© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η επομένη του Πολυτεχνείου

Κωδικός Ιστορίας
11427
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Κοντογιάννης (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/01/2020
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Λοιπόν, λέγομαι Γιάννης Κοντογιάννης. Είμαι γιος του Βασίλη και της Ελένης, γεννήθηκα το 1954 στην Καστάνιτσα Αρκαδίας, Τσακωνοχώρι. Η μάνα μου μόλις είχε δει, μαζί με την, όλη την οικογένεια της, πλην του πατέρα της, εξορία, σε διάφορα νησιά, με αδελφό εκτελεσμένο στο δεύτερο αντάρτικο από το στρατοδικείο της Τρίπολης, δικηγόρος στο επάγγελμα. Μεγαλώσαμε σε αυτό το χωριό, μέσα στη ζέστη, μέσα στην αγάπη, μέσα στη χαρά. Κουβαλάμε, τουλάχιστον εγώ, όλες αυτές τις μνήμες που μας μετέδωσε, όχι τόσο με την προφορική παράδοση, η μάνα μου, όσο με την με το παράδειγμα της. Τελειώσαμε το Δημοτικό στην Καστάνιτσα και εγώ επήγα, συνέχισα το Δημοτικό στην Πετρούπολη, δίπλα στις αδερφές της μάνας μου, και κατόπιν πήγαμε, επί Χούντας, στην Τρίπολη. Το 1967 ήμουνα στο Γ΄ έτος στο Γυμνάσιο Τρίπολης. Ήταν μία εμπειρία και αυτό. Εκεί είχα μία ψιλό αντιστασιακή δράση, υπήρχε μια ομάδα μαθητών σε επίπεδο διαφώτισης και ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων –όχι με καμιά σπουδαία δράση– και το πρώτο έτος της Χούντας με βρήκε στην Αθήνα, με βρήκε στην Αθήνα ως πρωτοετή φοιτητή της Νομικής, όπου με φιλοξένησε η αδερφή του πατέρα μου, η οποία ήταν παντρεμένη με υψηλόβαθμο στέλεχος της αστυνομίας. Με φιλοξένησε στο σπίτι της. Έτσι, αφού τελειώσαμε και το μάζεμα των κάστανων –σημειωτέον ότι ήμουν από τους τελευταίους τους τιναχτές στην Καστάνιτσα, πολύ βαριά εργασία–, ήρθα στην Αθήνα και έμεινα στο σπίτι, όπως είπαμε, της θείας μου. Κι είχα φτάσει στην Αθήνα λίγες μέρες προ της πτώσης του Πολυτεχνείου.

Δ.Μ.:

Το σπίτι σε ποια περιοχή βρισκότανε;

Ι.Κ.:

Το σπίτι βρισκότανε στη Νίκαια, στην Κοκκινιά, στον Πειραιά. Είναι μία περιοχή η οποία είναι αμφισβητούμενη μεταξύ Νίκαιας και Πειραιά, τώρα είναι Πειραιάς. Εκεί εγώ σε σχέση με το Πολυτεχνείο, αν και από το χωριό είχε έρθει προετοιμασμένος για τα πάντα, εγώ δεν είχα την ενημέρωση, δεν είχα τις επαφές, δεν ήμουνα στο κατάλληλο κλίμα, ούτως ώστε να πληροφορηθώ τι γινότανε στο Πολυτεχνείο, αλλά στην πορεία, παίζοντας με τους ερασιτεχνικούς σταθμούς και ακούγοντας ερασιτεχνικούς σταθμούς, έπεσε στην αντίληψή μου ένας σταθμός, ο οποίος μου φάνηκε ιδιαίτερος, διαφορετικός από τους άλλους. Μίλαγε: «Έξω οι Αμερικανοί, ψωμί-παιδεία-ελευθερία, κάτω η Χούντα» και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Τον σημείωσα αυτό το σταθμό, αναμετέδιδε με δυσκολίες και με διακοπές. Δεν μπορούσα, δεν είχα δεν ήθελα και να, επειδή ήταν τέτοιο το σπίτι που έμενα, δεν ήθελα να επιφέρω κάποια ζημιά στους ανθρώπους και, εν πάση περιπτώσει, φύλαξα την μπάντα και προσπαθούσα καθημερινά και κρυφά να δω τι λέει αυτός ο σταθμός. Εκεί κατάλαβα ότι κάτι γινόταν στην Αθήνα, κάτι το αντιχουντικό. Μέχρι που κατάλαβα ότι είχε γίνει κατάληψη στο Πολυτεχνείο και απειλείτο καταστολή. Συγκεκριμένα, μου έτυχε το εξής γεγονός: Η μία από τις ξαδέρφες μου, του σπιτιού που έμενα, ήταν διορισμένη στην ΚΥΠ και ακριβώς λίγες μέρες, δύο ή τρεις, δεν θυμάμαι ακριβώς να προσδιορίσω τον χρόνο, η ξαδέρφη μου είχε καλέσει στο σπίτι σε τραπέζι, τον Διοικητή μάλλον της ΚΥΠ, μάλλον τον Διοικητή της ΚΥΠ. Γίναν διάφορες συζητήσεις και είδα μία προθυμία της ξαδέρφης μου να προτείνει στον Διοικητή να προσληφθώ από την υπηρεσία. Εγώ, βέβαια, σήκωσα καρούλες στην κυριολεξία! Η ξαδέρφη μου, η οποία είχε και το ψευδώνυμο «Λεϊλά» στην ΚΥΠ, χωρίς να ξέρω τι θέση κατείχε και τι έκανε, την επόμενη μέρα, μάλλον την επόμενη, έρχεται, με πιάνει και μου λέει: «Ρε Γιάννη, εσύ που είσαι φτωχό αγροτόπαιδο –ήξερε ότι είχα ανάγκη από δουλειά– πού να πας να τρέχεις, να δουλεύεις δεξιά και αριστερά –γιατί τότε δούλευα οικοδομή, δούλευα σε διάφορες, ξεκίνησα, μάλλον, είχα το μυαλό μου να δουλέψω σε οικοδομή– και πού να πας να δουλεύεις –μου λέει– σε τέτοιες δουλειές. Δεν έρχεσαι να σε διορίσουμε εκεί πέρα, να κάνεις...». Αυτό πρέπει να το είπε εντελώς από αφέλεια, διότι ήξερε ποιος ήμουνα γενικώς και από πού καταγόμουνα. Έπεσα, πραγματικά, από τα σύννεφα και εννοείτα[00:05:00]ι ότι δεν διάλεξα το δρόμο του χαφιέ, του ασφαλιστικού του σπουδαστικού της ΚΥΠ.

Δ.Μ.:

Προσδιόρισε ακριβώς τι θα έκανες;

Ι.Κ.:

Δεν το προσδιόρισε. Μου είπε: «Να δουλέψεις». Ως φοιτητής τι θα πήγαινα; Να φτιάχνω τα σκίτσα του Marx και του Lenin; Με θέλαν, προφανώς, για το σπουδαστικό, το οποίο σπουδαστικό το ήξερα, το είχα ακούσει. Εννοείται πως απέρριψα μετά βδελυγμίας –ευγενικά, βέβαια– την πρόταση και το θέμα πήρε, έλαβε τέλος.

