© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Όχι, δεν μπορώ να συγχωρήσω!»: Κρατούμενη στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν

Κωδικός Ιστορίας
11443
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ρέινα Ρεβάχ (Ρ.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/02/2022
Ερευνητής/τρια
Ιάσονας Νεστορίδης (Ι.Ν.)
Ι.Ν.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Νεστορίδης Ιάσονας, βρίσκομαι με την κυρία Ρίνα Ρεβάχ στην Πυλαία. Έχουμε Σάββατο 26/02 του 2022. Κυρία Ρεβάχ καλησπέρα. 

Ρ.Ρ.:

Καλησπέρα. 

Ι.Ν.:

Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας; 

Ρ.Ρ.:

Ναι. Γεννήθηκα τον Μάιο του 1939. Επειδή αργότερα έμαθα ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από την εμβρυική κατάσταση και επειδή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας μου ήταν τα προεόρτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, υποθέτω ότι θα πρέπει να ποτίστηκα από την αγωνία της μάνας μου. Γιατί δεν μπορεί να κυοφορείς ένα μωρό και να γίνονται συζητήσεις για πόλεμο και να μην εισπράξεις όλο τον φόβο, τι θα κάνεις με ένα νεογέννητο ας πούμε. Πρέπει να το εισέπραξα μεγαλοπρεπέστατα.  Μεγάλωσα σε ένα σπίτι, το οποίο, που θυμάμαι πάρα πολύ αμυδρά κάπου στην περιοχή της Ανάληψης. Ήταν ένα σπίτι, παλιό σπίτι με πατώματα και υπήρχε μία τεράστια οικογένεια ξαδέρφια, θείοι, θείες. Δηλαδή, ζούσαμε ουσιαστικά στις σκάλες, ανεβοκατεβαίναμε... Όχι ότι θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα από εκεί. Η πρώτη μου νομίζω ανάμνηση ήταν ένα στρόγγυλο τραπέζι, βαρύ τραπέζι με πόδια λιονταρίσια που ήταν τότε και ένα κοριτσάκι να χορεύει ξυπόλητο στο τραπέζι και από κάτω όλη η οικογένεια να χτυπάει παλαμάκια. Νομίζω ότι είναι η πρώτη μου εικόνα του εαυτού μου.  Δεν θυμάμαι καθόλου που μας μάζεψαν σε γκέτο για να μας πάρουν. Μου τα ρωτάνε αυτά, δεν θυμάμαι. Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν σε ένα τρένο. Το τρένο ταξιδεύει. Εγώ είμαι ανεβασμένη σε κάποιο κιβώτιο, γιατί έβλεπα έξω και είδα τρία αεροπλάνα να έρχονται με φοβερή ταχύτητα κατά πάνω μας. Δεν ήξερα τι είναι αυτό, τι είναι αεροπλάνο, τίποτα, τίποτα και είπα: «Τι είναι αυτό;». Με το που είπα: «Τι είναι αυτό;», τα αεροπλάνα άρχισαν να πυροβολούν στο τρένο. Το τρένο σταμάτησε. Επικράτησε ένας πανικός. Με πήρε ο πατέρας μου κάτω από τη μασχάλη και πήδηξε. Από εκεί και πέρα αυτό το πήδημα έγινε η ζωή μου. Μόλις ο μπαμπάς μου ήταν στο σκηνικό, ήμουνα κρεμασμένη επάνω του και ηρεμούσα. Μόλις ο πατέρας μου απουσίαζε, είχα ακατάσχετες διάρροιες. Ακόμα και σήμερα όταν είμαι φοβισμένη πολύ, η διάρροια είναι το πρώτο σύμπτωμα ότι εγώ φοβάμαι πάρα πολύ ας πούμε. Αυτά τα πηδήματα του πατέρα μου ήταν κάτι το απίστευτο, διότι δεν επέλεγε πού θα πηδήξει. Μπορεί να ήταν βράχια, να είχε τσουκνίδες, να είχε γκρεμό, αρκεί να φύγει και με εμένα κάτω από τη μασχάλη. Αργότερα τον είχα μετονομάσει όταν είχαμε αρχίσει να βλέπουμε τον Ταρζάν στον κινηματογράφο, τον είχα ονομάσει τον «Ταρζάν μου». Γιατί, όπως έβλεπα τον Τζόνι Βαϊσμίλερ τότε, τον πραγματικό Ταρζάν, να έχει ένα μαχαίρι στο στόμα και να κυνηγάει τον κροκόδειλο, εμένα ο πατέρας μου είχε ένα κοριτσάκι κάτω από τη μασχάλη του και ξέφευγε από τις βόμβες. Και όταν τον έχασα, είπα: «Έχασα τον Ταρζάν μου». Αυτά είναι απ’ τα μπρος πίσω, θα προσπαθήσω να κάνω όσο γίνεται λιγότερα. Ήμασταν σε ένα κατασκεύασμα, δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν χτισμένο, αν ήταν toll. Ήταν ένα μακρύ κατασκεύασμα με κρεβάτια τρίπατα παντού και επάνω-επάνω είχε ένα φεγγίτη. Είχε μια σομπίτσα μέσα σε αυτό το τεράστιο πράγμα την οποία τροφοδοτούσαν κάπου-κάπου, αλλά μία σομπίτσα μέσα σε αυτό το τεράστιο δεν έδινε και τρομερή ζέστη. Είχαν χωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες και εγώ έμεινα με τη μαμά μου και τη γιαγιά μου, διότι να πω ότι οι μόνοι που επέζησαν ήταν οι γονείς της μητέρας μου, ο παππούς, η γιαγιά και ο αδερφός της, ένας έφηβος τότε, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και εγώ. Όλη εκείνη η οικογένεια που ήταν στα πατώματα στην Αλεξανδρείας με Ανάληψη, τους είδα σε ένα γάμο, μία φωτογραφία τότε που γιορτάζαμε Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα, δεν θυμάμαι, και έμεινα άναυδη. Δεν ήξερα πρόσωπα και πράγματα. Με κόπο γνώρισα τη μητέρα μου και κάτι ξαδέρφια μου, διότι μοιάζανε ας πούμε κατά κάποιον τρόπο. Εγώ ήμουνα στο τρίτο το κρεβάτι ακριβώς ακουμπισμένη στον φεγγίτη, αχυρένιο το στρώμα, διότι εκεί περνούσα τη μέρα μου. Η μαμά και η γιαγιά φεύγανε γιατί πήγαιναν για καταναγκαστική εργασία. Με αφήνανε ξαπλωμένη, υπήρχε και ένα άλλο κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από μένα που υποτίθεται ότι θα με πρόσεχε, αλλά εγώ δεν σηκωνόμουν από το κρεβάτι ποτέ. Η μητέρα μου είχε ανησυχήσει πάρα πολύ, διότι έλεγε: «Θα μείνει παράλυτη». Ήταν ένας γιατρός μαζί μας στο γκρουπ των αιχμαλώτων, ο οποίος είχε τη συμπάθεια ολονών, γιατί ήτανε ο φύλακας-άγγελος ολονών. Και τον ρωτούσε, ήταν ο γιατρός Αλαλούφ λεγόταν και τον ρωτούσε: «Θα μείνει παράλυτη». Περπατούσα, ήμουν κοτζάμ κοριτσάκι, της έλεγε: «Δεν έχει κανένα ερέθισμα να σηκωθεί και φοβάται κιόλας τι μπορεί να πάθει άμα σηκωθεί» ας πούμε.  Έξω από τον φεγγίτη μου παρακολουθώντας τους κοριούς σε στρατιωτικό μηχανισμό, γιατί οι κοριοί, φαντάζομαι ότι δεν θα το ξέρει κανείς σήμερα, πηγαίνουν 2-2 στον τοίχο, τους είχα μάθει απέξω τους κοριούς, γιατί και μετά τον πόλεμο στο σπίτι μας είχαμε ατελείωτους κοριούς. Σήμερα δεν υπάρχουν πια αλλά είναι ένα φρικτό, σιχαμένο πράγμα. Ένα οι κοριοί και ένα οι ψύλλοι που από το άχυρο ήταν συνεχώς, νόμιζες ότι κάτι πηδάει επάνω σου. Κάτι φριχτές ιστορίες που δεν είναι για να πεθάνεις, αλλά σου κάνουν τη ζωή πάρα-πάρα-πάρα πολύ δύσκολη. Στον φεγγίτη μου απέξω ήταν ένα στρατόπεδο ανδρών εργατών. Αυτό είναι η πιο ζωντανή μου ανάμνηση από τα στρατόπεδα. Έξω από αυτό το στρατόπεδο ήταν ένα κάρο, ένα τεράστιο κάρο με πλαϊνά από ξύλο και το σέρναν άλογα, πολύ βαθύ και πολύ μεγάλο. 4 άλογα, 6 άλογα, δεν θυμάμαι. Δύο εργάτες από κάτω πετούσαν επάνω στο κάρο γυμνά, σκελετωμένα πτώματα εργατών. Όσοι είχαν πεθάνει, 1,2,3, στο κάρο. Το κάρο γεμίζει. Γεμίζει, ξεχειλίζει. Ανεβαίνει επάνω στο κάρο ένας Γερμανός αξιωματικός με μαύρες δερμάτινες μπότες και αρχίζει να πηδάει επάνω στα πτώματα, για να κάτσουν τα πτώματα και να χωρέσουν κι άλλα. Δεν ξέρω τι κατάλαβε το κοριτσάκι αυτό από τον φεγγίτη, αλλά έβαλα τα κλάματα. Και μάλιστα θυμάμαι την έκφραση: «Το παιδί φοβήθηκε, να βρούμε λίγο ζάχαρη». Πού να βρεις ζάχαρη; Ήταν είδος πολυτελείας. Αλλά μου ‘μεινε. Πρώτα-πρώτα δεν μπόρεσα ποτέ στη ζωή μου να βάλω μαύρη δερμάτινη μπότα. Αυτομάτως μου έρχεται ο αξιωματικός στο κεφάλι. Ήτανε αφόρητη κατάσταση με το... Και το να χοροπηδάει επάνω στα πτώματα για να κάτσουνε και άλλα, ακόμα και ένα πολύ μικρό παιδάκι καταλαβαίνει ότι είναι κάτι πάρα πολύ κακό ας πούμε. Ήμουνα συνέχεια άρρωστη, συνέχεια με έναν βήχα και συνέχεια είχα κάποια μπουκιά στο στόμα μου η οποία σάπιζε, γιατί δεν την κατέβαζα. Ο πατέρας μου δούλευε στη σίτιση. Μοίραζε το ψωμί και για πολλά χρόνια αργότερα όταν καθόμασταν στο οικογενειακό τραπέζι, ο μπαμπάς σέρβιρε, ας πούμε τώρα το θυμάμαι αυτό, αλλά ο πατέρας μου σέρβιρε. Θα έκοβε το ψωμί, θα μας μοίραζε το ψωμί, του είχε μείνει και επειδή υπήρχε η φήμη συνέχεια ότι θα χώριζαν τα παιδάκια από τους γονείς, προσπαθούσαν να μου μάθουν από πού είμαι και τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου. Πώς με λένε, εντάξει πώς με λένε. «Και τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;», «Μοιράζει ψωμί», «Βρε αμάν! Δεν μοιράζει ψωμί, ήταν έμπορος, είχε αυτό, είχε εκείνο, ζούσε στη Θεσσαλονίκη». «Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου κούκλα μου;», «Μοιράζει ψωμί», εκεί εγώ. Δεν ξέρω βέβαια αν το έμαθα τότε, ειλικρινά δεν ξέρω. Μία μέρα ανεβάζω 40 πυρετό. Έφερνε ο μπαμπάς καμιά φορά το βράδυ σκαστά καμία φέτα ψωμί, απλώς για να αντικαταστήσει τη φέτα που σάπιζε μέσα στο στόμα μου, γιατί δεν κατάπινα τίποτα. Έμεινα άρρωστη πάρα πολλά χρόνια μετά από αδενοπάθειες, από δέκατα. Μας κάναν μαντού στο σχολείο, ξέρεις τι είναι το μαντού; Kαι εμένα ήταν πάντα θετικό, πάντα έπρεπε να ‘ρθώ με τον κηδεμόνα μας πούμε. Ή μας κάνανε ακτινογραφίες, αυτά μεταπολεμικά στο σχολείο. Ανεβάζω 40 πυρετό. Η μητέρα μου φυσικά τρελάθηκε. Δεν μπορούσε να μείνει δίπλα μου, έπρεπε να φύγει στη δουλειά. Σοφίστηκε κάτι που όσο το σκέφτομαι περνώντας τα χρόνια, αμφιβάλλω αν εγώ θα είχα τη δύναμη. Πήγε στον γιατρό Αλαλούφ και του ζήτησε να της βγάλει, να της ξεριζώσει αυτό το νύχι χωρίς νάρκωση, χωρίς φάρμακα, χωρίς τίποτα. Έτσι θα ήταν άρρωστη και θα μπορούσε μαζί να με έχει αγκαλιά, γιατί φάρμακα δεν υπήρχανε. Ο ένας με τη ζέστη του άλλου να γίνουμε και οι δύο καλά ας πούμε. Και ξερίζωσε το νύχι της αυτό εν ψυχρώ. 

