© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο «Δράκος» του Σέιχ Σου

Κωδικός Ιστορίας
11369
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Λογοθέτης (Κ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/05/2022
Ερευνητής/τρια
Ιάσονας Νεστορίδης (Ι.Ν.)

[00:00:00]

Ι.Ν.:

Είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας, είμαστε με τον κύριο Λογοθέτη Κωνσταντίνο στη Θεσσαλονίκη και έχουμε 18/05/2022. Κύριε Λογοθέτη καλησπέρα. 

Κ.Λ.:

Καλησπέρα, καλησπέρα. 

Ι.Ν.:

Θα θέλατε να ξεκινήσουμε; 

Κ.Λ.:

Ναι, ναι, όποτε θέλετε. 

Ι.Ν.:

Θέλετε να μας μιλήσετε για την έρευνα που έχετε κάνει πάνω στην υπόθεση σχετικά με το δράκο του Σέιχ Σου; 

Κ.Λ.:

Ναι, ναι. Αυτή ήταν μια μεγάλη έρευνα, αλλά θα μου επιτρέψετε μία εξαρχής διόρθωση. Είναι λάθος να τον αποκαλούμε "δράκο", γιατί στο γραπτό λόγο βέβαια βάζουμε τα εισαγωγικά και φαίνεται ότι δεν το εννοούμε, αλλά στον προφορικό λόγο είναι λάθος να τον λέμε δράκο, παρότι επεκράτησε, δηλαδή εσείς ευλόγως τον χαρακτηρίσατε δράκο, γιατί όπως θα δούμε και στη συνέχεια τώρα στη συνομιλία μας, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι ήτανε ο δράκος του Σέιχ Σου. Με άλλα λόγια, ακόμα πιο απλά, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι είναι αυτός ο οποίος τέλεσε τα φρικαλέα εκείνα εγκλήματα, τα οποία είχαν αναστατώσει τότε τη Θεσσαλονίκη. Εν πάση όμως περιπτώσει, αυτό είναι μια λεκτική διόρθωση, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία όσο η ουσία αυτών που θα πούμε τώρα. Τα χρόνια εκείνα, τη δεκαετία δηλαδή, από το ‘55 και μετά μέχρι το ‘63, η Θεσσαλονίκη αναστατώθηκε από τρομακτικά εγκλήματα, βίαια, τα οποία συνήθως περιελάμβαναν σεξουαλική κακοποίηση, βία σωματική και εκτέλεση τελικά των θυμάτων. Ελάχιστα θύματα, ίσως δύο, από ό,τι θυμάμαι, διασώθηκαν μόνο με τραύματα και επέζησαν. Τα τρομακτικά αυτά εγκλήματα κάποια στιγμή γινόταν και μες στη Θεσσαλονίκη, ενώ άρχισαν από τον περιαστικό χώρο του δάσους του Σέιχ Σου, κάποια στιγμή άρχισαν να γίνονται και μες στη Θεσσαλονίκη. Και συγκεκριμένα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, το Δημοτικό Νοσοκομείο. Αυτό είχε ως συνέπεια ο αρχικός φόβος των Θεσσαλονικέων, ο εύλογος βέβαια, να μεταβληθεί σε πανικό, σε τυφλό πανικό. Με το απίστευτο, με την απίστευτη εικόνα που έκτοτε εγώ δεν την ξαναείδα σε καμιά πόλη της Ελλάδος, να έρχεται 5:00-5:30 ώρα, 6:00 το απόγευμα και να νεκρώνεται η αγορά, να κλείνουν τα πάντα, με το φόβο –βέβαια εννοείται και να κλειδαμπαρώνεται ο κόσμος στα σπίτια του–, με το φόβο της πιθανότητας αυτός ο δράκος, από εκεί ξεκινάει, πρωτοξεκίνησε αυτός ο όρος, αυτός ο δράκος να χτυπήσει πλέον και να σκοτώσει οποιονδήποτε σε οποιοδήποτε σημείο μέσα στην πόλη. Αυτός ο πανικός, πέραν βέβαια της οικονομικής παράλυσης και τα λοιπά, προκάλεσε και μια τρομακτική πίεση στην αστυνομία. Εύλογο και αυτό, γιατί η δουλειά της αστυνομίας είναι να συλλαμβάνει τους κακοποιούς. Δεν μπορούσε η αστυνομία να συλλάβει, δεν μπορούσε. Υπό το κράτος αυτής της φοβερής πίεσης και του πανικού, έβγαζε περιπολίες τα βράδια στους δρόμους και συνελάμβανε ανθρώπους, μπορώ να πω και στην τύχη, αρκεί να φορούσαν ένα πλεκτό μαύρο πουλόβερ, γιατί ένα από τα θύματα που επέζησαν περιέγραψε πως ο δράστης φορούσε πουλόβερ πλεκτό μαύρο. Ε, χειμώνας ήταν τότε που έγιναν αυτές οι έρευνες, πολύς κόσμος φορούσε πουλόβερ πλεκτό μαύρο και διανυκτέρευσε στα κρατητήρια της ασφάλειας εξαιτίας του πουλόβερ. Βέβαια τους αφήναν το πρωί, δεν προέκυψε τίποτα. Αλλά όπως καταλαβαίνεται αυτό είναι περίπου απίθανο, να μην πω και φαιδρό, το να ψάχνεις από το πουλόβερ να βρεις τον υποτιθέμενο δράκο, τέλος πάντων. Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν, κάποια στιγμή ένας νεαρός, ονόματι Αριστείδης Παγκρατίδης, έχοντας πιει ρετσίνες απ’ ότι, τέλος πάντων, οινοπνευματώδη ποτά πολλά, σχεδόν μεθυσμένος και με ελαφρά χρήση παραισθησιογόνων φαρμάκων, γύρναγε στο σπίτι του 4:00 η ώρα το πρωί, απάνω στα Γερμανικά της Άνω Τούμπας, ένας συνοικισμός που δεν υπάρχει σήμερα. Γυρνώντας λοιπόν στο σπίτι του, πέρασε έξω από ορφανοτροφείο θηλέων που είναι εκεί πάνω ακόμα και σήμερα, μάλλον τώρα, τα τελευταία κάνα δυο χρόνια το γκρέμισαν. Υπήρχε λοιπόν αυτό το ορφανοτροφείο και αυτός πήδηξε μέσα από ένα χαμηλό φράχτη και από ένα επίσης χαμηλό παράθυρο, μπήκε μέσα και σε ένα θάλαμο που κοιμόνταν κάποια κορίτσια, ξάπλωσε δίπλα σε μία και τη χάιδευε. Αυτή ξύπνησε εγκαίρως, άρχισε να φωνάζει και τα λοιπά και αυτός, φοβισμένος και αυτός, πήδηξε από το παράθυρο να φύγει. Τη στιγμή εκείνη, περνούσε έξω –καμιά φορά η τύχη πως λύνει πράγματα που δεν μπορεί να τα λύσει ολόκληρη η αστυνομική δύναμη του Νομού Θεσσαλονίκης–, κατά τύχη λοιπόν, 4:00 το πρωί περνούσε έξω από το ορφανοτροφείο αυτό ένας οδηγός του ΟΑΣΘ, των λεωφορείων της Θεσσαλονίκης, ο οποίος πήγαινε εκείνη την ώρα να αναλάβει υπηρεσία, προφανώς το πρώτο δρομολόγιο. Είδε αυτόν να πηδάει από εκεί πέρα πάνω και άρχισε να τον κυνηγάει. Δε θα μπορούσε εύκολα να τον πιάσει, αλλά δεύτερη σύμπτωση, περιπολούσε εκείνη την ώρα και ένας αστυφύλακας –άσχετος προφανώς με τον οδηγό του ΟΑΣΘ–, ο οποίος άρχισε και αυτός να τον κυνηγάει τον άλλον. Ε, κυνήγι και οι δυο μαζί, τέλος πάντων τον στρίμωξαν κάπου, τον πιάσαν. Τον πιάνουν λοιπόν αυτόν τον νεαρό. E, από εκεί και πέρα ειδοποιείται βέβαια το οικείο αστυνομικό τμήμα, η αστυνομική διεύθυνση και τα λοιπά, και τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στα κρατητήρια[00:05:00] της Aσφάλειας Θεσσαλονίκης. Το μυαλό των αστυνομικών, η σκέψη τους, πήγε κατευθείαν στο ενδεχόμενο, στην πιθανότητα να είναι αυτός ο καταζητούμενος ως δράκος της Θεσσαλονίκης. Και αρχίζει από εκεί και πέρα μία ανάκριση αυτού του ανθρώπου, έχοντας διοχετεύσει η αστυνομία ήδη στον τύπο ότι πιάστηκε ο δράκος. Πιάστηκε ο δράκος, πιάστηκε ο δράκος. Για να αναπνεύσει η Θεσσαλονίκη. Βέβαια η Θεσσαλονίκη προς στιγμήν ανέπνευσε, ο άνθρωπος όμως αυτός ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ στην αστυνομία. Και από εδώ αρχίζει μια σειρά πράξεων της αστυνομίας, οι οποίες βέβαια επεκτάθηκαν δυστυχώς και στη δικαιοσύνη, απίστευτες για τα σημερινά δεδομένα.  Καταρχάς, ένα σημαντικό που πρέπει να σας πω, ο νεαρός αυτός, ο Παγκρατίδης δεν ήτανε καμία αθώα περιστερά. Ήτανε από μικρός στην πιάτσα, ήτανε αλητάκος κατά κάποιον τρόπο, μέχρι που διέθετε 10-12 χρονών –το υποχρέωναν το παιδί– να διαθέτει το κορμί του για να του δώσουν μια φασολάδα ή ένα πιάτο φαγητό τέλος πάντων, αλλά μέχρι εκεί. Μέχρι εκεί. Ήταν δηλαδή ένα χαμίνι, όπως λέγαμε τότε, του δρόμου. Αυτό έχει μια σημασία, όχι μόνο κοινωνική αυτού που σας λέω. Όντας χαμίνι του δρόμου, δεν είχε καμιά προστασία από πίσω του, από κόμματα, από σωματεία, από οποιονδήποτε συλλογικό ή ατομικό φορέα τέλος πάντων. Εντελώς αντίθετα, είχε την καταφορά μιας ολόκληρης τοπικής κοινωνίας, αλλά και την καταφορά ολόκληρης της χώρας. Γιατί το θέμα πλέον των εγκλημάτων της Θεσσαλονίκης, δεν ξέρω αν είχε γίνει και διεθνές τότε, αυτό δεν το ξέρω κι εγώ, αλλά πανελλήνιο, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Και αρχίζει λοιπόν η ανάκριση στην αστυνομία. Στην αστυνομία, ο κρατούμενος αυτός, μπορώ να σας πω με την ηπιότερη έκφραση δεν πέρασε καλά στην αστυνομία. Πολλά έγιναν εκεί μέσα, πολλά έγιναν, τα οποία αν προλάβουμε θα τα πούμε, υπό τύπων πίεσης, δε θέλω να χρησιμοποιήσω λέξεις πάρα πολύ φορτισμένες, να πω πίεση, απαράδεκτης πίεσης, τέλος πάντων. Και για το φαγητό και για το νερό και για πολλά άλλα.

