© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά στην Επταετία ή από μικρός αρτοποιός, εργοδηγός στην Εταιρεία Λιπασμάτων Δραπετσώνας
Κωδικός Ιστορίας
11477
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θωμάς Μπάνης (Θ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/11/2022
Ερευνητής/τρια
Ειρήνη Καραμπού (Ε.Κ.)
[00:00:00]Είμαστε με τον κύριο Μπάνη Θωμά, η ημερομηνία είναι 28 Νοεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Κερατσίνι και θα μας μιλήσει για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου στο Κερατσίνι και την εργασία του στα Λιπάσματα Δραπετσώνας. Θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Γεννήθηκα εδώ, δεν έφυγα καθόλου από εδώ μέχρι και σήμερα, δηλαδή στο Κερατσίνι. Λέγομαι Θωμάς Μπάνης. Αυτή τη στιγμή είμαι 91 ετών.
Ωραία, από το Κερατσίνι ποια είναι η πρώτη εικόνα που θυμάστε;
Θυμάμαι ότι το Κερατσίνι ήτανε πολύ αραιοκατοικημένο, και μάλιστα υπήρχαν και κομμάτια γης όπου σπέρνανε δημητριακά για τα ζώα τους. Είχανε πρόβατα και τέτοια. Η σημερινή Χαραυγή, η Ευγένεια και μετά η Χαραυγή, η Χαραυγή ήταν όλο νταμάρια, τελείως ακατοίκητη, που αν εμείς τα παιδιά φεύγαμε κάποια στιγμή από την περιοχή μας, εάν δεν ήταν αραιοκατοικημένα τα σπίτια, δεν θα βρίσκαμε το σπίτι μας στο γυρισμό. Το βρίσκαμε γιατί ήταν ένα σπίτι εδώ, ένα παρακάτω… αλάνες και σαν παιδιά παίζαμε στις αλάνες, αλλά εγώ —λέω «εγώ» και γίνομαι εγωιστής. Αφού εγώ τα έζησα, τι να κάνω;—, λοιπόν, από 9 χρόνων δούλευα, όπως σας είπα, πήγαινα για ξύλα. Μετά είχα έναν θείο ο οποίος είχε στη Δραπετσώνα φούρνο και τότε, το ψωμί ήταν με τα δελτία. Ο θείος μου είχε τρεις χιλιάδες άτομα και με πήρανε εκεί να βοηθώ. Με κάνανε αρτοϋπάλληλο, αλλά για να γίνω αρτοϋπάλληλος, έπρεπε να είμαι τουλάχιστον 16 ετών. Όταν εγώ επήγα εκεί, ήμουνα 12 ετών. Μ’ ένα κομμάτι ψωμί σ’ έναν της Δημαρχίας, μου βγάλανε ένα πιστοποιητικό ότι είμαι 16 ετών. Προφανώς, αυτό γινότανε γιατί η πληρωμή των αρτοϋπαλλήλων γινότανε ανάλογα με το ποσό που είχε ο φούρνος. Αν είχε, ας πούμε, χίλια άτομα, δικαιολογούσε — λέω τώρα εγώ έναν αριθμό, δεν ξέρω συγκεκριμένα— έναν αρτοϋπάλληλο. Αν είχε παραπάνω, δύο και… αυτό γινόταν επειδή μάλλον πριμοδοτούσε το Υπουργείο και ο αρτοϋπάλληλος δικαιούταν κι ένα ψωμί και δικαιούταν κάθε μήνα δεν θυμάμαι πόσες οκάδες αλεύρι. Ήταν περιουσία τότε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, εδούλεψα δώδεκα δεκατρία χρόνια, μέχρι τον Μάιο του ‘54, όπου εγώ ήμουνα 22 ετών. Βέβαια, το Μάιο τα είχα κλείσει τα 22. Χρονολογικά ήμουνα 22, είχα μπει στα 23. Το ‘55 τον Ιανουάριο πήγα στρατιώτης. Όταν γύρισα… Ξέχασα να σας πω ότι το ‘54 με απέλυσαν από το φούρνο διότι σταμάτησε το Υπουργείο να πριμοδοτεί γιατί καταργήθηκαν και τα δελτία. Έγινε ελεύθερο εμπόριο, ας πούμε. Εγώ έκανα διάφορες περιστασιακές δουλειές, ώσπου πήγα στρατιώτης το ‘55, τον Ιανουάριο. Τον Οκτώβριο του ‘56 απολύθηκα. Μετά από καμιά εβδομάδα πήγα στην Εταιρεία Λιπασμάτων, όπου εκεί ήταν ένας εργολάβος κι έκανε διάφορες δουλειές της εταιρείας. Εκεί εργαζόταν ο πατέρας μου από το ‘22 στην Εταιρεία Λιπασμάτων κι εργαζόταν στο συνεργείο υαλοπινάκων το οποίο είχε ιδρυθεί τότε. Η Εταιρεία Λιπασμάτων που εμείς αναφέρουμε δεν είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή δεν είναι εταιρεία, δεν υπάρχει Εταιρεία Λιπασμάτων, αλλά λέγεται Σ.Ε.Δ., Συγκρότημα Εταιρειών Δραπετσώνας, διότι αυτό το εργοστάσιο δεν ήταν ένα, αποτελούνταν από 800 στρέμματα, όπου είχε οξέα, λιπάσματα, υαλοπίνακες, πυρίμαχα, φάρμακα, γεωργικά φάρμακα και κάνα δυο άλλα, δεν τα θυμάμαι. Είχε φορτοεκφόρτωση. Και αυτή ήταν η ονομασία της, Σ.Ε.Δ., αλλά εμείς τη λέγαμε Εταιρεία Λιπασμάτων. Δεν ξέρω γιατί, έμεινε έτσι. Εκεί εργαζόμουν, λοιπόν, έφυγα από τον εργολάβο και με προσέλαβαν στην εταιρεία κι ήμουνα κοντά, περίπου σε συνεργείο παρεμφερές που δούλευε κι ο πατέρας μου, των υαλοπινάκων, όπου μετά από κάποιο χρονικό διάστημα προσελήφθην κι εγώ στους υαλοπίνακες κι από ‘κει πήρα σύνταξη μετά από τριάντα χρόνια. Μάλιστα, συνταξιούχος βγήκα με αναπηρική σύνταξη. Βέβαια, είχα συμπληρώσει 12.240 ένσημα, είχα συμπληρώσει και σαράντα δύο χρόνια εργασίας στο φούρνο και μετά στη Σ.Ε.Δ. Βγήκα στη σύνταξη, κάποια στιγμή συνήλθα, γύρισα τη σύνταξή μου κανονικά. Είχα δύο παιδιά. Είχα παντρευτεί το ‘59 με την ψυχούλα μου. Είχα την τύχη να παντρευτώ με μία εξαιρετική κοπέλα η οποία ήταν μορφωμένη. Εγώ είχα βγάλει το Δημοτικό, θα έλεγα, με τις ενέσεις, εκείνη είχε δώσει και για μαία, δεν πέρασε. Συνέβη το περιστατικό να παντρευτούμε. Όταν αρραβωνιαστήκαμε, εκείνη εργαζόταν σ’ έναν δικηγόρο, σ’ ένα δικηγορικό γραφείο. Μάλιστα, αυτός ήταν και Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. Εγώ της είπα… Δούλευα πλέον στους υαλοπίνακες, ήτανε καλός ο μισθός, το μεροκάματο καλό, να σκεφτείτε ότι οι άλλοι παίρνανε 1.000 τη βδομάδα κι εμείς παίρναμε 3.000-3.500, αλλά ήμασταν μες στη φωτιά. Όταν λέμε φωτιά, πυρωνόντουσαν τα ρούχα μας και τα τραβούσαμε να μη μας καίνε. Λοιπόν, λέω στην γυναίκα μου δεκαπέντε μέρες πριν γίνει ο γάμος: «Θα πάρεις την απόλυσή σου». Ο δικηγόρος την ήθελε. Η γυναίκα του, μάλιστα, ήρθε εδώ σπίτι και την παρακάλεσε να δουλεύει μέχρι το μεσημέρι, γιατί αυτός ήτανε κακός χαρακτήρας στο γράψιμο, η Μαρία τον είχε πιάσει και έκανε καλή δουλειά. Παρακάλεσε η γυναίκα του. Ίσως εγώ να μην έκανα καλά, αλλά είχα τη δική μου σκέψη. Εκείνα τα χρόνια κυριολεκτικά η τιμή της γυναίκας κρεμόταν σε μία μεμβράνη, κυριολεκτικά. Γινόντουσαν σκοτωμοί, γινόντουσαν σαν φασαρίες. Εάν κάποιος πήγαινε με κάποια κοπέλα κι έκανε ολοκληρωμένη σχέση, ήταν η τιμή πλέον θιγμένη κι έπρεπε να… Τέλος πάντων, εγώ έκανα τη σκέψη ότι όλα καλά, όλα άγια, θα πήγαινε η γυναίκα μου στη δουλειά, μπορεί να της βγάζανε κάποιο, δεν ξέρω πώς να το [00:10:00]πω, γιατί ήταν δικηγορικό γραφείο, υπήρχαν κι ασκούμενοι μέσα. Δεν ήθελα να πουν το παραμικρό, γιατί εκείνη θα ήταν εντάξει, αλλά τότε λέγαμε «Άμα δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, δεν ζυγώνει ο σκύλος», και θα είχε τη μομφή χωρίς να φταίει. «Θα κάτσεις στο σπιτάκι σου, αν κάνουμε παιδιά, πρώτα ο Θεός, θα μεγαλώσεις τα παιδιά μας κι όλα καλά. Κι εγώ τα λεφτά αυτά που θα έπαιρνες από ‘κει, θα τα φέρω». Κι όπως κι έγινε, έκανα και δεύτερη δουλειά. Κι η δεύτερη δουλειά που έκανα κι αυτή ήταν καλή. Κι όπως σας είπα, κάναμε τα δύο παιδιά. Το σπίτι που πήρα, το μεγάλωσα γιατί δεν ήτανε, δύο δωμάτια, χωλ, κουζίνα. Τώρα, ας πούμε ήταν 55 τετραγωνικά μέτρα, τώρα είναι 111. Έκανα ένα σπίτι, ένα εξοχικό. Αγόρασα ένα εξοχικό, έκανα μόνος μου μία καλύβα εκεί.
Ωραία, να ρωτήσω κάποια πράγματα; Να ξεκινήσω να ρωτάω;
Γιατί να μη ρωτήσετε;
Ωραία, μου είπατε ότι ξεκινήσατε να εργάζεστε 9 ετών. Σωστά;
Ναι, εργαζόμουν 9 ετών. Αυτό που σας είπα. Πήγαινα από εδώ στο βουνό και φορτωνόμουν, με τον πατέρα μου έκοβε ξύλα, φορτωνόμουν κι ερχόμουν, άλλα να καίμε και άλλα να πουλήσουμε. Στον φούρνο με πήρανε από 10 χρονών. Τα παιδιά όλα του καιρού εκείνου παίζανε, τι παίζανε, γιατί είχαμε αλάνες κι εγώ σηκωνόμουν το πρωί 6:00 και κοιμόμουνα 22:00 το βράδυ. Και παρόλο ότι ήταν αδελφή της μάνας μου η φουρναριά, για να χορτάσω, έκλεβα. Τέτοια πράγματα γινόντουσαν τότε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, 12 χρόνων με κανέναν αρτοϋπάλληλο.
Εκεί στο φούρνο τι ακριβώς κάνατε εσείς;
Καταρχήν, η θεία μου είχε κότες, είχε κατσίκες, είχε κουνέλια κι όλα αυτά εκτός από το που σηκωνόμουν το πρωί για να προσέχω τους ζυμωτάδες να μην κλέψουνε ζυμάρι την ώρα που ζύμωναν να το βάλουνε στην κοιλιά τους και ξέρω ‘γώ —παιδάκι δηλαδή εγώ πρόσεχα αυτούς, δεν ξέρω ποιος πρόσεχε εμένανε—, και δουλειές του φούρνου. Άμα μεγάλωσα, έκανα και το ζυμωτή, έκανα και τον κλιβανέα και βασικά, ήμουνα αρτοϋπάλληλος, δηλαδή στο ζύγι. Αυτές τις δουλειές έκανα.