Ι.Ν.:

Από τον αντίχειρα. 

Ρ.Ρ.:

Από τον αντίχειρα, αυτό το νύχι. Το οποίο μου έμεινε σαν... Ακόμα η μητέρα μου έφυγε αρκετά μεγάλη, αλλά με πλήρη [00:10:00]διαύγεια, πλήρη. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, αλλά το μυαλό της ήταν ξυράφι. Και όταν της χάιδευα τα χέρια το ‘90 και αυτό το νύχι ήταν πιο σκληρό και πιο κυματιστό από τα άλλα νύχια και της χάιδευα τα νύχια και έλεγα: «Ρε μάνα, θα μπορούσα εγώ να κάνω για το παιδί μου κάτι τέτοιο;». Έχω πολλές αμφιβολίες, δεν ξέρω, δεν ξέρω. Κανείς αποκτάει άλλες δυνάμεις, όταν διακυβεύονται τόσο πολλά, ας πούμε αποκτά άλλα. Αλλά δεν ξέρω, ελπίζω να μην το μάθει κανείς ποτέ, αλλά η μάνα μου το ‘κανε. Και κρατώντας με αγκαλιά, η μία με την άλλη, το χέρι της μολύνθηκε φυσικά και τα λοιπά και τα λοιπά, γίνομαι καλά και οι δύο ας πούμε.  Φωνάζανε τους κρατουμένους, υπήρχαν δύο απέλ την ημέρα. Ένα απέλ το πρωί μαζευόταν στο αγιάζι. Ήταν ένας τόπος που δεν ξημέρωνε ποτέ και αυτό το κατάλαβα και στο ταξίδι μετά. Δεν είχε φως της ημέρας. Εντάξει, να μην έχει ήλιο, το καταλαβαίνω. Εδώ πέρα είναι ένας τόπος ευλογημένος από τον Θεό και όταν έχουμε τρεις μέρες συννεφιά γκρινιάζουμε κιόλας. Δεν ξημέρωνε! Είχε ένα φως γκριζωπό με ένα ψιλοβρόχι, με ένα ψιλόχιονο και ήταν οι κρατούμενοι με τις ριγέ τις στολές τους έξω στο απέλ και περιφερόταν οι Γερμανοί με τα σκυλιά και κάνανε, τους απαριθμούσαν αν ήταν εντάξει. Και το βράδυ που γυρνούσαν μετά από σπάσιμο από πέτρες, γιατί σπάγαν αυτές οι πέτρες κανένας ποτέ δεν έμαθε. Γιατί καρφώνανε παπούτσια η μάνα μου και η γιαγιά μου που ήταν το άκρον άωτον της φινέτσας και της λεπτότητος, ούτε αυτό μαθεύτηκε πότε, ίσως για να το φορέσουν οι επόμενοι κρατούμενοι. Και εκείνο το απέλ με τα σκυλιά το θυμάμαι, γιατί θυμάμαι ότι κρύωνα και που τους έβλεπα ας πούμε κατά κάποιον τρόπο. Ήταν δύο φορές την ημέρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν από το στρατόπεδο έχω άλλη εικόνα. Θα μπλέξω λίγο το ταξίδι, γιατί όταν ήμασταν στο πούλμαν και ήμουν μισοκοιμισμένη λιγάκι, γιατί είχαμε κάτι απίστευτα ωράρια, πηγαινοερχόμασταν στις 05:00 το πρωί, στις 04:00 το πρωί, ξαφνικά τινάχτηκα σαν να με είχε τσιμπήσει φίδι. Υπήρχαν κάτι δάση... Εμείς πήγαμε στο Άουσβιτς. Το Μπέργκεν-Μπέλσεν είναι στη βόρεια Γερμανία. Αλλά το τοπίο είχε συγγενικά πράγματα. Ήταν κάτι δέντρα, τα οποία εγώ είχα ξεχάσει. Ήξερα μόνον ότι δεν μου αρέσουν τα δάση. Δεν μου αρέσουν τα δάση και όσο πιο πυκνό ήταν το δάσος... Πολλές φορές έτυχε με μία φίλη να περπατήσουμε στον Ταξιάρχη που είναι ένα ονειρεμένο μέρος και να είναι το δάσος τόσο πυκνό που να είναι σκοτάδι μέσα και δεν καταλάβαινα γιατί το φοβάμαι: «Δεν θέλω, πάμε να φύγουμε από δω, πάμε κάπου αλλού. Δεν μπορώ εδώ πέρα, κάτι κάτι με τρομάζει». Τα δέντρα αυτά ήταν πάρα πολύ λεπτά, πολύ λεπτά, δηλαδή τι να πω, όσο ένα πόδι ανθρώπου; Ίσως να τα παραλέω. Απίστευτα ψηλά, σκέτοι κορμοί και πάνω ψηλά-ψηλά για να βρουν λίγο φως, υπήρχε ένας θύσανος που δεν τον έλεγες ούτε πράσινο ούτε γκρίζο, κάτι που έψαχνε να βρει το φως. Τόσο πολύ πυκνά που μέσα στο δάσος ήταν σκοτάδι. Όταν είδα τα δέντρα αυτά, τα είχα ξεχάσει τελείως, με ξύπνησαν. Και με ξύπνησαν βιαίως. Δηλαδή, ήταν τα δέντρα που εγώ φοβόμουν από τότε. Απίστευτα σκοτεινά, με τα ψιλβρόχια τους και το τι θάνατοι υπήρξαν μέσα σε αυτά τα δάση. Ήταν απίστευτο! Όταν τα περπατήσαμε τότε στην επίσκεψη, δεν ξέρω σας μπερδεύω τώρα αυτή τη στιγμή; 

Ι.Ν.:

Καθόλου, θέλετε να μας πείτε πότε έγινε αυτή η επίσκεψη; 

Ρ.Ρ.:

Η επίσκεψη έγινε το 2016, 1η Μαΐου, 1η με 7 Μαΐου, ήταν μία εβδομάδα και ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έχω κάνει στη ζωή μου. Νομίζω ότι το χρωστούσα σε αυτούς που φύγανε και που δεν τους γνώρισα ποτέ. Το χρωστούσα στον παιδικό εαυτό μου και στους γονείς μου που πρέπει να πέρασαν την αγωνία του αιώνα με ένα μικρό παιδάκι με τόση ευαίσθητη υγεία και να προφυλάξουν από τι πρώτα; Από τι να σε προφυλάξουν πρώτα! Να μεγαλώνεις μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με τύφο. Δίπλα σου μπορεί να ήταν κάποιος πεθαμένος και να μην το είχες πάρει είδηση ας πούμε. Όταν μπήκα στα στρατόπεδα, ενήλικη πια, ήταν ένας εσωτερικός σεισμός. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Είδα το σενάριο και είδα και εμένα μέσα εκεί ας πούμε κατά κάποιον τρόπο. Γι’ αυτό με πυροδότησε τόσο πολύ. Έχω κάνει πολλά ταξίδια με τον άντρα μου, πολύ ωραία ταξίδια. Αυτό ήταν το πιο συγκλονιστικό ταξίδι που έχω κάνει στη ζωή μου. Θα σου δείξω μετά φωτογραφίες ας πούμε.

Ρ.Ρ.:

Φεύγω από το ταξίδι τώρα, ξαναγυρίζω στο στρατόπεδο. Ένα βράδυ ακούγονται φωνές, ακούγονται τα snell, raus, τα μόνα γερμανικά που μου μείνανε. Snell θα πει γρήγορα, raus θα πει, δεν ξέρω, άντε να τελειώνουμε; Και μας φορτώνουν σε ένα τρένο, το οποίο τρένο κατά κάποιον τρόπο αγκομαχάει. Είμαι κάπως λίγο μεγαλύτερη πια και το καταλαβαίνω το τρένο. Το θυμάμαι το τρένο. Ανέβαινε και δεν ανέβαινε ας πούμε. Κάποια στιγμή “τσαφ τσαφ τσουφ”, σταματάει το τρένο. Μες στη μαύρη νύχτα, μέσα στη μαύρη παγωνιά, χιόνιζε. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μερικοί θαρραλέοι κατέβηκαν και άνοιξαν πόρτες. Ήμασταν ολομόναχοι, χωρίς Γερμανούς και βέβαια όλοι ήταν, όχι απλώς μαγκωμένοι, κάπου περιμένανε να ‘ρθεί κανένας πύραυλος στο κεφάλι τους. Και ακούγεται, χλιμιντρίσματα ακούγονται αλόγων, άλλη γλώσσα, πάλι στρατιώτες με άλογα και ήταν ένας άλλος στρατός, ήταν ο ρωσικός στρατός. Το δικό μας το τρένο, το έμαθα αυτό πολύ τελευταία, ήταν ένα τελευταίο τρένο που χάθηκε. Δεν ξέρω πώς έγινε, γιατί συνέχεια μπήκα σε διάφορα γκρουπ στο ίντερνετ από επιζώντες του Μπέργκεν-Μπέλσεν ή που οι γονείς τους ήτανε και όλοι έλεγαν ότι τους απελευθέρωσαν οι Άγγλοι. Το θυμάμαι αυτό πάρα πολύ καθαρά, δεν ήταν από διηγήσεις, μας απελευθέρωσαν οι Ρώσοι. Αλλά ήταν ένα τρένο χαμένο. Μέσα εκεί, μέσα στο ίντερνετ, βρήκα και άλλους ανθρώπους: «Α και ο πατέρας μου μου είπε ότι τον ελευθέρωσαν οι Ρώσοι», όποτε εξακρίβωσα ότι δεν θυμάμαι λάθος ας πούμε. Γιατί δεν ζούσε πια και κάνεις για να ξαναεπιβεβαιώσω ότι πράγματι θυμάμαι σωστά ας πούμε. Αλλά ήξερα ότι μας απελευθέρωσαν οι Ρώσοι. Μας πήγανε σε ένα γερμανικό χωριό κοντά εκεί το οποίο λεγόταν Tröbitz. Μας εγκατέστησαν σε μία μονοκατοικία. Οι Γερμανοί ιδιοκτήτες μένανε στο ισόγειο ή στο ημιυπόγειο, αυτό δεν είναι ξεκαθαρισμένο μέσα μου οι γονείς μου, παππούδες και λοιπά στο πρώτο πάτωμα και ένα ζευγάρι φίλων στο δεύτερο πάτωμα. Το θυμάμαι αυτό το σπίτι, είχε μία μεγάλη γούρνα μαρμάρινη, όπου πλένανε τα ρούχα. Μπροστά στην ανέχεια του στρατοπέδου το σπίτι αυτό ήτανε πολυτελέστατο κατά κάποιον τρόπο, ήταν ένα σπίτι καταρχήν. Ήταν κρεβάτια σχετικώς κανονικά και το σπίτι αυτό... Θυμάμαι όμως ότι η μαμά μου και η γιαγιά μου δεν βγαίνανε ποτέ από το σπίτι. Η μαμά μου ήταν νεότατη, να είναι 24-25, με απέκτησε πολύ νέα. Δεν βγαίνανε ποτέ από το σπίτι. Και ήταν συνέχεια με ένα τσεμπέρι ας πούμε που δεν ήτανε σύνηθες για αυτές. Και κατάλαβα ότι οι Ρώσοι βιάζουν πολύ. Ήταν ένας άλλος στρατός κατοχής, δεν ήταν οι Γερμανοί, αλλά ήταν και αυτοί ένας στρατός κατοχής. Και με στείλανε με ένα καλαθάκι να κατέβω στον μπαχτσέ γιατί είχε φράουλες. Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει φράουλες. Κατεβαίνω στον μπαχτσέ και άρχισα να ρίχνω τις φραουλίτσες στο καλαθάκι μου και βγαίνει από το ισόγειο η Γερμανίδα, μία βαλκυρία με δύο μεγάλες ξανθές κοτσίδες, βάζει τα χέρια της στη μέση, μία χειρονομία που βρίσκω ότι είναι ό,τι πιο δεύτερο υπάρχει σε αυτή τη ζωή και γυρίζει και μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες;». Και τότε από το ύψος των 5 μου χρόνων και με άπταιστα γερμανικά της είπα: «Εγώ κλέβω φράουλες ή εσείς κλέβετε τα παιδάκια από τους γονείς τους;». Όλη μου η οικογένεια ήταν στα παράθυρα, διότι δεν άνοιγα το στόμα μου και πολύ-πολύ. Οι φίλοι τους από πάνω όλοι έντρομοι στα παράθυρα. Η Γερμανίδα μπήκε μέσα, εγώ μάζεψα ό,τι υπόλοιπο είχα να μαζέψω και γύρισα πίσω. Το τι αγκαλιές έφαγα, το τι: «Πώς μπόρεσες; Πώς το είπες; Πώς;» ούτε κατάλαβα πώς, το θυμάμαι όμως. Την κεραυνοβόλησα και μου έχει μείνει. Όταν θέλω να είμαι κακιά, να είμαι κακιά ας πούμε. Δηλαδή και μπορώ να γίνω κακιά, ειδικά στα θέματα αυτά, σε άλλα θέματα όχι τόσο πολύ. Αλλά αυτό το «Δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες;» με ακολούθησε για πάρα πολλά χρόνια. Μας φορτώνουν. Αποταθήκαμε, δεν ξέρω πώς αποταθήκαμε ή μας παρέλαβε η UNRRA. Η UNRRA ήτανε τότε ένας οργανισμός που φρόντιζε για τον επαναπατρισμό των προσφύγων και μας διοχετεύει τον καθένα στον τόπο του. Είχαμε μπει σε ένα μαύρο αυτοκίνητο, δεν ήταν ταξί, δεν ήταν πούλμαν, ήταν ένα μαύρο αυτοκίνητο που είχε περισσότερες θέσεις από ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο. Μας είχανε δώσει και ρούχα. Εμένα μου είχανε δώσει… Α όχι, όχι, πρέπει να σας πω κάτι άλλο, συγγνώμη, [00:20:00]συγγνώμη. Θα ανατρέξω πάλι στο χωριό, χίλια συγγνώμη, αυτό το κακό το έχω. Κάποια μέρα ο Μαρσέλ που ήτανε ο αδερφός της μαμάς και ήταν το ίνδαλμά μου, γιατί ήταν έφηβος, ήταν πιο κοντινός μου ας πούμε και τον έβλεπα σαν παιδί και εγώ, άρχισε να παραμιλάει. Και πήγα στη μάνα μου και της λέω: «Μαμά κάτι έχει, δεν είναι καθόλου καλά». Είχε 40 πυρετό και είχε πάθει εξανθηματικό τύφο, ο οποίος θέριζε και κανένας δεν έλεγε τίποτα, γιατί κανένας δεν ήθελε να πει ότι είχε άρρωστο στο σπίτι. Και την παθαίνω και εγώ και βγάζω στο κεφάλι 5 τεράστια βουζούνια τα οποία θα μου μείνουν αλησμόνητα. Και για να γιατρευτούν αυτά τα βουζούνια, μου ξυρίζουν το κεφάλι ολόκληρο, για να βγουν στον αέρα, να επουλωθούν, να περάσουν, να μην χτενίζομαι, να μην... Όταν λοιπόν μπήκα στο αυτοκίνητο με το παλτό του ενήλικα της ενήλικης γυναίκας, το οποίο κρεμόταν από παντού, τα μανίκια, το πατούσα. Με τύλιξε όμως, ήταν ζεστό. Το κεφάλι ξυρισμένο και τα 5 βουζούνια, το παλτό το πράσινο, είχα πάθει τέτοιο σοκ, δεν ξέρω αν ήταν πρώιμη γυναικεία φιλαρέσκεια, δεν έβγαινα από εκεί. Προφανώς θα έβγαινα για κάποια σωματική ανάγκη. Θυμάμαι ότι εγώ είχα κολλήσει σε μία γωνιά του αυτοκινήτου και ξεκόλλησα, όταν μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα και το πράσινο παλτό, το τεράστιο πράσινο παλτό που ξεχείλιζε από πάνω μου και το ξυρισμένο μου κεφάλι. Ντρεπόμουν που είχα γεννηθεί, ντρεπόμουν αφόρητα. Με ακολούθησε αυτό το πράγμα για πολύ καιρό. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη κατευθυνόμαστε στην 25ης Μαρτίου απέναντι από το πυροσβεστείο. Ο παππούς ασχολιόταν με εργολαβίες, ούτε αυτό το θυμάμαι. Είχε χτίσει 4 όμοια σπιτάκια, 4 μονοκατοικίες και το δικό μας ήτανε απ’ τα 4 το πίσω. Ήταν ένα σπιτάκι, το θυμάμαι με πάρα πολλή τρυφεράδα, μικρό, είχε ένα σαλόνι γεμάτο πόρτες, όπως ήταν τα σπίτια τότε, 2 κρεβατοκάμαρες που ήταν της μαμάς μου, ο παππούς, η γιαγιά και εγώ και ένα δωμάτιο, το οποίο ήταν το μόνο δωμάτιο που θερμαινότανε και ζούσαμε όλη την ημέρα. Είχε ένα μπαλκονάκι στην είσοδο, όπου τις ωραίες μέρες έκαμνα το παντζούρι γωνία, έβαζα ένα πλιάν τραπεζάκι εκεί, πίσω από το παντζούρι και έκαμνα τα μαθήματά μου. Να μην με βλέπει κανείς από τον δρόμο. Τον χειμώνα, όμως, ξάπλωνα κάτω από το τραπέζι σε ένα χαλί, έβαζα τα μαξιλάρια του καναπέ γύρω από το τραπέζι, ξάπλωνα μπρούμυτα, έκλεινα τα αυτιά μου και έκανα τα μαθήματά μου κάτω από το τραπέζι. Εκεί έτρωγα το βραδινό μου, εκεί έτρωγα το μεσημεριανό μου, εκεί έγραφα τις ασκήσεις μου, εκεί απομνημόνευα τα μαθήματα. Κάτω από το τραπέζι με τα μαξιλάρια του καναπέ είχα κάνει έναν χώρο δικό μου. Δεν έβλεπα, δεν άκουγα κανέναν.

