Μεγαλώνοντας στη Στουτγκάρδη το χειμώνα και τα καλοκαίρια στην Κρήτη με μία σπουδαία ελληνίδα γιαγιά: οι τρυφερές μνήμες και τα θαυματουργά γιατροσόφια
Ενότητα 1
Η ζωή στη Στουτγάρδη, το πειραματικό σχολείο και η σχέση με τους συμμαθητές
00:00:00 - 00:10:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα. Λέγομαι Μαρία Αμαλία Στέφου. Οι φίλοι και οι δικοί με φωνάζουνε Μαιριλίτσα. Είναι Σ… παίζαμε ποδόσφαιρο, παίζαμε πινγκ πονγκ, παίζαμε διάφορα παιχνίδια, παίζαμε κρυφτό με τα ποδήλατα. Ήτανε… Περνούσαμε ωραία στη γειτονιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα καλοκαίρια στην Κρήτη, η αγαπημένη μεγάλη οικογένεια, ο τρύγος και οι οικογενειακές δραστηριότητες
00:10:58 - 00:19:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πότε επισκεφθήκατε πρώτη φορά την Κρήτη; Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι να το πω αυτό. Λογικά θα ήμουνα βρέφος. Κάθε καλοκαίρι επιδιώκαμε και …α, χωρίς πολύ επαφή με τη φύση. Παρόλο που είχαμε έτσι κήπο και τα λοιπά. Δεν ήτανε… Δεν ήταν το ίδιο, προφανώς και δεν ήταν το ίδιο. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ο παππούς η γιαγιά, ο μεγάλος έρωτας τους και το σπίτι που τον στέγασε
00:19:26 - 00:32:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πέραν των γεωργικών εργασιών… Ναι. Τι άλλο κάνατε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες; Με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Η γιαγ… ακόμα καλύτερα! Και φτιάχναμε την κολόνια μας κάπως έτσι. Τι άλλο φτιάχνατε που μπορεί να το είχατε διδαχθεί από τη μαμά ή τη γιαγιά;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα γιατροσόφια της γιαγιάς, βεντούζες, γητειές και άλλες πρακτικές
00:32:41 - 00:47:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλο φτιάχναμε; Η γιαγιά τώρα ήξερε τα πάντα. Ήξερε τα πάντα ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν εμένα σαν παιδάκι ας πούμε, ότι η γιαγιά ξέρ…ι να αντλήσει πολύ μεγάλη πληροφορία την οποία μπορεί να την αξιοποιήσει και στην καθημερινότητα του με πάρα πάρα πολλούς τρόπους. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο τρόπος ζωής στο χωριό
00:47:04 - 00:53:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλες εικόνες έχετε από αυτές τις θερινές επισκέψεις σας στο χωριό; Απ’ τις θερινές ε; Στο χωριό πάντα κάτι γινότανε. Δεν υπήρχε ποτέ…ασμό στο οτιδήποτε σου δίνει η φύση, τα ζώα και τι μπορείς εσύ, πώς μπορείς εσύ να αξιοποιήσεις όλο τον πλούτο που υπάρχει γύρω σου. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα ζώα και η σφαγή της όρνιθας
00:53:33 - 01:00:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς θα περιγράφατε τη δική σας εμπειρία με τα ζώα, που υπήρχαν εκεί; Την δική μου την εμπειρία με τα ζώα. Εντάξει ο παππούς είχε παλιά κα…αδέρφια και πόσα ανήψια και τα λοιπά πάντα ερχότανε και ξένος κόσμος στο σπίτι. Πάντα, πάντα, πάντα. Εκτός από τους περαστικούς όλους, που…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Μπακάλικο και τηλεφωνείο
01:00:17 - 01:04:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο παππούς είχε όπως είπαμε το μπακάλικο κι είχε και το τηλέφωνο είχε κι όλα αυτά στο χωριό, όποιος περαστικός περνούσε, ο παππούς τον έπαιρν…η γιαγιά, που ήτανε η γιαγιά η Αμαλία για μένα. Αυτό. Να σας ευχαριστήσουμε πολύ για όσα μας αφηγηθήκατε. Και εγώ να ευχαριστήσω πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η ζωή στη Στουτγάρδη, το πειραματικό σχολείο και η σχέση με τους συμμαθητές
00:00:00 - 00:10:58
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα. Λέγομαι Μαρία Αμαλία Στέφου. Οι φίλοι και οι δικοί με φωνάζουνε Μαιριλίτσα.
Είναι Σάββατο 10 Ιουλίου 2021, βρίσκομαι στο Ηράκλειο με την Στέφου Μαρία-Αμαλία, εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Μανωλούκου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Καλησπέρα ναι να σας πω. Είμαι η Μαιριλίτσα όπως είπαμε. Ζω εδώ στο Ηράκλειο της Κρήτης, εργάζομαι στην Πρωτοβάθμια, είμαι ψυχολόγος και δουλεύω με τα παιδιά. Τι να σας πω; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γερμανία στη Στουτγκάρδη. Γεννήθηκα 14/1 του ’85 σ’ ένα μέρος γεμάτο αμπέλια , μια κρύα νύχτα του χειμώνα και σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω για τη γιαγιά μου την Αμαλία, η οποία σαν και σήμερα θα γιόρταζε, οπότε έχει την τιμητική της. Αυτά θέλω να πω σήμερα.
Θέλετε να μας πείτε κάποια στοιχεία για τα παιδικά σας χρόνια;
Ναι αμέ. Εγώ όπως είπα γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γερμανία, οι γονείς μου ήταν εκεί εργατικοί μετανάστες, ήρθαμε εδώ στην Κρήτη το ’96 όταν ήμουν 11,5 χρονών και την παιδική μου ηλικία την πέρασα εκεί στη Στουτγκάρδη. Ήταν διαφορετικές εκεί οι συνθήκες απ’ ότι είναι εδώ στην Κρήτη, πολύ διαφορετικές, πολύ διαφορετικός ο κόσμος και οι συνθήκες γενικότερα και γι' αυτό το λόγο θέλω να μιλήσω να τη γιαγιά μου, η οποία σαν παιδάκι μου φαινόταν έτσι μια πολύ ωραία φιγούρα κι ήταν ένα πολύ αγαπητό μου πρόσωπο.
Η γιαγιά σας διέμενε μαζί σας στη Στουτγκάρδη;
Όχι η γιαγιά μου διέμενε εδώ στην Κρήτη σ’ ένα μικρό χωριό στη Μεσσαρά και την επισκεπτόμουνα κυρίως τα καλοκαίρια. Εγώ τώρα, για έτσι να πούμε λίγα πράγματα για την παιδική μου ηλικία, εκεί που μεγάλωσα ήτανε εντάξει τη δεκαετία του ’80, σε μια πόλη με βαριά βιομηχανία, σ’ ένα προάστιο της Στουτγκάρδης. Ήτανε ο κόσμος, οι συνθήκες, οι εποχές, οι άνθρωποι, όλα πολύ διαφορετικά σε σχέση με εδώ, με την Κρήτη τέλος πάντων. Οπότε εγώ εκεί που μεγάλωσα ήμασταν μια μειονότητα και τα λοιπά, και μεγάλωσα ανάμεσα σε άλλες μειονότητες, είχε πάρα πολύ… το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα ήτανε πολυπολιτισμικό. Υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις φυλές και από όλες τις θρησκείες και ο τρόπος της κοινωνικοποίησης μου, ο τρόπος που μεγάλωσα τέλος πάντων, ήταν πολύ πιο διαφορετικός από αυτόν, που είχαν οι ρίζες μου. Κι έτσι εγώ σαν μικρό παιδί έβλεπα γύρω μου πάντοτε τη διαφορετικότητα και ήξερα ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί, κι έτσι μεγαλώνοντας ας πούμε εγώ ήξερα ότι, όλοι μας είμαστε διαφορετικοί κι όλοι είμαστε όμως οι άνθρωποι ίδιοι. Έτσι εγώ μεγάλωσα και για κάποια πράγματα δεν ήμουνα απόλυτα σίγουρη, ήξερα τη δική μας την αλήθεια του σπιτιού μας, ήξερα την αλήθεια για τους θεούς μας, για τους δαίμονες μας, για το καλό για το κακό για την ηθική για το άδικο, αλλά έβλεπα ότι αυτές οι σταθερές δεν ήταν ίδιες στον διπλανό μου. Κι έτσι ας πούμε η Κρήτη και οι άνθρωποί της και η γιαγιά μου που ήταν για μένα ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο μου μοιάζανε σαν μικρό παιδί ιδανικές έτσι φυσιογνωμίες και αυτό που θαύμαζα κυρίως ήταν και η αλήθεια τους, ότι ξέρανε ένα πράγμα δεν ξέρανε πολλά. Ενώ εγώ μες την καθημερινότητα μου έβλεπα πολλά.
Θέλετε να μας περιγράψετε μια μέρα από την καθημερινότητα σας στη Γερμανία;
Nαι αμέ! Σαν παιδάκι έτσι να περιγράψω μια μέρα από τα παιδικά μου τα χρόνια, τα σχολικά. Εγώ πήγαινα το πρωί στο γερμανικό σχολείο το οποίο ήτανε όπως προ είπαμε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, πήγαινα και σ’ ένα πειραματικό σχολείο το οποίο ήταν έτσι… ένα ανοιχτό σχολείο στο οποίο οι ιδέες πήγαιναν και ερχότανε. Ήτανε ένας ανο[00:05:00]ιχτός χώρος, χωρίς τοίχους χωρίς… Όταν λέω τοίχους, εννοώ χωρίς κάγκελα, δεν ήταν περιφραγμένο, ήταν ανοιχτό. Ήταν πάντα ανοιχτό το σχολείο. Είχε πάρα πολλά εργαστήρια, είχε πάρα πολλά δρώμενα, πάρα πολλά μαθήματα και ήταν ένα χώρος ανοιχτός ιδεών, στο οποίο θα πω ότι τα περισσότερα παιδιά θα πω ότι τους άρεσε να πηγαίνουν στο σχολείο. Είχαμε διάφορα εργαστήρια φωτογραφίας, έτσι καλλιτεχνικών, εργαστήρια βιολογίας, μικροσκόπια, αθλητικές εγκαταστάσεις πάρα πολλές. Γινότανε μαθήματα αρχαίων ελληνικών, ρώσικων πάρα πολλά πράγματα και το σχολείο ήταν ανοιχτό και τ’ απογεύματα για να γίνονται δράσεις, κινηματογραφικές προβολές , θεατρικές παραστάσεις και τα λοιπά. Εγώ βέβαια το απόγευμα είχα και το ελληνικό σχολείο, οπότε πήγαινα σε δύο σχολεία πάντα και στο ελληνικό και στο γερμανικό. Το ελληνικό σχολείο όπως φαντάζεσαι ήτανε διθέσιο, δεν ήτανε τίποτα… καμιά γκλαμουριά! Αλλά ναι πηγαίναμε και το απόγευμα στο ελληνικό σχολείο, οπότε σαν παιδί έχω κάτσει σε πολλά θρανία, ναι! Είχαμε βέβαια και τα παιδιά της γειτονιάς και φίλους και τα λοιπά, οπότε κάπως έτσι ήτανε η καθημερινότητα μας. Ήμασταν αρκετές ώρες στο σχολείο.
