω. Έχω μείνει και σε κλαμπ μέσα να κοιμάμαι καμιά βδομάδα, να ‘ρχονται οι καθαρίστριες κι εγώ να κοιμάμαι σε κάνα καναπέ. Έχω μείνει σε σταθμούς. Έχω μείνει σε τρένα μέσα, που να μην μπορώ να σηκωθώ μετά από δύο-τρεις μέρες ταξίδι. Γιατί, τότε δεν είχε και πολύ… Τώρα, τώρα όλοι πετάνε. «Πετάω εδώ, πετάω εκεί». Ακούω τα γκομενάκια: «Πετάμε, πετάμε. Έχασα την πτήση. Θα πάρω την τάδε πτήση». Εκεί ήτανε τρένο και λεωφορείο. Κι από πάνω δεν ήξερες τι έγραφε. Δηλαδή δεν διάβαζες, ξέρω γω… Εκεί Ανατολή άμα πας, άλλα αντ’ άλλων γράφουν. Ε, και λες τώρα: «Πάω Κατμαντού;», ξέρω ‘γω. «Ε, εκεί που θα σταματήσει Κατμαντού είναι». Τώρα, άμα είναι τίποτα άλλο, για εμάς αυτό είναι. Μια χαρά είσαι. Κατάλαβες;
Ναι. Τότε να ευχηθώ — θα ακουστεί λίγο ποιητικό και αυτό που λέγαμε, ότι εμείς οι νέα γενιά γράφει ποίηση — σ’ αυτό το άγνωστο το τρένο να συνεχίσετε κι εσείς…
‘Ντάξει, ωραία είναι.
Κι όπου βγάλει!
«Το τρένο», που λέει του Αγγελάκα το τραγούδι. Είναι το αγαπημένο μου. Και ξες τι μου λέει ο Αγγελάκας: «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σ’ αρέσει αυτό το τραγούδι». Έτσι με λέει. Λέω: «Γιατί, ρε μαλάκα;». Όταν ερχόμουνα εδώ, όταν βάζαμε Τρύπες, έλεγα: «Βάλε μου το Τρένο». «Το τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν». Φοβερό κομμάτι αυτό. Φοβερός στίχος είναι. Καλά, ο Αγγελάκας έχει έμπνευση. Ο άνθρωπος είναι γεννημένος γι’ αυτό που κάνει. Του το λέω, δεν… Άλλος δεν μπορεί να το κάνει, ρε παιδί μου. Δεν γίνεται. Είναι αυτός. Τελείωσε. Μια κοψιά έχει. Δεν έχει δεύτερη!
Ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ’σαι καλά.
Δεν ξέρω αν έχετε κάτι άλλο να πείτε εσείς.
Όχι μωρέ. Καλά να είμαστε.
Αυτό. Και «Berlin».
Και «Berlin».
Φωτογραφίες

Οι παλιές μέρες
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

CBGB, Νέα Υόρκη
Ο αφηγητής μπροστά στο θρυλικό κλαμπ CBGB ...

Θόδωρος Παπαδόπουλος και ...
Ο αφηγητής με κάποια από τα κομμάτια της δ ...

Παλιά είσοδος
Η παλιά είσοδος του Berlin

Αστυνομία
Η παρουσία της αστυνομίας ήταν αρκετά συχν ...

Ασπρόμαυρη φωτογραφία
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Χορός και κέφι
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Κόσμος
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Θόδωρος Παπαδόπουλος σε ...
Ο αφηγητής σε νεαρή ηλικία στην παραλία Θε ...

Κόσμος
Στιγμιότυπο από τις παλιές μέρες του Berlin.

Εσωτερικό του μαγαζιού
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το γραμμόφωνο
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Τουαλέτες του Berlin Bar
Στιγμιότυπο από τις θρυλικές τουαλέτες του ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Τουαλέτες του Berlin Bar
Στιγμιότυπο από τις θρυλικές τουαλέτες του ...

Τα ποτά
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Τραπεζοκαθίσματα
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από του εσωτερικό του (ανοίκει ...

Το Berlin Bar
Στιγμιότυπο από το εσωτερικό του (ανοίκεια ...