Ρ.Ρ.:

Όταν ήρθε η ώρα να πάω στο σχολείο, ήμουνα ακόμα ξυρισμένη. Βεβαίως το πράσινο παλτό όχι, αλλά τα μαλλιά ξυρισμένα, τα βουζούνια στον αέρα. Είχα έναν πανικό, μέχρι που προτιμούσα τις βόμβες. Και δεν ήταν ο μπαμπάς να με πάρει στη μασχάλη του. Έπρεπε μόνη μου από το χεράκι της μαμάς να πάω στο σχολείο σαν κανονικό παιδί. Η μητέρα μου με είχε γράψει στη Σχολή Σχινά. Ήταν από τα καλά σχολεία της εποχής. Ήτανε κοντά στο σπίτι και πηγαίναμε με τα πόδια. Είχε όλο αλάνες, ήταν η οδός Κρήτης τότε, όλο αλάνες. Όταν βρέθηκα στην αυλή του σχολείου με ξυρισμένο κεφάλι, να μην ξέρω κανέναν, τα παιδιά να φιλιούνται μεταξύ τους, εγώ να είμαι η άσχετη των ασχέτων, ήτανε πολύ-πολύ-πολύ μοναχικό συναίσθημα, πολύ κρύο συναίσθημα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Αρχίζει η σχολική χρονιά και αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήμασταν και... Δεν μας περιμέναν και με ανοιχτές αγκάλες. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Μόλις γινόταν κάποια αυτή στην τάξη: «Πού είναι η σβηστήρα μου;», «Πού είναι η ξυστήρα μου», ξέρω εγώ τι, «Εσύ την πήρες παλιο-Εβραία, παλιο-τσιφούτισσα!». Με αυτό μεγάλωσα. Είχα ένα κοριτσάκι που ήταν συμμαθήτριά μου και ήτανε η πιο φανατική από όλους, η πιο κακιά από όλους. Μία μέρα πιαστήκαμε στα χέρια, ματώσαμε, ξηλωθήκαμε, ξεσκιστήκαμε και πήγαμε από την οδό Κρήτης με τα πόδια να περάσουμε από το σπίτι της. Αυτά πια είναι αναμνήσεις ξεκάθαρες, δεν είναι... Το σπίτι της, τότε η Κρήτης ήταν γεμάτη μονοκατοικίες με κηπάκια. Το σπίτι της ήταν ένα χαμηλό σπίτι με πατικωμένο χώμα πάρα πολύ κοντά στον δρόμο, δηλαδή ήταν εδώ ο δρόμος, εδώ η πόρτα. Και φτάνουμε στο σπίτι της καταματωμένες και οι δύο και βγαίνει η μαμά της στην πόρτα και εκεί που περιμένω ότι θα μας κατσαδιάσει και τις δύο που μαλώσαμε, που ματώσαμε, βάζει τα χέρια στη μέση πάλι και λέει :«Γιατί γυρίσατε; Δεν καταλαβαίνω γιατί γυρίσατε! Γιατί δεν σας κάνανε σαπούνι Γερμανοί; Γιατί δεν σας κάνανε λάμπες οι Γερμανοί;». Δεν κατάλαβα τι λέει. Γιατί εγώ δεν ήξερα ούτε για σαπούνια ούτε για λάμπες. Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι έβαλα μία τρεχάλα με λυγμούς και έφτασα στο σπίτι μου και μπαίνοντας λέω :«Καλά η Πολυξένη, -Πολυξένη λέγανε το κοριτσάκι- η μαμά της; Η μαμά της δεν μπορούσε να μας μαλώσει και τις δύο;», που ματώσαμε, που μου είχε βάλει το χέρι μέσα και με είχε... Και τότε με κορόιδευαν: «Θα γίνει ρυτίδα κάποτε ούτε θα φαίνεται». Και πράγματι, δεν φαίνεται. Είχα πάθει το σοκ της ζωής μου και ρωτούσα τι εννοούσε. Τι θα πει θα μας κάνει σαπούνια και λάμπες; Tι θα πει αυτό ας πούμε; Γιατί προφανώς οι γονείς μου δεν μου τα είχανε πει αυτά ας πούμε. Δεν είχε νόημα σε ένα παιδί που ήδη είχε περάσει τόσα πολλά. Αυτό το πράγμα κράτησε στο σχολείο αρκετό καιρό. Στη δευτέρα δημοτικού ή στην τρίτη, αυτό δεν το έχω πολύ ξεκαθαρισμένο, έρχεται ένα άλλο κοριτσάκι, Εβραία και αυτή. Για εμένα ήτανε χαράς Ευαγγέλιο, γιατί ήμασταν δύο. Λιγότερο τολμηρή από εμένα αλλά δέσαμε σαν… Δέσαμε πραγματικά. Και ακόμα, μένει στην Αθήνα, μένω εδώ. Όταν τη βρίσκω, δεν υπάρχει χάσμα. Μιλάμε σαν να μην έχει περάσει ούτε μία ώρα. Και συνεχίζουμε το σχολείο ολόκληρο μαζί. Ήταν η Νίνα, Νίνα Λεόν λεγότανε, είχε και τον αδερφό της, τον Νίκο. Και άρχισα εγώ με την παρέα της Νίνας και του Νίκου να έχω μία πιο φυσιολογική ζωή, πιο πολύ της ηλικίας μου, πιο πολύ... Ήταν για μένα, η συνάντηση με τη Νίνα, ήταν έργο Θεού. Και αρχίζω και καταλαβαίνω ότι κανένας δεν θα ασχοληθεί μαζί μου στο σχολείο, αν εγώ δεν πάρω τα πράγματα στα χέρια μου. Και τα πήρα. Έγινα πολύ καλή μαθήτρια. Το να έχεις μία δύναμη -γιατί το να είσαι καλή μαθήτρια, αυτομάτως σου δίνει ένα πλεονέκτημα- το να έχεις μία δύναμη είναι μεγάλη υπόθεση. Θα το σκεφτεί ο άλλος να σε βρίσει, όταν την ώρα των εξετάσεων θα σου χτυπάει την πλάτη: «Κάνε πέρα να δω την κόλλα σου» και δεν θα κάνεις καθόλου πέρα να δει την κόλλα σου. Γιατί το εκμεταλλεύτηκα. Μπορεί να έγινα αντιπαθής, δεν ξέρω, δεν με νοιάζει. Έφαγα τόσο πολλή απόρριψη, το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να μην κάνω πέρα να δούνε την κόλλα μου! Αργότερα τα πράγματα βελτιώθηκαν. Βελτιώθηκαν γιατί η κυρία Σχινά ήταν άψογη απέναντί μου, άψογη. Είχα καθηγητές σούπερ, της κλάσης του Μανόλη Ανδρόνικου ας πούμε όπου διέπρεψα και εγώ. Και αυτοί δεν ήταν καθηγητές, ήταν προβολείς. Δηλαδή, πώς το λένε, σου άνοιγαν κόσμους. Ό,τι δεν έμαθα από τα βιβλία του σχολείου, τα ‘μαθα από τον Μανόλη Ανδρόνικο. Ήταν καθηγητής που σε ενέπνεε να μάθεις, όχι από δω μέχρι εκεί, ποια είναι η πρωτεύουσα της Πολωνίας ας πούμε, αλλά για τον Καβάφη, για τον Ελύτη. Δηλαδή, ο Ανδρόνικος εμένα ήταν ένας φάρος στη ζωή μου. Σταμάτησε και κάποια στιγμή, κάποια καθηγήτρια μπήκε στην τάξη και επειδή κάναμε πολλή φασαρία γύρισε και είπε: «Τι κάνετε εδώ μέσα; Σαν χάβρα των Εβραίων είναι». Σηκώθηκα, με πολύ… και της είπα: «Κυρία τάδε, αν έχετε την καλοσύνη, είμαστε δύο Εβραίες εδώ μέσα και μας θίγετε». «Α παιδί μου δεν θέλω καθόλου να σας θίξω, αλλά πραγματικά κάνετε σαν χάβρα». Σηκώθηκα, βρόντηξα την πόρτα και πήγα κάτω στη διευθύντρια. Και μου έδωσε δίκιο. Δηλαδή, από την κυρία Σχινά είχα μάθει το πάτερ ημών απέξω και ανακατωτά γιατί κάθε πρωί μαζευόμασταν στην κεντρική αίθουσα του σχολείου, η κυρία Σχινά κομψότατη, πριν την ώρα της με μία μπλε κάπα, ανέβαινε σε ένα σκαμνάκι, σταύρωνε τα χέρια και μας παρακολουθούσε όλες να λέμε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Τελικά το σχολείο αυτό το αγάπησα πάρα πολύ! Πάρα πολύ αγάπησα τα σχολικά μου χρόνια. Τα ξέχασα τα πρώτα χρόνια, τα ξέχασα. Μετά ήμουν τόσο ευτυχισμένη, μάθαινα, ρουφούσα. 