Την πρώτη μέρα που σας είπαν ότι θα πάτε στο φούρνο να δουλέψετε τη θυμάστε;
Πού να το θυμάμαι; Πρέπει να ήταν το… Χρονολογικά μπορώ να το θυμηθώ. Το ‘42 ήτανε. Το ‘42. Εγώ γεννήθηκα το Φλεβάρη. Άμα με πήραν το Νοέμβρη-Δεκέμβρη, είμαι πια, δεν είμαι 8, χρονολογικά είμαι περίπου 9 χρόνων κι έκανα όλες τις δουλειές που σας είπα.
Μου είπατε πριν ότι στο φούρνο αυτόν έρχονταν με δελτίο κι έπαιρναν ψωμί, σωστά;
Ναι, όλος ο κόσμος έπαιρνε ψωμί με δελτίο. Δεν είχε, ελεύθερη αγορά δεν υπήρχε.
Ωραία, υπήρχε κάποια διαδικασία;
Σε τι πράγμα;
Πώς γινόταν αυτή η διαδικασία; Δηλαδή αν ερχόταν κάποιος έξω από το φούρνο, τι θα έβλεπε να συμβαίνει; Πώς ερχόταν ο κόσμος για να πάρει το ψωμί;
Είχε τεφτέρι. Είχε… Καταρχήν, το τεφτέρι δούλευε free, που λένε. Ναι, είχε το χαρτί του ότι έχει τα άτομα. Εκείνο τον καιρό γινόντουσαν τέτοια πράγματα λόγω πεινάς, που μπορεί να πέθαινε ένα άτομο από μία οικογένεια γιατί ήταν, από ό,τι θυμάμαι, και έξι και εφτά και οχτώ άτομα μία οικογένεια —εγώ, η οικογένεια η δική μου ήμασταν εφτά άτομα, οι γονείς μου και πέντε αδέρφια και είχαμε και τον παππού οχτώ—, λοιπόν, όταν κάποιος πέθαινε, τον κρύβανε. Τον θάβανε κρυφά για να μην καταργηθεί το δελτίο, για να παίρνουνε τη μερίδα αυτουνού. Αυτά τα έκανε η πείνα, μιλάμε για πείνα. Πολλές φορές συναντούσα, όπως τώρα που βλέπουμε στα σκουπίδια, για να πάρουν και να φάνε, όχι για να πάρουν κάποιο αντικείμενο να το πουλήσουν, για φαγητά. Και πού να τα βρούνε;
Στην περίοδο της Κατοχής ήσασταν εδώ στο Κερατσίνι;
Πώς;
Στην περίοδο της Κατοχής, στην Κατοχή ήσασταν εδώ;
Δεν έφυγα από ‘δω. Εδώ ήμουν συνέχεια.
Πώς ήταν εκείνη η περίοδος;
Πώς να είναι;
Τι θυμάστε από το Κερατσίνι την περίοδο της Κατοχής;
Κατοχή ήταν, τι να θυμηθώ; Κάποτε είχαν στρατοπεδεύσει ένα τμήμα Γερμανών στο νεκροταφείο από πάνω. Παιδί ήμουνα τότε. Αυτά θυμάμαι, τι άλλο;
Δηλαδή εσείς τους βλέπατε τους Γερμανούς;
Βέβαια, πώς, αφού πηγαίναμε και ζητιανεύουμε στους Γερμανούς, γιατί είχανε και καζάνια κι αυτά. Ήταν κάποιοι που δίναμε στον κόσμο. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι πεινάσαμε στην Κατοχή. Ίσως πριν να γίνει η Κατοχή να περνάγαμε πιο δύσκολα. Γιατί; Γιατί οι γονείς μου όταν παντρεύτηκαν, εμένανε σ’ ένα δωμάτιο με ενοίκιο. Δεν είχανε τίποτα. Για τραπέζι είχανε μία φουφού κι είχαν έναν τσίγκο απάνω κι εκεί απάνω τρώγανε. Όσον αφορά το κρεβάτι, με δύο καβαλέτα και μαδέρια… Στην Κρεμμυδαρού γινόταν αυτό, στη Δραπετσώνα, αν έχετε υπόψη σας την Κρεμμυδαρού. Κρεμμυδαρού είναι το κάτω σημείο της Δραπετσώνας. Λοιπόν, από εκεί αγόρασαν το οικόπεδο εδώ, κάνοντας τα παιδιά, χτίζοντας κιόλας γιατί ο πατέρας μου δούλευε πάρα πολύ, πάρα πολύ δούλευε, κι όταν σταματούσε να γίνει επισκευή ο κλίβανος, που έβγαζε το τζάμι κι έπαιρναν τα καλά λεφτά, επήγαινε στη φόρτωση και δούλευε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Θυμάμαι μικρός ήμουνα εγώ και του πήγαινα φαγητό, μέρες μες στην εταιρεία. Συγχωρέστε με γιατί σταματάει λιγάκι το… Λοιπόν, οι γονείς μου… η μάνα μου ήτανε καλό τιμόνι, πάρα πολύ καλό τιμόνι κι ήθελα να πω ότι περάσαμε πιο δύστυχα χρόνια πριν τον πόλεμο. Όταν έγινε ο πόλεμος, ο πατέρας μου ήταν φύλακας της Εταιρείας Λιπασμάτων, φύλακας και τους δίνανε —δεν θυμάμαι— 1,2,3 κιλά λάδι το μήνα, τους δίνανε όσπρια. Η μάνα μου ό,τι κεντίδια είχε, ό,τι χρυσαφικά, πήγαινε στα χωριά, μας έφερνε διάφορα, τυριά, σταφίδες, καρύδια. Εγώ δούλευα στο φούρνο, έφερνα ψωμί. Άλλοι πεινούσανε, εμείς τρώγαμε, δεν μπορώ να πω βασιλικά αλλά δεν πεινούσαμε. Μπορώ να πω πριν την Κατοχή πεινούσαμε, τότε δεν πεινούσαμε!
Μετά την Κατοχή ήδη είχαμε μεγαλώσει. Εγώ δούλευα, ο αδερφός μου ήταν δύο χρόνια μικρότερος από μένα, κι αυτός πήγε σε μία δουλειά, η αδερφή μου η μεγάλη, κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα, δούλευε κι αυτή στην Εταιρεία Λιπασμάτων. Δηλαδή, ερχόταν εισόδημα μες στο σπίτι και είχαμε καλή ζωή και συγχρόνως μεγάλωνε το σπίτι. Αφού έγινε το ισόγειο, έκαναν και από πάνω. Κάποτε ήρθε η ώρα η καλή, να την πούμε, να κάνουμε και εμείς δικό μας σπιτικό. Δόξα τω Θεώ, κάναμε καλές οικογένειες, λέω εγώ. Έ[00:20:00]κανα δύο καλά παιδιά, πάρα πολύ καλά παιδιά κι αυτοί κάνανε οικογένειες, παιδιά και τα εγγόνια μου, έχω τρία εγγόνια. Εγώ εδώ στην εκκλησία μας δεν πήγαινα. Είχα κάποια απωθημένα μετά τον εμφύλιο σπαραγμό από κάποιους παπάδες που τους είδα να κρατάνε περίστροφο και άσχημα πράγματα κι είχα απωθημένα κι εδώ δεν ερχόμουνα. Στο εξοχικό μου, όμως, λίγο, 7 χιλιόμετρα πιο κάτω προς το Λαύριο, ήταν ένας ναός. Ήτανε προσκύνημα, δεν ήταν ενορία, ο Άγιος Νεκτάριος, όπου είχε έναν παππούλη που έκανε το ναό, ο πατέρας Νεκτάριος. Ήδη έχει «κοιμηθεί» τώρα, είναι κάποια χρόνια. Λοιπόν, εκεί πήγαινα εγώ. Είχα να μεταλάβω πολλά χρόνια. Η γυναίκα μου με την προτροπή της μου λέει: «Αφού γνωρίζεστε τόσο καλά με τον παππούλη και σ’ εκτιμάει και σ’ αγαπάει…». Αυτός μού έστελνε προσκλήσεις τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο από διάφορες εκδηλώσεις που γινόντουσαν γιατί, όπως σας είπα, ήτανε προσκύνημα και κάθε εκδήλωση που γινόταν μου έστελνε πρόσκληση. Είχα γνωριστεί καλά μ’ αυτόν και έγινε και πνευματικός μου. Με την προτροπή της γυναίκας μου κοινώνησα κιόλας. Κάποτε πηγαίναμε στα μπάνια στην Ικαρία. Εκεί γνωρίστηκα με κάποιον που είχε εκκλησία στο σπίτι του και τελειώνοντας τα μπάνια, μου λέει «Θα έρθεις; Θα σηκώσω λειτουργία». Λέω: «Θα έρθω και θα κοινωνήσω κιόλας». Όταν ήρθαμε σπίτι, έπρεπε να πάω να εξομολογηθώ. Πού να πάω από εδώ 70 χιλιόμετρα; Μου λέει η γυναίκα μου: «Έλα εδώ στην ενορία μας. Έχει έρθει ένα καλό παλικάρι. Είναι νέος Αρχιμανδρίτης». Μην τα πολυλογώ, πράγματι πήγα, εξομολογήθηκα, μου πήρε την ψυχή κι από τότε ήθελα να είμαι συνέχεια στην εκκλησία.
Ωραία, να ρωτήσω κάποια πράγματα; Μου είπατε πριν ότι κρατούσατε, έτσι, κάποιες εικόνες από τον Εμφύλιο που σας είχανε κάνει εντύπωση. Τι ήταν αυτό, δηλαδή, ακριβώς που είδατε; Τι ήταν αυτό που ζήσατε;
Δεν κατάλαβα. Τι;
Μου αναφέρατε πριν για τον Εμφύλιο ότι είδατε κάποιες εικόνες που σας έκαναν εντύπωση. Τι ήταν αυτό που είδατε; Τι ζήσατε;
Λέτε για τα απωθημένα μου;
Ναι, ναι.
Είδα παπά να βλαστημάει. Είδα παπά να παίρνει την μπάλα, να κλωτσάει την μπάλα και να παίζει. Είδα παπά να έχει περίστροφο. Αυτά μού κάνανε την άσχημη εντύπωση. Κι εγώ τότε πρέπει να ήμουνα μετά τα 14, γιατί εγώ το Δημοτικό το έβγαλα στα 14. Πήγαινα σχολείο εκεί που είναι τώρα η δωροέκθεση της εκκλησίας μας, ήτανε σχολείο, το Δημοτικό. Εκεί πήγαινα σχολείο εγώ. Μετά στον πόλεμο δύο χρόνια ήμουνα, όπως σας είπα, εργαζόμουν. Ύστερα ξαναπήγα, έβγαλα τις δύο τάξεις και μετά δουλειά.
Την περίοδο του Εμφυλίου, δηλαδή, τι συνέβη εδώ στο Κερατσίνι; Τι είδατε να γίνεται;
Κοιτάχτε, δεν ήτανε μόνο στο Κερατσίνι, παντού. Ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός που λέγαμε κι ήταν διάφορες οργανώσεις κι από τη μία και από την άλλη. Γίνανε άδικοι σκοτωμοί. Δηλαδή ήταν ένας, γνώρισα έναν αρχιφύλακα ο οποίος ήταν πολύ φίλος και πατριώτης του θείου μου του φούρναρη ο οποίος είχε μία σύζυγο, άγγελος στην κυριολεξία, οχτώ μηνών… Όχι, δεν ήταν. Λάθος κάνω. Τη σκότωσαν τη γυναίκα γιατί αυτόν τον λέγανε Κομμουνιστοφάγο. Έναν άλλον σκοτώσανε τη γυναίκα, μιανού αλλουνού που ήταν οχτώ μηνών σε ενδιαφέρουσα, γιατί δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν τα τον άντρα της. Γινόντουσαν έκτροπα, δεν μπορώ… Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Δηλαδή ήταν η ΟΠΛΑ. Η ΟΠΛΑ ήταν το βοηθητικό ΕΛΑΣ. Μεγάλο λάθος για εκείνα τα χρόνια, για εκείνους που τα είχαν φτιάξει. Γιατί; Γιατί η ΟΠΛΑ ήτανε μες στην πολιτεία. Εγώ ο αλητάμπουρας πήγαινα στην ΟΠΛΑ, μου δίνανε ένα πιστόλι και σκότωνα αυτόν που είχα άχτι κι έλεγα ότι «Κάνει αυτό, κάνει εκείνο, κάνει το άλλο». Γίνανε τέτοια πάρα πολλά έκτροπα. Δηλαδή, άνθρωποι οι οποίοι ήταν στην ΟΠΛΑ μετά γίνανε Χίτες. Οι Χίτες ήταν η Δεξιά πλευρά, αν έχετε ακούσει. Αυτά γινόντουσαν, αυτά έβλεπα. Οι εντυπώσεις μου σαν παιδί ήτανε λανθασμένες. Δεν θα αναφέρω γύρω από τα πολιτικά. Μετά είδα ότι έκανα λάθος και σταμάτησα και κοίταγα τη δουλειά μου. Ήρθα στην εκκλησία, όπως σας είπα συγκυριακά στην ενορία μου, κι από τότε ήθελα να είμαι όλο στην εκκλησία. Ο αρχιμανδρίτης στο μήνα πάνω μ’ έβαλε μες στο σπίτι του.
