© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ιστορία ενός παλαίμαχου τερματοφύλακα

Κωδικός Ιστορίας
11222
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θωμάς Καρτσακλής (Θ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2019
Ερευνητής/τρια
Δανάη Χαραλαμπίδη (Δ.Χ.)
Δ.Χ.:

[00:00:00]Γεια σου! Λοιπόν, πώς σε λένε και πού γεννήθηκες;

Θ.Κ.:

Με λένε Θωμά Καρτσακλή και γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από το Αγρίνιο, Δοκίμι, τρία χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο είναι το χωριό μου, εκεί μεγάλωσα, τώρα βέβαια μένω στο Αγρίνιο, είμαι παντρεμένος, έχω δυο παιδιά. Μένω μόνιμα στο Αγρίνιο, βέβαια στο χωριό μου πηγαίνω κάθε μέρα, γιατί εκεί μεγάλωσα, ζει ακόμα, ζουν οι δικοί μου, η μητέρα μου, γιατί ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Πηγαίνω σχεδόν δυο φορές την ημέρα, πρωί - βράδυ, γιατί πρέπει, είμαι μόνος μου εδώ, μάλλον τα αδέλφια μου τα άλλα είναι φευγάτα όλα, είμαι ο μόνος που είμαι εδώ, όποτε και η μητέρα μου, πηγαίνω μήπως χρειαστεί κάτι, ό,τι μπορέσω να την βοηθήσω, αυτά.

Δ.Χ.:

Και με τι ασχολείσαι ;

Θ.Κ.:

Είμαι πτυχιούχος φυσικής αγωγής, τέλειωσα ΤΕΦΑΑ, Αθήνα, το 1990, τα τελευταία δέκα χρόνια είμαι από τους προύχοντες, προνομιούχους, διότι πρόλαβα και διορίστηκα, γιατί πλέον δεν γίνονται διορισμοί, όπως ξέρετε πολύ καλά και εσείς, αυτό το όνειρο του να γίνω γυμναστής πραγματοποιήθηκε σαν όνειρο. Έγινα γυμναστής, αλλά το καλύτερο είναι ότι διορίστηκα, γιατί στην ηλικία την δικιά μου, τώρα είμαι πλέον πενήντα τριών χρονών δεν διορίζεται κανένας γυμναστής στην ηλικία μου και αυτοί που τελειώσαμε μαζί πανεπιστήμιο δεν μπορούν πλέον να διοριστούν, γιατί μόνο από ΑΣΕΠ, δύσκολα θα καθίσουν να διαβάσουν. Εγώ ήμουν τυχερός, γιατί δούλεψα αθλητικά γυμνάσια και λύκεια και πήρα κάποια μόρια και διορίστηκα με την προϋπηρεσία, ίσχυε ο θεσμός της προϋπηρεσίας και διορίστηκα και για αυτό είμαι σε σχολείο, είμαι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είχα διοριστεί δευτεροβάθμια, αλλά έκανα μετάταξη, γιατί δεν μπορούσα να φύγω, είχα διοριστεί στην Λακωνία, δεν μπορούσα να φύγω με τίποτα, γιατί δεν είχε κενά στο Αγρίνιο, στον νόμο Αιτωλοακαρνανίας, γενικότερα στην δευτεροβάθμια, όποτε την πρώτη φορά από την Σπάρτη που ήμουν διορισμένος έφυγα με απόσπαση για λόγους οικογενειακούς, την δεύτερη χρονιά, το πρώτο διάστημα πήγα στην Σπάρτη δυο μήνες, έκατσα εκεί στο σχολείο, αλλά μετά έβγαλε το Υπουργείο Παιδείας ένα, όποιος ήθελε να κάνει μετάταξη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και, επειδή στον νομό Αιτωλοακαρνανίας έχει πολλά κενά η πρωτοβάθμια, έκανα μετάταξη στην πρωτοβάθμια και έχω πλέον οργανική σε ένα χωριό έξω από το Αγρίνιο, αλλά κάθε χρόνο παίρνω απόσπαση μέσα στο Αγρίνιο, γιατί έχει κενά πολλά η πρωτοβάθμια. Μου λέγανε κιόλας φίλοι μου τότε που διοριστήκαμε μαζί, άλλος στην Κέρκυρα, άλλος στην Κεφαλονιά, άλλος στην Καλαμάτα: «Θα κάνεις μετάταξη πρωτοβάθμια;». «Δεν με πειράζει, εγώ θέλω να είμαι στο σπίτι μου και ας είμαι πρωτοβάθμια» που ούτως ή άλλως δε υπάρχουν διαφορές, γιατί όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης έχουν υπέρ και κατά, καμία δεν είναι ρόδινη, δηλαδή και στην πρωτοβάθμια, αν εξαιρέσουμε λίγο την πρώτη δημοτικού, λίγο τα παιδάκια που είναι. εντάξει, να προσαρμοστούν στο περιβάλλον, στο καινούριο περιβάλλον, από την δευτέρα δημοτικού και πάνω, μάλλον μετά από δυο μήνες η πρώτη δημοτικού και από την δευτέρα δημοτικού, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη, έκτη είναι τέλεια. Έτσι; Γίνομαι και εγώ παιδί, όταν πηγαίνω σχολείο ξεχνώ τα πάντα και πάω να περάσω ευχάριστα στον χώρο μου. Βλέπω μερικές φορές δάσκαλους, οι δάσκαλοι ή άλλους γυμναστές, γιατί στα σχολεία που είμαι είναι και άλλοι γυμναστές, δεν είμαι μόνο εγώ, είναι άλλος ένας γυμναστής, μάλλον είμαστε δυο γυμναστές, καμία φορά του λέω: «Ερχόμαστε να περάσαμε ευχάριστα την ώρα μας» και για αυτό και έγινα γυμναστής, γιατί είχα περάσει και σε άλλη σχολή πριν περάσω γυμναστική ακαδημία, είχα περάσει νοσηλευτική, ούτε καν ήθελα, δεν πήγα καν, ίσα που γράφτηκα στην Αθήνα και έκατσα και έδωσα πάλι εξετάσεις την δεύτερη χρονιά και πέρασα με την δεύτερη γυμναστική ακαδημία, γιατί ήθελα να περάσω γυμναστική ακαδημία, γιατί είμαι, ασχολούμαι με τον αθλητισμό από μικρό παΐδι που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δηλαδή να σας πω τώρα, παραδείγματος χάρη, από έξι χρονών που θυμάμαι τον εαυτό μου, επτά χρονών, στο χωριό, το Δοκίμι κάτω δεν υπήρχε τότε στο, ο δρόμος ήταν χώμα, δεν υπήρχε άσφαλτος, χώμα όλο το χωριό, μιλάμε χωριό τώρα με χίλια πεντακόσια άτομα μόνιμους κατοίκους. Εμείς το απόγευμα από την πρώτη δημοτικού μετά το σχολείο πηγαίναμε κατευθείαν, δεν διαβάζαμε, ποιος να-, οι γονείς τότε δεν ήξεραν να μας διαβάσουν, αφού δεν ήξεραν αυτοί, εμείς λέγαμε διαβάσαμε μόνοι μας και κατεβαίναμε και παίζαμε στην γειτονιά μας, ή στην δίκια μου την γειτονιά ή σε άλλη γειτονιά από τα άλλα παιδιά, τους φίλους μου, γιατί ήταν είναι μεγάλο χωριό και ήταν πολλά παιδάκια στο σχολείο και παίζαμε ποδόσφαιρο μέχρι να χαράξει, γιατί μετά δεν είχε λάμπες, δεν βλέπαμε, οπότε μας φώναζαν και οι δικοί μας: «Πού είστε, πού είστε;», όταν ήμασταν στην γειτονιά την δικιά μου, την δικιά μου γειτονιά, που μαζευόμασταν όλα τα παιδιά στην δικιά μου γειτονιά, ήταν καλά. Αν όμως πηγαίναμε πιο πέρα, σε άλλη γειτονιά, η μάνα μου, ξέρω εγώ, γιατί ο πατέρας μου όχι πολύ ο πατέρας μου, η μάνα μου εκεί: «Πού εί...», «Μαμά, παίζουμε τώρα», γιατί ντρεπόμουν κιόλας λίγο, ντρεπόμουν και τώρα που λέμε ντρεπόμουν, καμία φορά είναι πράγματα που πρέπει να τα ξέρουν τα παιδάκια, όλοι μας πρέπει να τα ξέρουμε. Όταν πήγαινα σχολείο στο δημοτικό, ακριβώς δίπλα από το σχολείο στο χωριό μου, στο Δοκίμι, ζούσε η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, η μάνα της μητέρας μου και στο διάλειμμα, μόλις χτυπούσε το κουδούνι, μου έφερνε ψωμί με ζάχαρη με λάδι από πάνω, εγώ ντρεπόμουν και έλεγα: «Μακριά, γιαγιά, μακριά, γιαγιά», δηλαδή δεν ήθελα να έρθει στο σχολείο και να μου δώσει να φάω το ψωμί με την ζάχαρη και το λάδι, εντάξει, έτσι το έβλεπα τότε, η γιαγιά μου είχε την χαρά, την θέληση να έρθει εκεί, ξέρω 'γω, «Νηστικό το παιδί, να φάει κάτι». Παίζαμε ποδόσφαιρο, παίζαμε ποδόσφαιρο στο σχολείο, στο σχολείο τότε στο χωριό μου δεν είχε τσιμέντο τώρα που έχει τώρα, τώρα έχει πίσσα, όλα τα σχολεία πλέον έχουν πίσσα, αυτό είναι άσχημο, δεν είναι καλό, έτσι και εγώ δεν το ευχαριστιέμαι, τα παιδιά δεν το ευχαριστιούνται, παίζουν ποδόσφαιρο τα παιδάκια, έτσι; Δεν μπορούν να παίξουν ποδόσφαιρο στην πίσσα, θα μου πείτε τώρα εσείς, στο χώμα; Στο χώμα δεν χτυπάς, δεν θα χτυπήσεις όπως θα χτυπήσεις στην πίσσα, άλλο να πέσεις και να χτυπήσεις στην πίσσα κάτω και άλλο να πέσεις στο χώμα. Τότε το γήπεδο στο χωριό μας, το Δοκίμι, το σχολείο είχε χώμα και παίζαμε τα παιδιά. Εγώ ήθελα να γίνω τερματοφύλακας, δηλαδή όταν παίζαμε ποδόσφαιρο, ενώ η δικιά μου ομάδα ήταν μια χαρά, γιατί ήμουν ο μόνος τερματοφύλακας εγώ, δεν ήθελα να παίξει άλλος, η άλλη ομάδα όμως, όταν χωριζόμασταν, επειδή δεν ήθελε να παίξει τερματοφύλακας κανένας, μεταξύ τους τσακωνόντουσαν, δηλαδή έλεγαν: «Όχι, δεν παίζω εγώ τερματοφύλακας όχι, θα παίξω εγώ», έλεγε ο γυμναστής, μας έκανε ο δάσκαλος μάλλον, τότε δεν είχαμε γυμναστή, ο δάσκαλος: «Θα παίξετε όλοι από λίγο», ε, τότε έπαιζαν από λίγο διάστημα, όμως στην δικιά μου ομάδα έπαιζα μόνο εγώ, γιατί ήθελα να γίνω τερματοφύλακας, μ' άρεσε από μικρό παιδάκι, δηλαδή έπεφτα κάτω να πιάσω την μπάλα, ήθελα να γίνω, δηλαδή ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται. Εγώ, παραδείγματος χάρη, γεννήθηκα να γίνω τερματοφύλακας, γιατί και μετά, μελλοντικά, έπαιξα ποδόσφαιρο, έτσι; Δηλαδή θυμάμαι τον εαυτό μου και πάλι να-. Θυμήθηκα τώρα μια ιστορία, το καλοκαίρι τώρα εμείς στο χωριό κάτω όλοι βάζαμε καπνά, το καλοκαίρι δεν είχαμε χρόνο να παίξουμε τα απογεύματα, δηλαδή ελάχιστο χρόνο, γιατί ήμασταν όλη μέρα, βοηθούσαμε τους δικούς μας στο αρμάθιασμα του καπνού, στο μάζεμα του καπνού, μάλλον πρώτα μάζεμα, μετά αρμάθιασμα, μετά να το βάλλουμε στις λιάστρες να λιαστεί το καπνό, δηλαδή όλο το καλοκαίρι, δηλαδή Ιούνιο που τελειώνουν τα σχολεία, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο ήμασταν στις δουλειές όλα, τα πιο πολλά παιδιά του χωριού, όμως μόλις τελειώναμε τα καπνά τον Αύγουστο, τελείωναν τα καπνά αρχές Αύγουστου, μέσα Αύγουστου, καταρχήν και να θέλαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο ή κάτι άλλο, δεν παίζαμε, γιατί δεν είχαμε και χώρο. Άμα είχαμε τον χώρο βέβαια, όπως είπα και πριν, τον χώρο στον δρόμο, χώμα σκέτο όμως, μόλις τελειώναμε τα καπνά μαζευόμασταν τα παιδιά, είχαμε φτιάξει ένα γήπεδο, θυμάμαι, στο σπίτι μου από κάτω ακριβώς είχε ένα χωράφι, μεγάλο χωράφι, και το είχαν καπνά. Μόλις τελείωναν τα καπνά, τελειώναν τα καπνά το μάζεμα, και ήταν πλέον, πηγαίναμε, κόβαμε τις καπνόριζες, έτσι λέγονται, έτσι ξέρετε και εσείς, αλλιώς θα το μάθετε, κόβαμε τις καπνόριζες και φτιάχναμε γήπεδο, παίρναμε καλάμια και φτιάχναμε τα καλάμια τέρμα. Το τέρμα με καλάμια, πώς να το φτιάξουμε, το φτιάχναμε το τέρμα με καλάμια και είχαμε έδρα δικιά μας εμείς, η κάτω γειτονιά. Πιο πέρα, στο ένα χιλιόμετρο που ήταν η κάτω γειτονιά, έφτιαχναν και αυτοί δικό τους και λέγαμε ποιος έχει το καλύτερο γήπεδο. Γήπεδο, εντάξει, είχαμε χώρο να παίξουμε και φτιάχναμε και παίζαμε, λέω, τώρα θυμάμαι τώρα και, εντάξει, μερικές φορές είναι παιδιά που δεν έχουν ζήσει τέτοιες καταστάσεις. Παίζαμε, μπορώ να σας πω μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, τόσο πολύ, γιατί το ευχαριστιόμασταν, είχαμε τον χώρο μας, δηλαδή γήπεδο, μάλλον χώρο κανονικό, φτιάχναμε τα τέρματα με τα καλάμια από 'δω, από εκεί, δυο τέρματα, προσπαθούσαμε να βάλουμε και καμία γραμμούλα να μην βγαίνει η μπάλα όπου να 'ναι, κάναμε δηλαδή κάτι, όπως είναι το ποδόσφαιρο, να παίξουμε ποδόσφαιρο και παίζαμε κιόλας και κάναμε αγώνες. Κάναμε πάνω - κάτω γειτονιά, παίζαμε πρώτη μέρα στην κάτω γειτονιά, «Πόσο πήγαμε;», «2-0», κερδίσαμε εμείς. Πηγαίναμε μετά να παίξουμε αντίπαλοι στην κάτω γειτονιά, «Πόσο πήγαμε;», «Χάσαμε, 1-0». Εμείς, αφού βάλαμε δύο γκολ, φάγαμε μόνο ένα, κερδίσαμε εμείς. Ήταν ωραίες φάσεις, πράγματα που πιστεύω δεν ζουν τα παιδιά στην σημερινή εποχή, δυστυχώς. Το λέω δηλαδή, το λέω και στο σχολείο, το λέω μερικές φορές στα παιδιά, εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου, δημοτικό ήμασταν έτσι, γυμνάσιο μετά πηγαίναμε και με τα πόδια μερικές φορές στο Αγρίνιο, γιατί το λεωφορείο, πηγαίναμε με το λεωφορείο, εντάξει, στον γυρισμό μερικές φορές δεν υπήρχε λεωφορείο και με τα πόδια και τα παιδιά αυτά που ήμασταν φίλοι, τέσσερα παιδιά που καθόμασταν στο θρανίο στο Δοκίμι, στο σχολείο στις πρώτες τάξεις, έξι τάξεις στο δημοτικό, ήμουν εγώ με τον φίλο μου, τον έναν φίλο μου, τον Φώντα, περάσαμε, εγώ πέρασα γυμναστική ακαδημία, μάλλον πέρασα πρώτα, όπως είχα πει, νοσηλευτική. Δεν πήγα, πέρασα γυμναστική ακαδημία, ο φίλος μου ο Φώντας πέρασε μαθηματικό Θεσσαλονίκη, πίσω ο ξάδελφος μου[00:10:00] ο Κώστας πέρασε Πολυτεχνείο στην Πάτρα και ο Γιάννης πέρασε Πολυτεχνείο στην Θεσσαλονίκη, δηλαδή η τετράδα αυτή περάσαμε και τα τέσσερα παιδιά, τα άλλα παιδιά δεν πέρασαν κάπου, δεν πειράζει, δεν σημαίνει ότι όλοι στην ζωή μας πρέπει να γίνουμε επιστήμονες ή να περάσουμε, να γίνουμε γιατροί, να γίνουμε δικηγόροι, όμως κάτι έκαναν στην ζωή τους. Όμως αυτή η τετράδα που ήμασταν εμείς και παίζαμε και ποδόσφαιρο, ήμασταν πολύ κολλητοί, βέβαια χαθήκαμε, γιατί δυστυχώς στην σημερινή εποχή ο κόσμος χάνεται, πλέον οι σχέσεις είναι απρόσωπες, δεν υπάρχουν προσωπικές σχέσεις, εγώ το έχω ζήσει αυτό και τω ζω και το βλέπω καθημερινά, δηλαδή ότι πλέον και εγώ ακόμα που είμαι πολύ κοινωνικό ον, έτσι, δεν είναι εγωιστικό αυτό που λέω, χάνομαι από τον κόσμο, γιατί πλέον ίσως είναι η εποχή μας, δεν ξέρω τι να πω, προβληματίζομαι πολύ, δεν, μπορεί να έχω-. Δεν είναι ο ρυθμός που έβγαινα παλιά με τον κόσμο, έξω, καφέ, να μαζευτούμε να φάμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, πλέον δεν υπάρχει αυτό, εξαλείφεται σιγά σιγά, ίσως είναι η οικονομική κρίση μάλλον. Μάλλον, πιστεύω είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης που ζει ο Έλληνας τα τελευταία χρόνια. Εμείς ζήσαμε, έζησα και καλές, ζήσαμε, εντάξει, δοξασμένος ο Θεός, εγώ θα σου πω κάτι. Γυμνάσιο, είδες πώς σας είπα, λύκειο, όταν πήγαινα λύκειο εγώ, φροντιστήριο δεν πήγα καθόλου, ο πατέρας μου δεν είχε να μου δώσει χρήματα να πάω φροντιστήριο, φύλαγα πρόβατα, ο πατέρας μου είχε πρόβατα και μου 'λέγε: «Το χωράφι αυτό είναι δικό μου, το δίπλα χωράφι είναι ξένο, πρέπει να φυλάξεις τα πρόβατα», γιατί είχε άλλες δουλειές να κάνει ο πατέρας μου, έτσι, αγροτικές πάντα, έτσι, αγρότης ήταν ο πατέρας μου και είχα κοινωνιολογία και διάβαζα κοινωνιολογία και κοινωνιολογία έγραψα είκοσι πανελλαδικές, ιστορία δεκαεννιά μισό, χωρίς φροντιστήριο, γιατί φύλαγα τα πρόβατα, είχα ένα καλάμι, ξέρω εγώ, τα φύλαγα και διάβαζα. Κοινωνιολογία μετά, όταν την διάβαζα, το βράδυ στην αδελφή μου που ήταν πιο μικρή η αδελφή μου, της την έλεγα απ' έξω, δεν πήγα φροντιστήριο, δεν πήγα καθόλου, πήγα μόνο μαθηματικά λίγες ώρες, δηλαδή μια ώρα την εβδομάδα και έγραψα δεκατέσσερα μαθηματικά και έκθεση έγραψα δώδεκα, αλλά πήρα στα αθλήματα πολλά μόρια, γιατί ήμουν αθλητής από μικρό παιδί, από μικρό παιδί αθλητής, θα σας πω μετά, αλλά λέω καμία φορά, το λέω, σε όλους το λέω και δεν είναι ντροπή, ότι φύλαγα τα πρόβατα και πέρασα πανεπιστήμιο όπως και οι φίλοι μου, οι άλλοι οι τέσσερις που ήμασταν παρέα, που κάναμε παρέα και αυτοί δεν πήγαιναν φροντιστήριο, εντάξει, κανένας δεν πήγε, ούτε ο Κώστας, ούτε ο Φώντας, ούτε ο Γιάννης, οι φίλοι μου αυτοί, περάσαμε όμως όλοι, περάσαμε. Δεν ξέρω, τα παιδιά πέρασαν και αυτοί εκεί που 'θελαν, τους άρεσε αυτό, αν, μπορεί τώρα δεν κάνουν τόσα που κάνω εγώ, γιατί εγώ είμαι και προύχοντας που τέλειωσα και διορίστηκα έστω και μετά από είκοσι χρόνια, έτσι; Οι φίλοι μου αυτοί δεν κάνουν την δουλειά που πέρασαν, που 'θελαν να περάσουν, αλλά δεν είναι ντροπή που το λέω, φύλαγα πρόβατα και διάβαζα. Το λέω, δηλαδή στην σημερινή εποχή ο γιος μου, παραδείγματος χάρη, που σπουδάζει, τα έχει όλα, δηλαδή στερήθηκα πράγματα εγώ και οι δικοί μου στερούνταν πράγματα, αλλά δεν είχαν να στερηθούν πολλά. Εγώ στερούμαι, στερούμαι και εγώ, στερήθηκα μάλλον για να μπορέσω ό,τι καλύτερο για το παιδί μου, για την κόρη μου που έρχεται πίσω για πανελλαδικές.

