© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Η τάση φυγής είναι το χαρακτηριστικό των Κεφαλλήνων»: Τρεις γενιές μετανάστευσης μέσα από τα μάτια του Βαγγέλη Κεκάτου
Κωδικός Ιστορίας
11229
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βαγγέλης Κεκάτος (Β.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/10/2022
Ερευνητής/τρια
Γλυκερία Παππά (Γ.Π.)
[00:10:00]Καλησπέρα. Είμαστε εδώ με τον κύριο Βαγγέλη Κεκάτο. Είναι 5 Οκτωβρίου, Τετάρτη, του 2022. Βρισκόμαστε στην Κυψέλη. Εγώ είμαι η Γλυκερία Παππά και είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Και τώρα θα ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Πώς ονομάζεστε;
Καλημέρα σας. Βαγγέλης Κεκάτος. Είμαι 65 χρονών, ζω στην Κεφαλονιά. Γεννήθηκα στην Μελβούρνη της Αυστραλίας κι είμαι ένας τρισευτυχισμένος παππούς. Έχω τα δύο αγόρια της ζωής μου, τον Λευτέρη και τον Σπύρο, που ‘ναι η μεγαλύτερη χαρά. Πριν απ’ τα αγόρια μου, είχα τα παιδιά μου και τα έχω τα παιδιά μου. Τον Βασίλη που ‘ναι σκηνοθέτης και την Εύα που ‘ναι δικηγόρος. Εγώ υπήρξα φυσιοθεραπευτής και είχα την τιμή να υπηρετήσω την τοπική αυτοδιοίκηση ως Αντιδήμαρχος στο νησί. Η Κεφαλονιά είναι το νησί της καταγωγής μου. Τώρα είμαι συνταξιούχος. Είναι ένα στάδιο λίγο δύσκολο, αλλά το διαχειρίζομαι έτσι ώστε να γίνει δημιουργικό και ευχάριστο από άλλη συχνότητα, με το να ασχοληθώ περισσότερο με την οικογένειά μου, που είναι πηγή χαράς και ζωής για μένα.
Πολύ ωραία. Είπατε ότι η Κεφαλονιά είναι το νησί της καταγωγής σας. Μεγαλώσατε εκεί;
Όχι, δεν μεγάλωσα εκεί. Όπως σας είπα, γεννήθηκα στην Αυστραλία. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα εκεί. Και όταν έφτασα στο Δημοτικό, 6-7 χρονών, ήρθαμε –οι γονείς μου γυρίσαν απ’ την Αυστραλία που ήταν μετανάστες– στην Αθήνα, στην Κυψέλη και, παρότι και οι δύο γονείς μου είναι απ’ την Κεφαλονιά, θεωρούσαν ότι στην Αθήνα έπρεπε να ζήσουμε γιατί θα ‘τανε πολύ καλύτερο για όλους μας που είχε περισσότερες παραστάσεις, που ‘ταν η πρωτεύουσα που... και οι συνθήκες φυσικά στο νησί τότε ήτανε πολύ πιο δύσκολες από ό,τι είναι τώρα. Θα κάνω μια παρένθεση, όμως, να σας πω ότι το σημαντικότερο σημείο της ζωής μου ήταν η συνάντηση με τη σύζυγό μου. Το λέω αυτό γιατί πάντα ξεκινάμε –την Άννα– πάντα ξεκινάμε στο αποτέλεσμα αυτού που έχουμε και όχι αυτό που ξεκίνησε, γιατί ανέφερα για τα εγγόνια μου τα παιδιά μου, αλλά δεν ανέφερα τον άνθρωπο τον οποίον μου πρόσφερε όλα αυτά τα πράγματα και θέλω να το αναφέρω, γιατί το θεωρώ ισχυρό στοιχείο της ζωής μου, της ύπαρξής μου και του τρόπου που λειτουργώ σαν άνθρωπος. Γυρίζουμε, λοιπόν, και ζούσαμε στην Αθήνα μέχρι την ηλικία των 16-17 χρονών εγώ. Μετά έφυγα με τη μητέρα μου στην Αυστραλία για να συνεχίσω εκεί το σχολείο και υπήρχε μια τάση φυγής, η οποία καλλιεργούταν όλα αυτά τα χρόνια.
Η τάση φυγής αυτή ξεκίνησε από εσάς; Απ’ τη δική σας οικογένεια; Ή υπήρχε και παλαιότερα;
Όχι. Όχι, η τάση φυγής θα έλεγα ότι είναι το χαρακτηριστικό των Κεφαλληνών. Οι Κεφαλονίτες έχουμε τη φυγή μέσα μας. Θέλουμε να φύγουμε. Αν είμαστε σε αυτό το δωμάτιο, θέλουμε να πάμε σε κάποιο άλλο δίπλα και ας είναι το τέλειο δωμάτιο. Αν είμαστε σε αυτή τη θάλασσα, θέλουμε να πάμε σε μια άλλη θάλασσα που είναι… να δούμε τι άλλο καλύτερο υπάρχει. Γενικά, στα πλαίσια του να καλυτερεύουμε τη ζωή μας, ψάχνουμε. Αυτό, βέβαια, δεν είναι πάντα θετικό, αλλά είναι ουσιαστικό. Έτσι λειτουργεί. Ο Κεφαλονίτης, λοιπόν, είναι το συνώνυμο της αναζήτησης. Μάλιστα, ο πατέρας μου μού έλεγε ότι –που ήταν ναυτικός πριν γίνει μετανάστης, γιατί οι Κεφαλονίτες εκείνης της εποχής ήταν ναυτικοί– δεν... ενώ όπου και να πας στον κόσμο, θα βρεις Κεφαλονίτες, από κάποιο γειτονικό μέρος, τέλος πάντων –δεν αναφέρω τον τόπο γιατί δεν θέλω να αναφέρω– από ένα άλλο μέρος της... κοντά στο νησί μας, πηγαίνανε λέει απέναντι στην Κυλλήνη να πάρουνε καρπούζια και λέγανε: «Μα την ξενιτεία μου!». Θεωρούσαν την Κυλλήνη μακριά. Λοιπόν, άρα είναι στο στοιχείο του DNA του Κεφαλονίτη η αναζήτηση και η φυγή. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο, η πρώτη μου επαφή, η προσωπική επαφή, πέρα από τις διηγήσεις και όλα αυτά που είχα, το πρώτο έτσι σοκ που έπαθα ήτανε στην ηλικία των, δηλαδή πριν 35 χρόνια περίπου, στα 30 μου, όπου βρέθηκα για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη και το πήγαμε… Για μένα ήταν όνειρο ζωής να δω αυτή την πρωτεύουσα, αυτή την πόλη, αυτήν που ενσάρκωνε κατ’ ουσίαν αυτό το αμερικάνικο όνειρο ότι θα… εκεί είναι τα πράγματα λίγο πιο καλά, λίγο πιο ωραία, τηλεοράσεις, κινηματογράφοι, όλα αυτά που βλέπαμε. Ό,τι φτιάχναμε στον εγκέφαλό μας για την Αμερική, ήταν συγκεντρωμένο στη Νέα Υόρκη. Οπότε βρέθηκα σε ένα ταξίδι εκεί με τη σύζυγό μου και, φυσικά, όταν πας στην Νέα Υόρκη, το πρώτο πράγμα που θα επισκεφτείς είναι το Άγαλμα της Ελευθερίας, που ‘ναι και το σύμβολο του ονείρου. Γιατί, κατ’ ουσίαν, το Άγαλμα της Ελευθερίας για τον περισσότερο κόσμο είναι το σύμβολο για μια καλύτερη ζωή. Εκείνη την εποχή τουλάχιστον σίγουρα. Σήμερα δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα, αλλά τότε ήταν αυτό. Οπότε πήγαμε κατευθείαν στο Άγαλμα της Ελευθερίας. Από κάτω απ’ το Άγαλμα της Ελευθερίας υπάρχει ένα Μουσείο Μετανάστευσης, είναι το Ellis Island. Και ήξερα –γιατί μου ‘λεγε πάρα πολλές ιστορίες ο πατέρας μου– ότι ο πατέρας του ήτανε στην Αμερική και ήταν από τους πρώτους μετανάστες που ‘χαν πάει εκεί και δούλευαν στις ράγες των τρένων, φτιάχνανε τα τρένα. Φανταστείτε τι σύστημα είχαν στην Αμερική! Πριν 150 χρόνια φτιάχνανε τρένα, εδώ ακόμα προσπαθούμε να φτιάξουμε μια γραμμή. Και όταν φτιάξουμε έναν σταθμό, το πανηγυρίζουμε. Όταν το μετρό στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στη Μόσχα ήτανε απ’ τον προηγούμενο αιώνα! Τέλος πάντων.
Πώς ξεκίνησε ο παππούς σας απ’ την Κεφαλονιά, φαντάζομαι;
Ναι, θα σας πω πώς ξεκίνησε. Όταν, λοιπόν, πήγα στο Μουσείο, λέω ας δω, ας ψάξω την απόδειξη αυτών που μου ‘λεγε ο πατέρας μου. Και πληκτρολόγησα το όνομα Ευάγγελος Κεκάτος. Και όντως βγήκε ο παππούς μου, δηλαδή είδα ξαφνικά το όνομά μου.
Απίστευτο.
Ναι. Και έλεγε ότι ήρθε το 1914, πήγε στην Αμερική με το Ultonia απ’ το Πυργί της Κεφαλονιάς. Ήταν πολύ συγκινητικό. Ήταν ένα σοκ θα έλεγα για μένανε, γιατί ξαφνικά αισθάνθηκα ότι ναι μεν λέμε έχουμε ρεύμα, αλλά μπήκε στην πρίζα ο διακόπτης. Το βάλαμε και όντως το βλέπουμε. Δηλαδή, ήτανε για μένα ένα σημείο εκκίνησης, αν θέλετε, του τρόπου σκέψης, λειτουργίας, έτσι κάτι που μ’ έδεσε με το παρελθόν. Γιατί όλα αυτά τα άκουγα, αλλά ήθελα και μια απόδειξη. Αυτή η απόδειξη, λοιπόν, ήτανε σε αυτό το Μουσείο. Όταν, λοιπόν, το είδα αυτό αισθάνθηκα πραγματικά ότι είμαι κι εγώ ένα πραγματικά μέλος μιας οικογένειας που ψάχνει. Και ήταν πολύ συγκινητικό όταν τότε, πριν ας πούμε 100 τόσα χρόνια, ο παππούς μου έφυγε και πήγε στην Αμερική. Ήτανε ένα παράτολμο ταξίδι.
Πολύ θάρρος.
Πολύ θάρρος. Διότι θα ξεκινήσω ότι ήταν με μηδέν προσόντα, δεν ήτανε με όπως πάνε σήμερα, πάμε να μετεκπαιδευτούμε και πάμε να λουστραριστούμε. Πάμε για να επιζήσουμε. Και το τμήμα της Κεφαλονιάς από το οποίο ήταν ο παππούς, το Πυργί, ήταν το άγονο τμήμα της Κεφαλονιάς, το μέρος –εγώ μάλιστα τις λέω αστειευόμενος Κεφαλληνιακές Άλπεις– το Πυργί, το Κατάραχο έτσι είναι πάρα πολύ ωραία μέρη οπτικά, αλλά πολύ δύσκολα για να ζήσεις εκείνη την εποχή. Τώρα φύγανε, πήγανε μετανάστες, φτιάξανε βίλες. Τώρα είναι πραγματικά σαν αλπικό χωριό. Τότε, όμως, προσπαθούσαν να ζήσουνε, ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μπορούσε να ζήσει ο κόσμος σ’ αυτό το κομμάτι της Κεφαλονιάς. Δεν υπήρχαν καλλιέργειες, ήταν πολύ βραχώδες το έδαφος, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τη γεωργία που ‘ταν το κυρίως θέμα, οπότε η αναζήτηση ήτανε το πρώτο που κάνεις, με πρώτη ευκαιρία να φύγεις. Έφυγε, λοιπόν, ο παππούς. Υπάρχει, όμως, και μια ιστορία αγάπης σ’ όλη αυτή την ιστορία. Γιατί όντως η ιστορία αγάπης είναι αυτή που υποκινεί τα πάντα και τα αναδεικνύει. Όταν, λοιπόν, ο παππούς πήγε στην Αμερική, το μυαλό του δεν έφυγε ποτέ απ’ τη γιαγιά Ελισάβετ.
Πήγε μόνος του…
Πήγε μόνος του, ναι. Πήγε μόνος του. Δεν πήγε για να μείνει. Πήγε για να φτιάξει τις συνθήκες για να επιστρέψει, να φτιάξει καλύτερες συνθήκες για να επιστρέψει. Κι όντως αυτό έγινε. Αφού, λοιπόν, δούλεψε εκεί με απίστευτα δύσκολες συνθήκες, γιατί η Αμερική τότε ξεκίναγε, έκανε τα πρώτα της βήματα και είχε μεγάλη ανάγκη από εργάτες, κυρίως από εργατικό προσωπικό, και μάζευε από διάφορες χώρες, δηλαδή διευκόλυνε ––δεν ήταν παράνομος μετανάστης, ήτανε νόμιμος μετανάστης. Δηλαδή, ζητούσε η Αμερική το ‘14 κόσμο απ’ την Ελλάδα και πήγαιναν όσοι θέλανε. Και όταν, λοιπόν, όταν φτάναν στο Ellis Island, εκεί γινόταν ένας έλεγχος ιατρικός –αυτό φαίνεται στην ιστορία. Όταν θα πάτε στην Νέα Υόρκη και θα δείτε αυτό το Μουσείο, θα δείτε πραγματικά τις συνθήκες αυτές που έχετε ακούσει, αυτές που έχετε δει στον κινηματογράφο, αυτές που έχετε ακούσει από διηγήσεις, αυτές που φαντάζεστε. Τις δυσκολίες τις μεγάλες που πήγε αυτός ο πληθυσμός και κατ’ ουσίαν δημιούργησε την Αμερική. Γιατί η πολυπολιτισμικότητα όλων αυτών των ανθρώπων έφτιαξαν και τον πολιτισμό της Αμερική.
Εννοείται.
Και όλοι αυτοί είναι το ψηφιδωτό δημιουργίας μιας χώρας απ’ την οποία ακόμα ελπίζεις. Λες θα ‘ρθει η βοήθεια, θα κάνει, θα… ακόμα και στις μέρες μας πάντα τελειώνεις ένα πανεπιστήμιο εδώ, λες «θα πάω να μάθω κάτι περισσότερο εκεί». Είσαι καλλιτέχνης εδώ; Θέλεις να γίνεις λίγο μεγαλύτερος εκεί. Όλα είναι σε μεγαλύτερη διάσταση, όπως είναι τα αυτοκίνητά τους και οι πίτσες τους, μεγάλα! Δηλαδή, η Αμερική έχει ένα μεγεθυντικό φακό πάνω της και είναι όλα μεγάλα, σε αντίθεση με την Ευρώπη που είναι σαν μπιμπελό, όλα είναι πιο μαζεμένα, πιο μικρό το οικόπεδο. Εκεί είναι απλωμένο. Λοιπόν, όταν πήγε ο παππούς εκεί, δεν έφυγε ποτέ απ’ το μυαλό του να επιστρέψει στη γυναίκα του. Δεν πήγαινε να δραπετεύσει απ’ τη χώρα. Πήγε να φτιάξει συνθήκες και να γυρίσει. Αυτό, λοιπόν, έκανε. Κάθισε 10 χρόνια στην Αμερική. Μάζεψε αυτά τα χρήματα που θεωρούσε ότι ήταν αρκετά με τραγικές συνθήκες και γύρισε στην Κεφαλονιά.
Να σας ρωτήσω, κύριε Βαγγέλη.
Ναι.
Το ταξίδι αυτό πώς κανονιζόταν τότε; Θυμάστε;
Τότε ζήταγε η Αμερική απ’ τις κυβερνήσεις τότε μετανάστες. Αυτοί που ενδιαφερόντουσαν, καταγραφόντουσαν κάπου και έλεγε «θα πάρουμε 20 ή ξέρω –‘γω 200 άτομα, 300». Και πηγαίναν οργανωμένα. Αυτό γινότανε και στις μέρες μου, δηλαδή το ’60 –εγώ γεννήθηκα το ’58– το ‘60 γινότανε με την Γερμανία. Ένα τεράστιο μέρος των κατοίκων της Βόρειας Ελλάδος μετανάστευσε στην Γερμανία μέσα από συνθήκες συνεργασίας που ‘κάναν τα κράτη
Ήταν κρατικές διαδικασίες.
Δηλαδή, έκανε το κράτος, έλεγε «θέλω μετανάστες». Και πήγαιναν. Η Βόρεια Ελλάδα σίγουρα. Αυτοί πηγαίνανε στην Γερμανία. Εξού και τα τραγούδια της μετανάστευσης του Καζαντζίδη που αναφέρονται κυρίως στην Γερμανία. Και στις στοές του Βελγίου. Το Βέλγιο, πριν αποκτήσει τη χλιδή του Ευρωκοινοβουλίου και όλο αυτό το να γίνει πρωτεύουσα της Ευρώπης, ήτανε γνωστό για τις θέσεις εργασίας που έδινε στα ορυχεία του.
Ναι.
Στις Στοές του Λυκείου λέγανε τα… δηλαδή, είναι δραματικές ιστορίες δημιουργίας με πόνο, με πολύ πόνο. Όπου πηγαίνανε Έλληνες, δεν ‘ξέραν τη γλώσσα, δεν μπορούσανε. Μένανε σε ειδικά γκέτο –με όση ευγένεια μπορεί να έχει αυτή η λέξη– δηλαδή, σε συνοικισμούς ειδικούς μένανε και δουλεύανε, κοιμόντουσαν και δουλεύανε, κοιμόντουσαν και δουλεύανε, δεν...
Έτσι ήταν και αυτά τα 10 χρόνια του δικού σας παππού;
Πολύ χειρότερα. Πολύ χειρότερα γιατί αυτά ήτανε τα… η Αμερική ήταν στο ξεκίνημά της τότε. Και σας λέω, έφτιαχνε τις πρώτες ράγες που το ενδοδίκτυο μέσα της χώρας, και μέσα από δάση, μέσα από ζούγκλες, μέσα από τραγικές καταστάσεις, δηλαδή. Ο πατέρας μου μού τα περιέγραφε αυτά, που τα ήξερε απ’ τον πατέρα του. Ήτανε, θα ‘λεγα, θα χαρακτήριζα, απίστευτες καταστάσεις, δηλαδή δεν μπορείς να το πιστέψεις. Γι’ αυτό και όταν πας στο μουσείο και δεις όλο αυτό το σκηνικό που ‘χει φωτογραφικό υλικό λες: «Όντως, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα». Υπάρχει και πάρα πολύ σχετική βιβλιογραφία πάνω σ’ αυτό το θέμα και έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και μένα με σημάδεψε αυτό. Δηλαδή, σ’ όλη μου τη ζωή αισθανόμουν σαν μέτοικος.
Ναι...
Δηλαδή, το κουβάλαγα, όλα αυτά που άκουγα. Και σε συνέχεια, αυτό που έζησα, βέβαια, σε πολύ πιο λάιτ ρυθμούς, όχι σε τέτοιες συνθήκες, τραγικά δύσκολες συνθήκες. Αυτοί, λοιπόν, όσοι πήγαν στην Αμερική τότε υπήρξανε 3 κατηγορίες: Η μία κατηγορία εγκαταστάθηκε και είναι –υποθέτω ότι σ’ αυτή την κατηγορία θα ‘ναι και οι γονείς των Ιταλών, γνωστών Ιταλών διάσημων σελέμπριτι σημερινών σκηνοθετών και ηθοποιών που ‘χουν ιταλική καταγωγή, από τον Ρόκι, πώς τον λένε, τον Σταλόνε μέχρι το… δε μου ‘ρχονται τώρα ονόματα Ιταλών που ‘χουν ιταλικής καταγωγής. Όλοι αυτοί έχουνε καταγωγή από κάποιους παππούδες που πήγαν εκεί, μείνανε και πολλοί άλλαξαν και τα επίθετά τους για να επιβιώσουν. Εγώ μάλιστα έχω συγγενή ο οποίος λέγεται Μηλιαρέσης και το Μηλιαρέσης το έκανε Μίλερ.
Αυτό που λέτε–
Για να μπορέσει να λειτουργήσει, γιατί έτσι το Μηλιαρέσης ακουγότανε πολύ δύσκολο. Μετά ακούς, λοιπόν, Μίλερ. Νομίζεις ότι το Μίλερ είναι καθαρά αγγλικό, αγγλοσαξονικό. Αλλά δεν λέω ότι είναι όλα τα Μίλερ έτσι. Μιλάω το Μίλερ που γνώρισα. Η καταγωγή ήταν Μηλιαρέσης–
Την επιβίωση τη λέτε λόγω ρατσισμού, ας πούμε, ή πρακτικών λόγων;
Όλα μαζί. Όλα μαζί έχουνε τη δικιά τους δυναμική. Δηλαδή, όταν –να τελειώσουμε την ενότητα του παππού– όταν ο παππούς... Τέλος πάντων, είχαμε, λοιπόν, τρεις κατηγορίες: Είπαμε η μία κατηγορία είναι αυτοί οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και είπαν ότι «εμείς εδώ δεν θα φύγουμε ποτέ από 'δω, η ζωή μας ξεκινάει από το σημείο μηδέν. Αυτό είναι το σημείο. Κόβουμε τις σχέσεις με συγγενείς, με αυτά». Γιατί η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη. Δεν υπήρχαν επαρκείς συνδέσεις, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε επικοινωνία. Έφευγες και τέλειωνες. Αυτή, λοιπόν, ήταν μία κατηγορία, που ήταν και η πιο εύκολη, με την έννοια ότι πού να πας και πώς να γυρίσεις. Αφού θυμάμαι, ακόμα στις μέρες μου, είχε πεθάνει ο παππούς μου –ο παππούς απ' την πλευρά της μητέρας μου– και η μητέρα μου το έμαθε αυτό στα σαράντα.
Πω, πω...
Έμαθε ότι είχε πεθάνει ο πατέρας της. Γιατί μέχρι να 'ρθει το γράμμα, είχανε φτάσει τα σαράντα. Δηλαδή, είναι τραγικές ιστορίες. Τότε, λοιπόν, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ήτανε αδύνατη η επικοινωνία, οπότε η μία λύση ήταν αυτή: Μένω γιατί δεν έχω πού να πάω και τι να... και αρχίζει η ζωή από ένα καινούριο παρακλάδι. Και αυτό πραγματικά πήγε πάρα πολύ καλά. Δηλαδή, οργανώθηκαν, εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν την Αμερική. Υπάρχει μια μικρότερη κατηγορία, αυτή που ήταν ο παππούς μου. Δηλαδή, πάω, δουλεύω ένα χρονικό διάστημα, μαζεύω ένα ποσό και γυρίζω στις ρίζες μου. Δεν θέλω να χάσω τις ρίζες μου, θέλω να τις κρατήσω, δεν θέλω να δημιουργήσω καινούριες ρίζες αλλού. Θέλω να γυρίσω στον τόπο μου και να ζήσω καλύτερα. Και υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, αυτοί που χάθηκαν. Πέθαναν, αρρώστησαν, σκοτώθηκαν. Αυτοί έσβησαν απ' τον χάρτη. Ο παππούς, λοιπόν, γύρισε στη γυναίκα του, την Ελισάβετ, και το πρώτο πράγμα που έκανε ήτανε να μεταφερθεί απ' το Πυργί στην Λειβαθώ. Η Λειβαθώ είναι μια άλλη περιοχή της Κεφαλονιάς που είναι δίπλα στη θάλασσα. Το «δίπλα στη θάλασσα» δεν έχει την έννοια που έχει σήμερα, δηλαδή το seaview και να απολαύσουμε, να δούμε. Είχε την πρακτική έννοια. Ότι τα εδάφη είναι εύφορα. Και ο παππούς αγόρασε με τα λεφτά που έφερε από την Αμερική εκτάσεις στη Λειβαθώ, για να φυτέψει, όχι να κάνει ξενοδοχεία. Για να φυτέψει. Και μάλιστα διάλεγε πλαγιές –δηλαδή η πλάγια να είναι αμφιθεατρικά η θάλασσα– για ποιον λόγο; Γιατί φύτευε αμπέλια και ντομάτες και όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία αυτά ποτιζόντουσαν με τη θαλάσσια αύρα. Δηλαδή, φύσαγε ο αέρας, γιατί δεν υπήρχανε υδρευτικά δίκτυα, και αυτό πότιζε όλα αυτά που έσπερνε, που έφτιαχνε. Ήταν δηλαδή πολύ... είχε μια βάση. Δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχει σήμερα, που λες «πάω, έχω θέα, βλέπω ωραίο...», καμία σχέση. Ήταν επιβίωση. Το όνειρο, λοιπόν, του κάθε ορεσίβιου θα έλεγα –όχι του κάθε, τέλος πάντων, των κάποιων που ενδιαφερόντουσαν– ήταν να πάνε σε πεδινά μέρη. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε ένα καινούριο παρακλάδι στην Λειβαθώ της Κεφαλονιάς γύρω στο 1925, και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, στη Λειβαθώ, ενώ τα αδέλφια του –είναι 4 αδέρφια– τα 2 μεγαλύτερα αδέρφια είχανε γεννηθεί στο Πυργί πριν φύγει ο παππούς. Άφησε, δηλαδή, τη γιαγιά και με 2 παιδιά. Και πήγε στην Αμερική.
Τα οποία τα είδε μετά από 10 χρόνια.
Τα οποία τα είδε μετά από 10 χρόνια, ναι, ναι.
Δεν είχε επιστρέψει στο ενδιάμεσο καθόλου;
Όχι, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Αυτή η δυνατότητα, ότι πάω δυο μέρες στη Νέα και γυρίζω, δεν υπάρχει αυτό. Πας, πας. Και επιστρέφεις, επιστρέφεις. Μόνο που ήτανε, σας είπα, νόμιμος μετανάστης. Δεν ήταν παράνομος. Το τονίζω αυτό γιατί θα σας πω για την παράνομη μετανάστευση αργότερα, την οποία έκανε ο πατέρας μου. Και το νόμιμο σημαίνει ότι είσαι κατεγραμμένος, γι' αυτό και υπάρχει κατεγραμμένος στο... Σίγουρα υπάρχουνε κι άλλοι μετανάστες, οι οποίοι, όμως, δεν είναι κατεγραμμένοι. Αυτοί δεν υπάρχουνε, εννοώ στο ερευνητικό στάδιο. Ξέρουμε ότι υπήρχανε, φεύγαν από καράβια, φεύγαν από... διάφορους τρόπους –κυρίως από καράβια. Και αυτό, όμως, του παππού ήτανε νόμιμο. Γύρισε, λοιπόν, οργανώθηκε στην Λειβαθώ. Και αυτό το κάνανε και άλλοι. Οπότε ξεκινάει ένα καινούριο παρακλάδι της οικογένειάς μου στην Λειβαθώ, με σκοπό να είναι σε εύφορα μέρη γιατί ασχολούντουσαν με τη γεωργία. Η ναυτιλία δεν υπήρχε ακόμα. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται σιγά σιγά η ναυτιλία.
Στην Κεφαλονιά;
Στην Ελλάδα. Που σήμερα είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Και μάλιστα το νησί έχει την τύχη να 'χει και εφοπλιστές, που σημαίνει ότι είχε ανθρώπους που 'χανε καράβια, τους Βεργωτή, Λυκιαρδόπουλοι, διάφορες οικογένειες. Αρκετές για έναν μικρό τόπο. Οι οποίοι είχαν καράβια, κι έτσι οι νησιώτες μπορούσαν να ταξιδέψουν, να δουλέψουν δηλαδή, ήταν το πλήρωμα, και το θέλανε κιόλας εκείνη την εποχή. Θέλαν τα πληρώματα. Τώρα πάμε σε άλλη εικόνα, αλλά να ολοκληρώσουμε τη μία, να κλείσουμε με εικόνες αυτή τη μικρή ιστορία. Και μια και φτάνουμε λίγο πολύ, έτσι προχωράμε και –βλέπετε στην ηλικία των 65 κανείς παθαίνει flash, θυμάται λίγα λίγα. Αισθάνομαι μια ηθική υποχρέωση να αναφερθώ στο Ίδρυμα Νιάρχου, γιατί το Ίδρυμα Νιάρχου εγώ προσωπικά το συνάντησα 3 φορές στη ζωή μου. Η μια φορά ήτανε την οικογένεια Νιάρχου απ' τον πατέρα μου, ο οποίος ταξίδευε στα καράβια του Νιάρχου και πάντα έλεγε –μάλιστα νομίζω «Δημοσθένης» λεγόταν το καράβι– ήτανε πλήρωμα στα καράβια. Εκεί βρήκε να μπαρκάρει. Έτσι λέγεται, μπάρκο λεγότανε. Και αυτή, λοιπόν, είναι η μία. Και είχε πάντα τις καλύτερες εντυπώσεις. Δηλαδή, του άρεσε πάρα πολύ και αυτό. Έτσι άκουγα τον Νιάρχο στην οικογένεια, έτσι το άκουσα. Το δεύτερο είναι όταν ήμουνα διοικητής στο Νοσοκομείο Μαντζαβινάτειο του Ληξουρίου και κάναμε τα χαρτιά μας για να κάνουμε μια επέκταση του νοσοκομείου και ανταποκρίθηκε το ίδρυμα, το οποίο ήταν μια τεράστια δωρεά για τα δεδομένα της Κεφαλονιάς. Για να γίνει μια μικρή παιδιατρική κλινική που θα μπορούνε να φροντίζουν τα παιδιά. Και εικονογραφήθηκε μέσα, είναι πάρα πολύ ωραία. Και το τρίτο είναι αυτό, μέσω του Ιδρύματος, που υπάρχει τώρα, που το απολαμβάνουμε όλοι στις μέρες μας, που είναι ένας πρωταγωνιστικός φορέας πολιτισμού μαζί με το Ωνάσειο, αλλά κυρίως θα έλεγα σε αυτή τη φάση το... πάντα αυτός ο ανταγωνισμός που υπήρχε μεταξύ Νιάρχου Ωνάση –νομίζω, πρώτα ξεκίνησε το Ωνάσειο Θεραπευτικό κέντρο, το οποίο ήταν το πρώτο έτσι για τον κόσμο. Και τέλος πάντων, αυτή τη στιγμή θα λέγαμε, στο μυαλό μου έτσι, ότι οι [00:20:00]δύο παράγοντες, βασικοί παράγοντες του πολιτισμού, είναι το Νιάρχος, το Ίδρυμα Νιάρχου και το Ωνάσειο. Όπως και να 'χει, κλείνουμε, λοιπόν, αυτή την παρένθεση με την οικογένεια Νιάρχου. Και θέλω να υπάρχει η ευγνωμοσύνη μου, να καταγραφεί και η ευγνωμοσύνη μου προς την οικογένεια αυτή που ακόμα δίνει τόσα πολλά στον τόπο. Τότε, λοιπόν, ο παππούς. Α, φτάνουμε, λοιπόν, ο παππούς οργανώνει τη ζωή του. Η ζωή, όμως, στην Λειβαθώ, η γεωργική ζωή, όπως μπορείτε να φανταστείτε, ήταν πάντα μια δύσκολη ζωή. Ήτανε θα έλεγα και παραμένει μια δύσκολη ζωή. Βλέπετε κάνουνε, φυτεύουνε πράγματα, ένας καιρός φτάνει και τα διαλύει όλα. Γι' αυτό ό,τι επιδοτήσεις και ό,τι να γίνει, πάντα θα' ναι, είναι ένα high risk, μία high risk κατάσταση επιβίωσης. Οπότε ο πατέρας μου, φυσικά, δεν του άρεσε να κάνει τον γεωργό. Όλη μέρα δουλεύανε στη γη. Και σαν νέος –ο παππούς έκλεισε την ενότητά του, πήγε, έκανε τα δικά του, μάζεψε τα αυτά, έκανε τη μεταφορά. Δηλαδή, το μεγάλο έργο του παππού ήτανε, μεταφέρθηκε από το Πυργί στην Λειβαθώ και έφτιαξε συνθήκες επιβίωσης καλλιεργώντας τη γη. Έφτιαξε το σπίτι του. Λειτουργούσαν όμορφα.
Ο μπαμπάς, όμως, ήθελε να φύγει. Ήθελε να βελτιώσει τη ζωή του. Δεν ήθελε να 'χει τη ζωή του γεωργού στο νησί. Αυτό, λοιπόν, μπορούσε να γίνει με έναν τρόπο τότε: να μπαρκάρει στα καράβια. Να φύγει, δηλαδή, στα καράβια και να δουλέψει εκεί. Πράγμα το οποίο έκανε. Αυτό το κάνανε σχεδόν όλοι οι Κεφαλονίτες. Δηλαδή, δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει ναυτικούς στο νησί. Όλοι ταξιδεύανε. Είτε με τα καράβια της Κεφαλονιάς, δηλαδή των Κεφαλλήνων, είτε με τα καράβια άλλων εταιρειών. Ο μπαμπάς ταξίδευε με του Νιάρχου. Όπου έβρισκε, δηλαδή, ο καθένας. Τότε αναπτυσσόταν η ναυτιλία. Η ναυτιλία πάλι είναι ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο της χώρας μας, γιατί αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι πήγανε και ταξίδεψαν... έχουμε δύο κατηγορίες: Έχουμε τα ανώτερα πληρώματα κι έχουμε και το πλήρωμα, το οποίο, κυρίως τα κατώτερα πληρώματα. Γιατί ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ιδιαίτερα προσόντα, αλλά δούλευαν στο καράβι και εμπειρικά, όχι μόνο περνάγανε, ζούσανε, αλλά βγάζαν λεφτά, στέλναν στις οικογένειές τους. Και οι ίδιοι βλέπαν τον κόσμο. Αυτό, λοιπόν, ανοίγει τον ορίζοντα. Πάρα πολύ. Γι' αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δηλαδή, έβλεπες ανθρώπους –συνάντησα εγώ και υποθέτω ότι συνάνταγε πάρα πολύς κόσμος, παππούδες σημερινούς, σαν εμένα, δηλαδή– οι οποίοι είχανε γυρίσει όλον τον κόσμο, ως ναυτικοί. Βέβαια, στο λιμάνι πηγαίνανε, δεν ψάχνανε τα μουσεία της περιοχής. Αυτό, όμως, δεν μειώνει την εικόνα. Και βλέπανε. Οπότε το μυαλό τους άνοιγε. Και αυτό που βλέπαν το φέρναν στο σπίτι τους, δηλαδή ένα μπιμπελό, θα φτιάχνανε το σπίτι τους λίγο διαφορετικό, θα λέγανε κάτι περισσότερο. Άνοιγε το μυαλό τους. Το ταξίδι, γενικά η φυγή, για να ξεκινήσουμε από εκεί, μέχρι τις μέρες μας, βασικό στοιχείο μόρφωσης είναι να αλλάζεις παραστάσεις. Δηλαδή, αν είμαι σ' αυτό το δωμάτιο εδώ, το ωραιότερο δωμάτιο του κόσμου να είναι, εάν δε βγούμε από αυτό το δωμάτιο, μετά από λίγο θα γίνουμε μια αράχνη. Στο άλλο δωμάτιο να πάω, στη βεράντα να βγω, σε μια άλλη χώρα να πάω, οτιδήποτε να κάνω, να φύγω για να δω. Αυτό είναι το βασικό. Αυτή είναι... Δεν ξέρω αν την έχουνε όλοι αυτή την ανάγκη, εγώ την έχω πάρα πολύ και πιστεύω την έχουν αρκετοί, ίσως οι περισσότεροι. Το πρόβλημα ξεκινάει στο αν τολμήσεις να το κάνεις. Ο παππούς, λοιπόν, τόλμησε. Και το έκανε. Ο μπαμπάς τόλμησε. Πήγε, λοιπόν, στο καράβι και δούλευε με συνθήκες πάρα πολύ δύσκολες. Δεν ήταν, δηλαδή, μια ρομαντική ιστορία. Αλλά τουλάχιστον για την Κεφαλονιά, τα πληρώματα ήτανε, είχανε ένα στοιχείο που τους έδενε: ήτανε απ' την ίδια περιοχή. Ήτανε, δηλαδή, γεμάτο Κεφαλονίτες το καράβι. Οπότε αυτό τους μετέφερε νοερά στο σπίτι τους. Ήτανε μεν, ξέρω 'γω, στην Ινδονησία ή στην Ιαπωνία ή οπουδήποτε αλλού, αλλά ήτανε και η παρέα τους. Οπότε τραγουδάγανε, γελάγανε. Είχανε το ίδιο σημείο εκκίνησης. Το λέω αυτό γιατί στα σημερινά πληρώματα –δεν γνωρίζω ιδιαίτερα– αλλά από το λίγο που γνωρίζω, είναι κυρίως αλλοδαποί από χώρες που 'χουνε δυσκολίες εκείνη την... στις σημερινές συνθήκες. Δυστυχώς, πάντα υπάρχουν δυσκολίες. Τα πληρώματα δηλαδή είναι ασύνδετα. Και αυτό δημιουργεί... Έχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά δεν έχουν το συναισθηματικό που είναι πολύ σημαντικό πράγμα.