Ι.Κ.:

Τις επόμενες ημέρες, επειδή ήταν υποχρεωτική η γυμναστική στο Πανεπιστήμιο, έπρεπε να πα να γραφτώ στη λέσχη για τη γυμναστική. Πραγματικά, με ένα συμμαθητή μου, συνυποψήφιό και συμφοιτητή μου πλέον, από την Τρίπολη, δώσαμε ένα ραντεβού στην Ομόνοια, στου Μπακάκου, να συναντηθούμε και να πάμε στον Πανελλήνιο, στον Πανελλήνιο, όπου γινόταν η εγγραφή, αν θυμάμαι καλά. Δώσαμε το ραντεβού, πήρα το λεωφορείο από την Κοκκινιά και κατεβαίνω, κατεβαίνω στο τέρμα, στην Κουμουνδούρου, και άρχισα να ανεβαίνω την Πειραιώς. Στην Πειραιώς πέρναγα από κατασπασμένα φανάρια, μια ερημιά, μία πνιγηρή ατμόσφαιρα και ατμόσφαιρα από δακρυγόνα. Εγώ τα δακρυγόνα τα ήξερα από την εποχή του «1-1-4», όπου συμμετείχα, τώρα είναι μία άλλη ιστορία αυτή. 10 ετών παιδί ήμουνα τότε. Λοιπόν, και άρχισα να ανεβαίνω την Πειραιώς, πήγα στου Μπακάκου, περίμενα τον φίλο μου, δεν ήρθε, και, έχοντας πλέον κατανοήσει ότι κάτι έχει γίνει στο Πολυτεχνείο, κάτι γινόταν και κάτι έχει γίνει στο Πολυτεχνείο, πήρα την Αριστοτέλους και ξεκίνησα για το Πολυτεχνείο, το οποίο το ήξερα πού ήτανε, από τις παλαιότερες επισκέψεις μου στην Αθήνα.

Δ.Μ.:

Εννοείς την 3ης Σεπτεμβρίου;

Ι.Κ.:

Την 3ης Σεπτεμβρίου.

Δ.Μ.:

Όχι, την Αριστοτέλους...

Ι.Κ.:

Την 3ης Σεπτεμβρίου εννοώ, ναι. Λοιπόν, φτάνοντας στην οδό Μετσόβου, φτάνοντας στην οδό Μετσόβου, έχοντας διαβεί ένα περιβάλλον πνιγηρής ατμόσφαιρας και λοιπά και λοιπά, φτάνοντας Μετσόβου, βρίσκω έναν, προφανώς, φοιτητή, έναν νέο άνθρωπο πεσμένο κάτω, καταματωμένο, καταχτυπημένο με κουρέλια τα ρούχα του, ματωμένα και λοιπά, γύρω κόσμος να τον προφυλάσσει, ο οποίος φώναζε, ήτανε έξω φρενών. Μόλις είδα αυτή την κατάσταση, ήμουνα μέχρι εκείνη τη στιγμή αγανακτισμένος, αλλά μόλις είδα αυτό, τότε τα πράγματα ξεφύγανε. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησα για να δω τι γίνεται. Εγώ, έχοντας έρθει από το χωριό, αυτό πότε συνέβη; Συνέβη το Σάββατο 18 Νοέμβρη, όταν πλέον το Πολυτεχνείο είχε πέσει. Τότε κατανόησα τι είχε γίνει, είδα την πόρτα, είδα γκρεμισμένη την είσοδο, είδα κόσμο διάσπαρτο, είδα αστυνομία, είδα δακρυγόνα και, κυριότερα, είδα γκλοπ. Λοιπόν, μην έχοντας κανένα γνωστό και μη γνωρίζοντας απολύτως κανέναν, ξεκίνησα να ανεβαίνω την Πατησίων προς την Εμπορική. Εκεί παρατήρησα ότι η αστυνομία έκανε το εξής τέχνασμα: Ήτανε ομάδες αστυνομικών, με γκλοπ και με όπλα εννοείται, στις τέσσερις γωνίες του δρόμου και σπρώχνανε κόσμο να μπει μέσα, μέσα στο δρόμο και φεύγανε από τις γωνίες, εγκλωβίζαν τον κόσμο και τον τσακίζαν στο ξύλο. Εκεί είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να με αγγίξει άνθρωπος. Το είπα και έγινε αυτό. Πραγματικά, ξεκίνησα προς την Εμπορική, προφασιζόμενος ότι θα πήγαινα στον Πανελλήνιο, για να γραφτώ ή, δεν ξέρω, για να γυμναστώ, και πραγματικά, έχοντας δει αυτό το τέχνασμα των αστυνομικών, δεν έπεσα ούτε μία φορά στην παγίδα. Έφτασα, δεν θυμάμαι μέχρι πού έφτασα, και άρχισα να γυρίσω πίσω, είπα: «Θα μείνω εδώ και θα παλέψω, έστω και την επόμενη μέρα, κατά το δυνατόν». Και πραγματικά, πήγα στην Ομόνοια, μας κυνηγάγαν οι αστυνομικοί, δεν με πιάνανε. Πήγα στο Σύνταγμα, πήγα στην Κάνιγγος. Σε μία φάση ήταν τέτοιο το μίσος, το μένος των αστυνομικών, όπου για να διαλύσει τον κόσμο–

Δ.Μ.:

Υπήρχε κόσμος, δηλαδή, συγκεντρωμένος και την επόμενη μέρα [Δ.Α.];

Ι.Κ.:

Υπήρχε αραιός κόσμος, αραιός κόσμος, ο οποίος συγκεντρωνότανε, συγκεντρωνότανε, τον διαλύανε, ξαναμαζευότανε, φωνάζαν συνθήματα, διαμαρτυρόντουσαν και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Το Πολυτεχνείο, βέβαια, είχε πέσει. Ανεβαίνοντας την Ακαδημίας βλέπω το εξής τρομερό γεγονός: Βλέπω ένα 100, το οποίο έχει ξεκινήσει από την Κάνιγγος και κάνει ζικ-ζακ με ταχύτητα, ανεβαίνοντας [00:10:00]στην Ακαδημίας, προκειμένου να διαλύσει τον κόσμο. Έπεφτε πάνω, πήγαινε πάνω στον κόσμο. Εγώ ήμουνα μπροστά στην εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής. Λοιπόν, αυτό το 100 έρχεται –στο δεξί πεζοδρόμιο–, έρχεται προς το μέρος μου και, ενώ ήτανε λίγο πιο πίσω μου, λίγο πιο πίσω μου, το είχα δει, βέβαια, εγώ, και απομακρυνόμουν να φύγω. Λοιπόν, και, ενώ ερχότανε προς το μέρος μου, εκεί που πάει να πάρει τη στροφή αριστερά, για να πάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και βλέπω τον αστυνομικό μέσα, τον συνοδηγό, στο τσακ πιάστηκε και δεν έπεσε στο πεζοδρόμιο. Αν έπεφτε στο πεζοδρόμιο, αν έπεφτε, θα είχε πολύ άσχημο τέλος, πραγματικά θα έχει πολύ άσχημο τέλος. Περνώντας η ώρα, ο κόσμος πραγματικά δεν μπορούσε, δεν άντεχε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, δεν άντεχε, τον είχαν διαλύσει. Είχε φάει ξύλο, είχε φάει δακρυγόνα, είχε φάει, είχε, είχε, δεν ξέρω ‘γώ τι, και οι άνθρωποι αποσυρόντουσαν. Μπορεί να είχαν συλληφθεί, μπορεί δεν ξέρω τι έχει γίνει. Ο καθένας είχε την προσωπική του ιστορία. Ενώ βρισκόμουνα στην Πανεπιστημίου, μετά το γεγονός με το περιπολικό, πολύ αργότερα, ακούω μία τρομερή βοή να κατεβαίνει από το Σύνταγμα, λες και πέταγε ελικόπτερο. Ήταν τα τανκς του Ιωαννίδη, τα οποία κατεβαίναμε από το Σύνταγμα προς την Ομόνοια. Εκεί, πραγματικά, είπα: «Κάτι πρέπει να κάνω». Μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις πουθενά τίποτα, λοιπόν. Κατεβαίναν τα τανκς με μία τρομερή βοή, που τρόμαζες, και ενώ βρισκόμουνα στα Χαυτεία, κοντά στα Χαυτεία, κάπου στο στεγνοκαθαριστήριο, Ρεξ ή Ζενίθ, πώς λέγεται, κάπου εκεί πέρα ήμουνα, φεύγει μία ομάδα αστυνομικών και ορμάει σε, πόσοι διαδηλωτές ήμαστε εκεί πέρα; Πέντε-δέκα, δεν ήμαστε περισσότεροι. Μας ορμάει και αρχίζει να μας κυνηγάει. Εγώ ήμουνα πάρα πολύ εξασκημένος, είχα και δύναμη και φοβερή ταχύτητα και θυμάμαι χαρακτηριστικά, ενώ πάνω να περάσω το φανάρι των Χαυτείων, ενώ μας κυνηγάνε, ακούω πίσω μου, στα ρούχα μου, ένα «φσσστ». Ήταν το γκλοπς, το οποίο, αντί να πέσει στο κεφάλι μου, έξυρε, εσύρθη πάνω στο ρούχο που φόραγα, ό,τι φόραγα. Μπήκα στην Ομόνοια, κατέβηκα στην Ομόνοια από τις σκάλες, εκεί επνιγότανε η Ομόνοια από το δακρυγόνο, επνιγόταν, δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Λοιπόν, είδα ότι δεν, τίποτα, δεν γινόταν τίποτα, μόνος μου, όπως είπαμε, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και πήρα των ομματιών μου και με τα πόδια έφτασα στη Νίκαια, όπου στο Περιβολάκι, στο Περιβολάκι είχαν σταθμεύσει τανκς και εκεί τελείωσε άδοξα η όλη ιστορία. Από τότε δεν έχω λείψει, μέχρι σήμερα, ούτε μία φορά από το Πολυτεχνείο, από την επέτειο.