Θ.Κ.:

Τότε, επειδή ήμουν τερματοφύλακας στην γειτονιά μου απέναντι στο σπίτι το δικό μου, το πατρικό μου, ήταν ένας κύριος που ήταν προπονητής, ο κύριος Αντώνης, που ήταν προπονητής στην ομάδα στο χωριό μου, άλφα, η ομάδα του χωριού μου είχε καλή ομάδα, έβγαλε παίκτες πολλούς, παίξανε Παναιτωλικό αργότερα, όπως εγώ έπαιξα Παναιτωλικό. Λέει στον πατέρα μου, λέει: «Νίκο, τον Θωμά θα τον πάρω στην ομάδα». Ο πατέρας μου δεν ήθελε ν' ακούσει καθόλου για ποδόσφαιρο, έλεγε: «Θα γίνει αλήτης, θα γίνει-», υπήρχε μια νοοτροπία που, εντάξει, καλώς η κακώς δεν μπορώ να το πω γιατί, έτσι, όχι, «Θα έρθει να παίξει ποδόσφαιρο, είναι καλός, είναι καλός», ήμουν ψηλός για τερματοφύλακας, έπαιζα τερματοφύλακας, δεν είναι εγωιστικό, είχα στοιχεία και για αυτό έπαιξα και ποδόσφαιρο μετά και αργότερα επαγγελματικά. «Όχι», λέει, «Μωρέ Νίκο, εγώ θα πηγαίνω το παιδί στο γήπεδο, θα το φέρνω, θα του κάνω προπόνηση, είναι καλός», τελικά με τα χίλια ζόρια τον άφησε. Δεκαπέντε χρονών έφτιαξα δελτίο στην ομάδα του χωριού μου, άλφα ατομικό, και έπαιξα, έπαιξα, στην αρχή δεν έπαιξα, στην αρχή ήμασταν πέντε τερματοφύλακες. Έλεγα από μέσα μου: «Πότε θα παίξω, πρέπει να παίξω», έλεγα: «Αυτός ο τερματοφύλακας δεν πρέπει να παίξει, πρέπει κάτι να γίνει», μόλις έλεγα έτσι, έπιασε δουλειά στην αστυνομία, έφυγε, ήταν μεγαλύτερος από μένα, έφυγε αστυνομία. Ο άλλος, ο άλλος τερματοφύλακας τραυματίστηκε, ο άλλος ερχόταν για προπόνηση, του έλεγε ο προπονητής: «Άμα δεν έρχεσαι στην προπόνηση, δεν παίζεις» και έτσι σιγά σιγά έπαιξα. Δηλαδή είναι ο Θεός, δεν ξέρω πώς, έπαιξα, έπαιξα βασικός στο χωριό μου, βέβαια πρώτα κοίταζα να διαβάσω, να βοηθήσω τον πατέρα μου, γιατί και τον χειμώνα, σας είπα πριν, ότι διάβαζα φυλώντας τα πρόβατα, προπόνηση πήγαινα πριν ή μετά, ανάλογα, δεν πήγαινα συνέχεια προπόνηση. Όταν πήγαινα όμως, πήγαινα για προπόνηση και θυμάμαι τότε τα μέσα δεν ήταν, δεν είχαμε, ούτε εγώ ως τερματοφύλακας δεν είχα γάντια, έπαιζα, έπαιζα χωρίς γάντια που τώρα έχουν τα πάντα, όχι μόνο γάντια και δύο και τρία ζευγάρια γάντια και τέσσερα και πέντε, όσα θέλουν έχουν. Και παίζαμε έτσι, χωρίς γάντια, αλλά ο κύριος αυτός,, ο προπονητής, ο πρώτος προπονητής μου, δούλευε με συνθήκες που ήταν δύσκολες μεν, αλλά δούλευε όπως πρέπει να δουλέψει. Έπαιξα. Μετά, όταν πέρασα πανεπιστήμιο, πήγα σε ομάδα, πολύ καλή ομάδα, εγώ ήμουν Καλλιθέα στην Αθήνα, παίζει ρόλο. Έπαιζα, έμενα Καλλιθέα στην Αθήνα και βρήκα μια ομάδα από κάποιον γνωστό που έπαιζε στο Μοσχάτο, που έπαιζε στο Μοσχάτο με μια πολύ καλή ομάδα-. Α! Ναι, συγγνώμη, να πω και κάτι πριν, όταν έπαιζα ποδόσφαιρο στο χωριό μου, το Δοκίμι, γύρισα όλα τα χωριά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, δηλαδή αν δεν έπαιζα ποδόσφαιρο, δεν θα ήξερα πού είναι η Γαβαλού, πού είναι η Ερματικού, πού είναι η Στάνου, πού είναι η Σπάρτου, δηλαδή δεν υπάρχει χωριό του νομού Αιτωλοακαρνανίας που να μην το γύρισα, δηλαδή να και κάτι που άρχισα, άρχισα σωστά τον νομό μου, δηλαδή γνώρισα όλα τα χωριά, δηλαδή άμα ρωτήσεις τώρα παιδιά στο Αγρίνιο, δεν ξέρουν πού είναι η Γαβαλού, δεν ξέρουν πού είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, δηλαδή ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι στο Αγρίνιο δίπλα, τοπικό διαμέρισμα του δήμου Αγρινίου και μπορεί να μην ξέρουν πού είναι, αυτό είναι άσχημο, έτσι χάνονται, χάνονται, χάνονται πολλά πράγματα, έτσι; Γύρισα όλα τα χωριά, όλα τα χωριά, δεν υπάρχει χωριό που να μην πήγα. Όταν μετά πήγα στην Αθήνα, στο Μοσχάτο, ήταν η ομάδα αυτή, ήταν καλή ομάδα, καλή σειρά, θυμάμαι τότε εγώ μέσα στο αποδυτήρια είχαμε έναν φροντιστή, από τότε φροντιστή που μας είχε μέχρι μπουρνούζι μας είχε, ωραία πράγματα. Είπα εγώ, λέω: «Πού ήρθα, πού έφυγα, πού ήρθα;». Μέχρι σαμπουάν, το μπάνιο μας το ζεστό μετά την προπόνηση, ξερά γήπεδα  βέβαια, εντάξει, τα ξερά γήπεδα ήταν δυσκολία μεγάλη για τον τερματοφύλακα πιο πολύ, αλλά για όλους τους παίκτες τα ξερά γήπεδα, το χώμα δηλαδή που λέμε, τώρα έχουν πλαστικά, έχουν χόρτο, έτσι; Δεν έχουν αυτό που έχουμε εμείς, που θα 'θελαν να είχανε αυτά που είχαμε εμείς τότε και εκεί γύρισα όλα τα-, στην ομάδα που έπαιζα, επειδή ήταν καλή ομάδα και μάλλον ήταν ο όμιλος που παίζαμε, γύρισα όλα τα νησιά, «Α!», λέω, «Να γυρίσω τα νησιά». Σύρο, Μύκονο, Χίο, Μυτιλήνη, Κω, Κάλυμνο, δηλαδή δεν υπάρχει νησί που να μην πήγα από την ομάδα, δηλαδή ήμασταν στον όμιλο του Πειραιά, παίζαμε μέσα στον Πειραιά, Κερατσίνι, Πέραμα, Οικό, Ζέα, ομάδες του Πειραιά και ομάδες από νησιά. Γύρισα όλα τα νησιά, να εμπειρία, τι άλλο καλύτερο, γύρισα τα χωριά του νομού μου, γύρισα και τα νησιά όλα. Μετά, όταν τέλειωσα, έπαιζα ποδόσφαιρο εκεί και σπούδαζα κιόλας. Τα είχα ψιλοαφήσει τα μαθήματα λίγο, γιατί λόγω, το ποδόσφαιρο αυτό κάνει δυστυχώς, δυστυχώς, ας μην το λέω, το λέω στα παιδιά που σπουδάζουν τώρα και παίζουν και ποδόσφαιρο ή αφήνουν, «Να γίνω επαγγελματίας», εγώ ξέρω φίλους μου που ήταν επαγγελματίες και έπαιξαν στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό που δεν έχουν κάνει τίποτα στην ζωή τους, το μόνο τι κάνανε, παίξανε. Τους άρεσε το ποδόσφαιρο, όμως τώρα ψάχνουν να βρουν ομάδες να πάνε και προπονητές. Πολλοί δεν είναι και προπονητές, δηλαδή καταστάσεις δύσκολες, λέω, καλέ, το ξημέρωσε ο Θεός, πέρασα εκεί, έπαιξα και ποδόσφαιρο, σπούδασα, διορίστηκα κιόλας, είμαι, να 'ναι καλά, να είμαστε καλά, αλλά είναι μεγάλη υπόθεση αυτό που λέω αυτή την στιγμή. Και μόλις τέλειωσα από το Μοσχάτο, μάλλον τέλειωσα το-, τέλειωσα τις σπουδές μου, δεν ήθελα να καθίσω καθόλου Αθήνα, δεν μ' άρεσε η Αθήνα, είχα προτάσεις να πάω να παίξω σε ομάδες εκεί, δεν μ' άρεσε, το λέω, η Αθήνα, δεν μ' άρεσε, εντάξει, αν και η Αθήνα είναι πολύ ωραία, εγώ έζησα στην Αθήνα έξι χρόνια, πέντε χρόνια σαν φοιτητής και έμεινα και μετά σαν φαντάρος, γιατί πηγαινοερχόμουνα, ήμουν φαντάρος στο Χαϊδάρι, εντάξει, όταν ήμουν στην Αθήνα εγώ ήταν καλές εποχές, καμία σχέση, καλές, καλύτερες εποχές από ό,τι είναι στην σημερινή εποχή, πιστεύω, το πιστεύω και πιστεύω το πιστεύω εγώ, αλλά και πολλοί λένε ότι έτσι είναι έτσι, ήταν άλλες εποχές τότε το '90 η Αθήνα, δηλαδή '85 με '90 που ήμουν εγώ ήταν, εντάξει, τι να πούμε τώρα, δηλαδή εγώ, παραδείγματος χάρη, θυμάμαι τον εαυτό μου, πήγαινα από την Ομόνοια μέχρι Καλλιθέα μερικές φορές, είχαμε κάτι φίλοι που πηγαίναμε τα βράδια έξω, δηλαδή μια Κυριακή, ξέρω 'γώ. Κυριακή παίζαμε ποδόσφαιρο, μετά, ξέρω 'γώ, πότε θα βγούμε έξω, δεν υπάρχει άλλη μέρα να βγούμε έξω, τρώγαμε μακαρόνια όλη την εβδομάδα, τρώγαμε μακαρόνια όλη την εβδομάδα και τα λεφτά που μας δίνανε οι δικοί μας τα είχαμε στην άκρη να πάμε σε ρεμπετάδικο. Πηγαίναμε στα Εξάρχεια τότε, πηγαίναμε στα Εξάρχεια να ξέρουν και τώρα και οι νέοι, έτσι; Πηγαίναμε στα Εξάρχεια, στον Κάβουρα, σε ένα ρεμπετάδικο, μιλάμε τώρα μέχρι το πρωί, τίποτα, δεν γινόταν κάτι τότε, εγώ το λέω, ποτέ, δηλαδή πήγαινα κάθε Κυριακή σχεδόν, πηγαίναμε μια παρέα φοιτητές, περνάγαμε, χορεύαμε μέχρι το πρωί και μετά πηγαίναμε με τα πόδια, δηλαδή δεν είχαμε χρήματα να πάρουμε ταξί, με τα πόδια κατευθείαν μας πηγαίνανε, δέκα η ώρα πηγαίναμε σπίτια μας το πρωί την άλλη μέρα, δεν είχαμε και την Δευτέρα κιόλας μάθημα. Και να είχαμε, δεν πηγαίναμε μερικές φορές, να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν πηγαίναμε μερικές φορές και μετά, μόλις τέλειωσα το πανεπιστήμιο, αυτό που είπα με τα Εξάρχεια, τώρα. Τώρα φόβος, είχαμε τον φόβο μέσα μας, εντάξει, παιδιά ήμασταν, εντάξει, αλλά όμως δεν γινόταν αυτά που γίνονται τώρα, δηλαδή να φοβάσαι να πας να πιεις ένα κρασάκι στα Εξάρχεια και εκείνο το μαγαζί, ο Κάβουρας, ήταν από τα καλά μαγαζιά, ρεμπετάδικο. Κάνω και διαφήμιση τώρα στο μαγαζί, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει τώρα στην Αθήνα ο Κάβουρας, τότε όμως, εκείνη την εποχή το '85 με '90 ήταν παράδεισος για εμάς. Φτηνός, εμείς [00:20:00]με τα λεφτά που είχαμε περνάγαμε καλά, πίναμε το κρασάκι μας, παρέα, χορό μέχρι το πρωί, γνωρίσαμε κόσμο, ηθοποιοί ερχόταν μέσα, πολύς κόσμος, εντάξει, άλλες εποχές, αγνές εποχές τότε, όπως και η Αθήνα και τώρα είναι ωραία, όταν λείπει ο κόσμος ο πολύς. Τότε, θυμάμαι, σαββατοκύριακα ήταν πολύ ωραία η Αθήνα ή Χριστούγεννα, Πάσχα που δεν ερχόμουν κάτω εγώ, γιατί έπαιζα ποδόσφαιρο, καθόμουν στην Αθήνα, ήταν πολύ ωραία, δηλαδή τέλεια. Είπαμε έχει η Αθήνα ομορφιές, όλη η Ελλάδα έχει ομορφιές, αλλά η Αθήνα έχει ομορφιές που πιστεύω αυτοί που είναι στην Αθήνα τις ξέρουν τις ομορφιές όπως και εγώ τις έχω ζήσει.

