© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο πρώτος εθελοντής πυροσβέστης της Θεσσαλονίκης

Κωδικός Ιστορίας
11366
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Μπόγκιας (Γ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/10/2021
Ερευνητής/τρια
Ευαγγελία Αφρούδα (Ε.Α.)
Ε.Α.:

[00:00:00]Χαίρετε, ονομάζομαι Αφρούδα Ευαγγελία, είναι 6 Οκτωβρίου του 2021 και είμαστε εδώ μαζί με τον κύριο Γιώργο Μπόγκια για να μιλήσουμε για την εθελοντική του δράση, ας πούμε για αρχή, στο πυροσβεστικό σώμα. Θέλω να μου πείτε λίγο πού γεννηθήκατε, πόσο χρονών είστε, λίγα βιογραφικά και να περάσουμε…

Γ.Μ.:

Ωραία. Γεννήθηκα το 1978 στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων, Γυμνάσιο και Λύκειο, είχα ένα χόμπι, τη φωτογραφία, το οποίο προς τα τελειώματα του σχολείου, με το που τελείωσα δηλαδή, άρχισα να το εξασκώ και κατά κάποιον τρόπο επαγγελματικά. Βρέθηκα, λοιπόν, ενώ γυρνούσα για να βγάζω φωτογραφίες κλπ., είτε καλλιτεχνικές είτε διάφορες δουλειές που μου αναθέτανε, έτυχε να πέφτω επάνω σε συμβάντα της πυροσβεστικής και τραβούσα φωτογραφίες. Ξεκινώντας από εκεί, με πιάσανε κάποιοι πυροσβέστες και μου λέγανε «Ρε συ, φίλε. Θα έρθεις να μας δώσεις μερικές φωτογραφίες;», πιτσιρικάς εγώ, «Να έχουμε να δείξουμε στα παιδιά μας, στις οικογένειές μας. Ποτέ δεν έχουμε φωτογραφίες που πάμε σε φωτιές». Εμένα μου άρεσε αυτό που έκαναν, το θεωρούσα πολύ μεγάλη υπόθεση το επάγγελμα του πυροσβέστη, πολύ ιδιαίτερο, οπότε πήγαινα και τους πουλούσα τις φωτογραφίες αλλά στο κόστος τους, γιατί θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να κερδίσω λεφτά από αυτό το πράγμα, γιατί αυτό που έκαναν ήταν πολύ μεγάλο στα μάτια μου. Κάποια μέρα, πηγαίνοντας στον Α΄ Πυροσβεστικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, ο οποίος τότε ήταν στη πλατεία Ναυαρίνου, ένα παλιό κτίριο μέσα στη πλατεία Ναυαρίνου —τώρα νομίζω είναι supermarket ή κάτι τέτοιο—, πήγα να αφήσω κάτι φωτογραφίες από ένα συμβάν και βλέπω μέσα στο γραφείο του διοικητή έναν κύριο ο οποίος είχε το πόδι του στο γύψο, και μου λέει ο διοικητής: «Να σου συστήσω τον Γιάννη τον Λεμονίδη, αξιωματικό, τον ήρωα της βορείου Ελλάδος». Ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ήταν ένας αξιωματικός του Σώματος ο οποίος είχε πολύ μεγάλη αγάπη για τον εθελοντισμό, ο οποίος είχε ένα ατύχημα εκείνη τη περίοδο. Είχε πέσει από τον πύργο ασκήσεων της τότε πυροσβεστικής σχολής, έσπασε ο κρίκος από τη ζώνη του, αν θυμάμαι καλά, και βρέθηκε από τον πύργο, ενώ κρεμόταν, βρέθηκε κάτω με σπασμένο πόδι. Και εκείνες τις ημέρες ήταν στο νοσοκομείο και ένα παιδάκι είχε πέσει στο πηγάδι. Και σηκώθηκε, έφυγε από το νοσοκομείο με το γύψο και πήγε σπίτι του, πήρε ένα ταξί, έβαλε τις φιάλες και βούτηξε, έκανε κατάδυση για να βγάλει το νεκρό παιδάκι και μετά ξαναπήγε στο νοσοκομείο. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν ο ήρωας της βορείου Ελλάδος. Και με σύστησε ο διοικητής, μου λέει «Αυτός είναι ο Γιάννης ο Λεμονίδης», λέω «Ακουστά σας έχω, μόνο από εφημερίδες κι από αυτά». Μου λέει «Μικρέ, με τι ασχολείσαι;», λέω «Ναι, φωτογράφος είμαι», «Το παιδί μας φέρνει φωτογραφίες», και μου λέει «Έχω μια ομάδα από εθελοντές, παλιούς καταδρομείς. Να έρθεις, όταν γίνω καλά, που κάνουμε εκπαιδεύσεις να μας βγάλεις φωτογραφίες». Πέρασε λίγος καιρός, με πήρε τηλέφωνο, πήγα μια Κυριακή, τους έβγαλα φωτογραφίες. Τη δεύτερη εβδομάδα που πήγα κάνανε καταρριχήσεις από κάτι βράχια, εκεί στο Ασβεστοχώρι, στα παλιά νταμάρια του Ασβεστοχωρίου. Μου λέει «Θέλεις να κάνεις κι εσύ;», μου βάλανε κι εμένα σχοινιά, ζώνες, κλπ. και μου κόλλησε τη τρέλα του εθελοντισμού. Μια ομάδα από παλιούς καταδρομείς της λέσχης Ελλήνων καταδρομέων τότε, αλλά το όνειρό του ήταν να δημιουργήσει εθελοντισμό στο Πυροσβεστικό Σώμα στη Θεσσαλονίκη. Ο εθελοντισμός στο Πυροσβεστικό Σώμα υπήρχε και είναι παλιά υπόθεση, είναι του 1992 ο νόμος αν θυμάμαι καλά, αλλά μέχρι και τότε υπήρχανε δύο πυροσβεστικοί εθελοντικοί σταθμοί στην Ελλάδα, ο ένας είχε κλείσει και λειτουργούσε μόνο ένας στις Σέρρες… προσπαθώ να θυμηθώ πώς λέγεται, στα Πορόια, το εθελοντικό πυροσβεστικό κλιμάκιο Ποροΐων. Οπότε, λοιπόν, εθελοντισμός δεν υπήρχε στο σώμα, παρά μόνο εκεί. Αυτός ήθελε, ο συγχωρεμένος ο Γιάννης, να δημιουργήσει έναν εθελοντικό πυροσβεστικό σταθμό στους Αμπελόκηπους, στη περιοχή των Αμπελοκήπων, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί όπου ήταν και το σπίτι του. Έκανε συναντήσεις με το Δήμο, ιστορίες, κλπ., βρήκαν χώρο και όλοι αυτοί που ήταν στην ομάδα αυτή την εθελοντική της λέσχης καταδρομέων θα γίνονταν εθελοντές πυροσβέστες. Τη χρονιά εκείνη, το ‘97 πλέον, ο Γιάννης ο Λεμονίδης σκοτώθηκε σε μια διάσωση στον Στρυμόνα, πήγανε να βγάλουνε κάποιους πνιγμένους και πνίγηκε και αυτός μαζί με δύο στρατιώτες. Και από τότε αποφάσισα ότι θα γίνω ο πρώτος εθελοντής στην πυροσβεστική της Θεσσαλονίκης. Λίγους μήνες μετά… Οι σπουδές μου ήταν μουσικός, θα πρέπει να το πούμε αυτό το πράγμα γιατί πήγαινα ωδείο. Το όνειρό μου ήταν να γίνω τρομπετίστας και αυτό έγινε, αυτό ήταν το επάγγελμά μου. Ταυτόχρονα, έπαιζα και σε ορχήστρες, φυσικά, ως νέος μαθητής κτλ. Έπαιζα σε μια ορχήστρα και κάναμε ένα ταξίδι στην Αυστραλία. Εκεί, λοιπόν, περπατώντας μια μέρα στην Αυστραλία, πέτυχα ένα μαγαζί, το οποίο πουλούσε μεταχειρισμένα στρατιωτικά είδη και εκεί βρήκα ένα παντελόνι πυροσβεστικό και ένα κράνος πυροσβεστικό, οπότε λοιπόν τα αγόρασα. Είναι τα πρώτα πράγματα που απέκτησα. Λίγους μήνες μετά έφυγα και πήγα στην Αυστρία για συναυλίες, όπου εκεί είχα πάει για δεκαπέντε μέρες, φιλοξενούμουν σε μια ξαδέρφη μου και είχαμε οργανωμένες τρεις ή τέσσερις συναυλίες, θα παίζαμε, και είχα και κάποια χρήματα μαζί μου για να περάσω αυτές τις δεκαπέντε μέρες. Η ξαδέρφη μου, λοιπόν, της μιλούσα εγώ για τον εθελοντισμό, το πάθος μου, μου λέει: «Έχουμε εθελοντική πυροσβεστική στο χωριό που μένω». Πάω, λοιπόν, μια μέρα, ένα μικρό κτίριο, μου λέει «Συνήθως είναι κλειστό, αυτοί μαζεύονται μόνο όταν έχει φωτιά», βλέπουμε μια πόρτα ανοιχτή, βγαίνει ένας κύριος, μας χαιρετάει, λέει «Ο ξάδερφός μου κλπ. … ». Ένα κύριος ασπρομάλλης. Μου λέει: «Με πετύχατε… Φεύγω σε λίγο, αν θέλετε όμως αύριο το πρωί θα σας περιμένω και για καφέ». Πολύ ωραία, χαρά εγώ! Την άλλη μέρα το πρωί πάμε εκεί… Τώρα λίγο, βέβαια, η ιστορία ταξιδεύει, αλλά έχει το νόημά της. Πάω εκεί και φτάνοντας στον πυροσβεστικό σταθμό, όλες οι πόρτες ανοιχτές, όλα τα αυτοκίνητα βγαλμένα έξω στην αυλή, έχει στρώσει τραπέζι με καφέ, με κουλουράκια κλπ., και περιμένει τον Έλληνα τον πιτσιρικά να τον ξεναγήσει γεμάτος χαρά στην υπηρεσία του, γεμάτος περηφάνια για αυτό που έχουν εκεί στο χωριό, το Ilz της Αυστρίας. Εγώ εκεί έχω μείνει, φυσικά, εντυπωσιασμένος, γιατί βλέπω πράγματα τα οποία είναι για εμένα πρωτόγνωρα. Και μιλώντας, βλέπω και τις στολές που φοράνε, λέω «Κι εγώ θέλω να πάρω μια στολή, να πάω να γίνω εθελοντής», μου λέει «Δεν είναι πολύ μακριά από εδώ, το Graz είναι κοντά. Έχει μαγαζί μια πολύ μεγάλη εταιρεία που κάνει πυροσβεστικά αυτοκίνητα και στολές». Αμάν, εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ! Πείθω, λοιπόν, την ξαδέρφη μου ότι την επόμενη μέρα το πρωί πρέπει να πάμε εκεί. Πηγαίνουμε εκεί, μπαίνουμε μέσα στο μαγαζί και ξαφνικά εγώ είμαι σαν να έχεις βάλεις έναν πιτσιρικά μέσα σε ένα μαγαζί με παιχνίδια ή σε ένα τεράστιο ζαχαροπλαστείο που έχει όλο σοκολάτες, καραμέλες και διάφορα γλυκά. Γυρνάω από εδώ, γυρνάω από εκεί, ό,τι και να βλέπω όμως είναι ακριβά, διότι αυτά τα πράγματα είναι πολύ ακριβά. Και εκεί ο διευθυντής, ας πούμε, της εταιρείας που ήταν στο μαγαζί με είδε που, ενώ μπήκα με χαρά, ξαφνικά γυρνούσα γύρω-γύρω με κατεβασμένο το κεφάλι. Έρχεται, μου μιλάει αγγλικά, μου λέει «Τι συμβαίνει;», το και το λέω, του είπα την ιστορία μου, τι ήθελα να κάνω και μου λέει: «Πάμε να διαλέξουμε μαζί, θα κανονίσω εγώ». Κι έτσι αγόρασα κι ένα τζάκετ πυροσβεστικό, ένα ζευγάρι μπότες, μια ζώνη, γάντια, τα οποία μου τα έδωσε πολύ κάτω από τη μισή τιμή. Και έμεινα να περάσω τις επόμενες δέκα μέρες περίπου με τότε γύρω στις 10-15 χιλιάδες δραχμές. Αυτό ήταν. Όλα μου τα λεφτά, ό,τι είχα τα έφαγα εκεί.

Γ.Μ.:

Γύρισα μετά από αυτό πίσω στην Ελλάδα. Μια μέρα έβαλα τα πράγματα αυτά σε μια τσάντα και πήγα στον Β΄ Πυροσβεστικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, στην οδό Μοναστηρίου. Πάω εκεί, μπαίνω μέσα με τη τσάντα μου, μου λένε «Τι θέλετε;», λέω «Ήρθα, θέλω να γίνω εθελοντής». Με κοιτάνε παράξενα, «Μα αυτό…». Γίνεται μια αναστάτωση κάτω, κουβέντα στην κουβέντα ακούγεται η φωνή του διοικητή «Τι συμβαίνει», λέει, «παιδιά;», ο κύριος Βύρων Τόλκας, επιπυραγός, διοικητής τότε του Β΄ Πυροσβεστικού Σταθμού και υποδιοικητής, υποπυραγός ο κύριος Βεσίρης Γιώργος. Αυτοί είναι οι δύο πρώτοι άνθρωποι που συνάντησα στη πυροσβεστική. Με φωνάζει, λοιπόν, ο διοικητής επάνω στο γραφείο του, μου λέει «Τι συμβαίνει;», λέω «Κύριε διοικητά, να σας εξηγήσω», αυτό κι αυτό, Κάτσε», μου λέει, μου φέρνουν και μια πορτοκαλάδα και του εξηγώ. Λέω ότι ήμουνα με τον Γιάννη τον Λεμονίδη, ότι συμμετείχα στη φωτιά του Σέιχ Σου που είχε γίνει πριν από έναν χρόνο, αν θυμάμαι καλά, στην κατάσβεση, ότι θέλω να γίνω εθελοντής και μου λέει «Να σου πω, βρε αγόρι μου. Είναι η [00:10:00]πρώτη φορά αυτό το πράγμα. Στα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρόνια, έχω στο πυροσβεστικό σώμα, που είμαι αξιωματικός, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Δεν υπάρχει εθελοντής να μπορείς να γίνεις. Υπάρχει ένα πυροσβεστικό κλιμάκιο έξω στα Πορόια». «Μα», λέω, «εγώ μένω εδώ στη Θεσσαλονίκη». Μου λέει: «Επίσημα από το νόμο δεν μπορούμε να σε κάνουμε εθελοντή, από την άλλη δεκαοχτώ χρόνια πρώτη φορά έρχεται κάποιος και να πει: ‘‘Θέλω να σας βοηθήσω’’», του λέω «Κοιτάξτε κιόλας τι έχω!» και κάνω μια, ανοίγω τη τσάντα, μου λέει «Τι είναι αυτά;», λέω «Κοιτάξτε. Αγόρασα και τζάκετ και κράνος και μπότες…». Του τα δείχνω όλα, μου λέει «Αυτά είναι καινούρια», λέω «Αυτά τα πήρα από την Αυστραλία, είναι μεταχειρισμένα, το τζάκετ είναι από την Αυστρία, το κράνος, τα αυτά…». Μου λέει: «Θα έρχεσαι. Δεν μπορώ να σε διώξω, δεν μου πάει η καρδιά να σε διώξω. Θα προσέχεις, θα σου μάθουν τη δουλειά τα παιδιά, είμαστε σταθμός ο οποίος έχει πολλή δουλειά, θα προσέχεις πολύ, είναι επικίνδυνη δουλειά, αλλά έχουμε καλούς πυροσβέστες. Και πάμε να σε συστήσω στη βάρδια». Κατεβαίνουμε, λοιπόν, τις σκάλες του σταθμού, φωνάζει τη βάρδια και τον αξιωματικό βάρδιας εκείνης της ημέρας, εκείνης της υπηρεσίας και λέει: «Παιδιά, να σας συστήσω τον Γιώργο. Ο Γιώργος θα είναι από εδώ και πέρα εθελοντής στο σταθμό μας». Πετάγεται ο αξιωματικός υπηρεσίας, λέει «Αυτό δεν υπάρχει και…», «Κοιτάξτε να δείτε», λέει, «Αφού είπα ότι…», λέει, «Μα αν γίνει κάτι…», «Αν γίνει κάτι», λέει, «θα πάω εγώ με χειροπέδες φυλακή. Δεν μπορώ να τον διώξω αυτόν τον άνθρωπο, έρχεται να προσφέρει. Απλά είναι μικρός, από ό,τι φαίνεται την αγαπάει πολύ αυτή τη δουλειά. Πρέπει να του μάθετε τη δουλειά σωστά. Ό,τι χτυπάει συμβάν για να φύγει έξοδος θα τον παίρνετε μαζί σας, θα έρχεται ό,τι ώρα θέλει να κάνει υπηρεσία, θα φεύγει ό,τι ώρα θέλει, αφού δεν είναι σε πρόγραμμα υπηρεσιών. Φροντίστε, όμως, να τον προσέχετε και να του μάθετε τη δουλειά». Και γυρνάει και κοιτάει κι εμένα και μου λέει: «Κι εσύ, μικρέ, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά, από ό,τι κατάλαβα. Θέλω και εσύ να τους προσέχεις και να μάθεις τη δουλειά». Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει η πορεία μου στο πυροσβεστικό σώμα και η αγάπη μου για αυτό το πράγμα. Περνώντας τα χρόνια, αυτό έγινε ένα μεγάλο πάθος, μια μεγάλη αγάπη. Πήγαινα πολύ συχνά και στην υπηρεσία, έγινε πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου. Όταν πήγα φαντάρος, με το που τελείωνα την υπηρεσία —γιατί για κάποιο διάστημα ήμουνα Ναύπλιο στη σχολή Μηχανικού και μετά στο Λουτράκι. Μετά όταν ήρθα προς Θεσσαλονίκη, πήρα μια μετάθεση στη Βέροια—, εκεί με το που τελείωνα την υπηρεσία μου, την κοπανούσα από το στρατόπεδο και πήγαινα στη πυροσβεστική της Βέροιας. Μόλις είχαν πάρει μετάθεση κάποιοι πυροσβέστες από το δικό μου σταθμό στη Θεσσαλονίκη εκεί, οπότε είχα γνωστούς, οπότε έτρεχα και στη Βέροια σε φωτιές! Συνέχισε αυτή η ιστορία και τελειώνοντας τη στρατιωτική μου θητεία πλέον είχε αλλάξει ο νόμος και γίνονταν επίσημα εθελοντές στο Πυροσβεστικό Σώμα, οπότε το ‘99 επίσημα πήρα πλέον και ταυτότητα εθελοντή, εντάχθηκα επίσημα στο Πυροσβεστικό Σώμα, άσχετα αν ήμουν δύο χρόνια πριν και για ενάμιση χρόνο πριν που ήμουν μόνος σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε αυτό το πράγμα, φυσικά εκεί ατελείωτες ιστορίες με ανθρώπους εξαιρετικούς. Για παράδειγμα, όπως είπα και πριν, εμένα η δουλειά μου, οι σπουδές μου ήταν μουσικός. Όταν, λοιπόν, το ‘99 έδωσα εξετάσεις για το πτυχίο της μουσικής, βγάζαμε κάποια αφίσα, γιατί οι εξετάσεις των μουσικών είναι μια συναυλία. Έβαλα, λοιπόν, και στην πυροσβεστική, εκεί στο σταθμό, μια αφίσα. Με πιάνει ο διοικητής, με πιάνουν και δυο τρεις πυροσβέστες, «Γιωργάκη», λέει, «τι είναι αυτό;», λέω «Αφού ξέρετε…», «Ναι», λέει, «είσαι μουσικάντης εσύ. Και τι είναι αυτό;». Λέω «Γίνεται συναυλία…», «Τι;», λέει, «Τέτοια κλασική μουσική που τραγουδάνε στις όπερες και τέτοια;», λέω «Εντάξει. Κλασική μουσική κλπ…». Κοιτιόντουσαν μεταξύ τους, λέει: «Κοίτα, μικρέ. Εμείς κλασική μουσική δεν ακούμε, αλλά αυτό μάλλον είναι σημαντικό πράγμα για εσένα. Εμείς όποτε έχουμε κάποια δύσκολη φωτιά, κάτι τέτοιο, εσύ πάντα είσαι εκεί. Αυτό το πράγμα μάλλον είναι σταθμός στην επαγγελματική σου ζωή, δεν γίνεται να μην έρθουμε, να είμαστε απόντες από αυτό, να μη δεν έρθουμε εκεί». Οπότε, το βράδυ των διπλωματικών μου εξετάσεων, στην πρώτη σειρά καθόταν ο διοικητής του σταθμού με τη γυναίκα του και οι δυο φίλοι μου με τις γυναίκες τους, ο Γιάννης και ο Κώστας, με τα κοστούμια τους. Και με πιάσανε και πριν βγω στη σκηνή, ήρθαν να με χαιρετήσουν, «Μικρέ, εμείς μετά θα πάμε για καμιά ρετσίνα. Δεν μπορούμε να τα αντέξουμε πολύ αυτά, αλλά θα είμαστε εδώ μέχρι να τελειώσεις και να μάθουμε το αποτέλεσμα. Θα είμαστε εδώ». Και με μια αγκαλιά λουλούδια ήρθανε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ ότι ήταν αυτοί οι άνθρωποι εκεί. Αυτό γίνεται το ‘99, Μάρτιο του ‘99. Είδες. Έκανα ένα λάθος πριν. Ταυτότητα του σώματος πήρα το 2000, όχι το ‘99. Το ‘99 πήγα φαντάρος και μετά από δεκαοχτώ μήνες που απολύθηκα πήρα ταυτότητα του σώματος.

Γ.Μ.:

Το 2000 απολύομαι και από το στρατό, ξεκινάμε να κάνουμε ετοιμασίες για το μέλλον των σπουδών μου και τι θα κάνω. Με την πυροσβεστική συνεχίζω. Και ξαφνικά, ψάχνοντας να βρω για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό —ψάχνω για Αγγλία, ψάχνω για αυτά, θεωρούσα ότι μιλούσα καλύτερα αγγλικά αλλά τα κόστη των σπουδών ήταν υπερβολικά, δεν μπορούσαμε να τα αντέξουμε ούτε η οικογένειά μου. Και βρίσκω για Γαλλία, όπου Γαλλία το κόστος σπουδών ήταν πολύ μικρό και αποφασίζω ότι θα πάω στη Γαλλία. Το Σεπτέμβριο έχω κλείσει για να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές για τη σχολή στη Γαλλία. Το Σεπτέμβριο του 2001, δέκα μέρες μετά τους Δίδυμους Πύργους, φεύγω και πάω στη Γαλλία. Φτάνω στο Παρίσι, προσπαθώ να εγκατασταθώ, να μπω σε μια σειρά, σε ένα Παρίσι που είναι ανάστατο με το φόβο της τρομοκρατίας πλέον, ένα Παρίσι όπου για πρώτη φορά κυκλοφορούν παντού ένοπλοι στρατιώτες, ένοπλοι στρατιωτικοί με το δάχτυλο στη σκανδάλη κυριολεκτικά και τα όπλα γεμάτα, όπου έχουν καταργηθεί οι κάδοι σκουπιδιών, είναι μόνο πλαστικές σακούλες διάφανες, γιατί φοβούνται, σε ένα Παρίσι ανάκατο προσπαθώ κι εγώ να βρω ένα σπίτι να μείνω. Και βρίσκω κάπου στα προάστια του Παρισιού, δίπλα στο ποτάμι, τον Μάρνη —Μάρνης είναι ένα ποτάμι που χύνεται στον Σηκουάνα—, βρίσκω εκεί στις όχθες του Μάρνη ένα σπίτι. Και το λέω γιατί έχει σημασία στην ιστορία μας μετά. Εγκαθίσταμαι και ξεκινάω τις σπουδές μου. Κάπου τον Οκτώβριο ένας φίλος μου μουσικός, που μαζί δώσαμε δίπλωμα και πτυχίο, σπουδάζει στη Γερμανία και με καλεί να πάω στη Γερμανία. Πηγαίνω στη Γερμανία, όπου εκεί, φυσικά ως μανιώδης με την πυροσβεστική, επισκέπτομαι και την πυροσβεστική στη Βόννη, έξω από τη Κολωνία, όπου πετυχαίνω έναν άνθρωπο ο οποίος είναι και συλλέκτης και φτιάχνει κι ένα μουσείο. Εγώ είχα πάντα μαζί μου μερικά μπλουζάκια, μερικά σηματάκια, τον δίνω κάποια πράγματα δώρο κι αυτός μού δίνει δώρο ένα μπουφάν της πυροσβεστικής γερμανικό, ένα τζάκετ πυρκαγιάς, τα οποία αυτά έχουν έναν γιακά, σηκώνεται πιο πάνω από τα αυτιά, αυτό με τις φωσφορούχες τις λωρίδες και πίσω είχε τη ταμπέλα εκείνη που έγραφε «Feuerwehr» στα γερμανικά. Μου το κάνει δώρο. Χαρά εγώ, φυσικά, που έχω καινούριο τζάκετ. Γυρνάω στο Παρίσι και έρχεται χειμώνας. Βαρύς χειμώνας στο Παρίσι. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια χιονίζει στο Παρίσι, χιονίζει, αλλά εγώ είμαι φοιτητής και τα πράγματα είναι δύσκολα. Το ρεύμα που είχα στο σπίτι χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες, μπλε–άσπρο–κόκκινο, που ανάλογα με το πόσο ζήτηση είχε το ρεύμα άναβε ένα λαμπάκι πάνω στο μετρητή και ήξερες πόσο κοστίζει το ρεύμα. Οι κόκκινες οι μέρες, δηλαδή όταν είχε κρύο που είχε μεγάλη ζήτηση, το ρεύμα μπορεί να κόστιζε και είκοσι, είκοσι πέντε φορές πιο ακριβό. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι δεν μπορούσα ούτε το σπίτι να ζεστάνω, κρύωνα κλπ. Έχω κοιμηθεί ένα βράδυ δίπλα στο ποτάμι, υγρασία, τουρτουρίζω. Φορούσα και το τζάκετ της πυροσβεστικής και έριχνα και τρεις κουβέρτες. Και επειδή ήταν και το πιο ζεστό μπουφάν που είχα και είχε κι αυτόν τον ψηλό γιακά που μου προστάτευε το κεφάλι, για να πάω στο ωδείο βγάζω κι εκείνη την ταμπέλα που έλεγε «Πυροσβεστική» στα γερμανικά, βγάζω εκείνη την ταμπέλα, φοράω κι έναν χοντρό μάλλινο σκούφο και πάω στο ωδείο. Μπαίνω στο ωδείο, χιονίζει έξω και πάω στη μηχανή του καφέ να πάρω μια ζεστή σοκολάτα να πιώ. Κι εκείνη την ώρα με βλέπει μια συμμαθήτριά μου, μου λέει «Τι μπουφάν είναι αυτό;», λέω «Πυροσβεστικής», λέει «Είσαι πυροσβέστης;», λέω «Είμαι [00:20:00]εθελοντής στην Ελλάδα, αλλά αυτό είναι δώρο από έναν φίλο μου Γερμανό», μου λέει «Η ορχήστρα της πυροσβεστικής ψάχνει να βρει τρομπετίστα. Ίσως είναι μια μοναδική ευκαιρία». Λέω «Γιατί όχι», λέω, «Είμαι Έλληνας, όμως, θα με πάρουνε;». Λέει: «Δεν τους ενδιαφέρει. Είσαι καλός μουσικός, είσαι αυτά…». Με φέρνει, λοιπόν, σε επαφή με το διοικητή της ορχήστρας και κανονίζουμε να πάω για να δώσω εξετάσεις, να κάνω μια ακρόαση να δουν αν παίζω καλά μουσική κλπ. Πηγαίνω εκεί, είχα μαζί μου και μια συστατική επιστολή από την πυροσβεστική, είχε σκεφτεί ο τότε διοικητής μου, ο κύριος Πετανίδης, ο οποίος μου έχει κάνει μια συστατική επιστολή και γράφει μέσα για το χαρακτήρα μου, για το ότι ήμουν πυροσβέστης εθελοντής, γράφει διάφορα πράγματα. Την έχω μεταφράσει στα γαλλικά, τη δίνω και αυτή, ο μαέστρος ενθουσιασμένος κάνει τα χαρτιά για να με προσλάβει η υπηρεσία ως μουσικό. Στη Γαλλία ο εθελοντισμός, όταν πας για εθελοντής, γιατί σαν εθελοντής θα γινόταν η πρόσληψη, είναι μισθωτός, δηλαδή —αυτό είναι μια μικρή παρένθεση που κάνω εδώ— ο εθελοντισμός στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι αμειβόμενος, λέγεται εθελοντής επειδή δεν είναι με μόνιμο μισθό σταθερό. Στη Γαλλία, ας πούμε, ανάλογα με το πόσες υπηρεσίες κάνεις ανά μήνα, παίρνεις και ανάλογη αμοιβή, αμείβεσαι με την ώρα και αμείβεσαι διαφορετικά αν είσαι στο ασθενοφόρο, αν είσαι σε πυροσβεστικό όχημα, αν θα πας σε συμβάν, ανάλογα με τι βαθμό έχεις κλπ. Οπότε, εμένα έπρεπε να μου κάνουν μια σύμβαση εθελοντή. Έλα, όμως, που η σύμβαση γυρνάει, απορρίπτεται, γιατί δεν έχω γαλλική υπηκοότητα και ο νόμος δεν προβλέπει να προσληφθεί μη Γάλλος υπήκοος. Στεναχωρημένος ο μαέστρος με παίρνει μου λέει «Ελάτε από το γραφείο μου», πηγαίνω εκεί, τα συζητάμε, μου λέει: «Να πάρουμε το στρατηγό». Παίρνει το στρατηγό, τον Jacques de Kuyper, ο οποίος ήταν ο διοικητής της υπηρεσίας εκείνη τη περίοδο, και του εξηγεί το πρόβλημα. Και λέει ο στρατηγός: «Τον θέλετε οπωσδήποτε;». Λέει: «Είναι πολύ καλός μουσικός και είναι και πυροσβέστης. Έχω μια συστατική επιστολή από το διοικητή του που λέει τα καλύτερα λόγια». Λέει: «Αφήστε με να δω, κάτι θα κάνουμε». Και εκεί τότε ο Jacques de Kuyper, μαθαίνω λίγο αργότερα, κατέβηκε στο υπουργείο ο ίδιος και φρόντισε εντός δέκα ημερών περίπου να αλλάξει ο νόμος με τη δικαιολογία ότι θα με προσλάμβαναν στην ορχήστρα και δεν θα με έστελναν σε συμβάντα. Με ξαναπαίρνουν μετά τηλέφωνο, μου λένε «Ελάτε να υπογράψετε, θα προσληφθείτε κλπ.» και ξεκινάω την πορεία μου ξαφνικά στην πυροσβεστική στη Γαλλία. Έχουν μεσολαβήσει Χριστούγεννα, όπου στην Ελλάδα φυσικά που ήρθα περνούσα τις μέρες μου στο Β΄ Πυροσβεστικό Σταθμό. Επιστρέφω πίσω και εκείνη την περίοδο κάναμε μια μεγάλη σειρά από συναυλίες οι οποίες είχαν σκοπό να μαζέψουμε χρήματα για να φέρουμε στη Γαλλία γυναίκες και παιδιά από τους πυροσβέστες που σκοτώθηκαν στους Δίδυμους Πύργους. Η ορχήστρα, λοιπόν, τότε, έπαιζε για αυτόν το λόγο, μαζί με έναν σύλλογο που δημιουργήσαν, μια association στα γαλλικά, ένα σωματείο. Ασχολούνταν με αυτό το πράγμα. Μαζέψαμε χρήματα και κάπου, αν θυμάμαι καλά, τέλος της σεζόν εκείνης, Ιούνιο ή Ιούλιο, είχαν έρθει σαράντα γυναίκες, φέραμε σαράντα γυναίκες και παιδιά από τη Νέα Υόρκη, οι οποίοι ήρθαν συνοδευόμενοι από αξιωματικούς επιζήσαντες από τους Δίδυμους Πύργους. Και… Μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος, με πολλά συναισθήματα, με κάποιες τελετές που γίνανε κλπ., τα οποία εγώ και ως πυροσβέστης ο οποίος είχα χάσει φίλους ήδη εδώ στην Ελλάδα με βάραιναν ψυχολογικά πολύ αυτές οι τελετές, συναισθηματικά δηλαδή μου προκαλούσαν κάτι. Μια παρένθεση που θέλω να κάνω είναι ότι πριν φύγω στη Γαλλία, το Μάιο του ‘01, είχαμε ένα συμβάν εδώ στη Θεσσαλονίκη στους Αμπελόκηπους, στο σταθμό μου, όπου σκοτώθηκε ένας πυροσβέστης, ο Ιωάννης Κράγιας, του οποίου το όνομα φέρει σήμερα ο Β΄ Σταθμός στον οποίο συνεχίζω να υπηρετώ, λέγεται Β΄ Πυροσβεστικός Σταθμός Θεσσαλονίκης Αρχιπυροσβέστη Ιωάννη Κράγια. Έχω μνήμες, λοιπόν, πολύ φρέσκιες από εκείνο το συμβάν, όπου ένας πυροσβέστης σκοτώνεται σε κλειστό χώρο από μια φωτιά, η οποία ήμουν εκεί, και προσπαθούσαν να εξηγήσουν κάποια φαινόμενα που συνέβησαν στη φωτιά. Οι μνήμες αυτές είναι πολύ φρέσκιες, ακόμα δεν έχει περάσει ένας χρόνος. Όντας εγώ στη Γαλλία επάνω, γίνομαι συνδρομητής σε κάποια ξένα περιοδικά και σε κάποια γαλλικά τα οποία μιλάνε για φαινόμενα πυρκαγιάς σε κλειστούς χώρους. Ταυτόχρονα, επάνω στη Γαλλία είχε μαγαζιά που πουλούσανε εξοπλισμό για πυροσβέστες. Πήγαινα σε ένα τέτοιο μαγαζί, έπαιρνα υλικά που μου παραγγέλναν φίλοι και γνωστοί. Και μια μέρα βλέπω σε ένα κουτί βιβλία τα οποία τα είχανε σε έκπτωση, διότι προφανώς δεν ήθελε να τα πάρει κανένας. Βλέπω, λοιπόν, ένα βιβλίο εκεί το οποίο ονομάζεται Fog Attack, «Επίθεση Ομίχλης», έχει έναν πυροσβέστη να κάνει μια βολή με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο και από κάτω γράφει «An international overview of strategies and tactics», «Μια διεθνής σύνοψη στρατηγικών και τακτικών». Αρχίζω να διαβάζω αυτό το βιβλίο και ταυτόχρονα δένουν διάφορα πράγματα. Μαζί έχω επαφές με τον Αυστραλό που είχα συναντήσει τότε στη Μελβούρνη που πήγα και αγόρασα, γιατί τότε στη Μελβούρνη που πήγα και αγόρασα τη στολή έτυχε να σταματήσω σε έναν πυροσβεστικό σταθμό, να με ξεναγήσουν, όπου γνώρισα έναν Αυστραλό αξιωματικό, με τον οποίο είχαμε ήδη κρατήσει επαφές και αρχίσαμε να δενόμαστε. Και τον ρωτούσα, λέω: «Ρε ‘συ, αυτά τα πράγματα που διαβάζω και σε αυτό το βιβλίο κλπ. συμβαίνουν; Αυτός εδώ πέρα… Σε εμάς στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν». «Συμβαίνουν», λέει, «και στη χώρα σου, απλά δεν έχετε μάθει να τα κατανοείτε». Τι και πώς κλπ., μου εξηγεί και αυτός, διαβάζω, παίρνω περιοδικά, διαβάζω βιβλία, το μυαλό μου βράζει. Εγώ Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι που κατεβαίνω στην Ελλάδα περνάω το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών μου στην πυροσβεστική. Επιστρέφω στη Γαλλία και επιστρέφοντας πάλι στη Γαλλία, πλέον Σεπτέμβρη του 2002, ξεκινάμε ένα project, όπου θα κάναμε και CD. Πάμε να ηχογραφήσουμε κι ένα CD, ηχογραφούμε και το CD και τις ημέρες της ηχογράφησης —η ηχογράφηση γίνεται στην πυροσβεστική ακαδημία—, όταν έχουμε διάλειμμα, περπατάω στους διαδρόμους και βλέπω το γυμναστήριο της σχολής, όπου βλέπω έναν κύριο να κάνει γυμναστική, έναν όχι πολύ ψηλό αλλά πολύ θηριώδη σωματότυπο, ένας με τεράστια μπράτσα χωρίς να είναι μποντιμπιλντεράς. Εύσωμος, αλλά είχε ό,τι κιλά έπαιρνε το μηχάνημα και του είχαν προσθέσει και μια μπάρα με έξτρα πλάκες από αυτούς που κάνουν άρση βαρών, με την οποία σήκωνε αυτός τα κιλά και σήκωνε λες και σήκωνα εγώ 2 κιλά. Ένας κύριος γύρω στα 50 κάτι. Με βλέπει που φορούσα ένα μπλουζάκι με τη φλόγα του πυροσβεστικού σώματος, ξαφνικά πετάει τα κιλά, μου λέει «Τι είναι αυτό που φοράτε;», λέω το και το «Είμαι στην ορχήστρα μουσικός…», «Ναι», λέει, «ξέρω. Κάνετε ηχογράφηση επάνω. Εγώ σας ανοίγω το κτίριο. Και είστε πυροσβέστης;», «Είμαι», λέω, «στην Ελλάδα εθελοντής», «Αλήθεια; Και έχουμε Έλληνα στην υπηρεσία μας; Περίμενε!», λέει. Παίρνει το κινητό του, παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα του: «Έχουμε καλεσμένο. Αύριο τι ώρα τελειώνετε;». Λέω «2 το μεσημέρι», «Γυναίκα, αύριο έχουμε καλεσμένο έναν Έλληνα συνάδελφο στο σπίτι, θα μαγειρέψεις να φάμε». Το θεώρησε δεδομένο. Και ξεκινάει εκεί μια καινούρια φιλία, όπου πηγαίνω στο σπίτι του, τρώμε. Έχει δύο μικρά παιδάκια και μια πιο μεγάλη κόρη. Η πιο μεγάλη τότε ήταν 8-9 και τα μικρά ήτανε 2-3 χρονών. Συζητώντας εκεί τον λέω και για αυτά τα πράγματα, αυτές τις απορίες που έχω. Μου λέει «Είμαστε υπηρεσία που είμαστε πρωτοπόροι στη Γαλλία σε αυτήν την εκπαίδευση. Έχουμε τον Stéphane Morizot, ο οποίος την έφερε πριν από μερικά χρόνια και τώρα είμαστε πρωτοπόροι στη Γαλλία και σιγά-σιγά εκπαιδεύουμε κι άλλους κι άλλους κι άλλους…». Οπότε, εμένα κατευθείαν μου περνάει από το μυαλό πώς θα γίνει να δω την εκπαίδευση για αυτά τα φαινόμενα πυρκαγιάς. Ξανακάνω μια αναδρομή, διότι γίνεται ένα ατύχημα στο Παρίσι, όπου σε ένα δωμάτιο, τα λεγόμενα chambres de bonne, που είναι μικρά δωμάτια που νοικιάζονται σαν στούντιο —αυτά λέγονται chambres de bonne, γιατί ήταν τα δωμάτια που έμενε το υπηρετικό προσωπικό, ήταν στους τελευταίους ορόφους των κτιρίων και ήταν μικρά δωματιάκια που έμενε το υπηρετικό προσωπικό τον τότε οικογενειών της καλής κοινωνίας—, το οποίο είχε έκταση 9 τ.μ., είχε πάρει φωτιά και έχουν σκοτωθεί σε αυτό το δωματιάκι πέντε πυροσβέστες. Από τους πέντε πυροσβέστες τους δύο τους ήξερα, διότι πήγαινα στο σταθμό που υπηρετούσαν στο Παρίσι και με ξεναγούσαν εκεί και είχαμε [00:30:00]κάνει μια φιλία. Ακόμα ένα πράγμα το οποίο είναι πλέον μέσα στο μυαλό μου. Και εκείνα τα χρόνια δεν είχαν δώσει απαντήσεις του τι είχε συμβεί. Και επειδή η υπηρεσία του Παρισιού είναι στρατός, θεωρούνταν και στρατιωτικό απόρρητο η ανάκριση και η έρευνα που γινόταν. Είναι και αυτό πλέον φρέσκο στη Γαλλία. Και μου λέει ο φίλος μου ο Bernard: «Θα σε φέρω σε επαφή με τον Stéphane, ο οποίος είναι διευθυντής αυτού του προγράμματος, για να δούμε τι και πώς». Με φέρνει σε επαφή με αυτόν, πρωτοπόρος στη Γαλλία ο Stéphane Morizot, ο οποίος και μου εξηγεί διάφορα πράγματα και μου λέει: «Να δούμε πώς θα κανονίσουμε, εφόσον είσαι πυροσβέστης, άσχετα που είσαι στην ορχήστρα, εφόσον είσαι πυροσβέστης στην Ελλάδα, να περάσεις μια εκπαίδευση να δεις τι διδάσκουμε». Πηγαίνω εγώ την επόμενη εβδομάδα στην ορχήστρα, πάω στο διοικητή μου και του κάνω ένα χαρτί, του λέω «Αυτό δώσε το στο στρατηγό», όπως μου είχε πει ο στρατηγός: «Ό,τι χρειαστείς εγώ θα είμαι εδώ, να προσπερνάς την ιεραρχία, σε μια κόλλα χαρτί γράψε μου τι θέλεις…». Και του λέω: «Στρατηγέ, είδα ότι διδάσκετε αυτά τα πράγματα. Δεν τα έχω δει ποτέ στη χώρα μου. Θέλω να περάσω μια φορά να μάθω». Μου απαντάει, περνάω ένα σχολείο τέτοιο με μια σειρά μονίμων πυροσβεστών. Το 2004 μπαίνω για πρώτη φορά σε εξομοιωτή πυρκαγιάς, όπου εκεί έχω πάθει σοκ, γιατί ξαφνικά με αυτά που είδα και με το μάθημα, που ήταν σαράντα πέντε λεπτά θεωρίας και μια ημέρα πρακτικής, έχω πάρει απαντήσεις σε ό,τι με προβλημάτιζε και δεν καταλάβαινα. Και συνειδητοποίησα αυτό που μου είχε πει κι ο Αυστραλός ο φίλος μου ότι δεν έχει καμία σχέση, αυτά τα φαινόμενα δεν γίνονται μόνο στην Αμερική επειδή τα διαβάζεις σε αμερικάνικα περιοδικά. Μαθαίνω τι συμβαίνει κι αρχίζω και ενδιαφέρομαι πλέον για αυτό το πράγμα.

Γ.Μ.:

Τελειώνουν οι σπουδές μου στη Γαλλία, εγώ παραμένω μέχρι και το ‘06 εκεί. Ήμουνα ένας Έλληνας μέσα σε 3.500 περίπου Γάλλους που είχε πυροσβέστες η υπηρεσία εκείνη την περίοδο. Δούλευα πολύ και ήμουνα αγαπητός. Και επειδή μαθεύτηκε ότι υπάρχει ένας Έλληνας πυροσβέστης, βοηθούσα όπου μπορούσα. Φυσικά, δεν πήγαινα σε φωτιές γιατί δεν επιτρεπόταν, αλλά πήγαινα σε εκπαιδεύσεις και ανεπίσημα και σε διάφορα πράγματα που οργάνωνε η υπηρεσία πήγαινα και βοηθούσα εκτός ωραρίου, πήγαινα και βοηθούσα εκτός ωραρίου. Δεν πληρωνόμουν ούτε τίποτα. Περνάνε, λοιπόν, τα χρόνια, φεύγω από τη Γαλλία, επιστρέφω στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όλα αυτά τα χρόνια εγώ συνεχίζω και αναπληρώνω, όποτε γυρνάω, καλοκαίρι κλπ., κάνω υπηρεσίες για όλον το χρόνο που λείπω. Γιατί ο εθελοντισμός ήταν υποχρεωτικά να κάνουμε τέσσερις υπηρεσίες το μήνα τότε. Εγώ μπορείς να φανταστείς ότι αυτές τις ξεπερνούσα πάντα κατά πολύ. Περνάω στην ορχήστρα, έχω πλέον μια μόνιμη δουλειά στη δημοτική ορχήστρα Θεσσαλονίκης, αλλά αυτό το πράγμα που έζησα το ‘04 στη Γαλλία, αυτή η εκπαίδευση, ακόμα με στοιχειώνει, γιατί είδα πράγματα, αλλά πώς να τα εξηγήσω ακριβώς τι είδα; Οπότε, μου σφηνώνεται ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να γίνω εκπαιδευτής. Έχω κρατήσει, όμως, επαφές, γιατί όπως είπα, ήμουνα πολύ αγαπητός. Και αποφασίζω ένα βράδυ να στείλω ένα e-mail στο στρατηγό, ο οποίος ήταν ακόμα εν ενεργεία, το Γάλλο το διοικητή, και του λέω ότι «Ξέρετε, θα ήθελα να παρακολουθήσω το σχολείο των εκπαιδευτών. Έχω μια δουλειά, πληρώνομαι καλά, αλλά δεν μπορώ να το πληρώσω μονομιάς. Θα ήθελα, αν μπορείτε, να με βοηθήσετε, να μου επιτρέψετε να το πληρώσω σε τέσσερις ή πέντε ή έξι φορές τμηματικά». Γιατί το κόστος ενός τέτοιου σχολείου ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Είμαι μπροστά στον υπολογιστή 02:00 και το βράδυ, λέω τώρα «Να το στείλω;». Ντρεπόμουνα κιόλας, ο φτωχός συγγενής, ας πούμε, δεν μπορεί να το πληρώσει, δεν μπορεί να κάνει. Τελικά το στέλνω, λέω η μισή ντροπή δική μου η μισή ντροπή δική τους, τι να κάνουμε; Κακοκοιμήθηκα, φυσικά, είχα στο νου μου αυτό το πράγμα. Ξυπνάω πρωί πρωί 07:00 η ώρα για να πάω νωρίς στην ορχήστρα. Μου άρεσε να πηγαίνω νωρίς για να κάνω λίγο προθέρμανση. Μην ξεχνάμε ότι η δουλειά μου είναι μουσικός. Και έχω μια περιέργεια, λέω «Ρε συ, να ανοίξω τον υπολογιστή;», ανοίγω τον υπολογιστή και βρίσκω ήδη e-mail, το οποίο ήταν 07:00 και, το e-mail είχε ώρα, φαινόταν ότι έχει έρθει νωρίτερα. Αυτός ο άνθρωπος φαινόταν ότι είχε απαντήσει στο e-mail γύρω στις 06:00 το πρωί. Εν ολίγοις έλεγε: «Αγαπημένε μου φίλε Γιώργο, πολύ χαίρομαι που έχεις ακόμα ενδιαφέρον για αυτά που έμαθες κλπ. κλπ. Επειδή πιθανόν στα επόμενα δύο χρόνια να βγω στη σύνταξη, θεωρώ ότι το τελευταίο πράγμα που μπορώ να κάνω για εσένα και να έχει αξία είναι το σχολείο εκπαιδευτών να το πληρώσω εγώ. Εσύ θα πάρεις τα εισιτήριά σου και θα πληρώσεις τη διαμονή σου στην πυροσβεστική ακαδημία και το άλλο το επωμίζομαι εγώ, γιατί είμαι σίγουρος πως ό,τι μάθεις, με το χαρακτήρα που έχεις, θα κάνεις τα πάντα για να μεταδώσεις αυτές τις γνώσεις στους Έλληνες συναδέλφους μου που τόσο εκτιμώ και θαυμάζω, γιατί πολεμάτε με πολύ λιγότερα μέσα». Ξεκινάει, λοιπόν, μια καινούρια περιπέτεια κατευθείαν. Μέχρι να κλείσω το e-mail βλέπω ότι έχει έρθει και δεύτερο e-mail από τον στρατηγό Stéphane Morizot, ο οποίος ήταν υπεύθυνος εκπαίδευσης, ο οποίος λέει —ήταν e-mail με κοινοποίηση στο στρατηγό και σε εμένα, κοινούς αποδέκτες εμάς τους δύο—, που λέει «Χαιρόμαστε πολύ που θα ξαναδούμε τον Γιώργο τον Έλληνα ανάμεσά μας, ο Γιώργος θα πάρει μόνο τα εισιτήριά του, θα τον φιλοξενήσουμε τιμής ένεκεν ως ξένο αξιωματικό στην πυροσβεστική ακαδημία και τη διατροφή του θα την πληρώσουμε η ομάδα των εκπαιδευτών. Είναι μεγάλη μας χαρά να έχουμε έναν Έλληνα ανάμεσά μας και να έχουμε τον Γιώργο που ξέρουμε ότι θα πολεμήσει για αυτά τα πράγματα». Πηγαίνω, περνάω το σχολείο εκπαιδευτών, γυρνάω φορτωμένος με ιδέες και όνειρα και ξεκινάμε εκείνα τα χρόνια με την άδεια των τοπικών διοικητών και του διοικητή πόλεως και του περιφερειάρχη να κάνουμε θεωρητική μόνο εκπαίδευση στους πυροσβεστικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης. Και λέω θεωρητική εκπαίδευση, γιατί η εκπαίδευση αυτή αφορά τη φωτιά στους κλειστούς χώρους και έχει τρία τμήματα: Το ένα είναι διδασκαλία, θεωρία με κάποια πειράματα κλπ., έχει εξομοιωτές υπό κλίμακα, που είναι μικρά ξύλινα κουτιά που προσομοιάζουνε ένα διαμέρισμα, ένα δωμάτιο κλπ., που βάζεις μέσα φωτιά και δείχνουν όλα τα επικίνδυνα φαινόμενα φωτιάς που μπορεί να γίνουν, και υπάρχουν και κανονικοί εξομοιωτές σε πλήρη κλίμακα, όπου προσομοιάζουν ένα διαμέρισμα σε φυσικό μέγεθος, όπου μπαίνεις πλέον και υπάρχει κανονική φωτιά. Επειδή, όμως, δεν έχουμε κανονικό εξομοιωτή, ξεκινάμε μόνο με θεωρία και εξομοιωτές υπό κλίμακα. Οι τότε διοικητές των σταθμών της Θεσσαλονίκης, με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη, με καλούν, πηγαίνω από σταθμό σε σταθμό —αυτά γίνονται ήδη από το τέλος του 2009 και 2010— και κάνω μαθήματα. Σε κάποιους σταθμούς τυχαίνει λίγο μετά τα μαθήματα να έχουν συμβάντα όπου είδαν τέτοια φαινόμενα πυρκαγιάς και αυτό το πράγμα αρχίζει και παίρνει μια άλλη έκταση. Το 2011 έχω ακόμα τη δουλειά μου και βλέπω ότι γίνεται ένα διεθνές σχολείο εκπαιδευτών στην Κροατία πάνω σε αυτό το αντικείμενο, όπου αποφασίζω να πάω. Επωμίζομαι για ακόμη μια φορά το κόστος εγώ και πηγαίνω εκεί, που συνειδητοποιώ ότι δεν είναι ένα σχολείο απλά για να γίνεις εκπαιδευτής, είναι ένα σχολείο για ανθρώπους που είναι ήδη εκπαιδευτές αλλά ο σκοπός του ήταν να μπούμε σε μια κοινή λογική διδασκαλίας και περιεχομένου διδακτικού, ώστε να αρχίσουμε να μιλάμε κοινή γλώσσα, όπου βρισκόμαστε εκπαιδευτές από Βέλγιο, Ολλανδία, Ταϊλάνδη, Αυστραλία, Κροατία, Γερμανία, χίλιοι δυο, ας πούμε, διαφορετικοί λαοί, άλλες εθνικότητες και ξαφνικά έχουμε φτάσει να μιλάμε κοινή γλώσσα κλπ. Το βράδυ συζητώντας με τους δύο μεγάλους εκπαιδευτές που ήταν επκεφαλής σε αυτό το σχολείο ανακαλύπτουν —γιατί εγώ κατά τη διάρκεια του μαθήματος σήκωνα το χέρι μου και έκανα κάποιες ερωτήσεις και γκρίνιαζα, γιατί έλεγα «Με αυτό δεν συμφωνώ» κτλ. Ταυτόχρονα δίπλα μου καθόταν ο αρχιεκπαιδευτής μου ο Γάλλος, ο Stéphane, που σε κάποια στιγμή εγώ σηκώνω το χέρι μου και λέω: «Κάνετε λάθος». Αυτός έσκυψε το κεφάλι του, λέει «Τι θα πει ο μικρός;», γιατί ήμουνα κι ο πιο μικρός από όλους. Λέω αυτά που έχω να πω, οι Αυστραλοί με κοιτάνε, λέει «Δεν μπορούμε να απαντήσουμε. Θα απαντήσουμε σίγουρα, αλλά τώρα όπως μας τα λες δεν μπορούμε να απαντήσουμε» και βγαίνουν μετά από δυο μέρες μπροστά σε όλους και λένε: «Ξέρετε, ο μικρός ο Έλληνας έχει δίκιο. Βλέπει τα πράγματα και από πολύ μέσα και ταυτόχρονα μπορεί και παίρνει απόσταση και τα βλέπει από πολύ μακριά και βλέπει μια μεγάλη εικόνα που πολλές φορές εμείς τη χάνουμε με τα καθημερινά προβλήματα της υπηρεσίας. Αυτός ασχολείται μόνο με το επιστημονικό και εκπαιδευτικό κομμάτι και με τον άνθρωπο, τον πυροσβέστη, όπως θα έπρεπε. Η περίπτωση να βρούμε κάποιον που να σκέφτεται έτσι είναι 1 στις 150.000». Και μου προτείνουν το βράδυ το ίδιο ότι «Ξέρεις, υπάρχει ένα γκρουπ κλειστό με ερευνητές, πυρομηχανικούς, πρωτοπόρους από τα εκπαιδευτικά προγράμματα». Εγώ το ήξερα γιατί έβλεπα ανακοινώσεις και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ. Λέω: «Βεβαίως. Ξέρω ότι μαζεύεστε εκεί κι όλοι περιμένουμε να μάθουμε τι συζητήσατε». «Ξέρεις», λέει, «πιθανόν να είσαι το επόμενο, να είσαι ο νούμερο 19 στο γκρουπ». Λέω: «Μα εγώ είμαι εθελοντής, ούτε αξιωματικός είμαι». «Δεν μας ενδιαφέρει», λέει, «μας ενδιαφέρει ο τρόπος που σκέφτεσαι, γιατί αυτό [00:40:00]θέλουμε. Θέλουμε ανθρώπους που να έχουν άποψη και να τη στηρίζουνε πραγματικά, να έχουν λόγους που έχουν τέτοια άποψη. Πιστεύουμε ότι θα φέρεις πλούτο σε αυτό το γκρουπ», πλούτο με την έννοια εκπαιδευτικό πλούτο και συζήτηση. Έτσι, λοιπόν, μετά από αυτό το σχολείο εκπαιδευτών του ‘11, μπαίνω σε μια άλλη διαδικασία, όπου το 2012 με καλούν στη Φρανκφούρτη, όπου γίνεται εκεί το διεθνές αυτό meeting και ετοιμάζονται κιόλας να εγκαινιάσουν την καινούρια πυροσβεστική τους ακαδημία, οπότε μπαίνω σε αυτό το group, αρχίζουν άλλες συνεργασίες… Και ταυτόχρονα εγώ πολεμάω εδώ να φέρω καινούριες γνώσεις κλπ. Προσπαθώ να βρω χώρο για να κάνουμε ένα εκπαιδευτικό κέντρο, να στήσουμε έναν εξομοιωτή πυρκαγιάς, γιατί μια αίθουσα να διδάξεις είναι το εύκολο, το θέμα είναι πώς θα στήσεις και έναν εξομοιωτή πυρκαγιάς. Βρίσκουμε στην αρχή σαν ιδέα τον πυροσβεστικό σταθμό εδώ στη Σίνδο, που είναι βιομηχανική περιοχή και δεν θα ενοχλούσαμε. Και επειδή εκεί θέλανε να κάνουνε διάφορες εργασίες και να διαμορφώσουνε το σταθμό, μου λένε «Γιατί δεν πας να βάλεις τα παλιοκοντέινερ σου… Με καπνούς και ιστορίες, θα μας βρωμίζεις εδώ… Είναι εγκαταλελειμμένη η παλιά σχολή πυροσβεστών. Έχει αυλή, βάλε τα εκεί, κάνε ό,τι θέλεις». Οπότε, έρχομαι εγώ εδώ πέρα να δω την αυλή. Έχει άπλετο χώρο για τα κοντέινερ, αλλά βλέπω και ένα κτίριο το οποίο είναι αποθήκη —εγώ θα το έλεγα χωματερή— όπου πετάνε μέσα ό,τι δεν χρειάζεται η πυροσβεστική της Θεσσαλονίκης. Ανοίγω και το κτίριο και με το που το βλέπω, παρότι είναι γεμάτο σκουπίδια, εγώ άρχισα να ονειρεύομαι χώρους διδασκαλίας, ειδικούς χώρους, όπου να είναι οι εξομοιωτές υπό κλίμακος, ώστε είτε φυσάει, είτε χιονίζει, είτε βρέχει να έχεις έναν απορροφητήρα μεγάλο να τραβάει τον καπνό έξω και να μπορείς να κάνεις μάθημα απρόσκοπτα, χωρίς να σε ενοχλεί κάτι. Όνειρα, όνειρα, όνειρα ατέλειωτα! Είχε κάποιους χώρους που ήτανε παλιά θάλαμοι όπου κοιμόντουσαν ή ήταν γραφεία, πεσμένα ταβάνια, σοβάδες, ρημαγμένα μωσαϊκά, όπου εγώ τα έβλεπα και τα έβλεπα όλα αυτά ζωντανά. Ξεκινάω, λοιπόν, μια διαδικασία να βρω κοντέινερ, να κάνουμε πράγματα… Ταυτόχρονα, συνεχίζω κάνω μαθήματα, έχω γράψει μια σειρά από άρθρα στο περιοδικό της πυροσβεστικής, όπου εκεί τα άρθρα αυτά αρχίζουν και ξυπνάνε ενδιαφέρον κι αρχίζουν και με καλούν κι από άλλες υπηρεσίες, και η πρώτη πρόσκληση που είχα ήταν από την 1η ΕΜΑΚ στην Αθήνα. Κατεβαίνω, γνωρίζω κι εκεί ανθρώπους, κάποιοι άνθρωποι φεύγουν από εκεί, παίρνουν μεταθέσεις, με καλούν στις υπηρεσίες που πήγανε και αρχίζει αυτό το πράγμα και διαδίδεται. Ταυτόχρονα, πολεμάμε και για εδώ να δούμε τι θα κάνουμε και προσπαθώ να βρω τρόπο πώς θα γίνει αυτό το κτίριο να το κάνουμε σε κάποια στιγμή σχολή, πέρα από όλα τα υπόλοιπα. Οπότε, σε κάποια στιγμή ήρθε ένας συντονιστής επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος Θεσσαλονίκης, ο κύριος Αναγνωστάκης, ανέλαβε στρατηγός, όπου με παίρνει κάποιος τηλέφωνο και μου λέει «Ξέρεις, έρχεται στη Θεσσαλονίκη ένας στρατηγός, ο οποίος χωρίς να το ξέρεις ούτε εσύ ούτε αυτός… Απλά αυτός έχει έναν μικρό αδερφό στη Θεσσαλονίκη και δεν το ξέρει κι εσύ έχεις έναν μεγάλο αδερφό Αρτινό, που δεν τον έχεις γνωρίσει. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι με οράματα, πολεμάει για αυτά, έχει πολύ ανοιχτό μυαλό, λατρεύει την εκπαίδευση και θέλει να δει πράγματα να αλλάζουνε». Γνωρίζομαι με αυτόν τον άνθρωπο. Σε κάποια στιγμή, όπου παίρνω λίγο παραπάνω θάρρος, τον προσκαλώ να ‘ρθει να του δείξω αυτό το ερημωμένο κτίριο και να του πω τα όνειρά μου, ο οποίος το παίρνει πλέον προσωπικά. Και από τότε ξεκινάει η διαδικασία να αδειάσουμε το κτίριο από τα σκουπίδια και να αρχίσουμε να το συμμαζεύουμε με ζητιανιές, ζητιανιές όταν λέω, φυσικά, πηγαίναμε και ζητούσαμε σε διάφορες εταιρείες που είναι δίπλα αν μπορούσαν να μας βοηθήσουνε, είτε εταιρείες που κάνουν χρώματα, με κάποια χρώματα να βάψουμε χώρους, είτε εταιρείες που φτιάχνανε πατώματα να, μας δώσουνε παλιά laminate που δεν είχαν πουληθεί κλπ. κλπ. ή παλιά έπιπλα από εκθέσεις, ό,τι μπορούσανε από υλικά, γιατί δεν θέλαμε καμία εμπλοκή ποτέ με χρήματα. Και βρεθήκανε άνθρωποι, οι οποίοι πιστεύανε σε αυτό το όνειρο, γιατί καταλάβανε ότι αυτό που θέλαμε να κάνουμε έχει σχέση με εκπαίδευση. Και το όνειρο δεν ήταν, φυσικά, να εκπαιδεύουμε μόνο πυροσβέστες, τα επόμενα βήματα θα ήταν να ασχοληθούμε και να μπορέσουμε να προσφέρουμε και εκπαίδευση σε παιδιά, όχι για θέματα τόσο καταστολής, γιατί δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει, η ουσία είναι στην πρόληψη. Θέλαμε να ασχοληθούμε, να διδάξουμε την πρόληψη, όπως κάνουνε στην Αυστραλία, όπως κάνουνε στην Αγγλία κλπ., όπου ξεκινάνε από νηπιαγωγείο ακόμα και ανάλογα με τις ηλικίες που έχεις να κάνεις υπάρχουνε αντίστοιχα προγράμματα, όπου βάζεις σιγά-σιγά τα παιδιά σε μια διαδικασία να σκέφτονται διαφορετικά.

Γ.Μ.:

Σε όλα αυτά που κάνουμε είτε για μεγάλους, για τους πυροσβέστες, είτε είναι για πολίτες, παιδιά κλπ., πρέπει να καταλάβουμε ότι ό,τι ξεκινήσαμε να στήσουμε είναι κάτι το οποίο το έχουμε στο μυαλό μας ότι πραγματικά τους καρπούς από αυτό το πράγμα εμείς δεν θα τους γευτούμε, όλα αυτά δεν πληρώνουνε εκείνη τη στιγμή. Ό,τι κάνεις σε τέτοια αντικείμενα θα αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς συνήθως μετά από οχτώ, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Αλλά θεωρούσα —και κάνω ένα γύρισμα σε εκείνη την πρώτη μέρα μου στον πυροσβεστικό σταθμό— ότι εκείνο το «Να τους προσέχεις κι εσύ», θεωρούσα ότι όταν έρθει η ώρα να φύγω από το Πυροσβεστικό Σώμα, γιατί θα έρθει κι εμένα η ώρα να φύγω από το Πυροσβεστικό Σώμα, άσχετα αν δεν είμαι πολύ μεγάλος σε ηλικία, είμαι 43 χρονών… Πρόσφατα, έχει έναν χρόνο που έγινα μπαμπάς, οι προτεραιότητες αλλάζουν, θεωρώ ότι είμαι πιο κοντά στο να είμαι παρελθόν του Σώματος από το να είμαι μέλλον. Δεν θα μπορούσα να φύγω εύκολα από το σώμα, όμως, χωρίς να πω ότι άφησα κάτι πίσω μου. Δηλαδή όσο περνούσαν τα χρόνια —γιατί είπα και στην αρχή της κουβέντας μας ότι ξεκίνησα στο Β΄ Πυροσβεστικό Σταθμό. Ο δεύτερος σταθμός εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησα το ‘97-‘98-‘99 ήταν και ένας από τους πιο μάχιμους, όπως λέμε στη γλώσσα μας, σταθμούς της Ελλάδος. Και αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν και δεύτερος ή τρίτος σε όλη την Ελλάδα σε αριθμό συμβάντων. Θεωρώ ότι πέρασα αρκετά χρόνια πηγαίνοντας σε φωτιές, βλέποντας πράγματα κλπ., αλλά θεωρούσα ότι το να προσφέρεις στην εκπαίδευση και να αλλάξεις πράγματα, ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια των πυροσβεστών αλλά και να ανεβεί το επίπεδο της υπηρεσίας που προσφέρουμε σαν πυροσβεστικό σώμα στους πολίτες, θεωρώ ότι είναι πολύ πιο σημαντικό από το απλά να πάω και να κάνω οχτώ ώρες μια υπηρεσία, όπου μπορεί να πάω σε κάποιο συμβάν, να κάνουμε δουλειές του σταθμού κλπ. Θα μου πεις «Εδώ έχεις κάνει δεκάδες χιλιάδες ώρες εργασίας», αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Θεωρώ ότι οι καρποί από αυτό το πράγμα, αν αποδώσει και δουλέψει, θα έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία και σημασία. Και πάντοτε με στοίχειωνε αυτή η ιδέα ότι δεν θέλω να ξαναπάω σε κηδεία φίλου και συναδέλφου. Είναι κάτι το οποίο με πλήγωνε πάντα πολύ, με ενοχλούσε βαθιά πολύ. Και επειδή μέρος της εκπαίδευσης που κάνω και σαν εκπαιδευτής είναι το να ασχολούμαι συνεχώς με τέτοια ατυχήματα και να διαβάζουμε αναφορές από όλο το κόσμο —γιατί έχουν φτιαχτεί δίκτυα, άλλα είναι ανοιχτά άλλα είναι κλειστά, όπου όποτε γίνεται ένα ατύχημα ενημερωνόμαστε όλοι και όταν βγαίνουν τα πορίσματα μοιράζονται σε όλους μας, άλλοτε επίσημα άλλοτε ανεπίσημα—, τα περισσότερα ατυχήματα που έχουμε βαριούς τραυματισμούς ή θανάτους πυροσβεστών θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί και θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί με εκπαίδευση. Πάντα υπάρχει κακιά στιγμή, αλλά συνήθως οι ίδιοι εμείς ως πυροσβέστες μπαίνοντας καμιά φορά στη ρουτίνα, στην καθημερινότητα, κάποια πράγματα τα θεωρούμε ότι είναι πολύ απλά και καθημερινά. Και το τραγικότερο είναι ότι τα περισσότερα συμβάντα που έχουνε θύματα είναι σε φωτιές ή διασώσεις που καλούμαστε να επέμβουμε, όπου όταν ξεκινάς για αυτό λες: «Εντάξει, δεν είναι κάτι σοβαρό, είναι κάτι το οποίο το έχω ξαναδεί πολλές φορές». Συνήθως εκεί είναι που γίνονται τα ατυχήματα. Και είναι τραγικό, γιατί κάποιοι σε περιμένουν πίσω και είναι κρίμα να λες ότι μπορούσαμε να το έχουμε αποφύγει με ένα δύο τρία απλά πράγματα, τα οποία θα έπρεπε να έχει αλλάξει η ρουτίνα μας, να είναι διαφορετική. Πάντοτε πρωτοπόροι σε αυτά ήταν οι Σκανδιναβοί, γιατί ασχολούνταν πολύ με την υγιεινή και την ασφάλεια των πυροσβεστών και είναι κάτι που εμείς δεν το [00:50:00]έχουμε εντάξει τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας. Δηλαδή ακόμα και τα ρούχα όταν γυρνάμε από φωτιές, που τα κρεμάμε σε χώρους όπου καθόμαστε κλπ., είναι απαγορευτικό. Από μελέτες που έχουν γίνει, είναι τόσο μεγάλα τα ποσοστά καρκίνων στο πυροσβεστικό σώμα ανά το κόσμο —δεν μιλάω για την Ελλάδα, γιατί σε εμάς εδώ τέτοιες μελέτες δεν έχουν γίνει. Κι άμα δεις αυτά, μεγάλο μέρος προκαλούνται από τα ρούχα, τα οποία είναι βρώμικα, από συμβάντα που δεν φοράμε αναπνευστικές συσκευές ή όλα τα μέσα ατομικής προστασίας σωστά, από μέσα ατομικής προστασίας που για να φαινόμαστε μάχιμοι τα αφήνουμε και δεν είναι πεντακάθαρα. Έξω πλέον τα αντιμετωπίζουνε... Τα ρούχα που φοράνε σε μια φωτιά με το που βγαίνουν από τη φωτιά και είναι να επιστρέψουν τα βάζουν σε σακούλες που βάζουν βιολογικά απόβλητα, τα δένουν, τα παραλαμβάνουν και τα πηγαίνουν για πλύσιμο. Και οι άνθρωποι που τα χειρίζονται φοράνε μάσκες, φοράνε συσκευές. Μπαίνουν σε πλυντήρια και αφού απολυμανθούν και καθαριστούν τα ξαναπαίρνεις να τα φορέσεις. Θα έρθουν και εδώ στην Ελλάδα. Το Πυροσβεστικό Σώμα αλλάζει πάρα πολύ στην Ελλάδα και θα αλλάξει και πολύ, αλλά θέλει πολλή υπομονή και πολλή προσπάθεια και ζούμε χρόνια που είναι παράξενα και δύσκολα, αλλά θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο παρά την κούραση που μαζεύεις με τα χρόνια… Όταν πολεμάς για τέτοια όνειρα και στόχους, φυσικό είναι να συναντάς πολύ συχνά τοίχους, αλλά φυσικό είναι και σε όλη αυτήν την πορεία να συναντήσεις και εκπληκτικούς ανθρώπους σε πολλές θέσεις ανεξαρτήτου βαθμού κλπ. Δηλαδή ενώ είμαι στη Θεσσαλονίκη και δεν είμαι κάτω στο αρχηγείο, έχω γνωρίσει εκπληκτικούς ανθρώπους και από την ηγεσία του Σώματος και από το αρχηγείο και ανθρώπους σε διευθύνσεις εκπαίδευσης, σε διάφορες μονάδες κλπ., οι οποίοι και αυτοί με το λιθαράκι τους προσπαθούν να κάνουν κάτι. Το δύσκολο όταν ονειρεύεσαι και έχεις οράματα τέτοια είναι ότι θες να πας γρήγορα σε ένα σύστημα το οποίο από τη φύση του πηγαίνει αργά. Και αυτό δεν το λέω για το Πυροσβεστικό σώμα Ελλάδος, αυτό το λέω παντού και το αναφέρω συχνά και σε διεθνείς διοργανώσεις και σεμινάρια, ότι το πρόβλημα με τις πυροσβεστικές υπηρεσίες είναι συνήθως ότι είναι βραδυκίνητοι οργανισμοί εκτάκτων αναγκών. Κι αυτό συμβαίνει με όλες τις υπηρεσίες παγκοσμίως. Ενώ καλούμαστε να λύσουμε προβλήματα άμεσα όταν αφορά ένα συμβάν, όταν έχουμε να λύσουμε θέματα στον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του οργανισμού, με τους νέους κανόνες ασφαλείας και νομοθεσίες κλπ., γινόμαστε πολύ βραδυκίνητοι, οπότε οι αλλαγές οι οποίες θα έπρεπε να γίνουνε για το καλό όλων μας και φυσικά για να παρέχουμε και καλύτερη υπηρεσία γίνονται πάρα πολύ αργά. Κι αν νομίζετε ότι γίνονται αργά στην Ελλάδα, μπορούμε να κοιτάξουμε τι γίνεται στην Αμερική, γιατί μας αρέσει και θαυμάζουμε την Αμερική και λέμε και βλέπουμε τις σειρές στην τηλεόραση κλπ. Έχει πράγματα που εδώ και είκοσι είκοσι πεντε χρόνια προσπαθούνε να αλλάξουνε στο τρόπο εκπαίδευσης τα οποία δεν περνάνε με τίποτα, δηλαδή κάποια πράγματα είναι τόσο κολλημένα στις παραδόσεις τους, και δεν το κάνουν από λόγους γραφειοκρατίας, πολλές φορές γίνεται από συνήθεια ή παράδοση. Οι πυροσβεστικές υπηρεσίες ήταν, είναι και πιστεύω θα παραμείνουν για χρόνια οργανισμοί οι οποίοι βασίζονται πολύ σε «παραδόσεις» και στον τρόπο εκπαίδευσης και στον τρόπο λειτουργείας. Παρόλα αυτά, το να οραματιζόμαστε και να ονειρευόμαστε είναι τζάμπα. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να μας το απαγορεύσει κανείς και θέλω να πιστεύω ότι παρά το ότι έγινα μπαμπάς και οι προτεραιότητες αλλάζουν, θέλω να πιστεύω ότι επειδή έχω βρει ορισμένους πάρα πολύ καλούς συνεργάτες και εδώ στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη και υπάρχουν και πολλοί αξιωματικοί που έχουν όραμα, πιστεύω ότι δεν θα χάσω το κέφι μου ούτε αυτοί, οι οποίοι ζούνε άλλου τύπου προβλήματα όντας μόνιμοι υπάλληλοι σε μια υπηρεσία και έχοντας περιορισμένο χρόνο εθελοντικό, διότι όλοι οι άνθρωποι που έρχονται εδώ πέρα και βοηθάνε το κάνουνε, άσχετα αν είναι επαγγελματίες πυροσβέστες ή αξιωματικοί, στον ελεύθερό τους χρόνο, έχοντας οικογένειες, έχοντας παιδιά και ό,τι προβλήματα μικρά ή μεγάλα αυτό φέρνει μαζί. Νομίζω έχω κάνει έναν πολύ μεγάλο μονόλογο μέχρι τώρα.

Ε.Α.:

Δεν πειράζει. Αφήγηση είναι.

Γ.Μ.:

Σε αυτή την ιστορία έχω ταξιδέψει όλο το κόσμο, δηλαδή από Αυστραλία, Χόνγκ Κόνγκ το 2017, φυσικά Ευρωπαϊκές χώρες, όπου έχω δει χίλιες δυο ακαδημίες διαφορετικές, σε χώρες πλούσιες, σε χώρες πιο φτωχές, σε χώρες οι οποίες μπήκαν σχετικά πιο πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πήρανε τώρα κονδύλια και προσπαθούν να στήσουν πράγματα, αλλά παντού ό,τι συμβαίνει γίνεται από ανθρώπους οι οποίοι το έχουνε μεράκι και θέλουνε να κάνουνε κάτι. Ο αγώνας είναι διαρκής παντού, γιατί είναι μια ιδιαίτερη δουλειά η δουλειά του πυροσβέστη και το να έχεις επαφή με το εξωτερικό και να βλέπεις πράγματα είναι κάτι το οποίο σου δίνει και κουράγιο πολλές φορές, γιατί όταν πας σε χώρες που εμείς τις θεωρούμε πολύ προχωρημένες και ανεπτυγμένες και βλέπεις ότι και εκεί έχουν προβλήματα, πολλές φορές σοβαρά… Απλά, είναι σε άλλο επίπεδο, δηλαδή κάποια θέματα που εμείς εδώ που είναι τελείως βασικά εκεί τα έχουν λυμένα και παλεύουν με άλλου τύπου προβλήματα. Αλλά προβλήματα υπάρχουν παντού. Πάντα υπάρχει περιθώριο για εξέλιξη και να γίνουν ωραία πράγματα.

Ε.Α.:

Έχετε πολύ μεγάλο πάθος για την πυροσβεστική, αλλά γιατί ποτέ δεν αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά;

Γ.Μ.:

Στη συνέντευξη αυτή μιλάω για την πυροσβεστική, γιατί για αυτό μου είπατε…

Ε.Α.:

Όχι, εντάξει. Για εσάς θέλω να μου πείτε.

Γ.Μ.:

Ναι, ναι. Το 2000, όταν τέλειωσα και απ’ το στρατό, μου έκανε πρόταση και ο τότε περιφερειάρχης, γίνονταν διαγωνισμοί που παίρναν κόσμο και στην πυροσβεστική και μου προτείνανε πέντε φορές να με πάρουνε και αρνήθηκα και τις πέντε φορές. Και μου είχε προταθεί και θέση για αξιωματικός κλπ., τα οποία αρνήθηκα, γιατί η μεγάλη μου αγάπη ήταν η μουσική. Και αν θυμάστε, και από την αρχή της ιστορίας είπα ότι έφυγα στη Γαλλία για μουσικές σπουδές. Αυτό διάλεξα να κάνω και το διάλεξα με τον ίδιο απλό τρόπο στιγμιαία, όπως και διάλεξα όταν ήμουνα φωτορεπόρτερ και τραβούσα φωτογραφίες σε ένα κτίριο που καιγόταν απέναντι και αυτοί ανεβαίνανε με τις σκάλες και, όπως είπα, είμαι στη λάθος πλευρά του πεζοδρομίου. Και από τη μια μέρα στην άλλη αποφάσισα, μετά από τη γνωριμία μου με τον Γιάννη τον Λεμονίδη, ότι, ξέρεις, θα αφήσω τη φωτογραφική μηχανή, θέλω να ασχοληθώ με αυτό. Έτσι διάλεξα κάποτε και να γίνω μουσικός. Μου άρεσε πάρα πολύ η μουσική από παλιά, απλά ήρθαν έτσι τα πράγματα μετά από τόσα χρόνια σπουδών και μετά από τη δουλειά μου στην ορχήστρα —με την οικονομική κρίση χάσαμε τη δουλειά μας. Φυσικά, οι τέχνες είναι αυτές που την πληρώνουν πάντα πιο νωρίς από όλα. Και η ζωή με ανάγκασε να κάνω και άλλα πράγματα για βιοπορισμό, δηλαδή δούλεψα για κάποια χρόνια σε ένα εργοστάσιο, έχω κάνει διάφορα άλλα πράγματα για να ζήσω, τα οποία με απομάκρυναν από τη μουσική, η οποία δεν μπορούσε να μου δώσει πλέον τα προς επιβίωση, τα προς το ζην. Αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, που ήμουνα και στην κατάλληλη ηλικία, είπα «Όχι» γιατί είχα διαλέξει το επάγγελμα που θέλω να κάνω και τον εθελοντισμό τον αγαπούσα σαν εθελοντισμό. Δηλαδή την αγαπάω πάρα πολύ τη πυροσβεστική αλλά και σαν εθελοντής, δηλαδή μου άρεσε το να είμαι εθελοντής, όπως ήμουνα τότε, μου άρεσε να είμαι μουσικός στη συμφωνική ορχήστρα, να παίζουμε στο μέγαρο μουσικής, αυτά, και να ξέρω ότι την άλλη μέρα που έχω ρεπό ότι θα βάλω τη στολή και θα πάω να κάνω μια υπηρεσία και ας πάω σε φωτιά ή ας μην πάμε σε φωτιά, ας έχουμε να καθαρίσουμε, να διορθώσουμε πράγματα στο σταθμό. Αυτό το πράγμα πάντα μου άρεσε. Μου άρεσε η απλότητα κάποιων ανθρώπων που έχει η πυροσβεστική, γιατί στην πυροσβεστική υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Έχεις να κάνεις πάντα με ανθρώπους —όταν έχεις να κάνεις με πολίτες, φυσικά, μιλάω— οι οποίοι είναι στη χειρότερή τους στιγμή, όπου εσύ πρέπει να σταθείς εκεί, την ώρα που άλλου φεύγουνε εσύ να πας. Και είσαι ανώνυμος, ό,τι καλό και να κάνεις εκεί δεν έχεις όνομα. Το αν είσαι καλός πυροσβέστης το ξέρουνε οι συνάδελφοί σου, το ξέρουνε οι αξιωματικοί σου, δεν το ξέρει κανένας άλλος. Μην κοιτάμε τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ο καθένας ανεβάζει [01:00:00]φωτογραφίες και ο καθένας παρουσιάζει μια εικόνα που θέλει. Παραδοσιακά, σε όλους αυτούς τους οργανισμούς το αν είσαι καλός το ξέρουν πραγματικά αυτοί που είναι γύρω σου και δεν το μαθαίνει ποτέ κανένας άλλος. Κάτι ιδιαίτερο που έχει αυτή η οικογένεια επίσης είναι ότι πολλοί άνθρωποι, επειδή έχουνε δει και πολλά πράγματα, εκτιμάνε τις καλές φιλίες, εκτιμάνε τις μικρές και όμορφες στιγμές. Δηλαδή οι άνθρωποι που ανέφερα πριν, που ήρθανε στις διπλωματικές μου εξετάσεις, είναι άνθρωποι οι οποίοι ήταν πάντα τόσο απλοί και ό,τι λέγανε ήταν τόσο… Γιατί εγώ πιτσιρικάς τότε, αυτοί οι άνθρωποι μάς είχανε σαν να ήταν μπαμπάδες μας που πηγαίναμε μαζί στη φωτιά, οι οποίοι βρίσκανε τον τρόπο και να σου δώσουνε χώρο για να μεγαλώσεις και είχαν πάντα τα μάτια τους επάνω σου για να σε προσέξουν. Τα πρώτα χρόνια, που ήμουν ένας μόνο στη Θεσσαλονίκη, μπορείς να φανταστείς ότι πολλοί με βλέπανε σαν ούφο και μέσα στην υπηρεσία. Και δεν είναι παράλογο, δεν το παρεξηγώ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αφήναν ποτέ κανέναν να σε πειράξει, γιατί αυτοί που ξέρανε ότι δουλεύεις μαζί τους —κι είναι αυτό, «Εσύ στα δύσκολα είσαι μαζί μας, εμείς δεν μπορεί να μην είμαστε στις εξετάσεις σου εκεί». Και δεν θα τους ξεχάσω ποτέ να κάθονται εκεί. Τώρα που μιλάμε τους βλέπω. Είναι σαν να είμαι πάνω πιτσιρικάς, πιο αδύνατος, με πιο πολλά μαλλιά, σαν να τους βλέπω από κάτω που μου χαμογελάνε. Αυτήν την εικόνα δεν θα τη ξεχάσω. Τους οποίους ανθρώπους ακόμα και σήμερα βρισκόμαστε, έχει πολλά χρόνια που βγήκαν στη σύνταξη. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν στο συμβάν που σκοτώθηκε ο Γιάννης ο Κράγιας, ήταν η βάρδια τους. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα και σε στοιχειώνει μια ζωή να χάσεις κάποιων πιτσιρικά στη βάρδια σου. Ο Γιάννης ο Κράγιας τότε πρέπει να ήταν 24 χρονών, 25. Είναι δύσκολο πράγμα για αυτούς τους αξιωματικούς υπηρεσίας, που μας είχαν σαν παιδιά τους. Όλους μάς είχαν σαν παιδιά τους, γιατί ήμασταν πιτσιρικάδες, είχαμε τα μισά χρόνια τους και πολύ λιγότερα. Είναι πολύ δύσκολο να κουβαλάς κάτι τέτοιο. Αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα και έχουν αυτή την απλότητα, αυτήν την αγνότητα, πράγματα που χάνονται στη σημερινή γενιά και δεν τα βλέπεις. Αυτά τα πράγματα με δέσαν πολύ με την υπηρεσία και με κάνανε να την αγαπάω. Όταν παντρεύτηκα —σου λέω κάποια πράγματα που έχουν σχέση με το…— στο γάμο μου ήρθαν από την Αυστραλία, ήρθαν από το Βέλγιο, ήρθαν από την Ολλανδία, ήρθαν από τη Γαλλία, βάλανε όλοι τις καλές τους στολές και ήρθανε και με τις γυναίκες τους κάποιοι, με τα παιδιά τους, να τιμήσουν το φίλο τους τον Έλληνα, το συνάδελφο τον Έλληνα, το αδερφό τους τον Έλληνα. Και ήμουνα στο γάμο μου περιτριγυρισμένος από ένστολους Έλληνες και ξένους από μια μεγάλη πυροσβεστική οικογένεια. Έχει πολλά όμορφα και φυσικά έχει και πολλά δύσκολα. Η ισορροπία δεν είναι εύκολη και τα δύσκολα όταν αρχίσουν και τα άσχημα και η ταλαιπώρια και μαζεύονται, αρχίζεις και κουράζεσαι. Αλλά ακόμα η ζυγαριά γέρνει προς το συν, γιατί είχα την τύχη, όπως σου είπα και πριν, να γνωρίσω ανθρώπους οι οποίοι ήταν όλοι οραματιστές, πολεμούσαν. Και ξέρεις, η συναναστροφή με τέτοιους ανθρώπους σού δίνει κουράγιο να συνεχίσεις και όρεξη να συνεχίσεις πιστεύοντας ότι θα συνεχίσεις να έχεις καλά πράγματα να δώσεις για να περάσεις αύριο μεθαύριο και στο παιδί σου, για να περάσεις κάποιες τέτοιες ιδέες, σκέψεις και νοοτροπία και τρόπο εργασίας. Τι άλλο θα…

Ε.Α.:

Θα το πιάσουμε από αλλού τώρα. Την πρώτη σας φορά που πήγατε σε φωτιά τη θυμάστε; Πόσο χρονών ήσασταν;

Γ.Μ.:

Η πρώτη μου μεγάλη φωτιά ήταν πριν τη πυροσβεστική. Ήμουνα ακόμα με την ομάδα των εθελοντών της λέσχης καταδρομέων και η πρώτη μου μεγάλη φωτιά που πήγα είναι μια φωτιά που την ξέρουν όλοι, η μεγάλη φωτιά του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν η πρώτη μου μεγάλη φωτιά. Η μεγάλη φωτιά αυτή, λοιπόν, ήταν το 1997, όπου δεν ήμουνα τότε στην πυροσβεστική, όπως σου είπα και πριν, αλλά είναι μία φωτιά την οποία δεν θα την ξεχάσω ποτέ γιατί ήταν τεράστια. Εκεί για πρώτη φορά νιώθεις πόσο μικρός είσαι απέναντι σε αυτό το πράγμα. Τη δεύτερη μέρα της φωτιάς, ημέρα Δευτέρα ήτανε, σε κάποια στιγμή η φωτιά, όπως ήμασταν μέσα στο δάσος, έκαιγε πάνω από τα κεφάλια μας από τα δέντρα, μας είχε περικυκλώσει, έτρεχε πιο γρήγορα, δεν είχαμε κάπου να διαφύγουμε. Και είχαμε κάποιον στρατιωτικό μαζί μας ο οποίος μίλησε με ασύρματο στα αεροσκάφη, τα canadair, τα οποία μας ανοίξανε έναν διάδρομο, κάνανε τρεις διαδοχικές ρίψεις και ανοίξαν έναν διάδρομο για να μπορέσουμε να περάσουμε. Αυτή είναι η πρώτη μου μεγάλη φωτιά και είναι κάτι το οποίο φυσικά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όλα αυτά τα χρόνια ένα πράγμα που μετάνιωσα, κι εκείνα τα χρόνια μού το είχανε πει κιόλας στον σταθμό, ότι δεν είχα πάρει ένα τετράδιο να γράφω κάθε φορά που πήγαινα σε συμβάν, να γράφω κάτι, ρε παιδί μου, να γράφω μία ημερομηνία, «Πήγαμε αυτό…», γιατί αν κρατούσα και τρεις, τέσσερις σειρές, θα είχα εντελώς άλλη… Θα έρχονταν όλα στη μνήμη μου. Πολλά συμβάντα, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα. Και άλλα σε σημαδεύουν, άλλα όχι, αλλά από όλα κάτι παίρνεις. Πάντως, το πρώτο μου μεγάλο συμβάν ήταν αυτό. Το πρώτο μου συμβάν στην πυροσβεστική, όταν πήγα στο ΄Β Σταθμό πλέον, αν θυμάμαι καλά ήταν μία φωτιά σε τέταρτο ή πέμπτο όροφο κτιρίου, καιγόταν ένα διαμέρισμα ολοσχερώς. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που ο αξιωματικός υπηρεσίας προσποιήθηκε πως ήθελε να πάει στην τουαλέτα για να μου δώσει εμένα την εγκατάσταση, τον αυλό, τη μάνικα όπως λέει ο πολύς κόσμος, ο οποίος μου έλεγε «Μικρέ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα!», ο οποίος δεν ήθελε να πάει στην τουαλέτα, απλά επειδή ήμουν μαζί του, ήθελε να δει πώς σκέφτομαι και πώς αντιδράω. Η πόρτα ανοιχτή, καιγόταν μέσα το διαμέρισμα και απλά αυτός έκανε δύο βήματα πίσω —το κατάλαβα μετά— και καθόταν και με κοιτούσε τι έκανα. Πρόσεχε. Ήταν τόσο δίπλα μου, ώστε να μην τον καταλαβαίνω, ήξερε ότι η φωτιά θα μου τραβήξει την προσοχή. Και μου χτύπησε την πλάτη και μου λέει μετά από λίγο: «Μικρέ, μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Θέλω να έρχεσαι μαζί. Θα έρχεσαι στη βάρδια μου, θα σε έχω πάντα μαζί μου, θα είσαι πάντα δίπλα μου, θα σου μάθω ό,τι καλύτερο ξέρω».

Γ.Μ.:

Να είναι καλά κι αυτός και όλοι οι υπόλοιποι εκεί που με δεχτήκαν τότε και με κάναν να νιώθω ένας από αυτούς, γιατί ο εθελοντισμός τα τελευταία… Ο εθελοντισμός πήρε μια λάθος τροπή, και κυρίως ο εθελοντισμός στην πυροσβεστική. Και αυτό, βέβαια, είναι μια προσωπική άποψη που δεν ξέρω αν αφορά τη συνέντευξη, αλλά ο εθελοντισμός στην πυροσβεστική από τότε έδινε μόρια για να προσληφθείς, να γίνεις μόνιμος. Δηλαδή είχε ένα ποσοστό που έπαιρναν. Τα πρώτα χρόνια που ήμουν, όταν πρωτοξεκίνησε ο εθελοντισμός στους επαγγελματικούς σταθμούς, αυτό που περιέγραφα στην αρχή της διήγησής μου, έλεγαν ότι ένα ποσοστό θα είναι εθελοντές πυροσβέστες. Όπως και τώρα από αυτούς που εισάγονται μέσω πανεπιστημίου, ένα ποσοστό είναι ξεχωριστή κατηγορία, όσοι έχουν πάνω από τρία χρόνια εθελοντισμού. Αυτό οδήγησε τα πρώτα χρόνια του εθελοντισμού ξαφνικά να υπάρχουν χιλιάδες εθελοντές. Υπήρχε μία περίοδος στο ΄Β Πυροσβεστικό Σταθμό, όπου αν θυμάμαι καλά, ήταν εγγεγραμμένοι γύρω στους εκατό δέκα, εκατόν είκοσι εθελοντές πυροσβέστες. Οι μόνιμοι υπάλληλοι ήταν ενενήντα και εκατό τόσοι εθελοντές, οι οποίοι ήταν οι λεγόμενοι εθελοντές του Σαββατοκύριακου, που έρχονταν δεκαπέντε είκοσι άτομα μαζί. Δεν χωρούσαν ούτε να μπουν στον σταθμό, ούτε ρούχα είχαν, έρχονταν όμως με την ελπίδα να γίνουν μόνιμοι, το οποίο το ίδιο πράγμα προσελκύει τώρα, αυτά τα χρόνια, προσελκύει τα νέα παιδιά να γίνουν εθελοντές, έρχονται γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη για δουλειά. Όλοι πρέπει να δουλέψουμε για να καταλάβουμε ότι η δουλειά είναι μέρος της υγείας μας, τουλάχιστον για πολλούς από εμάς. Έτσι μεγαλώσαμε, ότι η δουλειά είναι μέρος του να είμαστε υγιείς. Αλλά ο σωστός εθελοντισμός δεν χτίζεται έτσι, γιατί από αυτά τα παιδιά που έρχονται —που δεν τα κατηγορώ, το ξαναλέω, δεν το λέω κατηγορώντας— με την ελπίδα να βρουν μία δουλειά μόνιμη και σταθερή, ελάχιστοι είναι αυτοί που το κάνουν γιατί το αγαπάνε. Ενώ στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη παράδοση με τον εθελοντισμό. Αν πάμε δηλαδή σε χώρες όπως η Γαλλία, η [01:10:00]Γερμανία, Αυστρία, είναι κυρίως εθελοντικές οι υπηρεσίες. Αυστρία δεν έχουν και καμία αποζημίωση, αν δεν κάνω λάθος. Στη Γερμανία, σε κάποιες περιοχές, έχουν μία αποζημίωση όταν πάνε σε κάποια συμβάντα, αλλά κρατάνε ένα πολύ υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Εκπληκτική, ας πούμε, χώρα είναι η Σλοβενία, που δεν τη θεωρούμε… Είναι μια μικρή χώρα με περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι το πυροσβεστικό σώμα της Σλοβενίας, σαν μεγάλος οργανισμός, αν δεν κάνω λάθος, έχει γύρω στους 115.000 εθελοντές, σε μία χώρα δύο εκατομμυρίων. Από αυτούς τους 115.000 μία μικρή μερίδα είναι σαν πρόσκοποι πυροσβέστες, που είναι κάτω των δεκαεπτά. Μία μερίδα είναι όσοι έχουν βγει σε σύνταξη, ας το πούμε, επιχειρησιακά γιατί έχουν ξεπεράσει το όριο ηλικίας που θα μπορούσαν να πηγαίνουν σε φωτιές, παραμένουν όμως να θεωρούνται μέλη της πυροσβεστικής και να συμμετέχουνε σε πράγματα που δεν έχουν σχέση με επιχειρήσεις πυρόσβεσης κλπ. Φοράν στολή και διδάσκουν σε σχολεία, μπορούν να διδάξουν πυρασφάλεια, οργανωμένα φυσικά, όχι ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Και υπάρχει κι ένα μεγάλο ποσοστό που είναι μάχιμοι, σε μία χώρα που σου είπα, είναι δύο εκατομμύρια κάτοικοι και στο σύνολο τους, σαν οργανισμός εθνικός, είναι 115.000. Και έτυχε στο γαμήλιο ταξίδι μου να είμαι εκεί και γιορτάζανε τα εκατόν πενήντα χρόνια από την ίδρυση του πρώτου πυροσβεστικού σταθμού στη χώρα, σαν Σλοβενία, όπου με καλέσαν και εμένα. Εγώ φανταζόμουν ότι θα ήταν κάτι, μια απλή γιορτή σε μια μικρή κωμόπολη της Σλοβενίας, όπου έγινε μια παρέλαση, παρελάσαν αντιπρόσωποι από κάθε πυροσβεστική υπηρεσία της Σλοβενίας, παρελάσαν γύρω στους τέσσερις χιλιάδες πυροσβέστες. Ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας. Και αυτό που μου έκανε εντύπωση —γιατί με είχαν στο βάθρο με τους επισήμους προσκεκλημένους ως Έλληνα, που δεν το ήξερα… Γιατί δεν είχα ετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Ήταν μία έκπληξη των Σλοβένων ότι θα με είχαν εκεί. Μου είχαν και κάποιον που μετέφραζε. Και όταν ξεκίνησε ο πρωθυπουργός να μιλάει —έχουν πολύ νεαρό, πολύ νεαρής ηλικίας πρωθυπουργό στη Σλοβενία—, μου μεταφράζουνε και μου λένε: «Εμείς οι πυροσβέστες...». Και λέω το μεταφραστή: «Τι ‘‘Εμείς οι πυροσβέστες’’;». Λέει: «Ο πρωθυπουργός είναι εθελοντής». Σταμάτησε να κάνει υπηρεσίες με το που έλαβε το χρίσμα του πρωθυπουργού και όταν σταματήσει, θα συνεχίσει να κάνει υπηρεσίες. Είναι και ο ίδιος εθελοντής. Βλέπεις, μιλάμε για μια άλλη νοοτροπία, είναι κάτι που το έχουν μέσα στην κουλτούρα τους. Ο εθελοντικός πυροσβεστικός σταθμός στις περιοχές τους είναι κάτι όπως ήταν πολλές φορές και το πνευματικό κέντρο που θα θεωρούσαμε σε εμάς, δηλαδή επειδή είναι πάντα ανοιχτός, όλοι θα σταματήσουν από εκεί, όσοι είναι εθελοντές ή περαστικοί που απλά… Έρχεται η ώρα του ταχυδρόμου που κάνει το διάλειμμα το εικοσάλεπτο που έχει για καφέ, θα σταματήσει εκεί για να δει και τους άλλους που θα σταματήσουν εκεί! Γίνεται το κέντρο συνάντησης, το κέντρο που οργανώνουν διάφορα, διάφορες δραστηριότητες. Είναι μια άλλη κουλτούρα. Και το ίδιο το συναντάς σε πάρα, πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Αυτή είναι η ομορφιά αυτού του πράγματος. Δεν παύει να είναι και ένα επάγγελμα, φυσικά, και να απαιτεί γνώσεις, τεχνική εκπαίδευση κλπ., παρόλα αυτά είναι ένα επάγγελμα το οποίο μπορεί να κρύβει και μια άλλη πλευρά, η οποία είναι πολύ ιδιαίτερη.

Ε.Α.:

Είναι και ένα επικίνδυνο επάγγελμα. Δεν υπήρξε, έτσι, ανασταλτικός ποτέ ο φόβος;

Γ.Μ.:

Καταρχήν, άμα σου πω ότι δεν έχω φοβηθεί… Ανασταλτικός δεν είναι, αλλά… Καταρχήν, άμα σου πω ότι δεν έχω φοβηθεί ποτέ, θα ήταν το μεγαλύτερο ψέμα και νομίζω ότι οποιοσδήποτε πυροσβέστης πει «Δεν έχω φοβηθεί», υπάρχουν δύο περιπτώσεις, η μία να είναι τρελός τελείως και η άλλη να είναι ψεύτης. Δεν γίνεται. Ο φόβος είναι κάτι το οποίο σε προστατεύει στην πυροσβεστική. Όταν δεν φοβάσαι, είναι επικίνδυνο. Έχει πράγματα τα οποία μπορείς να μην τα φοβάσαι όταν τα φοβάται όλος ο κόσμος, γιατί είσαι εκπαιδευμένος και γνωρίζεις, αλλά έχει πολλές καταστάσεις στις οποίες είναι καλό το να φοβάσαι, γιατί σημαίνει ότι έχει συναίσθηση του τι κάνεις. Σε πολλά πράγματα πηγαίνεις ξέροντας ότι υπάρχει κίνδυνος, απλά εκεί πέρα είναι θέμα μέχρι και εκπαίδευσης, γιατί μπορεί να σου φαίνεται παράξενο, αλλά και ο φόβος όσο πιο πολύ εκπαιδευτείς τον βάζεις σε κάποια πλαίσια και τον εκλογικεύεις. Δηλαδή οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτό το επάγγελμα έχει ένα ρίσκο και ο φόβος δεν είναι μόνο σε μια μεγάλη φωτιά κτλ. Θα σου πω κάτι πολύ απλό. Μια γάτα πάνω σε ένα δέντρο. Πού είναι ο κίνδυνος; Κανονικά δεν βλέπεις τον ίδιο κίνδυνο που βλέπεις σε μία μεγάλη φωτιά σε ένα εργοστάσιο που έχει χημικά ή εκρηκτικά. Εκείνο κατευθείαν πας με το φόβο, με το που ξεκινάς και σου λένε χημικά, το άλλο πας για γάτα. Έχεις πάρα πολλές πιθανότητες το ατύχημα να γίνει εκεί που πας για τη γάτα, γιατί εκεί πας και λες: «Εντάξει». Έχεις πιθανότητες να πέσεις, να σου ορμήσει η γάτα γιατί αγρίεψε, έχεις άλλους κινδύνους που πολλές φορές δεν τους βάζεις τόσο μπροστά. Δεν εκλογικεύεις, δεν έχεις μπει σε αυτήν τη διαδικασία να βλέπεις τα ρίσκα. Το να πάρεις ρίσκο πολλές φορές και να κινδυνέψεις στην πυροσβεστική είναι μέρος της δουλειάς. Απλά, πρέπει να ξέρεις πότε και γιατί. Δηλαδή, να ρισκάρεις για να σώσεις κάποιον που είναι ζωντανός και γνωρίζεις ότι είναι ζωντανός. Γιατί ο Γιάννης ο Λεμονίδης, με τα δύο παιδιά, τους στρατιώτες που είχαν τη βάρκα αυτήν του μηχανικού, σκοτώθηκαν, πνίγηκαν ψάχνοντας κάποιον ο οποίος ήξεραν ότι είναι νεκρός, ήταν πνιγμένος. Ψάχνανε να βρουν τον πνιγμένο. Καταλαβαίνεις ότι είναι άλλο το πράγμα να διακινδυνέψεις για έναν άνθρωπο που ξέρεις ότι είναι ζωντανός και άλλο το πράγμα, ένα τελείως άλλο πράγμα να διακινδυνέψεις για κάποιον που ξέρεις ότι είναι κατά ενενήντα εννέα κόμμα εννέα ήδη νεκρός. Εννοείται ότι και τον άλλον θέλεις να τον βρεις και, ακόμα και το ένα τοις εκατό αν υπάρχει, να τον σώσεις, αλλά νομίζω η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Πρέπει να το κάνεις εγνωσμένα αυτό το πράγμα και να δεις τι ρίσκο θα πάρεις.

Ε.Α.:

Η οικογένειά σας; Γιατί εντάξει, εσείς είναι μια δική σας απόφαση, δεν επηρεάζει μόνο τη δική σας ζωή, και στο χρόνο που αφιερώνετε και στον κίνδυνο που διατρέχετε.

Γ.Μ.:

Φρόντιζα η οικογένειά μου να μη μαθαίνει τις περιπτώσεις όπου κινδυνεύσαμε, γιατί κάποιες φορές είχα φτάσει σε σημείο να στείλω SMS και να πω «Σας χαιρετώ, μην τρομάξετε αν σας πάρουν, τα πράγματα δεν είναι καλά». Φρόντιζα να μη μαθαίνουν ακριβώς τι και πώς και άρχισα να εκλογικεύω με τον καιρό κάποια πράγματα και εγώ, αλλά σίγουρα η οικογένειά μου τα πρώτα χρόνια το ζούσαν αυτό το πράγμα οι γονείς μου, που με βλέπαν σε τρελές ώρες απλά να πετάγομαι από το κρεβάτι γιατί με έπαιρνε ένας φίλος τηλέφωνο και μου έλεγε: «Έχουμε φωτιά εκεί». Πεταγόμουν, έπαιρνα την τσάντα με τα ρούχα, έπαιρνα το αμάξι μου και έφευγα. Η γυναίκα μου είναι και αυτή εθελόντρια στο πυροσβεστικό σώμα. Με γνώρισε έτσι, με γνώρισε με αυτήν την τρέλα, αλλά ξέρει και η ίδια ότι έχω όρια. Θα μου πεις, δεν υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γίνει κάτι που δεν ήταν… Πάντα. Απλά, είναι και μέρος της εκπαίδευσης αυτής και που παρακολούθησα και αυτά που διδάσκω. Είναι μέρος του να προσπαθούμε να βρούμε από πριν τα αδύναμα σημεία και να προσπαθούμε να τα καλύπτουμε ώστε να πηγαίνουμε όσο το δυνατόν πιο ασφαλείς να κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε. Και θεωρώ ότι οι δασικές φωτιές είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους, γιατί εκεί έχεις τη φωτιά στο φυσικό της περιβάλλον και οι παράγοντες που την επηρεάζουν είναι τελείως διαφορετικοί από ό,τι είναι μια φωτιά σε έναν κλειστό χώρο. Δηλαδή θεωρώ ότι η φωτιά, ας πούμε, σε κλειστούς χώρους είναι πολύ πιο εύκολη. Είναι σαν να έχεις ένα κλουβί με ένα λιοντάρι μέσα. Το κλουβί είναι κλειδωμένο και, αν θα διαλέξεις να μπεις στο κλουβί, θα πάρεις και το όπλο σου μαζί, ας το πούμε, ή θα φροντίσεις το λιοντάρι να το ναρκώσεις. Η φωτιά σε ένας δάσος έχει εντελώς άλλους κινδύνους. Η φωτιά είναι σε έναν χώρο που είναι γεμάτος καύσιμη ύλη, παρουσία άπλετη οξυγόνου και κινείσαι εσύ ανάμεσα στην καύσιμη ύλη με όλους τους παράγοντες τους υπόλοιπους να παίζουν γύρω σου και να εξελίσσονται. Η φωτιά είναι κάτι πολύ δυναμικό και ίσως κι αυτό είναι και το ωραίο με τη φωτιά και για αυτό μού αρέσει η διδασκαλία για τη φωτιά, γιατί είναι κάτι πολύ δυναμικό, δεν [01:20:00]είναι στατικό. Άσχετα αν η φωτιά σε κλειστούς χώρους θεωρούμε ότι είναι κάτι στατικό, με την έννοια ότι είναι περιορισμένη σε έναν χώρο, αλλά έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι «παιχνίδι», τελείως σε εισαγωγικά, στρατηγικής και τακτικής. Θέλει να μπορείς, ενώ είσαι μέσα, να μπορείς να παίρνεις απόσταση από όλο αυτό το πράγμα, να το βλέπεις σφαιρικά, να ξέρεις ποιοι παράγοντες το επηρεάζουν, να παίρνεις αποφάσεις. Είναι κάτι το οποίο είναι πολύ δυναμικό και δεν είναι ποτέ το ίδιο πράγμα. Απλά, για να είσαι σωστός και να πετύχεις σε αυτό, πρέπει να περάσεις ατέλειωτες ώρες εκπαιδευόμενος στα ίδια βαρετά πράγματα. Είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με την… Μου άρεσε πάντα να το κάνω αυτό. Το συγκρίνω με τη μουσική, ξες, και με μια ορχήστρα. Ο κάθε μουσικός πρέπει να μελετήσει από μόνος του, πρέπει να έχει κάποιες δεξιότητες, κάποια skills στα αγγλικά. Δεν μπορείς να παίζεις σε μια ορχήστρα και να μην μπορείς να παίξεις το κομμάτι που σου αντιστοιχεί, από εκεί και πέρα όμως πρέπει να το έχεις μελετήσει και να έχεις μελετήσει και άλλα πράγματα που δεν είναι μόνο αυτό το κομμάτι. Χρόνια μελετάς για να έχεις μια δεξιότητα στο μουσικό όργανο που έχεις. Από εκεί και πέρα, δεν είσαι μόνο εσύ, είναι τρεις τρομπέτες ή τέσσερις αλλά είναι και τα υπόλοιπα χάλκινα, δηλαδή βλέπεις μπαίνεις σε ένα μεγαλύτερο σύνολο από τρομπέτες, στο ακόμη μεγαλύτερο σύνολο, τα χάλκινα, και στο ακόμη μεγαλύτερο σύνολο, την ορχήστρα, όπου κάθε μικροομάδα —φαντάσου το ίδιο πράγμα γίνεται και σε μια πυροσβεστική επιχείρηση— πρέπει να εκτελέσει σωστά αυτά που πρέπει να εκτελέσει. Και όπως η ορχήστρα κάνει πρόβες, έτσι πρέπει να κάνει και η πυροσβεστική, που κάνει εκπαιδεύσεις και ασκήσεις. Υπάρχει, όμως, μια τεράστια διαφορά: Στην πυροσβεστική δεν ξέρεις τι έργο πας να παίξεις στην επόμενη συναυλία. Στην ορχήστρα πάντα ξέρεις. Στην πυροσβεστική πρέπει να ετοιμαστείς για ό,τι πιθανό ή απίθανο μπορεί να σου συμβεί και εκεί είναι η δυσκολία αυτού του επαγγέλματος και εκεί είναι το ότι αυτό το επάγγελμα είναι ατελείωτο. Σε κάποια στιγμή στη Γαλλία καθίσαν να μελετήσουν πόσα επαγγέλματα κρύβει η πυροσβεστική μέσα της. Η πυροσβεστική κρύβει, αν θυμάμαι καλά, εκατό πενήντα επτά διαφορετικά επαγγέλματα μέσα. Μέσα από τον τίτλο «πυροσβέστης», από κάτω έχει εκατό πενήντα επτά επαγγέλματα, γιατί η πυροσβεστική μέσα χρειάζεται και ξυλουργό, και σιδερά, χρειάζεται δεξιότητες και τέτοια από εκατό πενήντα κάτι επαγγέλματα. Φαντάσου ότι και μία και δύο και τρεις ζωές μπορείς να κάνεις πράγματα και να μη χορτάσεις ποτέ. Εγώ, βλέπεις, από τη διήγησή μου ασχολούμαι με τη φωτιά στους κλειστούς χώρους. Έχει πάνω από δέκα χρόνια που ασχολούμαι με αυτό και είναι ατελείωτο. Κάθε χρόνο γίνονται καινούργιες έρευνες, καινούργιες μελέτες. Ταυτόχρονα ασχολείσαι με την παιδαγωγική, με ψυχολογία των εκπαιδευόμενων και είναι ατελείωτο. Φαντάσου, λοιπόν, να πάρεις και άλλο αντικείμενο, γιατί έχει φωτιές σε υγραέριο, σε υγρά καύσιμα, σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Έχει ό,τι μπορείς και ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς! Είναι ατέλειωτο. Δηλαδή... Και σε άλλους ανθρώπους αρέσει η ρουτίνα, σε άλλους ανθρώπους δεν μπορούν τη ρουτίνα καθόλου και μάλλον είμαι από αυτούς που δεν την μπορούν τη ρουτίνα, άσχετα και αν η ρουτίνα έχει τα καλά της, όταν καμιά φορά μεγαλώνοντας το συνειδητοποιείς. Αλλά είναι και θέμα χαρακτήρα. Ξεφύγαμε πάλι λίγο από την ερώτησή σου.

Ε.Α.:

Δεν πειράζει, καθόλου δεν πειράζει. Θα ήθελα έτσι να σας ρωτήσω λίγο και τη γνώμη σας για τις φωτιές που ζήσαμε φέτος, που ήταν τεράστιες παράλληλες.

Γ.Μ.:

Κοίτα να δεις, η ερώτησή σου θεωρώ ότι είναι πολύ λογική από τη μία αλλά φωτιές υπήρχαν, φωτιές υπάρχουν και θα υπάρχουν. Φωτιές πολύ μεγάλες, και πιο μεγάλες από αυτήν, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μάθαμε να ζούμε με αυτό. Κατ’ εμέ, αυτό είναι μια τελείως προσωπική άποψη, δεν μάθαμε να υπολογίζουμε και βασικά δεν δεχτήκαμε ποτέ ότι η φωτιά είναι μέρος της φύσης και είναι μέρος του κύκλου της ζωής της φύσης. Δηλαδή έχει πολλά φυτά, πολλές ποικιλίες δέντρων που η φωτιά τα αναγεννά. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που θα σου πω —γιατί δεν θα σου πω την άποψή μου αλλά κάποια στοιχεία και θα αφήσω όποιον τυχόν ακούσει ή διαβάσει, να δημιουργήσει και μόνος του μια εικόνα, γιατί θεωρώ πως είναι πιο σωστό: Το ένα μέρος είναι ότι η φωτιά είναι μέρος της φύσης. Η πυρόσβεση, ότι σβήνουμε τις φωτιές με όλο και περισσότερη επιτυχία τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι μέρος του προβλήματος, το οποίο είναι οξύμωρο το σχήμα. Η φωτιά ξεκινάει από διάφορους λόγους, είτε από φυσικούς είτε από ανθρωπογενείς, και κάπου σβήνει, ό,τι φωτιά και να είναι. Αυτό που κάνει ο πυροσβέστης είναι να επέμβει και να μειώσει τη διάρκεια για την οποία η φωτιά καταστρέφει και να τη σταματήσει. Αυτή είναι η δουλειά του πυροσβέστη και να σώσει ό,τι μπορεί να σώσει. Όταν, όμως, για πάρα πολλά χρόνια στη φύση, σταματώντας τις φωτιές γρήγορα, η φύση δεν αναγεννάται, μέρος της φύσης ταυτόχρονα πεθαίνει, γερνάει. Συσσωρεύεται καύσιμη ύλη η οποία δεν κάηκε ποτέ. Όταν, λοιπόν, σε κάποια μέρη συσσωρευτεί καύσιμη ύλη για είκοσι, είκοσι πέντε, τριάντα χρόνια, νομίζω ότι είναι αυτονόητο, όταν μία στιγμή ξεσπάσει φωτιά σε εκείνα τα μέρη, η φωτιά μπορεί να κάψει με πολύ μεγαλύτερη δύναμη και ένταση από ό,τι έκαψε ποτέ και να μην μπορεί κανένας ανθρώπινος παράγοντας να τη σταματήσει. Γιατί οι άνθρωποι σταματήσαμε να εργαζόμαστε μέσα στη φύση, το οποίο νομίζω ότι είναι κατανοητό. Άμα γυρίσουμε τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια πίσω, οι άνθρωποι δούλευαν πιο πολύ και μέσα στη φύση και στην ύπαιθρο κλπ. Ταυτόχρονα, ενώ σταματήσαμε να εργαζόμαστε μέσα στη φύση, άρα να είμαστε μέρος της ζωντανό, να επεμβαίνουμε, ζούμε όλο και περισσότερο σε περιοχές οι οποίες έχουν φύση, δηλαδή κοιτάμε να φύγουμε και απλωνόμαστε προς τις πόλεις που απλώνονται προς τα έξω που είχε φύση και ξαφνικά βρισκόμαστε με πάρα πολλές περιοχές οι οποίες να είναι χτισμένες μέσα σε χώρους που είναι αυτό που ονομάζουμε ζώνες σμίξης, δηλαδή εκεί που σμίγει ή συνυπάρχει φύση, πεύκα, έλατα κτλ. με σπίτια. Είναι το ίδιο πράγμα το να είσαι πυροσβέστης μέσα στο δάσος με το να είναι ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Όταν είσαι εκεί πέρα μέσα και δεν έχεις μάθει να ζεις με αυτό, όταν έρθει η φωτιά θα σε κάψει. Και θα σε κάψει γιατί θεωρείς ότι θα έρθει η πυροσβεστική να με σώσει χωρίς να θεωρείς και να βλέπεις την αλήθεια, ότι είναι πολύ μεγάλο αυτό το πράγμα δίπλα μου και έχει και άλλους και ποιον θα προλάβει να πρωτοσώσει η πυροσβεστική, εθελοντές ή όλοι αυτοί; Και εγώ τι έκανα για να προστατεύσω εγώ το σπίτι μου; 00.25.00 Καθάρισα 25-30 μέτρα γύρω-γύρω να μην έχει τίποτα; Τα δέντρα, που έχει μέχρι ύψος 2-3 μέτρα τα κλαδιά, τα έκοψα, καθάρισα τις πευκοβελόνες; Ο γείτονας δεν έρχεται, το χωράφι του, το οικόπεδό του έχει χόρτα 3 μέτρα. «Δεν είναι δικό μου», ναι, αλλά αν θα έρθει η φωτιά από το οικόπεδό του, θα μπει στο δικό μου. Ας κόψω κι εκεί να τελειώνουμε, ώστε και να ‘ρθει η φωτιά να έρθει με πολύ χαμηλότερη ένταση. Άρα, λοιπόν, το να θέλουμε απλά να βρούμε… Μας αρέσει τους ανθρώπους γενικά να βρίσκουμε εύκολες απαντήσεις και να ρίχνουμε το βάρος ότι όχι μας φταίει η πυροσβεστική, όχι μας φταίνε οι πολιτικοί, όχι μας φταίει ο δήμαρχος, όχι μας φταίει ο παπάς. Κάποιος πρέπει να μας φταίει και συνήθως δεν κοιτάμε να δούμε πού έχουμε φταίξει και εμείς, όχι γιατί κάναμε πολλές φορές, γιατί δεν κάναμε κάτι. Οπότε η δική μου η άποψη είναι αυτή, ότι μεγάλες φωτιές ναι εν μέρει είναι αναμενόμενες και είναι μεγάλες σε όλον τον κόσμο, δεν είναι μόνο σε μας. Απλά, δεν μας αρέσει να ψάχνουμε. Δηλαδή όσο περνάνε τα χρόνια, μας αρέσει να βρίσκουμε… Πάντα του ανθρώπου τού άρεσε να βρίσκει έτοιμες ατάκες και έτοιμα πράγματα. Ιδίως στο διαδίκτυο που προσφέρει με ένα πάτημα του κουμπιού, σου προσφέρει ατέλειωτες πληροφορίες, βρίσκω και μια πληροφορία που μου αρέσει πιο πολύ, ταιριάζει στην νοοτροπία μου, την παίρνω, την ασπάζομαι και την περνάω κι εγώ με τη σειρά μου. Ενώ άμα πάρεις απόσταση —και το δύσκολο πράγμα από όλα αυτά είναι να παίρνεις απόσταση συναισθηματική, ψυχολογική, γενικά να πάρεις απόσταση και να μαζέψεις πολλές πληροφορίες για να δημιουργήσεις μια πιο τεκμηριωμένη απάντηση. Οπότε, λοιπόν, στο ερώτημά σου απάντησα χωρίς να απαντήσω ίσως όπως περίμενες, αλλά…

Ε.Α.:

Όχι, εντάξει, την οπτική σας ήθελα περισσότερο, γιατί…

Γ.Μ.:

Όχι, η οπτική μου είναι ότι η φωτιά ήταν, είναι και θα παραμείνει μέρος της ζωής, απλά πρέπει να μάθουμε και να ζούμε με αυτήν [01:30:00]και να τη διαχειριζόμαστε με άλλον τρόπο.

Ε.Α.:

Ωραία. Εγώ δεν έχω πολλές ερωτήσεις, θέλω να πω δεν έχω άλλες ερωτήσεις, νομίζω καλύψαμε πολύ μεγάλο φάσμα. Εσείς αν θέλετε να προσθέσετε οτιδήποτε, αν κάτι σας έχει έρθει που θέλετε να το πούμε.

Γ.Μ.:

Θεωρώ ότι, επειδή και η συνέντευξη που πήρες σήμερα έχει ως βάση τον εθελοντισμό, ο εθελοντισμός είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που μπορείς να κάνεις στη ζωή σου—

Ε.Α.:

Θα ρωτούσα για τελευταίο—

Γ.Μ.:

Από πολλές απόψεις. Και δεν είναι απαραίτητα ο εθελοντισμός στην πυροσβεστική. Ο εθελοντισμός μπορεί να είναι σε διάφορα πράγματα. Απλά, αν το κάνεις, να το κάνεις συνειδητά και αν το κάνεις συνειδητά και ο σκοπός σου είναι ο εθελοντισμός ως εθελοντισμός και όχι κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος, αυτό που κατηγορούσα πριν, δηλαδή ο εθελοντισμός καταλήγει στην πυροσβεστική πολλές φορές να είναι εθελοντισμός θέλοντας να πλησιάσουμε τη μονιμοποίηση ή κάτι τέτοιο. Αυτό είναι το παράπονό μου με τον εθελοντισμό όπως τον αφήσαν να εξελιχθεί. Ο εθελοντισμός, όταν το κάνεις γιατί το αγαπάς, έχει να σου προσφέρει τόσα πολλά πράγματα, που αυτή τη στιγμή εγώ μπορεί να είμαι άνεργος, αλλά θεωρώ ότι είμαι από τους πιο «πλούσιους» ανθρώπους στον πλανήτη, γιατί ακόμα και την περίοδο που ήμουν άνεργος και έπαιρνα και ταμείο ανεργίας, τα λεφτά μου από το ταμείο ανεργίας τα έτρωγα εδώ ή σε κάποια ταξίδια που ήθελα να πάω σε συνέδρια να μιλήσω, είτε για κάποιες εκπαιδεύσεις κλπ. Συνέχιζα να ζω και μέσα από αυτό το πράγμα, από τον εθελοντισμό στην πυροσβεστική. Κατέληξα να έχω γυρίσει όλον τον πλανήτη, γιατί εγώ θεωρώ ότι έχω γυρίσει όλον τον πλανήτη. Θα μου πεις: «Έχεις πάει…». Όχι, αλλά καταλαβαίνεις με ποιο τρόπο το λέω. Θεωρώ ότι μπορείς να γνωρίσεις τόσους πολλούς ανθρώπους, μπορείς να ζήσεις τόσα πολλά πράγματα και να νιώθεις πραγματικά πιο πλούσιος και να πάρεις μια άλλη πορεία στη ζωή σου. Όσο πιο πολλά δίνεις τόσο πιο πολλά παίρνεις, και παίρνεις από πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς. Και δεν είναι απαραίτητο ότι έκανα κάτι τώρα, θα πάρω κάτι. Θα πάρεις ψυχικές, ηθικές αμοιβές κλπ., μετά από, πολλές φορές, πολύ καιρό, αλλά βλέπεις και ζεις πράγματα που δεν τα ζούνε άλλοι, οι οποίοι απλά ζουν σε μια καθημερινότητα μη θέλοντας να πάρουν κάποια ρίσκα. Γιατί ρώτησες πριν: «Αυτό το πράγμα δεν σου έχει φάει χρόνο;». Ατέλειωτο. Δηλαδή τώρα που μιλάμε, με τις ιστορίες που σου είπα νομίζω ότι είμαι 27 χρονών ενώ είμαι 43. Είναι μεγάλη διαφορά και είναι μεγάλη διαφορά γιατί γενικά συνειδητοποιείς ότι μεγαλώνεις. Ο χρόνος που έχω ξοδέψει —σε εισαγωγικά το λέω το «ξοδέψει»— στην πυροσβεστική είναι ατέλειωτος. Δεν είναι οι ώρες μόνο εδώ που κάνουμε εργασίες. Είναι ατέλειωτες ώρες, βιβλιοθήκες ολόκληρες που έχω διαβάσει, για έρευνα, για, για, για. Παρόλα αυτά, αυτός είναι και ο πλούτος ενός ανθρώπου. Θεωρώ ότι αν κάτι το κάνεις με αγάπη και έχεις και ένα όραμα, έχει να σου προσφέρει πάρα πολλά. Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε σε μια κοινωνία, όμως, που αλλάζει πάρα πολύ, η οποία θα έχει όσο πάει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από εθελοντισμό και όσο πάει τόσο λιγότερο πραγματικό εθελοντισμό θα έχουμε. Ο εθελοντισμός παγκοσμίως αρχίζει και έχει πρόβλημα και στις πυροσβεστικές υπηρεσίες σε όλον τον κόσμο, γιατί η ζωή έχει αλλάξει, οι ρυθμοί της ζωής αλλάξανε και πολλοί άνθρωποι που έρχονται πλέον σε αυτού του τύπου τον εθελοντισμό δεν μπορούν και δεν προλαβαίνουν να ζήσουνε τις χαρές και τα ενδιαφέροντα που ζήσαμε κάποιοι από μας, δηλαδή επειδή η κοινωνία αλλάζει τόσο πολύ, οι άνθρωποι απομακρύνονται. Και γιατί το λέω αυτό; Για παράδειγμα, περνούσαμε πάντα όλον το χρόνο μαζί στην πυροσβεστική η βάρδια, είτε θα βγαίναμε να παίξουμε βόλεϊ είτε το φαγητό που θα φάμε μαζί το μεσημέρι, αν σε κάποια στιγμή δεν είχες συμβάν, που το απόγευμα μπορεί να καθόμασταν να πιούμε έναν καφέ και να κάνουμε μια συζήτηση για ένα αντικείμενο όλοι μαζί και εκπαιδευτικό κλπ. Και ξαφνικά με τη νέα τεχνολογία, που με ένα κινητό τηλέφωνο, με ένα smartphone έχεις πρόσβαση ξαφνικά στα πάντα, αυτό μας έκανε να απομακρυνθούμε και να χωθεί ο καθένας με αυτό το πράγμα σε έναν μικρόκοσμο δικό του και να κλειστεί και να αρχίσουμε να μην έχουμε επαφές οι άνθρωποι μεταξύ μας. Δηλαδή αυτό το μαραφέτι είναι εκπληκτικό, γιατί με το μεγάλο μου αδελφό τον Peter από την Αυστραλία ανά πάσα στιγμή, κάθε δεύτερη τρίτη μέρα θα του στείλω μια φωτογραφία από το μικρό που μεγαλώνει. Είναι εκπληκτικό. Εάν, όμως, δεν το χρησιμοποιήσεις για αυτό, με αυτόν τον τρόπο, μπορεί απλά να σου τρώει όλη τη μέρα και να σε απομονώσει, αντί να γίνει ένα εργαλείο που θα σε συνδέσει να είναι ένα εργαλείο που θα σε απομονώσει. Βλέπεις ανθρώπους που κάθονται ο καθένας στη γωνίτσα του, με το κινητό του, με το tablet του και αντί να μιλάνε μεταξύ τους και να οργανώνουν και να κάνουν πράγματα κάθεται ο καθένας στον μικρόκοσμο του και βυθίζεται σε αυτό το πράγμα. Σε μια τέτοια κοινωνία, λοιπόν… Ο εθελοντισμός είναι ένα άνοιγμα προς τα έξω. Σε μια κοινωνία που βυθίζεται και γίνεται εσωστρεφής ο κόσμος που την αποτελεί δεν ξέρω πού θα καταλήξει. Σε πολλούς τούς βγαίνει μετά αυθόρμητα η τάση να κάνουν κάτι, αλλά δεν ξέρω που κινείται αυτό το πράγμα. Δεν μου αρέσει που δεν είμαι αισιόδοξος πολύ. Ειλικρινά δεν μου αρέσει που δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, παρόλα αυτά προσπαθούμε συνεχίζουμε.

Ε.Α.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για το χρόνο σας.

Γ.Μ.:

Κι εγώ ευχαριστώ για την καλή σου διάθεση και για το ότι σκέφτηκες ότι ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον και η δική μου ιστορία για να την πω.

Ε.Α.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Γ.Μ.:

Δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό. Εσύ δεν ξέρω αν θα ήθελες να ρωτήσεις κάτι άλλο.

Ε.Α.:

Έχω κάτι τελευταίο, το ξέχασα.

Γ.Μ.:

Βεβαίως.

Ε.Α.:

Ήθελα να μου πείτε λίγο για την εκπαίδευση που κάνετε εδώ πέρα, στο κέντρο εδώ. Κάνετε εκπαίδευση σε ανθρώπους που είναι ήδη της πυροσβεστικής, σε νέους εθελοντές;

Γ.Μ.:

Αυτή η εκπαιδευτική εγκατάσταση εδώ που έγινε είναι ένα παλιό κτίριο της υπηρεσίας. Η εκπαίδευση αυτή που κάνουμε, το μεγαλύτερο μέρος, αυτό που είναι το βασικό για το οποίο στήθηκε αυτός ο χώρος, απευθύνεται σε ανθρώπους που είναι ήδη πυροσβέστες και απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που είναι επαγγελματίες, όχι ότι ο εθελοντής είναι κάτι λιγότερο, αλλά με αυτούς που έχουν πιο άμεση σχέση, σαν προτεραιότητα να εκπαιδευτούν αυτοί για να μπορούν να αναγνωρίσουν φαινόμενα πυρκαγιάς, να μπορέσουν να σκέφτονται αλλιώς. Και απευθύνεται σε αυτούς και με το σκεπτικό να δημιουργήσουν κι αυτοί μια κοινή γλώσσα. Είναι πολύ σημαντικό. Η εκπαίδευση αυτή απευθύνεται, φυσικά, και στους εθελοντές του πυροσβεστικού σώματος. Παρόλα αυτά στο χώρο αυτό θέλουμε να κάνουμε και πράγματα που θα απευθύνονται —στο μέλλον φυσικά, γιατί ο Covid καταλαβαίνεις ότι έχει γίνει ένα εμπόδιο στο να κάνεις πράγματα που έχουνε σχέση με ομάδες ανθρώπων εκτός υπηρεσίας. Το να έρθουν ξαφνικά δέκα-δέκα, είκοσι-είκοσι άνθρωποι μαζί είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Αλλά ο χώρος αυτός έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να μπορεί να προσφέρει εκπαίδευση που να απευθύνεται είτε σε προσωπικό εταιριών εδώ της βιομηχανικής κλπ. και φυσικά σε εταιρίες που μας βοήθησαν και θέλουν να δουν πέντε πράγματα παραπάνω με το προσωπικό τους ή ακόμα και για πολίτες. Δηλαδή ένα από τα όνειρά μας είναι να μπορούμε να ανοίξουμε δέκα δεκαπέντε φορές το χρόνο και να πούμε ότι μπορούν να έρθουν οικογένειες με τα παιδιά να μιλήσουμε για το τι μπορούμε να κάνουμε στο σπίτι, τι να προσέξουμε στο σπίτι. Ονειρευόμαστε να κάνουμε έναν χώρο ο οποίος να είναι για σχολεία, να μπορούν να έρθουν είτε παιδιά από νήπια, είτε από Δημοτικό, είτε από Γυμνάσιο, είτε από Λύκειο, σε κάθε βαθμίδα φυσικά να μιλάς με αντίστοιχο, άλλου επιπέδου περιεχόμενο και με άλλη γλώσσα, ώστε να δημιουργήσουμε κάτι που να αφήσει κάτι στην κοινωνία το οποίο, όπως είπα και πριν, και να ξεκινήσουμε τώρα, θα δώσει καρπούς μετά από δέκα δεκαπέντε χρόνια. Αλλά αυτό σκοπός εδώ είναι να γίνει κάτι το οποίο γενικά να μπορεί να προσφέρει όχι μόνο στο Σώμα, να μπορεί να προσφέρει και στους πολίτες, είτε και σε ομάδες πολιτών που θέλουν να εκπαιδευτούν είτε σε ομάδες που οργανώνονται και γίνονται ομάδες πολιτικής προστασίας.

Ε.Α.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Γ.Μ.:

Κι εγώ ευχαριστώ.