© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

H γειτονιά γύρω από τον παλιό ιππόδρομο στη δεκαετία του '70: τζόγος, παρέες, μπουζούκια και γραφικοί τύποι

Κωδικός Ιστορίας
11388
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αποστόλης Βασιλάκης (Α.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/04/2021
Ερευνητής/τρια
Παναγιώτα Βασιλάκη (Π.Β.)

[00:00:00]

Π.Β.:

Είναι Δευτέρα 5 Απριλίου του 2021. Είμαι με τον Αποστόλη Βασιλάκη στη Βάρη Αττικής. Ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Πάμε, λοιπόν, σιγά-σιγά να ξεκινήσουμε. Θέλεις να μας πεις, λοιπόν, λίγα πράγματα για

Α.Β.:

ας μου ήτανε ναυτικός και ταξίδευε και η μάνα μου ήθελε να είναι κοντά στους συγγενείς της, οι οποίοι μένανε στην Αμφιθέα, για να την βοηθάνε με μένα, την αδερφή μου και γενικά στις δουλειές της.

Π.Β.:

γιατί ο πατέρας μου ήτανε ναυτικός και ταξίδευε και η μάνα μου ήθελε να είναι κοντά στους συγγενείς της, οι οποίοι μένανε στην Αμφιθέα, για να την βοηθάνε με μένα, την αδερφή μου και γενικά στις δουλειές της. Στον Κορυδαλλό από μικρά παιδιά τα πράγματα ήτανε απλά, η ζωή ήταν απλή. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες εικόνες όπως υπάρχουν σήμερα. Όλα τα παιδιά… Υπήρχαν αυλές, υπήρχαν μονοκατοικίες, μέσα στις αυλές υπήρχε κάθε λογής λουλούδι και δέντρο, υπήρχανε χωματόδρομοι, αλάνες, όπου εκεί όλα τα παιδιά παίζαμε, τρέχαμε, συνήθως με μια μπάλα, αν υπήρχε μπάλα. Αν δεν υπήρχε, φτιάχναμε κάποια αυτοσχέδια και η χαρά όλων μας ήτανε να μεγαλώσουμε, να γίνουμε καλοί ποδοσφαιριστές και να παίξουμε στην ομάδα του Κορυδαλλού, την Προοδευτική, η οποία τότε ήτανε πολύ καλή και αγωνιζότανε στην Α΄ Εθνική κατηγορία, εκείνα τα χρόνια που ήμουνα εγώ παιδί. Και στη συνέχεια, βέβαια, αλλά τώρα έχει πέσει σε μικρότερες κατηγορίες δυστυχώς λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η ζωή μας ήτανε… όταν υπήρχε σχολείο, το πρωί πηγαίναμε στο σχολείο. Το απόγευμα γυρνούσαμε, τρώγαμε, στη συνέχεια διαβάζαμε και μετά εγώ, επειδή είχα ιδιαίτερη αδυναμία στον παππού μου, του οποίου το όνομα και είχα, το ονοματεπώνυμο, κατέβαινα κάτω, γιατί το σπίτι ήταν ισόγειο και ημιυπόγειο. Ο παππούς με τη γιαγιά έμενε στο ημιυπόγειο. Ο πατέρας μου ταξίδευε. Και κατέβαινα κάτω στον παππού, όπου εκεί μου έλεγε διάφορες ιστορίες για τα καράβια, γιατί ήταν κι αυτός ναυτικός παλιά, μηχανικός στα καράβια. Συνήθως λέγαμε τον Ερωτόκριτο. Μετά έπαιζα τον κύριο Τσικριμάνη, ο οποίος ήταν ένας συμβολαιογράφος που συνεργαζόταν ο παππούς μου, και όταν τον έβλεπα που ερχόταν ο Τσικριμάνης εκεί στο σπίτι μού έκανε εντύπωση. Γι’ αυτό, λοιπόν, εγώ τον έκανα παιχνίδι μες στο μυαλό μου σαν παιδί μικρό που ήμουνα και έβαζα ένα σακάκι του παππού και παίζαμε τον κύριο Τσικριμάνη. Λοιπόν, εκεί τότε στον Κορυδαλλό υπήρχανε ορισμένοι επαγγελματίες, να το πούμε έτσι, της σημερινής εποχής. Ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά όχι με τα μέσα τα οποία υπάρχουν σήμερα. Και πολλά απ’ τα επαγγέλματα τα οποία κάναν αυτοί τώρα πλέον δεν υπάρχουν. Έχουν εξαντληθεί. Όπως παράδειγμα ήταν ο νερουλάς. Ο νερουλάς ήταν ένας με έναν αραμπά, ο όποιος γύρναγε και έδινε νερό στα σπίτια, τα οποία όσα δεν είχαν —γιατί τα περισσότερα είχανε την ΟΥΛΕΝ που λέγαμε τότε, τη σημερινή ΕΥΔΑΠ. Επίσης, υπήρχε ο αυγουλάς, ο ψαράς, ο οποίος θυμάμαι είχε ένα πανέρι στο κεφάλι του ψάθινο με τα ψάρια και είχε κι έναν κουβά με νερό στον οποίο ξέπλενε τα ψάρια πριν μας τα δώσει και έριχνε μέσα τα κέρματα στη συνέχεια μέσα στον κουβά. Υπήρχε ο παγοπώλης, υπήρχε ο κυρ Λάμπρος, ο οποίος ήταν ένας με μια σούστα και πούλαγε φρούτα και λαχανικά. Το δε άλογο απάνω ήτανε φορτωμένο, ήτανε πολύ στολισμένο και όταν τραβούσ[00:05:00]ε τη σούστα ακουγόταν ένας ωραίος θόρυβος από χάντρες, χαϊμαλιά και κάτι τέτοια. Τα καλοκαίρια ήμασταν όλη μέρα στους δρόμους, στις αυλές μας και από το πρωί μέχρι το βράδυ παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, μπάλα, ως επί το πλείστον μπάλα. Τα κορίτσια παίζανε με τις κούκλες τους. Η μεγάλη χαρά η δικιά μου ήτανε να στριμώξω ένα κοριτσάκι της γειτονιάς, τη Γωγούλα, κάτω από τη σκάλα. Αλλά, αυτό γινότανε σπάνια, γιατί τις είχα φάει καμιά δεκαριά φορές και το απέφευγα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρναγαν τα χρόνια. Κι όταν έφτασα στην Γ΄ Δημοτικού —ήμουνα περίπου 9-10 χρονών— το 1971 αποφάσισε ο πατέρας μου με τη μάνα μου να μετακομίσουμε από τον Κορυδαλλό. Εν τω μεταξύ, είχε πεθάνει και ο παππούς το 1968. Η γιαγιά είχε φύγει. Δεν ήταν ακριβώς γιαγιά μου. Ήταν μητριά του πατέρα μου, αλλά εγώ τη φώναζα γιαγιά. Η γιαγιά η Ζηνοβία, η οποία ήταν από τα Νένητα της Χίου, ένα χωριό ορεινό στη Χίο. Και επειδή έφυγε ο παππούς, έφυγε κι αυτή και πήγε στο χωριό της μέχρι που πέθανε. Τέλος πάντων, το ‘71 φύγαμε εμείς από τον Κορυδαλλό. Μετακομίσαμε στις Τζιτζιφιές, στο… Το σπίτι μας, το οποίο υπάρχει ακόμα —βέβαια, έχει ψηλώσει, έχει γίνει τριώροφο—, ήταν διώροφο. Ήτανε ακριβώς πίσω από το μέγαρο της Interamerican, 100 μέτρα περίπου, 150 μέτρα από το σημερινό Ωνάσειο, το οποίο τότε δεν υπήρχε. Ήτανε ένα μεγάλο υπόστεγο το οποίο χρησιμοποιούσανε τα λεωφορεία της Ολυμπιακής —γιατί την Ολυμπιακή ακόμα τότε την είχε ο Ωνάσης και βάζανε μέσα εκεί τα λεωφορεία της Ολυμπιακής. Όσοι είναι παλαιότεροι θα θυμούνται τα λεωφορεία της Ολυμπιακής. Αργότερα αυτό γκρεμίστηκε και ο Ωνάσης, το Ίδρυμα Ωνάση, το χάρισε στο Δημόσιο, το παραχώρησε στο Δημόσιο που φτιαξανε αργότερα, πολύ αργότερα βέβαια, το σημερινό νοσοκομείο Ωνάσειο. Όταν φτάσαμε, όταν μετακομίσαμε και πήγαμε εκεί στις Τζιτζιφιές, εγώ και η αδερφή μου δεν γνωρίζαμε κανένανε από τα παιδιά της γειτονιάς, γιατί ακόμα ήτανε γειτονιά εκεί. Υπήρχανε σπίτια, μονοκατοικίες. Ως επί το πλείστον υπήρχαν μονοκατοικίες. Τώρα, βέβαια, έχουνε μείνει πάρα πολύ λίγες. Έχει μείνει το σπίτι που μέναμε εμείς και δύο τρία σπίτια ακόμα. Τα υπόλοιπα εκεί στη γειτονιά τα αγόρασε όλα ο εφοπλιστής ο Αγγελικούσης και έχει φτιάξει τεράστια κτίρια, τα οποία είναι γραφεία και τα εκμεταλλεύεται όπως ξέρει αυτός. Λοιπόν, στη γωνία, θυμάμαι, έμενε ο Γιώργος ο Σκρέκης, ο οποίος ήτανε ίνδαλμα για μας εκείνη την εποχή, διότι ήταν ένας πάρα πολύ καλός ποδοσφαιριστής. Ξεκίνησε την καριέρα του από την Καλλιθέα και στη συνέχεια πήγε στον Πανιώνιο και κατόπιν στην ΑΕΚ και ξαναγύρισε στον Πανιώνιο. Και όλοι περιμέναμε το Γιώργο, ο οποίος ήτανε φιλικότατος, και καθόμαστε στη γωνία εκεί —και το σπίτι του Γιώργου ήταν ακριβώς στη γωνία Αχιλλέως και Δοϊράνης. Υπήρχε από κάτω ένα συνεργείο αυτοκινήτων με κάτι ρολά, τα παλιά τα ρολά που είχαν τα μαγαζιά— και καθόμασταν εκεί και παίζαμε μπάλα με το Γιώργο όταν ερχόταν απ’ την προπόνηση και κάναμε αστεία. Δίπλα υπήρχε ένα… Όταν πρωτοπήγαμε δίπλα από το σπίτι μας υπήρχε ένα άλλο διώροφο, το οποίο απάνω ήτανε σπίτι και κάτω ήταν μαγαζί. Όχι ακριβώς μαγαζί. Ήτανε βουστάσιο, δηλαδή υπήρχαν ακόμα αγελάδες όταν πήγαμε. Ανήκε κι αυτό στον κύριο Σκρέκη. Και στη συνέχεια το βουστάσιο φύγαν οι αγελάδες κι έγινε ξυλουργείο, όπου εκεί πέρα ήταν δύο τύποι, ο Κλήμης και ο Τζίμης, οι οποίοι όλη μέρα μάλωνανε μεταξύ τους, αλλά ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Εμείς μαζευόμαστε καμιά φορά εκεί στο ξυλουργείο με τον Τζίμη και λέγαμε διάφορα αστεία, τον βοηθάγαμε στη δουλειά μέχρι να ‘ρθει ο Κλήμης και να τον αρχίσει τα μπινελίκια και να σηκωθούμε [00:10:00]να φύγουμε. Μου άρεσε πάρα πολύ ο αθλητισμός, να παίζω ποδόσφαιρο. Έπαιξα για τέσσερα χρόνια σε μια ερασιτεχνική ομάδα. Επίσης, επειδή, όπως είπα, μου άρεσε πάρα πολύ ο αθλητισμός, ασχολήθηκα και με άλλα «σπορ», όπως ήταν ο ιππόδρομος, η πόκα και ενίοτε ρίχναμε και τους πεσσούς. Λοιπόν…