Θ.Κ.:

Μετά, μόλις τέλειωσα το πανεπιστήμιο, ήρθα μεταγραφή στον Παναιτωλικό, γιατί με τον Παναιτωλικό έπαιξα αντίπαλος, ο Παναιτωλικός τότε, πριν έρθω κάτω εγώ επαγγελματίας, ήταν Δ' Εθνική και η ομάδα που έπαιζα με το Μοσχάτο εγώ ήταν Δ' Εθνική και έτυχε μια χρονιά να παίξουμε αντίπαλοι με τον Παναιτωλικό, δηλαδή εγώ έπαιξα αντίπαλος με τον Παναιτωλικό πριν έρθω στον Παναιτωλικό, δηλαδή παίξαμε Μοσχάτο - Παναιτωλικός, χάσαμε 0-1 μέσα στο γήπεδό μας και μετά στο Αγρίνιο χάσαμε 4-0. Ο Παναιτωλικός είχε καλή ομάδα, πάντα είχε καλή ομάδα, άλλο ο Παναιτωλικός με διακόσιες χιλιάδες κατοίκους, εκατόν πενήντα χιλιάδες κατοίκους, Αγρίνιο, και άλλο το Μοσχάτο με, εντάξει, το Μοσχάτο είχε κι άλλες ομάδες, δεν είχε μόνο το Μοσχάτο ο Αθλητικός Όμιλος Μοσχάτου, είχε και άλλες ομάδες που ήταν εκεί του Μοσχάτου και μετά ήρθα μεταγραφή στο Αγρίνιο, επαγγελματίας, ήρθα στον Παναιτωλικό, ήρθα, εντάξει, με όνειρα, εντάξει, με όνειρα, γιατί και δαπάνησε χρήματα η ομάδα, ο Παναιτωλικός, για να με πάρει από το Μοσχάτο, δεν ήθελα να καθίσω, είχα προτάσεις να πάω στην Αθήνα, δεν ήθελα να καθίσω εκεί, σε ομάδες στην Αθήνα, δεν ήθελα μάλλον να μείνω Αθήνα, για αυτό και ήρθα κάτω, ήρθα εδώ στον Παναιτωλικό. Ήμασταν Γ' Εθνική τότε, δύσκολες εποχές στον Παναιτωλικό, γιατί τώρα ο Παναιτωλικός είναι στολίδι, πάντα είναι στολίδι. Καταρχήν ο Παναιτωλικός είναι ομάδα του νομού Αιτωλοακαρνανίας, δεν υπάρχει άλλη ομάδα από αυτή, είναι και το Μεσολόγγι και η Ναύπακτος, αλλά ο Παναιτωλικός είναι η ομάδα του νομού μας, όχι επειδή έπαιξα εγώ, όλος ο κόσμος το λέει ότι είναι η ομάδα του νομού μας. Ήρθα μεταγραφή στον Παναιτωλικό, στα αποδυτήρια μέσα, μπαίναμε στα αποδυτήρια, κάνω σύγκριση τώρα εγώ το Μοσχάτο που ήμουν πριν έρθω στον Παναιτωλικό, με τα αποδυτήρια μέσα τα ωραία, με τα μπουρνούζια μας, λέω παράδειγμα, με τις πετσέτες μας, καθαριότητα, πλακάκια, όμως στον Παναιτωλικό και τα αποδυτήρια μέσα ήταν χάλια, δηλαδή ο Παναιτωλικός που είναι ιστορία μεγάλη, τότε δεν πρόσεχαν αυτά τα πράγματα, τα απλά, γιατί ξεκινάμε, από εκεί ξεκινάμε, έμπαινες στα αποδυτήρια και μερικές φορές, όταν έβρεχε, επειδή το ταβάνι έσταζε επάνω κρατάγαμε ομπρέλα, για να μην βρεχτούμε, να αλλάξουμε, να κάνουμε προπόνηση ή μερικές χαλούσε ο θερμοσίφωνας, δεν είχαμε ζεστό νερό να κάνουμε μπάνιο, δηλαδή σκεφτείτε τώρα εσείς να κάνουμε προπόνηση, προπόνηση, μιάμιση ώρα προπόνηση, δυόμισι ώρες προπόνηση και μετά να μην έχουμε να κάνουμε μπάνιο και εγώ να φύγω από το Αγρίνιο δηλαδή να πάω στο Δοκίμι, πρέπει κατευθείαν να κάνεις το μπάνιο, το σωστό είναι κατευθείαν να κάνεις μπάνιο, το λέω στα παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, το κυριότερο είναι το μπάνιο μετά την προπόνηση και εμείς μερικές φορές δεν κάναμε μπάνιο ή είχε κρύο νερό ή είχε χαλάσει το-. Και κρατάγαμε το λάστιχο, θυμάμαι φάση, κράταγα εγώ το λάστιχο στον συμπαίκτη μου, λάστιχο, δηλαδή στην βρύση, λάστιχο και κράταγε το λάστιχο να κάνει μπάνιο πρώτα ο συμπαίχτης μου και μετά κράταγε σ' έμενα να κάνω μπάνιο εγώ, δηλαδή πράγματα, εντάξει, σιγά σιγά, όμως, εντάξει, και όλοι, σιγά σιγά άρχιζε και άλλαζε το κλίμα αυτό που, και στα αποδυτήρια άρχιζαν σιγά σιγά και φτιάχνανε. Είχε βέβαια ο Παναιτωλικός, είχε μια κυρία πολύ καλή εκεί να πλύνει τα ρούχα, ό,τι μπορούσε να κάνει, αλλά ήταν οι συνθήκες, τώρα είναι χλιδή, τώρα ντρέπεσαι να μπεις μέσα στα αποδυτήρια του Παναιτωλικού, έτσι; Τώρα έχει εγκαταστάσεις. Εμείς τότε θυμάμαι, θυμάμαι τον εαυτό μου, είχαμε ξερό το γήπεδο, ήταν ξερό σ' εμάς και όταν πηγαίναμε να παίξουμε σε ομάδες που έχανε χόρτο, γιατί τότε είχαμε ξερό εμείς και μερικές άλλες ομάδες, όταν πηγαίναμε να παίξουμε στον Ατρόμητο Αθηνών που ήταν και αυτός Γ΄ Εθνική τότε, ο Ατρόμητος Αθηνών, ή πηγαίναμε να παίξουμε στο Χαϊδάρι, είχανε χόρτο αυτές οι ομάδες και έπρεπε να κάνουμε προπόνηση σε χόρτο, να το συνηθίσουμε, γιατί από ξερό να πας σε χόρτο υπάρχει διαφορά μεγάλη σε πολλά, στο χτύπημα της μπάλας, πώς θα πέσει ο τερματοφύλακας - και μετά να θυμηθώ κάτι πού θα πέσει ο τερματοφύλακας - και πηγαίναμε να κάνουμε προπόνηση και εκεί πέρα ψάχναμε να βρούμε γήπεδο με χόρτο, είχαμε το στάδιο βέβαια, το Εθνικό Στάδιο του Αγρινίου, αλλά τότε κάτι, το φτιάχναμε, δεν μας άφηναν να κάνουμε μέσα, κάναμε πίσω σε ένα τριγωνάκι του σταδίου που εκεί μπαίναμε μέσα είκοσι δύο παίκτες, εκεί δεν είναι για ποδόσφαιρο, εκεί κάνουν ρίψεις, μαθαίνουν τα παιδάκια να πετάνε την σφαίρα και εμείς κάναμε εκεί. Άλλες φορές πηγαίναμε, μία πηγαίναμε στα Καλύβια. Τα Καλύβια είναι έξω από το Αγρίνιο εφτά χιλιόμετρα περίπου, οκτώ χιλιόμετρα, κάναμε εκεί προπόνηση, γιατί είχε γήπεδο με χόρτο φυσικό, είχαν φτιάξει γήπεδο φυσικό, αυτοί μας άφηναν, είχε λάσπη το γήπεδο, δεν μας άφηναν να κάνουμε προπόνηση, φεύγαμε από εκεί να πάμε στην Γραμματικού, είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά να κάνουμε προπόνηση, την άλλη φορά πηγαίναμε στην Ματαράγκα, σας λέω τώρα αυτά τα γήπεδα είχαν γήπεδο με χόρτο που εμείς δεν είχαμε, ταλαιπωρίες και εκεί, εντάξει, γήπεδο μπορεί να ήταν χόρτο, αλλά δεν είχε να κάνεις μπάνιο, φεύγουν μετά κατευθείαν τα αμάξια, τα παιδιά έμπαιναν μέσα στα αυτοκίνητά μας και φεύγαμε και πηγαίναμε στο Αγρίνιο να έρθουμε να κάνουμε μπάνιο εδώ, αν είχε ζεστό νερό βέβαια, εντάξει, και ποιος θα προλάβει να κάνει με ζεστό νερό. Άλλοι κάναμε με κρύο, άλλος δεν έκανε καθόλου, δύσκολες καταστάσεις, τώρα όμως, τώρα τα έχουν, ο Παναιτωλικός είναι στολίδι, δηλαδή τα γήπεδα, μέσα το γήπεδο είναι τέλειο, χόρτο, έχει εγκαταστάσεις που έχει, που κάνουν προπόνηση, αποδυτήρια, ντρέπεσαι να μπεις μέσα, χλιδή, εντάξει, διαφορετικές συνθήκες. Δηλαδή τώρα είναι επαγγελματίες και εμείς επαγγελματίες τότε ήμασταν μόνο στα λόγια, δηλαδή στην πράξη τώρα είναι, δηλαδή θεωρία και πράξη πάνε μαζί, τώρα είναι τέλειες οι καταστάσεις, οι συνθήκες. Θυμάμαι μια φορά, γιατί τώρα λέμε τώρα ιστορίες γιατί είναι πράγματα που, εντάξει, όταν πηγαίναμε με τον Παναιτωλικό να παίξουμε στην Αθήνα μέναμε σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια κοντά. Μόλις τρώγαμε το βράδυ το Σάββατο, παίζαμε Κυριακή, το Σάββατο βράδυ τρώγαμε και βγαίναμε κάνα μισάωρο έξω βόλτα, εγώ ήξερα την Αθήνα, αφού ήμουν πριν σαν φοιτητής, είχα τους φίλους μου, ξέρω εγώ, τα παιδιά που κάναμε παρέα, αγρινιώτες, ο Μάκης, ο Δημήτρης, ο Δημήτρης ο άλλος, ο Γιώργος, λέμε: «Πάμε μια βόλτα έξω», έλεγα εγώ :«Τώρα να κάνουμε πλάκα στον Δημήτρη», ο Δημήτρης δεν έχει βγει καθόλου, μόνο Αγρίνιο, δεν έχει πάει ποτέ Αθήνα, δεν ήξερε από Αθήνα καθόλου. Του κάναμε πλάκα, κρυβόμασταν πίσω από ένα φορτηγό ή, ξέρεις, κάπου, σε μια πιλοτή μέσα μπαίναμε και λέμε: «Θα κρυφτούμε εδώ και οι τέσσερις», ήμασταν πέντε που κάναμε παρέα, «Θα κρυφτούμε εδώ», λέω, «να δούμε τι θα κάνει ο Δημήτρης», μόλις περνάγαμε μια πιλοτή, κρυβόμασταν στην πιλοτή, ο Δημήτρης: «Θωμά, Θωμά, πού είσαι, Θωμά, πού είσαι, Θωμά, σε παρακαλώ», έλεγε, «Θωμά, δεν ξέρω πού να πάω», καθόμασταν επίτηδες είκοσι λεπτά, μετά δεν μπορούσαμε, βάζαμε τα γέλια, βγαίναμε έξω από την πιλοτή, μας κυνήγαγε μέσα, ξέρεις τώρα, μας βρήκε βέβαια και μας κυνήγαγε, μας βρήκε μετά, δηλαδή χάνονταν το παιδάκι αυτό, αλλά του κάναμε πλάκα εμείς, ήταν καλές εποχές, δηλαδή γελάγαμε, είχαμε καλό κλίμα μεταξύ μας, όπου και να πηγαίναμε, ή στο αεροπλάνο, ξέρω εγώ, εγώ να πω την αλήθεια φοβούμουνα στο αεροπλάνο στην αρχή, εντάξει, μπήκα δεκαεννιά χρονών στο αεροπλάνο, γιατί σαν φοιτητής που ήμουν και έπαιζα στο Μοσχάτο, πηγαίναμε να παίξουμε στα νησιά, πηγαίναμε με το αεροπλάνο. Στην αρχή φοβήθηκα, μετά το συνήθισα, αυτός ο Δημήτρης, ένας φίλος μου, μόλις μπαίναμε στο αεροπλάνο, έτρεμε ολόκληρος στο αεροπλάνο, λέω: «Δεν κάνεις τίποτα, μωρέ, δεν είναι τίποτα», λέω, «στην αρχή λίγο και στο τέλος», εντάξει, να τον καθησυχάσω λίγο. Και θυμάμαι στον Παναιτωλικό που ήμουν επαγγελματίας, γιατί όλα ξεκινάνε, ο άνθρωπος και, εντάξει, θέλει παιδεία, άμα δεν έχεις γενική παιδεία, δεν θα έχεις και ειδική παιδεία και θέλει τρόπους. Θυμάμαι είχαμε έναν προπονητή, να είναι καλά ο κυρ Κώστας, δεν λέω επώνυμο εντάξει, θα καταλάβουν, ο κυρ Κώστας μας μάθαινε ακόμα πώς να τρώμε, πώς να-. Θυμάμαι μπαίναμε, είχαμε πάει μια φορά σε ένα ξενοδοχείο στην Γλυφάδα, κυριλέ ξενοδοχείο, εντάξει, πώς έτυχε και πήγαμε εκεί, δεν ξέρω τι έγινε και μας πήγαν εκεί, και το πρωί πηγαίναμε για πρωινό κάτω στο, κάτω στο ξενοδοχείο. Ο ένας από τους φίλους μου, συμπαίκτες, την καρέκλα την έτριζε, «Χρήστο μου», του έλεγε ο κυρ Κώστας, «την καρέκλα την σηκώνουμε πάνω λίγο, κόσμος εδώ, κι άλλοι, δεν είμαστε μόνοι μας, δεν είμαστε στο χωριό». Εντάξει, όχι ότι, εντάξει, μας μάθαινε, είναι μεγάλη υπόθεση αυτό που λέω τώρα, γιατί, εντάξει, κοίταγε ο άλλος, καρέκλα, έτριζε η καρέκλα, έτρωγε ο άλλος, ξέρω εγώ,  «Α! Τι είναι αυτό;», δηλαδή είναι πράγματα, εντάξει, του έβγαινε μάλλον, δεν είχε μάθει, όμως ο κύριος αυτός μας μάθαινε συμπεριφορά, είναι μεγάλη υπόθεση, δηλαδή πώς να φας, πώς να μιλήσεις, δηλαδή αυτό και μετά όλα τα άλλα πιστεύω. Και μετά είναι όλα τα άλλα, δηλαδή πρέπει πρώτα να μάθεις αυτά και μετά να μάθεις να παίζεις μπάλα ή οτιδήποτε κάνεις στην ζωή σου, έστω λέω και εγώ στο σχολείο που είμαι σαν γυμναστής, το λέω στα παιδάκια αυτό, δηλαδή να μάθουν πρώτα αυτό, δηλαδή παίζουν, ξέρω εγώ, τους μαθαίνω τους κανονισμούς, λέω εγώ ένα παράδειγμα απλό, λέμε οι κανόνες του ποδόσφαιρου, κανονισμοί, οι κανονισμοί είναι για όλους ίδιοι, γιατί παίζεις για πλάκα, μαζευόμαστε δέκα φίλοι, έτσι παλαίμαχοι, και πάμε και παίζουμε για πλάκα, ο κανονισμός είναι ίδιος. Παίζουν στο σχολείο τα παιδάκια ένα άθλημα, ο κανονισμός είναι ίδιος, παίζουν στον Ολυμπιακό, ίδιοι οι κανόνες, παίζουν στην Εθνική Ελλάδος, ίδιοι, παίζουν μεικτή κόσμου, δηλαδή οι κανόνες δεν αλλάζουν, δηλαδή αν και εγώ, εγώ πάω να περάσω στα παιδάκια ένα μήνυμα, δηλαδή τους λέω: «Αυτό είναι φάουλ, στο χέρι είναι φάουλ», λέει, «Κύριε, κύριε, κύριε!», «Τι, παιδί μου;», λέω, «Έκανα χέρι», λέει, δηλαδή τα παιδάκια πάνε να περάσουν το μήνυμα αυτό, να μάθουν, να μάθουν από τώρα. Δηλαδή βλέπουμε αγώνες τώρα στην τηλεόραση, πετάγονται, βρίζονται, ε, τώρα τι να πω και εγώ. Τώρα πηγαίναμε εμείς, πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα εδώ στον Παναιτωλικό, πηγαίναμε να παίξουμε στον Φωστήρα, από την αρχή που μπαίναμε μέσα μέχρι το τέλος, το τι ακούγαμε και τι πέτρες έχουμε φάει. «Εντάξει», λέμε, «ποδόσφαιρο είναι αυτό;». Για αυτό η Ελλάδα έχει μείνει πίσω πολύ στο κομμάτι αυτό, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, στο αθλητικό κομμάτι και σε όλους τους τομείς, σε πολλούς τομείς άλλους, έτσι; Αλλά θυμάμαι τότε, όπου και να πηγαίναμε, βρισιά, βρισιά και τίποτα άλλο. Και τώρα που λέμε για ποδόσφαιρο, θυμήθηκα, όταν ήμουν στο χωριό μου, όταν έπαιζα μπάλα στο Δοκίμι, το χωριό μου, έπαιζα αντίπαλος με τον Καινούρ[00:30:00]ιο, μια ομάδα, ήταν ένας κύριος κι έπαιζε μπάλα αυτός στην ομάδα αυτή, αυτός πέρασε μετά αστυνομία στην Αθήνα, πήγε αστυνομία. Όταν εγώ ήμουν επαγγελματίας στον Παναιτωλικό, αυτός ήταν, δεν έπαιζε ποδόσφαιρο, σαν αστυνομικός και μετά ασχολήθηκε και με την διαιτησία και πήγαμε να παίξουμε με τον Παναιτωλικό στον Αιολικό, στην Μυτιλήνη, το '93, βλέπω ο Κώστας διαιτητής. Δηλαδή επειδή ήταν στον σύνδεσμο Αθηνών έπρεπε, είχε δικαίωμα να μας παίξει. Αυτός όμως, εγώ τον ήξερα, του λέω :«Κώστα, δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις», μου λέει, ο άνθρωπος όμως ήταν διαιτητής, δεν, έτσι; Τήρησε τους κανονισμούς, γιατί το λέω αυτό; Προς το τέλος του παιχνιδιού είμαστε 0 -0 και έγινε μια φάση που, αν τερματοφύλακας, η μικρή περιοχή, παραδείγματος χάρη, ο τερματοφύλακας δεν αγγίζεται, δεν πρέπει να κάνουμε φάουλ, να πάμε να τον σπρώξουμε μέσα στην μικρή περιοχή, είναι η μικρή και η μεγάλη περιοχή. Και προς το τέλος του παιχνιδιού έγινε ένα κόρνερ και πήγα να πιάσω την μπάλα εγώ και ήρθε ο άλλος με φόρα και με σπρώχνει και με έριξε και έμενα μέσα και την μπάλα μέσα, λέει ο διαιτητής: «Φάουλ στον τερματοφύλακα», αυτή η εξέδρα όμως κατάλαβαν, ήξεραν ότι ήταν αγρινιώτης και να αρχίζουν να τον βρίζουν, όλο το γήπεδο, μπήκαν μέσα και οι φίλαθλοι, επειδή έδωσε το φάουλ, που ήταν, ο άνθρωπος έκανε το αυτονόητο, έτσι; Έδωσε το φάουλ που δεν έπρεπε να γίνει, για αυτό λέω ότι δεν έχουμε παιδεία, δηλαδή αυτός ήταν κύριος επειδή τήρησε τον κανονισμό, έτσι; Εμένα θα με πείραζε αν δεν μου έδινε το φάουλ, όχι επειδή ήταν γνωστός μου, επειδή μου έγινε φάουλ, αν δεν μου γινόταν, να μετρήσει το γκολ, έτσι; Όχι επειδή είναι αγρινιώτης, δεν παίζει ρόλο αυτό, επειδή έτυχε να είναι αγρινιώτης ο διαιτητής, καταλάβατε;

