Ευτυχία Σαάτ: Οι όμορφες παιδικές αναμνήσεις από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η εγκατάσταση στην Ελλάδα
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:06:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας! Καλησπέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας; Ευτυχία Σαάτ! Είναι Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Ευ… Αίγυπτο, να ‘ρθει κι εκείνος εδώ, γιατί δεν είχε πια δουλειά στην Αίγυπτο και αναγκάστηκε να δώσει το μαγαζί και να φύγει να έρθουμε εδώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια
Ενότητα 2
Η εγκατάσταση στην Ελλάδα το 1957 και αναμνήσεις από την Αίγυπτο
00:06:12 - 00:14:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η οικογένειά σας αντιμετώπισε δυσκολίες; Όταν ήρθαμε εδώ, να σου πω την αλήθεια μου, όχι. Είχαμε έρθει βεβαίως με λίγα έπιπλα. Ένα σαλονά…. Με τα ξαδέρφια μου είναι εδώ. Κάνανε παιδιά και είναι εδώ τα ξαδέλφια. Έχουμε επαφές, πάμε, ερχόμαστε... Βλεπόμαστε, μιλάμε, συζητάμε...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Ρολόι τοίχου
Το ρολόι τοίχου της φωτογραφίας είναι 98 ε ...
Ενότητα 3
Το πρώτο διάστημα διαμονής στην Ελλάδα
00:14:54 - 00:20:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άρα παντρευτήκατε και ήρθατε εδώ – Ναι. Το ’56 παντρεύτηκα, το ’57 ήρθαμε εδώ. Οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε ποιες ήταν; … – έφευγε απ’ αυτή τη δουλειά, πήγαινε στην άλλη, πήγαινε στην άλλη! Του έδινε το αφεντικό του δικαίωμα. «Πήγαινε», του ‘λεγε, «όπου θες».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Ελληνικά έθιμα στην Αίγυπτο
00:20:24 - 00:33:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οι γονείς σας – παντρευτήκατε, ο άντρας ήταν απ’ τον Λίβανο. Ναι. Φέρανε αντιρρήσεις; Όχι, όχι! Καθόλου! Ίσα - ίσα που στο μαγαζί τ… Να παντρέψει την κόρη της. Ενώ θα περίμενε ότι την προίκα θα τη ‘δίναν στα κορίτσια. Τα ‘δωσε η γιαγιά μου, τα ΄δωσε στην κόρη της.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Απασχολούμενη με τη ραπτική στην Αίγυπτο
00:33:52 - 00:43:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπατε εσάς ο πατέρας σας έστειλε στην Αίγυπτο; Όχι! Εγώ είμαι γεννημένη στην Αίγυπτο! Είμαι γεννημένη! Τι δουλειές κάνατε στην Αί…εια. Πολύ άρρωστος. Συνέχεια, συνέχεια ήταν. «Πού είναι ο Γιώργος; Στο νοσοκομείο. Πού είναι ο Γιώργος; Στο νοσοκομείο». Αλλά δόξα τω Θεώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Τα πετσετάκια που η Ευτυχία Σαάτ αναφέρετα ...

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Πετσετάκια κεντημένα στο χέρι από την Ευτυ ...

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Πετσετάκια από την προίκα της κυρίας Ευτυχ ...

Ευτυχία Σαάτ
Φωτογραφία της Αφηγήτριας: Ευτυχία Σαάτ
Ενότητα 6
Αναμνήσεις από την Αλεξάνδρεια
00:43:05 - 00:46:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι απ’ όσα μου είπατε; Κάποια μνήμη, κάποια ανάμνηση, κάτι που δεν μου είπατε, που θα θέλατε να ειπωθεί; Σαν τι πρ… Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Τι ευχαριστάς! Εγώ ευχαριστώ! Μακάρι να σου έκανα καλή δουλειά! Εύχομαι να είσαι ευχαριστημένη, ξέρω ‘γω;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα σας!
Καλησπέρα σας!
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ευτυχία Σαάτ!
Είναι Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Ευτυχία Σαάτ, βρισκόμαστε στον Κορυδαλλό Αττικής, εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Σχοινά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας.
Μάλιστα!
Αρχικά, θα ήθελα να μου πείτε πού έχετε γεννηθεί και πότε;
Γεννήθηκα στην Αίγυπτο, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, το 1939. Έζησα μία ζωή ήρεμη με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου. Η μητέρα μου ήτανε από την Άνδρο, ο πατέρας μου ήταν γεννημένος στην Αίγυπτο, αγαπηθήκανε, παντρευτήκανε και έκαναν άλλον έναν αδερφό. Έχω κι έναν αδερφό.
Στην Αίγυπτο πώς βρέθηκε η μητέρα σας;
Η μητέρα μου ήταν από την Άνδρο, την έστειλε ο πατέρας της να δουλέψει από μικρά παιδιά, που είχε τρία κορίτσια και τα ‘στειλε για υπηρέτριες που λένε και βρέθηκε στην Αίγυπτο.
Ποια χρονολογία;
Το ’30... Η μαμά μου πρέπει να ‘ταν... Πριν απ’ το ’30. Και δούλευε εκεί, στον Αθηναίο, ήταν Ανδριώτης ο Αθηναίος και τη γνώρισε η Αθηναίου – γνώρισε τον πατέρα μου, τον ήξερε – και της έκανε προξενιό και τον πήρε, τον πατέρα μου. Και δούλευε εκεί. Γεννήθηκα εγώ, γεννήθηκε ο αδερφός μου, ο μπαμπάς μου μόλις γεννήθηκα εγώ πήγε φαντάρος εκεί. Πήγα σχολείο στο Ελληνικό εκεί πέρα, μαζί και ο αδερφός μου, ήταν δύο χρόνια... Τρία χρόνια πιο μικρός από ‘μένανε. Παντρεύτηκα εκεί με το σύζυγό μου, βρήκα τον άντρα της ζωής μου που λένε. Παντρεύτηκα, έζησα καλά χρόνια. Έκανα δύο παιδιά μαζί του και μετά φύγαμε, ήρθαμε εδώ, στην Ελλάδα.
Τι μνήμες έχετε απ’ τα παιδικά σας χρόνια στην Αλεξάνδρεια;
Στο σχολείο που πήγαινα. Καλά ήτανε, πολύ καλά! Δεν ήμουνα και καλή μαθήτρια εδώ που τα λέμε... Μη λέμε και ψέματα! Δεν τα ήθελα τα γράμματα και προτίμησα να μάθω μία κοπτική ραπτική. Ετελείωσα το δημοτικό, πήγα κοπτική ραπτική, έμαθα λίγο. Δούλεψα πολύ λίγα χρόνια, γιατί όταν ο άντρας παντρεύτηκε δεν ήθελε να δουλέψω. Λέει: «Δε θα δουλεύεις, θα κάθεσαι στο σπίτι να νταντεύεις τα παιδιά που θα κάνουμε». Και δόξα τω Θεώ έτσι περάσαμε. Και μετά ήρθαμε εδώ.
Μένατε σε Ελληνική παροικία;
Ναι, στην «Κλεοπάτρα Λεμπέν» μέναμε. Σε μια πολυκατοικία βεβαίως, δεν ήταν δικό μας το σπίτι. Με νοίκι μέναμε. Μετά θέλαμε να ‘ρθουμε Αθήνα. Ελλάδα. Και ήρθαμε με τη μητέρα μου, με τον αδερφό μου και ο άντρας μου ταξίδεψε για να φύγει μαζί με τον πατέρα μου. Ήρθαμε εμείς οι τρεις ο αδερφός μου, η μαμά μου κι εγώ και μετά ήρθε ο άντρας μου εδώ. Εγκαταστάθηκε εδώ πέρα και εκείνος. Βρήκε δουλειά σε φαρμακευτική εταιρεία κι εδώ κάναμε τα παιδιά βεβαίως.
Τι μνήμες έχετε από μία καθημερινή μέρα στη Αλεξάνδρεια;
Ήρεμοι ήμασταν, ησυχία, δεν είχανε φασαρία και τέτοια εκεί στην Αίγυπτο όσο ήμασταν εμείς. Μετά που στο τέλος ήτανε... Που μας διώχνανε... Διώχνανε τους Έλληνες, διώχνανε τους ξένους. Θέλανε να κρατήσουν μόνο τους αραπάδες εκεί ας πούμε. Κι εκεί τότε φύγαμε κι εμείς κι ήρθαμε εδώ.
Τι μνήμες έχετε από εκείνες τις ημέρες;
Κοίταξε, ήμουνα και μικρή, δεν ήξερα να πω ότι «α, αυτό μου έφταιγε ή αυτό μου έφταιγε!» Δεν είχα τίποτα. Αλλά θυμόμουνα που πηγαίναμε στη θάλασσα, να κάνουμε μπάνιο με τη μαμά μου μαζί. Μας πήγαινε να κάνουμε μπάνιο. Εμένα δε μ’ άρεσε η θάλασσα καθόλου. Δεν ήθελα! Kαι μας πήγαινε όμως η μαμά μου, με το ζόρι να κολυμπήσουμε τάχα μου με τον αδερφό μου. Ήταν πολύ κοντά η θάλασσα. Περνούσαμε το δρόμο και ήταν η θάλασσα κατευθείαν, απ’ το σπίτι μας. Ησυχία ήτανε...
Σχέσεις με άλλους ανθρώπους εκεί είχατε;
Ναι, είχα με τη γειτόνισσα που ήτανε πάλι κι εκείνοι Έλληνες. Είχε τρία παιδιά και είμαστε μέχρι τώρα φίλες. Παίρνουμε, στην Αυστραλία είναι εκείνη και παίρνουμε τηλέφωνο και βλεπόμαστε και στο Skype. Στο Skype, πώς το λένε... Και είμαστε ευχαριστημένοι... Κι έχουν έρθει κι εδώ. Τ’ αδέρφια της τα δύο, η τρίτη όχι, δεν ήρθε. Τους είδαμε... Όχι ήτανε πολύ ωραία τα παιδικά μας χρόνια ας πούμε!
Και για ποιον λόγο φύγατε;
Γιατί έχει γίνει αυτή η φασαρία που διώχνανε τότε τους Έλληνες και τους ξένους από κει και λέμε: «πάμε να φύγουμε», λέει και η μαμά μου, «πάμε στην Ελλάδα καλύτερα, στην πατρίδα μας». Η μαμά μου ήτανε χρόνια εκεί. Παντρεύτηκε, έκανε εμάς, ήτανε χρόνια. Μετά λέει: «πάμε και εμείς». Εν τω μεταξύ όταν ήμουνα 10 χρόνων είχαμε πάει και στην Άνδρο, γιατί ήταν Ανδριώτισσα η μαμά μου. Και λέει: «Πάμε να [00:05:00]δούμε και την Άνδρο». Το θυμάμαι που είχαμε έρθει με τον αδερφό μου, εγώ και η μαμά μου. Ο μπαμπάς μου είχε μείνει εκεί, είχε δουλειά κι έκατσε εκεί. Εκάτσαμε δύο μήνες, μας άρεσε η Άνδρος, ωραία ήτανε. Μετά φύγαμε πάλι πήγαμε πίσω. Στο σχολείο πηγαίναμε, ήμασταν παιδιά.
Το σχολείο πώς ήταν εκεί...;
Ελληνικό! Στο ελληνικό πήγαινα εγώ. Βεβαίως μαθαίναμε μέσα και γαλλικά, μαθαίναμε και αράπικα. Μέσα στο σχολείο είχανε καθηγήτρια, ας πούμε, στο δημοτικό. Μιλούσα αιγυπτιακά, γλώσσα μας ήταν βεβαίως, και η γλώσσα η ελληνική, ήταν η ελληνική σε ‘μας. Αλλά ελληνικό σχολείο πήγα.
Σας αποδέχονταν οι Αιγύπτιοι;
Ναι, ναι! Αμέ, πολύ! Και ο νοικοκύρης μας αράπης ήτανε, Αιγύπτιος, στο σπίτι που μέναμε. Ο μπαμπάς μου είχε μαγαζί ηλεκτρολογείο, ηλεκτρολόγος ήτανε αλλά το παράτησε μετά και έφυγε, ταξίδεψε για να φύγει από την Αίγυπτο, να ‘ρθει κι εκείνος εδώ, γιατί δεν είχε πια δουλειά στην Αίγυπτο και αναγκάστηκε να δώσει το μαγαζί και να φύγει να έρθουμε εδώ.
Η οικογένειά σας αντιμετώπισε δυσκολίες;
Όταν ήρθαμε εδώ, να σου πω την αλήθεια μου, όχι. Είχαμε έρθει βεβαίως με λίγα έπιπλα. Ένα σαλονάκι που φέραμε, έναν καναπέ ξέρω ‘γω τι... Δύο πολυθρόνες, για να έχουμε να καθόμαστε και πήγαμε σ’ ένα σπίτι γνωστό μας πάλι, Ελληνίδα που ήταν εδώ στον Κορυδαλλό, που ήτανε γειτόνισσα εκεί και συμπέθεροι, ας πούμε, και μας είπαν πηγαίνετε στο σπίτι μας και εκεί δίπλα ακριβώς ήτανε ένα άλλο σπίτι που νοικιαζότανε. Και το πήραμε νοίκι. Ο ξάδερφός μου ήθελε να ‘ρθει και ‘κείνος εδώ μαζί μας. Λέει της μαμάς μου: «Αφού θεία θα πας, θα ‘ρθω», λέει, «κι εγώ!» Και όντως ήρθε και ‘κείνος εδώ. Τον φιλοξενήσαμε και αγάπησε την κόρη της νοικοκυράς και την παντρεύτηκε κι εκείνος! Κι έτσι έμεινε κι εκείνος εδώ! Τώρα λίγα χρόνια είναι που πέθανε ο ξάδερφός μου. Καλά ήτανε, πολύ καλά, περάσαμε ωραία! Κι εδώ δηλαδή... Τώρα εγώ βεβαίως ήρθα 18 χρονών από ‘κει, ήμουνα μικρή δεν, ήμουνα μεγάλη, αλλά τα θυμάμαι. Ωραία ήτανε.
Έχετε ευχάριστες αναμνήσεις.
Ευχάριστες, ναι. Είχαμε φιλίες στο σχολείο, γιατί ήταν όλα Ελληνόπουλα, ελληνικό σχολείο. Ελληνόπουλα, ξεχωριστά τ’ αγόρια, ξεχωριστά τα κορίτσια, δεν ήτανε μεικτά όπως είναι εδώ. Ήτανε σε άλλη αίθουσα τα αγόρια, σε άλλη τα κορίτσια.
Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν το σχολείο σας, η γειτονιά σας στην Αίγυπτο;
Εκεί! Το σχολείο ήταν πάρα πολύ μεγάλο! Ήταν στην Ιμπραϊμία, εμείς μέναμε στην Κλεοπάτρα. Ήτανε από ‘δω μέχρι τη Νίκαια, ας πούμε. Μας έπαιρνε ο μπαμπάς με το ποδήλατο και μας πήγαινε με τον αδερφό μου. Μας πήγαινε ή πηγαίναμε με το τρένο το πρωί και γυρίζαμε το μεσημέρι. Στο σχολείο μας έπαιρνε ένας που φύλαγε τα παιδιά στο σχολείο και μας έκανε σειρά όλα μαζί και μας έπαιρνε, μας ανέβαζε στο τρένο του κάθε μιανού κι εμείς κατεβαίναμε στη στάση που θέλαμε. Ήτανε τραμ τότες εκεί πέρα. Τώρα δεν ξέρω, δεν έχω ξαναπάει από τότες που έφυγα. Ήταν ωραία... Πολύ ωραία ήτανε.
Η γειτονιά σας, το σπίτι σας εκεί;
Ωραίο! Μέναμε στον 5ο όροφο, ανεβαίναμε κατεβαίναμε με τα πόδια χωρίς ασανσέρ. Εντάξει ήτανε. Και δίπλα μας η γειτόνισσα Ελληνίδα και εκείνη και από κάτω ήταν άλλη Ελληνίδα, και από κάτω άλλη Ελληνίδα και πιο κάτω κι άλλη Ελληνίδα, γιατί ήμασταν στον 5ο εμείς. Είχε και Ιταλίδες μέσα στην πολυκατοικία. Όχι, ήμασταν όλοι πολύ αγαπημένοι η μία με την άλλη.
Η πιο όμορφη ανάμνηση που έχετε ποια είναι, που σας έρχεται στο μυαλό;
Τα παιδικά μας χρόνια, που παίζαμε. Μας πήγε η μαμά μου στη θάλασσα με τη βάρκα. Πηγαίναμε στον Αμπέντα, ήτανε πιο πέρα με παρέα μεγάλη, που τα ξαδέρφια της γειτόνισσας, τα ανίψια της, όλοι μαζί πηγαίναμε, κολυμπούσαμε... Εγώ πολύ ωραία, με τη βάρκα πηγαίναμε βαρκάδα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Τι να πω άλλο, τι να πω...
Παίζατε με παιδιά Αιγυπτίων;
Όχι. Δεν είχαμε πολλή παρέα με τους Αιγυπτίους. Όχι. Μόνο με τους Έλληνες, γιατί πηγαίναμε στο Ελληνικό σχολείο. Δεν πηγαίναμε.
Άρα ήταν κλειστή κοινότητα.
Στο σχολείο ήτανε μόνο Έλληνες! Δεν είχε ξένους αραπάδες και τέτοια, όχι. Ελληνικό σχολείο! Είχαμε και νοσοκομείο ελληνικό, το «Κοτσίκειο» που λεγότανε. Το σχολείο ήτανε μεγάλο, πολύ μεγάλο. Είχε έξι αίθουσες... Δώδεκα αίθουσες θηλέων, έξι κι έξι και δώδεκα αγοριών. Έξι κι έξι, δημοτικό. Μετά στο γυμνάσιο, δεν πήγα γυμνάσιο και δεν ξέρω!
Δεν έχετε τελειώσει το σχολείο;
[00:10:00]Το δημοτικό μόνο! Δεν έχω τελειώσει, το γυμνάσιο ήταν αλλού! Ήτανε στην Κλεοπάτρα. Όχι ψέματα λέω! Κλεοπάτρα μέναμε εμείς! Ήτανε στη Μαζαρίτα, εγώ έμενα στην Κλεοπάτρα, το σχολείο μου ήτανε στην Ιμπραϊμία, το Δημοτικό και το άλλο ήτανε στη Μαζαρίτα.
Τι παιχνίδια παίζατε στο σχολείο;
Τον κουτσό, το περνά-περνά η μέλισσα... Τα παιδικά τα παιχνίδια... Τι να παίξουμε...
Είχατε κάποιο παιχνίδι το οποίο το ‘χατε μάθει απ’ την Αίγυπτο;
Όχι... Όχι, ό,τι παίζουν συνήθως τα παιδιά του σχολείου. Έτσι παίζαμε κι εμείς. Πηγαίναμε εκδρομές. Μα πηγαίνανε στο σχολείο, στη θάλασσα...
Φαινόμενα ρατσισμού είχατε αντιμετωπίσει καθόλου;
Όχι, όχι. Όχι, ήταν ήσυχο. Όταν ήμασταν εμείς ήτανε πολύ ήσυχα, δεν μπορώ να πω. Είχαμε ησυχία μεγάλη.
Υπάρχει κάποια ανάμνηση άσχημη που έχετε, που σας έχει μείνει μέχρι τώρα από ‘κει;
Όχι... Όχι, δε θυμάμαι τίποτα κακό. Τότες που έφυγε ο βασιλιάς – είχαμε Βασιλιά τον Φαρούκ – και του κάνανε εξορία. Και η μαμά μου με τον μπαμπά μου και η γειτόνισσα με τον άντρα της είχανε πάει για ψάρεμα, με τη βάρκα, βράδυ και αφήσανε τα τρία παιδιά της γειτόνισσας και τα δύο εγώ και ο αδερφός μου, πέντε, μας αφήσανε σε ένα σπίτι, της γειτόνισσας μαζί. Εμείς κοιμόμασταν, ήτανε βράδυ βεβαίως, κοιμηθήκαμε. Και η μαμά μου έβλεπε φασαρία στη θάλασσα και ξέρω ‘γω, αλλά δεν ξέρανε ότι θα ‘φευγε ο Φαρούκ, ο βασιλιάς. Και όταν ήρθε το πρωί στο σπίτι και διαβάσανε και είπανε στα νέα. «Πω πω», λέει, «τα παιδιά τα αφήσαμε μόνα τους», έλεγε του πατέρα μου και γίνηκε τέτοια φασαρία! Δεν ήτανε... Και μες στη θάλασσα ήτανε, δεν πήρανε είδηση καθόλου. Βλέπανε το καράβι που τον επαίρνανε τον βασιλιά και τον πήγαινε. Δεν καταλάβανε τι ήτανε. Ήτανε το ’53... Ή το ’53 ή το ’52, εκεί θα πρέπει να ‘τανε... Ήμασταν μικρά ακόμη, παιδιά.
Και τότε αναγκαστήκατε να φύγετε, στην ουσία.
Όχι, φύγαμε το ’57 απ’ την Αίγυπτο. Παντρεύτηκα το ’56 και μετά φύγαμε, το ’57.
Για ποιον λόγο πήρατε αυτήν την απόφαση;
Γιατί είδαμε που πια που χάλασε η Αίγυπτος, δεν ήταν όπως ήτανε. Διώχνανε τον κόσμο, δεν τους φερόντουσαν εντάξει οι Αιγύπτιοι. Και λέει η μαμά μου: «Αφού έφυγε ο πατέρας σου, έφυγε και ο άντρας σου, πάμε κι εμείς να φύγουμε και θα έρθουνε εκεί κατευθείαν». Κι έτσι κι έγινε. Φύγαμε από ‘κει και ήρθαμε εδώ και εγκατασταθήκαμε εδώ.
Είχατε εκεί, επειδή κάνανε διωγμούς...
Ναι.
Κάποιος απ’ την οικογένειά σας, φίλος σας ή απ’ το συγγενικό περιβάλλον –
Έμεινε! Εκεί η αδερφή του μπαμπά μου, οι αδελφές του...
Μείνανε...
Ναι, είχανε μείνει! Και η μαμά του μπαμπά μου ήταν εκεί, ο παππούς μου ήταν εκεί, ο μπαμπάς του μπαμπά μου και μετά όταν ήρθαμε εδώ, ήρθε εδώ μαζί μας, λέει: «Θα ‘ρθω κι εγώ», της λέει της μαμάς μου κι ήρθε εδώ, εγκαταστάθηκε μαζί μας στο σπίτι. Χτίσαμε μετά. Πήγαμε σ’ ένα σπίτι άλλο. Μέναμε μετά στης ξαδέρφη μου. Νοικιάσαμε πιο μεγάλο λίγο, δύο δωμάτια. Ήτανε ένα το άλλο και νοικιάσαμε πιο μεγάλο. Κι ήταν η νοικοκυρά, δούλευε εδώ μοδίστρα, πουκάμισα και μπλούζες έραβε. Και λέει της μαμάς μου: «Έρχεσαι να σιδερώνεις εσύ σιδερώστρα πάνω;» Λέει: «Αμέ! Να βοηθήσουμε να χτίσουμε σπίτι, να πάρουμε κι εμείς!» Και μου δώσανε κι εμένα μία μηχανή με ρεύμα, γιατί είχα φέρει τη μηχανή τη δική μου, ήτανε με πόδι. Μου δώσανε με ρεύμα, γιατί ήμουνα έγκυος στην κόρη μου και γάζωνα κι εγώ, και με πλήρωνε και έτσι τρώγαμε, με τα λεφτά που δούλευα εγώ και η μαμά μου. Και κρύβαμε τα λεφτά που μας έστελνε ο άντρας μου και ο μπαμπάς μου και αγοράσαμε το οικόπεδο εδώ. Το αγοράσαμε και σιγά-σιγά χτίσαμε το σπίτι το μπροστινό, μέναμε μέσα. Ατελείωτο βεβαίως, το ένα δωμάτιο τελείωσε μόνο που γέννησα την κόρη μου και μετά σιγά-σιγά τελειώσαμε το υπόλοιπο. Μετά μου ‘γραψε η μαμά μου την ταράτσα από πάνω, έχτισα κι εγώ το από πάνω... Μετά χτίσαμε και το πιο πάνω, η μαμά μου... Το ‘δωσε του αδερφού μου, το ‘χτισε... Και σιγά-σιγά που μείναμε...
Οι συγγενείς σας που μείναν εκεί...
Ο παππούς μου είχε έρθει εδώ, η γιαγιά μου έμεινε εκεί μαζί με την κόρη της, την αδελφή του μπαμπά μου και την άλλη κόρη της. Εμείνανε για λίγο καιρό και μετά ήρθανε και εκείνοι εδώ.
Είχαν κάποια περιστατικά...
Όχι, όχι τίποτα! Αλλά αφού, λέει, έφυγε ο Λευτέρης, ο μπαμπάς μου δηλαδή και η μαμά μου, πάμε κι εμείς εκεί. Κι ήρθανε κι αυτοί εδώ. Αγοράσανε ένα οικόπεδο στο Μενίδι, ο θείος μου ο ένας, ο άλλος ήτανε με νοίκι κι αυτοί εδώ έχουνε πεθάνει όλοι τώρα. Με τα ξαδέρφια μου είναι εδώ. Κάνανε παιδιά και είναι εδώ τα ξαδέλφια. Έχουμε επαφές, πάμε, ερχόμαστε... Βλεπόμαστε, μιλάμε, συζητάμε...
Άρα παντρευτήκατε και ήρθατε εδώ –
Ναι. Το ’56 παντρεύτηκα, το ’57 ήρθαμε εδώ.
Οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε ποιες ήταν;
[00:15:00]Εδώ; Δεν ξέραμε τα λεφτά! Εκεί ήταν αλλιώτικα, εδώ ήταν αλλιώτικα. Πήγαινα να πάρω ένα τηλέφωνο στο φούρνο και μου λέει μία δραχμή και δεν ήξερα εγώ τι γράφει. Λέω: «Διάλεξε ποια είναι!». Του δείχνω και τα ‘παιρνε ο φούρναρης ας πούμε που πήγαινα. Δεν είχαμε τηλέφωνα και τέτοια πράγματα, αυτά ήτανε πολυτέλειες που λένε. Σιγά-σιγά τα καταφέραμε, όλα τα καταφέραμε, δόξα τω Θεώ.
Ο άντρας σας ήταν Αιγύπτιος;
Ο άντρας μου ήτανε, όχι Αιγύπτιος, ήτανε χριστιανός ορθόδοξος, αλλά ήτανε απ’ το Λίβανο. Λιβανέζος. Ο πατέρας του ήτανε Λιβανέζος και η μητέρα του ήταν απ’ τη Σάμο. Και κίνησε ο πατέρας, την έδιωξε να πάει στην Αίγυπτο να πάει να δουλέψει ως συνήθως. Η πεθερά μου εδούλευε σ’ έναν γιατρό, οδοντίατρο και ο πεθερός μου πήγε σαν πελάτης για τα δόντια του και είδε τον γιατρό που δεν μεταχειριζόταν καλά την πεθερά μου, την εκμεταλλευόταν, ήτανε 15 χρονών η πεθερά μου. Και – Μαρία τη λέγανε και τον πεθερό μου τον λέγανε Αζίζ – λέει: «Μαρία», επειδή την έβλεπε που την μεταχειριζότανε, «εγώ σε αγαπάω, θέλεις να με παντρευτείς; Να σε παντρευτώ θέλω». Εκείνη για να φύγει από τον γιατρό που την κακομεταχειριζότανε λέει «ναι». Και είχανε 35 χρόνια διαφορά, ήταν εκείνος 50 και εκείνη ήτανε 15. Και τον πήρε. Και κάνανε έξι παιδιά. Έξι παιδιά κάνανε. Αλλά έπαθε ζάχαρο μετά ο πεθερός μου – δεν τον γνώρισα, ούτε τον πεθερό μου, ούτε την πεθερά μου –, έπαθε ζάχαρο του κόψανε ένα- ένα πόδι του κόβανε... Τράβηξε πάρα πολλά. Μετά έπαθε και η πεθερά μου... Η πεθερά μου πέθανε 49 χρόνων, νεότατη. Και μετά ήρθε ο Γιώργος, ο γιος της και με ζήτησε. Αφού πέθανε η μαμά του. Είχε κι άλλα παιδιά, ήτανε και παντρεμένα τα δύο… Αλλά ο άντρας μου τα τράβηξε όλα με την πεθερά μου, τα αδέλφια του... Όλα... Τέλος πάντων, αυτά ας τα ξεχάσουμε που λένε. Αλλά ζήσαμε καλά με τον άντρα μου, ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. Ήτανε πολύ φιλάσθενος, πάρα πολύ... Από μικρός τράβαγε πάρα πολλά, μέχρι – στα χέρια μου είχε κάνει 13 χειρουργεία, μεγάλα χειρουργεία. Καρδιές δυο φορές, συρίγγιο, σκωληκοειδίτη, νεφρό έβγαλε, πολλά, πολλά, πάρα πολλά... Δηλαδή απ’ την πρώτη βδομάδα που παντρεύτηκα μέχρι που πέθανε – 55 χρόνια ήμασταν μαζί, 55 χρόνια ήταν ταλαιπωρημένος... Αλλά ήτανε δουλευταράς, δεν μπορώ να πω. Μπορεί να ‘ταν άρρωστος, δεν κοιμόμασταν μέρα-νύχτα, αλλά δούλευε. Έφευγε απ’ αυτή τη δουλειά πήγαινε στην άλλη, πήγαινε στην άλλη, πήγαινε στην άλλη... Γιατί είχε αιγυπτιακά χαρτιά, αλλά όταν παντρευτήκαμε και είπαμε ότι θα ‘ρθούμε εδώ, πήγε στο προξενείο το ελληνικό και εγώ είχα ελληνικά και λέει: «Θέλω η γυναίκα μου να κρατήσει τα ελληνικά χαρτιά, να μην τα πάει με ‘μένανε». Λέει: «Γιατί θέλω να μείνει Ελληνίδα» και τα άφησε τα χαρτιά Ελληνικά εγώ κι έτσι τον τράβηξα εγώ εδώ που ήρθα. Όταν ήρθε ήτανε αλλοδαπός.
Αντιμετώπισε προβλήματα;
Πολλά! Ήταν αλλοδαπός, δεν τον αφήνανε να δουλέψει εδώ.
Τι θυμάστε;
Με καμία δύναμη. Κι έλεγε – ήτανε στη “Medica”, ήταν μία φαρμακευτική εταιρεία που ο ξάδερφός μου τον είχε συστήσει – και του λέει: «Έλα να σε συστήσω». Κι είχε κάνει, ό,τι είχε κάνει, εγχείρηση νεφρό και λέω: «Πώς θα ‘ρθει;». Του λέω του ξάδερφού μου, αφού είναι χειρουργημένος και πρέπει να είναι στο κρεβάτι. Λέει: «Θα ‘ρχεται το αυτοκίνητο της “Medica”. Θα τον παίρνει και θα τον πηγαίνει εκεί». Αυτός που ‘χε τη “Medica”, Θεός σχωρέστονα, ήταν πολύ καλός άνθρωπος και ήτανε απ’ την Αίγυπτο κι αυτός. Και επειδή ήταν και ο άντρας μου Αιγύπτιος και τον ήξερε, λέει: «Θα ‘ρθεις κοντά μου να δουλέψεις, δε θα σου κολλάω ένσημα όμως, γιατί είσαι λαθραίος». Κι έτσι κι έγινε. Δούλεψε τρία χρόνια, χωρίς να του κολλάει ένσημα. Και μετά. Έκανα τα παιδιά και τα παιδιά δεν ήταν Έλληνες, ήτανε με τον πατέρα τους, ήτανε αιγυπτιακά τα χαρτιά τους. Λέει, εφόσον είναι Αιγύπτιος ο πατέρας και τα συγκράτησα εγώ αλλοδαπής να είναι... Είχανε ταυτότητα δική τους, μέχρι να πάρει ο άντρας μου την ελληνική υπηκοότητα και μετά γινήκανε Έλληνες και τα παιδιά μου.
Εδώ ο άντρας σας είχε αντιμετωπίσει κάποιο φαινόμενο ρατσισμού;
Όχι, όχι... Πηγαίνανε όμως να τον δούνε στη δουλειά που δούλευε. Τον παρακολουθούσανε και του λένε: «Εσύ δουλεύεις εδώ». Λέει: «Όχι, εγώ δε δουλεύω, εγώ έρχομαι να δω το αφεντικό, γιατί είναι απ’ την Αίγυπτο κι είμαστε συγγενείς». Και πήγαινε εκείνος και δούλευε ο άντρας μου. Αλλά δεν του [00:20:00]κολλούσε ένσημα, γιατί απαγορευότανε. Κι ήτανε τρία χρόνια έτσι. Μετά από τρία χρόνια... Αλλά τον παρακολουθούσανε, τι έκανε. «Εγώ έχω λεφτά και τρώω, δεν σας κουράζω, δε σας χρωστάω τίποτα». Και σιγά-σιγά, επήγε εκεί. Έκλεισε η “Medica”. Πήγε σε άλλη δουλειά και σε άλλη και σε άλλη και σε άλλη... Πήγαινε – έφευγε απ’ αυτή τη δουλειά, πήγαινε στην άλλη, πήγαινε στην άλλη! Του έδινε το αφεντικό του δικαίωμα. «Πήγαινε», του ‘λεγε, «όπου θες».
Οι γονείς σας – παντρευτήκατε, ο άντρας ήταν απ’ τον Λίβανο.
Ναι.
Φέρανε αντιρρήσεις;
Όχι, όχι! Καθόλου! Ίσα - ίσα που στο μαγαζί του μπαμπά μου τον γνώρισα τον άντρα μου. Πήγαινε και του ‘κανε παρέα. Είχε καφενείο δίπλα, ο κύριος Απόστολος – Θεός σχωρέστονα, κι αυτός Έλληνας – και πήγαινε ο μπαμπάς μου και καθότανε. Απ’ το μαγαζί ήτανε δίπλα το καφενείο και πήγαινε καθότανε. Και πήγαινε ο άντρας μου κι έπαιζε μπιλιάρδο. Και τον γνώρισε τον μπαμπά μου και τον βοήθησε πάρα πολύ ο άντρας μου τον μπαμπά μου, στη δουλειά, που ήταν ηλεκτρολόγος ο μπαμπάς μου. Κι εκεί με γνώρισε. Πήγαινα εγώ στη δουλειά, γιατί ήμουνα πουκαμισού, έραβα πουκάμισα. Και πήγαινα και μ’ έβλεπε ο άνδρας μου και με συμπάθησε και μου λέει... Ο πατέρας μου έλεγε της μάνας μου: «Βλέπω τον Γιώργο που τη φέρνει – λέει – από καλό μάτι την κόρη μας, λες να την θέλει;» Λέει: «Δεν ξέρω». Έφυγε ο μπαμπάς μου, να ταξιδέψει κι ερχότανε και μας έπαιρνε, να πάμε στη θάλασσα, που ο άντρας μου μαζί με την αδερφή του, με τον αδερφό του, ο αδερφός μου και η μαμά μου. Και πηγαίναμε στο παλάτι του βασιλιά – γιατί είχε φύγει ο βασιλιάς, τον είχανε διώξει – και πηγαίναμε στου βασιλιά το παλάτι. Είχαν ανοίξει το... Στη Μανσούρα ήτανε. Και πηγαίναμε εκεί, να κάνουμε μπάνιο και πηγαίναμε με τον αδερφό του. Αυτός είχε συνεννοηθεί ο άντρας μου, με τον αδερφό του και με την αδερφή του, ότι «θα την πιάσω εγώ την Ευτυχία, να της πω αν με θέλει». Πήγαμε στη θάλασσα, με το μαγιό εγώ, η μαμά μου ήταν πιο πάνω, στα δεντράκια καθότανε, γιατί είχε σκιά και μετά λέει: «Θέλω να σου πω κάτι Ευτυχία, θέλεις να με παντρευτείς; Εγώ σε θέλω». «Α, εγώ δεν ξέρω», λέω. Εγώ ήμουνα μικρή, 17 χρονών σου λέω παντρεύτηκα. «Δεν ξέρω, θα ρωτήσω τη μαμά μου», του έλεγα. Λέει: «Εγώ σε ρωτάω εσένανε, γιατί εγώ είμαι πιο μεγάλος από ‘σένανε πολύ». Είχαμε 11 χρόνια διαφορά. Ήταν 28 εκείνος. Λέει: «Όχι, που θα ρωτήσω τη μαμά μου, δεν ξέρω». Και όταν πήγαμε πια στο σπίτι και εκείνος δεν είπε, δεν έφερε αντίρρηση, λέει: «Αφού θα ρωτήσεις τη μαμά τι να σου πω... Μα εγώ ρωτάω εσένα αν με θέλεις!». «Εγώ θα ρωτήσω τη μαμά μου», εγώ ήμουνα παιδί της μαμάς, ό,τι μου κάνανε τα ‘λεγα στη μαμά. Δεν είναι όπως τώρα, τώρα είναι αλλιώτικα τα πράγματα. Δεν ξέρω εσύ αν τα λες στη μαμά, δεν ξέρω! Τα λες! Όχι; Έτσι κι έτσι. Βλέπω την εγγόνα μου, είναι 25 χρονών, τίποτα, ό,τι θέλει κάνει. Τέλος πάντων, καλά να είναι το κορίτσι μας και το αγόρι μας, γιατί είναι δίδυμα, κορίτσι και αγόρι. Και αφού το είπα στη μαμά μου έρχεται στον μπαμπά και του λέει: «Λευτέρη», του λέει η μαμά μου, «έτσι κι έτσι», λέει. «Δε στο ‘λεγα εγώ; Τον έβλεπα», λέει. Γιατί πήγαινα στη δουλειά και περνούσα από το μαγαζί του μπαμπά μου. Επειδή ήτανε με τα πόδια, ήτανε δύο στάσεις κι εγώ περνούσα απ’ το μαγαζί του μπαμπά μου. Μια φορά δεν είχα περάσει. Και μ’ έβλεπε ο άντρας μου. Και με χαιρετούσε ξέρω ‘γω... Μια φορά δεν είχα περάσει, δεύτερη δεν είχα περάσει. Έβγαινε έξω, ήξερε την ώρα μου και έβγαινε έξω απ’ το μαγαζί και περίμενε. Με φώναζε «γριούλα». Ναι... Έλεγε του μπαμπά μου «πού είναι», λέει, «η γριούλα, γιατί δεν πέρασε;» Λέει: «Έπεσε και έσπασε το πόδι της». Έτρεχα στη σκάλα να κατέβω στον 5ο όροφο και στραμπούληξα το πόδι μου και δεν μπορούσα να περπατήσω και δεν πήγαινα στη δουλειά. Ήρθε στο σπίτι να με δει! Εκεί το κατάλαβε ο μπαμπάς μου και η μαμά μου. Και με ζήτησε μετά. Λέει ο μπαμπάς μου: «Άμα θα σε ζητήσει», της λέει της μαμάς μου «και θέλει να την παντρευτεί, δε θ’ αργήσουμε, δε θα κάνουμε αρραβώνες και τέτοια. Μια και καλή γάμο! Εγώ δε θέλω ρεζιλίκια!» Όπως κι έγινε. Σ’ ένα χρόνο απάνω έγινε ο γάμος.
Ο γάμος έγινε στην Αίγυπτο.
Ναι. Στην εκκλησία την Ελληνική, στον Άγιο Σάββα παντρευτήκαμε.
Πώς έγινε ο γάμος; Θυμάστε...
Όπως είναι εδώ! Όπως είναι εδώ! Με τις μπομπονιέρες, με το κάλεσμα, με τα δώρα, με τα πάντα!
Κάποια έθιμα, ήθη, που...
Κοίταξε για γλέντια και τέτοια, όχι δεν κάναμε. Δεν κάνανε και τότε, δεν είχαμε να κάνουμε τέτοια πράγματα... Τη μπομπονιέρα τους στην εκκλησία και τελείωσε υπόθεση.
Το κάλεσμα;
Όπως είναι εδώ. Τα προσκλητήρια, τα πάντα. Αλλά όχι γλέντι και αυτά... Όχι.
Για ποιον λόγο δεν –
Δεν εκάναμε! Κι ‘δω, την κόρη μου που την πάντρεψα δεν έκαναμε γλέντι. Τον γιο μου μόνο έκανα, γιατί ήτανε μοναχοκόρη η νύφη μου και η μάνα της ήθελε. Λέω: «Αφού θέλεις, να κάνουμε». Αλλά της κόρης μου δεν της έκανα. Εδώ στο σπίτι ήρθαμε, φέραμε μια τούρτα, εμείς κι εμείς που ήμασταν. Τα αδέλφια, κόψαμε την τούρτα και φύγανε τα παιδιά. Αλλά το γιο μου, όχι. Δεν κάναμε γλέντι.
Στην Αλεξάνδρεια στην κοινότητα διατηρούσατε κάποια ελληνικά ήθη, έθιμα;
[00:25:00]Κοίταξε, δεν είχαμε, μόνο που πηγαίναμε στο σχολείο, που ήταν κοινοτικό στην κοινότητα, αλλά δεν είχαμε, δεν είχαμε νταραβέρια έτσι για να πάμε, όπως πάνε εδώ σε συλλόγους και τέτοια. Όχι, δεν πηγαίναμε. Μόνο στις εκδρομές που πηγαίναμε. Η μαμά μου, της αρέσανε οι εκδρομές. Ο μπαμπάς μου δεν ερχότανε, ποτέ.
Εννοώ διατηρούσατε στο σχολείο κάποιες γιορτές, επετείους...
Ναι, κάναμε γλέντι στο σχολείο, άμα τελείωνε το σχολείο. Κάναμε έκθεση... Εκεί είχαμε, από Δευτέρα τάξη αρχινούσαμε και κεντούσαμε τα κορίτσια. Τα αγόρια κάνανε... Πώς το λένε... Σχέδια και τέτοια. Εμείς τα κορίτσια έπρεπε υποχρεωτικώς. Την πρώτη την τσάντα την έχω. Είναι ένα ύφασμα. Σου δίνουν ένα ύφασμα μεγάλο και γράφει το όνομά σου απάνω, Έψιλον Άλφα, Ευτυχία Αυγούλη με λέγανε βεβαίως. Έψιλον Άλφα. Και μας μάθαινε τη πισωβελονιά, τη ριζοβελονιά, την αλυσίδα, το αζούρ, την κουμπότρυπα – απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη μεριά – και μετά τη δίπλωνε η μαμά, το δίπλωνε κι από ‘δω κι από ‘κει ήταν το ίδιο πράγμα. Και έγραφε Άλφα, Έψιλον Άλφα και η μαμά το έκανε γύρω-γύρω με κόκκινο, όπως το κέντημα, με κόκκινο με το βελονάκι. Η μαμά, εγώ δεν ήξερα το βελονάκι και σουρώνουμε και εκεί μέσα θα βάζαμε τα εργόχειρά μας, όλα τα εργόχειρα. Αυτό ήταν το πρώτο κέντημα. Υποχρεωτικό. Το πλήρωνες και στο ΄δειχνε η δασκάλα. Και εκεί επάνω μάθαμε τη βελονιά, όλα τα πάντα. Αλυσίδα, όλες τις βελονιές. Και μετά ό,τι ήθελες να κεντήσεις. Παίρναμε, εγώ ήθελα να κεντήσω ένα τραπεζομάντιλο, το οποίο το έχω ακόμα, αλλά το έκοψα να το κάνω της κουζίνας, γιατί ήταν για μεγάλο τραπέζι. Με γύρω-γύρω φιστόνι, λουλουδάκι στη μέση και πετσετάκια μικρά με γύρω-γύρω φιστόνι, γιατί εκεί άμα... Τώρα σου έφερα το τέτοιο στο πιατάκι. Εκεί δεν το φέρναν στο πιατάκι τον κουραμπιέ, το μελομακάρονο, το φέρνανε σε πετσετάκι. Και να ‘τανε ωραίο κεντημένο.
Πετσετάκι το φέρνανε...
Εγώ το έφερνα. Εγώ το κέντησα. Και το έκανες έκθεση στο τέλος της χρονιάς. Όποιος είχε τα πιο ωραία και τα πιο πολλά κεντήματα. Κι εγώ καθόμουνα στο σπίτι, μ’ άρεσε το κέντημα πολύ, μ’ άρεσε! Έπλεκα, κένταγα... Να κι αυτό εδώ εγώ το ‘χω κεντήσει. Αλλά όχι εκεί, εδώ το κέντησα αυτό. Και μ’ άρεσε πολύ.
Τη συνήθεια αυτή από που με τον κουραμπιέ στο...
Με το δίσκο στο κεντημένο το πετσετάκι το φέρναμε. Το πρόσφερνες με το κεντημένο πετσετάκι. Κι εμένα μ’ άρεσε να το κεντήσω.
Αυτή τη συνήθεια από πού την πήρατε;
Δεν ξέρω, στην Αίγυπτο έτσι τα είχανε. Τα ‘χω ακόμα! Και τα πετσετάκια ναι! Μετά κάναμε τετράγωνα και γύρω-γύρω τα ξεφτούσαμε και κάναμε αζουράκι. Πολύ ωραία, πολύ ωραία τα είχαμε τότε! Αλλά τώρα δεν τα βγάζω, τα ‘χω κρυμμένα μες στο συρτάρι εδώ. Να σηκωθώ να στα δείξω , αλλά έχω το τέτοιο!
Ήταν συνήθεια των Αιγυπτίων ή των Ελλήνων;
Μάλλον των Ελλήνων, γιατί με τους Αιγυπτίους δεν εκάναμε... Κάναμε παρέα, γιατί η θυρωρίνα – είχαμε θυρωρό και θυρωρίνα – κι είχε ένα παιδί. Αυτή η θυρωρίνα ήταν Αιγύπτιοι, αραπάδες, πολύ καλοί άνθρωποι, δεν μπορώ να πω. Πολύ καλοί άνθρωποι! Και ερχότανε μαζί μας να φάει μαζί μας το φαγητό. Μόνο που δεν τρώγανε χοιρινό. Οι Αιγύπτιοι δεν το τρώνε το χοιρινό. Μια φορά ο αδερφός μου πήγαινε στο γαλλικό σχολείο και του ‘βαζε η μαμά μου καστάνια μαζί του με το φαγητό, για να φάει και του ‘χει βάλει χοιρινό. Άφησε ένα κομμάτι. Ήρθε τ’ απόγευμα με τ’ αυτοκίνητο, γιατί πηγαινοερχόταν με το αυτοκίνητο και τον έφερνε το αυτοκίνητο, όχι μόνος του ερχότανε, ήτανε μικρός. Και είχε μες στην καστάνια... Περίσσεψε κρέας, δεν το είχε φάει. Το άνοιξε η αραπίνα, το είδε: «Α», λέει, «γιατί δεν έφαγες το φαγητό σου; Θα το φάω εγώ!» Και πιάνει και το τρώει και ήτανε χοιρινό. Δεν το κατάλαβε!
Πώς αντέδρασε;
Όταν της το είπε η μαμά μου, δεν το πίστεψε. Λέει: «Αποκλείεται, ήτανε τόσο ωραίο!» Γιατί αυτοί το ‘χουνε κακό να τρώνε το χοιρινό. Δεν το τρώνε μέχρι τώρα. Γιατί και η ξαδέρφη μου, Ελληνίδα παντρεύτηκε έναν Αιγύπτιο δεν το ‘τρωγε. Κι όμως άμα ήρθε εδώ, γιατί ήρθε εδώ μετά, το ‘τρωγε. Δεν τον ένοιαζε, αλλά βαφτίστηκε, γίνηκε χριστιανός, για να την παντρευτεί την ξαδέρφη μου. Πέθανε τώρα κι αυτός.
Διατηρήσατε συνήθειες απ’ την Αίγυπτο εδώ, όταν ήρθατε;
Κοίταξε, οι συνήθειες ξεχνιούνται, γιατί αλλιώς ήτανε εδώ. Να τώρα το πετσετάκι δεν το ‘χουμε τώρα εδώ, δεν μπορώ να το συζη – Θα με κοροϊδεύεις κι εσύ θα πεις τώρα το πετσετάκι τι δουλειά έχει; Έτσι δεν είναι; Μπορεί να πεις: «Τι είναι αυτό το πράγμα;» Ε, το κόψαμε σιγά-σιγά. Γι’ αυτό και τα ‘χω ακόμα, εννοώ θα είχανε λιώσει. Γιατί κάθε ένα να το βγάλεις, θα είχανε λιώσει. Τι άλλο συνήθειο να έχουμε... Στην εκκλησία πηγαίναμε, να κοινωνήσουμε, να πάμε... Μας πήγαινε η μαμά μου στην εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα, κάθε μέρα να κοινωνήσουμε, πηγαίναμε κάθε φορά που [00:30:00]κοινωνούσαμε. Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγαινε από το πρωί σε μία μεγάλη εκκλησία, στην Ευαγγελίστρια λεγότανε. Ήτανε κάτω στην Αλεξάνδρεια, δηλαδή από κοντά μας που μέναμε στην Κλεοπάτρα, ήτανε γύρω από ‘δω μέχρι την Αθήνα που λέει ο λόγος, αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερη εκκλησία. Πηγαίναμε εκεί, πιάναμε θέση στο γυναικωνίτη απάνω και βλέπαμε όλα, δηλαδή ό,τι είδα μικρή πριν τα 12, 13, 14 που πηγαίναμε με τη μαμά μου, δεν τα ‘χω δει εδώ. Ήταν πάρα πολύ ωραία και Θεός σχωρέστη τη μαμά μου που μας πήγαινε και με τον αδερφό μου. Μας έφερνε, μας έπαιρνε και σάντουιτς να τρώμε κατά τις 10 η ώρα έτσι και μετά πηγαίναμε το μεσημέρι που τελείωνε η εκκλησία 11 η ώρα, που γίνεται και η Αποκαθήλωση, πηγαίναμε στης γειτόνισσάς μας που μέναμε σε μια συγγενή, που ήτανε κοντά το σπίτι της. Έπαιρνε η μαμά μου φακές μαζί της και τέτοια και τρώγαμε μεγάλη Παρασκευή φακές και ξαναφεύγαμε πάλι να πάμε να δούμε όλη την Αποκαθήλωση το βράδυ. Και καθόμασταν και τα βλέπαμε... Δηλαδή τα θυμάμαι σα να ‘ταν τώρα δα τα βλέπω μπροστά μου... Εδώ δεν τα ‘χω δει.
Μπορείτε να μου πείτε εικόνες; Μυρωδιές...
Με το λιβάνι, με τους παπάδες... Ό,τι κάνουνε κι εδώ, κάνανε κι εκεί, άλλα πάρα πολύ ωραία! Πάρα πολύ ωραία! Δηλαδή εδώ είναι παπάδες... Τι να πω; να τους βρίσω; Ντροπής μου είναι. Αλλά εκεί ήταν εντάξει. Δεν μπορώ να πω. Ήτανε ένας κι ένας. Μπορεί να είναι τώρα πιο χειρότερη. Δεν ξέρω. Είμαι 63 χρόνια εδώ, αλλά αυτές είναι, τα έθιμα που είχαμε, είναι όπως είναι εδώ. Όλα. Και μετά πηγαίναμε και στην Ανάσταση το βράδυ, να πάρουμε το Άγιο Φως. Όπως είναι κι εδώ.
Η μητέρα σας μου είπατε από που καταγόταν;
Απ’ την Άνδρο.
Είχε διατηρήσει συνήθειες, έθιμα απ’ την Άνδρο;
Οχτώ χρονών έφυγε, τι να θυμάται η κακομοίρα... Τι να θυμάται... Τον παππού τον Νίκο; Που λέει: «Δε θέλω ούτε να τονε ψάλλετε ποτές! Ούτε να τον συγχωρέσετε ποτές!» Μέχρι που πέθανε μου το ‘λεγε. Η καημένη... Ήτανε πολύ δυσαρεστημένη... Είχε τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Έδιωξε τη θεία την Κατίνα, την αδερφή της Γεωργίας, την αδελφή της μαμάς της Γεωργίας! Κατίνα τη λέγανε... Ναι! Τη θεία τη Βασιλική που είχε και ήτανε η πιο μικρή και η μαμά μου που ήτανε η μεγαλύτερη. Και κράτησε τα δύο αγόρια κοντά του. Στα δυο αγόρια έδωσε τα σπίτια τους στην Άνδρο, τα χωράφια όλα και στη θεία μου Κατίνα, στη θεία τη Βασιλική και στη μαμά μου έδωσε από τρία εκατομμύρια. Τότες ήτανε εκατομμύρια, δεν ήτανε χιλιάδες και γι’ αυτό και ήρθαμε τότες που ήμουνα δέκα χρονώ εγώ, το ’49 ήρθαμε ταξίδι, πήγε η μαμά μου για να πάρει τα τρία χιλιάρικα απ’ τα αδέρφια της και την πήγανε στο συμβολαιογράφο. Έδωσε ενάμισι χιλιάρικο ο ένας και ενάμισι χιλιάρικο ο άλλος. Τότες που είχανε γίνει χιλιάρικα και της τα ‘δωσε. Δε φτάσανε ούτε το ταξίδι που πήγαμε και ήρθαμε οι τρεις μας, εγώ, ο αδελφός μου και η μαμά μου. Αλλά τα πήρε η μαμά μου, που μπορούσαν να της δώσουν ένα κτήμα, ένα χωράφι να χτίσουμε ένα σπίτι, η μαμά μου, ο γιος μου, που του αρέσει και η Άνδρος και όλοι. Δε μας έδωσαν και τα κρατήσαν τα αγόρια.
Ενώ η προίκα τότε για τις κοπέλες ήταν –
Τίποτα! Δεν τους δώσανε τίποτα! Δούλευε η μαμά μου. Πήρε λεφτά, έπαιρνε λεφτά και τα ‘δωσε προίκα 30 λίρες, 30.000 ας πούμε. Χιλιάδες δεν ήτανε, τέλος πάντων. Και τα ‘δωσε στον πατέρα μου, που παντρεύτηκε. Τα πήρε η γιαγιά μου, άλλη κι αυτή η γιαγιά μου... Θεός σχωρέστους! Και τα ΄δωσε στην κόρη της, για να την παντρέψει. Να παντρέψει την κόρη της.
Ενώ θα περίμενε ότι την προίκα θα τη ‘δίναν στα κορίτσια.
Τα ‘δωσε η γιαγιά μου, τα ΄δωσε στην κόρη της.
Μου είπατε εσάς ο πατέρας σας έστειλε στην Αίγυπτο;
Όχι! Εγώ είμαι γεννημένη στην Αίγυπτο! Είμαι γεννημένη!
Τι δουλειές κάνατε στην Αίγυπτο;
Εγώ... Εγώ μάθαινα κοπτική-ραπτική και μετά τα παράτησα από ‘κει και πήγα σ’ ένα πουκαμισά κι έραβα πουκάμισα. Τα ‘κόβε αυτός, ήταν Αρμένης, πήγαινα στο μαγαζί που είχε μηχανή και τα γάζωνα εγώ.
Είχατε μάθει κάποιες τεχνικές ιδιαίτερες εκεί στην Αίγυπτο ή...
Όχι, εκεί στην Αίγυπτο, εκεί εκεί... Πήγαινα στην κοπτική-ραπτική κι έμαθα εκεί. Ήθελα αυτό, δεν ήθελα να μάθω γράμματα. Πήγα στο δημοτικό, με το ζόρι το πέρασα! «Δεν θέλω γράμματα» της έλεγα της μαμάς μου!
Ήταν Έλληνας ο... Αρμένης μου είπατε.
Το αφεντικό του μαγαζιού, αλλά μιλούσε Ελληνικά.
Εκεί που μάθατε;
Έλληνας. Ήτανε Ελληνίδα, μια γυναίκα ήτανε. Κι έμαθα λιγάκι, έραβα τα δικά μου, όλα τα ‘ραβα, των παιδιών μου... Άμα ήθελα και ξένα που δεν... Δε μ’ άφηνε ο άντρας μου να δουλέψω [00:35:00]καθόλου. Δεν ήθελε. Έλεγε «θα είσαι εδώ στο σπίτι, εγώ είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Να ‘ναι καλά. Θεός σχωρέστονε.
Όταν ήρθατε στην Ελλάδα, μου ΄πατε οι δυσκολίες ήταν;
Επειδή δεν ξέραμε τα λεφτά, δεν ξέραμε πού να πάμε... Πήγαινες στην αγορά, πού είναι η αγορά; Δεν ξέραμε. Μας έλεγε τώρα η ξαδέρφη μου, εκεί που μέναμε η νοικάρα, η νοικοκυρά ας πούμε. «Πάμε στην Αγία Παρασκευή. Είναι της Αγίας Παρασκευής αύριο, πάμε», λέει, «εδώ πέρα παρακάτω». Η Αγία Παρασκευή ήτανε στα χωράφια λέγανε τότες, δεν υπήρχε... Στου Παπαδόπουλου το Μπισκότο, ξέρεις που είναι; Εδώ από κάτω, με τα πόδια πηγαίναμε. Ξεκινούσαμε και πηγαίναμε με τα πόδια συνέχεια. Όλο χωράφια περνούσαμε, κι εδώ χωράφι ήτανε. Απέναντί μας που είναι σπίτια τώρα ήταν όλο χωράφι μονοκόμματο και φυτεύανε ραπανάκια. Κι ήταν ένας φύλακας εκεί και φύλαγε τα ραπανάκια, γιατί πηγαίνανε και τα κόβανε. Κι εμείς του κάναμε καφέ, η μαμά μου του έκανε καφέ. Εμείς ήμασταν εδώ, ένα σπίτι ήταν από πίσω και ένα ο κουμπάρος μου πιο πάνω. Τρία σπίτια. Ψέματα! Και το διπλανό μας ακριβώς. Τέσσερα. όλοι οι άλλοι δεν ήτανε. Μετά χτιστήκανε, ένας ένας ήρθανε.
Δυσκολευτήκατε να ενσωματωθείτε;
Λιγάκι στην αρχή ναι, αλλά ξέρεις τα παιδιά πιο γρήγορα ενσωματώνονται. Μετά μάθαμε σιγά-σιγά... Να πηγαίνουμε Πειραιά, να πηγαίνουμε Αθήνα, μάθαμε στην τράπεζα να πηγαίνουμε να παίρνουμε τα λεφτά που μας έστελνε ο Γιώργος, ο άντρας μου, ο μπαμπάς μου, γιατί δεν είχε εδώ τράπεζες. Πρέπει να πας την Εθνική κάτω στην Αθήνα και πηγαίναμε μετά, ανοίξανε κι εδώ και σταματήσαμε Αθήνα. Τώρα πάμε μόνο εδώ.
Το ταξίδι; Ήρθατε νόμιμα;
Ναι. Ναι, ναι νόμιμα με το καράβι. Και φέραμε και έναν σκύλο μαζί μας που είχαμε. Βέβαια! Είχαμε ένα σκύλο μεγάλο και ο κακομοίρης βρήκε μία γκόμενα εδώ πέρα, ας την πούμε! Και πήγε με την γκόμενα, αλλά οι άλλοι σκύλοι Έλληνες του ‘φάγαν το κεφάλι. Του ανοίξανε εδώ το κεφάλι. Και έτρεχε το πύον και το αίμα... Και το λυπόμουν... Τζίμη τον λέγανε. Αλλά ήταν ένας σκύλος τόσος μεγάλος! Του ‘δινες – για ένα κομμάτι χαλβά, σηκωνόταν όρθιος και περπατούσε από ‘δω μέχρι την πόρτα έξω με τα δύο πόδια, για να πάρει το χαλβά να φάει! Τόσο πολύ! Και μόλις ήρθαμε τον εφάγανε τα σκυλιά τα άλλα και τρέχανε... Και μου ‘λεγε η μαμά μου: «Αφού δεν τον θέλω, θα τον σκοτώσω!» «Όχι μαμά τον σκύλο μου, όχι!», εγώ τον αγαπούσα πολύ! Δεν τα ‘πιανα όμως τα σκυλιά, μέχρι τώρα και της κόρης μου δεν το πιάνω. Λέει: «Θα το σκοτώσεις». «Όχι μαμά». Και πήγα να φέρω ψωμί κι άφησα τα παπούτσια μου εκεί, τις παντόφλες μου εκεί και πήγα με τα παπούτσια να πάρω στο φούρνο απάνω. Μόλις γύρισα μου λέει: «Τον θες τον σκύλο;» «Τι λες καλέ τον σκύλο!» «Έλα εδώ, βάλε τα παπούτσια σου, βάλε τις παντόφλες σου». Πήγα να τις βάλω και όπως αυτός κοιμότανε είχε τρύπα στο κεφάλι και η μαμά μου για να του βάλει φάρμακο τον έδενε, να είναι δεμένος, για να του βάλει φάρμακο. Αυτός ούρλιαζε απ’ τους πόνους και φαινόταν το κεφάλι του, το μυαλό του. Και όπως έσκυβε έτσι ήτανε μέσα στις παντόφλες μου γεμάτο το πύον. Το σιχάθηκα. «Τι ειν’ αυτό;» τους έλεγα. «Έτρεξε πύον απ’ τον σκύλο... Δεν μπορώ να τον κρατήσω» μου ‘λεγε η μαμά μου. Τον λυπηθήκαμε βεβαίως, του βγάλαμε εισιτήριο, του πληρώσαμε γιατρό να μας δώσει διαβατήριο να βγει. Δεν μπορούσες να τον φέρεις έτσι τον σκύλο, λαθραίο με το καράβι. Και το πήγε... Πήραμε ταξί και τον πήγαμε εδώ πέρα που είναι δημόσιο νοσοκομείο το σκύλο και πληρώσαμε, για να τον σκοτώσουν. Του ‘βάλαν ένεση και τον σκότωσαν. Πω πω το κλάμα που έκανα! «Δεν θέλω άλλο σκύλο – της έλεγα – δε θέλω άλλο σκύλο! Αυτόν ήθελα». Μετά χτίσαμε εδώ την άλλη χρονιά, που ήμουνα έγκυος πια την κόρη μου, εδώ τη γέννησα, ένα δωμάτιο είχαμε χτίσει. Είχαμε χτίσει όλο το σπίτι γύρω-γύρω, αλλά είχαμε τελειώσει ένα δωμάτιο μόνο για να βάλουμε μέσα το παιδί να μην κρυώσει. Με τα πλακάκια με όλα μέσα. Και τα άλλα ήταν χωρίς παράθυρα, δεν είχες φόβο να σε κλέψουν. Τώρα δεν μπορείς να περπατήσεις. Τέλος πάντων. Και ήρθαμε εδώ πέρα, εγκατασταθήκαμε... Ούτε φως είχαμε, ούτε νερό. Νερό με τους κουβάδες το κουβαλούσαμε, με το καροτσάκι. Είχε κάνει ο άντρας μου ένα καροτσάκι με τέσσερις τενεκέδες και έβαζε η μαμά μου πάνω και πήγαινε στην άλλη γωνία πιο κάτω, και κάθε μέρα ερχόταν αυτός, άνοιγε τη βρύση και έβγαζε νερό και το φέρναμε εδώ πέρα. Και της είχε κάνει μία αντλία και απάνω στην ταράτσα είχαμε τρία τέσσερα βαρέλια, τα γεμίζαμε... Μόνο που δεν πίναμε από ‘κει, περνάμε αλλά να πιούμε. Από ‘κει πλέναμε, σφουγγαρίζαμε... Τι να σου πω, πράγματα... Το μόνο που μας πείραξε εδώ πέρα ήτανε που ‘τανε η τουαλέτα έξω. Εδώ, όταν πήραμε το σπίτι που νοικιάσαμε, η τουαλέτα έξω! Έπρεπε να περνάς από ‘δω μέχρι κάτω να πας στην τουαλέτα. Τι ειν’ αυτό το πράγμα; Βόθροι εδώ, ενώ εκεί δεν είχαμε βόθρους εκεί, ήτανε όπως είναι τώρα! Όχι, εκεί ήτανε πολυτέλεια, δεν μπορώ να πω. Είχαμε από ανέκαθεν πολυτέλεια. Εδώ ήρθαμε – Όταν νοικιάσαμε το σπίτι 500 δραχμές μας έλεγε η νοικοκυρά κι εμείς πληρώνουμε 200 στην Αίγυπτο και είχαμε τρία δωμάτια, [00:40:00]πιο μεγάλο από αυτό το σπίτι. Τρία δωμάτια χολ, κουζίνα στον 5ο όροφο πάνω και έβλεπες όλη τη θάλασσα. Εδώ ήρθαμε μέσα σε μία κουτσουλιά δύο δωματιάκια τόσα μικρά, μια κουζινίτσα. Έπρεπε να σου πω «βγες εσύ για να μπω εγώ». Έτσι τρίγωνη ήτανε η κουζίνα. Ήτανε νεροχύτης και από ‘δω μεριά δε χωρούσε τραπέζι. Πολύ, πολύ, 500 ευρώ, 500 δραχμές... Παναγία μου λέω, τι σπίτι είναι αυτό; Μετά πήραμε ένα πιο μεγάλο, άλλο και μετά μας λέει η νοικοκυρά: «Έχεις λεφτά; Να πας να πάρεις ένα οικόπεδο». Πήραμε το οικόπεδο, 52.000 το πήρε αυτό η μαμά μου και μετά χτίσαμε το μπροστινό σιγά-σιγά.
Θα προτιμούσατε να είχατε μείνει στην Αίγυπτο ή να μένατε εδώ;
Όχι. Πιο πολλά χρόνια είμαι εδώ. Πιο πολλά χρόνια.
Δε στεναχωρηθήκατε όταν φύγατε;
Όταν έφυγα ναι, γιατί έχασα τα πάντα. Εν τω μεταξύ, είχα της γειτόνισσας τα κορίτσια τα δύο που μέχρι τώρα έχουμε επαφές, που σου λέω, και το αγόρι και τους άφησα εκεί κι έφυγα. Και εμείς φύγαμε Σεπτέμβριο και εκείνοι φύγανε Δεκέμβριο και πήγανε στην Αυστραλία.
Τι σας λείπει περισσότερο από ‘κείνες τις μέρες;
Τίποτα να σου πω. Δε θυμάμαι τίποτα που να μου λείπει, γιατί εδώ βρήκα τα πάντα, τα πιο χρειαζούμενα. Εκεί ήταν παιδικά χρόνια. Αυτά ήτανε.
Είστε ευχαριστημένοι από τη ζωή σας μέχρι τώρα;
Δόξα τω Θεώ...Δόξα τω Θεώ... Ήτανε καλός ο άντρας μου. Πολύ καλός. Πρόσεχε την οικογένειά του, τα παιδιά του, δούλευε... Ε, μπορεί να στερηθήκαμε, κακά τα ψέματα, άμα δεν έχεις κι έχεις στερήσεις... Αλλά όχι να καβγαδίσουμε και τέτοια! Όχι, όχι, όχι! Ήταν πολύ καλός.
Πότε, μου είπατε, ήρθατε στην Ελλάδα;
Το ’57. Σεπτέμβριο, στις 10 Σεπτεμβρίου. Και 18 Σεπτεμβρίου, μετά από δυο χρόνια γέννησα την κόρη μου. Τρία χρόνια παντρεμένη ήμουνα που γέννησα την κόρη μου.
Ήρθατε κοντά στη Χούντα.
Ναι, στη Χούντα.
Τα γεγονότα τα ζήσατε...
Ναι, εδώ.
Έχετε κάποιες μνήμες;
Όχι. Εγώ με τις κυβερνήσεις δεν τα πάω καλά. Όποιος είναι. Εγώ λέω αν δε δουλέψει ο Γιωργάκης να μου φέρει λεφτά, δε μου δίνει ούτε η Χούντα, ούτε κανένας. Κανένας δε μου δίνει. Ψέματα είναι; Άμα δε δουλέψεις θα στα δώσουν αυτοί; Κοίταξε εσύ τι κάνεις, για να βγάλεις το ψωμί σου που λένε.
Η πιο δυστυχισμένη στιγμή της ζωής σας ποια ήτανε;
Άμα ήταν ο άντρας μου άρρωστος. Στεναχωριόμουνα πάρα πολύ. «Πάλι βρε Γιώργο μου άρρωστος; Πάλι βρε στο νοσοκομείο;» Πάρα πολλά νοσοκομεία. Όλα τα νοσοκομεία τα ‘χω γυρίσει!
Για τον άντρα σας μου λέγατε.
Που ήταν άρρωστος συνέχεια. Πολύ άρρωστος. Συνέχεια, συνέχεια ήταν. «Πού είναι ο Γιώργος; Στο νοσοκομείο. Πού είναι ο Γιώργος; Στο νοσοκομείο». Αλλά δόξα τω Θεώ.
Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι απ’ όσα μου είπατε; Κάποια μνήμη, κάποια ανάμνηση, κάτι που δεν μου είπατε, που θα θέλατε να ειπωθεί;
Σαν τι πράγμα; Για θυμήσου; Για θύμισέ μου.
Κάτι που σας έχει στιγματίσει, είτε όταν ήσασταν στην Αλεξάνδρεια, είτε στην Ελλάδα κάτι που…
Στην Αλεξάνδρεια. Εδώ τα σκουπίδια τα βγάζεις έξω, για να τα πάρει ο σκουπιδιάρης. Εμείς δεν τα βγάζαμε έξω στο δρόμο κάτω, γιατί μέναμε σε πολυκατοικία. Τα σκουπίδια τα ‘βγαζες έξω απ’ την πόρτα σου με τον τενεκέ όπως ήτανε και ανέβαινε ο σκουπιδιάρης όλη τη σκάλα πάνω, μ’ ένα μεγάλο ζιμπίλι – το λένε ζιμπίλι, δεν το λες εδώ; – έβγαζε τα δικά σου, της γειτόνισσας... Κατέβαινε, έπαιρνε τα από κάτω, κατέβαινε... Άμα γέμιζε, πήγαινέ τα πέταγε μέσα στο αυτοκίνητο και ανέβαινε και ξανάπαιρνε τα υπόλοιπα. Εμείς δεν κατεβαίναμε καθόλου κάτω. Εδώ είσαι υποχρεωμένος να τα βγάλεις έξω. Αυτός ανέβαινε μέχρι έξω απ’ την πόρτα σου. Τα ‘παιρνε από έξω απ’ την πόρτα σου. Αυτά ήτανε που θυμάμαι τώρα... Τι να θυμηθώ άλλο... Τι άλλο να θυμηθώ... Θύμισέ μου!
Ό,τι θα θέλατε. Αν θα θέλατε εσείς κάτι!
Είχαμε ωραία θέα από το σπίτι που μέναμε, γιατί ήτανε μια ταράτσα πολύ μεγάλη, δίπλα στο σπίτι μας κι έβγαινες έξω και έβλεπες όλη τη θάλασσα μέχρι την Αλεξάνδρεια κάτω που είχε τον φάρο της Αλεξάνδρειας. Είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου, το ξέρεις; Τον έβλεπα. Τον βλέπαμε. Και καθόμασταν στην Αίγυπτο και τον βλέπαμε το φάρο. Μετρούσαμε τα αυτοκίνητα που περνούσανε, αυτά που πηγαίνανε, αυτά που ερχόντουσαν, με τις φιλενάδες μου τις γειτόνισσες: «Κάτσε να μετρήσουμε, εσύ τον πηγαιμό κι εμείς τον ερχομό. Ήτανε παραλία, κάτω από το σπίτι μας ήτανε παραλία και τα βλέπαμε όλα. Όλο τον κόσμο. Α, στη θάλασσα! Κάναμε μπάνιο! Άμα ήτανε καλός ο καιρός, άπνοια, δεν είχε τίποτα, έμπαινες. Άμα ήταν έτσι κι έτσι η [00:45:00]θάλασσα είχε κόκκινη σημαία. Έβαζαν κόκκινη σημαία: απαγορεύεται να πας μέχρι εκεί.Kι είχε σημαδούρες: μέχρι εκεί να πας. Άμα ήτανε φουρτουνιασμένη μαύρη σημαία: απαγορεύεται να κολυμπήσεις. Εδώ δεν είναι έτσι. Εδώ μπαίνεις, βγαίνεις, δεν τους νοιάζει για τίποτα. Εκεί έτσι ήτανε. Ήτανε κόκκινη σημαία, μαύρη σημαία και άμα ήτανε ήσυχη θάλασσα δεν είχε τίποτα. Εν τω μεταξύ, για να κολυμπήσουν οι άντρες φοράνε το μαγιό, έπρεπε να φοράς και ζώνη! Χωρίς ζώνη απαγορευότανε να μπεις μες στη θάλασσα, για να μη σου πέσει το παντελόνι και φανεί το πουλί του που λένε! Ναι, ναι, απαγορευότανε! Στους άντρες.
Στις γυναίκες;
Οι γυναίκες, ήταν μονοκόμματο το μαγιό, δεν υπήρχανε μπικίνια και τέτοια. Χρόνια πολλά τώρα σου λέω και όχι τα μπικίνια, τα τέτοια που βάζουνε τώρα. Κανονικά μαγιό. Τι να πω άλλο... Τι να θυμηθώ, ξέρω κι εγώ; δε θυμάμαι! Δύσκολα μου βάζεις!
Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Τι ευχαριστάς! Εγώ ευχαριστώ! Μακάρι να σου έκανα καλή δουλειά! Εύχομαι να είσαι ευχαριστημένη, ξέρω ‘γω;
Φωτογραφίες

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Τα πετσετάκια που η Ευτυχία Σαάτ αναφέρετα ...

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Πετσετάκια κεντημένα στο χέρι από την Ευτυ ...

Πετσετάκια κεντημένα στο ...
Πετσετάκια από την προίκα της κυρίας Ευτυχ ...

Ρολόι τοίχου
Το ρολόι τοίχου της φωτογραφίας είναι 98 ε ...

Ευτυχία Σαάτ
Φωτογραφία της Αφηγήτριας: Ευτυχία Σαάτ

Ευτυχία Σαάτ
Φωτογραφία της Αφηγήτριας: Ευτυχία Σαάτ
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ευτυχία Σαάτ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1939, καθώς η μητέρα της μετανάστευσε εκεί, έπειτα από πίεση του πατέρα της να εργαστεί ως υπηρέτρια μαζί με τις αδελφές της, τη δεκαετία του 1930. Στην αφήγησή της περιγράφει τις όμορφες παιδικές της μνήμες από την ελληνική παροικία, όπου έμενε μαζί με την οικογένειά της, μέχρι που επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1957, όταν ήταν 18 χρονών, αφού η κατάσταση στην Αίγυπτο μετά τους διωγμούς άλλαξε προς το χειρότερο και αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στον Κορυδαλλό στον Πειραιά μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, περιγράφει την καθημερινότητά της, τις συνήθειές της, τις σχολικές της αναμνήσεις, τις φιλίες της, τη γειτονιά της στην Αλεξάνδρεια, αλλά και την οικογενειακή της ζωή, το γάμο της με προξενιό το 1956, που τελικά αποδείχθηκε ο έρωτας της ζωής της και τις σχέσεις με τα μέλη της οικογένειάς της.
Αφηγητές/τριες
Ευτυχία Σαάτ
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Σχοινά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/10/2020
Διάρκεια
46'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ευτυχία Σαάτ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1939, καθώς η μητέρα της μετανάστευσε εκεί, έπειτα από πίεση του πατέρα της να εργαστεί ως υπηρέτρια μαζί με τις αδελφές της, τη δεκαετία του 1930. Στην αφήγησή της περιγράφει τις όμορφες παιδικές της μνήμες από την ελληνική παροικία, όπου έμενε μαζί με την οικογένειά της, μέχρι που επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1957, όταν ήταν 18 χρονών, αφού η κατάσταση στην Αίγυπτο μετά τους διωγμούς άλλαξε προς το χειρότερο και αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στον Κορυδαλλό στον Πειραιά μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, περιγράφει την καθημερινότητά της, τις συνήθειές της, τις σχολικές της αναμνήσεις, τις φιλίες της, τη γειτονιά της στην Αλεξάνδρεια, αλλά και την οικογενειακή της ζωή, το γάμο της με προξενιό το 1956, που τελικά αποδείχθηκε ο έρωτας της ζωής της και τις σχέσεις με τα μέλη της οικογένειάς της.
Αφηγητές/τριες
Ευτυχία Σαάτ
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Σχοινά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/10/2020
Διάρκεια
46'