Είσοδος του Berlin
Η είσοδος του Berlin σήμερα.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
«Το "Berlin" δεν έκανε τη νύχτα μέρα, αλλά τη μέρα νύχτα», λέει ο ιδιοκτήτης του, Θόδωρος Παπαδόπουλος, ενώ μπαίνουμε στο άδειο μαγαζί, έτοιμο να ανοίξει λίγο αργότερα. Αυτή η ησυχία δεν είναι καθόλου δεδομένη για το συγκεκριμένο after μπαρ, που από το 1979 γεμίζει με κόσμο ανελιπώς — και αυστηρώς μετά τα μεσάνυχτα. Σε αυτή την αφήγηση ο κ. Παπαδόπουλος μάς εξηγεί πώς κατέληξε σε αυτό το μαγαζί, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας. Ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, τότε που αγόραζε βινύλια από την Πτολεμαΐδα για να τα παίξει στο γραμμόφωνο του παππού του ή στο τζούκμποξ του τοπικού καφενείου. Έπειτα, περνά στα νεανικά του χρόνια, όταν εξερεύνησε όλο τον κόσμο για να καταλήξει τελικά στη Γερμανία και στη ντισκοτέκ που διαχειριζόταν με τον ξαδερφό του. Από ένα γύρισμα της τύχης βρέθηκε πίσω στη Θεσσαλονίκη με ένα ξενοίκιαστο μαγαζί, έτοιμο να υποδεχτεί το νέο του πόνημα. Αυτό το πόνημα έγινε τελικά σταθερά στη νυχτερινή ζωή της πόλης, προσελκύοντας ανθρώπους άσημους ή διάσημους από ολόκληρο τον κόσμο. Οι καινοτομίες που έφερε ήταν πολλές, με βασικότερη το ότι ήταν το πρώτο «ορθάδικο» στην Ελλάδα. Τη δημοφιλία του την οφείλει και στον DIY, αγνά rock χαρακτήρα του, που ευνοεί το πάθος, την απελευθέρωση, την πώρωση με τη μουσική. Η αφήγηση καταλήγει στην τεράστια συλλογή δίσκων του κ. Παπαδόπουλου, καθώς και στο παράδοξο του κορωνοϊού, που κάνει το Berlin να λειτουργεί από τις 19:00 το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα, τις ώρες, δηλαδή, που άλλοτε η πόρτα του ήταν σφραγισμένη και οι «Μπερλινάδες» στα σπίτια τους, περιμένοντας ένα ακόμα μεταμεσονύκτιο «προσκύνημα».
Αφηγητές/τριες
Θόδωρος Παπαδόπουλος
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/10/2020
Διάρκεια
79'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
«Το "Berlin" δεν έκανε τη νύχτα μέρα, αλλά τη μέρα νύχτα», λέει ο ιδιοκτήτης του, Θόδωρος Παπαδόπουλος, ενώ μπαίνουμε στο άδειο μαγαζί, έτοιμο να ανοίξει λίγο αργότερα. Αυτή η ησυχία δεν είναι καθόλου δεδομένη για το συγκεκριμένο after μπαρ, που από το 1979 γεμίζει με κόσμο ανελιπώς — και αυστηρώς μετά τα μεσάνυχτα. Σε αυτή την αφήγηση ο κ. Παπαδόπουλος μάς εξηγεί πώς κατέληξε σε αυτό το μαγαζί, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας. Ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, τότε που αγόραζε βινύλια από την Πτολεμαΐδα για να τα παίξει στο γραμμόφωνο του παππού του ή στο τζούκμποξ του τοπικού καφενείου. Έπειτα, περνά στα νεανικά του χρόνια, όταν εξερεύνησε όλο τον κόσμο για να καταλήξει τελικά στη Γερμανία και στη ντισκοτέκ που διαχειριζόταν με τον ξαδερφό του. Από ένα γύρισμα της τύχης βρέθηκε πίσω στη Θεσσαλονίκη με ένα ξενοίκιαστο μαγαζί, έτοιμο να υποδεχτεί το νέο του πόνημα. Αυτό το πόνημα έγινε τελικά σταθερά στη νυχτερινή ζωή της πόλης, προσελκύοντας ανθρώπους άσημους ή διάσημους από ολόκληρο τον κόσμο. Οι καινοτομίες που έφερε ήταν πολλές, με βασικότερη το ότι ήταν το πρώτο «ορθάδικο» στην Ελλάδα. Τη δημοφιλία του την οφείλει και στον DIY, αγνά rock χαρακτήρα του, που ευνοεί το πάθος, την απελευθέρωση, την πώρωση με τη μουσική. Η αφήγηση καταλήγει στην τεράστια συλλογή δίσκων του κ. Παπαδόπουλου, καθώς και στο παράδοξο του κορωνοϊού, που κάνει το Berlin να λειτουργεί από τις 19:00 το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα, τις ώρες, δηλαδή, που άλλοτε η πόρτα του ήταν σφραγισμένη και οι «Μπερλινάδες» στα σπίτια τους, περιμένοντας ένα ακόμα μεταμεσονύκτιο «προσκύνημα».
Αφηγητές/τριες
Θόδωρος Παπαδόπουλος
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/10/2020
Διάρκεια
79'