Κ.Λ.:

Λοιπόν, εδώ τώρα θα σας πω δυο τρία πράγματα χαρακτηριστικά και στη συνέχεια δυο τρία τρομακτικά πράγματα για αυτές τις ανακρίσεις. Για ένα περιστατικό, της δολοφονίας μιας γυναίκας, του πήρανε σε δυο μέρες ή σε μία μέρα και ένα βράδυ, πέντε διαφορετικές καταθέσεις. Γιατί αυτό; Τι γινότανε; Στην πρώτη κατάθεση ομολογεί ο άνθρωπος αυτός ότι: «Ναι, βίασα και σκότωσα αυτή την παθούσα» τη γυναίκα, το θύμα. Ώσπου να τα πει όλα αυτά και υπογράφηκε κανονικά η κατάθεση, μάλλον η απολογία του, έρχεται το πιστοποιητικό από το πανεπιστήμιο απάνω, από την ιατροδικαστική υπηρεσία, ότι αυτή η κοπέλα βρέθηκε παρθένος. Πως τη βίασε; Δίνει δεύτερη κατάθεση –το δίνει βάλτε το σε εισαγωγικά– ή τη λέξη τον βάζουν να δώσει δεύτερη κατάθεση. «Α ναι -λέει- ναι, ναι, το έκανα το έγκλημα, τη σκότωσα, αλλά δεν τη βίασα. Και τι έκανα; Εκσπερμάτωσα στο σώμα της». Δεύτερη κατάθεση αυτή. Δεν περνάει ώρα και έρχεται δεύτερη απάντηση από το πανεπιστήμιο: «Δεν βρέθηκε ούτε ίχνος σπέρματος». Και όπως ίσως θα ξέρετε αυτά από τότε ακόμα βρισκότανε ευκολότατα, κάτι ουσίες, κάτι τέτοια βρίσκονται ευκολότατα. Τρίτη κατάθεση λοιπόν, όταν δε βρέθηκε σπέρμα: «Ναι τη σκότωσα, αλλά ούτε τη βίασα, ούτε εκσπερμάτωσα, ούτε τίποτα». Αυτό κράτησε πέντε φορές μέσα σε μια μέρα. Δηλαδή τι σημαίνει αυτό; Αυτοί δεν κατέγραφαν το τι έκανε αυτός στην πραγματικότητα. Αυτοί κατέγραψαν ό,τι ήθελαν να είχε κάνει και όταν διαψεύδονταν ένα ένα, μέσα σε πέντε μέρες πήραν πέντε καταθέσεις. 

Ι.Ν.:

Αυτά εκείνη την εποχή μαθαίνονταν; Και αν ναι, ο κόσμος που παρακολουθούσε την υπόθεση, ο απλός κόσμος, υποψιαζότανε ότι ίσως να μην πρόκειται–

Κ.Λ.:

Κοιτάξτε, δεν– Α, ο κόσμος υποψιαζόταν, από τότε ακόμα υπήρχε αμφιβολία, αλλά ακούστε κάτι. Ο κόσμος δεν μάθαινε τίποτα από όλα αυτά και τα όσα θα σας πω στη συνέχεια, που θα σας φανούν απίστευτα, αλλά επειδή υπάρχουν τα έγγραφα. Όμως γίναν πράγματα που εξηγούν, εξηγούν τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου για το οποίο μιλάμε σήμερα. Γιατί ακριβώς τώρα απεκαλύφθη ο μηχανισμός αυτός. Ακούστε λοιπόν κάτι. Και αυτό είναι πταίσμα που σας είπα για τις καταθέσεις, ακούστε τα υπόλοιπα τώρα. Εκείνη την εποχή συνηθιζότανε οι αναπαραστάσεις των εγκλημάτων, θα το έχετε ακούσει έστω ως όρο. Σήμερα δε γίνεται, γιατί σήμερα με το DNA, με αναλύσεις τριχών και το ένα και το άλλο δεν χρειάζονται οι αναπαραστάσεις. Λοιπόν, τότε γινότανε. Πηγαίναν λοιπόν στις αναπαραστάσεις, οργανώναν τις αναπαραστάσεις, η αστυνομική αρχή, παρουσία[00:10:00] δημοσιογράφων, παρουσία συνηγόρων, παρουσία κόσμου, βέβαια η αστυνομία τους κρατούσε σε απόσταση τους περιέργους, αλλά εν πάση περιπτώσει δημοσίως γινόταν οι αναπαραστάσεις, γιατί ακριβώς γινόταν στον τόπο του εγκλήματος. Σε κάθε αναπαράσταση –και εδώ ακούστε κάτι συγκλονιστικό–, σε κάθε αναπαράσταση ο Παγκρατίδης έβρισκε και υπεδείκνυε κάτι που δεν το ήξερε κανένας, ούτε η αστυνομία. Για παράδειγμα, διαρκούσης της αναπαραστάσεως, έλεγε: «Ξέρετε, σε εκείνο το βράχο, σε εκείνη την πέτρα, 20 μέτρα μακριά, έκρυψα έναν αναπτήρα». Έτρεχε, έτρεχε η αστυνομία, σήκωνε την πέτρα, έβρισκε τον αναπτήρα. «Συγκλονιστικό εύρημα!». Την άλλη μέρα, την παράλλη, σε άλλη αναπαράσταση: «Σε εκείνο το δέντρο από κάτω πέταξα ένα πορτοφόλι». Έτρεχαν, έτρεχαν, το βρίσκαν το πορτοφόλι. «Συγκλονισμένη η κοινή γνώμη!». Γι' αυτό σας λέω, τι να κάνει και η κοινή γνώμη με τέτοια που της σερβίρανε; Θα μου πείτε κύριε Νεστορίδη, ο ίδιος τώρα, μα αφού τα βρίσκαν αυτά και δεν τα ήξερε κανένας, πως τα ήξερε ο Παγκρατίδης αν δεν ήτανε ο δράστης; Απεκαλύφθη με έγγραφα, και επειδή είναι τόσο απίστευτο αυτό είναι φωτοτυπημένα στο βιβλίο, γιατί αν τα έγγραφα μόνο με τα λόγια δεν θα τα πίστευε και κανένας, απεκαλύφθη ότι την προηγουμένη μέρα εκάστης αναπαραστάσεως τον οδηγούσαν στο χώρο και γινόταν μια άτυπη, κρυφή ας το πω, δεν ξέρω τι λέξη, μια αναπαράσταση που δεν κατεγράφετο πουθενά. Και στην αναπαράσταση αυτή του υπεδείκνυαν τι θα έβρισκε την άλλη μέρα από τα κρυμμένα. Και επειδή αυτά είναι συγκλονιστικά που σας λέω, μη λησμονήσετε να τα δείτε σε έγγραφα, φωτοτυπημένα έγγραφα. Και μια λέξη μόνο θα σας πω, κάνοντας μια παρένθεση και πηδώντας λίγο τους συλλογισμούς αυτούς, ένα μυστικό που τηρήθηκε μισό αιώνα απόρρητο και δεν το ξέρει κανένας, είναι ότι αυτή η απόφαση η δικαστική δεν ήταν ομόφωνη. Υπήρχε μειοψηφία ενός εκ των δικαστών της έδρας. Η οποία μειοψηφία δεν ήτανε μια λέξη, δηλαδή και ένας εκ των δικαστών πιστεύει ότι είναι αθώος ο κατηγορούμενος, τελεία. Ήτανε μια μειοψηφία, ένα σκεπτικό μάλλον, δέκα σελίδων, το οποίο κονιορτοποίησε τα πάντα από τις κατηγορίες με κυριότερο, γι’ αυτό σας έκανα και αυτή την παρένθεση, με κυριότερο αυτό για τις αναπαραστάσεις. Και γράφει αυτός ο δικαστής μες στη μειοψηφία, επί λέξη θα σας το πω: «Οι αναπαραστάσεις επ’ ακροατηρίου απώλεσαν οποιαδήποτε σοβαρότητα και αποδεικτική ισχύ, διότι απεδείχθη ότι προηγούντο άλλες αναπαραστάσεις οι οποίες δεν κατεγράφοντο, για τις οποίες δεν συνετάσσοντο εκθέσεις». Τελεία. Αυτό το λέει ο δικαστής της έδρας. Και μέχρι στιγμής, μέχρι στιγμής τέλος πάντων, μέχρι της κυκλοφορίας του βιβλίου αυτού δεν ήξερε κανένας ότι υπάρχει μειοψηφία. Κλείνει η παρένθεση και ξανά γυρνάμε στα προηγούμενα λοιπόν. Αφού λοιπόν είπαμε για το πως έδωσε τις καταθέσεις τις αλλεπάλληλες, αφού είπαμε πως γινόταν οι αναπαραστάσεις, πάμε και λίγο παρακάτω. Όταν η υπόθεση αυτή έφτασε στο δικαστήριο, υπήρχανε πάρα πολλά στοιχεία, ένας ογκωδέστατος φάκελος είναι, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά απαλλακτικά. Γιατί όπως ξέρετε, ένα δικαστήριο δεν ψάχνει μόνο και με το ζόρι τα καταδικαστικά. Ψάχνει οτιδήποτε υπάρχει μέσα στο φάκελο και ενδεχομένως τα απαλλακτικά. Λοιπόν, σε αυτή τη δίκη, με επιμονή και συστηματικότητα απορρίφθηκαν όλα τα απαλλακτικά, όχι αφού τα είδαν, που στο κάτω κάτω δικαίωμα είχανε να πουν τα είδαμε και δεν μας πείθουν, αρνήθηκε το δικαστήριο ακόμα και να τα δει, ακόμα και να τα διαβάσει. Προσέξτε λοιπόν τώρα από εδώ και πέρα. Σε κάποιο έγκλημα εξ αυτών βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα. Παραγγέλθηκε πραγματογνωμοσύνη από αυτόν και η αρμόδια υπηρεσία απεφάνθη ότι αυτά τα αποτυπώματα δεν είναι του κρατουμένου, δεν είναι του Παγκρατίδη. Αυτό είναι συγκλονιστικό, διότι ο Παγκρατίδης, ποτέ δεν είπε και κανένας ότι το έκαναν δυο μαζί, ήταν ο μόνος υποτιθέμενος δράκος. Βρέθηκαν, βρίσκουν τα αποτυπώματα, τα οποία δεν ήταν αυτουνού. Το δικαστήριο αρνήθηκε καν να διαβάσει αυτό το έγγραφο. Και αναγκάστηκε ο Παγκρατίδης μετά μέσα από τη φυλακή να πατήσει τα χέρια του απάνω σε ένα –πως τα λέγαν εκείνα τα χρόνια; Ταμπόν τα λέγαν, πως τα λέγαν; Που χτυπούσαν τις σφραγίδες. Νομίζω ταμπόν–, πατάει εκεί πάνω τα χέρια του, τα κολλάει σε μια κόλλα χαρτί και τα στέλνει στη δικαιοσύνη και λέει: «Αυτά είναι τα δικά μου αποτυπώματα». Βέβαια κανείς, εδώ δε δέχτηκαν τα αποτυπώματα τα επίσημα να εξετάσουν, το πέταξαν και αυτό το χαρτί, αλλά θέλω να πω, επάνω στην απόγνωση του ανθρώπου. Και μάλιστα ο, ένας Αντωνίου, αξιωματικός της αστυνομίας, όταν πια πέρασαν τα χρό[00:15:00]νια και τα λοιπά έδωσε ένα σωρό στοιχεία στην κόρη του και λέει, –α, παρέλειψα να σας πω, Αντωνίου προϊστάμενος των τεχνικών υπηρεσιών της αστυνομίας–, έδωσε την αυτήν και λέει, στην κόρη του τα στοιχεία, η οποία είναι δικηγόρος στην Αθήνα νομίζω, ότι: «Δε θέλω να φύγω από αυτόν τον κόσμο παίρνοντας μαζί μου την ιστορία του Παγκρατίδη, την ψεύτικη». Τέλος πάντων, φεύγουμε από τα αποτυπώματα.  Σε όλα τα εγκλήματα, επειδή δυστυχώς ήταν αιματηρότατα, η αλήθεια είναι αυτή, βρέθηκε αίμα παντού. Αίμα, και μάλιστα αίμα το οποίο κάποιο, σε κάποιο έγκλημα, αυτό στη Μίκρα με τον αξιωματικό, αίμα το οποίο δεν ανήκε ούτε στον αξιωματικό ούτε στη φίλη του. Προφανώς ανήκε στον δράστη, σε αυτόν που συνεπλάκη, γιατί ο αστυνομικός ήταν ένας εύσωμος άνθρωπος, οπλοφορούσε κιόλας, βέβαια δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει το όπλο, τέλος πάντων, άλλα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος πάλεψε. Βρέθηκε λοιπόν αίμα που δεν ήταν των δυο αυτών, του ζεύγους αυτού. Εγένετο η εξέταση του αίματος αυτού και υπάρχει χαρτί ότι δεν ήταν του Παγκρατίδη, δεν ήταν του Παγκρατίδη. Και όταν οι συνήγοροι του Παγκρατίδη επέμεναν να κληθούν ιατροδικαστές να διευκρινίσουν τι γίνεται με αυτό το αίμα, το δικαστήριο είπε: «Δεν έχει σημασία. Δεν έχει σημασία αυτό». Δεν έχει δηλαδή σημασία η ομάδα αίματος του δράστη σε σχέση με την ομάδα αίματος του Παγκρατίδη. Σε μία δε περίπτωση, κάποια νοσοκόμα την οποίαν σκότωσε εδώ στο Δημοτικό Νοσοκομείο –ήταν δυο νοσοκόμες, τη μία τη σκότωσε, την άλλη την τραυμάτισε–, στη νεκρή νοσοκόμα, στην παλάμη της βρέθηκαν μαλλιά, ανθρώπινα μαλλιά, τρίχες από μαλλιά, τα οποία μαλλιά δεν ήταν δικά της. Προφανώς λοιπόν, στην πάλη της και στην απόγνωσή της την ώρα που πέθαινε, άρπαξε τον δράστη από τα μαλλιά, του ξερίζωσε τα μαλλιά. Το πρώτο που κάναν οι συνήγοροι, το πρώτο που κάνανε ήτανε: «Τι απέγινε με τη σύγκριση αυτών των μαλλιών;». Γιατί ξέρετε, η ταυτοποίηση των τριχών γινόταν από τότε αν είναι οι ίδιες. Δε γινόταν αυτά που λέμε σήμερα για ναρκωτικά και για τέτοια που βρίσκονται σήμερα, αυτά δε βρισκόνταν τότε. Αλλά αν είναι ίδια μαλλιά αυτουνού με ενός άλλου, γινότανε. Αποδεικνύεται ότι ο φάκελος με τα μαλλιά στη χούφτα της θανούσης είχε χαθεί, είχε χαθεί. Στην αλληλογραφία μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, στα τεχνικά εργαστήρια και τα λοιπά, χάθηκε ο φάκελος. Και όταν έγινε αίτημα επίσημο να αναζητηθεί ο φάκελος, διότι χάθηκε από υπηρεσία σε υπηρεσία πήγε, πως χάθηκε, το απέρριψε το δικαστήριο. «Δεν έχει σημασία -λέει- αν τα μαλλιά αυτά είναι αυτουνού που δικάζεται τώρα». Δηλαδή μία πρωτοφανής, ας πούμε, αδιαφορία για ό,τι ενδεχομένως απήλασε τον κατηγορούμενο.  Το δε συγκλονιστικότερο όλων αυτών είναι το εξής. Σας είπα προηγουμένως ότι μία εκ των θυμάτων, ένα εκ των θυμάτων, Φωτεινή Τσαμπάζη ονόματι, σώθηκε. Αυτή είδε τον δράκο κατά πρόσωπο, μίλησε με τον δράκο. Τον δράκο, τον πραγματικό δράκο επαναλαμβάνω, μη θεωρηθεί ότι και εγώ τον λέω τον λέω τον Παγκρατίδη δράκο. Όπως καταλαβαίνετε, ο κορυφαίος ή η κορυφαία των μαρτύρων –είχε ογδόντα μάρτυρες αυτή η υπόθεση, άλλος έλεγε: «Καλό παιδί ο Παγκρατίδης», άλλος έλεγε: «Κακό παιδί ο Παγκρατίδης», εντάξει, καλά είναι κι αυτά–, υπήρχε μια γυναίκα που τον είδε κατά πρόσωπο από απόσταση 20 εκατοστών. Και έρχεται και λέει στο δικαστήριο: «Αυτός δεν είναι -λέει- ο δράκος, δεν είναι αυτός που μου επιτέθηκε». Και την παράμασε ο πρόεδρος. Έγινε μια μεγάλη ιστορία και τα λοιπά και τα λοιπά και πήγε η μαρτυρία της εις τον κάλαθον των αχρήστων. Παρά μόνων επεβίωσε αυτή στην μειοψηφία του δικαστού, ο οποίος είπε: «Ρε τι κάνετε, είμαστε καλά; Δεν τον αναγνωρίζει η παθούσα και λέμε εμείς ότι είναι ο δράκος;». Δηλαδή, αυτή η Φωτεινή Τσαμπάζη.  Εκείνο δε το οποίο εξένισε από τότε τους πάντες, ήτανε κάτι που στη δικαιοσύνη δεν το έχω δει εγώ ποτέ. Δηλαδή, αψιμαχίες σε αυτά τα μεγάλα δικαστήρια, επειδή και εγώ με τέτοια ασχολούμαι, αψιμαχίες τέτοιες στα μεγάλα δικαστήρια, και μεταξύ συνηγόρων και μεταξύ συνηγόρων και της έδρας, είναι καθημερινό φαινόμενο. Και πριν τελειώσουν και πριν αρχίσουν τελειώνουν κιόλας αμέσως και λέμε και καμιά συγγνώμη. Ή λέει η πρόεδρος καμιά φορά: «Συμφωνείτε να μην τα γράψουμε στα πρακτικά αυτά που φωνάζετε εδώ και εσείς και εγώ;» και όλοι συμφωνούμε και τελειώνει η ιστορία, δηλαδή αυτά είναι καθημερινά. Σε αυτό το δικαστήριο υπήρξε μία μόνιμη, διαρκής και προκλητική επιθετικότητα του προέδρου σε βάρος των συνηγόρων του Παγκρατίδη. Και όταν λέω επιθετικότητα, δεν εννοώ μόνον με τα λόγια, όπως γράφαν[00:20:00] τότε οι εφημερίδες. Γιατί θα πει κανείς, μα κύριε Λογοθέτη, λόγια ήταν αυτά, μπροστά δεν ήσασταν, μπορεί να μεταφέρθηκαν λάθος. Απεικονίστηκαν, όσο κι αν είναι απίστευτο, σε δικαστικά έγγραφα. Πως απεικονίστηκαν σε δικαστικά έγγραφα θα μου πείτε. Ο εκνευρισμός και οι απαγορεύσεις απεικονίζονται; Απεικονίζονται, απεικονίζονται. Γιατί; Γιατί ο πρόεδρος του δικαστηρίου, όταν πια επέμεναν οι συνήγοροι στο να μην κάνουν πίσω στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων του παιδιού αυτού, άσκησε, διέκοψε τη δίκη και άσκησε δίωξη κατά των συνηγόρων. Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα ή τουλάχιστον εγώ τα χρόνια που είμαι, σχεδόν μισό αιώνα στη δικαιοσύνη, δεν έχει ξανά γίνει τέτοιο πράγμα. Σταματάει λοιπόν στη μέση τη δίκη, τη διακόπτει και ο πρόεδρος, συγγνώμη, και ο συνήγορος ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για κάτι, κάθεται στο σκαμνί, σηκώνει τον Παγκρατίδη ο πρόεδρος και καθίζει τον δικηγόρο, τον συνήγορο και τον δικάζει. Τα πιστεύετε αυτά; Θα τα δείτε και με φωτογραφίες. Και τον καταδικάζει, του επιβάλει ποινή. Την άλλη μέρα βέβαια, όλες οι εφημερίδες... Δηλαδή αυτή η υπόθεση εξέθεσε ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη, όχι μόνο επί της ουσίας, αλλά και επί της διαδικασίας. Δικάζει λοιπόν και καταδικάζει τον συνήγορο και δημιουργείται ένα κλίμα απερίγραπτο φυσικά. Ο συνήγορος, οι συνήγοροι κάποια στιγμή, βλέποντας ή διαβλέποντας, δεν ξέρω, που πάει αυτή η ιστορία, παραιτούνται, σηκώνονται απάνω και παραιτούνται. Λένε: «Κύριε πρόεδρε παραιτούμεθα, διότι βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να ωφελήσουμε σε τίποτα τον κατηγορούμενο». Δεν είπαν βέβαια, γιατί έχω τα πρακτικά λεπτομερέστατα στα χέρια μου, δεν είπαν βέβαια τη φράση ή τη λέξη ποτέ ότι πρόκειται περί ίσως προειλημμένης αποφάσεως, τίποτα: «Διαμαρτυρόμεθα διότι μας φέρεστε με αυτόν τον τρόπο». Επειδή στο κακουργιοδικείο και τότε έπρεπε να έχει δικηγόρο υποχρεωτικά ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο διορίζει εξ επαγγέλματος έναν άλλο δικηγόρο, εξαιρετικό, της Θεσσαλονίκης, τον Αριστείδη τον Κατσαούνη –αν το όνομα σας λέει κάτι μετέπειτα ήταν Υφυπουργός στην ΕΡΕ τότε ως, οικονομικών νομίζω, τέλος πάντων–, τότε ως δικηγόρο διορίζει έναν εξαιρετικό δικηγόρο, τον Αριστείδη τον Κατσαούνη. Και του δίνει προθεσμία μιας-δυο ημερών ξέρω ‘γω να μελετήσει την υπόθεση. Μια υπόθεση που εγώ για να τη μελετήσω έκανα ένα χρόνο. Κατάλαβες; Που στο κάτω κάτω για να γραφτεί και βιβλίο. Για σκέψου τώρα να μελετήσεις υπόθεση σε δυο μέρες, που ο άλλος πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τέλος πάντων. Λοιπόν, του δίνει κάνα δυο μέρες, έρχεται ο άνθρωπος αυτός, υπέβαλε ένα σωρό αιτήματα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Επανέρχονται μετά οι συνήγοροί του και έρχεται η ώρα της απολογίας.  Όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί ο Παγκρατίδης, οι συνήγοροί του έλειπαν, είχαν παραιτηθεί. Και ο Κατσαούνης κάνει έναν πίνακα όλων των αιτημάτων που είχαν απορριφθεί, όλα αυτά που σας λέω τόση ώρα, και σαν ύστατη, μια τελευταία ύστατη προσπάθεια, υποβάλει ξανά τα αιτήματα αυτά στο δικαστήριο. Και ένα πάρα πολύ σημαντικό που παρέλειψα να σας πω, και κατά την υποβολή των προηγουμένων αιτημάτων και τώρα που τα επανέφερε ο Κατσαούνης, στο τέλος αυτής της δίκης, και ο εισαγγελέας ο ίδιος πολλά από αυτά πρότεινε να γίνουν δεκτά. Αυτά με τις τρίχες, αυτά με το αίμα, αυτά –ήταν ένας εξαιρετικός εισαγγελέας, Σγουρίτσας το όνομα–, πρότεινε να γίνουν δεκτά. Απορρίπτονται όλα, όλα, ούτε ένα δεν έγινε δεκτό, τα πάντα απορρίφθηκαν. Ξανά πάλι. Γίνεται λοιπόν αυτό το πράγμα και σηκώνεται ο, ήρθε η ώρα απολογίας του κατηγορουμένου και σηκώνεται και δεν απολογήθηκε. Επέλεξε, λέει: «Τι να απολογηθώ;». Δηλαδή αγράμματο παιδί ήταν, αλλά κατάλαβε: «Τι να απολογηθώ;». Δεν, αρνήθηκε να απολογηθεί. Δηλαδή κι αυτό ας πούμε το παιδί, το δικαστήριο το θεώρησε, δεν ξέρω πως το θεώρησε μέσα η ψυχή του, λέει: «Τι να απολογηθώ; Δηλαδή τζάμπα κι άδικα να χάνεται ο χρόνος;». Δεν απολογήθηκε λοιπόν. Προσπάθησαν οι δικαστές, συγγνώμη, οι δικηγόροι, τίποτα, με τίποτα. Και έρχεται η ώρα της ψήφου. Και παρέλειψα επίσης να σας πω και ένα επίσης χαρακτηριστικότατο. Κατά την υποβολή αυτών των αιτημάτων, τα οποία απερρίπτοντο από το δικαστήριο, ο πρόεδρος ρωτούσε και την πολιτική αγωγή, δηλαδή τους δικηγόρους των παθόντων, των συγγενών, όπως πάντα ρωτάει. Ήταν εκεί δυο εξαιρετικοί δικηγόροι –δυστυχώς δεν ζουν και αυτοί–, τέλος πάντων, εξαιρετικοί. Οι δικηγόροι αυτοί σε όλα τα αιτήματα, σε όλα είπαν: «Δεν παίρνουμε θέση. Επαφιέμεθα στην κρίση του δικαστηρίου». Ενώ όπως ξέρετε, η πολιτική αγωγή πάντα ζητάει να απορριφθεί ό,τι ζητάει ο κατηγορούμενος. Εδώ ένα άλλο πρωτοφανές περιστατικό που δείχνει, κατά τη γνώμη μου βέβαια γιατί τους ήξερα και επειδή είμαι από οικογένεια δικαστών και δικηγόρων και τα λοιπά, από παιδί μικρό τους ήξερα αυτούς, ήταν αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι, πιθανότατα διέβλεπαν ότι εκείνη την ώρα γ[00:25:00]ράφεται ιστορία και δεν ήθελαν να συνδέσουν το όνομά τους με τέτοια πράματα. Και λέγανε: «Δεν ξέρω, ό,τι θέλετε κάντε εσείς». Αυτό είναι σημαντικότατο και δείχνει πολλά πράγματα. Και ακόμα πιο πολλά δείχνει η στάση του εισαγγελέως, τέλος πάντων. Έρχεται η ώρα του εισαγγελέα να προτείνει αν πρέπει να επιβληθεί, να κηρυχθεί ένοχος ή όχι. Και σηκώνεται ο εισαγγελέας, ο αείμνηστος Μιχάλης Σγουρίτσας, και επαναφέρει, πριν πει για την ενοχή ή όχι, επαναφέρει ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα. Λέω επαναφέρει γιατί το είπε με την αρχή της δίκης, μέρες πριν, δε θυμάμαι τώρα πόσο καιρό κράτησε αυτή η δίκη, και στο τέλος. Και λέει: «Ακούστε κάτι -όπως το είπε και στην πρώτη μέρα- το δικαστήριο αυτό που δικάζουμε είναι αναρμόδιο. Δεν έχουμε αρμοδιότητα σε αυτή την περίπτωση να τον δικάσουμε. Αυτό έπρεπε να πάει σε δικαστήριο με ενόρκους» μικτό ορκωτό που λέγεται. Συσκέπτονται δεξιά, συσκέπτονται αριστερά οι δικαστές, απορρίπτεται κι αυτό, του εισαγγελέα τώρα. Και του λέει ο πρόεδρος: «Ωραία, όχι, απορρίπτουμε αυτό που λέτε, είμαστε αρμόδιοι, προχωρήστε στην πρότασή σας». Προχωράει στην πρότασή του και έρχεται το δικαστήριο λοιπόν και τον καταδικάζει.  Ποιο είναι τώρα το χαρακτηριστικό επίσης; Τον καταδικάζει για όλα αυτά τα τρομακτικά εγκλήματα και του λέει, τον βγάζει ένοχο. Και λέει ξανά στον εισαγγελέα: «Τι προτείνετε ως ποινή; -Δε γίνεται έτσι και σήμερα;- Τι προτείνετε για ποινή;». Για τέτοια τρομακτικά εγκλήματα και για τα χρόνια εκείνα, η ποινή ήτανε χωρίς συζήτηση θανατική, χωρίς. Και σηκώνεται ο Σγουρίτσας και προτείνει την ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Μένουν όλοι άναυδοι, εκτός από όσους τότε ήταν έμπειροι, γιατί και εγώ ξέρω πολλά πράγματα από μέσα, ο θειός μου, ο θείος μου ήτανε δικαστής, εφέτης σε αυτό το εφετείο. Δεν ήταν όμως στη δίκη, δεν ήταν στην έδρα, δεν ήταν στην έδρα, ήταν όμως σε αυτό το εφετείο εφέτης. Ο πατέρας μου δικηγόρος και δικηγορούσε εκεί. Αυτοί λοιπόν καταλαβαίνανε και καταλαβαίνουνε τι θα πει να προτείνει ισόβια σε 4 φρικιαστικές ανθρωποκτονίες. Αυτό θα πει ότι δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι τα έκανε ο άνθρωπος αυτός, ας τον βάλουμε στη φυλακή τώρα αφού τον βρήκατε ένοχο, ας τον βάλουμε στη φυλακή, να μην τον σκοτώσουμε, με την προοπτική, μπας και στο μέλλον βρεθεί κάτι και τα λοιπά και τα λοιπά.

Ι.Ν.:

Θυμάστε εσείς τότε να τα συζητάνε αυτά ο πατέρας σας, ο θείος σας; 

Κ.Λ.:

Όλη η Ελλάδα τα συζητούσε, όλη η Θεσσαλονίκη τα συζητούσε, απλώς κατά μείζονα λόγο όταν μες στο σπίτι σου, όπως καταλαβαίνετε, ο πατέρας ή ο θειός είναι δικαστές του ιδίου δικαστηρίου. Ε, δικαστές, συγγνώμη, δικηγόρος ο ένας και δικαστής ο άλλος του ιδίου χώρου, πολύ περισσότερο. Δηλαδή αυτά, παρόλο που ήμουνα τότε παιδί, κατά κάποιον τρόπο και εντός βέβαια πολλών εισαγωγικών τα βίωσα, τα βίωσα. Γιατί ναι μεν παιδί, αλλά όταν μέρα νύχτα μες στο σπίτι αυτές είναι οι συζητήσεις... και για αυτό πάντα έτσι ήθελα να βρεθεί κάποια άκρη με αυτή τη δίκη. Και να τώρα που με το πέρασμα των χρόνων και εγώ λίγο ελαφρότερες υποχρεώσεις πια, γιατί ξέρετε μια τέτοια έρευνα –και επειδή ξέρω ότι διαβάσατε το βιβλίο–, καταλαβαίνετε φαντάζομαι ότι μια τέτοια έρευνα δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, ιδίως όταν δεν υπάρχει τίποτα απολύτως, τίποτα απολύτως από όλα αυτά που σας λέω εγώ τώρα. Καταδικάζετε λοιπόν στη θανατική ποινή, παρά την πρόταση του εισαγγελέως για ισόβια κάθειρξη και, πράμα που σήμαινε βέβαιη εκτέλεση, βέβαιη, γιατί δεν υπήρχε δεύτερος βαθμός. Και έρχεται η μέρα της εκτελέσεως, περνάει ο καιρός και τον σκοτώνουν τον άνθρωπο. Μια, ένα εκτελεστικό απόσπασμα που το περιγράφω μέσα εκεί στο βιβλίο. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή, όχι η δική μου, είναι συγκλονιστικά τα γεγονότα. Πως συνεστήθη το απόσπασμα, τι αρμοδιότητα είχε ο κάθε στρατιώτης, ο ένας να του κλείσει τα μάτια, ο άλλος να του δέσει τα χέρια, ένα κείμενο δηλαδή τρομακτικό. Και τον σκοτώνουνε.  Αφού λοιπόν εκτελούν τον Παγκρατίδη, ακούστε ένα άλλο απίστευτο. Γιατί θα μου πείτε, τρομακτικά όλα αυτά, αλλά εδώ τελείωσε η ιστορία. Αμ δεν τελείωσε. Αφού λοιπόν τελειώνει με αυτόν τον τρόπο δικαστικά, λίγο καιρό μετά, ο πρόεδρος του ιδίου δικαστηρίου κάνει μία, ζητεί την ποινική δίωξη των δικηγόρων τώρα. Ζητεί την ποινική δίωξη, αφού τελείωσαν όλα αυτά, και αρχίζει ένας ατελεύτητος κύκλος διώξεων κατά των δικηγόρων, με τέτοια ταλαιπωρία που ένας εξ αυτών, αναγκάστηκε ο άνθρωπος να παρατήσει την δικηγορία στη Θεσσαλονίκη και να μετατεθεί, να ζητήσει να πάει στην Αθήνα, στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών. Τέτοια καταδίωξη. Η οποία καταδίωξη δύο τινά μπορεί να σημαίνουνε βέβαια κατά τη δική μου γνώμη.[00:30:00] Ή πολύ μεγάλη εκδικητικότητα του προέδρου –κακότητα και εκδικητικότητα– ή προσπάθεια να εμπεδωθεί ένα κλίμα φόβου για οποιονδήποτε θα αποτολμούσε να βάλει χέρι σε αυτή την υπόθεση, να δει τι έγινε. Και όσο κι αν σας φαίνεται –όπως φάνηκε και σε μένα– εξαιρετικά περίεργο, μισό αιώνα και παραπάνω τώρα, τώρα, για αυτό το βιβλίο, μου είπαν άνθρωποι που τους ξέρω, για καλό μου το ΄παν: «Μα καλά, δε φοβήθηκες και ασχολείσαι με αυτό;». Σκεφτείτε δηλαδή, παγιώθηκε ένα κλίμα τρόμου για μισό αιώνα μην τολμήσει κανείς να μιλήσει για αυτή την ιστορία. Βέβαια, όταν όπως σας είπα και πριν γράφεται ιστορία σε κάτι, είτε είναι δικαιοσύνη είτε είναι οτιδήποτε άλλο, εκεί δε χωράνε συμβιβασμοί. Ή θα το πεις ή μην το λες, μην βγάζεις βιβλίο, δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Γίνεται λοιπόν αυτό το πράμα. 

Κ.Λ.:

Αυτό όμως δεν είναι το συγκλονιστικό. Και φαντάζομαι θα σας φαίνεται περίεργο ότι σε κάθε συγκλονιστικό που σας λέω, σας λέω: «Και δεν είναι το πιο συγκλονιστικό». Δηλαδή είναι μια ιστορία απίστευτη, απίστευτη, απίστευτη. Περνάνε δυο χρόνια από την εκτέλεση του Παγκρατίδη και κάποια στιγμή συλλαμβάνεται ένας κακοποιός με βαριά εγκληματικότητα, ο οποίος και αυτός βαρυνόταν με τέτοιου είδους εγκλήματα, αρτεργάτης σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Ραιδεστό. Τον πιάνει η ασφάλεια και αρχίζει να τον ανακρίνει, δύο υπομοίραρχοι της αστυνομίας τον ανακρίνανε. Αφού λοιπόν τέλειωσε τις απολογίες του ή ό,τι ήθελε να πει για τα εγκλήματα για τα οποία τον πιάσανε πράγματι, και σε ένα από αυτά σχεδόν αυτοφώρω, γυρνάει και λέει στους δυο αξιωματικούς της ασφάλειας τότε: «Ωραία, τελειώσαμε τώρα. Πάρτε χαρτί και μολύβι να σας πω ποιος έκανε και τα εγκλήματα του Παγκρατίδη, που στείλατε -λέει- τον άνθρωπο στον άλλο κόσμο». Οι άνθρωποι αυτοί, αντί να συνεχίσουνε αμέσως την απολογία, ανθρώπινο είναι, προς Θεού, δεν τους κακίζει κανείς, τα χάσανε και ζητήσαν οδηγίες από το διευθυντή της αστυνομίας. Ο διευθυντής της αστυνομίας δεν ξέρω –μέχρι εκεί ξέρω τι έγινε–, ο διευθυντής της αστυνομίας δεν ξέρω με ποιους επικοινώνησε, προφανώς με κυβερνητικά πλέον κλιμάκια, γιατί αυτή ήταν τεράστια ιστορία, και έρχεται η διαταγή από πάνω «Κλείστε την ανάκριση όπως είναι. Σταματήστε την ανάκριση όπως είναι αυτού του ανθρώπου». Και είναι το μοναδικό ίσως στα παγκόσμια χρονικά περιστατικό, να θέλει ο κρατούμενος να ομολογήσει κακουργήματα και να του το απαγορεύει η αστυνομία. Γιατί τότε είχαν σκοτώσει, λοιπόν, τον Παγκρατίδη. Και τι θα γινότανε σε μια κοινή γνώμη, σε μια Ελλάδα που πίστευε ακράδαντα ότι ο Παγκρατίδης ήταν αθώος; Τι θα γινόταν και τι θα γινότανε... Θα είχαν ξηλωθεί όχι αξιωματικοί, θα είχαν φύγει κυβερνήσεις ολόκληρες με την οργή τότε του κόσμου. Και το "πνίξανε" τότε κατά το δη λεγόμενον. Και αυτός ο οποίος έκανε πράγματι τα εγκλήματα, τιμωρήθηκε βέβαια για τα δικά του. Και του Παγκρατίδη τα εγκλήματα τελειώσαν έτσι.  Κι ένα συγκλονιστικό θα σας πω τώρα, προσωπικό. Σας είπα δυο υπομοίραρχοι ήτανε όταν συνέβη αυτό το πράγμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει: «Βρε κύριε Λογοθέτη μπορεί οι πληροφορίες σας να ήταν λάθος, μπορεί να παρανοήσατε, μπορεί, μπορεί, μπορεί...» Πέρσι το Μάρτιο, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, ψηλός έτσι ευσταλής και τα λοιπά, ήρθε στο γραφείο μου. Χτυπάει την πόρτα, ε επειδή καμιά φορά έρχονται και χωρίς ραντεβού δεν έδωσα και μεγάλη προσοχή. Μπαίνει μέσα ο άνθρωπος, λέει: «Ξέρετε -λέει- εγώ ποιος είμαι κύριε Λογοθέτη;». Λέω: «Όχι, που να ξέρω;». Λέει: «Εγώ είμαι ο υπομοίραρχος, ο τότε υπομοίραρχος, νυν αντιστράτηγος της αστυνομίας -συνταξιούχος βέβαια πια αντιστράτηγος, βγάζει και την ταυτότητα ο άνθρωπος- είμαι ο ανακριτής -λέει- του πραγματικού δράκου. Από τους δυο υπομοιράρχους ο άλλος πέθανε, ο Δακουράς, εγώ είμαι ο Βασίλης -λέει- ο Κομνηνός, ο πραγματικός–». Του λέω, λέω: «Μου δίνετε την άδεια -λέω- στο βιβλίο που θα γράψω, το περιστατικό αυτό να το γράψω με το όνομά σας; Γιατί το περιστατικό το ξέρω». Εγώ είχα ως εισαγγελέας, είτε ερχόταν ο Κομνηνός στο γραφείο είτε όχι, εγώ είχα άλλες πηγές ας πούμε επαφών, να μην πω τώρα, πληροφοριών. Λέω: « Μου επιτρέπετε τώρα να το γράψω;». «Βεβαίως -λέει- και δε θέλω κι εγώ να φύγω από αυτό τον κόσμο με αυτό το φοβερό βάρος στη συνείδησή μου». Και όχι μόνο αυτό. Αργότερα, το είδα, αν θέλετε μάλιστα να σας το δώσω κιόλας, έδωσε μία εκτεταμένη συνέντευξη σε Αθηναϊκή εφημερίδα, δισέλιδο ολόκληρο, με τις φωτογραφίες του, με τα πάντα, όπου περιγράφει αυτήν την τραγική στιγμή και για την αστυνομία και για την κοινωνία και για τη δικαιοσύνη και για όλα. Και επιβεβαίωσε χαρτί και καλαμάρι αυτά που σας λέω τώρα. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε να σας είπε κάτι άλλο ο κύριος Κομνηνός, κάποια πρόσθετη πληροφορία που δε γνωρίζατε μέχρι τότε σχετικά με την ανάκριση; 

[00:35:00]

Κ.Λ.:

Μου είπε πολλά ο κύριος Κομνηνός, και λέω κύριος διότι είναι εν ζωή ο άνθρωπος, μεγάλης ηλικίας βέβαια, είναι εν ζωή και με πλήρη ας πούμε συνείδηση και λοιπά. Και επειδή ήτανε μετά ταγματάρχης όπως λέγαμε, συνταγματάρχης, πριν αλλάξουν αυτοί οι βαθμοί, όσα χρόνια εγώ ήμουν εισαγγελέας είχαμε πολλά, ας το πω εντός εισαγωγικών, κοινά από περιστατικά, δηλαδή δεν έχουν σχέση με τον Παγκρατίδη. Αλλά μιλήσαμε πολλές ώρες, δηλαδή δε μου είπε δυο λέξεις και έφυγε ο άνθρωπος. Και είναι ένας εξαιρετικός, ήταν, γιατί είδα και τις εκθέσεις του, τα πάντα, ένας εξαιρετικός αξιωματικός. Ήταν αυτός ο οποίος ανεκάλυψε τον δράστη τον άλλων τώρα, των μεταθανατίων εγκλημάτων, αυτός ανεκάλυψε το δράστη και αυτός έκανε και την ανάκριση. Εξαιρετικός αξιωματικός της ασφάλειας, γι’ αυτό έφτασε και αντιστράτηγος και τα λοιπά. Αλλά σας λέω και πάλι, μιλήσαμε πολλά, αλλά έξω από το θέμα αυτό. 

Ι.Ν.:

Να ρωτήσω κάτι άλλο– 

Κ.Λ.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Προσπαθήσατε εσείς να βρείτε κάποιους άλλους ανθρώπους οι οποίοι να είχαν εμπλακεί τότε στην υπόθεση; Είτε ως μάρτυρες–

Κ.Λ.:

Όχι, όχι, δεν προσπάθησα να βρω κανέναν άλλον άνθρωπο για τον εξής απλό λόγο. Θα σας πω μια λαϊκή έκφραση. Δε χρειάστηκε να βρω κανέναν, γιατί η δικογραφία αυτή μιλάει από μόνη της. Μιλάει από μόνη της για το τι έγινε εκεί πέρα. Δε χρειάζεται δηλαδή μαρτυρική κατάθεση για οτιδήποτε όταν είναι αποτυπωμένα. Και μάλιστα δε σας κρύβω ότι όταν μιλούσα με τον κύριο Μπαρμπουνάκη, σας λέω ότι είναι, θα το ξέρετε ίσως, ο πρόεδρος των εκδοτών Βορείου Ελλάδος, ε λόγο της σημασίας και τη σοβαρότητος θεώρησα σωστό να το εκδώσει ο πρόεδρος των εκδοτών το βιβλίο, ο οποίος με προθυμία απεδέχθη. Λοιπόν, όταν λοιπόν συζητούσαμε και του πήγα τις φωτογραφίες, μου λέει: «Όλα καλά κύριε Λογοθέτη -τις φωτογραφίες από τα έγγραφα εννοώ-, όλα καλά -λέει- κύριε Λογοθέτη, αλλά γιατί να έχει το βιβλίο 150 φωτογραφίες;». Λέω: «Δεν τις είδατε, γι’ αυτό. Αλλά να σας το πω προφορικά -λέω- να τις έχει, γιατί σε αυτή την ιστορία γίναν πράγματα, που αν δεν τα δει ο αναγνώστης με τα μάτια του τα έγγραφα, δεν πρόκειται ποτέ να πιστέψει το τι γράφω εγώ ή το τι εκδίδετε εσείς. Δεν πρόκειται ποτέ κανένας να τα πιστέψει, όπως δε θα τα πίστευα κι εγώ». Την άλλη μέρα λοιπόν, δεν πέρασε ούτε μια μέρα, με παίρνει τηλέφωνο στο γραφείο ο κύριος Μπαρμπουνάκης και μου λέει: «Και λίγες -λέει- βάλατε. Και λίγες βάλατε. Και όσες είναι, κι άλλες» λέει. «Ε όχι -λέω- κι άλλες, γιατί θα γίνει πλέον άλμπουμ, δε θα είναι βιβλίο». Αλλά τα κρίσιμα τουλάχιστον, τα απίστευτα. Γιατί εγώ κύριε Νεστορίδη, εγώ είμαι, κοντεύω, ίσως υπολείπονται κανένα-δύο χρόνια, μισό αιώνα στη δικαιοσύνη. Δεν είναι ένα και δυο χρόνια και δέκα και δεκαπέντε. Τέτοιου είδους δικαστήριο δεν έχω δει ποτέ. Και επειδή η δουλειά μου είναι, η ειδικότητά μου, ας την πω έτσι, ποινικολόγος, έχω ασχοληθεί με τα μεγαλύτερα εγκλήματα που πέρασαν ποτέ από τη Βόρεια Ελλάδα. Τέτοιο πράμα δεν έχω, είτε ως εισαγγελέας είτε ως δικηγόρος, τέτοια δίκη δεν έχω ξαναδεί και εύχομαι να μην. Μου είπε μάλιστα μια συνάδελφός σας μια μέρα, λέει: «Α, αυτό το βιβλίο -λέει- θα το διαβάσουνε και οι πρώην συνάδελφοι σας και τα λοιπά και θα είναι παράδειγμα προς μίμησιν». Λέω: «Κυρία Σαμολαδά -ήταν η κυρία Σαμολαδά η συνάδελφός σας- κυρία Σαμολαδά, παράδειγμα προς αποφυγήν θα είναι, όχι προς μίμησιν. Ουαί κι αλίμονο αν η δικαιοσύνη μιμηθεί τέτοιο πράμα». Η δικαιοσύνη θα πρέπει να λαμβάνει εξ ίσου υπόψιν και τα καταδικαστικά αλλά και τα απαλλακτικά. Γιατί αυτός που δικάζεται είναι άνθρωπος και η ελευθερία του, γιατί μιλάω για ελευθερία και όχι για θανατική ποινή, γιατί δεν υπάρχει πια, η ελευθερία του είναι κάτι ιερό. Εάν λοιπόν αποδεικνύεται ότι είναι αθώος ή υπονοιάζεται ένα δικαστήριο ότι μπορεί να είναι και αθώος, οφείλει να το ψάξει αυτό το πράμα. Δεν μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια, όπως δεν μπορεί να πετάξει και τα καταδικαστικά. Η ανάκριση, η προανάκριση, οι προκαταρκτικές εξετάσεις, όλα αυτά, δε μαζεύουν στοιχεία για να περνάει η ώρα. Τα μαζεύουν για να αξιολογηθούν όλα. Δεν μπορεί λοιπόν ένα δικαστήριο και ουαί και αλίμονο. Γι' αυτό είπα και στην κυρία συνάδελφό σας: «Προς αποφυγήν είναι το βιβλίο». Και μάλιστα το είπα οδηγώντας τότε, έτσι πηγαίναμε κάπου, πήγαινα με το αυτοκίνητο κάπου και το είπα στον αέρα στην κοπέλα, στη συνάδελφο, ότι είναι προς αποφυγήν αυτά. Και εν πάση περιπτώσει, είναι ένα βιβλίο το οποίο, για όποιον αγαπάει τη δικαιοσύνη, όπως τυχαίνει να την αγαπάω εγώ γιατί είμαι και μέσα σας είπα μισό αιώνα, θα στεναχωρηθεί. Δε σας το κρύβω, θα στεναχωρηθεί. Δε θα ευχαριστηθεί διαβάζοντάς το. Αλλά η δουλειά όταν κάνει κανείς μια έρευνα δεν είναι ούτε να ευχαριστήσει κανέναν ούτε να δυσαρεστήσει κανέναν. Ο σκοπός είναι να παραθέσει στοιχεία αληθινά και ελεγμένα. Ε, όποιος ευχαριστηθεί ευχαριστήθηκε και όποιος δυσαρεστηθεί δυσαρεστήθηκε. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για το ιστορικό της έρευνας. Πως ξεκινήσατε, που πήγατε να ψάξετε; 

Κ.Λ.:

Το ιστορικό της έρευνας ξεκίνησε, εγώ πάντα ήθελ[00:40:00]α, πάντα με ενδιέφερε αυτή η ιστορία, όπως όλο τον κόσμο. Ναι, δεν παριστάνω εγώ ότι ενδιαφέρθηκα εγώ για την αδικία αυτή και κανένας άλλος. Αλλά τι έγινε; Τότε δεν υπήρχε αρχειοθέτηση όπως σήμερα. Δεν υπήρχαν τα κομπιούτερς, δεν υπήρχε τίποτα. Υπήρχαν δωμάτια τεράστια μες στα δικαστήρια, στα υπόγεια, πετούσαν τις δικογραφίες εκεί. Που να τις πετάξουν; Και μάλιστα σε ορισμένα υπόγεια από αυτά ήταν σε σορούς, ούτε καν σε ράφια έστω, και πεταμένες, σαν βουνά μες στη μέση. Τέλος πάντων. Δυο λοιπόν υπάλληλοι, πολύ γνωστοί τότε, δε ζουν δυστυχώς και οι δύο, ο Αφεντούλης ο Καρυπίδης και ο Σπύρος ο Γιουλούντας. Ο Γιουλούντας ήταν και γραμματέας στην ανάκριση, στον ανακριτή της υπόθεσης Παγκρατίδη, τέλος πάντων. Αυτοί λοιπόν, εγώ είχα στενή επαφή μαζί τους, ήταν και οι δυο στο συνδικαλισμό των υπαλλήλων, ανώτατα στελέχη του συνδικαλισμού. Εγώ ήμουν τότε αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, επίσης ανώτατο στέλεχος, και είχαμε συνεργασία τέτοιου είδους. Ε, αυτή η συνεργασία τέτοιου είδους λογικό ήταν να γίνει και προσωπική, ας πούμε, επαφή με τα παιδιά αυτά. Και αυτοί με βοήθησαν. Γιατί ξέρεις, καμιά φορά μπορεί να είσαι εισαγγελέας κάπου, αλλά μες στις αποθήκες που να ξέρεις που τα πέταξαν και που είναι. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη βοήθεια, ότι είναι εκεί αυτά. Πρόλαβα, πρόλαβα όχι ότι μου απαγόρευε κανένας [Δ.Α.] αλλά πολλά στοιχεία τα πήρα από εκεί. Έμαθα μετά ότι το 2000 η δικογραφία αυτή παραδόθηκε στα γενικά αρχεία του κράτους, όπου και εκεί και τους ευχαριστώ στο βιβλίο στον πρόλογο, αλλά το λέω και σε εσάς, πάρα πολύ με βοήθησαν τα γενικά αρχεία, ο διευθυντής, οι διευθυντές των γενικών αρχείων του κράτους. Όμως εκείνο που πραγματικά θα χανότανε εντελώς γιατί δεν ήξερα που, τι, οι δίκες των δικηγόρων μετά τον Παγκρατίδη. Ήταν ένας άλλος πελώριος φάκελος οι δίκες των δικηγόρων, εντελώς εξαφανισμένος, τον οποίο μπόρεσα και εντόπισα στα γενικά αρχεία πια, δεν βρήκα την άκρη του μες στη δικαιοσύνη, στα γενικά αρχεία και είναι–

Ι.Ν.:

Πήγατε ψάχνοντας για αυτό τον φάκελο ή τον βρήκατε τυχαία; 

Κ.Λ.:

Κοιτάξτε, υπήρχαν κάποιες νύξεις. Ξέρετε τι, η έρευνα γίνεται με τον εξής τρόπο συνήθως. Βρίσκεις μια λέξη σε αυτό που ψάχνεις, στο φάκελο, η οποία όμως σου ανοίγει το ενδεχόμενο ότι υπάρχει και κάτι άλλο εδώ πέρα, όχι εδώ μέσα, η λέξη αυτή. Οπότε, με τη λέξη αυτή, αν ψάξεις λίγο παραπέρα, μπορεί ακριβώς να βρεις και αυτά που δεν υπήρχανε. Και έτσι περιελήφθησαν σε αυτό το βιβλίο και τα στοιχεία των δικαστηρίων εις βάρος των δικηγόρων, που αυτό σας λέω και πάλι δεν έχει γίνει ποτέ ξανά στην... Ό,τι είπαμε είπαμε με τους δικαστές, ό,τι αντεγκλήσεις έγιναν έγιναν και τελειώνουν εκεί μέσα. Ποτέ δεν ακολούθησε τέτοιο κακό και μετά. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Κάποια δυσκολία υπήρξε ή με το πέρασμα των χρόνων δεν υπήρχε πλέον διάθεση να κρυφτεί αυτή η υπόθεση όπως γινότανε; 

Κ.Λ.:

Κοιτάξτε, εγώ οφείλω να πω ότι δε με ενόχλησε κανένας. Ίσως, κοιτάξτε, ξέρετε, καμιά φορά οι πιέσεις γίνονται και σε ανθρώπους που ξέρουν ότι μπορεί και να τις δεχτούν. Προσωπικώς εγώ, επειδή προερχόμενος από τη δικαιοσύνη, ξέρει ο κόσμος για το Επταπύργιο και χίλιες άλλες ιστορίες που εγώ ποτέ δεν έκανα πίσω, ε φαντάζομαι θα καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε, θα ματαιοπονούσε και εδώ αν μου έλεγε μην το κάνεις γιατί θα γίνει αυτό ή θα γίνει... Ναι, πάντως η απάντηση είναι όχι, δεν με πίεσε κανένας. Τώρα ποια είναι η εξήγηση... Πέρασε ο χρόνος; Ξέραν τι θα συναντήσουν αν με πιέζαν; Δεν ξέρω κι εγώ. Πάντως δε με πίεσαν, δεν μπορώ να πω πράματα τα οποία δεν έγιναν. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Είναι κάτι άλλο που να θυμάστε ότι βρήκατε ψάχνοντας για αυτή την υπόθεση και δεν το περιμένατε, που σας έκανε εντύπωση; 

Κ.Λ.:

Ναι, ένα τυχαίο θα σας πω. Κάθε στιγμή βρίσκεις, αλλά δεν μπορείς, ένα βιβλίο δεν μπορεί να έχει χίλιες σελίδες. Κοιτάξτε κάτι τώρα. Όπως σας είπα, το παιδί αυτό από 10 χρονών το χρησιμοποιούσανε κάποιοι παιδόφιλοι, παιδεραστές όπως τους λέγαν τότε, της λαχαναγοράς από δω κι από κει και τα λοιπά και τα λοιπά. Και το λέγαν αυτοί: «Ναι, τον είχαμε και του δίναμε 10 δραχμές και μια φασολάδα και κάναμε τη δουλειά -όπως λένε επί λέξη- κάναμε τη δουλειά». Αυτούς όλους τους έφερε μάρτυρες η αστυνομία. Πήρε καταθέσεις τους, από εκεί τα ξέρω εγώ, έχω τις καταθέσεις τους σε φωτοαντίγραφα. Το ερώτημα λοιπόν, αυτό που ρωτήσατε πριν, τι άλλο μου έκανε έκπληξη. Αυτά που λέγαν αυτοί ήταν βαρύτατα κακουργήματα για τα οποία δεν ενοχλήθηκε κανένας. Δεν συγκινήθηκε κανένας. Το ότι ήταν λοιπόν βαρύτατα κακουργήματα το ήξερε και η αστυνομία, το ήξερε και η εισαγγελία, δεν το ήξερα μόνο εγώ. Ερώτημα ρητορικό, με προφανή απάντηση. Μήπως τους εξασφάλισαν ή τους υποσχέθηκαν ασυλία για όλα αυτά για να καταθέσουν σε βάρος αυτού του ανθρώπου να φανεί ότι είναι αλητάκος; Γιατί δεν μπορεί να πηγαίνει ένας σε ένα τμήμα και να πει: «Ασελγούσα σε ένα παιδί 10 χρονών επί δύο χρόνια» και να πίνουν καφέ και άντε γειά, ευχαριστούμε. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι κάθε, αυτό μόλις μου είπατε σας απάντησα, ό,τι άλλο με ρωτήσετε, γιατί είναι τεράστια ιστορία αυτή, δεν μπορεί να γραφτεί[00:45:00] όλη σε ένα βιβλίο, εκτός αν θέλει κανείς να κάνει 1500 σελίδες. Και πιστεύω και κάτι άλλο, βέβαια ακούγεται ίσως ανώφελο, αλλά εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια τιμή για έναν άνθρωπο ακόμα και μετά το θάνατό του. Δηλαδή, ένα παλιόπαιδο, ένα χαμίνι όπως λένε, ένα παιδί του δρόμου το οποίο το ρήμαξαν και το σκότωσαν στο τέλος, τώρα επειδή αυτά, πλέον περνάμε και στη μεταφυσική, δεν μπορώ να πω τίποτα παραπάνω, αλλά αισθάνομαι μέσα μου, χωρίς να μπορώ να αποδείξω εννοείται τίποτα, ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν ένα λιθαράκι ή ένας μεγάλος λίθος στην αποκατάσταση του ονόματος ενός παιδιού που σκοτώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Το σκότωσε η πολιτεία με αυτόν τον τρόπο. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Μου είπατε επίσης ότι γίνεται και μία παρανόηση συχνά με αυτή την υπόθεση όσον αφορά την εκτέλεση του Παγκρατίδη και ότι ήτανε η τελευταία στην Ελλάδα. 

Κ.Λ.:

Ναι, το ακούω συχνά αυτό, γιατί είναι γνωστό το όνομα αυτό, του Παγκρατίδη. Η τελευταία εκτέλεση –και ευτυχώς τελευταία πια, γιατί εγώ είμαι αναφανδόν κατά της θανατικής ποινής–, η τελευταία εκτέλεση ήταν ενός Λυμπέρη, ο οποίος έβαλε φωτιά στο σπίτι του την ώρα που ήταν μέσα η γυναίκα του, τα παιδιά του και η πεθερά του και κάηκαν όλοι ζωντανοί. Μαζί με έναν άλλον βέβαια το έκανε αυτό. Τον συνέλαβαν και τον κατεδίκασαν σε θανατική ποινή και εκτελέστηκε πίσω από, στην Κρήτη τέλος πάντων, στον λεγόμενο και εκεί συνήθη τόπο εκτελέσεων, δυο λόφοι, δυο βουναλάκια υπάρχουν εκεί, «τα δυο αοράκια» που τα λένε και εκτελέστηκε εκεί πέρα αυτός, ήταν η τελευταία.  Και ο Παγκρατίδης, η υπόθεση Παγκρατίδη για τη χώρα μας, κατά τη γνώμη μου, είναι το εμβληματικότερο παράδειγμα κατά της θανατικής ποινής. Κατάλαβες; Δηλαδή είναι τρομερό να κάτσει ένας φυλακή δυο, τρία, πέντε χρόνια, είναι τρομερό κι αυτό. Αλλά είναι άλλο πράμα να κάτσει δυο, τρία, πέντε χρόνια και να χάσει τμήμα της ζωής του και άλλο να χάσει ολόκληρη τη ζωή του από ένα λάθος ή από μια σκόπιμη ας πούμε καταδίκη. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα, θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; 

Κ.Λ.:

Προς στιγμήν όχι. Αν χρειαστεί οτιδήποτε, σας είπα είναι μεγάλη υπόθεση, μπορεί κανείς που έκανε τέτοιες έρευνες να παρασυρθεί και να μιλάει ώρες ολόκληρες, αλλά σκοπός νομίζω, και δικός σας φαντάζομαι, είναι να δοθεί ένα αδρό περίγραμμα. Γιατί αυτό κράτησε χρόνια αυτή η ιστορία, μέσα σε μια ώρα που μιλάμε τώρα δεν μπορεί να δοθεί. Μπορεί να δοθεί αυτό το αδρό περίγραμμα που είπαμε. Τώρα, από εκεί και πέρα σας λέω, η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που θέλουν ώρες, τη νύχτα ολόκληρη να μιλάμε εδώ πέρα για αυτό το πράγμα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Κύριε Λογοθέτη ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Κ.Λ.:

Κι εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά.