© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ζώντας ως Έλληνας στην Αλβανία του Χότζα. Ο Χαράλαμπος Κάτσης αφηγείται την οικογενειακή του ιστορία

Κωδικός Ιστορίας
11295
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χαράλαμπος Κάτσης (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2022
Ερευνητής/τρια
Θάνος Κώτσης (Θ.Κ.)
Χ.Κ.:

[00:00:00]Με λένε Χαράλαμπο Κάτση.

Θ.Κ.:

Είναι Πέμπτη, 14 Ιουλίου του 2022, είμαστε στους Αμπελόκηπους, με τον Χαράλαμπο Κάτση. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, ερευνητής του Istorima. Κύριε Χαράλαμπε, ξεκινώντας, Θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για τη ζωή σου.

Χ.Κ.:

Εγώ γεννήθηκα το Μάρτιο του 1956, στο χωριό Σοφράτικα, νόμος Αργυροκάστρου. Εκεί στο χωριό τελείωσα το Δημοτικό και τέσσερις τάξεις Γυμνασίου που λεγότανε οκτατάξιο. Μετά από το οκτατάξιο έκανα το λύκειο, επαγγελματικό Γεωργικό λύκειο στο Λιμπόχοβο. Ήμουνα πάρα πολύ καλός μαθητής και στο Δημοτικό και στο Λύκειο, ε και είχα όνειρα για να σπούδαζα και για πανεπιστήμια. Τότες το τελείωσα το λύκειο το 1975 και βγήκε ένας νόμος, ότι δεν θα πάμε κατευθείαν στο πανεπιστήμιο, αλλά θα δουλέψουμε ένα χρόνο στη γεωργία, στην παραγωγή που λέγανε, ε και μετά τι έκανες ξανά αίτηση να πήγαινες στο πανεπιστήμιο. Αυτό όπως αναδείχτηκε αργότερα έγινε για οικονομικούς λόγους, γιατί τότε μετά το ‘72 που δυσκόλεψαν οι σχέσεις Αλβανίας με την Κίνα και η οικονομική κατάσταση πήγαινε προς τα κάτω, δεν είχε περιθώριο η Αλβανία να έχει τους ίδιους ρυθμούς που έπρεπε να είχε. Οπότε δούλεψα ένα χρόνο και περίμενα τη δεύτερη χρονιά να πάω στο πανεπιστήμιο. Απλώς να πω ότι ήμουνα από τους λίγους, από τους πρώτους που έπρεπε να πήγαινα γιατί είχα μέσον όρο 19 και μισό με το σημερινό το σύστημα. Ζήτησα το λόγο γιατί δεν πήγα τη δεύτερη χρονιά στο πανεπιστήμιο, στην εκτελεστική επιτροπή. Εκεί ε κάποιες δικαιολογίες υπήρχανε, μου λένε κάθισε και ένα χρόνο και θα πας στη δεύτερη χρονιά. Αφού δουλέψεις δύο χρόνια να πας πανεπιστήμιο. Κάθισα και δεύτερο χρόνο εγώ, έρχεται η υπόθεση για τη δεύτερη χρονιά, ξανά δεν πάω, σοβαρέψου μετά άρχισα να οργανώνομαι. Αναζητώ το λόγο και παίρνω ένα γράμμα από τον πρόεδρο του Δημοκρατικού Μετώπου του χωριού, το οποίο το πάω στον Ενβέρ Χότζα στην κεντρική επιτροπή. Εκεί, διαμέσου και με μία άλλη εισχώρηση κάποιου γνωστού, συζητήθηκε σοβαρά το θέμα και με φωνάζουνε στο Αργυρόκαστρο και μου λένε μετά ότι: «Που θέλει να πας για αγρονομία ή για ζωοτεχνία;». Απλώς, εγώ ήθελα να πήγαινα για γιατρός δεν ήθελα, αλλά δεν υπήρχαν περιθώρια. Ε του λέω θα πάω για αγρονομία. Αυτό ήταν τον Οκτώβρη. Τα σχολεία άρχιζαν αλλά θα πήγαινα αγρονομία με αλληλογραφία. Θα δούλευα και θα έδινα εξετάσεις. Οπότε το Δεκέμβρη ήταν οι πρακτικές που κάναμε στα σχολεία, στο πανεπιστήμιο πήγα τις έκανα εγώ, την πρακτική ένα μήνα και στις 6 του Γενάρη της επόμενης χρονιάς ήταν η πρώτη εξέταση ένα μάθημα. Το πρώτο μάθημα στο πανεπιστήμιο. Οπότε, εγώ πήγα έδωσα το πρώτο μάθημα στο πανεπιστήμιο και το απόγευμα πήγα φαντάρος. Δηλαδή από το πανεπιστήμιο πήγα φαντάρος. Απλώς, ο στρατώνας μου που ήτανε κοντά στο πανεπιστήμιο, δηλαδή ήταν 5 χιλιόμετρα πιο πάνω και αυτό το οφείλω χάρη σε κάποιον γαμπρό δικό μου που ήτανε στο Αργυρόκαστρο τον Νίκο Λίτση ο οποίος εισχώρησε αυτός στο γραφείο που στρατολογούσε και είχε κάποιο γνωστό και του λέει ότι, «Τον τάδε μπορεί να το στείλεις τα Τίρανα, μία που είναι στο πανεπιστήμιο;». Και αυτό μου το έκανε, ήταν μεγάλο πράγμα αυτό, οπότε εγώ εκεί στο στρατό ήμουνα και έφεδρος αξιωματικός που σπούδαζα για 2 χρόνια και σπούδαζα και για τη σχολή για την αγρονομία, την νεωπονία, γεωπονική. Και όταν τελείωσα τη δεύτερη χρονιά, γιατί στρατό κάναμε δύο χρόνια τότες και τρία υπήρχαν, αλλά εγώ μία που ήμουνα πρώτος από τα αδέρφια, έκανα δύο. Τελείωσα την τρίτη χρονιά του πανεπιστημίου στα 2 χρόνια του στρατού. Μετά τελείωσα φαντάρος, βγήκα έφεδρος αξιωματικός, αλλά εγώ δεν ήθελα να υπηρετούσα στο στρατό, γιατί δεν άντεχα αυτό το επίπεδο του στρατού εγώ. Όχι την πειθαρχία, αλλά αυτό το επίπεδο του στρατού δεν το άντεχα. Οπότε, γύρισα στο χωριό και δούλευα εκεί στον συνεταιρισμό. Ασχολήθηκα με πολλές δουλειές εκεί στον συνεταιρισμό, δούλεψα και γεωπόνος πριν τελειώσω το πανεπιστήμιο και ταξίαρχος και οικονομολόγος και λογιστής. Δούλεψα σε πολλά αυτά σε αυτό το διάστημα. Και το 1982, πριν πάρω το πτυχίο, το πτυχίο το πήρα τον Αύγουστο, αλλά τον Απρίλη με καθόρισαν γεωπόνο εκεί στον τομέα στην Δερβιτσάνη για τον Αύγουστο. Πήρα το πτυχίο και δούλεψα δύο χρόνια στη Δερβιτσάνη ως γεωπόνος. Ήτανε πολύ καλός κόσμος και είχα περάσει πάρα πολύ καλά. Και εγώ δούλευα πάρα πολύ. Από κει από τη Δερβιτσάνη είχα και πολύ συγγενικό σόι, γιατί η μάνα μου ήταν από του Μάσσιου και ήταν από τη Δερβιτσάνη ο πατέρας της και είχε έρθει στα Σοφράτικα και παντρεύτηκε τη γιαγιά μου τότες. Αλλά μόλις δούλεψα δύο χρόνια στο Αργυρόκαστρο και να φανταστείς ότι δύο χρόνια στη Δερβιτσάνη, που η πόλη του Αργυροκάστρου από την Δερβιτσάνη είναι 10 λεπτά, δεν έχω πάει δύο φορές. Γιατί δεν έχω πάει; Γιατί ήταν τέτοια η πίεση της δουλειάς και το φορτίο της δουλειάς τέτοιο, που δεν είχες περιθώριο να φύγεις. Άμα ήθελες να άφηνες δουλειά πήγαινες, αλλά κάτι θα πήγαινε στραβά, κάποιος θα σε έβλεπε, κάποιος πρόεδρος κάποια αυτό και θα σου έλεγε ότι: «Τι κάνεις εσύ, εκεί σπέρνουν εκεί κάνουν δουλειές και εσύ πίνεις καφέ στο Αργυρόκαστρο;». Δεν γινόταν αυτό. Ούτε στο καφενείο του χωριού δεν πίναμε καφέ την ημέρα, γιατί και το μέτωπό του τομέα εκεί του συνεταιρισμού σε αυτόν τον τομέα στη Δερβιτσάνη ήτανε κάτω από το δρόμο, δεν είχες επαφές εδώ πάνω στο χωριό. Οπότε ήσουν αναγκασμένος να ήσουνα εκεί. Και φαγητό που τρώγαμε το μεσημέρι εκεί, ήταν κάτω στον κάμπο που είχε ο τομέας εκεί που τρώγανε οι τρακτορίστες, που τρώγανε κάποιοι υπάλληλοι έτσι. Οπότε δεν είχες καμία δουλειά να ερχόσουν στο χωριό, στο χωριό όταν θα έφευγες. Αλλά και όταν έφευγες το βράδυ και άμα αργούσες πολλές φορές στη δουλειά, δεν είχες με τι να πήγαινες και στο χωριό. Δεν είχα να γύριζα στο σπίτι μου και πολλές φορές γύριζα και με τα πόδια το βράδυ, ήταν πολύ κουραστικό. Τέλος πάντων, έκανα δύο χρόνια εκεί στη Δερβιτσάνη και μετά μου λένε να πάω στο Πωγώνι αρχιαγρονόμος. Δεν ήθελα και να πήγαινα στην πράξη μόλο που ήτανε σε υψηλότερο βαθμό. Αλλά μία που είχα δύο χρόνια εκεί, είχα μάθει εκεί, μόνο που είχε πολλή δουλειά. Τέλος πάντων, δεν είχα και τη δυνατότητα να αντιδράσω πολύ γιατί το περνάνε και κάπως διαφορετικά. Γιατί σου λένε: Τι δικαιολογίες έχεις; Είσαι παντρεμένος; Έχεις τα παιδιά και δεν έχεις τι να τα κάνεις;». Ελεύθερος είσαι, μπορεί να πας εκεί σε ανώτερο βαθμό. «Πάλι σε έχει ανάγκη το κόμμα έχει ανάγκη η κυβέρνηση», που λένε και αποφάσισα να πάω. Αποφάσισα να πάω και εξαιτίας του άλλου. Γιατί κάθε χρόνο βγαίνανε και λέγανε ποιος θα πάει στο Βορρά για ενίσχυση τον αδύνατων συνεταιρισμών που είναι στο Βορρά. Και εγώ φοβούμενος από αυτή την πίεση και μόλο που εγώ ήμουνα αλληλογραφία και όλη τη ζωή μου είχα δουλέψει, δεν ήμουνα κάνα χαϊδεμένο στέλεχος και παιδί. Αλλά μολαταύτα μπορεί να σε έπιανε το μο[00:10:00]λύβι πολύ εύκολα. Και αναγκάστηκα και πήγα. Είχα και κάποια ιδέα από το Πωγώνι, μόλο που ήταν ορεινό, γιατί ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα είχε παντρευτεί, είχε πάρει τη γυναίκα από το Πωγώνι και εγώ είχα πάει αρκετές φορές στο Πωγώνι. Δεν ήμουν σαν κάποιος άλλος που άμα θα έμπαινε εκεί στην γκρίκα που λέγανε, ανάμεσα στα βουνά, θα ήταν τρομοκρατημένος. Οπότε πήγα και πέρασα καλά. Δούλεψα 7 χρόνια στο Πωγώνι ως αρχιγεωπόνος. Είχα άλλους εφτά γεωπόνος, τομείς και στο κέντρο. Έτυχε που πήγα στο Πωγώνι μαζί με τον πρόεδρο και ο Πρόεδρος που νεοδιορισμένος είμαστε από την ίδια περιοχή. Εκεί το κόμμα έκανε κάποιες αλλαγές και πάει αυτός πρόεδρος, θέλησε να πάρει και γεωπόνο για να είχε κάποιος, κάπως δεξί το χέρι. Και περάσαμε καλά εκεί στο Πωγώνι. Σε σχέση με την κάτω Δρόπολη, το Πωγώνι σαν δουλειά ήταν λίγο πιο ήσυχα. Η Δρόπολη είχε πολύ φορτίο, είχε πολλή ένταση, είχε πολλή κούραση, είχε πολλή ζέστη γιατί και η θερμοκρασία στον κάμπο και το χειμώνα ήταν πολλή υψηλή. Ενώ στο Πωγώνι ό,τι κάναμε, το κάναμε με τη συνείδησή τη δική μας περισσότερο εμείς εκεί μέσα για μέσα. Ο έλεγχος δεν ήταν τόσος, δεν ήταν καθημερινά, όπως ήταν στην κάτω Δρόπολη, γιατί στην κάτω Δρόπολη και στη Δρόπολη σήκωνε όλο το φορτίο όλης της επαρχίας. Αν δεν πήγαινε καλά η Δρόπολη, δεν έβγαινε η επαρχία. Εμείς σαν Πωγώνι ήμασταν όπως με το βάρος το ίδιο όπως είχα εγώ στον τομέα στη Δερβιτσάνη, σαν βάρος. Ανεξαιρέτως ότι σαν μέγεθος το Πωγώνι ήταν δεκαπλάσιο, αλλά σαν βάρος ήταν αυτό του ενός τομέα στη Δρόπολη. Κάθισα εφτά χρόνια στο Πωγώνι μέχρι το 1991 που διαλύθηκε ο συνεταιρισμός. Ήτανε καλοί άνθρωποι, ήταν καλά στελέχη δουλεύανε. Το πρόβλημα ήτανε στο Πωγώνι, όπως και γενικά και στη Δρόπολη και στην Αλβανία, ήτανε μία διαφορά ανάμεσα στα στελέχη τα κομματικά και τα κυβερνητικά ή τα εκτελεστικά. Τη δουλειά την έκαναν τα εκτελεστικά, αλλά τις διαταγές της δίνανε τα κομματικά. Λογαριασμό ζητούσαν τα κομματικά τη δουλειά την έκανα τα εκτελεστικά. Το επίπεδο του κόμματος ήταν πολύ χαμηλό, ήτανε χαμηλό και σαν γενικό επίπεδο και σαν επαγγελματικό και δεν ήταν ειδικό το επίπεδο αυτό. Ο γραμματέας του κόμματος ή του μπιρού που λέγανε εκεί, μπορεί να ήταν ένας δάσκαλος, δεν είχε ιδέα από… Έτσι λέει κόμμα λέει… Έτσι λέει το κόμμα λέγανε και στη Νομαρχία, έτσι λέει το κόμμα λέγανε και στο κέντρο και ήσουν αναγκασμένος ότι έτσι λέει το κόμμα. Αυτό προερχόταν από τα ανώτατα, από τα ανώτερα όργανα και μέχρι τα τελευταία του κόμματος, γιατί και όλοι ήταν αγράμματοι αυτοί. Ήταν ένας απλός μαραγκός, δούλευε καλά εκεί πέρα, γινόταν ινστρούκτορας του κόμματος, από εκεί γίνονταν γραμματέας του κόμματος, γινόταν πρώτος γραμματέας. Αυτό και Αυτοί ξέραν απλώς: «Αυτή είναι η οδηγία του κόμματός, θα την εφαρμόσεις».

Θ.Κ.:

Θες να μας πεις λίγο πώς λειτουργούσε το Κόμμα και πως τα εκτελεστικά όργανα, σαν μηχανισμοί;

Χ.Κ.:

Τα εκτελεστικά όργανα είχαν ένα σχέδιο χρονιαίο στο συνεταιρισμό. Κάθε Σεπτέμβρη γινόταν, ερχόταν το σχέδιο από τα Τίρανα, από το υπουργείο του σχεδιασμού και αυτά. Το οικονομικό ερχότανε και δήθεν συζητιόταν, αλλά ερχότανε τετελεσμένο αυτό και σου λέγανε ότι θα σπείρεις τόσα στρέμματα, τόσες χιλιάδες στρέμματα, θα σπείρεις σιτηρά τόσο, θα σπείρεις ζωοτροφές, θα σπείρεις φασόλια. Τόσο θα σπείρεις αυτό, τόσο πατάτες, τόσο έτσι. Το θέμα ήταν που αυτές οι επιφάνειες δεν συμπίπτανε όλες με την πραγματικότητα. Γιατί να καλλιεργήσεις πατάτα ξερική, δηλαδή που δεν ποτίζεται, είσαι εξαρτούμενος από τις καιρικές συνθήκες. Άμα δεν βρέξει, δεν θα πάρεις ούτε το σπόρο και αυτό γινότανε. Ό,τι παίρναμε σπόρο αλλά παραγωγή δεν παίρναμε ίσα με το σπόρο. Προσπαθούσαμε να καλύψουμε τις επιφάνειες τις ποτιστικές με το καλαμπόκι με αυτά, να ανοίξουμε νέα γης. Δεν είχε μείνει χωράφι στα υψόμετρα δίχως να δουλευτούν και να. Με μεγάλα έξοδα γιατί και κυρίως στις ορεινές περιοχές αυτές οι επιφάνειες δεν ήταν καθαρές επιφάνειες, είχαν πολλές πέτρες, δούλευαν χρόνια ολόκληρα να βγάλεις τις πέτρες. Έβγανε τις πέτρες, βγαίναν άλλες πέτρες. Τέλος πάντων, υπήρχε αυτή η δυσκολία ανάμεσα στον σχεδιασμό και στην πραγματικότητα. Ο σχεδιασμός που ερχότανε τετελεσμένος και στην πραγματικότητα που ήτανε δυσκολίες αυτό. Ή η εντολή τότες ήταν ότι η φρουτοκαλλιέργεια στην Αλβανία δεν θα καλλιεργηθεί σε γόνιμο έδαφος, θα είναι σε ημιορεινό. Ναι αλλά και εμείς εκεί στο Πωγώνι, επειδής ήμασταν και σαν χώρος εκεί που καλλιεργότανε η καρυδιά, είχαμε πολλή επιφάνεια καλλιεργήσιμη με καρύδια. Αλλά οι καρυδιές εκεί ήτανε μόνες τους που είχαν φυτρώσει, ήταν ανάμεσα στους λάκους ήταν σε χώρο έτσι που περνούσε νερό και καλλιεργούνταν, δεν ήταν στην κορυφή του βουνού που δεν είχε νερό καθόλου. Για αυτό εκεί ήταν σκέτο αποτυχία. Ήτανε μεν επιφάνεια, ό,τι είναι με καρυδιές, αλλά αυτές δεν είχαν ανάπτυξη.

Θ.Κ.:

θυμάσαι να έχεις προβλήματα ή κάποια περιστατικά πάνω στη δουλειά σου;

Χ.Κ.:

Αυτό ολοένα το φοβόμασταν, αλλά δεν έτυχε να ελεχθεί. Όχι μόνο σε μένα αλλά και στους άλλους τους συνεταιρισμούς και στην Κάτω τη Δερόπολη, οι οποίες… Αυτό μου το λέγε και ο αρχιαγρονόμος της Δερόπολης, που ολοένα στη ζωή του το φοβόταν, ότι αν θα ερχόταν ένας έλεγχος και να έλεγε ότι είναι τόσα στρέμματα με κερασιές, ή με καρυδιές, για να δούμε πού βρίσκονται αυτά, δεν υπήρχαν. Και μεν οι τοπικές εξουσίες στις νομαρχίες το ξέρανε, αλλά έπρεπε να δικαιολογήσουν και τις εντολές που ερχότανε από πάνω. Και ήταν αυτό ότι τις εντολές από πάνω δεν είχε κανένας ούτε το δικαίωμα και ούτε το θράσος να αντισταθεί ή να τις δικαιολογήσει τουλάχιστον. Αλλά, γενικά, έτσι αυτά τα σχέδια με τη δουλειά που κάναμε και με τη δουλειά που έκανε ο κόσμος εκεί τα εκτελούσαμε. Δηλαδή, δεν τα εκτελούσαμε 100%, αλλά πάνω από 90% και αναλόγως με το ποσοστό της εκτέλεσης και αμειβόμασταν. Δηλαδή, αν βγαίναμε 95%, 10% μας κρατούσανε το χρόνο για να τα παίρναμε στο τέλος. Αν πήγαινε 95%, παίρναμε 5%.

Θ.Κ.:

Γυρνώντας λίγο πίσω, θα θέλα να μου πεις λίγα πράγματα για τα παιδικά σου χρόνια, όπως τα θυμάσαι στο χωριό; Δηλαδή τις συνθήκες ζωής θυμάσαι στο χωριό την εποχή που εσύ μεγάλωσες εκεί.

Χ.Κ.:

Κοίταξε, εμείς εκεί, στο χωριό, στο σπίτι μου ήμασταν τρία αδέρφια. Ήταν ο πατέρας, η μάνα και η γιαγιά. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος αδερφός. Στην αρχή, τα παιδικά χρόνια, μέχρι το ‘65-’66, δηλαδή εγώ γεννηθείς το ‘56 εγώ, για 10 χρόνια είχαμε κάπως τα βασικά. Γιατί είχαμε και την αγελάδα στο σπίτι, είχαμε και τα πρόβατα, είχαμε και τα γίδια. Απλώς τα είχαμε κοπάδι σαν χωριό, αλλά μεν ήτανε ακόμη ως ζώα και είχαμε και το γάλα, είχαμε και το βούτυρο, είχαμε και το ξινόγαλο. Μετά δόθηκε η εντολή, ότι στους συνεταιρισμούς που είναι χαμηλά στον κάμπο π.χ., να κρατήσουν μόνον η μία αγελάδα[00:20:00] ή 10 γιδοπρόβατα, επιλογή όποια θέλουνε. Οπότε εμείς αναγκαστήκαμε να κρατήσουμε γιδοπρόβατα και τα γελάδια τα πήρε ο συνεταιρισμός. Επί πληρωμής τα πήρε, εντάξει χαμηλή πληρωμή ήτανε τότε, πόσο θα δίνω συνεταιρισμός, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι στερηθήκαμε τα αγαθά. Δηλαδή από το ‘66-’67, ενώ στις ορεινές περιοχές κράτησε μέχρι το ‘80 που το είχαν. Όταν πήγα εγώ στο Πωγώνι το ‘84 τότες είχανε κάνα δυο χρόνια που τα πήρανε και τις αγελάδες. Μετά το ‘66 άρχισε να δυσκολεύει λίγο, γιατί όταν λέμε 10 γιδοπρόβατα, από αυτά τα 10 γιδοπρόβατα θα κρατήσεις 3-4 γίδια και 5-6 πρόβατα. Αυτά τα 5-6 πρόβατα αν ψοφούσε μία έμειναν τέσσερις, από αυτά τα τέσσερα αν έβγαινε και μία που δεν γεννούσε, που τη λέγανε τσαγκάδα, μένανε τρία. Από αυτά τα τρία τα πρόβατα, τι τυρί να έβαζες; Βάζαμε μία μπούντενα τυρί που τη λέγανε τότε και περιμέναμε το Νοέμβρη να την ανοίξουμε για να φάμε, να έχουμε τυρί το χειμώνα. Δηλαδή ήσουνα περιορισμένος. Γάλα από τα πρόβατα δεν έπαιρνες, γιατί θα το βάνε τυρί. Τώρα από αυτά τα γίδια, εξαρτάται πόσα πήγαινε και η κατάσταση μετά και θα είχες σε αυτή την περίοδο που έχουνε γάλα τα γίδια, δεν ήτανε και γίδια αυτά που να έχουνε 10 μήνες τον χρόνο παραγωγή. Και στο χωριό δεν είχε γάλα να πας να αγοράσεις στο μαγαζί. Δεν είχες στο σπίτι τελείωνες. Αυτά.

Θ.Κ.:

Από τους γονείς σου τι θυμάσαι;

Χ.Κ.:

Απλώς εμείς από τους γονείς, ο πατέρας μου ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και είχε το κοπάδι του χωριού εκεί και αυτός ως βοσκός εκεί στο κοπάδι είχε το δικαίωμα και έπαιρνε ενάμιση κιλό γάλα κάθε μέρα. Και το έπαιρνε και το έφερνε στο σπίτι και το κάναμε γιαούρτι. Ε και περνούσαμε καλά με αυτό το γιαούρτ. Ήταν μεν γιαούρτι πρόβειο, αλλά ήταν και μία βασική τροφή που την είχαμε εμείς ως οικογένεια, δεν την είχαν όλοι. Έτυχε που εμείς την είχαμε. Και εξαιτίας το γιαούρτι η τα γαλακτοκομικά, δεν μας ήταν απαραίτητο και το κρέας. Μάλλον δεν το ζητούσαμε και πολύ το κρέας, γιατί μεν ήμασταν συμπληρωμένοι και ικανοποιημένοι από το γιαούρτι. Μετά από μικρός που έτυχε, που εκεί στο σπίτι που ήμασταν σκεφτήκαμε ότι να το διορθώσουμε το σπίτι, να κάνουμε κάτι αλλαγές. Αλλά εκεί που ήτανε στον στο ίδιο το μέρος εκεί, ήμασταν στο κέντρο του χωριού και ήμασταν λίγο περιορισμένοι και είπαμε να πάμε να το κάνουμε λίγο πιο στην άκρη του χωριού, μία που είχε ένα οικόπεδο η μάνα μου. Και αναγκαστήκαμε να το μεταφέρουμε όλο το σπίτι. Με τα γομάρια κουβαλώντας όλη την πέτρα έξι μήνες, να πάρεις την πέτρα από το ένα μέρος να την πας στο άλλο το μέρος και ξέρεις το χωριό, δεν ήταν κέντρο με άσφαλτο και αυτά. Κάτι κατσικόδρομοι ήτανε που περνούσαν τα γομάρια. Και κάθε Σαββατοκύριακο, παίρναμε όλα τα γομάρια του χωριού, όχι όλα αλλά 5 τούτη την Κυριακή, 5 την άλλη, 5 την άλλη… Και έξι μήνες, 12 χρονών ήμουνα τότες και κουβαλούσα πέτρα, να το μεταφέρουμε, να το πάμε εκεί. Και σε αυτή την περίοδο που κάναμε και το σπίτι, δυσκολευτήκαμε και αρκετά και δηλαδή περιορισμένα οικονομικά. Γιατί ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε οικονομία για να κάνουμε το σπίτι. Να φανταστείς και σφάζαμε, είχαμε 5-6 πρόβατα και αν είχαμε 3-4 αρνιά που γινόταν από τα πρόβατα, τα πουλούσαμε και παίρναμε χρήματα και εμείς κρατούσαμε το κεφάλι ή τα εντόσθια για λόγο μας. Ενώ το κρέας όλο το δίναμε για να πάρουμε τα χρήματα. Και τότες που αποφασίσαμε να κάνουμε το σπίτι, ήρθε ο μάστορας εκεί και του λέμε, ότι στο σπίτι το παλιό να διορθώσει λίγο μία μπάλα που τη λέγανε, μία πρόσοψη του τοίχου. Και λέει αυτός, ότι: «Για την κάναμε αυτή μετά από 10 χρόνια θα θέλει και η άλλη από κάτω, γιατί όπως και να είναι τη βλέπω λίγο που χει αυτό και εδώ που είστε δυσκολίες θα έχει η μεταφορά και αυτά, είναι το ίδιο σαν να κάνετε ένα καινούργιο», «μας δεν έχουμε χρήματα», του λέει η μάνα: «Πώς να το κάνουμε, με τι χρήματα να το κάνουμε το σπίτι», «Μου τα δίνετε», λέει, «όταν έχετε». Και αυτό δεν ήταν εύκολο πράγμα, για να δώσεις όλα τα χρήματα ενός σπιτιού όταν να τα χεις. Πότε θα τα έχεις κι αν τα έχεις. Τέλος πάντων, αποφασίσαμε μια που χάλασαμε και το ίδιο, μεταφορά την πέτρα και το κάνουμε. Το σπίτι, δύο δωμάτια και ένα σαλόνι έτσι, ένας διάδρομος. Μέσα σε αυτή τη χρονιά, που μόλις τελείωσε το σπίτι, εκεί μας είχανε δώσει στο συνεταιρισμό από 1.000 μέτρα. 1 στρέμμα γης είχε κάθε οικογένεια. Στην αρχή είχαμε τρία στρέμματα, αλλά μετά το φέραμε στο ένα. Αυτό πήγαινε σε αναλογία και με τα ζώα, πήραν τα ζώα λιγόστεψαν και την επιφάνεια που είχε το κάθε νοικοκυριό ιδιωτική. Και έτυχε το σπείρανε τριφύλλι εκείνη τη χρονιά, εμείς το λέγαμε γιόντζι εκεί και αυτό ήταν πολύ ακριβό και εκείνη τη χρονιά αυτό το τριφύλλι έκανε 100 κιλά σπόρο. 100 κιλά σπόρος ήτανε 75% του κόστους του σπιτιού. 75%, 27.000 λεκ. 40.000 λεκ έκανε το σπίτι τότες και μας έδωσε και 10.000 ένας γαμπρός της μάνας μου και ξοφλήσαμε τους μαστόρους. Αυτή την ιστορία τους την αναφέρω και των παιδιών, ότι είναι ένα παράδειγμα, δεν μπορεί να περιμένεις όταν σου έρθουν όλες οι συνθήκες για να κάνεις κάτι, θα πρέπει να πάρεις απόφαση. Αυτό το δίδαγμα το είχε και το κομμουνιστικό κόμμα της Αλβανίας τον καιρό του πολέμου, που ερχόταν με τους αντιπάλους και ένας έλεγε ότι δεν είμαστε ακόμα ώριμοι και ο άλλος λέει ότι θα ωριμάσουμε στον πόλεμο. Τέλος πάντων, αυτοί. Αλλά εδώ για το σπίτι ήτανε, ότι αν δεν έπαιρνε πρωτοβουλία η μάνα μου και απόφαση και υπομονή, δεν θα γινόταν. Είναι όλα αυτά που μετρούν και σε ό,τι δουλειά και να κάνεις, μπορεί να είσαι καλός αλλά άμα δεν έχεις υπομονή, δεν γίνεται. Και αυτό το λέγανε, το έχω ακούσει και στο χωριό που και τότες που λεγόταν, που γινόταν το σπίτι κάποιοι λεγαν, ότι πώς θα το κάνουν αυτό, γιατί σπίτι στο χωριό τότες πήγαιναν στην Αμερική πριν να βγάλουν χρήματα να κάνουνε σπίτι δεν μπορείς να έκανες σπίτι. Και λέγανε ότι η Όλγα έχει υπομονή θα το κάνει και πραγματικά το έκανε, αλλά πήρε την απόφαση, πήρε την πρωτοβουλία και το πάλεψε. Και ήρθαν και οι άλλες οι ευκολίες μετά, γιατί αν δεν θα έπαιρνε την πρωτοβουλία και να έρχονταν οι ευκολίες μετά, δεν θα μπορούσε να το έκανε.

Θ.Κ.:

Τώρα αναφέρθηκες στην Αμερική. Έχεις μία Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία σε σχέση με την Αμερική και την οικογένειά σου.

Χ.Κ.:

Αυτή είναι μία πολύ έτσι ιδιαίτερη ιστορία. Όταν ήμουνα μικρός δεν άκουγα εκεί στο σπίτι συζητήσεις αν έχουμε παππού, αν δεν έχουμε παππού. Υπήρχε μία έτσι ησυχία, ηρεμία, ηρεμία περισσότερο δεν συζητιόταν καθόλου αυτό το θέμα, υπάρχει ο παππούς. Ήξερα ότι υπάρχει ο παππούς, αλλά ότι να συζητιόταν, δεν συζητιόταν και τη γιαγιά δεν άκουγα να λέει ότι: «Α έχω άντρα, δεν έχω άντρα, ήταν έτσι, ήταν έτσι, είχε καλά, δεν είχε καλά». Τέλος πάντων, μεγαλώνοντας έμαθα από τον πατέρα μου πολλά πράγματα. Ο παππούς έφυγε για την Αμερική το 1916. Πριν φύγει από την Αμερική, για την Αμερική, ήταν παντρεμένος ο παππούς και χήρεψε και η γιαγι[00:30:00]ά μου ήταν παντρεμένη και χήρεψε. Οπότε πριν φύγει για την Αμερική παντρεύτηκαν ο παππούς και η γιαγιά. Αφού περάσανε δύο χρόνια και η γιαγιά δεν ήταν έγκυος, της λέει η πεθερά της: «κοπέλα μου, της λέει, εγώ θα γεράσω, εσύ δεν μπορείς να μείνεις εδώ μόνη σου, χωρίς παιδιά, για αυτό τους λέει μία που ο γιος μου και ο άντρας σου δεν βλέπουμε να έρθει, να πας εσύ στην Αμερική και άμα κάνεις παιδιά στην Αμερική και θέλεις να 'ρθεις Έλα. Αλλά άμα δεν κάνεις, δεν έχεις δουλειά να γυρίσεις, θα κάτσεις εκεί με τον άντρα σου». Μα, της λέει η γιαγιά της πεθεράς της: «Δεν έχουμε και χρήματα πώς θα πάμε στην Αμερική;» Της λέει: «Θα δώσουμε τα χωράφια μπεφάτα τα λέγανε τότες εκεί σε έναν που έχει χρήματα, που είχε έναν Μίχο Κότο στο χωριό και όταν θα κονομήσουμε τα χρήματα θα του τα δώσουμε και θα μας τα δώσει τα χωράφια». Και τους έδωσε τα χρήματα αυτός και φεύγει η γιαγιά με κάτι χωριανούς και πολλοί άλλοι γειτόνοι εκεί ήτανε στο Κλίντον στο New Jersey. Είχε κι άλλα τρία ξαδέρφια ο πάππος εκεί και πολλοί χωριανοί άλλοι και πήγε και έφυγε και πήγε στην Αμερική. Εκεί στην Αμερική, μετά από ενάμιση χρόνο, γεννιέται ο πατέρας σου Βασίλης. Και ήταν έγκυος και στη θεία μου τη Βασίλω. Τους ειδοποιούν από το χωριό ότι η τάδε είναι άρρωστη, για την πεθερά της. Η γιαγιά μου είχε και τέσσερις αδερφές εδώ στο χωριό, όχι στο δικό μου αλλά στο διπλανό στη Δούβιανη και του λέει του πάππου η γιαγιά, εφόσον είχε και την εντολή από την πεθερά της και τότε τις πεθερές τις είχαν μεγάλο σεβασμό και αυτά. Της λέει, ότι, του λέει του ανδρός, του παππού ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε την πεθερά τη μάνα άρρωστη εκεί και είναι ντροπή από τον κόσμο και αυτά. Της λέει ο παππούς, ότι δεν μπορεί να πας στο χωριό, γιατί μετά το ‘23 δεν μπορούσες να πήγαινες ξανά στην Αμερική. Έκλεισαν οι δρόμοι προς την Αμερική και όλοι οι άλλοι που πηγαίνανε, πηγαίνανε διαμέσου του Μεξικού και περνούσαν λαθραία για την Αμερική, για αυτό και πολλοί Βορειοηπειρώτες δικοί μας μείνανε στο Μεξικό. Γιατί δεν μπόρεσαν να περάσουν στην Αμερική. Και πολλοί σκοτώθηκαν και στα σύνορα και τότε σκότωναν. Μα όχι του λέει η γιαγιά είναι ντροπή δεν την αφήνουμε έτσι. Και πήρε την απόφαση και γύρισε στο χωριό το ’23. Μόλις ήρθε στο χωριό μετά από κάτι μήνες έκανε τη θεία μου, γέννησε τη θεία μου. Αλλά όταν ήρθε στο χωριό, η πεθερά της είχε πεθάνει. Και όλα τα πράγματα που είχε στο σπίτι της τα είχανε πάρει οι αδερφές. Η γιαγιά πέθανε γιατί ήταν καλοκαίρι και ήπιε νερό στο ποτάμι και έπαθε μόλυνση. Γιατί ήπιε νερό στο ποτάμι; Γιατί η περιοχή και όλη η Δρόπολη τότες δεν είχε νερό, έπαιρναν νερό από το Λιμπόχοβο από μία βρύση εδώ κάτω στην Νεπράβιστα, Τζέλιστα που τη λέγανε. Και εκεί για να πήγαινες να παίρνες νερό, έπρεπε να είχες κάποιον άντρα. Σηκώνονταν από το πρωί από τις τέσσερις με τα αλόγατα πήγαινανε, παίρναε δύο βαρέλες νερό και ερχότανε. Τώρα η γιαγιά, μία γριά, ποιος θα πήγαινε να της έπαιρνε νερό εκεί πέρα και κάκος του κάκου. Δεν είχε νερό. Και το νερό, μία βρύση στο χωριό με νερό ήρθε το ’52, που την έκανε το σύστημα του Χότζα. Μεν είχε πηγάδι, σερτό και ήταν ο σερτός, κρατούσε, μόνο τον Αύγουστο κάνα μήνα κοβότανε. Αλλά αυτή ήταν η περίοδος του Αυγούστου που δεν είχε νερό. Και λέγαμε για τη γιαγιά, ήρθε και τα βρήκε και την πεθερά της είχε πεθάνει και το σπίτι άδειο, αλλά είχε φέρει πολλά πράγματα από την Αμερική η γιαγιά και ορθοποδήθηκε. Το ‘23 αυτό. Μετά, το ‘32 έρχεται ο παππούς. Έρχεται ο παππούς φτιάχνει και το μισό το σπίτι εκεί που ήτανε, έκανε περικυκλώματα με τοίχους, με αυτά, ανοίγει και φούρνο στα Γιάννενα. Έκατσε κάνα χρόνο και εδώ στην Ελλάδα η κατάσταση τότες ήταν λίγο δύσκολη. Μετά το ‘32 που έπεσε ο Βενιζέλος και ήταν η κατάσταση λίγο όχι ήρεμη. Το ‘34 φεύγει ξανά ο παππούς. Είδε την κατάσταση και στα Γιάννενα, στο χωριό δεν μπορούσε να καθόταν ο παππούς, γιατί είχε μάθει με άλλη ζωή. Αυτό έλεγα και εγώ του πατέρα, ότι γιατί δεν κάθουνταν στο χωριό, μα δεν μπορούσε μου λέει. Και τι έκανε του λέω. Κάθε μέρα λέει έπαιρναν το γομάρι με έναν άλλον γείτονα λέει που ήταν και αυτός στην Αμερική και μία πήγαιναν στο Λιμπόχοβο μου λέει, μία πήγαιναν στο Αργυρόκαστρο, διάβαζε εφημερίδα, διάβαζε αυτά, δεν μπορούσε να καθότανε στο χωριό. Δεν μπορούσα να κάθουνταν στο χωριό, αλλά δεν μπορούσε να έπαιρνε και τον πατέρα μου ακόμα στην Αμερική, γιατί δεν έχει κλείσει τα 18 χρόνια. Γιατί ο πατέρας μία που είχε γεννηθεί εκεί ήταν υπήκοος Αμερικανός. Το ’38, έρχεται το μπατζανάκι του από την Αμερική στην οικογένειά του, που είχε στη Δούβιανη και του λέει: «Θα μου φέρεις και το γιο τώρα που να γυρίσεις, να σου δώσω τα χρήματα για το εισιτήριο. Όχι έχω δουλειά». Και μόλις ήρθε εκείνος της λέει της γιαγιάς ότι να κάνεις έτοιμο το Βασίλη, όταν θα φύγω Θα τον πάρω, μου είπε ο Χαράλαμπος. Αυτός εκεί που το συζήτησε στο σπίτι του, τον μπατζανάκη του παππού μου, κάπως ήρθε σε ρήξη με τη γυναίκα του, με τις αδερφές της γυναίκας του, που ήταν ανύπαντρες και κάπως θα συζήτησαν, «Δεν παίρνεις καμία από μας, που μείναμε ανύπαντρες 30 τόσο χρόνων και θα πάρεις ένα 18 χρονών παιδί;», «Μα δεν το παίρνω εγώ ο πατέρας σου το θέλει». Μόλαταυτα, αυτός για να μην έρθεις σε συζητήσεις με την οικογένειά του, δεν τον παίρνει τον πατέρα μου. Μετά, ο πατέρας μου το ’39, του στέλνει τα χρήματα ο παππούς από την Αμερική για να φύγει, να πάει στην Αμερική. Κόβει εισιτήριο πάει στους Αγίους Σαράντα και πάει στο Μπάρι της Ιταλίας. Ήταν Φλεβάρης του ’39. Τότες, λόγω και της προετοιμασίας του πολέμου που τον Απρίλιο η Ιταλία μπήκε στην Αλβανία και ήταν και πριν στην Αβησσυνία, καθυστέρησε το πλοίο να, κάθισε μία εβδομάδα ο πατέρας εκεί στην πρεσβεία στην Ιταλία και γυρίζει πάλι στο χωριό. Μετά το ‘45 τον ζητούσαν ξανά, που είχε βγάλει και εισιτήριο για να ταξιδέψει αυτά, αλλά μετά το ‘45 δεν τον άφηνε το σύστημα. Το ’45, μία που τελείωσε ο πόλεμος και γινόταν αυτή η μαύρη αγορά ανάμεσα στα χωριά μας και μέχρι τα Γιάννενα, στέλνει ο παππούς ξανά σε έναν χωριανό μας που ήταν στα Γιάννενα και δούλευε ταξί, ότι να μπορέσει να περάσει ο πατέρας μου να πάει στην Αμερική και λέει ενανού, που έκανε μαύρη αγορά, γείτονα ότι μου είπε ο τάδες, μπορεί να του φέρεις το γιο εδώ στα Γιάννενα για να φύγει. Του είπε ο γείτονας εκεί, της είπε της γιαγιάς ότι έτσι και έτσι και γίνεται έτοιμος ο πατέρας μου. Κείνο το βράδυ του φωνάζει ένας γείτονας και πάνει στο σπίτι του πατέρα μου και εκείνος φεύγει. Τώρα αυτό είχε μαθευτεί, έτσι τυχαίως πήγε αυτός, αλλά αυτός ήταν και της εξουσίας, αυτός ο άλλος ο γείτονας. Τέλος πάντων δεν ήταν τυχερό να φύγει ο πατέρας μου, να πάει στην Αμερική. Τρεις προσπάθειες και δεν πήγε. Από κει και πέρα ο παππούς πέρασε σε μελαγχολία, γιατί είδε ότι μάλλον μου έχει πει και κάποιος άλλος φίλος του, ότι κάποτε έχει έρθει μετά το ‘45 και μέχρι την Κακαβιά. Είχε έρθει στην Ελλάδα και είχε έρθει και μέχρι την Κακαβιά, νομίζοντας ότι άμα είναι στα Γιάννενα και μπορεί να περάσει, όπως περνούσαν στον καιρό του Ζώγκου, αλλά είχαν αλλάξει τα πράγματα, δεν ήταν εύκολο. Οπότε ο παππούς κλείστηκε στον εαυτό του μετά, γιατί είδε ότι όλη η ζωή του του πέρασε. Κάποιον άλλον δεν είχε και απλώς τον πρόσεχε ένας πρώτος ξάδερφος που ήταν εκεί. Το ’45, αφού τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και άρχισε αλληλογραφία και ρωτούσε ο [00:40:00]ένας με τον άλλον, ότι από την οικογένειά μου είναι όλοι εν ζωή, ποιος ζει ποιος έχει σκοτωθεί, ποιος έτσι. Και αρχίσανε τα γράμματα να πηγαινοέρχονται. Γράψανε ένα γράμμα του παππού, ο θείος μου ήταν στο χωριό και του έλεγε, ότι περάσαμε δύσκολα χρόνια, φόβο μεγάλο, σκοτωμός, αλλά τουλάχιστον είμαστε ζωντανοί, αλλά ότι πεινάσαμε πεινάσαμε. Και ότι είχε φέρει η γιαγιά από την Αμερική, τότες μόνο τη μηχανή Singer κράτησε, όλα τα πήρε ο Βούρκος για ένα κομμάτι ψωμί, δεν έχει μείνει τίποτα. Τους απαντάει ο παππούς: «Έχετε δίκιο παιδιά μου, ήσασταν στην Αμερική και φύγατε, για αυτό φταίει η μάνα σας, δεν σας φταίω εγώ». Τώρα αυτά ήταν τα λόγια του παππού, άμα άκουγες τη γιαγιά θα έλεγε τις δικαιολογίες τις δικές της, ότι είχαμε την πεθερά, είχαμε το ένα, είχαμε το άλλο. Αλλά ο παππούς σαν άνθρωπος με πιο ορίζοντα σκέφτονταν διαφορετικά τα πράγματα. Και μετά ο παππούς στο τέλος, τον πήγε αυτός ο ξάδερφος σε ένα γηροκομείο και πέθανε εκεί και του έκανε πάρα πολύ καλή κηδεία και έχουνε και έναν οικογενειακό τάφο εκεί στην πόλη. Και εμείς, τότε που ήμασταν παιδιά μικρά και ακούγαμε ότι ο παππούς είναι σε γηροκομείο, επειδής εκεί στο έμπα του Αργυροκάστρου ήταν ένα γηροκομείο και εκεί πηγαίνανε αυτοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και ήτανε πολύ έτσι. Μας ερχότανε ντροπή εγώ, ότι ο παππούς ήταν σε γηροκομείο, είχαμε τέτοια ιδέα και δεν ήθελαμε και να το συζητήσουμε και δεν το συζητούσαν. Όταν πάει ο θείος μου στην Αμερική και πήγε στο μνήμα του πατέρα του εκεί, εκεί κατάλαβε ότι ο πατέρας του είχε δίκιο. Και από τα λεγόμενα των αλλονών, ότι ο Χαράλαμπος ήταν κύριος άνθρωπος και πολύ τίμιος και πολύ σωστός και όλο το θέμα το είχε η γιαγιά με την νοοτροπία τη γυναικεία αυτή του χωριού.

Θ.Κ.:

Τώρα αναφέρθηκες στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι μνήμες υπήρχαν στο χωριό σου από τότε;

Χ.Κ.:

Θυμάμαι, το πιο σημαντικό έτσι που μπορώ να πω, είναι όταν έρθαν οι Έλληνες στο χωριό και λέγανε εκεί στο χωριό ότι ο Βασίλης ο Κάτσης έτρεξε πρώτος και χτυπούσε την καμπάνα ακατάπαυστα, όταν ήρθαν οι Έλληνες στο χωριό. Όταν ήρθανε οι Έλληνες στο χωριό, όχι το πρώτο μέτωπο που προχωρούσε τον πόλεμο, αλλά, γιατί το πρώτο μέτωπο προχωρούσε και δεν σταμάτησε, έφυγε στο Αργυρόκαστρο, αλλά μετά από λίγο ήρθε το εφεδρικό το μέτωπο από το βουνό πάνω. Μου λέει ο πατέρας, αμέσως περιμέναμε από το δρόμο, αυτοί ήρθαν από το βουνό και ήταν απόγευμα. Αυτό πρέπει να ήταν το Γενάρη, το Γενάρη του ’41. Ήταν 180 φαντάροι οπλίτες, όλοι με το μούσι, με τα ζώα, με τα πράγματα που είχανε και μαζεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού. Τυχαίνει που η εκκλησία να είναι και στο πάνω μέρος του χωριού και αυτοί κατέβηκαν από το βουνό και πήγαν στην εκκλησία. Και εκεί μαζευτήκανε όλοι στην εκκλησία και από το χωριό, δημογέροντας και παπάς και όλα αυτά. Και είπανε, ζητήσανε ότι να τους παραχωρηθεί ένας χώρος πού να μείνουνε, να κάνουνε φωτιά ή κάποιος χώρος, ένα χαγιάτι της εκκλησίας ή άλλες αποθήκες ή τι μπορεί να υπάρχει. Και σκεφτήκανε και μετά λέει ο δημογέροντας, ένας Γιαννάκη Αναγνώστης, τους λέει θα σας μοιράσουμε στα σπίτια. Ήταν κάτω 180 άτομα, 180 άτομα, το χωριό παραπάνω από 50 σπίτια που να έπαιρνε άτομα, δεν είχε. Μόλαταυτα τους πήρε, άλλοι τέσσερις, άλλοι πέντε, άλλοι έξι, άλλοι δύο. Εμείς στο σπίτι, μου λέγε ο πατέρας, είχαμε τέσσερα άτομα. Και αυτοί όλοι ήταν από την Πελοπόννησο. Αλλά μόλις τους ανακήρυξαν εκεί, ανακοίνωσαν εκεί στην εκκλησία ότι θα πάτε όλοι στα σπίτια, γιατί εμείς σας θεωρούμε αδέρφια, δεν μπορεί να καθίσετε στο χαγιάτι. Αυτοί οργανώθηκαν και παίρνουν ένα χορό, τον οποίο σας το δίνω εδώ το χορό που χόρεψαν όλοι και μαζί και οι χωριανοί μετά μπήκαν. Ήταν ένας χορός που χορεύονταν στα τρία τέταρτα: «Ένα μωρέ ένα μωρέ δυο μωρέ δυο τρία μωρέ τρία» και σε συνέχεια μέχρι το 13. Και αφού σκορπίστηκαν όλοι στα σπίτια το βράδυ, ήρθανε στο σπίτι το δικό μας, ήταν τέσσερα άτομα. Και της λένε της γιαγιάς, «Γιαγιά» της λένε «θέλουμε ένα χώρο να κάνουμε φωτιά και ξύλα, αυτό θέλω να μας το παραχωρήσεις», και όπως είχανε εκεί το χώρο με τη φωτιά, με αυτό, τους πήγανε και τα ξύλα και κάνανε μία μεγάλη φωτιά και βγάλανε όλα τα ρούχα που είχαν αυτά και τα κρεμούσαν έτσι πάνω στη φωτιά και άρχισαν να πέφτουν οι ψείρες και να κανούνε κρότο «Κραν, Κραν, Κράν» συνέχεια. Γιατί τόσο καιρό, τόσες μέρες άπλυτοι και αυτά και είχανε αυτό το χώρο. Και κάθισαν και περίπου δύο μήνες εκεί στο χωριό οι φαντάροι και θυμάμαι κάπου αλλού ένας άλλος συγγενής μου από άλλο χωριό, που συνομιλούσε με άλλους στρατιώτες Έλληνες τότες, που πήγανε πιο στο βάθος από το Αργυρόκαστρο, που δεν είχαν οι άνθρωποι εκεί πέρα ούτε αυτή τη φιλοξενία αλλά ούτε και αυτή την, δεν αισθάνονταν αυτή την υποχρέωση και μπορεί να μην ήταν και οικονομικά και τους λέγανε: «Σκα, Σκα, Σκα», «Δεν έχει, δεν έχει, δεν έχει». Δηλαδή δεν μπορούσαν να τους φιλοξενήσουν έτσι όπως τους φιλοξενούσαν εδώ στην Δερόπολη, στα χωριά τα ελληνικά που ήτανε. Και καθίσανε δύο-δυόμισι μήνες οι φαντάροι εκεί και αναλόγως με το μέτωπο, άλλοι φεύγανε, άλλοι ερχόταν, άλλοι φεύγαν, άλλοι ερχότανε. Και κάποιοι και παντρεύτηκαν και πήραν και κοπέλες από το χωριό, όταν γυρίσανε πίσω πήραν και τις κοπέλες. Αλλά είχανε το μαγειρείο στο κέντρο του χωριού οι φαντάροι αυτοί και κάθε πρωί, μεσημέρι, βράδυ πήγαιναν παίρνανε το φαγητό τους και ερχόταν μετά στο σπίτι το βράδυ και κοιμότανε.

Θ.Κ.:

Τώρα αυτό το τραγούδι ποιος το κατέγραψε;

Χ.Κ.:

Αυτό το θυμιόντανε ο πατέρας μου και ο θείος μου και του λέω: «με μία φορά που το χόρεψαν», «το χόρευαν και άλλη φορά, λέει, εκεί Και αρχίσαμε και το χορεύαμε και εμείς», λέει και το θυμότανε αυτό το τραγούδι. Και όταν πήγα, μου λέει ο θείος που είναι στα Τίρανα τώρα 88 χρονών είναι 86, πήγα να πάρω την ελληνική ταυτότητα στο ελληνικό προξενείο λέει, ήτανε η πρόξενος εκεί και της λέω: «Να σου πω και ένα τραγούδι», «Τι τραγούδι θα μου πεις;». «Θα σου πω ένα τραγούδι της λέω που θα μου πεις αν το έχεις ακούσει ή αν δεν το έχεις ακούσει. Όταν ήρθαν οι Έλληνες στο χωριό της λέω, εκεί στην εκκλησία, της λέει ο θείος πήραν το τραγούδι, της λέει αυτό, αυτό, όλο, όλο». Και παίρνει και το γράφει μου λέει η πρόξενος και μου λέει: «αυτό το τραγούδι δεν το έχω ακούσει ποτές». Ε πού να το ακούσεις της λέει εδώ και 40-60-80 χρόνια. Που να το άκουγε;

Θ.Κ.:

Προχωρώντας τώρα, εσύ από την προσωπική σου εμπειρία, πώς θυμάσαι τις συνθήκες μες στην περίοδο του καθεστώτος;

Χ.Κ.:

Εγώ, πάντοτε, τις συνθήκες μέσα στο καθεστώς, γεννημένος από το ’56, που τότε στο 56 άρχισαν και οι συνεταιρισμοί να δημιουργηθούν εκεί στην περιοχή μας. Μεν οι πρώτοι συνεταιρισμοί στην Αλβανία άρχισαν από τ[00:50:00]ο ’46, αλλά αναλόγως τις περιοχές ήταν σε διαφορετικό χρόνο. Πάντα τις θεωρούσα δύσκολες, όσο και να είχαμε ήμασταν περισσότερο νοικοκυριά αυτάρκειας έτσι. Αν παράγαμε είχαμε, αν δεν παρήγαγε κάτι στο σπίτι, δεν είχαμε να πούμε. Αν είχαμε γάλα, από το δικό μας, τρώγαμε δεν είχαμε, δεν ήταν κάτι να πας να συμπληρώσει ή να πας να αγοράσεις ή να έχεις και την οικονομική δυνατότητα να πας να το αγοράσεις. Γιατί πως θα το αγόραζες με αυτά τα χρήματα, αυτά ήταν λιγοστά. Ρούχα να 'παίρνες ή κάτι άλλο να 'παίρνες, γιατί και τα ρούχα θυμάμαι τη μάνα μου μού 'λεγε, όταν ήμουνα μετά από τα 10 χρόνια 15, που έπαιρνα κάνα σακάκι έτσι αυτά. Πηγαίναμε εκεί στο Αργυρόκαστρο στο αυτό, για να κοιτάξουμε, μου λέει αυτό είναι στενό. Πόσο θα το πάρουμε το σακάκι, Θα το πάρουμε πιο μεγάλο μου λέει, γιατί του χρόνου θα γίνεις, θα ψηλώσεις περισσότερο και τον άλλον. Δεν θα το χαλάσεις το σακάκι σε ένα χρόνο και το 'παίρνα, την πρώτη χρονιά ήταν αρκετό πλατύ το σακάκι. Να φανταστείς, αυτό θα πήγαινε και πέντε και δέκα χρόνια να πούμε. Ήτανε, γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα να το αλλάξεις κάθε χρόνο ή να πάρεις κάτι άλλο είναι. Ενα παντελόνι είχαμε το χρόνο, δεν είχαμε δύο, 2ο, ένα παντελόνι θα παίρναμε. Δεύτερο αν θα σκίζονταν αυτό και δεν ήτανε, ένα καλό παντελόνι, ένα κουστούμι το είχαμε για όλη τη ζωή. Αλλά και από άποψη τροφής, εγώ και σαν μεγαλύτερος γιος που ήμουνα και δεν είχαμε και αδερφή, ήμουνα υποχρεωμένος να εκτελούσα και πολλά καθήκοντα γυναικεία. Δηλαδή να πάω να κάνω ψώνια και εξάλλου εκεί στο σπίτι και σκούπιζα με όλα τα αδέρφια και τινάζαμε και σιδερώναμε τα ρούχα μας, κάναμε πολλές δουλειές έτσι οικιακές, αλλά και εξωτερικές. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι τη ζωή μου, από τότες που ήμουνα και στο οκταταξιο και στο λύκειο στο Λιμποχοβο, θα ενδιαφερόμουν για λάδι. Λάδι τότες δίνανε σε κάθε οικογένεια δύο λίτρα το μήνα ηλιέλαιο. Ναι αλλά από τη στιγμή που δεν είχαμε και αγελάδα, για να χαμε λίγο βούτυρο ή να είχαμε κάτι άλλο, δεν είχες με τι να μαγείρευες. Δύο λίτρα λάδι σε μιάμιση εβδομάδα είχε φύγει αυτό και αναγκαζόμουν να σχημάτιζα παρέες, ότι ο τάδε φίλος μου μήπως έχει την νύφη του σε κάνα μαγαζί τροφίμων και μπορεί να μου πάρει. Είχε ένας σε ένα άλλο χωριό του λέγα φέρε μου δύο λίτρα λάδι, φέρε μου έλεγα του αλλουνού. Πήγαινα στο Αργυρόκαστρο μήπως ήβρισκα κάτι με μεγάλη δυσκολία και ψωμί, που είχαμε πολλά διαστήματα είχαμε με καλαμπόκι ψωμί, αναγκαζόμουν στο Λιμπόχοβο όσες φορές που ήμουνα μαθητής, να πάρω ψωμί σταρένιο από το Λιμπόχοβο που ήτανε πόλη αυτό ή να πάω στο Αργυρόκαστρο να δώσω και κάποιο αυτό επιπλέον. Όποιος ήτανε που πήγαινε τον παρακαλούσα και του έλεγα ότι πάρε μου και μένα ένα και δεν σου παίρναν όλοι γιατί δεν θέλαν. Δηλαδή αυτό το πρόβλημα του εφοδιασμού, από τη στιγμή που άρχισα να ενδιαφέρομαι και να το κάνω ήτανε σαν καθήκον. Δεν θυμάμαι και όταν ήμουν παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου ολοένα ήμουνα με σακούλια εγώ στην πλάτη και σαν μαθητής που ήμουνα στο λύκειο ή και σαν φοιτητής, κάτι να εφοδιάσω για την οικογένεια. Ήταν σοβαρό, αλλά το θέμα ήταν ότι και στο Αργυρόκαστρο να πήγαινες δεν έβρισκες αυτά τα πράγματα να τα 'παίρνες, να τα αγόραζες. Και μετά από το ‘80 που το κράτος, εκεί το κόμμα δεν άφησε και ιδιωτικό τελείως και στις ορεινές περιοχές και κάτω στον κάμπο, αυτό ήτανε μεγάλο κακό. Αυτή ήτανε βλακεία, αλλά γιατί το έκανε αυτό το σύστημα, δεν μπορώ να καταλάβω. Ήτανε ή θεωρία ότι να κάνουμε το χωριό σαν την πόλη. Τι να κάνεις το χωριό σαν την πόλη όταν δεν έχεις να φας; Άμα δεν έχει το χωριό, τι θα φάει η πόλη. Αφού εφόσον 75% του πληθυσμού είναι στο χωριό και δεν έχει αυτό, τι θα φάει η πόλη. Η πόλη έχει πεθάνει άμα δεν έχει το χωριό. Γιατί όταν έχει 75% του πληθυσμού και μπορεί να ζήσει, άμα έχεις και ένα αρνί θα το δώσεις και του θείου που είναι στην πόλη, θα φάει κι αυτός. Αλλά όταν εσύ του λες του θείου από την πόλη φέρε μου εμένα στο χωριό, τι να φέρει αυτός; Έφτασε η υπόθεση ότι με μισό κιλό λίτρο γάλα, να καθίσεις στη σειρά και στις πόλεις σηκωνόταν από τις 2:00 τα μεσάνυχτα, να βάλουνε το σημάδι, την πέτρα εκεί πέρα για την σειρά για να πάρεις γάλα. Αυτό ήτανε η καταστροφή, αυτή η έλλειψη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε αυτά τα συστήματα. Το παν ήταν Κρατικό και αυτό το κλείσιμο της Αλβανίας ήταν η καταστροφή.

Θ.Κ.:

Θυμάσαι διώξεις εκείνα τα χρόνια;  

Χ.Κ.:

Στο χωριό το δικό μας, σε αναλογία με τα άλλα τα χωριά, δεν έχουν γίνει πολλές διώξεις, εξαιτίας ότι τι ήτανε πιο κοντά στο σύστημα και στον καιρό του πολέμου όλοι είχανε είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο, γιατί πολλά από αυτά τα παιδιά που ήτανε στην κεντρική πυρήνα του οργανισμού του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αυτού ήταν και από το χωριό μας και ήταν περίπου 30-35 νέοι που πήραν μέρος στον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, μόλις τελείωσε ο πόλεμος, αυτά όλα τα παιδιά πήγαν σε διάφορες σχολές. Άλλοι πήγαν στη Ρωσία, τους στείλανε αυτοί, το κράτος. Άλλοι σε πολιτείες, άλλοι αξιωματικοί. Τρεις στρατηγοί έχουν γίνει και φύγανε από το χωριό. Και στο χωριό μείνανε οι ελάχιστοι να πούμε και αυτοί που δεν είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν ή να πάρουν γράμματα ή αυτό. Ε και έπεσε το επίπεδο του χωριού, όπως και τώρα, όπως είναι και τώρα που φύγανε, είναι πολύ χαμηλό το επίπεδο. Και κάποια στιγμή ήρθε και στο χωριό αυτός που ήτανε πρωτοετία της Επανάστασης, ο Σπύρο τζιάς, αν τον έχεις ακούσει και του λέει ο δημογέροντας που ήταν πριν τον πόλεμο, Γιαννάκη αναγνώστης, η καημένη Σοφράτικα, του λέει για το χωριό, έπεσε εις χείρας των τελευταίων τάξεων. Αυτός τον καταλάβαινε τον δημογέροντα και το πήρε έτσι με καλαμπούρι, αλλά το μετέφερε στην εξουσία εκεί του χωριού και αυτοί μετά, κάθε βράδυ τον φώναζαν στην εξουσία. «Ποια είναι η τελευταία τάξη και ποια τάξη θέλεις εσύ; θέλεις τους πλούσιους και τους εκμεταλλευτές και το ένα και τον άλλον;», αλλά ήταν σε πολύ μεγάλη ηλικία και δεν προχώρησαν πιο κάτω. Αλλά σαν διώξεις στο χωριό έχουνε γίνει περισσότερο για κλέψιμο. Μία οικογένεια που μεν ήταν στην επανάσταση αυτή, αλλά ο γιος της ήταν λογιστής και έκλεψε το ταμείο του του τομέα εκεί και αυτούς τους πήραν και τους τρεις και τη μάνα και την κόρη και τον γιο φυλακή. Και κάποιος άλλος για πολιτικά ένα ξαδερφάκι δικό μου, με το ’79-‘80 αργότερα. Η τάση ήτανε τότες του συστήματος, ότι αυτό το σύστημα κρατιόνταν με φόβο, από το φόβο κρατιόταν. Και για να κρατηθεί με φόβο, όπως και διαβάζω τώρα, είχε κάποιο στόχο, ότι κάθε χρόνο πρέπει να μπούνε στην φυλακή 500 άτομα σε όλη την Αλβανία. Οπότε, ήταν κάποιος σχεδιασμός, μα θα μπουν εκεί, θα μπουν από άλλες περιοχές, θα μπουν από όλα τα χωριά. Και τι έκανε το σύστημα, θα χτυπήσω ποια χωριά είναι πιο επικίνδυνα που δεν φοβούνται και να φοβηθούν και οι άλλοι που είναι στο χωριό, αλλά και τα άλλα τα χωριά, είναι το τάδε, το τάδε, το τάδε. Εκεί θα χτυπήσουμε και άμα χτυπούσανε τον έναν στην οικογένεια, μετά τους [01:00:00]έφερνε όλους ο κατάλογος. Δεν ήτανε μόνο σταματούσαν εκεί. Από έναν αδερφό, θα φτάνανε στους πέντε και όλοι ήτανε έτσι δίχως να κάνουνε κάτι, επειδή ήθελε το σύστημα για να τους βάλει μέσα, ανεξαιρέτως ότι βάλανε και τρεις μαρτύρους και αυτά. Ήτανε για να φοβηθούν οι άλλοι, να μη σηκωθούν και να έχουνε και κάποια εργατικά χέρια. Τόσες φυλακές, τόσα ορυχεία δούλευαν με φυλακομένους. Πως θα τα κάνανε και τα έργα και όλες τις εργασίες σ’ αυτό το σύστημα.

Θ.Κ.:

Η οικογένεια σου είχε προβλήματα σε σχέση με την σχέση της με την Αμερική;

Χ.Κ.:

Στην πραγματικότητα, συγγνώμη, στην πραγματικότητα, στους φακέλους του συστήματος η οικογένειά μου ήταν καθαρή, αλλά κάποιοι άλλοι έτσι περί τριγύρω, όταν ήθελαν να σου κάνανε κακό, κάτι Θα ήθελαν να σου δημιουργήσουν. Δηλαδή, μπορεί να σου βγάλανε ότι είχε σχέση και με τον δεύτερο εξάδερφο που ήταν θιγμένος. Αλλά εντάξει, εσένα δεν σε έπιανε και αυτά, δεν θα φτάσει τώρα και στα δεύτερα ξαδέρφια και στα τρίτα και… Έτσι δεν μένει κανένας, αλλά άμα ήθελα να σου κάνανε κακό, το δημιουργούσαν. Και το πρόβλημα ήταν ότι αυτοί που σου κάνανε κακό ήταν όλοι όργανα της της ασφάλειας. Ε και όλοι αυτοί που ήταν όργανα της ασφάλειας, ήτανε άνθρωποι ανίκανοι, ήταν άνθρωποι και εκδικητές, ήταν άνθρωποι ζηλιάρηδες, δεν ήταν αντικειμενικοί, να πούνε ότι εντάξει έτσι λέει το Κόμμα, έτσι είναι και συ αυτά τα έχεις κάνει. Όχι ότι θέλω εγώ τώρα επειδής δεν θέλω εγώ να πας εσύ στο πανεπιστήμιο, επειδή δεν πήγε και ο γιος μου και να πάω εγώ να σου μετρήσω αυτά, αυτά, αυτά. Π.χ εγώ τότες που δεν πήγα στο πανεπιστήμιο, πήγαν είπανε του προέδρου εκεί της εξουσίας, στην εκτελεστική επιτροπή εκεί στο Αργυρόκαστρο, ότι ο πατέρας σου ήταν Αμερικανός, δεν μπήκε στο συνεταιρισμό αμέσως, μπήκε μετά από δύο χρόνια. Με θέληση ήταν ο συνεταιρισμός, έτσι έλεγε το σύστημα τότε, δεν ήταν αναγκαστικά λέγανε στα λόγια. Η μάνα του είχε δεύτερο αξάδερφο τον Βασίλη τον Σαΐνη που ήταν στη ΣΦΕΒΑ, ήταν πρόεδρος ο Βασίλης που τον σκότωσε το ΕΑΜ το ‘43. Τον σκότωσε για να φοβηθούν οι Δερβτσιώτοι για να σηκωθούν στην επανάσταση μαζί με τον Κυργιάννη, που ήταν από το ΕΑΜ εδώ το ελληνικό. Δηλαδή, σου βρίσκανε αυτοί. Αυτά το σύστημα δεν τα ήξερε, αλλά πήγαινες εσύ, ο γείτονας, ο κακός, που θεωρούσες τον εαυτό σου πάνω από όλους. Και άμα δεν πάει το παιδί το δικό σου στο πανεπιστήμιο, πώς θα πάει το παιδί του αλλουνού που είναι ένας απλός; Ναι αλλά το παιδί σου δεν είχε βαθμό, αυτός έχει, γιατί να μην πάει; Όχι αφού δεν πάει το δικό μου, να μην πάει και το δικό σου. Και στο πανεπιστήμιο τότες ήτανε λίγο πολύ αυστηρά τα κριτήρια. Και η ποσότητα ήταν 3-5%. Δεν πήγαιναν, δεν σπούδαζαν όλοι, έπρεπε να ήσουνα πολύ άριστος για να πήγαινες. Κυρίως εδώ στις περιοχές τις δικές μας, που είχανε υψηλό επίπεδο και πήγαιναν στα σχολεία τα παιδιά και ήταν πολλά, δεν υπήρχαν αυτές οι δυνατότητες. Ενώ από το Βορρά τους παρακαλούσαν να πήγαιναν στο πανεπιστήμιο και πηγαίνανε και με χαμηλότερο βαθμό, φτάνει να πηγαίναν, γιατί εκεί ήταν χειμώνας, δεν πήγαιναν και στο σχολείο τα παιδιά και όλοι οι δάσκαλοι ήταν από το νότο που πήγαιναν και στο Βορρά της Αλβανίας. Αυτά θυμάσαι.

Θ.Κ.:

Θυμάσαι τώρα την περίοδο που καταργήθηκε η θρησκεία πώς ήταν τα πράγματα;

Χ.Κ.:

Εμείς ως παιδιά στο σχολείο τότες, το σχολείο έχει κόψει τις σχέσεις με την εκκλησία. Δεν ήταν όπως πριν, που ήταν η εποχή του πατέρα μου και της μάνας μου ή της γιαγιάς μου, που έχει πάει στο σχολείο και αυτό ήταν που έχει πάει η γιαγιά μου στο σχολείο, γεννηθείς το 1895, ήταν επειδή είχανε μοναστήρι εκεί στη Δούβιανη και πηγαίνανε στο σχολείο. Και μπόρεσε και όλοι αυτοί που είχαν τα μοναστήρια και είχαν σχολείο, όπως η Δούβιανη, όπως η Πολύτσανη, όπως η Δρόβιανη, έβγαλαν τους πρώτους εμπόρους. Και ήτανε εμπόροι Δροβιανίτοι και στην Πάτρα και ήταν εμπόροι από τη Δούβιανη και στους Αγίους Σαράντα και ήταν από την Πολύτσανη σε όλα τα χωριά της Λιαμπουριάς κάτω, ήταν από την Πολύτσανη, που έκαναν το εμπόριο. Και ξεφύγαμε. Οπότε, εμάς σαν παιδιά δεν μας πήγαιναν στην εκκλησία, όπως πηγαίνανε. Κάθε Κυριακή θα πήγαιναν και τα παιδιά να λειτουργούσαν και να βγαίνουν και να κάναμε. Εμείς ήμασταν ξεκομμένοι και στο σχολείο δεν γινόταν καμία αναφορά όχι. Και πριν κλείσουν οι εκκλησίες, εγώ θυμάμαι στο σχολείο, στην εκκλησία τη βάφτιση του αδερφού μου. Ο αδερφός μου είναι γεννηθείς το ‘62 και οι συνομήλικοί οι δικοί του πολλοί δεν βαφτίστηκαν και το ’62. Οι Εκκλησίες έκλεισαν το ’66, αλλά γινότανε αυτή η προπαγανδιστική η κομματική η δουλειά, ότι εσύ είσαι κομματικός, δεν πρέπει να στείλεις τα παιδιά στην εκκλησία, δεν πρέπει να τα βαφτίζουμε, δεν πρέπει να κάνουμε τέτοια. Αλλά η γιαγιά μου τον πήρε τον αδερφό μου και πήγε και τον βάπτισε. Δεν της είπε, δεν μπορούσαν να την απαγορεύσουν, γιατί λειτουργούσαν ακόμα οι εκκλησίες ανεξαιρέτως ότι.... Αλλά μετά πήγανε μία μέρα, πήγαν τα κατεβάσαν, όλα πήραν όλες τις εικόνες, πήραν όλους τους πολυελαίους, τους πήγανε στο Αργυρόκαστρο, άλλους τους κλέψανε άλλους αυτά. Και μία μέρα εδώ στην Αθήνα, με φωνάζει κάποιος μου λέει: «Ξέρεις μου λέει ότι έχω τον κωδικό της εκκλησίας της δικής σας, τυπωμένο στη Βενετία μου λέει το 1800 τόσο». Πούθε τον βρήκες εσύ, το αγόρασα στο Μοναστηράκι. Δηλαδή και κατάλαβα, βρήκα μετά, ερχόταν δηλαδή αυτοί που τα είχανε, που τα πήρανε στο μουσείο στο Αργυρόκαστρο εκεί πέρα, διαμέσου ενός τα έπαιρνε και τα έφερνε και τα πουλούσε εδώ πέρα στο Μοναστηράκι. Και ας είναι καλά μετά, η εκκλησία μετά το ‘90 και διαμέσου ενός γιατρού χωριανό που ήταν εδώ και του ξαδέρφου του στην Αμερική, που βάλανε περίπου 30.000 Ευρώ χρήματα και έφτιαξαν και το δρόμο και έφτιαξαν και την εκκλησία, γιατί έπεσε και η στέγη της εκκλησίας και η εκκλησία είναι χτισμένη από το 1867. Τότες. Και μία που μιλάμε τώρα για την εκκλησία και για την ξενιτιά, που ήταν μεγάλο πλήγμα τότες η ξενιτιά. Μου έχει μείνει στο νου ένα γεγονός, ότι τότες στην ξενιτιά άμα έφευγε κάποιος νέος ή έτσι νέος, που ήτανε μεγάλο θρήνος, ερχόταν ειδοποίηση στο χωριό. Ο ταχυδρόμος το έδινε στον δημογέροντα, δεν το πήγαινε στην οικογένεια. Και αυτή την ιστορία την έχω απ’ τον πατέρα μου. Και όταν ερχόταν αυτή η ειδοποίηση στο δημογέροντα, μαζεύονταν αυτός με τον Πάπα, με το δάσκαλο και συζητούσανε ότι την τάδε την Κυριακή, μετά τη λειτουργία, θα πάμε όπως είμαστε σε λειτουργία στο τάδε σπίτι, γιατί έχει σκοτωθεί ο γιος της στην Αμερική. Αλλά δεν θα το ξέρει κανείς, αλλά, παράλληλα, θα πάρουμε και δύο μέτρα. Τι μέτρα; Ότι μπορεί να είναι η κόρη της στο τάδε χωριό παντρεμένη, θα της πούμε ότι την Κυριακή να έρθει σπίτι. Αυτοί, οι πλησιέστεροι άνθρωποι. Και μόλις τελειώνει η λειτουργία, μου λέει ο πατέρας, μαζευόταν και λέγανε ότι θα πάμε κάπου, αλλά δεν λέγανε πού. Εμείς, λέει, ήμασταν παιδιά μικρά και λέγαμε τώρα ότι ποιο δρόμο θα πάρουνε. θα πάνε δεξιά, θα πάνε στο κέντρο ή θα πάνε αριστερά; Πήγανε δεξιά. Σε ποιον θα πάνε αυτού, ποιος είναι ο τάδε, ο τάδε; Βλέπουμε λέει μετά μπαίνουν στο δρόμο στην πόρτα ενός σπιτιού εκεί του πυρ που ήταν. [01:10:00]Αυτή η οικογένεια είχε, η κυρία αυτή είχε τον άντρα στην Αμερική και το 1938 πηγαίνει και ο γιος της στον πατέρα του στην Αμερική. Γιάννης λεγότανε ο γιος. Αφού ήτανε 18 ετών, μετά από κάνα δυο χρόνια τον παίρνουν φαντάρο και τον στέλνουνε στην Ιταλία φαντάρο, να πολεμήσει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί σκοτώνεται από ένα αυτοκίνητο. Και έρχεται ειδοποίηση στο χωριό ότι σκοτώθηκε ο τάδε, ο πατέρας τους. Και πάνε λέει και μπαίνουν μέσα σε αυτό και τους κάνω αυτή την ανακοίνωση στην οικογένεια. Ήτανε η μάνα με δύο παιδιά, μία κόρη και ένα γιο μικρότερο. Και αυτή η γυναίκα μου λέει ο πατέρας, άρχισε από το πρωί μέχρι το βράδυ και μοιρολογούσε. Πολύ καιρό λέει. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί της έφυγε ο γιος. Αλλά περισσότερο μου κάνει εντύπωση αυτό, ότι πώς προσπαθούσε το χωριό που είχε ένα δάσκαλο, έναν παπά και ένα δημογέροντα, να βρίσκεται στη θλίψη του χωριανού, να τον παρηγορεί, να του δίνει κουράγιο, είναι μεγάλο πράγμα.

Θ.Κ.:

Τώρα αφού καταργήθηκε η θρησκεία και πάψαν να υπάρχουν τα πανηγύρια πια, πως θυμάσαι τη νεολαία να διασκεδάζει, εκείνο τον καιρό που ήσουν και εσύ νέος;

Χ.Κ.:

Ε τότε μέχρι το ’70, θυμάμαι και τους ενηλίκους που ήταν λίγο πιο πάνω από μένα, κάθε βράδυ μαζευόταν εκεί στο χωριό, κάτω στο σχολείο που ήταν ένα τοιχάκι εκεί και τραγουδούσαν πολυφωνικά. Μετά το ’70, έγιναν και αυτές οι λέσχες οι Πολιτιστικές Λέσχες που τις λέγανε στο χωριό, ε και βάλανε μία τηλεόραση και μαζευόταν όλοι στην τηλεόραση. Έπαψε το πολυφωνικό τραγούδι μετά, έπαψε να μαζεύονται έξω και να διασκεδάζουν μόνοι τους. Γιατί και όταν ήμασταν παιδιά πιο μικρά, η μόνη άθληση ήταν παίζαν ποδόσφαιρο, στα πλάγια σε αυτά, με τα άλλα τα χωριά. Αυτό κάναμε, δεν κάναμε τίποτα άλλο. Δώρα τίποτα άλλο δεν είχαμε, μία μπάλα, ένα τόπι και αυτό δεν το είχαμε. Και αν θυμάμαι μία βλακεία που είχα κάνει, βλακεία σαν παιδί μικρό που ήμουνα ήταν ότι στη ζωή μου εγώ δεν έχω δει κάνα παιχνίδι ή κάνα δώρο να μου φέρει κάποιος. Είχαμε αυτά τα κουτιά από τη μηχανή της Singer που είχανε 4 απ’ έδω και 4 απ΄ έκει και τα κάναμε λεωφορεία με τα αδέρφια μου, έτσι και τα βάναμε, τα παίζαμε, παίρνανε στροφές αυτά, τα 'χαμε καρφώσει αυτά. Και κλέβω κάτι χρήματα, παίρνω κρυφά κάτι χρήματα από το σπίτι και πάω να αγοράζω μία ποδοσφαιρική μπάλα για να παίξουμε, γιατί παίζαμε με κάτι τσόλια, με κάτι αυτά, με κάτι μπάλες. Ήτανε και πέτρες εκεί και δεν κρατούσαν και πολύ αυτές δεν ήταν ότι μπορεί να είχε το χόρτο και αυτά. Εντάξει πλάγια ήταν αλλά είχαν και πετραδάκια και αυτά. Δηλαδή, είχαμε έλλειψη από, αλλά επειδής ήμασταν δραστήριοι και παίζαμε λαι τρέχαμε και κάναμε, δεν είχαμε και πολλές απαιτήσεις, γιατί δεν βλέπαμε και κάτι άλλο. Αλλά θέλω να σου πω, μετά που μπήκε η τηλεόραση σταμάτησαν αυτά, μαζεύτηκαν όλοι εκεί πέρα κάθε βράδυ, τι θα δούμε, τι θα δούμε το ένα, το άλλο. Αλλά εμείς κάναμε το άλλο. Δηλαδή, όταν τελείωσα εγώ το λύκειο και μου άρεσε πολύ εμένα η δημοτική παράδοση, ε τότες μισή ώρα κάθε μέρα τα Ιωάννινα είχανε μία εκπομπή δημοτικά τραγούδια από τις 6:30 μέχρι τις 7:00 κάπου εκεί και καθόμουν εγώ στο ράδιο μπροστά και έγραφα τα τραγούδια. Είχα γράψει κάπου 70 τραγούδια, όλα δημοτικά έτσι ηπειρώτικα. Δεν τα προλάβαινα να τα γράψω αμέσως με μία φορά, περίμενα πότε θα το ξανά πει το ίδιο το τραγούδι και αυτά για να τα γράψω. Οπότε μεγαλώσαμε με αυτή, κάναμε και κάνα γλέντι στο χωριό και πριν από μένα. Αλλά όταν ήμουνα και εγώ εκεί στο, που δούλεψα δύο χρόνια στην παραγωγή και μοίραζα και τα χρήματα στους χωριανούς, τους έλεγα θα κάνουμε χορό το Σάββατο. Όλοι μου δίναν από 10 λέκ π.χ να πληρώσουμε την ορχήστρα και μαζευόμασταν το Σάββατο και χορεύαμε. Και ερχότανε και οι γυναίκες με τα κορίτσια, περισσότερο ερχόταν οι γυναίκες παρά οι άντρες. Οι γυναίκες παίρναν τα παιδιά τους και ερχότανε και περνάνε και χορό και χορεύαμε και κάναμε. Μία φορά το μήνα, να πούμε όχι ότι, ενώ σαν πανηγύρι της περιοχής ήτανε τα γενέθλια του Ενβέρ Χότζα 16 Οκτώβρη, τα οποία τα συνδύαζαν και με την ίδρυση του τάγματος, του μειονοτικού τάγματος, το κάνανε στη Δερβιτσάνη. Αυτή ήταν η γιορτή η χρονιαία της περιοχής. Ενώ πριν, γινόταν και εκεί στο χωριό μου κάτω χορός, έτσι για όλη την περιοχή. Γινόταν και στην Αγία Παρασκευή, τον Ιούλη που είναι στις 26 Ιούλη, που γιορτάζει η Αγία Παρασκευή. Μαζευόταν όλη η περιοχή εκεί. Γινόταν στα μοναστήρια, γινόταν διάφορα πριν. Ενώ μετά ήταν μόνο οι 16 Οκτώβρη και βγήκαν και τα γενέθλια, να γιορτάζεις και τα γενέθλια. Γιατί αμπροστά, πριν γιόρταζαν τις ονομασίες ήταν του Αγίου Χαραλάμπου, ήταν το ένα το άλλο. Πήγαιναν από το ένα το σπίτι, πόσοι ήταν οι Βασίληδες την Πρωτοχρονιά ήτανε 15 πήγαιναν σε όλα τα σπίτια αυτοί, οι παρέες που πήγαιναν. Θα πάμε στον τάδε, θα πάμε στον τάδε. Πήγαιναν σε όλους και αυτό ήταν καλό πράγμα, γιατί τους θεωρούσαν όλους το ίδιο, ενώ μετά αυτά κόπηκαν και μείνανε μόνο τα γενέθλια. Και έχω και ένα περιστατικό ενός συμπέθερου μου δίπλα, που αυτός γείτονα είχε το γραμματέα του μπιρού του κόμματος, του συνεταιρισμού. Και μου λέει μία μέρα μας πέθανε τούτος. Γιατί μωρέ του λέω. Μα κάθε 15 μέρες λέει κάτι γιορτάζει, είχε τέσσερα παιδιά. Γενέθλια του τάδε έχει γενέθλια του τάδε, γενέθλια του τάδε… Τώρα βρήκε λέει 10 χρόνια γάμου λέει, 10 χρόνια γάμου, 10 χρόνια γάμου λέει. Τώρα βρήκε λέει για την κόρη, για τον γιο και είμαστε αναγκασμένοι λέει κάτι να του πάμε στο σπίτι. Ήρθε ξυπόλητος λέει και το βλέπεις τώρα πως είναι μου λέει, άσε μου λέει οι Βλάχοι, γιατί είναι στο χωριό της Άννας αυτό, ήταν και ένα τρίτο Βλάχοι εκεί. Άσε οι Βλάχοι λέει τι του πάνε λέει. Του φτιάχνουνε και βελέντζες λέει και στρωσίδια λέει και αυτά και αυτός λέει βρήκε αυτό το κόλπο λέει, γενέθλια, γάμο, 10 χρόνια, 20 χρόνια, 30 χρόνια, αυτή την ιστορία κάνει μου λέει.

Θ.Κ.:

Έχεις μνήμες απ’ τις κομματικές γιορτές, αυτές που γίνονταν;

Χ.Κ.:

Κοίταξε μνήμες έχω, αλλά ήταν περισσότερο κομματικές γιορτές, έτσι για να δώσουν μία εντύπωση, να κάνουν εντύπωση και μεγάλα πράγματα και μεγάλα λόγια. Και πες πως ήταν μία συνάντηση, γιατί κάτι της άλλο δεν είχε. Εφοδιασμό δεν είχε κάτιτις να πας να τσιμπήσεις αυτά, ήτανε με μεγάλες… Μία μπύρα δεν μπορούσες να έπαιρνες, να έβρισκες έτσι εύκολα, έπρεπε να πας να στηθείς στη σειρά εκεί πέρα μία ώρα και ένας σπρωχτείς και να κάνεις. Που πολλές φορές εγώ δεν πλησίαζα καθόλου και δεν έπινα καθόλου. Δηλαδή δεν ήτανε, δεν ήταν να καθίσεις, να στρωθείς, να ηρεμήσεις, να φας, να πιεις, να χορέψεις, να κάνεις. Κρατούσαν λόγους, κρατούσαν αυτά και μετά σκόρπιζαν αυτοί οι μεγάλοι, δήθεν θα πάμε στο σπίτι του τάδε του πεσόντα, φεύγανε να πούμε. Δεν ήταν κάτι που να σου μείνει στη μνήμη και να...

Θ.Κ.:

Τη γυναίκα σου τώρα πώς τη γνώρισες;

Χ.Κ.:

Τη γυναίκα μου, όταν εγώ πήγα αρχιγεωπόνος στο Πωγώνι[01:20:00], τότες ήτανε τελευταία χρόνια στο Λύκειο. Και εκεί που τρώγαμε ψωμί ήταν η μάνα της γυναικός μου, που έδινε το, που πουλούσε το ψωμί και μαγείρευε και έκανε. Και κάποια στιγμή την είδα εκεί και έμαθα ότι είναι η κόρη της. Τελείωσε το λύκειο, δεν πήγε κατευθείαν στο πανεπιστήμιο εκείνη τη χρονιά. Έτυχε που έμεινε εκεί στο συνεταιρισμό, τη γνώρισα καλύτερα, είδα ότι είναι ένα καλό κορίτσι, αλλά εγώ ήθελα να πάρω έναν άνθρωπο να ξέρει γράμματα, δεν φοβόμουνα να πούμε να ξέρει και να ξέρει πολλά γράμματα. Και ήθελα να ξέρω ότι έχει επίπεδο. Θα μπορεί να πάει στο πανεπιστήμιο; θα μπορεί να βγάλει το πανεπιστήμιο ή θα πρέπει να βάλεις τον έναν και τον άλλον για να τελειώσει και με δυσκολίες και με αυτά; Οπότε κάποια στιγμή, εκεί που ήταν ένα κέντρο πολιτισμού που κάνανε τις αιτήσεις για αυτό, πήγα να βρω τους βαθμούς της γυναικός, δίχως να ξέρει η γυναίκα. Και το είδα εγώ, ότι ήτανε εννιάρια δεκαριά. Με ενδιέφερε περισσότερο στα μαθηματικά τι ήτανε, είχε εννιά, λέω ας έχει και ένα βαθμό με χατίρια, ας πούμε 8. Γιατί είπα στα μαθηματικά, γιατί τα μαθηματικά είναι δύσκολα και άμα δεν έχεις τα παιδιά που δεν ξέρουν μαθηματικά, πρέπει να πας να φιλήσεις ποδάρια, πρέπει να πας να υποκύψεις στον έναν και στον άλλον, να τα περάσει, να τα κάνει. Και εκεί στο πανεπιστήμιο, γιατί έτυχε που είχα εμπειρία από αυτό και ο πρώτος γραμματέας που ήταν εκεί και είχε τα παιδιά του πανεπιστημίου μαθηματικός, ήταν απ’ το Πωγώνι, ένας Κίκινας. Και πήγαινέ τους έκανε ιδιαίτερα στο σπίτι αυτουνώνε για να περάσουν. Αυτό ήτανε, το έψαξα επειδή δεν έχει πάει στο πανεπιστήμιο, αν είχε πάει στο πανεπιστήμιο, δεν θα έψαχνα τους βαθμούς. Ε και μετά σκέφτηκα, ότι ανεξαιρέτως ότι έχει το μεσαίο, αλλά από τη θέση που έχω εγώ, μία που το κόμμα και το κράτος με έστειλε εμένα εκεί, μου οφείλει και κάτι, αν θέλει να το αναγνωρίσει, να το πράξει. Και τη δεύτερη χρονιά δεν της βγήκε που δεν είχαμε παντρευτεί εμείς. Και γιατί δεν της βγήκε, γιατί εκεί ο πρόεδρος της ενωμένης εξουσίας, ο οποίος ήτανε 27 χρόνια εκεί με τέσσερις τάξεις σχολείο, από το χωριό της πεθεράς μου και γείτονας και κάποτε ήθελε την αδερφή της πεθεράς μου να παντρευτεί. Της γράφει στο βιογραφικό ότι δεν έχει αγάπη για το χωριό, ο παππούς της ήτανε φυλακισμένος αλλά ατιμώρητος και κάτι άλλο. Και δεν την έστειλαν. θα γράψεις τώρα για ένα κορίτσι 18 χρονών ότι δεν έχει αγάπη για το χωριό; Τέλος πάντων, όταν παντρευτήκαμε και πριν παντρευτούμε, πήγα και αντάμωσα τον πρώτο γραμματέα και τον πρόεδρο του εκτελεστικού και τους είπα: «Θέλω να μου στείλετε τη γυναίκα στο πανεπιστήμιο;», καλά μου είπανε αλλά έτυχε που αυτοί αλλάξανε και οι δύο και έρχονται δύο άλλοι μετά. Και γραμματέας και πρόεδρος. Και αυτοί ήταν πιο γνωστοί από τους άλλους. Πήγα τους είπα και αυτουνόνε και του λέει αυτός ο γραμματέας, ο πρώτος γραμματέας του κόμματος του προέδρου, του λέει την τάδε την γυναίκα του αρχιαγρονόμου να της στείλεις στο πανεπιστήμιο, όχι, να τη βάλεις στη δουλειά, να τη βάλεις στη δουλειά. Και την βάνει στη δουλειά ως δασκάλα μουσικής για κει για τα χωριά και μετά την έκαναν της λογοτεχνίας. Αλλά μετά που μπήκε στη δουλειά, τυχαίνει που η διευθύντρια η δική της, που ήταν στο λύκειο να γίνει πρόεδρος του Τμήματος της παιδείας. Και την αγαπούσε πάρα πολύ και τη γράφει να πάει στο πανεπιστήμιο. Και ήτανε πολύ καλή μαθήτρια στο πανεπιστήμιο. Είχε πάρα πολύ θυμητικό και διάβαζε και τελείωσε για το πανεπιστήμιο και δούλευε και δασκάλα και έκανε και τα παιδιά σε αυτό το διάστημα που τελείωσε το πανεπιστήμιο. Δηλαδή, από το ‘86 μέχρι το ‘90 έγιναν όλα αυτά και μετά χάλασε και το σύστημα.

Θ.Κ.:

Τώρα εσύ Θυμάσαι την περίοδο που χάλασε το σύστημα πώς ήταν τα πράγματα;

Χ.Κ.:

Ναι την περίοδο αυτή τη θυμάμαι. Πριν χαλάσει το σύστημα, πριν το ‘85 ήταν αυστηρά τα πράγματα. Μετά άρχισαν ένα-ένα, κάποια έτσι ανοίγματα και άρχισαν οι αμφιβολίες, ότι τότες τι συζητιόταν στην οργάνωση του κόμματος ήταν αδύνατο να μάθεις τι γίνεται. Κάποια στιγμή είπαν ότι στην οργάνωση του κόμματος μπορεί να πάρουν μέρος και όποιος θέλει. Μέχρι το ’87, μόλο που εγώ πήγα και στο Πωγώνι και αυτά, δεν με βάλανε στο κόμμα. Μετά με φωνάζουνε μόνοι τους, μου λένε κάμε τα χαρτιά για το κόμμα. Εμείς ήμασταν και στο χωριό και δεν καταλαβαίναμε πολύ, δεν είχαμε και πολλή ενημέρωση με το κέντρο, με τα Τίρανα, με αυτά, ότι που πάνε τα νήματα. Ό,τι θεωρητικά, ό,τι ακούγαμε έτσι που έρχονταν οι εντολές. Τέλος πάντων, έκανα τα χαρτιά, υποψήφιος του κόμματος. Αλλά εκείνος ο υποψήφιος του κόμματος, είχε κάτι παλαβούς εκεί το χωριό και ερχόταν εκεί πέρα σε συγκέντρωση του κόμματος, περισσότερο μιλούσαν αυτοί, παρά μιλούσαν οι άλλοι. Έβλεπες ότι το επίπεδο άρχισε να πέφτει. Άρχισαν μετά να λένε, ότι κάθε ταξιαρχία να κρατήσει 2-3 μανάρια, αρνιά, ή αυτό, ζυγούρια που τα λέγανε, να εξασφαλίσει το κρέας. Μα με δύο αρνιά και με 3 αρνιά θα εξασφαλίσει το κρέας η ταξιαρχία; Δεν ήτανε πολιτική αυτή. Λέγε, άρχισαν μετά να λένε ότι κάτι κήπους σπείρετε, κάτι αυτό, κάτι να καλλιεργήσετε, κάτι αυτά. Αλλά πάλι διέξοδο δεν ήταν αυτή, πώς, αφού ήταν όλα ελεγχόμενα πόσο θα… Αλλά και πριν χαλάσει το σύστημα, εγώ μία που ήμουνα της παραγωγής εκεί, έβλεπα ότι δεν πάνε τα πράγματα. Όταν έχεις κάποιο σχέδιο, λες ότι θα κάνεις αυτά, θα κάνεις αυτά, αλλά θες και αυτά τα υλικά. Όταν αυτά τα υλικά δεν τα έχεις, πώς θα το κάνεις. Πήγαινε να βρεις σου λέγαν. Μα πού να πάω να βρω, Εσύ είσαι κράτος. Μας λέγανε εμάς εκεί στην περιοχή, που ήταν ορεινή, ότι εφέτος από 50 στάβλους που έχετε με γιδοπρόβατα, με αυτά, θα τους πάτε 55. Μα με τι θα τους σκεπάσουμε, δώστε μας υλικό, δεν έχουμε εμείς υλικό, να το σκεπάσετε, να πάτε να βρείτε εσείς. Που να πάμε να βρούμε; Να πάτε στα Τίρανα λέγανε, να πάτε στα εργοστάσια, να πάτε να παίρνετε βόζες από αυτά τα, με λαμαρίνα που είναι, να τις ανοίγετε και να τις φέρετε. Μα ποιος μας δίνει; Και στέλνανε μετά από το συνεταιρισμό ειδικούς ανθρώπους. Πάρε και ένα αρνί μαζί σου, πάρε και 20 κιλά καρύδια και πήγαινε να πας να μας βρεις ένα φορτίο με λαμαρίνες. Μα δεν γίνεται έτσι το πράγμα. Για, πας μία φορά, δύο φορές, κάθε χρόνο αυτή τη δουλειά θα κάνεις; Έχεις σχέδιο, θα πρέπει να το συνοδεύεις και με τα υλικά που πρέπει, δεν γίνεται, δεν είναι ότι θα πας στο εξωτερικό να τα πάρεις. Όχι καμείτε τα με δικές σας δυνάμεις, δικές σας δυνάμεις ήταν αυτή η θεωρία ότι υποστηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις. Και τρεις φορές ήτανε αυτό το σλόγκαν, «Οικονομία, Οικονομία Οικονομία» που το λέγανε αλβανικά, «Kursim, kursim, kursim». Ναι αλλά αυτό είναι ίσον πείνα. Kursim, kursim, τα έκοψαν όλα. Είχανε δυσκολέψει και στα σχέδια τα πράγματα και μετά άρχισε αυτό το άνοιγμα. Ε και μετά είπαν, ότι να χωριστούν οι συνεταιρισμοί να γίνουνε μικρότεροι, που πριν ήταν η αντίθετη θεωρία ότι οι μικρότεροι θα γίνουν ένα, να είναι πιο οργανωμένοι και πιο δυνατοί. Άρχισαν μετά να τους κάνουν κάθε χωριό, να μοιράζουν μετά τα γιδοπρόβατα και τη γης και το ένα και το άλλο, ώσπου[01:30:00] τελείωσε. Αλλά πριν διαλυθεί ο συνεταιρισμός, το Μάη διαλύθηκε εκεί στο Πωγώνι, εγώ τον Απρίλη στις αρχές Απριλίου έφυγα για την Ελλάδα. Γιατί έτυχε που είχε βγει στο Πρεσβείο στα Τίρανα ένα όνομα Χαράλαμπος Κάτσης και μου είπε εμένα κάποιος και τότες άμα έβγαινε ένα όνομα, έπαιρνε και τους άλλους. Αν είχες άλλα αδέρφια με Κάτση με αυτά ή και άλλους. Και πάμε εκεί στο πρεσβείο και βγαίνουν, λέει εκείνος Χαράλαμπος Κάτσης. Εγώ του λέω, εγώ έλεγε κι ένας από τη Χειμάρα, εγώ λέει και ένας από το Βούρκο. Μα πόσοι είστε εσείς; Όλοι είμαστε και παίρνω βίζα έτσι τότε και έτυχε πού να πάω και στα Τίρανα και να δώσω τα ελληνικά διαγώνισμα στο πανεπιστήμιο. Εγώ τα Διάβαζα και πήγα πήρα και τη βίζα το Φλεβάρη. Μετά, τον Απρίλη, στις αρχές Απριλίου φεύγω. Φεύγω αλλά δεν είχα πού να πήγαινα και είχα κάπου 200 δολάρια από παλιά, από την αδερφή της μάνας μου και παίρνω και κάτι τροφίματα μαζί μου, κάνα δεκαριά αυγά βρασμένα και πάω στα Γιάννενα. Πάω εκεί σε ένα ξενοδοχείο Μητροπόλεως και να βρω από δω να βρω από κει. Πήγα και στην Κέρκυρα που είχε έναν πρώτο ξάδερφο ο πεθερός μου εκεί πέρα, αλλά αυτός δεν με δέχτηκε, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Και γύρισα πάλι την ίδια μέρα στα Γιάννενα. Και εκεί στα Γιάννενα στο ξενοδοχείο μετρούσα τις μέρες μετρούσα και τα τρόφιμα. Ένα αυγό την ημέρα έτρωγα, τα δολάρια δεν τα χαλάνα, γιατί είπα δεν ξέρω τι θα γίνει. Βρίσκω μία μέρα ένα χωριανό Δερβιτσιώτη συγγενή. Μου λέει: «Έλα εδώ να σε πάω εγώ εδώ στο Βορειοηπειρωτικό ίδρυμα, είναι ο τάδες» μου λέει από την Πολύτσανη, ο Μενέλαος Ζώτος. Πάω εκεί, τον ανταμώνω, του λέει εκείνος το Δερβιτσιώτης: «Είναι δικό μας παιδί αυτό του λέει», γιατί αυτός τους γνωρίζε τους Πολυτσανίτες. «Ποιόνου είσαι» μου λέει. «Είμαι γαμπρός του Λέανδρου του Τέρπου» του λέω. «Ποιος» μου λέει «ο πρώτος ή ο δεύτερος;». «Ο δεύτερος» του λέω, γιατί ο πρώτος ήταν στην ασφάλεια και τον ήξερε αυτός, για αυτό του λέει αυτός ο Δερβιτσιώτης ότι είναι δικός μας. Του λέει, να τον βοηθήσεις. Μου δώσε κάπου 10.000 δραχμές αυτός έτσι εκεί και εκείνη τη στιγμή, ερχότανε πολλοί που ψάχνανε που θα πάνε, που να του στείλουμε και έψαχνε και αυτός. Κάποιους τους έστειλε στη Θεσσαλονίκη, κάποιους από εδώ. κάποιους απ’ έκει. Εγώ έκατσα κάτι μέρες έτσι απλά δεν έγινε κάτι. Τυχαίνει ένα απόγευμα εκεί στο πρακτορείο των Γιαννίνων, βρίσκω ένα χωριανό από την Πολύτσανη, γείτονα. Αυτός ήταν εδώ σε ένα μοναστήρι στο Βουτζά, στη Νέα Μάκρη, η οποία η ηγουμένη αυτού του μαναστηριού ήταν από το Πωγώνι απέκει από το χωριό και είναι τη ακόμη. Και μου λέει ήρθα να πάρω τη γυναίκα, έρχεται τώρα από το χωριό λέει και θα πάω στην Αθήνα. Άμα θέλεις, έλα. Έρχομαι του λέω, έχουμε που θα κάτσουμε; Στο μοναστήρι μου λέει. Πάω να πάρω τα πράγματα από το ξενοδοχείο και έρχομαι με αυτόν στο μοναστήρι, απάνω στο Λύρειο Ίδρυμα είναι αυτό. Και καθίσαμε κάπου δεκαριά μέρες εκεί στο Λύρειο Ίδρυμα και μετά νοικιάσαμε ένα δυάρι μαζί στην Αγία Μαρίνα εκεί, μετά τον Βουτζά. Και κεί δούλεψα, κάθισα δούλεψα σε ένα φυτώριο μετά, στο Σφυρί ένα φυτώριο μέχρι τον Οκτώβρη, ενώ από τον Οκτώβρη μετά, πέρασα στα βιβλία εκδόσεις Γιωβάνη. Με πήρε ένας φίλος χωριανός που είχε συνεργείο αυτός εκεί στα βιβλία και πηγαίναν σε όλη την Ελλάδα και πουλούσαμε βιβλία. Και έτσι μετά δούλεψα δέκα χρόνια στα βιβλία, μετά τα έκλεισα τα βιβλία και άνοιξα μεσιτικό γραφείο. Το κράτησα κάπου 10 χρόνια το μεσιτικό γραφείο, είδα ότι έπεσε η δουλειά και μετά πήγα, πήρα έδωσα κάτι μαθήματα για φύλακας για σεκιουριτάς και έχω τώρα πέντε-έξι χρόνια που δουλεύω, θέλω και εννιά μήνες για να βγω στην σύνταξη.

Θ.Κ.:

Τώρα ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις από την Αλβανία του Χότζα στην Ελλάδα, που ήταν πολύ διαφορετική χώρα;

Χ.Κ.:

Εντάξει, ε κοίταξε, οι πρώτες εντυπώσεις ήτανε, ότι να φανταστείς και το κάθε πλαστικό μας έκανε εντύπωση, γιατί δεν είχαμε τίποτα. Δεν λέμε τα σοκολάτα που ήτανε, φαινότανε τα πάντα, αλλά τότε στην αρχή, λόγω της έλλειψης εμπειρίας που είχαμε εμείς, λόγω ότι δεν είχαμε ζήσει σε άλλο σύστημα και γνωρίζαμε μόνον αυτό, το πρώτο, λόγω ότι δεν ξέραμε και τις εξελίξεις, πώς πηγαίνει η πορεία. Κυκλοφορούσαν και διάφορες φήμες, λέγανε ότι έχει κάποιο λευκό τσέκι ο Μπερίσα το το δίνουνε Αμερικανοί και σε δύο χρόνια η Αλβανία θα γίνει πελώριο. Το έλεγε ο ένας, το έλεγε ο άλλος, ο άλλος… Άλλος έλεγε, ότι θα δουλέψουμε και ένα χρόνο και θα πάμε, γιατί δεν περνάνε και τις οικογένειές αμέσως. Άλλοι μαζεύανε πέντε χρήματα, παίρνανε ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο, ένα αυτό, μία ηλεκτρική κουζίνα γιατί δεν υπήρχε τότε στην Αλβανία, ή τηλεόραση. Έτσι και εφοδιάστηκαν όλα τα νοικοκυριά και όλα αυτά. Αυτό έκανα και εγώ, αλλά εγώ από την πρώτη μέρα που ήρθα στην Ελλάδα, ήρθα με την απόφαση ότι ξανά πίσω δεν γυρίζω, γιατί αν ήταν τόσο εύκολα, ότι τα πράγματα στην Αλβανία θα γινόταν σε δύο χρόνια πελώριο, είχαν γένει όλα τα κράτη, δεν θα γίνει μόνο η Αλβανία. Εδώ έχουνε 200 χρόνια ανεξαρτησία έτσι και αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αν δεν αλλάξει η νοοτροπία και εκείνες οι περιοχές και στην Αλβανία τότες που αναπτύχθηκαν, αναπτύχθηκαν εξαιτίας της ξενιτιάς και η Δρόπολη και αυτά. Εκεί που δεν έχουνε πάει στην ξενιτιά, δεν έχουν αναπτυχθεί. Εγώ πήγα σε ένα χωριό που πουλούσαμε βιβλία στην Καρδίτσα και είδα εκεί ότι οι άνθρωποι είχανε πολύ χαμηλό επίπεδο, μπορεί να είχανε οικονομικό έτσι. Τους λέω έχει πάει κανένας στην ξενιτιά, όχι δεν έχει πάει μου λέει. Οπότε αν δεν φύγει μία γενιά, να πάει, να δει κόσμο, να φέρει εξέλιξη, να μπορεί να την μεταδώσει και στην άλλη, δεν μπορεί να γίνει σε δύο χρόνια. Όλοι αυτοί που είναι στο χωριό στο ίδιο επίπεδο έχουν μείνει, δεν μπορεί να αναπτυχθούν. Οπότε η πρώτη εντύπωση, από την αρχή που ήρθα, λόγω και του ότι και εγώ ήμουνα γεωπόνος, δεν θα ασκούσα, θα πήγαιναν να ασκούσα το επάγγελμα του γεωπόνου, θα πήγαινα να δούλευα τα χωράφια τώρα ξανά και η κατάσταση ήταν ανώμαλη. Και εξαιτίας ότι έχω και δύο παιδιά και θέλω και να τα μορφώσω. Αν ήτανε για μένα, κάθομαι και στο χωριό κρατώ και μία αγελάδα και μπορώ να ζήσω δεν έχω απαιτήσεις. Αλλά για την εξέλιξη των παιδιών, ήμουν αποφασισμένος, ότι πάλι πίσω δεν πρόκειται να γυρίσω, εδώ θα κάνω τις οικονομίες και τη δουλειά και αυτά. Και σε δύο χρόνια, αφού ο γιος έκλεισε τα 6 και έπρεπε να πήγαινα στο δημοτικό ήρθαν εδώ όλοι και η σύζυγος και τα δύο τα παιδιά. Και έτσι προχώρησαν, αλλά με δυσκολίες και με πολλή οικονομία, πολλή οικονομία με αυτό. Έχουμε στερηθεί πολλά πράγματα, να φανταστείς ότι στην αρχή έμενα σε μία γκαρσονιέρα 25 τετραγωνικά τέσσερα άτομα. Όλα ήτανε ανοιγοκλειόμενα και ο καναπές και η τραπεζαρία και οι καρέκλες και όλα αυτά. Δύο χρόνια μετά, όσο νοίκιασα άλλο σπίτι και αυτά, γιατί είχε και η γυναίκα μου, μόλις ήρθε εδώ πέρα να αρρωστήσει, να έχει πέτρα στα νεφρά και έκανε επέμβαση και έκανε αυτά. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα κι άμα έχεις και παιδιά και οικογένεια, αλλά σιγά-σιγά εντάξει.

Θ.Κ.:

Είχατε δυσκολίες προσαρμογής;

Χ.Κ.:

Όχι, περισσότερο δυσκολίες οικονομικές.

Θ.Κ.:

Βιώσατε περίεργες συμπεριφορές και ρατσισμό εκεί από την τοπική κοινωνία;

Χ.Κ.:

Αυτά παντού υπάρχουνε. Το πρόβλημα είναι ότι τι αισθάνεται ο καθένας για τον εαυτό του και να μην επηρεάζεται από τους άλλους. Παντού υπάρχουν. Και εμείς εκεί στο χωριό και τότες για κάποιους άλλους, για κάποια άλλα χωριά κάτι έτσι τέτοιο παρόμοιο αισθανόμασταν, αν ήτανε κατώτεροι αν ήτανε αυτά. Αυτά υπήρχαν και υπάρχουν και υπάρχουν και τώρα. Και τώρα μπορεί να σου πούνε ότι, από κα[01:40:00]ι εκεί που χτίζω εγώ τώρα και κάνω: «Από την Αλβανία δεν είσαι», μου λέει κάποιος. «Ναι του λέω απ’ την Αλβανία. Έχεις πάει στην Αλβανία». «Όχι δεν έχω πάει». Ξέρεις τίποτα για την Βόρειο Ήπειρο;». «Ξέρω μου λέει τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, αυτά». «Έχεις πάει, έχεις δει, έχεις μελετήσει, έχεις κάνει;» «Όχι», μου λέει, τότε τι ζητάς, τι να σου πω τώρα. Εντάξει τώρα μπορεί να έχουν και δίκιο γιατί και εμείς δεν ξέρουμε. Παραδείγματις χάριν, να με ρωτήσει κάποιος για τους Θρακομακεδόνες ή για τους Θράκες και κάτι άλλο, μπορεί να μην έχουμε και 'μεις πλήρη γνώση, αλλά εντάξει τώρα είναι αναλόγως το επίπεδο του καθενός. Δεν πρέπει να… Θίγεσαι και επηρεάζεσαι καμιά φορά, σου το φέρνουν και στη μύτη, κατάλαβες. Μία φορά στην τράπεζα εδώ πέρα στην Εθνική, κρατούσαμε τη σειρά εκεί πέρα. Έρχεται μία κυρία, μπουπ μπούπ μπουμ πάει κάθεται στην πόρτα. Κυρία της λέω είναι εδώ η σειρά είναι κάτω. Μα όχι εγώ εδώ είμαι, αφού ήσουνα εδώ, άμα ήσουν εδώ θα σε βλέπαμε, τώρα ήρθες, δεν πρόκειται να μπεις μέσα της λέω, κάτσε στη σειρά. Από την Αλβανία δεν είσαι μου λέει; Ναι της λέω, από την Αλβανία. Και τι σχέση έχει αυτό που είμαι από την Αλβανία; Στην Αλβανία έχει και Έλληνες λέω όπως έχει στη Γερμανία και όπως έχει και παντού. Και αν είμαι από την Αλβανία της λέω πρέπει να σου παραχωρήσω τη θέση; Δηλαδή, τι να της έλεγες αυτηνής. Υπάρχουν και τέτοια. θα πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτούς.

Θ.Κ.:

Έχεις τώρα Μία ας πούμε να πω έτσι μελαγχολία για αυτά που πέρασαν, για το χωριό, πράγματα που να τα ξανά σκέφτεσαι;

Χ.Κ.:

Απλώς επειδής ασχολήθηκα και κάποια χρόνια εδώ πέρα ως πρόεδρος του συλλόγου του χωριού έτσι, έχω φροντίσει στο χωριό να γίνουνε κάτι καλά πράγματα. Όπως συνεργάστηκα με τον γιατρό το Δήμο τον Τζιά, έκανα με την εκκλησία και τους δρόμους που πάνε στην εκκλησία και πολλά άλλα πράγματα. Έχω τη θέληση να βλέπω ότι κάτι γίνεται στο χωριό, μόλο που είναι αυτό το επίπεδο το χαμηλό και έτσι, αλλά να αισθάνεσαι λίγο καλά, όταν πάνεις και όταν μένεις εκεί. Αλλά είναι κάποια πράγματα που δεν μπορεί να τα αποφύγεις τελείως να πούμε, γιατί αυτή είναι και η ζωή του χωριού. Του είπα του δημάρχου, προχθές, ήμασταν σε μία συνάντηση εδώ από την πλατεία του χωριού πάνει ο δρόμος για το νεκροταφείο, βγήκανε δύο στραβόξυλοι εκεί πέρα και στενεύουν το δρόμο εκεί πέρα να μην περάσει το αυτοκίνητο και να έχεις ένα νεκρό κάνεις όλο το γύρο πάλι κάτω στο δημόσιο δρόμο και γυρίζεις έτσι γιατί δεν περνάει εδώ πέρα, που είναι 100 μέτρα το νεκροταφείο. Πάρε ένα τρακτέρ και πέταξε το πέρα τι θα πει αυτή η κατάστασή, τους ψήφους κοιτάζετε; Μα αυτοί εκεί πέρα στο χωριό δεν έχουνε μυαλό να σκεφτούν μελλοντικά δύο πράγματα, που πρέπει να γίνει στο χωριό. Εσύ έχεις τη δύναμη, όπου θέλεις ανοίγεις δρόμο, άνοιξε το μισό μέτρο κει πέρα, να γίνει για το μέλλον για το αυτό. Είναι πολλά τέτοια πράγματα που θέλεις να τα φτιάξεις. Άλλοι σε καταλαβαίνουν, άλλοι δεν σε καταλαβαίνουν. Μου χε κάνει εντύπωση μία φορά εδώ πέρα, γιατί φεύγουμε και από το θέμα του χωριού, ήταν ένας πρόεδρος του Πωγωνίου, Σταύρο παπάς, του εδώ Πωγωνίου πού είναι τα 35 χωριά και είχαμε το δρόμο λέει πού πήγαινε στο νεκροταφείο λέει. Κηπάκι εδώ λέει κηπάκι εδώ, κηπάκι εδώ, δεν μπορούσες να περνούσες λέει. Περιμένω μία χρονιά αφού τελειώνει και φεύγουνε λέει τον Αύγουστο, παίρνω ένα τρακτέρ λέει και δεν βρέθηκε κήπος πού και πού να περάσει ο δρόμος ευθεία. Άρχισε να μου λέει να με παίρνουν τηλέφωνο, άλλοι δικηγόροι και άλλες και θα σου κάνουμε μήνυση και για αυτό. Τώρα μου λέει όλοι με τιμούν λέει, γιατί βλέπουνε που έγινε ένας δρόμος και έφυγαν αυτές οι αηδίες που υπήρχαν εκεί πέρα. Δηλαδή, αν δεν έχεις και τέτοια πρωτοβουλία και κοιτάς μόνο το πολιτικό κόστος και αυτά δεν γίνονται, αλλά αυτός που είναι δήμαρχος σκέφτεται ότι να βγει και την άλλη τετραετία να βγει και την άλλη τετραετία και δεν τελειώνουν ποτέ αυτά.

Θ.Κ.:

Σε ευχαριστώ πολύ κύριε Χαράλαμπε.

Χ.Κ.:

Τίποτα.