Τι θυμάστε εσείς από τότε που έγινε η Μάχη της Ηλεκτρικής;
Κοιτάχτε, όταν έγινε η Μάχη της Ηλεκτρικής εγώ δούλευα. Εγώ ήμουνα κλεισμένος στο φούρνο. Καταλάβατε; Λίγα πράγματα είδα όταν πια έφυγαν οι Γερμανοί κι αυτούς που είχαν σκοτωθεί τους γύριζαν λες και ήταν Επιτάφιος. Αυτά τα πράγματα είδα.
Δηλαδή τι ακριβώς είδατε;
Τους είχαν στις κάσες τους ανθρώπους και τους γύριζαν σε διάφορες οδούς, ώσπου τους πήγαν στο νεκροταφείο.
Ποιοι τους γύριζαν;
Τώρα, μικρός ήμουνα. Αυτοί δεν πρέπει να ζούνε τώρα και τα ονόματα… Κάποτε θυμόμουνα ονόματα, κάποιον Μάινα που λέγανε, κάποιον… Τώρα, δε θυμάμαι. Δεν μπορώ να…
Εδώ δίπλα είχε έρθει κάποιος από τους πολεμιστές;
Όχι, όχι, δεν. Ήξερα κάποιους, αλλά δεν μένανε εδώ. Μένανε σ’ άλλα σπίτια.
Κάποιος τραυματισμένος δεν είχε έρθει εδώ στο σπίτι;
Όχι, όχι.
Τους βομβαρδισμούς τούς θυμάστε;
Ποιο;
Βομβαρδισμούς θυμάστε εδώ στην περιοχή;
Βομβαρδισμοί που γίνανε, μεγάλοι βομβαρδισμοί… οι Γερμανοί που βομβάρδισαν το λιμάνι. Τότε είχαμε φύγει για λίγο, για λίγο χρονικό διάστημα και πήγαμε στη Νέα Ιωνία. Σαφράμπολη λεγόταν μία περιοχή της Νέας Ιωνίας εκεί. Ήταν μία θεία μου και μας είχε φιλοξενήσει για ένα χρονικό διάστημα. Δεν θυμάμαι πόσος καιρός. Και επανήλθαμε στο… Μάλιστα, από ένα βομβαρδισμό —αλλά αυτός πρέπει να ήταν από Εγγλέζους, γιατί όταν ήταν η Κατοχή ερχόντουσαν οι Εγγλέζοι και κάνανε βομβαρδισμούς. Κι ένα βλήμα χτύπησε την αδελφή μου, τη δεύτερη αδερφή μου και της έφαγε ένα κομμάτι πίσω εδώ στα μαλακά κι έκανε τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Ήταν κι ανάπηρο το κορίτσι. Είχε το ποδαράκι του μέχρι εδώ κι έκανε τρεις μήνες στο νοσοκομείο.
Εκείνη τη στιγμή εσείς την είδατε;
Πώς;
Τη στιγμή εκείνη την είδατε;
Όχι, δεν. Πρέπει να ήμασταν… Νομίζω ήταν του Αγίου Νικολάου. Τότε είχε γίνει εδώ στην Ευγένεια μεγάλο κακό. Είχαν χτυπήσει πολλοί κι εί[00:30:00]χανε… και μες στο νεκροταφείο πήγαινε και κρυβόταν ο κόσμος. Του Μισαηλίδη ο γιος και η νύφη σκοτώθηκαν εκεί χάμω. Είχαν γίνει, είχαν γίνει πολλά πράγματα τα οποία τότε για μας ήτανε…
Εσείς τι θυμάστε από εκείνον το βομβαρδισμό;
Σαν τι;
Πού ήσασταν;
Στο σπίτι μου, κάτω από μία κουβέρτα! Μπορείτε να το φανταστείτε; Κρυβόμασταν κάτω από μία κουβέρτα! Υπήρχε ένα καταφύγιο εδώ στη γειτονιά, αλλά πολλές φορές δεν πηγαίναμε. Μέναμε σπίτι. Δεν προλαβαίναμε να φύγουμε. Και τι θα γινόταν εκεί στο καταφύγιο; Έτσι και έπεφτε βόμβα… Εδώ λίγο παραπάνω ήταν πάλι ένα καταφύγιο και έπεσε βόμβα κι έκλεισε την πόρτα, αλλά ευτυχώς τρέξανε. Προλάβανε κι έβγαλαν τον κόσμο, ξέθαψαν, ας πούμε, ευτυχώς. Τέτοια πράγματα γινόντουσαν.
Ωραία. Όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός τι ακούσατε; Είδατε κάτι; Ακούσατε κάτι; Πώς καταλάβατε ότι ξεκινάει ο βομβαρδισμός; Τότε του Αγίου Νικολάου;
Σειρήνες, σειρήνες, σειρήνες και τρέχαμε να κρυφτούμε. Άλλος πήγαινε σε καταφύγιο, άλλος έμενε στο σπίτι του, πολλοί μένανε κι έξω. Η αδερφή μου έτσι χτύπησε εδώ στη γωνία. Αν από πίσω πας στη γωνία, ήταν το σπίτι της θείας, της αδερφή της μάνας μου. Εμείς μέναμε απέναντι. Εκεί καθότανε κι εκεί χτύπησε. Ήτανε βράδυ κιόλας.
Τα καταφύγια τα θυμάστε; Πηγαίνατε;
Βέβαια, αφού σκάβαμε κι όλοι βοηθούσαμε εκεί, και τα παιδιά κι οι μεγάλοι βοηθούσαμε για να κάνουμε τα καταφύγια.
Δηλαδή τι ακριβώς κάνατε;
Να σκάψουμε, να βγάλουμε το χώμα, να κουβαλήσουμε χώμα. Κάναμε ένα σαν τούνελ, ας πούμε. Τι άλλο να κάνουμε; Μη νομίζετε ότι είχε κάποια αντικείμενα, ας πούμε, νερό ή φάρμακα ή… όχι, τίποτα. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν. Ξερό ένα τούνελ και χωνόμασταν εκεί χάμω κι είχαμε την τύχη να μην πέσει καμιά βόμβα κοντά εκεί.
Θυμάστε πολύ έντονα κάποια φορά που χρειάστηκε να πάτε στο καταφύγιο;
Ποια;
Θυμάστε κάποια φορά που χρειάστηκε να πάτε στο καταφύγιο πολύ έντονα; Δηλαδή κάτι που να σας έχει μείνει στη μνήμη.
Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι τρέχαμε στο καταφύγιο. Τώρα, γεγονότα δεν θυμάμαι.
Πόσα άτομα συνήθως πηγαίνατε εκεί; Πόσοι ήσασταν;
Τότε, αν ήτανε πέντε, δέκα οικογένειες, και πολλές λέω. Εδώ, ένα σπίτι ήταν εδώ, ένα εκεί κάτω, ένα εκεί κάτω, αυτή ήταν. Αυτοί ήμασταν, δεν…
Για πόση ώρα; Για πόσο μένατε εκεί;
Όχι πολύ. Ίσα-ίσα όσο ερχόντουσαν τα αεροπλάνα και ρίχνανε τις βόμβες και φεύγανε. Δεν κρατούσε πολλή ώρα. Δηλαδή ούτε κι ώρα, ούτε κι ώρα δεν κρατούσε, πολύ λίγο. Ερχόντουσαν, ρίχνανε τις βόμβες και φεύγανε. Τι; Πόσο μπορεί να ήταν αυτό; Βέβαια, ο συναγερμός γινότανε πριν έρθουν τα αεροπλάνα. Λαμβάνανε ότι τ’ αεροπλάνα είναι, ας πούμε, στα Ιωάννινα. Για να έρθουν εδώ, τότε οι ταχύτητες των αεροπλάνων ήταν 300, 400 χιλιόμετρα την ώρα; Ναι, δεν… Περιμέναμε περισσότερο πότε θα έρθουν τα αεροπλάνα. Όταν ερχόντουσαν τα αεροπλάνα κτλ., δεν… ήταν λίγο και φεύγανε αυτά κι αμέσως ο συναγερμός, η σειρήνα σφύριζε λήξη.
Παίρνατε κάτι μαζί σας φεύγοντας;
Αν προλαβαίναμε.
Συνήθως τι;
Συνήθως νερό. Τώρα, από φαγιά και τέτοια όχι.
Όταν μου είπατε ότι έγινε μεγάλο κακό εδώ στην Ευγένεια από βομβαρδισμό, τι είχε γίνει ακριβώς;
Του Αγίου Νικολάου που λέω; Τότε οι Εγγλέζοι ρίξανε τις βόμβες πολύ λάθος, σε μέρος, σε κατοικημένο πληθυσμό απάνω στην Ευγένεια. Από το λιμάνι απέχει πάρα πολύ. Δηλαδή η βάση ήταν το λιμάνι και το αεροδρόμιο, το Ελληνικό που λέμε. Λοιπόν, επέσαν οι βόμβες σε όλο το Κερατσίνι. Τι δουλειά είχανε δηλαδή; Πήγανε να χτυπήσουν την Πάουερ; Το μόνο που ήτανε. Δεν ήταν σκοπός των Εγγλέζων αυτό το πράγμα. Αυτό νομίζω ότι το ξέρουν όλοι. Και πέσανε βόμβες και γύρω εκεί. Τις ρίξανε —δεν ξέρω— να φύγουνε; Τι κάνανε; Τότε είχαμε θύματα κι ένα από τα θύματα ήταν κι η αδερφή μου. Βέβαια, εντάξει μετά από τρεις μήνες συνήλθε, αλλά…
Εσείς βγαίνοντας από το σπίτι πια τι είδατε; Ποια ήταν η εικόνα που αντικρίσατε;
Τώρα πού να θυμηθώ εγώ στην ηλικία που είχα; Άμα βγαίναμε, τρέχαμε σπίτι μας.
Όταν φύγατε, που πήγατε στη Νέα Ιωνία, που μου είπατε, για ποιον λόγο φύγατε; Είχε συμβεί κάτι;
Γινόντουσαν βομβαρδισμοί εδώ και φοβήθηκαν οι γονείς μου και λένε «Ας πάμε». Τώρα, πόσο καιρό κάτσαμε; Κάτι μήνες δύο, τρεις, τέσσερις μήνες; Ακριβώς το γιατί, νομίζω ότι κάπου φοβήθηκαν γιατί γινόντουσαν πολλά τότε, επιδρομές. Ίσως γι’ αυτό, δεν πολύ θυμάμαι. Ήμουνα μικρός.
Τη διαδρομή για να φτάσατε εκεί τη θυμάστε;
Τι;
Τη διαδρομή. Πώς πήγατε; Πώς φτάσατε ως εκεί;
Ήταν ο ηλεκτρικός, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος. Πηγαίναμε με τα πόδια κάτω, μπαίναμε στο τρένο και βγαίναμε στη Νέα Ιωνία. Από τη Νέα Ιωνία ήτανε κοντά το σπίτι, δεν ήτανε, δεν ήταν μακριά.
Φεύγοντας πήρατε κάτι μαζί σας απ’ το σπίτι εδώ;
Τι πράγμα;
Φεύγοντας απ’ το σπίτι εδώ πήρατε κάτι μαζί σας;
Δεν μπορεί, θα πήραμε. Πού να τα θυμάμαι τώρα εγώ αυτά τα πράγματα; Θα πήραμε, Δεν υπάρχει περίπτωση.
Και μετά, όταν επιστρέψατε, πώς ήταν η πρώτη εικόνα που είδατε εδώ στην περιοχή; Είχε αλλάξει κάτι;
Καμία σχέση. Εγώ, το παιδικό μου μυαλό στο τρένο που μπήκαμε, μας έφερε στον Πειραιά… Μεγάλη δουλειά. Εδώ είχαμε και το τραμ από τον Πειραιά στο Πέραμα, ναι, όταν ήμασταν μικρά. Οι δρόμοι… Δεν μπορείτε να τους φανταστείτε. Η 25ης Μαρτίου ήταν όχι κακοτράχαλη, αλλά σ’ ένα σημείο αν θα βγούμε και βγούμε στην 25η Μαρτίου, ήτανε κατηφοριά απότομη. Εν τω μεταξύ, ήταν και τα βαγονάκια και κουβαλούσαν από πάνω από την Αμφιάλη, κουβαλούσαν χώμα στο τσιμεντάδικο τα βαγονάκια κι η οδός η δική μας, η Μητροπολίτου Καραβαγγέλη, κι αυτή δεν ήτανε ίσια. Βουναλάκια έβλεπες. Τώρα έχει γίνει άλλο. Δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος πώς ήταν και πώς γίνανε. Κι εγώ τώρα πάω να φέρω στο μυαλό μου πώς ήταν, ας πούμε, την 25η Μαρτίου και δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα… Άλλο πράγμα.
Μπλόκο είχε γίνει ποτέ εδώ στην περιοχή;
Τι πράγμα;
Γερμανικό μπλόκο έχει γίνει ποτέ εδώ στην περιοχή; Θυμάστε κάτι;
Όχι, όχι στην περιοχή[00:40:00] μας. Στην Κοκκινιά ήτανε κι εκεί έγινε, όλοι ξέρουνε τι είχε γίνει.
Ωραία. Και μου είπατε ότι όταν έγινε η Μάχη της Ηλεκτρικής, εσείς ήσασταν στον φούρνο και δουλεύατε;
Ναι.
Δεν ακούσατε κάτι; Δεν είδατε κάτι; Τι συνέβαινε έξω, ας πούμε; Είχατε ιδέα τι συνέβαινε;
Και εδώ να ήμουνα και σπίτι να ήμουνα, δεν μπορούσα να δω τι γινότανε. Πού να βγούμε από το σπίτι έξω; Για όνομα του Θεού, πέφτανε πιστολιές, γινότανε χαμός, πόλεμος. Ποιος έβγαινε; Ταμπουρωνόμασταν στο σπίτι. Δεν ήμουν εδώ, αλλά κι αν ήμουνα εδώ… Εγώ ήμουνα στον φούρνο.
Στο φούρνο ήταν κι άλλα άτομα εκείνη τη στιγμή;
Η οικογένεια, η θεία μου, ο θείος μου και η ξαδέρφη μου. Δεν είχαμε.
Ωραία, την περίοδο του Εμφυλίου, στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο εδώ τι συνέβαινε; Στην περιοχή έγιναν μάχες;
Όχι. Α, στα Δεκεμβριανά έγιναν μάχες. Πότε; Ένα πρωινό σηκώθηκα να πάω στο φούρνο, 08:00 η ώρα ήτανε κι όταν έφτασα στου Κερατσάκη, που λέει, της Αναπαύσεως, εκεί είδα να έρχονται με μουλάρια φορτωμένα όπλα και τέτοια κι αντάρτες με δεσμίδες όπλων χιαστί πάνω τους και πηγαίνανε προς το λιμάνι, προς τον γκρεμό —γιατί ήταν γκρεμός απ’ τα Λιπάσματα και μετά— κι εγώ πήγα στο φούρνο, στη δουλειά μου. Μετά από μία ώρα αρχινάει ο πόλεμος. Εμείς κλειστήκαμε, από το φούρνο και πέρα δεν μπορούσε να πάει κανείς. Και κλείστηκα εγώ για οχτώ μέρες στο φούρνο. Με χάσανε. Εδώ ταμπουρώθηκαν και δεν έβγαινε… Ψυχή δεν έβγαινε έξω. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Χριστούγεννα ήτανε, το βράδυ κοιμόμουνα με τη γιαγιά μου —ήταν η γιαγιά στο φούρνο—, λέω «Αύριο θα χαιρετίσω το θείο που γιορτάζει και θα πάω σπίτι». Η γιαγιά δεν το χώνεψε αυτό που είπα εγώ, αλλά εγώ το έκανα. Και βγαίνω και το πρώτο στενό βλέπω ένα τανκς. Πάω παρακάτω, είδα σκορπισμένες σφαίρες, χειροβομβίδες, πράγματα. Περνάω από την εκκλησία, την Ανάληψη, είδα μνήματα! Άλλα εκεί. Ήτανε των ανταρτών ορμητήριο, είχαν όπλα πεταμένα από ‘δω, σφαίρες, κακό. Κι ερχόμουνα και πιάνω από τη Σπάρτης, από κάτω από την Αναπαύσεως, πιάνω της Σπάρτης κι ερχόμουνα. Απέναντι στο τσιμεντάδικο είχανε οι Εγγλέζοι στήσει πολυβόλα. 25ης Μαρτίου, Μητροπολίτου Καραβαγγέλη και Κωστή Παλαμά όποιος πέρναγε, κόκορας πέρασε και του ρίξανε. Λίγο παραπάνω σκοτώσαν ένανε. Εγώ ερχόμουνα. Από πίσω ακριβώς δίπλα μας ήτανε μία και μαγείρευε εκεί, είχε μωρό παιδί. Πιο εκεί ήταν ένα μνήμα, τη χαιρέτησα αυτή. Δεν μου λέει —και εν τω μεταξύ ήμουνα κι αναπτυγμένος, παρόλα τ’ αυτά ήμουνα… Είχα ανάπτυξη σαν παιδί και φορούσα ένα χακί παντελόνι. Και δεν μου λέει η γυναίκα «Θωμά, πρόσεχε», γιατί στη γωνία ήταν το σπίτι της θείας μου, είχε ένα παιδί —ο ξάδερφός μου— κι ήθελαν να πάνε στο σπίτι το δικό μου. Και βγαίνουνε και πήγαν τρεχάλα και φεύγει το πέδιλο του εξάδελφού μου, αλλά φύγανε, μπήκαν, ρίξανε οι άλλοι, δεν τους προλάβανε και μπήκανε μέσα στο υπόγειο του σπιτιού. Όταν εγώ ερχόμουνα, περπατούσα λες και δεν έτρεχε τίποτα. Αυτό, είπαμε, ήταν το ‘44, εγώ τότε ήμουνα 12 στα 13, γεμάτο, Φτάνω στη γωνία, στρίβω —απέναντι το σπίτι τους—, κάνω έτσι κάτω και βλέπω το πέδιλο του ξάδερφού μου. Το γνώρισα. Σκύβω, το παίρνω, πάω στην πόρτα του σπιτιού μου, χτυπάω την πόρτα… Ψυχή, τίποτα, κάνεις. Ξαναχτυπάω την πόρτα, «Μπαμπά, μαμά…». Μόλις άκουσαν «Μπαμπά, μαμά», ανοίγει η πόρτα και βλέπω έναν σκελετό. Ο πατέρας μου, οχτώ μέρες, γενειάδα, αυτά, τότε αν βλέπαμε γενειάδες σαν παιδιά… αδυνατισμένος ο πατέρας μου, νομίζαν ότι πριν οχτώ μέρες που έφυγα από το σπίτι ότι σκοτώθηκα, με σκότωσαν, ότι έγινε κάτι. Λοιπόν, επνίγηκα στις αγκαλιές τους. Ήταν περίπου είκοσι άτομα, ήταν και γείτονες εκεί. Μετά με χάσανε από το φούρνο. Κλείστηκα πάλι μία εβδομάδα εδώ και την τελευταία μέρα της εβδομάδας έγινε ο χαμός. Κάθε μέτρο έπεφτε και όλμος. Κάνανε εκκαθάριση, που λένε, και ελευθερωθήκαμε από τους αντάρτες. Καθάρισε όλη η περιοχή και πήγα στο φούρνο. Έγινε Ανάσταση. Ζούσε ο Θωμάς. Αυτά.
Ωραία, μου είπατε πριν ότι δουλέψατε στο φούρνο δώδεκα χρόνια, σωστά;
Τι πράγμα;
Μου είπατε ότι δουλέψατε στο φούρνο δώδεκα χρόνια, σωστά;
Ναι.
Την τελευταία μέρα τη θυμάστε;
Ναι, την τελευταία μέρα ήμουνα 22 χρονών. Τη θυμάμαι, όπως όλες οι μέρες.
Γιατί αποφασίσατε να φύγετε από εκεί; Γιατί φύγατε από εκεί;
Εγώ, είπαμε, σταμάτησαν τα δελτία, σταμάτησαν να πριμοδοτούν, να πριμοδοτεί το Υπουργείο κι ο κάθε φούρνος ήταν ελεύθερος να ζυμώσει τι ήθελε. Όταν ήταν τα δελτία, 15:00 η ώρα ο φούρνος έκλεινε. Δεν υπήρχε… Ήταν σκέτος φούρνος, δεν υπήρχε αρτοζαχαροπλαστείο. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν, ένας σκέτος φούρνος. Η αλήθεια είναι ότι ο θείος μου είχε μεγάλο, είχε δύο μπούκες, ας πούμε, δύο φούρνους, δύο κλιβάνους, οι οποίοι αυτόν που δουλεύαμε, χωρούσε 210 με 215 οκάδες κάθετα πανιά, αλλά ήταν μόνο καρβέλια. Ήταν 210 καρβέλια του κιλού, της οκάς. Όταν, λοιπόν, τελείωσαν τα δελτία… Θυμάμαι τα τελευταία χρόνια και τα δελτία υπήρχανε και μπορούσες ν’ αγοράσεις και ψωμί χωρίς δελτίο. Μετά καταργήθηκαν τα δελτία κι όποιος ήθελε κρατούσε όποιον ήθελε, αλλιώς μία αποζημίωση —δεν θυμάμαι τι ήταν— και στο σπίτι του. Έφυγα τότε, 22 χρονών ήμουνα. Έκανα διάφορες δουλειές.
Την πρώτη μέρα στα Λιπάσματα; Πώς σας είπαν ότι σας προσλαμβάνουν στα Λιπάσματα;
Όταν πήγα εγώ για πρώτη φορά στην Εταιρεία Λιπασμάτων, ήταν το ‘47. Είχα κάνει μία διακοπή από το φούρνο και στο χρόνο απάνω με ζήτησε ο θείος μου και λέει ο πατέρας μου «Κοίταξε, εγώ εδώ θα τον έχω στη δουλειά μου. Είναι καλή δουλειά, ετούτο κι εκείνο. Ενώ εκεί», λέει, «θα είναι για το μέλλον του;». Λέει του πατέρα μου: «Βλέπεις, εγώ μία κόρη έχω. Δεν πρόκειται να κρατήσει τον φούρνο. Θα τον κρατήσει τον φούρνο, ο φούρνος θα μείνει στον Θωμά». Δυστυχώς, δούλεψα μέχρι το ‘54, όπως σας είπα. Μετά απολύθηκα. Έκανα διάφορες δουλειές, ώσπου να πάω στρατιώτης το Δεκ[00:50:00]έμβριο, 12 Δεκεμβρίου του ‘55. Εμάς μας πήρε αργά. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί. Να σκεφτείτε, μία σειρά… Ας πούμε, η δική μου σειρά, πριν πάω εγώ, πριν πάρει τη δική μου σειρά κι η προηγούμενη από μένα ήταν τετράμηνη. Πιο πίσω ήταν ανά δύο μήνες, καλούσαν στα όπλα, ενώ η 35η σειρά ήτανε τέσσερις μήνες η εκπαίδευση κι η δική μου σειρά ήταν πάλι τετράμηνη. Εγώ ντύθηκα, λοιπόν, 23 χρονών. Έπρεπε κανονικά, στα 21 μάς παίρνανε, αλλά επειδή ο Πειραιάς είχε πολλούς για στράτευμα, άργησαν να μας πάρουν και με πήραν 23 χρονών, 24 χρόνων απολύθηκα. Δηλαδή, έκανα είκοσι ένα μήνες στρατιώτης και κατευθείαν στη βδομάδα πάνω έπιασα δουλειά στο συνεργείο αυτό κι ύστερα στην Εταιρεία Λιπασμάτων.