Δ.Μ.:

Να ρωτήσω κάτι τελευταίο. Άλλοι αφηγητές έχουν πει ότι και το βράδυ του Πολυτεχνείου, αλλά και την επομένη, το ότι στην πόλη ακούγονταν διάσπαρτοι πυροβολισμοί. Ισχύει αυτό;

Ι.Κ.:

Όχι, ακουγόντουσαν πυροβολισμοί. Πυροβολισμοί!

Δ.Μ.:

Συγκεκριμένα, μου έχουν πει και για την 3ης Σεπτεμβρίου–

Ι.Κ.:

Για την Πετρούπολη.

Δ.Μ.:

Και για το Σύνταγμα μου έχουνε πει.

Ι.Κ.:

Και για την Πετρούπολη. Ακουγόντουσαν πυρό… Όχι ακούγ… Υπήρχαν πυροβολισμοί στην Πετρούπολη. Παντού υπήρχαν πυροβολισμοί στο κέντρο, δηλαδή από τις 09:00, αν κατέβηκα από το λεωφορείο, μέχρι που έφυγα, εννοείται πως ακουγόντουσαν συνεχώς πυροβολισμοί.

Δ.Μ.:

Αυτοί ήτανε πυροβολισμοί εκφοβισμού ή θεωρείς ότι ήταν και δολοφονίες;

Ι.Κ.:

Εγώ δεν μπορώ να πω, δεν είδα. Είχε πέσει το Πολυτεχνείο. Αν δολοφονούσαν και την επόμενη μέρα, είναι άξιοι της μοίρας τους. Εγώ δεν είδα, πυροβολισμούς άκουσα, τραυματισμένους είδα, ξυλοκοπημένους είδα άπειρους, δακρυγόνα είδα άπειρα, τανκς είδα, σκοτωμένο δεν είδα.

Δ.Μ.:

Θες να προσθέσεις τίποτα άλλο;

Ι.Κ.:

Όλη αυτή την ιστορία την επληρώσαμε με μία αυτοκτονία, η οικογένειά μας, και τον θάνατο δύο μικρών παιδιών. Είναι μία άλλη ιστορία αυτή. Αυτά.

Δ.Μ.:

Ευχαριστώ.