Ρ.Ρ.:

Σε κάποια στιγμή της ζωής μας εδώ ο πατέρας μου που δεν ησύχαζε, γιατί πίστευε ότι ο πόλεμος θα επαναληφθεί, να πω ότι είχε τρομερό πρόβλημα με τα εμπορεύματά του, διότι σε όσους φίλους είχε δώσει, ο μπαμπάς ήταν εισαγωγέας από πρώτες ύλες αρωμάτων και ήτανε μπιτόνια τα οποία είχε μοιράσει σε διάφορους φίλους. Επικρατούσε τότε η έκφραση: «Μας τα πήραν οι Γερμανοί». Τώρα οι Γερμανοί μπορεί να πήρανε χίλια [00:30:00]πράγματα, αλλά να ασχοληθούν με ένα μπιντόνι πεντάκιλο ή εικοσάκιλο, δεν νομίζω να ήτανε των ενδιαφερόντων τους. Ο μόνος που στάθηκε στον πατέρα μου ήταν ο Νίκος Ζαρντινίδης, θα τον έχεις ακουστά. Και ο μπαμπάς από τότε είπε σε όλη την οικογένεια και του τα έδωσε όλα. Χάρη στον Ζαρντινίδη ο πατέρας μου ξαναξεκίνησε τη δουλειά του. Από τότε μας είπε: «Σε όποιο πολιτικό κόμμα είναι ο Ζαρντινίδης, θα είστε όλοι στοιχισμένοι από πίσω». Μία φορά ο άντρας μου ήτανε επίτιμος πρόξενος της Ισπανίας για 40 χρόνια και ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι του Ζαρντινίδη παρουσία του Καραμανλή του μεγάλου. Αυτό και αν είναι μπρος-πίσω τώρα, έτσι; Ενήλικη ενηλικότατη, με παιδί και παντρεμένη και προ πολλού παντρεμένη και σε κάποιο μπαλκονάκι είμαι ακριβώς απέναντι από τον Καραμανλή και είναι και ο Ζαρντινίδης δίπλα. Και λέω: «Κύριε Καραμανλή, θέλω να σας διηγηθώ μία ιστορία». Και το λέω. Ο Ζαρντινίδης κοκκίνισε. Του λέω: «Κύριε Ζαρντινίδη το χρωστούσα στη μνήμη του πατέρα μου και το χρωστούσα σε εσάς». Όταν κανείς δεν τον βοήθησε, ο Ζαρντινίδης του έδωσε άθικτο το εμπόρευμά του και του είπε το αμίμητο: «Πήρα 200 γραμμάρια για να κάνω κολόνια, να ξέρεις ότι σ’ τα χρωστάω». Ήτανε, το λέω και ανατριχιάζω. Και πάρα-πάρα πολύ χάρηκα που το είπα μπροστά στον Καραμανλή αυτό το πράγμα. Έπρεπε να μαθευτεί ότι ο Ζαρντινίδης έκανε αυτό το πράγμα. Γιατί να μαθαίνονται μόνο τα στραβά; Να μαθαίνονται και τα καλά. Κάπου εδώ θα αλλάξω κεφάλαιο. Τελείωσαν τα σχολικά μου χρόνια. Πριν τελειώσουν, όμως, υπάρχει μία διακοπή. Ο μπαμπάς αποφασίζει μεταξύ δευτέρας και τρίτης γυμνασίου να πάμε στην Αργεντινή. Είχε έναν εξάδελφο. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος των γρήγορων αποφάσεων. Εκ των υστέρων, όταν μεγάλωσα και ωρίμασα εγώ, πραγματικά απόρησα. Παίρνει όλη την οικογένεια μαζί του, δηλαδή χωρίς τον παππού και τη γιαγιά. Εν τω μεταξύ έχω αποκτήσει έναν αδερφό. Μας χωρίζει ο πόλεμος, έχουμε διαφορά οχτώ χρόνια με τον αδερφό μου. Δεν επηρέασε πολύ τη ζωή μου, δεν το κατάλαβα πολύ, γιατί όταν έχεις και τόσα χρόνια διαφορά, ανήκεις λίγο και σε άλλη γενιά. Φεύγουμε στην Αργεντινή ο μπαμπάς, η μαμά, ο αδερφός μου και εγώ. Εγώ πάρα πολύ δυστυχισμένη γιατί αφήσαμε πίσω τη γιαγιά. Λάτρευα τη γιαγιά μου, ήταν η μεγάλη αδυναμία της ζωής μου. Παίρνουμε ένα κρουαζιερόπλοιο. Εκεί πέρα αρχίζω να μαθαίνω τι θα πει παραμύθι. Η ζωή στο κρουαζιερόπλοιο ήτανε... Είχα ανοίξει δύο τεράστια μάτια και εισέπραττα, ρουφούσα τι θα πει να είναι κανείς καλοντυμένος, να έχει μουσική, να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι. Δηλαδή, είπα κάτι τέτοιο θα είναι ο επίγειος παράδεισος, ας πούμε, ένα καράβι τόσο όμορφο. Και ήτανε 17 μέρες. Κατεβήκαμε στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Δηλαδή, για τα παιδικά μου μάτια που μέχρι τότε είχαν εισπράξει όλη τη δυστυχία του κόσμου ήτανε το παραμύθι με κεφαλαία. Φτάνουμε στην Αργεντινή, είχε πεθάνει η Εύα Περόν, γεγονότα τεράστιας σημασίας. Όλη η Αργεντινή γεμάτη με πορτρέτα της Εύας Περόν, Εβίτα Σάντα, απίστευτο. Μέχρι που τα θυμάμαι τα πορτρέτα της Εύας Περόν. Εγώ παλεύω να μπω σε ένα σχολείο με τη βοήθεια ενός εξαδέλφου του πατέρα μου που έμενε εκεί και κάποιων άλλων φίλων που φύγανε και αυτοί από την Ελλάδα για την Αργεντινή. Αλλά είμαι πολύ δυστυχισμένη, πάρα πολύ, θέλω να γυρίσω πίσω στο σχολείο μου, είμαι πολύ... Το κλίμα της Αργεντινής για καλή μου τύχη είναι φρικτό. Την ίδια μέρα μπορεί να γίνει χειμώνας, καλοκαίρι, άνοιξη, τα πάντα, μία βρέχει, μία βγάζει ζέστη. Ο πατέρας μου είχε ένα έλκος του στομάχου, τον τσάκισε. Μία και δύο αποφασίζει, γυρίζουμε πίσω. Γυρίζουμε πίσω μετά από 6 μήνες απουσίας. Περνάμε από την Ευρώπη, πάλι το παραμύθι του κρουαζιερόπλοιου. Είμαι μεγαλύτερη, το απολαμβάνω. Κάθομαι μαθαίνω πώς χορεύουν, μαθαίνω πώς ντύνονται, είναι, από τότε μου άρεσαν πάντα πάρα πολύ οι κρουαζιέρες παιδικό. Δεν είμαι πια παιδάκι είμαι 12-13. Φτάνουμε στην Ευρώπη, έχει πεθάνει ο Στάλιν. Όλη η Ευρώπη γεμάτη από αντίγραφα του Στάλιν, κοσμοϊστορικά γεγονότα τα οποία τα περνούσα ξώφαλτσα. Τι σημασία να έχει για ένα κοριτσάκι 12 χρόνων αν πέθανε η Εύα Περόν ή αν πέθανε ο Στάλιν; Απλά τα θυμάμαι αναδρομικά. Εγώ έχω στο μυαλό μου ένα πράγμα, ότι εγώ θα χάσω τη χρονιά μου, διότι φύγαμε Σεπτέμβριο και γυρίσαμε Μάρτιο και εγώ τη δευτέρα γυμνασίου θα τη χάσω. Και δεν θέλω καθόλου να τη χάσω και να μείνω πίσω από τις φίλες μου. Συμφωνώ με ένα δάσκαλο του δημοτικού που ήτανε πολλή φυσιογνωμία στο σχολείο, τον κύριο Γουργούτη, όποιος φοίτησε στη Σχίνα θα θυμάται τον κύριο Γουργούτη, ένας ωραίος άντρας, πανύψηλος, με μία ωραία φωνή, στεντορεία φωνή και του λέω: «Θα με βοηθήσετε; Γιατί στο σπίτι μου λένε “Xάσε μία χρονιά δεν έγινε και τίποτα”». Kαι πήγαινα η ώρα 06:00 το πρωί στο σχολείο και με τον κύριο Γουργούτη έκανα 06:00 με 08:00 μαθήματα. 08:00 η ώρα έμπαινα στην τάξη σαν ακροάτρια, δεν άνοιγα το στόμα μου, απλώς εισέπραττα. Και κάποια στιγμή, τελειώνοντας, τέλος Μαρτίου ξεκίνησαν αυτά, τον Ιούνιο μήνα δίνω εξετάσεις σε μία επιτροπή στη σχολή Βαλαγιάννη. Δεν επιτρεπόταν να δώσω στο σχολείο μου. Και περνάω θριαμβευτικά, μετά φανών και λαμπάδων. Η κυρία Σχινά ήταν πάρα πολύ περήφανη για μένα. Εγώ, επίσης, ήμουν πολύ περήφανη για μένα, γιατί κανένας δεν με βοήθησε, κανένας. Μόνη μου είχα πάρει την κατάσταση στα χέρια μου, μόνη μου συνεννοήθηκα με τον κύριο Γουργούτη. Οι γονείς μου ούτε καν ήξεραν τι κάνω. Και μπαίνω κανονικά στην τρίτη γυμνασίου. Αυτά όσον αφορά τα σχολικά μου χρόνια. 

Ι.Ν.:

Να ρωτήσω κάτι; 

Ρ.Ρ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Ποιες γλώσσες μιλούσατε από όταν γυρίσατε από το Μπέργκεν-Μπέλσεν μέχρι και- 

Ρ.Ρ.:

Εγώ μεγάλωσα μιλώντας και γαλλικά, γιατί στο σπίτι μιλούσαμε γαλλικά. Είχα πολύ αμυδρές γνώσεις από τα εβραιοισπανικά, που ο κόσμος τα λέει εβραίικα και δεν είναι εβραίικα, λέγονται ladino και είναι η αρχαία ισπανική που μιλούσαν οι Εβραίοι που ήρθαν το 1492 από την Ισπανία, τα οποία βέβαια είχαν πάρα πολλές προσμίξεις και από τουρκικές λέξεις και από γαλλικές. Αλλά επειδή είχαμε γνωρίσει πάρα πολλούς Ισπανούς στο διάβα της ζωής μας και ο άντρας μου και εγώ προσπαθούσαμε να μιλήσουμε τα γνήσια ισπανικά, μπορούσαμε να συνεννοηθούμε και με τα δύο. Και οι Ισπανοί μας έλεγαν: «Μην το κάνετε, μας συγκινείτε πάρα πολύ, γιατί μιλάτε την αρχαία μας ισπανική, μην προσπαθείτε». Αλλά προσπαθούσαμε γιατί ξέραμε ότι πολλές λέξεις δεν ήταν καν ισπανικές, ήταν τούρκικες, ήταν γαλλικές, ας πούμε, είχε πολλές προσμίξεις μέσα στους αιώνες ας πούμε. Μιλούσα γαλλικά, μιλούσα την ισπανική κουτσά-στραβά ας πούμε και τα άλλα σιγά σιγά, επειδή δεν ξαναμίλησα ούτε γερμανικά ούτε ολλανδέζικα, πεθάνανε. Μετά άρχισα τα αγγλικά βέβαια. Μπαίνοντας στο σχολείο, πήγαινα στο φροντιστήριο, έκαμνα αγγλικά, τα οποία αγγλικά τελείωσα παντρεμένη, γιατί δεν προλάβαινα. Παντρεύτηκα πάρα πολύ μικρή, 17,5 χρονών αρραβωνιάστηκα, 18 παντρεύτηκα, 19 είχα τον γιο μου. Ήταν λίγο επείγουσα κατάσταση. 