Θ.Κ.:

Τώρα στην Ρόδο, δηλαδή σε όλα, δυστυχώς, δυστυχώς, όπου και να πηγαίναμε ο κόσμος μας έβριζε, βέβαια και οι αγρινιώτες οι φίλαθλοι μας βρίζανε, δηλαδή μόλις κάναμε το λάθος, μόλις κάναμε το λάθος να μας βρίσουν, εγώ όμως θυμάμαι το μόνο που δεν κάνανε όταν παίξαμε, όταν ήμουν εγώ στον Παναιτωλικό Γ' Εθνική τότε που ήμουν την χρονιά που ήμουν, μετά βγήκαμε Β' Εθνική, που είχα παίξει σε όλα τα παιχνίδια, είχα παίξει σε όλα τα παιχνίδια, είχα βγει λίγο στο τέλος, θα πω μετά την φάση πώς βγήκα, παίξαμε, φτάσαμε, κάναμε, γράψαμε ιστορία εκείνη την χρονιά, το '93, η ΑΕΚ τότε είχε πολύ καλή ομάδα, ήταν Α' Εθνική τότε η ΑΕΚ, εμείς ήμασταν Γ' Εθνική. Η ΑΕΚ είχε πολύ καλή ομάδα, παικταράδες όλοι, πήρε τα πρωταθλήματα, δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, και κύπελλο. Και παίξαμε κύπελλο με τον Παναιτωλικό, πριν παίξουμε όμως με τον Παναιτωλικό, είχαμε αποκλείσει εμείς ομάδες, Ιωνικός, Εθνικός, ομάδες ιστορικές που ήταν Α' Εθνική εκείνη την εποχή, τις αποκλείσαμε εμείς, γιατί ήταν διπλοί αγώνες, είχαμε πάει, παραδείγματος χάρη, θυμάμαι, στον Ιωνικό, είχαμε κερδίσει 1-3 μέσα στην Νίκαια και ήρθαμε εδώ, στο Αγρίνιο, πήγαμε 0-0 και περάσαμε εμείς στην επομένη φάση. Τότε είχαμε γράψει ιστορία, γιατί πρώτη φορά ο Παναιτωλικός είχε φτάσει δεκαέξι κυπέλλου, δηλαδή απέκλεισε Ιωνικό, Εθνικό, Γ' Εθνική εμείς ομάδα, αυτές οι ομάδες ήταν Α' Εθνικής που παίζαμε εμείς, παίξαμε με την ΑΕΚ μετά, αποκλειστήκαμε βέβαια από την ΑΕΚ, γιατί ΑΕΚ είναι αυτή, παίξαμε στην Φιλαδέλφεια, μέσα στην Φιλαδέλφεια χάσαμε 4-1. 4-1. Θυμάμαι κιόλας είχα πιάσει και πέναλτι του Δημητριάδη, καλός παίκτης ο Δημητριάδης, σέντερ φορ στην ΑΕΚ. άμα θες να ψάξεις. Εκείνη την εποχή, την δεκαετία του '90, το ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο πάντα έτσι ήταν, αυτό που ήταν είναι και τώρα, αλλά τότε παίζανε και στις ομάδες και παίχτες που ήταν και από την Ελλάδα, εδώ. Τώρα βλέπουμε πολλά ξένα στοιχεία, πολλά ξένα στοιχεία, όχι ότι είμαι κατά των στοιχείων να παίζουν ξένοι παίχτες, έτσι; Ίσως είναι αυτό, ο Ολυμπιακός, παραδείγματος χάρη, ή ο Παναθηναϊκός ή η ΑΕΚ, αυτές οι ομάδες, θέλουν παίχτες να προχωρήσουν, να πάνε πιο, τώρα οι ομάδες όμως, όπως ο Παναιτωλικός, θα μπορούσε να έχει ένα στοιχείο αγρινιώτικο, να έχει δέκα παίκτες αγρινιώτες και να έχει δεκαπέντε ξένους, όχι να είναι όλοι ξένοι, γιατί οι πιο πολλοί είναι ξένοι, δυστυχώς. Και τότε με την ΑΕΚ παίξαμε μες στην ΑΕΚ, χάσαμε 4-1, και όταν ήρθε η ΑΕΚ εδώ, παίζαμε στο στάδιο, γιατί εμείς το δικό μας ήταν ξερό, το στάδιο το είχαν φτιάξει τότε, το Εθνικό Στάδιο, και το στάδιο πρέπει να χωρούσε μέσα, η χωρητικότητα πρέπει να ήταν και είκοσι πέντε χιλιάδες, μιλάμε δεν έπεφτε καρφίτσα κάτω. Τότε η μόνη φορά που μας χειροκρότησε ο κόσμος, γιατί λέει: «Φτάσατε, που φτάσατε, με την ΑΕΚ παίξατε, ας χάσετε», χάσαμε. Στο πρώτο ημίχρονο ήμασταν 0-0, ήμασταν καλοί και έλεγα στον φίλο μου, τον Χρήστο, έπαιζε πίσω άμυνα, λέω: «Κάτσε εδώ», λέω, «όπως είμαστε, να μην γίνουμε ρεζίλι», του είπα και όντως γίναμε, φάγαμε πέντε γκολ, φάγαμε δεύτερο ημίχρονο πέντε γκολ, δηλαδή φάσεις, είναι καλές στην ζωή μας, στην ζωή μας αυτά μένουν, δηλαδή να συζητάς με τον άλλον, να του λες ιστορίες, βέβαια μπορεί να κάνεις μέρες να συζητάς και να λες, αλλά λίγα πραγματάκια να τα ξέρουν, δηλαδή πώς ήταν τα πράγματα εκείνες τις εποχές που ζήσαμε εμείς ή που δεν είχαμε τα μέσα ή πώς πηγαίναμε και με τα πόδια ακόμα στο σχολείο, που δεν πηγαίναμε φροντιστήρια, που θέλαμε να κάνουμε αυτό, που στην ζωή μας ό,τι θέλει ο άλλος το πετυχαίνει, άμα έχει θέληση. Θα μου πεις τώρα, εσύ ήθελες να περάσεις γυμναστική, βέβαια, γιατρός θα περνούσες; Δεν ήθελα να περάσω γιατρός, αλλά δεν θα μπορούσα να περάσω γιατρός, αφού δεν είχα, δεν ήμουν μαθητής για γιατρός, για αυτό εκεί πέρα τα μαθήματα, κοινωνιολογία, ιστορία που ήταν θεωρητικά διαβάζοντας και φύλαγα τα πρόβατα που λέμε. Εντάξει, καλές εποχές που αναπολούμε, που θα ήθελα να ζήσουν και άλλοι αυτά που ζήσαμε εμείς οι τότε. Δύσκολες εποχές για εμάς και φοιτητές που ήμασταν, όπως είπα προηγουμένως, που δεν είχαμε να πάρουμε, να πάρουμε κάτι. Εντάξει, εμείς είχαμε τα κουπόνια τότε και τρώγαμε βέβαια, δηλαδή ο αθλητής και έπαιζε και ποδόσφαιρο, επειδή είχαμε τα κουπόνια τρώγαμε σε εστιατόρια, τρώγαμε φαγητά, είχε και η λέσχη καλά φαγητά, αλλά να μας στείλουν οι δικοί μας λεφτά δεν είχαν και τα λεφτά τα αφήναμε στην άκρη, ό,τι μας έστελναν, για να πάμε να ξενυχτίσουμε σαν παρέα ένα βράδυ, όχι ένα βράδυ, κάθε Κυριακή βράδυ, Είπα πολλά, ε;

Δ.Χ.:

Όχι, μια χαρά τα λες.

Θ.Κ.:

Τι, όχι, εσύ θα μου πεις, άμα θες κάτι, παραδείγματος χάρη, εγώ τώρα είπα, ξέρεις, σκέφτομαι από έτσι, εκεί, κάτι όχι, δεν, τι να ...

Δ.Χ.:

Πολύ καλά πάει, όχι, είναι...

Θ.Κ.:

Ναι, τι άλλο, δεν ξέρω, ναι.

Δ.Χ.:

Είναι κάτι που θεωρείς ότι θα άλλαζες ίσως στην καριέρα σου; 

Θ.Κ.:

Ναι, αυτό που λες τώρα, που λέτε τώρα, έπαιζα ποδόσφαιρο, ήμουν στον Παναιτωλικό επαγγελματίας. Το '95 κάτι έγινε και επειδή είχα συμβόλαιο μέχρι το '98, έκανα καινούριο συμβόλαιο μάλλον, όταν ήρθα στον Παναιτωλικό έκανα συμβόλαιο από το '91 μέχρι το '93, το '94, τριετές και κάνω το '94 μέχρι το '98 κάνω πενταετές συμβόλαιο, όμως κάτι έγινε το '95 - '96, την περίοδο αυτή, δεν μ' άρεσε, δεν μ' άρεσε το κλίμα, δηλαδή δεν μ' άρεσε αυτό, να σε βρίζει ο άλλος χωρίς λόγο, δεν μ' άρεσε ή μέσα στα αποδυτήρια, μπαίναμε στα αποδυτήρια και πώς σου μιλούσε ο προπονητής, οι συμπαίκτες σου μερικές φορές, εντάξει. σας είπα πριν, άμα δεν υπάρχει παιδεία, η παιδεία είναι γενική παιδεία και μετά πάμε στην ειδική παιδεία, έτσι; Έτσι είναι το σωστό, έτσι έχω διδαχτεί και έτσι είναι. Χάρηκα που ήμουν επαγγελματίας, στεναχωρήθηκα που έφυγα από τον Παναιτωλικό, πήγα στην Ρόδο να παίξω ποδόσφαιρο τότε, γιατί όταν ήμουν στο Μοσχάτο, όταν έπαιζα στο Μοσχάτο ποδόσφαιρο με την Ρόδο έπαιξα αντίπαλος και επειδή έκανα καλά παιχνίδια ένας πρόεδρος, να είναι καλά, ο Κάλλιστος, είναι και τώρα αντιπεριφερειάρχης στην Ρόδο, να είναι καλά, ήθελε να με πάρει από τότε στην ομάδα της Ρόδου, εγώ όμως ήθελα να πάω Παναιτωλικό, ήθελα Παναιτωλικό. Μετά όμως επειδή είχα και έχω ακόμα επαφές με τον κύριο αυτόν, που κύριος με όλη την σημασία της λέξεως, μόλις έφυγα από τον Παναιτωλικό με πήρε τηλέφωνο κατευθείαν ο γενικός διευθυντής της ΠΑΕ Ρόδου, μου λέει: «Θωμά, θα έρθεις στην ομάδα» και λέω: «Πού να έρθω στην Ρόδο τώρα;» και τότε εγώ έψαχνα να βρω ομάδα και για να πω την αλήθεια έψαχνα να βρω ομάδα και, θα το πω μετά αυτό, γιατί τώρα το θυμήθηκα, έψαχνα να βρω ομάδα να πάω, αλλά όχι στην Ρόδο όμως. Μόλις με πήρε ο κύριος Κώστας, να είναι καλά, ο γενικός διευθυντής, αφού του είπε ο πρόεδρος, ο Κάλλιστος, λέω: «Θα έρθω», μου έδιναν και καλά χρήματα και λέω: «Εντάξει», αφού δεν, εκείνη την στιγμή δεν είχα σκεφτεί σαν γυμναστής αν θα πάω να δουλέψω αναπληρωτής κάπου, πήγα στην ομάδα της Ρόδου. Βέβαια εκεί ο προπονητής αυτός που ήταν, έμενα με πήρε ο πρόεδρος επειδή ήθελε να με πάρει επειδή με ήξερε και ο τεχνικός διευθυντής, ο προπονητής δεν με ήθελε, ο προπονητής δεν με ήθελε, το λέω δεν με ήθελε, είχε δικό του τερματοφύλακα, είχε έναν δικό του τερματοφύλακα, ας ήμουν καλύτερος, μπορεί να ήταν καλύτερος ο άλλος τερματοφύλακας, όμως δεν με ήθελε. Η συμπεριφορά του δηλαδή μια φορά που μας κάνει με κράτησε μέσα στο μεσημέρι δυο η ώρα και μου έκανε ατομική προπόνηση μέσα στον ήλιο, μόνο έμενα, έδιωξε τους άλλους δυο τερματοφύλακες και κράτησε έμενα. Δηλαδή, συγγνώμη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω προπόνηση, δηλαδή μέσα στο μεσημέρι, καθόμουν, δεν μίλησα καθόλου όμως, μετά κατάλαβα ότι και εδώ η κατάσταση δεν μ' άρεσε και έφυγα. Έφυγα, έσπασα το συμβόλαιο και έφυγα.

Θ.Κ.:

Και ήρθα Αγρίνιο και είπα δεν ξανασχολούμαι σαν, σαν να παίξω μπάλα, να παίξω ποδόσφαιρο δεν ασχολούμαι, είπα. Σταμάτησα και πήγα κατευθείαν προπονητής σε ομάδα, ασχολούμαι, και καλυτέρα που πήγα προπονητής σε ομάδα από τα είκοσι οκτώ μου, γιατί υπήρχε ένας θεσμός, αθλητικά γυμνάσια και λύκεια τότε, εκείνη την εποχή, και δουλεύουμε στα αθλητικά γυμνάσια και λύκεια σαν αναπληρωτές και παίρναμε μόρια. Δουλεύαμε κανονικά αναπληρωτές από Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιούνιο, παίρναμε και μόρια και άλλα παιδιά που δούλευαν νωρίτερα μου είπανε: «Σιγά σιγά μπορεί να διοριστείς» και έτσι διορίστηκα, όπως είπα και πριν, στην αρχή, ότι διορίστηκα από την προϋπηρεσία που είχα. Και δούλεψα σαν προπονητής και αφού ήμουν προπονητής, έπαιρνα τα φύλλα αγώνος, φαινόμουν ότι ήμουν προπονητής, γιατί εμείς, όταν τελειώσαμε γυμναστική ακαδημία, με την ειδικότητα ποδόσφαιρο που είχα εγώ, μπορούσα να δουλέψω μέχρι Α' Εθνική, έτσι; Δεν χρειαζόταν να πάρουμε διπλώματα άλλα, τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, είναι άλλο αυτό, αγκάθι μεγάλο, που θα μας πάρει μέρες να συζητάμε και πήγα σαν προπονητής σε ομάδες εδώ, στον νόμο Αιτωλοακαρνανίας, σε διάφορα χωριά, στα Καλύβια, στο Καινούργιο, έτσι; Και κάθε χρόνο μετά από τέσσερα, πέντε χρόνια, θυμάμαι το '94, όχι, συγγνώμη, το '99 δηλαδή ήμουν προπονητής το '97, '98, '99, το 2000 δούλεψα αναπληρωτής στα αθλητικά γυμνάσια και λύκεια, επειδή είχα τα μόρια ότι ήμουν προπονητής, δούλευες με μόρια τότε, έπαιρνες κάθε χρόνο επειδή ήσουν προπονητής σε ομάδα τα συγκεκ[00:40:00]ριμένα μόρια που λέγαν το Υπουργείο Παιδείας και δούλεψα αναπληρωτής, δούλεψα στην Ναύπακτο, Μεσολόγγι που έχει αθλητικά γυμνάσια, Αγρίνιο και μετά διορίστηκα με την προϋπηρεσία, αυτό που είπα πριν, εγώ ήμουν από τους τυχερούς που διορίστηκα, από τους τελευταίους μάλλον, δεν έκανε άλλον διορισμό από εκεί και μετά, από το '09 και μετά που διορίστηκα εγώ, γιατί το '09 διορίστηκα μόνιμος μετά από δεκαεννιά χρόνια που τέλειωσα γυμναστική ακαδημία. Δηλαδή μου έκανε καλό που την σταμάτησα την μπάλα, χάρηκα λίγο, χάρηκα, έτσι; Ήμουν επαγγελματίας, γύρισα όλη την Ελλάδα σχεδόν, γιατί με τον Παναιτωλικό γύρισα όλη την Ελλάδα, μετά πήγαμε και Βόρειο Ελλάδα, δηλαδή έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, μπορεί εξωτερικό να μην πήγα, δεν πειράζει, κάποια στιγμή μπορεί να πάω και έτσι μπήκα και δούλεψα και διορίστηκα σαν-. Δηλαδή δεν το μετάνιωσα που σταμάτησα την μπάλα, γιατί αν συνέχιζα και έπαιζα ποδόσφαιρο ακόμα, δηλαδή εγώ σταμάτησα σαν τερματοφύλακας είκοσι οκτώ χρονών, μπορεί να παίξω ακόμα, μπορούσα να έπαιζα μέχρι τα σαράντα πέντε μου ένα παράδειγμα, μέχρι τα σαράντα, αν έπαιζα στα σαράντα τερματοφύλακας, δεν θα έμπαινα στην διαδικασία ή μάλλον θα έμπαινα να δουλέψω στα αθλητικά γυμνάσια και λύκεια, όποτε δεν θα διοριζόμουν ποτέ. Και αυτοί οι φίλοι μου που παίζαμε ποδόσφαιρο, ήταν καλοί παίχτες μερικοί, δεν παίξανε ποτέ, παίξανε μπάλα μάλλον επαγγελματικά, αλλά τώρα κάθονται, δεν κάνουν τίποτα, ψάχνουν να βρουν ομάδες, προπονητές, που δεν είναι δουλειά αυτή, γιατί και εγώ αυτή την στιγμή είμαι και προπονητής σε ομάδες, αλλά έχω την κύρια δουλειά μου, είμαι γυμναστής, δοξασμένος ο Θεός, διορίστηκα. Διορίστηκα γιατί ίσως μου κάτσε, μου έκανε και καλό που σταμάτησα να παίζω ποδόσφαιρο. Και θυμάμαι μια φορά, τότε πήγα να κάνω συμβόλαιο καινούριο στον Παναιτωλικό το '94 και ήταν ένας μάνατζερ, λέει: «Θωμά, να σε πάω σε ομάδα», ξέρω εγώ, από 'δω, από εκεί, «Δεν θέλω καμία ομάδα να πάω, εγώ κάποια στιγμή», το είχα σκεφτεί κιόλας, «θα παίξω δυο τρία χρόνια μπάλα και μετά», επειδή ήξερα τι γίνεται με τα αθλητικά γυμνάσια και λύκεια, «θα πάω προπονητής». Ένας φίλος μου, ο Χρήστος, λέει: «Θα πάω εγώ, θα πάρω δέκα εκατομμύρια», λέω, του λέω: «Χρήστο, τα δέκα εκατομμύρια θα τα χαλάσεις σε μια μέρα. Πες στον πρόεδρο, άσε τους μάνατζερ, πες στον πρόεδρο να σε βάλει σε μια δουλειά ο πρόεδρος», τότε του έπαιρνε, του περνούσε να σε βάλει σε μια δουλειά, «να σωθείς», του είπα. Τώρα τον βλέπω καμία φορά στον δρόμο έξω στο Αγρίνιο του λέω: «Θυμάσαι τι σου έλεγε ο Θωμάς;». Πες στον πρόεδρο να σε βάλει σε μια δουλειά, γιατί τώρα θα πάρω δέκα εκατομμύρια συμβόλαιο για μια χρονιά, παράδειγμα του έδινε δέκα εκατομμύρια που, για αυτό λέω και δέκα εκατομμύρια, θα τα χαλάσει σε ένα βράδυ, τα χαλάς άμα θες τα εκατομμύρια, ενώ η δουλειά σου όμως; Γιατί τώρα, εντάξει, είναι, είμαι ευτυχισμένος, είμαι χαρούμενος δηλαδή που δουλεύω κιόλας, εντάξει, και χάρηκα το ποδόσφαιρο, έπαιξα ποδόσφαιρο, διορίστηκα τώρα ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο σαν προπονητής, έχω παιδάκια μικρά, τους μιλάω, προσπαθώ αλλά πράγματα, εγώ έχω άλλη φιλοσοφία για το ποδόσφαιρο, εντάξει; Καμία φορά κιόλας γίνομαι και λίγο, εντάξει, γιατί λέω στον άλλον όταν ένας γυμναστής που τελειώνει γυμναστική ακαδημία και κάνει παιδαγωγικά, κάνει ψυχολογίες, κάνει φυσιολογία, κάνει αθλητιατρική κάνει όλα τα μαθήματα που έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο τέσσερα χρόνια και παίρνει το δίπλωμα του προπονητή, έχει παίξει και ποδόσφαιρο δεν μπαίνει στην ιδία μοίρα με κάποιον που πάει και πληρώνει διακόσια, τριακόσια ευρώ και γίνεται προπονητής, καταλάβατε; Όχι ότι είναι σωστοί αυτοί που τελειώνουν με πανεπιστήμιο, αλλά σε σύγκριση με άλλους είναι πιο σωστοί πιστεύω, ναι. Και στην, ναι, και στην Ρόδο κάτω, θυμάμαι, ο πρόεδρος, τότε πέρασα πολύ καλά, μόλις έφυγα, στεναχωρήθηκε πολύ, λέω: «Δεν κάθομαι, γιατί το ποδόσφαιρο δεν», φέρνει το ένα το άλλο τώρα, και όταν ήμουν προπονητής στα Καλύβια το '99, γιατί στα Καλύβια έκατσα δυο χρόνια προπονητής στην ομάδα αυτή, ήμασταν Β' κατηγορία εμείς, αυτή η ομάδα ήταν Β κατηγορία, το Μεσολόγγι, η ΑΕ Μεσολογγίου ήταν Α κατηγορία και θέλανε να βγούμε παραπάνω κατηγορία και επειδή θέλανε, με ξέρανε έμενα σαν τερματοφύλακα, ήρθε ο προπονητής, ο Αντρέας, δεν λέω επώνυμο, ήρθε ο Ανδρέας, λέει: «Θωμά, θα έρθεις να παίξεις ποδόσφαιρο στην ΑΕΜ», λέω: «Εγώ είμαι προπονητής τώρα, σταμάτησα να παίζω μπάλα», λέω. Λέει: «Η Β κατηγορία σταματάει τέσσερα παιχνίδια νωρίτερα από εμάς, η Α κατηγορία. Μόλις τελειώσει το πρωτάθλημα σε εσάς», μου λέει, «θα έρθεις να παίξεις», του λέω: «Κοίταξε εδώ», τότε γινόταν, μπορούσα να παίξω άμα ήθελα, αφού τέλειωσε το πρωτάθλημα, τέλειωσε το πρωτάθλημα, ήμουν προπονητής, μπορούσα να παίξω, λέω: «Δεν γίνεται, Αντρέα, δεν γίνεται», του λέω, «Όχι», λέει, «Σε παρακαλώ πολύ», λέω: «Εντάξει», με παίρνει τηλέφωνο την άλλη μέρα, μετά από λίγες μέρες, λέει: «Θα έρθω Αγρίνιο  από το Μεσολόγγι να μου δώσεις την ταυτότητά σου», τα στοιχεία που ήθελε να μου φτιάξει δελτίο, λέω: «Φτιάξε δελτίο, αλλά εγώ είμαι προπονητής αυτή την στιγμή, δεν μπορώ», λέω. «Ξέρω εγώ», λέει, «ρώτησα, άμα τελειώσει το πρωτάθλημα μπορείς να παίξεις μπάλα μετά πάλι». Ήρθε ο Αντρέας, του δίνω εγώ, λέω: «Πάρ'τα», λέω, εγώ νόμιζα, έλεγα: «Σιγά μην πάω να παίξω πάλι μπάλα», αφού είχα δυο χρόνια, ήμουν προπονητής, τελειώνει το πρωτάθλημα εμάς. Την άλλη μέρα λέει: «Έρχομαι». «Πού έρχεσαι;», του λέω. «Αγρίνιο». «Τι να κάνεις Αγρίνιο;», λέω. «Έρχομαι να σε πάρω κάτω για προπόνηση», μου λέει. «Ε, άμα είναι να έρθω με το αμάξι το δικό μου, δεν χρειάζεται να με πάρεις εσύ», «Όχι», λέει, «θα έρθεις κάτω», «Τι να κάνω;», λέω. «Δεν είπαμε μόλις τελειώσει το πρωτάθλημα», μου λέει, «θα έρθω να παίξεις μπάλα;», λέω: «Σε παρακαλώ πολύ», του λέω, «αφού δεν μπορώ να παίξω», εγώ στις ομάδες κιόλας έκανα προπόνηση, αλλά δεν έκανα προπόνηση με τα παιδιά, έκανα την προπόνηση που πρέπει να κάνω, δηλαδή έκανα ατομική στον τερματοφύλακα, δεν καθόμουν και εγώ να κάνω, να πέσω κάτω, του έδειχνα μόνο πώς να πέσει με την μπάλα ή στους παίχτες, δεν έκανα προπόνηση καθόλου. «Όχι», μου λέει, «θα έρθεις». Ήρθε, με πήρε στο Αγρίνιο, πήγα κάτω για προπόνηση στο Μεσολόγγι, λέει, εκεί με πήραν, μου μοίρασαν, μου δώσανε φόρμες, σακβουαγιάζ και όλα αυτά, γάντια πέντε, έξι ζευγάρια γάντια, Θεός, σε εισαγωγικά ο Θεός, λέμε, εντάξει, τώρα. Βλέπανε αυτοί, κάνω μια προπόνηση, λέει, λέω: «Δεν έρχομαι για προπόνηση άλλη», λέω, «δεν θα έρθω στον αγώνα μεθαύριο». Λέει: «Παίζουμε αγώνα κρίσιμο, πρέπει να κερδίσουμε οπωσδήποτε, γιατί άμα δεν κερδίσουμε», μου λέει, «δεν βγαίνουμε κατηγορία, μάλλον δεν πάμε μπαράζ», να παίξουμε μπαράζ, παίζαμε μπαράζ τότε, λέω: «Εντάξει. Πού παίζουμε;», λέω. Λέει: «Στο Λιόφυτο», μια ομάδα, ένα χωριό πιο διπλά από εδώ, δήμος Αγρινίου, στον δήμο Αγρίνιου, πέντε χιλιόμετρα από το Αγρίνιο, έξω. Λέει: «Την Κυριακή παίζουμε τρεις η ώρα, μιάμιση η ώρα θα περάσει το λεωφορείο από το Μεσολόγγι με τους παίχτες, θα περιμένεις στα φανάρια να πάρουμε κι εσένα». «Τι να με κάνεις», του λέω, «έμενα;». Έτσι ακριβώς όπως σας λέω έγιναν τα πράγματα, λέω: «Τι να με κάνεις έμενα;», μου λέει: «Θα έρθεις στον αγώνα». «Να έρθω να σας δω», του λέω, «να έρθω να σας δω, όχι να παίξω», του λέω. Μπαίνω μέσα στο λεωφορείο, περίμενα εγώ στα φανάρια εδώ στο Αγρίνιο, ήρθε το λεωφορείο από το Μεσολόγγι, μπαίνω μέσα, λέει: «Έτοιμος;», μου λέει ο Αντρέας, «Ναι», λέω, «θα έρθω να σας δω, πώς παίζετε μπάλα, να σας δω, ψυχολογικά να σας στηρίξω». Λέει: «Παίζεις, Θωμά». «Εγώ τερματοφύλακας θα παίξω», του λέω, «πώς θα παίξω», του λέω, «αφού μια προπόνηση έκανα». «Δεν με νοιάζει», μου λέει. Εντάξει, έπαιξα, προηγούμαστε 0-1, ένατοι, εντάξει εγώ την θέση την έπαιζα, αφού τερματοφύλακας έπαιζα, ήμουν επαγγελματίας, έκανε καθυστέρηση, αφού κερδίζαμε 0-1, να πώς γίνεται η φάση στο 90', στο 90' το θυμάμαι αυτό, το λέω συνέχεια, στο 90' και έχει τελειώσει ο αγώνας, γίνεται ένα σουτ, αποκρούω εγώ, πάει η μπάλα κόρνερ, μαζεμένοι όλοι οι παίκτες, γιατί αυτοί με Χ θα έβγαιναν αυτοί, θα πήγαιναν αυτοί μετά πρώτοι, ενώ εμείς έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε. Γίνεται κόρνερ και ήταν όλοι οι παίχτες μαζεμένοι μέσα σ' έμενα, στην μικρή περιοχή, «Ωχ», λέω, «τώρα εδώ τι γίνεται τώρα» και γίνεται όπως γίνεται το κόρνερ, βγαίνω εγώ να πιάσω την μπάλα, ξέρω εγώ, κάποιος με έσπρωξε λίγο, έπεσα κάτω, φώναξα: «Ωωωωω», εγώ, ξέρω εγώ, έκανα θέατρο, γιατί είμαστε θεατρίνοι, αυτά που βλέπουμε, «Ωωωωω» εγώ, «Φάουλ», εντωμεταξύ με το «ωωωωωω» ο άλλος έβαλε γκολ, ο διαιτητής είχε σφυρίξει με το που φώναξα εγώ, δεν ξέρω ποιος, κάποιος με ακούμπησε, έδωσε φάουλ, όμως μετά μπήκε γκολ, λέει ο διαιτητής: «Φάουλ στον τερματοφύλακα, φάουλ στον τερματοφύλακα», λέει ο διαιτητής, «του Μεσολογγίου», μπήκαν μέσα όλοι, τι χαμός, τελικά το ακύρωσε το γκολ ο διαιτητής. Έγινε ένας χαμός, εμείς τελικά μπήκαμε στα μπαράζ και πήγα να παίξω στα μπαράζ και έπαιξα με τον Θέρμο και με τον Θέρμο τώρα πάμε να παίξουμε με τον Θέρμο. Μάλλον το Θέρμο είχε καλύτερη ομάδα από το Μεσολόγγι, εγώ τα λέω όπως είναι τα πράγματα με το όνομά τους, δηλαδή είχε καλύτερη ομάδα από το Μεσολόγγι το Θέρμο, γιατί είχε έναν πρόεδρο τότε που έδινε χρήματα πολλά, αγόρασε πολλούς παίχτες δαπάνησε πολλά χρήματα, να βγει η ομάδα Γ' Εθνική πάνω κατηγορία από την Α που ήμασταν στο τοπικό και τότε ήταν έτσι ο θεσμός παίξαμε μπαράζ ο πρώτος με τον δεύτερο, το Μεσολόγγι τερμάτισε δεύτερο, το Θέρμο πρώτο. Και παίξαμε πρώτο αγώνα μέσα στο Μεσολόγγι εμείς, παίζαμε στο Μεσολόγγι και μετά θα πηγαίναμε και πάνω. Παίζαμε στο Μεσολόγγι, κερδίζαμε 2-0. Δεν ήμασταν, παιχτικώς οι άλλοι, ήταν καλύτεροι οι άλλοι, αλλά, δεν ξέρω, ήθελε ο Θεός, κερδίσαμε 2 -0 εμείς. Πάνω, κερδίσαμε 2 -0, ναι. Πάνω στο Θέρμο αν χάναμε 2-0 εμείς, θα περνούσε το Θέρμο επόμενη φάση. Πάμε στο Θέρμο πάνω, χίλια πεντακόσια άτομα, το γήπεδο είχε μια εξέδρα μικρή, πίσω είχε κάγκελα μεγάλα, όλα κάγκελα, εδώ όπως είναι, και αυτό θα πω κάτι μετά με τα κάγκελα κάτι που θυμήθηκα, όλο κάγκελα, κόσμος μέσα στα κάγκελα να φωνάζουν, ξέρω εγώ, για το Θέρμο, εντάξει, είχαν και λεφτά, χρήματα, θέλαν να βγουν κατηγορία, χαμός. Μπαίνουμε στα αποδυτήρια, εγώ είμαι πιο έμπειρος και αυτά, ανοίγουν, όπως είναι τα αποδυτήρια την πίσω μεριά, ανοίγουν το, ένα παράθυρο, μας πετάνε μέσα δυναμιτάκια, καπνογόνα, ένας φίλος μου, ένας πιτσιρικάς, ο Αγησίλαος, έβαλε τα κλάματα, «Δεν πειράζει μωρέ», βγήκαμε έξω, ξέρω εγώ, «δεν πάνε να κάνουν ό,τι θέλουν», λέω, τους είπα κι εγώ, τώρα, εντάξει, εκείνη την στιγμή κάπως ένιωσα, λέω: «Τώρα, ρε παιδί μου, μωρέ, δε ντρέπονται λίγο, καπνογόνα; Καπνογόνα μέσα στα αποδυτήρια; Βγήκαμε έξω, βγήκαμε έξω κατευθείαν δεν κάθεσαι μέσα στα αποδυτήρια να μας πει ο προπονητής, βγήκαμε έξω, κλάματα ο Αγησίλαος, πιτσιρικάς, παίχτης, μετά έκανε και καριέρα κιόλας στο ποδόσφαιρο, λέω: «Εντάξει, δεν πειράζει μωρέ», λέω, «τώρα θα τους πάρουμε». Ξεκινάει το παιχνίδι, βρισιές από πίσω στο τέρμα, πωωω, όσο με βρίζανε έμενα όμως, εγώ τόσο πολύ έλεγα: «Όχι». Τελικά 0-0. 0-0 ήμασταν και το βάλανε και μου βάλανε γκολ στο 90' αυτοί, στο 90' βάλανε γκολ, 1-0, έπρεπε να βάλουν κι άλλο γκολ. Έφαγα γκολ στο 90', λέω: «Θωμά, κάτσε καλά, καθυστέρηση μετά». Εγώ το έπαιζα, έπιανα την μπάλα, τότε πιάναμε την μπάλα κιόλας και καθόμασταν και κάτω δεν μας έλεγε ο διαιτητής κάτι, τώρα με το παραμικρό δίνει έμμεσο, είναι πολλά τώρα, έχουν αλλάξει οι κανονισμοί και καλά κάνουν και τους κανόνες τους αλλάζουν προς το καλύτερο, έτσι; Να μην γίνεται αυτό που γινόταν κάποτε, ο τερματοφύλακας έπιανε την μπάλα και καθόταν κάτω πέντε λεπτά, όχι πέντε λεπτά, καθόταν κάτω και, ναι. Και τότε βγήκαμε κατηγορία, εντάξει, χαρά μεγάλη, ικα[00:50:00]νοποίηση, ιστορία καλή. Μετά δεν ξανάπαιξα όμως, μετά είπα, λέω, μετά λέει ο Αντρέας: «Αφού βγήκαμε κατηγορία», λέει, «παίξε». Εγώ λέω: «Θα συνεχίσω προπονητής, γιατί θέλω να διοριστώ στο σχολείο», γιατί κατάλαβα ότι πρέπει να διοριστώ, να αφήσω το ποδόσφαιρο, να παίζω μάλλον, καταλάβατε, ναι. Και, ναι, και μετά παίξαμε, όταν παίξαμε με το Θέρμο, όταν παίξαμε με το Θέρμο, για να περάσουμε κατηγορία έπρεπε να παίξουμε και με άλλους νομούς και πήγαμε να παίξουμε στο, με την Βόνιτσα, μια ομάδα, που η Βόνιτσα είναι, εντάξει, έξω από το Αγρίνιο είναι πολύ, είναι καμία ώρα έξω από το Αγρίνιο, άμα, όποιο ομάδα κέρδιζε μάλλον ήμασταν τώρα, όχι, τώρα όσο θυμάμαι, ήμασταν τρεις ομάδες, τρεις ομάδες, το Κομπότι Άρτας, εμείς και η Βόνιτσα για να βγει η μια και παίξαμε μεταξύ μας παιχνίδια μέσα στο Μεσολόγγι, στο Κομπότι και στην Βόνιτσα. Η Βόνιτσα, όταν παίξαμε μέσα στο Μεσολόγγι φέραμε 2-2 με την Βόνιτσα και έπρεπε μέσα στην Βόνιτσα να κερδίσουμε εμείς για να βγούμε κατηγορία. Τελευταίο παιχνίδι και πάμε να παίξουμε στην Βόνιτσα, κόσμος πολύ, πολύ κόσμο, λέμε: «Τώρα τι ήρθαμε εδώ;», εντωμεταξύ κάτι είχε γίνει και λέει ο-, κάτι είπαν οι μεσολογγίτες: «Μην βάλεις τον Καρτσακλή να παίξει, να βάλεις τον άλλον τερματοφύλακα που έπαιζε και πριν». Εγώ δεν, λέω του Αργέλη, είπα του προπονητή, είπα και το επώνυμο, του λέω: «Αντρέα, μην βάλεις έμενα, να παίξει ο άλλος, δεν έχω πρόβλημα εγώ», όμως ο θεός ήθελε να παίξω εγώ, γιατί ήθελε να παίξω εγώ, αυτοί με Χ περνούσαν αυτοί κατηγορία, εμείς έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε. Με το που ξεκίνησε το παιχνίδι μας πίεζαν αυτοί, γκολ, 1-0, ήταν κάτι μεσολογγίτες φίλαθλοι εκεί, όχι ότι έφταιγε το γκολ, αλλά: «Τώρα γιατί να παίξει ο Καρτσακλής, γιατί να παίξει ο Καρτσακλής, να παίξει ο άλλος τερματοφύλακας, έβαλες τον Καρτσακλή πάλι, προπονητή», μα Αργέλη, Αντρέα, τον φώναζαν τον Αντρέα, εγώ δεν μίλησα καθόλου. Ξεκινάει δεύτερο ημίχρονο, προς το 60' μας πίεζαν αυτοί, έκανα κάνα δυο καλές αποκρούσεις εγώ, εντάξει, ο τερματοφύλακας αυτή την δουλειά πρέπει να κάνει, να πιάνει, έτσι; Ό,τι γίνεται, εγώ πάντα το έλεγα ο τερματοφύλακας είναι εκεί και πάντα ό,τι αποκρούσεις κάνει, τις κάνει, γιατί πρέπει να τις κάνει, για αυτό είναι εκεί πέρα, ε! Εντάξει, έκανα κάνα δυο αποκρούσεις καλές, στο 70' πώς έτυχε, φεύγει μπροστά ένας συμπαίκτης μου, 1-1 εμείς, ισοπαλία. Με ισοπαλία αυτοί πάλι περνούσανε, εμείς έπρεπε να κερδίσουμε. Φτάνει προς το, κόκκινη κάρτα ένας παίκτης δικός μας, με δέκα παίκτες εμείς, αυτοί αντί να παίξουν λίγο αμυντικά, τώρα μιλάμε και θέμα τακτικής, πάνε να παίξουν επιθετικά, να βάλουν κι άλλο γκολ, ενώ με Χ περνούσαν αυτοί. Προς το 90' μας πίεζαν να βάλουν γκολ, μας πίεζαν, κάνουν ένα κόρνερ αυτοί, κάνει κεφαλιά ο αντίπαλος, αποκρούω εγώ και φωνάζω στον συμπαίκτη μου, αποκρούω την μπάλα και ήρθε μπροστά μου η μπάλα, αλλά το θυμάμαι αυτό, το θυμάμαι πολύ καλά, αποκρούω την μπάλα και λέω, φωνάζω να την πιάσω πάλι εγώ, αλλά ο συμπαίκτης μου δεν με αφήνει να την πιάσω, την διώχνει μακριά και διώχνει την μπάλα μακριά, φεύγει από το κέντρο και φεύγει ένας παίκτης, ένας συμπαίκτης μου, και κάνει το 1-2. Πέσαμε όλοι κάτω, δηλαδή κερδίσαμε τον αγώνα δηλαδή. Μετά μέσα στα αποδυτήρια, τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε, δεν το έχω ζήσει και με τον Παναιτωλικό, με τον Παναιτωλικό βγήκαμε από Γ',  Β', Εθνική την περίοδο του '92, '93, έτσι; Αυτό που χάρηκα εκεί, δεν το χάρηκα και μετά όντως στον γυρισμό κάναμε μπάνιο, πέσαμε μέσα στο-, όλοι ήρθαμε από εκεί, από τον Αστακό, και πέσαμε όλοι μέσα στην θάλασσα, κάναμε μπάνιο, φάσεις δηλαδή που δεν τις πιστεύω ότι ζουν, τις έχουν ζήσει, αυτά που ζήσαμε τότε, μερικά πράγματα, μερικά, άμα πούμε τι ζήσαμε, θα μας πάρει μέρες και δεν πιστεύω ότι είναι σωστό να παίρνει μέρες αυτό. Κάτι άλλο, ναι...