Η πρώτη μέρα στη δουλειά πώς ήτανε;
Πού να θυμάμαι εγώ τώρα πριν χρόνια πολλά; Εγώ το 1947 ήμουνα 15 χρονών χρονολογικά, αλλά βασικά ήδη είχα περάσει τα 15,5 κι είχα μάθει ακορντεόν. Εκείνα τα χρόνια, ο κόσμος μετά από την Κατοχή άρχισε να εκδηλώνεται, να γιορτάζει, να κάνει. Εγώ είχα μάθει ακορντεόν. Μέχρι το ‘50 που τελείωσε κι ο εμφύλιος σπαραγμός, πια ο κόσμος το παραμικρό το γιόρταζε, γάμο, βαφτίσια, αρραβώνες, γιορτές. Κάναμε εκδρομές, βάζαμε ρεφενέ, κάναμε πάρτι. Κι εγώ έπαιζα ακορντεόν. Δεν ήμουνα κι από τους καλούς ακορντεονίστες. Βέβαια, με νότες έμαθα το ακορντεόν. Όταν πήγαινα σε μία γιορτή, μπορεί να ήτανε κι άλλος ακορντεονίστας εκεί. Το μόνο όργανο που διασκέδαζε ήταν το ακορντεόν. Όποιος είχε γραμμόφωνο, ήταν πλούσιος, φωνόγραφο και τέτοια. Δεν υπήρχανε μαγνητόφωνα και τέτοια, longplay πλάκες και τέτοια πράγματα δεν υπήρχανε… το ακορντεόν. Λοιπόν, όταν πήγαινα εγώ στο —ήμουνα κι άσχημος, από τη φωτογραφία να δείτε. Όταν παντρεύτηκα, λέγανε «Ο άσχημος πήρε την όμορφη κι ο όμορφος πήρε την άσχημη». Κάναμε έναν γάμο εγώ κι ο αδερφός μου, μαζί δίπλα-δίπλα. Λοιπόν, το Μαράκι μου ήτανε πράγματι όμορφη κοπέλα, δεν… όχι γιατί ήταν γυναίκα μου, τη βλέπετε. Με φωνάζανε πάντα. Πήγαινα, που λες, σε γλέντια, σε ονομασίες παρακαλετά κι έβλεπα κι άλλους ακορντεονίστες. Άμα πήγαινα εγώ γινόταν εκδήλωση, «Ήρθε ο Θωμάς!». Κι έλεγα: «Γιατί; Αφού ο άλλος ξέρει καλύτερα από μένα ακορντεόν. Τουλάχιστον στο δεξί χέρι ήταν καλύτερος, πιο σπασμένα δάχτυλα πιο… Πώς γίνεται αυτό;». Εγώ ήμουνα καλός χορευτής. Έπαιζα ακορντεόν αλλά ήμουνα και καλός χορευτής. Χόρευα καλά, αφού τώρα τελευταία με είδε ένας που χόρευα mambo. «Τι είσαι εσύ ρε;» μου λέγανε. Το είχα μέσα στο αίμα μου, που λένε, το χορό και τη μουσική. Λοιπόν, οι άλλοι που δεν ενθουσιαζόντουσαν τόσο πολύ, τι έκαναν; Τα χάνανε στο αριστερό χέρι, το μπάσο που λέμε. Εγώ έπαιζα ακορντεόν και χόρευα νοερά και δεν έχανα… Μπορεί να μην ήμουνα στο δεξί χέρι σβέλτος, αλλά το αριστερό μού έδινε τον τόνο να χορεύω νοερά, όπως σας είπα, και για αυτό γινόταν «Ω, ήρθε ο Θωμάς!». Ευχαριστιόντουσαν, χορεύανε άνετα. Μέχρι που γνώρισα τη γυναίκα μου, ακορντεόν, γήπεδα, γιατί ήμουν και φίλαθλος, πήγαινα και σε καφενείο, γλέντια… Είχαμε μία καλή παρέα, πηγαίναμε και στα μπουζούκια και δεξιά και αριστερά. Αρραβωνιάστηκα, τελείωσαν όλα αυτά. Και το σόι του πεθερού μου και το σόι της πεθεράς μου λέγανε «Θωμά» και πίνανε νερό, γιατί δεν ήθελα… Ήθελα, ας πούμε, να πάω κάπου να έχω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να πάμε να κάτσουμε σ’ ένα εξοχικό κέντρο, να φάμε, να πιούμε, να ταΐσω τα παιδιά μου. Πηγαίναμε για το ψάρι; Να τα καθαρίσω, να τ’ αυτώσω, να τα ταΐσω εγώ. Και ξέρανε όλοι οι συγγενείς και λέγανε, μ’ είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Ακόμη κι όταν ήθελαν να λογοδόσουν μία κοπέλα τους. Ας πούμε, η πεθερά μου είχε έναν αδερφό, είχε δύο κόρες. Και στις δύο κόρες όταν έδωσε, ήθελαν να δώσουν λόγο, έπρεπε εγώ να είμαι το κύριο πρόσωπο. Βέβαια, κι εγώ ήμουν αγράμματος —όχι, το Δημοτικό με τις ενέσεις— αλλά ο θείος ήταν κι αστοιχείωτος. Αγράμματος ήμουνα, αλλά δεν ήμουνα αστοιχείωτος. Δεν περιαυτολογώ, έτσι ήτανε. Κι αυτό γιατί; Ναι μεν δεν πήγα σχολείο, αλλά διάβαζα πολλή εφημερίδα. Ο θείος μου έπαιρνε δύο εφημερίδες την ημέρα, το πρωί την Καθημερινή, το μεσημέρι τη Βραδυνή. Εγώ έπαιρνα αθλητικές. Έπαιρνα τα εικονογραφημένα, τα παιδικά. Μου αρέσανε. Διάβαζα και μέχρι που ήρθα σε μία ηλικία διάβασα πολύ. Διάβασα μεγάλους συγγραφείς, μυθιστοριογράφους, Τολστόι, Ουγκώ, Βερν. Και ποιους… Και ωραία, ωραία αυτά, μυθιστορήματα. Ίσως από αυτά με κάνανε να μπορώ να μιλάω τώρα μαζί σας, δηλαδή να μπορείτε να με καταλάβετε κάπως.
Να ρωτήσω, πώς αποφασίσατε να ξεκινήσετε το ακορντεόν;
Πώς;
Πώς αποφασίσατε να ξεκινήσετε το ακορντεόν;
Μου άρεσε. Ήμουνα 15,5 χρονών, όπως σας είπα. Μου άρεσε το όργανο κι εδώ κοντά μου είχα έναν δάσκαλο και πήγα και το έμαθα εκεί το ακορντεόν. Εν τω μεταξύ, δεν προχώρησα να πάω να γίνω, ας πούμε, επαγγελματίας, να παίζω σε… Μόνο για τον εαυτό μου και για τους φίλους και την παρέα. Σταμάτησα να προχωρήσω. Ναι μεν με νότες το ξεκίνησα και το έμαθα και μετά έπαιρνα παρτιτούρες και με τη βοήθεια του δασκάλου μου σχεδόν, σχεδόν ημιπρακτικά.
Θυμάστε την πρώτη φορά που παίξατε ακορντεόν μπροστά σε κόσμο, μπροστά σε παρέα;
Δύσκολα να θυμηθώ. Δύσκολα να το θυμηθώ αυτά τα πράγματα.
Να ρωτήσω λίγα πράγματα ακόμη για την εργασία σας στα Λιπάσματα;
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε λίγο πιο αναλυτικά τι κάνατε εκεί; Δηλαδή από το πρωί που θα ξεκινούσε η βάρδια σας μέχρι το μεσημέρι τι ακριβώς κάνατε;
Κοιτάχτε, εγώ καταρχήν στην Εταιρεία Λιπασμάτων, ας την πω έτσι —έτσι τη λέγαμε, κανονικά Σ.Ε.Δ. λεγότανε—, προσελήφθην στην αποθήκη της Εταιρείας Λιπασμάτων. Εκεί κάναμε διάφορες δουλειές για τα συνεργεία. Προϊστάμενος ήταν ένας φίλος του πατέρα μου και πατριώτης και καμιά φορά πίνανε κάνα κρασάκι. Ο πατέρας μου[01:00:00] ήταν «μπαρμπα-δουλειάς», ήταν πολύ, σπάνια θα… Πάντα μου έλεγε «Θωμά, πάρε αυτόν, αυτόν, αυτόν και πηγαίνετε να ξεφορτώσετε αυτό το αυτοκίνητο. Πάρε αυτόν, αυτόν και πηγαίνετε να κάνετε αυτή τη δουλειά». Μια μέρα μού λέει: «Θωμά, θα πάρεις αυτά τα τρία άτομα και θα ξεφορτώσετε ένα αυτοκίνητο». Πηγαίνοντας εγώ, μου λέει «Θωμά, έλα εδώ». Γυρίζω πίσω, λέω «Τι θέλετε, μαστρο-Γιώργο;». Λέει: «Κοίταξε, τώρα εσύ θα λες ‘‘Αυτός είναι φίλος του πατέρα μου; Που με βάζει εδώ, που με βάζει εκεί, που με βάζει αλλού;’’. Άμα θα γίνεις κι εσύ υπεύθυνος, τότε θα με καταλάβεις». Δηλαδή τι ήθελε να πει ο άνθρωπος; Ότι «Σε βάζω γιατί θα είμαι σίγουρος ότι θα γίνει η δουλειά μου». Και πράγματι, έγινα υπεύθυνος στη δουλειά, η οποία ήτανε πολύ βαριά δουλειά όσο και λεπτή. Κι έγινα υπεύθυνος. Κι αν δεν με προλάβαινε η Επταετία, θα ήμουνα πιο ψηλά ακόμη. Δηλαδή ήμουνα αρχιτεχνίτης. Είχα τέσσερις τεχνίτες κι έναν βοηθό. Θα γινόμουνα… δηλαδή με προωθούσαν για εργοδηγό. Δυστυχώς ήρθε η Επταετία. Άρχισαν να με κατηγοράνε ότι κάνω εράνους για τους κομμουνιστές και κάτι τέτοια. Από αρχιτεχνίτη με κάνανε τεχνίτη. Δηλαδή, με βάζανε να κάνω τη δουλειά του τεχνίτη, γιατί την ονομασία την είχα και τα χρήματα τα έπαιρνα του αρχιτεχνίτη. Και λέω μία φορά στον προϊστάμενο «Εσείς θα με βάλετε αύριο να σπρώχνω και βαγόνια». Λέει: «Κι αυτό θα γίνει!». Πάω στο Διευθυντή μου, του λέω «Κύριε Διευθυντά, σε παρακαλώ πολύ, διώξε με, να πάρω εκείνα τα λίγα λεφτά που δικαιούμαι, γιατί», λέω, «δεν το αντέχω αυτό». Λέει: «Θωμά, δεν φταίμε εμείς». Λέω: «Ναι, το ξέρω. Φταίει η Εταιρεία Λιπασμάτων, την πολιτική την οποία πρέπει εσείς να ακολουθήσετε. Εντάξει, γι’ αυτό ήρθα». Εν τω μεταξύ, εγώ εκείνη την ώρα έτρεμα. Λέω «Είμαι διαθέσιμος για όλα», λέω «μην κάνω κάνα κακό», λέω, «προφυλάχτε με να φύγω, γιατί δεν το αντέχω να με υποβιβάσετε τόσο πολύ». Δηλαδή ήτανε… πώς να το πω; Εξευτελιστικό να το πω; Συγχωρέστε με για την έκφραση. Και πάλι μου λέει «Όχι», λέει «θα κάνεις μία αίτηση ότι είσαι άρρωστος». Κι έφυγα σαν ασθενής και μπαρκάρισα. Δύο χρόνια έκανα. Είχα έναν… Απάνω είναι ο μπατζανάκης μου, ήταν πρώτος μηχανικός. Έκανα τεσσεράμιση μήνες μαζί του, με είπαν ο ρουφιάνος του πρώτου, τους μάζεψα —έμαθα ποιοι ήταν— στην καμπίνα μου, τους τα έψαλα, λέω «Εγώ φεύγω και σας χαρίζω αυτό που είπατε για μένα. Εγώ γι’ αυτό έφυγα από τη δουλειά μου, γιατί δεν ήμουνα ρουφιάνος». Εν τοιαύτη περιπτώσει, πήγα μ’ άλλο καράβι. Έκανα δύο χρόνια υπηρεσία, έφυγε η Επταετία εντωμεταξύ. Με ζήτησαν από τη δουλειά, εγώ δεν πήγα. Έκανα άλλο ένα ταξίδι και μετά μου λέει ένας «Γιατί ρε ‘συ» —παρεμφερούς συνεργείου— «γιατί δεν έρχεσαι;». Λέει: «Μιλούσα χθες με το διευθυντή και του είπα ‘‘Τι θα έλεγες για τον Θωμά, αν ερχόταν;’’. Λέει ‘‘Τον Θωμά τον θέλει η δουλειά’’. Εκείνη την ώρα», λέει, «έρχεται ο αρχιεργοδηγός και του λέει: ‘‘Έλα εδώ, ρε Νίκο, εσύ τι λες;’’. Λέει ‘‘Τους βλέπεις αυτούς τους έξι εφτά που είναι εκεί; Κάνανε την ανανέωση μηχανής’’, λέει ‘‘αυτοί’’, λέει, ‘‘δεν κάνουν έναν Θωμά’’». Ειλικρινά σας μιλάω, δεν περιαυτολογώ. Έτσι ακριβώς όπως έχουν γίνει σας τα λέω. Δεν μ’ αρέσει και δεν μ’ αρέσει γιατί πηγαίνω στην εκκλησία, γιατί εξομολογούμαι, γιατί κοινωνώ και θέλω κάτι που κάνω να το κάνω σωστά. Αν δεν το ξέρω, να μην το κάνω ή τουλάχιστον να ρωτήσω να μάθω, να κάνω κάτι, να το κάνω όσο γίνεται σωστά. Και στην εκκλησία που είμαι πάνω από είκοσι χρόνια ακόμα —τώρα, βέβαια, έχω σταματήσει— είμαι μέσα αλλά μου λείπουνε πολλά ακόμη, δηλαδή τα της εκκλησίας και αυτό. Ξαναπήγα στη δουλειά. Λέω «Θα πάω, θα είμαι όχι από την αρχή βοηθός και…». «Όχι», λέει, «θα είσαι τρεις μήνες, θα παίρνεις τα λεφτά του αρχιτεχνίτη, αλλά θα κάνεις τη δουλειά του τεχνίτη. Σε τρεις μήνες απάνω θα χηρέψει η θέση και θα πας στη θέση σου». Κι έτσι έγινε. Δούλεψα άλλα εννιά χρόνια εννιάμιση και βγήκα στη σύνταξη και βγήκα νωρίς στη σύνταξη, μία καλή σύνταξη, αλλά δυστυχώς μετά μας την κλέψανε.