Ι.Ν.:

Αλλά όσο ήσασταν στο στρατόπεδο μιλούσατε μόνο γερμανικά; 

Ρ.Ρ.:

Και ολλανδέζικα. Όχι μόνο γερμανικά. Τα ελληνικά τα μιλούσα, όλα, τα πάντα μιλούσα. Όταν πήγαμε στο ταξίδι, όλος αυτός ο αχταρμάς που έχω μέσα μου πήρε μία μορφή πιο συγκεκριμένη ας πούμε. Μπήκαμε, το Άουσβιτς να σας πω είναι μία πόλη, είναι μία πολιτεία, δεν είναι ένα στρατόπεδο. Είναι μία πολιτεία! Δεν μπορείς να διανοηθείς. Και είχε τα παραπήγματα αυτά τα οποία είχαν ανακαινίσει. Μία ομάδα -να κάνω μία παρένθεση- μία ομάδα από πολύ νέους ανθρώπους, οι οποίοι το βράδυ μαζευόμασταν, δεν είχαμε και πού να μαζευτούμε δεν ήταν και τα ξενοδοχεία σούπερ, μαζευόμασταν στο πλατύσκαλο του ασανσέρ, μου φέρναν μία καρέκλα, γιατί εγώ δεν μπορούσα να καθίσω κάτω και με βάζανε να διηγηθώ την ιστορία μου σε εκείνους. Και από εκεί και πέρα όλη αυτή η ομάδα των παιδιών από 18 μέχρι 24-25, ζήτημα αν ήταν 3-4 ενήλικες, μου έδειξε έναν σεβασμό σε κάθε λακκούβα, σε κάθε αυτό: «Κυρία Ρίνα», να μου δώσουν το χέρι, να πάμε εδώ, να πάμε εκεί. Είχα μία εσωτερική ταραχή σε διαρκή βάση. Μπήκαμε σε παραπήγματα στο Άουσβιτς και ήτανε ένα δωμάτιο τεράστιο, βιτρίνα με βαλίτσες μέσα, βαλίτσες όλων των μεγεθών, ό,τι βάλει ο νους σου ας πούμε, με τεράστια άσπρα γράμματα με μπογιά. Δεν υπήρχαν καρτούλες που βάζουμε σήμερα: «Γιάννης Παπαδόπουλος», όχι. Ήταν τεράστια γράμματα, άσπρα με μπογιά για να βρούνε τους αποδέκτες τους, όταν θα γυρνούσαν. Τι πρωτοβάζεις σε ένα βαλιτσάκι που να μπορείς και να κουβαλήσεις από ένα νοικοκυριό; Δεν ξέρω. Αλλά το δωμάτιο αυτό με αυτές τις βαλίτσες με συγκλόνισε. Και από τότε έχω δει και έναν τοίχο που φαίνεται ότι υπάρχει και στο Μουσείο του [00:40:00]Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο και στο Μουσείο Yad Vashem στο Ισραήλ, που είναι τοίχοι, καμωμένοι όμως από βαλίτσες, φτιαγμένοι μόνο με βαλίτσες. Όταν το είδα στο Yad Vashem, είχα συγκλονιστεί. Μετά το φωτογράφισε μία φίλη μου και έμαθα ότι υπάρχει και στο Μουσείο Ολοκαυτώματος του Βερολίνου.  Δωμάτιο ακόμα με κοντέινερ γεμάτο παπούτσια. Στραβοπατημένα παπούτσια, σκισμένα παπούτσια που καταλάβαινες από τα παπούτσια τον πόνο αυτών που το φορούσαν, που περπατούσαν με σκισμένα παπούτσια στα χιόνια, στις λάσπες στις βροχές. Ήταν απλώς μία μαρτυρία. Προφανώς, για αυτό κάρφωναν παπούτσια οι κυρίες στην οικογένειά μου. Ορισμένα παπούτσια δεν φοριόντουσαν πια ας πούμε. Και ένα δωμάτιο γεμάτο με μαλλιά. Μαλλιά όλων των χρωμάτων, κοτσίδες, μαλλιά άσπρα, μαλλιά γκρίζα, ξανθά, σκούρα. Ένα γεμάτο δωμάτιο μαλλιά, το οποίο προοριζότανε για να γίνουν περούκες. Αυτά τα δωμάτια ήτανε ό,τι συγκλονιστικότερο μπορεί κανείς να φανταστεί. Ξέχασα να πω ότι στο ταξίδι αυτό ήταν ο εγγονός μου μαζί με ένα γκρουπ φίλους, οι οποίοι ήτανε και μία ευχαρίστηση να τους βλέπεις. Νέα παιδιά, ήξεραν τι πάνε να δούνε, αλλά ποτέ δεν φεύγει το νιάτο από την… Είχαμε δύο διαφορετικούς σκοπούς: Εγώ πήγαινα να κάνω ένα προσκύνημα εκείνοι πηγαίνανε ταξίδι να επισκεφτούν, ναι, τα στρατόπεδα του θανάτου, ως εκεί όμως. Δηλαδή, όταν διηγόμουνα τα βράδια, έβλεπα τον εγγονό μου και μου φαινότανε παγωμένος. Σιγά-σιγά όταν τα άλλα παιδιά άρχισαν να ασχολούνται μαζί μου, με τις λακκούβες, να μου δίνουν το χέρι και τα λοιπά, κάποια στιγμή με περίμενε, για να ανέβουμε μία σκάλα, να πάμε στον θάλαμο που ήταν τα πειράματα. Και η σκάλα είχε δύο γούβες. Μου ‘δωσε το χέρι και ανεβήκαμε τη σκάλα χέρι-χέρι. Του λέω: «Αγόρι μου, βλέπεις αυτές τις γούβες; Μπορείς να φανταστείς τι αγωνία είχαν οι άνθρωποι που πάτησαν εδώ μέσα; Που πήγαιναν για να τους κάνουν επεμβάσεις χωρίς νάρκωση, τους βάζανε καρκίνους μέσα τους, χωρίς νάρκωση, χωρίς φάρμακα που ξέραν ότι κατά κάποιον τρόπο κάπως θα πεθάνουν. Με τυραννία, αλλά κάπως θα πεθάνουνε». Και να πω και πάλι, το είπα και πριν αλλά θα το επαναλάβω, ότι ήτανε σε ένα θάλαμο που ήτανε κρατούμενοι Ολλανδοί. Και ήτανε οι πόρτες από τεράστια τζάμια θαμπά με αμμοβολή που το ένα συρταρωνόταν με το άλλο. Και τα τζάμια αυτά ήταν πυκνογραμμένα, πολύ πυκνογραμμένα, με όλα τα ονόματα, πιθανόν των κρατουμένων γενικά. Και βλέπω κάποια στιγμή τον εγγονό μου να είναι σκυμμένος, κάτω καθισμένος κάτω να ψάχνει αλφαβητικά. Του λέω: «Τι ψάχνεις;», μου λέει «Την Άννα Φρανκ». Λέω: «Η Άννα Φρανκ δεν ήταν στο Άουσβιτς, ήταν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν». Αλλά εκεί άρχισε να ζεσταίνεται λίγο η ψυχή μου ότι άρχισε να καταλαβαίνει, ότι έμπαινε σε ένα χώρο τελείως διαφορετικό από το… Ξεκινήσαμε από το στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, η οποία ήτανε πιο κοντά στη Βαρσοβία. Πρώτον, να πω ότι στη Βαρσοβία η πρώτη μας ξενάγηση ήτανε το Εβραϊκό Νεκροταφείο, το οποίο ήταν ένα πράγμα συγκλονιστικό, αλλά απίστευτα εγκαταλειμμένο, μία ζούγκλα. Έπρεπε να παραμερίσεις τα χόρτα και τα άγρια τα φυτά, για να δεις από πίσω έναν τάφο αριστούργημα. Και έλεγα: «Είναι ακόμα ενεργό το νεκροταφείο;» και μου λέγανε «Ναι». Ε τότε γιατί η πόλη της Βαρσοβίας που θεωρείται και τουριστικός προορισμός, σε αυτό το νεκροταφείο δεν βάζει πέντε ανθρώπους να το καθαρίσουν και να γίνει ένα νεκροταφείο; Ήταν ένα αριστουργηματικό νεκροταφείο! Ο κάθε τάφος έδειχνε ποιος ήταν ο νεκρός μέσα. Πραγματικά από τα ωραιότερα νεκροταφεία που έχω δει. Και να μην το περιποιούνται ανάλογα, να πρέπει να παραμερίσεις χόρτα, μία ζούγκλα για να περάσεις να δεις έναν τάφο! Μου είχε κάνει πάρα πολύ κακή εντύπωση αυτό το πράγμα. Και το δεύτερο ήτανε ότι μέσα στην πόλη της Βαρσοβίας με μικρές γρανιτένιες πλάκες οριοθετούσε σαν το γκέτο της Βαρσοβίας. Για μένα παραήταν διακριτικό. Δηλαδή, αν δεν τις πρόσεχες τις γρανιτένιες αυτές τις πλάκες που έγραφαν με χρυσά γράμματα, δεν θα το έβλεπες ποτέ. Εγώ τις πρόσεξα γιατί ενδιαφερόμουν. Στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα ήτανε πάλι όπως το Μπέργκεν-Μπέλσεν. Να πω για το Μπέργκεν-Μπέλσεν; 

Ι.Ν.:

Βεβαίως. 

Ρ.Ρ.:

Το Μπέργκεν-Μπέλσεν το είχα επισκεφτεί το 1983 με τον άντρα μου και ένα ζευγάρι φίλων και δεν είχε σχεδόν τίποτα. Ήταν ένα μουσείο με φωτογραφίες, ένας χώρος με επιτύμβιες πλάκες, μάρμαρα ατάκτως ερριμμένα, διότι δεν αντιπροσωπεύουν από κάτω κάποιον νεκρό. Ήτανε τιμής ένεκεν από τους ανθρώπους που τους είχαν χάσει. Και ήτανε γεμάτο, αυτή η έκταση ήταν γεμάτη από οροπέδια στο ύψος του ανθρώπου, με μία μικρή μπρούτζινη πλάκα από τις δύο μεριές, δυο-τρεις μεριές: «Εδώ κείτονται 5.000 νεκροί», «3.000 νεκροί», «2.500 νεκροί», σε σημείο που να μπερδεύεσαι και να μην καταλαβαίνεις τι λέμε. 5.000 νεκροί δεν είναι στραγάλια. Είναι 5.000 άνθρωποι που ήταν σαν και σένα, σαν και μένα και φύγανε και είναι θαμμένοι εκεί μέσα χωρίς όνομα, χωρίς οι δικοί τους να ξέρουνε ποιοι είναι, πού είναι, τίποτα. 5.000 νεκροί, ανώνυμα. Είναι υβριστικό για μένα, είναι υβριστικό, δεν θα ‘θελα να ‘χω χάσει κάποιον στο Μπέργκεν-Μπέλσεν και να είναι θαμμένος σε ένα κοινό τάφο που να μην μπορώ να πάω ούτε να προσκυνήσω τον τάφο του ας πούμε. Το βρίσκω τρομακτικό για τους συγγενείς.  Ας ξαναγυρίσω στην Κρακοβία. Ήταν ένας σωρός από πέτρες μαύρες, οι οποίες από μακριά έδιναν την αίσθηση της λάβας, των καμένων πτωμάτων, ήταν... Είχαν πραγματικά μία εξωπραγματική εικόνα. Νόμιζες ότι είναι σώματα τυλιγμένα στον πόνο του θανάτου. Απίστευτο θέαμα ας πούμε. Και εκεί ο ξεναγός διάβασε το Kaddish. Το Kaddish είναι η εβραϊκή προσευχή για τους πεθαμένους. Και ξαφνικά μου ήρθε μία επιφοίτηση. Κοίταξα το αγόρι μου, το αγόρι μου το λένε Ίζη, για να μην σας λέω τον εγγονό μου, να τον λέω τον Ίζη μου και του έκανα έτσι με τα χέρια, το σήμα της προσευχής, να διαβάσει την προσευχή, την οποίαν δυστυχώς στη ζωή του τη διάβασε πολλές φορές, γιατί έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 15 χρονών. Στην αρχή ταράχτηκε και μου λέει: «Δεν θυμάμαι τα λόγια». Και του είπε και ένας άλλος: «Έλα Ίζη, θα το πούμε μαζί». Μπορώ να πω ότι κάθισα κάτω. Κάθισα κάτω, έκλαιγα τόσο πάρα πολύ και μετά που φύγαμε του λέω: «Με ευλόγησε ο Θεός σε αυτόν τον χώρο του μαρτυρίου να διαβάσει το δικό μου το παιδί μία προσευχή για τους νεκρούς έχοντας διαβάσει πριν για τον πατέρα του που έφυγε τόσο νέος». Αισθάνθηκα μία τάση προσευχής απίστευτη και μία ευγνωμοσύνη στον Θεό που με αξίωσε το δικό μου το παιδί να διαβάσει την προσευχή σε αυτούς τους νεκρούς που ήταν εκεί κάτω. Μπροστά μας ήταν ένα μνημείο που από κάτω έμοιαζε σαν, πώς το λένε αυτό, τα διαστημόπλοια και είχε και μία πολύ μεγάλη σκάλα με τεράστια σκαλοπάτια. Βλέποντας τη σκάλα είπα: «Εγώ παιδιά θα σας περιμένω κάτω». Με αρπάξαν ο Ίζη και ένας άλλος και με ανεβάσανε σηκωτή. Το μνημείο αυτό είχε μέσα στάχτες. Ανθρώπινες στάχτες. Όταν ο καθένας από μας όταν καίγεται είναι μία χούφτα στάχτη, το μνημείο ήταν ένα βουνό ξεχειλισμένο, όπου νόμιζα κάθε στιγμή ότι θα δω ένα χέρι, ένα πόδι, ένα δάχτυλο, κάτι. Δεν είδα, δεν είδα ανθρώπινο μέλος, αλλά είδα απίστευτη στάχτη, απίστευτη! Δεν μπορεί κανένας να διανοηθεί ένα τέτοιο βουνό, βουνό, δεν υπερβάλλω πιστέψτε με καθόλου, ένα βουνό από ανθρώπινη στάχτη! Συγκλονίστηκα πάρα πολύ! Και από μακριά φαινότανε και οι φούρνοι. Συνεχίζουμε στο Άουσβιτς, μπαίνουμε σε διάφορα παραπήγματα. Ακούω τα παιδιά που παίρνουνε τηλέφωνο τη γιαγιά του στη Λάρισα, στην Άρτα, στα Γρεβενά: «Πες μου γιαγιά, σε ποιο νούμερο είσαι; Είμαστε έξω από το 18, σε ποιο νούμερο;». Η γιαγιά να μην ακούει εν τω μεταξύ. Ήτανε στιγμές που ήταν αυθόρμητες, αλλά ήταν συγκλονιστικές, γιατί τα παιδιά αυτά συμμετείχαν εκείνη τη στιγμή στο ότι η γιαγιά τους, που υπήρχε στη Λάρισα ή οπουδήποτε, χωρίς να ακούει, θα τους εξηγούσε πού ήτανε. Τα βράδια στο φαγητό το συζητούσα με τα παιδιά, γιατί είχανε μπει πλέον στο νόημα της όλης ιστορίας ας πούμε. Κάποια στιγμή στο τέλος σχεδόν της διαδρομής, μπορεί να θυμηθώ και κάτι άλλο που δεν το θυμάμαι αυτή τη στιγμή, περάσαμε και από τους φούρνους. Είναι ένα θέαμα. Εκεί κατάλαβα κάτι περίεργο. Δεν μπορώ να ανεχθώ, έχω μία φίλη που μου λέει πάντα: «Εγώ όταν θα πεθάνω, θέλω να με κάψουν» και λέω «Σε παρακαλώ, μην μου το λες εμένα αυτό, γιατί εγώ δεν [00:50:00]το ανέχομαι». «Τι προτιμάς, να σε φάνε τα σκουλήκια;», «Να με φάει όποιος θέλει, εγώ να με κάψουνε, δεν δέχομαι». Και κατάλαβα γιατί δεν μπορώ να με κάψουνε. Γιατί έχω τους φούρνους αυτούς μπροστά στα μάτια μου, με τις θέσεις των σωμάτων που έπαιρναν εκεί μέσα που ήταν σαν να πονούσαν, σαν να καιγόταν, σαν να καταλάβαιναν ότι τους καίνε. Δεν μπορώ να το ανεχτώ. Δηλαδή, ακούω την καύση νεκρών και είναι κάτι που εμένα με απωθεί φρικτά και κατάλαβα επιτέλους, γιατί με απωθεί τόσο φρικτά. Περνώντας από τους φούρνους, ήμασταν πια στο τέλος του στρατοπέδου, το οποίο επαναλαμβάνω είναι και το Μπίρκεναου δίπλα, είναι δύο πόλεις. Δεν μπορώ να πω πόσους κατοίκους. Τα παιδιά λιγάκι παραξενεύτηκαν που είχανε αναστηλώσει τα παραπήγματα. Τους έδειχνα τα παραπήγματα τα αρχικά. Ήταν ερείπια, καμένα, κάτω. Λέω: «Ήταν πολύ προχειροφτιαγμένα, δεν θα μπορούσαν να αντέξουν 80 χρόνια βροχές, σεισμούς, ήλιους. Έπρεπε να αναστηλώσουν». Πραγματικά είναι ένα μουσείο ζωντανό, ζωντανό μουσείο όμως. Τελευταίες μέρες ήταν μία πορεία. Οι ομάδες όλων των χωρών χωριστά με τη σημαία τους θα σας δείξω μετά φωτογραφίες, ο Ίζη επειδή ήταν ο ψηλότερος της ομάδας κρατούσε την ελληνική σημαία. Άλλη μία τεράστια περηφάνια για μένα, γιατί στο σχολείο δεν είχα δικαίωμα να κρατήσω την ελληνική σημαία, παρόλο που ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια, διότι δεν επιτρεπόταν να είμαι ούτε παραστάτρια στην ελληνική σημαία λόγω των συνθηκών της εποχής. Και ο Ίζη μου κρατούσε την ελληνική σημαία μπροστά από την ελληνική αποστολή και ήμουν όχι απλώς περήφανη, είχα ψηλώσει 20 πόντους. Υπήρχανε αντιπροσωπείες από όλα τα κράτη, Σουηδία, Φινλανδία. Ένα γκρουπ από Ιάπωνες είχαν ένα τεράστιο πανό μπροστά τους: «Sorry, we are sorry, we didn't know», γιατί οι Ιάπωνες είχανε πάρει την πλευρά του Άξονα. Όταν φτάσαμε ανάμεσα στις γραμμές του τρένου, μας είχανε δώσει κάτι σαν ρακέτες ξύλινες, όπου ο καθένας μας έγραφε κάτι. Τα ονόματα αυτών που χάθηκαν, κάτι για μας που ήμασταν εν ζωή και τις καρφώναμε στις γραμμές του τρένου. Θα σας τα δείξω όλα αυτά. Ήταν συγκλονιστικό, γιατί ο καθένας έγραφε ό,τι ήθελε. Μου διηγήθηκαν ότι στα πρώτα ταξίδια υπήρχαν αεροπλάνα της ισραηλινής αεροπορίας που πετούσαν πάνω από το στρατόπεδο σε χαμηλές πτήσεις με τεράστια πανό που έγραφαν: «Sorry brothers, we came too late». Όλη αυτή η ιστορία ήτανε ανατριχιαστική. Είχε γιγαντοοθόνες για εμάς, εμένα με βάλαν και κάθισα λόγω ηλικίας, τα παιδιά ήταν όλα όρθια, είχε γιγαντοοθόνες που βλέπαμε τα τεκταινόμενα, γιατί διαφορετικά δεν μπορούσες να… Ανέβηκε ένας κύριος, μεγάλος, ηλικιωμένος, συνοδευόμενος από την εγγονή του, φορώντας τη στολή του στρατοπέδου, με το καπέλο, με τη ριγέ τη στολή και σαν άνοιξε το στόμα του, δεν θυμάμαι τι γλώσσα μιλούσε, ήταν αδύνατον να σταματήσει. Προσπαθούσε οι υπεύθυνοι ας πούμε να τον καλμάρουν, να τον κατεβάσουν, ήταν όμως συγκλονιστικός, έκλαιγε, φώναζε. Δηλαδή, και να μην καταλάβαινες τι έλεγε, δεν χρειαζότανε. Και η εγγονή του προσπαθούσε να τον χαϊδέψει, να κατέβει από εκεί. Τελικά τον κατέβασαν τον δύστυχο. Αλλά ήτανε μία εμπειρία να βλέπεις τον άνθρωπο αυτόν που δεν έλεγε να σταματήσει, ήθελε να τα βγάλει από μέσα του. Π.χ. σαν αυτό που κάνω εγώ τώρα και σας παίρνω τον χρόνο σας. Αυτό το ταξίδι, όταν γύρισα πίσω, ευχαρίστησα τον Θεό, γιατί κάποια υπεύθυνη του ταξιδιού μου είχε πει στην αρχή: «Μην έρθετε φέτος, είστε πολύ κουρασμένη -ο άντρας μου μόλις είχε φύγει- αφήστε το για του χρόνου». Και της είπα: «Δεν ξέρω αν του χρόνου θα είμαι σε θέση να το κάνω». Γιατί είναι ένα απίστευτα σκληρό ταξίδι και από πλευράς φυσικής και από πλευράς ψυχολογικής. Ατέλειωτα περπατήματα σε λάσπες, σε λακκούβες, απίστευτες ώρες. Αν δεν είχα το φυσικό σθένος να το κάνω, αποκλειόταν να το βγάλω πέρα. Από εκεί και πέρα έπαθα διάφορα ατυχήματα, ευτυχώς που είχα τον κοινό νου να το κάνω τότε. Αυτά δεν αναβάλλονται, γιατί δεν ξέρεις ποτέ από μία ηλικία και πέρα τι σου ξημερώνει. Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που έκανα αυτό το ταξίδι. Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που τίμησα με τον δικό μου τον μικρό τον τρόπο, τον προσωπικό τον τρόπο αυτούς που φύγανε. Και όταν με ρώτησαν τότε στη συνέντευξη του Σπίλμπεργκ: «Πώς αποφασίσετε να μιλήσετε;». Λέω: «Πρέπει να μιλήσω. Πρέπει. Ακόμα και με τις ελάχιστες αναμνήσεις που έχω». «Αν τώρα που ζω ακόμα -το είπα στον Ίζη- αν τώρα που εγώ ζω ακόμα, αμφισβητεί κάποιος το ολοκαύτωμα, όταν θα φύγει και η δική μου η γενιά, που δεν υπάρχει άλλη που να μαρτυρήσει, τι θα γίνει;». Κυκλοφορεί ένα βίντεο στο ίντερνετ, ο τότε στρατηγός Αϊζενχάουερ, που είχε πει στους στρατιώτες του: «Βγάλτε όσες περισσότερες φωτογραφίες μπορείτε από τα στρατόπεδα, από τους κρατούμενους, από την αδυναμία τους, από τα πτώματα που ήταν μέσα ακόμα στα παραπήγματα. Διότι κάποιος, κάποια στιγμή στην ιστορία, θα βρεθεί να πει ότι αυτό δεν έγινε, αυτό είναι προπαγάνδα». Θαρρείς και το ήξερε τόσα χρόνια πριν. Λοιπόν και εγώ όσο με παίρνει, με κίνδυνο να γίνω γραφική αν θέλετε, να λέω και εγώ ένα ποίημα, όπως μακριά από δω δεν θέλω, αλλά αποφάσισα να μιλήσω, διότι αυτό το πράγμα μόνο προπαγάνδα δεν είναι! 

Ι.Ν.:

Πώς πήρατε απόφαση να το κάνετε αυτό το ταξίδι; 

Ρ.Ρ.:

Ήταν στα σχέδιά μας με τον άντρα μου, πολλά χρόνια, γιατί το θέλαμε και οι δύο πάρα πολύ. Εκείνος δεν αξιώθηκε, γιατί όταν χάσαμε τον γιο μας, ο άντρας μου έσβησε το φως. Δεν ήθελε να ζήσει πια, με τον τρόπο του αυτοκτόνησε. Εγώ δεν είχα την πολυτέλεια να αυτοκτονήσω. Έπρεπε να συνεχίσω να κρατάω το σπίτι σε κίνηση. Και πραγματικά, μου το έκανε δώρο, την τελευταία μέρα δεν ήξερα αν θα μπορέσω να πάω, γιατί κάθε χρόνο δήλωνα και με διαγράφανε. Γιατί δεν μπορούσα να δηλώσω τελευταία στιγμή, δεν θα έβρισκα ούτε ξενοδοχείο ούτε θα μπορούσα να είμαι μέλος του γκρουπ. Στο γκρουπ το δικό μας υπήρχαν δύο αδέρφια από την Τουρκία. Επειδή η Τουρκία δεν κατάφερε να μαζέψει γκρουπ ολόκληρο, τα αδέρφια αυτά η κοινότητα της Τουρκίας τα έστειλε με το γκρουπ της Ελλάδας ας πούμε. Και ήτανε δύο παιδιά τόσο ευγενικά, τόσο φίνα, τόσο καθωσπρέπει. Γνώρισα στο ταξίδι αυτό, τα παιδιά αυτά ήταν για μένα μία άλλη πηγή ζωής, εκτός από τον Ίζη μου, γνώρισα αξιόλογα παιδιά που ενδιαφερόταν. Αυτό το τηλεφώνημα στη γιαγιά τους που δεν άκουγε, ακόμα το έχω στα αυτιά μου. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Να κάνω μία ερώτηση, να γυρίσουμε λίγο στην αρχή. Όταν γυρίσατε στη Θεσσαλονίκη, ήσασταν περίπου 6 χρονών; 

Ρ.Ρ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Μπήκατε στη διαδικασία να ψάξετε κάποιον από την οικογένεια, από αυτούς που θυμόσασταν; 

Ρ.Ρ.:

Ξέρανε όλοι ότι είχανε φύγει. Και το σπίτι μας ήταν κατειλημμένο, δεν το είπα. Έμενε μία οικογένεια τσιγγάνων. Και ήταν και ένα γαϊδουράκι μες στο σπίτι, αυτό το θυμάμαι. Αλλά αυτοί που ήταν στο σπίτι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και μείνανε στη ζωή μας πολλά χρόνια μετά. Βοήθησαν να κάνουμε κρεβάτια με σούστες, να αποκτήσουμε έναν τρόπο διαβίωσης εκεί μέσα, γιατί το σπίτι ήταν ένα αχούρι, να ξαναγίνει σπίτι ας πούμε. Αλλά θυμάμαι ότι είχε έναν μπαχτσέ που με τον παππού μου καλλιεργούσαμε ντομάτες, ότι είχε νυχτολούλουδα, το άλλο το λουλούδι που μοσχοβολάει το... Τέλος πάντων, μου φεύγει αυτή τη στιγμή, δεν έχει σημασία. 

