© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Έζησα ήσυχη ζωή, αλλά όμορφη ζωή»: αναμνήσεις μίας κόρης Μικρασιατών προσφύγων
Κωδικός Ιστορίας
11283
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κυριακή Λυγερού (Κ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/05/2021
Ερευνητής/τρια
Ανδρέας Καλοκαιρινός (Α.Κ.)
[00:00:00]
Ωραία, θα ξεκινήσουμε πρώτα με το όνομά σου.
Λοιπόν, με λένε Κυριακή Λυγερού.
Ωραία, εγώ είμαι ο Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαι ερευνητής στο Istorima, είναι Τετάρτη 12 Μαΐου του 2021 και βρισκόμαστε στο Ηράκλειο. Θες να ξεκινήσουμε μιλώντας, να μας πεις μερικά λόγια για την οικογένεια και την καταγωγή σου;
Ωραία, λοιπόν, η καταγωγή μου κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Είχαν έρθει πρόσφυγες τότε το ’22. Ο πατέρας μου, γιατί θα αρχίσω πρώτα από τον πατέρα μου, δε μπορώ να τους πω και τους δυο. Δεν γνωριστήκανε, εδώ γνωριστήκανε. Η μαμά μου ήρθε τεσσάρων χρονών. Ο μπαμπάς μου λοιπόν ήταν από τη Μικρά Ασία, από τα Βουρλά. Ο τόπος να πούμε που γεννήθηκε ήτανε τα Βουρλά. Μικρά Ασία βέβαια αλλά στα Βουρλά. Ε, όι, όι Βουρλά, συγγνώμη. Μπουρνοβαλής ήταν ο μπαμπάς μου, Μπουρνοβαλής. Λοιπόν, από τον Μπουρνόβα. Ήρθε εδώ 11 χρονών. Δεν ήρθε στην Ελλάδα. Η γιαγιά μου είχε εφτά παιδιά, τα οποία όταν σφάξανε τον παππού μου, τον άνδρα της γιαγιάς μου. Πήρε λοιπόν τα παιδιά της, εφτά παιδιά μωρά. Ο πατέρας μου ήταν 11 χρονών τότε, και ήταν το αγόρι, ο αδερφός του ο πρώτος ήταν μεγαλύτερος, τα άλλα ήταν κορίτσια. Τρία κορίτσια μικρά, τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια, τα πήρε και φύγανε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί μείνανε, μεγάλωσε τα παιδιά της, τα μόρφωσε, πάντρεψε τις κόρες αλλά ο μπαμπάς τον πήρε ο μεγάλος του αδερφός και τον έφερε στην Ελλάδα. Στην αρχή μείνανε στην Αθήνα, στο Κολωνάκι. Ο μπαμπάς μου ήταν 11 χρονών και ήτανε μικρό παιδί και δεν ήξερε πώς, έπρεπε να ζήσουνε. Και πήγε μαναβάκι. Πώς είναι οι μανάβηδες που πουλάνε να πούμε, παίρνουνε, πας εσύ εκεί και ψωνίζεις και μετά μου τα φέρνεις εμένα στο σπίτι; Κατάλαβες; Έτσι ήταν, ένα παραγιουδάκι. Ε, μετά από εκεί τον πήρε ο θείος μου ο Νίκος και τον έφερε στην Κρήτη, στο Ηράκλειο. Μείνανε λοιπόν στο Ηράκλειο. Ο μπαμπάς μου μεγαλώνοντας, επειδή είχε... Ο πατέρας του ήταν μεγαλοτσιφλικάς. Είχανε πάρα πολλά πρόβατα και μεγάλη να πούμε αυτή, με άλογα και τέτοια. Και η αγάπη του μπαμπά ήτανε αυτή. Στην αρχή ξεκίνησε με ένα άλογο. Τότε ήταν τα κάρα. Το άλογο το έζευες στο κάρο και… φόρτωνες να πούμε ό,τι ήθελες και έκανες μεταφορές. Ε, μετά από το ένα άλογο, ο μπαμπάς έκανε δύο. Από τα δύο πήγε τρία και πήρε και δύο άλλα άτομα, τους οποίους ονομαζότανε «αραμπατζήδες». Αυτοί που τραβούσαν, να πούμε, το άλογο με την, με το κάρο. Λεγότανε αραμπατζήδες. Τους πήρε λοιπόν και τότε ο Μεταξάς έκανε τούβλα στη Χερσόνησο. Είχε ένα μεγάλο καμίνι και μεταφέρανε το χώμα εκεί, ο μπαμπάς μου και τα άλλα δύο, αυτά που είχε, παιδιά που δουλεύανε μαζί του και μεταφέρανε το χώμα του Μεταξά και έκανε τα τούβλα ο Μεταξάς. Από εκεί άρχισε αυτός και έγινε μετά, πριν τα χωράφια, αυτά που έχει τώρα και έκανε τα ξενοδοχεία και όλα αυτά. Ε, μεγάλωσε ο πατέρας μου, γίνηκε 18 χρονών. Έκανε δέκα άλογα ο πατέρας μου. Μετά από εκεί ήθελε να πάει να γίνει, να πηγαίνει στη… στα, πες το τώρα. Πού πάμε στη… στο Αρκαλοχώρι και στις Μοίρες; Στο παζάρι! Εκεί λοιπόν πηγαίνανε οι χωρικοί και φέρνανε τα ζώα τους: μοσχάρια, κατσίκια, πρόβατα και τα πουλούσανε. Ο πατέρας μου λοιπόν, είχε μάθει από το μπαμπά του και ήτανε, λεγότανε, ήξερε να πούμε ότι το πρόβατο αυτό που είναι δικό σου ή το μοσχάρι είναι εξήντα κιλά, το μοσχάρι, είναι η προβιά του τόσα κιλά και το κεφάλι του τόσα κιλά, με τα πόδια. Δεν έπεφτε έξω. Πηγαίνανε λοιπόν τότε στα σφαγεία, τα σφάζανε, ζυαζότανε και ήτανε όσο έλεγε ο μπαμπάς μου. Ούτε ένα γραμμάριο παρακάτω, ούτε παραπάνω. Τον είχανε μάθει λοιπόν οι χωρικοί όλοι και κοιτάζανε πότε θα έρθει ο Καρεκλάς στο παζάρι για να τους δώσει τιμή και οκάδες. Ήτανε οι οκάδες τότε, δεν ήταν τα κιλά που είπα. Ήταν οκάδες. Να τους δώσει τιμή οκάδες, ε… πόσο θα πούμε θα κοστίσει το ζώο αυτό; Να τους δώσει τιμή και μετά να δώσει στους άλλους όλους. Δηλαδή να περάσουνε οι άλλοι για να πάρουνε. Ήταν τόσο καλός. Τον ε… μάλιστα το όνομα αυτό τον λέγανε «ο τσελέπης». Ήτανε ένας που δε μπορούσε κανείς να, να… με το μυαλό του να κάτσει να πει πόσο είναι το κάθε μοσχάρι, το κάθε αρνί. Ε, αυτά… Εντωμεταξύ, μεγάλωσε, πήγε στα δεκαοχτώ. Δεκαοχτώ χρονών γνώρισε τη μαμά μου. Η μαμά μου ήρθε από το… από τη Σμύρνη τεσσάρων χρονών. Ήταν στο Γκιουλ Μπαξέ, εκεί ήτανε το σπίτι τους και όλος ο χώρος. Διότι εκεί κάνανε, είχανε το μεταξοσκώληκα και κάνανε το μετάξι. Η νενέ μου, η γιαγιά μου. Ε, μετά η μαμά μου πήγε εδώ στο σχολείο, στο Δημοτικό, έβγαλε το Δημοτικό, πήγε δεκατεσσάρων χρονών όταν την γνώρισε ο μπαμπάς και την πήρε, ο μπαμπάς μου. Την ζήτησε λοιπόν από τη μαμά του γιατί δεν είχε πατέρα. Τη μάνα μου, τη γιαγιά μου είχε και δύο αγόρια. Και την πήρε… Παντρευτήκανε, κάνανε λοιπόν, το ’29 παντρευτήκανε. Κάνανε παιδιά, κάνανε το πρώτο κορίτσι, η Αναστασία η αδερφή μου, μετά έκανε τον αδερφό μου τον Αλέκο, μετά από τον Αλέκο έκανε την Αντωνία, ένα άλλο κορίτσι το οποίο έφυγε και μετά τέταρτη ήμουνα εγώ. Ναι, η Κυριακή. Μετά την Κυριακή, από δύο χρόνια, ενάμισι χρόνο για την ακρίβεια έχουμε η μία με την άλλη διαφορά, έκανε την άλλη Αντωνία, για να βγάλει το όνομα της… αυτό που έφυγε το παιδάκι και την βαφτίσανε πάλι «Αντωνία» αυτή. Μετά την Αντωνία έκανε τη Μαρία και τελευταίος ο Κωστής. Του παππού το όνομα. Αυτά ήταν του μπαμπά μου τα…
Παντρευτήκαμε, μεγαλώσαμε, ο μπαμπάς μου ήτανε πάρα πολύ αυστηρός. Δε μας άφηνε να κάνουμε παρέες. Τέλειωσα το σχολείο μου, στο «Ανωγειανό». Μετά από την Κατοχή, πήγα πρώτη τάξη στο «Ανωγειανό σχολείο», εδώ στο Ηράκλειο. Τέλειωσα το Δημοτικό και μετά ο μπαμπάς δεν ήθελε να με αφήσει να προχωρήσω. Μου λέει: «Θα πας να μάθεις μια δουλειά και θα κάτσεις στο σπίτι. Είσαστε πολλά παιδιά, να αναλάβει η μια την άλλη». Και τότε ο μπαμπάς είχε πάρει το πρώτο κρεοπωλείο στο Καμαράκι, το οποίο είναι του Κουτζούκου τώρα το κρεοπωλείο. Ε, συνεργάστηκε λοιπόν με τον Γκουτζούκο ο μπαμπάς και γίνανε και μάλιστα και κουμπάροι. Μετά του το άφησε του Κουτζούκου και πήγε στα κρεοπωλεία πάνω, στην πάνω αγορά ο μπαμπάς μου. Εκεί πέρα τέλειωσε και ο αδερφός μου που ήτανε πριν από μένα, μεγάλωσε ο Αλέκος, και κάνανε το κρεοπωλείο στην πάνω αγορά. Μαζί με τον Αλέκο, τον αδερφό μου. Τον είχε μαζί του. Ε, αυτός έγινε ένας πάρα πολύ καλός κόφτης, ο μικρός. Είχα έναν θείο στην Γαλλία, ο οποίος ήρθε από την Γαλλία και του έμαθε, ήτανε αυτός εκεί, ε… αυτός, κρεοπώλης. Και ήξερε να πούμε την «γαλλική μπριζόλα», που λένε. Κι έμαθε τον Αλέκο. Τον έπαιρνε όλη η αγορά να του στρώσει την… να τους κάνει μόστρα. Στις μπριζόλες και σ’ όλα αυτά, ο αδερφός μου. Μετά μεγάλωσα, τέλειωσα το σχολείο, έμαθα μια τέχνη. Πήγαινα μετά στον μπαμπά κάθε Σαββάτο για να τον βοηθήσω στο κρεοπωλείο. Εγώ και η Μαρία μας, η μικρή. Ε, γίνηκα είκοσι χρονών, εικοσιπέντε χρονών και με γνώρισε ο άνδρας μου.
Αλλά θέλεις να μου πεις λίγο για την παιδική σου ηλικία. Δηλαδή αν θυμάσαι πώς ήταν η ζωή στο σπίτι.
Η ζωή μου στο σπίτι, η ζωή μας στο σπίτι ήτανε πάρα πολύ ωραία. Ήτανε μία πάρα πολύ ωραία οικογένεια είμαστε. Είμαστε έξι παιδιά, η μητέρα μου και ο μπαμπάς μου. Και ο μπαμπάς μου είχε μαζί του και την γιαγιά μου, τη νενέ. Και ήτανε μια πάρα πολύ αγαπημένη και σωστή οικογένεια. Η μαμά μου ήτανε πάρα πολύ νοικοκυρά. Δεκατεσσάρων χρονών παντρεύτηκε και δεκαπέντε έκανε το πρώτο της παιδί. Μεγαλώσαμε πάρα πολύ όμορφα, με αρμονία, με αγάπη. Ε, εμείς τα αδέρφια να πούμε μέχρι σήμερα έχομε πολύ ωραίο δεσμό μεταξύ μας. Ε, δεν θυμάμαι να πούμε τα παιδικά μου χρόνια. Μεταξύ μας οι τρεις αδερφές, γιατί την άλλη μας την κλέψανε δεκάξι χρονών. Την κλέψανε την Στάσα, δεκάξι χρονών. Ε, και μετά μείναμε εμείς οι τρεις: εγώ, η Αντωνία και η Μαρίγα. Μείναμε οι τρεις λοιπόν, πηγαίναμε όπου θέλαμε να πάμε. Ο μπαμπάς μου είχε εμπιστοσύνη και μου ‘λεγε: «Μπαμπά να πάμε μια βόλτα μέχρι… ήταν τότε οι Τρεις Καμάρες… μέχρι τις Τρεις Καμάρες;». Είχε έναν ωραίο κήπο τόπο, που τον χαλάσανε και τον κάνανε… Καθόμασταν στο παγκάκι,[00:10:00] κάναμε… παίζαμε μεταξύ μας μιλούσαμε και όλα αυτά. Ερχότανε η ώρα να πάμε γιατί ο μπαμπάς θα φωνάζει, πάμε. Κι εγώ του έλεγα και πηγαίναμε στο σπίτι. Ε, ο μπαμπάς ήταν στο σπίτι: «Πως περάσατε; Καλά; Καλά. Αύριο λιγότερη… Αύριο δεν θα πάτε πουθενά. Την Κυριακή πάλι, θα πάμε βόλτα», λέω εντάξει: «Θα σας πάω εγώ». Μας έπαιρνε ο μπαμπάς και μας πήγαινε στο Μπετενάκι. Ε, καθόμασταν εκεί, περνούσε λίγο η ώρα μας. Η μαμά μου, εγώ, ο μπαμπάς και τα αδέρφια μου. Μετά γυρίζαμε στο σπίτι, ειμαστε πάρα πολύ αγαπημένη οικογένεια δηλαδή. Η μαμά μου, ο μπαμπάς μου. Η μαμά μου ήτανε πάρα πολύ νοικοκυρά. Μια πολύ ωραία γυναίκα. Μεγάλωσα εγώ αλλά δεν είχαμε σχέσεις με τίποτα. Ο άντρας μου λοιπόν ήρθε απέναντι… Ο Λευτέρης ο Λυγερός. Ήρθε λοιπόν απέναντι από το σπίτι μας κι έπιασε ένα μαγαζί. Το οποίο είχε jukebox, τα οποία έδινε στα μαγαζιά. Εμείς στεκόμαστε λοιπόν εκεί στο… στην αυλίτσα που είχαμε και κουβεντιάζαμε. Και μια στιγμή φωνάζει η μαμά τη Μαρία: «Μαρία έλα που σε θέλω, να μου κάνεις κάτι.» Κι έμεινα εγώ μόνη στο «ντουρσέκι», που έλεγε και η μαμά μου. Και βλέπω τον Λυγερό κι έρχεται. Ντροπαλός, το κεφάλι κάτω. Μου λέει: «Με συγχωρείς, μπορώ να σας μιλήσω;» Λέω: «Ευχαρίστως. Τι θέλετε;» Δεν τον ήξερα, δε με ήξερε. Απλώς βλέπαμε επικοινωνία, που πήγαινε αυτός απέναντι κι εμείς είμαστε απέναντι από το μαγαζί. Μου λέει: «Συγγνώμη αλλά θέλω να σας πω ότι, αν να πούμε δεν έχετε κανέναν δεσμό, να ‘ρθώ να σας ζητήσω από τον μπαμπά σας, κατευθείαν! Αν θέλετε φυσικά —μου λέει— για αυτό παίρνω την γνώμη σας». Λέω εγώ, έτσι ακριβώς του ‘κανα, σήκωσα του ώμους μου, λέω: «Τι να σας πω; Εγώ, δεν έχω τίποτα από αυτά που λέτε. Αν ο μπαμπάς μου θέλει, εγώ ευχαρίστως». Δηλαδή μόλις τον είδα, μου άρεσε. Το ‘θελα! Ήμουνα και… δεν είχα και κανέναν. Δεν είχα και λέω: «Εντάξει». Την άλλη μέρα λοιπόν ο μπαμπάς, πήγαινε ο Βασιλειάδης στο μαγαζί και ήταν πελάτης του. Ο Βασιλειάδης που είχε τα ηλεκτρικά. Ήτανε στην πάνω αγορά. Πήγαινε λοιπόν στο μπαμπά και μ’ έβλεπε αυτός κάθε Σαββάτο που εγώ ήμουνα στο ταμείο και βοήθησα τον μπαμπά. Και ένα Σαββάτο μου λέει ότι, πριν ακόμα μου πει ο… μετά μου είπε ο Λευτέρης την κουβέντα, λέει: «Κύριε Στέλιο, αν να πούμε σας κάνω για γαμπρός, μου αρέσει πολύ η κόρη σας. Κι αν θέλετε, να πούμε να… και θέλει και το κορίτσι, να της το πείτε, θα την αρραβωνιάσω, θα αρραβωνιαστούμε». Έρχεται ο μπαμπάς, το λέει στη μαμά: «Έτσι κι έτσι μου ‘πε ο τάδε, ο Γιώργος ο Βασιλειάδης, με τ’ όνομα». Λέει η μαμά μου: «Πώς να της το πω; Αυτή δεν θέλει. Αυτή την ξέρεις μου λέει… ατίθαση. Εσύ πες της το». Έρχεται λοιπόν και μου λέει αυτή την κουβέντα. Μου λέει: «Ο μπαμπάς είπε αυτό κι αυτό από τον τάδε.» Λέω εγώ: «Δεν θέλω κανέναν. Δε μου αρέσει και δεν τον θέλω! Είναι μεγάλος.» Λέει: «Δε μπορώ να το πω, θα σε δείρει ο μπαμπάς». «Ε, ας με δείρει! Εγώ δεν τον θέλω. Αν θέλει να με παντρέψει, το τάδε παιδί απέναντι μου είπε αυτή την κουβέντα κι εγώ τον… μου αρέσει, τον θέλω. Αν θέλει να με παντρέψει, θα πάρω αυτό το παιδί». Κι έτσι το ’πα του μπαμπά, το ‘πε η μαμά του μπαμπά και μου λέει: «Έλα εδώ —μου λέει— πώς και τι, πώς τον γνώρισες;» Ε, λέω: «Μπαμπά εδώ ήρθε, εδώ που… στεκόμουνα, ήρθε και μου το είπε. Θέλεις; Δεν θέλεις; Εγώ δεν έχω πρόβλημα». Μου λέει: «Πες του να έρθει, να τον δω». Τούτος δω, πήρε τον μπαμπά του και του πήρε και… ήρθε. Ντροπαλός πολύ πολύ ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ήρθε στον μπαμπά, κουβεντιάσανε, είπε ο μπαμπάς: «Αφού είσαι, να πούμε, θα ρωτήσω και για σένα…» Εντωμεταξύ, ο αδερφός του, ο Σταύρος, ήτανε του μπαμπά πελάτης. Έπαιρνε από εκεί τα κρέατα στο μαγαζί του. Κατάλαβες; Και τότε, να πούμε, του είπε: «Εντάξει». Ρώτησε τον αδερφό του, ρώτησε την οικογένεια, λέει: «Εντάξει, αφού σε θέλει το παιδί μου, έλα, να πούμε, με τον μπαμπά σου, να την ζητήσετε εδώ». Και ήρθαν αυτοί ένα βράδυ, μαζί με την πεθερά μου, τον μπαμπά του και την αδερφή του, την Ελένη, η οποία ήταν ελεύθερη, ήταν μεγάλη, ήταν ελεύθερη αλλά μετά παντρεύτηκε μετά από μένα. Ε, αυτά. Παντρευτήκαμε λοιπόν, κάναμε μια ωραία οικογένεια. Έκανα τρία κορίτσια, πάρα πολύ καλά. Εμείς αρχίσαμε μόνοι μας. Δουλέψαμε καλά, κάναμε κάτι μόνοι μας. Δεν βρήκαμε τίποτα να πούμε από κανένα. Ούτε κληρονομίες, ναι.
Αλλά είπες πριν ότι σταμάτησες τις σπουδές σου…
Ναι.
Αλλά, παρόλα αυτά, έμαθες μια τέχνη.
Έμαθα, μοδίστρα. Ναι… Έραβα λοιπόν την οικογένεια. Τα κορίτσια μας. Κάναμε ωραία φουστανάκια, αυτά και πηγαίναμε βόλτες με αυτά. Τη μαμά μου, όλα αυτά. Έμαθα να αλλάζω του μπαμπά μου τα πουκάμισα. Να αλλάζω του αδερφού μου, όλα αυτά. Και… πέρασε ο καιρός, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Πήρα τον άνθρωπο αυτόν, έκανα τρία κορίτσια, τα οποία… Ξεκινήσαμε από το μηδέν, πήραμε αυτό το οικόπεδο με δόσεις από την τράπεζα, βοήθησε ο πατέρας μου τότε τον Λευτέρη και πήγε κι έβαλε εγγυητής ο μπαμπάς και πήρε ο Λευτέρης αυτά τα χρήματα, και πήραμε αυτό το οικόπεδο, το οποίο και ξεπληρώσαμε, ξεπλήρωσε ο μπαμπάς, ο Λευτέρης, ο παππούς σου. Έκανε εκεί πέρα το πρώτο το εργοστάσιο, κάναμε αρχικά, κάναμε τα μεταλλικά γραφειάκια. Καρέκλες, τέτοια πράγματα. Μετά πήγε καλά η δουλειά, μεγάλωσε η δουλειά, μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα σπούδασα, τα πάντρεψα με πολύ καλά παιδιά… Με πρώτα παιδιά από το Ηράκλειο, ένα κι ένα. Και είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη αλλά στεναχωρήθηκα πάρα πολύ γιατί με άφησε γρήγορα ο άνδρας μου. Αρρώστησε, έφυγε μετά από πεντέμισι χρόνια άρρωστος. Και τώρα είναι δέκα χρόνια που είμαι μόνη. Εγώ κρατώ το εργοστάσιο, προσπαθώ να δώσω ό,τι έχω μέσα. Να μην τα αφήσω. Αυτή είναι η ζωή μου… Θέλεις τίποτα άλλο να σου πω;
Εσύ ό,τι θέλεις να προσθέσεις. Έχω κάποιες ερωτήσεις να σου κάνω.
Ναι, κάνε μου τις ερωτήσεις κι εγώ θα σου πω μετά.
Ναι, αρχικά σε σχέση με το… Είπες ότι ήρθε ο Λευτέρης Λυγερός και σε ζήτησε. Εσύ πώς ένιωσες με αυτό; Εννοώ ήτανε…
Εγώ είπα ότι: «Εγώ δε μπορώ να σου δώσω τον λόγο μου. Εμένα δε με νοιάζει, δεν έχω να πούμε τίποτα, ούτε έχω καμία σχέση. Αν ο πατέρας μου θέλει, πολύ ευχαρίστως να δεχτώ». Λέει: «Να το πείτε στον μπαμπά σας». «Εγώ θα το πω στο μπαμπά μου και ότι πει ο μπαμπάς μου». Λοιπόν το είπα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήρθε και μου έφερε προξενιά από τον Γιώργο τον Βασιλειάδη, σου είπα. Εγώ δεν τον ήθελα και είπα ότι: «Αν θέλεις να παντρευτώ, να με παντρέψεις, το τάδε παιδί μου είπε αυτή την κουβέντα και θέλει να έρθει να με ζητήσει». Μου λέει: «Εντάξει, αφού το θέλεις εσύ, —δεν ήθελε να μου χαλάσει χατίρι— πες του να κουβεντιάσουμε». Και ήρθε ο Λευτέρης μαζί με τον πατέρα του. Μιλήσανε, συζητήσανε και μετά ορίσαμε αρραβώνες. Κάναμε τον αρραβώνα και είπε ο μπαμπάς ότι: «Εγώ θα του χτίσω του παιδιού μου το σπίτι. Όταν τελειώσει το σπίτι, τότε θα παντρευτούνε».
Ο Λευτέρης τότε είπες είχε jukebox…
Jukebox. Είχε jukebox και ήταν πάρα πολύ καλή, πήγαινε η δουλειά του. Ήτανε πολύ καλό παιδί. Πήγαινε πάρα πολύ καλά. Τα μοίραζε σε… μέχρι να πούμε στα χωριά τα πήγαινε. Θες να πω και πώς χτύπησε; Ωραία. Λοιπόν, είχε αυτό το μαγαζί και διέθετε να πούμε τα jukebox σε κάθε μαγαζί. Σε καφενεία, σε μαγαζιά πήγαινε. Ένα βράδυ, γιατί δούλευε και στην αποθήκη σαν καρφωτοκιβωτιοποιός. Κάνανε τα κασάκια και βάζανε τότε τα εμπορεύματα, όλα τα ζαρζαβατικά και τα λαχανικά και τα στέλνανε έξω. Κι έφυγε από εκεί, από την αποθήκη που δούλευε, και πήγε να αδειάσει το jukebox, γιατί είχε γεμίσει και φωνάζει να πούμε το αφεντικό που ήταν εκεί: «Έλα να αδειάσεις». Δε μπορούσε κανείς να το αγγίξει, να το αδειάσει. Μόνο ο Λευτέρης είχε το κλειδί. Και πήγε να το αλλάξει εκεί πέρα που είναι η Αγιά Μαρίνα, πως τα λένε; Στη Βόνη. Μπράβο. Ήταν λοιπόν Οκτώβριος μήνας και κάνανε τότε εκλογές. Ήταν λοιπόν ο Κεφαλογιάννης με το αυτοκίνητο και πηγαίνανε στα χωριά και βγάζανε λόγο. Εκ[00:20:00]είνη την στιγμή λοιπόν, που πήγε ο Λευτέρης για να αδειάσει το jukebox, περνάει μια μηχανή τον ρίχνει κάτω με το μηχανάκι και τον χτυπάει στη μέση. Τον άφησε στον δρόμο. Εκείνη την ώρα περνούσε του Κεφαλογιάννη το αυτοκίνητο και σταματήσανε και τον μαζέψανε. Και τον πήγανε κατευθείαν στον Ευαγγελισμό… με σπασμένη μέση. Μετά από εκεί, του δώσανε τις πρώτες βοήθειες οι γιατροί και μετά τον στείλανε στα ΚΑΤ στην Αθήνα. Ε, από εκεί λοιπόν έφυγε ο Λευτέρης και ήρθε τότε στο Ηράκλειο και τον είδα για πρώτη φορά και με είδε και αυτός για πρώτη φορά και από εκεί ήρθε και με ζήτησε, όπως σου είπα. Εκεί που στεκόμουνα ήρθε και μου είπε την κουβέντα που σου είπα. Αυτό. Έκανα τα παιδιά μου, τρία καλά παιδιά, πολύ καλά κορίτσια, πήρανε πάρα πολύ καλά παιδιά και είμαι ευτυχισμένη. Είμαι στενοχωρημένη γιατί έφυγε ο άντρας μου γρήγορα. Είναι τώρα 10 χρόνια που τον έχω χάσει.
Ωραία, θέλεις να μου πεις λίγο για τις μετακινήσεις που είχες; Εννοώ σε ποιες γειτονιές έχεις μείνει, πώς θυμάσαι αυτές τις γειτονιές. Έχεις ζήσει όλη σου την ζωή στο Ηράκλειο, έχεις ζήσει αλλού;
Όλη μου τη ζωή. Γέννημα θρέμμα είμαι στο Ηράκλειο. Και όλα μου τα αδέρφια. Η μαμά μου σου λέω ήρθε τεσσάρων χρονών εδώ και δεκατεσσάρων χρονών γνώρισε τον μπαμπά και παντρευτήκανε. Ε, από εκεί λοιπόν έκανε το πρώτο παιδί, το δεύτερο, το τρίτο, εγώ ήμουνα τέταρτη. Έκανε εφτά παιδιά η μαμά, τα έξι όμως ζούσαμε μέχρι πριν τρία χρόνια… εφτά χρόνια, έφυγε η Μαρία και η Στάσα η μεγάλη και ο αδερφός μου ο Αλέκος. Φύγανε τα τρία και είμαστε τρία τώρα στην ζωή. Ε… τι άλλο να σου πω; Πού πήγα στο σχολείο, μεγάλωσα στο Ηράκλειο. Α, όχι. Στον πόλεμο, στην Κατοχή, ήμουνα εγώ έξι χρονών… έξι, τεσσάρων χρονών. Γιατί εφτά χρονών κατέβηκα κάτω. Ήταν τρία χρόνια; Πόσα ήταν εδώ οι Γερμανοί; Τέσσερα χρόνια; Τόσο, τέσσερα, πέντε χρόνια. Ε, εφτά χρονών λοιπόν μας πήρε ο μπαμπάς και μας πήγε στο Καστέλι, στον Προφήτη Ηλία. Εκεί καθίσαμε όλη την Κατοχή. Μεγαλώσαμε εκεί. Ο μπαμπάς πήγαινε στα χωριά, όπως σου είπα. Ένα βράδυ λοιπόν, επειδή ο μπαμπάς μου ήταν πολύ… εμφανίσιμος, ψηλός, φορούσε στιβάνια και κιλότες. Ξέρεις, τις κιλότες αυτές που φοράνε μωρέ. Και τον εσταματήσανε ένα βράδυ οι αυτοί στο Λασίθι, δεν ξέρω πού ακριβώς και τον περάσανε για αξιωματικό και ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αλλά πώς έγινε, πώς αυτό και ξέφυγε ο μπαμπάς από εκεί. Ήρθε λοιπόν στον Προφήτη Ηλία, δούλευε μετά ο μπαμπάς. Είχαμε, είχε πάρει, είχε ακόμα, είχε, είχε δυο-τρία αλογατάκια δικά του. Είχε. Γιατί πήγαινε μετά και έκανε στα αλώνια, που γυρίζανε γύρω-γύρω με το άλογο και… το στάρι, που το βγάζανε. Δεν ξέρω πως τα λέγανε και τότε εγώ ήμουνα μικρή, πολύ μικρή. Ε, μεγαλώσαμε εκεί μέχρι έξι-εφτά χρονών. Μετά κατεβήκαμε στο Ηράκλειο. Πήγαμε στο «Ανωγειανό σχολείο» που το κάψαν τότε, οι Ανωγειανοί το κρατούσανε, που τους κάψανε τα Ανώγεια. Ναι. Και πήγαμε στο σχολείο. Τέλειωσα το Δημοτικό. Ο μπαμπάς μου δε με άφησε, το είπα. Δε με άφησε ο μπαμπάς να πάω παραπέρα. Μου είπε: «Θα καθίσεις, να βρεις μια τέχνη, μεθαύριο να ράβεις τα παιδιά σου και τον άντρα σου.» Έμαθα μοδίστρα. Έραβα στο σπίτι όλα τα παιδιά, όλα μου τα αδέρφια, τη μαμά. Καθόμασταν εκεί. Ε, τα απογεύματα βγαίναμε εκεί στο μπαλκονάκι που είχαμε και κουβεντιάζαμε τα τρία αδέρφια. Την άλλη μας την κλέψανε. Δεκαέξι χρονών μας την πήρανε. Μας την πήρε ο κύριος… Αχ, ναι, τέλος πάντων. Ο Ηλίας. Ε, μεγάλωσα όμορφα, είχα πολύ καλό μπαμπά. Ε, τι άλλο θέλεις να σου πω;
Ε, όχι. Για αυτό. Είπες ότι κλέψανε την Στάσα, την αδερφή σου. Τι εννοείς ότι «την κλέψανε»;
Απέναντί μας είχε καθίσει μια οικογένεια. Απέναντι από το σπίτι μας, στην Θερίσσου. Είχε καθίσει μια οικογένεια, ο οποίος ο… Ηλίας ο Χαραμουντάνης. Ναι, συγγνώμη. Ο Ηλίας ο Χαραμουντάνης. Όχι; Να μην πω; Ε, πώς; Αυτόν πήρε. Αυτός την έβλεπε την κόρη μου, την αδελφή μου και την έκλεψε. Ένα βράδυ την έκλεψε! Πώς να στο πω; Πώς κλέβανε τις γυναίκες τότε; Τις κλέβανε! Όταν την θέλανε και δεν… Ο μπαμπάς μου δεν τον ήθελε στον ύπνο του. Δεν τον ήθελε καθόλου, ούτε την οικογένεια. Δεν ήταν καλή οικογένεια. Και δεν ήθελε. Ο μπαμπάς του ήτανε… δεν ήτανε καλός άνθρωπος. Και δεν ήθελε ο μπαμπάς. Αυτός καιροφυλακτούσε, την είδε μοναχή που ήτανε στο σπίτι, έξω δηλαδή στην αυλή μας και την βούτηξε από τις κοτσίδες. Είχε δύο κοτσίδες μεγάλες η Στάσα μας, πολλά μαλλιά. Και την βούτηξε από τις κοτσίδες και την έσυρε στο χώμα. Και την επήρε και την πήγε στου Κεφαλογιάννη το μετόχι. Ήτανε συμπέθεροι τότε γιατί είχε πάρει την αδερφή του ένας Κεφαλογιάννης και την πήγε εκεί πέρα. Τότε έκλεψε και ο Κώστας, ο Κουντόκωστας την Τασούλα, την… Του Πετρακογιώργη την κόρη. Και οι δυο Τασούλες κλεφτήκανε μαζί, το ίδιο βράδυ. Ε, ο μπαμπάς μου δεν τον ήθελε να τον εδεί. Πέρασαν τρεις μήνες, έκλαιγε η κόρη, ήθελε να έρθει στο σπίτι μας. Ο μπαμπάς δεν τον ήθελε, έλεγε: «Άμα θέλει να έρθει, να έρθει μοναχή.» Ύστερα έμεινε έγκυος και ο μπαμπάς τι να κάνει; Δέχτηκε το παιδί. Παντρευτήκανε και τον δέχτηκε κι αυτόν. Τι να κάνει; Εντωμεταξύ αυτός την πήρε και πήγανε… Αυτός ήτανε εργολάβος. Και πήγανε στην Αθήνα, καθίσανε στης θείας μου της Ελένης το σπίτι στην Καισαριανή, του μπαμπά μου της αδερφής. Έκανε την Στέλλα, το πρώτο παιδί, μετά έκανε το Μιχάλη, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας. Το Μιχάλη τον ξέρεις, έκανε κι εδώ το σπίτι. Και μετά έκανε και το Ρηνιώ. Έζησε καλά αλλά έφυγε τώρα κι αυτή η καημένη. Μεγάλωσε, 80 χρονών. Κι έφυγε.
Αλλά πέρα από μόνιμη κατοικία, έχεις ταξιδέψει; Εκτός Ηρακλείου;
Βεβαίως! Με το μπαμπά, με τον άντρα μου… Επειδή η δουλειά μας λοιπόν το καλούσε και δεν ήθελε να πάει μόνος του πουθενά, πηγαίναμε μαζί. Πηγαίναμε στις εκθέσεις, στην Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στην Καβάλα, στη… Πώς το λένε εκεί που είναι και οι Τούρκοι; Πως το λένε εκεί; Πες το. Ναι. Πηγαίναμε να πούμε σε πολλά αυτά, κάναμε τις δουλειές μας στη Θεσσαλονίκη. Φορτώναμε, παίρναμε να πούμε το εμπόρευμα, μας το φέρνανε, πληρώναμε κι εδώ πουλούσαμε. Τι να κάνουμε; Εντωμεταξύ ήταν πρόεδρος ο μπαμπάς… ο άντρας μου. 14 χρόνια πρόεδρος στον Ο.Φ.Η. Από εκεί λοιπόν δημιούργησε ο άνδρας μου δημιούργησε το… τα Βαρδινογιάννεια. Και κάνανε τότε εδώ πέρα τις αυτές που κάνανε. Στα Βαρδινογιάννεια. Πηγαίναμε στο Ρέθυμνο, παντού. Ύστερα, με την δουλειά αυτή, που ήταν Πρόεδρος, είχανε πάει και σε πολλά έξω, στο εξωτερικό. Είχαμε πάει στην Ταϊλάνδη. Βέβαια. Μαζί με τους παίκτες. Πήγαμε στην Ταϊλάνδη, πήγαμε στο Χονγκ-Κονγκ, πώς το λένε αυτό; Πήγαμε στη… στη Λισαβόνα, πήγαμε κι εκεί. Περάσαμε πολύ όμορφα. Αυτά ήτανε… Με τα παιδιά μου βέβαια που φύγανε στο εξωτερικό αλλά μετά από τις σπουδές τους. Πήγα στο Παρίσι, γιατί το κορίτσι μου το μεγάλο παντρεύτηκε κι έκανε είκοσι χρονών το πρώτο του παιδάκι, εικοσιενός. Είκοσι δύο έκανε το δεύτερο παιδί. Το οποίο το είχαμε εδώ πέρα, η γιαγιά του η άλλη. Και μετά ήρθε η κόρη μου… και το πήρε. Το αγοράκι ήρθε εδώ και το γέννησε για να μην... Και της είπα τότε: «Κάν’ το εκεί, να πάρει και υπηκοότητα». «Όχι, εγώ το θέλω Έλληνα μαμά. Να γεννηθεί στον τόπο του». «Άντε, άντε», αυτό της είπα κι εγώ… Το μυαλό της. Ωραία, και μετά πήγα και στο Παρίσι μαζί με τα εγγονάκια μου και τα δύο. Βοήθησα την κόρη μου, πήγαμε στο Παρίσι. Μετά, η άλλη μου κόρη ήταν στο Λονδίνο. Πήγα από Παρίσι, Λονδίνο και είδα και την Ειρήνη. Μετά, η μικρή που μεγάλωσε και τέλειωσε από την Αθήνα, πήγε στην Φλωρεντία, η μικρή. Εκεί δεν πήγα, στην Φλωρεντία. Αλλά είχα πάει εγώ για τις δουλειές μου. Είχαμε πάει στο Μιλάνο, στην έκθεση. Όλα αυτά πήγαινα για την δουλειά μου και είχα κάνει να πούμε πολλά ταξίδια.
Οπότε τα ταξίδια ήταν κυρίως για δουλειά.
Για δουλειά. Για δουλειά, αγόρι μου. Ποτέ δεν πήγαμε… μόνο για δουλειά. Πηγαίναμε για την δουλειά μας. Στο Μιλάνο… Ε, στην Ταϊλάνδη που πήγαμε, πήγαμε μόνο όχι για την δουλειά αλλά για το προεδριλίκι του μπαμπά, του παππού. Αυτό μόνο, λίγο εκεί πέρα, μια εβδομάδα που καθίσαμε, ξεκουράστηκα και λίγο και είδα και τα εξωτερικά μέρη.
[00:30:00]
Θες να μας πεις λίγο για την ίδια την ίδια τη δουλειά που κάνατε; Μαζί με τον Λευτέρη. Αλλά κυρίως εσύ πώς το βίωνες αυτό;
Εγώ πώς το βίωνα;. Εγώ αγόρι μου, άκουσε να δεις, εγώ ήθελα πάρα πολύ επειδή ήμασταν να πούμε στην αρχή που ξεκινήσαμε να πούμε, ήθελα να τον βοηθήσω πάρα πολύ. Κι εκείνος το ‘θελε πολύ να είμαστε μαζί. Μου λέει: «Να με βοηθήσεις να κάνουμε κάτι, να πούμε. Να μεγαλώσουμε την δουλειά. Να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σωστά». και τα λοιπά . Κι έτσι μπήκα κι εγώ στην δουλειά. Έγκυος, γεννούσα, έπαιρνα την ευχή του παπά για να σαραντίσω και μετά τη μικρή την είχα στο πορτ μπεμπέ και την είχα πάνω στο γραφείο. Τη μεγάλωσα εκεί πέρα τη μικρή. Και το Ρηνιώ μου και το Ασώ. Τέλος πάντων, λοιπόν, η δουλειά μεγάλωσε, σιγά σιγά μεγάλωνε η δουλειά. Εγώ είχα πάρει το μέρος να πούμε το οικιακό και ο Λευτέρης, ο άντρας μου, ήτανε στο επαγγελματικό. Φτιάχναμε εστιατόρια, μαγαζιά, ξενοδοχεία. Σε όλα αυτά πηγαίναμε. Δημιουργήσαμε ένα εργοστάσιο πρώτο στην Κρήτη. Πρώτο ήτανε. Είχαμε 35 άτομα και δουλεύανε, μέρα-νύχτα. Και κάναμε και υπερωρίες, έκανε. Και τους πλήρωνε και τις υπερωρίες. Έκανε εδώ πέρα τα μεταλλικά όλα: ψυγεία μεταλλικά, ερμάρια, ραφιέρες, τα πάντα, τα πάντα γινότανε εδώ. Και είχαμε και το άλλο τμήμα από κάτω, το ξυλουργικό. Στο οποίο είχαμε τρεις αυτοί… Πες τώρα. Κόλλησε το μυαλό μου.
Ξυλουργούς.
Ξυλουργοί, μπράβο. Είχαμε τρεις ξυλουργούς. Δουλεύανε λοιπόν στο πολυκούζινο. Το πολυκούζινο το βγάλαμε εμείς εδώ και δούλεψε πάρα πολύ στα ξενοδοχεία. Ειδικά σε διαμερίσματα. Φεύγανε πάρα πολύ τα πολυκούζινα. Μετά από το πολυκούζινο, είχαμε σου λέω όλα τα μεταλλικά. Είχαμε, κάναμε τότε ήτανε τα ντιβανομπάουλα, τα λεγόμενα: ο καναπές που γινότανε και μπαούλο. Αυτά τα βγάζαμε κι αυτά εδώ. Είχαμε το ταπετσέρικο, είχαμε τρεις ταπετσερηδες και είχαμε και τρεις στα λούστρα. Τα οποία, ναι. Τι;
Εσύ τι ρόλο είχες σε αυτό; Εσύ είχες κάποιο συγκεκριμένο πόστο;
Εγώ είχα αναλάβει την έκθεση δίπλα, στο έπιπλο. Εγώ να την φτιάξω, εγώ να την στρώσω. Τα έπιπλα που φέρναμε, τα πάντα. Και είχα μία κοπέλα, τη Μίκα, τη Μίκα. Μπράβο. Την οποία δουλεύαμε μαζί. Ο πελάτης όταν ερχότανε, από εμένα δεν έφευγε. Ήθελε να ψωνίσει οπωσδήποτε. Δηλαδή ήταν το αυτό μου εμένα… τον πελάτη. Και είχα και τη Μίκα. Δουλέψαμε πάρα πολύ καλά. Δουλέψαμε πολύ καλά στο έπιπλο. Εγώ πήγαινα, έφερνα και από πάνω, τα στρώναμε, τα διακοσμούσα μοναχή μου, τα τακτοποιούσα όλα και πουλούσα. Αυτά ήταν αγόρι μου. Τι άλλο να σου πω;
Εσύ ως γυναίκα, στον χώρο αυτόν ας πούμε τον εμπορικό, του επίπλου, πώς ένιωθες. Είχες κάποιες εμπειρίες…
Πάρα πολύ ωραία διότι ήμουνα πάρα πολύ δραστήρια. Πολύ δραστήρια. Και όπου πήγαινα και συναδέλφους να πούμε που συναναστρεφόμαστε στην Θεσσαλονίκη και πηγαίναμε στην έκθεση. Εκεί πέρα συναντούσαμε να πούμε όλους τους προμηθευτές μας, όλους. Μας αγαπούσαν όλοι. Κι εμένα τι να σου πω; Όπου πήγαινα… Ύστερα, ο Λευτέρης δεν άφηνε, δεν ήθελε να πούμε μόνος του. Έβαζε εμένα να κλείσω λογαριασμούς, να κάνω τα πάντα. Εγώ! Κατάλαβες; Κι από εκεί εγώ τους έβγαζα και τα εισιτήριά μας. Πήγαινε-έλα. Κατάλαβες; Και μου έλεγε ο Λευτέρης: «Αφού κανόνισες να πούμε και διάλεξες», γιατί διάλεγα εγώ, μου άφηνε στην δική μου κρίση. Εκείνος ήταν άντρας κοίταζε τα άλλα του, τα επαγγελματικά. Εγώ που ήμουνα στο έπιπλο, ήταν δική μου δουλειά. Ό,τι έλεγα δεν έλεγε όχι και μου έλεγε: «Εσύ θα κάνεις τον λογαριασμό. Εγώ δεν ανακατεύομαι». Κι έτσι τα έκανα εγώ. Και μέχρι σήμερα, αγόρι μου, παλεύω. Πάλεψα πάρα πολύ. Δε με νοιάζει που πάλεψα και κουράστηκα, πάρα πολύ κουράστηκα. Αλλά έκανα καλά παιδιά και καλούς γαμπρούς και είμαι ευτυχισμένη που είναι τα παιδιά μου καλά. Κι έχω 6 εγγόνια, παλικάρια 4 και 2 κόρες! Που είναι τα αγαπώ πάρα πολύ, τα λατρεύω. Τι άλλο;
Ωραία, θα σε ρωτήσω, όχι πολλά πράγματα ακόμα γιατί νομίζω έχεις κουραστεί λίγο. Για κάποια ιστορικά γεγονότα να μου πεις. Αν θυμάσαι κάτι, αν τα έχεις βιώσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Το πρώτο είναι που ήσουν σχετικά μικρή για τον Εμφύλιο και τα χρόνια μετά από αυτόν.
Όταν έγινε να πούμε ο πόλεμος αυτός, ο γερμανικός λες, ε; Εμφύλιος ήταν τότε; Τα θυμάμαι; Σου λέω ήμουνα… Ε, μετά απ’ αυτόν που πήγαμε στον Προφήτη Ηλία, μας πήγε ο μπαμπάς. Όταν γυρίσαμε λοιπόν, εγώ πήγα για πρώτη φορά, πρώτη τάξη στο «Ανωγειανό σχολείο». Από εκεί… Ήμουνα πάρα πολύ καλή μαθήτρια, ήμουν λιγάκι ζωηρή αλλά καλή μαθήτρια. Είχα λοιπόν την κυρία Μαρία, την δασκάλα μου, η οποία με αγαπούσε πάρα πολύ. Αλλά όταν έκανα τις διαολιές, που τους έβαζα από πίσω… Είχανε τότε μια ρίγα, τη ρίγα, άνοιγε το χέρι σου, σου έδινε μια εδώ, μια εκεί και τιμωρία. Εντάξει, δε με ένοιαζε. Περνούσα καλά. Εντωμεταξύ, στο σχολείο το «Ανωγειανό» κάτω, το οποίο ήταν στο καμαράκι, ξέρεις που είναι το σχολειό, από πίσω ήταν της νενές μου το σπίτι, της μαμάς μου της μαμάς. Πήγαινα λοιπόν εγώ εκεί, ετρελαινόμουν για τη νενέ μου. Νενέ την έλεγα γιατί με έμαθε η γιαγιά δηλαδή να την λέω νενέ επειδή στην Τουρκία τις φωνάζαν τις γιαγιάδες νενέδες, είναι η νενέ μου. Ε και πήγαινα στη νενέκα μου, άμα ήταν διάλειμμα, ήταν η πόρτα από εκεί, άνοιγα κι έτρεχα στης νενές το σπίτι. Κατευθείαν: «Να που ήρθες πάλι —μου έλεγε— τσαούσα μου, ομορφιά μου», μου έλεγε. Λέω: «Νενέ, θέλω να μου δώσεις κάτι να φάω γιατί δεν πήρα σήμερα από την μαμά χαρτζιλίκι.» Ψέματα! Εγώ έπαιρνα… Αλλά ήμουν πολύ εντάξει από μικρό παιδί. Είχαμε δίπλα λοιπόν στο σχολείο μας είχαμε έναν, ο οποίος ήταν Αρμένης, ήταν τόσο καλός, με αγαπούσε, τρελαινόταν κι εγώ τρελαινόμουν να πάω στον Αρμένη, να πάρω το κουλούρι μου. Λοιπόν, αυτός είχε ψιλικά. Είχε όλα τα σχολικά και είχε και κουλούρια, είχε καραμέλες, ξέρεις τώρα, γλειφιτζούρια, τέτοια. Λοιπόν, πήγαινα εγώ, μου έδινε η μαμά το πενηνταράκι, πήγαινα εγώ να πάρω το κουλούρι μου και να πάρω και αν ήθελα γόμα, αν ήθελα μολύβια, από εκεί. Κάθε πρωί λοιπόν πήγαινα, έπαιρνα το κουλουράκι μου. Μια μέρα, έχασα την γόμα μου και δεν είχα γόμα σβήσω στο σχολείο. Πάω λοιπόν εγώ στον Αρμένη και δίνω το πενηνταράκι να πάρω την γόμα, να μην πάρω κουλούρι αφού δεν είχα, έχασα την γόμα και την χρειαζόμουνα. Αυτός με κοίταζε καλά καλά και μου λέει: «Έλα εδώ, έλα εδώ εσύ μικρή, δε θα πάρεις κουλουράκι σήμερα;» «Όχι, δεν θέλω, δεν θέλω. Έφαγα στο σπίτι μας το πρωί το γάλα μου και δεν θέλω». «Έλα εδώ —μου λέει— παρ’ το και αύριο θα μου φέρεις τα λεφτά. Πάρε τη γόμα και το κουλουράκι και φύγε». Πήρα λοιπόν εγώ το κουλούρι κι έφυγα. Την άλλη μέρα όμως, ξέχασα εγώ να πάρω και το πενηνταράκι για να πληρώσω το κουλούρι που θα πάρω και να πληρώσω κι αυτό που είχα πάρει. Τώρα λέω: «Τι θα κάνω;» Δεν πέρασα από εκεί. Για να μη με δει ο Αρμένης, πως εγώ να πούμε πήγα και δεν του πήγα τα λεφτά, έκανα γύρω-γύρω όλο και πήγα από τη νενέ μου και πήρα και πάω και της λέω: «Νενέ, έτσι κι έτσι». «Κόρη μου, δε ντρέπεσαι; Έλα εδώ παιδί μου κι εγώ θα σου το δώσω. Εγώ θα πάω να το δώσω του Αρμένη». «Όχι, θα το δώσω εγώ». Και πάω και του λέω: «Συγγνώμη για…» και μου λέει: «Σε κατάλαβα εγώ, σε είδα που πήγες γύρω-γύρω. Ντράπηκες;» «Ε — λέω— ντράπηκα αλλά τώρα πήγα στη νενέ μου και σου το ‘φερα». Αυτό ήτανε. Τίποτα άλλο. Μετά μεγαλώσαμε, είμαστε σου λέω οι τρεις αδερφές. Μαζί παίζαμε, μαζί να πούμε είμαστε στο σχολείο, μαζί κάναμε όλες τις βόλτες μας, άμα μας άφηνε ο μπαμπάς. Πηγαίναμε μετά στο κρεοπωλείο, από εκεί φεύγαμε στο σπίτι μας. Εμένα ήταν πάρα πολύ ήσυχη η ζωή μου. Δεν… Θάλασσα δεν πήγαμε ποτέ. Γι’ αυτό δεν ξέρω και να κολυμπώ. Αφού δεν πήγαμε, δε μας άφηνε ο μπαμπάς. Μια φορά του είπαμε: «Μπαμπά, άφησέ μας κι εμάς, που πάνε όλα τα κορίτσια από εδώ. Να πάμε κι εμείς στην θάλασσα, να κολυμπήσουμε λίγο». «Θέλετε να κολυμπήσετε; Θέλετε μπά[00:40:00]νιο; Θα βάλω το Μανωλιό να γεμίσει από την θάλασσα τις ντενέκες, να σας τις φέρει να τις ρίξετε στο μπάνιο, να κάνετε μπάνιο». Τόσο πολύ αυστηρός ήτανε, δε μας άφηνε αγόρι μου… Η Μαρία όμως μετά έμαθε μπάνιο. Έμαθε. Και η Αντωνία έμαθε. Εγώ δεν πήγα. Δεν έμαθα. Ούτε και τώρα που παντρευτήκαμε. Ήταν και ο μπαμπάς αυστηρός, ο παππούς σου. Λέω: «Έφυγα από τον ένα μπαμπά και πήγα στον άλλο». Κι εκείνος δεν ήθελε καθόλου, δεν ήθελε τέτοια πράγματα. Αφού και τα παιδιά για να τα μάθω να οδηγούνε, εγώ πάτησα πόδι εκεί και του λέω: «Δεν με άφησες εμένα», γιατί εγώ πήρα το δίπλωμά μου, το ‘χω, μου το πήρε η μαμά σου. Λοιπόν πήρα το δίπλωμά μου γιατί έκανα τότε τον «χοχλιό», κάτω στο λιμάνι. Ξέρεις. Και δεν με άφησε να οδηγήσω. Και είχαμε το Fiat, το μικρό. Δεν με άφησε να οδηγήσω. Τίποτα. Μετά τα παιδιά που πήγανε 18 χρονών…
Γιατί πιστεύεις ότι δεν σε άφησε να οδηγάς;
Ο Λευτέρης; Για να μην φύγω από την δουλειά. Να μην φεύγω από την δουλειά. Σου λέει: «Άμα μάθει αυτή και πάρει το αυτοκίνητο, ποιος την πιάνει; Θα πηγαίνει στο σπίτι το κάτω». Γιατί τότε είμαστε στο κάτω σπίτι, μέναμε. Εδώ ήμασταν όλη μέρα αλλά μέναμε στο κάτω σπίτι. Και μια φορά πάτησα κι εγώ πόδι και του λέω: «Άκουσε να σου πω, εγώ δεν θα έρχομαι εδώ να είμαι όλη μέρα και μετά το βράδυ να πηγαίνω για έναν ύπνο. Και να κάθομαι όλη νύχτα να μαγειρεύω για να έχω το φαγητό την άλλη μέρα που θα έρθουν τα παιδιά από το σχολείο. Όχι. Αυτοκίνητα έχεις, οδηγούς έχεις. Κάθε πρωί τα παιδιά θα τα κατεβάζει από εδώ ο Γιώργος. Θα τα πηγαίνει στο σχολείο. Κατάλαβες του λέω;» Πάτησα πόδι και μείναμε εδώ. Και άφησα το κάτω σπίτι. Έχω να πατήσω αγόρι μου πενήντα χρόνια στο κάτω σπίτι. Τώρα μένει και ο Μίμης κι όταν φύγει θα το πουλήσω. Κι αυτό το σπίτι το έχω…
Οπότε εσύ δεν οδήγησες ποτέ;
Όχι! Μόνο μια φορά. Άκουσε να σου πω. Πήρα ένα, δυο φορές, όταν έλειπε ο παππούς και ήταν στο συμβούλιο, που πήγαινε κάθε βράδυ. Ένα βράδυ κατεβαίνω κι εγώ και παίρνω το Datsun, είχαμε ένα ανοιχτό datsun, ξέρεις αυτά τα… Και το παίρνω και πάω βόλτα μέχρι τέρμα από το, από τον Γιαννούλη. Μέχρι την Σίβα πήγα. Και γύρισα λοιπόν και πάω να κάνω την στροφή και μια στιγμή τον εβλέπω κι έρχεται. «Και τώρα; Τι θα κάνω;» Και τρέχω, το βάζω μέσα και από το ζόρι μου αντί να πατήσω φρένο, πάτησα γκάζι και δίνω μια… Εδώ πέρα ήτανε. Είχε το κιόσκι και βάζαμε τα αυτοκίνητα από κάτω, αν θυμάσαι, ήσουνα μικρό. Και βάζω όλο τον τοίχο μέσα. Και τρέχω μάνι μάνι πάνω και σαλταίρνω. «Α, ήρθες —λέω— γιατί ήρθες τόσο νωρίς;» Ε, λέει: «Τελειώσαμε νωρίς και πονούσε το κεφάλι μου λέει κι έφυγα». Εγώ μιλιά. Το πρωί σηκώθηκε λοιπόν, εκείνος σηκωνόταν έξι η ώρα. Σηκώθηκε το πρωί να πάει να ανοίξει. Την ώρα που άνοιξε λοιπόν, έκανε πάντα έτσι κι έκοβε τον δυόσμο, του άρεσε πολύ το να μυρίζει. Την ώρα λοιπόν που κατέβαινε κάνει έτσι και βλέπει τον τοίχο μέσα. Ακούω: «Γαμώ τον αντίχριστό του! Ποιος κερατάς μου ’ριξε τον τοίχο κάτω;» Λέω: «Πω. Ποιον τοίχο; Δεν πειράζει —λέω—μωρέ, δύο τούβλα είναι. Βάλ’ τους να το χτίσουν. Σιγά —λέω— το πράμα». Πού να μιλήσω;
Κι εσύ, με αυτό το ταξίδι, πώς ένιωσες; Το «ταξίδι» εννοώ την εξόρμηση με το αμάξι που έκανες.
Πάρα πολύ ωραία, αγόρι μου. Μου άρεσε πάρα πολύ. Δηλαδή, αν μπορούσα θα πήγαινα και πιο μέσα και… Αλλά φοβόμουνα, είχα τον φόβο μην έρθει εκείνος και να, παραλίγο να με τσακώσει. Του έλεγα καμιά φορά: «Ρε χριστιανέ μου, πάρε μου ένα δικό μου αυτοκίνητο. Θα έχω —λέω—τον Μπάμπη και τον κάθε Μπάμπη, να με πηγαίνει στο σουπερμάρκετ να ψωνίζω; Κι εδώ κι εκεί, να κατέβω κάτω;» Μου λέει: «Να σου λείπει το αυτοκίνητο. Να πάθεις και κάτι». Λέω: «Δεν παθαίνω. Όλος ο κόσμος… Κι αν πάθω, τι σε νοιάζει;» «Όχι —μου λέει—, όχι, όχι». Αφού δεν άφηνε ούτε τα παιδιά και μετά πάτησα πόδι και βρήκα το αυτό, και τους έβαλα ένα γειτονάκι μου που ήταν και πήρε το πρώτο δίπλωμα η Άση και μετά η Ειρήνη και ύστερα η μικρή. Όταν ήθελε λοιπόν η Άση, να εξοικειωθεί το παιδί λίγο μετά από το δίπλωμα. Και είχαμε το αυτοκίνητο εδώ πέρα και στεκότανε. Καινούργιο αυτοκίνητο, είχε πάρει ένα ωραίο αυτοκίνητο. Το θυμάσαι; Όχι, δεν το δες. Τέλος πάντως, η μικρή το τσάκισε. Το έκανε... Τέλος πάντων. Και δεν ήθελε να τους δίνει, να τους δώσει το κλειδί ούτε στα παιδιά. Και τότε πάτησα πόδι και δεν μίλησε πια. «Δεν θα κάνεις τα παιδιά σου σαν κι εμένα. Τελείωσε. Τα παιδιά θα πάρουν το αυτοκίνητο και θα μάθουν να οδηγούν.» Αυτά. Και με άφησε έτσι κι εμένα και πήγαινα μόνο. Και στο ξενοδοχείο που πήγαινα, έπρεπε να με πάνε, να με φέρουνε, εγώ ήμουνα κουλή. Δεν ήθελε, δεν μπορούσα να πω και παραπάνω. Λέω: «Άστο, δε βαριέσαι; Δεν πειράζει». Ξεκινήσαμε μαζί, κάναμε μια όμορφη οικογένεια, κάναμε μια δουλειά… Τέλος πάντων, κάτι κάναμε. Δεν ντρεπόμαστε κανένα, δεν χρωστάμε σε κανέναν. Το όνομά του είναι ένα του μπαμπά σου, του παππού σου, πολύ ωραίο. Δηλαδή όλος ο κόσμος ήξερε ποιος ήτανε. Ήτανε πολύ τίμιος άνθρωπος και πολύ καλός. Ε, από εκεί κι έπειτα τι να πω; Τίποτα αγόρι μου. Αρρώστησε μετά, από το άγχος του να μην χρωστάει, να μην αυτό, να μην του πει κανείς τίποτα. Αρρώστησε, τράβηξα πεντέμισι χρόνια. Μετά έφυγε. Έντεκα χρόνια πάνε τώρα. Αυτά γιε μου. Θες τίποτα άλλο να σου πω;
Εσύ αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο.
Όχι. Μόνο για τη μαμά μου, σου είπα. Κι αυτή ήρθε από εκεί, από τη Σμύρνη, έφυγε προσφυγάκι το μωρό μου, μια σταλιά. Η νενέ μου είχε τρία παιδιά. Τα πήρε στην αγκαλιά της, με τον αδερφό της και ήρθαν εδώ. Η άλλη μου γιαγιά πήγε στην Αίγυπτο. Είχε, είχε πάρα πολύ δουλέψει. Πήρε μία κιόλας… Επί Νασάρ τότε τους διώξανε και έφυγε, φύγανε από την Αίγυπτο. Οι θείες μου και η γιαγιά. Τότε ο Nasser τους έδιωξε όλους τους Έλληνες. Και ήρθανε τότε στην Αθήνα. Η θεία μου να σου πω, η θεία μου η Θεοδώρα, η αδελφή του μπαμπά μου, μετά από τον μπαμπά μου, πήρε έναν που ήτανε λοχαγός στην Αίγυπτο. Τότε ήταν τα «Ελ Αλαμέιν». Έτσι τα λέγανε που ήταν τότε, ο πόλεμος στο Ελ Αλαμέιν. Κι αυτός ήταν αξιωματικός. Και είχε πάει και ο θείος μου ο Πέτρος, του μπαμπά μου ο μικρός αδερφός. Αυτός ήταν άριστος μαθητής και τότε ήταν η Σαλβάου Πρόεδρος να πούμε της Αιγύπτου τότε, της Αλεξάνδρειας. Όπως ήταν ο Φαρούκ, ήταν αυτή, η Σαλβάου. Και πήρε τον θείο μου τον Πέτρο και τον εσπούδασε η Σαλβάου της Αιγύπτου αυτή. Να πω βασίλισσα ήτανε; Όχι βασίλισσα, προεδρίνα, κάτι τέτοιο. Όπως είναι εδώ πρωθυπουργοί και τέτοιοι. Ήταν αυτοί πρόεδροι, δεν ξέρω, πάντως ήταν η Σαλβάου, με το όνομα. Της Αλεξανδρείας. Και σπούδασε αυτή τον θείο μου τον Πέτρο. Έγινε χημικός και όταν κατεβήκανε στη Αθήνα, τον πήρανε στο Χημείο του κράτους. Και ήταν μέχρι πρόπερσι. Ο θείος μου ζει ακόμα, ο θείος μου ο Πέτρος ο μικρός. Βέβαια. Ήταν μωρό όταν το φέρανε, τον επήρε και η νενέ και πήγανε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί μεγάλωσε, εκεί σπούδασε, εκεί όλα. Πάρα πολύ καλό παιδί. Και καλός επιστήμονας. Εντωμεταξύ, η θεία μου η Θεοδώρα πήρε τον αξιωματικό αυτόν γιατί τον θείο μου τον Πέτρο τον πήρανε εθελοντή τότε που ήταν να πούμε αυτός ο πόλεμος στο Ελ Αλαμέιν τότε. Και ήτανε αξιωματικός ο Χαρίτσος, έτσι λέγανε τον θείο που πήρε την θεία μου την Θεοδώρα. Ήτανε λοιπόν αξιωματικός. Είχε πάρει την θεία μου την Θεοδώρα. Και τότε που πήρε τον λόχο του και πήγανε για να κάνουνε «πυρ», τι κάνανε δεν ξέρω, του πετάξανε χειροβομβίδα και του βγάλανε και τα δυο του μάτια και του κόψανε το ένα του χέρι. Και ήτανε παλικάρι 22, 25 χρονών δεν ήτανε. Και από τότε λοιπόν τον τίμησε τότε το κράτος, από εκεί, και του δώσανε τιμητική αποστρατεία. Πώς το λένε; Τον πήρανε, τον πήγανε στην Αμερική, του βάλανε χέρι, μηχανικό, ξέρεις. Τα ματάκια του όμως ήτανε καμένα. Δε μπορούσαν να… Αλλά, πιο έξυπνο άνθρωπο, Ανδρέα μου, δεν είχα δει στην ζωή μου. Έκανε τα πάντα, έπαιζε τάβλι και κέρδιζε τον θείο τον Πέτρο. Και ο θείος ο Πέτρος λοιπόν [00:50:00]τον έβλεπε, έπαιζε, και μια μέρα του λέει: «Ρε συ Αντώνη, εσύ βλέπεις —του λέει— μην κάνεις πως δεν βλέπεις. Εσύ βλέπεις —του λέει—! Πώς ξέρεις και με κερδίζεις;» Και γελούσε ο θείος ο Χαρίτσος. Αυτός ήταν από τη Σάμο και έκανε… χόρευε βαλς την θεία την Θεοδώρα και δεν πατούσε πόδι! Ξέρεις τι είναι ένας τυφλός άνθρωπος; Δηλαδή, ήτανε, ήτανε τόσο… ήταν ένας τετραπέρατος άνθρωπος και πολύ ωραίος άνθρωπος. Ε, αυτός κάθε χρόνο, τιμητική αποστρατεία που ήτανε, προαγότανε. Κάθε χρόνο. Και έφτασε στρατηγός. Του είχανε θεραπαινίδα, του είχανε αυτοκίνητο δικό του. Δηλαδή όλα από το κράτος. Πολύ ωραίος άνθρωπος ο θείος μου. Είχα μια… μεγάλωσα δηλαδή σε μια ωραία οικογένεια. Κι εγώ 11 χρονών, είχε έρθει η νενέ, η πρώτη φορά που ταξίδεψα ήτανε 11 χρονών που πήγα στην Αλεξάνδρεια. Με πήρε η γιαγιά μου, του μπαμπά μου η μαμά, και με πήγε στην Αλεξάνδρεια. Ε, από εκεί πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Στην οκέλα που εζούσε η γιαγιά μου, οι θείες μου ήτανε εκεί παντρεμένες. Η θεία μου η Χρυσούλα πήρε τον Πόλι, ήταν κόμης ο Πόλις αυτός, η οικογένειά του. «Κόμηδες», πώς τους λέγανε, δεν ξέρω. Κόμης πάντως, ο θείος ο Πόλυς. Λοιπόν, αυτός ήταν… είχε εργοστάσιο φαρμάκων. Πάρα πολλά λεφτά. Όταν ήρθανε στην Αθήνα, στην Ελλάδα, από την Αλεξάνδρεια, έφερε σε γαζοντενεκέδες, έφερε τον χρυσό, τις λίρες. Ήτανε πολύ… Έκανε δυο παιδιά. Ήταν η Χρυσούλα. Μείνανε στη Νέα Σμύρνη. Πήρανε μια μεγάλη φάρμα εκεί και κάνανε ένα τεράστιο σπίτι. Μια βίλα ωραία. Έκανε δυο παιδιά, δυο αγόρια. Τον Γιάννη, ο οποίος είναι οδοντίατρος και το Μιχάλη που είναι οδοντογιατρός στον Ευαγγελισμό.
Εσύ, από το ταξίδι αυτό θυμάσαι πράγματα; Εννοώ πώς πήγατε…
Θυμάμαι που με έπαιρνε η γιαγιά και πηγαίναμε σε κάτι μαγαζιά… σε κάτι στενά σοκάκια που είχε. Με πήγε βέβαια στου… πως τον λένε αυτόν; Ο μεγάλος ποιητής. Δικός μας κι έμενε στην Αλεξάνδρεια. Βγήκαμε στα σκαλάκια, στο σπίτι που έμενε αυτός και στον φωταγωγό του… Αυτός είχε ένα κρεβάτι μεταλλικό με τάβλες και μια κουβέρτα μόνο. Έτσι κοιμότανε αυτός. Είχε πεθάνει βέβαια όταν εγώ πήγα. Και στον φωταγωγό μου έδειχνε η γιαγιά: «Έλα, έλα να δεις. Έλα κόρη μου να δεις». Στον φωταγωγό λοιπόν, έπαιρνε τότε τις γκαζόζες, οι οποίες ήταν σε γυάλινο μπουκάλι και ανοίγανε έτσι, και τις κρεμούσε στον φωταγωγό. Από εκεί με έπαιρνε και με πήγαινε στην αγορά. Είχανε μια υπέροχη αγορά, κάνανε παζάρι κάθε μήνα… κάθε 15 μέρες. Κάνανε το παζάρι. Και με πήγε η γιαγιά μου στο παζάρι. Μου είχε ψωνίσει πάρα πολλά πράγματα. Μετά πηγαίναμε σε ένα, σαν καφενεδάκια ήτανε. Ε, στενά σοκάκια και είχανε τέτοια, μεταλλικά τραπέζια, όπως έχω εγώ με λαμαρίνα, τέτοια και τα αυτά τους, τα καθίσματά τους. Και καθόμαστε και μου έπαιρνε το λουκουμάκι. Είχαν το λουκουμάκι εκεί, το λουκουμάκι μαζί με τον καφέ ή με το νερό. Και σου φέρνανε και έλεγε η νενέ μου, να δεις πώς την έλεγε η γιαγιά μου. Γιατί εκείνη την έλεγα «γιαγιά», ετούτη της μάνας μου την έλεγα «νενέ». Έλεγε όταν βάζανε την… Τι ήτανε; Σάμαλι ήταν αυτό; Όχι μωρέ. Ένα γλυκό που το βάζανε με το κουταλάκι μες στο νερό; Πες το, πώς το λέγανε.
Υποβρύχιο.
Το υποβρύχιο! Και: «Φέρε, φέρε στη μικρή ένα υποβρύχιο!», λέγανε. Και μου έφερνε το υποβρύχιο, έπινε η γιαγιά τον καφέ και σηκωνόμαστε και φεύγαμε από τα καφενεδάκια. Παράξενα καφενεδάκια… Δηλαδή, σε στενά σοκάκια είχανε συνέχεια μαγαζιά, καφενεία και είχανε αυτά τα τραπεζάκια τα μεταλλικά έξω με τις βάσεις αυτές τις μεταλλικές και σου δίνανε το τσάι. Το τσάι το πίνανε σε γυάλινο. Πώς το πίνουνε οι Τουρκαλάδες; Σε γυάλινο τέτοιο ποτηράκι πίνανε το τσάι. Και το τσάι. Όλο τσάι, τσάι. Όπου πήγαινες, τσάι πίνανε.
Και τις θυμάσαι αυτές τις γεύσεις εσύ;
Ναι! Πάρα πολύ ωραίες γεύσεις. Δηλαδή και μου είχε φέρει σε κουτιά η γιαγιά, ολόκληρα τέτοια. Διάφορα. Είχε τριαντάφυλλο, είχε κανέλα, είχε γαρύφαλλο, είχε ένα άλλο σε ένα, που ήταν από ένα δέντρο και μοσχομύριζε αλλά δε θυμάμαι πως το λέγανε. Ναι, δεν θυμάμαι. Ήτανε πάρα πολύ όμορφα. Πήγαμε στο… Με πήγε στο… Εκεί στην ελληνική εκκλησία και είχανε κάνει, είχανε μια μεγάλη αίθουσα με βιβλία ελληνικά. Δηλαδή, πώς λένε: «Πάμε στην βιβλιοθήκη να διαβάσουμε»; Τέτοια. Και με πήγε και εκεί η γιαγιά και πήρα από εκεί δύο βιβλία. Μα, μικρά γιατί ήμουνα 11 χρονών εγώ. Πέμπτη Δημοτικού πήγαινα. Και τα έχω ακόμα. Και πρέπει να τα έχω πάνω. Κάποια στιγμή θα στα δείξω. Πολύ ωραία. Μετά με έφερε η γιαγιά. Ήρθαμε με την γιαγιά με το αεροπλάνο. Εγώ, η χαρά μου! Καθόμουνα στο παράθυρο και κοίταζα έτσι να δω πώς έφευγε. Αλλά πολύ ξηρασία, Ανδρέα μου. Πολύ. Δηλαδή δεν έχουν εκεί δέντρα. Δεν έχουν εκεί να πούμε πράσινο, όπως εμάς εδώ. Ήτανε μια, «σαν την Σαχάρα» που λένε. Μόνο με τσαλίκι, χαλίκι και άμμο. Πολλή, πολλή ξηρασία, πολύ στεγνά.
Εσύ είχες ξαναμπεί σε αεροπλάνο τότε ή…
Όχι, πρώτη φορά. Δεν είχα μπει γιε μου. Η γιαγιά μου με πήρε και με πήγε στην Αλεξάνδρεια και η γιαγιά με έφερε. Βέβαια. Έκατσα εκεί τρεις μήνες. Όσο ήταν το σχολείο που ήταν κλειστά. Ούτε τρεις μήνες, δυο, δυο μήνες κράτησε. Και μετά με έφερε η γιαγιά. Ήτανε όμορφα χρόνια.
Πέρασα όμορφα. Δηλαδή, όλα μου τα αδέρφια περάσαμε πολύ όμορφα γιατί είχαμε ωραία οικογένεια. Δηλαδή είχαμε αγαπημένη οικογένεια. Είμαστε όλοι να πούμε ο ένας με τον άλλο. Δεν είχαμε να πούμε: «Φύγε εσύ, έλα εσύ την άλλη ώρα». Όταν ήταν η ώρα του τραπεζιού έπρεπε να μαζευτούμε όλοι. Είχαμε στην κουζίνα μας ένα τεράστιο, μεγάλο τραπέζι και περιμέναμε να έρθει ο μπαμπάς. Να έρθει ο μπαμπάς, να του βγάλουμε τα παπούτσια, να του φέρουμε τις παντόφλες, να του φέρει η άλλη το μπανάκι, να βάλει τα πόδια του, να του πλύνουμε τα πόδια του που ερχόταν κουρασμένος από τα παζάρια και από δω κι από εκεί. Και μετά η μαμά μου του ετοίμαζε ουζάκι, να καθίσει στο τραπεζάκι να πιει το ουζάκι του, το αγγουράκι του και μετά: «Αντωνία, Μαρία, Κώστας, Αλέκος! Που είστε;» «Όλοι παρόν. Παρών! Παρούσα.» λέγαμε. Μία, μία είχε την θέση της. Καθόμαστε γύρω-γύρω στο τραπέζι και κάναμε την προσευχή μας και τρώγαμε. Η μαμά είχε σερβίρει όλα. Τα πάντα. Ε, είχαμε, είμαστε πολύ, δηλαδή δεμένη οικογένεια. Ο μπαμπάς, χωρίς να ‘ρθεί ο μπαμπάς στο τραπέζι, δεν καθόμαστε. Και δεν έτρωγε κανείς μόνος του, ούτε χωριστά στο τραπέζι απάνω. Και μέχρι τώρα εγώ έτσι το ‘χα αλλά τα παιδιά αλλάξανε. Τι να κάμεις; Αυτά, γιε μου.
Είπες προηγουμένως ότι δε σε άφηνε ούτε ο πατέρας σου να κυκλοφορείς πολύ.
Καθόλου.
Παρόλα αυτά, εσύ κυκλοφορούσες καθόλου στο Ηράκλειο; Ως παιδί…—
Όχι.—
ως έφηβη…
Όχι, δεν πήγαινα. Μόνο με τις αδερφές μου πηγαίναμε και αν μας πηγαίναμε ο μπαμπάς από το Μπεντενάκι. Στο Μπεντενάκι βόλτα. Αυτό. Στο Ηράκλειο μετά, αφού μεγάλωσα, και ήθελα κλωστές, ήθελα να ράψω, ήθελα αυτό… Πήγαινα μέχρι την Λούβαρη, μέχρι το Μεϊντάνι. Κάναμε τη βόλτα μας και εκεί και τις Κυριακές, τα Σαββατοκύριακα μας άφηνε και πηγαίναμε μέχρι τις Τρεις Καμάρες. Ήτανε τότε πάρα πολύ όμορφα. Είχε τότε, ήτανε οι φωτογράφοι ξέρεις με αυτή την… την σακούλα που βάζανε και είχανε το… πώς το λένε; Πες το μωρέ, που στηνότανε, στήνεται και μετά είχε τη μηχανή απάνω και σε έβγαζε φωτογραφία. Αμέ! Πηγαίναμε εκεί και μας έβγαζε φωτογραφίες. Εμείς… Ήτανε πολύ όμορφα. Αυτό. Δεν είχαμε εμείς μεγάλη… Διότι δεν, δεν μας άφηνε ο μπαμπάς ούτε από την πόρτα μας και πάνω να πάμε. Δεν μας άφηνε.
Και εσύ, με αυτό πώς ένιωθες;
Καλά. Ξέρεις. Δεν ήξερα από τα άλλα. Ένιωθα καλά. Κατάλαβες αγόρι μου; Η μαμά μου μετά, το πρώτο σπίτι που φτιάξαμε, που είμαστε, είχε το πρώτο. Είχε μαγαζί η μαμά. Δούλευε η μαμά μου. Όπως δούλεψα… Βέβαια! Δούλευε η μαμά μου. Είχαμε μπακάλικο εκεί στην γειτονιά και έκανε του κόσμου την δουλειά η μαμά μου. Είχε τότε τον χαλβά που ήτανε, ξέρεις, με τα αυτά τα μεγάλα τα τάσια. Είχαμε πάρα πολλά πράγματα. Εγώ, ήμουνα ένα πειραχτήρι λοιπόν είχαμε.… Θα σου πω τώρα τι ήμουνα. Είχαμε ένα κουφό[01:00:00] πάνω στην γειτονιά μας, πιο πάνω από το στενό μας. Και ήταν ράφτης αυτός. Λοιπόν, αυτός ερχότανε και ψώνιζε από τη μαμά. Εγώ, όταν τον έβλεπα, επειδή τον έκανα γούστο, πήγαινα λοιπόν από πίσω του και του τραβούσα το σακάκι και μετά πήγαινα και κρυβόμουνα πίσω από το βαρέλι. Έκανε αυτός έτσι, έκανε έτσι, δε μπορούσε να με πιάσει. Μια μέρα όμως με αντιλήφθηκε και πήρε το κατόπι και έτρεχα πάνω από του Λογιάδη, να μη με πιάσει. Γιατί μου έλεγε: «Θα σε πιάσω, έτσι θα σε κάνω. Θα σε σκίσω». Είχα και τη νονά μου, η οποία κι αυτή ήρθε από την προσφυγιά. Πολύ καλή, πολύ καλή γυναίκα. Λοιπόν, αυτή ερχότανε στο σπίτι και της έλεγα: «Νονά, πες μας καμιά ιστορία». Μας έλεγε αυτή εκεί ιστορίες από το χωριό της και μετά της έλεγα: «Νονά, άμα πεθάνεις θα έρθεις να μας πεις πώς είναι;» Και μου έλεγε: «Αχ, μωρή τσαούσα. Θα ‘ρθω, θα ‘ρθω». Ακόμα την περιμένω.
Το μπακάλικο οπότε το δούλευε η μητέρα σου;
Η μαμά μου, ναι. Ο μπαμπάς μου της έκανε τις προμήθειες όλες. Δηλαδή πήγαινε και παράγγελνε ό,τι ήθελε η μαμά και της τα φέρνανε φυσικά οι ανθρώποι που πληρωνότανε κιόλας. Και το δούλευε η μαμά μου. Με τόσα παιδιά. Είχαμε όμως μια πάντα μια γυναίκα στο σπίτι μας, την κυρία, την Αργυρώ. Καλή, πολύ καλή η Αργυρώ ήταν, η κακομοίρα. Θεός σχωρέστηνα. Αυτή μας φρόντιζε γιατί η μαμά μου είχε τόσα παιδιά που μόνο να πλένει, τότε πλένανε στη σκάφη! Δεν ήταν ακόμα τα πλυντήρια. Και τόσα παιδιά, μόνο εφτά παιδιά να κάνει, το άλλο έφυγε, τέλος πάντων, τα έξι σου λέω. Και είχε και τα αλόγατα. Είχαμε τον στάβλο, είχαμε στάβλο και είχαμε ένδεκα αλόγατα σου λέω. Άσε! Και δούλεψε. Εγώ είχα ένα «Μπλάνκο», Τον έλεγα «Μπλάνκο». Ένα πάρα πολύ ωραίο άλογο. Είχε μια χαίτη, ήτανε κανελί. Ένα ωραίο, ωραίο άλογο. Και ο Αλέκος, το περιποιότανε ο αδελφός μου, πάρα πολύ γιατί το αγαπούσε. Κι είχε κι αυτός τη «Μαριώ». Ένα κορίτσι. Το άλογό του ήταν κορίτσι. Πολύ ωραία. Ήταν πολύ όμορφα, σου λέω. Περάσαμε πολύ καλά στα χέρια του μπαμπά μου, γιατί δούλευε πάρα πολύ και η δουλειά του είχε, άφηνε να πούμε… Μπήκαμε στην δουλειά, δουλέψαμε πάρα πολύ με τον παππού σου και δουλεύω μέχρι σήμερα. Τι να κάνω;
Οπότε για τα άλογα που είπες, ιππεύατε εσείς; Ή όταν λες είναι δικά σας, τι εννοείς ήταν δικά σας; Ότι είχες εσύ ένα κι ένα ο αδερφός σου;
Ε, ο μπαμπάς τα είχε και τα δουλεύανε τα άλογα. Αλλά εγώ είχα ένα, είχα μπολιάσει ένα δικό μου. Όχι ότι το ίππευα. Έκανα εγώ ιππασία; Παναγία μου! Ο Αλέκος. Ο Αλέκος, ο αδερφός μου, Θεός σχωρέστηνα την ψυχούλα του, δεν ξέρεις τι παιδί ήταν. Έβγαινε όρθιος, χωρίς του αλόγου την σέλα. Κι έβγαινε όρθιος απάνω στο άλογο και του τραβούσε τα γκέμια κι έτρεχε. Έτρεχε. Εγώ, το χάιδευα μόνο. Έλεγα: «Αυτό είναι δικό μου». Αλλά ήταν ωραίο άλογο. Αλλά ο μπαμπάς μετά τα ‘δωσε γιατί ασχολήθηκε πάρα πολύ μετά με το κρεοπωλείο. Είχε να πηγαίνει και στα παζάρια, μεγαλώσαμε εμείς και δε μπορούσε να έχει να πούμε και άλογα και στάβλοι και αυτά. Τους στάβλους ήταν συνέχεια από το σπίτι μας. Εκεί που ήταν το οικόπεδο που μου έχτισε εμένα, ήτανε οι στάβλοι. Ε, και περάσαμε πολύ καλά. Ο μπαμπάς μου, μας αγαπούσε πάρα πολύ, ήταν κουβαρντάς, ήταν, η δουλειά του έβγαζε. Περάσαμε… Εγώ μεγάλωσα με τα γλυκάδια και με την σπλήνα. Ο μπαμπάς ιδιαίτερα έλεγε στο Μανωλιό, έναν παραγιό που είχαμε εκεί πέρα: «Πάρε αυτά και πήγαινέ τα στην Ειρήνη και πες της αυτά είναι για την Κούλα. Να της τα ψήσεις». Ήμουνα πολύ αδύνατη, πάρα πολύ. Και με τάιζε τέτοια ο μπαμπάς.
Θέλεις να μου πεις για αυτό λίγο παραπάνω; Εννοώ αν θυμάσαι καθόλου αυτά τα φαγητά, τις γεύσεις.
Τα φαγητά; Α! Γεύσεις. Η μαμά μου ήταν πρώτη. Δεν υπήρχε πιο νοικοκυρά. Όλα τα φαγητά. Να σου κάνει κιοφτέ να τον κόψει στα χέρια. Με τα μαχαίρια στα χέρια της έκοβε τον κιμά. Μια μέρα λοιπόν ήθελε να κάνει κιοφτέδες και δεν είχε. Και λέει, μου λέει: «Πήγαινε στον μπαμπά, πάρε τη Μαρία και πηγαίντε στο μπαμπά να σας δώσει κρέας από μοσχάρι, που ξέρει, να μου το φέρετε, να κάνω κιμά για να κάνω κιοφτέδες». Πάμε εμείς λοιπόν, του λέμε: «Μπαμπά, η μαμά μας έστειλε να μας δώσεις κιμά να κάνουμε κιοφτέδες». Και μου λέει: «Η μαμά σου, για να κάνει κιοφτέδες θέλει ένα μοσχάρι ολόκληρο ολόκληρο. Το μπούτι να της το πάω…» Γιατί το καθάριζε τόσο πολύ. Ήθελε να της στείλει το στρογγυλό, να το βάλει κάτω, να το καθαρίσει, τις ίνες της, όλα, ότι… Δεν άφηνε τίποτα. Και μετά έχει ένα τόσο ξύλο μεγάλο, να το βάλει στα πόδια της και να πάρει τα δύο μαχαίρια. Εγώ ξέρω και κόβω κιμά, μας έμαθε όλες. Να κόβει τον κιμά έτσι, να τον γυρίζει από εδώ, να τον κόβει από εδώ. Έναν κιμά, να κάνεις τον κιοφτέ, να τον τρως και να τον νιώθεις, παιδιά. Τόσο καλό πράγμα ήταν ο κιοφτές. Λοιπόν, από κάτω από το σπίτι μας, το μαγαζί που είχαμε, μετά το νοίκιασε, το νοικιάζαμε, τι να το κάνουμε; Και το νοίκιασε ένα παιδί, Λευτέρη τον λέγανε κι αυτόν. Ένα νέο παιδί. Και το έκανε ψιλικατζίδικο. Λοιπόν, η μαμά έκανε του κιοφτέδες και τηγάνιζε από πάνω. Και μια στιγμή βαίνει ο Λευτέρης και φωνάζει: «Κυρά Ρηνάκι! Μυρωδιά καλή, μα γειτονιά κακή». Και καλά, ήθελε. Και λέει η μαμά μου: «Βάλ’ του ένα ουζάκι και πάρε και δυο-τρία και κατέβασέ του τις κάτω». Κατάλαβες; «Μυρωδιά καλή, —λέει— μα γειτονιά κακή». Λέει: «Άντε, κατέβασέ του δυο κιοφτέδες». Ύστερα έκανε το ιμάμ, με τις μελιτζάνες. Τι φαγητό ήταν αυτό! «Που έφαγε ο Ιμάμης και μπαΐλντισε», έτσι έλεγε η μαμά μου. «Το ιμάμ, κόρη μου, το έφαγε ο ιμάμης και μπαΐλντισε». Ο Τούρκος και καλά. Λοιπόν, ήθελε να πάρει τις μελιτζάνες, να τις ανοίξει, να τις πλύνει, να τις καθαρίσει, να βγάλει λίγο από μέσα την ψίχα και να τις τηγανίσει. Και να τις στρώσει στο ταψί. Μετά έκοβε τα κολοκυθάκια έτσι. Να τα τηγανίσει, να τα βάλει κι αυτά. Έκοβε, έκοβε τις πατατούλες, έβαζε και πατατούλες στο κάτω μέρος του ταψιού. Και μετά έφτιαχνε την σάλτσα. Κρεμμύδι να κόψει με το χέρι. Το πίλιζε έτσι. Να βάλει το κρεμμύδι, να βάλει την σάλτσα, την ντομάτα να κόψει. Και γέμιζε τις μελιτζάνες και ό,τι περίσσευε το ‘ριχνε από πάνω, από την σάλτσα. Κι έτριβε και φέτα ή τρίμματα από τουλουμίσιο τυρί και τις έβαζε στο φούρνο. Είκοσι λεπτά. Μαϊντανό μπόλικο. Μοσχομύριζε ο κόσμος! Όταν η μαμά μου μαγείρευε, βγαίνανε όλες στην γειτονιά. Όταν έκανε κουλούρια; Πω, πω, πω! Τι να σου πω; Εκείνα τα κουλούρια του Πάσχα. Έφτιαχνε το μουσακά της. Έκανε… Και τι δεν έκανε η μαμά μου. Πολύ ωραία πράγματα. Είχαμε φάει πολύ καλά στης μαμάς μου τα χέρια. Ήξερε η μαμά της και της έμαθε πολλά πράγματα. Και μετά τα μάθαμε κι εμείς. Μας έμαθε κι εμάς. Βέβαια. Να κάνει εκείνα τα γεμιστά, να κάνει εκείνους τους λαχανοντολμάδες, εκείνα τα φιλεδένια, τα… αυτά τα φιλάκια τα έκανε τόσο δα, τόσο ήτανε, τόσα τα κάνουμε κι εμείς τώρα. Πολύ ωραία. Ωραία ήτανε. Τα γεμιστά της, όλα. Να ανοίξει μελιτζάνες, κολοκύθια, απ’ όλα. Αυτά, γιε μου.
Ωραία, θέλεις κάτι άλλο να προσθέσεις εσύ;
Ε, όχι. Σου λέω, η μαμά μου ήταν μια υπέροχη νοικοκυρά και υπέροχη γυναίκα. Πάρα πολύ καλή. Μας έμαθε πολύ όμορφα. Μας έμαθε να σεβόμαστε την οικογένειά μας. Όλα, τα αδέρφια μου ο ένας με τον άλλο. Τα πάντα. Ο μπαμπάς μου το ίδιο. Ο μπαμπάς μου με αγαπούσε εμένα πάρα πολύ. Και πάντα ζητούσε την γνώμη μου, ο μπαμπάς μου. Καμιά φορά έλεγε: «Δεν ήταν αυτό να μου το δώσει Θεός αγόρι, μόνο μου το ‘δωσε κορίτσι;» Αυτά παιδάκι μου.
Γιατί το έλεγε αυτό πιστεύεις;
Γιατί ήμουνα πολύ δυναμική. Ήμουνα από μικρή ήθελα να κάνω, να δουλέψω, ήθελα… Δεν καθόμουνα! Ήμουνα πολύ… πώς να το πω; Ευκίνητη; Πώς να στο πω; Τόσο πολύ να πούμε. Δε μπορούσα να κάτσω. Όπως και τώρα, δε μπορώ να κάτσω. Τώρα που γέρασα, που έκανα παιδιά, εγγόνια. Και ο μπαμπάς μου με θαύμαζε. Ήμουνα πολύ άξιο παιδί. Πάρα πολύ. Βοηθούσα πολύ και τον μπαμπά και την μαμά. Και όλα μου τα αδέρφια. Και μέχρι τώρα. Δόξα τω Θεώ.
Θεωρείς όμως ότι το φύλο σου επηρέασε τον τρόπο που σε αντιμετώπιζαν ας πούμε; [01:10:00]Και ο πατέρας σου και ο Λευτέρης;
Το φύλο μου; Ποιο φύλο μου;
Ε, το ότι είσαι γυναίκα.
Α...
Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο σε αντιμετώπιζαν;
Α, ο Λευτέρης; Ο παππούς σου; Ζήλευε πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Ήμουνα πολύ δυναμική. Και στην δουλειά μου εδώ πέρα. Τι να σου πω; Αφού ερχόντανε στιγμές που δε μπορούσε μόνος του. Δεν μπορούσε. Καμιά φορά έστελνα το εμπόρευμα, που πήγαινα κι έφερνα από πάνω και έστελνα το εμπόρευμα και λέγανε τώρα τα κορίτσια, γιατί είχα τη Μίκα και πήρα και άλλη μια, που ήταν από τον Ο.Φ.Η. ο άνδρας της και να την πάρουμε κι αυτή, να την πάρουμε. Και λέγανε: «Να στρώσουμε κύριε Λευτέρη; Να τα βγάλουμε πάνω να στρώσουμε;» «Όχι, όχι. Περιμένετε να έρθει η Κούλα». Δεν τους άφηνε να αγγίξουνε καρέκλα, αν δεν ερχόμουνα εγώ. Να βάλω εγώ, να στρώσω εγώ, τα πάντα. Και ερχότανε και κοίταζε από πάνω. Περνούσε από την καταπακτή που είχαμε κάνει και ερχότανε δίπλα στο άλλο κτήριο. Βέβαια. Και όταν πηγαίναμε λοιπόν και όλοι, όλοι οι συνεργάτες με αγαπούσανε, με θαυμάζανε. Ήτανε άνθρωποι, καλοί άνθρωποι. Βλέπανε ότι είχα ζήλο. Και μια φορά, να είναι καλά ο άνθρωπος εκεί που είναι, παίρναμε από έναν, από τον Βαγγέλη τον Στεφάνου, παίρναμε το κλασικό σαλόνι. Πολύ ωραία δουλειά. Ένα πρωί λοιπόν είχαμε πάει στη Θεσσαλονίκη. Πήραμε πρωί το αεροπλάνο, φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη, μου λέει: «Θα πάμε κατευθείαν στην έκθεση και το βράδυ πάμε στο ξενοδοχείο». Γιατί πάντα τηλεφωνούσαμε και μας κρατούσανε στο «Εσπέρια», απέναντι στο διοικητήριο, και μέναμε. Και είχε κρατήσει το δωμάτιο για να πάμε. «Θα πάμε πρώτα στην έκθεση και το βράδυ θα γυρίσουμε να πούμε μια και καλή. Πάμε;» «Πάμε.» Πήγαμε λοιπόν και σταματήσαμε στο Λαρισαίο, αυτός που παίρναμε τα τραπέζια της κουζίνας. Και να και έρχεται ο Στεφάνου: «Ω, καλωσορίσατε», ξέρω ‘γώ τούτα και κείνα, γυρίζει και λέει μια στιγμή: «Α, τώρα —λέει— θα φιλήσω την Κούλα κι ας ζηλεύει—λέει— ο Λευτέρης. Δεν ξέρω τι κάνει, αλλά εγώ τώρα την Κούλα θα την φιλήσω». Άμα φύγαμε: «Ποιος του ‘δωσε το δικαίωμα του κερατά; Δεν θα ξαναπάρεις τίποτα από αυτόν». Δεν ξαναπήγαμε. Θύμωσε!
Κι εσύ πώς ένιωσες με αυτό;
Ε, ντράπηκα. Ο άνθρωπος με φίλησε στο μάγουλο. Τι δηλαδή; Συνεργάτες χρόνια. Και πολύ καλός. Είχανε έρθει εδώ και με την γυναίκα του, τους φιλοξένησα, τους τάισα, περάσαμε όμορφα. Ήταν πολύ καλός ο Βαγγέλης. Εκείνος παρεξήγησε. Ήτανε σαν τον μπαμπά μου σου λέω. Χειρότερος. Λέω: «Έφυγα από τον ένα κι έμπλεξα στον άλλο». Αλλά είχε και καλές χάρες. Τι να κάνουμε; Αυτά είναι.
Εσύ θα έκανες κάτι διαφορετικά σε σχέση και με τον πατέρα σου και με τον Λευτέρη;
Όχι! Τι να ‘κανα; Αφού έτσι με μάθανε. Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, αγόρι μου. Έτσι με μάθανε κι έτσι συνήθισα κι εγώ και στα παιδιά μου. Δε μπορούσα αλλιώς. Αλλά δεν έχω και… Είμαι ήσυχη, έχω την συνείδησή μου ήσυχη, είμαι καθαρός άνθρωπος. Δεν ντρέπομαι κανέναν, δεν με νοιάζει δηλαδή. Έζησα ήσυχη ζωή, αλλά όμορφη ζωή. Τα εγκόσμια δεν τα έζησα ποτέ και δε με ενδιέφεραν. Ούτε και τώρα που γέρασα. Βλέπεις, θα πάω στο σπίτι μου, θα κλειδώσω, θα βγω πάλι το πρωί που θα έρθω πάλι στην δουλειά μου. Αυτή είναι όλη μου η διαδρομή. Από το λιμάνι εδώ και από εδώ στο λιμάνι, αγόρι μου. Τίποτα άλλο. Δεν πειράζει, είμαι ευχαριστημένη γιατί έχω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Είναι καλά, είναι γερά. Κι αυτό να πούμε, δοξάζω τον Θεό. Αυτό μόνο, εμένα μου φτάνει. Να τα νιώθω να είναι καλά, να βρούνε τον δρόμο τους, να είναι ευτυχισμένα και δεν θέλω τίποτα άλλο γιε μου, από την ζωή. Αυτό μόνο που μου χάρισε ο θεός, φτάνει. Τα ‘χω όλα γερά και τα βλέπω και καμαρώνω. Και την Λουίζα μου, εκεί που είναι. Μπορεί να είναι εκεί αλλά εγώ το ‘χω εδώ, μπροστά μου. Πολλές φορές, κάθε μέρα το σκέφτομαι το παιδί μου. Να είσαστε καλά αγόρι μου και να είναι ο δρόμος σας ανοιχτός και να βρείτε την ευτυχία, να βρείτε άνθρωπο να σας καταλαβαίνει και να σας νιώσει. Τι άλλο θες;
Εγώ δεν θέλω κάτι άλλο. Έχεις κάτι να προσθέσεις; Αλλιώς…
Όχι. Τι άλλο; Το μόνο που μπορώ να σου πω από την οικογένεια της μαμάς μου, η οποία ήτανε, η νενέ μου ήταν δώδεκα αδέρφια. Δώδεκα αδέρφια είχε κάνει η μάνα της. Ήταν δέκα αγόρια και δυο κόρες. Η νενέ μου και η θεία η Καλλιοπή, η αδελφή της δηλαδή. Δύο κορίτσια και δέκα αγόρια. Δώδεκα παιδιά έκανε η Κυριακή. Γι’ αυτό με βγάλανε «Κυριακή». Της νενέ μου τη μαμά την έλεγαν Κυριακή.
Και πού μεγάλωσαν;
Αυτά, αυτά εκεί πεθάνανε. Εκεί στο «Σεφέρ»… Τότε λέει ήταν το «Σεφέρ Μπελίκι». Που ήτανε τότε ο Tουρκαλάς αυτός, δεν ξέρω πώς τον λέγανε, Σουλεϊμάν, πώς τον ‘λεγαν. Τότε είχανε τον πόλεμο. Ήτανε, ήτανε στον πόλεμο, τότε που γίνηκε το ’22, παιδί μου. Τους πήρανε στον πόλεμο, τους έφαγε, σου λέει, η ψείρα. Είχανε τα φισεκλίκια εδώ στη μέση και τους βομβαρδίζανε, σου λέει. Το τι γινότανε. Και σκοτωθήκανε και τα δέκα τους αδέρφια. Ένας μόνο έζησε. Ο Κωνσταντής, που τους έφερε εδώ πέρα. Ένας αδερφός έζησε. Τα άλλα όλα τα ‘φαγε εκεί πέρα, τα ‘φαγε το ’22, ο πόλεμος. Σκοτωθήκανε τόσα αδέρφια. Και η νενέ μου, ο παππούς μου δηλαδή, της μαμάς μου ο μπαμπάς, είχε φούρνο, πώς είναι τώρα τα ζαχαροπλαστεία και τα αυτά; Τέτοια. Ήτανε ένας πολύ καλός σου λέει άνθρωπος, ο Γιάννης τον ελέγανε. Και τον εσφάξανε. Πήγε τότε η νενέ μου να πάρει ψωμί και να τον εδεί, να του πάει πρωινό και τον σφάξανε μπροστά στα μάτια της τον παππού μου. Και έφυγε αυτή με τρία παιδιά, μωρά. Και με τον Κωνσταντή, τώρα τον αδερφό της που έμεινε και με την αδερφή της. Και ήρθανε εδώ. Αυτά αγόρι μου. Τους δώσανε ένα σπιτάκι, εκεί πίσω που σου λέω από το «Ανωγειανό σχολείο». Μετά που μεγάλωσε και ο μπαμπάς μου και είδε τη μάνα μου και την πήρε, πήρανε τότε το οικόπεδο στο… που είμαι τώρα και έχουμε το σπίτι, «Στου Μπρούμη» που το λέγανε έτσι. «Στου Μπρούμη την γειτονιά». Στο στάδιο.
Γιατί την ‘λεγαν έτσι;
Γιατί αυτός, ήταν το επίθετό του, του «Μπρούμη»; Δεν ξέρω. Ήταν της νονάς του της Μαρίας. Αυτός ήρθε από τη Μικρά Ασία κι αυτός και του τα δώσανε γιατί άφησε από εκεί πέρα, αποζημιώσεις. Κατάλαβες; Κι εμάς δώσανε τότες αποζημίωση αλλά ο νονός τότε δεν ήξερε, δεν ξέρανε οι ανθρώποι τότε, δεν ξέρανε τα χαρτιά τους. Και κάτσανε τότε που είναι το Castello; Αυτό όλο. Όλο. Και μετά, γιατί δεν είχαν βάλει την υπογραφή στα χαρτιά, τους το πήρανε. Και τους δώσανε μετά, πίσω από το αυτό, ένα σπίτι. Πίσω από το «Ανωγειανό». Στο Ηράκλειο μέσα. Αυτό. Σκοτωθήκανε όλα της τα αδέρφια ήρθε με έναν αδερφό μόνο εδώ πέρα. Και ευτυχώς είχανε φέρει, πρόλαβαν και πήρανε, είχανε πάρα πολλά χρυσαφικά. Με την ποδιά σου λέει τα ‘φερε ο Κωνσταντής, ο νονός. Κι αυτά προσπάθησε. Μετά έφυγε, τελείωσε το χρυσό. Πουλούσανε και τρώγανε. Πουλούσανε και τρώγανε. Και μετά μπήκε ο θείος ο Κωνσταντής αυτός, μπήκε στου Λιανά το εργοστάσιο και δούλευε. Ξέρεις που είναι του Λιανά.
Τι εργοστάσιο;
Αυτός έβγαζε καπνά. Το εργοστάσιο που είναι του Λιανά. Ε, αυτό. Έβγαζε καπνά και ο θείος, αυτός ο νονός, ήξερε από τέτοια. Γιατί είχανε στον τόπο τους καπνά, πάρα πολλά, Είχανε και το Γκιούλ Μπαξέ. Είχανε αυτά τα δέντρα που βγάζουνε, που έχουμε κι εδώ... Τέλος πάντων, και παίρνανε τον μεταξοσκώληκα, τους ρίχνανε αυτό το… Μες στο στόμα μου είναι τώρα. Και είχανε μεταξοσκώληκα και ρίχνανε αυτό το φύλλο και το έτρωγε ο μεταξοσκώληκας και όταν αυτός μεγάλωνε έκανε, με αυτό το φύλλο, τη μουρνιά! Οι μουρνιές! Μπράβο. Ήτανε γεμάτος ο κήπος, εκεί που καθόντουσαν. Και παίρνανε τα φύλλα και τρώγανε ο μεταξοσκώληκας και κάνανε το μετάξι. Είχανε πάρα πολλή δουλειά και πολλά λεφτά. Αφού όταν ήρθε εδώ η νενέ μου έφερε ένα μπαούλο, από μετάξι όλα τα σεντόνια. Θα σου δείξω. Έχω ένα κρυμμένο, που έχω κάνει τσεβρέδες. Τα αυτά, τα σεμεδάκια. Και της το κλ[01:20:00]έψανε, το μπαούλο, όπως ήτανε. Είχανε πολύ καλή κατάσταση αλλά δεν τους αφήσανε οι Τουρκαλάδες. Τους διώξανε, τους σκοτώσανε, τους φάγανε, τους σφάξανε. Και τον παππού μου τον Κωστή, του μπαμπά μου τον μπαμπά, εκεί στο τσιφλίκι του τον σκοτώσανε.
Εσένα, σαν παιδί προσφύγων, στο Ηράκλειο, σε αντιμετώπιζαν διαφορετικά;
Όχι, γιατί δεν ξέρανε αυτοί. Εμένα η μαμά μου σου λέω ήρθε μωρό, τεσσάρων χρονών. Τι ξέρανε τώρα στο σχολείο; Ότι εγώ είμαι από πού; Από προσφύγων; Εγώ, τώρα που μεγάλωσα το λέω. Ότι εμένα οι γονείς μου δεν είναι από εδώ. Και που με ρωτάνε, αν έχουμε αμπέλια και χωράφια, «εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα —λέω— γιατί δεν είμαστε από εδώ». Αφού δεν είμαστε από εδώ. Και τα παιδιά του σχολείου είμαστε όλα αγαπημένα και αυτά. Μες στο σχολείο είμαστε μια χαρά. Δεν ήξερε από πού είμαι εγώ. Εγώ γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, η γειτονιά μου είναι εκεί, σωστή. Η μαμά ήτανε μικρή, σου λέω, την είδαν μεγάλη εδώ πέρα, παντρεμένη. Την ταυτότητα δεν την γράφει εδώ. Αλλά ξέρανε βέβαια μετά. Η μαμά μου έλεγε ότι: «Εγώ είμαι Σμυρνιά. Από τη Μικρά Ασία». Ήρθε εδώ πέρα μικρό, αλλά γεννήθηκε εκεί. Εδώ μεγάλωσε όμως. Κι εμείς, μετά που παντρεύτηκε και έκανε εμάς, τα παιδιά του σχολείο τι ήθελε να πούνε; Ότι είναι από πρόσφυγες γονείς; Όχι, γιε μου. Τώρα θα… Δεν είχαμε τέτοια ταμπού, τέτοια πράγματα δηλαδή. Όχι. Τώρα μη βλέπεις. Τώρα είναι αλλιώς. Γιατί τώρα ήρθανε αυτοί από μια ξένη χώρα. Ενώ εμείς είμαστε Έλληνες. Και ήρθανε στην Ελλάδα. Κατάλαβες; Αυτό είναι. Αυτοί είναι ξένοι, έρχονται… Δεν είπα τίποτα. Δηλαδή έρχονται από άλλη… Είναι, έχουνε άλλη γλώσσα. Όχι την δική μας. Εμάς μπορεί να ‘ρθανε από εκεί αλλά ήταν Έλληνες.
Οπότε, εσύ δεν θυμάσαι να σου μεταφέρουν ιστορίες για το πώς τους αντιμετώπισαν, ερχόμενοι εδώ.
Α, πάρα πολύ άσχημα. Πάρα πολύ άσχημα. Τους λέγανε… Ο παππούς μου έλεγε και η νενέ μου ότι: «Εκεί μας, μας εντοπίζανε τέλος πάντων σαν —πώς λένε τους Έλληνες; Μας λένε αλλιώς Γκιαούρηδες!— σαν Γκιαούρηδες και στην Ελλάδα που ήρθαμε, μας αντιμετωπίζουνε σαν Τούρκους». Σαν Τούρκοι. Κατάλαβες; Ότι είναι Τούρκοι, Τουρκαλάδες. Βέβαια, είχαν μεγάλη… Δεν τους δεχτήκανε όμορφα. Καθόλου. Και ήρθαν στην Ελλάδα και ήταν Έλληνες. Ε, τέλος πάντων. Αυτές οι ιστορίες, παιδί μου. Αλλά εμάς δεν δίνανε, ούτε η νενέ μου, ούτε κανείς. Ήτανε στη μεριά τους, ό,τι λέγανε αυτοί, μόνοι τους το λέγανε, μόνοι τους το ακούγανε. Τα ακούγαμε βέβαια κι εμείς αλλά δεν το… Δεν το… Δεν βαριέσαι. Αυτός είναι ο κόσμος, γιε μου. Δυστυχώς. Αυτά. Στο σχολείο περάσαμε καλά, είμαστε μικρά. Δεν ξέρανε τα παιδιά… Και η μάνα μου με μεγάλωσε. Τι άλλο να σου πω; Τον θείο τον Χαράλαμπο, τον πήραν τότε στους αγύμναστους και σκοτώθηκε στο… Με το καράβι τους πνίξανε. Πώς το λένε; Στην Αθήνα. Έξω από την Αθήνα. Που είναι αυτό το μέρος που όλο το… Δεν θυμάμαι, θα στο πω. Τέλος πάντων, εγώ δεν τον εγνώρισα καθόλου.
Ποιος ήταν αυτός;
Της μαμάς μου ο αδερφός. Τρία αγόρια, δυο αγόρια ήταν και η μαμά μου. Τρία παιδιά. Ο θείος ο Νίκος ήταν εδώ, μέχρι που, χρόνια, που παντρεύτηκα, που αυτό. Λίγα χρόνια είναι που πέθανε. Ο θείος μου ο Χαράλαμπος, τον πήρανε στους αγύμναστους. Τότε είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ήταν στην τράπεζα και τον πήρανε τότε στους αγύμναστους. Και τους ‘βάλαν στο καράβι και τους πήγανε στο Ναύπλιο κι εκεί πέρα, στο Ναύπλιο, τους βυθίσανε το πλοίο. Ορισμένοι ζήσανε, ο δικός μας πνίγηκε. Κι από εκεί πήγαινε η νενέ μου, η κακομοίρα, κάθε φορά στους… αυτούς που χανόντουσαν και πηγαίνανε σε γραφεία ήτανε και ρωτούσανε μήπως… Και μια μέρα, από τις πολλές, της είπανε ότι: «Έχει πεθάνει, μην ψάχνεις». Και πήγε στη μαμά μου να το πει και έπαθε εγκεφαλικό και η μισή έμεινε μέσα και η μισή έξω. Έπεσε, πέθανε η κακομοίρα. Αυτά, αγόρι μου. Τραβήξαν πάντως πολλά με την προσφυγιά. Τραβήξαν πολλά. Πάρα πολλά. Οι ανθρώποι εδώ δεν ήτανε καλοί, δεν τους δεχόντουσαν.
Ωραία, δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο εσύ;
Δεν έχω, γιόκα μου.
Ωραία, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ είμαι καλά, τα παιδιά μου είναι πολύ καλά. Είναι παντρεμένα με καλούς ανθρώπους. Τους αγαπώ. Ε, τι άλλο να σου πω; Αυτό. Αν κάτι άλλο θυμηθώ και… θα συνεχίσουμε μια άλλη φορά.
Ευχαρίστως. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τι ευχαριστείς γιόκα μου; Δεν έκανα τίποτα.