Ωραία, να ρωτήσω το εξής. Θέλετε να μας πείτε αναλυτικά τι κάνατε; Ποια ήταν η δουλειά σας; Μου είπατε ότι δουλεύατε στους υαλοπίνακες, σωστά;
Τι κάναμε στη δουλειά;
Ναι, ναι στους υαλοπίνακες τι ακριβώς κάνατε; Ποια ήταν η διαδικασία της δουλειάς σας;
Η διαδικασία της δουλειάς ήτανε… Ο κλίβανος ήτανε… να πω 20 μέτρα σε μάκρος, σε φάρδος δεν θυμάμαι.Κκι είχε τέσσερις μηχανές. Μπροστά έπεφτε το μείγμα και με τη διαδικασία των μπεκ έλιωνε στους 1.450 περίπου βαθμούς κι ερχόταν σ’ εμάς. Εμείς… έπρεπε η θερμοκρασία να πέσει και φτάνοντας στις μηχανές να βγαίνει από το μπλοκ που έβγαινε το γυαλί, να είναι γύρω στους 900 βαθμούς και μέχρι που να φτάσει στο πρώτο ρόλο να έχει φτάσει τους 600 βαθμούς, να έχει σχηματοδοτηθεί πλέον. Εμάς η δουλειά μας ήταν να προσέχουμε τη θερμοκρασία, γιατί έπαιζε πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στο πάχος. Άμα ήτανε ζεστή, έχανε πάχος. Άμα ήτανε κρύα, έπαιρνε περισσότερο πάχος. Το πάχος του τζαμιού ήτανε από την ταχύτητα. Ξεκινώντας, είχε ένα μπλοκ περίπου 2,5 μέτρα κι είχε μία σχισμή σ’ όλο το μέρος αυτό. Από εκεί έβγαινε το γυαλί. Αυτό έπρεπε να είναι καθαρισμένο καλά από το γυαλί απάνω του —που όταν τη ρίχναμε τη μηχανή, ήτανε σχεδόν παγωμένο, το λέμε εμείς, περίπου στους 700, 800 βαθμούς—, έπρεπε να φτάσει τους 1.100 βαθμούς, να καθαρίσουμε καλά τη μηχανή και να την ξεκινήσουμε περίπου στους 900 βαθμούς. Κατέβαινε ένα στέλεχος, βουτούσε μέσα στη σχισμή, ένα στέλεχος με δόντια περίπου 2, 2,20 κι έπρεπε να μείνει κάνα δυο λεπτά για να πυρώσουν αυτά, να κολλήσει το γυαλί. Ξεκινούσε με 50 πόντους το λεπτό ταχύτητα. Αυτό ήταν γύρω στα 5,5 χιλιοστά, 6 κι ανέβαινε σιγά-σιγά και το μπλοκ αυτό είχε δύο σίδερα από τη μία μεριά, δύο σίδερα από την άλλη τα οποία ήταν συνδεδεμένα με ένα τιμόνι και το πατούσες και βούλιαζε κι από τη μια κι από την άλλη. Κι έπρεπε να το βουλιάξουμε τόσο, ώστε να βγαίνει, το γυαλί να μην ξεχειλώνει και πέσει απάνω, γιατί τελείωσε. Έπρεπε να βγαίνει ομαλά το γυαλί. Και δίναμε την ταχύτητα, το [01:10:00]πάτημα το κανονικό, την ταχύτητα την κανονική κι από εκεί και μετά, ανάλογα πόσο θέλαμε εμείς, δίναμε την ταχύτητα και κάναμε 2 χιλιοστά, 3 χιλιοστά, 4 χιλιοστά, 5 χιλιοστά, ό,τι θέλαμε εμείς. Το γυαλί γινότανε με διάφορες προσμίξεις. Για να γίνει η τήξη, έπρεπε να υπάρχει σ’ όλες τις προσμίξεις οξείδιο του πυριτίου, για να γίνεται η διάσπαση, για να γίνεται η τήξη. Όσο πιο χαμηλά ήταν η τήξη του γυαλιού, τόσο πιο ελαστικότητα είχε το γυαλί. Όσο πιο ζεστό ερχότανε, τόσο πιο σκληρό ήτανε κι έσπαγε εύκολα. Ό,τι γυαλί ήταν αυτό. Δηλαδή η υαλουργία είχε πολλές εφαρμογές: υαλοπίνακες, ποτήρια, μπουκάλια, κανάτες, λαμπόγυαλα, αυτά, τα πάντα… τα πάντα. Βγαίνοντας, τα βάζαμε σε γαλαρία και λέγαμε να ψηθούν. Όχι, ποτέ δεν ψηνόταν το γυαλί, εμψυχόταν. Το γυαλί εάν δεν το βάζαμε στη γαλαρία, να κατέβει σιγά-σιγά η θερμοκρασία, ας πούμε από τους 600 βαθμούς να φτάσει τους φυσιολογικούς, δεν το βάζαμε στη γαλαρία, το αφήναμε και κρύωνε και παίρναμε ένα ποτήρι και βάζαμε ένα ψιχουλάκι γυαλάκι και τ’ αφήναμε, έφευγε ο πάτος. Τι γίνεται τώρα; Λένε αυτό είναι κρύσταλλο, αυτό είναι ημικρύσταλλο. Δεν υπάρχει κρύσταλλο γυαλί στον κόσμο. Είχε ιδιότητες, είχε, ας πούμε, μάρμαρο μέσα, είχε χαλαζία, άμμο που λεγόταν χαλαζίας, που είχανε κρυσταλλική ιδιότητα. Όταν γίνανε γυαλί, όμως, τη χάσανε, γιατί ξέρουμε ότι το υδροχλωρικό οξύ έχει τέσσερα άτομα, το μόριό του έχει τέσσερα άτομα. Οι χημικοί ξέρουνε πού είναι τα άτομα αυτά, είναι συνδεδεμένα. Οι χημικοί τα λένε χέρια. Πιάνει το ένα το άλλο και γίνεται η σύσφιξη. Ε, αυτά είναι στη θέση τους οτιδήποτε είναι. Όταν γίνουν, όμως, γυαλί, χάνουν τη θέση τους. Για να γίνει να έρθουνε κάπως, θα γίνει όπως σας είπα. Σκεφτείτε ότι πριν από χρόνια στο Πάλομαρ έναν φακό δύο τόνους γυαλί μπήκε στη γαλαρία στη μία μεριά και βγήκε μετά από δύο χρόνια από την άλλη μεριά. Καταλαβαίνετε τώρα τι έγινε. Όλα τα άτομα έπρεπε σιγά-σιγά να έρθουνε έτσι ώστε να γίνει και πιο διαυγές, για να δούνε πόσα έτη φωτός μακριά. Λοιπόν, δεν υπάρχει κρύσταλλο γυαλί για τους λόγους που σας είπα. Τα δε χρώματα… Ας πούμε, τώρα, το τζάμι εσείς άσπρο το βλέπετε. Δεν είναι άσπρο. Το χρώμα του είναι πράσινο. Άμα βάλουμε γυαλί πολύ χοντρό, θα πρασινίσει. Πρέπει για να πάρει το τάδε χρώμα να πάρει ένα οξείδιο μετάλλου. Τα τζάμια κι όλα αυτά τα κοινά παίρνουνε οξείδιο του σιδήρου. Είναι το πιο φθηνό, θα έλεγα, αλλά και το πιο διαδεδομένο στον κόσμο. Είναι από τη σκουριά. Από τη σκουριά γίνεται πούδρα, το φτιάχνουν πούδρα και δίνουν το χρώμα. Ας πούμε, αυτά που λέμε κρύσταλλα έχουνε οξείδιο μολύβδου. Το οξείδιο μολύβδου είναι… Δεν είναι διαδεδομένο, αλλά όμως δίνει αυτό που δίνουνε στις καμπάνες. Στις καμπάνες βάζουν χρυσό για να καμπανίζει ανάλογα με το χρυσό που θα βάλουνε. Ανάλογα με το μόλυβδο που θα βάλουνε ν’ ανακατέψουν με το γυαλί, θα πάρει κι αυτό, τη λευκάδα, που είναι λευκό κατάλευκο και καμπανίζει. Αν το πιάσουμε το ποτήρι στο χέρι και το χτυπήσουμε, δεν θα κάνει τουκ, τουκ, τουκ. Θα κάνει ντιιιν. Αυτό το λέμε κρύσταλλο, αλλά δεν είναι κρύσταλλο.
Ωραία. Οι συνθήκες εργασίας εκεί πώς ήταν;
Οι συνθήκες εργασίας… Ζέστη, ζέστη πολλή. Υπήρχαν περιπτώσεις —και αυτό γινόταν. Μία μηχανή εδούλευε κι έκανε κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, κάποιες εβδομάδες. Τα τελευταία χρόνια όσο πηγαίναμε, προοδεύαμε, ας πούμε. Έκανε κι έναν μήνα. Δηλαδή από την ώρα που ξεκινούσε μέχρι την ώρα που τη σταματήσαμε για να τη καθαρίσουμε, γιατί χαλούσε στα άκρα, μπορούσε να κάνει κι έναν μήνα να δουλεύει συνέχεια. Έβγαζε γυαλί και πάνω κόβαμε στο ύψος που θέλαμε, ας πούμε 80 πόντους, 1 μέτρο, 2 μέτρα, 3 μέτρα, 4 μέτρα; Ήτανε κατακόρυφη η παραγωγή. Το ‘81 φέρανε ένα άλλο σύστημα το οποίο ήταν πτυσσόμενο. Αυτό ήταν ένα σύστημα παλιό. Πριν τριάντα πέντε χρόνια το είχαν οι Βέλγοι και το πούλησαν σε μας κι αυτοί αγόρασαν ένα καινούργιο σύστημα μιανού Εγγλέζου που λεγόταν FLOAT. Εμείς είχαμε το σύστημα φούρνου FURKO, αυτός που έβγαλε το σύστημα FURKO, και οι Βέλγοι πήραν το σύστημα που έβγαζε κατευθείαν καθρεφτοποιίας τζάμια, ενώ πρώτα βγάζαμε τζάμια, μετά έπρεπε να τα περάσουμε από διαδικασία, να τα τρίψουμε, να γίνουν λεία, γιατί τώρα αυτό το τζαμί εμείς το βλέπουμε ίσιο. Αν, όμως, το βάλουμε σε μία πλάκα και πέσει απάνω και τριφτεί με σμυρίγδι, θα δούμε έχει ασπρίσει, αλλά κάπου έχει κάτι βούλες γυαλί. Φαίνεται γυαλί αυτό. Έχει δεν ξέρω πόσο του χιλιοστού διάφορα, αλλά δεν είναι ίσιο, ας πούμε. Τώρα, όμως, με τα καινούργια συστήματα βγαίνουν, κάνουν κατευθείαν καθρέπτες.
Εσείς ως εργαζόμενοι η μέρα σας πώς ήταν; Δηλαδή εσείς το πρωί όταν πηγαίνατε στη βάρδια σας μέχρι το μεσημέρι τι ακριβώς κάνατε;
Κοιτάχτε, όταν εγώ πρωτοπήγα, δούλευα ως σπάστης. Δηλαδή τι έγινε; Τα τζάμια που βγαίνανε, ένας ήταν κάτω, εγώ ήμουνα σ’ ένα πατάρι και όποιος συνάδελφος ήτανε και κάπου ακουμπούσε το γυαλί και άρχιζε, ανέβαινε όλο το σύστημα, από κάτω ο κόφτης χάραζε, τραβούσε, το ελευθέρωνε κι εγώ το έσπαγα και το έβαζα πάνω στο βαγόνι. Το έδινα σ’ άλλον και το έβαζε στο βαγόνι επάνω. Κάποτε έγινε αυτόματα. Μία δαγκάνα το έσπαγε και το… μ’ έναν χειρισμό. Εγώ, βέβαια, μετά από εφτά χρόνια κατέβηκα κάτω, από εκεί που ξεκινούσε, δηλαδή στο τεχνικό σύστημα πλέον. Έγινα βοηθός, μετά έγινα τεχνίτης, μετά έγινα αρχιτεχνίτης και ούτω καθεξής. Η δουλειά μας ήταν να παρακολουθούμε τις θερμοκρασίες, να παρακολουθούμε μη βγάλει κάποιο —καμιά φορά έβγαινε κι άλιωτο. Καρούμπαλα τα λέγαμε εμείς. Και αν πηγαίναμε στα ρολά, εκεί σπάγανε. Κι έπρεπε να βοηθήσουμε εμείς, πριν περάσει από το ρολό να σηκώσουμε από τη μία και από την άλλη τα ρολά, γιατί ήταν ανά ζεύγη ρολών. Το ένα, το ένα, όμως, ήτ[01:20:00]αν σπαστό, ναι, από τη μία και από την άλλη σηκώναμε και περνούσε το αυτό και πήγαινε και ούτω καθεξής. Πολλές φορές έσπαγε, το τζάμι όπως ανέβαινε, έσπαγε στη μέση και κατέβαινε μέχρι χαμηλά κι έπρεπε εμείς μ’ έναν τρόπο δικό μας το σπάσιμο να το ανεβάσουμε μέχρι απάνω να ξεθυμάνει. Αυτά κάναμε. Πολλές φορές το μόνο που κάναμε ήταν να παρακολουθούμε. Υπήρχε επιτηρητής τεχνίτης κι ο αρχιτεχνίτης να παρακολουθεί τις θερμοκρασίες, να παρακολουθεί τα πάχητα. Δηλαδή όταν πήγαινε καλά η δουλειά, καθόμασταν, που λέει ο λόγος, και πληρωνόμασταν καλά. Όταν, όμως, δουλεύαμε και καιγόμασταν, και καιγόμασταν και δεν παίρναμε λεφτά, γιατί εμείς δουλεύαμε βάσει παραγωγής κι επί 24ώρου βάσεως έβγαινε το ποσοστό. Δηλαδή αυτός που κοιμόταν στο σπίτι του, έπρεπε εγώ που δουλεύω εκεί να προσέχω τη δουλειά, να πηγαίνω καλά την παραγωγή και για μένα και για αυτόνα κι εκείνος το ίδιο. Αυτή ήταν η δουλειά μας, ποτέ δύσκολη ποτέ εύκολη.
Οι σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων πώς ήταν;
Υπήρχαν και καλοί, υπήρχαν και οι σπάροι που λέγανε, υπήρχανε και τα καρφιά, υπήρχαν κι οι μισαλλοδοξίες και τα κομματικά στη μέση. Ναι, εντάξει, είχαμε κι οικογενειακές σχέσεις, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που θέλανε να τρώνε, ας πούμε, βάρος του συναδέλφου. Εγώ, ας πούμε, σαν αρχιτεχνίτης ήμουν υπεύθυνος, όπως μου είχε πει —σας είπα προηγουμένως— «Άμα θα γίνεις υπεύθυνος, θα καταλάβεις»—, κι ήθελα να μη δώσω αφορμή στον προϊστάμενο, στο διευθυντή, στον υποδιευθυντή «Τι έγινε, ρε Θωμά; Γιατί;». Κι έλεγα, ας πούμε: «Παιδιά, είμαστε μία ομάδα πέντε άτομα, έξι. Φυλάμε τις δύο μηχανές. Είμαστε σχεδόν όλοι παντρεμένοι, σχεδόν όλοι έχουμε παιδιά. Μετά από τη δουλειά έχουμε σπίτι, έχουμε παιδιά, έχουμε αρρώστιες, έχουμε διάφορα πράγματα. Μπορεί μία μέρα, ενώ είμαστε νυχτερινοί, να μην κοιμηθούμε όλη την ημέρα γιατί τρέχαμε από ανάγκες του σπιτιού. Μην έρθουμε και κοιμηθούμε στη… και περάσει κανένα από αυτά τα καρούμπαλα που είπα και πέσει γιατί, μετά από είκοσι τέσσερις ώρες θα βγει παραγωγή πάλι. Δεν μπορείς; Πες μου ‘‘Θωμά’’ να σε βάλω δύο ωρούλες να κουτουκιάσεις σ’ ένα μέρος και εγώ θα παρακολουθώ τη δουλειά. Μη δώσουμε δικαιώματα». Υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που… Ήξερα κάποιον που είχε ανοίξει μαγαζί. Ε, είναι δυνατόν να έχεις δύο καρπούζια σε μία μασχάλη; Δεν πάει, δε γίνεται. Κοιμόταν. Τον έπιανα να κοιμάται πάνω στη δουλειά. Εν τω μεταξύ, κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι… Με την Επταετία ήθελαν να μου φάνε το εργοδιλίκι και μου το φάγαν τελικά. Κι ένας φίλος ο οποίος τον είχα εγώ στη δουλειά μου, στη δουλειά μου, στο πόστο μου κι είδε πολλά πράγματα από μένα κι ήταν πολύ ευχαριστημένος, αλλά είχε γνωριμίες κι έγινε φύλακας. Έφυγε από τη δουλειά μας κι έγινε αρχιφύλακας στην εταιρεία. Κι έρχεται μία μέρα και μου λέει «Να στο πω, μπορεί να χάσει το ψωμί μου… να μη στο πω, θα χάσεις εσύ το ψωμί των παιδιών σου». Με παίρνει από το συνεργείο και με πάει σε ένα σκοτεινό μέρος, να μην ακούσει ούτε ο τοίχος. «Ρε συ», μου λέει, «στην έχουν στήσει. Πρόσεχε! Θα πιάσουνε —ας μην πω όνομα— τον τάδε να κοιμάται και θα διώξουν εσένα, γιατί τον αφήνεις και κοιμάται στη μηχανή. Λάβε τα μέτρα σου». Κι έφυγε ο άνθρωπος, πήγε στη δουλίτσα του. Εγώ, φυσικά, δεν είπα πουθενά τίποτα. Το πρωί σχολώντας, εκεί που πλενόμαστε —δεν θυμάμαι, κάτι έκανα— πήγα δίπλα του σ’ αυτόνανε και τονε πείραξα. Εγώ τον πείραξα, αλλά εσκεμμένα. Κουβέντα στην κουβέντα παραλίγο να έρθουμε στα χέρια, έφτασε μέχρι τον εργοδηγό. Του λέω: «Μάστορα, πάρε τον από την πόστα μου, σε παρακαλώ γιατί θα χάσω τη δουλειά μου». Και τονε πήρε από την πόστα μου κι έτσι τη γλίτωσα. Μετά, χρησιμοποίησαν αργότερα άλλο μέσο, τέλος πάντων. Με βάλανε αντί για αρχιτεχνίτη να κάνω τη δουλειά του τεχνίτη κι ούτω καθεξής. Κι είχα φύγει για δύο χρόνια και μετά πάλι δεν… Τα καλά χέρια φύγανε. Και μάλιστα, θυμάμαι λίγο πριν βγω στη σύνταξη, νυχτερινοί ήμασταν, κάναμε προετοιμασία για να ξεκινήσει η μηχανή. Είναι επίπονος αυτή η δουλειά. Αφού την τελειώσαμε, κάτσαμε να πιούμε καφέ. Ήμασταν πέντε έξι άτομα και λέει ένας μακαρίτης τώρα «Τώρα, μαστόροι στη δουλειά μας είναι μετρημένοι στα δάχτυλα». Λέω «ο καλύτερος μάστορας», εγώ λέω «είναι ο τάδε». «Όχι!» πετάγεται ένας και λέει, «δεν το παραδέχομαι». Λέω: «γιατί;». «Ο καλύτερος μάστορας είσαι εσύ!» μου λέει. «Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφροσύνη σου, αλλά αυτός είναι ο καλύτερος μάστορας». «Εσύ μ’ έκανες μάστορα, εσύ μου έδειξες αυτό, εσύ και τον τάδε και τον τάδε!». «Παρεξηγείς τα πράγματα», του λέω, «Άλλο ότι αυτός ήτανε στεγνός, ότι ήρθε και θα φύγει όπως ήρθε κι εγώ ήρθα και εγώ ήρθα θα φύγω αφήνοντας κάτι. Εγώ έκλεψα από αυτόν, δεν μου έδειξε. Δεν έδειχνε σε κανένανε», λέω, «Σ’ αυτό εντάξει, ήτανε στεγνός άνθρωπος. Δεν έχει σημασία ότι επειδή εγώ σου έδειχνα, ήμουνα ο καλύτερος απ’ αυτόνανε. Απ’ αυτόν έκλεψα εγώ κι έγινα αυτό που έγινα». Παραδεχόμουν και τον πιο μικρό για κάτι καλό που έλεγε. Έρχεται μία μέρα ένας από άλλη βάρδια. Στους τρεις μήνες απάνω που τον είχα βοηθό μου, κάναμε μία έναρξη μηχανής, πήγαμε τη μηχανή κανονικά πάνω, όλα εντάξει, «Ρε Μάστορα», μου λέει, «να σε ρωτήσω κάτι;». «Ναι, αγόρι μου, σε ακούω» του λέω. «Όταν ήμουνα», λέει, «στη βάρδια την άλλη, ο αρχιτεχνίτης μόλις περνούσε η κλάση, έλεγε: ‘‘Κλείστε τις μηχανές, κλείστε τις μηχανές, κλείστε τα κλαπέτα, κλείστε τα κλαπέτα!’’. Εσύ», λέει, «μόλις περνούσε η κλάση άνοιγες, έλεγες: “Ανοίχτε τα κλαπέτα”». «Τι θες να πεις;» λέω. Λέει: «Γιατί; Τι έγινε;». «Τώρα τι θες να σου πω; Ότι εγώ είμαι καλύτερος από τον άλλον; Αυτό θες να πεις; Γιατί πήγαινε η μηχανή όμορφα πάνω; Όταν», λέω, «έκλειναν τα κλαπέτα, πώς πήγαινε η μηχανή;». «Παιδευόμασταν», λέει, «καμιά φορά και μία ώρα, γιατί έσπαγε και βγάζαμε κομμάτια και... Εμείς», λέει, «την πηγαίνουμε τη μηχανή απάνω κάνοντας τσιγάρο», λέει. «Διάλεξε και πάρε», του λέω, «από τη μηχανή», λέω, «κάποιος»… Και μάλιστα, τον παρεξήγησα, είπα: «Αυτό που κάνουμε και αυτό που δουλεύουμε να το σπουδάζουμε». Κι είπα: «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος;». [01:30:00]Όντως πρέπει τη δουλειά να τη σπουδάζουμε, κι εγώ κι ο μάστορας αυτός που έκλεψα και κάποιοι άλλοι αλλάξαμε πράγματα, που κι ο πατέρας μου ξεκινώντας το συνεργείο κι άλλοι μαστόροι είχανε επί σειρά ετών πράγματα τα οποία κακώς τα είχανε. Αλλάξαμε τα πράγματα και γι’ αυτό πήγαινε και η παραγωγή καλύτερα και γι’ αυτό κι εμείς δουλεύαμε πιο ξεκούραστα.