Π.Β.:

Θέλεις, λοιπόν, να μας περιγράψεις, έτσι, για να βοηθήσω κι εγώ λίγο, ό,τι θυμάσαι, είτε αφορά άμεσα εσένα είτε αφορά τον κύκλο σου ή, εν πάση περίπτωσει, γνωστούς σου γύρω από τον τζόγο, τα πάντα.

Α.Β.:

Δεν υπήρχανε κύκλοι. Υπήρχαν διάφορα άτομα, οι οποίοι ήτανε συνομήλικοί μου, αλλά και πιο μεγάλοι. Εκεί όλη η περιοχή ήτανε φίλιπποι, κοινώς αλογουμούρηδες, επειδή τότε ήταν ο ιππόδρομος στις Τζιτζιφιές, εκεί που είναι σήμερα το υπέροχο Ίδρυμα Νιάρχου με όλα αυτά τα ωραία πράγματα τα οποία υπάρχουνε μέσα σε αυτό. Τότε ήταν ο ιππόδρομος εκεί. Από μικρά παιδιά τα άλογα περνάγανε μπροστά από το σπίτι μας. Όλη μέρα βλέπαμε τα άλογα. Το χειμώνα, βέβαια, υπήρχε το σχολείο. Πηγαίναμε το πρωί στο σχολείο, το μεσημέρι γυρίζαμε, κάναμε ότι διαβάζαμε και την κοπανάγαμε, βγαίναμε πάλι έξω. Πηγαίναμε βόλτες, πηγαίναμε στον ιππόδρομο που βλέπαμε τις ιπποδρομίες. Μετά, όταν μεγαλώσαμε κι είχαμε κάποια χαρτζιλίκια, παίζαμε κιόλας οι περισσότεροι. Άλλοι δεν παίζανε. Λοιπόν, υπήρχαν πάρα πολλοί γραφικοί τύποι εκεί μέσα στον ιππόδρομο, όπως ήτανε… έναν που θυμάμαι, ας πούμε, ήταν ο Μυτάρας, ο οποίος πουλούσε ψάρια στη ΄Β θέση, έξω από την είσοδο της ΄Β θέσης. Και στη συνέχεια έμπαινε μέσα να αγωνιστεί κι έδινε από την εξέδρα οδηγίες στους τζόκεϊ κατά τη διάρκεια της ιπποδρομίας. Φώναζε, ας πούμε, «Μαλακά, μαλακά!». Του ‘λεγε του τζόκεϊ πώς θα τρέξει το άλογο. Ή ξέρω ‘γω «Όχι τόσο εύκολα, αγόρι μου! Θα μας πάρουνε χαμπάρι», ξέρω ‘γω. Κάτι τέτοια άκουγες. Κι όλοι κοιτούσαν να ξεγελάσει ο ένας τον άλλονε. Όλοι ήτανε ο ένας πιο έξυπνος από τον άλλο και τελικά πιστεύω όλοι κορόιδα ήμασταν.

Α.Β.:

Λοιπόν, υπήρχανε πολλά μπουζουκάδικα στις Τζιτζιφιές. Μερικά που θυμάμαι ήτανε, ας πούμε, το La Cité, η Νέα Αθηναία, το Χρυσό Βαρέλι, το Φαληρικό. Αλλά, υπήρχανε και στην Καλλιθέα ορισμένα, όπως ήτανε, ας πούμε, ο Κυριάκος τότε, ο οποίος ήταν ένα ημιυπόγειο μαγαζί,. Υπάρχει ακόμα αλλά δεν λειτουργεί πλέον σαν μπουζουκάδικο. Ήταν απέναντι από το Διογένη, χαμηλά στη Συγγρού. Και άλλα πιο πάνω: η Γνωριμία, η Νέα Τριάνα, η οποία αντικατέστησε την παλιά Τριάνα του Χειλά και πήρε το όνομά της. Επίσης, υπήρχε ένα γήπεδο ακριβώς απέναντι από τον ιππόδρομο. Τότε δεν υπήρχε η γέφυρα αυτή που υπάρχει σήμερα. Λεγότανε Το Χρυσάφι. Χρυσάφι λεγόταν το γήπεδο. Και λίγο πιο πέρα από το γήπεδο, αν θυμάμαι καλά, εκεί κάπου κοντά στο Ευγενίδειο, υπήρχε ένα μαγαζί το οποίο λεγότανε Αδυναμία και τραγουδούσε τότε ο Λευτέρης Ψιλόπουλος ο συγχωρεμένος. Και αργότερα θυμάμαι είχε έρθει και ο Κώστας ο Καφάσης που είχε βγάλει το δίσκο Γέλα κυρία μου, συγχωρεμένος κι αυτός. Και πηγαίναμε εμείς πιτσιρικάδες έξω από το μαγαζί με τα ποδήλατα, κυρίως το καλοκαίρι, για να ακούσουμε κάνα τραγούδι, όχι να μπούμε μέσα. Δεν μας άφηναν. Ήμασταν μικρά παιδιά, ξέρω ‘γώ, 13-14 χρονών, 12-13 χρονών. Και μας κυνηγούσε ο φύλακας εκεί του μαγαζιού, γιατί νόμιζε ότι πάμε να κλέψουμε μπουκάλια από τα τελάρα που είχανε πίσω εκεί. Είχε ένα σαν υπόστεγο. Ένα άλλο, μία άλλη σημαντική εμπορική δραστηριότητα της γειτονιάς ήταν οι τραβεστί.[00:15:00] Εκεί δηλαδή, και κάτω από το σπίτι μας ακόμη, επί της Δοϊράνης, υπήρχανε οι τραβεστί, όπου ερχότανε, όπου γινότανε κάθε βράδυ χαμός. Ειδικά το καλοκαίρι, που ήταν ανοιχτά τα παράθυρα, γιατί ακόμα τότε κοιμόμασταν στα μπαλκόνια τα καλοκαίρια, γινότανε κάτω από το σπίτι το έλα να δεις. Κάτι το οποίο μου ’χει μείνει και το θυμάμαι ακόμη ήταν ένα καλοκαίρι, ένα βράδυ καλοκαιριού, ξημερώματα, ξέρω ‘γώ, 2:00-3:00 η ώρα: Κοιμόμασταν στο μπαλκόνι και απέναντι ήταν κι ένα άλλο παιδί, ο Νίκος, ένας παιδικός μου φίλος, και κάναμε κάτι σήματα τάχα μου μορς με φακούς και τέτοια, γιατί κι αυτός κοιμότανε στη βεράντα του σπιτιού του. Ήτανε μονοκατοικία. Και κάποια στιγμή αυτοκίνητα ερχόντουσαν, αυτοκίνητα πήγαινανε, σταματάγανε, μαλώνανε με τους τραβεστί, γελάγανε, γινόταν ένας χαβαλές γενικά. Αλλά, κάποια στιγμή, λοιπόν, εκεί μέσα στα ξημερώματα είδαμε το κορυφαίο: να τρέχει η τραβεστί μπροστά, δηλαδή ντυμένος γυναίκα, τραβεστί κανονικά, από πίσω να τον κυνηγάει ένας τύπος και να φωνάζει ο τραβεστί «Βοήθεια! Ανώμαλος!» Λοιπόν, μετά σιγά-σιγά περάσαν τα χρόνια. Μεγαλώναμε, αρχίσαμε και μεγαλώναμε. Γίναμε έφηβοι, ας το πούμε, 15-16 χρονών και ξεκίνησε η σταδιοδρομία μας στα μπουζούκια. Τα καλοκαίρια όλοι κοιτάγαμε να βγάλουμε κάνα μεροκάματο δεξιά-αριστερά. Εγώ κάνα δυο καλοκαίρια… Θυμάμαι διακοπές Χριστουγέννων με τον αδερφό της μάνας μου, ο οποίος είχε πάρει μία άδεια μικροπωλητή, με είχε πάρει μαζί του και πουλάγαμε στην οδό Πολυκλείτου, κάτω στην Αθήνα, εκεί κοντά στην πλατεία Αβησσυνίας, πουλάγαμε ποτήρια και τασάκια γυάλινα. Και θυμάμαι και το χαρακτηριστικό που φώναζα τότε, ας πούμε, για να προσελκύσω πελάτες: «Δεν σπάνε, δεν χαλάνε!» φώναζα τότε. Καλά τα πήγα. Έβγαζα μεροκαματάκι. Και μετά τα χρήματά μου τα επένδυα σε διάφορους τομείς, όπως ήτανε ο ιπποδρομιακός τομέας. Αλλά, αγόραζα και… Είχα πάρει, ας πούμε, μία τηλεόραση μικρή τότε εκείνη την εποχή. Καλοκαίρια είχα δουλέψει σε καφενείο στην οδό Λέκκα, στη λάντζα. Έκανα το λαντζέρη. Επίσης, καμιά φορά πηγαίναμε… Υπήρχε μία ταβέρνα εκεί στις Τζιτζιφιές, επί της Δοϊράνης, ακριβώς απέναντι από το σημερινό Ωνάσειο, μία ψαροταβέρνα του φίλου μας του Νίκου του Αγγελόπουλου, του Μπουνταλιού όπως τον λέγαμε. Δεν υπάρχει και αυτός στη ζωή πλέον. Πηγαίναμε εκεί πέρα, βοηθάγαμε το Νίκο να βάλει τα κιβώτια μέσα. Μας έδινε και κάνα χαρτζιλίκι, γιατί ο Νίκολας ήταν αβέρτος, ήταν ωραίος. Μπροστά απ’ την ταβέρνα υπήρχε ένα περίπτερο, το οποίο υπάρχει ακόμη, και περιπτεράς ήτανε… Το είχαν νοικιάσει οι γονείς ενός φίλου μου, του Τάκη, και τις περισσότερες ώρες, ειδικά το καλοκαίρι, ο Τάκης καθόταν εκεί στο περίπτερο. Εκεί στο περίπτερο γινότανε γλέντι μεγάλο, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, διότι μαζευόμασταν εκεί πέρα, πειράζαμε τον Τάκη, ερχόντουσαν και πολλοί τζόκεϊ, άτομα που δουλεύανε στο στάβλο, σταβλίτες δηλαδή, ιπποκόμοι, προπονητές. Κι εκεί ρωτούσαμε, μαθαίναμε κάνα άλογο, ξέρω ‘γω, γινόταν ένας χαβαλές. Ερχόταν ένας τύπος γραφικός εκεί στις Τζιτζιφιές —πρέπει να έχει πεθάνει λογικά τώρα—, ο συγχωρεμένος ο Βλάσσης, ο οποίος ήτανε μεθυσμένος απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Και μας έλεγε συνέχεια μία φράση, η οποία μου έχει μείνει: «Άκου. Βλέπε. Σώπα. Αλευρόμυλος». Από το πρωί μέχρι το βράδυ ό,τι και να του έλεγες του Βλάση αυτό σου έλεγε. Ίσως να ‘χε και δίκιο. Όσο πέρασαν τα χρόνια πιστεύω ότι ο Βλάσης κάτι ή[00:20:00]ξερε που τα έλεγε αυτά. Πιο πέρα δεξιά υπήρχε ένα καφενείο μες στο στενό, στην Ταγματάρχου Πλέσσα. Το είχε ο Μπορμπιλάς. Μετά το πήρε ένας άλλος. Πηγαίναμε όταν γίναμε, ας πούμε, παλικαράκια, να το πούμε έτσι, 15-16-17 χρονών, πηγαίναμε στο καφενείο. Ακούγαμε διάφορες ιστορίες από παλαιότερους. Στις Τζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια —τώρα σας μιλάω για εποχή από το ‘74-‘75 μέχρι και το ‘80 αλλά και αργότερα— υπήρχαν κάποιοι τύποι οι οποίοι ήταν της παλιάς σχολής, να το πούμε. Μας λέγανε διάφορες συμβουλές με τον τρόπο τους πάντα οι μάγκες, οι ωραίοι μάγκες όμως, με την καλή την έννοια. Όχι γιαλαντζί μάγκες, μάγκες κανονικοί. Εμείς ακούγαμε, μαθαίναμε, βλέπαμε, ανοίγανε τα μάτια μας. Εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα, εμένα… Είχαμε μία παρέα. Ήμασταν γύρω στα τέσσερα πέντε άτομα, και αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια, που μας άρεσε, πηγαίναμε πολύ τακτικά στα μπουζούκια, τον Κυριάκο που σας… το μαγαζί που σας είπα και πριν. Τότε τα μπουζούκια ήτανε κάθε μέρα, κάθε νύχτα μάλλον, εκτός από τη Δευτέρα, από ό,τι, αν θυμάμαι καλά, και γινόταν ο καθιερωμένος τζερτζελές. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο κάναμε: Βάζαμε ποτήρια του νερού ανάποδα, χύναμε ουίσκι από πάνω και βάζαμε φωτιά. Τότε υπήρχανε τα πιάτα. Εκτός απ’ τα λουλούδια που υπάρχουν ακόμα και σήμερα υπήρχαν τα πιάτα, με τα οποία πιάτα γινότανε χαμός. Μια φορά θυμάμαι είχαμε πάει στον ιππόδρομο. Εκεί, λοιπόν, πριν πάμε ένας φίλος τζόκεϊ —ας είναι καλά. Δεν θα αναφέρω το όνομά του για ευνόητους λόγους— καβαλούσε ένα άλογο, το οποίο το είχανε «τραβήξει» πάρα πολλές φορές. Όταν λέμε «το είχανε τραβήξει», για όσους δεν γνωρίζουν, είναι ένας ιπποδρομιακός χαρακτηρισμός, μία ιπποδρομιακή ορολογία. Σημαίνει ότι το άλογο μπορούσε να κερδίσει αλλά δεν θέλανε να κερδίσει ακόμη. Το τραβάγανε, το τραβάγανε, το τραβάγανε ώστε την ημέρα που θα το αφήνανε να μην το έχει παίξει πολύς κόσμος για να πάρουν όλα τα λεφτά. Έτυχε το παιδί που καβάλαγε το άλογο εκείνη τη μέρα να το γνωρίζω. Και μου είπε… Μάλιστα μου ‘δωσε και λεφτά δικά του να του παίξω, γιατί αυτός καβάλαγε, δεν μπορούσε να παίξει. Τελικά, κέρδισε το άλογο. Πήραμε πάρα πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Αυτός πήρε τριπλάσια από μένανε. Και το βράδυ…

Π.Β.:

Πριν πάμε στο βράδυ —συγγνώμη που διακόπτω— θες να μας περιγράψεις ακριβώς πώς το ‘ζησες, τη νίκη αυτού του αλόγου; 

Α.Β.:

Ναι. Ήτανε πολύ, πολύ έντονο. Το θυμάμαι ακόμα και τώρα, διότι ήμουν ένας απ’ τους λίγους που φώναζε μες στον ιππόδρομο, διότι όταν τα άλογα πλησιάζανε στο τέρμα ο κόσμος σηκωνότανε και φώναζε «Έλα ρε αγόρι μου», «Έλα ρε κοπέλα μου» για τις φοράδες κλπ. Εκείνη την ημέρα δεν φωνάξανε και πολύ, γιατί ήτανε λιγάκι outsider το άλογο έως πολύ outsider. Και το άλογο λεγόταν Quo Vadis —εε, Βαρτάνης. Βαρτάνης λεγόταν το άλογο. Quo Vadis ήταν ένα άλλο, το οποίο ήταν άλογο του κεφαλιού που λέμε. Άλογο του κεφαλιού λέμε όταν ένα άλογο είναι γρήγορο και φύγει στο κεφάλι, φύγει μπροστά δηλαδή. Στέγερ λέμε ένα άλογο το οποίο έρχεται με finish. Έφυγε ο Quo Vadis στο κεφάλι κι έκατσε ο Βαρτάνης τέταρτο-πέμπτο άλογο. Και στο ίσωμα, στην ευθεία που λέμε, όταν μπήκανε στην τελική ευθεία να το πούμε έτσι, άρχισε και σήκωσε ο φίλος μου — δεν θα πω το όνομα του είπαμε — το κουρμπάτσι που λέγαμε, το καμουτσί, κι άρχισε και του ‘ρίχνε. Και πάνω στο τέρμα τον πέρασε ο Βαρτάνης τον Quo Vadis. Και φώναζα εγώ. «Quo Vadis και Βαρτάνης!» έλεγε ο Στάθης ο Γαβάκης που ήτανε τότε εκφωνητής «Quo Vadis και Βαρτάνης! Αυτοί οι δύο παλεύουν σκληρά για τη νίκη! Βαρτάνης που περνάει». Λέω «[00:25:00]Παιδιά» στους άλλους εκεί γύρω, αφού έχω πάρει τα λεφτά, «είδατε πώς σκάγανε τα καψούλια στο ίσωμα;». Τα καψούλια στο ίσωμα το λέγαμε όταν ένα άλογο ήτανε λιγάκι φορτωμένο με διάφορα φαρμακάκια για να το βοηθάνε. Λέγαμε ότι σκάνε τα καψούλια στο ίσωμα. Τέλος πάντων, αυτά γίνανε πριν… μιλάμε τώρα πριν σαράντα πέντε χρόνια, αυτή η ιστορία που σας περιγράφω. Στη συνέχεια, λοιπόν, χαρά, πανηγύρια εγώ με το φίλο τον αναβάτη κι άλλα παιδιά και άλλα δύο ακόμα που τα ‘χαμε παίξει μαζί. Και σκεφτήκαμε το βράδυ να πάμε να κάνουμε μία επένδυση. Πού μπορούσαμε να κάνουμε την καλύτερη επένδυση; Πήγαμε στον Κυριάκο, εκεί το μπουζουκάδικο που σας είπα, και τα χρήματα τα οποία είχαμε μαζί μας για εκείνη την εποχή για την ηλικία μας ήτανε πάρα πολλά. Δηλαδή, μπορώ να σας πω ότι μπορούσες, αν τα μαζεύαμε όλοι μαζί, μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο. Τότε το αυτοκίνητο ήτανε μεγάλη δουλειά να τ’ αγοράσεις. Το πρωί, αν μας τίναζες, δεν έπεφτε δίφραγκο και τα πιάτα είχανε φτάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Βέβαια, δεν σας τα λέω αυτά για να με χειροκροτησετε, έτσι; Δεν ήτανε και ό,τι καλύτερο, τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια. Απλά τα αναφέρω έτσι για να περιγράψω, ας πούμε, τι γινόταν εκείνη την εποχή σε αυτή την περιοχή που, τέλος πάντων, μεγάλωσα.

Α.Β.:

Μετά, τέλος πάντων, μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασαν τα χρόνια. Άλλοι φύγανε, πήγανε μετανάστες. Έχω φίλους στην Αυστραλία, στην Αγγλία —από τη γειτονιά εκεί εννοώ. Ένας άλλος φίλος καλός, ο Γιάννης, έφυγε, πήγε στην Κέρκυρα. Ήταν η ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου εκεί λόγω του μέρους, του σημείου που ήταν το χωριό του —ήτανε παραλιακό. Βόρεια Κέρκυρα, Σιδάρι— έκανε κάποιες επιχειρήσεις, τέλος πάντων. Δυστυχώς χάσαμε και φίλους. Και πώς τους χάσαμε; Τους χάσαμε από τις μηχανές, διότι όλοι είχαμε τρέλα με τις μηχανές εκείνη την εποχή. Ακόμα και τώρα, βέβαια, υπάρχει τρέλα στα σημερινά παιδιά. Και θα ήθελα να τα συμβουλέψω να είναι πάρα πολύ προσεκτικά όταν καβαλάνε τη μηχανή. Χάσαμε τέσσερα πέντε άτομα, Θεός σχωρεσ’ τους. Πολλές φορές φύγανε νέοι αυτοί. Άλλος 18, άλλος 20, άλλος 23, άλλος 25. Εν πάση περιπτώσει, χαθήκανε κάποιοι φίλοι. Ο καλύτερος μηχανόβιος που θυμάμαι εγώ ήτανε ο Γιάννης ο Μανίκας ο φίλος μου, του οποίου ο αδερφός του ο Αντώνης έπαιζε στον Πανιώνιο τερματοφύλακας. Είχε ένα VILLA τότε, μία μηχανή cross, την οποία τη σήκωνε στη μία ρόδα από το Πλανητάριο και την κατέβαζε στον Άγιο Σώστη. Ήτανε πολύ καλός. Στη συνέχεια, όταν μεγαλώσαμε, πηγαίναμε και λίγο πιο πέρα από την κλειστή γειτονιά, ας το πούμε. Φτάναμε μέχρι την πλατεία Κύπρου εκεί στην Καλλιθέα. Υπήρχαν κάποιες καφετέριες εκεί στην πλατεία Δαβάκη επίσης. Εκεί υπήρχανε διαφόρων ειδών τύποι. Κυκλοφορούσανε ναρκωτικά. Κυρίως χασίσι υπήρχε εκείνη την εποχή και ηρωίνη, παραμύθα που την λέγανε. Ευτυχώς κάνεις από την παρέα, από τα παιδιά εκεί, ας το πούμε, που ήμασταν γειτόνοι —γειτόνοι, διπλά τα σπίτια μας ο ένας στον άλλον—, δεν έπεσε σ’ αυτό το τριπάκι, ας πούμε. Ίσως γιατί είχανε δει πολλά τα μάτια μας από μικρά παιδιά και το μυαλό μας έπαιρνε στροφές λόγω του ότι… Όχι ότι ήμασταν ιδιαίτερα έξυπνοι, απλά απ’ αυτά που βλέπαμε και ακούγαμε και μαθαίναμε, τέλος πάντων. Μετά περάσαν τα χρόνια. Πήγα φαντάρος στο Ναυτικό. Απολύθηκα. Έκατσα είκοσι έξι μήνες στο Ναυτικό, στο στρατό. Παντρεύτηκα, έκανα κι εγώ παιδιά, τέλος πάντων. Ξεκίνησα να γίνω μηχανικός στα καράβια. Πέρασα στη Σχολή Ασπροπύργου μόλις τελείωσα το Λύκειο. Τα παράτησα. Μετά έκανα διάφορες περιστασιακές δουλειές μέχρι να πάω στο στρατό[00:30:00]. Είχα τελειώσει και το Λύκειο. Και μετά —μην σας φανεί περίεργο— κατέληξα να μπω στην Αστυνομία. Ξεκίνησα από αστυφύλακας, έγινα αξιωματικός. Τώρα πλέον είμαι συνταξιούχος σε μία ηλικία 60 ετών. Έχω κάνει κάποια ταξίδια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Πολλά στο εσωτερικό, λίγα στο εξωτερικό. 

Π.Β.:

Να σου πω, για να μην λέμε, έτσι, σκέτες πληροφορίες, θέλω λίγο να εστιάσουμε —γιατί είπες κάποια πράγματα, έτσι, περιστασιακά αλλά δεν το αναλύσαμε όσο, νομίζω, μπορούμε. Οπότε, θα σε πάω πάλι πίσω εκεί στα χρόνια της εφηβείας, που απ’ ό,τι κατάλαβα ήταν πιο…δημιουργικά! 

Α.Β.:

Για όλους, για όλους! Ναι.

Π.Β.:

Ωραία. Οπότε, πρώτα απ’ όλα θέλω να μου πεις… Μου άρεσε έτσι όπως το έθεσες την ιπποδρομιακή ορολογία. Θέλω να μου πεις ακριβώς τι γινόταν μες στον ιππόδρομο, έτσι, να μου μεταδώσεις σαν να ήμουν εγώ εκεί. Τι συνέβαινε; Αυτό που είπες ότι στήνανε άλογα πώς γινότανε, τι ακριβώς;

Α.Β.:

Μες τον ιππόδρομο γινότανε χαμός, γιατί στον ιππόδρομο των Τζιτζιφιών — σε αντίθεση με τον ιππόδρομο το σημερινό που είναι στο Μαρκόπουλο, που δεν πατάει ψυχή —, ο οποίος ήταν όσο θυμάμαι εγώ τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και είχε μέσα το λιγότερο πέντε χιλιάδες κόσμο τη φορά. Ξαναλέω πάλι, ήταν στο σημείο που είναι το σημερινό Ίδρυμα Νιάρχου. Εκεί… Κοίτα, τα άλογα δεν τα πειράζανε μέσα στον ιππόδρομο. Τα πειράζανε στους στάβλους. Όταν εννοούμε τα πειράζανε, τα φτιάχνανε. Και ο νοών νοείτω. Είτε για μπρος τα φτιάχνανε να ‘ρθούνε είτε για πίσω. Λοιπόν, εκεί υπήρχανε διάφοροι τύποι. Να, θυμάμαι τώρα το φίλο μου το Νίκο τον ψηλό, καλή του ώρα. Δεν ξέρω αν υπάρχει, διότι κάποια στιγμή λόγω του πάθους που είχε με αυτό το παιχνίδι… Όλοι παίζαμε, αλλά δεν ήμασταν και άρρωστοι. Αυτός ήταν άρρωστος. Είχε πάθος. Έμεινε στον δρόμο. Είχε σπίτι, είχε δουλειά και τελικά κατέληξε —και λυπάμαι που το λέω— να κοιμάται στα παγκάκια. Δεν ξέρω αν υπάρχει. Έχω να τον δω πολλά χρόνια. Θυμάμαι αυτός έλεγε κάτι χαρακτηριστικές εκφράσεις, ας το πούμε, όπως θυμάμαι κάνα δυο. Όταν με έβλεπε στον ιππόδρομο με φώναζε. Είχε μία ψιλή φωνή. Και θυμάμαι μου φώναζε: «Τρελέ, τρελέ! Έλα εδώ ρε! Έλα εδώ». Θυμάμαι μια φορά είχε παίξει πολλά λεφτά, γιατί κρατούσε στα χέρια του ένα πάκο χαρτάκια απ’ αυτά που κόβανε στα ταμεία. Και με φώναξε. Εγώ πήγα αργότερα. Αυτός είχε πάει από νωρίς. Και όταν μπαίνοντας μέσα με είδε που ερχόμουνα και με φώναξε. «Τρελέ, έλα να δεις ρε» μου λέει. Του λέω: «Τι είναι, ρε Νικόλα;». «Κοίτα εδώ, ρε», μου λέει, «τι έπαθα» —έτσι μίλαγε. «Τι έπαθες», του λέω, «ρε Νίκο;». Μου λέει: «Έχω μάθει ένα άλογο» —δεν θυμάμαι τώρα ποιο νούμερο ήτανε. Ας πούμε, το 5 νούμερο, το οποίο ήτανε πολύ outsider και πλήρωνε πολλά λεφτά— «και το ‘χω παίξει», μου λέει, «με το 2, με το 7, με το 8, με το 3». Και του λέω: «Ρε Νικολάκη» —και ήρθε με το 1 αυτό, έγινε 5-1 ας πούμε— «με το 1 που ήτανε, με τον άσσο, που ήταν το πρώτο φαβορί, γιατί δεν το έπαιξες;». Και μου απαντάει —συγγνώμη για τη φράση: «Μαλάκας είμαι να το πιάσω;». Όλο τέτοια έλεγε. Μας έλεγε, ξέρω ‘γω: «Ρε σεις, τι γκίνια έχουμε ρε; Κρυφτό με τυφλούς να παίξουμε θα μας βρούνε!». Ένα άλλο που έλεγε πάλι: «Βαλσαμωμένο πουλί να μας δώσουνε θα πετάξει». Υπήρχανε διάφοροι τύποι μες στον ιππόδρομο σαν κι αυτόν, οι οποίοι λέγανε διάφορα. Ο ένας πείραζε τον άλλονε, άκουγες διάφορα. Μια φορά θυμάμαι —μακάβριο βέβαια αλλά θα το πω. Θυμάμαι μια φορά είναι ένας… Έκανε πολύ κρύο εκείνη τη μέρα, πολύ κρύο. Είχαμε μαζευτεί όλοι πάνω στην κερκίδα, ας το πούμε, κι ήταν ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας τότε. Εμείς ήμασταν, ξέρω ‘γώ, 16-17 χρονών, 15, δεν θυμάμαι, 16. Αυτός πρέπει να ήτανε εξηνταπεντάρης εβδομηντάρης. Και κάποια στιγμή, λοιπόν ο άνθρωπος [00:35:00]—το θυμάμαι και γελάω αλλά δεν είναι… Είναι και για γέλια και για κλάματα—, θυμάμαι, όπως καθόταν ήταν τελειωμένος, ας το πούμε. Ήτανε… Φορούσε ένα παλτό αλλά ήταν λερωμένος. Ήταν, έτσι, ψιλο-ρακένδυτος, ας πούμε. Και κάποια στιγμή, λοιπόν, εξαιτίας του κρύου —μπορεί να είχε και προβλήματα υγείας, δεν ξέρω— εκεί που καθότανε με τα χαρτιά στο χέρι έμεινε κόκκαλο. Τρέξανε όλοι: «Ρε παιδιά! Ο άνθρωπος, ο άνθρωπος!». Βέβαια, ήταν και κάνα δυο να μην πω τι οι οποίοι φωνάζαν «Ρε παιδιά! Τον άνθρωπο, τον άνθρωπο!» και κοιτούσαν να το ανοίξουνε το χέρι να του πάρουνε τα χαρτάκια. Τέλος πάντων, έβλεπες πολλά τραγικά εκεί μέσα. Θυμάμαι εγώ, ας πούμε, πολλές φορές γυναίκες που μπαίνανε μέσα και ψάχνανε τους άντρες τους. Γινόντουσαν καυγάδες μέσα στον Ιππόδρομο. «Έπαιξες το σπίτι σου, έπαιξες το αμάξι σου, έπαιξες το μαγαζί σου, το μισθό σου». Γινόντουσαν κωμικοτραγικά περιστατικά εκεί μέσα. Τέλος πάντων, εντάξει, δεν είναι και ό,τι καλύτερο, δεν… και ούτε το λέω με καμάρι που πήγαινα εκεί. Τώρα, βέβαια, έχω να πάω είκοσι πέντε χρόνια.

Α.Β.:

Και τέλος πάντων, στις Τζιτζιφιές επίσης θέλω να σας πω ότι… Ξέχασα να σας πω ότι υπήρχαν πολλά καφενεία: του Τακούνα, του Μαυρόπουλου. Μετά άνοιξε ο Τάκατούκας. Υπήρχε μία ταβέρνα, του Κίνοπουλου, με του οποίου τα παιδιά ήμασταν και φίλοι, κάτω στην πλατεία στις Τζιτζιφιές, στη Ravenna εκεί δίπλα. Αν θυμάμαι καλά, ήτανε μία πιτσαρία που λεγότανε Ravenna, αν θυμάμαι καλά. Και εκεί γινότανε καλό γλέντι κάθε βράδυ. Υπήρχανε μπαράκια με γυναίκες όπως του Τζέση κάτω στις Τζιτζιφιές, του συγχωρεμένου του Τζέση. Και γενικά στις Τζιτζιφιές έβλεπες διαφόρων λογιών ανθρώπους, και στα μπουζούκια και στις ταβέρνες. Μπαρμπούτι πολύ στα καφενεία, ζάρια πολύ, πολύ. Πολύ μπαρμπούτι, πολύ μπαρμπούτι στα καφενεία. Και μια φορά θυμάμαι είχε ένα καφενείο ένας φίλος μας εκεί στην οδό Σόλωνος, χαμηλά Τζιτζιφιές, ο Βασίλης. Και πηγαίναμε εκεί, παίζαμε κάνα χαρτί, περνάγαμε την ώρα μας, γινότανε τζερτζελές. Εκεί, λοιπόν, πήγαινε κι αυτός ο φίλος μου που σας είπα με τη λεπτή φωνή, που έλεγε ότι κρυφτό με τυφλούς να παίξουμε θα μας βρουν, ο Νίκος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ είμαστε στο καφενείο έρχεται μία κοπέλα, η οποία πρέπει να είχε δεσμό με το Νίκο, σχέση, δεν ξέρω τώρα τι είχε. Και κάθεται έξω απ’ το καφενείο. Αυτός με το που την βλέπει αλλάζει χρώμα και βγαίνει έξω. Αρχίζουν και διαπληκτίζονται έξω απ’ το καφενείο, «που σου ‘δωσα τα λεφτά και τα έπαιξες στον ιππόδρομο» κι «Είσαι ένας χαμένος» κι «Είσαι ένας ποίξε» κι «Είσαι ένας δείξε» και «Τι θα γίνει; Πού θα πάει αυτή η δουλειά;» και «Χωρίζουμε» κι αυτά. «Όχι», της έλεγε αυτός, «Δεν είναι έτσι. Ποιος τα ‘πε αυτά τα πράγματα;». Όπως, λοιπόν, μαλώνανε ερχόταν ένας φίλος άλλος ο οποίος μας ήξερε και τον ξέραμε, παιδικοί φίλοι. Ο Παύλος, ο Παυλάκης τονε φωνάζαμε. Παυλάκη τονε φωνάζαμε. Και ο Νίκος θέλοντας να πείσει την κοπέλα ότι δεν παίζει ιππόδρομο —βέβαια, να πούμε ότι ήταν πιο πολλές ώρες στον ιππόδρομο παρά στο σπίτι του—, τέλος πάντων, θέλοντας να πείσει την κοπέλα τού λέει «Έλα εδώ, ρε Παυλάκη», του λέει. «Έλα ρε Νίκο. Τι κάνεις; Καλά είσαι;». «Για πες», λέει, «στην κυρία εδώ. Παίζω εγώ ιππόδρομο;». Του λέει, του λέει ο άλλος —τι να πει τώρα ο άλλος;—, λέει: «Όχι, ρε Νίκο», λέει, «Τι ιππόδρομο να παίξεις; Εσύ δεν παίζεις ιππόδρομο». «Όχι, ρε Παυλάκη», του λέει, «πες την αλήθεια». «Δεν παίζεις, ρε Νίκο», του λέει «ιππόδρομο». «Παυλάκη, θέλω λέει να είσαι εντάξει απέναντι στην κοπέλα, να ξέρει η κοπέλα όλα. Παίζω εγώ ιππόδρομο;». Σου λέει ο άλλος: «Με ρωτάει μια, με ρωτάει δυο, ξέρω ‘γω»… Του λέει, του λέει ο άλλος, ο Παυλάκης, «Ε, πού και πού». Γυρνάει ο άλλος και του λέει: «Εγώ, ρε μαλάκα;». Γυρνάει η άλλη και του λέει: «Τέρμα, χωρίζουμε». «Τι μου ‘κανες;», του ‘λεγε μετά, «Τι μου ’κανες; Αυτή», λέει, «δουλεύει νοσοκόμα! Παίρνει τόσα λεφτά το μήνα. Εγώ», λέει, «τώρα τι θα κάνω;» και κάτι τέτοια. Εντάξει, τώρα βέβαια αυτά δεν είναι και… Τέλος πάντων, θέλω να σου πω ότι γινόντουσαν διάφορες τέτοιες φάσεις για γέλια και για κλάματα.

Α.Β.:

Είχαμε κι έναν φιλαράκο ο οποίος είχε τσακωθεί με την αλήθεια. Να φανταστείτε μας είπε μια φορά… Έλεγε διάφορα ψέματα. Ε[00:40:00], τον πειράζαμε εμείς για να μας λέει, να γελάμε. Ήταν βέβαια και ένας, ο Βαγγέλης, ο οποίος δεν ζει τώρα, ο όποιος του ‘λεγε ότι… είχε καταντήσει αηδία με αυτά που λέει. Να φανταστείτε ένα ψέμα τώρα: Ήτανε, λέει, καλοκαίρι κι έχει πάει με δύο φίλους του για μπάνιο στην πλαζ της Βούλας. Απ’ τις Τζιτζιφιές πήγε στη Βούλα για να κάνει στην πλαζ εκεί μπάνιο. Τέλος πάντων, νοικιάσαν από ένα κανό ο καθένας, τρία κανό, και ανοιχτήκανε με τα κανό. Φυσούσε, λέει, εκείνη την ημέρα και τους παρασέρνει λέει ο αέρας με τα κανό και τους βγάζει στον ισθμό της Κορίνθου! Και δεν φτάνει αυτό. Κάνανε, λέει, κόντρα τον ισθμό ποιος θα περάσει πρώτος και ερχόταν ένα σκάφος από την άλλη μεριά και τον ανεβάσαν επάνω κι ότι ήταν κάτι ωραίες γυναίκες και, τέλος πάντων, καταλαβαίνετε. Και όλο κάτι τέτοια μάς έλεγε. Μετά πήγε φαντάρος στους αλεξιπτωτιστές. Εκεί να δεις τι έγινε. Με τους Αμερικάνους, με τα κουτάκια, με τους κύκλους, ότι ήτανε με τη γυναίκα του διοικητή, και «Τι άντρας είσαι εσύ» του λέγανε και κάτι τέτοια. Μια φορά ήμασταν έξω από κάτι μπιλιάρδα, του συγχωρεμένου του Σάββα. Ήταν ένα απ’ τα παιδιά που σας είπα προηγουμένως που το χάσαμε από τροχαίο με μηχανή, με μοτοσυκλέτα. Και είναι ένα παλικάρι εκεί απ’ έξω, ο οποίος ήταν κι αυτός αλεξιπτωτιστής. Δεν ήτανε της γειτονιάς το παιδί, απλά είχε έρθει εκεί στα μπιλιάρδα. Και να ο Μιχάλης, σκάει μύτη και του λέει… Του λέμε εμείς με το που ερχόταν ο Μιχάλης —τον είδαμε ότι ερχόταν κουνιστός και λυγιστός— του παιδιού αυτουνού: «Να, κι ο φίλος εδώ είναι στα αλεξίπτωτα». Πλησίασε ο Μιχάλης. Του λέει αυτός —αυτός κόντευε ν’ απολυθεί, αυτός ήθελε ν’ απολυθεί κάνα-δυο μήνες το παιδί το άλλο. Ο Μιχάλης ήταν ότι που είχε πάει φαντάρος, είχε δυο τρεις μήνες. Και του λέει αυτός —δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε: «Ρε Μιχάλη, πόσες πτώσεις έχεις κάνει; Πόσα άλματα έχεις κάνει;», δηλαδή απ’ τ’ αεροπλάνο με το αλεξίπτωτο. Του λέει ο Μιχάλης «Εκατόν είκοσι εφτά», ξέρω ‘γώ. Του είπε κάτι τέτοιο. «Τι;», του λέει ο άλλος. «Εγώ, του λέει, «ρε φίλε, απολύομαι κι έχω κάνει είκοσι δύο», του λέει. Τέλος πάντων, κάτι τέτοια. Μια φορά θυμάμαι… Α, με το Μιχάλη πάλι θα σας πω ένα άλλο. Ερχότανε κι αυτός στον Κυριάκο. Αυτός, εντάξει, φτωχά παιδιά, ας πούμε… Τέλος πάντων, είχε βρει μια γούνα ο Μιχάλης αντρικιά, ας το πούμε έτσι. Τότε βέβαια γούνες δεν φόραγαν οι άντρες, αλλά ο Μιχάλης την φόραγε. Ήτανε και χοντρός και με τη γούνα ήταν σαν αρκούδα. Τέλος πάντων, ο Μιχάλης είχε ένα παπάκι ο άνθρωπος —καλό παιδί, όμως, έτσι; Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Είχε ένα παπάκι, όποτε πηγαίναμε στα μπουζούκια. Αφήναμε το παπί 200 μέτρα πιο κάτω, γιατί το έπαιζε εκεί ότι ήτανε ο λεφτάς. Έσκαγε μύτη με τη γούνα. Μπαίναμε μέσα στο μαγαζί. Όσοι τον ξέρανε γελάγανε. Άνάβε κι ένα πούρο. Κι ένα βράδυ θυμάμαι —γιατί και με τους τραγουδιστές εκεί τα παιδιά που… το συγχωρεμένο το Βασίλη το Σταχτέα, το συγχωρεμένο τον Πρίγκιπα, το Δερμιτζάκη το Γιώργο— τραγουδάει ο Δερμιτζάκης και τον έχει φάει ο Μιχάλης «Ρε φίλε, πες μας, ρε Πρίγκιπα» — Πρίγκιπα τον λέγαμε τον Γιώργο, τον τραγουδιστή, παρατσούκλι ας το πούμε—, του λέει, «Μάγισσες Φέρτε Βότανα, Μάγισσες Φέρτε Βότανα». Τον είχε τρελάνει. Του λέει: «Άντε, ρε Μιχάλη», του λέει, «να στο πω». Σηκώνεται ο Μιχάλης. Καθόμασταν πρώτο τραπέζι, το τραπέζι μας δηλαδή ακουμπούσε στην πίστα, ας το πούμε. Κι όπως χορεύει ο Μιχάλης —σηκώνεται να χορέψει μια ζεμπεκιά— τότε, όπως σας είπα, κάτω πιάτα, σαμπάνιες, λουλούδια, γλιστρούσε η πίστα. Τρώει μια γλίστρα και κατά λάθος κάνει σπαγγάτο! Ανοίξαν τα πόδια του. Τον σηκώσανε, τον ακουμπήσαν στο τραπέζι κι απ’ τον πόνο ο Μιχάλης, ο μισός λιποθύμησε. Μισός ήταν απάνω στο τραπέζι κι ο μισός στην πίστα! Μας πιάσανε εμάς τα γέλια. Δεν μπορούσαμε! Ήμασταν αγόρια, κορίτσια, μεγάλη παρέα, καμιά δεκαριά άτομα. Και μας πιάσαν τα γέλια. Εν τω μεταξύ, από πίσω απ’ το δικό μας το τραπέζι καθότανε, ήτανε δύο ζευγάρια, δυο παιδιά, δυο κύριοι με δύο κυρίες, ας πούμε. Κι η γυναίκα λέει, η μία η γυναίκα βλέποντας τον Μιχάλη αυτό που έπαθε, σηκώνεται απάνω: «Ρε παιδιά», λέει, «το παιδί! Ρε γρήγορα! Ρε κάτι έπαθε». Οπότε, εμείς, επειδή τον ξέραμε το Μιχάλη, σηκώνεται ένας από την παρέα και της λέει: «Άσε μας», λέει, «κυρία μου, με τον πούστη», λέει «και μας έχει τρελάνει εδώ πέρα! Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια». Λοιπόν, ναι. Τέλος πάντων, μ’ αυτά και με αυτά περάσαν τα χρόνια. Γίναμε γονείς.[00:45:00] Δόξα σοι ο Θεός, τα παιδιά μας είναι καλά. Γίνανε καλοί άνθρωποι στην κοινωνία, χρήσιμοι. Εμείς είμαστε τώρα πλέον συνταξιούχοι. Τα θυμόμαστε και γελάμε. Καθόμαστε στο σπίτι πια. Αν πιούμε κάνα καφεδάκι, κάνα αυτό… Δεν έχει τέτοια πράγματα πια. Τελειώσανε.

Α.Β.:

Απλά τώρα έχω μετακομίσει, βέβαια. Έχουμε φύγει απ’ τις Τζιτζιφιές. Εγώ τώρα μένω εδώ στη Βάρη. Έχω και τη θάλασσα κοντά. Το καλοκαίρι είμαστε κάθε μέρα για μπάνιο, γιατί είναι κοντά. Και τέλος πάντων, μ’ αυτά και μ’ αυτά περάσαν τα χρόνια και τώρα τα θυμόμαστε σαν παλιές αναμνήσεις και γελάμε. Βέβαια, όχι ότι κάναμε και τίποτα το ιδιαίτερο στη ζωή μας, απλά ήτανε κάποια… Η ζωή τότε ήτανε διαφορετική, δηλαδή ήτανε πιο γνήσια, πιο γνήσια. Οι άνθρωποι ήταν πιο ξάστεροι, πιο καθρεφτάτοι, να το πω έτσι. Τώρα τα πράγματα λίγο έχουνε γίνει περίπλοκα και πολύπλοκα. Τότε μπορεί να μην ήτανε, ας πούμε… να μην είχαμε τις δυνατότητες που έχουμε σήμερα, την πολυτέλεια που έχουμε σήμερα, αλλά είχαμε άλλα πράγματα τα οποία σήμερα δεν υπάρχουνε. Υπήρχε το φιλότιμο, υπήρχε η αξιοπρέπεια, υπήρχε η φιλία, υπήρχε η ντομπροσύνη. Εγώ αυτά που σας είπα, που σας λέω τα βλέπω τώρα και έχουνε ξεθωριάσει πάρα πολύ. Τέλος πάντων, πολιτισμός, βλέπεις. Και ο Θεός να μας έχει καλά κι εσάς κι εμάς. Δεν θέλω, δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, εκτός αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι. 

Π.Β.:

Ναι, αμέ. Θα ρωτήσω εγώ τώρα. 

Α.Β.:

Ναι.

Π.Β.:

Λοιπόν, πρώτον, επειδή δεν το άκουσα και περίμενα να τ’ ακούσω—

Α.Β.:

Ναι.

Π.Β.:

έτσι, είτε στις γειτονιές είτε στα μπουζουκάδικα, στους ιπποδρόμους, έτσι, αυτά είναι μέρη πολυσύνθετα. Τίποτα καυγάδες δεν γινόντουσαν;

Α.Β.:

Κάθε βράδυ.

Π.Β.:

Θες να μας πεις καυγάδες, έτσι, έντονους που έζησες είτε στις καφετέριες, που λες εκεί στην Πλατεία Κύπρου που ήτανε;

Α.Β.:

Κάθε βράδυ... Κοίταξε να δεις, για ασήμαντες αφορμές. Για μια κοπέλα, για μια μηχανή, για μια κουβέντα αρπαζόμασταν. Πέφτανε κάτι κλωτσές, πέφτανε κάτι μπουνιές, πέφτανε κάτι σφαλιάρες. Συχνά γινόταν. Συχνά, —συχνά… ε, εντάξει. Αρκετές φορές. Τώρα, βέβαια, στα μπουζούκια ο άλλος είχε πιει, ήθελε να το παίξει άντρας, παρεξηγιόταν τάχα μου γιατί τον κοίταξε ο άλλος στραβά ή γιατί είπε μία κουβέντα ή γιατί σηκώθηκε να χορέψει αυτός και τον έσπρωξε ο άλλος. Στον ιππόδρομο, ας πούμε, καμιά φορά επειδή γινόντουσαν αγοραπωλησίες μέσα στον ιππόδρομο στοιχημάτων, ας το πούμε, και κάτι τέτοια, κι εκεί γινόντουσαν καυγάδες. Άλλος είχε πάρει δανεικά απ’ τον άλλο, δεν του τα ’δίνε, ξέρω ‘γώ, κάτι τέτοια. Δεν υπήρχανε ιδιαίτερες, ας πούμε, διαφορές. Οι διαφορές, το 90% να μην σας πω και παραπάνω, ήτανε της στιγμής, είτε επειδή ο άλλος ήτανε μεθυσμένος είτε επειδή τα ‘χε χάσει είτε επειδή τον είχε πουλήσει η γκόμενα ή δεν ξέρω γιατί στραβοκοιμήθηκε. Τέτοιους καυγάδες. Αλλά καυγάδες με τα χέρια. Αντρίκιοι καυγάδες. Δεν υπήρχανε μπιστόλια και κουμπούρια και τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχαν.  Εντάξει, βέβαια οι μεγαλύτεροι, οι οποίοι ήτανε… Θυμάμαι ήταν ένα μαγαζί στη Λεωφόρο Θησέως, χαμηλά προς τις Τζιτζιφιές, λίγο πριν μπούμε στην Ποσειδώνος. Ήτανε… Η Νοσταλγία λεγότανε —τώρα έχει γίνει πολυκατοικία εκεί—, η Νοσταλγία, που τραγούδησε ο Σπύρος Ζαγοραίος. Τότε όλα τα μπουζουκάδικα πρέπει να σας πω ότι ήταν γεμάτα, και τις καθημερινές ακόμη. Και εκεί πέφτανε κάτι ψιλές. Όχι ότι στ’ άλλα δεν πέφτανε, αλλά εκεί ήτανε λιγάκι παραπάνω. Εντάξει, το προσέχανε το μαγαζί. Ήτανε κάποιοι τύποι οι οποίοι, ας πούμε —ήταν οι μπράβοι του μαγαζιού, να το πούμε έτσι—, προσέχανε το μαγαζί. Δεν υπήρχανε μπιστόλια τότε. Ό,τι γινότανε γινότανε με τα χέρια. Μπορεί να ήτανε κανένας, να είχε κανά μαχαίρι απάνω και κάτι τέτοια. Δηλαδή, αν γινότανε κανένα μαχαίρωμα, ας πούμε, ακουγότανε για έναν μήνα σε όλη την Ελλάδα. Ήταν σπάνια πράγματα. Τώρα αυτά τα βλέπουμε κάθε βράδυ[00:50:00]. Και ξέρετε γιατί γίνεται κάθε βράδυ με μαχαίρια και μπιστόλια; Γιατί έχει χαθεί η παλικαριά. Ο άλλος δεν έχει τα κότσια να παλέψει με τα χέρια. Βγάζει ένα μπιστόλι και τελείωσε. Εν τω μεταξύ, έχουν μαζευτεί και πάρα πολλοί αλλοδαποί στη νύχτα. Τώρα, βέβαια, για μένα η νύχτα έχει τελειώσει. Δεν είναι νύχτα αυτή με την καλή την έννοια όπως την ζήσαμε εμείς. Έχουνε μαζευτεί κάτι περίεργοι τύποι από διάφορες χώρες του κόσμου, οι οποίοι κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια τους και τι είχανε κάνει στις χώρες τους. Και γι’ αυτό βλέπουμε και γίνονται όλα αυτά που γίνονται. Μέχρι εδώ. Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο σ’ αυτό. 

Π.Β.:

Εντάξει. Μόνο, εσύ ένιωσες ποτέ ή σκέφτηκες εκ των υστέρων ότι κινδύνεψες πραγματικά; Έγινε, δηλαδή, κανένας καυγάς που να ‘νιωσες ότι κινδύνευσες;

Α.Β.:

Κοίταξε να δεις. Όχι. Δεν μπορώ να πω ότι σε κάνα καυγά… να πω ότι κινδύνεψα. Κινδύνεψα… εντάξει. Ερχόμασταν στα χέρια, ας πούμε, με όποιον κίνδυνο υπάρχει σε αυτό. Δηλαδή, μπορεί ο άλλος να ‘παιρνε μία καρέκλα να στην έσκαγε το κεφάλι, να σου άνοιγε το κεφάλι, ξέρω ‘γώ, ή ένα μπουκάλι, ξέρω ‘γω, από ένα τραπέζι να σε τρυπήσει. Όχι, δεν ένιωσα ότι κινδύνεψα ιδιαίτερα. Ένιωσα ότι κινδύνεψα με τις μηχανές. Πολλές φορές έχω κινδυνέψει με μηχανή. Παρόλο που δεν είχα δικιά μου μηχανή, έπαιρνα απ’ τους φίλους μου συνέχεια. Εκεί έχω κινδυνεύσει να χτυπήσω, ας πούμε. Άλλες φορές… Θυμάμαι μια φορά ήμουνα με μια κοπέλα μ’ ένα cross μηχανάκι, μοτοκούζι. Και ενώ πηγαίναμε ωραία και καλά ξαφνικά υποχώρησε το έδαφος, γιατί υπήρχε ένας λάκκος μπροστά ο οποίος δεν φαινότανε, παράδειγμα. Δεν χτυπήσαμε ευτυχώς για λίγο. Και κάτι τέτοια. Δεν κινδύνεψα. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι κινδύνεψα ιδιαίτερα στους καυγάδες, στα μπουζούκια, ξέρω ‘γώ, ή κάπου αλλού. Στη μπάλα καμιά φορά πλακωνόμασταν μεταξύ μας, μεταξύ μας εννοώ με την άλλη ομάδα. Εντάξει, μας χωρίζανε αυτά τα συνηθισμένα. Τώρα δεν έχει…Τότε δεν ήτανε τα πράγματα έτσι, ήταν αλλιώς. Δηλαδή μπορεί να τσακωνόσουν με κάποιον και σε μία ώρα να ‘σουνα φίλος, γιατί δεν είχανε… Οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, οι καυγάδες, οι αιτίες που γινόντουσαν οι καυγάδες δεν ήταν σοβαρές. Ήτανε είτε επειδή ο άλλος είχε μεθύσει είτε επειδή, ξέρω ‘γώ, νόμιζε ότι του πειράζεις την κοπέλα ή δεν ξέρω. Κάτι τέτοια, ας πούμε. Ή ότι είπες μία κουβέντα και τον πρόσβαλες και κάτι τέτοια. Δεν ήτανε διάφορες, ας πούμε, του θανατά που λέμε. Σπάνια να υπήρχε κάτι τέτοιο. Αυτά.

