© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η λίμνη για εμάς ήταν και μάνα και αδερφή και αγαπητικιά»: η ζωή στο μοναδικό κατοικούμενο νησί λίμνης στην Ευρώπη, τις δεκαετίες του '60 και '70

Κωδικός Ιστορίας
11318
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θεόδωρος Γκέκας (Θ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/08/2022
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου (Κ.Π.)

[00:00:00]

Κ.Π.:

Καλησπέρα σας. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;

Θ.Γ.:

Βεβαίως. Λέγομαι Θεόδωρος Σωτηρίου Γκέκας και κατάγομαι από το Νησί Ιωαννίνων.

Κ.Π.:

Είναι Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022, βρισκόμαστε στο Nησί Ιωαννίνων, εγώ ονομάζομαι Παπαβασιλείου Κωνσταντίνος, είμαι ερευνητής στο Istorima και με τον κύριο Θοδωρή Γκέκα θα μιλήσουμε για τη ζωή στο Νησί κατά τις δεκαετίες του 1960 και ‘70 και τα παιδικά και εφηβικά του βιώματα. Αρχικά, θα ήθελα να μου πείτε ορισμένα πράγματα για εσάς.

Θ.Γ.:

Ναι. Εγώ, λοιπόν, γεννήθηκα το 1954 στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εδώ πήγα νηπιαγωγείο, εδώ Δημοτικό σχολείο, που υπήρχε τότε Δημοτικό σχολείο με περίπου εβδομήντα παιδιά. Στο νησί έμενα όταν πήγα στα Γιάννενα στην Ζωσιμαία Σχολή έξι χρόνια, αποφοίτησα από εκεί και με εξετάσεις μπήκα στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων. Λοιπόν, στη συνέχεια φαντάρος υπηρέτησα είκοσι εφτά μήνες, στο Νησί μένοντας πάντα, και περίπου 27-28 χρονών γνώρισα μία κοπέλα και έφυγα από το Νησί των Ιωαννίνων και έκτοτε μένω στο Αλιβέρι της Εύβοιας, όπου περίπου εκεί πέρα σαράντα χρόνια είμαι. Αυτή εν ολίγοις είναι η πορεία της ζωής μου. Αλλά στο Νησί βεβαίως έρχομαι κάθε χρόνο και αναβαπτίζομαι κατά κάποιον τρόπο στην πατρώα γη.

Κ.Π.:

Ωραία, μπορείτε να μου περιγράψετε το Νησί των παιδικών σας χρονών;

Θ.Γ.:

Ναι. Καταρχάς, το Νησί είναι ένας ιδιαίτερος χώρος και τόπος. Δεν έχει σχέση με τα άλλα χωριά της περιοχής. Ας πούμε, στο Νησί δεν υπάρχουν βοσκοί με γίδια, με πρόβατα. Δεν έχουμε αμπέλια, δεν έχουμε περιβόλια, δεν έχουμε μποστάνια. Αποκλειστικά στο Νησί οι κάτοικοι της εποχής εκείνης, δεκαετία ‘50-‘60 και πιο πριν, ζούνε από το ψάρεμα. Η λίμνη, το υγρό στοιχείο της λίμνης είναι κυρίαρχο και εξαιτίας της λίμνης εμείς και οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας ζήσαμε εκείνη την εποχή. Λοιπόν, τα παιδικά χρόνια μπορώ να πω ήταν συναρπαστικά, άμεσα συνδεδεμένα με τη λίμνη και το νησάκι. Στο νησάκι υπάρχει ένας οικισμός, την εποχή των παιδικών μου χρονών, δηλαδή ‘65 μέχρι ‘75 και εφηβικά χρόνια, ζούσαν περίπου εκατόν είκοσι οικογένειες. Έφτασε το νησί να έχει πεντακόσιους κατοίκους με αυτόνομη κοινότητα. Το 95% των κατοίκων ήταν ψαράδες. Ζούσαν αποκλειστικά από το ψάρεμα, είτε ψαρεύοντας στη λίμνη είτε πουλώντας τα ψάρια στα Γιάννενα, στην ψαραγορά, στη Σκάλα που λέμε. Μοιραία, λοιπόν, η ζωή των παιδιών μας είχε να κάνει με αυτόν τον τόπο. Τα παιχνίδια μας είχαν σχέση με τη λίμνη, να παίρνουμε τις βάρκες των πατεράδων μας, να κάνουμε, να κολυμπάμε, να τρέχουμε πάνω στο βουνό, να ψαρεύουμε, να πιάνουμε βατράχια, να πιάνουμε ακόμα και νερόφιδα, να μη φοβόμαστε καθόλου τη λίμνη, να μαθαίνουμε πρώτα να κολυμπάμε και μετά να περπατάμε. Υπήρχε, βέβαια, ένας κίνδυνος στο μυαλό των πατεράδων μας και των μανάδων μας μήπως πνιγούμε. Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια κανένα δυστύχημα δεν συνέβη στη λίμνη, κανένα παιδί δεν πνίγηκε, γιατί από 5-6 χρονών ξέραμε να κολυμπάμε, και σε ένα νερό που δεν είχε άνωση. Το γλυκό νερό δεν έχει σχέση με τη θάλασσα. Στη θάλασσα ξαπλώνεις ανάσκελα και σε κρατάει. Εδώ βουτάς. Επίσης, το νερό της λίμνης ήταν θολό, δεν υπήρχε αυτή η διαύγεια του θαλασσινού νερού. Όμως, ήμασταν τόσο πολύ εξοικειωμένοι, που, όπως θέλω να λέω, η λίμνη για εμάς ήταν και μάνα και αδερφή και αγαπητικιά. Εξαιτίας της λίμνης ζούσαμε και ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα τι άλλο να σας πω για τα παιδικά μου χρόνια; Θυμάμαι πολύ έντονα τους πολλούς και δυνατούς βοριάδες. Έφτανε να μην μπορούμε να πάμε στα Γιάννενα —γιατί η ζωή η οικονομική και κοινωνική του Νησιού έχει να κάνει άμεσα με τα Γιάννενα, και μάλιστα τα παλιά Γιάννενα: την περιοχή του Μώλου, της Σιαράβας, την περιοχή του Μάτσικα, εκεί που ήταν παλιά τα μπουρδέλα, το Κάστρο, επίσης την οδό Ανεξαρτησίας μέχρι το Γυαλί Καφενέ, και από την άλλη μεριά τα Σφαγεία μέχρι την Καλούτσιανη. Αυτή ήταν η ζωή των Ιωαννίνων την εποχή εκείνη. Εκεί ήταν η αγορά, εκεί πωλούσαν οι πατεράδες μας τα ψάρια, κάτω στη Σκάλα[00:05:00], οπότε λοιπόν είχαμε αυτήν τη σχέση με τα Γιάννενα.  Α! Για τους βοριάδες. Όντως, λοιπόν, στο Νησί έπεφταν πολύ δυνατοί βοριάδες και δεν μπορούσαν οι ψαράδες, οι πατεράδες μας, να ψαρέψουν. Η συγκοινωνία κόβονταν δυο τρεις μέρες. Και ένα άλλο έντονο φυσικό φαινόμενο ήταν ο πάγος. Η λίμνη πάγωνε. Ήταν χρονιές στην παιδική μου ηλικία που ο πάγος ήταν σε όλη τη λίμνη. Πώς να πας στα Γιάννενα και πώς να πάμε στο σχολείο; Αναγκαζόμασταν πολλές φορές να σπάμε με τα κουπιά τον πάγο για να βγούμε απέναντι στην Ντραμπάτοβα και από κει να περπατήσουμε μέχρι το Πέραμα, να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε στη Ζωσιμαία Σχολή. Μια περιπέτεια μοναδική. Επίσης, άλλο φυσικό φαινόμενο ήταν η ομίχλη, η αντάρα όπως τη λέγαμε εδώ πέρα εμείς. Οι ψαράδες, οι πατεράδες μας δεν μπορούσαν να ψαρέψουν, έτσι λοιπόν μένανε χωρίς μεροκάματο. Μία μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες χανόντουσαν στη λίμνη. Και θυμάμαι πολύ έντονα το εξής φαινόμενο: Αν κάποιος ψαράς αργούσε να έρθει, υπήρχε μία ανησυχία: «Πού βρίσκεται αυτός; Γιατί δεν ήρθε; Μήπως χάθηκε; Μήπως κρυώσει;». Και θυμάμαι χτυπούσαν την καμπάνα από την εκκλησία την κεντρική του χωριού για να προσανατολισθεί ο ψαράς και να έρθει στο Νησάκι. Επίσης, θυμάμαι πολύ έντονα στα παιδικά μου χρόνια τις ταλαιπωρίες των πατεράδων μας, όπου ερχόταν πολλές φορές με 5-6 κιλά ψάρια. Τι μεροκάματο να βγάλουν; Υπήρχε μία στέρηση, μία αγωνία. Οι μανάδες μας, εμείς: «Θα πιάσει ο πατέρας ψάρια; Θα τα πουλήσει;» Ήταν δηλαδή χρόνια πολύ στερημένα, αλλά όμως ήμαστε όλοι οι Νησιώτες αγαπημένοι. Είχαμε μία σύμπνοια, τα παιδιά όλα μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο, ανεβαίναμε πάνω στο βουναλάκι που υπάρχει εδώ στο Νησί… Χιλιάδες παιχνίδια. Όταν το καλοκαίρι φεύγαν τα νερά και κατέβαινε η στάθμη της λίμνης ακόμα και 1 μέτρο-1,20, τα παιχνίδια μας ήταν μέσα στο βάλτο. Χαράζαμε δρόμους μέσα στους βάλτους, παίζαμε τους, κλέφτες και τους αστυνομικούς, μας έφερναν οι πατεράδες τις βάρκες να τις πλύνουμε, τις αναποδογυρίζαμε μέσα στη λίμνη, κάναμε αγώνες με τα κουπιά, πιάναμε, ψαρεύαμε βατράχια. Τα βασανίζαμε τα καημένα. Ακόμα και τα νερόφιδα δεν τα φοβόμασταν, τα πιάναμε λες και ήταν κομπολόγια, να πούμε. Βλέπαμε την εξέλιξη του βατράχου, παρατηρούσαμε πώς εξελίσσονταν από γυρίνος που ήταν με βράγχια, πώς αναπτύσσονταν και αποκτούσε πνεύμονες. Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχει να κάνει με την εφηβική μας ηλικία ήταν τότε που ένας εδώ χωριανός λέει: «Αγοράζω βατράχια». «Τι βατράχια, γιατί;». «Γιατί υπάρχουν Γάλλοι και Ιταλοί που τα τρώνε». «Τα βατράχια να φάνε;». Εμείς δεν είχαμε καμία σχέση με αυτά. Θυμόμασταν, όμως, από τους πατεράδες ότι στην εποχή της Κατοχής εδώ στο Νησί υπήρχε ένα φυλάκιο Ιταλών. Οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν αντιαεροπορικά πυροβόλα και έλεγχαν όλο το λεκανοπέδιο. Οι Ιταλοί, καθώς ήταν μεσογειακός λαός, αποκτούσαν καλή σχέση με τους ντόπιους και μας λέγαν οι πατεράδες: «Αυτοί οι Ιταλοί πιάνουν βατράχια και τα τρώνε». Αλλά αυτό ήταν ένα περίεργο πράγμα. Ήρθε, όμως, η εποχή που κάποιοι έμποροι τη δεκαετία του ‘70 αγοράζαν βατράχια για να τα πουλήσουν. Οπότε, λοιπόν, όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα με τα ψάρια και δεν υπήρχαν ψάρια, πολλοί ψαράδες, μεταξύ των οποίων και εγώ με τον πατέρα μου, πιάναμε βατράχια. Πώς θα πιάσουμε τα βατράχια όμως; Εκεί στα νοτιανατολικά της λίμνης, στην περιοχή της Κατσικάς, είχε σκάψει ο ΓΟΕΒ κάτι μεγάλους λάκκους για να δημιουργήσουν χωράφια για να τα καλλιεργούν οι χωριάτες της περιοχής. Εκεί, λοιπόν, που κρατούσαν νερό αυτά τα αυλάκια, τα βατράχια έβγαιναν στις όχθες, το βράδυ, γιατί ο βάτραχος δεν μπορεί να ζήσει πολύ ώρα κάτω από το νερό, αφού έχει πνεύμονες, άρα λοιπόν τη νύχτα βγαίναν στους όχθους, δεξιά και αριστερά. Παίρναμε λοιπόν ένα Lux, ένα ισχυρό φως, και με τα χέρια, ένα-ένα πιάναμε τα βατράχια, 10 κιλά, 15 κιλά. Τα αγόραζε αυτός περίπου 15 δραχμές το κιλό την εποχή εκείνη. Ήταν ένα καλό μεροκάματο. Έπαιρνες 150, 200 δραχμές, που ήταν για εκείνη την εποχή καλό μεροκάματο. Μετά, ας πούμε, σιγά-σιγά τα βατράχια μπήκαν στο μενού των ταβερνών που υπήρχαν εδώ πέρα, των μαγαζιών των εξοχικών, και έτσι λοιπόν κατά κάποιον τρόπο δημιουργήθηκε μία μόδα[00:10:00]: «Να πάμε στο Νησί να φάμε βατράχους». Εδώ, βέβαια, γινόταν και ένα καλαμπούρι: Αυτοί που ξέρανε ότι τα βατράχια τρώγονται, φέρναν τους φίλους τους, έκλειναν το μάτι στο γκαρσόν και του έλεγαν: «Κοίταξε, φέρε μας μία μερίδα ορτύκια». Αυτός, λοιπόν, έφερνε βατράχια. Ε, έλεγε αυτός στους φίλους του: «Φάτε ορτύκια της περιοχής». Έτρωγαν απ’ αυτοί τα βατράχια και στο τέλος τούς έλεγε: «Ξέρετε τι φάγατε;». «Τι φάγαμε;». «Βατράχια». Έβγαζαν εμετούς, κάνανε… Είχαμε τέτοιες περιπτώσεις, ας πούμε! Αλλά σιγά-σιγά μαζί με τα χέλια και τις καραβίδες που υπήρχαν στην περιοχή και τα βατράχια μπήκαν στο μενού εδώ των μαγαζιών. Οπότε, κάποιος αν θέλει βατράχια να φάει, έρχεται στην περιοχή. Βεβαίως, δεν μίλησα για καραβίδες. Ένας εκλεκτός μεζές της εποχής εκείνης ήταν οι καραβίδες της λίμνης της Παμβώτιδας. Εντωμεταξύ να πω το εξής, ότι η λίμνη Παμβώτιδα καταρχάς είναι πανάρχαια λίμνη, από τις πιο αρχαίες λίμνες της Ευρώπης, και όλα αυτά τα χρόνια διατηρεί μία δυνατότητα, είναι ένα οικοσύστημα όπου η ιχθυοπανίδα και πουλιά και ό,τι έχει σχέση με τα αμφίβια που αναπτύσσονται γύρω από τη λίμνη και με τα πουλιά και όλα αυτά, έχει δυνατότητα να τα θρέψει αυτά τα πράγματα, και βεβαίως οι ψαράδες να τα εκμεταλλεύονται, είτε κυνηγώντας παπιά, φαλαρίδες και άλλα είδη, την παλιά την εποχή, και ψαρεύοντας. Έτσι, λοιπόν, στο μενού ήταν και οι καραβίδες και τα χέλια, τα περίφημα χέλια της Παμβώτιδας, τις καραβίδες, λοιπόν, τις οποίες είχαμε πολλούς τρόπους να τις μαγειρέψουμε. Ο πιο απλός ήταν να τις βράσουμε σε νερό, με μπόλικο αλάτι, και αυτές δια μαγείας από μαύρες γινόταν κόκκινες! Τις τρώγαμε, λοιπόν, είχαμε στα σπίτια μας, με ρύζι όπου γέμιζαν οι γυναίκες, οι μανάδες, το καύκαλο της καραβίδας, με ρύζι. Επίσης, τις κάναμε με παζιά —παζιά είναι κάποια χόρτα της περιοχής πεντανόστιμα—, αλλά το σπουδαιότερο είναι η σκορδαλιά, μία διαδικασία περίπλοκη. Αλλά ήταν, ας πούμε, το καλύτερο έδεσμα της περιοχής: καραβίδες-σκορδαλιά. Το χέλι, λοιπόν, ένα άλλο, το κάναμε σουβλιστό, στη σούβλα ή μαγειρευτό με διάφορους τρόπους. Και βεβαίως, τα παπιά. Οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας ήταν δεινοί σκοπευτές, βγαίναν και κυνηγούσαν στη λίμνη τα παπιά. Αυτά εν ολίγοις. Την εποχή εκείνη στο Νησί δεν υπήρχε τουρισμός. Με κάτι ξύλινες βάρκες ερχόταν, γινόταν η συγκοινωνία από την Ντραμπάτοβα στο Νησί και μετά στα Γιάννενα, και Γιάννενα-Νησί-Ντραμπάτοβα. Και έτσι, η ζωή, ας πούμε, του Νησιού ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τα Γιάννενα. Κάθε πρωί οι πατεράδες μας πηγαίνανε κατά τις 06:00-07:00 ή ώρα στη Σκάλα που ήταν για τα ψάρια και πουλούσαν τα ψάρια. Οι χωριάτες και οι Γιαννιώτες αγαπούσαν πάρα πολύ το ψάρι. Σε μερικά χωριά, να φανταστείτε, το Πάσχα δεν ψήναν αρνί, προτιμούσαν έναν μεγάλο κυπρίνο, 5-6 κιλά, και έτρωγαν αυτόν. Και φυσικά, τα ψάρια πήγαιναν ζωντανά στα Γιάννενα. Τα έπαιρναν οι ψαρομπακάληδες και τα πουλούσαν. Τότε παλιά, πριν από το αυτοκίνητο —μιλάμε το 1955-‘56 μέχρι το ‘60-‘65— έρχονταν από τα Ζαγόρια, από το ανατολικό και το δυτικό Ζαγόρι χωριάτες να πουλήσουν διάφορα πράγματα στα Γιάννενα. Εκεί, λοιπόν, παίρνανε τα ψάρια, όμως δεν υπήρχαν ούτε ψυγεία ούτε πάγος. Πώς να τα διατηρήσουν; Ρίχναν μπόλικο αλάτι, αφού τα καθάριζαν τα ψάρια οι ψαρο-μπακάληδες, μπόλικο αλάτι, και όταν φθάναν στο χωριό δεν αλλοιώνονταν το κρέας του ψαριού και έτσι το μαγείρευαν και το τρώγανε. Αυτά. Ένα επίσης χαρακτηριστικό που υπάρχει στο Νησί είναι αυτές οι ψαρόβαρκες. Είναι κατ’ ουσίαν πιρόγες, έτσι μοιάζουν, χωρίς καρίνα, τις οποίες εδώ αποκλειστικά κάποιοι πατριώτες μας που ήταν επιδέξιοι στο να είναι μαραγκοί φτιάχναν και αυτά τα καΐκια, όπως λέγαμε εμείς, με έναν τρόπο ότι στο κοράκι μπροστά, στην πρύμνη και στην πλώρη, έβαζαν ένα μεγάλο ξύλο και εκεί στερέωναν τα πλαϊνά, με μία αρμολόγηση[00:15:00] κλιμακωτή. Κάτω έστρωναν μία στρωσιά σανίδες, και όταν βγάζαν τις σανίδες και θέλανε στα ψάρια να τα πάνε φρέσκα στα Γιάννενα, γεμίζαν λίγο τη βάρκα με νερό, έβαζαν τα ψάρια μέσα, και όταν πήγαιναν στα Γιάννενα αυτά ήταν ζωντανά, πολύ ζωντανά. Αυτές οι βάρκες, τα καΐκάκια της Παμβώτιδας είναι μοναδικά. Δεν γίνονται πουθενά αλλού, ούτε στην Καστοριά, ούτε στην Τριχωνίδα, ούτε σε άλλες λίμνες της Ελλάδας. Είναι μοναδική τέχνη για να φτιάξουν. Αλλά σιγά-σιγά αυτά τώρα εκλείπουν και μπήκαν οι πλαστικές βάρκες. Δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να πω, Κώστα. θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;

Κ.Π.:

Για κυνήγι και για ψάρεμα πηγαίνατε με τον πατέρα σας;

Θ.Γ.:

Ναι. Μετά την ηλικία των 15 χρόνων συχνά. Ειδικά το καλοκαίρι, που δεν είχαμε σχολείο, με έπαιρνε ο πατέρας μου να ψαρέψουμε. Πηγαίναμε… Το ψάρεμα στη λίμνη κυρίως γινόταν με το δίχτυ. Και μάλιστα, είχαμε μία τεχνική, το λεγόμενο βόλο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κυκλώναμε ένα μέρος με τα δίχτυα, μετά μπαίναμε στην μέση αυτού του τετραγώνου, ας πούμε. Τα δίχτυα αυτά οι νησιώτες τα έλεγαν μπονόβες και όταν… Τρεις τέσσερις μπονόβες ενωμένες αποτελούσαν το λεγόμενο σοκάρι. Κλείναμε, λοιπόν, αυτό το μέρος της λίμνης, μπαίναμε στη μέση και μπρακανάγαμε. Τι σημαίνει αυτό; Με δύο ξύλα χτυπούσαμε τα πλευρά από τη βάρκα, να τρομάξουν τα ψάρια και να πάνε να πιαστούν στα δίχτυα. Αυτό, λοιπόν, το ψάρεμα γινότανε το βράδυ. Παίρναμε εμείς τη βάρκα, λοιπόν, λίγο φαγητό, ντομάτες γεμιστές, λίγο τυρί, νερό μαζί μας και βγαίναμε να ψαρέψουμε. Η λίμνη τότε και τα παραλίμνια χωριά δεν είχαν φώτα, ήταν σκοτάδι. Ούτε αυτοκίνητα. Αδιόρατος θόρυβος από τα αυτοκίνητα τα ελάχιστα που υπήρχαν στα Γιάννενα. Ήταν, λοιπόν, ένα περιβάλλον πολύ έτσι… Δημιουργούσε ένα δέος, ένα μυστήριο η λίμνη με την ησυχία και το ψάρεμα που κάναμε. Λοιπόν, εγώ καθόμουνα στην πλώρη της βάρκας και τραβούσα τα κουπιά προς τα πίσω. Ο πατέρας μου έριχνε το δίχτυ και ψαρεύαμε με αυτόν τον τρόπο που σας είπα. Τι πιάναμε; Πιάναμε κυρίως γλήνια, μία ποικιλία ψαριών στο γλυκό νερό, και κυπρίνια. Σπάνια τα κυπρίνια, τα οποία ήταν πιο ακριβά. Εγώ λοιπόν, καθώς ο πατέρας μου τραβούσε τα δίχτυα, μετρούσα τα ψάρια: ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Περίπου οχτώ ψάρια ήταν 1 κιλό. Αν βγάζαμε πάνω από 10 κιλά, ήταν καλά, γιατί έβγαινε το μεροκάματο. Κάτω από 10 κιλά, όμως, είχαμε πρόβλημα. Αφού ψαρεύαμε, λοιπόν, βάζαμε τέσσερις πέντε βόλους, κατά τις 02:00-01:00 το βράδυ κοιμόμασταν μέσα στη βάρκα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, είχε μία ψάθα. Έστρωνε κάτω. Είχε, λοιπόν, μία κουβέρτα και από πάνω έναν μουσαμά, τον οποίο είχε περάσει με ρετσινόλαδο για την υγρασία. Εγώ λοιπόν, καθώς ο πατέρας μου κοιμόταν γρήγορα, εγώ κοίταζα τον ουρανό με τα άπειρα αστέρια και η φαντασία μου οργίαζε μέχρι που κοιμόμουνα. Και το πρωί-πρωί με ξύπναγε εμένα ο ήλιος. Ο πατέρας είχε ξυπνήσει, τραβούσε τα τελευταία δίχτυα και μετά πηγαίναμε στα Γιάννενα να πουλήσουμε τα ψάρια. Η διαδικασία ήταν η εξής: Υπήρχαν οι ψαρομπακάληδες και τα ψάρια γίνονταν δημοπρασία, ποιος θα δώσει τα περισσότερα. «Πόσο κάνουν τα ψάρια, Σωτήρη Γκέκα;» ρώταγε. Του έλεγε ο πατέρας μου: «15 φράγκα». «Α, σου δίνω 12». Ο άλλος έλεγε 13. Αυτός, λοιπόν, ο πλειοδότης έπαιρνε και τα ψάρια. Μας πλήρωνε επιτόπου και πηγαίναμε στην αγορά να ψωνίσουμε. Τι να ψωνίσουμε; Λίγο κρέας, ζαρζαβατικά, που δεν είχαμε στο Νησί καθόλου, λίγο καφέ, τυρί, και γυρίζαμε πάλι στο σπίτι να κοιμηθούμε. Αυτό ήταν ένα συναρπαστικό ψάρεμα που με τον πατέρα τον βοηθούσα και εγώ τον καημένο, γιατί δύο χέρια σπούδαζε και δύο παιδιά, εμένα και τον αδερφό μου. Δεν τα έφερνε εύκολα. Το άλλο ήταν το κυνήγι. Τι κυνηγούσαμε για να συμπληρώσουμε το εισόδημα; Κυνηγούσαμε παπιά. Ο πατέρας μου ήταν δεινός κυνηγός. Είχε ένα ωραίο, μακρύ δίκανο, ένα αμερικάνικο, και πηγαίναμε να χτυπήσουμε φαλαρίδες, σιγά-σιγά, γιατί τρομάζαμε… Και τις φαλαρίδες κυρίως και τα παπιά ήταν δυο τρεις τρόποι να [00:20:00]τους σκόπευσει, να πυροβολήσει. Ο ένας ήταν, όπως λέγανε, του καθού, δηλαδή όταν κάθονταν τα παπιά στη λίμνη. Ο δεύτερος ήταν του φλατσαριού, όταν αυτά άρχισαν να πετάνε, να χτυπάνε τα πόδια τους στη λίμνη και να πετάνε, και ο άλλος τα πετού, όταν δηλαδή πλέον σηκώνονταν και πετούσαν κανονικά. Ο πατέρας ήταν δεινός σκοπευτής. Χτύπαγε τρία τέσσερα ζευγάρια παπιά, τα οποία μετά τα μουτεύαμε. Τι σήμαινε αυτό; Βγάζαμε τα φτερά με ζεστό νερό ζεματιστό και τα κάναμε… Είχαν ωραίο κρέας, άσπρο-άσπρο. Δύο-δύο τα πιάναμε με ράμμα από τις μύτες και τα πουλάγαμε στα Γιάννενα. Οι Γιαννιώτες τα έτρωγαν τα παπιά από τη λίμνη τότε και τα ψάρια, όπως είπα, ήταν δηλαδή ένας καλός μεζές. Έτσι, λοιπόν, ο πατέρας, ο καημένος ο Σωτήρης ο Γκέκας, συμπλήρωνε το εισόδημα. Αυτά όσον αφορά το ψάρεμα και κυνήγι.

Κ.Π.:

Μου είπατε προηγουμένως ότι παρόλο που κάνατε μπάνιο στη λίμνη και δεν είχε συμβεί κάποιο άσχημο γεγονός, παρόλα αυτά είχατε κινδυνεύσει ποτέ είτε εσείς είτε κάποιος φίλος σας;

Θ.Γ.:

Από τα καιρικά φαινόμενα. Κοιτάξτε τι γίνεται: Εντάξει, μερικές φορές οι ισχυροί βοριάδες… Όταν, ας πούμε, ήταν ένας ψαράς στη λίμνη, έτσι, μακριά από τον οικισμό και τα λιμάνια. Και έπεφτε ένα μπουρίνι, ας πούμε, εντάξει, φοβόταν λιγάκι, αλλά είχαν τη δυνατότητα να πάνε ως τα καλάμια, ας πούμε, γρήγορα-γρήγορα, να κρυφτούν, να περάσει και να… η λίμνη. Όχι, ιδιαίτερα όχι. Ωστόσο όμως, δεν ξέρω αν χρειάζεται να το σημειώσουμε, το 1948, μολογάνε οι παλαιότεροι, συνέβη ένα ατύχημα. Ήταν στον Εμφύλιο, όπου μία βενζίνα που μετέφερε κόσμο από το Νησί στα Γιάννενα, δεν ξέρω για ποιον τρόπο, γέμισε νερό και ναυάγησε. Τότε, λοιπόν, πνιγήκαν τρεις τέσσερις, οι λεγόμενοι ανταρτόπληκτοι. Δηλαδή ο Εθνικός Στρατός άδειαζε τα χωριά, φοβόντουσαν, ας πούμε, από τους αντάρτες στον Εμφύλιο και ερχόταν οι λεγόμενοι ανταρτόπληκτοι και μένανε στο Νησί στα σπίτια, τους φιλοξενούσαμε. Μία ομάδα από αυτούς, καθώς πήγαιναν στα Γιάννενα, και ναυάγησαν, χαθήκαν. Επίσης, χάθηκαν και δύο νησιώτες σε αυτό το ναυάγιο. Αυτό έγινε το 1948-‘49, αν θυμάμαι. Είναι το μοναδικό ναυάγιο που συνέβη στη λίμνη. Καταγράφηκε αυτό το πράγμα. Αλλά όμως, άλλα, έτσι, ατυχήματα με τις βαρκούλες δεν νομίζω να υπήρχαν. Ήταν τόσο έμπειροι οι ψαράδες, οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας, που ήξεραν, μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό και να φυλαχτούν. Ωστόσο όμως καμιά φορά είχαν το εξής, ας πούμε, ατυχήματα: Όταν είχαν τα δίχτυα στη λίμνη και δεν προλάβαιναν να τραβήξουν και έπεφτε δυνατή βροχή, δυνατός αέρας, τα δίχτυα γεμίζαν από καλάμια, από δέντρα που κατέβαζαν οι λάκκοι και έτσι λοιπόν έπαιρνε ένας μεγάλος κόπος να τα καθαρίσουν. Και μάλιστα, επειδή ακριβώς γέμιζε όλη η βάρκα, ας πούμε, από αυτά τα φύλλα κτλ., λέγαν τότε οι νησιώτες «Έπιασε γελάδα», γιατί ο όγκος των διχτυών ήταν τέτοιος, που έμοιαζε με γελάδα. Γελάδα τι σημαίνει; Ότι έπιασε αυτά όλα τα φύλλα και τα κλαδιά και ήταν μεγάλος κόπος να τα καθαρίσουν. Έτσι, αυτά.

Κ.Π.:

Η ζωή των γυναικών πώς ήταν στο Nησί;

Θ.Γ.:

Ναι, ακούστε τι γίνεται. Κατά έναν περίεργο τρόπο, στο Νησί ήταν πάρα πολλοί άντρες. Λες και η φύση έχει προνοήσει να γεννάν οι γυναίκες αγόρια για να μπουν να γίνουνε ψαράδες. Αναγκαστικά, λοιπόν, αναγκάζονταν με συνοικέσιο να πάρουν γυναίκες, να παντρευτούν από άλλα χωριά, από το Ζαγόρι, από τα Κατσανοχώρια, από τα Τζουμέρκα. Ένας γάμος στο Νησί την εποχή εκείνη ήταν καλός, γιατί η γυναίκα που θα ερχόταν στο Νησί βέβαια θα βοηθούσε τον άντρα της στο ψάρεμα όσο μπορούσε, αλλά κυρίως το νοικοκυριό. Το ψάρεμα ήταν αντρική υπόθεση. Έτσι, λοιπόν, δεν είχε ούτε χωράφια να σκάψει ούτε πρόβατα να βοσκήσει, ήταν μία νοικοκυρά. Και προτιμούσαν, ας πούμε, από τα χωριά οι γυναίκες αυτές να έρθουν νύφες στο Νησί. Πολλές, όμως, από αυτές μπαίναν στη βάρκα με τον άντρα τους και ψάρευαν. Δυο-δύο, έτσι; Βοηθούσαν να ξεψαρίσουν τα ψάρια να, ρίξουν τα δίχτυα ή να αρματώσουν δίχτυα, που ήταν μία ιδιαίτερη τέχνη, γιατί όλα τα αλιευτικά[00:25:00] εργαλεία τα έφτιαχναν μόνοι τους οι άνδρες και γυναίκες. Τώρα τι ήθελα να πω, ίσως το ξέχασα, ότι ένας άλλος τρόπος ψαρέματος ήταν το καμάκι. Ξέραν, λοιπόν, τη συμπεριφορά των ψαριών οι ψαράδες και μπορούσαν μέσα στα καλάμια, σε απόλυτη ησυχία, να κινηθούν, να δουν πού είναι το ψάρι, ο κυπρίνος κυρίως, και με μία μαστοριά να χτυπάνε με το καμάκι από τα 5-6 μέτρα και να φέρνουν το ψάρι καμακωμένο. Οι γυναίκες, λοιπόν, εντάξει δεν πήγαιναν στο καμάκι αλλά με τα δίχτυα ασχολιόντουσαν, ήταν δηλαδή βοηθοί, ας πούμε, των ψαράδων, ικανές. Οι γυναίκες επίσης κάνανε ψαθιά, φτιάχναν ψάθες. Από τα υδρόβια φυτά που υπήρχαν τα λεγόμενα… Ριγκόζος λεγόταν αυτό το πράγμα. Πλέκανε ψάθες, τις οποίες οι χωριάτες τις έπαιρναν για τις καλύβες τους, ακόμα και για τα σπίτια τους έστρωναν την εποχή εκείνη. Και είχαν αποκτήσει μία ιδιαίτερη τεχνική, σε έναν αργαλειό, ας πούμε, μοναδικό να πλέκουν ψάθες. Επίσης, ξέραν να φτιάχνουν και καρέκλες με υδρόβια φυτά. Είχαν αποκτήσει και αυτή τη δεξιότητα οι γυναίκες. Με τον άλφα-βήτα τρόπο μπορούσαν και αυτές να βοηθήσουν, ας πούμε, τους άντρες τους. Δηλαδή η γυναίκα που θα ερχόταν από τα χωριά αλλά και οι ντόπιες εδώ εγκλιματίζονταν πολύ εύκολα στο Νησί και επειδή ήταν κοντά η πόλη, θα μπορούσε να πάνε και στα Γιάννενα, στην αγορά. Δεν ήταν απομόνωση το Νησί, είχε άμεση επαφή με τα Γιάννενα, έτσι; Δεν είχε, όμως, επαφή με τα άλλα χωριά, ας πούμε εδώ πέρα το Στρούνι, την Καστρίτσα, την Αδρομίστα, την Κατσικά, τα παραλίμνια χώρια. Δεν είχε σχέση, γιατί δεν είχαμε στο Νησί, είπαμε, καθόλου, ούτε κότες δεν υπήρχαν. Ό,τι… Και μαϊντανό να ήθελες να πάρεις έπρεπε να πας στα Γιάννενα, στην παραλίμνια, όπως είπαμε, περιοχή των Ιωαννίνων. Αυτά όσον αφορά τις γυναίκες. Πρόσεχαν τα παιδιά τους να τα μεγαλώσουν, να έχουν πάστρα, όπως λέγανε, καθαριότητα στο σπίτι. Και μάλιστα, θυμάμαι, έτσι, επί Χούντας γινόταν ένας διαγωνισμός ποιος οικισμός της περιοχής εδώ θα ήταν πιο καθαρός. Ε, μακράν οι Νησιώτες ήταν πρώτοι, παίρναν τα βραβεία. Και μάλιστα, τότε έδιναν σαν δώρο ασβέστη, ένα φαράσι, σκούπες σαν δώρο, ας πούμε, βραβείο, γιατί το Νησί ήταν πάντα καθαρό, δεν υπήρχαν… Τι, ποιος να βρομίσει το Νησί; Επίσης, ο οικισμός ήταν όλο καλντερίμι, πέτρα. Δεν υπήρχε χώμα, πεντακάθαρος. Ασπρίζαν οι γυναίκες τα σπίτια τους, είχαν εσωτερικές αυλές με πολλά λουλούδια, ήταν δηλαδή —πώς να σας πω;— ένα κόσμημα το νησάκι. Και για αυτό αργότερα, όταν άρχισε τουρισμός, εκτός από τον Αλή Πασά και τα μοναστήρια απολάμβαναν και τον οικισμό, έτσι; Όμως, να σου πω και κάτι, Κωστή, ότι σιγά-σιγά, επειδή το Νησί ήταν απομονωμένο, αυτά τα 1 χιλιόμετρα από τα Γιάννενα και 100-200 μέτρα από την Ντραμπάτοβα, το γεγονός όμως ότι για να πας —τα παιδιά στο σχολείο, παράδειγμα— θα έπρεπε να μπεις στη βάρκα με αέρα, με βροχή κλπ. έκανε πολύ δύσκολη τη διαμονή στο Νησί. Και σιγά-σιγά τα νέα ζευγάρια δεν χτίζαν, δεν μέναν στο Νησί. Πήγαιναν στα Γιάννενα ή σε κάποια χωριά γύρω-γύρω και έτσι έχει φθίνει πολύ ο οικισμός και οι κάτοικοι του Νησιού. Και τώρα, βέβαια, εντάξει αυτοί που έχουν μείνει, καμιά εκατοστή άτομα-εκατόν είκοσι, ασχολούνται με τον τουρισμό κυρίως, έχουν τα καραβάκια που εξυπηρετούν τη συγκοινωνία, διάφορα μαγαζάκια με είδη λαϊκής τέχνης, κάτι ταβέρνες, κάτι καφενεία. Αυτή είναι κυρίως η ζωή η οικονομική σήμερα στο Νησί.

Κ.Π.:

Από το Δημοτικό σχολείο τι αναμνήσεις έχετε;

Θ.Γ.:

Λοιπόν, να σας πω. Το Δημοτικό σχολείο ήταν στο κέντρο του Νησιού. Όπως είπα, την εποχή που πήγα εγώ σχολείο, γύρω στο… ας πούμε, πρώτη τάξη ήμουν 1962-‘63 εκεί, γέμιζε από παιδιά. Πηγαίναμε πρωί-απόγευμα. Είχαμε έναν δάσκαλο, ήταν διθέσιο το σχολείο, ο οποίος ήταν εξαιρετικός όσον αφορά τις διηγήσεις που μας έκανε. Θυμάμαι, μας διηγούταν την ιστορία, ας πούμε, για τους Περσικούς Πολέμους, ξέρω εγώ, ή αργότερα για την απελευθέρωση από τους Τούρκους το ‘21 με έναν τρόπο μυθιστορηματικό. Κρεμόμασταν από τα χείλια του. Επίσης, ο δάσκαλος, ο Αθανάσιος Λάππας, είχε τη δυνατότητα να στήνει παραστάσεις. Θυμάμαι συγκεκριμένα 25 Μαρτίου αναπαριστούσε την πολιορκία του Σουλίου από τον Αλή Πασά και το χορό του Ζαλόγγου. Και είχαν μία εξέδρα[00:30:00], χορεύαν οι κοπέλες ντυμένες με παραδοσιακές στολές από τις μανάδες τους και μία-μία έπεφτε κάτω σαν να πέφτουν από το Ζάλογγο, τραγουδώντας, ας πούμε, το τραγούδι αυτό «Στη ζωή δεν ζει το ψάρι» κτλ. κτλ. και «Οι Σουλιωτοπούλες δεν ζουν χωρίς τη λευτεριά». Ήταν πολύ εντυπωσιακές αυτές οι παραστάσεις, ερχόταν όλο το χωριό να τις απολαύσει. Επίσης, κάθε Κυριακή είχαμε τον εκκλησιασμό. Πηγαίναμε στην εκκλησία, είτε στην κεντρική είτε εκεί στην Μονή Φιλανθρωπηνών. Θυμάμαι όταν γιόρταζε τον Δεκέμβρη ο Άγιος Νικόλαος, ήταν τότε τα κρύα και έτσι ντυμένοι βαριά εμείς σιγά-σιγά ανεβαίναμε το βουνό, μία έτσι υποβλητική, ωραία ατμόσφαιρα. Έκανε και κρύο. Πηγαίναμε, λοιπόν, σε αυτήν την περίφημη εκκλησία με τις τοιχογραφίες και κοιτάγαμε τα βασανιστήρια των χριστιανών. Έψελναν οι ψαλτάδες και μας έπιανε, έτσι, ένα ρίγος, μία ανατριχίλα σε αυτό το ωραίο μυστηριακό κλίμα που δημιουργούσε η εκκλησία και εμείς οι μαθητές που παρακολουθούσαμε. Κατά τα άλλα, πολύ παιχνίδι στο Νησί, πολλή μπάλα, ποδόσφαιρο. Είχαμε μία ιστορική ομάδα, τον Αετό, που δημιουργήθηκε το 1930, ακριβώς έξι χρόνια μετά τον Ολυμπιακό Πειραιώς, μεγάλη ιστορία. Και βγήκαν δεινοί ποδοσφαιριστές από το Νησί που παίξαν στις ομάδες των Ιωαννίνων, τον Ατρόμητο, τον Αβέρωφ και τον Ολυμπιακό, που ήταν τη δεκαετία του ‘60. Εντάξει από το σχολείο πολλοί… Εγώ και ο αδερφός μου, παράδειγμα, και άλλα παιδιά είχαμε εξέλιξη στα γράμματα, πήγαμε στο πανεπιστήμιο. Άλλοι γίναν ψαράδες, λίγοι, και τα πιο πολλά στην εποχή μας και μετά μάθαιναν τέχνες στα Γιάννενα. Βοήθησε το σχολείο πάρα πολύ. Εντάξει, μέσα εδώ ήταν, όπως σας είπα, λίγο διάβασμα και πολύ παιχνίδι, ας πούμε, και αυτές οι περίφημες παραστάσεις με το δάσκαλο. Αυτά είναι που θυμάμαι από το Δημοτικό Σχολείο.

Κ.Π.:

Σε σύγκριση με την κοινωνία των Ιωαννίνων, τα ήθη ήταν πιο ελεύθερα ή πιο…

Θ.Γ.:

Νομίζω, ακολουθούσαμε την εξέλιξη της πόλης, έτσι; Εντάξει, το πρόβλημα λοιπόν με εμάς ποιο ήταν; Η διασκέδαση. Δηλαδή να είσαι έφηβος τώρα 16-17 χρονών, πώς να διασκεδάσεις όταν δεν μπορούσες να μετακινηθείς, να πας αργότερα, σε μία ντισκοτέκ ή σε μία καφετέρια; Με τι συγκοινωνία; Η συγκοινωνία το χειμώνα 21:00 η ώρα σταματούσε. Ήμασταν αναγκασμένοι να μείνουμε στο Νησί. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε τις βάρκες των πατεράδων μας να πάμε, γιατί τότε ήταν εργαλεία. Ήθελαν να ψαρέψουν. Πώς να τις πάρουμε εμείς να διασκεδάσουμε; Και αυτή η απομόνωση ήταν σε βάρος, ας πούμε, μιας… πώς να το πω, αυτό που θέλει ο έφηβος: μια κοπέλα να δει, να πιει έναν καφέ στην καφετέρια στα Γιάννενα. Αναγκαζόμασταν να εφεύρουμε τρόπους να περνάμε καλά εμείς εδώ, με τραγούδια, με κιθάρες, κανένα πάρτι που κάναμε αυτοσχέδιο εδώ πέρα, τέτοια πράγματα. Αργότερα όταν μεγαλώσαμε βέβαια, μπορούσαμε να πάρουμε μία βάρκα τρία τέσσερα άτομα, 18 χρονών που ήμασταν, να πάμε στα Γιάννενα. Κανένα αυτοκίνητο είχε κάποιος, βγαίναμε στην Ντραμπάτοβα απέναντι, να πάμε μία ντισκοτέκ, να διασκεδάσουμε. Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Γενικά, όμως, το νερό αυτό γύρω από το Νησί μάς στερούσε τη δυνατότητα της επικοινωνίας. Δηλαδή, ας πούμε, και Λιγκιάδες να έμενες, έπαιρνες το αυτοκίνητο, πήγαινες στα Γιάννενα, γυρνούσες σπίτι σου. Εμείς πώς να γυρίσουμε, έτσι; Για αυτό πολλές φορές κάναμε, έτσι, τολμήματα, παίρναμε καμιά βάρκα. Μία φορά με έναν φίλο μου έπεσα μέσα στη λίμνη. Κοντέψαμε να πνιγούμε. Έφηβοι, ας πούμε. Γλιτώσαμε παρά τρίχα. Τέτοια πράγματα. Υπήρχε ένα ρίσκο, ας πούμε, σε αυτά τα θέματα. Αλλά εντάξει, κοντά στα Γιάννενα, εκεί ήταν η σχέση μας, ας πούμε. Όχι με τα άλλα χωριά, όπως είπαμε, με τα Γιάννενα είχαμε σχέση. Ναι.

Κ.Π.:

Και αυτή η απομόνωση συναισθηματικά πώς επιδρούσε πάνω σας;

Θ.Γ.:

Κοιτάξτε τι γίνεται. Λοιπόν, επειδή ακριβώς οι Νησιώτες δεν είχαν σχέση με χωριά, είχαν αποκτήσει έναν τοπικισμό ο οποίος έφτανε στα όρια του σωβινισμού. Δηλαδή κατά κάποιον περίεργο τρόπο εμείς περιφρονούσαμε τους χωριάτες επειδή αυτοί είχανε, ξέρω εγώ, έτσι —τώρα μιλάω δεκαετία του ‘60, έτσι;—, τα χωράφια τους, τα πρόβατα με τις ακαθαρσίες, δεν είχαν περιποιημένα σπίτια. Τους θεωρούσαμε δεύτερης κατηγορίας. Και μάλιστα, είχαμε: «Αυτός είναι ντατσκανάρης [=οι άνθρωποι που κατοικούν στα περίχωρα της πόλης των Ιωαννίνων], αυτός είναι γκόρος, αυτός είναι χωριάτης». Και μερικές φορές αυτά τα παραλίμνια[00:35:00] χωριά τι κάναν; Είχαν κάτι βαρκούλες αυτοσχέδιες. Πήγαιναν και έκλεβαν τα ψάρια από τα δίχτυα. Βγάζαν τα ψάρια, τα έπαιρναν, οπότε νευρίαζαν οι πατεράδες μας: «Σκατοχωριάτες, μας πήραν τα ψάρια, δεν βρήκα τίποτα!». Υπήρχε δηλαδή μία κακή σχέση με τους χωριάτες, αντίθετα με τους Γιαννιώτες, που τα είχαμε καλά, ας πούμε. Αλλά αυτός ο τοπικισμός, μπορώ να πω, ένας απόηχος υπάρχει ακόμα. Δηλαδή αν κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τη βάρκα «Α ρε χωριάτη, δεν μπορείς να μπεις στη βάρκα! Δεν μπορείς, ρε χωριάτη, στο καΐκι!», τους περιφρονούσαμε. Βέβαια τα πράγματα αντιστράφηκαν αργότερα, μετά το ‘80-‘90, γιατί όλα τα χωριά απέκτησαν αξία. Πιθαμή και πεντοχίλιαρο πουλούσαν εδώ πέρα, στο Στρούνι ειδικά, απέναντι στην Αμφιθέα, στο Πέραμα. Μεγάλη αξία. Αλλά το Νησί έμεινε πίσω, ας πούμε. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο σαν ξεπεσμένοι αριστοκράτες εμείς οι Νησιώτες, Κωστή. Ναι,

Κ.Π.:

Και πάλι, όμως, εσείς ως έφηβος δεν μπορούσατε να διασκεδάσετε. Αυτό οπότε πώς…

Θ.Γ.:

Όχι. Πώς το αντιμετωπίσαμε… Εγώ, παράδειγμα, φοιτητής —το ‘72 πέρασα στη Φιλοσοφική— είχα πρόβλημα. Έβλεπα τους συμφοιτητές μου, ας πούμε, η ζωή στα Γιάννενα άρχιζε στις 22:00 η ώρα. 22:00 η ώρα εγώ έπρεπε να γυρίσω. Εντάξει, καμιά φορά πήγαινα σε κανέναν συμφοιτητή, με φιλοξενούσε, εμένα ένα βράδυ, πόσο όμως; Αυτοί, λοιπόν, έκαναν τη ζωή τους εδώ πέρα στα Γιάννενα, εγώ υστερημένος, δεν είχα αυτό το πράγμα. Ήταν ένα θέμα αυτό για όλους. Εντάξει, αν είχαμε κανέναν συγγενή στα Γιάννενα, μέναμε κανένα βράδυ εκεί πέρα, το απολαμβάναμε να πάμε έξω στις καφετέριες, να κάνουμε κανένα καμάκι, που λέει ο λόγος, να ζήσουμε λίγο τη νυχτερινή ζωή των Ιωαννίνων, γιατί τα Γιάννενα μετά το ‘65, που έγινε το πανεπιστήμιο, είχε ζωή. Νέοι άνθρωποι, φοιτητές, φοιτήτριες εδώ πέρα. Ναι, ήταν ένα θέμα αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να πω. Όσο μπορούσαμε, τέλος πάντων, αλλά είχαμε καλές παρέες στο Νησί εδώ πέρα. Θα μου πεις τώρα, εντάξει, αγόρια-κορίτσια κάναμε παρέες κι εδώ, αλλά τα Γιάννενα ήταν αλλιώς. Αλλιώς η πόλη. Θυμάμαι, ας πούμε, για να πάμε σινεμά τότε στα Γιάννενα, στην «Τιτάνια», στον «Ορφέα», στο «Παλλάδιο» —ήταν πολλά σινεμά—, άρχιζαν, ας πούμε, 15:30-17:30, 17:30-19:30, 19:30 21:30, εμείς λοιπόν πηγαίναμε στις πρώτες προβολές. Τρώγαμε κάνα γλυκό στο «Ιδανικό» εδώ πέρα στο Κουρμανιό, πηγαίναμε στην «Τιτάνια», βλέπαμε κανένα καουμπόικο και γυρίζαμε πάλι πίσω. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Και αργότερα με τον ΠΑΣ Γιάννινα βέβαια, που προλαβαίναμε να δούμε τους Αργεντινούς την εποχή εκείνη την ένδοξη. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Πάντα σε σχέση με τα Γιάννενα, όμως, έτσι; Αυτή ήταν η διασκέδαση.

Κ.Π.:

Μιας και αναφέρατε τα καμάκια, περιθώρια για ανάπτυξη ερωτικών σχέσεων με κοπέλες στο Νησί υπήρχαν ή δεν…

Θ.Γ.:

Ναι, βεβαίως, και πολλά αγόρια και κορίτσια παντρευόντουσαν, νησιώτης-νησιώτισσα, βεβαίως. Παράδειγμα, ο πατέρας μου, και η μάνα μου και ο πατέρας μου είναι από το Νησί. Την είδε την Κωνσταντούλα τη μάνα μου ο Σωτήρης ο Γκέκας, την ερωτεύτηκε, έγινε το συνοικέσιο —γιατί βέβαια δεν είχαν και προγαμιαίες σχέσεις Αυτό ήτανε… Την αγάπησε, την παντρεύτηκε και η μάνα μου πήρε, ας πούμε, έναν ψαρά, έναν ψαρά. Ο πατέρας μου έζησε μέχρι τα 60 χρόνια δυστυχώς, ο καημένος πέθανε, αλλά εν πάση περιπτώσει. Και πολλά ζευγάρια, βεβαίως, νησιώτης-νησιώτισσα. Αλλά ήταν πολλά τα αγόρια, ρε παιδί μου, αναγκαστικά θα έπαιρναν και από άλλα χωριά, έτσι; Κατάλαβες;

Κ.Π.:

Αργότερα στο Γυμνάσιο με ποιον τρόπο πηγαίνατε;

Θ.Γ.:

Το Γυμνάσιο ήταν μία περιπέτεια. Εγώ, λοιπόν, πήγα στη Ζωσιμαία τη Σχολή, στο Αρχιμανδρειό από κάτω εκεί, στην Αγία Μαρίνα. Τώρα δεν ξέρω πώς λέγεται. Έχουν αριθμούς τα σχολεία. Λοιπόν, βγαίναμε λοιπόν στα Γιάννενα πρωί-πρωί με το καραβάκι, με τη βενζίνα που ήταν τότε οι ξύλινες —μάλιστα, είχανε και μία τέντα από πάνω. Στα πλάγια δεν είχαν. Αν έκανε αέρας ή βροχή, κρατούσαμε καμιά ομπρέλα έτσι. Μας έβρεχε η βροχή, ο αέρας. Πολλές φορές στη Ζωσιμαία πηγαίναμε μουσκεμένοι. Φεύγαμε εδώ από τον Μώλο, πηγαίναμε Ανεξαρτησίας, περπατάγαμε όλη την Ανεξαρτησίας, Γυαλί Καφενέ, κόβαμε πάνω για το Άλσος και μετά βγαίναμε στη Ζωσιμαία. Έξι χρόνια. Έξι χρόνια κάναμε αυτή τη διαδρομή, να τελειώσουμε το σχολείο. Καμιά φορά, όπως είπα, αποκλείονταν η λίμνη από την ομίχλη, από βοριά και από πάγο. Τότε επιλέγαμε να βγούμε εδώ στο βορινό μέρος του Νησιού, που είναι το Μιτσικέλι από κάτω, που η απόσταση ήταν μικρή. Θυμάμαι, ας πούμε, μπαίναμε σε μία βάρκα τέσσερις πέντε μαθητές με το βοριά. Μετρούσαν οι πατεράδες τα κύματα[00:40:00], πρώτο, δεύτερο, τρίτο, να μαρκάρει. Βάζαν το ένα εξωλέμβιο μπροστά. Εμείς είχαμε μουσαμάδες να προφυλαχτούμε από τα κύματα. Βάζαν δυνατά τη μηχανή, βγαίναν στην Ντραμπάτοβα και άλλοτε μουσκεμένοι, άλλοτε κρυωμένοι, παίρναμε το δρόμο με τα πόδια μέχρι το Πέραμα. Εκεί υπήρχε λεωφορείο. Από εκεί με το λεωφορείο πηγαίναμε στη Ζωσιμαία και άντε πάλι με τον ίδιο τρόπο να γυρίσουμε. Μία περιπέτεια, ειδικά το χειμώνα, ναι, για να πας στη Ζωσιμαία. Ωστόσο, ρε παιδί μου, ήταν —πως να σας πω;— συναρπαστικό αυτό, συναρπαστικό. Ναι, περνάγαμε καλά, δεν μπορώ να πω. Δύσκολα, βέβαια, αλλά εντάξει, τα καταφέραμε. Βγάλαμε και το Γυμνάσιο, περάσαμε και στη Φιλοσοφική. Εγώ δεν έχω παράπονο από το νησάκι, το οποίο λατρεύω, βέβαια, εντάξει.

Κ.Π.:

Και πηγαίνατε και το απόγευμα στο μάθημα;

Θ.Γ.:

Απόγευμα εγώ πήγαινα αγγλικά, επειδή, εν πάση περιπτώσει, ήθελα να μάθω μία γλώσσα. Μου άρεσε αυτό. Είπα στον πατέρα μου και με έγραψε σε ένα φροντιστήριο εκεί Στοά Αβέρωφ, εκεί ήταν ένα φροντιστήριο. Και τρεις φορές την εβδομάδα. Θυμάμαι Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο πηγαίναμε. Πήγαινα, λοιπόν αγγλικά. Ερχόμουν από τη Ζωσιμαία, έτρωγα λιγάκι, διάβαζα λίγο τα αγγλικά στο πόδι, έπαιρνα το καραβάκι και πήγαινα στα Γιάννενα να κάνω τα αγγλικά, να χάσω δυο τρεις ώρες, να γυρίσω πάλι πίσω για να διαβάσω την επόμενη μέρα για το Γυμνάσιο. Και για τα αγγλικά αυτό γινόταν… αγγλικά πέντε χρόνια, ας πούμε. Ήταν —πώς να σας πω— συνέχεια το μυαλό μας να μπω στη βάρκα, στη βενζίνα, να βγω, να μη βραχώ, να διαβάσω, ήταν μία αγωνία, ας το πούμε. Εντάξει, καλά ήτανε, τα καταφέραμε. Θυμάμαι, μάλιστα, είχα συμφοιτητή και τον Μωυσή τον Ελισάφ, το δήμαρχο. Ήμαστε ίδια ηλικία και κάναμε αγγλικά με αυτόν και Ζωσιμαία επίσης μαζί παρέα. Αυτά που λες, Κωστή.

Κ.Π.:

Οι συμφοιτητές σας που ήταν ντόπιοι, εννοώντας της πόλης των Ιωαννίνων, σας αντιμετώπιζαν διαφορετικά που ήσασταν νησιώτες;

Θ.Γ.:

Καλά, στη Ζωσιμαία στο σχολείο εγώ ήμουν ο «νησιώτης»: «Πού είσαι, ρε νησιώτη;». Και καμιά φορά αν ήταν κανένας που λίγο, έτσι, δεν με χώνευε: «Α, ρε παλιονησιώτη, τσίμα, δρομίτσα!», όπως έλεγαν τα ψάρια δηλαδή. Με κορόιδευαν. Εντάξει, ήμουν ο «νησιώτης» όμως. Και θυμάμαι, ας πούμε, τότε έγραφαν και το επάγγελμα, επάγγελμα πατρός: «αλιεύς». Αυτό ήταν σημαδιακό, ας πούμε. Εγώ ήμουνα ο «νησιώτης». Εντάξει, κατά τα άλλα, όλοι οι συμφοιτητές με αγαπούσαν. Είχα πολύ καλές σχέσεις, αλλά ήταν αυτό που θυμούνται τώρα αυτόν τον καιρό: «Θυμάμαι, ρε Θόδωρα, πώς είχες την αγωνία να προλάβεις το καραβάκι να φύγεις, να μη χάσεις και μείνεις στα Γιάννενα». 21:00-22:00 η ώρα εγώ έπρεπε να φύγω εγώ να πάω στο Νησί, ενώ αυτοί τότε βγαίναν, σας είπα. Αυτό δηλαδή το θυμόντουσαν πάρα πολλοί συμφοιτητές και: «Λέγαμε, θυμόμαστε πώς έφευγες να πας στο Νησί, ας πούμε». Αυτό ήταν, αυτό θυμούνται οι συμφοιτητές.

Κ.Π.:

Η λίμνη δηλαδή σας ακολουθούσε παντού κατά κάποιον τρόπο.

Θ.Γ.:

Παντού. Η λίμνη, είπα, ήταν αδερφή, ήταν μάνα και αγαπητικιά. Η λίμνη ήταν το κυρίαρχο στοιχείο. Αυτή μάς έδωσε ζωή. Με τη λίμνη ζούσαμε. Χωρίς τη λίμνη…. Αλλά νομίζω και τα Γιάννενα χωρίς την Παμβώτιδα, τι είναι; Το κόσμημα είναι. Αλλά βέβαια, με αυτά όλα που πέφτουν μέσα εκεί, κάτι φυτοφάρμακα, κάτι λιπάσματα, έχει αλλάξει λίγο η μορφή, αλλά η λίμνη παραμένει η λίμνη, ας πούμε. Ναι.

Κ.Π.:

Σκεφτήκατε ποτέ κάποια στιγμή να ζητήσετε από τους γονείς σας να σας νοικιάσουν κάποιο σπίτι στα Γιάννενα;

Θ.Γ.:

Όχι, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, δεν υπήρχε. Ο πατέρας μου δεν. Εγώ, αν δεν περνούσα στην Φιλοσοφική Σχολή στα Γιάννενα, δεν ξέρω αν θα σπούδαζα. Αν περνούσα Θεσσαλονίκη ή Αθήνα, δεν μπορούσε η δυνατότητα του πατέρα μου να… όχι. Ήταν δηλαδή αυτό που λέμε μεροδούλι-μεροφάι, στερημένα πράγματα. Είχαν, όμως, μία άνεση ρε παιδί μου, δηλαδή ο πατέρας μου έβγαζε και κάποια λεφτά στην τσέπη, με αυτά να φτιάξει τα δίχτυα του, να πάρει ένα ράδιο, άντε και ένα ψυγείο μετά δεκαετία του ‘60. Τηλεόραση δεν είχαμε πάρει εμείς. Θυμάμαι, πέθανε ο πατέρας μου, δεν είχαμε τηλεόραση. Αυτά τα πράγματα. Ε, μία φορά στις δέκα μέρες τρώγαμε κρέας. Ψάρια όσα θέλαμε, είχαμε αφθονία. Εντάξει αυτό ήταν καλό. Όπως όλοι δηλαδή ζούσαμε. Έτσι νομίζω. Αλλά εγώ νομίζω ότι υπερείχαμε από τα άλλα χωριά. Έχω και εγώ λίγο το σοβινιστικό μέσα μου, το τοπικιστικό, ας πούμε.

Κ.Π.:

Για πρώτη[00:45:00] φορά πότε είχατε επισκεφτεί τα Ιωάννινα;

Θ.Γ.:

Εντάξει, κοιτάξτε τι γίνεται, μία αρρώστια να έχεις παιδί που ήσουν, σε πήγαιναν στα Γιάννενα στο γιατρό. Πιτσιρίκια πηγαίναμε στα Γιάννενα. Εγώ, παράδειγμα, το πρωί μπορεί να πήγαινε ο πατέρας μου να ψαρέψουμε και να ψωνίσουμε, πήγαινα, αλλά εδώ κάτω όμως: Κουρμανιό, Σκάλα, όχι πάνω Γιάννενα, Ανεξαρτησίας που ήταν τα εμπορικά, να πάρω κανένα ύφασμα να μου φτιάξουν κανένα παντελόνι, κανένα βιβλίο από τον «Λυγούρα», άμα θυμάσαι. Πού να τον θυμάσαι εσύ; Τέλος πάντων. Εδώ γύρω-γύρω. Δηλαδή Γιάννενα σημαίνει η παραλίμνια περιοχή, αλλά εκεί ήταν η αγορά όμως, εκεί ήταν Κριθαροπάζαρο που λέγαμε, Ανεξαρτησίας, Κουρμανιό, Μώλο, άντε μέχρι τα Σφαγεία εκεί. Πηγαίναμε στα Γιάννενα και αργότερα όταν βέβαια μεγαλώσαμε λίγο σινεμά στην πλατεία, ας πούμε, και στη βόλτα αυτή που γίνονταν τότε.

Κ.Π.:

Βλέπατε πράγματα στα Γιάννενα τα οποία δεν έχετε ξαναδεί ή…

Θ.Γ.:

Κοίταξε, το αυτοκίνητο κυρίως, αλλά εντάξει, δεν μας έκανε εντύπωση. Είχαμε εξοικειωθεί, ας πούμε, με τα Γιάννενα. Είμαστε κοντά. Η ζωή μας ήταν δεμένη με τη ζωή των Ιωαννίνων. Όχι, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η θάλασσα. Έκτη Δημοτικού πήγαμε στην Πρέβεζα με τις μανάδες. Μας πήγε ο δάσκαλος με το λεωφορείο. Εγώ πρώτη φορά είδα θάλασσα και είπε «Άντε, να κάνουμε και ένα μπάνιο λίγο εκεί πέρα», υπό την επιτήρηση των μανάδων. Μπήκαμε, λοιπόν, μέσα. Πάω εγώ να κάνω μπάνιο. Αλμυρό το νερό. Με έτσουζαν τα μάτια. Ήπια: «Πω-πω, νερό είναι αυτό;». Θάλασσα. Εγώ μαθημένος με το γλυκό νερό. «Δεν θέλω να ξαναπατήσω στην θάλασσα! Εγώ θέλω τη λίμνη», να πούμε. Αυτή ήταν η πρώτη δυσάρεστη εμπειρία που είχα από τη θάλασσα. Εντάξει, πολύ αργότερα κατάλαβα ότι η θάλασσα είναι για μπάνιο και όχι η λίμνη. Αλλά εμείς με τη λίμνη είχαμε συνηθίσει, τη λίμνη θέλαμε, η λίμνη μάς άρεσε, στη λίμνη κολυμπούσαμε, στη λίμνη ψαρεύαμε, η λίμνη ήταν αυτό το στοιχείο. Αλλά μου έκανε εντύπωση όμως στην Πρέβεζα πως δεν ήθελα να δω το νερό το αλμυρό και το τέτοιο, ναι, έτσι. Δηλαδή είδα θάλασσα 12 χρόνων από πρώτη εκδρομή στην Πρέβεζα.

Κ.Π.:

Από την περίοδο της Δικτατορίας έχετε αναμνήσεις; Υπήρξαν συμβάντα, τέλος πάντων, τα οποία…

Θ.Γ.:

Ναι, κοιτάξτε τι γίνεται. Εγώ Δικτατορία, λοιπόν, το ‘67 ήμουν δευτέρα Γυμνασίου. Τι θυμάμαι; Ο πατέρας μου ήταν, ας το πούμε, Αριστερών φρονημάτων, έτσι; Θυμάμαι τότε, όταν βγήκε η Χούντα μαζέψανε όλα τα όπλα, όλα τα όπλα. Μία διαταγή έβγαλε η Χούντα, όλα τα δίκαννα θα τα μαζέψουν και θα τα πάνε στην Ασφάλεια. Όπως όλοι, και ο πατέρας μου έβαλε γράσο στο δίκαννο, το τύλιξε και το παρέδωσε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν ένας παθιασμένος κυνηγός, εδώ στο Μιτσικέλι απέναντι και πέρδικα αποκλειστικά, ήταν δηλαδή το πάθος του το κυνήγι. Είχε οικογένεια, ψάρεμα και κυνήγι. Του στοίχισε πάρα πολύ. Σε κάποια φάση, αφού πέρασαν οι πρώτες μήνες της Χούντας, άρχισαν να επιστρέφουν τα κυνηγετικά όπλα. Κράτησαν δύο. Ένα του πατέρα μου, του Σωτήρη Γκέκα, και ενός άλλου νησιώτη. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε αυτό να το χωνέψει με τίποτα. Έφαγε τον τόπο; «Τι να κάνω χωρίς το δίκαννο; Πώς να κινηθώ;». Έβαλε λυτούς και δεμένους να πάρει το όπλο. Τέλος πάντων, κατάφερε με κάποιον φίλο του που ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής αλλά ήταν πολύ φίλοι εξαιτίας του κυνηγιού και το πήρε πίσω το όπλο. Ένα άλλο ποιο ήταν; Λοιπόν, για να φοβίσουν οι χουντικοί τους πολίτες, από κάθε χωριό έπαιρναν δυο τρεις και τους πήγαιναν στην Κέρκυρα, στη φυλακή. Λοιπόν, πήραν τον αδερφό της μάνας μου, ο οποίος τότε έχει αρραβωνιαστεί. Ένας καλότατος άνθρωπος, ο οποίος δεν ασχολούνταν καθόλου με τα πολιτικά, Λυσίμαχος λεγόταν. Ένας άνθρωπος εργατικός, ψαράς, δεινός ψαράς, εργατικός, πολύ καλός άνθρωπος. Αρραβωνιασμένος. Τον πήραν, λοιπόν, με έναν άλλον και τον πήγαν στις φυλακές της Κέρκυρας. Αυτό θυμάμαι έκανε μεγάλη εντύπωση και σε μένα που ήμουν μικρό παιδί κλπ.: «Πήραν τον μπαρμπα-Λυσίμαχο». Τον κράτησαν πόσο τον κράτησαν, αλλά ευτυχώς του επέτρεψαν να γυρίσει, ας πούμε. Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία. Ένα άλλο ήταν αργότερα. Φοιτητής εγώ ήμουν τότε, γύρω στα ‘73. Κάπως λίγο τα πράγματα με τη Χούντα ήταν λίγο πιο χαλαρά. Άρχισε, ας πούμε, να φαίνονται οι ρωγμές[00:50:00] στο καθεστώς αυτό. Εγώ έπαιζα λίγη κιθαρίτσα με κάτι φίλους. Πήγαμε, λοιπόν, σε ένα μέρος εκεί και τραγουδήσαμε Θεοδωράκη. Θυμάμαι τώρα «Στο περιγιάλι το κρυφό και άσπρο σαν Περιστέρι» του Σεφέρη, μελοποίηση Θεοδωράκη. Τέλος πάντων, τραγουδήσαμε εμείς. Την άλλη μέρα —είχα έναν θείο που δούλευε στην τράπεζα, τον μπαρμπα-Σπύρο— έρχεται εκεί πέρα. «Ανιψιέ», μου λέει, «κοίτα να δεις, ήρθαν από την Ασφάλεια και με έπιασαν και μου είπαν: ‘‘Να πεις στον ανιψιό σου να μην παίζει τέτοια τραγούδια γιατί θα βρει τον μπελά του!’’». Έτσι, μου έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα. Εντάξει, αυτό λοιπόν ήταν το προσωπικό, ας πούμε, γιατί τραγουδούσα Θεοδωράκη, «Στο περιγιάλι το κρυφό». Και ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι: Είχα κάτι γειτόνους εδώ πέρα, μεγάλης ηλικίας, δημοκρατικοί άνθρωποι. Θυμάμαι τότε βάζαν Deutsche Welle, πιάναμε έναν παράνομο σταθμό, να ακούσουμε κανένα νέο για την Ελλάδα, Γερμανίας σε ελληνικά. Λοιπόν, εμείς το βάζαμε σιγά-σιγά να ακούσουμε, έτσι, το αυτί πάνω στο ραδιόφωνο. Είχαμε πιάσει και ραδιόφωνο τότε. Αυτοί, ο Μπαρμπα-Ηλίας με τη Βιργινία δεν άκουγαν και το άνοιγαν στη διαπασών. Όλο το χωριό ακούγονταν τη Deutsche Welle. Λοιπόν, αυτά εν πάσει περίπτωση μπορώ να σου πω για την περίοδο αυτή, της Χούντας. Ναι.

Κ.Π.:

Ιστορίες από τις γιαγιάδες και τους παππούδες σας, είχατε ακούσει σχετικά με τον Eμφύλιο, με την Κατοχή;

Θ.Γ.:

Ναι, κοίταξε, το σόι του πατέρα μου, είχαν κάνει κάνα δύο αδέρφια, είχαν πάει στο αντάρτικο. Όμως, ρε παιδί μου, δεν ξέρω για ποιον λόγο, κουβέντα για αυτά τα θέματα, όχι. Θυμάμαι μόνο τη γιαγιά μου, τη Φερενίκη, την κυρα-Νίκη, που μου έλεγε τι; Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1901. Τα Γιάννενα απελευθερώθηκαν το 1913. Ήταν 13 χρονών κοπέλα. Είχε μνήμες από τις Τουρκάλες. Οι Τουρκάλες, λέει, οι αρχόντισσες στα Γιάννενα ήταν πολύ καθαρές και φέρναν τα ρούχα τους να τα πλύνουν οι νησιώτισσες εδώ στη λίμνη. Και θυμάμαι τη γιαγιά μου, λέει, μαζί με τη μάνα της που έπλενε τα ρούχα από τις Τουρκάλες. Και μου είπε και κάτι άλλο η γιαγιά, ότι είχε παραστεί στην απελευθέρωση, 21 Φεβρουαρίου, της πόλης. Ήταν κοπελούλα. Πήγε με τον πατέρα της και τη μάνα της όταν ο Εσάντ Πασάς παρέδωσε στον Κωνσταντίνο τον Διάδοχο τα Γιάννενα, στην κεντρική πλατεία. Ήταν μνήμη αυτή, ήταν η μνήμη, ναι. Άλλο όσον αφορά τον Εμφύλιο όχι. Πολύ αργότερα εγώ ψάχνοντας και ρωτώντας έμαθα. Αλλά γίναν πράγματα. Εδώ επίσης με τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί στο Νησί είχαν την έδρα της Στρατονομίας, εδώ σε ένα Αρχοντικό των Λαππαίων κάτω. Αυτοί, λοιπόν, είχαν ισχυρή δύναμη, οι Γερμανοί. Ερχόντουσαν στο Νησί. Μέναν εδώ αξιωματικοί. Και μάλιστα, από δω, έχω ακούσει, έφυγε η διαταγή για να κάψουν οι Γερμανοί τις Λιγκιάδες. Το 1943 ήταν, αν θυμάμαι καλά; Ναι, θυμάμαι μου έλεγε η μάνα μου «Βλέπαμε από εδώ από το Νησί τις φωτιές στις Λιγκιάδες επάνω. Καίγανε οι Γερμανοί το χωριό!», που γίναν αυτά τα δράματα, φοβερά, γιατί τότε οι Γερμανοί ήθελαν να εκδικηθούν το φόνο ενός αξιωματικού. Και μία άλλη εμπειρία που μου είπε η μάνα μου ήταν όταν μάζεψαν τους Εβραίους. Ήταν 25 Μαρτίου του ‘43. Και θυμάται συγκεκριμένα τα φορτηγά που βγαίναν, ανέβαιναν το δρόμο γεμάτα με τους Εβραίους. Ήταν ένα κρύο, λέει, τότε του Ευαγγελισμού. Και πήγαιναν τα φορτηγά γεμάτα Εβραίους. Ήταν ένας φόβος: «Πήραν τους Εβραίους, πήραν τους Εβραίους». Αυτό το φοβερό μού το έλεγε η μάνα μου, βλέποντας τα φορτηγά με τους Εβραίους που πήγαιναν προς το Μέτσοβο επάνω εκεί πέρα, να φύγουν στην Λάρισα και από εκεί στο Άουσβιτς. Αυτά όσον αφορά τις μαρτυρίες από τους πατεράδες. Για τον Εμφύλιο, όχι, δεν έχω ακούσει, δεν μου έλεγαν.

Κ.Π.:

Ωραία. Κύριε Θοδωρή, πρόσφατα κυκλοφoρήσατε και ένα βιβλίο για το Νησί.

Θ.Γ.:

Ιμείς οι Ν’σιωτες, ναι.

Κ.Π.:

Μπορείτε να μου πείτε το λόγο; Πώς γεννήθηκε αυτή η ανάγκη;

Θ.Γ.:

Κοίταξε να δεις. Εγώ, λοιπόν, όπως σου είπα, Κωστή, 27 χρόνων έφυγα και πήγα στην Εύβοια, έτσι; Είχα και την προίκα μου μαζί, όμως. Αυτή η προίκα τι ήταν; Ήταν μνήμες, τα βιώματα, ό,τι πέρασα, ό,τι έζησα στο Νησί. Και δεν ξέρω, κατά έναν περίεργο τρόπο, ρε παιδί μου, μετά από πολλά χρόνια είχα αισθανθεί την ανάγκη αυτά να τα καταγράψω, όμως δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. «Τι να γράψω και πώς να τα γράψω; Τι είμαι εγώ, συγγραφέας;». Τέλος πάντων, σε ένα Facebook εδώ πέρα τοπικό άρχισα να γράφω μερικά πράγματα και να τα στέλνω. Είδα ότι υπήρχε μία αποδοχή και άρεσαν αυτά τα πράγματα και άρχισα σιγά-σιγά ό,τι θυμόμουν από παλιά[00:55:00] να τα κάνω μικρά, έτσι, αφηγήματα. Εγώ ερχόμουν κάθε καλοκαίρι στο Νησί από τότε ανελλιπώς. Καθόμουν στο καφενείο εδώ πέρα, ρώταγα [Δ.Α.] με τους συγχωριανούς —είχα ένα μαγνητόφωνο μικρό— για διάφορα θέματα και μου έλεγαν για τον Aετό, για τα παιχνίδια, τα ψαρέματα και το ένα και το άλλο. Τα μάζευα εγώ, λοιπόν, πήγαινα κάτω στο σπίτι και τα έγραφα αυτά στον υπολογιστή. Εν πάση περιπτώσει, με την παρότρυνση της γυναίκας μου και μιας κυρίας εδώ πέρα μου λένε: «Δεν κάνεις ένα βιβλίο;». «Και τι να πω εγώ στους Νησιώτες; Πράγματα που ξέρουν; Θα με κοροϊδέψουν κιόλας» λέω. Αλλά φαίνεται το πράγμα μερικοί, ας πούμε έτσι, της ηλικίας μου κι άλλοι: «Ρε Θόδωρα, αυτά είναι ωραία πράγματα. Κάνε ένα βιβλίο, γράψε την ιστορία του Νησιού». «Τι να γράψω» λέω εγώ. «Η ιστορία είναι γραμμένη από ιστορικούς περιωπής. Εγώ θα γράψω;». Αλλά αυτό το πράγμα ήθελα έτσι, τα βιώματα αυτά των πατριωτών… Και σιγά-σιγά ωρίμασε η ιδέα αυτή. Έκανα κάποια αφηγήματα κάμποσα με πολλές φωτογραφίες της εποχής εκείνης, που είχα ένα άλμπουμ στο σπίτι ασπρόμαυρες, και έβγαλα αυτό το βιβλίο, ας πούμε, Ιμείς οι Ν’σιώτες, τη ντοπιολαλιά, ας πούμε, της Ηπείρου, και το κυκλοφόρησα αυτό. Το αγάπησαν. Μου το ζητάνε. «Μπράβο», πολλούς επαίνους πήρα για αυτό το πράγμα και το χάρηκαν οι πατριώτες μου, γιατί δεν είχε καταγραφεί κάτι άλλο για τους κατοίκους —όχι για την ιστορία του Νησιού, ούτε για τον Αλή Πασά ούτε για τα μοναστήρια—, για αυτή την ψυχή, την ψυχή της κοινωνίας που δημιούργησε αυτήν τη συλλογική συνείδηση του Νησιού, που διαφέρει από όλα τα χωριά της περιοχής. Έτσι, λοιπόν, προέκυψε, που λες, Κωστή, αυτό το βιβλίο. Ναι.

Κ.Π.:

Ωραία, κύριε Θοδωρή. Πριν κλείσουμε θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: Τι αίσθηση σας έχουν αφήσει σήμερα εκείνες οι εποχές και όσα συζητήσαμε σήμερα;

Θ.Γ.:

Κοίταξε, Κώστα, ο χρόνος ωραιοποιεί κάπως τα πράγματα, έτσι; Θυμάμαι τότε τι λέγαμε: «Να μεγαλώσουμε, να πάρουμε ένα αυτοκίνητο». Και αυτοκίνητο πήραμε και σπίτι φτιάξαμε, όμως τώρα στην ηλικία —κοντεύω τα 70, ας πούμε— θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία, με μεγάλη αγάπη, με μεγάλο καημό αυτές τις αγνές, τις καλές στιγμές, έστω και αν είχαμε αυτήν την απομόνωση. Τις παρέες που κάναμε με τα παιδιά, τα φιλιώματα —καμιά φορά τσακωνόμασταν κιόλα—, το ποδόσφαιρο που παίζαμε εδώ στο Νησί, τους πρώτους τουρίστες που ερχόντουσαν και μας φαίνονταν περίεργοι οι άνθρωποι —κάτι αλλοδαποί που μιλούσαν σε άλλες γλώσσες—, η λίμνη, τα ψαρέματα με τον πατέρα μου, με όλα αυτά τα πράγματα. Τα θυμάμαι σαν μια όμορφη στιγμή που σημάδεψε τα παιδικά μου, τα εφηβικά μου χρόνια και τα νεανικά μου χρόνια. Νοσταλγία και αγάπη και μόνο θετικά συναισθήματα έχω να θυμάμαι, να δημιουργούνται μέσα μου. Νομίζω σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει αυτό από το χωριό του, τη δεύτερη πατρίδα του. Αλλά επειδή ήμουν και λίγο μακριά —εγώ από τη βορειοδυτική Ελλάδα πήγα στη νοτιοανατολική διαγώνια, ας πούμε, που τότε ήταν και δύσκολο να πάω εγώ. Ήθελε οχτώ ώρες Αλιβέρι, Εύβοια-Γιάννενα—, αυτή η απόσταση μού δημιούργησε αυτά τα συναισθήματα που σου είπα με πολύ, έτσι, γλυκά συναισθήματα, θετικά συναισθήματα, καημούς. Αυτά.

Κ.Π.:

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι ακόμη για το οποίο δεν σας έδωσα την ευκαιρία να μιλήσετε;

Θ.Γ.:

Όχι. Καταρχάς να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ ήθελα, Κώστα, που με ανακάλυψες και που κάναμε αυτήν την κουβέντα. Τι να πω; Αυτό. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να πω. Νομίζω τα είπαμε. Ευχαριστώ πάρα πολύ και το Istorima εκεί που υπηρετείς και βοηθάς και εσύ να δημιουργηθούν αυτές οι προφορικές μαρτυρίες, ας πούμε, που μαζεύετε. Αυτό θέλω να πω τίποτα άλλο. Να είσαι καλά.

Κ.Π.:

Σας ευχαριστώ και εγώ πάρα πολύ και για το χρόνο και για τη δυνατότητα που μας δώσατε να μεταφερθούμε για λίγο σε αυτές τις εποχές και στο Νησί. Ευχαριστούμε και πάλι και κάθε καλή επιτυχία εύχομαι και για το βιβλίο.

Θ.Γ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ, να είσαι καλά.

Κ.Π.:

Να είστε καλά.