Την περίοδο της Επταετίας τι ακριβώς συνέβη; Πώς αρχίσατε να καταλαβαίνετε ότι κάτι δεν πηγαίνει πολύ καλά σε σχέση με τη θέση σας;
Αυτό ήταν ευνόητο. Ο καθένας που είχε μια κάποια σχέση μ’ έναν μηδαμινό της Επταετίας κοιτούσε να εκμεταλλευτεί κάτι. Λοιπόν, οι χαρακτήρες είναι —το ξέρετε αυτό— λογής-λογής. Δεν σκέφτομαι εγώ τι, αυτό που θα κάνω «Θα περάσει καλά το παιδί μου, αλλά δεν με νοιάζει για το παιδί σας». Εγώ λέω… Εγωιστής γίνομαι όταν λέω «εγώ», «Εγώ το λέω», «Εγώ το κάνω» και ας με συγχωρέσει ο Θεός. Μακάρι να καταριόταν αυτή η λέξη, ο εγωισμός, το θηρίο αυτό που κατατρώει τις σάρκες μας, να εκλείψει απ’ τον κόσμο, θα ήταν πολύ διαφορετικά. Αυτός ο εγωισμός, αυτό το θηρίο που, πάλι θα το ξαναπώ, μας τρώει τις σάρκες. Ήθελα κι έλεγα στα παιδιά μου: «Μην αδικήσετε κανέναν». Κι όταν πίνετε νερό να λέτε, να δοξάζετε το Θεό. Το νερό να πίνετε και να λέτε «Δόξα τω Θεώ», το φαΐ και να μην αδικείτε. Έλεγα —είχα μια κόρη κι έναν γιο— «Πρόσεξε, μην κοροϊδέψεις κοπέλα. Μην της πεις ορισμένα πράγματα για να τη βάλεις κάτω και να κάνεις αυτό που θέλεις. Θα πιάσεις φιλενάδα. Τι φιλία θα είναι αυτή; Δεν θα τάξεις για να γίνει προκεχωρημένη φιλία. Δεν θα τάξεις. Αν θέλει εκείνη κι αν θέλεις κι εσύ, με τον όρο ότι ‘‘Πάντα φιλικά και πάντα αν το θέλει ο Θεός να ενωθούμε, αλλά μπορεί κάποτε να…’’». Όχι «Εγώ θα γίνω έτσι και θα σου πάρω αυτό!». Αυτά είναι πρόστυχα πράγματα. Είναι άτιμα πράγματα. Δόξα τω Θεώ, εντάξει. Τώρα τα παιδιά μου, η κόρη μου είναι 62, ο γιος μου είναι 59.
Να τους χαίρεστε όλους.
Δεν είναι της εκκλησίας. Κάποτε είχε κάποιες δυσκολίες με το παιδί της. Λέω «Κορίτσι μου, κάνε κι έναν σταυρό», και κλαίγοντας μου λέει «Πού το ξέρεις, καλέ μπαμπά, αν κάνω το σταυρό μου ή όχι;» Θέλει ό,τι κάνει να μην το βλέπει ο άλλος. Άλλωστε, αν διαβάσουμε το Ευαγγέλιο, θα δούμε που «Ποτέ δεν θα κάνεις μεγάλους σταυρούς να σε βλέπουνε. Θα κάνεις σαν το Σαμαρείτη και τον Τελώνη, που λέει ‘‘Εγώ είμαι που κάνω σταυρούς”, ο άλλος ήταν που χτυπούσε τα στήθια του και “Είμαι αμαρτωλός και είμαι έτσι” σε μία γωνιά να μην τον βλέπουν». Λοιπόν, και ο γιος δεν είναι της εκκλησίας. Δε θέλει να σε ακούσει να βλαστημάς τα Θεία. Στεναχωριέται πάρα πολύ. Και πάντα μου λέει «Δόξα σοι ο Θεός, μπαμπά, δόξα σοι ο Θεός, καλά πάμε, εντάξει». Έχουνε το Θεό στο στόμα τους. Βέβαια, δε φτάνουν αυτά. Να μην κοροϊδευόμαστε, δεν φτάνουν αυτά. Από ‘δω είμαστε περαστικοί. Ο Θεός μάς δίνει δοκιμασίες και μη νομίζουμε και λέμε δοκιμασίες τις δυσκολίες. Και οι ευκολίες και οι διασκεδάσεις και οι ανέσεις, και αυτές είναι δοκιμασίες, να το ξέρετε, γιατί σου δίνει την άνεση αλλά σε βλέπει πώς τη μεταχειρίζεσαι. Κάθε μέρα στα μπουζούκια; Κάθε μέρα τις εκδρομές; Στις εξοχές; Και δεν θυσιάζεις δύο ωρούλες να πας να εκκλησιαστείς; Κι αυτό είναι δοκιμασία. Αυτό είναι δικό μου. Δεν ξέρω, μπορεί να πέφτω έξω. Έτσι νομίζω.
Ωραία, να ρωτήσω μία ερώτηση ακόμη για να κλείσουμε τη συνέντευξη μας; Εσείς πότε φύγατε ουσιαστικά από τα Λιπάσματα; Θυμάστε περίπου ποια χρονολογία ήταν;
Ήτανε το 1986, 3 Οκτωβρίου ήταν η τελευταία μέρα που δούλεψα.
Τη θυμάστε αυτήν την τελευταία ημέρα;
Όπως όλες οι άλλες μέρες.
Κάποιο ατύχημα θυμάστε στη δουλειά σας;
Κάτι;
Είχε γίνει κάποιο ατύχημα στη δουλειά σας;
Πάντα γινόντουσαν ατυχήματα. Πάντα… Και χέρια κόβαμε και… Εμάς μας είχανε προστατευτικά και πολλοί δεν τα χρησιμοποιούσαν. Τελευταία, μας είχανε κάτι προστατευτικά, ήτανε κάτι σαν γιλέκο, γιατί, όπως κρατούσαμε το ολόκληρο φύλλο 2,20 επί 1 μέτρο, μπορεί να έσπαγε και μας έλουζε, πέφτοντας να μη μας κόψει κάνα χέρι, κάνα αυτό, ξέρω ‘γώ, ή στα πόδια. Και στα πόδια είχαμε κάποια. Μία μέρα ανεβαίνω —υπεύθυνοι, μας είχε υπεύθυνους ο διευθυντής, «Αν δω κάποιον και δεν τον έχετε αναφέρει»—, ανεβαίνοντας επάνω να ελέγξω τη μηχανή, βλέπω έναν χωρίς προστατευτικά. Του λέω: «Ρε, τι κάνεις;». Λέει: «Δεν τα βάζω». «Ρε, βάλε τα προστατευτικά σου. Θα χάσεις τη δουλειά σου!». «Όχι». «Ρε, βάλε τα. Είμαι υποχρεωμένος να το αναφέρω και μετά θα με πείτε ρουφιάνο. Δεν είναι κρίμα να χάσεις κι εσύ κι εγώ το ψωμί σου; Εσύ μπορεί να θες να το χάσεις, αλλά εγώ γιατί; Τι φταίω;». Το χαβά του αυτός. Απάνω είχε έναν υπεύθυνο. Του λέω: «Πρόσεξε, είσαι υπεύθυνος να αναφέρεις, ο τάδε δεν βάζει τα… Δεν βλέπεις; Γιατί δεν το αναφέρεις;». Και κάνει την αναφορά του ο άνθρωπος και τον διώξανε. Βέβαια, είχε την τύχη να γνωρίζει κάποιον γερό και τον ξαναπήραν, αλλά το θέμα είναι ότι τα περισσότερα ατυχήματα γίνονται από μας, από τη δική μας αβλεψία, ωχαδερφισμό, «Έλα μωρέ, εντάξει». Δεν υπολογίζουμε και γίνεται το κακό.
Συνδικαλισμός υπήρχε στα Λιπάσματα;
Πώς;
Συνδικαλισμός υπήρχε στα Λιπάσματα μεταξύ των εργαζομένων; Υπήρχαν συνδικαλιστές; Σωματεία;
Βέβαια είχαμε. Είχαμε, και μάλιστα έκανα ένα φεγγάρι σύμβουλος, αλλά δεν μ’ άρεσε και τα παράτησα. Το να είσαι συνδικαλιστής για να υποστηρίζεις ή να τα βάζεις με την κυβέρνηση που υπηρετεί, αυτό δεν είναι σωστό. Ας πούμε, τον καιρό που ήμουνα, «Θα πάμε να ζητήσουμε αυτό, αυτό, αυτό κι αυτό». «Ρε παιδιά, παράλογα πράγματα. Θα ζητήσουμε αυτά τα πράγματα που στέκονται». Λοιπόν, αυτός δεν είναι συνδικαλισμός και δυστυχώς και για το χάλι το σημερινό οι πιο υπεύθυνοι είναι οι συνδικαλιστές, οι εργατοπατέρες οι λεγόμενοι. Βλέπετε [01:40:00]αυτούς που ήταν αρχηγοί, Πρόεδροι του ΓΕΣ, ΓΣΕΕ, ΓΕΣ κτλ.; Και ποιος δεν έγινε βουλευτής από αυτούς και υπουργοί και παράταξης Αριστερής, παράταξης Δεξιάς, παράταξης Κεντρώα… την ίδια γραμμή είχανε. Τι λέμε τώρα;
Ωραία, υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε;
Ποιος;
Εσείς κάτι άλλο θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας από τη ζωή σας, από τη δουλειά σας. Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε μας πείτε;
Να μοιραστούμε τι; Η δουλειά ήτανε μία, ήτανε… Έπρεπε να γίνει από όλους. Δεν είχε «Και εγώ δεν τα…», δηλαδή να αποφεύγει. Δεν μ’ αρέσουν εμένα αυτά τα πράγματα και το ξέρανε και πηγαίναμε καλά. Δεν μπορώ να πω, καλά πηγαίναμε.
Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.