Π.Β.:

Ωραία. Λοιπόν, έχω και μία τελευταία ερώτηση.

Α.Β.:

Μάλιστα. 

Π.Β.:

Θέλεις λίγο να μου πεις αυτό που περιέγραψες, το καλοκαίρι που κοιμόσασταν στα μπαλκόνια κι αυτά—

Α.Β.:

Ναι. 

Π.Β.:

ποια ήταν η γειτονιά;

Α.Β.:

Ναι.

Π.Β.:

Θέλεις να μου πεις, έτσι, λίγο η παρέα πώς αλληλοεπιδρούσε στη γειτονιά, δηλαδή τρία τέσσερα σκηνικά να μας πεις, έτσι, μεταξύ φίλων; Ή αστεία σκηνικά ή σκηνικά που σου έχουνε μείνει, τα ‘χεις ζήσει έντονα.

Α.Β.:

Εντάξει, έντονα… Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα σκηνικά. Θυμάμαι, ας πούμε, μία μέρα παίζαμε πετροπόλεμο ξέρω ‘γώ. Εκεί, όταν γκρεμίστηκε… πριν γίνει η Interamerican, στο χώρο εκεί που είναι τώρα η σημερινή Interamerican, το μέγαρο, υπήρχε ένα παλιό εργοστάσιο το οποίο είχε κλείσει. Μην φανταστείτε… Εργοστάσιο όταν λέμε, ένα κτίριο… Εντάξει, να ‘τανε, ξέρω ‘γώ, 500 τετραγωνικά, ένα παλιό με κεραμίδι από πάνω. Μη φανταστείτε κάνα εργοστάσιο με μηχανήματα και τέτοια. Απ’ έξω ήτανε μια παλιά Chevrolet, την οποία μπαίναμε μέσα και κάναμε ότι οδηγάμε, εγκαταλελειμμένη. Και κάποια στιγμή το γκρεμίσανε το εργοστάσιο αυτό. Πήρανε και τη Chevrolet κι έγινε οικόπεδο εκεί. Δεν υπήρχε πλέον τίποτα. Ήταν χώμα κάτω πριν χτιστεί η Interamerican. Μεγάλο οικόπεδο. Και παίζαμε μπάλα, ας πούμε, και διάφορα άλλα παιχνίδια. Τζάνι παίζαμε. Το τζάνι ήτανε… Πηγαίναμε στο περίπτερο του φίλου μου που σας είπα προηγουμένως, κάναμε δεκάρικα και παίζαμε στο ντουβάρι ποιος θα φέρει πιο κοντά το δεκάρικο. Και μετά τα ρολάραμε ποιος θα πάρει τα δεκάρικα. Δεκάρικα εννοώ κέρματα, δεκάδραχμα. Τέλος πάντων, μια μέρα παίζουμε εκεί στο οικόπεδο που σας λέω. Παίζαμε πετροπόλεμο. Και ήταν ένας τύπος, ο Βαγγέλης —καλή του ώρα. Καλό παιδί, πολύ καλό παιδί και καλό φιλαράκι—, ο Βούγγος που τονε φωνάζαμε. Και όπως παίζαμε, τώρα… Είχαμε χωριστεί σε ομάδες[00:55:00] και πέταγε πέτρες ο ένας στον άλλο. Τρώει ο Βαγγέλης μια πέτρα στο κεφάλι. Εκείνη την ώρα δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά μετά από, ξέρω ‘γώ, δυο τρία λεπτά πέντε άρχισε το κεφάλι του και έτρεχε αίμα. Και του λέει ένας άλλος από αυτούς που παίζαμε εκεί, παιδί της γειτονιάς κι αυτός: «Ρε Βούγγο», του λέει, «το κεφάλι σου ρε», του λέει, «έχει ματώσει! Τρέχεις αίματα». Κάνει μία έτσι το χέρι του. Βλέπει τα αίματα και λέει «Μάνα, με φάγανε» και πέφτει ξερός! Είδαμε και πάθαμε να τον συνεφέρουμε. Τον πήγαμε στο σπίτι. Η μάνα του άρχισε και στρίγγλιζε, η συγχωρεμένη η μάνα του. Καλή κυρία, πολύ καλή, εκεί της γειτονιάς. Και φοβήθηκε η γυναίκα. Άρχισε και στρίγγλιζε, να πούμε. «Μάνα, με φάγανε» φώναζε αυτός, κάτι τέτοια. Δηλαδή, εντάξει δεν… Άλλη μια φορά θυμάμαι… Θυμάμαι άλλη μία φορά έχει φύγει η αδερφή μου από το σπίτι να πάει στο σπίτι της φίλης της, της Γωγώς. Τώρα, μην φανταστείτε. 100 μέτρα, 150 μέτρα απόσταση. Ο αδερφός της Γωγώς ήταν ο Παυλάκης που σας είπα, που τον είδε ο άλλος έξω από το καφενείο στο δρόμο και του λέει «Αν παίζω εγώ ιππόδρομο» και λέει «Όχι». Λοιπόν, και από κάτω —τώρα, καλοκαίρι. Ήταν η ώρα 21:00-22:00 η ώρα το βράδυ— από κάτω πούστηδες, γαμπροί από κάτω, ξέρω ‘γω τραβεστί, τέτοια… Γινότανε χαμός. Κάποια στιγμή, λοιπόν, φεύγει η Χαρούλα η αδερφή μου από τη φίλη της τη Γωγώ να έρθει στο σπίτι. Είχε νυχτώσει. Αργούσε η Χαρούλα να έρθει. Η μάνα μου πανικοβλήθηκε. Παίρνει τηλέφωνο το… Άκουσε κάτι στριγκλιές από κάτω και νόμιζε ότι ήταν η αδερφή μου, αλλά δεν ήταν η αδερφή μου τελικά. Εκεί απ’ τη γωνία, ας πούμε. Και παίρνει τηλέφωνο τον Παυλάκη —γιατί εγώ δεν ήμουνα εκεί στο σπίτι—και του λέει, τον αδερφό της Γωγώς, λέει: «Τρέξε γρήγορα», του λέει, «κάτι έπαθε η Χαρούλα!». Αυτός από τη φούρια του έφυγε, φορούσε ένα φανελάκι και το σώβρακο, και έφυγε έτσι όπως ήτανε με τις παντόφλες. Εν τω μεταξύ, επειδή είχε μυωπία πολλή και δεν έβλεπε, δεν είχε τα γυαλιά μαζί και πάει σε ένα αμάξι και σκύβει και βλέπει μέσα. Κι ανοίγει ο άλλος την πόρτα και του λέει «Τι θες, ρε ανώμαλε;», του λέει, γιατί ήταν με το σώβρακο ο Παυλάκης. Τέλος πάντων, κάτι τέτοια κωμικοτραγικά γινόντουσαν εκείνα τα χρόνια. Τώρα, ίσως σας φαίνονται περίεργα, ίσως δεν σας ενδιαφέρουν, ίσως δεν τα θεωρείτε σημαντικά. Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Δεν ξέρω. Αλλά, εμάς η ζωή μας αυτή ήτανε. Αυτά έχουμε να θυμόμαστε, μ’ αυτά μεγαλώσαμε. Θυμάμαι, όμως, και τα άλλα, ότι όταν πάθαινε κάποιος κάτι τρέχανε όλοι να βοηθήσουνε, είτε αυτός ήτανε μεγάλος είτε αυτός ήτανε μικρός. Και με τα λίγα μέσα που διέθετε ο καθένας εκείνη την εποχή και οικονομικά και ό,τι άλλο υπήρχε, τέλος πάντων, προσπαθούσε να βοηθήσει τον άλλον. Βέβαια, καυγάδες υπήρχαν μεταξύ των γειτόνων, εντάξει, αλλά παροδικά πράγματα, επιφανειακά. Όχι άσχημα περιστατικά, ας το πούμε. Αυτά.

Π.Β.:

Ωραία, ευχαριστούμε πολύ. Τέλος της συνέντευξης.