Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια, η διακοπή του σχολείου και το χαμένο όνειρο για τις σπουδές οικοκυρικής
00:00:00 - 00:12:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας; Αναστασία Τζίρτζιρα. Ωραία. Είμαστε, λοιπόν, με την κυρία Αναστασία Τζίρτζιρα, στο σπίτι της … υγεία μου, αυτά όλα τα σκέφτομαι. Είναι άλλοι που δεν τα σκέφτονται καθόλου, είναι πιο ανεύθυνοι. Εγώ είμαι, πολύ στεναχωριέμαι ναι, αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ζωή στο σπίτι, η μοδιστρική και οι αγροτικές εργασίες
00:12:59 - 00:18:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και άρα εκεί στο δημοτικό όταν σταματήσατε, μετά τι κάνατε; Τίποτα, τίποτα, στο σπίτι. Κοίταζα τον αδερφό μου, κοίταζα το σπίτι. Μεγάλωσα …ν. Με κάρο το κουβαλούσατε κι εσείς; Με κάρο, με κάρο, με κάρο πηγαίναμε. Άμα ήταν έξω από τα Κουφάλια ήταν κοντά, πηγαίναμε με τα πόδια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα δύσκολα χρόνια των προσφύγων γονιών
00:18:21 - 00:24:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Ο μπαμπάς μιλούσε καθόλου βουλγάρικα; Μιλούσε, γιατί πήγε νήπια τάξη εκεί και έμαθε, μέχρι νήπια τάξη πήγε και έμαθε τα, μερικά ποιημ… Είχα πολύ καλά εγγόνια, δυο εγγόνια είχα, έχω και τα κοίταξα και μ' άκουγαν μέχρι τώρα και μέχρι τώρα πολύ πολύ καλά παιδιά έχω εγγονάκια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Το προξενιό, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας
00:24:36 - 00:44:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δύο γενιές μεγαλώσατε. Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Τα μεγάλωσα δηλαδή όταν εγώ ήμουνα, όταν η Θάλεια ήτανε έγκυος, εγώ ήμουνα σαράντα πέ…θαίνει τα πιο παλιά, ε συγκρατεί τα πιο πολλά, τα πιο παλιά. Αλλά τώρα ό,τι ήταν από κει και πέρα την παντρειά μου και αυτά τα είπα. Ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Τα παιδικά χρόνια, η διακοπή του σχολείου και το χαμένο όνειρο για τις σπουδές οικοκυρικής
00:00:00 - 00:12:59
[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Αναστασία Τζίρτζιρα.
Ωραία. Είμαστε, λοιπόν, με την κυρία Αναστασία Τζίρτζιρα, στο σπίτι της στην Τριανδρία της Θεσσαλονίκης. Καλωσορίσατε στο Istorima, εγώ είμαι η Γεωργία Κατσίκα και ξεκινάμε;
Ξεκινάμε.
Θα μας πείτε από που κατάγεστε;
Κατάγομαι από τα Κουφάλια. Ήρθε ο μπαμπάς μου από την Ανατολική Ρωμυλία, νήπια, νήπιο ήτανε. Εκείνοι βολεύτηκαν ας πούμε εκεί σα πρόσφυγες που ήρθαν από τη Βουλγαρία, στα Κουφάλια. Η μαμά μου ήταν μικρή. Μεγάλωσε ο μπαμπάς μου, μεγάλωσε η μαμά μου, παντρεύτηκαν, έγινα εγώ, εκεί στα Κουφάλια.
Ήταν και η μαμά σας από την Ανατολική Ρωμυλία;
Όχι, η μαμά μου γεννήθηκε στα Κουφάλια.
Άρα η μαμά ήταν ντόπια;
Ναι, ήτανε ας πούμε Καβακλιώτης η γιαγιά μου και γεννήθηκε στα Κουφάλια, όταν γύρισαν από τη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία όταν ήρθανε στα Κουφάλια. Και ο μπαμπάς μου ήτανε έξι χρονών νήπιο. Όταν η μαμά μου γεννήθηκε, είχαν έξι χρόνια διαφορά. Και παντρεύτηκαν και έγινε η οικογένεια.
Οπότε μεγάλωσαν και οι δύο στα Κουφάλια.
Ναι.
Ο μπαμπάς σας δηλαδή από πολύ μικρός ήτανε εκεί.
Ναι, ναι.
Κι εσείς γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στα Κουφάλια;
Στα Κουφάλια, στα Κουφάλια ναι, ναι.
Ωραία. Και έχετε αδέρφια;
Έναν αδερφό έχω. Να πω και το όνομά του;
Φυσικά.
Τον λένε Σπύρο Πυργίδη, είμαι απ΄ τους Πυργιδέους από κει μεριά από τη μαμά μου και το μπαμπά μου και είναι τεσσεράμισι χρόνια πιο μικρός από μένα.
Άρα είναι μικρότερος.
Ναι, ναι είναι μικρότερος.
Ωραία, θέλετε να μας πείτε για τα παιδικά χρόνια στα Κουφάλια πώς ήτανε;
Τα παιδικά χρόνια ήτανε εκείνα τα χρόνια που ήτανε η μαμά και ο μπαμπάς και ήρθανε με ένα επανωφόρι μόνο, δεν είχανε. Και της μαμάς μου ο μπαμπάς είχε πολλά παιδιά, οχτώ παιδιά είχε. Ο μπαμπάς μου δε ήτανε και αυτός πολλά παιδιά και ξαναπαντρεύτηκε ο μπαμπάς του και έκανε άλλα τέσσερα. Πού να παντρευτούν να μείνουνε, πού να πάνε; Ούτε στη μαμά της μπορούσε να πάει ούτε στο μπαμπά του ο μπαμπάς μου. Και μια μέρα η αδερφή της μαμάς μου κι ο αδερφός πήραν το κάρο με τα άλογα και φορτώσαν δυο πράγματα που είχανε και πήγαν νοικιάσανε ένα μικρό σπιτάκι, όλα ήταν του εποικισμού αυτά τα σπίτια.
Δηλαδή φτιάχτηκαν και δόθηκαν στους..
Όχι τα φτιάξαν μόνοι τους αλλά ένα σχέδιο, στα Κουφάλια.
Όλα ίδια ήταν τα σπίτια.
Όλα ίδια
Τα έφτιαξαν οι πρόσφυγες δηλαδή;
Ναι σαν πρόσφυγες ναι, αφού ήρθαν από κει με τίποτα, με μια βαλίτσα. Και νοικιάσανε ένα σπιτάκι η μαμά μου και ο μπαμπάς μου και κάτω το αλείψανε, θυμάμαι που τα 'λεγε η μαμά μου. Και παντρευτήκανε γιατί ήταν να πάρουνε σαν τότε έδινε ο νόμος, το κράτος έδινε ακτήμων, σαν ακτήμων που δεν είχαν τίποτα έδιναν χωράφια. Αλλά η μαμά μου και ο μπαμπάς μου δεν ήταν, αν παντρευόντουσαν, έπρεπε να είναι παντρεμένοι και να παντρευτούν πού να πάνε να μείνουνε για να πάρουνε τα χωράφια; Και δε δικαιούνταν να πάρουν χωράφια και δεν είχαν τίποτα. Η μαμά μου ήταν μοδίστρα, έραβε, ναι, και τα βγάζαν πέρα. Και ο μπαμπάς μου.
Δηλαδή δούλευε μόνο η μαμά;
Ναι, εγώ ήμουνα όταν γεννήθηκα, εγώ ήμουνα μικρή, ο μπαμπάς μου δεν είχε δουλειά και νοίκιαζε κανένα χωράφι, όταν είχε λεφτά και ζούσαμε με τη μοδιστρική. Ήταν δύσκολα χρόνια τότε.
Ήταν και περίεργο που δούλευε η μαμά και όχι ο μπαμπάς.
Μα ήταν μοδίστρα, ο μπαμπάς που να δουλέψει; Τότε που ήρθανε και ύστερα έπαιρνε χωραφάκια, τα δούλευε αυτός και έδινε το ενοίκιο όταν σ' αυτόν που τα 'παιρνε και σιγά σιγά σιγά σιγά αναπτύχθηκαν και έγιναν ας πούμε κάπως διαφορετικά, πήραν οικόπεδο, άρχισαν να χτίζουνε. Το χτίσανε το σπίτι μέχρις ένα σημείο.
Μετά τι έγινε;
Μετά πλημμύρισε, ήταν πολύ βαθύ και το 'φτιάξαν και μπήκαν, γιατί μας έβγαζαν από κει και το πάνω το τελείωσε ο αδερφός μου όταν μεγάλωσε πια και έγινε γιατρός και τελείωσε. Αλλά ήταν μέχρι εκεί ήταν δύσκολα τα χρόνια, όταν εγώ πήγαινα δημοτικό. Όταν πήγαινα εγώ το δημοτικό, αφού να σκεφτείτε εγώ πήγαινα πρώτη δημοτικού και ο αδερφός μου πήγαινε νήπια και τον προστάτευα στο σχολείο, σε ένα σχολείο πηγαίναμε.
Όλα μαζί ήτανε;
[00:05:00]Όλα, όλα. Και ύστερα όσο μεγάλωνα εγώ, όσο μεγάλωνα η μαμά μου πήγαινε και σε κανένα κτηματάκι που είχαμε και στο σπίτι άρχισα εγώ να βοηθάω τη μαμά μου. Δεν πήγαινα στο χωράφι, πήγαινα στο σχολείο, ερχόμουνα, κοίταζα τον αδερφό μου, να μαγειρέψω, μικρή ήμουνα.
Πόσο;
Ε όταν άρχισα να μαγειρεύω ήμουνα ας πούμε δεκατρία, δεκατεσσάρων χρονών, έβλεπα τη μαμά μου αλλά πιο μικρή μέχρι το δημοτικό, δεν έκαμα φαγητά, κανένα αυγό, κανένα γάλα, τέτοια. Η μαμά μου έφευγε, τι θα φάμε εμείς; Μας άφηνε και φαγάκι βέβαια, αλλά ύστερα όταν μεγάλωσα, δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκαέξι χρονών έκανα ήτανε η γιαγιά μου, η μανιά μου, στο που είχα και το όνομά μου, ήταν στο νοσοκομείο και την έφεραν εδώ κι εγώ ζύμωσα ψωμί. Με έδειξε και η μαμά μου, με είπε αποβραδίς και το ζύμωσα και έκανα και ρυζόγαλο και το πήγα να δω τη μανιά μου, τη γιαγιά μου, έτσι την έλεγα μανιά.
Μανιά ήτανε το, ήτανε απ' το όνομά της όμως;
Όχι, γιαγιά, τις γιαγιάδες τότε τις έλεγαν «μανιά». Δεν είπα θα πάω στη γιαγιά μου, έλεγα θα πάω στη μανιά μου. Όχι μόνον εγώ, το λέγανε, ναι. Και την πήγα το φαγητό ήτανε στο νοσοκομείο, είχε έρθει.
Στη Θεσσαλονίκη;
Ναι, Θεσσαλονίκη και στα Κουφάλια μετά. Πήγε η μαμά μου να τη δει και έλεγε η γιαγιά μου, η μανιά μου «Μαρή Ευγενία, τόσο, τι ρυζόγαλο ήτανε αυτό που μ’ έφερε η Αναστασία και τι ψωμί», «Μα μητέρα -μητέρα την έλεγε- αυτό τα 'κανε -λέει- τα 'κανε αυτό, ζύμωσε και έκανε και το ρυζόγαλο». «Τέτοιο ρυζόγαλο δεν είδα». Δηλαδή τόσο το ευχαριστήθηκε, ήταν κι άρρωστη η καημένη, πάρα πολύ. Μα και κάνω ωραίο ρυζόγαλο μέχρι τώρα. Ναι, ναι. Και αυτά έτσι, ήτανε δύσκολα χρόνια ας πούμε, δεν ήτανε στα, όπως ήμουνα στα δεκαεννιά, όπως ήμουνα στα, εδώ που ήρθα ύστερα στον άντρα μου. Αλλιώς ήτανε εκεί πέρα, δεν είχαμε, με γκαζιέρα μαγείρευε η μαμά μου. Όλα το νερό το κουβαλούσαμε.
Από πού;
Από τη βρύση έξω από το δρόμο. Μακριά ήτανε ο δρόμος και το κουβαλούσαμε εδώ, με γκουμπλίτσα το λέγανε, αυτό το ξύλο το λέγανε γκουμπλίτσα. Είχε δύο σίδερα και σκαλώναν τους κουβάδες κι εγώ πήγαινα έτσι και το 'χυνα όλο.
Δηλαδή στο σπίτι δεν είχατε νερό;
Ύστερα φέραμε νερό. Δεν είχαμε ούτε και φώτα είχαμε. Με λάμπες και με φανάρια. Η μαμά μου να σκεφτείτε για να προλάβει όλες τις δουλειές ήταν πολύ άξια, σηκωνόταν πολύ νύχτα το πρωί και το ένα το χέρι κρατούσε το φανάρι και στο άλλο είχε τη σκούπα να σκουπίσει, να μην, πώς θα τα αφήσει και ασκούπιστα. Η Ανατολική Ρωμυλία, όσοι ήρθαν από κει, Καβακλιώτες, Θρακιώτες, Θρακιώτες, ήμασταν πολύ νοικοκυραίοι, πάρα πολύ νοικοκυραίοι. Και σηκωνόταν νύχτα να σκουπίσει, να πάει στη δουλειά, να αφήσει και εμάς φαγητό και όταν μεγάλωσα βέβαια εγώ, άρχισα να τα κάνω εγώ γι' αυτό και πρόκοψα στο δημοτικό. Ναι.
Τι έγινε εκεί με το σχολείο;
Μετά στο σχολείο ήμασταν πέμπτη τάξη, ήταν να τελειώσουμε και με είπε μια…
Στην πέμπτη θα τελειώνατε;
Ναι, ναι.
Είχατε τελειώσει την πέμπτη δημοτικού.
Δεν την τελείωσα, γιατί μας χτύπησε. Είπε μάθημα και δεν το ήξερε κι εγώ με χέρια και με πόδια την έδειχνα. Και.
Μια άλλη συμμαθήτριά σας;
Ναι και ο δάσκαλος με μάλωσε εμένα, μάλωσε κι εκείνη και μας έβγαλε έξω και ήμασταν ψηλές, μεγάλες, νταρντανοκοπέλες και μας έβγαλε ξύλο, ένα ξύλο απ' τον πίνακα και μας χτύπησε και από το φόβο μας κατουρηθήκαμε. Ε πας ύστερα ξανά στο σχολείο την άλλη μέρα; Και είχαμε τότε, ο θείος μου ο Παύλος ήταν Δήμαρχος και ο μπαμπάς μου ήταν πολύ νευριασμένος και η μαμά μου και είπαμε να πάμε να βρούμε το δίκιο, έτσι χτυπάνε τα παιδιά; Και είπε ο θείος μου ο Παύλος: «Πασχάλη μην πας, γιατί δε θα το βρεις το δίκιο σου. Αυτός έχει μεγάλο μέσο και είναι οξύθυμος πολύ.» Ούτε κι εγώ πήγα, ούτε και η άλλη η κοπέλα πήγε σχολείο και κάτσαμε στα σπίτια μας και γίναμε νοικοκυρές.
Παρατήσατε το σχολείο για έναν δάσκαλο έ;
Ναι, και ήτανε να, εγώ ήθελα πολύ τα οικοκυρικά, πάρα πολύ μ' αγαπούσε, η τάξη, να παίρνω πραγματάκια, στο σπίτι, να καθαρίζω το σπίτι αφού και τον αδερφό μου δε τον άφηνα να βγει στον ήλιο. Βασίλευε ο ήλιος και ύστερα τον έβγαζα ούτε τον άφηνα να κάθεται στο χώμα. Και ήθελα να γίνω, να μάθω τα οικοκυρικά αλλά έπρεπε να βγάλω το δημοτικό.
Αυτό ήταν κάτι που το..
Το, μου το απέκλεισαν.
Οικοκυρικά είπατε;
Οικοκυρικά, οικοκυρικά. Όλο το σπίτι τι θε, όχι ραπτική, οικοκυρικά μες το σπίτι να, το σπίτι να συγυρίζω, να μάθω να μαγειρεύω, να κάνω τα.
Να το κάνετε σα δουλειά εννοείτε;
Ναι, ναι, ναι όπως είναι τώρα της, δεν υπάρχουνε τώρα δασκάλες που είναι της οικοκυρικής και διδάσκουνε; Δε το ξέρεις;
Δεν το ήξερα αυτό.
Α βέβαια εμείς είχαμε μια Γαλλίδα στη μαμά μου επειδή ήτανε ο μπαμπάς μου, ο θείος μου ο Παύλος[00:10:00] Δήμαρχος, της μαμάς μου αδερφός και τότε όταν τα, όταν πήγαιναν στα χωριά, τότε τα Κουφάλια ήτανε δεν ήταν όπως είναι τώρα δεκατρείς χιλιάδες κάτοικοι, ήτανε χωριουδάκι και φιλοξενούσανε τις…Πού είχαμε σταματήσει;
Εκεί στα οικοκυρικά μου λέγατε.
Ναι. Επειδή ήταν ο θείος ο Παύλος, ο θείος μου ο Δήμαρχος, τότε στα χωριά πήγαιναν - αχ τι κάνει;- τότε στα χωριά πηγαίναν στο Δήμαρχο και η οικοκυρική σχολή όπως είναι τώρα οι Συνεταιρισμοί και πηγαίνει ένας του Συνεταιρισμού εδώ και τους διδάσκει και τους λέει πώς τα κάνετε, έτσι ήταν και τότε. Αυτή ήταν ξένη, Γαλλιδούλα, αλλά ήξερε και τα ελληνικά. Και στείλαν αυτή στη μαμά μου, κοιμήθηκε και στη μαμά μου στο σπίτι και ήθελα να γίνω κι εγώ. Πολύ μ' άρεσε εκείνη η δουλειά, κάναμε και έργα τέχνης, ωραία πράγματα κάναμε, πολύ ωραία, ποδίτσες κάτι έτσι σαν ακορντεόν, άνοιγε ένα έτσι και ήταν όλο θήκες για τα, τις κάλτσες. Και ήθελα να μάθω αυτά αλλά να μάθω από μια τέτοια δασκάλα και να διδάσκω κι εγώ αλλά έπρεπε να έχω το δημοτικό το απολυτήριο για να 'ρθω εδώ στη Θεσσαλονίκη να μάθω. Όπως ήταν τα ΤΕΙ παραδείγματος χάρη. Οικοκυρικά μάθαινες οικοκυρικά και είχες χαρτί οικοκυρικής. «Είναι της οικοκυρικής» σε λέγανε τότε. Αυτά. Και φαγητά και γλυκά και τα πάντα τα πάντα.
Άρα εσείς θέλατε να το μάθετε αυτό και μετά να μπορείτε και να το διδάξετε σε άλλες;
Ναι, ναι μα γι' αυτό θα το μάθαινα. Τώρα δε λένε, πώς είναι ένας σεφ; Δεν πάει και μαθαίνει και βγαίνει; Έτσι. Και παίρνει ένα χαρτί και είναι σεφ, είναι οικοκυρικά κάνει, είναι ράφτρα, είναι ξέρω 'γω έχει πάει στη σχολή. Ναι, ναι, ναι. Αλλά δεν έγινε αυτό το πράγμα.
Σταμάτησε το όνειρο αυτό με το…
Γι' αυτό καμιά φορά λέει η Θάλεια, η κόρη μου: «Η μαμά μου είναι πια, θέλει το τέλειο, ότι τη βρίσκουν ορισμένα κουσούρια». Γιατί από μικρή ήμουνα έτσι, από μικρή. Με έλεγε και η μαμά μου, με φώναζε: «Μην τα κοιτάζεις παιδί μου έτσι, θα κουραστείς γρήγορα». Κι όμως μέχρι τώρα που είμαι στα, θα μπω στα ογδόντα, ναι στα ογδόντα είμαι, είμαι και δε μπορώ κιόλας από την υγεία και πάλι θέλω να είναι…
Όλα τέλεια.
Ναι, ναι, ναι. Σκέφτομαι τώρα που είναι ο άντρας μου άρρωστος, να έχω πλυμένα τα ρούχα του, να έχω πολλά, να μην, επειδή δε μπορώ από την υγεία μου, αυτά όλα τα σκέφτομαι. Είναι άλλοι που δεν τα σκέφτονται καθόλου, είναι πιο ανεύθυνοι. Εγώ είμαι, πολύ στεναχωριέμαι ναι, αυτά.
Και άρα εκεί στο δημοτικό όταν σταματήσατε, μετά τι κάνατε;
Τίποτα, τίποτα, στο σπίτι. Κοίταζα τον αδερφό μου, κοίταζα το σπίτι. Μεγάλωσα πολύ εύκολα και τα 'παιρνα όλα, μαγείρευα, το νοικοκυριό, όλο, όλο. Μετά η μαμά μου μεγάλωσα και έραβε η μαμά μου και δεν ήθελε να με μάθει μοδίστρα γιατί είναι, νευρίαζε πολλές φορές η μαμά μου, κουραζότανε γιατί ήταν όλα στο κεφάλι της απάνω. Και με έλεγε: «Μη παιδί μου μαθαίνεις μη, μη, μη, μη, μη, μη θα έχεις καλύτερη τύχη» και δε, μια με έλεγε: «Μάθε τα δικά σου να ράβεις», μια με έλεγε: «Μη μαθαίνεις» και δεν έμαθα αλλά έμαθα όμως πολλά πράγματα απ' τη μαμά μου. Έμαθα, μόνο που δεν πήρα κοπτική, να κόβω, ψαλίδι. Τ' άλλα όλα τα 'μαθα όλα.
Ραπτομηχανή είχατε μάθει;
Ραφτο…είχε, είχαμε ραπρομηχανή μα η Θάλεια που την έχει τη ραπτομηχανή η κόρη μου. Τη δούλευα, με έβγαζε ένα φόρεμα απ' τη μηχανή και το 'παιρνα εγώ και πήγαινα με τα κορίτσια, καθόντανε να πούμε κι εμείς τα δικά μας αντί να κεντήσουμε, να πλέξουμε. Εγώ έπαιρνα της μαμάς μου δυο ρόμπες που έβγαζε και πήγαινα εκεί και τις έκανα κουμπότρυπα, τις ρεμπάτευα και τις πήγαινα μόνο κουμπί έραβα που θα 'θελαν οι πελάτισσες. Η μαμά μου είχε πολλή δουλειά.
Το "ρευμπάτευα" που είπατε τι σημαίνει;
Αυτό το ρεμπάτευμα είναι όπως παίρνεις τη βγάζεις τη ρόμπα απ' τη μηχανή, τελειώνει και παίρνεις εσύ όπως έχει ραφούλες από μέσα, τώρα τα έτοιμα δεν έχουν τέτοιες ραφούλες. Τότε είχε από δω και από 'κεί ένα τόσο, ήταν εδώ στη μέση του και από δω είχε το μπόλικο, ας πούμε, τη ραφή. Είχε πάντα αφήνανε και ποδόγυρο και, και στις ραφές αφήνανε ύφασμα και το έπαιρνες το ύφασμα εσύ και το καθάριζες τα κλωστάκια και με το βελόνι το ρεμπάτευες για να μην ξεφτάει, να μην ξεφτάει. Ναι. Και έκαμνα γρήγορα και με έλεγε, με έλεγε η μαμά μου: «Κοίταξε, εάν δεν το φέρεις το φόρεμα τελειωμένο, μόνο να ράψουμε το κουμπί, δε θα 'ρθεις στο σπίτι, να μην πιάσεις[00:15:00] τα λόγια χαχαχα και χουχουχου» με έλεγε, ναι. Και ήμουνα σ' αυτά πολύ υπεύθυνη, ας πούμε, έτσι στεναχωριόμουνα ήθελα -πώς να σου πω- δεν άφηνα τη δουλειά μου να πάω να γυρίζω με τη φιληνάδα μου στους δρόμους. Κοίταζα πολύ στο σπίτι, πάρα πολύ, πάρα πολύ το κοίταζα. Είχα και τον αδερφό μου, μ' άκουγε κι εκείνος.
Δεν ήταν τότε όλα τα κορίτσια έτσι; Υπήρχαν και;
Όλα, μα όλα τα κορίτσια αφού δεν είχαν άλλο αυτό. Όταν τα άλλα τα κορίτσια βγάλανε το δημοτικό, άλλα πήγανε γυμνάσιο, άλλα δεν πήγανε, τα περισσότερα δεν πήγανε, ξέρεις η μία με την άλλη ξεμυαλίζεται. Αλλά κι εκείνα τα κορίτσια έκαναν κι αυτά δουλειές όπως εγώ. Τι να κάνουν; Δεν είχε εργοστάσια να πας να δουλέψεις, να βγάλεις ένα μεροκαματάκι. Καμιά φορά φώναζαν κορίτσια και πηγαίνανε και μαζεύανε βαμβάκι να πάρω κι εγώ δικό μου χαρτζιλίκι, αλλά ήμουνα ψηλή και αδύνατη, δε μπορούσα να σκύβω και δεν πήγαινα πολύ.
Α, μπορούσατε δηλαδή να πηγαίνετε και στα χωράφια.
Ναι υπήρχαν τσιφλικάδες που είχανε, έξω από τα Κουφάλια, είχανε τσιφλίκια με τρακτέρ και μ' αυτά και έρχονταν και έπαιρναν εργάτες από τα Κουφάλια. Και πήγαιναν πολλά κορίτσια να πάμε να πάρουμε χαρτζιλίκι κι εμείς, ας πούμε. Και δε μ' άφηνε η μαμά μου, κουραζόμουνα, «Η μέση μου με έπιασε -λέω- μαμάκα μου», «Όχι -λέει- δε θα πας άλλο».
Το κάνατε λίγες φορές;
Ναι, ναι βέβαια, βέβαια.
Και ο μπαμπάς ήταν στο σπίτι όλα τα χρόνια;
Όχι ο μπαμπάς είχε αμπέλι, δούλευε το αμπέλι, είχε και ένα χωραφάκι το, έπρεπε να το, να το βάλει βαμβάκι να το τσαπίσει. Όχι μόνος του, έπαιρνε ας πούμε και δανεικαριά, πήγαινες εσύ σ' αυτόν, ερχότανε αυτός σε εσένα. Και πήγαινε καμιά δεκαριά άτομα να κάνουνε εννιά στρέμματα χωράφι σπαρμένο να το τσαπίσουν. Δεν ήταν τότε τα εργαλεία, τα τρακτέρ και τα μηχανήματα, τίποτα, τίποτα, άμα έβρεχε θα γινόταν το βαμβάκι και το σιτάρι και όλα, ναι, ναι, ναι.
Και στου μπαμπά σας τα χωράφια καθόλου δεν πηγαίνατε;
Δεν, δεν, σ' αυτά πήγαινα, είχε μόνο τέτοια, δεν είχε πολλά ύστερα που τον έδωσαν, τον έδωσαν εννιά στρέμματα και αυτό ήταν ύψωμα, δεν ήτανε κάμπος. Τότε, ύστερα, μετά ποτίζονταν αυτά και βγάζανε καλή σοδειά. Και τότε βέβαια στα δικά μας πηγαίναμε, είχαμε και ένα αλογάκι και ένα καροτσάκι, έσπερνε ο μπαμπάς μου και η μαμά μου καπνό. Τη νύχτα πήγαιναν η ώρα δύο τα μεσάνυχτα και έκοβα το καπνό.
Γιατί πήγαιναν βράδυ;
Γιατί με τη δροσιά ξημέρωνε νύχτα, φεγγάρι, με το φεγγάρι το μάζευαν το καπνό. Γιατί ύστερα όταν έπιανε ζέστη, κολλούσε το καπνό, το φυτό. Και πηγαίναν και πηγαίναμε το σπίτι το βάζαμε σε κούφες, πηγαίναμε στο σπίτι κάτω απ' την αποθήκη καθόμασταν και το βάζαμε σε βελόνα το περνούσαμε, για να ξεραθεί να γίνει ο καπνός.
Και τα χωράφια ήτανε μακριά από το σπίτι;
Βέβαια, ήτανε, απ' τη Χαλκηδόνα είναι πέντε χιλιόμετρα αυτό ήτανε δυόμιση, τρία χιλιόμετρα, δυόμιση-τρία χιλιόμετρα ήτανε όλα ο κάμπος των Κουφαλίων, ολονών. Και άλλοι είχαν κάρα, με άλογο πηγαίνανε, με μικρό καροτσάκι άμα ήταν τρία τέσσερα άτομα και πήγαιναν.
Με κάρο το κουβαλούσατε κι εσείς;
Με κάρο, με κάρο, με κάρο πηγαίναμε. Άμα ήταν έξω από τα Κουφάλια ήταν κοντά, πηγαίναμε με τα πόδια.
Ναι. Ο μπαμπάς μιλούσε καθόλου βουλγάρικα;
Μιλούσε, γιατί πήγε νήπια τάξη εκεί και έμαθε, μέχρι νήπια τάξη πήγε και έμαθε τα, μερικά ποιηματάκια που τους μαθαίνανε και όταν ήρθε εδώ και μεγάλωσε και είχε την κόρη μου εγγονάκι την έκατσε στα γόνατα και την έμαθε ένα βουλγάρικο ποίημα. Και ακόμα η κόρη μου το ξέρει αυτό και το λέει, να βάλ’ τη να στο πει καμιά φορά.
Εσείς όμως δε μάθατε καθόλου;
Όχι, όχι, δεν με 'μαθε, μπορεί και να με μάθαινε τότε αλλά εγώ πήγαινα στο σχολείο το δικό μου μετά ναι, ναι. Ε, τι να μάθω Βουλγάρικα; Η Θάλεια όμως επειδή το θυμότανε, μετά από πόσα χρόνια λέει: «Α κάτσε να στο πω». Και έκατσε η Θάλεια και το 'μαθε. «Ένα καμινιν νου γκα ντρα, ένα γκι τσι τα», έλεγε ας πούμε πώς παίρνεις το νερό, ρίχνεις στο προσωπάκι σου πλένεσαι, κάνα δυο λόγια έτσι τα θυμάμαι και μάλλον το 'λεγα κι εγώ αλλά το ξέχασα μωρέ τόσα χρόνια είναι τώρα.
Σαν παιδικό τραγουδάκι.
Ναι, ναι ποιηματάκι, τραγουδάκι. Ναι, ναι τραγουδάκι, τραγουδάκι, το 'μαθε η Θάλεια, το ξέρει. Το ΄λεγε και στον Κωστή νομίζω, αλλά ο Κωστής δε φαντάζομαι, βουλγάρικα ήτανε αυτά τα λόγια. Ναι.
Τα άλλα τα ξέχασε μετά δεν τα.
Τα άλλα όσα ήξερε τα ξέχασε, ύστερα ήτανε εδώ, πιάστηκε με τα χωράφια, με, παλικάρι, η ζωή ήτανε διαφορετική στον πατέρα του. Ο πατέρας του όταν ήταν παλικάρι και ήτανε έμπορας και μάζευε και πήγαν λίγο καλύτερα τα πράγματα στο μπαμπά του, αλλά πέθανε η γιαγιά μου η πρώτη, [00:20:00]η Πετρούλα. Πέθανε, ο παππούς μου παντρεύτηκε και έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Και είχε ο παππούς μου είχε το μπαμπά μου και έναν άλλο θείο μου Παναγιώτη. Και αυτά τα δύο τα παιδιά τα είχε σα να ήταν δούλοι. Η μητριά, ξέρετε τώρα, σπάνια μητριά να αγαπήσει τα παιδιά που βρίσκει απ' τον άντρα της. Και τα είχε με ένα, είχε ποδήλατο ο μπαμπάς μου, τον πήρε ένα ποδήλατο και πήγαινε έξω απ' τα Κουφάλια σε δυο τρία χωριά και μάζευε τα βερεσέδια. Κι όταν ερχόνταν, τα βερεσέδια δηλαδή γιατί έπαιρναν απ' το μπαμπά μου πράγματα, απ' τον παππού μου πράγματα και χρωστούσανε και έπρεπε να τα δώσουν και πήγαινε ο μπαμπάς μου και τα μάζευε με το ποδήλατο. Τα μάζευε τότε όταν ήτανε ελεύθερος. Να σου πω όταν παντρεύτηκε και είχε εμένα, έφυγε απ' το μπαμπά μου, ήτανε η μαμά μου έτοιμη να γεννήσει και γέννησε εκεί στον παππού μου και τη βάλαν σε ένα πίσω δωμάτιο σκοτεινό και έλεγε ο μπαμπάς μου, Ευγενία τη λέγαν τη μαμά μου, θεός σχωρέστηνα εκεί που είναι και έλεγε: «Σήκω να φύγουμε ,να πάμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο γιατί εδώ θα σε πεθάνουνε», ο καημένος ο μπαμπάς μου. Τα 'βλεπε. Και παίρνει τον κουνιάδο του και την κουνιάδα και πάνε βρίσκουνε αυτό το σπίτι και το ασπρίζουν και το ετοιμάζουν και την παίρνει τη μάνα μου, αυτή η ντουλαπίτσα που έχω στη Φούρκα στο εξοχικό, είναι από της μαμάς μου το κειμήλιο. Και πάνε εκεί στο δωμάτιο και τη βοήθησαν οι αδερφές της και εκεί που πήγε, ας πούμε, για να ζήσει με το μπαμπά μου, σχεδόν κλεφτήκανε με το μπαμπά μου. Γιατί που να παν να μείνουνε; Από ελεύθεροι κλεφτήκανε και ύστερα παντρευτήκανε και πήγανε στον πεθερό, την πεθερά και έγινε μετά αυτό το μετέπειτα που φύγανε και έλεγε ο μπαμπάς μου τη μαμά μου: «Είσαι καλά;», «Καλά είμαι», «Μη στεναχωριέσαι Ευγενία» την έλεγε, «Εγώ -λέει- δε στεναχωριέμαι, εσένα -λέει- στεναχωριέμαι, γιατί πώς θα τα βγάλουμε πέρα έλεγες, Ευγενία». Και πάει έφερε κιμά ο μπαμπάς μου να κάνουν να φάνε οι δυο τους κι εγώ ήμουνα μικρό, πολύ μικρό. Τότε οι κρεοπώλοι, τότε έβαζαν μισό κιλό κιμά στο 'βαζαν και σε έβαζαν μέσα το κύμινο, το αλάτι, το πιπέρι και το μπαχάρι και αλάτι σε έβαζαν και πήγαινες εσύ στο σπίτι και έριχνες το αυγό και το ψωμάκι και έφτιαχνες, το ζύμωνες κι έκανες κι έτρωγες και έλεγε ο μπαμπάς μου, την άλλη μέρα πάλι έφαγαν κεφτεδάκια, δυο άτομα. Κι έλεγε «Βέν», Ευγενία τη λέγανε αλλά ο μπαμπάς μου ύστερα την έλεγε Βένκα. «Βένκα, και σήμερα θα φάμε απ' αυτό;», «Δε σ' έλεγα Πασχάλη ότι μη στεναχωριέσαι θα τα βγάλουμε πέρα», η καημένη, ναι, ναι. Και αυτά.
Έφτιαχναν δηλαδή λίγο κιμά και τον κρατούσαν.
Ναι, ναι, ναι, ναι δεν είχαν τότε ψυγεία ε την άλλη μέρα χειμώνας κρατούσε να φάνε και τρώγανε δυο μέρες. Και περάσαν δύσκολα. Η μαμά μου πολύ δούλεψε στην ηλικία της, πάρα πολύ, στο μπαμπά μου, πολύ δούλεψε. Τότε η μαμά μου έραβαν μέχρι και τα σουτιέν και τα κομπινεζόν, τα 'ραβαν από χασέ και τα εσώρουχα και την κιλότα την έραβαν. Ήταν δύσκολα χρόνια. Κι εγώ μεγάλωνα και τα 'βλεπα. Και πώς με μπήκε, δηλαδή πώς να σου πω, στεναχωριόμουνα, πολύ στεναχωριόμουνα και ήμουνα λογικό παιδί, δεν ήμουνα απαιτητικιά, όχι εγώ θέλω αυτό να χτυπάω τα πόδια μου και να κάνω, ήμουν πολύ, πολύ και ύστερα πολύ τον κοίταζα και τον αδερφό μου, πάρα πολύ τον κοίταζα, πάρα πολύ να φάει ο αδερφός μου. Ήταν πολύ ντροπαλός. Εγώ τον είχα υπέρπροστατευτικό. Κι έτσι έγινα αυτή που είμαι, ας πούμε, γι' αυτό και τα εγγόνια μου και την κόρη μου τη μεγάλωσα. Έλεγαν οι φίλες της, οι συναδέλφισσες: «Αχ βρε Θάλεια είσαι πολύ τυχερή, αφού έχεις τη μαμά σου και μας λες αυτά τα πράγματα κάνει τα παιδιά». Ναι πράγματι, αφού τους έβαζα να φάνε, τους έκανα αυτό το φαγητό, μεγάλα παιδιά, πήγαιναν στο γυμνάσιο και τους έβαζα και από ένα ποτήρι πορτοκάλι, το ζουμπούσα εγώ το πορτοκάλι όχι χυμό και.. Κι έλεγε η κόρη μου: «Μη τα μαθαίνεις έτσι άστο το χυμό να τον πιούν το απόγεμα». «Εσύ το απόγεμα -λέω- κάν' τα ό,τι θες και δώσ' τα εγώ αυτό το χυμό θα τον πιούνε». Και τον έπιναν, μ' άκουγαν. Είχα πολύ καλά εγγόνια, δυο εγγόνια είχα, έχω και τα κοίταξα και μ' άκουγαν μέχρι τώρα και μέχρι τώρα πολύ πολύ καλά παιδιά έχω εγγονάκια.
Δύο γενιές μεγαλώσατε.
Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Τα μεγάλωσα δηλαδή όταν εγώ ήμουνα, όταν η Θάλεια ήτανε έγκυος, εγώ ήμουνα σαράντα πέντε χρονών, σαράντα τέσσερα στα σαράντα πέντε. Κι όταν γέννησε η Θάλεια και άρχισε να δουλεύει, να φεύγει, εγώ τα κοίταζα με το καρότσι. Πήγαινα, το πήγαινα στο ΙΚΑ στο γιατρό. Και όταν αρρώσταινε και τ' άλλο, ένα στο καροτσάκι κι ένα με τραβούσε πίσω απ' τη ζακέτα.[00:25:00] Να τα πάω στο ΙΚΑ. Και άντε τα πήγα στο ΙΚΑ, πώς θα τα κρατήσει να ανοίξουν το στόμα τους να δουν τα λαιμά που ήταν θηρία; Τότε, φοβούνταν το γιατρό. Και η καημένη, αυτό πολύ το στεναχωριόμουνα, λέω πώς θα τα πάω στο γιατρό, λέω θα τσιρίζουνε. Και τα μεγάλωσα μέχρι τώρα, είναι τα εγγόνια μου ο ένας είναι σαράντα, τριάντα τρία. Δεν είναι; Τόσο είναι, ναι. Τριάντα τέσσερα στα τριάντα τέσσερα και ο άλλος είναι τριάντα ένα ε; Και μέχρι τόσα, και μέχρι τώρα τα λατρεύω. Να μη φάω εγώ, τα ρωτάω τι να τα μαγειρέψω. Τα αγαπάω πάρα, πάρα πολύ, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Γιατί η κόρη μου σε ένα σημείο, όταν ήταν δεκαοχτώ ο μεγάλος, χώρισε η κόρη μου απ' τον άντρα της και από τότε πιο πολύ ας πούμε. Όταν τα κοίταζα και τα 'δινα να φάνε έτσι βούρκωνα, βούρκωνα. Σοβαρά σε λέω.
Εσείς την Θάλεια πόσο χρονών την κάνατε;
Στα 23 μου την έκανα. Στα 19 μου αρραβωνιάστηκα, κάθισα δύο χρόνια, δυόμιση και στα 23 μου την έκανα τη Θάλεια. Και η κόρη μου στα...
Στα 19 αρραβωνιαστήκατε τον κύριο Κώστα;
Ναι, ναι, ναι. Και στα 23 έκανε και η κόρη μου τον μεγάλο της γιο.
Ίδια ηλικία.
Ναι, ναι, ναι. Έτυχε ας πούμε, ναι.
Και τον άντρα σας πού τον γνωρίσατε;
Τον άντρα μου τον γνώρισα όταν ήμουνα 19 χρονών και είχε η μαμά μου μία, είχε και κοπέλες, μαθήτριες και αυτή η μαθήτρια ήταν Χιλιώτισσα και έμενε πιο επάνω απ' τη μαμά μου και εκεί που παντρεύτηκε αυτή η μαθήτρια που πήγε σ' αυτό το σπίτι, είχε στη Θεσσαλονίκη, είχε σόι στη Θεσσαλονίκη και είχε έναν, είχε τον άντρα μου σόι και ερχότανε εκεί Χριστούγεννα, Πάσχα στα Κουφάλια. Και ήτανε ένα καλό παιδί και η της μαμάς μου η μαθήτρια έκανε την προξενιά.
Ήτανε με προξενιό.
Ναι έγινε με προξενιό. Κι εγώ αμέσως όταν την είδα και με φώναξαν να με πούνε, αμέσως είπα: «Θα τον δω, θα τον δω». Και με πήρε η μαμά μου και η προξενήτρια και ήρθαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη και με είδε και τον είδα και πάλι είπα θα πάω θα το σκεφτώ. Και με είπε η προξενήτρια αυτά τα πράγματα που το ήξερε το παιδί, πώς είναι, τι είναι και αυτά και έγινε το, ο αρραβώνας. Ήρθαμε ύστερα μετά από δυο τρεις μήνες, εγώ είχα μία θεία στην Καλαμαριά, του μπαμπά μου η αδερφή από το δεύτερο γάμο του παππού μου και ήταν μεγάλη και το μπαμπά μου τον αγαπούσε πάρα πολύ. Και με είχε εδώ στη Θεσσαλονίκη, πολλές φορές με έπαιρνε. Και γυρνούσαμε με τη θεία μου, με αγαπούσε πάρα πολύ. Ο θείος μου είχε εστιατόριο στο Βαρδάρη. Ήτανε από την Τουρκία ήτανε, ήτανε ένας μάγειρας μας έφερνε κάθε μέρα φαγητά. Ύστερα δε θα μάθω και δε θα θέλω να τα κάνω τα ίδια; Έκαμνε κάτι ωραίους λαχανοντολμάδες, έκαμνε στιφάδο, έκαμνε ταψιά φαγητό, γεμιστά, μπαϊλντί και εμένα μ' άρεζαν, ήμουνα και φαγανού και μ' άρεζαν και έμαθα πολλά πράγματα. Κι απ' το θείο μου, και απ' της μαμάς μου τον αδερφό που ήταν τότε, ήτανε χωροφύλακας και οι χωροφυλάκοι τότε είχανε μέσα στο τμήμα τους μαγειρεύανε και τρώγανε οι υπάλληλοι. Και ο θείος μου μαγείρευε πάρα πολύ ωραία κι επειδή εμένα μ' άρεζαν μάθαινε και τη μαμά μου κι εγώ μάθαινα. Και με έλεγε, θεός σχωρέστον πολύ μ΄αγαπούσε ο θείος μου γιατί ήθελα να μάθω και μ' έλεγε: «Έλα εδώ Τασιόλ», δε με έλεγε Τασούλα ή Αναστασία, «Έλα εδώ Τασιόλ, πάρε το μαχαίρι και ένα πιάτο και ένα πορτοκάλι και ένα μήλο και έλα να σε δείξω πώς θα καθαρίζεις το μήλο και το πορτοκάλι". Κι όταν ήταν εδώ ο Δήμαρχος και έπαιρνε, ερχόντουσαν οι ανώτεροι από τη Θεσσαλονίκη, για να ελέγξουνε το Δήμαρχο τους πήγαινε ο θείος μου στην, επάνω στην Έδεσσα, στην που ήταν τα νερά, πώς το λέγανε αυτό το μέρος.. Και με έπαιρνε κι εμένα, μ΄ αγαπούσε και με έπαιρνε κι εμένα εκεί. Και καθίσαμε στο τραπέζι εκεί με δύο άλλους τρεις και με έβλεπαν πώς έτρωγα και απόρησαν, πώς έτρωγα τότε, πώς πρόσεχα. Και τι ναι, ναι.
Ο θείος που ήταν από την Τουρκία που είπατε η καταγωγή του, ποιος ήταν αυτός ο κύριος; Που είχε το εστιατόριο.
Αυτός ο θείος ήταν του μπαμπά μου ο γαμπρός, της αδερφής του ο άντρας. Δε σου είπα ότι ο παππούς μου που μετά τη μανιά μου έκανε τέσσερα παιδιά; Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Το πρώτο το κορίτσι το μεγάλο, την έκαναν προξενιό και τον πήρε ήταν εδώ στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν απ' την, ανατολίτης ήτανε, και ήτανε μάγειρας και ήρθε από κείνα τα μέρη, απ' της Τουρκίας τα μέρη ήρθε εδώ τότε και έμεινε εδώ και τον έκαναν προξενιά, γνώριζε κάποιον φαίνεται ξέρω 'γω και τους γνώρισε και παντρευτήκανε. Πολύ καλή [00:30:00]ζωή έζησε η θεία μου, πάρα πολύ καλή ζωή, η Άννα. Και έκανε η θεία μου παντρεύτηκε τον θείο μου το Γιώργο και ύστερα από, ύστερα από δέκα χρόνια παντρειά, έκανε, δεν έκαμνε παιδί και στεναχωριόντουσαν στεναχώρια, στεναχώρια δε σου 'ρχεται το παιδί. Και μετά έκανε δύο δίδυμα κοριτσάκια, ύστερα από δέκα χρόνια παντρεμένοι. Και έχω και δυο ξαδέρφες από την, ξαδέρφες είναι, από την θεία μου την Άννα, Άννα την λέγανε. Δυο κορίτσια δίδυμα.
Άρα εσείς μετά είχατε καλές σχέσεις με τα ξαδέρφια από το σόι.
Βέβαια, η μαμά μου, η μαμά μου, εγώ ήμουνα μικρή, η μαμά μου τώρα του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου είχε καλές σχέσεις και η μαμά μου σα νύφη πάρα πολύ καλές σχέσεις. Όταν ερχόντουσαν στο σπίτι μας οι, της μαμάς μου οι κουνιάδες, την αγαπούσαν πιο πολύ και από το μπαμπά μου, πολύ. Και μέχρι τώρα, να τώρα την έχω τη θεία μου εδώ και πηγαίνω και τη βλέπω και με αγαπάει, τρελαίνεται. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις, Χριστούγεννα και Πάσχα όλο στα Κουφάλια ερχόντουσαν. Ήταν εδώ παντρεμένες και κάναμε το τουρσί και κάναμε το γουρουνόπουλο και κάναμε τη γαλοπούλα. Εκεί, στα Κουφάλια είχανε σχέσεις καλές, πάρα πολύ καλές.
Δεν επηρέασαν τις σχέσεις τους δηλαδή ο..
Όχι, όχι, όχι γιατί τα παιδιά τα πρώτα τα παιδιά ήταν πολύ καλά και όταν τα μιλούσε η μαμά, ο μπαμπάς ακούγανε και είχανε καλές σχέσεις με τα άλλα τα αδερφάκια. Πάρα πολύ καλές σχέσεις, πάρα πολύ. Και μέχρι τώρα σου λέω, και οι γαμπροί από δω και τον αγαπούσαν το μπαμπά μου και την Άννα, τη Σοφούλα και τη Μαρίκα και τον Τάκη.
Αυτοί είναι οι θείοι σας δηλαδή.
Να, ναι. Τότε κάναν παιδιά πολλά. Της μαμάς μου η μαμά, η γιαγιά έκανε εννιά, οχτώ παιδιά. Όλοι ήταν στα Κουφάλια και ένας ήταν στο Παρίσι. Πήγε τότε, έφυγε τότε που ήταν δύσκολα τα πράγματα. Και η άλλη πλευρά του μπαμπά μου που σε είπα που ξαναπαντρεύτηκε έκανε τέσσερα ενώ είχε δύο. Τι τα ήθελε τέσσερα; Ας έκαμνε ένα να μην ξεχωρίζει, αλλά έτσι κάνανε, ήταν καρπερός ο παππούς μου. Τα λέω καλά;
Ναι, εννοείται, μια χαρά τα λέτε.
Ναι, ναι. Αυτά. Κι εγώ αυτά τα ζούσα. Με έπαιρνε η μαμά μου πηγαίναμε στη γιαγιά μου τη μανιά, πηγαίναμε στην άλλη τη γιαγιά μου. Την άλλη τη γιαγιά μου της μαμάς μου τη μαμά δεν τη θυμάμαι τόσο καλά. Ήμουνα πολύ μικρή. Αλλά τη…
Έφυγε νωρίς;
Ναι. Γιατί του μπαμπά μου τη θυμάμαι πολύ καλά. Πάρα πολύ, αφού τη ζύμωσα και την πήγα ζυμωμένο ψωμί και ρυζόγαλο την έκανα.
Ήταν και αυτή στα Κουφάλια;
Ναι, του μπαμπά μου η μαμά, η δεύτερη η μητριά ήτανε απ' τη Λάρισα και γνωριστήκανε με, είχαμε σόι εκεί πέρα, ο παππούς μου είχε σόι στη Λάρισα, Πυργίδης, ποτοποιείο. Και γνωρίστηκαν και την πήρε ο παππούς μου και την έφεραν στα Κουφάλια. Και τα παιδιά μου ο παππούς τα άλλα τα δικά του τα είχε εδώ στη Θεσσαλονίκη διαμέρισμα και σπουδάζανε, βγάζανε το γυμνάσιο. Ενώ τα παιδιά του τα πρώτα ήτανε εργάτες στο, μάζευαν τα λεφτά και τα βερεσέδια.
Κι εσείς…
Κι όταν πήγε ο μπαμπάς μου που κάναν το σπίτι και φύγανε από κει πέρα και πήγε και που γέννησε και το παιδάκι η μαμά μου, εμένα, πήγε ο μπαμπάς μου στον παππού μου που είχε καφενείο και είχε, κάτω είχε, αυτά σιτάρια, κρασιά, ούζα και πήγε ο μπαμπάς μου να ζητήσει με ένα τσουβάλι, ένα ντενεκέ σιτάρι να πάει να το αλέσει, να πάει να ζυμώσει η μαμά μου. Και έλεγε ο παππούς μου τότε: «Δεν σε δίνω τίποτα. Σηκώθηκες και έφυγες». Και είχε έναν εκεί πέρα πελάτη στο καφενείο, ο μπαμπάς μου στεναχωρέθηκε, πόσο ήταν καλέ, και λέει, λέει αυτός ο που ήταν εκεί και έπινε καφέ: «Μπάτη Σπύρο», έτσι μίλαγαν τότε τους μεγάλους και τους αρχοντάδες, «Μπάτη Σπύρο, δώσε -λέει- το παιδί ένα ντενεκέ αλεύρι -λέει, ε- σιτάρι», «Δεν τον δίνω τίποτα». Και λέει τότε αυτός ο κύριος: «Πασχάλη, πάρε ένα τσουβάλι και έλα εδώ σε μένα» και πήγε στο σπίτι του και τον έδωσε ένα ντενεκέ, ένα τσουβάλι σιτάρι και το πήγε ο μπαμπάς μου το άλεσε και πήγε το αλεύρι στο σπίτι και άρχισαν να ζυμώνουν. Και εκείνο το τσουβάλι το σιτάρι που πήρε απ' αυτόν τον συγχωριάτη ήτανε άνθρωπος σωστός, πήγε η μαμά μου μετά που γέννησε εμένα πήγε μαζί με το μπαμπά μου και θερίζανε στο χωράφι του, για να το ξεχρεώσουνε. Και μένα με είχαν στο δέντρο με την κούνια, μωρό. Τότε τα παιδιά τα κρεμούσαν στα δέντρα και δουλεύανε οι γυναίκες, πού να τα αφήσουνε. Πόσα παιδιά τα 'πνιξαν τα φίδια. Γιατί μύριζαν γαλατίλας τα παιδιά και ναι. Αυτά, αυτά.
Τα έπνιγαν τα μωρά τα φίδια;
Αυτά είναι, τα γεωργικά τα σπίτια, μα και αυτοί σαν τους μετανάστες ήμασταν τότε που ήρθαμε τότε από την, οι Θρακιώτες από την Ανατολική Ρωμυλία, απ' τη Βουλγαρία. Τι είχανε;[00:35:00] Ευτυχώς η γιαγιά μου ήτανε Παπαζογλούδα και είχε, είχε ήταν από καλό σόι και ήτανε εργατικοί όλοι, η γιαγιά μου και όταν ήρθε, ήρθε όλο εδώ με χρυσάφια, ντούμπλες και φλουριά όλο χρυσά. Και τα είχε πάνω της και με φλουριά ψώνιζε και έκανε δουλειές.
Της μαμάς η μαμά;
Ναι, ναι ήταν Παπαζογλούδα. Ήτανε πολύ ξακουστό όνομα και καλό και εργατικό και είχανε. Ήταν καλά εκεί, αλλά δε μπορούσαν να φέρουν πολλά πράγματα, φέρανε να μόνο τα φλουριά και τα ρούχα τους.
Μετά δεν έμεινε τίποτα δηλαδή.
Δεν είχαν περιουσία εκείνοι. Ήταν απ΄ το Καβακλί η μαμά μου, η της μαμάς μου η οικογένεια, μπαμπάς και μαμά, από το Καβακλί, από το Καβακλί και λεγόταν Παπάζογλου. Τώρα ξακουστά δεν έχεις και στο Αιγίνιο και στη Λάρισα και στην Αλεξανδρούπολη όλοι αυτοί ήτανε άρχοντες από και ήρθανε και είχανε λεφτά και έκαναν πιο καλά τη ζωή τους. Ναι και η μαμά μου, η γιαγιά μου επειδή είχε πολλά παιδιά μετά άρχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά και πήρε ο θειος μου κάτι άλογα, κάρο και δούλευαν τα παιδιά πήραν, τους δώσανε και χωράφια και άρχισαν να δουλεύουν τα χωράφια και ήταν πολύ καλοί γεωργοί ύστερα σιγά σιγά σιγά σιγά γίνανε πρώτοι.
Αλλά η μαμά σας επειδή ήταν κορίτσι δεν πήρε χωράφια;
Η μαμά μου όταν έφυγε απ' τη γιαγιά μου και κλέφτηκε με το μπαμπά μου και πού να πάνε, πήγανε στο θειο, στο παππού μου αυτό το Σπύρο, αυτός που ήταν εκεί και έπρεπε να για να πάρει χωράφια η μαμά μου και ο μπαμπάς μου έπρεπε να παντρευτεί για να πάρει χωράφια, δε δικαιούτανε αρραβωνιασμένοι ήτανε. Εάν παντρευότανε η μαμά μου και έπαιρνε χωράφια θα ήτανε ακτήμων και θα είχαμε σήμερα πολλά χωράφια και βάλτο και ύψωμα. Κοντά τότε δίναν σαράντα στρέμματα χωράφια είχε κάμπο πολύ, τα Κουφάλια.
Δεν παντρεύτηκαν μετά όμως;
Παντρεύτηκαν όμως καλά παντρεύτηκαν μετά, τι να κάνουν. Αφού σου είπα, παντρεύτηκαν εκεί στον παππού μου πήγανε, τη βάλαν σε ένα, με γέννησε εμένα, τη βάλαν σε ένα δωματιάκι σκοτεινό και την πήρε ο μπαμπάς μου σου λέει: «Θα σε πεθάνουνε εδώ» και πήγαν και νοικιάσανε.
Εσείς με τον παππού δεν είχατε σχέσεις;
Πάρα πολύ καλές. Η μαμά μου δε τον παππού μου; Πώς τον κοιτούσε. Πώς τον κοιτούσε, μόλις ερχότανε: «Πατέρα να σε κάνω να φας, ένα χαμομήλι, τσαγάκι, τι θέλεις; Να σε κάνω λίγο τραχανό;». Το βράδυ δεν έτρωγε φαγητό. «Να σε κάνω λίγες χυλοπίτες;» Μετά ας πούμε που πέρασαν τα χρόνια και…Τον κοιτούσε πάρα πολύ τον παππού μου. Όχι, δε τον κοιτούσε, ο παππούς μου, τον είχανε τα παιδιά του που παντρεύτηκαν στο σπίτι. Η μαμά μου έφυγε ύστερα ναι, αλλά ερχόνταν στο σπίτι, μας έβλεπε.
Δε δημιουργήθηκε έχθρα δηλαδή.
Όχι μάνα μου, όχι, όχι. Μπορεί να είπε: «Δεν τον έδωσα» αλλά ο μπαμπάς μου ήτανε καλόκαρδος, συγχωρούσε. Μπορεί να τον είπε: «Δε σε δίνω» αλλά ύστερα είχαν καλές σχέσεις. Ο μπαμπάς δε συνέχισε να κρατάει και να μην πηγαίνει και τι πατέρας είσαι εσύ και ξέρω 'γω. Όχι. Τον έλεγε και η μαμά μου, δεν ήθελε, να μη δείχνει ότι εγώ τον βάζω και κάνει αυτά τα πράγματα κι ήταν τα πράγματα όλα ομαλά ύστερα, ναι.
Μάλιστα.
Και τα ξαδέρφια εμείς ύστερα όλα σμίγαμε. Ήμασταν καλά και μέχρι τώρα και μέχρι τώρα. Άμα μάθεις να συγχωρείς και έχεις υπομονή όλα τα κερδίζεις. Έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι.
Και είσαι και ο καλύτερος και βλέπουν κι από σένα πώς φέρεσαι και σε αγαπάνε πιο πολύ. Εμένα εδώ τώρα που παντρεύτηκα και είμαι εδώ 22 χρόνια στην Τριανδρία, όλη η γειτονιά όλοι αυτοί και έτσι κι έτσι τριγύρω με ξέρουν. Τον Κώστα δε τον ξέρουν, γιατί έφευγε πρωί η ώρα έξι και γύριζε το βράδυ. Η Θάλεια που ήτανε στο δημοτικό όταν πήγαινε το μπαμπά της, και πιο μικρή πιο μικρή, είχα τον αδερφό μου εδώ φοιτητή και έλεγε: «Ποιος είναι ο μπαμπάς σου;», «Ατός» το Σπύρο τον αδερφό μου, γιατί τον είχα εγώ στο σπίτι.
Τον έβλεπε πιο πολύ απ' το μπαμπά της.
Βέβαια, τον έβλεπε όλη μέρα. Το μπαμπά της πού τον έβλεπε; Πήγαινε στο Ασβεστοχώρι στη δουλειά ήταν λογιστής, υπάλληλος και μετά τ' απόγευμα πήγαινε έκαμνε άλλη δουλειά τα λογιστικά, είχε πιάσει πελάτες. Και δούλευε και στο σπίτι και όσο μπορούσα κι εγώ δεν ήξερα πολλά γράμματα και με ήθελε να με μάθει κι εγώ πώς να το μάθω αφού δεν το ήξερα αυτό από πριν πώς θα τα μάθω. Ε μερικά έμαθα τον έκανα μερικά, βγάζαμε τα επιδόματα και τις άδειες και τα ένσημα και αυτά. Με έδειξε με τη μηχανή και έμαθα και μηχανή και έβγαζα και, και τα πήγαινε και στην τράπεζα έπαιρνε και τα ένσημα και πολλά άτομα εργασία. Η ανάγκη σε κάνει και έτσι, έτσι, έτσι, έτσι. Κρατούσε και βιβλία[00:40:00] άλλους, δεν κοίταζε πολλά λεφτά να παίρνει μέχρι να πιάσει πελατεία και εκατό ευρώ είχε ολόκληρο αυτό και έκανε, δουλειά. Μετά απ' τη δουλειά του καθόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Και σιγά σιγά και ήρθαμε κι εμείς και πατήσαμε στα πόδια μας και βγήκε. Πήραμε ένα διαμέρισμα και ένα άλλο έδωσα κι εγώ ό,τι είχα από το μπαμπά μου την περιουσία μου αυτή μου, που πέθαναν οι γονείς μου να τα πάρω και πήρα, πήρε ο Κώστας ένα με δάνειο και ένα εδώ αυτό το τώρα που έχει η Θάλεια αυτό το σπίτι που το πήραμε απ' τον πεθερό μου, εξήντα στρέμματα το άλλο το αγόρασε ο Κώστας και ολόκληρο διαμέρισμα εξήντα στρέμματα. Και όταν πούλησα κι εγώ τα Κουφάλια, το οικόπεδό μου και το χωραφάκι έβαλε και ο Κώστας και πήραμε αυτό οχτώ εκατομμύρια, όχι, όχι ευρώ, χιλιάρικα, λέω οχτώ.
Χιλιάδες.
Ναι, δραχμές. Εκατομμύρια ήταν τότε, δεν ήτανε; Εκατομμύριο. Οχτώ τριακόσιες χιλιάδες, βέβαια. Και πήραμε και το άλλο. Και με τα 'γραψε σε μένα επάνω και εγώ τα 'βαλα ώσπου να πεθάνω τα 'βαλα στη Θάλεια αλλά δε μπορεί να το πουλήσει η Θάλεια ούτε κι εγώ μπορώ να το πουλήσω πρέπει να συνεννοηθούμε οι δυο. Και ξενοικιάστηκε τότε εδώ αυτό. Λέμε, με την κατάσταση που είναι πότε θα νοικιαστεί δύσκολα τα πράγματα και είπαμε τι να το κάνουμε τόσο μεγάλο σπίτι, μεγαλώσαμε κιόλας και είπαμε να 'ρθούμε εδώ εμείς το βάψαμε, το περιποιηθήκαμε και φέραμε τη Θάλεια κοντά γιατί ήτανε μακριά και δε την βλέπαμε. Και έτσι είμαστε τώρα κοντά και πάλι είμαστε μαζί, τρώμε μαζί γιατί είναι μόνη της και την κοιτάζω και με κοιτάζει και μας κοιτάζει. Ναι, ναι, ναι. Έτσι ήτανε τα πράγματα τότε ήτανε δουλειά όμως ο άντρας μου, δουλειά, δουλειά και είχε και το ζάχαρο τον ανέβηκε το ζάχαρο από πολλή δουλειά και αριθμοί. Και τότε το ζάχαρο, πήγαμε σε γιατρό καλό και έπινε πολύ νερό λέει: «Αφού τρώω -λέει- πίνω και νερό» λέει ο Κώστας. Δεν ήθελε να πάει στο γιατρό, πήγαινε βρε Κώστα και έκανε κι άλλη δουλειά και τα μάρμαρα πήγαινε και στα μάρμαρα πολλές δουλειές και τα νύχια του έκαναν μυκητίαση και πήγαμε να κάνουμε για τα νύχια να δούμε τι έχει και ο γιατρός, πολύ καλός γιατρός είπε: «Δε θα κοιτάξουμε τα παράθυρα τώρα -λέει- θα κοιτάξουμε τα θεμέλια». Και τον έκανε εξετάσεις και τον έδωσε φάρμακα και πήραμε και ζυγαριά και ζυγίζαμε το ψωμί και τα ραδίκια και τις μπριζόλες και το ψάρι. Κι έτσι, έτσι, έτσι, έτσι με τη μεγάλη δίαιτα εγώ, με τη μεγάλη δίαιτα και το ζύγισμα τον κατέβασα το ζάχαρο αλλά ύστερα όσο μεγάλωνε λίγο ανέβηκε και πήραμε και τα φάρμακα και μέχρι τώρα είναι το ζάχαρό του μια χαρά. Ναι και με τα φάρμακα όμως.
Ναι, λογικό εντάξει τώρα ναι.
Και τώρα πάθαμε αυτό, αυτό μπορώ να το πω ε;
Ό,τι θέλετε μπορείτε να πείτε.
Ναι, και τώρα αυτό με τον άντρα μου που μεγαλώσαμε κι εγώ και ο άντρας μου. Ο άνδρας μου είναι στα 92 εγώ είμαι στα 80, τελειώνω, έπαθε την ημιπληγία το εγκεφαλικό τον άφησε. Ευτυχώς που έχει λίγο τις αισθήσεις του και μιλάμε. Τον άφησε το χέρι του ανάπηρο και το πόδι του και τώρα με τις φυσιοθεραπείες αν γίνει καλά, πιστεύουμε και τον κοιτάζουμε να γίνει καλά. Κι αν πει ο Θεός, ό,τι πει ο Θεός, αυτό είναι. Πάμε τον έχουμε στη φροντίδα της φυσιοθεραπείες που τον κάνει και νομίζω θα πάει καλά, δεν ξέρω.
Ελπίζουμε να πάει καλά.
Ναι.
Ωραία κυρία Τασούλα.
Ναι.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλούμε μάνα μου. Αυτά, τώρα αν είχα κι άλλα δε θυμάμαι κιόλας νομίζεις.
Εντάξει, άλλη φορά τα άλλα.
Και αυτά είναι τα πιο παλιά. Κανείς όταν μεγαλώνει μαθαίνει τα πιο παλιά, ε συγκρατεί τα πιο πολλά, τα πιο παλιά. Αλλά τώρα ό,τι ήταν από κει και πέρα την παντρειά μου και αυτά τα είπα.
Ωραία.
Περίληψη
Η Αναστασία Τζίρτζιρα έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται στην προσφυγική καταγωγή της μητέρας και του πατέρα της και στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η οικογένειά της μέχρι τα εφηβικά της χρόνια. Επίσης, μιλάει για τον λόγο για τον οποίο σταμάτησε το σχολείο και τη δύσκολη σχέση του πατέρα της με τον παππού της. Περιγράφει τη δουλειά της μητέρας της ως μοδίστρα και το δικό της όνειρο να ακολουθήσει τα οικοκυρικά. Μοιράζεται αναμνήσεις από το προξενιό που κατέληξε σε γάμο και τη ζωή με τον σύντροφό της.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Τζίρτζιρα
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Κατσίκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/10/2019
Διάρκεια
44'
Περίληψη
Η Αναστασία Τζίρτζιρα έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται στην προσφυγική καταγωγή της μητέρας και του πατέρα της και στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η οικογένειά της μέχρι τα εφηβικά της χρόνια. Επίσης, μιλάει για τον λόγο για τον οποίο σταμάτησε το σχολείο και τη δύσκολη σχέση του πατέρα της με τον παππού της. Περιγράφει τη δουλειά της μητέρας της ως μοδίστρα και το δικό της όνειρο να ακολουθήσει τα οικοκυρικά. Μοιράζεται αναμνήσεις από το προξενιό που κατέληξε σε γάμο και τη ζωή με τον σύντροφό της.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Τζίρτζιρα
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Κατσίκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/10/2019
Διάρκεια
44'