Τι σας έλεγε γι' αυτό ο μπαμπάς σας;
Ο μπαμπάς, λοιπόν, με μεγάλωσε λέγοντάς μου ιστορίες απ' τα καράβια. Αυτές οι ιστορίες για μένα ήταν μαγικές. Μου περιέγραφε μέρη που επισκεπτότανε, μου περιέγραφε συνθήκες στη θάλασσα με θαλασσοταραχή, μου έλεγε ότι... θυμάμαι έτσι χαρακτηριστικά ότι όταν πέφταν σε θαλασσοταραχή, το καράβι βούταγε –εγώ ήμουνα μικρός, βέβαια, και τα φανταζόμουν αυτά τα πράγματα– βούταγε μέσα βαθιά και νόμιζαν ότι δεν θα σηκωθεί ποτέ το καράβι. Και μετά ερχόταν το άλλο κύμα και ανέβαινε το καράβι σαν να ανεβαίνει βουνό. Και ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε για να φτάσει στο επόμενο κύμα. Τώρα μιλάμε στον Ατλαντικό, στον Ινδικό, στον Ειρηνικό Ωκεανό. Γιατί και οι μετεωρολογικές συνθήκες τότε, δεν είχανε τα σημερινά, δεν γνωρίζανε. Δηλαδή, βλέπανε με τα άστρα και βγάζανε τους καιρούς και όλα αυτά τα πράγματα. Και μάλιστα, όταν το καράβι έφτανε, λέει, και δεν προλάβαινε να κατέβει, πολλές φορές έσπαγε το καράβι και είχαμε πολλά ναυάγια στο... αυτό το χωριό, το οποίο έφτιαξα το σπίτι μας στα Μεταξάτα, ένα καράβι, το «Μαργαρίτα», το οποίο ήταν γεμάτο από κατοίκους του χωριού, είχε ναυάγιο. Πνίγηκαν όλοι. Υπάρχει σήμερα, δηλαδή, αν πάτε στα Μεταξάτα, στην εκκλησία, υπάρχει μια πινακίδα που λέει ότι από το χωριό αυτό πνίγηκαν όλοι. Και όταν εγώ ήρθα στην Κεφαλονιά τότε ήταν, φόραγαν μαύρα οι γυναίκες και ήταν από αυτό το πράγμα. Δηλαδή, είναι τραγικά, είναι τραγικό, αυτή είναι η ουσία. Δηλαδή, ο τίτλος είναι «Τραγική Περίοδος». Αλλά αυτή η τραγική περίοδος είχε και στοιχεία θετικά. Λοιπόν, ο μπαμπάς είχε ήδη παντρευτεί και φυσικά ήθελε και αυτός –γι' αυτό σας είπα ότι όλα είναι τελικά είναι μια ιστορία αγάπης– ήθελε να επιστρέψει στη γυναίκα του. Δηλαδή, καταλάβαινε ότι θα πρέπει να φτιάξει καλύτερες συνθήκες της ζωής του, αλλά δεν θα πρέπει να 'ναι μακριά από τη γυναίκα του. Τότε, λοιπόν –μιλάμε τώρα για το 1950– ήτανε, γίνανε καταστροφικοί σεισμοί στην Κεφαλονιά. Το νησί εξαφανίστηκε στην κυριολεξία. Δηλαδή, διαλύθηκαν τα πάντα. Δεν υπήρχαν τότε και αντισεισμικοί κανονισμοί. Μάλιστα, η Κεφαλονιά ήτανε, οι σεισμοί του '53 ήταν η αφορμή να φτιαχτεί ο αντισεισμικός κώδικας για την έγερση κτιρίων κατασκευαστικά, ώστε να γίνονται πιο ισχυρά τα κτίρια. Πράγμα το οποίο έγινε. Και αυτό έχει βοηθήσει πάρα πολύ τα κτίρια να 'χουν αντοχή. Τότε δοκιμάστηκε πάρα πολύ το νησί, έπεσε το νησί, ισοπεδώθηκε. Ήταν τεράστια η καταστροφή με πάρα πολλά θύματα.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον σεισμό. Η μαμά σας ήταν εκεί στο σεισμό.
Η μαμά ήταν εκεί, ναι, η μαμά ήταν εκεί. Ο σεισμός έγινε το '53, εγώ γεννήθηκα το '58, δηλαδή άκουγα τις διηγήσεις. Καταστράφηκαν τα πάντα. Δηλαδή, βρέθηκαν αυτοί που ήταν στο νησί –είχαμε και απ' τη δικιά μου οικογένεια ανθρώπους που σκοτώθηκαν, πλακώθηκαν στα συντρίμμια του σεισμού. Το νησί έφτασε πραγματικά στο σημείο μηδέν. Δηλαδή, εκεί πλέον ήτανε... ακόμα και αυτοί οι λίγοι που 'χανε μείνει στο νησί, φύγανε. Δεν μπορούσαν πλέον να ζήσουνε, δεν μπορούσε. Ήτανε μια τραγωδία για το νησί. Βέβαια, σε αυτό θα πω, θα αναφέρω την οικογένεια Βεργωτή, η οποία η οικογένεια Βεργωτή είναι οικογένεια εφοπλιστών. Έκαναν δώρο στο χωριό τους, στα Κουρκουμελάτα, σε όλο το χωριό. Μάλιστα, θυμάμαι την ιστορία αυτή, ότι ειδοποιήθηκε, λέει, ο Γιώργος ο Βεργωτής στο εφοπλιστικό του γραφείο ότι έγινε ο σεισμός και το χωριό καταστράφηκε και αυτός είπε ότι «μη σας στενοχωρεί, θα το φτιάξουμε καλύτερο». Και έστειλε ένα τηλεγράφημα στο χωριό και είπε αυτό. Το είπε και το έκανε. Και όχι μόνο το είπε και το έκανε, αλλά έκανε έναν οικισμό που ακτινοβολεί ακόμα. Δηλαδή, καμιά φορά δεν είναι το να κάνεις ένα δώρο, αλλά είναι πώς το κάνεις το δώρο. Το 'κανε με τόσο βαθιά αγάπη, έφερε τους καλύτερους αρχιτέκτονες, έφερε τα καλύτερα κατασκευαστικά γραφεία και έφτιαξε έναν οικισμό που ακτινοβολεί στην κυριολεξία, εκείνη την εποχή φανταστείτε. Ακόμα ακτινοβολεί. Και το οποίο είχε στάδιο, είχε υγειονομικό κέντρο, είχε συσσίτιο. Ένας εκπληκτικός οικισμός, δώρο σ' όλους τους κατοίκους. Την εποχή που δεν είχανε ρεύμα, ας πούμε, αυτοί είχανε ρεύμα. Το χωριό αυτό συνορεύει, υπάρχουν τρία χωριά συνεχόμενα: τα Μεταξάτα, που σας είπα την τραγωδία με το «Μαργαρίτα», τα Κουρκουμελάτα, το οποίο έγινε ο οικισμός λόγω του σεισμού και τα Καλλιγάτα, το χωριό στο οποίο ζω, που γεννήθηκα και γεννήθηκε ο πατέρας μου, είναι ένας οικισμός. Λέγεται «Κοινότητα Μεταξάτων» αυτή. Για μένα, η Κεφαλονιά είναι αυτός ο οικισμός. Δηλαδή, όλη μου η ζωή ήταν αυτός ο οικισμός. Στα Μεταξάτα έφτιαξα το σπίτι μου, τα Κουρκουμελάτα με ενέπνευσαν για να επιστρέψω στο νησί, γι’ αυτές τις πολύ ωραίες εικόνες, τύπου Ελβετίας. Και λέω: «Αμάν, εδώ, εδώ είμαστε». Όταν είδα αυτή την αρμονία, αυτή την ομορφιά του οικισμού με επηρέασε τόσο, που υπάρχει ένα πνευματικό κέντρο, το οποίο κλειστό το βλέπεις. Είναι μια σμίκρυνση του αρχαιολογικού μουσείου κτιριακά και ακτινοβολεί. Ναι, είναι φάρος πολιτισμού, και σαν κτίριο. Και κάθε φορά που περνάω 50 φορές την ημέρα από εκεί, μόνο και μόνο για να βλέπω και να ξαναβλέπω και να λέω: «Θεέ μου, τι είναι αυτά τα πράγματα; [00:30:00]Πόσο όμορφα είναι; Οι κήποι, τα πεζοδρόμια, το κέντρο, να καθίσεις να πιεις τον καφέ». Δηλαδή, είναι πάρα πολύ όμορφα και το συστήνω, αν ακούσει κάποιος αυτή την κουβέντα που λέμε, να επισκεφτεί το νησί μας και να απολαύσει τα Κουρκουμελάτα. Λοιπόν. Κάνοντας, λοιπόν, αυτή τη... Αυτά έγιναν με τον σεισμό. Αυτό, όμως, αφορούσε τα Κουρκουμελάτα, δεν αφορούσε τα Καλλιγάτα. Οι κάτοικοι των Καλλιγάτων, ας πούμε, είχανε τεράστιο θέμα, όπως και όλο το νησί. Οπότε, ετέθηκε θέμα «τι γίνεται τώρα;». Εκεί, λοιπόν, ο μπαμπάς έκανε την υπέρβαση και έφυγε παράνομος, ως παράνομος μετανάστης, από το καράβι στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Δηλαδή, το καράβι έφτασε στην Μελβούρνη –αυτό ήταν κάτι συχνό που γινότανε, δηλαδή ο τρόπος για να φύγουν κάποιοι και να οργανωθούνε στην Αμερική, στον Καναδά, κυρίως σε Αμερική και Καναδά και Αυστραλία ήταν αυτός. Δηλαδή, πήγαινε το καράβι για να πάρει εμπόρευμα δηλαδή, και έφευγε από το πλοίο κάποιος απ' το πλήρωμα. Μάλιστα, μου 'λεγε ο πατέρας μου ότι ο καπετάνιος κράταγε τα διαβατήρια, ναι, τα διαβατήρια –τα φυλλάδια, τα φυλλάδια, έτσι λέγεται– για να μην φύγει κανείς. Αλλά φεύγανε παράνομα γιατί, άμα θες να φύγεις, τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει. Και μετά οργανωνόντουσαν. Πώς και τι θα σας πω.
Δηλαδή για να καταλάβω. Πήγαινε κάποιος να δουλέψει στο πλήρωμα του καραβιού και όταν...
Πήγαινε στο πλοίο, ναι. Δηλωνότανε στο πλήρωμα. Δούλευε κανονικά και, όταν το καράβι έφτανε στην Νέα Υόρκη, ας πούμε, ή στην Μελβούρνη ή οπουδήποτε που θεωρούσε αυτός ότι «εδώ, εδώ έχουμε μέλλον», έφευγε. Έλεγε «πάω να πάρω τσιγάρα» και δε γύρναγε ποτέ. Ερχόταν η στιγμή να φύγει το καράβι. Θα περιμένει το πλοίο; Δεν θα το κάνει αυτό ποτέ. Οπότε έφευγε το καράβι. Αυτός έμενε εκεί ως παράνομος. Τι γινόταν τότε; Οι περισσότεροι, μάλλον όλοι, χανόντουσαν λίγο. Πηγαίνανε πιο βαθιά μέσα να μην τους βρούνε εύκολα, γιατί τους κυνηγούσε η αστυνομία. Βέβαια, δεν ήτανε criminal στοιχεία. Δεν ήτανε άνθρωποι εγκληματίες. Οπότε ξεκινάμε με ένα καλό, ότι βγαίνω στη χώρα, αλλά δεν βγαίνω για να σκοτώσω, δεν βγαίνω για να κλέψω. Βγαίνω για να επιζήσω. Πώς θα επιζήσω; Θα πάω να δουλέψω. Τι θα δουλέψω; Τη δουλειά που δεν κάνουν οι ντόπιοι. Τι δουλειά δεν κάνουν οι ντόπιοι; Την πιο δύσκολη δουλειά. Τι είναι αυτή; Στο ζαχαροκάλαμο, ξέρω 'γω, να κόβω, να ανοίγω δρόμο στη ζούγκλα, να ανοίγω πηγάδια, δεν ξέρω τι ήταν αυτό το πράγμα. Να δουλεύω σε ένα μαγαζί στην Αλάσκα. Να πάω κάπου που δεν πάνε οι ντόπιοι, αλλά πρέπει η ζωή να γίνει. Μ' αυτές τις τρύπες, λοιπόν, γέμισε και αναπτύχθηκαν και αυτοί οι τόποι. Αυτό, λοιπόν, ήταν ο μπαμπάς στην Μελβούρνη. Όταν έφτασε στην Μελβούρνη, σκέφτηκε ότι η Μελβούρνη, επειδή ήτανε αναπτυσσόμενη η Αυστραλία σε εκείνη την εποχή, δεν ήθελε να πάει στην Αμερική. Στην Αμερική είχανε γίνει και πιο αυστηροί οι νόμοι, εν τω μεταξύ, γιατί πρώτα ήταν η Αμερική και μετά ο Καναδάς και μετά η Αυστραλία, θα έλεγα. Ήταν η τρίτη επιλογή η Αυστραλία απ’ ό,τι μου 'λεγε ο μπαμπάς. Στην Αμερική, λοιπόν, γίνανε πιο αυστηροί νόμοι, γιατί όσο το κράτος δημιουργούτο, έβαζε πιο αυστηρούς τους νόμους. Όσο το κράτος ήτανε ότι «σε έχω ανάγκη», χαλάρωνε λίγο. Στην Αυστραλία, λοιπόν, που υπήρχε μεγάλη ανάγκη για να αναπτυχθεί –ήτανε και στο... κοινοπολιτεία τότε, κατ' ουσίαν βρετανική αποικία ήταν η Αυστραλία. Οι Βρετανοί είχαν αποικίες στην Ινδία, που το ενδιαφέρον είναι μόνο πολιτιστικό, γιατί οι συνθήκες διαβίωσης ήτανε και είναι λίγο δύσκολες. Οπότε δεν ήταν σημείο μετανάστευσης. Ο μετανάστης πήγαινε εκεί που θεωρούσε ότι μπορεί να αναπτυχθεί. Δηλαδή, κάπου καλύτερα από αυτό που έχω. Τι έχω; Ταξιδεύω με ένα καράβι στον Ατλαντικό και από στιγμή σε στιγμή θα ναυαγήσει το καράβι. Μπορώ, λοιπόν, να κάνω κάτι καλύτερο. Βγήκε, λοιπόν, στην Μελβούρνη. Υπήρχανε κι άλλοι πιο παλιοί, οπότε υπήρχε ένα... κάποιος να βοηθήσει λίγο, ένας γνωστός, κάτι. Δηλαδή, υπήρχε ένα νήμα επικοινωνίας. Δεν ήταν ακριβώς ξένοι ξένοι. Οι ξένοι ξένοι ήταν η πρώτη φουρνιά, δηλαδή αυτή του παππού. Αυτοί του παππού, που μείνανε στην Αυστραλία, πήγανε στα... αυτοί ήταν οι πρώτοι που φτιάξανε τα νήματα, τα νήματα επικοινωνίας. Δηλαδή, πάω αλλά ξέρω τον τάδε. Αυτός θα με συστήσει, θα εγγυηθεί, με ξέρει απ' το χωριό, με ξέρει απ' το νησί, είναι Έλληνας. Όλο αυτό, λοιπόν, δημιουργούσε μια συνθήκη που μπορείς να πατήσεις πάνω και να αναπτυχθείς. Έφυγε, λοιπόν, ο μπαμπάς ως παράνομος μετανάστης στην Μελβούρνη με το σκεπτικό να ζήσει. Ο μπαμπάς δεν ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ήθελε να ζήσει στην Αυστραλία. Με την οικογένειά του. Δηλαδή, να φτιάξει αυτό και να 'ρθει η μητέρα μου στην Μελβούρνη και να οργανωθεί εκεί ένα καινούργιο... αυτό γινόταν εκείνη την εποχή. Λοιπόν, κάλεσε τη μαμά, η μαμά ήρθε. Πήγε, λοιπόν, στην Αυστραλία. Δούλεψε σε διάφορες παράνομες δουλειές, δύσκολες, αλλά η αστυνομία έδινε, έδινε... Είχε έναν νόμο τότε που έλεγε ότι «όσοι παράνομοι –γιατί ήταν αρκετοί– βγαίνουν, να 'ρθουν και να δηλωθούν. Και θα τους παρακολουθούμε». Δηλαδή, με ποια έννοια θα τους παρακολουθούμε; Θα πηγαίνεις κάθε 10 μέρες στην αστυνομία και θα λες: «Είμαι εδώ, δουλεύω εκεί» και, αν είσαι καλός, θα σου δώσουμε την...
Υπηκοότητα;
Άδεια παραμονής και τέτοια, και μετά έγινε υπηκοότητα. Και οι δύο γονείς μου είναι Αυστραλοί υπήκοοι. Τώρα έχουν κλείσει τα μάτια τους. Ήτανε. Που σημαίνει ότι πήγε καλά αυτό το κομμάτι. Ήταν, δηλαδή, οργανωμένο το κράτος. Οργανωνότανε σε καλή κατεύθυνση. Σου λέει σε έχω ανάγκη, αλλά δεν θα σε αφήσω να κάνεις ό,τι θέλεις. Θέλω να έχω μία επικοινωνία μαζί σου. Να ξέρω ότι δεν θα κλέψεις, δεν θα δημιουργήσεις συνθήκες criminal. Και ο μπαμπάς, λοιπόν, οργανώθηκε στην Μελβούρνη, πήγε στην αστυνομία, όλα εντάξει. Δούλεψε στο «General Motors», στο εργοστάσιο. Τεράστιο εργοστάσιο ήταν τότε. Φτιάχνανε εκεί τα αυτοκίνητα. Και θέλανε εργατικό δυναμικό. Και έκανε πρόσκληση. Είπε ότι «εγώ, εντάξει, τακτοποιήθηκα, αλλά θέλω να 'χω και τη γυναίκα μου εδώ, γιατί έχουνε γίνει σεισμοί, είναι δύσκολα. Θέλω να ζήσω εδώ στην Αυστραλία ως Αυστραλός». Βέβαια, αν αλλάζαμε το επίθετο Κεκάτος, θα γινόταν Κέικ, το οποίο θα 'τανε έτσι πολύ γλυκό! Και βλέπεις πώς ενώνονται όλα. Λοιπόν, γιατί αλλάζαν και τα επίθετά τους, για να 'χουν ένα στοιχείο προσαρμογής πιο εύκολο. Να μη φαίνεται απ' το επίθετο ότι είσαι ξένος. Σας ανέφερα προηγουμένως το παράδειγμα του Μηλιαρέση γιατί είναι ένα χτυπητό. Το Μηλιαρέσης είναι ένα ελληνικό όνομα. Το Μίλερ είναι ένα εγγλέζικο όνομα. Λοιπόν, στη δεύτερη γενιά το Μίλερ είναι ένα καθαρά αμερικάνικο, αυστραλέζικο, δεν φαίνεται, αλλά όλα έχουν μια βάση. Λοιπόν, από πού ξεκινάς. Γι' αυτό είναι ωραίο να ξέρεις τις ρίζες σου. Είναι όμορφο αυτό. Να γνωρίζεις πώς, πώς βρέθηκες, από πού βρέθηκες, τι έγινε, τι υπάρχει στην οικογένεια; Και ο μπαμπάς, λοιπόν, ήθελε να κάνει αυτό το παρακλάδι. Η μαμά ήρθε αεροπορικώς εκείνη την εποχή, ήταν απ' τις πρώτες πτήσεις. Γιατί ήθελε να προσφέρει στη γυναίκα του. Φανταστείτε τώρα ένα αεροπορικό εισιτήριο ήτανε να δουλεύεις 3 μήνες για να το να το βγάλεις! Να προσφέρει συνθήκες, διότι καταλάβαινε ο μπαμπάς ότι δεν θα άρεσε η Αυστραλία στη μαμά. Το αισθανόταν αυτό.
Γιατί;
Ότι... Γιατί, ξέρετε, υπάρχουνε 2 κατηγορίες ανθρώπων: υπάρχει μία κατηγορία που λέει «όπου γης και πατρίς». Δηλαδή, φεύγω τώρα, πάω στην Αλάσκα και λέω «εδώ είναι το σπίτι μου». Εγώ ανήκω σ' αυτήν την κατηγορία. Το έζησα στη Γερμανία αυτό, που βρήκα πολύ καλές συνθήκες μετεκπαίδευσης και επιβίωσης. Άλλοι σου λένε «δεν φεύγω από τη χώρα μου, δεν φεύγω γιατί θέλω να πίνω το ουζάκι μου, θέλω να βλέπω τον ξαδέρφο μου, θέλω να βλέπω τον φίλο μου». Δηλαδή, υπάρχει ένα συναισθηματικό πλαίσιο ελληνικό, το οποίο λειτουργεί πάρα πολύ. Και είναι όμορφο. Και ένα άλλο μοντέλο που λέει «εντάξει όλα αυτά, αλλά εγώ θέλω να 'χω ένα καλύτερο αυτοκίνητο, θέλω να 'χω μια καλύτερη καριέρα, θέλω να ταξιδεύω περισσότερο, θέλω να δω κι άλλα πράγματα, δηλαδή έχω περισσότερες ανάγκες. Δεν καλύπτονται οι ανάγκες μου με το να πίνω ένα ούζο μόνο και να 'χω έναν χαμηλό μισθό. Προτιμώ να 'χω ένα μεγαλύτερο μισθό, να μην έχω το ούζο, να κρυώνω όλη μέρα γιατί ζω, ξέρω 'γω, κάπου στην Βόρεια Ευρώπη, αλλά θα πάρω το αυτοκίνητό μου και θα πάω στο Παρίσι ένα σαββατοκύριακο, αντί να πάω στην Λούτσα». Λέω ένα μικρό παράδειγμα. Λοιπόν, ο μπαμπάς ήταν της κατηγορίας να μείνουμε εδώ που θα 'χουμε τη μονοκατοικία μας, που θα βγάλουμε περισσότερα λεφτά και θα ζήσουμε σε ένα ωραίο φυσικό περιβάλλον. Ήταν πολύ ωραία χώρα η Αυστραλία και ειδικά η Μελβούρνη. Η μαμά ήταν Κεφαλονίτισσα βέρα. Δεν ήθελε να φύγει. Ακολούθησε, λοιπόν, τον έρωτά της, πήγε στην Αυστραλία και για να διευκολύνει ο μπαμπάς αυτό, έκανε το τρικ του αεροπορικού εισιτηρίου. Λέει «θα τη φέρω αεροπορικώς». Τότε για να ταξιδέψεις εκείνη την εποχή αεροπορικώς ήτανε... μόνο οι βαθύπλουτοι ταξιδεύανε. Γινόταν ένα ταξίδι, ξέρω 'γω, τον μήνα. Το αεροπλάνο σταμάταγε δυο-τρεις μέρες στην Κωνσταντινούπολη, άλλες δυο μέρες στην Σιγκαπούρη, για να φτάσει στην Αυστραλία. Λοιπόν, ήρθε αεροπορικώς και –αυτό το λέω γιατί πάντα στους καβγάδες τους της το 'λεγε: «Εγώ που σ' έφερα!». Δηλαδή, ο μπαμπάς το θεωρούσε ότι ήτανε η υπέρβασή του, την οποία θα τη χτυπάει σε κάθε δύσκολη στιγμή. Υπάρχουν, όμως, πάντα υπάρχει η πραγματικότητα, η αλήθεια δηλαδή. Η αλήθεια είναι ότι ο μπαμπάς ήθελε την Αυστραλία, η μαμά δεν την ήθελε την Αυστραλία. Όταν έφτασε, λοιπόν, η μαμά στην Αυστραλία, δεν της άρεσε το αγγλοσαξονικό μοντέλο. Λέει: «Κοίταξε, θα κάτσουμε λίγο, θα μαζέψουμε λεφτά και θα φύγουμε». Δηλαδή, το μοντέλο του παππού. Ο μπαμπάς δεν το 'θελε αυτό. Αυτό, λοιπόν, ήταν το πρώτο σημείο τριβής του ζευγαριού. Σε καλύτερες συνθήκες από ό,τι του παππού, αλλά ήταν σημείο τριβής. Έπειτα υπάρχει και ένα άλλο γεγονός, ότι ο παππούς έμενε σε καταγώγια, γιατί δεν είχανε συνθήκες, μένανε... στα χωράφια κοιμόντουσαν. Ο μπαμπάς έμενε σ' ένα δωμάτιο. Δηλαδή, μετανάστες που πήγανε είτε οργανωμένα μετά –γιατί μετά ξεκίνησε επίσημη μετανάστευση, δηλαδή στην Αυστραλία έχουνε ανάγκη από [00:40:00]κόσμο και πηγαίνανε επίσημα μετανάστες– είτε οι παράνομοι, που ήτανε το προστάδιο. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσανε δύσκολα. Δηλαδή, σε ένα βικτωριανό σπίτι, μια βικτωριανή μονοκατοικία που την είχε κάποιος, είχε 20 δωμάτια; Μένανε 20 οικογένειες. Καταλαβαίνετε λοιπόν, καταλαβαίνετε ότι οι συνθήκες ήταν δύσκολες.
Εγώ, τώρα φτάνουμε στο σημείο που λέω αυτά τα οποία έζησα εγώ, όχι αυτά που μου είπε κάποιος, ο πατέρας μου ή ο παππούς μου. Αρχίζει, λοιπόν... εγώ γεννιέμαι σ' ένα τέτοιο δωμάτιο. Δηλαδή, σ' έναν οικισμό που όλο το σπίτι, όλη η μονοκατοικία είχε πολλές οικογένειες.
Ελληνικές οικογένειες όλες;
Ελληνικές οικογένειες, ναι. Υπήρχε μια ομογένεια όμως. Δηλαδή, ήτανε Έλληνες. Γιατί συνήθως ένας Έλληνας αγόραζε το σπίτι –ήταν πιο παλιός, είχε λεφτά– αγόραζε, λοιπόν, ένα σπίτι και το μετέτρεπε σε heim, που λένε, δηλαδή σε χώρο που θα κοιμούνται, δηλαδή κάθε δωμάτιο έμενε μία οικογένεια. Καταλαβαίνετε τι δυσκολία, πόσο δύσκολο είναι αυτό το... Κάτι που ακούγεται σήμερα, ότι –και γίνεται σήμερα από κάποιους λαούς, ακόμα και στην Αθήνα γίνεται από κάποια μέρη του τρίτου κόσμου που είναι στην Ελλάδα και ζούνε, γιατί γι' αυτούς η Ελλάδα είναι καλύτερη απ' τη δική τους χώρα. Τότε, λοιπόν, γινόταν αυτό με την Ελλάδα. Δηλαδή, το μοίραζε και μένανε στο δωμάτιο. Εγώ, λοιπόν, γεννήθηκα στο δωμάτιο και μεγάλωσα στο δωμάτιο με ό,τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Δηλαδή, οι πρώτες μου, οι πρώτες μου έτσι εντυπώσεις ως παιδάκι, αλλά τις θυμάμαι πάρα πολύ καλά, ήταν απ' τη ζωή αυτή του μετανάστη. Αυτό, λοιπόν, είχε τρεις διαστάσεις, αυτή η κατάσταση: Η μία διάσταση είναι ότι ήσουνα σε ένα οικείο περιβάλλον. Το ίδιο κάνανε κι οι Ιταλοί απέναντι. Δηλαδή, στον δρόμο υπήρχε άλλο ένα τέτοιο σπίτι που μένανε όλο Ιταλοί. Κυρίως Ιταλοί ήτανε. Ιταλοί και Έλληνες σ’ εκείνη τη γειτονιά, Richmond λέγεται η γειτονιά. Ιταλοί και Έλληνες. Περισσότερο Έλληνες, λιγότερο Ιταλοί. Γιατί οι Ιταλοί είχανε και έναν δικό τους τρόπο λειτουργίας. Οργανωνόντουσαν λίγο διαφορετικά, λίγο καλύτερα. Και δεν είχανε τόσο πολύ οι Ιταλοί την έννοια του νόστου. Είναι λίγο πιο βόρεια η χώρα και είναι λίγο πιο αποκομμένοι, οπότε όσοι πηγαίνανε κυρίως από Σικελία, απ' τη νότιο Ιταλία, μέναν –δουλεύαν μαζί στο εργοστάσιο με τον μπαμπά– και οι οικισμοί, οι Ιταλοί ήτανε, είχανε ξεκαθαρίσει ότι «εμείς ήρθαμε για να μείνουμε». Οι Έλληνες, όμως, ήτανε δύο κατηγοριών: κάποιοι ήθελαν να μείνουνε, κάποιοι... Ο νόστος ήτανε δυνατός. Δηλαδή, το δέσιμο με την οικογένεια ήταν τόσο δυνατό που δεν μπορούσες εύκολα να αποκοπείς. Και χωρίς ερεθίσματα, γιατί δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα για να σε παίρνει τηλέφωνα και να... δηλαδή, μόνο από ό,τι θυμάσαι. Και μερικοί άνθρωποι, όσο απομακρύνεσαι από ένα γεγονός, το ξεχνάς, κάποιοι άλλοι δυναμώνεται. Γιατί θυμάσαι μόνο τα καλά, όχι τα άσχημα. Και θέλεις να επιστρέψεις, δηλαδή νοσταλγείς πολύ. Λοιπόν, στα δωμάτια αυτά έμενε η οικογένεια, συναντιότανε στην κουζίνα. Για να πας στην τουαλέτα έπρεπε να πάρεις σειρά. Για να κάνεις ένα μπάνιο έπρεπε να πάρεις σειρά. Για να χρησιμοποιήσεις την κουζίνα για κοινωνικούς λόγους, δηλαδή να δεχτείς έναν φίλο σου, έπρεπε να πάρεις σειρά. Οι συνθήκες ήτανε δραματικές. Δεν ήταν ευχάριστες συνθήκες. Εγώ παιδί ήμουνα, δεν μπορούσα να κρίνω τις συνθήκες. Άκουγα, όμως, τους γονείς μου. Που τον μπαμπά δεν τον ενοχλούσανε, αλλά τη μαμά την ενοχλούσανε. Δηλαδή, η έννοια της... όλη σου η ζωή ήτανε ένα δωμάτιο. Το δωμάτιο ήτανε το κρεβάτι, το δωμάτιο ήτανε η καρέκλα, το δωμάτιο ήτανε η τηλεόραση, όλα στο δωμάτιο, όλος ο κόσμος ήτανε ένα δωμάτιο, το οποίο φυσικά ήθελες να φύγεις από κει. Τότε, λοιπόν, εγώ πήγαινα, μεγάλωσα εκεί έχοντας αυτές τις εικόνες και κυρίως, όπως σας είπα, ότι δεν μπορούσα να κρίνω τις εικόνες, αλλά αισθανόμουνα την πίεση ότι «μη μιλήσεις γιατί ενοχλείς το δίπλα δωμάτιο, μη βγεις στην κουζίνα γιατί είναι σήμερα, βγαίνει το άλλο παιδί, μην...». Αυτό, λοιπόν, είναι το ένα σκέλος το οποίο δεν ήταν ευχάριστο και το άλλο σκέλος ήτανε η επιβίωση στο σχολείο. Ο ξένος με τον ξένο. Εγώ, ας πούμε, έπαιζα με ένα παιδί, τον Τζουζέπε, τον θυμάμαι, ήταν ένα Ιταλάκι. Η γλώσσα, που πιο εύκολα μάθαινα τα αγγλικά απ' τα ελληνικά γιατί αυτά μιλάγαμε στα σχολεία, η μαμά απαγόρευε να μιλάμε αγγλικά στο σπίτι για να μη χάσουμε την επαφή με την... γιατί η επαφή με τη χώρα σου είναι η γλώσσα. Και όταν χάσεις τη γλώσσα, έχασες τη χώρα. Και όταν μάθεις τη γλώσσα της χώρας που βρίσκεσαι, είσαι κάτοικος της χώρας αυτής. Δηλαδή, η γλώσσα είναι χαρακτηριστικό του πώς μπορείς να ζήσεις. Εάν δεν μάθεις τη γλώσσα της χώρας που βρίσκεσαι, είσαι πάντα ξένος. Ή αν τη μάθεις είσαι ξένος, αλλά μπορείς να επιβιώσεις άνετα. Όταν, λοιπόν, το πρόβλημα που δημιουργείτο ήτανε ότι τα παιδιά, επειδή οι γονείς δουλεύανε πάρα πολύ κι η μητέρα μου δούλευε σε εργοστάσιο, τα παιδιά έμεναν μόνα. Οπότε, όταν μένεις μόνος, είσαι συνεχώς στον δρόμο και παίζεις και κάνεις, οπότε η γλώσσα, η αγγλική γλώσσα, ήταν αυτή. Κατ' ουσίαν ήταν... έχουμε τη μητρική και την πραγματική. Η πραγματική γλώσσα ήταν τα αγγλικά. Αυτό, λοιπόν, είναι σημείο τριβής, γιατί η μαμά ήθελε να μάθουμε τα ελληνικά, ο μπαμπάς έλεγε «τα αγγλικά είμαστε μια χαρά, δεν έχουμε πρόβλημα». Δηλαδή, η μαμά έβλεπε το «αύριο» της οικογένειας και ο μπαμπάς έβλεπε το «σήμερα». Κι εγώ μεγάλωνα μέσα σε αυτές συνθήκες. Ο μπαμπάς έλεγε ότι «ζούμε τώρα στο δωμάτιο, αλλά θα μαζέψουμε λεφτά να φτιάξουμε ένα σπίτι. Να πάμε σε ένα σπίτι». Η μαμά έλεγε ότι «αν πάρουμε το σπίτι δυναμώνουμε τις ρίζες στον τόπο και δεν θα φύγουμε ποτέ για την Ελλάδα. Άρα θα υπομείνουμε το δωμάτιο και θα πάμε στην Ελλάδα». Όσο υπομέναμε το δωμάτιο, αυτό δημιουργούσε τριβή στη σχέση των γονιών. Εντάσεις, καβγάδες, φασαρίες. Αυτό δεν γινόταν μόνο στη δική μου οικογένεια, γινότανε σε όλες τις οικογένειες. Υπήρχανε, δηλαδή, και στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία τα θυμάμαι κι αυτά σαν όνειρο, αλλά γινότανε σε άλλο δωμάτιο, όχι στο δικό μου. Στο δικό μου υπήρχε ένταση, μούτρα, γκρίνιες, τέτοια, αλλά δεν υπήρχε ενδοοικογενειακή βία. Σε άλλα δωμάτια άλλων Ελλήνων, δίπλα που άκουγες –γιατί η μεσοτοιχία σε χώριζε– υπήρχε βία, υπήρχαν τσακωμοί, υπήρχαν έντονες καταστάσεις, τραυματικές θα έλεγα, που 'χουν περάσει τώρα 60 χρόνια κι ακόμα τις θυμάμαι. Και φόβου. Γιατί υπήρχαν τύποι, ξέρεις, τσαμπουκάδες, μάγκες, όλο το... μη φανταστείς ότι ήταν μια κοινωνία αγγέλων. Ήταν μια κοινωνία όπως είναι η κοινωνία, με όλα τα στοιχεία της κοινωνίας. Που τη βάζεις σε πέντε δωμάτια να μείνει. Εντάσεις των οικογενειών μεταξύ τους και όλα αυτά τα πράγματα. Και αυτό μου δημιουργούσε ένα θέμα. Για να μη σας τραβάω, όμως, πολύ την ιστορία, θα σας πω ότι μ' έπαιρνε ο πατέρας μου... Η διασκέδαση του πατέρα μου ήταν να με παίρνει τις Κυριακές και να πηγαίνουμε στο λιμάνι για να βλέπουμε καράβι ελληνικό που ήταν, στάνταρ θα ερχότανε, το οποίο στάνταρ θα είχε κεφαλονίτικο πλήρωμα μέσα. Και στάνταρ θα 'βρισκε φίλους, συγγενείς και τέτοια. Μ' έπαιρνε, λοιπόν. Εμένα μ' άρεσε πάρα πολύ αυτό. Αυτή ήταν η χαρά του. Λοιπόν, πηγαίναμε, μ' έπαιρνε, θυμάμαι, ανεβαίναμε τις σκάλες, γιατί σ’ αυτά τα καράβια που κουβαλάγανε, δεν ήτανε κρουαζιερόπλοια. Ήτανε καράβια. Για ν' ανέβεις επάνω, ας πούμε, είχανε κάτι σανίδες που μ' έπαιρνε αγκαλιά για να πάω και έλεγα ότι «θα πνιγώ, θα πεθάνω», ας πούμε. Με σκοινιά πιανόντουσαν για να ανέβουνε επάνω. Και εκεί, λοιπόν, χαιρόντουσαν οι χωριανοί που βλέπανε έναν χωριανό και χαιρότανε και ο χωριανός που έβλεπε τους... υπήρχε μια ατμόσφαιρα γιορτής. Και τότε, λοιπόν, έλεγε ο μπαμπάς: «Ελάτε σπίτι να φάμε!». Αυτό που λέει ο κάθε Έλληνας. Πάμε, όμως, στο διά ταύτα. Σε ποιο σπίτι και σε ποιο δωμάτιο; Και με τι συνθήκες; Αυτό, λοιπόν, και η μαμά δούλευε στο εργοστάσιο. Ξαφνικά ερχόταν ο μπαμπάς, λοιπόν, με πέντε φίλους του. Ήταν δύσκολο. Ήταν δύσκολο. Αλλά αυτή ήταν η μορφή κοινωνικότητας, αυτή. Είχε μια ομορφιά, μια χαρά και μια πίκρα. Όπως όλες οι χαρές βέβαια. Είχε και το στοιχείο της δυσκολίας. Όλα αυτά, λοιπόν, έτσι σκιαγραφούσανε, συν όσο μεγάλωνε η ελληνική κοινότητα, στους Αυστραλούς... δεν άρεσε σε όλους τους Αυστραλούς αυτό. Υπήρχαν και στοιχεία bullying εκείνης της εποχής. Παρενόχληση. Όλα αυτά γινόντουσαν. Και είχαμε κι ένα σκηνικό, ας πούμε, στη γειτονιά. Όταν ερχόντουσαν απ' το εργοστάσιο κάποιες –δεν ήταν η μητέρα μου, μια θεία μου ήτανε και δυο-τρεις άλλες– κάποιοι Αυστραλοί τις παρενοχλούσαν συνέχεια. Σ' ενοχλούσανε. Δεν θα 'λεγα ερωτικά, αλλά ενόχληση. Σε πείραζε, σε κορόιδευε, σε χλεύαζε. Ξέρεις, δεν σε ήθελε. Αυτό δημιουργούσε ένα στοιχείο νευρικότητας. Και ένας συγγενής μου, ο οποίος ήτανε ναυτικός, αλλά με την ουσιαστική έννοια του ναυτικού, με τα τατουάζ και με τους σουγιάδες και όλα αυτά, έκανε ένα σκηνικό και ησυχάσαμε, ας πούμε. Πήγε και τους άρπαξε τσαμπουκαλίδικα και τους λέει: «Αν ξαναπεράσετε εδώ μέσα, τελειώσατε». Έγινε ένα σκηνικό με αστυνομίες, με όλο αυτό το σκηνικό, αλλά επειδή είχαν κι αυτοί οι ξένοι κάποιο criminal record, ηρέμησε, αλλά πέρασε κι ένα μήνυμα, ότι απ' αυτή τη γειτονιά δεν θα ξαναπαρενοχληθεί καμία Ελληνίδα και κανένας Έλληνας. Πέρασε αυτό με τσαμπουκά. Κι έτσι ησυχάσαμε. Το θυμάμαι αυτό δηλαδή, ότι αυτός έγινε ο ήρωας της...
Της τοπικής κοινότητας;
[00:50:00]Της τοπικής εκεί, ναι. Ήταν ο ήρωας. Ο μάγκας που δεν είχε πολύ μεγάλο κύρος γιατί ήτανε μάγκας, αλλά έγινε ο ήρωας γιατί καθάρισε. «Φύγετε από δω, σας παρακαλώ» και τέτοια είπε, «θα σας σφάξω, αν ξαναπεράσετε από δω». Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο γιατί καμιά φορά, ξέρεις, και η πολλή ευγένεια παρερμηνεύεται ως σημείο αδυναμίας. Όπως και να 'χει. Μέσα, λοιπόν, σε όλο αυτό το σκηνικό φτάνουμε στο σημείο ότι κάνανε μια συμφωνία ο μπαμπάς με τη μαμά, ότι εντάξει θα πάμε στην Ελλάδα. Δηλαδή, υποχώρησε ο μπαμπάς. Υποχώρησε και λέει: «Θα πάμε στην Ελλάδα», αφού ήθελε η μαμά. Οκ. Αυτό, λοιπόν, τώρα ήταν ένα καινούργιο στάδιο. Εγώ ήμουνα 6 χρονών τότε. Είχα και τον αδελφό μου, ο οποίος έχει κλείσει τα μάτια του τώρα, και ήτανε μωράκι. Μάλιστα, θυμάμαι ένα σκηνικό. Στο δωμάτιο μ' είχανε βάλει να φυλάω το μωρό. Γιατί σε κάποια στιγμή οι βάρδιες δεν συνταυτιζόντουσαν. Γιατί δούλευε πρωί ο μπαμπάς, νύχτα η μαμά, νύχτα ο μπαμπάς, πρωί η μαμά. Μετά έπρεπε να ησυχάσει, να κοιμηθεί λίγο ο μπαμπάς γιατί δούλευε όλη νύχτα. Το μωρό έκλαιγε, εγώ ήθελα να παίξω. Ο μπαμπάς έπρεπε να κάνει babysitting, ενώ νύσταζε γιατί ήταν απ' τη δουλειά. Η μαμά ήτανε στο εργοστάσιο. Δηλαδή, συνθήκες δύσκολες. Πολύ δύσκολες. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, δεν ταιριάζανε οι βάρδιες και ήταν 1-2 ώρες που είμαστε μόνοι μας, εγώ και το μωρό. Κι έπρεπε εγώ να κάνω το babysitting. Τώρα καταλαβαίνετε, ένα παιδί 5 χρονών τι babysitting να κάνει; Και θυμάμαι έβλεπα τηλεόραση, το μωρό ήτανε στην –τότε δεν υπήρχαν πάνες όπως υπάρχουν σήμερα, βέβαια, κάτι πανιά βάζανε και τα δένανε και τέτοια πράγματα– είχε λύσει την πάνα το μωρό με ακαθαρσίες και είχε γεμίσει τον κόσμο ακαθαρσίες. Εγώ έβλεπα τηλεόραση και ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ο μπαμπάς, η μαμά, δεν θυμάμαι τώρα ποιος, και μου βάλαν τις φωνές. «Δεν το βλέπεις» μου λέει «το μωρό;». Τι να δω; Κοιτάω, βλέπω τις ακαθαρσίες. Κοίταξα εκεί, ήτανε χαοτική η κατάσταση, αλλά δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Τέλος πάντων, πολλά τέτοια μικρά τα οποία, όμως, διαμορφώνουνε το πάνελ της ζωής εκεί. Και στο σχολείο ήτανε... Εγώ, επειδή είναι κι έτσι το στυλ μου, ας το πούμε, έτσι ήταν περισσότερο αγγλοσαξονικό, δηλαδή ήμουνα ένα ψηλό παλικάρι, έμοιαζα πολύ, δηλαδή με βοηθούσε πολύ, δεν ήμουνα μελαχρινός, ήμουνα ξανθός. Αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο, γιατί ήταν όλοι ξανθοί οι Αυστραλοί. Οπότε αυτό σε φέρνει πιο κοντά τους. Ήταν, όμως, πολύ οργανωμένα. Θυμάμαι πήγαινα με τα πόδια στο σχολείο. Θυμάμαι ότι περνούσα μόνος μου, κρατούσα ένα μικρό τσαντάκι που έχει φτιάξει ένα σάντουιτς η μητέρα μου και το πήγαινα και ήμουνα, σας λέω, 6 χρονών. Πήγαινα, λοιπόν, και περνούσα μπροστά από μια «TEXACO». Και μια μέρα με σταμάτησε υπάλληλος, δεν ξέρω τι ήτανε, ένας κύριος εκεί, και μου 'κανε δώρο... συγγνώμη, αλλά συγκινούμαι τώρα. Μου κάνει δώρο ένα καπέλο της «TEXACO», που 'ταν άσπρο και είχε ένα άστρο κόκκινο. Το οποίο το εξέλαβα ως εκπληκτικό δώρο. Και πήγα στο σχολείο με το καπέλο. Δεν το 'βγαζα το καπέλο ποτέ. Γύριζα σπίτι με το καπέλο. Ήταν έτσι ένα δώρο εντυπωσιακό, κάτι που δεν το περίμενα ποτέ. Και το ζήλευα, το 'βλεπα, αλλά δεν τολμούσα ποτέ να το πάρω. Τέλος πάντων. Λοιπόν, με όλα αυτά φτάνουμε στο σημείο της επιστροφής, να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Η μεγάλη απόφαση. Η μεγάλη απόφαση, λοιπόν. Όλα αυτά τα χρόνια που ήταν εκεί οι γονείς μου στέλνανε αυτά τα λίγα χρήματα που βγάζανε ως εργάτες –γιατί μη φανταστείτε τεράστια ποσά. Οι επιχειρηματίες, αυτοί που ανοίγαν μαγαζιά και τέτοια, παίρναν το ρίσκο, αυτοί που βάζανε ρίζες δηλαδή, μπαίνανε σε μια άλλη κλίμακα δημιουργίας. Οι εργάτες είχαν ένα μισθό, αλλά αυτός ήταν ο μισθός. Ήτανε καλός για να περάσεις καλά στην Αυστραλία, περνούσες άσχημα στην Αυστραλία γιατί στεριόσουνα τα πάντα και το περίσσευμα το 'στελνες στην Ελλάδα για να ζήσουν οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, ξέρω 'γω τι. Αυτό, λοιπόν, έκαναν οι γονείς μου. Το περίσσευμα, το οποίο πιέζαν πάρα πολύ το επίπεδο ζωής για να βγει περισσότερο περίσσευμα, ερχόταν στην Ελλάδα. Και αγόρασαν 1-2 διαμερίσματα εκείνη την εποχή στην Αθήνα, για να υπάρχει σαν εισόδημα, όταν θα γύριζαν στην Ελλάδα.
Ξεκινάει, λοιπόν, τώρα το ταξίδι. Η επιστροφή θα γινότανε, ήταν ένα κάτι σαν δώρο θα έλεγα, ότι για να γυρίσεις απ' την Αυστραλία, καταρχάς υπήρχε ένα πλοίο, το «Πατρίς» του Χανδρή, το οποίο αυτό πλέον είχε δρομολογηθεί για να διευκολύνει το τμήμα, τον τομέα της μετανάστευσης. Δηλαδή, φεύγανε επισήμως πλέον από Ελλάδα για Αυστραλία. Ήταν ταξίδι που κράταγε κάπου ένα μήνα για να φτάσει στην Αυστραλία. Όπου εκεί έφερνε δράματα. Έφερνε ανθρώπους στο πουθενά. Αλλά ήτανε καλύτερα από αυτούς που την κοπανάγανε από ένα καράβι ή αυτούς που πήγαιναν στο Ellis Island και «θα σ' αφήσουμε, δεν θα σ' αφήσουμε». Γιατί ήταν ένα στάδιο καλύτερο, αλλά ήτανε δύσκολο στάδιο. Εκεί γινόντουσαν και διάφορα προξενιά. Πηγαίνανε... θα πας εκεί, ερχόντουσαν, δηλαδή. Είχα και μια θεία τέτοια περίπτωση, ότι θα πας να παντρευτείς τον τάδε. Και, δηλαδή, φανταστείτε να πηγαίνεις να παντρευτείς κάποιον, να κάνεις οικογένεια που δεν τον ξέρεις, κάποιον... ήταν δράματα. Η ιστορία της μετανάστευσης ήταν ένα δημιουργικό κομμάτι, αλλά ταυτόχρονα και δραματικό. Όπως όλα τα δημιουργικά, είπαμε. Δεν υπάρχει χαρά που να μην έχει και στοιχεία λύπης μέσα. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο. Όλα, όλα τα στοιχεία. Αυτό ακολούθησε και το κομμάτι αυτό. Αυτουνού το καράβι έφερνε ανθρώπους που 'τανε κατ’ ουσίαν απελπισμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν στον τόπο τους, και πήγαιναν σε μια ξένη χώρα που δεν ξέρανε γλώσσα, δεν, δεν, δεν, δεν , δεν, δεν, για να δουλέψουν σε εργοστάσια, κυρίως σε εργοστάσια, αυτό. Να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Δύσκολα. Το καράβι, όμως, ήταν υπέροχο. Δηλαδή, πηγαίναμε σε ένα, σε δύσκολες συνθήκες αλλά μ' έναν πολύ ωραίο τρόπο. Σαν να πας, ας πούμε... θα πάω ένα, θέλω να πάω ένα ταξίδι, ξέρω 'γω, στην Θεσσαλονίκη. Πώς θα πάω; Μπορείς να πας με τρένο, μπορείς να πας με ΚΤΕΛ, μπορείς να πας και με μια Mercedes. Ε, θα πάω με τη Mercedes. Τέτοιο ήτανε, τέτοια περίπτωση, δηλαδή χλιδής για τα τότε δεδομένα. Γιατί είχε μετασκευαστεί σε κρουαζιερόπλοιο το πλοίο αυτό. Το θυμάμαι σαν να περπατάω στους διαδρόμους του, μέσα του πλοίου. Και όταν, λοιπόν... Αυτό, λοιπόν, έφερνε σε συνθήκες καλές, αλλά αυτό που τους περίμενε ήτανε δύσκολο. Το καράβι γέμιζε κόσμο για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετέφερε, λοιπόν, ανθρώπους οι οποίοι είχανε πέντε φράγκα και πηγαίνανε στο όνειρο πλέον, δηλαδή πηγαίναν ενισχυμένοι. Η επιστροφή ήταν εντελώς διαφορετική από αυτούς που ερχόντουσαν. Πηγαίναν οργανωμένα. Και κυρίως πηγαίνανε και ήταν πολύ χαρούμενοι, γιατί αυτούς που θα συναντούσαν ήταν οι οικογένειές τους. Οπότε ήταν πολύ χαρούμενοι. Και θα πήγαιναν να ζήσουν στην Ελλάδα που συγκριτικά με την Αυστραλία, αφού είχαν και δύο φράγκα, θα ζούσανε καλύτερα. Δηλαδή, γυρίζανε... Ήταν ένα ενισχυμένο κομμάτι της κοινωνίας εκείνη την εποχή. Οπότε όλο το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Φύγαμε, λοιπόν, με το «Πατρίς» το '63 για να 'ρθουμε στην Ελλάδα. Οι εποχές είναι αντίθετα στην Αυστραλία. Δηλαδή, ο Γενάρης είναι ο Αύγουστος ο δικός μας, είναι καλοκαίρι. Φύγαμε, λοιπόν, καλοκαίρι από Αυστραλία και φτάσαμε χειμώνα στην Ελλάδα, τα Χριστούγεννα στις γιορτές, αν θυμάμαι καλά. Έχουμε, λοιπόν, τώρα το κομμάτι της επιστροφής, το οποίο είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, γιατί εκεί που οι μετανάστες ήτανε πολύ πιεσμένοι στις δουλειές τους, ξαφνικά ήταν σε συνθήκες χλιδής, που υπήρχανε και στην Αυστραλία, αλλά ποτέ δεν τις προσφέραν στον εαυτό τους. Δεν θα πηγαίναν, δηλαδή, σ' ένα καλό ξενοδοχείο να φάνε ένα καλό φαγητό, δεν θα πηγαίναν σε ένα πολύ ωραίο μπαρ για να πιουν ένα ωραίο ποτό. Πάντα θα πηγαίναν στο αναμεταξύ μας, για λόγους οικονομίας. Ο Χανδρής, λοιπόν, είχε κάνει αυτό το μαγικό. Είχε μετατρέψει το δύσκολο... Δεν ήταν, δηλαδή, απλώς να σε βάλω στο καράβι. Ήταν να σε βάλω στο καράβι και να περάσεις καλά. Και όταν λέμε καλά, το εννοούμε καλά. Εγώ, λοιπόν, θα σας πω αυτό το οποίο έζησα στην επιστροφή. Είχαμε, λοιπόν, την καμπίνα μας που είχε τέσσερα κρεβάτια: δύο δίπατα, δύο διώροφα και ένα φιλιστρίνι. Και στη μέση είχε ένα πολύ ωραίο, έτσι ένα πολύ ωραίο ντουλάπι μαρμαρένιο με ψηλό... Tο αναφέρω αυτό γιατί, όταν με πήγαινε ο μπαμπάς να δούμε τους συγγενείς, τους φίλους του στα καράβια στην Μελβούρνη, πάντα πηγαίναμε και στον πλοίαρχο. Γιατί ο πλοίαρχος έδινε την άδεια για να μπεις μέσα στο πλοίο, ο οποίος ήτανε σίγουρα Κεφαλονίτης και σίγουρα γνωστός. Τότε, λοιπόν, οι πλοίαρχοι –δεν ξέρω αν ήταν όλοι, αλλά ορισμένοι τουλάχιστον ήτανε– είχαν συνθήκες κινηματογραφικές. Δηλαδή, το γραφείο τους ήτανε ξύλινο, μπρούτζινα τα παράθυρα, ήθελα... αυτό που βλέπεις ακριβώς στον κινηματογράφο. Πολύ όμορφο. Ναι μεν σε καράβι που μεταφέρει, ξέρω 'γω, τσιμέντα, σιτηρά, δεν ξέρω τι, αλλά οι συνθήκες του καπετάνιου ειδικά ήτανε τέλειες. Ωραία ξύλινη πολυθρόνα που γυρίζει, γραφείο ξύλινο. Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο. Σε αυτή τη λογική, λοιπόν, ήταν και το «Πατρίς». Ήταν όλα πολύ ωραία. Τα πάντα. Οι καμπίνες ήταν πολύ όμορφες. Όλο το σκηνικό ήταν ένα κρουαζιερόπλοιο. Όπου ξαφνικά οι μετανάστες ήταν σε συνθήκες ονείρου. Διπλού ονείρου. Πρώτον, γιατί επιστρέφουν στην πατρίδα και δεύτερον γιατί είμαι σ' ένα [01:00:00]χώρο που θα με σερβίρουνε. Που θα κάτσω σ' ένα τραπέζι και θα 'ρθει ο σερβιτόρος, όχι χατιρικά να με σερβίρει. Γιατί ήταν μέρος του εισιτηρίου, το πλήρωνες αυτό δηλαδή. Αλλά δεν σου ζητούσε... Σου έλεγε: «Κάνει τόσο κύριε», δεν σου 'λεγε... Είχε κατηγορίες, βέβαια, λουξ και όλοι παίρνανε το κεντρικό, το economy class, αλλά το economy class ήτανε πάρα πολύ καλό. Κάλυπτε τις ανάγκες με το παραπάνω. Ερχόταν, λοιπόν –εμένα μου έκανε εντύπωση γιατί καθόμασταν σε μια καρέκλα, είχα τη δική μου καρέκλα– και ερχόταν ο σερβιτόρος με... πολύ ωραία ντυμένος, με άσπρο σακάκι, με παπιγιόν, με μαύρο παντελόνι, με το χέρι πίσω στη μέση του και να κρατάει το δίσκο, τι θα διαλέξει. Έτσι, όλο το σκηνικό μου φαινότανε πολύ κινηματογραφικό. Και στους γονείς μου φαινόταν κινηματογραφικό. Δηλαδή, ήταν πολύ όμορφο, πάρα πολύ όμορφο. Όχι με συνθήκες υποτέλειας. Με συνθήκες αρχοντιάς. Αυτές που ψάχνουμε όλοι μας σε όλη μας τη ζωή. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι δεν τα καταφέρνουν, άλλοι τα φανταζόμαστε, αλλά τέλος πάντων ήταν ωραίο το σκηνικό. Πάρα πολύ ωραίο. Αυτοί τότε που σέρβιραν, ήταν κι αυτοί πλήρωμα. Οι οποίοι ήταν κι αυτοί Κεφαλονίτες αρκετοί. Ένας, μάλιστα, από αυτούς ζει ακόμα, τον συναντώ στο νησί. Παππούς τώρα αυτός, μεγάλης ηλικίας, αλλά τον θυμάμαι και με θυμάται. Και αυτοί, λοιπόν, αφού σέρβιραν, κάναν όλα, φροντίζανε, μετά εξαφανιζόντουσαν. Δεν επιτρεπόταν να 'τανε στο –σας λέω συνθήκες φοβερές– να 'ναι στο καράβι πάνω. Είχανε ένα στο πιο κάτω και ζούσανε στο πιο κάτω. Εμφανιζότανε μόνο στο κομμάτι την ώρα της δουλειάς τους, που ήτανε –μιλάω για το σέρβις και όλο αυτό το σκηνικό. Υπήρχε πισίνα που κολυμπάγαμε μέσα, κάθε βράδυ είχε μουσική, είχε γιορτές, είχε όλα αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, ήταν μια πολύ ωραία ανάμνηση, πάρα πολύ ωραία ανάμνηση. Όπου, θυμάμαι, έτσι τα δύσκολα σημεία ήτανε... σταματάγαμε σε πολύ ωραία μέρη. Τα οποία, θυμάμαι, το κανάλι στο Σουέζ, καμήλες, ιστορίες να βλέπεις δίπλα, δηλαδή ήτανε εικόνες εντυπωσιακές. Και, σας λέω, έκανε ένα μήνα για να 'ρθει το καράβι απ' την Μελβούρνη στον Πειραιά. Και σταμάτησε σε διάφορα σημεία, ωραία, εντάξει. Όλα μια χαρά, όλα όμορφα. Κάποια στιγμή το καράβι έμπαινε σε κυκλώνες με πολλή θάλασσα, με πολύ αυτά. Βγάζαμε τα σωσίβια. Τα κύματα περνάγαν το καράβι. Εκεί λέγαμε ότι θα πνιγούμε. Βέβαια, ο καπετάνιος ήξερε ότι δεν πρόκειται να πνιγούμε, αντέχει. Αλλά αυτό που έβλεπες ήταν τραγικό. Όλο το σαλόνι και αυτά γινότανε... 'πεφταν τα νερά, νόμιζες ήρθε το τέλος σου. Εκεί, λοιπόν, είχα και ένα ατύχημα στο καράβι αυτό. Θυμάμαι ήμουνα... έπαιζα και –υπήρχαν και παιδότοποι, δηλαδή, μας φροντίζαν και τα παιδιά. Ήτανε ονειρικό το σκηνικό. Ήμουνα, λοιπόν, στην καμπίνα. Μέσα έχει σταματήσει το καράβι, νομίζω, στο Aden ήτανε. Και είχα το ένα μου χέρι στο δεύτερο καράβι πάνω, στο δεύτερο, πώς το λένε, κρεβάτι και το άλλο χέρι το 'χα στο μαρμάρινο ντουλάπι. Και έκανα μια έτσι έκταση των χεριών για να δω από το φιλιστρίνι μέσα που έβλεπα διάφορες εικόνες. Έβλεπα, πετάγανε λεφτά οι επιβάτες, δηλαδή, δεκάρες έτσι, μη φανταστείτε, δεκάρες πετάγανε και κάτω ήταν οικογένειες στο καράβι, δηλαδή στη θάλασσα με πιρόγες, οι οποίοι σηκώναν κάτι μεγάλα δίχτυα αυτό για να πάρουν τα λεφτά –δηλαδή, φανταστείτε φτώχεια. Η δεκάρα το τρύπαγε κι έπεφτε κάτω. Και βουτάγανε παιδιά μέσα, παιδάκια στην ηλικία μου, βουτάγαν μέσα για να το βρούνε, αυτή τη δεκάρα, γιατί με αυτή... Δηλαδή, εκεί λέω: «Τι γίνεται εδώ;», ας πούμε, «πού βρίσκομαι;». Σας λέω, ήμουνα 6 χρονών και το κοίταζα αυτό κι είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Και ακόμα έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δηλαδή, συνθήκες τραγικές γι’ αυτούς. Σας λέω κάποιες από τις εικόνες. Κάποια στιγμή, λοιπόν, βλέποντας την εικόνα αφαιρέθηκα και λύγισα το χέρι μου και χτύπησα το κεφάλι μου στη γωνία του αυτού και άνοιξε το κεφάλι μου. Έπεσα κάτω λιπόθυμος. Αίματα, κακά, ιστορίες. Τέλος πάντων, το καράβι είχε μέσα ιατρείο, με περιέθαλψαν. Ευτυχώς, δεν είχε σπάσει το κρανίο, δεν έπαθα κάταγμα, ήταν εξωτερικό το τραύμα. Και θυμάμαι ότι ήτανε Χριστούγεννα και μου 'χαν δώσει κι έναν ρόλο, να κάνω τον μάγο και σκεφτόμουν: «Αμάν, θα χάσω τον ρόλο, θα χάσω τον ρόλο» σκεφτόμουν, αυτό με στεναχωρούσε. Και υπάρχει μια φωτογραφία –δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι θα την βρω αυτή τη φωτογραφία–όπου συνήλθα και μου βάλαν το καπέλο, αλλά μου το βάλαν με τέτοιο τρόπο για να καλύπτει τη γάζα που ήταν το αυτό, για να μη φαίνεται η γάζα. Ήτανε πολύ ευγενικό εκ μέρους τους δηλαδή. Δεν με βγάλανε έξω από το έργο. Μου λένε: «Θα τον πάρεις τον ρόλο, δεν θα το χάσεις, παρότι χτύπησες». Φτάνουμε, λοιπόν, κάποια στιγμή στην Ελλάδα, όπου ήταν πολύ ισχυρό το σοκ το συναισθηματικό. Όπου η μητέρα μου θα ‘βλεπε τη μητέρα της που 'χε να τη δει, ξέρω 'γω, 10 χρόνια. Ο πατέρας μου δεν θα 'βλεπε κανέναν, γιατί οι γονείς του είχανε πεθάνει.
Όσο ήσασταν στην Αυστραλία;
Ναι, όσο ήμασταν στην Αυστραλία, πεθάνανε οι γονείς του. Και... ήτανε έντονα φορτισμένες συναισθηματικά πολύ οι στιγμές. Έβλεπε η μαμά τον αδερφό της που είχε να τον δει 10 χρόνια. Δηλαδή, υπήρχανε... Η ιστορία υποδοχής τη θυμάμαι ακόμα. Έφτασε βράδυ το καράβι και περίμενε ο κόσμος κάτω. Που 'ταν όλοι, περιμέναν συγγενείς που 'τανε συγγενείς που 'χανε χρόνια να τους δούνε. Πολύ συγκινητικό.
Λοιπόν. Φτάνουμε, λοιπόν, στην Αθήνα, οκ. Ήρθαμε στο διαμέρισμα στην Κυψέλη. Και ξεκινάει πλέον ένα καινούριο παρακλάδι, ένα καινούργιο chapter της ζωή στην Αθήνα πλέον, στην Κυψέλη. Όπου εγώ είμαι το Αυστραλάκι, έτσι με λέγανε. Και πάω, λοιπόν, στην πρώτη δημοτικού, εδώ με βάλανε, το σχολείο ήταν εδώ κοντά. Εκείνη την εποχή γινόταν οι διωγμοί το '63 από την Κωνσταντινούπολη. Διώχνανε τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη. Και είχαν πολλούς μετανάστες και αργότερα διώχναν και απ' την Αίγυπτο. Στο σχολείο, όμως, ήμασταν δύο περιπτώσεις. Ήμουνα εγώ και ένα παιδί άλλος, ένας συμμαθητής μου, ο οποίος ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον λέγανε Τούρκο και εμένα με λέγαν Αυστραλό. Η διαφορά είναι ότι ο Τούρκος ήτανε πρόσφυγας, ενώ εγώ ήμουνα μετανάστης. Και η δασκάλα έπαιρνε θέση. Όταν εγώ τσακωνόμουνα έλεγε: «Τσακώνεται ο Αυστραλός με τον Τούρκο, αλλά ο Τούρκος είναι διωγμένος και ο μετανάστης είναι λεφτάς». Θεωρούσαν ότι οι μετανάστες είχαν φέρει λεφτά. Δηλαδή, κάτι τέτοιες αστειότητες εκείνης της εποχής που, όμως, υπήρχανε. Ανώριμες συμπεριφορές δάσκαλων που πλήγωναν, στενοχωρούσαν. Αλλά δεν ήταν όλοι φυσικά έτσι, απλώς ανέφερα το δικό μου περιστατικό. Και σιγά σιγά η γλώσσα –επειδή με μάθαινε η μαμά ελληνικά, μου 'κανε μαθήματα– μπόρεσα να προσαρμοστώ. Όταν, όμως... έπρεπε να συνεχίσω και τα αγγλικά. Όταν, λοιπόν, πήγα στο φροντιστήριο για τα αγγλικά, ήμουνα 6-7 χρονών. Πάω λοιπόν. Με πήγε ο μπαμπάς στο φροντιστήριο και λέει: «Να συνεχίσει αγγλικά». Με εξετάζει η καθηγήτρια, αγγλικά ήξερα καλύτερα από την καθηγήτρια. Και τι μου κάνει αυτή; Με βάζει να γράψω. Να γράψω δεν ήξερα, ήξερα λίγο, δεν ήξερα γραμματική, δεν ήξερα τίποτα. Λέει, λοιπόν, στον πατέρα μου ότι «το παιδί αυτό, η γλώσσα που μιλάει είναι σαν εμένα και καλύτερα, μεγάλου». Ήξερα πολύ καλά τη γλώσσα. «Να γράψει, όμως, δεν ξέρει». Πώς θα ήξερα; «Οπότε θα τον βάλουμε κάπου στη μέση». Αυτή ήταν μια ηλίθια επιλογή της δασκάλας. Οι συμμαθητές μου δηλαδή ήτανε 25-30 χρονών. Κι εγώ ήμουνα 7. Στο προφορικό ήμουνα ο καλύτερος, στο γραπτό ήμουνα 0. Και μου 'βγαζε τον μέσο όρο, περνούσα. Αυτό, όμως, ήταν τραυματικό για μένα και μου δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα για την εμπλοκή με τη γραμματική. Και την εγγλέζικη και την ελληνική. Έπαθα ένα σοκ τότε. Ότι –η ζωή μου έχει πολλά σοκ!– ότι πώς θα διαχειριστώ αυτά τα πράγματα; Δεν ήξερα τη λέξη, ας πούμε, «Υπερσυντέλικος». Ακόμα με κυνηγάει. Όλα αυτά ήτανε εφιάλτες για μένανε. Αυτό, λοιπόν, έτσι ήτανε η παιδική ηλικία. Μετά περνάγαν τα χρόνια, σιγά σιγά χαλάρωναν αυτά τα πράγματα, βρίσκαμε τους ρυθμούς μας, προχωρούσε. Υπήρχε, όμως, μια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο μπαμπάς, οι μισθοί εδώ ήτανε πάρα πολύ χαμηλοί, καμία σχέση με την Αυστραλία στην πραγματικότητα. Η μαμά δεν δούλευε και μας φρόντιζε. Είχαμε καλές συνθήκες, μεγάλωνε και αδερφός μου, αλλά υπήρχαν οικονομικά θέματα σοβαρά. Πως αυτό δημιουργούσε γκρίνιες, στενοχώριες. Ο μπαμπάς έλεγε: «Εκεί ήμουν άρχοντας κι εδώ είμαι ζητιάνος». Όλα αυτά δημιουργούσαν εντάσεις στο ζευγάρι. Και σε όλους μας κατ' επέκταση. Δημιουργήθηκε, υπήρχε μια νευρικότητα. Η μαμά ήτανε χαρούμενη ότι γυρίσαμε στην Ελλάδα, αλλά δυστυχισμένη γιατί η σχέση δεν πήγαινε καλά, με την έννοια των αυτών των θεμάτων. Και για να μην τα πολυλογώ, φτάνουμε στην ηλικία, φτάνουμε στην ηλικία των 16 ετών, δηλαδή στην πρώτη γυμνασίου, στην πρώτη λυκείου –τότε δεν υπήρχαν, ήταν εξατάξιο στο γυμνάσιο. Ήμουνα, δηλαδή, στην Τετάρτη. Και ελήφθη η απόφαση να φύγω εγώ με τη μαμά, να πάμε στην Αυστραλία και να καθίσει ο μπαμπάς με τον αδερφό μου στην Ελλάδα. Αυτό γινότανε για δικούς μου εκπαιδευτικούς λόγους. Επειδή η εκπαίδευση –θα πήγαινα σε κάποιο Πανεπιστήμιο– θα 'τανε πιο εύκολη στην [01:10:00]Αυστραλία από 'δω, που δεν υπήρχαν φροντιστήρια. Όλα αυτά που ήταν, επιβάρυναν όλο αυτό το σκηνικό, όπως καταλαβαίνετε. Κι εγώ ήθελα και βέβαια πάρα πολύ, μου άρεσε να φύγω και να ζήσω σε ένα άλλο σκηνικό διαφορετικό. Και να απομακρυνθεί και λίγο το ζευγάρι, να ηρεμήσει. Αυτό, λοιπόν, έγινε και πάμε στην Αυστραλία εγώ και με τη μητέρα μου. Όλο αυτό, όμως, το σκηνικό, όλη αυτή η υπερκόπωση είχε δημιουργήσει μια ψυχική φόρτιση της μαμάς. Η οποία έπρεπε να δουλέψει στην Αυστραλία για να μπορέσω εγώ να σπουδάσω, έπρεπε να δουλέψω εγώ για να μπορέσω να σπουδάσω. Γιατί ναι μεν υπήρχαν κάτι επιδόματα και τέτοια, αλλά δεν φτάνανε. Και έπρεπε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο για να μείνουμε. Δηλαδή, ξαναγυρίσαμε σε ένα... Έκανε, η ζωή κάνει ξέρεις...
Κύκλους.
Κύκλους. Σε διαφορετικά στάδια, αλλά κάνει κύκλους. Και βρίσκομαι εγώ στην Αυστραλία. Όταν πάω στην, λοιπόν, στο... Είχα πάει ένα αποδεικτικό από δω, εγώ ήμουνα μέτριος μαθητής. Μ' άρεσαν πάρα πολύ τα σπορ. Ήμουνα πολύ καλός στη... μ' άρεσαν τα σπορ και η έκθεση. Ήμουν άριστος σ' αυτά τα δύο. Τα άλλα τα βαριόμουνα. Βέβαια, υπήρχαν και πρακτικές δυσκολίες, θα πω σήμερα. Δηλαδή, υπήρχαν πολλές πρακτικές δυσκολίες. Αλλά, τέλος πάντων, να μην μπούμε στις πρακτικές δυσκολίες. Να μπούμε στο κομμάτι της Αυστραλίας, για να ολοκληρώσουμε την ενότητα της μετανάστευσης που κάνει κι αυτή ξανά κύκλο. Και επιστρέφουμε, λοιπόν, στην Αυστραλία και μου λένε στο σχολείο ότι «εμείς δεν αναγνωρίζουμε το ελληνικό χαρτί. Θα δώσεις εξετάσεις και ανάλογα τις δυνάμεις σου θα σε βάλουμε». Οκ. Εμείς τότε στην Ελλάδα κάναμε 18 μαθήματα. Αυτοί κάνανε τις δέσμες, που 'ρθαν αργότερα εδώ. Δηλαδή, σου 'λεγε: «Τι θες να κάνεις; Θες να κάνεις, ξέρω 'γω, Ιατρική; Θα πάρεις αυτά τα 4 μαθήματα. Σ' αυτά θα σε εξετάσουμε». Εμένα μ' άρεσε η Ιατρική. Έγινα φυσιοθεραπευτής. Δηλαδή, μέσα στην υγειονομική οικογένεια και ήταν ένα υπέροχο ταξίδι της φυσιοθεραπείας. Σε κάποιο άλλο αυτό, μπορεί να συζητήσουμε γι’ αυτό. Λοιπόν, δίνω εξετάσεις κι ενώ ήμουνα μέτριος στην Ελλάδα, εκεί ήμουν άριστος. Γιατί η ύλη ήταν πολύ πιο απλή. Δηλαδή, όλα ήταν πιο απλά. Πιο λίγα και πιο απλά. Όταν είδαν ότι εγώ κάνω 18 μαθήματα, τρελάθηκαν. Μου λένε...για genius δηλαδή, αυτοί λένε «τι σύστημα είναι αυτό;». Τι ηλίθιο σύστημα είναι αυτό. Να φορτίζει με τόσες πολλές κατά φαντασία γνώσεις, αλλά τέλος πάντων. Όλο αυτό κάτι σου άφηνε. Και με είχε αφήσει να είμαι ένας πολύ καλός για την Αυστραλία. Που 'μουν ένας μέτριος για την Ελλάδα. Και μου λένε «θα σε βάλουμε στην Έκτη». Θεός εγώ! Λέω «τέλεια!». Και ήμουνα στην Έκτη. Γιατί αυτά τα μαθήματα μου φαινότανε... τα είχαμε διδαχθεί εμείς εδώ και τα ήξερα πάρα πολύ καλά. Ήξερα και περισσότερα. Οπότε ξεκινάει αυτό το στάδιο. Ήμουνα καλά, στο σχολείο, ωραία. Ήμουνα και στην ελληνική κοινότητα, πολύ καλή. Ήξερα άριστα τα ελληνικά, φυσικά, οπότε ήταν μια καλή περίοδος. Δύσκολη, όμως, για το ζευγάρι, για τη μαμά και τον μπαμπά. Πολύ δύσκολη. Δύσκολο και για μένα του στυλ «τι θα γίνει τώρα;». Κι έπειτα υπάρχει και μια πραγματικότητα, ότι στην Ελλάδα η κοινωνικότητα είναι πάρα πολύ έντονη. Στα αγγλοσαξονικά κράτη υπάρχει διαφορετική κοινωνικότητα. Είναι περισσότερο μοναχικότητα και λιγότερο κοινωνική, δηλαδή ζούνε λίγο διαφορετικά. Ναι μεν, ξέρω 'γω, τις γιορτές των Χριστουγέννων τις ετοιμάζουνε 3 μήνες πριν, αλλά τα Χριστούγεννα εκεί είναι ο σημερινός Αύγουστος, ο Αύγουστος ο δικός μας, δηλαδή πας στη θάλασσα. Άλλο, άλλο σκηνικό, είναι άλλο, στο άλλο ημισφαίριο. Και για να δεις, ξέρω 'γω, τη μητέρα σου ή το αυτό, κλείνεις ραντεβού. Δεν μπορείς να χτυπήσεις την πόρτα και να πεις «γεια σου, μαμά, ήρθα». Είναι διαφορετική η κοινωνία. Όλα λειτουργούν διαφορετικά. Εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Εδώ εγώ περνούσα πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή, είχα τις παρέες μου, είχα τις φιλίες μου. Υπήρξαν και κάποια φλερτς. Ήμουνα πολύ καλά. Εκεί ήμουνα διαφορετικά. Δεν ήταν το στυλ μου. Και πάντα είχα την αίσθηση ότι η Αυστραλία είναι πολύ μακριά απ' τον κόσμο. Δηλαδή, μ' άρεσε πάρα πολύ η Ευρώπη. Ήθελα... την οποία δεν την είχα επισκεφτεί, αλλά τη φανταζόμουνα. Και έλεγα, έβγαζα τον... κοίταζα στον χάρτη, έλεγα, ας πούμε, «το Λονδίνο είναι όσο είναι το... Αθήνα-Λονδίνο είναι όσο είναι, ξέρω 'γω, το Μελβούρνη-Σίδνεϋ». Που 'μαι στην ίδια χώρα κι έχω δει άλλες δέκα χώρες πηγαίνοντας. Υπήρχε έντονα το ευρωπαϊκό στοιχείο αναζήτησης μέσα μου. Λέω: «Εδώ τώρα τι θα κάνω; Θα μπω; Θα μπω στο Πανεπιστήμιο; Θα μείνω εδώ;». Μου έλειπαν και οι φίλοι μου και οι φίλες μου. Μου έλειπαν. Παρότι είχα καλή προσαρμοστικότητα γιατί, όπως σας είπα, μου άρεσαν και τα σπορ και είχαν πάρα πολλά σπορ και ήμουνα εντάξει, υπήρχαν δύο σοβαρά θέματα: το ένα ήταν η νοσταλγία, το ένα ήταν η μαμά που πάντα τροφοδοτούσε τη νοσταλγία, ότι «τέλειωσε το σχολείο και θα γυρίσουμε, θα κάνουμε, θα ράνουμε, θα...». Δηλαδή η φυγή της μαμάς δεν ήταν ευχάριστη φυγή. Ήταν, είχε να κάνει με το ζευγάρι. Ήταν μια διαχείριση μιας δύσκολης οικογενειακής κατάστασης. Και για να το ολοκληρώσω το σκηνικό, αποφάσισα ότι θα πρέπει να γυρίσω στην Ελλάδα. Δεν θα 'θελα να ζήσω στην Αυστραλία. Οπότε, όταν τελείωσα εκεί, πήρα το χαρτί μου κι έρχομαι εδώ. Δηλαδή, είχα απολυτήριο Λυκείου. Οι συμμαθητές μου πήγαιναν, είχαν αρχίσει την Έκτη. Δηλαδή, είχα πάει έναν χρόνο –γιατί ήταν άλλες οι εποχές– οπότε γυρνάω στην Ελλάδα με ένα απολυτήριο λυκείου, όταν οι συμμαθητές μου ήτανε, ξεκίναγαν την Έκτη! Ήταν, δηλαδή, ένα απίστευτο σκηνικό, σουρεάλ σκηνικό. Πάω, λοιπόν, στο Υπουργείο να κάνω την αναγνώριση του σχολείου, του πτυχίου, του απολυτηρίου. Και λένε αυτοί: «Ναι, εντάξει, το σχολείο πού πήγες; Πήγες σ' αυτό; Φέρε μας χαρτί απ' την Πρεσβεία ότι είναι επίσημο το σχολείο». Ναι, τα χαρτιά όλα οκ, εντάξει. Οκ. Και την ώρα που είναι να μπει η σφραγίδα, μια υπάλληλος στο Υπουργείο λέει: «Τι εντάξει;» λέει «αυτός έχει κάνει 4 μαθήματα και εδώ κάνουμε 18 μαθήματα. Του λείπουνε, πώς το λένε, 15 μαθήματα, του λείπουνε 14 μαθήματα». Δηλαδή, δεν μπήκε στην ουσία ότι αυτό ήτανε, κύριε. «Θα δώσεις» λέει «κατατακτήριες στα μαθήματα που σου λείπουνε». Το θυμάμαι κι ακόμα δεν έχω συνέλθει. Και τα έδωσα τελικά. Έγινε ένα καραγκιοζίστικο σκηνικό. Ηλίθιο. Γιατί δεν μπορούσα να πάρω εγώ ύλη την οποία δεν την ήξερα. Απλώς, η χώρα εκεί είχε τις δέσμες που δεν τις είχαν εδώ, τις βάλαν αργότερα εδώ. Εκεί, λοιπόν, έκανε συστοιχία μαθημάτων, δεν έκανε συστοιχία πτυχίου ότι είσαι από ένα αναγνωρισμένο σχολείο, το οποίο μπορεί να είναι στη ζούγκλα, αλλά αυτό είναι το σχολείο εκεί. Κι αυτό είναι εδώ. Μπήκε σε άλλο σκεπτικό. Έκανε, δηλαδή, ερμήνευσε ο καραγκιόζης υπάλληλος, ερμήνευσε, μπήκε, έκανε, έδωσε δική του ερμηνεία νόμου. Και με βάλανε σε αυτή την ιστορία. Να δώσω τα 14 μαθήματα. Πού να τα διδαχθώ; Τι να δώσω; Τι να κάνω; Εκεί ξεκίνησε, λοιπόν, ένα κλασικό ελληνικό σκηνικό, ότι «αυτό εντάξει, θα 'ρθεις σε αυτό το σχολείο, είναι τυπικά αυτά, δεν χρειάζονται και 'κεινα και πάρε διάβασε αυτή την ύλη». Κάτι σαχλαμάρες, κάτι δεύτερα πράγματα. Που, όμως, είναι το χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους. Πολλά δεύτερα. Ακόμα υπάρχουν δεύτερα. Είμαι συνταξιούχος, 3 χρόνια περιμένω τη σύνταξή μου. 3 χρόνια περιμένω τη σύνταξη. Δηλαδή, έχεις πάντα την δυστυχία της αναξιοπρέπειας στη δομή του κράτους. Κι επειδή είμαι σε αυτήν την ηλικία μπορώ να το πω και αυτό, γιατί επιθυμώ να το πω. Έχεις ένα κράτος που είναι πανέμορφο, αλλά δεν αγαπάει τον πολίτη του. Σε καμία φάση. Αλλά να μη μπούμε σε αυτή την ενότητα. Έζησα, λοιπόν, αυτό το καραγκιοζίστικο σκηνικό. Συγκεκριμένη ύλη, να δώσεις αυτά. Τα έδωσα, τέλος πάντων, το πήρα. Και με αυτό γράφομαι στην Βιομηχανική Σχολή, γιατί ταυτόχρονα έπιασα δουλειά και στην «American Express», επειδή ήξερα πάρα πολύ καλά αγγλικά. Και εδώ να το ολοκληρώσουμε το κομμάτι.
Ξεκίνησε ένα καινούριο σκηνικό, ας πούμε, που εμένα δεν με ευχαριστούσε, γιατί εμένα μου άρεσε ο χώρος της ιατρικής, ο χώρος της υγείας δηλαδή, οτιδήποτε έχει να κάνει με την υγεία. Έφυγα μετά από 'κει γιατί ήθελα να είμαι πελάτης στην «American Express», όχι υπάλληλος στην «American Express». Πιτσιρικάς, σας λέω τώρα, 18 ήμουνα, 18 χρονών. Δούλεψα στο «Manos Travel System». Ήταν τότε το πρώτο ταξιδιωτικό γραφείο στη χώρα. Δούλευα διάφορες δουλειές για εμπειρίες. Ήθελα να ζήσω το πώς είναι. Όπου κι εκεί ήθελα να 'μαι πελάτης του γραφείου, δεν ήθελα να 'μαι υπάλληλος του γραφείου. Έρχονταν διάφοροι τύποι, λέγανε: «Βγάλε μου εισιτήριο για το Λονδίνο, βγάλε μου εισιτήριο για το...». Ήθελα να 'μαι απ' αυτούς, δεν ήθελα να 'μαι από 'κει. Φεύγω τελικά. Πάω στο Λονδίνο, όπου τότε δεν υπήρχε Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά με το αυστραλέζικο διαβατήριο, επειδή ήταν της Κοινοπολιτείας, μπορούσα να δουλέψω στο Λονδίνο. Οπότε δούλεψα στο Λονδίνο, το είδα. Μου άρεσε εκεί, άλλα δεν μου άρεσε να μείνω. Ήμουνα... μου άρεσε πάρα πολύ η χώρα μου. Και δεν ήθελα να αισθάνομαι ότι κάτι με διώχνει απ' τη χώρα. Είχα, λοιπόν, τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τις οποίες... εκεί συνάντησα διάφορους τύπους που με διάφορους τρόπους το απέφευγαν. Εγώ δεν ήθελα να το αποφύγω. Όχι γιατί μου άρεσε να υπηρετήσω στον στρατό, αλλά δεν ήθελα κάτι που να με εμποδίζει να επιστρέψω στην Ελλάδα όποτε εγώ θέλω. Ήθελα να 'χω την αίσθηση της ελευθερίας. Γύρισα, λοιπόν. Δεν σας είπα, βέβαια, ότι 18, μόλις γύρισα απ' την Αυστραλία, γνώρισα τη σύζυγό μου, την Άννα. Τη γνώρισα 18 χρονών. Τα ίδια αισθήματα που μου δημιούργησε εκείνη τη στιγμή, τα ίδια υπάρχουν ακόμα μετά από τόσα, τόσα, τόσα, τόσα χρόνια. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό το πράγμα. Είναι η ιστορία αγάπης που σας είπα στην αρχή. Και αυτό είναι το πιο βασικό, γιατί όλες αυτές, και τις 3 ενότητες που σας είπα, ήταν ιστορίες αγάπης. [01:20:00]Και του παππού και του μπαμπά. Με δυσκολίες και με κύματα, αλλά ιστορίες αγάπης. Δηλαδή, η επιθυμία να είσαι με έναν άνθρωπο συγκεκριμένο, με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Λοιπόν, γνώρισα τη σύζυγό μου με την οποία οργανώσαμε αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, η σύζυγος έβλεπε τις ανησυχίες μου. Λέω, θα γυρίσω στην... Της άρεσε η ιδέα να ταξιδέψει, να κάνει, αλλά ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. Ήθελε να κάνει τη Νομική εδώ. Τέλος πάντων, εγώ δεν ήθελα να... Ήθελα να διευκολύνω, όχι να χαλάσω. Αυτό το οποίο με ενδιέφερε ήτανε να μην έχω κάτι, να μην έχω στοιχεία που με κόβουν από το να μετακινούμαι. Και λέω τώρα «αν κάτσω στο Λονδίνο, ξεκινήσω σπουδές στο Λονδίνο, θα χαθώ από τη χώρα μου. Θα απομακρυνθώ απ' την υποχρέωση του στρατού». Τότε πηγαίναμε στρατιώτες δυόμισι χρόνια. Ήτανε τα προβλήματα με το Κυπριακό, δυόμισι χρόνια ήταν η θητεία. Είχε βγει κι ένα τραγούδι που 'λεγε: «Όμως, τούτη η θητεία δεν τελειώνει πουθενά». Ήρθα εδώ, υπηρέτησα και… Ήτανε μάλιστα, θυμάμαι, δεν μου άρεσε καθόλου, φυσικά. Αισθανόμουνα πάρα πολύ άσχημα. Ήμουνα στην Τρίπολη, υπηρετούσα. Και ήμουνα πάρα πολύ χάλια κάποια στιγμή. Και μου 'λειπαν, μου 'λειπε η Άννα, μου έλειπαν... «Θεέ μου», λέω, «τι κάνω εδώ πέρα τώρα, ας πούμε, τι γίνεται εδώ μέσα;». Το παράλληλο σύμπαν του στρατού. Κουρεμένος γουλί. Κι έρχεται ένας λοχίας –καλή του ώρα– και με βλέπει και μου λέει: «Φίλε» μου λέει «πώς κάνεις έτσι;». Λέω «τι πώς κάνω έτσι;» λέω «είναι τραγικά». Μου λέει: «Θα σου πω κάτι», λέω «τι;». «Αυτή» μου λέει «είναι η ωραιότερη περίοδος της ζωής σου». Λέω «φίλε, αν είναι αυτή η ωραιότερη περίοδος μου, να αυτοκτονήσω αυτή τη στιγμή!». Τελικά, ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωής μου! Όχι ότι όλα αυτά που πέρασα ήταν χειρότερα από κει, αλλά τα ζυγίζεις διαφορετικά. Και έβλεπα ότι δεν είναι πρόβλημα το να σε κουρέψουν, πρόβλημα είναι άμα είναι άρρωστο το παιδί σου. Πρόβλημα δεν είναι αν κάτσεις σκοπιά τη νύχτα, πρόβλημα είναι αν έχεις ένα τροχαίο ατύχημα, ξέρω 'γω. Δηλαδή, αλλάζουνε η έννοια του προβλήματος και το τι σημαίνει σοβαρό και τι αστείο και τι σε στενοχωρεί και τι επιτρέπεις να σε στενοχωρεί και τι δεν επιτρέπεις κι όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, κι έτσι όταν ολοκλήρωσα τη θητεία μου στον στρατό, ήμουνα νέος σε ηλικία, αλλά μεγάλος για να κάνω ιατρική. Οπότε γνωρίζω τη φυσιοθεραπεία. Ο πατέρας, όχι δεν ήταν πατέρας, ήτανε... φρόντιζε έναν φίλο μου, συμμαθητή μου. Με την έννοια ότι είχαν χωρίσει οι γονείς του και αυτός φρόντιζε, ήταν αδελφός της μητέρας του. Πηγαίναμε στο ιατρείο του, εδώ στην Κυψέλη, Ήταν φυσιοθεραπευτής αυτός, είχε έρθει απ' την Γαλλία. Και μου άρεσε πάρα πολύ. Δηλαδή, ήταν ένας χώρος, μπαίναν αθλητές, μπαίναν αυτά. Λέω: «Τι γίνεται εδώ μέσα; Τι ειδικότητα είναι;», δεν την ήξερα την ειδικότητα. Όταν την είδα, μου άρεσε πάρα πολύ. Λέω: «Εδώ είμαστε. Αυτός είναι ο χώρος που θέλω να δουλεύω. Αυτά είναι τα θέματα που με ενδιαφέρουνε». Και έκανα φυσιοθεραπεία. Μπήκα στη Σχολή Φυσιοθεραπευτών, που δούλευα παράλληλα ως φυσιοθεραπευτής στο φυσιοθεραπευτήριο αυτό, οπότε είχα μια μεγάλη εμπειρία. Εν τω μεταξύ, είχα παντρευτεί με την Άννα, ξεκινάγαμε τις ζωές μας. Και όλο αυτό, όλη αυτή η ιστορία που δεν έχει τέλος και έχει διάφορα στάδια και είναι μια στοιχεία δημιουργίας δεν... Νομίζω πρέπει να την κλείσουμε σε αυτό το κομμάτι εδώ, για να μην μπούμε σε άλλα. Αλλά θα κλείσουμε την ενότητα με τις σπουδές και με την... Μετά όταν τελείωσα τη Σχολή –έτσι να πούμε δυο κουβέντες μόνο– πάντα αισθανόμουν ότι έπρεπε να μάθω περισσότερα. Πολλοί φυσιοθεραπευτές μετά πηγαίνανε στο δεύτερο έτος Ιατρικής από Κτηνιατρική, από Οδοντιατρική, από κάναν αυτά. Και ένας πολύ καλός μου φίλος και ορθοπεδικός μου λέει: «Όσους φυσιοθεραπευτές γνώρισα» μου λέει «που μετά γίνανε, κάναν Ιατρική ή οτιδήποτε άλλο, κανείς δεν ήταν καλός» μου λέει. «Γίνε καλός, γίνε καλύτερος φυσιοθεραπευτής». Ακολούθησα αυτή την οδηγία, που μ' έσωσε αυτή η οδηγία. Πήγα στην Γερμανία, ήμασταν μαζί μετά στη Γερμανία, αυτός ορθοπεδικός, εγώ φυσιοθεραπευτής. Και πήγα στην Γερμανία γιατί είχαν έμμισθες θέσεις μετεκπαίδευσης. Μάλιστα, εγώ δεν ήξερα γερμανικά και λέω: «Πώς θα τα καταφέρω;». Μου λέει: «Οι Κεφαλονίτες τα μαθαίνουν γρήγορα!». Αυτή η κουβέντα με έκανε να διαβάζω πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Και θα σταματήσουμε στο σοκ που έπαθα όταν μου 'ρθε η πρώτη διάγνωση στα γερμανικά. Που όμως ήταν όλα υπέροχα και όλα όμορφα και δημιουργικά. Δεν ξέρω αν έχει κάποιο ενδιαφέρον, μια καθημερινή ιστορία ήταν όλη αυτή που σας είπα, καθημερινών ανθρώπων, αλλά...
Τρεις γενιές ανθρώπων όμως.
«Εάν δεν υπήρχαν οι μικροί, δεν θα υπήρχαν οι μεγάλοι», ένα τραγούδι του Χατζή, νομίζω, το λέει. Και πάντα αισθανόμουνα όμορφα. Πάντα ίδρωνα για να αποκτήσω αυτό το οποίο ήθελα. Και πάντα χαιρόμουν με την οικογένειά μου. Αυτό. Kαι η οικογένεια με βοήθησε στην αναζήτηση, στα ταξίδια, όλα αυτά που κάναμε διά βίου με την Άννα. Ήτανε... Θέλω να μην το κλείσω σ' αυτό, να το κλείσω με την Κεφαλονιά.
Αυτό θα σας ρωτούσα κι εγώ. Ήθελα να σας πω...
Ναι, θα το κλείσω με την Κεφαλονιά την ενότητα. Γιατί όταν πήγα στην Γερμανία λέω: «Εδώ είναι ο χώρος μου». Καλοί μισθοί, ωραίο νοσοκομείο, ωραία αυτοκίνητα, ωραία σπίτια, όλα όμορφα. Στο κέντρο της Ευρώπης. Αισθάνθηκα όπως ο πατέρας μου στην Αυστραλία. Λέω: «Εδώ είμαστε, από δω δεν το κουνάμε». Έρχεται, λοιπόν, η Άννα στην Γερμανία. Η καταγωγή της, όμως, ήταν απ' τα Καλάβρυτα. Όπου οι Γερμανοί είχανε κάψει τα Καλάβρυτα.
Ωχ!
Και υπήρχε ένα αρνητικό feedback για την Γερμανία. Και για μένα, φυσικά, αλλά το ξεπέρασα. Γιατί το πρόβλημα του άλλου είναι πρόβλημα του άλλου. Αλλιώς είναι να το ζεις ο ίδιος, κι αλλιώς είναι να το 'χει άλλος. Λοιπόν, ήρθε η Άννα στην Γερμανία, δεν της άρεσε όμως. Ήταν η ίδια ιστορία με τη μητέρα μου.
Κύκλο κι αυτό!
Κύκλο, ναι. Το ίδιο, το ίδιο σκηνικό. Το ίδιο έργο, άλλοι ηθοποιοί, άλλο το περιβάλλον, αλλά το ίδιο η βάση. Μου λέει ότι «εγώ δεν θα καθίσω στην Γερμανία, δεν μ' αρέσει η Γερμανία, θα γυρίσω στην Ελλάδα». «Εντάξει» της λέω, «άσε με λίγο να τελειώσω αυτό που κάνω», γιατί έκανα μαθήματα, «και να ολοκληρώσω το στάδιο της εκπαίδευσης και θα δούμε». Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε, όμως, η Άννα, είδα ότι η πραγματική μου ζωή θα είναι δίπλα στην Άννα. Έβαλα, λοιπόν, ένα στοιχείο δυσκολίας. Λέω: «Σ' αυτή τη σχέση πρέπει να κάνουμε», η Άννα έχει μεγαλώσει στην Αθήνα και αυτή, εδώ στην Κυψέλη, «πρέπει να κάνουμε και οι δύο ένα βήμα» σκέφτηκα. Πάντα είχαμε οικολογικές αναζητήσεις και μας άρεσαν η ζωή στην εξοχή και όλο αυτό το πράγμα, δηλαδή μας ενδιέφερε αυτό το κομμάτι. Λέω: «Θα γυρίσω», λέω, «στην Ελλάδα, αλλά θα πάμε στην Κεφαλονιά να ζήσουμε» της λέω. Γιατί είναι ένα... Λέω, σκεφτόμουνα μέσα μου ότι θα γυρίσω στον τρίτο κόσμο, αλλά τα παιδιά μου θα μεγαλώσουν σε μια θάλασσα. Δεν θα περιμένω 20 μέρες τον Αύγουστο για να πάω να κάνω διακοπές. Και θα 'χω, λέω, τη χαρά, σκέφτηκα μέσα μου, ότι συμβάλλω κι εγώ στην ανάπτυξη του τόπου μου, κάνοντας ένα τμήμα αποκατάστασης στο νοσοκομείο –γιατί δεν ήθελα να κάνω ιδιωτική, δεν ήθελα να 'χω πελάτη, ήθελα να 'χω ασθενή. Θα πάω, λέω, στο νησί μου και θα 'χω τη χαρά που 'χει ένας ιεραπόστολος που φτιάχνει ένα εκκλησάκι στη ζούγκλα. Έτσι το είδα κι έτσι ήτανε. Γιατί δεν είχα ζήσει ποτέ στην ελληνική επαρχία. Δεν είχα την εικόνα του να ζεις στην ελληνική επαρχία.
Μόνο τα καλοκαίρια φαντάζομαι.
Μόνο τα καλοκαίρια. Τα καλοκαίρια είναι χαρούμενα. Κάθε καλοκαίρι πήγαινα στην Κεφαλονιά και μ' άρεσε πάρα πολύ. Αλλά ήταν το καλοκαίρι. Δεν είχα ζήσει όλο το... Γιατί τα παιδιά που ζούσαν στην επαρχία, θέλαν να φύγουν, να πάνε στην Αθήνα. Δεν θέλαν να ζήσουν στην... ήταν αυτό το περίεργο. Λοιπόν, λέω «θα βάλω μια δυσκολία». Η Άννα, ήταν ο πατέρας της δικηγόρος, ήταν και η ίδια δικηγόρος. Λέω: «Θα ανοίξεις, θα 'χεις κι έτσι τη χαρά να δημιουργήσεις μόνη σου, ρε παιδί μου, χωρίς ότι έχεις την πελατεία του πατέρα και αυτά. Δηλαδή, κάνεις το δικό σου άνοιγμα». Λέω «αν το κάνεις αυτό, θα γυρίσω». Και λέω αν το κάνει, σκέφτηκα, θα μ' αγαπάει και πάρα πολύ. Και μου λέει «θα το κάνω». Και το έκανε. Κι έτσι πήγαμε στην... Δεν ήταν, όμως, μια εκδικητική κατάσταση. Ήταν μια κατάσταση διαφορετική. Είχε μια οικολογική αναζήτηση. Κι έτσι, πήγαμε στην Κεφαλονιά, όπου εκείνη άνοιξε τα φτερά της ως δικηγόρος, ως συμβολαιογράφος. Είχε κάνει τα παιδιά μας και περάσαμε υπέροχα. Και περνάμε υπέροχα. Και περάσαμε όλα τα στάδια της ζωής μας.
Όλα αυτά τα ταξίδια, λοιπόν, για να γυρίσετε στην Κεφαλονιά στο τέλος!
Γύρισα στην Κεφαλονιά, ναι. Γύρισα στην Κεφαλονιά.
Είστε χαρούμενος;
Είμαι ευτυχισμένος, ναι. Είμαι ευτυχισμένος πραγματικά. Και το κυριότερο είναι ότι, να ξέρεις, κάθε τόσο αναρωτιέσαι και λες: «Ήτανε σωστό το βήμα;». Σε κάποια στιγμή, σε κάποια στιγμή, στην αρχή όταν πήγαμε, είχα διαφωνίες με τον διοικητή του νοσοκομείου, γιατί ήθελα να κάνω το εμβόλιο του παιδιού μου και δεν ζήτησα άδεια για να το κάνω, γιατί λέω «τι άδεια να ζητήσω; Υπάρχει περίπτωση να μου πει όχι κι εγώ να κάτσω;». Οπότε έφυγα. Για να κάνω το εμβόλιο, προσέξτε. Και αυτός με κάλεσε σε απολογία και τέτοια. Δηλαδή, έβαλε... λες κι έχω κάνει ένα έγκλημα. Αυτό με στενοχώρησε πάρα πολύ. Οι Γερμανοί φυσιοθεραπευτές μπορούσανε –όσοι είχανε άδεια απ' το γερμανικό κράτος– να δουλέψουνε στα γερμανόφωνα καντόνια της Ελβετίας. Και βρέθηκε μια κλινική στη Λουκέρνη, είχα κάποιους φίλους, που την είχε ένας Έλληνας φυσιοθεραπευτής που 'παιρνε σύνταξη και ήθελε κάποιονε, ήθελε έναν φυσιοθεραπευτή, ο οποίος να ξέρει ελληνικά –δεν υπήρχε αυτή η περίπτωση ούτε ένα στο ένα εκατομμύριο– να θέλει να ζήσει στην Ελβετία –ήθελα πάρα πολύ να ζήσω στην Ελβετία, ακόμα θέλω– τώρα εκείνη ήταν πάνω στη λίμνη. Και να αναλάβει και να δίνει ένα ποσοστό της κλινικής, να αναλάβει την κλινική και να δίνει ένα ποσοστό, να του στέλνεις. Κερκυραίος ήταν αυτός. Πήγα. Πήγα, τον βρήκα, συζητήσαμε. Συμφωνήσαμε. Μίλησε και με την Άννα. Της λέει: «Εσύ θα 'ρθεις δικηγόρος εδώ πέρα, ήτανε... θα 'χεις πάρα πολύ καλά». Και στην επιστροφή μετάνιωσα γιατί λέω: «Πάω γιατί το θέλω ή γιατί με διώχνει η συμπεριφορά αυτουνού; Πάω γιατί με διώχνει η συμπεριφορά αυτουνού». Λέω «όχι, θα κάτσω να το αντιμετωπίσω». Είχαμε πάρει κιόλας ένα κτήμα για να φτιάξουμε το σπίτι μας και λέω «δεν θα το κάνω αυτό». Βέβαια, κάθε μέρα αναρωτιέμαι αν ήταν σωστό αυτό ή όχι. Αλλά θα το κλείσουμε εδώ, γιατί μπορώ να σας μιλάω μια ζωή για το αν ήταν σωστό ή όχι αυτό το βήμα!
Η ζωή στην Κεφαλονιά, λοιπόν, τώρα; Για να κλείσουμε έτσι...
Η ζωή στην Κεφαλονιά είναι υπεροχή. Είναι υπέροχη πραγματικά. Είναι πολύ ωραία από φυσιολατρικής άποψης, δεν το συζητάω. [01:30:00]Τώρα, λείπουνε οι κινηματογράφοι λέει, λείπουν οι κινηματογράφοι. Σίγουρα λείπουν οι κινηματογράφοι. Σήμερα, όμως, εχθές, κοιτάζαμε 100 κινηματογράφους και δεν υπήρχε ένα έργο να μας αρέσει. Οπότε η καθημερινή ζωή, η καθημερινότητα δηλαδή, να παρκάρεις, να πας στη θάλασσα μετά τη δουλειά σου, να ζεις σε ένα ωραίο περιβάλλον, ασυζητητί είναι πολύ υψηλού επιπέδου θα πω, όχι... Αισθάνομαι τυχερός που ζω στην Κεφαλονιά και έφτιαξα την οικογένειά μου εκεί. Φυσικά, ταξιδεύαμε πάρα πολύ, γυρνάγαμε. Δηλαδή, το δικό μας οικονομικό περίσσευμα πήγαινε στα ταξίδια με τα παιδιά μας.
Και στις τάσεις φυγής που λέγαμε στην αρχή.
Στις τάσεις φυγής, ναι, τα road trips που κάνουμε τα... Αυτή είναι η μικρής σημασίας, αλλά ουσιαστικής, για μένα ζωής.
Τι ωραία, κύριε Βαγγέλη! Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ. Είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε πάρα πολλές τέτοιες πανομοιότυπες, καλύτερες, χειρότερες, αλλά η βάση είναι να μαθαίνει κανείς, να απολαμβάνει και τις δυσκολίες, να διαχειρίζεται τις δυσκολίες. Γιατί η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες. Και να τις αξιολογεί. Να αξιολογεί ότι αυτή η ιστορία που μου 'πε αυτός τότε στον στρατό ότι «αυτή είναι η καλύτερη περίοδος της ζωής σου» – και ήτανε, μου 'λεγε σωστά– αλλά εγώ ήμουνα πιο δυστυχισμένος, να μπορείς να ζυγίσεις –ελάτε τώρα να βγάλουμε κι ένα conclusion στην ιστορία– να μπορείς να ζυγίζεις τις δυσκολίες. Και αυτά που φαίνονται ανυπέρβλητα, είναι μικρά κι ασήμαντα.
Τι ωραία.
Ευχαριστώ.
Ευχαριστούμε πολύ.
Ευχαριστώ. Καλή δύναμη σε αυτό που κάνετε.
Ευχαριστούμε.