Ι.Ν.:

Δεν πειράζει. 

Ρ.Ρ.:

Είναι όμως ένα σπίτι, που ήταν για μένα, μετά το στρατόπεδο ειδικά, το όγδοο θαύμα. 

Ι.Ν.:

Αυτό το σπίτι στην Αλεξανδρείας. 

Ρ.Ρ.:

Όχι. 

Ι.Ν.:

Στην Κρήτης; 

Ρ.Ρ.:

Το σπίτι στη Μαρτίου. Ακριβώς απέναντι από το πυροσβεστείο. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Επίσης, είπατε ότι δεν γνωρίζετε όταν σας είχα αναφέρει- 

Ρ.Ρ.:

Για σαπούνι. 

Ι.Ν.:

Για τα σαπούνια ναι. 

Ρ.Ρ.:

Όχι, δεν γνώριζα. 

Ι.Ν.:

Πότε μάθατε; 

Ρ.Ρ.:

Τότε! Τότε! Όταν μου το είπε η μαμά της Πολυξένης, κατά κάποιον τρόπο ανάγκασα τη μαμά μου: «Τι θα πει αυτό;», δεν καταλάβαινα, «Ποιος να μας κάνει σαπούνι; Πώς γίνεται το σαπούνι;». Τότε το έμαθα. 

Ι.Ν.:

Μιλούσατε για αυτό στο σπίτι; 

Ρ.Ρ.:

Όχι, πολύ λίγο, πάρα πολύ λίγο. Και το περίεργο είναι ότι με τη Νίνα που ήτανε, ήμασταν παραπάνω αδερφές ενωμένες, μιλήσαμε τώρα. Τώρα έβγαλε και η Νίνα την ιστορία της, η οποία Νίνα σώθηκε στη Σκόπελο, στη Γλώσσα της Σκοπέλου, τους φύλαξαν όλη την οικογένεια οι χωρικοί της γλώσσας, που σε ένα τόσο μικρό μέρος είναι ένα θαύμα πως δεν βρέθηκε ένας να τους προδώσει. Και σώθηκαν χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους. Και ξαναπήγε μετά και τη γνώρισαν που ήταν τότε και η Νίνα ένα πλασματάκι κι εκείνη κάτι σαν και μένα ας πούμε. Ούτε με τη Νίνα μιλήσαμε ποτέ και το συζητάμε σήμερα: «Πώς δεν [01:00:00]μιλήσαμε ποτέ για αυτά που πάθαμε;».

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Μου αναφέρατε και κάτι σχετικό για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ.

Ρ.Ρ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Θέλετε να μου πείτε για αυτό παραπάνω πράγματα; 

Ρ.Ρ.:

Δεν ξέρω παραπάνω πράγματα. Ξέρω ότι ο Σπίλμπεργκ ίδρυσε το ίδρυμα που λέγεται Shoah. Shoah σημαίνει στα εβραϊκά «ολοκαύτωμα» και ήτανε πάρα πολύ σημαντικό. Έδωσα και μία συνέντευξη. Το γραπτό μου πήγε στο Ισραήλ, δεν μεταφράστηκε, αλλά μου πήρε τη συνέντευξη με zoom ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος που όμως μιλούσε ελληνικά, γιατί είχε κάνει τις σπουδές του στην Ελλάδα. Και του έδωσα μία συνέντευξη που επί 3 ώρες μιλάω. Ο δύστυχος προσπαθούσε να πάει τη συζήτηση αλλού, του την πήγαινα αλλού. Όταν τελειώσαμε του είπα: «Μαρτύρησες σήμερα». «Όχι -μου λέει- καθόλου», ήταν και ευγενικό το παιδί, αλλά πραγματικά πρέπει να μαρτύρησε, 3 ώρες δεν έκλεισα το στόμα μου π.χ. και τώρα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Ρ.Ρ.:

Φαίνεται μαζεύτηκαν πολλά και ήρθε η στιγμή να τα βγάλω πλέον όλα. Όσα απομένουνε. 

Ι.Ν.:

Μου είπατε επίσης στην πρώτη συνέντευξη ότι στην αρχή, τα πρώτα χρόνια δεν σας ρωτούσαν, για να σας πάρουν συνέντευξη. 

Ρ.Ρ.:

Όχι βέβαια, με αγνοούσαν τελείως! Διότι, επειδή ήμουν παιδάκι, κανένας δεν πίστευε ότι εγώ μπορώ να έχω αναμνήσεις. Όταν τους είπα την ανάμνηση με τα κάρα, που δεν ήταν μπροστά οι δικοί μου ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου ήταν μπροστά, είχανε μείνει. Γιατί γινόταν αυτό το πράγμα, αλλά δεν πίστευαν ότι εγώ το είχα παρακολουθήσει. Και μάλιστα τον τελευταίο καιρό κάποιος Γερμανός στρατιώτης δίπλα σε ένα φράχτη μου έδωσε ένα κομματάκι σοκολάτας. Το τι κατσάδα έφαγα δεν λέγεται: «Δεν έπρεπε να το πάρεις! Κάνουν τους καλούς τώρα», εγώ είπα «Δεν πρέπει να μιλάω καλύτερα», αλλά η σοκολάτα ήταν πολύ ωραία, ήταν γλυκιά, δεν ήξερα και τη γεύση της. Έλεγα: «Καλύτερα μην μιλάς, κινδυνεύεις λιγότερο». 

Ι.Ν.:

Άλλες αναμνήσεις από τον χώρο του Μπέργκεν-Μπέλσεν έχετε; Μυρωδιές- 

Ρ.Ρ.:

Ένα τραγούδι, το θυμόμουν όταν ήμουνα μικρή, τώρα το ξέχασα. Και επίσης, αναμνήσεις που έχω πάρα πολύ έντονες είναι τα φυλάκια. Τα έβγαλα και φωτογραφία γιατί τα θυμάμαι πάρα πολύ. Ήταν τα φυλάκια με τον προβολέα, τους στρατιώτες με τα όπλα και διπλός φράχτης με ηλεκτροφόρα σύρματα, διπλός φράχτης. Τα είδα παντού, τα είδα και στο Άουσβιτς, παντού. Αυτοί οι φράχτες είναι χαρακτηριστικοί. Αυτά τα θυμόμουν πάρα πολύ. 

Ι.Ν.:

Από την καθημερινότητά σας εκεί θυμάστε- 

Ρ.Ρ.:

Όχι. 

Ι.Ν.:

Τίποτα. 

Ρ.Ρ.:

Όχι. Δεν θυμάμαι τίποτα. Και το ξάπλωμα της μαμάς μου δίπλα μου το θυμάμαι. Θυμάμαι τη ζέστη της δίπλα σε εμένα που κατά κάποιον τρόπο αυτογιατρευτήκαμε ας πούμε. Η μάνα μου από τη μόλυνση στο νύχι, εγώ από ούτε ξέρω τι είχα. Είχα τόσο συχνά πυρετό και όταν γυρίσαμε, τα πρώτα χρόνια περνούσα τα καλοκαίρια σε ένα κρεβάτι στο μπαλκονάκι της κουζίνας που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, ξαπλωμένη. Δεν έπρεπε να κουράζομαι, γιατί είχα ένα βήχα που δεν σταματούσε με τίποτα. Πάθαινα και όλες τις παιδικές αρρώστιες, παραμαγούλες. Και μία φορά, αυτό ξέχασα να το αναφέρω και είναι πολύ σημαντικό, τις χρονιές που πήγαινα στο σχολείο, έπαθα ψώρα. Η ψώρα είναι κάτι το φρικτό. Είχα χιονίστρες καταρχήν και είχα και ψώρα. Οι χιονίστρες ήταν στα πόδια και στα χέρια, και η ψώρα ήταν ανάμεσα στα δάχτυλα, μικρά-μικρά-μικρά σπυράκια, τα οποία είχαν φοβερό κνησμό, φοβερή φαγούρα. Και τα πόδια με τις χιονίστρες και η ψώρα. Και η μόνη γιατρειά για την ψώρα ήταν κάθε βράδυ με πασαλείβανε με ένα λάδι, το οποίο μύριζε φρικτά και την άλλη μέρα που πήγαινα στο σχολείο, εμύριζα εγώ φρικτά. Και το λέγαμε όλοι στην τάξη και εγώ μαζί: «Μα τι μυρίζει έτσι;» και προσπαθούσα να μην είμαι πολύ κοντά σε κάποιον. Δε γίνεται, κάθεσαι στα θρανία. Κάποιος θα είναι δίπλα σου, μπροστά σου, πίσω σου. Το τι κόμπλεξ κουβάλησα με αυτή τη μυρωδιά δεν περιγράφεται, μέχρι να περάσει η ψώρα! Τις χιονίστρες τις κουβάλησα σε όλα τα χρόνια του σχολείου, της είχα χρόνια. Όπως είχα και τους πυρετούς, τον βήχα, πάρα πολύ καιρό. Πήγαινα σινεμά και κουβαλούσα… Και το κάνω ακόμα. Όταν πάω στο Μέγαρο μουσικής έχω μία τσάντα γεμάτη καραμέλες μην με πιάσει κανένας βήχας ξαφνικά. 

Ι.Ν.:

Τον ρατσισμό που βιώσατε στο σχολείο, τον βλέπατε και εκτός αυτού, στην οικογένεια- 

Ρ.Ρ.:

Ναι. Ναι. Ναι. Υπήρχε πάρα πολύ έντονος. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό, κάποιο παράδειγμα; 

Ρ.Ρ.:

Υπήρχαν παραδείγματα όντας ποια ενήλικη και παντρεμένη, που ήμασταν σε τραπέζια με φίλους, έτσι; Και η πρώτη κουβέντα που άκουγα ας πούμε είναι: «Εσείς δεν μοιάζετε με Εβραίους» και γινόμουνα έξαλλη! Και κάθε φορά ο άντρας μου με κλωτσούσε κάτω από το τραπέζι, γιατί εγώ ήμουνα πολύ πιο, δηλαδή το πάλευα πολύ περισσότερο. Ο άντρας μου δεν το πάλευε, το περνούσε. Δηλαδή, μου έλεγε: «Κακώς προσπαθείς», «Δεν προσπαθώ, θα το κάνω». Κάποτε η Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι ήταν η πλειονότης, ήτανε κράτος εν κράτει. Ήταν 60.000 Εβραίοι, όταν ο πληθυσμός της Σαλονίκης ήταν 100. Λοιπόν, οι συναλλαγές γινότανε στα ισπανοεβραϊκά και οι Εβραίοι τότε πήγαιναν σε ξένα σχολεία, πήγαιναν στο γαλλικό. Λοιπόν, είχανε μία προσφορά. Ας πούμε τα πεθερικά μου, που ήταν και μεγαλύτεροι άνθρωποι από τους γονείς μου, και οι γονείς μου είχαν μία προσφορά, όχι έντονη, αλλά την είχανε. Και λοιπόν ήταν φυσικό να τους καταλαβαίνεις. Εμένα από πού να με καταλάβεις; Έχω ελληνική παιδεία, ελληνικό σχολείο, μιλάω ελληνικά από πάρα πολλές φίλες και είμαι πιο ορθογράφος από πάρα πολλές φίλες. Από πού διαφέρουμε δηλαδή; Να έχω κέρατα, να έχω μία ουρά; Αλλά αυτό μου έκαμνε πάρα πολύ κακό. Και θα σας πω και μία ιστορία που συνέβη τώρα, πριν από ενάμιση χρόνο. Έγραψα ένα κείμενο στο Facebook για τον εγκλεισμό, το οποίο κείμενο ήταν μία ενδοσκόπηση. Είπα τώρα που έχουμε χρόνο και ο καθένας μας είναι μόνος με τον εαυτό του, παρακολουθεί το τι γίνεται μέσα του. Κοιτάει το παρελθόν του, κάνει ένα ταμείο αν πέτυχε ή αν απέτυχε, αν η ζωή μας ήτανε γενικά αυτού του είδους. Και με παίρνει ένας φίλος τηλέφωνο και μου λέει: «Σβήσ’ το! Σβήσ’ το αμέσως, σε κακολογούν!», λέω «Γιατί με κακολογούν; Δεν έχει μέσα», «Είναι ρατσιστικό!» μου λέει. «Μα δεν αναφέρω πουθενά θρησκεία, εκτός από το όνομά μου, το οποίο είναι εμφανές, [Δ.Α] δεν αναφέρω πουθενά καμία θρησκεία. Γιατί να είναι ρατσιστικό, δεν καταλαβαίνω;». Και τι μου λέει; «Διότι -μου λέει- στα λάικ που έχεις, η πλειονότητα είναι Εβραίοι». Λέω: «Εσύ, ο φίλος μου των 40 χρόνων, μέτρησες πόσα λάικ έχω και είπες ότι οι 25 ήταν Εβραίοι και οι 15 ήταν χριστιανοί;. Είναι δυνατόν; Υπάρχει δηλαδή, κάνουμε αυτή τη συζήτηση τώρα; Το 2021; Κάνουμε αυτή τη συζήτηση;». Δεν το πίστευα και σε όποιον το διηγούμαι, δεν το πιστεύει. Κι όμως, είναι αλήθεια. Συνέβη σε μένα πέρσι ή πρόπερσι. Όποτε ήτανε, δεν θυμάμαι. Με θυμώνουν πάρα πολύ αυτά τα πράγματα, πάρα πολύ. Δίκιο ή όχι, δεν ξέρω. Αλλά αυτά δεν τα… Με ρωτάνε πάρα πολλές φορές. Με ρώτησαν αν μπορώ να συγχωρήσω. Όχι, δεν μπορώ να συγχωρήσω! Δεν ήταν ανθρώπινα πράγματα για να συγχωρήσω, δεν ήτανε πταίσματα. Κυνηγάω τα έργα με τους ναζί, τα βλέπω όλα. Ερχόταν ο γιος μου το βράδυ με έβρισκε πρησμένη ολόκληρη από τα κλάματα. «Δεν καταλαβαίνω -μου λέει- γιατί θες να υποφέρεις με το ζόρι». Δεν θέλω να υποφέρω με το ζόρι, θέλω να μην ξεχαστεί! Αυτό με τριγυρνάει πιο πολύ από όλα, να μην ξεχαστεί! Και ο Ίζη που ήταν πολύ νέος ακόμα όταν πήγε σε αυτά, πιστεύω ότι του έχουν γραφτεί μέσα του. Δεν έχει τα δικά μου και να μην τα βιώσει ποτέ κανείς, αλλά να μην ξεχαστεί. Είναι ύβρις να ξεχαστεί κάτι τέτοιο. Αυτό μόνο. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Από την κοινότητα τι θυμάστε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια; 

Ρ.Ρ.:

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια είχα πολλούς φίλους Εβραίους. Γιορτάζαμε τις εβραϊκές γιορτές, δεν πήγαινα σχολείο. Ας πούμε περνούσαμε καλά, κάναμε πάρτι στη λέσχη, υπήρχε μία εβραϊκή λέσχη και ήταν μία ευχάριστη εποχή. Mετά χαθήκαμε. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του, άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό, εδώ με τη Νίνα χάθηκα, γιατί πήγε στην Αθήνα και δεν είναι πια και τόσο… Αλλά τώρα τα 3,5/4 των φίλων μου είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και πάρα πολύ συχνά με κοροϊδεύουν, γιατί μόλις θα πάμε κάποια εκδρομή ή κάπου και θα δω ένα παρεκκλήσι, η πρώτη που θα μπει να ανάψει ένα κερί είμαι εγώ. Το έκανα ακόμα προχθές, γιατί ήμουν ευγνώμων στον Θεό. Έκανα πρόσφατα μία εγχείρηση μεγάλη, ένα μεγάλο χειρουργείο και είμαι καλύτερα. Και περνώντας τον δρόμο μου ήταν ένα παρεκκλήσι της Οσίας Ξένης και μπήκα μέσα και είπα: «Εδώ είναι το σπίτι του Θεού, δεν έχει σημασία, ένας είναι ο Θεός και στο σπίτι του Θεού δικαιούμαι και εγώ και όλοι να ανάψουμε ένα κερί». Είναι μία ένδειξη σεβασμού, που όπου και να την κάνω, έμπαινα στις καθολικές εκκλησίες άπειρες φορές, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ η ατμόσφαιρά τους να ανάψω ένα κερί, να καθίσω, να συγκεντρωθώ για μισή ωρίτσα και το ‘καμνα με πάρα πολλή, [01:10:00]πάρα πολλή ευχαρίστηση ας πούμε. Στα δε παρεκκλήσια, στα χωριά, στο Πήλιο, έχει μέσα σε δέντρα, μέσα σε κουφάλες δέντρων έχει παρεκκλήσια. Αισθάνομαι μία ιερότητα να πάω σε αυτό το εκκλησάκι και να ανάψω ένα κερί. Δεν νομίζω ότι είναι ούτε εναντίον της δικής μου θρησκείας ούτε εναντίον καμιάς θρησκείας. Οφείλουμε -αν μη τι άλλο τώρα πια- να έχουμε ένα ανοιχτό μυαλό απέναντι στις θρησκείες. Ένας είναι ο Θεός. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Είπατε ότι οι γονείς γενικά σας δεν σας μιλούσαν. 

Ρ.Ρ.:

Όχι. 

Ι.Ν.:

Αναγκάστηκαν να σας μιλήσουν όταν ρωτήσατε. 

Ρ.Ρ.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Τα επόμενα χρόνια όταν και εσείς μεγαλώσατε, άλλαξε κάτι; 

Ρ.Ρ.:

Όχι, δεν μιλούσαμε. Δεν ξέρω γιατί και το έχω ακούσει αυτό το πράγμα από πάρα πολλές οικογένειες. Και στο Ισραήλ όταν ακούω μερικούς επιζώντες, ας πούμε, που τους ακούω σε βίντεο, στο ίντερνετ, δεν μιλούσανε. Και εγώ οι αναμνήσεις που έχω είναι πολύ φτωχικές, πολύ μίζερες. Δηλαδή, πώς να υποστηρίξεις ένα κείμενο με δύο σελίδες αναμνήσεις; Γι’ αυτό και αρπαχτικά από το ταξίδι. Είπα: «Κάτι πρέπει να με βοηθήσει να ξεκινήσω να τα βγάλω». Τι μπορώ να βγάλω πέραν αυτού, που ήτανε για μένα ευχή Θεού, διότι ήτανε στην κατάλληλη εποχή να θρηνήσω τον άντρα μου, να θρηνήσω τον γιο μου, να θρηνήσω και αυτούς που κάηκαν εκεί μέσα, μόνο και μόνο γιατί είχαν μία άλλη θρησκεία. Δηλαδή, αν υπάρχει κάτι παράλογο σε αυτή τη ζωή! 

Ι.Ν.:

Διαβάσατε ένα απόσπασμα- 

Ρ.Ρ.:

Ναι. Έχω γράψει ένα κείμενο και θέλω να σας διαβάσω, δεν μπορώ να το διαβάσω όλο, άλλωστε είναι λίγο πολύ αυτά που σας είπα. Θα διαβάσω τον πρόλογο:  «Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι διήγημα, δεν είναι βιογραφικό, είναι μέρος των αναμνήσεων μου. Eίναι πραγματικά μία κατάθεση ψυχής ενός παιδιού, που πρώτη του φορά τολμά να βγάλει από μέσα του τις ελάχιστες αναμνήσεις που έχει. Νιώθω σχεδόν ενοχές που δεν μπορώ να θυμηθώ περισσότερα, να βγάλω περισσότερο πόνο από μέσα μου. Το κείμενο το αφιερώνω στον Ίζη μου και μετά από αυτόν στην οικογένεια που θα αποκτήσει για να μάθουν όση περισσότερη αλήθεια γίνεται για το ολοκαύτωμα. Δεν είμαι συγγραφέας, θέλω μόνο να καταθέσω τις αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών μου χρονών, ανάμεικτες πλέον με αυτές της ενήλικης ζωής μου. Διότι περιέργως, όσο μεγαλώνω, τόσο μεγαλώνει και το πρόβλημα. Πίστευα ότι κάποια στιγμή θα ξεθωριάσει. Το αντίθετο, γιγαντώνεται. Και όσο αισθάνομαι ότι αμφισβητείται, τόσο νιώθω την υποχρέωση να βάλω και εγώ ένα λιθαράκι στη γνωστοποίηση αυτής της τραγωδίας που προσεύχομαι να μην ξαναζήσει αυτός ο τόσο ταλαιπωρημένος λαός. Ελπίζω αυτή η κατάθεση να μεταφέρει τη φόρτιση με την οποία γράφτηκε και να διαβαστεί από τους απογόνους μου και μερικούς λίγους φίλους ως φόρος τιμής σε αυτούς που χάθηκαν. 

Ι.Ν.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.  

Ι.Ν.:

Λοιπόν. 

Ρ.Ρ.:

Κάτι που πρέπει να επισημάνω. Ο πατέρας μου, ήτανε αρκετά αδέρφια και ανήκε σε ραβινικό σόι. Ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς μου, ήταν αρχιραββίνος και αρχιδικαστής Ελλάδος και ο αδερφός του ήταν ο ραβίνος Μπαρζιλάι, που ήταν αρχιραββίνος Αθηνών και έμεινε στην ιστορία, γιατί στον πόλεμο, όταν του ζήτησαν οι Γερμανοί τα αρχεία της κοινότητος, πήγε στα βουνά και δεν παρέδωσε τα αρχεία στους Γερμανούς. Και ήταν εκείνος που αργότερα με πάντρεψε. Ο πατέρας μου, όμως, ήταν ένα πολύ πλατύ μυαλό. Δηλαδή, πάντα μου έλεγε: «Να ξέρεις ότι για κάθε θρησκευτικό νόμο, υπάρχει μία αιτία». Το ότι παραδείγματος χάριν οι Εβραίοι δεν τρώνε θαλασσινά ή χοιρινό, ξεκίνησε ότι τα θαλασσινά και το χοιρινό λόγω ζέστης αλλοιώνονται πολύ εύκολα. Οπότε έβαλαν έναν θρησκευτικό νόμο ότι δεν κάνει να τρώμε θαλασσινά ή χοιρινό και βεβαίως αυτό περιόρισε τους θανάτους. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να πω ότι στερούμαι ούτε τα θαλασσινά ούτε το χοιρινό και με τις ευλογίες του πατέρα μου, ας πούμε, τις θρησκευτικές που λέει ο λόγος. Ήθελα να το συμπληρώσω, γιατί ήταν ένα άτομο πολύ ιδιόμορφο ο πατέρας μου, πάρα πολύ. Ήταν πολύ Εβραίος χωρίς να είναι κιόλας. Τέλος πάντων, του χρωστάω πάρα πολλά. Αυτά. 

Ι.Ν.:

Θέλετε να μας πείτε και αυτό που μου είπατε με τους τάφους; 

Ρ.Ρ.:

Ποιο; 

Ι.Ν.:

Με τα πετραδάκια. 

Ρ.Ρ.:

Α. Οι Εβραίοι έχουν ένα συνήθειο. Όταν πάνε στο νεκροταφείο ή βασικά σε νεκροταφείο, εντάξει μπορούνε να πάνε λουλούδια, αυτό είναι εντάξει το κανονικό. Αλλά βάζουν πάντοτε επάνω στον τάφο μία πετρούλα. Αυτό μπορεί να συμβολίζει δύο πράγματα. Είτε ότι κάποιος πέρασε και επισκέφτηκε αυτόν τον τάφο και τον ένοιαξε, κάτι τον συγκίνησε είτε επειδή κάποτε θάβανε τους ανθρώπους κατευθείαν στο χώμα, οι πολλές πετρούλες προφύλασσαν τον τάφο από τα θηρία που σκάλιζαν και ανοίγανε το χώμα, το βγάζαν. Εγώ, παραδείγματος χάριν, έχω γεμίσει τον τάφο του παιδιού μου από πέτρες, γραμμένες όμως όλες, αφιερωμένες ειδικά σε εκείνον. Αυτό δεν το λέει καμία θρησκεία. Το λέει μέσα μου, η καρδιά μου. Αυτά. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; 

Ρ.Ρ.:

Νομίζω όχι. 

Ι.Ν.:

Ε τότε έχουμε τελειώσει νομίζω. 

Ρ.Ρ.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Σας ευχαριστώ πολύ! 

Ρ.Ρ.:

Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ!