Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Αέτς λασκίζω τα ψύα μ' εγώ!»: Μία αυθεντική παρχαρομάνα αφηγείται.
Ενότητα 1
Προσωπικά στοιχεία, οικογένεια, επαγγέλματα και μελισσοκομία
00:00:00 - 00:24:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα! Είναι Παρασκευή, 21 Ιανουαρίου 2022, είμαι με την κυρία Γεύση Τουλουμίδου, βρισκόμαστε στα Κομνηνά Ξάνθης, εγώ ονομάζομαι Σάντ… τσεκ καλό και τα λοιπά. Τι άλλο; Είπα πολλά; Όχι! Τέλεια όλα! Ναι, λοιπόν-. Και έχω σημειώσει και πράγματα που θέλω-. Ναι, ό,τι θέλεις!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ποντιακή καταγωγή- Ποντιακή παράδοση: μουσική, χοροί, διάλεκτος
00:24:40 - 00:54:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από 'κει και πέρα δεν σταματάμε στον βαθμό που υπάρχει δυνατότητα να συμμετέχουμε. Εγώ προσωπικά, δεν τα αφήνω. Δεν υπάρχει περίπτωση, παιδι…με λίγο την κατάσταση εδώ, να. Συγκινήθηκε! Ναι! Θα σου πω μετά γιατί. Με την ιστορία που μου είπες, δηλαδή ήτανε-. Εδώ το έχω το βιβλίο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Πολιτιστικές δραστηριότητες
00:54:31 - 01:01:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπες και για τα κείμενα που έχετε-. Ό,τι θες! Μου ανέφερες για κάποιες παραστάσεις και κάποια κείμενα στα ποντιακά; Ναι, ναι. Κατα… Χάροντα χαρτιά, επιστολές. Την ψή μ' 'κι εν παραδία το, δεν παραδίνω την ψυχή μου, αν και φιλώσε μία, αν δεν σε φιλήσω μια φορά». Γαμάει!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 4
Ποντιακά έθιμα και ιστορίες
01:01:47 - 01:05:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γνωρίζεις ιστορίες ή παραμύθια που μπορεί να λέγανε πιο παλιοί, ας πούμε, από εκεί; Ναι! Υπάρχουνε και ανέκδοτες πολλές ιστορίες στο αρχεί…ό μου. Σίγουρα ξέρω πάνω από πενήντα. Αλλά δεν ανακαλώ, μπορώ να ανακαλέσω τώρα κάποιο. Δεν πειράζει! Ναι, μωρέ, εντάξει, δεν πειράζει!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ποντιακά φαγητά και έθιμα
01:05:36 - 01:15:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από συνταγές και φαγητά-. Ναι! Έχεις μνήμες έτσι-. Τα πάντα! Ναι, ναι βέβαια! Και μαγειρεύω και ζυμώνω και τουλάχιστον μια φορά την εβδο…ας τους. Γιατί κάθε γωνιά της Ελλάδας κρύβει σπουδαία ιστορία. Και μεγαλώνοντας, θα ξέρουν πού πατάνε, πιστεύω. Αυτά! Σε κάλυψα; Πολύ, ναι!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Κτηνοτροφία, μελισσοκομία και ζωή στο χωριό
01:15:43 - 01:32:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα αν θέλεις-. Ναι, ναι. Και έχεις όρεξη και χρόνο. Σχετικά με την βοσκή που μου είπες, με το άρμεγμα- …περισσότερες προοπτικές, περισσότερες ευκαιρίες εδώ παρά να τα πάρω από 'δω και να φύγω, ας πούμε, κάτω στην πόλη. Μπορώ να το κάνω! Αυτά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 7
Ποντιακά δίστιχα
01:32:09 - 01:34:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις έτσι για το κλείσιμο, αν θες, να μου πεις άλλο ένα- Γαμήθηκε αυτή! Τι να σε πω; Τι δίστιχο; Να σε πω... Τι θες να σε πω; Θες χαρούμ…υτή η ώρα που περάσαμε μαζί. Πάρα πολύ. Κι άμα τύχεις σε κάνα μουχαμπέτι. Πόσο θα 'θελα. Άμα θα 'ρθεις το καλοκαίρι, θα το κανονίσουμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλημέρα! Είναι Παρασκευή, 21 Ιανουαρίου 2022, είμαι με την κυρία Γεύση Τουλουμίδου, βρισκόμαστε στα Κομνηνά Ξάνθης, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Γεύση, πες μου λίγα πράγματα για σένα, για την ζωή σου.
Καλημέρα, Σάντυ! Καλώς ήρθες στα Κομνηνά και στο σπίτι μας. Εγώ είμαι σαράντα δύο χρονών, σαράντα τριών. Γεννήθηκα στο Ρόιτλινγκεν της Γερμανίας, όπου οι γονείς μου μείνανε γύρω στα είκοσι χρόνια. Ήρθα ενός έτους στην Ελλάδα και εγκατασταθήκαμε στους Τοξότες Ξάνθης. Η καταγωγή των γονιών μου είναι απ' τα Λιβερά και το Κρωμνικό, απ' τον ορεινό όγκο δηλαδή. Εδώ που είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες, όταν ήρθαν απ' τον Πόντο. Αρχικά έμεινα στους Τοξότες μέχρι τα δεκαεννιά μου. Η οικογένειά μου ήτανε κτηνοτροφική. Οπότε από μικρή είχα να κάνω με κατσικάκια και προβατάκια. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα πέντε, έξι, πήγα στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού και ξεκίνησα την επαφή με τους χορούς του Πόντου αρχικά. Θέλεις να κινηθούμε σ' αυτόν τον δρόμο πάνω; Ωραία, τέλεια! Στο σχολείο οι μεγάλες μου αγάπες ήταν τα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης. Δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία, ιστορία ήμουνα σκράπας. Μετά αγάπησα την ιστορία του Πόντου κι άρχισα να εμβαθύνω λιγάκι παραπάνω. Γύρω στα έντεκά μου πήγα στον Σύλλογο Ποντίων Ξάνθης. Και από τα δεκατρία μου συμμετέχω, συμμετείχα μάλλον, στις πρώτες επιτροπές του οργανωμένου Ποντιακού χώρου, τις επιτροπές νεολαίας. Τότε με την ΠΟΠΣ, την τότε ομοσπονδία, την μεγάλη που είχε ο οργανωμένος ποντιακός χώρος στην Ελλάδα. Στα δεκαεννιά μου παντρεύτηκα τον πρώτο μου άντρα. Απέκτησα δύο παιδιά, τον Φώτη και την Καλλιόπη. Οι δουλειές που, που έκανα πέραν των κτηνοτροφικών, γιατί τελείωσα και στο λύκειο κι ένα Ι.Ε.Κ. μετά, που είχε να κάνει με τον προγραμματισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την μηχανογράφηση επιχειρήσεων, πράγμα το οποίο δεν ασχολήθηκα ποτέ, παρά μόνο για την πρακτική, ας πούμε, κάποια στιγμή σε ένα ινστιτούτο αισθητικής. Από 'κει και πέρα ασχολήθηκα με την ανατροφή των παιδιών μου. Το κομμάτι με τον Πόντο δεν το άφησα ποτέ, γιατί και σήμερα ακόμη πιο συνειδητά βέβαια, για μένα είναι τρόπος ζωής και τρόπος έκφρασης αυτό το πράγμα. Δηλαδή η καθημερινότητά μου δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν υπάρχει μέσα ένα κομμάτι ζωντανό από τον Πόντο. Μεγάλωσα τα μεγάλα μου τα παιδιά πλέον, τώρα είναι φοιτητές και οι δύο. Στα εικοσιπέντε, είκοσι έξι χώρισα. Είχα μία περιπέτεια με την υγεία μου. Διαγνώστηκα με καρκίνο στον τράχηλο της μήτρας, εκεί γύρω στα είκοσι έξι, είκοσι επτά. Οπότε χειρουργήθηκα. Και αφιέρωσα την ζωή μου στα παιδιά, γιατί θεωρούσα ότι - όχι θεωρούσα, έτσι είναι, αυτή είναι η πραγματικότητα- ότι μία μητέρα χωρισμένη με δύο παιδιά, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από μαμά. Ναι! Και εργαζόμενη για να μπορέσει να αντεπεξέλθει. Δούλεψα και νύχτα και μέρα. Και κάποιες εποχές του χρόνου, γιατί οι ανάγκες οι οικονομικές ήταν μεγαλύτερες, έτυχε να κάνω και τρεις δουλειές την μέρα, για να μπορώ να αντεπεξέλθω οικονομικά. Γιατί ήθελα τα παιδιά μου να έχουν τα καλύτερα. Τώρα μιλάμε για την περίοδο 2007 μέχρι 2010-2011, ας πούμε.
Και πάνω σε τι δουλειές;
Δούλεψα στην Sunlight, που είναι μια εταιρεία που κατασκευάζει στοιχεία, μπαταρίες δηλαδή και τα λοιπά. Έχοντας πτυχίο δασκάλας αγγλικών, έκανα κάποια ιδιαίτερα. Ήμουνα ασφαλίστρια. Και μία χρονιά έκανα και την αποκλειστική στο νοσοκομείο, νυχτερινή βάρδια, για να μπορέσω να αντεπεξέλθω. Επίσης εκμεταλλεύτηκα και το γεγονός ότι παίζω νταούλι. Οπότε, έπαιζα και σε διάφορες εκδηλώσεις, γάμους, γλέντια, πανηγύρια και τα λοιπά. Και κάπως έτσι μάζευα τα χρήματα για να βγάλω τον χειμώνα. Και μεγάλωσαν τα παιδιά. Βέβαια, αργότερα βοήθησε κι ο μπαμπάς τους. Οπότε φτάσαμε κάπου, ας πούμε, εκεί στο '10, '11. Στο μεσοδιάστημα να σου πω ότι ασχολήθηκα ενεργά, ήμουνα και πρόεδρος της Νεολαίας του Συλλόγου Ποντίων Ξάνθης, αντιπρόεδρος στον Σύλλογο, ενεργό μέλος στον οργανωμένο Ποντιακό Χώρο, σε συνέδρια παγκόσμια, σε συνέδρια εθνικής αυτογνωσίας. Στην πρώτη παγκόσμια συνδιάσκεψη ποντιακής νεολαίας, που έγινε στην Φρανκφούρτη το 2005. Δηλαδή ό,τι είχε να κάνει με τον Πόντο, είτε στην Ελλάδα, είτε και στο εξωτερικό, είτε και σε τοπικό επίπεδο, στην περιφέρεια, ήμουνα πάντα παρούσα. Έχω γράψει παραστάσεις. Έχω γράψει κείμενα. Έχω γράψει παρουσιάσεις, όσον αφορά το κομμάτι για τον Πόντο. Έχω παίξει θέατρο. Έχω τραγουδήσει. Και φτάνουμε κάπου εκεί, στο '12, που γνωρίζω τον άντρα μου. Δεν ξέρω αν θα σε ενδιέφερε να μάθεις ο τρόπος με τον οποίο τον γνώρισα. Ο Ηρακλής είναι ανιψιός του Πόλιου του Παπαγιαννίδη, του συγχωρεμένου, που ήταν και είναι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στο ποντιακό πεντάγραμμο και ο κορυφαίος, νομίζω, στην περιοχή μας, εδώ. Τον Πόλιο τον ήξερα από μωρό, λόγω της ενασχόλησης μου με τα ποντιακά. Και πάντα λέγαμε: «Έλα εδώ να κάνουμε ένα μουχαμπέτι». Το μουχαμπέτι είναι μία μυσταγωγία ουσιαστικά. Δεν είναι γλέντι με ηχεία, μικρόφωνα και χορούς και κονσόλες. Είναι ένα τραπέζι με δέκα ανθρώπους το πολύ, ιδανικά. Εγώ θεωρώ μέχρι εφτά μάξιμουμ, που σε, παρακαθήμενοι ένας ή δύο ή περισσότεροι οργανοπαίκτες και οι υπόλοιποι λένε τα εσώψυχά τους τραγουδιστά με παραδοσιακά, ποντιακά δίστιχα ή και δίστιχα που βγάζουν οι ίδιοι εκείνη την στιγμή. Γιατί κι εγώ το κάνω αυτό. Είναι μία επικοινωνία μουσική αυτό το πράγμα. Είναι μυσταγωγία! Έτσι λέγαμε τον Πόλιο: «Έλα εδώ! Έλα στους Τοξότες ! Έλα, πάμε στην Ξάνθη! Πάμε στον Σύλλογο Ποντίων!», ξέρω 'γω. Κι ανακαλύπτω ότι η αδερφή του έχει ταβέρνα στον Κεχρόκαμπο. Και λέω τον Πόλιο, λέω τα παιδιά: «Θα πάμε να μαζευτούμε. Να αφήσουμε κι ένα μεροκάματο εκεί, ρε παιδί. Δηλαδή πάντα τον λέμε τον άνθρωπο :"Έλα εδώ, έλα εκεί". Ας πάμε μια φορά». Μαζεύω, λοιπόν, ένα τσούρμο αλάνια, αγόρια ως επί το πλείστον, και πάμε στον Κεχρόκαμπο. Καθόμαστε στο τραπέζι. Εγώ είμαι γνωστή για την αθυροστομία μου. Στα πλαίσια του αριστοφανισμού -ας πούμε- πολλές φορές είναι σοκαριστική για κάποιους που δεν με ξέρουνε, είτε είναι άντρες, είτε είναι γυναίκες. Προτιμώ να είμαι ευθύς και ειλικρινής σαν άνθρωπος και να μην κρύβομαι πίσω απ' αυτά τα γλυκά, τα ψεύτικα, τα τάχα μου, δήθεν. Λοιπόν, είμαστε εκεί στο τραπέζι. Έχουμε πιει, έχουμε τραγουδήσει. Είναι σε κάποια φάση κάτι μου χώθηκε ένας και του λέω -τώρα αυτό δεν ξέρω αν θα τα πω, κάνε, βάλε μπιπ- του λέω: «Ρε συ», ναι, του λέω: «Ρε συ, σάλτα και γαμήσου! Και πάρε τα αρχίδια μου και πάν' τα μια βόλτα έξω -ας πούμε- γιατί μου τα 'πρηξες!». Και τα ακούει ο Ηρακλής αυτό και λέει: «Στόμα είναι αυτό που έχεις; Τι στόμα είναι αυτό που έχεις! Δηλαδή, τι σε είπε ο άνθρωπος;». Λέω: «Μου χώθηκε. Γιατί να μου χωθεί! Εδώ πέρα καθόμαστε. Τι;», του λέω: «Κι εσύ ποιος είσαι ρε που θα μου πεις πώς θα μιλάω και πώς θα εκφράζομαι;», του λέω. «Με τάισες; Με πότισες; Το τραπέζι που εγώ κανονίζω και πληρώνω, εσύ τι μιλάς;», του λέω. Με λέει: «Εγώ έχω το μαγαζί». «Το μαγαζί έχεις; Φέρε ένα μπουκάλι ουίσκι -του λέω- τώρα άμα έχεις το μαγαζί!». Βγήκε ο Ηρακλής την άλλη μέρα και είπε: «Ρε παιδιά, αυτήν πού την βρήκατε;», στον Γιαννάκη του Πόλιου. «Πού την βρήκατε αυτήν; Σαν κροκόδειλος -λέει- άναβα που βρίζει, βλαστημάει κι άσκημα». Βρίζει πολύ δηλαδή. Έτσι γνώρισα τον Ηρακλή. Εγώ τότε είχα ήδη δύο παιδιά απ' τον πρώτο μου τον γάμο. Ο Ηρακλής είχε κι εκείνος δύο παιδιά απ' τον πρώτο του τον γάμο. Και ξεκινώντας η σχέση αυτή, πέρασε διά πυρός και σιδήρου. Ξεκάθαρα. Γιατί το να μπορείς να κρατήσεις τις ισορροπίες και να ενώσεις δύο οικογένειες που είναι ακέφαλες απ' την μία πλευρά από μητέρα και από την άλλη από πατέρα, είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Οπότε πορευτήκαμε πάνω σ' αυτό. Οι καιροί ήταν ήδη δύσκολοι. Είχε ξεκινήσει ήδη η κρίση, ας πούμε, το '12. Και λέμε τι θα κάνουμε τώρα εμείς για να ταΐσουμε αυτά τα παιδιά; Γιατί θα μαζευτούν σε ένα μέρος. Και πού θα χωρέσουμε; Πολύ βασικό! Πού θα χωρέσουμε έξι άνθρωποι; Λοιπόν, οπότε εγώ γνωρίζοντας από αιγοπροβατοτροφία. Ο Ηρακλής είχε έρθει μόλις από Θεσσαλονίκη. Είχε ξεκινήσει, ας πούμε. Ο Ηρακλής είχε ένα από τα καλύτερα συνεργεία, απ' τα τρία καλύτερα συνεργεία οικοδομών στην Θεσσαλονίκη. Και όταν έπεσε η ανοικοδόμηση, γύρισε στο χωριό και ξεκίνησε να κάνει τα πρώτα του βήματα. Είχε ήδη τρεις, τέσσερις μήνες στο χωριό. Μετά έπεσε πάνω μου, ξεράθηκε ο άνθρωπος. Τι να 'κανε; Και είπαμε ότι θα πάρουμε προβατάκια. Ξεκινήσαμε δειλά, δειλά με τα προβατάκια. Εγώ στο ανέβα, κατέβα στην αρχή. Φτάσαμε, αγοράσαμε το σπίτι εδώ, στα Κομνηνά, γιατί στον Κεχρόκαμπο το πατρικό του Ηρακλή ήταν διαθέσιμο, υπήρχε, αλλά ήμασταν πολλοί για να μπούμε μέσα. Ψάξαμε στον Κεχρόκαμπο να δούμε μήπως βρούμε κάτι, γιατί είναι ένα χωριό αμιγώς ποντιακό. Κι αυτό που αγαπάω σ' αυτά τα χωριά είναι ότι βγαίνεις έξω το πρωί και ακούς να μιλάνε ποντιακά. Αδά κι καλατσεύνε πολλά. Δηλαδή, αυτό το πράγμα εμένα μου δίνει χαρά! Πολλές φορές άνθρωποι που με ξέρουν, μου λένε: «Τι μιλάς ποντιακά, ας πούμε; Μπορεί ο άλλος να μην καταλαβαίνει!». «Ας μάθει, ρε παιδί μου, ας μάθει!». Και δεν μιλάω μόνο για τα ποντιακά. [00:10:00]Εγώ ξέρω ποντιακά να μιλάω. Ας μάθει κρητικά! Ας τα μιλάμε, τις ντοπιολαλιές, ας τις μιλάμε. Γιατί αυτός είναι ο πλούτος κι η παράδοση κι η ιστορία κι ο πολιτισμός μας. Ξεκάθαρα! Οι χοροί που υπάρχουν οι παραδοσιακοί, θα υπάρχουν και σε εκατό χρόνια από τώρα. Μπορεί να μην υπάρχουν και οι διακόσιοι, τριακόσιοι, πόσοι είναι. Θα υπάρχουν, όμως! Η ομιλία κι η διάλεκτος και τα ιδιώματα τα γλωσσικά, αν δεν τα μιλάμε, θα πάψουν να υπάρχουνε. Οπότε για μένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι η διάσωση της γλωσσικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Λοιπόν, κάνουμε τα προβατάκια με τον Ηρακλή. Κάποια στιγμή έρχονται τα δίδυμα! Αναπάντεχα! Γιατί εγώ ήξερα ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Έρχονται τα δίδυμα. Εκεί χωρίστηκε το δίδυμο Ηρακλής, Γεύση γιατί ήμουνα, είμαι καλό χέρι σε δουλειές. Όπως είπαμε και πιο μπροστά, προτιμώ τις αντρικές απ' τις γυναικείες. Αν μου πεις: «Γεύση βγάλε τα φρύδια σου, δεν μπορώ να το κάνω!». Ξεκάθαρα! Πηγαίνω σε μία κοπέλα, καλή της ώρα μην πάθει τίποτα και δεν ξέρω τι θα κάνω! Είκοσι χρόνια την έχω. Αν μου πεις κάνε μια χωρίστρα στα μαλλιά σου, δεν μπορώ να την κάνω. Μπορώ να αλλάξω λάδια, λάστιχα στο αυτοκίνητο. Να κάνω, ναι. Εκείνο το κομμάτι δεν το κατέχω. Και δεν στεναχωριέμαι καθόλου γι' αυτό. Οπότε ο Ηρακλής έμεινε χωρίς χέρι βοηθείας. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε έναν άνθρωπο, έναν εργάτη, ας πούμε, για τσοπάνο στα ζώα. Γιατί ούτε στο άρμεγμα μπορούσα να πάω, ούτε να βοσκίσω, ούτε στα χωράφια, ούτε τίποτα. Και κάπως έτσι έμεινε μόνος του ο ψηλός μου. Κι εγώ έμεινα μόνη στο σπίτι με τα δίδυμα. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα γιατί δεν είχα καθόλου βοήθεια, από κανέναν. Όσον αφορά, ας πούμε, το κομμάτι αυτό, έχω τα θεματάκια μου. Γιατί -όχι έχω τα θεματάκια μου- βλέπω κοπέλες, ας πούμε, που κάνουν ένα παιδί και δεν προλαβαίνουν να κάνουν ένα φαΐ. Και έχουν ένα παιδί! Και θεωρώ ότι θα πρέπει να παίρνουν λίγο παραπάνω θάρρος και να μην κλαίγονται τόσο. Να αυτοφροντίζονται που είναι πολύ σημαντικό. Αλλά να μην πέφτουνε και ψυχολογικά. Θα πέσεις, θα πέσουνε ψυχολογικά. Να σηκώνονται όσες φορές πέφτουνε. Ζορίστηκα πάρα πολύ στο κομμάτι με τα δίδυμα, όταν έσπασα το πόδι μου. Είχα φτάσει σε ένα σημείο, ας πούμε, κάποια στιγμή, Σεπτέμβριο, Οκτώβρη, τα μωρά ήταν ενάμισι χρονών, είχα χάσει πάρα πολλά κιλά από υπερκόπωση. Δεν το είχα καταλάβει. Δεν είχα χρόνο να κοιταχτώ εγώ, ας πούμε, στον καθρέφτη. Και βγαίνει ο Ηρακλής κάποια στιγμή απ' το δωμάτιο, εκεί ξάπλωνα και θήλαζα τα δίδυμα. Και κοιτάζει τα πόδια μου και μου λέει: «Έχεις δει πώς γίναν τα πόδια σου; Έχεις δει πώς έγινες;». Του λέω: «Όχι!». Και ξεκινάω έναν αγώνα εξετάσεων. Γιατί είχα πόνους πολλούς αφόρητους. Δεν είχαν βρει τίποτα. Ούτε χειρούργοι, ούτε ορθοπεδικοί, ούτε παθολόγοι. Και πηγαίνω σε έναν ρευματολόγο στην Καβάλα -καλή του ώρα του ανθρώπου- ποντιακής καταγωγής, όλως τυχαίως! Ο οποίος όταν με εξέτασε γύρισε και μου είπε: «Μόνη σου ήρθες εδώ οδηγώντας;». Του λέω: «Ναι!». Είχα πάθει ατελή ρήξη αχιλλείου τένοντα στο ένα πόδι. Και μου λέει: «Αυτό το πράγμα, κορίτσι μου, όποιος το παθαίνει, κάνει επέμβαση. Κάνει φυσικοθεραπείες και μετά σηκώνεται με τις πατερίτσες σιγά σιγά και περπατάει. Δεν έρχεται μέσα εδώ πέρα χοροπηδώντας και χορεύοντας και να με πουλάει τρέλα, ας πούμε, και να λέω εγώ- μου λέει- έχεις τουλάχιστον τρία πούλμαν με Αγίους να σε προστατεύουνε. Ξεκάθαρα στο λέω. Αλλά αφού -λέει- είσαι όρθια και στα πόδια σου, έλα να δούμε γιατί έχασες πολλά κιλά». Και ξεκινάμε να κάνουμε αξονικές, μαγνητικές και τα λοιπά. Δεν έχω πού να αφήσω τα μωρά για να πάω να πάρω τα αποτελέσματα. Κατεβαίνω με τα μωρά στο αυτοκίνητο για να πάω στον Ασκληπιό, που είναι ένα ακτινοδιαγνωστικό κέντρο στην Ξάνθη. Κι όλως τυχαίως, είναι μία κοπέλα από 'δω απ' το χωριό. Η Νούλα η Καζαντζίδου. Την βλέπω στο δρόμο και την λέω: «Ρε συ, Νουλίτα, σε παρακαλώ πολύ, έλα κάτσε δύο λεπτά με τα παιδιά στο αυτοκίνητο. Δύο λεπτά θα κάνω. Έχω πληρωμένη την εξέταση. Θα ανέβω και θα κατέβω». Ανεβαίνω, παίρνω τα χαρτιά. Και κατεβαίνω τρέχοντας για να, γιατί δεν την ξέραν τα μωρά για να κάτσουν μαζί. Και να δω, να διαβάσω τι γράφει. Και δεν βλέπω τρία σκαλοπάτια. Πέφτω κάτω, ισοπεδώνομαι, εσαχπώθα δηλαδή, αποτσοχαλίγα κανονικά. Ακούγεται ένα κρακ από το κόκκαλο. Βγήκανε, από το κρακ που έκανε βγήκανε οι γιατροί από πάνω. Λοιπόν, εγώ τότε ήμουνα πενήντα οκτώ κιλά. Πενήντα οκτώ κιλά ήμουνα στο δημοτικό ξανά, νομίζω, άμα θυμάμαι καλά. Δεν ήμουνα ποτέ τόσα κιλά. Δεν ήμουνα ποτέ κάτω από εβδομήντα ουσιαστικά, εκεί, εβδομήντα, εβδομήντα πέντε είναι τα κιλά μου. Και δεν τα κρύβω! Λοιπόν, οπότε κοιτάζω το χαρτί. Τρέχουν τα δάκρυα απ' τα μάτια μου. Μου λένε τα παιδιά: «Έλα να σου κάνουμε μία ακτινογραφία». Λέω: «Όχι, είμαι καλά. Θα πάω στο νοσοκομείο. Είμαι καλά!». Τα μωρά μες στο αμάξι. Τα δάκρυα να! Η Νούλα με λέει: «Τίποτα!». Την λέω: «Είμαι καλά! Μάλλον το έσπασα. Αλλά δεν έχω καρκίνο -ας πούμε- δεν έχω καρκίνο οπότε δεν-». Αλλά το δάκρυ κορόμηλο. Παίρνω τηλέφωνο την μάνα μου. Ευτυχώς με έκοψε, έβγαλα το παπούτσι μου. Μπαίνω στο αμάξι. Οδηγάω. Και πάω στους Τοξότες. Λέω: «Κατεβείτε, πάρτε τα μωρά! Έρχομαι». Πάω στο νοσοκομείο. Σταματώ εκεί στα επείγοντα. Φωνάζω έναν τραυματιοφορέα. Ήταν ο Ηλίας ο Δουκίδης, που έχει την Φτηνή Αγορά στην Ξάνθη, που είχε την Φτηνή Αγορά. Του λέω: «Ηλία, πάρε το αμάξι σε παρακαλώ. Βοήθα με να ανέβω στο καροτσάκι. Πάνε, πάρκαρέ το και φέρε μου τα κλειδιά». Πάω, με εξετάζουνε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ήταν 8 Δεκέμβρη. Πάω, με εξετάζουνε. Μου κάνουνε ακτινογραφία. Μου λέει: «Το σπάσατε;». «Ναι!». «Θα βάλουμε γύψο», ξέρω 'γω. Τέλος πάντων, αφού τελειώνουμε και μετά μου λέει: «Μπορούνε να 'ρθούνε να σε πάρουνε τώρα». Λέω: «Δεν μπορεί κανένας να 'ρθει να με πάρει. Θα οδηγήσω και θα φύγω». Με λέει: «Δεν γίνεται! Δεν κάνει». Του λέω: «Δεν γίνεται ή δεν κάνει; Εάν μου πεις ότι δεν κάνει να οδηγήσεις με το πόδι σου έτσι όπως είναι, θα το καταλάβω. Αν μου πεις ότι δεν μπορείς, θα το κρίνω εγώ». Μου λέει: «Τι να σου πω. ρε κορίτσι μου, εσύ τώρα μπορείς να οδηγήσεις;». Του λέω: «Ρε συ, κάνει να οδηγήσω ή δεν κάνει να οδηγήσω; Το αν μπορώ ή όχι θα το δούμε στην πορεία». «Τι να σε πω! Άμα μπορείς πάνε!». Παίρνω τηλέφωνο. Κατεβάζουν τα μωρά. Βγαίνω στον δρόμο. Παίρνω τον άντρα μου τηλέφωνο, τον λέω: «Μωρό μου, σου έχω ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο νέο». Μου λέει: «Ξεκίνα απ' το δυσάρεστο!». Του λέω: «Έσπασα το πόδι μου!». Σοκ ο Ηρακλής. Με λέει: «Το ευχάριστο ποιο είναι;». Του λέω: «Δεν έχω καρκίνο. Ευχάριστο αυτό είναι. Αυτό ψάχναμε να δούμε». Με λέει: «Πώς; Τι;». Του εξηγώ τι και πώς. Μου λέει: «Τώρα;». Του λέω: «Ανεβαίνω!». Μου λέει: «Πώς ανεβαίνεις;» Του λέω: «Με το αυτοκίνητο κανονικά οδηγώντας». Τον αστράγαλό μου είχα σπάσει. Το μετατάρσιο και τον αστράγαλο. Πολύς πόνος! Παίρνω τον γιατρό μου τηλέφωνο. Του λέω: «Θέμη, κάθεσαι;». Με λέει: «Κάθομαι!». Του λέω: «Σήμερα θα 'παιρνα τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις για να δούμε αν έχω καρκίνο». Μου λέει: «Ναι. Τα πήρες;». Του λέω: «Τα πήρα!». Του λέω: «Σίγουρα κάθεσαι;». Μου λέει: «Ναι!». Του λέω: «Ξέρεις τι έχω;». Μου λέει: «Τι έχεις;». Του λέω: «Σπασμένο πόδι!». Επί λέξη. Μου λέει: «Τι λες, ρε;». Του λέω: «Αυτό που άκουσες. Σπασμένο πόδι!». Μου λέει: «Εντάξει είναι. Ποιο πόδι έσπασες;». Του λέω: «Το δεξί!». «Μα είσαι βλάκας -λέει- το αριστερό έπρεπε να σπάσεις που ήταν και ταλαιπωρημένο. Να ξεκουραστεί. Τώρα θα το ζορίσεις». Παίρνω τον παπα-Αργύρη τηλέφωνο από δω, του λέω: «Παπά;». Με λέει: «Τι;». Του λέω: «Παπά, αύριο έρχεσαι να κάνουμε ευχέλαιο;». Με λέει: «Γιατί; Τι έγινε;». Του λέω: «Έτσι κι έτσι!». Μου λέει: «Θα 'ρθώ!». Ήρθε. Και κάπως έτσι πέρασα δύο πολύ δύσκολους μήνες με τα δίδυμα. Και εάν δεν θήλαζα, γιατί τότε ήτανε ενάμισι, δύο χρονών τα μωρά, θα 'χα σαλτάρει σίγουρα! Γιατί ζορίστηκα πολύ. Και που δεν είχα βοήθεια, αλλά ήτανε δύο μωρά. Δύο μωρά! Τώρα για να, να, να μπορέσεις να, να χουσμετεύς -λέμε εμείς οι Πόντιοι- να, να εξυπηρετήσεις, να υπηρετήσεις δύο μωρά, ας πούμε, σ' αυτήν την ηλικία είναι πολύ δύσκολα από μόνο του και αρτιμελής να είσαι. Σκέψου με ένα σπασμένο πόδι. Για να τις κάνω μπάνιο, έτσι κι αλλιώς έβαζα την μία στον μάρσιπο πίσω στην πλάτη, έπλενα την άλλη. Στέγνωνα, έντυνα την μία, ας πούμε, την έβαζα στον μάρσιπο. Κατέβαζα την άλλη. Κι αυτό το έκανα από την αρχή που γεννηθήκανε μέχρι και τα δυόμισι, δύο, μέχρι και τα δύο, ας πούμε. Γιατί είχα τον φόβο μην πάει και κάνει τίποτα το, το άλλο το ζαγάρι. Και κάπως έτσι βγήκα πιο δυνατή απ' αυτήν την περιπέτεια. Οπότε μόνο καλά πράγματα έχω να πω. Δηλαδή και στα δύσκολα κοιτάζω πώς θα, πώς θα δω κάτι πιο φωτεινό, ας πούμε, να μπορώ να κρατηθώ να μην μιζεριάζω. Δεν μπορώ καθόλου. Αυτό το δεν αντέχω, δεν μπορώ, θέλω να πεθάνω το έχω περάσει. Αλλά δεν με πήρε από κάτω. Κάποια στιγμή ασχολήθηκα με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κομνηνών και τα παιδιά του χωριού, σαν πρόεδρος και σαν χοροδιδάσκαλος. Γιατί, όπως είπα πριν, είναι κομμάτι αναπόσπαστο αυτό του ψυχισμού μου, όχι της καθημερινότητας μόνο. Και έτσι είχαμε την ευκαιρία να δείχνουμε χορό στα παιδιά εδώ που έχουμε στο χωριό μέσω του συλλόγου. Να μάθουνε τα παιδιά να μιλάνε ή να εκφράζονται ποντιακά, να τραγουδάνε ποντιακά που είναι πολύ σημαντικό, γιατί μέσα από το τραγούδι και απ' το θέατρο μαθαίνεις να μιλάς. Δύο, τρία χρόνια και αυτό. Και όσον αφορά τα επαγγελματικά κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο '15, '16 έρχεται ο Ηρακλής μια μέρα στο σπίτι και μου λέει: «Γεύση, κορίτσι μου, θα κάνουμε μελίσσια». Και του λέω: «Αγόρι μου, δεν πας καλά! Δηλαδή με τετρακόσια πρόβατα θα κάνουμε μελίσσια;». «Ναι -μου λέει- θα κάνουμε μελίσσια». Ναι γιατί η αιγοπροβατοτροφία στην Ελλάδα πήγαινε κατά διαόλου. Και ουσιαστικά δεν άφηνε τίποτα άλλο παρά χρέη, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο η δουλειά σου δεν πληρωνότανε. Είχανε ακριβύνει πολύ, πολλά πράγματα. Είχε ακριβύνει πολύ, είχε αυξηθεί πολύ και η φορολογία. Οπότε ξεκινήσαμε δειλά δειλά απ' το '15, '16 να κάνουμε μελίσσια. Κάποια [00:20:00]στιγμή, εκεί στο '17, μία φίλη μου καρκινοπαθής μου λέει: «Ρε συ, Γεύση, η γιατρός μου μού είπε ότι δεν πρέπει να τρώω ζάχαρη. Και εγώ τρελαίνομαι για μαρμελάδες. Δεν μπορείς να κάνεις μαρμελάδες με μέλι;». Και της λέω: «Θα δοκιμάσω!». Και ξεκίνησα να κάνω και για εμάς, για τα παιδιά δηλαδή, μαρμελάδες με μέλι. Και δειλά δειλά και για την κοπέλα αυτή και για κάποιους φίλους. Ουσιαστικά, λίγο αργότερα ανακάλυψα την δυνατότητα που σου δίνει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να γίνεις οικοτέχνης και να μεταποιείς προϊόντα που σαν κύριο υλικό έχουν το πρωτογενές προϊόν σου, το μέλι, ας πούμε. Έτσι, σήμερα έχουμε στην Οικοτεχνία του Meligeysis, γιατί το Meligeysis είναι η μελισσοκομική επιχείρησή μας από τα ορεινά Νεστοχώρια. Έχουμε πάνω από δεκαπέντε κωδικούς, όσον αφορά τα προϊόντα της οικοτεχνίας, που σαν κύριο συστατικό τους έχουνε το μέλι. Και κοιτάζουμε να συνδυάζουμε και την παράδοση, ας πούμε, μέσα σε όλο αυτό. Ο χώρος μας είναι πολύ πιο όμορφος κάτω, όπως είδες, όπως ερχόσουνα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι είναι επισκέψιμος. Στόχος μας είναι να έρχονται άνθρωποι που περιηγούνται στην περιοχή, αλλά και τουρίστες. Ο τουρισμός της υπαίθρου και ο αγροτοτουρισμός αναπτύσσονται με πολύ καλούς ρυθμούς. Βέβαια τώρα εν μέσω covid τα πράγματα είναι λίγο πιο σφιγμένα. Όμως ευελπιστούμε, γιατί εδώ είμαστε με τους λύκους και τους αρκούδες, εδώ ακριβώς που μένουμε, δεν βλέπεις κάτι άλλο γύρω, είναι βουνά και φύση, να έχουμε κόσμο. Να περνάμε κι εμείς όμορφα με τον κόσμο. Γιατί δεν μπορείς μόνος σου να περνάς. Εντάξει, κάποιοι μπορούν, ναι, και μόνοι τους να περνάν καλά. Αλλά είναι καλό να συμμετέχεις στο κοινωνικό σύνολο και να προσφέρεις. Θα μπορούσαμε, ας πούμε, να κάνουμε αυτό που κάνουν οι περισσότεροι, πολλοί, και είναι καλό και αυτό. Να πουλάμε τα προϊόντα μας ή το μέλι μας, ας πούμε, να το διαθέτουμε σε τρίτους απλά. Εμάς μας ενδιαφέρει να βοηθήσουμε και την οικογένειά μας να αντεπεξέλθει οικονομικά, γιατί είμαστε έξι παιδιά, συν δύο εμείς, οχτώ μέλη. Οπότε, και εκεί χρειάζεται η οικονομική συνεισφορά της επιχείρησης. Αλλά είναι πολύ σημαντικό για μένα προσωπικά και για τον Ηρακλή να βοηθήσουμε και την τοπική κοινωνία, γιατί ερχόμενοι οι άνθρωποι εδώ θα περάσουν από διάφορα μαγαζιά της περιοχής. Θα πούνε μια καλή κουβέντα. Θα γευτούνε παραδοσιακά εδέσματα που τους τα κερνάμε ουσιαστικά. Δηλαδή, και να φύγουνε με ένα χαμόγελο γλυκό. Να μάθουνε πέντε, δέκα πραγματάκια για τις μέλισσες και τον κόσμο τους. Το πώς συμβάλλουν στο περιβάλλον και στην φύση, ας πούμε, στην ζωή των ανθρώπων, τα οφέλη τους. Και να γεμίσουνε δημιουργικά μία ώρα ή και περισσότερο και να πάνε στην ευχή του Θεού. Αυτό δεν είχα καταλάβει πόσο σημαντικό είναι. Εγώ ξεκίνησα, ξεκινήσαμε να το κάνουμε αυτό και να κάνουμε τον χώρο κάτω επισκέψιμο για να έρχεται κάποιος και να μπορεί να καθίσει να πιει τον καφέ του, να τον κεράσουμε τον καφέ του, δεν είμαστε υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το ξεκαθαρίζω! Το λικεράκι που όλα τα σπίτια έχουμε παραδοσιακά που κάνουμε. Τα γλυκά του κουταλιού. Αλλά αυτό, όταν βγήκε προς τα έξω, αυτό που εκλάβαμε από τους δημοσιογράφους και τους ανθρώπους, ας πούμε, που μάθαν για το θέμα, ήταν ότι αυτό είναι μία προσφορά στον τόπο ουσιαστικά. Δηλαδή αναδεικνύεις τον τόπο σου. Αύριο, μεθαύριο μπορεί να προσφέρεις και θέσεις εργασίας σε δύο, ή τρεις ανθρώπους, σε τέσσερις, μπορεί και σε πέντε. Οπότε όσον αφορά αυτό το κομμάτι του Meligeysis, το επισκέψιμο και της οικοτεχνίας, είμαστε σε καλό δρόμο. Οι καιροί, βέβαια, είναι δύσκολοι. Δεν ευνοούνται τέτοια βήματα αυτή την στιγμή. Αλλά υπάρχουνε δύο κατηγορίες να το, δύο τρόποι να το αντιμετωπίσεις. Να πεις: «Ωχ, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τώρα, έχει αυτό». Ή να πεις: «Ωπ, τώρα μας έτυχε αυτό. Έχουμε ένα κενό διάστημα πέντε, έξι μηνών, εφτά πώς θα γίνουμε καλύτεροι! Και τι μπορούμε να κάνουμε! Τι μας λείπει, τι χρειάζεται!». Να κάνεις κι ένα τσεκ καλό και τα λοιπά. Τι άλλο; Είπα πολλά;
Όχι! Τέλεια όλα!
Ναι, λοιπόν-.
Και έχω σημειώσει και πράγματα που θέλω-.
Ναι, ό,τι θέλεις!
Από 'κει και πέρα δεν σταματάμε στον βαθμό που υπάρχει δυνατότητα να συμμετέχουμε. Εγώ προσωπικά, δεν τα αφήνω. Δεν υπάρχει περίπτωση, παιδιά! Να ξέρω, ας πούμε, ότι έχει ένα γλέντι εκεί, ας πούμε, και ας μην γίνονται γλέντια κανονικά, όπως πρέπει. Το Δεκαπενταύγουστο, ας πούμε, στον Κεχρόκαμπο, πήγαμε, στήσαμε γιατί έχουμε και έναρξη στην εφορία τις ταμειακές μας και τα λοιπά, τον πάγκο με τα προϊόντα μας στον Κεχρόκαμπο, που έχει ένα απ' τα μεγαλύτερα πανηγύρια της περιοχής, της Παναγίας, και ήταν εκεί, φίλοι, καλλιτέχνες, μουσικοί. Οπότε ένα τραπέζι το κάναμε. Για μένα αυτά είναι ζωτικής σημασίας. Πεθαίνω, αν δεν τα ζω! Ξεκάθαρα! Μουχαμπέτια, ας πούμε, τραπέζια. Πρόσφατα ήρθανε ένα συνεργείο παραγωγής. Θα παίξει ένα ντοκιμαντέρ στην Ε.Ρ.Τ., που λέγεται οι Θησαυροί του Πόντου. Ήρθανε εδώ από το πρωί και κάποια στιγμή στήσαμε κι ένα μουχαμπέτι, που θέλαν να τραβήξουν κι από 'κει πλάνα. Και δεν θέλαν οι άνθρωποι να φύγουνε, ενώ είχαν τελειώσει την δουλειά τους, δεν θέλαν να φύγουνε. Όμως φύγανε οι μισοί νωρίς, γιατί είχαν γυρίσματα την επόμενη μέρα. Είναι, είναι ζωτικής σημασίας αυτό το κομμάτι, προσωπικά για μένα και για τον Ηρακλή. Εγώ το έχω λίγο παραπάνω. Για γυναίκα δεν συνηθίζεται αυτό. Οι γυναίκες στα μουχαμπέτια δεν γίνονται δεκτές. Ναι! Ελάχιστες είναι αυτές. Ονομάζονται παρχαρομάνες. Παρχαρομάνες συναντάμε συνήθως στην Κοζάνη. Εδώ, δεν ξέρω, δεν είχαμε. Δηλαδή στην Ξάνθη δεν είχαμε σίγουρα. Ή στον Κεχρόκαμπο, ή στην Λεκάνη που είναι αμιγώς ποντιακά χωριά, οι παρχαρομάνες είναι συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Οι οποίες αναλαμβάνουνε -δεν ξέρω κατά πόσο σε ενδιαφέρει αυτό. Τα παρχάρια στον Πόντο ήτανε ορεινές πεδιάδες στους πρόποδες των βουνών. Εκεί πηγαίνανε οι κάτοικοι των χωριών μαζί με το βιός τους, αγελάδες, πρόβατα. Είχανε τα καλύβια τους και πηγαίνανε από το τέλος Μαΐου, τους θερινούς μήνες, και ξεκαλοκαιριάζανε πάνω. Είχε πολλή βλάστηση. Κάνανε όλα τα τυριά, τα γιαούρτια τους, τα ζυμαρικά τους για να βγάλουν τον χειμώνα. Και κατεβαίναν τον Σεπτέμβριο απ' το παρχάρ. Εκεί, λοιπόν, ήτανε κάτι άγιες γυναίκες, τα λέω κι ανατριχιάζω πραγματικά. Μία αγαπημένη μου πέθανε πρόσφατα, πριν από δύο, τρία χρόνια στο, απ' την Κοζάνη, απ' τον Άγιο Δημήτριο, απ' το Τοψιλάρ Κοζάνης, η θεία η Σόνα. Οι γυναίκες αυτές ήτανε εξαιρετικά εργατικές. Οι περισσότερες τραγουδούσαν απίστευτα δίστιχα. Και ήτανε οι μοναδικές που τυγχάναν σεβασμού σε τέτοια τραπέζια. Λοιπόν, οι γυναίκες αυτές ήταν αυτές που θα βγάζαν τα ζώα, που θα πηγαίναν να αρμέξουνε, να κάνουν όλες τις αγροτικές δουλειές, να μαγειρέψουνε. Κι αν θα τους χτυπούσες και την πόρτα, ας πούμε, στις 10 η ώρα το βράδυ και στις 3 η ώρα τα ξημερώματα, γιατί παλιά το συνηθίζαν αυτό, μετά, από ένα γλέντι κάπου, ένα μουχαμπέτι, πηγαίναν ση ποπαδίας ή, ας πούμε, ποιος ήτανε πηγαίναν, χτυπούσαν την πόρτα του και στρώναν ένα τραπεζάκι εκεί. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα θα σου άνοιγε την πόρτα με το χαμόγελο. Θα ξυπνούσε και τον άντρα της, γιατί κοιμότανε, αφού ξύπνησες εκείνη πρώτα. Θα εποίνεν ένα φούστουρο τουλάχιστον, ένα χαβίτσι που είναι, το φούστουρο είναι ομελέτα. Το χαβίτσι είναι ένα παραδοσιακό φαγητό ποντιακό που γίνεται με φούρνικο καλαμποκίσιο αλεύρι και χτηνίν βούτυρον, αγελαδινό βούτυρο δηλαδή. Τυροκλωστία. Και τυριά ποντιακά. Παρχαροτύρια. Θα σε έβαζε να πιεις κι ένα τσίπουρο και θα τραγουδούσε και μαζί σου. Λοιπόν, αυτές οι γυναίκες εδώ δεν υπήρχανε. Εγώ κάποια στιγμή είπα ότι εγώ δεν είμαι από 'δω, από 'κει κάπου ξέφυγα. Δεν υπάρχει! Δηλαδή δεν υπάρχουνε οι γυναίκες εδώ, που να έχουνε τον χαρακτήρα τον δικό μου και την ιδιοσυγκρασία, όσον αφορά σ' αυτό το κομμάτι το συγκεκριμένο με τα μουχαμπέτια και τα γλέντια. Η μάνα μου σε κάποια φάση γύρισε και με είπε: «Πουλάκι μου, εγώ άμα δεν σε μεγάλωνα, δεν θα έπαιρνα όρκο ότι είσαι ας πούμε γυναίκα. Γιατί και τις ανδρικές δουλειές τις κάνεις. Αλλά και όλο με τους άντρες γυρνάς». Και την λέω: «Μάνα, οι αγούρ' πολλά πολλά να θέλ'νε να γαμούνε σε. Δηλαδή, δίσ' ατόν την ψωλή σο χερ' και πάει δαβέν, χάτε. Η γυναίκα δεν ξες τι μπορεί να θέλει από σένα». Γιατί είμαστε και λίγο μυστήρια όντα, ας πούμε, όσον αφορά το σκεπτικό μας. Ο άντρας το περισσότερο που μπορεί να θέλει είναι γνωστό. Ναι! Ξέρεις πώς να το αποφύγεις και πώς να το διαχειριστείς. Οπότε τους προτιμούσα και τους προτιμώ ακόμη, η αλήθεια είναι. Και τα κυνηγάω αυτά τα μουχαμπετάκια. Τελευταία δεν γίνονται πολλά. Αλλά όπου μπορώ, παρίσταμαι ξεκάθαρα. Είναι αγάπη μεγάλη. Με πήρε κάποια στιγμή τον Οκτώβριο, τον περασμένο, ένας αγαπημένος μου φίλος, ο Γιάννης ο Παγκοζίδης, απ' την Κομοτηνή, ο οποίος για μένα είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο, όσον αφορά τον Πόντο στην περιοχή μας. Είναι αρχείο, είναι κατασκευαστής[00:30:00] λύρας. Αλλά, ο άνθρωπος είναι κινητό, μουσικό αρχείο. Τελειώσαμε! Με παίρνει λοιπόν ο Γιάννης τηλέφωνο και μου λέει: «Γεύση, θα κάνω ένα τραπέζι στο σπίτι, στο εργαστήρι μάλλον, δεν θέλω», λέει, «από την μία να αφήσεις τα παιδιά και να ξεσηκωθείς να βγαίνεις σην στράταν, ξέρω 'γω, και να έρχεσαι. Ξέρεις ότι οι γυναίκες δεν χωράνε σ' αυτά τα τραπέζια. Δεν! Αλλά εγώ πήρα τον φίλο μου, την Γεύση, τηλέφωνο». Για μένα στα σαράντα δύο, σαράντα τρία μου είναι από τα πιο τιμητικά πράγματα που έχω ακούσει, σαν άνθρωπος, σαν Γεύση. Το να σε λογαριάζει ένας άνθρωπος σαν τον συγκεκριμένο φίλο και άγουρον όσον αφορά το μουχαμπέτι, για μένα είναι τεράστιο. Δεν θέλω τίποτα άλλο! Και όταν ήρθε ο άντρας μου, τον λέω: «Μωρό μου, έτσι κι έτσι. Με πήρε ο Γιάννης τηλέφωνο». Με λέει ο Ηρακλής, με λέει: «Ξέρεις, ότι οποιοσδήποτε άλλος και να ήτανε, θα έπαιρνε τον Γιάννη τηλέφωνο και θα τον ξέχεζε. Που πήρε τηλέφωνο την γυναίκα του να την ξεσηκώσει να πάει στην Κομοτηνή, ξέρω 'γω, και τα λοιπά». «Ναι», του λέω, «έχεις δίκιο. Οποιοσδήποτε άλλος και να ήτανε δεν θα είχε γυναίκα την Γεύση». Γιατί και ο Ηρακλής έχει μεγάλη αγάπη για την μουσική την ποντιακή. Κι εν, όσον κωλοσκομένον είμαι εγώ. Εγώ είμαι αυτό που λέμε ξεσηκωμένος κώλος, ναι. Αν ξέρω, ας πούμε, ότι έχει μουχαμπέτι παραδίπλα, στην Λεκάνη, στον Κεχρόκαμπο, κάπου, θα πεθάνω. Δεν υπάρχει περίπτωση! Θέλω να πάω. Θέλω να πάω, όχι γιατί θέλω να βγω. Θέλω να πάω, γιατί θέλω να βγάλω βόλτα την ψυχή μου. Αέτς λασκίζω τα ψύα μ' εγώ. Έτσι εκφράζομαι. Έτσι εκτονώνομαι! Έτσι ξεπερνάω τα, ό,τι είναι να ξεπεράσω, το τι έχω. Δηλαδή είτε είναι χαρά, είτε είναι λύπη, είτε είναι πόνος. Έτσι ξεδίνω! Έτσι επικοινωνώ! Και τώρα που μεγαλώνουνε και τα δίδυμα, γιατί έχουμε, εγώ, σου είπα, ότι παίζω νταούλι και τραγουδάω. Ο Ηρακλής παίζει φλογέρα. Δύο, τρεις σκοπούς πας και κεμεντζέ χωρίς, παίζει. Οπότε έχουμε απ' όλα τα μουσικά όργανα στο σπίτι. Και πρόσφατα ένας φίλος μας καλός μας έστειλε κι ένα τουλούμ, είναι αγγείο, είναι αυτό που είναι από δέρμα ζώου φτιαγμένο. Το φυσάς. Η γκάιντα, ας πούμε, στην Θράκη. Εμείς το λέμε αγγείο ή τουλούμ. Και προσπαθώ να δίνω ερεθίσματα στα δίδυμα, που τώρα θα γίνουν έξι χρονών σε δυο, τρεις βδομάδες, να φυτεύω σποράκια ποντιακά στην ψυχή τους μέσα. Και είμαι σίγουρη ότι κάποια στιγμή, δεν τα βιάζω, ας πούμε, ή να τα πιέσω, γιατί είναι μικρά ακόμη. Αλλά είμαι σίγουρη πως κάποια στιγμή θα φυτρώσουν αυτά και γιγαντωθούνε. Δεν το συζητώ! Το γεγονός ότι, ας πούμε, από τα τέσσερά τους ξέρουν το Πάρθεν η Ρωμανία, που μιλάει για την άλωση της Τραπεζούντας, τα δίδυμα, μου φτάνει και μου περισσεύει. Και λέει, επειδή έχει, λέει το κομμάτι αυτό: «Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην· ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια». Αυτό είναι το Πάρθεν η Ρωμανία. Η Καμπάνα του Φίλωνα Κτενίδη, ξεκινάει, η Καμπάνα του Πόντου είναι ένα εξαιρετικό, τεράστιο βέβαια ποίημα που μιλάει για την άλωση της Τραπεζούντας και ξεκινάει κι αυτό και λέει: «Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν, ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα 'ς σον Κάστρεν». Ξεκινάει λοιπόν, η μία από τα δίδυμα να λέει: «Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην». Και την λέει η Θοδώρα: «Όχι, ρε συ, Κωνσταντίνα, αυτό το πουλίν. Το άλλον το πουλίν, το μαύρον, πες». Δηλαδή ξέρανε και τα δύο, ήξεραν να ξεχωρίζουν. Τώρα σου μιλάω τρεισήμισι, τεσσάρων χρονών, δεν μπορεί, δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά ακόμα το παιδί και ήξερε να ξεχωρίσει ότι αυτό κι αυτό είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και τα ξέρουν όλα και μπορούν και τραγουδάνε δίστιχα ποντιακά. Ξέρουν, καταλαβαίνουνε. Βγαίνει, ας πούμε, προχθές, βάζω να φάμε το βραδάκι και λέω: «Κωνσταντίνα, έλα να φάμε!». «Περίμενε, έχω δουλειά». «Κωνσταντίνα, έλα να φάμε!». «Έχω δουλειά, περίμενε!». «Κωνσταντίνα, είπα, έλα τώρα να φάμε!». Βγαίνει από το δωμάτιο μέσα, βάζει τα χέρια στη μέση έτσι. Έρχεται εκεί κοντά και μου λέει: «Ίστε, ήρθα! Ίστε, ήρθα!» Δηλαδή για μένα αυτά είναι θησαυρός. Αυτή είναι η πληρωμή μου σαν γονιός. Όλοι οι γονείς θέλουνε το καλύτερο για τα παιδιά τους. Θέλουνε τα παιδιά τους να είναι γερά, να είναι υγιή, να έχουνε καλή πορεία κι εξέλιξη στην ζωή τους. Για εμένα ένα συν σε όλα αυτά είναι το να ξέρουνε από πού κρατάει η σκούφια τους. Να ξέρουνε ποιανού παιδιά είναι! Τα δικά μας είναι και διασταυρωμένα από καλά αίματα. Δηλαδή μπαμπάς - μαμά είναι συνδυασμός καλός. Να ξέρουνε πέντε πραγματάκια να τα έχουν στο υποσυνείδητο τους έστω, ρε παιδί μου. Αυτό το πράγμα κάποτε θα βγει ποντιόπουλο κατενό, να μην μπορεί κανένας να του πει ότι στην Σμύρνη, ας πούμε, στριμωχτήκανε στο λιμάνι και ξέρω 'γω. Όχι, όχι! Είναι πολύ σημαντικό για μένα! Τι άλλο θέλουμε;
Τώρα έτσι που με πήγες πολύ στον Πόντο κι όλα αυτά, θέλω, θα ήθελα να μου πεις ένα ή δίστιχο ή τραγούδι.
Ναι! Θα σου πω. Το θέλεις τώρα; Το θέλεις τραγουδιστά δηλαδή; Όχι. Ναι;
Άμα θέλεις!
Καλέ, ναι! «Να σαν εσάς ψηλά ρασιά, πάντα χλωρό φοράτεν, Να σαν εσάς ψηλά ρασιά, πάντα χλωρό φοράτεν Διάβαινε χρόνια και καιροί, καμίαν κι γεράτεν, Διάβαινε χρόνια και καιροί, καμίαν κι γεράτεν, Έι, καμίαν κι γεράτεν» Και τώρα θα κάνω και την μετάφραση, γιατί δεν ξέρω αν κατάλαβες τι είπα. Λέει το δίστιχο: «Να σαν εσάς ψηλά ρασιά». Δηλαδή, χαρά σε εσάς ψηλά βουνά. Καμίαν 'κι γεράτεν. Δεν γερνάτε ποτέ. Διαβαίνε χρόνια και καιροί, περνάνε χρόνια και καιροί, πάντα χλωροφοράτε. Πάντα είστε πράσινα, καταπράσινα.
Εσύ πώς ξεκίνησες έτσι και με τους χορούς και να μπλέκεις δηλαδή τι ήτανε αυτό που σε κέντρισε στην παράδοση;
Θα σου πω! Τότε, ας πούμε, εγώ γεννήθηκα το '79. Κάπου εκεί στο '84, '85 υπήρχε μία κίνηση στους Τοξότες πολιτιστική. Πολιτιστική! Και ήτανε αγαπημένοι μου άνθρωποι αυτοί που διδάσκανε χορό. Οπότε ξεκίνησα εκεί, σαν παιδί. Ξεκίνησα και υπηρέτησα και τον πολιτιστικό σύλλογο Τοξοτών και τον σύλλογο Ποντίων Ξάνθης πολλά, πολλά χρόνια. Δηλαδή στον σύλλογο Τοξοτών ήμουνα από τα πέντε, έξι, εγγένεν δεκατρία, δεκατέσσερα, μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Και αργότερα στον Σύλλογο Ποντίων Ξάνθης σαν χορεύτρια. Όμως με τραβούσε κάτι παραπάνω. Δηλαδή σκέψου ότι έχω άλλα τρία αδέρφια, δεν μιλάει κανένα ποντιακά. Δηλαδή, έναν ντο εφτάς, ας πούμε, αποσπασματικά ή ξέρω 'γω. Οι γονείς δεν τα μιλάνε όπως τα μιλάω τα ποντιακά. Ο αδερφός μου λίγο χορευτικά έρχεται σ' εμένα, κοντά μου δηλαδή. Να σκεφτείς ότι αν γίνει κάποιο γλέντι, κάποιος χορός, λέω: «Τώρα θα χορέψουμε!». Έρχονται, μπαίνουν δίπλα μου. Δεν έχουμε καμία σχέση, όμως! Καμία! Κανένα κοινό σημείο επαφής. Τίποτα, όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Και αγάπησα πάρα πολύ την μουσικότητα και την ομιλία. Σε πολύ μικρή ηλικία γνώρισα τον Λάζο τον Τερζά. Δεκατρία χρονών τον γνώρισα τον Λάζο τον Τερζά. Ο Λάζος ο Τερζάς είναι ο κορυφαίος στο είδος του, στην ποντιακή θεατρική σκηνή, δεκαετίες τώρα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει παίξει Αριστοφάνη, την Λυσιστράτη, ας πούμε, στα ποντιακά. Από τους πρώτους τότε στην ποντιακή, θεατρική σκηνή στην Αθήνα. Γνώρισα, λοιπόν, τον Λάζο τον Τερζά και έτσι ήρθα λίγο πιο κοντά, γιατί και σαν μαθήτρια στο σχολείο, στο γυμνάσιο, στο λύκειο έκανα πράγματα. Τότε είχαμε τις γιορτές της νεολαίας εδώ, στην Ξάνθη. Κάναν τα σχολεία εκδηλώσεις και δραστηριότητες διάφορες. Συμμετείχαμε με το χορευτικό που είχα κάνει στο λύκειο σε διάφορες παραστάσεις. Φέραμε από τον Σύλλογο Ποντίων Σταυρούπολης, Ακρίτες του Πόντου Θεσσαλονίκης, φέραμε εδώ και έπαιξε παράσταση, σαν μαθήτρια τώρα όλα αυτά. Γενικά με τραβούσε το κάτι παραπάνω. Διάβασα πολύ. Δεν μαθαίνεις να μιλάς, δεν μαθαίνεις δίστιχα, αν δεν κάτσεις σε ένα μουχαμπέτι. Εδώ, στην Ξάνθη, δεν είχαμε τέτοια. Εγώ έμνε σαλαχανόσκυλον, γυρνούσα. Τον έλεγα τον μπαμπά μου: «Ή θα με πας, ή θα πάω με τα πόδια». Δεκαπέντε χρονών! «Ή θα με πας ή θα πάω με τα πόδια. Τελειώσαμε!». Όταν οι συμμαθήτριες μου, ας πούμε, είχανε τον Ρουβά στην ντουλάπα τους, εγώ είχα τον Παναγιώτη τον Ασλανίδη και τον Γιάννη τον Τσανάκαλε, που ήταν λυράρηδες. Τότε ήταν μια σειρά το Beverly Hills, θυμάμαι, με έναν κατ' αγνόν κι εξέρω ποίος έτονε. Ναι. Όλες οι συμμαθήτριες μου είχαν τα μούτρα του, ας πούμε, στην ντουλάπα και πόστερ. Τίποτα, καμία σχέση, παιδιά! Τον έλεγα: «Έρχομαι στα ζώα μαζί σου, σε βοηθάω, έχει ποντιακά εκεί. Θέλω να με πας». Έ[00:40:00]παιζα στην Λέσχη της Καβάλας νταούλι, ας πούμε, τελειώναμε νωρίς, ερχόταν ο Γιάννης ο Παγκοζίδης, τότε πόσο ήμουνα, δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών. Ερχόταν ο Γιάννης ο Παγκοζίδης, έτρεχε και τον έλεγα, θείο τον έλεγα τότε, τον έλεγα: «Θείο, έχει ένα μουχαμπέτι εδώ κοντά». «Πού κοντά;». «Στους Σιταγρούς στην Δράμα». Πηγαίναμε. Με πήγαινε ο άνθρωπος. Και πάντα τίμια και ηθικά! Δηλαδή ποτέ κανένας τόσα χρόνια, νύχτες, ξημερώματα, με τ' αγούρτς και με τα ρακία, ποτέ κανένας! Ούτε έπλωσε το χέρν' ατ' απάνι μ'. Προφανώς, ήξερε ότι άμα θα κάνει το λάθος αυτό, θα τα φάει. Θα φάει ο άνθρωπος. Τώρα βρίσιμο σίγουρα, μπορεί και ξύλο, ανάλογα την περίπτωση. Και δεν ξέρω αν έχω απαντήσει στο ερώτημά σου. Με τραβούσε πάντα! Με τραβούσε πάντα! Διάβαζα! Έχω, ας πούμε, στο αρχείο μου -γιατί έχω αρχείο- πόσο ήμουνα, ζωγράφιζα. Εγώ δεν φημίζομαι για την καλλιτεχνική μου, ας πούμε, όσον αφορά την ζωγραφική, τάση. Τίποτα, μια καρδούλα, μια μαργαρίτα και κανά λουλουδάκι και γεια σας! Αυτό είναι! Κι είχα γράψει ολόκληρα κείμενα κάτω από μία ζωγραφιά. Δηλαδή πάντα με ενέπνεε αυτό το κομμάτι. Όσο πιο μικρή ήμουνα, βέβαια, τόσο πιο πολύ με τραβούσε ο χορός. Και τώρα με τραβάει ο χορός. Άμα δεν χορέψω, θα ψοφήσω, δεν θα αντέξω. Κάνει και ρίμα! Άμα δεν χορέψω, θα ψοφήσω, δεν θα αντέξω. Δεν θα αντέξω πραγματικά! Δεν θα αντέξω πραγματικά! Θυμάμαι, είπα τον Ηρακλή, ήμουνα έγκυος στα δίδυμα. Στα δίδυμα είχα δύσκολη εγκυμοσύνη, έκανα περίδεση τραχήλου. Γιατί λόγω επέμβασης δεν μπορούσε να κρατηθεί η εγκυμοσύνη διαφορετικά. Και του λέω: «Ένα τικάκι να χορέψουμε έτσι μαλακά, μαλακά, λίγο, ρε παιδί μου. Να, εκεί στο...». «Κάτσε κάτω στον κώλο σου!». «Βρε λίγο! Ένα τικάκι. Τι ψυχή έχει;». «Ρε, θα τα σπείρεις», με λέει, «τα δίδυμα. Δηλαδή, κάτσε! Εδώ σε ράψαμε για να τα κρατήσουμε. Τι κάνεις;». Νομίζω ότι το λες και αρρώστια αυτό το πράγμα, όσον αφορά εμένα. Απ' τις καλές τις αρρώστιες! Από τις καλές! Και δεν μπορώ να πω, ας πούμε, ότι το οικογενειακό περιβάλλον που μεγάλωσα ήτανε παραδοσιακό όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Δηλαδή να μιλάνε ποντιακά. Μιλούσανε και ποντιακά. Όχι όμως όπως, όπως το κάνω εγώ στο σπίτι μου, τώρα στα παιδιά μου.
Μες στο σπίτι δηλαδή μιλάτε;
Ναι, ναι! Ναι, ναι! Ξεκάθαρα! Ξεκάθαρα. Και με τον Ηρακλή και με τα μωρά. Πες, πες, θα μάθουν. Κάτι θα καταλάβουν. Καταλαβαίνουνε. Καταλαβαίνουνε, καταλαβαίνουν και χαίρομαι πολύ. Είναι πολύ σημαντικό ένα πεντάχρονο να έχει λερωθεί με την μερέντα που έφαγε και πάω να μιλήσω να την πω πώς έγινες έτσι. Και λέει: «Ξέρω, ξέρω! Έγινα άμον καταμάγια!». Καταμάγια είναι το πανί που χρησιμοποιούσανε για να καθαρίσουνε την εστία από το τζάκι. Ήταν πάντα μαύρο - ή την σόμπα. Δηλαδή κατάλαβε τι είναι το παιδί τώρα αυτό. Ναι. Αυτό είναι ο θησαυρός για μένα.
Στο σπίτι σας, δηλαδή, με τους γονείς σας μιλούσατε μέσα στο σπίτι;
Ναι, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Μιλούσανε ποντιακά. Μιλούσανε ποντιακά. Όχι πολλά! Όσο μεγάλωνα και πήγαινα, περισσότερο εγώ σ' αυτά, τόσο μιλούσανε περισσότερο και εκείνοι ποντιακά. Τι άλλο;
Κόλλησα τώρα κι εγώ. Θέλω να σε ρωτήσω-.
Να με ρωτήσεις ό,τι θες!
Από πού ήρθανε; Από τον Πόντο από πού ήρθανε;
Από τον Πόντο έχουμε καταγωγή από την Σαμψούντα. Έχω την εντύπωση ότι η μία η γιαγιά από 'κει είχε και Κερασούντα. Βέβαια εκεί γίνανε διάφορα. Αλλάξανε επίθετο. Εγώ νόμιζα, ας πούμε, ότι η καταγωγή μου είναι από Μπάφρα και Σαμψούντα. Ανακάλυψα ότι την μία την γιαγιά, ήτανε από Σαντά, από την Σαντά του Πόντου, την πήρανε Μπαφραίοι να την μεγαλώσουνε. Και την μεγάλωσαν στο Δοξάτο Δράμας. Και είμαι σε μία φάση το να ψάξω, να βρω τι και πώς και πού και γιατί. Πήγα στο Κιλκίς, ας πούμε, σε ένα χωριό. Μου είπε η μαμά μου: «Έχουμε κάτι συγγενείς εκεί. Πάμε να τους δούμε». Λέω: «Συγγενείς εκεί, πώς; Από πού κι ως πού;». «Το τάδε επίθετο!». «Πώς;». «Να, κι εμείς έτσι λεγόμασταν και τ' αλλάξαμε μετά». Και λέω: «Εδώ κάτι γίνεται!». Κι έτσι ανακάλυψα τι και πώς! Βέβαια, αν δεν ήξερα τι καταγωγή έχω, θα με γιουχάρουν τώρα αυτό άμα μ' ακούσουνε να το λέω, αν δεν ήξερα τι καταγωγή έχω, θα έλεγα ότι θα μπορούσα να είμαι άνετα από την Τσιμερά του Πόντου ή από την Αργυρούπολη. Γιατί οι μουσικοί ιδιωματισμοί, ειδικά της Τσιμεράς και της Ματσούκας που είναι διαφορετική περιοχή, με τραβάνε πάρα πολύ στην απόδοση και στην έκφραση, ας πούμε, μουσικά. Θα μπορούσα να είμαι άνετα. Βέβαια!
Ποια είναι η διαφορά από την μια περιοχή στην άλλη, ας πούμε;
Κοίταξε να δεις! Εκτός από το υψόμετρο, η Τσιμερά φημίζεται για τα ομάλια της. Τα ομάλια είναι χορός. Το μονόν ομάλ, το ξέρεις; Δεν το ξέρεις! Ένα τραγούδι που λέει: «Σεράντα μήλα κόκκινα», το ξέρεις; Ποντιακό. Τι κάνεις, παιδάκι μου; Λοιπόν-
Να τα ακούσουμε!
Λοιπόν! Πες το, το ζήτημα τώρα! Λοιπόν έναν ομάλ τσιμερίτικο. «Εχ, κι έναν ο φράχτην χωρίζ' εμάς με πουρναροτσατσία, και κι επορώ να ελέπω σε, θα βάλα ατό φωτίαν» Λέει, δηλαδή, ένας φράχτης μας χωρίζει με κλαδιά και αγκάθια. Και δεν μπορώ να σε δω. Θα το βάλω φωτιά. Αυτό είναι Τσιμεράς καϊτέν. Έχουν άλλη ρυθμικότητα. Έχουνε ένα ξέσπασμα, ένα εκρηκτικό, κάτι έχουν διαφορετικό, ας πούμε. Θα μπορούσα άνετα να είμαι απ' την Τσιμερά, με κλειστά τα μάτια. Ναι, ναι! Δύσκολα, βέβαια. Γιατί οι Τσιμεροί δεν ήταν εδώ πέρα πάνω στα χωριά που εγκατασταθήκανε οι δικοί μας. Δεν ξέρω να υπάρχουν, ας πούμε, εδώ.
Εσύ πώς ανακάλυψες ότι είσαι πιο κοντά σε αυτό; Μέσα από-.
Τα τραγούδια! Ναι, ναι, μέσα απ' τα τραγούδια. Μέσα απ' τα τραγούδια, από μουχαμπέτια, από γλέντια βλέπεις τι σε τραβάει. Βλέπεις, ας πούμε, είναι κάποιοι χοροί, όχι απλά δεν τους χορεύω, ούτε στο νταούλι τους παίζω. Δεν, δεν! Δεν βγαίνει το μέσα μου, έξω, που είναι και το ζητούμενο. Δεν βγαίνει. Άρα δεν υπάρχει μέσα. Τι να κάνω; Να πεθάνω; Όχι, σε καμία περίπτωση. Εγώ αυτό που λέω, γιατί όσον αφορά το κομμάτι αυτό το μουσικό το ποντιακό, ο Πόντος ήταν τεράστιος γεωγραφικά. Οπότε, κάθε περιοχή έχει και τα μουσικά και τα γλωσσικά ιδιώματα της. Εγώ αυτό που λέω είναι το εξής, σε όλους τους λυράρηδες που ξέρω, που είναι φίλοι, ας πούμε, και τα λοιπά και είναι: «Δεν χρειάζεται να παίζεις τα πάντα. Παίξε αυτό που έχει το DNA σου». Υπάρχει κυτταρική μνήμη. Δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα το ίδιο τέλεια. Κάποια πράγματα κυλάνε στις φλέβες μας. Θα το αποδώσεις αλλιώς. Είτε μουσικά, είτε τραγουδιστικά, είτε χορευτικά, θα το αποδώσεις αλλιώς. Δεν γίνεται! Δεν γίνεται». Τον καλύτερο χορευτή επαγγελματία να φέρεις, τον καλύτερο χορευτή επαγγελματία να τον πληρώσεις, δεν θα μπορέσει να σου χορέψει σέρα. Δεν θα μπορέσει να χορέψει πυρρίχιο χορό. Τα ποντιακά έχουν λίγο παραπάνω ψυχή μέσα τους. Όλοι οι χοροί οι παραδοσιακοί έχουν ψυχή. Κάποιοι συγκεκριμένοι ποντιακοί χοροί έχουνε και λίγο ασυνείδητο μέσα. Δηλαδή είναι καταγεγραμμένα στο DNA του ανθρώπου αυτά τώρα τα πράγματα. Δεν μπορείς να τα αποδώσεις. Άμα δεν τα έχεις, δεν τα αποδίδεις. Αυτό πιστεύω, αυτή είναι η άποψή μου. Βέβαια, ο καθένας έχει την δική του. Εμένα είναι αυτή η δική μου.
Από όσο ξέρω στον Πόντο υπήρχαν κάποιοι που ήταν τουρκόφωνοι και κάποιοι που μιλούσαν ποντιακά.
Κοίταξε να δεις. Ποντιακά μιλούσανε όλοι. Σκέψου, ας πούμε, ότι στην Τραπεζούντα, στα αστικά κέντρα μιλούσαν την καθαρεύουσα. Μιλούσανε γαλλικά. Ποντιακά μιλούσαν στην καθημερινότητά τους. Τουρκόφωνοι, οι τουρκόφωνοι που υπάρχουν και σήμερα στον Πόντο και είναι ποντιακής καταγωγής είναι πάρα πολλές χιλιάδες. Τουρκόφωνοι γίνανε αρκετοί γιατί έπρεπε να αλλάξουν την πίστη ή την γλώσσα τους, δηλαδή οι κλωστοί. Λοιπόν, υπάρχουν πολλές περιοχές που υπέστησαν βασανιστήρια και πολλά άλλα δεινά από τους Νεότουρκους τότε με τον Κεμάλ Ατατούρκ και τον Τοπάλ Οσμάν. Είναι συγκινητικό, εξαιρετικά συγκινητικό να βλέπεις να σου μιλάνε στην ίδια γλώσσα. Δηλαδή, εγώ αν πάω, μπορώ να συνεννοηθώ. Μιλούν ρωμαίικα, ρωμαίικα. Και είναι πολύ κοντά στην ομηρική γλώσσα η γλώσσα που μιλάνε, που μιλάμε, η ποντιακή. Είναι πολύ κοντά στην ομηρική. Πολύ! Λέμε, ας πούμε, ορκίζομαι, ομνώ. Το κρενίν. Είναι η βρύση, η κρήνη. Δηλαδή η γλώσσα για μένα είναι πολύ σημαντικό κομμάτι. Το κομμάτι της θρησκείας στον Πόντο, για μένα ίσως ένα από τα θετικά της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους θα βγάζαν επιτέλους αυτό το περίβλημα από πάνω τους και θα λέγανε: «Εμείς είμαστε τέτοιοι! Δεν είμαστε τέτοιοι!». Άσε που το ξέρουν κιόλας οι περισσότεροι. Ταλαιπωρήθηκαν πάρα πολύ οι πρόγονοί μας στον Πόντο. Θα σου πω μία συγκλονιστική ιστορία. Μάλιστα ο τίτλος στο βιβλίο πάνω γράφει: Μία συγκλονιστική ιστορία που αξίζει να γίνει βιβλίο. Ήτανε στην Σαμψούντα νομίζω, αν δεν με απατάει η μνήμη μου[00:50:00], γιατί έχει και χρόνια που το διάβασα, μία οικογένεια που ήτανε το αντρόγυνο, τρεις γιοι και μία κόρη. Οι άντρες του σπιτιού επιταχθήκανε, πήγανε στα τάγματα εξορίας. Έμαθε η γυναίκα ότι ο άντρας της σκοτώθηκε, πέθανε. Έμαθε - ψέματα, δύο γιους - έμαθε ότι ένας της ο γιος επίσης σκοτώθηκε και ο άλλος ο γιος της απλά αγνοείτο. Πήρε την κόρη της και ήρθανε στους καταυλισμούς στην Δράμα τότε, με τα χίλια μύρια όσα τραβήξανε μέχρι να φτάσουν εδώ. Και η γυναίκα αυτή έκανε δουλειές διάφορες για να μεγαλώσει την κόρη της. Κάποια στιγμή η κόρη της έφτασε σε ηλικία γάμου. Και αποφάσισε αυτή η γυναίκα να πάει στο σπίτι της στον Πόντο γιατί εκεί είχανε φυλαγμένους, φυλαγμένα χρήματα και κοσμήματα. Ένα σεντούκι και-. Τέλος πάντων πήγε με την βοήθεια από κάποιου, έτσι, αξιωματούχου του ελληνικού στρατού από δω. Δεν είχε να χάσει τίποτα. Χαμένα τα είχε έτσι κι αλλιώς. Λοιπόν, πήγε στο σπίτι, άνοιξε, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε μία κυρία έξω και της λέει, δεν της είπε τι θέλει, λέει: «Γεια σας! Ήρθα εδώ, έμενα εδώ παλιά». Και της λέει η γυναίκα αυτή ότι, η κοπέλα αυτή ότι: «Ξέρετε κάτι; Το σπίτι αυτό είναι δικό μας. Είναι του άντρα μου. Ο άντρας μου είναι Τούρκος αξιωματούχος. Θα σχολάσει αργότερα. Θα 'ρθει στο σπίτι. Να περάσετε το απόγευμα!». Λοιπόν, πήγε η γυναίκα στο σπίτι το απόγευμα. Την καλωσόρισε ο Τούρκος, ο αξιωματικός. Την έβαλε στο σπίτι. Την φιλοξένησε. Την τάισε, την πότισε. Της είπε ότι: «Το σπίτι αυτό ήταν δικό σου τότε, τώρα είναι δικό μου. Μπορείς, όσο μένεις εδώ, να είναι δικό σου». Και αφού έμεινε δυο, τρεις μέρες και είδε τι άνθρωπος είναι, του λέει: «Κοίταξε να δεις! Εγώ έπαθα αυτό κι αυτό κι αυτό. Αφού η δουλειά σου είναι τέτοια, θέλω να μάθεις-. Ξέρω ότι ο άντρας μου κι ο γιος μου σκοτώθηκαν. Θέλω να μάθεις για τον γιο μου που αγνοείται τι, αν υπάρχει κάποια πληροφορία. Και σ' αυτό το σημείο στο σπίτι μέσα, υπάρχουν θαμμένα αυτά τα πράγματα. Η κόρη μου είναι σε ηλικία γάμου. Θέλω να την προικίσω. Δεν την παίρνουνε αλλιώς». Έμαθε ο αξιωματούχος αυτός και είπε στην γυναίκα ότι: «Ο γιος σου σκοτώθηκε κι ο δεύτερος». Της είπε ότι: «Εγώ θα κανονίσω την ασφαλή έξοδό σου από την χώρα». Βγάλανε το σεντούκι με τα πράγματα που είχε αυτή και της έδωσε κι ένα σεντούκι ακόμη από 'κείνους, επειδή έχουν την περιουσία τους, για την κόρη της. Φεύγοντας και φτάνοντας η γυναίκα πίσω στην Δράμα, ανοίγοντας τα σεντούκια και αφηγώντας την ιστορία, ξέρω 'γω, και λοιπά, στο δεύτερο το σεντούκι βγήκε μια φωτογραφία του άντρα αυτουνού με την γυναίκα του και να γράφει από πίσω: «Αγαπημένη μου μητέρα, είμαι ο γιος σου! Είμαι ο γιος σου, που σου είπα ότι χάθηκε. Δεν μπορούσα να σου πω περισσότερες πληροφορίες. Ό,τι χρειαστείς εσύ κι η αδερφή μου, είμαι στην διάθεση σας!» Πόσοι τέτοιοι υπάρχουν εκεί και μείναν τώρα πίσω; Πόσοι χαθήκανε και δεν βρεθήκανε; Πόσοι φύγανε μετέπειτα εδώ; Γι' αυτό θα πρέπει να είμαστε στις μέρες λίγο παραπάνω άνθρωποι απ' ό,τι συνηθίζεται για να, γιατί δεν ξέρεις τι και πώς και πού και πότε! Δεν ξέρεις! Δεν ξέρεις. Να ασχολούμαστε λίγο παραπάνω με το κομμάτι αυτό. Καλοί είναι κι οι χοροί, εκτονώνεσαι. Ψυχαγωγείσαι! Αλλά κι αυτό είναι πολύ, πολύ σημαντικό κομμάτι. Και το διάβασμα. Υπάρχουν εξαιρετικές δουλειές και εξαιρετικά βιβλία που μπορεί να διαβάσει κάποιος. Τώρα, ας πούμε, αν ο καιρός βοηθήσει και οι υγειονομικές συνθήκες στην χώρα, την άνοιξη θα κάνουμε μία παρουσίαση ενός βιβλίου ποντιακού, εδώ πέρα στην αυλή του Meligeysis. Θα την κάναμε τον Οκτώβρη, αλλά δεν μας άφησε. Είπαμε να σεβαστούμε λίγο την κατάσταση εδώ, να. Συγκινήθηκε!
Ναι! Θα σου πω μετά γιατί. Με την ιστορία που μου είπες, δηλαδή ήτανε-.
Εδώ το έχω το βιβλίο.
Μου είπες και για τα κείμενα που έχετε-.
Ό,τι θες!
Μου ανέφερες για κάποιες παραστάσεις και κάποια κείμενα στα ποντιακά;
Ναι, ναι. Καταρχήν, σαν ηθοποιός, ερασιτέχνης, έχω συμμετέχει στην θεατρική παράσταση του Συλλόγου Ποντίων Ξάνθης, του Σίμωνα Λιανίδη, Στα Κρύα του Λουτρού. Έκανα μία γιαγιά ογδόντα έξι χρονών. Την γραία Κόσμα-Νάβα. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Από 'κει και έπειτα έχω γράψει κείμενα. Έχω ντύσει με κείμενα το Οδοιπορικό στον Πόντο, που ήτανε πάλι μία παράσταση με χορούς και αφηγήσεις, όσον αφορά τις περιοχές του Πόντου και τους χορούς τους, της κάθε περιοχής. Έχω γράψει κείμενα για το, για μία παράσταση που κάναμε με τον Σύλλογο Ποντίων Ξάνθης, μαζί με τον Δημήτρη τον Χαϊτίδη τα κείμενα. Ο τίτλος ήτανε: Ελάτε, ας παρακάθουμε, από το χθες στο σήμερα, που μιλούσε, που είχε να κάνει με το μουχαμπέτι που λέγαμε νωρίτερα. Πώς ήτανε στον Πόντο και πώς γίνεται στις μέρες μας! Και κείμενα είχα γράψει εκεί και έπαιξα σ' εκείνη την παράσταση. Έχω γράψει κείμενα για παρουσιάσεις διάφορων εκδηλώσεων. Έχω επιμεληθεί εκδηλώσεις όπως ήτανε τότε που κάναμε, τότε που ήμουν πρόεδρος στην Νεολαία του Συλλόγου Ποντίων εδώ, για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και τις εκδηλώσεις αυτές που κάναμε τότε, τον Μάη, τις κάναμε τριήμερες με ολονυχτία στο μνημείο του προσφυγικού ελληνισμού. Να βλέπεις, ας πούμε, γιαγιάδες να έρχονται και να ανάβουνε... Όπως ξενυχτάς τον νεκρό σου, έτσι ακριβώς το κάναμε. Δεν κάναμε αυτή την ξερή εκδήλωση που κάνουν ανήμερα, που πάνε βγάζουν τους λόγους, λένε πέντε πράγματα με ενδεχομένως να κάνουν και κάτι, κάποιο δρώμενο, ας πούμε, και αυτό.
Εσείς δηλαδή τι κάνατε, ποια ήτανε η-.
Πέρα από την οργάνωση και κάποια βασικά πράγματα, ήτανε στο να αναθέσω και να βοηθήσω τα παιδιά του Συλλόγου των χορευτικών, ας πούμε, να μάθουνε. Να διαβάσουνε, να απαγγείλουνε ποιήματα, αποσπάσματα πεζά και κείμενα για να ντυθεί αυτή η εκδήλωση. Ή το να επιμεληθείς, υπάρχουνε διαμάντια που είναι άγνωστα στους συλλόγους, σε πολλούς συλλόγους. Κάποιοι τα ξέρουνε, κάποιοι τα δουλεύουνε. Αλλά όταν μιλάμε για την γενοκτονία του Πόντου, μας έρχεται, ας πούμε, το Αητέντς επαραπέτανεν στο μυαλό, που μιλάει για τον Άγνωστο Στρατιώτη του Πόντου.
Και πώς πάει;
Τραγουδιστά το θες! «Αητέντς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια, ούι αμάν, αμάν, ούι αμάν, αμάν. Ψηλά σα επουράνια ούι αμάν, αμάν, ούι αμάν, αμάν». Και καταλήγει το τραγούδι: «Ακεί σο πέραν το ραχίν σ' ελάτεα επέκει μέρος ούι αμάν, αμάν, ούι αμάν, αμάν. Τραντέλλεναν εσκότωσαν και κείται ματωμένος ούι αμάν, αμάν, ούι αμάν, αμάν». Αυτό είναι ένα μουσικό κομμάτι, ένα τραγούδι που ντύνει τέτοιες εκδηλώσεις. Υπάρχουν όμως κι άλλα.
Τι σημαίνει αυτό;
Τι σημαίνει! Λέει, ο αετός: Αητέντς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια. Ο αετός πετούσε ψηλά στον ουρανό. Η συνέχεια του λέει: είχεν τα τσιαγκία τ' κόκκινα και το κουδούκν' ατ' μαύρο, είχε τα πόδια του κόκκινα και το ράμφος του μαύρον. Είναι πολύ μεγάλο τραγούδι. Λέει στην συνέχεια: «Εκράτ'νεν και σα κάρτσια του παλληκαρί βραχιόνας». Κρατούσε στην τέτοια του, βραχίονες παλικαριού πολεμιστή. Και τον ρωτάει: «Αητέ μ', για δώσ' μ' ας σο κρατείς». Για δώσε μου αυτά που κρατάς! «Για πέει με όθεν κείται». Για πες μου πού είναι, πού ξαπλώνει -κείμαι- πού ξαπλώνει. Και αποκρίνεται ο αετός και λέει: «Ας σο κρατώ 'κί δίγω σε, άρ' όθεν κείται λέγω». Δηλαδή αυτά που κρατάω δεν στα δίνω. Θα σου πω πού θα τον βρεις! Και λέει: «Εκεί πίσω από τα βουνά, ακεί σο πέραν τα ραχιάν, σ' ελάτεα επέκει μέρος, πίσω από τα έλατα, Τραντέλλενα, τριάντα φορές Έλληνα σκότωσαν, Τραντέλλενα εσκότωσαν και κείται ματωμένος, και κείτεται ματωμένος». Συνεχίζει και λέει: «Μαύρα, άσπρα πουλία τρώγν' ατόν και μαύρα τριυλίσκουν». Άσπρα πουλιά τον τρώνε και μαύρα τον περιτριγυρίζουν. Μιλάει, πώς είναι ο ύμνος στον Άγνωστο Στρατιώτη, είναι κάτι αντίστοιχο και αυτό. Είναι ένα παραδοσιακό κομμάτι, το οποίο μπορεί να το συναντήσεις και σε ρυθμό διπάτ και σε τικ αργό. Και με τέτοια κείμενα, αποσπάσματα και μουσικά κομμάτια ντύσαμε εκείνη την εκδήλωση και άλλες αντίστοιχες αργότερα. Και το σημαντικό από όλα αυτά ήταν ότι μέσα από όλο αυτό, για να καταλήξω πάλι στο ίδιο[01:00:00], μέσα από όλη αυτή την διαδικασία μάθανε από τα δέκα παιδιά, ας πούμε, πέντε παιδιά, τρία πράγματα όσον αφορά την ποντιακή γλώσσα ή διάλεκτο. Όσον αφορά το τι άλλο έχω κάνει, έχω επιμεληθεί παρουσιάσεις χοροεσπερίδων, γιατί βγαίνουμε και προλογίζουμε χορευτικά και τα λοιπά. «Ο χορός τάδε!». Αυτά, τέτοια πραγματάκια. Μου αρέσει πολύ, μου αρέσει πολύ το κομμάτι αυτό και το αφηγηματικό, βέβαια. Αλλά και το να γράφεις, γιατί όταν έχεις έμπνευση, σε, σου έρχεται σε ανύποπτες χρονικές στιγμές. Δεν μπορείς να καταλάβεις. Δηλαδή αν θα δεις τα βιβλία μου εδώ πέρα, γράφω τις συνταγές, γράφω κάτι άλλο, θα δεις κι ένα δίστιχο από κει, από κάτω ξέμπαρκο γραμμένο. Τα 'χω, τα κόβω φύλλα φύλλα και τα βάζω μέσα στο αρχείο μου μετά.
Θα μου πεις ένα δίστιχο δικό σου;
Να σου πω ένα δίστιχο δικό μου! Θα σου πω ένα δίστιχο δικό μου! Θέλεις ένα δίστιχο δικό μου, τώρα κάτσε να δω! «Εχ, και σον Άδην γράμμαν έστειλα, σον Χάρονταν χαρτία Σον Άδην γράμμαν έστειλα, σον Χάρονταν χαρτία, Την ψύ μ' κι παραδί' ατό, αν κι φιλώσε μίαν Την ψύ μ' κι εν παραδί' ατό, αν 'κι φιλώσε μίαν!» Λέει: «Στον Άδη γράμμα έστειλα, στον Χάροντα χαρτιά, επιστολές. Την ψή μ' 'κι εν παραδία το, δεν παραδίνω την ψυχή μου, αν και φιλώσε μία, αν δεν σε φιλήσω μια φορά». Γαμάει!
Γνωρίζεις ιστορίες ή παραμύθια που μπορεί να λέγανε πιο παλιοί, ας πούμε, από εκεί;
Ναι! Υπάρχουνε και ανέκδοτες πολλές ιστορίες στο αρχείο του Πόντου, που είχα την τύχη να μπορώ να διαβάσω τους τόμους του. Χρησιμοποιήσανε πολύ τον Ναστραντίν Χοτζά στα αφηγήματα τους, στα παραμύθια τους. Εμένα, ας πούμε, η γιαγιά μου τέτοια μου έλεγε, ιστορίες με τον Ναστραντίν Χοτζά. Παλιότερα, εκεί στον Πόντο, ας πούμε, είχανε, θα λέγανε για τον παλαλόν τη χωρί, για τον λίγο αλαφροΐσκιωτο. Κάθε χωριό είχε τον δικό του. Και άλλα τέτοια σκωπτικά. Ήτανε κάποια λίγο σόκιν, ας πούμε. Είχανε και τέτοια πράγματα. Συνήθως είχαν να κάνουν με την καθημερινότητα, με δεισιδαιμονίες. Ας πούμε, λέει ένα τραγούδι: «Μάνα, ποίσον την πατήν κι ύστερνας σπάξον τ' αρνίν, το αρνί». Η πατήν, η πατήν ήταν μία, ένα τελετουργικό, ας πούμε, που κάνανε στον Πόντο όταν κάποιος αρρώσταινε ή ζώο ή άνθρωπος και βλάφκουτον, πάθαινε ζημιά δηλαδή, μαζευόντουσαν, λιώνανε μολύβι και προς τα εκεί που έτρεχε το μολύβι, υποτίθεται ότι από εκεί βλάφτηκε το ζώο, ο άνθρωπος, ας πούμε, ή το μωρό ή το τέτοιο. Και έτσι σφάζανε το αρνί, κάτι έκανε αυτός που υπεδείκνυε το λιωμένο υλικό και εξαγνιζότανε το κακό και συνερχόταν ο άνθρωπος, ή το ζώο που βλάφτηκε. Είχανε πολλά τέτοια έθιμα. Είναι μεγάλη η λαογραφία του Πόντου, όσον αφορά αυτό το κομμάτι.
Εσύ είχες ζήσει τέτοια έθιμα; Εννοώ να τα δεις.
Όχι, όχι, δεν είχα την τύχη. Δεν είχα την τύχη. Όχι! Δεν είχα την τύχη.
Ιστορίες από την γιαγιά σου.
Για τον ξεριζωμό; Θυμάμαι να αναφέρει έναν αδερφό της που τον χάσανε. Τον λέγανε Ηρακλή, το θυμάμαι ξεκάθαρα. Να λέει για το τι περάσανε. Η γιαγιά μου η συγκεκριμένη, του πατέρα μου η μάνα, γιατί της μάνας μου την μάνα δεν την γνώρισα, την Γεσθημανή, έλεγε, ήτανε, είχε πάντα την πλεξούδα, είχε μια μακριά πλεξούδα στα μαλλιά της. Κι έλεγα: «Πω, πω!». Δεν το είχανε στην εποχή τότε οι γιαγιάδες αυτό. Είχε μία μακριά πλεξούδα. Τα μαλλιά ήταν πάντα προσεγμένα με τις φουρκέτες. Την θυμάμαι σαν μωρό. Σηκωνόταν, ας πούμε, το βράδυ όταν ο καιρός ήταν να χαλάσει, επειδή είχε ρευματικά, αρθριτικά, ξέρω 'γω τι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, πονούσε. Λοιπόν, και έκανε μία, ένα ζεστό κακάο να πιει και μου έλεγε διάφορα. Με ξυπνούσε κι εμένα και μου 'λεγε διάφορα. Μου έλεγε, ας πούμε, ότι περάσαν κρύα, ήρθανε επάνω με τα γαϊδουράκια τους. Πώς κατεβαίνανε, πώς κάναν εμπόριο, πώς κάναν τα καπνά. Για τέτοια πράγματα πιο πολύ. Πώς ψάχναν να βρουν τον αδερφό, τον αδερφό τους. Έθιμα που κάναν, ας πούμε, εδώ στα χωριά, όταν ήρθανε. Δεν έχω έτσι αναφορές από την γιαγιά μου αυτή όσον αφορά τον Πόντο. Βέβαια το γενικό, ότι ταλαιπωρηθήκανε, εμένα ο παππούς μου, η μαμά μου έμεινε ορφανή και τα λοιπά, σε τέτοιο επίπεδο. Όχι ιστορίες, καταγραφές τύπου. Μέχρι εκεί!
Τα παραμύθια που ανέφερες ή τα πιο σόκιν, ας πούμε, τα θυμάσαι;
Όχι πολλά! Βέβαια, υπάρχουν καταγεγραμμένα πολλά. Δεν θυμάμαι κάτι, ας πούμε, συγκεκριμένο αυτήν την στιγμή να σου πω. Δεν πάει κάπου το μυαλό μου. Σίγουρα ξέρω πάνω από πενήντα. Αλλά δεν ανακαλώ, μπορώ να ανακαλέσω τώρα κάποιο.
Δεν πειράζει!
Ναι, μωρέ, εντάξει, δεν πειράζει!
Από συνταγές και φαγητά-.
Ναι!
Έχεις μνήμες έτσι-.
Τα πάντα! Ναι, ναι βέβαια! Και μαγειρεύω και ζυμώνω και τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα! Και στην διαδικασία της παρασκευής αυτών των ποντιακών εδεσμάτων βάζω και τα μικρά. Δηλαδή και οι δύο ανοίγουν φύλλο, κάνουν πισία, κάνουν περεσκία. Τα ωτία που είναι, ας πούμε, ένα γλύκισμα ποντιακό το κάνουν εξ ολοκλήρου αυτές, αφού ανοίξω το φύλλο και χωρίσω με την ροδέλα τα κομμάτια της ζύμης, τα διπλώνουν και τα βάζουν στην άκρη εκείνες. Ναι, βέβαια! Μαγειρεύουμε και τρώμε ποντιακά. Και τρώμε ποντιακά. Και τραγουδάμε ποντιακά. Και σταυρώνουμε και το ζυμάρι, ας πούμε, πριν το κάνουμε. Και το κάνουν τα παιδιά αυτό το πράγμα. Δηλαδή αφού ζυμώσω και είναι να μείνει η ζύμη να ξεκουραστεί, έρχονται και το σταυρώνουνε για να κάτσει και να ξεκουραστεί και να φουσκώσει, να γίνει καλή. Τα περεσκία, ας πούμε, που είναι το πλέον γνωστό ποντιακό έδεσμα, το κάνουμε πολύ. Τα μαύρα λάχανα με τα φασούλια που είναι ένα φαγητό ποντιακό, χειμωνιάτικο, είναι μαύρα φασόλια με μαύρα λάχανα μαγειρεμένα και μέσα πλιγούρι. Είναι κι αυτά αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας εδώ. Βαρένικα κάνουμε πολύ. Τα βαρένικα είναι ένα ζυμαρικό. Ανακάλυψαν και οι Ιταλοί τα -πώς τα λένε- αυτά τα γεμιστά τα ζυμαρικά τους. Λοιπόν, τα βαρένικα εφτάμ' ατά. Εφτάμ' ατά και κι προφτάνω να τρώω. Δηλαδή θα κάνω δύο δόσεις και άμα θα χωρίσω καμιά δεκαριά κομμάτια από την δεύτερη, θα φάω επειδή χώρισα. Κι προφτάντς ατά ασά μωρά. Πέφτουν πάνω στην πιατέλα και ταρταγανίζν ατά, εξαφανίζονται! Βάζω σε πιάτο, Σάντυ, βάζω ένα στην μία, ένα στην άλλη κι έχω την πιατέλα στην μέση. Και για να μην τελειώσουν αυτά που έχουν στα πιάτα, παίρνουν πρώτα απ' την πιατέλα και μετά τρώνε αυτά που έχουν στα πιάτα. Γίνεται σφαγή! Είναι πολύ γευστικά, πολύ νόστιμα, εύκολα. Είναι ζυμάρι. Δεν ξέρω αν θα σε ενδιέφερε να μάθεις την συνταγή. Λοιπόν, βάζουμε ένα αυγό, ένα ποτήρι νερό, λίγο αλάτι και αλεύρι. Κάνουμε μία ζύμη. Ζυμώνουμε καλά. Την θέλουμε ελαστική, αλλά όχι να κολλάει. Την τυλίγουμε με μεμβράνη. Την αφήνουμε μία ώρα στο ψυγείο. Την βγάζουμε και την ανοίγουμε σε πάχος ενός εκατοστού περίπου. Με ένα ποτηράκι κόβουμε κυκλικά, χωρίζουμε τα κομμάτια. Τα γεμίζουμε με τυράκι ή μυζήθρα ή ανάμεικτο. Τα κλείνουμε καλά καλά. Ζεσταίνουμε νεράκι με λίγο αλάτι μέσα. Εγώ βάζω και λίγο λάδι, γιατί βοηθάει στο να μην κολλάνε. Τα βράζουμε. Τα σουρώνουμε. Γαβουρεύουμε το βούτυρον και με χτηνί βούτυρον καλά. Να πάρει χρωματάκι. Και ξίνομ' ατό, τσανίζομ' ατό από πάνω και μετά γίνεται το έλα να δεις! Ναι! Δεν προλαβαίνεις. Είναι εξαιρετικά. Αν ήξερα από χθες ότι θα σ' είχα σήμερα εδώ, θα σ' είχα μπρούκλισα.
Τι σημαίνει αυτό;
Το μπρούκλισα δεν είναι ποντιακό, ελληνικά. Θα σ' είχα έτοιμη, θα είχα κάνει. Ναι, ναι. Αλλά σήμερα δεν πρόλαβα.
Αλίμονο!
Αλλιώς θα είχα κάνει. Ναι! Αν σε προλάβω, πριν φύγεις. Έχω τώρα τα σαράντα της πεθεράς μου να ετοιμάσω πράμα για το μνημόσυνο την Κυριακή. Έχω να κάνω.
Και τα περεσκί πώς φτιάχνονται;
Τα περεσκία είναι με μαγιά. Δηλαδή, βάζεις νεράκι, μαγιά. Λίγο αλατάκι. Εγώ βάζω και ένα κουταλάκι του νερού σπορέλαιο μέσα στην ζύμη και αλεύρι όσο σηκώσει. Ζυμώνουμε καλά. Πάλι την θέλουμε την ζύμη ελαστικιά, αλλά όχι να κολλάει στα χέρια. Την αφήνουμε να φουσκώσει μία ώρα και μετά χωρίζουμε σε μπαλάκια. Ποτέ δεν το ανοίγουμε με τον πλάστη. Το ανοίγουμε με τα χέρια το ζυμαράκι. Σε τι μέγεθος θέλουμε τα κομμάτια και γεμίζουμε. Είτε με τυρί, είτε με πατάτα, ας πούμε, η οποία πατάτα η γέμισή της γίνεται με πατάτα βραστή, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και άνηθο[01:10:00], αλάτι, πιπέρι, ρίγανη. Τα γεμίζουμε, τα κλείνουμε πολύ καλά και τα τηγανίζουμε. Επίσης, εύκολα κι αυτά. Και πεντανόστιμα! Λέω σε πολλούς η πεθερά μου η συγχωρημένη, την εχάσαμε πρόσφατα, με έλεγε: «Σ' αγαπάει το ζυμάρι!». Και η πεθερά μου η συγχωρεμένη ήτανε η καλύτερη στο είδος αυτό. Και για μένα το μεγαλύτερο παράσημο που έχω εδώ από την Σοφουλίτσα, είναι ότι μια μέρα που της πήγα κάτι με λέει: «Πώς το κάνεις, ρε ρουφιάνα;». Και αυτό ξεστόμισε το ρουφιάνα, δαγκώθηκε και με λέει: «Πουλάκι μου, συγγνώμη!». Την λέω: «Μαμά, εδώ», της λέω, «γαλόνι!». Είπε η Σοφούλα ρουφιάνα για ζυμάρι άλλον άνθρωπο! «Πώς το κάνεις, ρε ρουφιάνα;». Ναι! Νομίζω ότι θέλει να βάλεις αγάπη. Είναι αλεύρι, αλάτι και νερό. Αυτό λέω, είναι αλεύρι, αλάτι, μαγιά και νερό. Θέλει αγάπη! Ναι, ναι. Θέλει αγάπη. Τίποτα άλλο! Ξεκάθαρα!
Εσείς κρατάτε κάποια έθιμα στην οικογένεια, που να υπήρχανε;
Ναι! Ας πούμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ποδαρικό θα κάνει η Παναγία στο σπίτι. Το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς, το παραμονιάτικο δεν θα το μαζέψουμε, δεν το μαζεύουμε. Το αφήνουμε και το μαζεύουμε την άλλη μέρα το πρωί. Και όσοι παρακάθισαν στο τραπέζι και φάγανε, αφήνουνε κέρματα, σοκολατάκια, καραμέλες απάνω. Όποιος σηκωθεί την άλλη μέρα το πρωί να το μαζέψει, θα πάρει και τα κέρματα, θα πάρει και τα γλυκά.
Αυτό γιατί συνέβαινε; Εννοώ, πώς έγινε αυτό το έθιμο;
Επικράτησε μες στους αιώνες. Δεν ξέρω τι και πώς! Ας πούμε, είναι το Καλαντοκούρ'. Το ξύλο που βάζανε στο τζάκι να καίει από τα Χριστούγεννα, φροντίζανε να μην σβήσει μέχρι, όλο το δωδεκαήμερο να καίει, μέχρι και την Πρωτοχρονιά τουλάχιστον. Την Πρωτοχρονιά έβγαινε το νεαρότερο παιδί του σπιτιού να πάει στο πηγάδι. Τότε δεν είχανε νερό. Αμίλητοι! Το αμίλητο νερό. Να φέρει το αμίλητο νερό. Δεν μιλούσε σε κανέναν! Έπρεπε να πάει, να 'ρθει και δεν μιλούσε κανέναν! Είναι οι Μωμόγεροι, που δεν τους έχουμε εδώ, στην περιοχή. Οι Μωμόγεροι έχει, οι Μωμόγεροι έχουν τις ρίζες τους σε διονυσιακά δρώμενα. Εξορκίζανε το κακό υποτίθεται. Γυρνούσανε, στην Κοζάνη το έχουνε. Και στην Λεκάνη παλιότερα το είχανε, νομίζω. Γυρνούσανε από σπίτι σε σπίτι να ξορκίσουν το κακό. Δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει, αν το έχεις υπόψιν. Αλλού τα λένε Κοτσαμάνια. Έχεις δει ποτέ με προβιές ντυμένους, με κουδούνια, ας πούμε, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι αυτό το έθιμο. Στην Δράμα το κάνουνε. Στο, σε ποιο χωριό; Στην Καλλίφυτο νομίζω το κάνανε. Δεν είμαι σίγουρη! Υπάρχουνε διάφορα έθιμα που δεν έχουνε σβήσει. Βέβαια η πανδημία του κορονοϊού έχει αναστείλει και καταστείλει πολλά απ' αυτά. Όμως το ζητούμενο είναι τι κάνεις μες στο σπίτι σου! Ξεκινάμε από το τι κάνεις μες στο σπίτι σου. Πάμε τι κάνεις σε έναν πολιτιστικό σύλλογο του χωριού σου ή της περιοχής σου. Πάμε τι κάνεις στο σχολείο. Πάμε τι κάνεις μεγαλώνοντας, ας πούμε, τώρα η κόρη μου σπουδάζει στο πανεπιστήμιο είναι στον Βόλο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Όταν ξεκίνησα να την πάω, πριν ξεκινήσω, έψαξα να βρω πού είναι ο Σύλλογος Ποντίων του Βόλου Ιωνίας. Πήρα το τηλέφωνο του προέδρου, τον πήρα τηλέφωνο. Του είπα: «Έτσι κι έτσι κι έτσι. Θα φέρω την κόρη μου να σπουδάσει στην πόλη του Βόλου». Και μου λέει: «Δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τους φοιτητές. Υπάρχει ο Σύλλογος Ποντίων φοιτητών». Βρήκα τον Σύλλογο Ποντίων φοιτητών Βόλου. Πήρα τηλέφωνο τον πρόεδρο, του λέω: «Κοίταξε να δεις, εγώ θα φέρω το παιδί μου να σπουδάσει εκεί. Εγώ μεγάλωσα μέσα σε συλλόγους. Ο σύλλογος για μένα ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι μου. Εμείς όταν πάμε σε μία πόλη βρίσκουμε το σπίτι που θα μείνουμε και βρίσκουμε και το σπίτι που θα μείνουμε». Οπότε, συναντήθηκα με τα παιδιά, με το προεδρείο του Συλλόγου Ποντίων φοιτητών Βόλου. Τους είπα: «Εγώ σας αφήνω την κόρη μου. Κανονίστε την πορεία σας!». Δύο χρόνια μετά η Καλλιόπη είναι ταμίας στον Σύλλογο Ποντίων Βόλου, το πουλί μου. Και ασχολείται ενεργά με τα δρώμενα εκεί. Πρόσφατα μου είπε ότι θέλουν να κάνουνε μία παρουσίαση σχετικά με τον Πόντο και με μαρτυρίες που υπήρχαν από ανθρώπους που διασώθηκαν από 'κει, ξέρω 'γω και τα λοιπά. Οπότε ξεκινάμε από το σπίτι. Πάμε στον σύλλογο. Το έργο το πολιτιστικό αρχικά, το πολιτισμικό αρχικά, το παραδοσιακό, γίνεται μες στο σπίτι. Δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις ένα παιδί που η μαμά του μιλάει αγγλικά και ο μπαμπάς του μιλάει γερμανικά και είναι wow, hello και τα λοιπά και να το πας σε ένα σύλλογο ποντιακό. Θα πει; «Τι ήρθα να κάνω τώρα εγώ εδώ; Κάτι δεν πάει καλά. Πού είναι οι υπόλοιποι που μπορώ να συνεννοηθώ;». Οπότε ξεκινάμε από το σπίτι μας είτε είμαστε ποντιακής καταγωγής είτε θρακιώτικης, είτε μακεδονικής, είτε μικρασιατικής, είτε νησιωτικής, είτε κρητικής. Ό,τι έχουμε στο DNA, ό,τι έχουμε στην μνήμη μας, το μεταλαμπαδεύουμε στα παιδιά μας για να μάθουνε πέντε πράματα να μπορούν να έχουν μία συνειδητότητα όσον αφορά την καταγωγή τους και την σπουδαιότητα της ιστορίας τους. Γιατί κάθε γωνιά της Ελλάδας κρύβει σπουδαία ιστορία. Και μεγαλώνοντας, θα ξέρουν πού πατάνε, πιστεύω. Αυτά! Σε κάλυψα;
Πολύ, ναι!
Θα ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα αν θέλεις-.
Ναι, ναι.
Και έχεις όρεξη και χρόνο. Σχετικά με την βοσκή που μου είπες, με το άρμεγμα-
Ναι.
Με τα μελίσσια. Με αυτό το κομμάτι-
Ναι, ναι.
Ας πούμε, ποια είναι η διαδικασία για, από την βοσκή μέχρι το άρμεγμα;
Κοίταξε να δεις! Ένα κοπάδι με πρόβατα, ας πούμε, ανάλογα και την περίοδο του χρόνου στην οποία αναφερόμαστε, τον χειμώνα θα βγούνε πιο αργά έξω. Τέτοιο καιρό γεννάνε, ας πούμε. Έχουνε άλλη φροντίδα, διαφορετική. Ας μιλήσουμε για την σεζόν την αρμεχτική. Δηλαδή έχουνε γεννήσει, έχουνε φύγει τα αρνιά. Ή έχουνε μεγαλώσει. Έχουνε χωριστεί απ' τις μάνες. Και πρέπει τώρα εσύ, ο κτηνοτρόφος, να αρμέξεις τα ζώα σου και να πας να τα βοσκήσεις. Θα σηκωθείς 5 η ώρα το πρωί, 4:30, 5 παρά. Γιατί το καλοκαίρι χτυπάει ο ήλιος νωρίς. Και όταν χτυπάει ο ήλιος νωρίς, τα ζώα δεν βοσκάνε, ζεσταίνονται. Οπότε θα σηκωθείς νωρίς τα ξημερώματα. Θα πάρεις τα γκιούμια και τα καρδάρια σου, θα πας στο μαντρί σου, θα ταΐσεις τα ζωάκια σου ξηρά τροφή. Δηλαδή καρπό ουσιαστικά, καλαμπόκι, γιαρμά. Θα τα αρμέξεις. Είμαι πολύ καλή στο άρμεγμα. Και δεν υπερβάλλω! Λοιπόν, έχει πει εργάτης στον άντρα μου: «Όταν θα φύγω από δω, μην πείτε τίποτα στον επόμενο που θα 'ρθει ότι η Γεύση άρμεγε πιο πολύ από μένα και γίνω ρεζίλι. Μην πείτε πουθενά κάτι!». Λοιπόν, αρμέγεις τα ζώα σου. Πηγαίνεις το γάλα στην παγολεκάνη γιατί πρέπει σε συγκεκριμένη χρονική, όσο περισσότερο το αφήνεις εκτός παγολεκάνης, αυξάνονται τα μικρόβια και τα ένζυμα στο γάλα μέσα. Δεν το θέλουμε αυτό. Βγαίνει ακατάλληλο. Πρέπει να μπει σε συντήρηση, σε θερμοκρασία η οποία δεν θα είναι αυξανόμενη, θα είναι ελεγχόμενη. Παίρνεις τα προβατάκια σου, τα κατσικάκια σου, παίρνεις τον τορβά, το δισάκι σου, το τσαντάι, που λέμε εμείς οι Πόντιοι, την γκλίτσα, τα σκυλάκια σου και πας και βοσκάς τα ζώα. Θα γυρίσεις το μεσημέρι ή το απόγευμα. Κάποια κοπάδια τα αρμέγουν τρεις φορές, κάποια άλλα δύο φορές, πρωί, βράδυ! Εμείς, ας πούμε, αρμέγαμε και πρωί, βράδυ ανάλογα με την ποσότητα γάλακτος που είχαν τα ζώα. Αλλά και πρωί, μεσημέρι, βράδυ και τρεις φορές την μέρα. Οπότε-.
Για βοσκή πόση ώρα περίπου τα βγάζεις;
Όλη την μέρα! Όταν δεν αρμέγονται, βοσκάνε. Ναι! Οι παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι, ας πούμε, για να μην πηγαινοέρχονται στο μαντρί και αρμέγουνε, κάνανε στρούγκες, χώρους δηλαδή όπου περιορίζανε τα ζώα. Βάζανε τα σκαμνάκια τους μπροστά, ένας ή δύο αρμέγανε και ο άλλος από πίσω βαρούσε στρούγκα. Δηλαδή, βαρούσε τα ζώα, όχι τα βαρούσε, τα χτυπούσε, λαλούσε, φώναζε, τέλος πάντων, τα ζώα για να πάνε να αρμεχτούνε, έτσι. Μετά, όσο το γάλα λιγοστεύει, εκεί κάπου στον Αύγουστο-Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, πολλοί κτηνοτρόφοι κάναν τυρί για τα σπίτια τους. Δηλαδή το γάλα λιγοστεύει, δεν είναι να το πάρει το τυροκομείο, ας πούμε, ή η γαλακτοβιομηχανία. Βγαίνει μία ποσότητα Χ, την παίρνεις στο σπίτι σου, την κάνεις τυρί, δεν είχα καμία σχέση με αυτό ποτέ. Το συγκεκριμένο της τυροκόμησης, ποτέ. Καμία!Οπότε, πάμε Σεπτέμβρη-Οκτώβρη. Τα ζώα έχουν γκαστρωθεί κάπου εκεί, έχουνε γκαστρωθεί, έχουνε μείνει έγκυα τα ζώα. Έχουνε γονιμοποιηθεί, τέλος πάντων. Για ζώα μιλάμε, ρε φίλε! Εκεί κάπου στον Δεκέμβρη, τέλη Νοέμβρη, αρχές Δεκέμβρη ξεκινάει η γέννα τους, που είναι κι αυτή πολύ απαιτητική. Γενικά, τα ζώα είναι άνθρωποι! Είναι ζωντανά. Δεν είναι μία δουλειά που λες: «Α, έχω ένα καφενείο, έχω μία ταβέρνα. Έχω ένα μαγαζί!». Που είναι κι αυτό αυτοαπασχολούμενο κι εκεί είσαι αυτοαπασχολούμενος.[01:20:00] Όμως τα ζώα πρέπει να είσαι είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Αν όχι είκοσι τέσσερις, είκοσι, ή δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο παρών, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες τον χρόνο. Δηλαδή, εμείς παντρευτήκαμε, πρέπει να πάμε πρώτα στα ζώα, να τακτοποιήσουμε τα ζώα. Να 'ρθούμε στο σπίτι. Να πάμε, να παντρευτούμε, να κάνουμε το τραπέζι τι θα κάναμε. Και μετά να ξαναπάμε τα ζώα. Τα ζώα, άντε να τα βάλεις μία μπάλα χόρτο, τριφύλλι να φάνε. Αυτό! Δεν μπορείς να τα αφήσεις μέσα. Θα το κάνεις μία μέρα. Πρέπει να είσαι εκεί! Γεννάνε, πρέπει να είσαι εκεί! Δεν μπορείς να φύγεις! Θέλουν τα εμβόλιά τους. Θέλουνε την καθαριότητα τους. Θέλουνε τα φάρμακά τους. Θέλουνε, θέλουνε φροντίδα. Είναι ζωντανοί οργανισμοί. Και τα μελίσσια είναι ζωντανοί οργανισμοί. Δεν έχουν, όμως, τις απαιτήσεις που έχουν οι τετράποδοι αγαπημένοι μου. Ας πούμε, εγώ περνάω τώρα, επειδή δεν έχουμε κατσίκια, περνάω από κοπάδι και κάθομαι και τα μυρίζω. Μ' αρέσει η μυρωδιά! Μεγάλωσα με τα... Δεν μπορώ! Έχω θέμα, ρε παιδί μου! Μ' αρέσει, ναι! Λοιπόν, τα μελίσσια είναι πιο εύκολη δουλειά όσον αφορά το κομμάτι της καθαριότητας. Είσαι καθαρός. Δεν είσαι μες στις κοπριές, τις λάσπες, ξέρω 'γω. Είσαι καθαρός! Δεν είναι τόσο βαριά δουλειά. Δεν είναι τόσο απαιτητική όσον αφορά το είμαι κάθε μέρα, τα δύο τρίτα της ημέρα τουλάχιστον, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες τον χρόνο στα μελίσσια. Στα μελίσσια σου θα πας, μπορείς να πας και κάθε μέρα. Δεν μπορείς να κάνεις επιθεώρηση κάθε μέρα. Θα πας δύο, τρεις μέρες, μια φορά την εβδομάδα. Θα τα δεις. Έχουνε μεγάλο όγκο εργασίας στους τρύγους. Όταν θα γεμίσουν τα μελάκια τους και πρέπει να τα κουβαλήσεις, να τα φορτώσεις, να τα πας, να τα ξεφορτώσεις. Ή στις μεταφορές, ας πούμε, θέλω να τα πάω, να πάρουνε πεύκο. Θα τα πάω εκεί! Θέλω να πάρω έλατο. Πρέπει να τα πάω εκεί! Θέλω να πάρουν ανθόμελα, πρέπει να τα πάω εκεί! Θέλω να πάρω δασόμελο, πρέπει να τα πάω στο δάσος εκεί, ας πούμε, να πάρουν τα μέλια για να τα τρυγήσω εγώ. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο βαριά δουλειά, όσο είναι τα πρόβατα ή τα κατσίκια στο κομμάτι αυτό. Επίσης, δεν είναι, δεν έχουν τόσα έξοδα. Ένα πρόβατο πρέπει να το ταΐσεις, να το κάνεις τα εμβόλιά του. Να, να, να χίλια δυο για να πάρεις το αρνάκι του. Το οποίο αρνάκι του θα στο πάρει ο έμπορας με μία εξευτελιστική τιμή, ας πούμε, φέτος λίγο ανεβήκανε. Μακάρι να μείνουν έτσι. Στο μελίσσι θα το ταΐσει ο Θεός. Θα πρέπει να προνοήσεις για την ασφάλειά του και την αποπαρασίτωσή του για να είναι γερό και να σου αποδώσει μέλι. Και μέχρι εκεί! Εμείς, ας πούμε, ακολουθούμε την μελισσοκομία που δεν ταΐζεις τα μελίσσια. Στις παραφυάδες μόνο που δεν θα δώσουνε μέλι την συγκεκριμένη, την τρέχουσα σεζόν, για να τις βοηθήσεις μπορεί να δώσουμε σιρόπι. Το οποίο σιρόπι είναι κι αυτό φτιαγμένο από το μέλι τους. Δηλαδή πάντα κρατάμε κάποιους τενεκέδες για να κάνουμε αυτή την δουλειά. Είναι πολύ πιο εύκολη δουλειά. Αν με ρωτήσεις, θα σου πω, και τις δύο δουλειές τις έκανα άνετα, γιατί τα έκανα και τα δύο. Μου 'χει λείψει η μυρωδιά από τα κατσικάκια και απ' τα αρνάκια, ας πούμε. Δεν ξέρω αν θα ξαναέκανα αιγοπροβατοτροφία. Δεν μπορώ να σου απαντήσω, σε σχέση με τα μελίσσια, με την μελισσοκομία, θα πρέπει να ελέγχεις, ας πούμε. Τα μελίσσια σου στις περιόδους που σμηνουργούν, γιατί το μελίσσι είναι σοφό, είναι ολόκληρη επιστήμη οι μέλισσες. Όταν καταλάβει το μελίσσι ότι η βασίλισσα που έχει δεν κάνει, παράγει καινούριες βασίλισσες. Και βλέπεις βασιλιοκοιλιά πάνω στα τελάρα. Αυτά, πρέπει εγκαίρως να καταστρέψεις αυτά που πρέπει ή να αλλάξεις, να αντικαταστήσεις τις βασίλισσες εσύ. Γιατί θα βγει καινούρια βασίλισσα, αν είναι μία, θα σε πάρει την μισή κυψέλη, τα μισά μελισσάκια μέσα απ' την κυψέλη, θα φύγει! Κατάλαβες; Και θα μείνεις με το μισό μελίσσι. Και θα λες: «Τι έγινε τώρα», ας πούμε, «πού πήγανε τα υπόλοιπα;». Έχει συγκεκριμένες, ας πούμε, διαδικασίες που ακολουθείς. Σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο βαριά δουλειά όσο είναι η κτηνοτροφία. Ξεκάθαρα!
Και ποια είναι η βασική διαδικασία, ας πούμε, για να πάρεις το μέλι;
Το μέλι εφόσον έχουν γεμίσει τα τελάρα οι μέλισσες και έχουνε σφραγίσει τα τελάρα, πηγαίνεις, τινάζεις τις μυγούλες από πάνω, μύγα λέμε την μέλισσα, τον πληθυσμό της μέλισσας. Όχι την μύγα - μύγα, την ενοχλητική. Παίρνεις, παίρνεις τα τελάρα. Γεμίζεις άλλα πατώματα. Με τα σφραγισμένα, με γεμάτα μέλι τελάρα τα παίρνεις. Κάτω είναι το εργαστήριο, πάμε να σου δείξω μετά πώς βγαίνει. Λοιπόν, κάνεις την, αφού έχεις μαζέψει τα τελάρα αυτά τα γεμάτα, τα παίρνεις και πας στις εγκαταστάσεις σου, στο εργαστήριο σου, στην μελισσοκομική σου εγκατάσταση. Και μετά ξεκινάει ουσιαστικά η χαρά του μελισσοκόμου. Γιατί γι' αυτό αγωνιζόσουνα όλη την χρονιά και γι' αυτό κόπιαζες. Οπότε, κάνεις την απολέπιση μ' ένα μαχαίρι ή με κάποια ειδικά εξαρτήματα. Να φύγει η αρχική, η επιφάνεια που σφραγίζει τις εξάγωνες - αχ, πώς το λένε- στην κυψέλη μέσα. Βάζεις το τελάρο στον μελιτοεξαγωγέα. Και ο μελιτοεξαγωγέας κάνει την δουλειά του. Βγαίνει το μελάκι. Περνάει από μία στράγγιση με φίλτρο για να μην έχει μέσα μέλισσες, κεριά και τα λοιπά. Μπαίνει στην δεξαμενή και μετά συσκευάζεται. Ναι! Ακούγεται εύκολο, ε! Ναι, ακούγεται εύκολο. Δεν είναι τόσο εύκολο.
Και εσύ πώς έμαθες την μελισσοκομία; Είχατε στο, την είχες μάθει, ας πούμε, από την οικογένειά σου ή στην πορεία;
Όχι, όχι! Ο Ηρακλής ξεκίνησε. Εγώ έμαθα δίπλα στον Ηρακλή. Ο νονός ο, από τα δίδυμα ο ένας, είναι μελισσοκόμος και έτσι ξεκινήσαμε. Και μετά κάποια σεμινάρια παρακολούθησα. Τώρα, ας πούμε, έγινε πρόταση να πάω να διδάξω σε Ι.Ε.Κ. στην Ξάνθη. Λοιπόν, έχω παρακολουθήσει διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Όσον αφορά το κομμάτι της διαχείρισης του μελιού, αφού βγει απ' την κυψέλη, γιατί είναι μία επιστήμη το να κρατήσεις το μελίσσι σου δυνατό για να πάρεις μέλι. Ένα άλλο κομμάτι μεγάλο που είναι κι αυτό επιστήμη είναι πώς θα διαχειριστείς το μέλι, αφού το έχεις βγάλει από την κυψέλη. Θέλει συνθήκη, έχει θερμοκρασία, έχει συνθήκες διαφορετικές, υγρασίας, θερμοκρασίας, για να μην χαλάσει, για να παραμείνει μέλι εν πάση περιπτώσει. Και μετά, το τρίτο μεγάλο κομμάτι, που είναι και πολύ σημαντικό, είναι το πώς θα διαθέσεις το μέλι σου. Πήρες, έβγαλες τρεις, τέσσερις, πέντε τόνους, δύο τόνους. Πώς θα το πουλήσεις; Μέλι, μελίσσια έχει πλέον και η κουτσή Μαρία. Οχτώ στους δέκα είναι μελισσοκόμοι. Κάποιοι το κάνουν ερασιτεχνικά, κάποιοι το κάνουν επαγγελματικά. Το κομμάτι, το συγκεκριμένο, της, του μάρκετινγκ και της πώλησης είναι πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο κομμάτι, στο οποίο δεν έχουνε δώσει και τόσο μεγάλη έμφαση αρκετοί. Εγώ, ας πούμε, τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό στο οποίο μεσολάβησε η Αμερικανίδα πρόξενος από την Θεσσαλονίκη, η κυρία Li. Η οποία μας επισκέφτηκε εδώ τον προηγούμενο Μάιο και της άρεσε τόσο πολύ και το μέρος και αυτό που είδε και αυτό που έφαγε. Γιατί την κέρασα διάφορα εδέσματα, έτσι, ποντιακά και τα προϊόντα της οικοτεχνίας. Και μου είπε: «Αυτό πρέπει να το μάθουν όλοι. Και θα φροντίσω να το μάθουν όλοι! Και θα φροντίσω να μπορέσεις κι εσύ να φροντίζεις να το μάθουν όλοι». Πέρασε αρκετός καιρός και κάποια στιγμή τον Σεπτέμβρη λαμβάνω ένα mail απ' το προξενείο των Η.Π.Α., από την πρόξενο, που με ενημερώνει γι' αυτό το πρόγραμμα που τρέχει. Κι έτσι έκανα το πρόγραμμα αυτό, ένα σαραντάωρο πολλά webinars και κάποια ακόμα sessions που κάνω και τώρα ακόμη και θα τελειώσω τον Μάρτιο, το οποίο ουσιαστικά έχει να κάνει με το κομμάτι το πωλησιακό, το κομμάτι το τουριστικό. Το πώς θα επωφεληθείς εσύ, ας πούμε, που έχεις εδώ επισκέψιμο τέρμα Θεού, αρχή Αλλάχ, στα Κομνηνά, στον Φελέκ μαχαλά μία ωραία αυλή και έχεις την έκθεση με τα προϊόντα σου. Πώς θα το μάθει ο κόσμος αυτό το πράγμα για να μπορέσει να έρθει! Άλλο;
Με έχεις καλύψει εμένα. Θέλεις εσύ να προσθέσεις κάτι;
Εγώ αν έχω να προσθέσω; Ναι, βέβαια, έχω να προσθέσω! Θέλω να-. Λοιπόν, αν κάτι θέλω να πω σ' αυτούς που θα έχουνε πρόσβαση στο υλικό αυτό, είναι να μένουν πάντα στην θετική άποψη, τα πράγματα όλα έχουνε δύο πλευρές. Υπάρχουν η καλή και η κακή. Να μένουν πάντα στα θετικά! Να γινόμαστε καλύτεροι! Να εξελισσόμαστε χωρίς να ξεχνάμε ποιοι είμαστε! Αυτό! Και πριν και μετά.
Παίρνω τώρα αφορμή από αυτό, το πριν και το μετά. Πώς αποφάσισες [01:30:00]να μείνεις στο χωριό;
Πολύ καλή ερώτηση! Κατ' αρχήν αγαπάω το χωριό και αγαπάω και την φύση. Είμαι ένας άνθρωπος που μπορεί να κάνει φασαρία μόνος του. Δηλαδή αν τώρα εγώ θέλω εδώ να κάνω ένα γλέντι με πενήντα, εκατό ανθρώπους μπορώ να το οργανώσω. Σε δύο μέρες μέσα τους έχω εδώ στημένους. Το χωριό σου δίνει την ηρεμία που χρειάζεσαι και το κατάλληλο φυσικοκοινωνικό περιβάλλον για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Γιατί, κακά τα ψέματα, τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα στα χωριά. Μέχρι την ηλικία των δεκατριών, δεκατεσσάρων, εκεί που αρχίζουν άλλες ανάγκες, ίσως και στα δώδεκα, ας πούμε, είναι πολύ καλύτερα για ένα παιδί να μεγαλώσει σε ένα χωριό. Και είμαι και πιο κοντά σ' αυτό που αγαπάω. Αν θέλω την πόλη, καβαλάω το αυτοκινητάκι μου και σε είκοσι λεπτά είμαι εκεί. Η Θεσσαλονίκη από 'δω είναι δύο ώρες, δυόμισι. Δεν υπάρχει, δεν μου κάνει κάτι. Μου αρέσει το χωριό, μου αρέσει το χωριό! Διάλεξα, διάλεξα να μείνω, διαλέξαμε το σπίτι γιατί ψάχναμε στον Κεχρόκαμπο, δεν είχε, όπως σου είπα νωρίτερα, σου ανέφερα. Βρήκαμε εδώ το σπίτι. Ήτανε και μεγάλο, μας χωρούσε. Το αγοράσαμε και μείναμε εδώ. Μου αρέσουν τα χωριά. Τις πόλεις δεν τις αντέχω. Δηλαδή, έτυχε να πάω, να κατεβώ μέσα στις γιορτές μία Πέμπτη απόγευμα, δεν ήξερα τι γίνεται στην Ξάνθη Πέμπτη απόγευμα. Και είπα: «Χριστέ μου, πώς ζούνε αυτοί εδώ;». Πού; Στην Ξάνθη, ας πούμε! Στην Θεσσαλονίκη όσες φορές πήγα, γιατί τελευταία πηγαινοερχόμουν συχνά πυκνά. Είπα: «Χριστέ μου, πώς αντέχουν αυτοί οι άνθρωποι; Δηλαδή να πρέπει να σηκωθώ εγώ δυο ώρες πιο μπροστά για να πάω στην δουλειά μου, να είμαι στην ώρα μου». Δεν γίνονται, παιδιά, αυτά τα πράγματα! Δηλαδή, λίγο take your time, ας πούμε, λίγο χαλαρά, λίγο κάπως. Δεν μετανιώνω, όχι! Δεν μετανιώνω καθόλου! Και δεν θα 'φευγα κιόλας! Δηλαδή θα προτιμούσα να μεριμνήσω να γίνουν πράγματα εδώ, για να κρατηθεί η νεολαία στην επαρχία, να έχουν τα παιδιά μας καλύτερες συνθήκες, με καλύτερες, περισσότερες προοπτικές, περισσότερες ευκαιρίες εδώ παρά να τα πάρω από 'δω και να φύγω, ας πούμε, κάτω στην πόλη. Μπορώ να το κάνω! Αυτά!
Θέλεις έτσι για το κλείσιμο, αν θες, να μου πεις άλλο ένα-
Γαμήθηκε αυτή! Τι να σε πω; Τι δίστιχο; Να σε πω... Τι θες να σε πω; Θες χαρούμενο;
Εγώ το θέλω το κλάμα μου. Βασικά, αν έχουμε επιλογή και τα δύο, και τα δύο! Βέβαια!
«Εχ, κι εμέναν ο Θεόν έποικεν σον πόνον βασιλέα, Σ' ανθρώπ'ς να δίγω την χαρά, σο ψώπο μ' την μανέαν» Λέει το δίστιχο: «Εμένα ο Θεός με έκανε στον πόνο βασιλιά. Στους ανθρώπους στους άλλους να δίνω την χαρά κι η καρδιά η δικιά μου να 'ναι μαύρη». Φοβερό δίστιχο, ε! Απίστευτο! Ναι! Ναι! Και ένα δίστιχο που μου έγραψε ένας φίλος για μένα, που με περιγράφει και λέει: «Κι αντράγουρον κουίζν' εμέ, τσαούσενα η χώρα, Ζελεύν' ο ήλιον όντες παίρ', ντο κείμαι την εβόραν». Που σημαίνει: «Αντρογυναίκα με φωνάζουνε, αντάρτη ο κόσμος». Τσαούσα. Η χώρα είναι ο κόσμος, οι ξένοι. «Ζελεύν' ο ήλιον όντες παίρ', ζηλεύουν όταν γέρνει ο ήλιος, ντο κείμαι την εβόραν, τον ίσκιο που ξαπλώνω». Δεν είναι φοβερό;
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ σ' ευχαριστώ! Ελπίζω να ήτανε χρήσιμη και, έτσι, ενδιαφέρουσα αυτή η ώρα που περάσαμε μαζί.
Πάρα πολύ.
Κι άμα τύχεις σε κάνα μουχαμπέτι.
Πόσο θα 'θελα.
Άμα θα 'ρθεις το καλοκαίρι, θα το κανονίσουμε.
Φωτογραφίες

Η οικοτεχνία του Meligey ...
Το σπίτι και το εργαστήρι της Γεύσης, στα ...

Το εργαστήριο
Ο χώρος με τα προϊόντα και το εργαστήρι, ό ...

«Αντρογυναίκα-Αντάρτης-Τ ...
Η Γεύση στον χώρο του Meligeysis, όπου έχε ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Γεύση Τουλουμίδου γεννήθηκε το 1979. Η καρδιά της από τότε χτυπάει για τον Πόντο, τα τραγούδια και την παράδοσή του. Από πολύ μικρή άρχισε να πηγαίνει σε συλλόγους, να χορεύει, να τραγουδάει, να παίζει νταούλι. Εκεί που οι έφηβες φίλες της είχαν πόστερ διάσημων μουσικών, η Γεύση ήθελε να πάει σε γλέντια Ποντίων λυράρηδων. Μεγαλώνοντας άρχισε να παίζει κι εκείνη στα γλέντια, στους συλλόγους αλλά και στα μουχαμπέτια. Αν και γυναίκα, την καλούσαν και την καλούν στις μυσταγωγίες τους. Εκεί όπου ο καθένας μπορεί να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να βγάλει τα εσώψυχα του μέσω της μουσικής και της ποντιακής διαλέκτου. Η Γεύση δεν μπορεί να φανταστεί την καθημερινότητα της χωρίς να υπάρχει μέσα της ένα κομμάτι από τον Πόντο. Την αγάπη της αυτήν την έχει μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά της. Μέσα στο σπίτι τους μιλάνε ποντιακά, μαγειρεύουν ποντιακά, τραγουδάνε ποντιακά. Τα περεσκία, τα πισία, τα βαρένικα δεν λείπουν από το τραπέζι τους. Το σπίτι τους βρίσκεται μέσα στο χωριό, κοντά σε όλη αυτή την παράδοση, και στην φύση που την μεγάλωσε. Αγαπά τις αντρικές δουλειές, το άρμεγμα, την μυρωδιά των κατσικιών και των προβάτων με την οποία μεγάλωσε. Είναι μια δυναμική, αντρογυναίκα που ξεπερνά κάθε δυσκολία που εμφανίζεται στην ζωή της. Όπως έγραψε ένας φίλος της για την ίδια: «Κι έναν άντρ' άγουρον κουίζ' νεμεν, τσαούσενα η χώρα, Ζελεύουν ήλιον εν ντεν 'σπέραν κει με την εβώραν». Σήμερα, με τον άντρα της έχουν τα μελίσσια τους και το εργαστήρι οικοτεχνίας Meligeysis, όπου παράγουν τα προϊόντα τους.
Αφηγητές/τριες
Γεσθημανή Τουλουμίδου
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/01/2022
Διάρκεια
94'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Γεύση Τουλουμίδου γεννήθηκε το 1979. Η καρδιά της από τότε χτυπάει για τον Πόντο, τα τραγούδια και την παράδοσή του. Από πολύ μικρή άρχισε να πηγαίνει σε συλλόγους, να χορεύει, να τραγουδάει, να παίζει νταούλι. Εκεί που οι έφηβες φίλες της είχαν πόστερ διάσημων μουσικών, η Γεύση ήθελε να πάει σε γλέντια Ποντίων λυράρηδων. Μεγαλώνοντας άρχισε να παίζει κι εκείνη στα γλέντια, στους συλλόγους αλλά και στα μουχαμπέτια. Αν και γυναίκα, την καλούσαν και την καλούν στις μυσταγωγίες τους. Εκεί όπου ο καθένας μπορεί να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να βγάλει τα εσώψυχα του μέσω της μουσικής και της ποντιακής διαλέκτου. Η Γεύση δεν μπορεί να φανταστεί την καθημερινότητα της χωρίς να υπάρχει μέσα της ένα κομμάτι από τον Πόντο. Την αγάπη της αυτήν την έχει μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά της. Μέσα στο σπίτι τους μιλάνε ποντιακά, μαγειρεύουν ποντιακά, τραγουδάνε ποντιακά. Τα περεσκία, τα πισία, τα βαρένικα δεν λείπουν από το τραπέζι τους. Το σπίτι τους βρίσκεται μέσα στο χωριό, κοντά σε όλη αυτή την παράδοση, και στην φύση που την μεγάλωσε. Αγαπά τις αντρικές δουλειές, το άρμεγμα, την μυρωδιά των κατσικιών και των προβάτων με την οποία μεγάλωσε. Είναι μια δυναμική, αντρογυναίκα που ξεπερνά κάθε δυσκολία που εμφανίζεται στην ζωή της. Όπως έγραψε ένας φίλος της για την ίδια: «Κι έναν άντρ' άγουρον κουίζ' νεμεν, τσαούσενα η χώρα, Ζελεύουν ήλιον εν ντεν 'σπέραν κει με την εβώραν». Σήμερα, με τον άντρα της έχουν τα μελίσσια τους και το εργαστήρι οικοτεχνίας Meligeysis, όπου παράγουν τα προϊόντα τους.
Αφηγητές/τριες
Γεσθημανή Τουλουμίδου
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/01/2022
Διάρκεια
94'