Τι μαθήματα παρακολουθούσατε στο ελληνικό σχολείο;
Ναι. Στο ελληνικό σχολείο τώρα επειδή ήμασταν πολλά παιδιά από όλες τις τάξεις και ήταν δύο οι δάσκαλοι μόνο, δεν είχαμε τις πολυτέλειες να παρακολουθούμε όλα τα μαθήματα, οπότε οι δάσκαλοι συνήθως κάναν μια επιλογή και διδασκόμασταν κυρίως γλώσσα, ιστορία, θρησκευτικά και λιγότερο μαθηματικά ή γεωγραφία και τα λοιπά που θεωρούσαν ότι μ’ ένα τρόπο, τα κάλυπτε το γερμανικό σχολείο. Οπότε είχαμε αυτό το… αυτό το σχήμα έτσι, το εκπαιδευτικό εκεί.
Πώς ήταν οι σχέσεις με τους συμμαθητές σας;
Οι σχέσεις με τους συμμαθητές μας. Γενικότερα ας πούμε, φαντάζομαι οι περισσότεροι μετανάστες του κόσμου κάνουν οι μειονοτικές ομάδες, κάνουνε μαζί τους πολύ μεγάλη παρέα. Υπάρχουν σχέσεις αλληλεγγύης, υπάρχουν σχέσεις έτσι φιλικές. Οπότε εμείς και λόγω κοινών εμπειριών, κοινής γλώσσας, κοινής θρησκείας, κοινής ταυτότητας και τα λοιπά, κάναμε κυρίως παρέα με τα Ελληνάκια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάναμε παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά. Έτσι στο γερμανικό σχολείο που ήταν ένα όπως ξαναείπα ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που υπήρχανε όλες οι εθνικότητες, εκεί είχε τρομερό ενδιαφέρον το τι έφερνε ο καθένας σαν εμπειρία, σαν ήθη, σαν έθιμα, σαν στάση ζωής και τα λοιπά. Ήτανε και το σχολείο από μόνο του ένα περιβάλλον που ευνοούσε το παιδί να αναδειχθεί και να αναδειχθούν οι ιδιαιτερότητες του καθενός παιδιού. Οπότε στο γερμανικό σχολείο θα πω αυτό, ότι είχε κανείς τη δυνατότητα να δείξει το ποιος είναι, μέσα από τις διάφορες δραστηριότητες. Κι έτσι δεν είχαμε ας πούμε απαραίτητα ένα διαχωρισμό, του ότι αυτός τα πηγαίνει καλά στα μαθηματικά ή στη γλώσσα αλλά είχαμε ένα παιδί που ήταν καταπληκτικό στην κολύμβηση, ένας που ήταν καταπληκτικός στα μαθηματικά, ένας που ήταν καταπληκτικός στη γεωγραφία. Κι έτσι υπήρχε αυτός ο σεβασμός στην διαφορετικότητα και στις διαφορετικές κλίσεις και στα ταλέντα του καθενός. Οι παρέες μου τώρα στο ελληνικό σχολείο αυτές ήτανε εξαιρετικές. Μέναμε και τα παιδιά όλα κοντά στη γειτονιά, οπότε εκεί τώρα πηγαίναμε όλα τα παιδιά μαζί στο σχολείο. Ξεκινούσε αυτός που έμενε πιο μακριά και πήγαινε στο δίπλα σπίτι, έπαιρνε τ' άλλα παιδιά, ερχότανε στο παραδίπλα και τα λοιπά κι οπότε καταλήγαμε πάντα στο σχολείο να φτάνουμε όλα τα παιδιά μαζί, μία παρέα και υπήρχε έτσι αρκετή —πώς να το πω;— περνούσαμε καλά σαν παιδιά, όλοι μαζί. Με αρκετούς από αυτούς συνεχίζουμε και έχουμε ακόμα τώρα κάποιες σχέσεις, εντάξει δεν βρισκόμαστε πολύ συχνά αλλά το επιδιώκουμε ας πούμε, ανά κάποια χρόνια να κάνουμε κάποια μάζωξη όλοι μαζί. Κάπως έτσι. Αυτά γινότανε τους χειμώνες και τα καλοκαίρια βέβαια τα περνούσαμε εδώ στην Κρήτη.
Πώς περνούσατε τα Σαββατοκύριακα;
Τα Σαββατοκύριακα; Τα Σαββατοκύριακα τώρα είτε θα κάναμε κάποια δραστηριότητα με τους γονείς μας και τα λοιπά, είμαστε και τρία παιδιά δεν ξέρω αν το ανέφερα. Έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό τον Γιώργο και μία μικρότερη αδερφή τη Δήμητρα. Είτε θα κάναμε κάποια δραστηριότητα στο σπίτι με [00:10:00]τους γονείς, αλλά κυρίως παίζαμε με τα παιδιά της γειτονιάς. Αυτό. Είχαμε μια παιδική χαρά εκεί κοντά και βρισκόμασταν όλα τα παιδιά, είτε δίναμε ραντεβού κάπου εκεί, είτε ερχότανε ο ένας, πήγαινε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Παίζαμε πολλά παιχνίδια, είχαμε στη Γερμανία κάποιες εποχές του χρόνου, βγάζουν όλοι τα παλιά τους έπιπλα έξω απ' το σπίτι. Μπορεί κανείς να περάσει να διαλέξει ότι θέλει και μετά περνάει ένα ειδικό φορτηγό του Δήμου και τα μαζεύει και τα ανακυκλώνει. Οπότε εμείς είχαμε φτιάξει κι ένα σπίτι μέσα σ’ ένα δάσος κι είχαμε τον καναπέ μας, το τραπέζι μας, την τηλεόραση μας και τα λοιπά και παίζαμε το σπίτι. Παίζαμε, είχαμε αρκετές εγκαταστάσεις, παίζαμε ποδόσφαιρο, παίζαμε πινγκ πονγκ, παίζαμε διάφορα παιχνίδια, παίζαμε κρυφτό με τα ποδήλατα. Ήτανε… Περνούσαμε ωραία στη γειτονιά.
Ενότητα 2
Τα καλοκαίρια στην Κρήτη, η αγαπημένη μεγάλη οικογένεια, ο τρύγος και οι οικογενειακές δραστηριότητες
00:10:58 - 00:19:26
Πότε επισκεφθήκατε πρώτη φορά την Κρήτη;
Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι να το πω αυτό. Λογικά θα ήμουνα βρέφος. Κάθε καλοκαίρι επιδιώκαμε και ερχόμασταν εδώ. Η μητέρα μου έχει καταγωγή από εδώ από την Κρήτη, ο πατέρας μου είναι Μακεδόνας. Οπότε κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν εδώ κάναμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές και πηγαίναμε και στα δύο μέρη αλλά τον περισσότερο καιρό το περνούσαμε εδώ στην Κρήτη, όπου πηγαίναμε κυρίως στο χωριό και έτσι ας πούμε περνούσαν τα καλοκαίρια μας.
Σε τι ηλικία μετεγκατασταθήκατε εδώ στην Κρήτη;
Στα 11,5. Ναι. Το ’96. Ναι. Τα καλοκαίρια λοιπόν εγώ έτσι σαν παιδί που ερχόμουνα, έβλεπα μια πολύ διαφορετική ζωή εδώ, απ’ ότι αυτή που είχα συνηθίσει κι όλο αυτό ασκούσε μια γοητεία πάνω μου, γιατί όλα εδώ ήτανε πιο απλά και πιο σταθερά θα πω. Ναι αυτό.
Τι κάνατε όταν επισκεπτόσασταν το νησί;
Τι κάναμε όταν επισκεπτόμασταν το νησί; Η μάνα μου είναι από ένα τεράστιο σόι, είναι 7 αδέρφια, δεν ξέρω πόσα ξαδέρφια και πόσα… Δεν ξέρω, ίσως να ‘ναι και πάνω από 700. Δεν τους ξέρω όλους τους ανθρώπους προφανώς. Αλλά υπήρχε πάντα κάτι να κάνεις. Οπότε, όποτε ερχόμασταν ήτανε συνήθως στο αεροδρόμιο καμιά τριανταριά άτομα και περιμένανε την άφιξη μας και συνήθως πηγαίναμε στο χωριό. Στο χωριό ζούσαν οι γονείς της μητέρας μου, ζούσαν τ’ αδέλφια της —κάποια απ’ τα αδέλφια της εκεί— ήταν εκεί ξαδέλφια, θείοι, θείες, αρκετός κόσμος, οπότε οι διακοπές σαν διακοπές, δεν ήταν αυτό το οργανωμένο απαραίτητα, το «πάμε σε μια παραλία και καθόμαστε». Ήταν ότι προσπαθούσαμε να μπούμε στους ρυθμούς του χωριού, για να δούμε, για να προλάβουμε τις εξελίξεις που είχαμε χάσει καθόλη τη χρονιά. Τα καλοκαίρια τώρα εδώ ήτανε… αγρότες ήτανε οι παππούδες μου και είχανε και ένα μαγαζί, ένα μπακάλικο, παλιότερα είχανε και κρεοπωλείο και εντάξει η ζωή εδώ στο νησί ακολουθούσε πάντα τους ρυθμούς της φύσης. Οπότε το καλοκαίρι, σαν καλοκαίρι, είχε τα καρπούζια, είχε τα πεπόνια, είχε τον τρύγο. Είχε αυτές τις εικόνες, αυτές τις αναπαραστάσεις, αυτές τις δουλειές, είχε τις σταφίδες, είχε το μούστο, είχε αυτά τα πράγματα, τα πατητήρια. Οπότε τα καλοκαίρια εμένα οι εικόνες μου και οι αναπαραστάσεις μου είναι αυτές, η επαφή μου με τη γη και με τις… να προσπαθώ να καταλάβω ποιες δραστηριότητες γίνονται εκείνη την εποχή του χρόνου.
Λαμβάνατε μέρος εσείς σε αυτές τις δραστηριότητες;
Ναι αμέ! Σαν παιδάκι εννοείται. Εννοείται. Πήγαινα παντού, τώρα αν τα κατάφερνα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αλλά πήγαινα, πήγαινα και στον κάμπο να βοηθήσω να κοπούνε οι καρπούζες, να βοηθήσω στα πεπόνια. Πήγαινα και στον τρύγο, εντάξει παιδάκι ήμουνα εγώ, παιδάκι ήμουνα εγώ και ο αδερφός μου, η μικρή ήτανε μικρή ακόμα. Αλλά ναι, συμμετείχαμε σ’ αυτές τις δραστηριότητες και γενικότερα τότε ας πούμε[00:15:00] μας φάνταζε εμάς κάτι πολύ… σαν κάτι πολύ διαφορετικό, γιατί δεν είχαμε τέτοιες εικόνες εμείς στον τόπο που μεγαλώναμε. Εμείς ξέραμε ότι η σταφίδα βγαίνει σε σακουλάκι, όχι ότι έχει μια προεργασία ας πούμε. Κάπως έτσι.
Ποια είναι η προεργασία αυτή της σταφίδας;
Θα σου πω. Να σου πω τις παιδικές μου τις μνήμες ή ναι. Λοιπόν. Τα καλοκαίρια σηκωνόμασταν έτσι… εντάξει το ότι ερχόμασταν εμείς και η οικογένεια μου εδώ ήταν μεγάλη υπόθεση, γιατί οι οικογένειες εδώ κατ’ αρχάς ήταν πολύ έτσι αγαπημένες μεταξύ τους. Και αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο που δεν το έβλεπε και κανείς, εκεί που μεγάλωσα εγώ. Όχι ότι δεν υπήρχαν οι σχέσεις αυτές, αλλά σε τέτοια μεγάλη κλίμακα και σε τέτοιο μεγάλο, πώς να το πω τώρα; Δεν υπήρχε ας πούμε αυτό το να είναι τόσος πολύς κόσμος μαζεμένος. Οπότε, όποτε ερχόμασταν υπήρχανε τα τραπέζια τα μεγάλα, γινότανε γιορτές, ανάβανε οι φούρνοι, ανάβανε… στρωνόταν τα τραπέζια. Οπότε τα τραπέζια, τα οικογενειακά μπορεί να είχανε και 30, 40 άτομα και ήτανε όλοι οι γνωστοί και φίλοι. Ανήκες, ήτανε σαν να ανήκες σε μία, σε μία ευρύτερη οικογένεια. Κάτι που… Όχι ότι δεν το είχα αυτό το αίσθημα του ανήκειν εκεί που μεγάλωνα αλλά δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό, δεν ήταν σε τέτοια έκταση τέλος πάντων. Οπότε μέσα σε όλα αυτά, στο υποδεχόμαστε την οικογένεια, υπήρχανε και τι δουλειές είχαν να γίνουνε κάθε μέρα, οπότε μέσα σε αυτά και σε εκείνη την περιοχή που εμείς ερχόμασταν ήταν και ο τρύγος. Οπότε συνήθως τα βράδια μαζευόμασταν όλοι στην αυλή με μαντινάδες, με ιστορίες, με το ‘να, με το άλλο, με το γλέντι και το πρωί 5 η ώρα, 4 η ώρα το πρωί, σηκωνόμασταν και πηγαίναμε στον τρύγο να μην μας προλάβει η ζέστη. Να πάμε όλοι μαζί, ήτανε και πολύς κόσμος, δηλαδή δεν πήγαινε ο καθένας μόνος του. Υπήρχε, ήταν μία συλλογική υπόθεση όλη αυτή. Οπότε πηγαίναμε στον τρύγο, τρυγούσαμε τα σταφύλια, κάναμε τα δικά μας, το μεσημέρι επιστρέφαμε στο σπίτι, κοιμόντουσαν όλοι να ξεκουραστούνε και μετά γίνονταν οι διάφορες εργασίες. Υπήρχε και ένα πατητήρι στην αυλή που μπαίναμε μέσα όλα τα παιδιά ήμασταν… Πόσοι ήμασταν; Μπορεί να ήμασταν 14 εμείς οι κοντινοί και δεν θα ήταν και άλλοι τριπλάσιοι απ’ τα δίπλα σπίτια; Κάπως έτσι και ήμασταν όλα τα παιδιά μαζί. Επατούσαμε τα σταφύλια, έβγαινε ο μούστος, η γιαγιά έφτιαχνε τη μουσταλευριά, μύριζε όλη η γειτονιά, μύριζε όλος ο τόπος. Οι γονείς και οι θείοι απλώνανε τη σταφίδα στην ταράτσα ή στο… Εκεί που την απλώνανε τέλος πάντων, στον ειδικά διαμορφωμένο τόπο. Ναι αυτά ήτανε έτσι οι εικόνες. Και μετά βέβαια φτιάχναμε και το κρασί, έμπαινε ο μούστος στα βαρέλια, γινότανε εκεί οι ζυμώσεις, γεμίζανε τα βαρέλια, όλα αυτά. Όλα αυτά.
Υπήρχαν άλλες τέτοιες δραστηριότητες στη διάρκεια του καλοκαιριού;
Άλλες δραστηριότητες; Υπήρχανε. Ο τρύγος ήτανε μεγάλη υπόθεση. Πολύ μεγάλη υπόθεση. Επίσης τα… τα καρπούζια και τα πεπόνια ήτανε μεγάλη υπόθεση το καλοκαίρι, αλλά εκεί τώρα η κάθε δραστηριότητα εμένα μου φάνταζε μεγάλη, γιατί ήτανε διαφορετική. Οπότε ότι και να γινότανε, εμένα μου φαινότανε ότι έχει μια τελετουργία πίσω του και μια έτσι ροή, η οποία εμένα μου φαινότανε πολύ ιδιαίτερη ,γιατί δεν ήταν κάτι το οποίο εγώ είχα συνηθίσει. Έτσι ακόμα και το πολύ απλό «το σηκώνομαι», στο χωριό σηκώνονται αξημέρωτα. Να ετοιμάσουν τις δουλειές τους, να κάνουν, να δείξουν, να ετοιμαστούν, να πάει ο καθένας στη δουλειά του, ακόμα κι αυτό μου φαινότανε εμένα σαν παιδί πολύ ιδιαίτερο ,γιατί εγώ είχα συνηθίσει σ’ ένα διαμέρισμα μέσα, χωρίς πολύ επαφή με τη φύση. Παρόλο που είχαμε έτσι κήπο και τα λοιπά. Δεν ήτανε… Δεν ήταν το ίδιο, προφανώς και δεν ήταν το ίδιο. Ναι.
Πέραν των γεωργικών εργασιών…
Ναι.
Τι άλλο κάνατε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες;
Με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Η γιαγιά ήτανε και ο παππούς βέβαια, κι ο παππούς κι η γιαγιά ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι και πολύ αγαπημένα πρόσωπα για μένα, και πολύ ιδιαίτερες φιγούρες. Ήτανε… Ειδικά η γιαγιά μου εμένα μου φαινότανε μαγική, μαγευτική με αυτά που έκανε. Ή[00:20:00]τανε μια γυναίκα έτσι όμορφη, είχε έτσι μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους και για όλα. Το σπίτι της ήτανε πάντα γεμάτο, ήτανε πάντα γεμάτο παιδιά, εγγόνια, αδερφούς, ξαδέρφια, φίλους, φίλες. Ήτανε μία γυναίκα με μακριά μαλλιά, τα οποία τα είχε πάντα, τα έπλεκε κάθε πρωί πλεξίδα και μου άρεσε να τη βλέπω, να χτενίζεται και να πλέκει τα μαλλιά της. Ήτανε μία γυναίκα με μεγάλο στήθος και φαινότανε ότι έχει αναθρέψει πολύ κόσμο και πολύ… Ήτανε μία γυναίκα, πώς αισθάνεσαι καμιά φορά; Δεν είναι κάποιες γυναίκες που όταν είσαι κοντά τους, ξέρεις ότι όλα θα πάνε καλά; Δεν είναι κάποιες γυναίκες που έχουν έτσι κάποιες ιδιότητες να σε καλμάρουνε, να σε ηρεμούνε και δεν είναι απαραίτητα μία γυναίκα σύγχρονη. Ίσως να είναι και μια γυναίκα του χωριού αυτή ή μια θεία. Αυτό ήταν η γιαγιά. Ήξερες ότι κοντά της είναι όλα καλά. Είναι όλα καλά. Έτσι ήταν η γιαγιά. Και ο παππούς βέβαια ήτανε, ο παππούς ήτανε δύο μέτρα, ένας πολύ επιβλητικός και όμορφος άντρας θα πω, ο οποίος φορούσε τα στιβάνια του, την κιλότα του, φορούσε την τραγιάσκα του, είχε το μουστάκι του, τις πράσινες ματάρες του. Ήτανε μία, μία φιγούρα έτσι που θύμιζε άλλες εποχές ας πούμε κι άλλα πράγματα. Ο παππούς και η γιαγιά ήταν πολύ ερωτευμένοι μεταξύ τους, πάρα πολύ ερωτευμένοι. Ακόμα και μέχρι τα τελευταία τους χρόνια θυμάμαι τον παππού να λέει μαντινάδες στη γιαγιά, να την κρατάει απ’ το χέρι, να την πειράζει, να τον πειράζει, ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Ήτανε δηλαδή απ’ τις αγάπες που νομίζω ότι αν μπορείς να τη δεις ή να τη ζήσεις, είσαι από τους πολύ τυχερούς αυτού του κόσμου. Ναι αυτό.
Ποια είναι η ιστορία του παππού και της γιαγιάς;
Η ιστορία του παππού και της γιαγιάς. Η ιστορία του παππού και της γιαγιάς είναι έτσι μια επαναστατική ιστορία θα την πω εγώ. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται στα δικά μου μάτια. Η γιαγιά ήτανε η μικρότερη από 9 αδέλφια, ήταν το αγαπημένο παιδί του πατέρα της και ο πατέρας της ήταν ένας αρκετά ισχυρός άνδρας για την εποχή, ο οποίος είχε και μια τεράστια περιουσία και ήταν και αρκετά σημαίνον πρόσωπο στην Κρήτη. Η γιαγιά μου λοιπόν είχανε περιουσία σε δύο χωριά, σ’ ένα μεγάλο κεφαλοχώρι και στο μικρό το χωριό, στη Μεσαρά τώρα. Οπότε είχανε πάρα πολλές δουλειές, είχανε πολλά δέντρα και αυτοί πάρα πολλές καλλιέργειες, πάρα πολλά ζώα και τα λοιπά κι έπρεπε συνεχώς να πηγαινοέρχονται από το ένα χωριό στο άλλο. Και η γιαγιά μου ήταν η αρχοντοπούλα και το αγαπημένο παιδί του πατέρα της, οπότε ήξερε αρκετά μυστικά της οικογένειας, είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του πατέρα της και ήταν ας πούμε αρχοντοπούλα, η οποία δούλευε βέβαια πάντα αλλά ήταν πιο προνομιούχα σε σχέση με άλλους ανθρώπους της ίδιας εποχής. Ο παππούς τώρα απ’ την άλλη ήταν ο μεγαλύτερος από 4 αδέρφια και ήτανε πάρα πολύ φτωχός. Ήτανε… Δούλευε εργάτης σε εργοστάσια. Ήτανε… Δεν ήτανε, δεν είχε το στάτους ας πούμε ούτε τα χρήματα που είχε η γιαγιά. Ο παππούς με τη γιαγιά βρισκότανε στο χωριό και βλεπότανε από πολύ μικροί, από παιδιά και αγαπούσε ο ένας τον άλλο. Και κάπως έτσι ξέρανε ότι θέλανε ο ένας τον άλλο. Αυτό το σμίξιμο όμως ήταν δύσκολο να γίνει, πάρα πολύ δύσκολο γιατί υπήρχαν οι διαφορές αυτές οι κοινωνικές και οικονομικές, οπότε δεν θα ήτανε κάτι που θα το εγκρίνανε οι δύο οικογένειες. Όταν ήταν ο εμφύλιος και ήταν ο παππούς μου στον πόλεμο, η μάνα του δεν ήξερε γράμματα, δεν ήξερε πώς να επικοινωνήσει με το παιδί της, οπότε φώναζε τη γιαγιά μου την Αμαλία, για να της γράψει το γράμμα. Οπότε πήγαινε η γιαγιά μου στην μετέπειτα πεθερά της και της έλεγε ας πούμε, γράψε στον Δημήτρη ότι: « Είμαστε καλά, ότι γέννησε η κατσίκα, ότι έγινε εκείνο, ότι έγινε το άλλο, τα νέα του σπιτιού τέλος πάντων», και η γιαγιά υπέγραφε από κάτω, «χαιρετίσματα και από τον γραμματέα». Ήταν κάτι σαν το viber [00:25:00]της εποχής το γράμμα στον πόλεμο! Όταν επέστρεψε ο παππούς, όπως καταλαβαίνεις εντάξει, είχανε και καιρό να ιδωθούνε και τα λοιπά. Την έκλεψε ο παππούς μου τη γιαγιά μου. Την έκλεψε, τους κάνανε βέβαια και τσακωτούς, έγινε ολόκληρη ιστορία. Η γιαγιά μου είχε και πόσα αδέρφια. Τους κυνηγούσαν, να τους σκοτώσουνε. Έπρεπε τα παιδιά να πάνε να κρυφτούν. Βρήκανε εκεί καταφύγιο σ’ ένα μικρό χωριό παραδίπλα που ήταν μια θεία του παππού μου, αλλά τους ψάχνανε να τους σκοτώσουνε. Μια δυο τρεις και τα λοιπά, δεν… Ο παππούς μου μπορεί να ήτανε έτσι φτωχός, άτιμος δεν ήτανε! Δεν είχε κάποια κακή πρόθεση ας πούμε και είπε στη γιαγιά μου ότι: «Γυρίζουμε πίσω κι εγώ σε παντρεύομαι κι ότι είναι να γίνει, ας γίνει». Οπότε επιστρέψανε στο χωριό, είχανε μια μικρή κάμαρα, το οποίο έγινε μετέπειτα το σπίτι, το επεκτείνανε αυτοί. Και εκεί μέσα παντρευτήκανε, βρήκαν κι έναν κουμπάρο κακήν κακώς. Πήγε κι ο παπάς, ούτε νυφικά, ούτε τίποτα και παντρευτήκανε και μετά ας πούμε, σαν να περιμένανε. Εντάξει αφού παντρευτήκανε, δεν τους… σταματήσανε οι απειλές για τη ζωή τους, αλλά δεν τους ήθελε και κανείς, δεν τους ήθελε κανείς ούτε απ’ το σόι της γιαγιάς ούτε από το σόι του παππού. Και κάπως έτσι τα δύο παιδιά αυτά, που αργότερα έγιναν οι παππούδες οι δικοί μου, παντρευτήκανε και ξεκίνησαν να κάνουν την οικογένεια τους. Αυτό.
Πώς θα περιγράφατε το σπίτι στο οποίο τους επισκεπτόσασταν;
Το σπίτι ε; Το σπίτι τώρα αυτό ήταν ένα σπίτι, πρακτικό θα πω. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με το διαμέρισμα στο οποίο έμενα εγώ, μέχρι τότε. Είχε τη μπροστά αυλή η οποία ήταν γεμάτη λουλούδια, γεμάτη λουλούδια, είχε ότι μπορείς να φανταστείς, πλημμυρισμένος ο τόπος απ΄ τα λουλούδια και κάθε φορά που κάποιος επισκεπτόταν τη γιαγιά έφευγε μετά και με μία αγκαλιά λουλούδια απ’ το σπίτι της, με ότι είχε η γιαγιά. Το σπίτι μετά ήταν πρακτικό. Εγώ το είδα… Εγώ σαν παιδί το πέτυχα σε μία φάση το οποίο εξυπηρετούσε την ανάγκη της εποχής εκείνης. Παλαιότερα η γιαγιά μου κι ο παππούς μου αλλά και η μάνα μου και οι θείοι μου, μου ΄χουνε πει, ότι ας πούμε το μέσα δωμάτιο το οποίο ήτανε το σαλόνι ας πούμε για τους επισήμους και το πιο έτσι περιποιημένο δωμάτιο, παλιότερα ήταν η αποθήκη όπου βάζανε το σιτάρι, όταν μεγάλωνε η μάνα μου. Η κουζίνα η οποία παλιά είχε μέσα και τον ξυλόφουρνο και εκεί μαγειρεύανε και τα λοιπά, όταν εγώ την πέτυχα είχε πάρει πλέον άλλη μορφή πάλι. Η πίσω αυλή η οποία ήτανε… είχε τρεις αποθήκες, μία μεγάλη αποθήκη και δύο μικρότερες, είχε πάλι άλλο ρόλο. Δηλαδή αυτό άλλαζε ανάλογα με την εποχή και ανάλογα με την ανάγκη. Δεν ήταν δηλαδή ένα σπίτι το οποίο το φτιάχνει κανείς και τελειώνει. Ήτανε… Διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες και ανάλογα τις εποχές. Εγώ αυτό που είδα, δεν υπήρχε πλέον σιτάρι και κριθάρι και τα λοιπά μέσα. Αυτά τα είχανε στο μαγαζί πλέον γιατί είχε και το μαγαζί εκεί ο παππούς. Λίγο πιο πάνω, όχι κοντά στο σπίτι, αλλά το σπίτι πλέον ήτανε… δεν είχε την απόλυτα χρηστική αξία που είχα τα προηγούμενα χρόνια και για την προηγούμενη γενιά, αλλά ήταν πλέον ένα σπίτι που μπορούσε να φιλοξενήσει όλη την επόμενη γενιά, ναι. Ναι.
Ήταν ένα παραδοσιακό κρητικό σπίτι το οποίο ανασκευάστηκε;
Αυτό παραδοσιακό είναι. Και κρητικό είναι. Αλλά ήτανε και η ανάγκη. Δηλαδή όταν παντρεύτηκε ο παππούς με τη γιαγιά ήτανε μια μικρή παράγκα. Ο παππούς και η γιαγιά το φτιάξανε. Ήτανε ξύλινο, ήτανε με σύγχρονους όρους θα το λέγαμε και οικολογικό και πολύ πιθανόν και σωστά προσανατολισμένο για το κρύο και τη ζέστη και τα λοιπά. Αλλά δεν ήταν κάτι το οποίο προέκυψε από… ούτε καλή αισθητική ούτε από… Κινούνταν με βάση την ανάγκη, κινούνταν με βάση την ανάγκη και αυτό φαινότανε και από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς και από τα πάντα τους. Και από τα ζώα τους και από τις φυτείες τους και απ΄το μαγαζί τους και από ότι κι αν κάνανε. Ήτανε πάντα όλ[00:30:00]α τους τα υπάρχοντα εναρμονισμένα με τη φύση, με την εποχή και με την ανάγκη, δεν υπήρχαν περιττά πράγματα.
Ποιους χώρους του σπιτιού αξιοποιούσατε για παιχνίδι;
Καλά εντάξει! Οι χώροι του σπιτιού που αξιοποιούνταν για παιχνίδι δεν το συζητώ! Όπως σου είπα ήμασταν και πόσα παιδιά εκεί στην αυλή, πόσα εγγόνια ας πούμε. Και πόσα… Το σπίτι αυτό που ζούσε ο παππούς με τη γιαγιά, λίγο παρακάτω ήτανε το πατρικό του παππού μου. Οπότε το διπλανό σπίτι ήτανε της αδερφής του, η οποία είχε κι αυτή 4 παιδιά, η οποία είχε δεν ξέρω πόσα εγγόνια και τα λοιπά. Στο παραδίπλα σπίτι ζούσε ο αδερφός του παππού μου, ο οποίος είχε 6 παιδιά κι αυτός, οι οποίοι είχανε πόσα εγγόνια κι αυτοί, οπότε είχε κόσμο πολύ! Και δεν ήτανε μόνο το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, ήτανε και τα δίπλα σπίτια, ήτανε και ο δρόμος, ήτανε και όλα μαζί. Οπότε ναι μεν ήταν το σπίτι αλλά δεν υπήρχαν τα σύνορα του σπιτιού, όπως υπάρχουνε τώρα. Ήτανε πιο ανοιχτό το πεδίο. Αλλά αφού με ρωτάς στο σπίτι της γιαγιάς στη μπροστινή αυλή παίζαμε τα κορίτσια. Και παίζαμε τις κολόνιες και παίζαμε τις κουμπάρες. Κι εκεί με τα λουλούδια φτιάχναμε τις κολόνιες μας. Η πίσω αυλή συνήθως χρησίμευε για την μπάλα και για τα μικρότερα παιδιά που δεν μπορούσανε να βγούνε στο δρόμο γιατί κυκλοφορούσαν και τα αμάξια. Αλλά εκεί γινόταν και τα τραπέζια, εκεί γινόταν και οι μαζώξεις στην πίσω αυλή. Και μετά όλος ο δρόμος και μπροστά και πίσω και τα άλλα τα σπίτια βέβαια εξυπηρετούσαν, ανάλογα με το παιχνίδι. Οπότε ήμασταν ξαδέρφια και παίζαμε βόλεϊ στο δρόμο, ήμασταν ξαδέρφια που παίζαμε τις κουμπάρες στη μπροστινή αυλή και ξαδέρφια στην πίσω αυλή να προσέχουμε τα μικρά, να κάνουμε πιο μικρά παιχνίδια ας πούμε πιο ελεγχόμενα.
Πώς μάθατε να φτιάχνετε κολόνιες;
Αυτό είναι εντάξει, αυτό πέρασε από γενιά σε γενιά, ήτανε το παιχνίδι των κοριτσιών, πιστεύω ότι κρατάει πολλά χρόνια πίσω. Οι μαμάδες μας ή η γιαγιά μας το ‘χανε δείξει. Παίρναμε τα ροδοπέταλα και ότι πέταλα από λουλούδια βρίσκαμε, τα βάζαμε σ’ ένα μπουκαλάκι με νερό, τ’ αφήναμε και στον ήλιο. Αν ήταν και σκούρο το μπουκαλάκι, ακόμα καλύτερα! Και φτιάχναμε την κολόνια μας κάπως έτσι.
Τι άλλο φτιάχνατε που μπορεί να το είχατε διδαχθεί από τη μαμά ή τη γιαγιά;
Τι άλλο φτιάχναμε; Η γιαγιά τώρα ήξερε τα πάντα. Ήξερε τα πάντα ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν εμένα σαν παιδάκι ας πούμε, ότι η γιαγιά ξέρει τα πάντα. Για πολλά χρόνια εγώ πίστευα ότι η γιαγιά μου είναι γιατρός! Γιατί η γιαγιά ήξερε να σε ισιώσει, ήξερε πού πονάς, γιατί πονάς και τι πρέπει να γίνει για να το ξεπεράσεις. Ήξερε πάρα πολλά πράγματα τέτοια, ήξερε διάφορα σημεία του σώματος που έπρεπε να τρίψει ή να γιατρέψει ή να ζεστάνει ή να παγώσει για να σου περάσει ο πόνος. Κι έτσι ήξερες ότι αν έχεις πονόλαιμο το λες στη γιαγιά και την επόμενη μέρα, δεν έχεις. Σε πονάει η κοιλιά σου; Το λες στη γιαγιά και την επόμενη μέρα δεν θα πονάς. Έχεις κριθαράκι; Θα το πεις στη γιαγιά και δεν θα το ξαναέχεις. Έχεις ξέρω ΄γώ ένα σπυρί ή κανά μαλάθρακα; Το λες στη γιαγιά και δεν το ξαναέχεις. Έχεις μια μυρμηγκιά; Μπορεί η γιαγιά να μην ξέρει ,αλλά ξέρει πού να σε στείλει να πας τη γητέψεις. Σε πονάει το κεφάλι σου; Θα σε ξεματιάσει η γιαγιά! Ήξερε πάρα πολλά πράγματα να κάνει και ήξερε πάρα πολλές τεχνικές, οι οποίες πρέπει να κρατούσανε αιώνες πίσω, γιατί ήξερε να παίρνει ποτήρια, ήξερε να κάνει τις βεντούζες αυτές. Δεν είμαι σίγουρη τώρα, αν ήξερε η γιαγιά μου ή κάποια άλλη από τις θείες στην ηλικία της να κάνει ξυραφιές στην πλάτη και τα λοιπά. Αυτές είναι τεχνικές, οι οποίες υπάρχουν ακόμα στην κινεζική ιατρική και σε άλλες ιατρικές και παραδόσεις ανά τον κόσμο. Και θεωρώ, ότι πολλά από αυτά ήταν και ιπποκρατικά. Και νομίζω ότι κρατούσανε πολλές γενιές πίσω και η γιαγιά μου ήταν μια από τους ανθρώπους που ήξερε και να τα εφαρμόσει και να τα εφαρμόσει και σωστά γιατί είναι και άλλος που πρέπει να… Δηλαδή όσον αφορά το σώμα τουλάχιστον, νομίζω ότι πρέπει κανείς να ξέρει πέντε πράγματα και να τα αντιλαμβάνεται. Η γιαγιά ήταν από αυτούς που αντιλαμβανότανε πού πονάς και τι κάνεις. Ναι. Γενικότερα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος… εγώ δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο σαν τη γιαγιά να καταλαβαίνει τόσο πολύ και τη ζωή και το θάνατο και την χαρά και τη λύπη. Και την αλλαγή του χρόνου και τις εποχές[00:35:00] και όλα. Είχε γεννήσει 7 παιδιά, είχε χάσει ένα παιδί, το οποίο την είχε πειράξει πάρα πάρα πολύ και το θυμότανε ακόμα και μέχρι τα τελευταία της χρόνια. Οι γονείς της και τα πεθερικά της παρόλο, που δεν τη θέλανε σαν ενήλικη και αφού έκανε την επιλογή της, γύρισε ο καιρός και πεθάναν και οι 4 στα χέρια της. Είχε πάντα πάρα πολλά ζώα, είχε πάντα πάρα πολλά δέντρα, είχε πάντα πάρα πολλές φυτείες και ήταν ένας άνθρωπος που καταλάβαινε τις εποχές και πότε θα γεννηθεί κάτι, πότε θα κάνει τον κύκλο του και πότε θα πεθάνει. Κι αυτό το καταλάβαινε, δεν ξέρω να το εξηγήσω, γιατί δεν ξέρω αν έχουμε πολλούς ανθρώπους που αντιλαμβάνονται έτσι τη ζωή, αλλά ήξερε να το κάνει για όλα τα πλάσματα της φύσης και για τα έμψυχα και για τα άψυχα. Και είχε μια δύναμη φοβερή σαν άνθρωπος και μια γνώση η οποία, δεν ήταν ακαδημαϊκή και δεν ήξερε να μιλήσει με όμορφα λόγια, αλλά ήξερε, ήξερε την ουσία, ήξερε να διακρίνει την ουσία και να διακρίνει… Να διακρίνει το σημαντικό και να δει και τον κύκλο της ζωής. Αυτό ήξερε η γιαγιά και ήταν κάτι που εγώ το θαύμαζα πάρα πάρα πολύ, ναι. Γι’ αυτό ήθελα και να σου πω για την γιαγιά μου, ναι.
Σας είχε διδάξει όσα γνώριζε; Για παράδειγμα τις τεχνικές που αναφέρατε.
Ναι. Διδάξει; Τώρα αυτό είναι… Η γιαγιά είχε πάντα πάρα πολλές δουλειές, είχε 7 παιδιά. Δεν την έπαιρνε να χρονοτριβεί ή να αυτό. Έπρεπε όλοι να μάθουνε, δεν είχε… όπως κι εκείνη έμαθε. Οπότε όλα της τα παιδιά μάθανε να δουλεύουνε, μάθανε να κάνουνε και κάποια πράγματα που εντάξει θεωρούνταν αμιγώς γυναικεία, τα είδανε όλα τα κορίτσια —4 αδερφές τα είδανε— και τα είδαμε και οι εγγονές. Τώρα το πώς αξιοποίησε ο καθένας την πληροφορία, αυτό είναι λίγο διαφορετικό. Γιατί μερικά πράγματα δεν ξέρω αν διδάσκονται ή αν μεταβιβάζονται. Η γιαγιά μεταβίβαζε, οπότε αν είχες την τύχη να βρεθείς κοντά της και να δεις κάποια πράγματα, όλες τα μάθανε. Αν τώρα δεν τα είδες ή δεν τα αντιλήφθηκες ας πούμε, νομίζω ότι απ’ όλες τις γυναίκες της γενιάς είναι κάποιες οι οποίες αντιλαμβάνονται τη γνώση αυτή της γιαγιάς πολύ περισσότερο από κάποιες άλλες. Οπότε θα πω πάλι, ότι όλες είδανε, αυτές που αξιοποίησαν τη γνώση είναι αυτές που μπορούσαν να δούνε. Δεν ξέρω Κατερίνα να σου πω, δεν ξέρω! Εγώ πάντως όσον αφορά εμένα, παρατηρούσα τη γιαγιά και ήξερα ας πούμε ότι ακόμα και τώρα που είμαι 36 χρονών, ακόμα και τώρα μετά που έχω κάνει αρκετές σπουδές και έχω δει αρκετά πράγματα, δεν θεωρώ καμία αλοιφή καλύτερη από κανένα γιατρικό της γιαγιάς μου. Είμαι κάθετη σ’ αυτό! Δεν θεωρώ κανένα… Πραγματικά στο λέω με κάθε βεβαιότητα και με μεγάλη ευθύνη αυτού που λέω, ότι η γιαγιά ήξερε τι έπρεπε να κάνεις. Η γιαγιά ήξερε ότι για να ‘σαι όμορφη, έπρεπε να λουστείς με το νερό της βροχής. Η γιαγιά ήξερε ότι πρέπει να κάνεις συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία αν τα δεις, άμα δεις να έχεις έναν πονόλαιμο ο οποίος δεν σου περνάει με ότι Augmentin, με ότι σιρόπι και καραμέλα του βήχα κι αν πάρεις και ξέρεις ότι θα πας στη γιαγιά και θα σε τρίψει σε δύο σημεία ας πούμε στο χέρι και τα λοιπά, και θα σου περάσει, δεν είναι ιδέα μου, σου περνούσε! Ναι. Επίσης ήξερε η γιαγιά ξέρεις, συγκεκριμένα σημεία του σώματος. Εμένα όλη αυτή η γνώση με γοητεύει πάρα πάρα πολύ και θα ήθελα πάρα πολύ να ξέρω και να μάθω. Κάθονται όλοι για να τους τρίψω με τον τρόπο που μας έτριβε η γιαγιά μου και τα σημεία που εγώ είμαι σίγουρη ότι ξέρω, αυτά προσπαθώ κι εγώ να τα κάνω. Βεντούζες ας πούμε και ποτήρια δεν κάθεται κανείς για να του πάρω, γιατί φοβούνται ότι θα τους κάψω, αλλά εγώ νομίζω ότι θα είμαι πάρα πολύ καλή! Δεν ξέρω.
Θέλετε να μας περιγράψετε πως γίνονται αυτές οι βεντούζες;
Λοιπόν, να σου πω ναι. Τα ποτήρια τώρα νομίζω ότι ο πρώτος που είδα να κάνει αυτή τη διαδικασία, ήταν ο θείος μου ο Μανώλης, ο οποίος ήτανε κουρασμένος, μάλλον κρυωμένος και πολύ… ίσως να είχε και κάποια ψύξη δεν ξέρω. Οπότε τον είδα να έρχεται στο χωριό και να λέει στη γιαγιά να του πάρει ποτήρια. Εγώ τώρα πήγα να δω τι γίνεται πρέπει να 'μουνα πάρα πολύ μικρή, πάρα πάρα πολύ μικρή, ίσως να ‘μουν 4 ή 5 χρονών, αλλά το θυμάμαι σαν [00:40:00]εικόνα πολύ έντονα και θυμάμαι τον θείο μου να ξαπλώνει και τη γιαγιά μου να… να έχει. Έβαζε σ’ ένα πιρούνι βαμβάκι, οινόπνευμα και φωτιά και είχε τα ποτήρια τα δαχτυλάτα, έτσι τα έλεγε αυτή —έχω κι εγώ εδώ στο ντουλάπι να σου δείξω μετά ποια είναι—, τα οποία είχαν συγκεκριμένο άνοιγμα που τη βόλευε για να κάνει αυτή την τεχνική. Οπότε άναβε τη φωτιά έβαζε το ποτήρι πάνω στη φωτιά και το τοποθετούσε με συγκεκριμένες κινήσεις πάνω στις πλάτες του θείου μου τότε. Με το κενό που δημιουργούνταν λόγω της καύσης τέλος πάντων με το κενό αέρος, το ποτήρι τραβούσε αρκετό δέρμα κι εκεί δημιουργούνταν μια υπερθέρμανση στην περιοχή αυτή, η οποία είναι πάρα πάρα πολύ ευεργετική και έχει… Ας πούμε άμα κρυώσει κανείς, εγώ το θεωρώ το καλύτερο γιατρικό, το να σου πάρει κάποιος ποτήρια. Ισιώνεις κατευθείαν, δεν υπάρχει περίπτωση κι έχει εφαρμογές αυτό και σε κρυώματα και σε ψύξεις και σε πόνους μυϊκούς, βοηθάει πολύ στην έμμηνο ρύση, στο να σου έρθει το αίμα, να περάσεις τα συμπτώματα πιο ήπια. Έχει πάρα πάρα πολλές πρακτικές εφαρμογές και εγώ ακόμα και τώρα ας πούμε, σίγουρα κατά τη διάρκεια του χρόνου, θα βάλω τη μάνα μου τουλάχιστον 10 με 12 φορές να μου πάρει ποτήρια. Είναι κάτι που θεωρώ ότι ανακουφίζει και ότι αισθάνεσαι τέτοια ευεξία μετά που δεν μπορείς να την πετύχεις κάπως αλλιώς. Οπότε έκανε αυτό η γιαγιά. Απ’ ότι έχω παρατηρήσει τώρα ας πούμε οι Κινέζοι, υπάρχουνε τώρα και ειδικά κέντρα που μπορεί κανείς να πάει για να του κάνουνε τέτοια θεραπεία. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν κι αυτοί τη φωτιά και μικρότερα ποτήρια απ’ ότι αυτά, που χρησιμοποιούσε η γιαγιά. Οι Κινέζοι απ’ ότι έχω δει τα τοποθετούνε και σε άλλα σημεία του σώματος. Η γιαγιά έκανε κυρίως στην πλάτη και καμιά φορά και σε πόδια και σε λοιπά. Νομίζω ότι άλλοι που ξέρουνε και περισσότερα σημεία του σώματος γιατί αυτό θέλει και μια προσοχή τι κάνεις και τα λοιπά, τα τοποθετούν σε πολλά σημεία έτσι στο σώμα. Η γιαγιά έκανε αυτό με την πλάτη και με τα πόδια κάποιες φορές. Και μετά σε έτριβε κιόλας με τη ρακή βεβαίως, η οποία ράκη ήτανε γιατρικό για τα πάντα προφανώς. Σε έτριβε κιόλας και ήξερε πού να σε τρίψει και τι να σου κάνει ακριβώς, πού έπρεπε ν αγγίξει, πού δεν έπρεπε ν’ αγγίξει και ήσουν περδίκι μετά. Επίσης άμα ήσουνα κρυωμένος, έπαιρνε την αλοιφή και σε έτριβε εδώ στην κοιλιά σε συγκεκριμένα σημεία πάλι του σώματος και ήξερε πώς να διαχειριστεί τα αέρια που έχουν δημιουργηθεί μες το στομάχι και τα λοιπά, ήξερε να σου σπάσει το φάλι, άμα ήσουνα αυτό…ήξερε πού να σε τρίψει, πώς να το κάνει, ήξερε πάρα πολλά πράγματα τέτοια.
Πώς απέκτησε αυτές τις γνώσεις η γιαγιά σας;
Αυτό τώρα δεν είμαι σίγουρη, αλλά υποθέτω ότι τα έμαθε από τη μαμά της και τις θείες της. Και νομίζω ότι γενικότερα δεν είναι μόνο η δικιά μου η γιαγιά —βέβαια εγώ θεωρώ, ότι η δικιά μου είναι η καλύτερη— αλλά νομίζω ότι πολλές γυναίκες της εποχής της είχαν τέτοιου τύπου γνώσεις. Κι είχαμε ας πούμε και, η αδερφή του παππού μου ήξερε να γητεύει, να κάνει διάφορα τέτοια, το οποίο μπορεί να μας φαίνεται πάρα πολύ γελοίο και πολύ —πώς να το πω τώρα;- ότι δεν ευσταθεί ας πούμε, σαν πρακτική.
Τι σημαίνει να γητεύει κανείς;
Τώρα εκεί δεν είμαι ακριβώς σίγουρη γιατί η γιαγιά δεν γήτευε, αλλά γήτευε ο παππούς και η αδερφή του και υπήρχανε κάποια συγκεκριμένα σωματικά συμπτώματα που εκδήλωνε κανείς και πήγαινες σε κάποιον απ’ αυτούς που ήξερε και σου… με μια ευχή η μία τελετουργία —δεν είμαι ακριβώς σίγουρη—, μπορούσαν ας πούμε να σου διώξουν μυρμηγκιές, κριθαράκια και διάφορα άλλα τέτοια πράγματα. Ξέρανε γητειές για τις λεχώνες για να τους κατέβει το γάλα, ξέρανε διάφορα τέτοια πράγματα, ξέρανε να ξεματιάζουνε, να κάνουνε να δείχνουνε , ξέρανε πολλά, έτσι τέτοια, τα οποία στον σύγχρονο κόσμο και τον Δυτικό —και εντάξει με τη… προφανώς και δεν αμφισβητώ την… Προφανώς και δεν αμφισβητώ τη Δυτική επιστήμη και την ιατρική—, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι πρακτικές αυτές που ακολουθούνταν στο χωριό, είχανε πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, και είναι κάτι που εμένα με γοητεύει πολύ. Δεν ξέρω αν είχε να κάνει η θρησκευτική διάσταση με αυτό ή κάποιο άλλο, δεν ξέρω τι ακριβώς κάνανε και πώς το κάνανε και πώς το πετυχαίνανε αλλά σίγουρα ξέρω να πω ότι αυτά που κάνανε τότε είχανε αποτελέσματα. Ναι.[00:45:00]
Γνωρίζετε αν διατηρούνται ακόμα και σήμερα τέτοιες πρακτικές σ’ εκείνα τα μέρη;
Εννοείται ότι διατηρούνται και εννοείται ότι υπάρχουνε ακόμα οι γιαγιάδες που σου παίρνουνε τον ήλιο, υπάρχουνε οι γιαγιάδες που σου γητεύουνε τη μυρμηγκιά και όλα αυτά. Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει στα χωριά έχουνε, έχουνε συγκρατήσει τη γνώση αυτή και μακάρι να διατηρηθεί μέσα στα χρόνια γιατί είναι πάρα πολύ πολύτιμη.
Εσείς έχετε στραφεί και σε άλλους ανθρώπους πέραν της γιαγιάς σας που είχαν τέτοιες γνώσεις;
Κοίτα η μαμά μου ξέρει αρκετά πράγματα και η μεγάλη μου η θεία η Στέλλα κι αυτή ξέρει πάρα πάρα πολλά κι εγώ θα πω ότι όλα αυτά εμένα μου φαίνονται μαγευτικά και πολύ έτσι ενδιαφέροντα. Και ας πούμε κάποια στιγμή έτυχε να μάθω κάποια πράγματα για την κινεζική ιατρική, όλα αυτά μου φανήκαν πολύ πολύ ενδιαφέροντα και είχα ασχοληθεί κάποια στιγμή και στις σπουδές μου με την ιπποκρατική ιατρική, μετά για κάποιο λόγο τέλος πάντων έμαθα και για την κινεζική και μου φαίνονται όλα πολύ πολύ ενδιαφέροντα —όχι ότι καταλαβαίνω και πολλά πράγματα—αλλά μου φαίνονται όλα αυτά πολύ ενδιαφέροντα και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ένα σώμα και που εξετάζεται ένα σώμα και του πώς θεωρούνε ότι το ένα σύμπτωμα το σωματικό συνδέεται με κάτι άλλο, πώς ας πούμε μπορείς να πατήσεις συγκεκριμένα σημεία στο χέρι ή στην πατούσα και να ανακουφίσεις άλλα συμπτώματα. Όλα αυτά μου φαίνονται πάρα πολύ ενδιαφέροντα και η αλήθεια είναι ότι όπου δω μεγάλη γυναίκα η οποία ζει σε ένα χωριό, θεωρώ ότι είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο, ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο απ’ το οποίο μπορεί να μάθει κανείς και να αντλήσει πολύ μεγάλη πληροφορία την οποία μπορεί να την αξιοποιήσει και στην καθημερινότητα του με πάρα πάρα πολλούς τρόπους. Αυτό.
Τι άλλες εικόνες έχετε από αυτές τις θερινές επισκέψεις σας στο χωριό;
Απ’ τις θερινές ε; Στο χωριό πάντα κάτι γινότανε. Δεν υπήρχε ποτέ κενή ώρα. Δεν υπήρχε… δεν υπήρχε πλήξη, δεν υπήρχε ανία και δεν υπήρχε… Παρόλο που οι μέρες φαινόταν να επαναλαμβάνονται, οι μέρες ήταν σαν να περνούσε ο χρόνος διαφορετικά. Σαν να ήταν διαφορετική η μέρα. Γιατί ο κόσμος ξυπνούσε με την ανατολή του ήλιου, το μεσημέρι, ήταν 12 η ώρα το μεσημέρι, δεν ήταν 2 και 3 και 4, οπότε 12 η ώρα το μεσημέρι ήταν η ώρα του φαγητού. Κάτι που για μας πλέον και στον σύγχρονο κόσμο ή εκεί που εγώ μεγάλωσα εγώ 12 ή ώρα το μεσημέρι, δεν ήταν μεσημέρι. Ήταν ακόμα πρωί. Και όταν έπεφτε ο ήλιος πάλι υπήρχε, υπήρχαν άλλες δραστηριότητες που έπρεπε να γίνουν. Οπότε υπήρχε μες τη μέρα μία τάξη, μία σειρά και συγκεκριμένες δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Και ήτανε φοβερό ας πούμε το πόσο μια τόσο απλή κοινωνία, με σχετικά απλές δραστηριότητες και απλές καθημερινές υποχρεώσεις, είχε τέτοια δομή τέτοια οργάνωση και τέτοια πειθαρχία στο πότε γίνεται το κάθε τι. Και η κάθε μέρα και η κάθε ώρα ήταν αφιερωμένη στη δραστηριότητά της. Και όλο αυτό είχε… είχε έτσι μια γοητεία θα την πω, και μια νοσταλγία και μια επιστροφή στη ρίζα. Και παρόλο που εγώ μεγάλωσα σ’ ένα ξένο κράτος, σε μία χώρα με βαριά βιομηχανία με εντελώς άλλες έτσι αναπαραστάσεις αυτό το… Η επαφή με το χωριό ήταν κάτι που τώρα μπορώ να πω, ότι σε γείωνε και σ’ έφερνε πίσω σε κάτι ίσως και αρχέγονο. Σ’ ένα ένστικτο αρχέγονο που σου λέει ότι η ώρα που ξυπνάς, είναι η ώρα που ανατέλλει ο ήλιος, η ώρα που γίνονται τα πράγματα εξαρτάται από τον ήλιο, από την εποχή, από την φύση. Και όλο αυτό άμα το δεις κιόλας και τώρα ας πούμε που είμαι πιο μεγάλη και το —που είμαι μεγάλη βασικά— καταλαβαίνω, οι άνθρωποι που ζουν στο χωριό είναι πιο γειωμένοι και πιο εναρμονισμένοι με τη φύση. Και οι μέρες έχουνε νόημα και οι εποχές έχουνε νόημα και κάθε τελ[00:50:00]ετουργία έχει νόημα. Και όλο αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό στο να μπορεί ο άνθρωπος να ζει αρμονικά με τη φύση του. Γιατί παρόλο που κανείς δεν ήξερε για την ανακύκλωση δεν υπήρχε τίποτα που να μην ανακυκλώνεται, παρόλο που κανείς δεν ήξερε τίποτα για την φυσική δόμηση και για τα ενεργειακά σπίτια και τα λοιπά, όλα τα σπίτια ήτανε με αυτές τις προδιαγραφές. Παρόλο που κανείς δεν ήξερε τη σημασία της σωστής διατροφής και του βιολογικού προϊόντος και τα λοιπά όλοι ήταν εναρμονισμένοι με αυτό. Παρόλο που κανείς δεν ήξερε τα οφέλη του βιγκανισμού ή του vegetarian, όλοι σεβόντουσαν τις ημέρες και τις εποχές του χρόνου που δεν έπρεπε να φας το κρέας. Υπήρχε αυτός ο φυσικός τρόπος, ο οποίος σου χαλάρωνε και τους ρυθμούς. Δηλαδή μια μέρα στο χωριό, ακόμα και τώρα που δεν είμαι παιδί που είμαι ενήλικας, που η μέρα μου τρέχει και την έχω γεμίσει υποχρεώσεις —πολύ πιθανόν και άχρηστα πράγματα—, το να βρεθώ στο χωριό ή στη φύση βλέπεις ότι ο χρόνος κυλά διαφορετικά και η μέρα και η ώρα έχει διαφορετικό νόημα. Και όλο αυτό ήξερε ο παππούς και η γιαγιά και το σεβότανε. Και έβλεπες ας πούμε και τη σημασία του κάθε πράγματος. Έβλεπες τη σημασία του φαγητού, έβλεπες τον κόπο που είχε να γίνει το ψωμί. Όταν βρισκόταν όλες οι γυναίκες και φουρνίζανε στο φούρνο, όταν ανάβανε το φούρνο, τι κάνανε, πώς το κάνανε, τι κόπο είχε αυτό. Θυμάμαι την προγιαγιά να αλέθει στο μύλο και να βγάζει το αλεύρι από τις δύο πέτρες και τα λοιπά και πόσο κόπο είχε να φυτευτεί το σιτάρι, να μαζευτεί, να βγει το αλεύρι. Πώς το παίρνανε μετά, πώς το ζυμώνανε και πόση διαφορετική σημασία είχε το ψωμί που τώρα είναι το πιο απλό πράγμα και δίπλα μου υπάρχουνε 5-6 διαφορετικοί φούρνοι, δεν είναι το ίδιο! Δεν είναι το ίδιο το ψωμί του φούρνου του εδώ, με το ψωμί που ζύμωνε η γιαγιά. Ή θα βρισκότανε, η κάθε γυναίκα είχε στο σπίτι της τον αργαλειό της. Είχε η γιαγιά μου τον αργαλειό και εννοείται ότι από ανάγκη ύφαινε για να μπορούν τα παιδιά να σκεπαστούν, να ντυθούνε και να επιβιώσουνε. Οπότε ήξερες ρε παιδί μου ότι τα πρόβατα θα τα κουρέψουνε και το μαλλί θα το αξιοποιήσουνε και πώς θα το αξιοποιήσουνε; Θα το ξάνουνε, θα το φτιάξουνε δεν ξέρω και ‘γώ τι, και θα υφάνουνε και θα το βάψουνε με τις ξινήθρες, θα το βάψουνε με τα φυσικά υλικά και ήξερες ότι αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει στις μέρες μας που το θεωρείς ας πούμε, θεωρείται και λίγο πολυτέλεια και λίγο μόδα και λίγο, πώς να το πω; Δεν ξέρω πώς να το πω. —Αυτή η νέα σύγχρονη τάση τέλος πάντων στο να επιστρέψουμε. Ήξερες ότι αυτό γίνεται από… από ανάγκη και από σεβασμό στο οτιδήποτε σου δίνει η φύση, τα ζώα και τι μπορείς εσύ, πώς μπορείς εσύ να αξιοποιήσεις όλο τον πλούτο που υπάρχει γύρω σου. Αυτό.
Πώς θα περιγράφατε τη δική σας εμπειρία με τα ζώα, που υπήρχαν εκεί;
Την δική μου την εμπειρία με τα ζώα. Εντάξει ο παππούς είχε παλιά και χασάπικο όπως είπαμε και είχανε πάντα πάρα πολλά ζώα εκεί. Και έτσι… Τον γάιδαρο τον πρόλαβα για πολύ λίγο μετά πέθανε ο καημένος, αλλά τον πρόλαβα. Πρόλαβα και τις κατσίκες και τα πρόβατα και το γουρουνάκι το πρόλαβα. Νομίζω ότι πρόλαβα και την αγελάδα. Αυτά σε παλαιότερα χρόνια τα ‘κάναν πολύ πιο συστηματικά. Περνώντας τα χρόνια , εντάξει μεγαλώνοντας και τα παιδιά, αποκτώντας οι παππούδες μου κι εγγόνια, είχανε μετά άλλες προτεραιότητες δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε τόσες πολλές δουλειές οπότε εγώ θυμάμαι πάντα τις κότες και τα κουνέλια στην αυλή, θυμάμαι και τον στάβλο βέβαια, με τα υπόλοιπα ζώα. Με πολλά σκυλιά, θυμάμαι τις γάτες που τάιζε η γιαγιά μου στη γειτονιά. Θυμάμαι τη γάτα τον Θοδωρή ο οποίος ερχότανε για να ζεσταθεί κι έμπαινε κάτω απ’ την ξυλόσομπα. Θυμάμαι αυτό. Κυρίως θυμάμαι το ζώα που είχε στο σπίτι, όχι αυτά στο στάβλο. Τα είχα δει κι αυτά αλλά αυτά μάλλον τα καλοκαίρια. Όταν εγκατασταθήκαμε εδώ πλέον, ήταν πολύ πιο λίγα τα ζώα και ήταν αυτά που είχε η γιαγιά στο χωριό, στο σπίτι εννοώ μέσα. Οπότε ναι, θυμάμ[00:55:00]αι πάντα να φεύγουμε από το σπίτι της γιαγιάς όλα της παιδιά και όλα της τα εγγόνια, γεμάτοι με κουνέλια, κότες, με μυζήθρες, με τυριά, με αυγά, με χόρτα. Ήτανε μία γυναίκα που έδινε, έδινε πάρα πολλά. Οπότε έτσι κάποια στιγμή —εγώ της είχα πολύ μεγάλη αδυναμία της γιαγιάς μου και η γιαγιά μου πιστεύω ότι είχε σε μένα και μου άρεσε πάντα να την παρατηρώ και να μαθαίνω πράγματα απ’ αυτή, να βλέπω τι κάνει και πώς το κάνει— οπότε κάποια στιγμή πρέπει να ‘μουνα έφηβη ήμουνα, θα ‘μουνα έτσι πρώτη Λυκείου, τρίτη Γυμνασίου κάπου εκεί τέλος πάντων και μ’ έβαλε να σφάξω την όρνιθα. Μου λέει: «Θα πιάσεις να σφάξεις την όρνιθα, να τη βράσω, να την ξεπουπουλιάσω». Πού να, πού να σφάξω εγώ την όρνιθα; Εγώ φοβόμουνα πάρα πάρα πολύ να το κάνω αυτό και όχι μόνο φοβόμουνα αλλά λυπόμουνα και το ζώο. Το λυπόμουνα πάρα πάρα πολύ. Οπότε μου λέει: «Θα πιάσεις να σφάξεις την όρνιθα». Εγώ δεν είχα αρνηθεί ποτέ κάτι στη γιαγιά μου, ούτε η γιαγιά μου είχε αρνηθεί ποτέ κάτι σε μένα. Οπότε έφτασε εκείνη η ώρα κι εγώ άρχισα να κλαίω. Δεν ήθελα να σφάξω την κότα και η γιαγιά μου νευρίασε πάρα πολύ μαζί μου. Νευρίασε πάρα, πάρα, πάρα, πολύ μαζί μου. Και δεν ήταν που νευρίασε που εγώ φοβήθηκα, ήταν που νευρίασε που εγώ λυπήθηκα. Γιατί αντίστοιχα είχε βάλει και τη μάνα μου να σφάξει την κότα μάλλον σε πιο μικρή ηλικία, αποκλείεται σε παρόμοια κι η μάνα μου φοβότανε κι άρχισε να τρέχει κι έπιασε τη γειτονιά, γιατί φοβήθηκε να τη σφάξει. Εγώ λυπήθηκα να τη σφάξω την κότα και η γιαγιά μου νευρίασε που εγώ λυπήθηκα. Και μου ‘πε ότι: «Δε θα μου πεις εσύ ότι θα λυπηθώ την κότα. Αν δεν ήταν τα ζώα , δεν θα ‘τανε κανείς σας. Κι αν δεν ήταν η κατσίκα να ζήσει δεν θα ‘τανε κανείς σας. Και θα μου πεις εσύ ότι εγώ δεν λυπάμαι; Ποιον θα λυπηθώ το ζώο ή το παιδί μου; Εγώ δε νομίζεις ότι τα αγαπάω τα ζώα μου; Δεν τα έχω εδώ; Δεν τα έχω εδώ πάντα μαζί μου; Δεν τους δίνω τα καλύτερα; Δεν θα λυπηθώ όμως να σφάξω μία κότα για να φάτε όλοι εσείς, γιατί τα ζώα είναι αυτά που σας φέραν όλους στον κόσμο». Κι ήταν ένα μάθημα τόσο μεγάλο αυτό που μου έδωσε η γιαγιά που ήξερα ότι η γιαγιά σέβεται όλα της τα ζώα. Πρώτα τάιζε τα ζώα και μετά τάιζε τα παιδιά της. Όταν της έμενε ψωμί το έριχνε να το φάνε τα πουλιά τ’ ουρανού. Δεν άφηνε κάτι να χαθεί. Δηλαδή καθάριζε τις πατάτες, τ’ αγγουράκια , τις ντομάτες και τα λοιπά και τα τάιζε στις κότες. Οι κότες της γιαγιάς μου τρώγαν πάντα τα καλύτερα, όπως και τα κουνέλια της, όπως και οι σκύλοι της, όπως και οι κατσίκες και τα πρόβατα και όλα της τα ζώα τρώγανε πάντα τα καλύτερα κι είχανε πάντα τα καλύτερα. Κι υπήρχε πολύ μεγάλος σεβασμός απέναντι στο ζώο και στο πόσο πολύ βοηθάει το ζώο τον άνθρωπο για να ζήσει. Κι έτσι στη ζωή μου βρεθήκανε πολύ πολύ σημαντικοί άνθρωποι, οι οποίοι είναι χορτοφάγοι ή είναι vegetarian, ναι vegan —δεν ξέρω πως λέγονται όλα αυτά— και καταλαβαίνω και την αγάπη προς το ζώο και τον σεβασμό αυτό και το να μη θέλει κανείς να φάει ένα ζώο, αλλά καταλαβαίνω και πάρα πολύ καλά αυτό που μου είπε η γιαγιά μου, ότι από ανάγκη πρέπει να κάνεις τη θυσία, όχι από πλεονεξία. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, γιατί ακόμα και στον τρόπο που τρώγανε, ξέρανε να σεβαστούνε τη φύση, ξέρανε να σεβαστούνε και το φυτό και το ζώο και ότι αυτά τους προσέφερε. Και επίσης ποτέ κανείς δεν έφαγε στο σπίτι της γιαγιάς μου χωρίς να κάνει τον σταυρό του πιο μπροστά και να ευχαριστήσει. Ναι, αυτό. Αυτό με τη γιαγιά. Ήξερε να σέβεται, ήξερε να σέβεται πάρα πάρα πολύ και όχι μόνο τα ζώα και τα φυτά της αλλά και όλους τους ανθρώπους. Ήξερε να το κάνει αυτό, ήξερε και να προστατεύει πάρα πολύ, ήξερε και όλα αυτά. Μακάρι να της έμοιαζα, μακάρι να της έμοιαζα και στον τρόπο που αγάπησε και τον παππού μου και τα παιδιά της και τα εγγόνια της και τους γονείς της και τον τρόπο που τους συγχώρεσε και τον τρόπο που αγάπησε τα πεθερικά της και τους συγχώρεσε και τον τρόπο που ήξερ[01:00:00]ε να αγαπάει και όποιον βρισκότανε στο δρόμο των παιδιών της και των εγγονών της. Με 7 παιδιά και 14 εγγόνια και 8 αδέρφια και πόσα ανήψια και τα λοιπά πάντα ερχότανε και ξένος κόσμος στο σπίτι. Πάντα, πάντα, πάντα. Εκτός από τους περαστικούς όλους, που…
Ο παππούς είχε όπως είπαμε το μπακάλικο κι είχε και το τηλέφωνο είχε κι όλα αυτά στο χωριό, όποιος περαστικός περνούσε, ο παππούς τον έπαιρνε στο σπίτι και τον τάιζε και τον πότιζε και τα λοιπά. Και πολλοί από τους φίλους των παιδιών και δικοί μας και των εγγονών πηγαίναμε στο χωριό, η γιαγιά ήξερε να διακρίνει κατευθείαν ποιος θα σου μείνει για πάντα και ποιος είναι απλός περαστικός. Και ακόμα και ήξερε να προστατεύει και να νοιάζεται και για τους φίλους και για τους ανθρώπους που έτυχε να βρεθούνε στο δρόμο των δικών της.
Πηγαίνατε εσείς σε αυτό το μπακάλικο;
Αμέ πως δεν πηγαίναμε σε αυτό το μπακάλικο; Αυτό το μπακάλικο είναι μεγάλη ιστορία, ίσως είναι μια δεύτερη ιστορία αυτή, το μπακάλικο ήτανε το πρώτο του χωριού και το κατάφερε η γιαγιά με τον παππού σιγά σιγά να το φτιάξουνε γιατί τα πρώτα χρόνια ζούσανε στην ψάθα. Η γιαγιά όμως ήτανε επιχειρηματικό μυαλό και έτσι κατάφερε και έφτιαξε πολύ πολύ μεγάλη περιουσία. Έφτιαξε περιουσία και για τα 7 της τα παιδιά αρκετά μεγάλη μαζί με τον παππού και το μπακάλικο ήταν ένας τόπος συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων, πολλών εμπόρων, πολλών ανθρώπων του χωριού και τα λοιπά. Εγώ σαν παιδί πήγαινα εκεί και είχε τις καλύτερες γαζόζες του κόσμου το μπακάλικο, που μα στις έδινε ο παππούς μου. Και θυμάμαι ας πούμε, εντάξει εγώ είχα βρεθεί σε πολυκαταστήματα που δεν συγκρίνονται με το… με το μπακάλικο του χωριού, αλλά τη μαγεία που είχε αυτό το μπακάλικο και τη σημασία που είχανε τα προϊόντα του κι ο παππούς μου που ήταν εκεί και η γιαγιά μου βέβαια, δεν… δεν θα τη βρεις σε κανένα υπερμάρκετ του κόσμου. Ναι, αυτό.
Αναφέρατε ότι υπήρχε και τηλέφωνο στο συγκεκριμένο μπακάλικο.
Βεβαίως και υπήρχε τηλέφωνο στο συγκεκριμένο μπακάλικο, ήταν αν δεν κάνω λάθος το πρώτο στο χωριό, οπότε εκτός από μπακάλικο και εκτός από κέντρο ας πούμε συνδιαλλαγών, ήταν και κέντρο επικοινωνίας το μπακάλικο. Οπότε όποιος είχε ένα παιδί, έναν γνωστό, έναν… οποιονδήποτε που ήθελε να του μιλήσει, έπρεπε να πάει στο μπακάλικο, να κανονίσει την ώρα του, το ραντεβού του και τα λοιπά. Οι γονείς μου όταν ζούσανε στη Γερμανία, τα πρώτα χρόνια δεν είχανε κι αυτοί τηλέφωνο, οπότε έπρεπε να πάνε στη νονά μου, στου νονού μου το σπίτι που είχανε τηλέφωνο, να συνεννοηθούνε με τον παππού μου ποια μέρα, ποια ώρα μπορούν να βρεθούν όλοι μαζί για να επικοινωνήσουν. Και η επικοινωνία ας πούμε από το ένα μέρος στο άλλο ήταν μια υπόθεση συλλογική και εμπλεκόταν όλο το χωριό στην όλη διαδικασία και βέβαια το κέντρο ήταν το μπακάλικο του παππού.
Εσείς είχατε πραγματοποιήσει κάποιο τηλεφώνημα με αυτό το σύστημα;
Με αυτό το σύστημα ε; Οι γονείς μου είχανε πραγματοποιήσει, εγώ ήμουνα μικρή, δεν, δεν είχα… Μετά ας πούμε, εντάξει. Όταν εγώ μεγάλωσα --αυτό τώρα πρέπει να ήταν πάρα, πάρα πολύ παλιά— μετά είχαν όλοι τηλέφωνο, τώρα έχουμε και κινητά. Ναι, αυτό.
Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να συμπληρώσετε σε σχέση με όσα μας αφηγηθήκατε;
Μακάρι εγώ αν ποτέ γίνω γιαγιά να είμαι έστω και η μισή από τη γιαγιά, που ήτανε η γιαγιά η Αμαλία για μένα. Αυτό.
Να σας ευχαριστήσουμε πολύ για όσα μας αφηγηθήκατε.
Και εγώ να ευχαριστήσω πολύ.
Περίληψη
Η Μαιριλίτσα Στέφου θυμάται τα παιδικά της χρόνια. Περιγράφει τον σχολικό της βίο στη Στουτγκάρδη, όπου έζησε μέχρι τα 11,5 χρόνια. Αναπολεί τις καλοκαιρινές διακοπές της στην Μεσαρά της Κρήτης και όσα έζησε μαζί με την γιαγιά της. Θυμάται την υποδοχή της οικογένειας, τις γεωργικές εργασίες, τον τρύγο, το σπίτι που έμεναν. Μοιράζεται την ιστορία αγάπης του παππού και τη γιαγιάς της. Περιγράφει τις τεχνικές και τα γιατροσόφια της γιαγιάς. Αναφέρεται σε όσα παρατηρούσε ως παιδί για τη ζωή στο χωριό. Αφηγείται τη στιγμή που της ζητήθηκε να θανατώσει μια όρνιθα, φέρνει στη μνήμη της το μπακάλικο-τηλεφωνείο του παππού και της γιαγιάς και όλες τις τρυφερές στιγμές σε μία μαρτυρία που είναι ύμνος στη σχέση γιαγιάς εγγονής.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Αμαλία Στέφου
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Μανωλούκου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2021
Διάρκεια
64'
Περίληψη
Η Μαιριλίτσα Στέφου θυμάται τα παιδικά της χρόνια. Περιγράφει τον σχολικό της βίο στη Στουτγκάρδη, όπου έζησε μέχρι τα 11,5 χρόνια. Αναπολεί τις καλοκαιρινές διακοπές της στην Μεσαρά της Κρήτης και όσα έζησε μαζί με την γιαγιά της. Θυμάται την υποδοχή της οικογένειας, τις γεωργικές εργασίες, τον τρύγο, το σπίτι που έμεναν. Μοιράζεται την ιστορία αγάπης του παππού και τη γιαγιάς της. Περιγράφει τις τεχνικές και τα γιατροσόφια της γιαγιάς. Αναφέρεται σε όσα παρατηρούσε ως παιδί για τη ζωή στο χωριό. Αφηγείται τη στιγμή που της ζητήθηκε να θανατώσει μια όρνιθα, φέρνει στη μνήμη της το μπακάλικο-τηλεφωνείο του παππού και της γιαγιάς και όλες τις τρυφερές στιγμές σε μία μαρτυρία που είναι ύμνος στη σχέση γιαγιάς εγγονής.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Αμαλία Στέφου
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Μανωλούκου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2021
Διάρκεια
64'