Δ.Χ.:

Κάτι για τα κάγκελα που είπες πριν.

Θ.Κ.:

Α! Πηγαίναμε στα κάγκελα, σε όλα τα γήπεδα κάγκελα, στο γήπεδο του Παναιτωλικού κάγκελα, τώρα κάνε δεν υπάρχει κάγκελο στο γήπεδο του Αγρινίου, έτσι; Και είναι άσχημο να υπάρχουν τα κάγκελα στα γήπεδα, δεν ξέρω στην Ευρώπη κάποτε κάνανε φασαρίες σε διάφορες χώρες, όμως πρέπει ειδικά αυτοί που ασχολούνται με αθλητικά θέματα πρέπει να είναι πολύ αυστηροί στο θέμα αυτό, όταν πας στο γήπεδο, εγώ πηγαίνω γήπεδο, όχι συχνά όμως, δεν πηγαίνω συχνά, γιατί δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Δηλαδή ακόμα και στον Παναιτωλικό τώρα που δεν υπάρχουν τα κάγκελα, όπως ήταν παλιά, που δεν μπορούσες ούτε να δεις από τα κάγκελα που ήταν στο ίδιο ύψος, τώρα πια δεν υπάρχουν κάγκελα, έτσι; Και μπράβο τους, όμως αυτή η βρισιά και αυτό που-, υπάρχει ακόμα, δηλαδή να βρίσουμε τον άλλον που θα κάνει το λάθος, να βρίσουμε τον αντίπαλο, δεν υπάρχει αυτή η παιδεία που λέγαμε. Εγώ πήγα, πήγα έναν αγώνα με τον ΠΑΟΚ πριν δυο χρόνια που ο ΠΑΟΚ είχε πολύ καλή, που βγήκε πρωταθλητής, και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ, εμείς οι παλαίμαχοι, καθόμαστε στον Παναιτωλικό σε μια συγκεκριμένη θύρα, στην θύρα 3, πίσω από τον πάγκο των φιλοξενούμενων, εκεί είναι η θύρα αυτή και εκείνη την μέρα ήρθαν ΠΑΟΚτζήδες πολλοί και μας στείλανε ΠΑΟΚτζήδες φιλάθλους σε εμάς. Μας λέει στα μεγάφωνα: «Οι παλαίμαχοι», λέει, «από την θύρα 3 να φύγετε», μάλλον όλοι οι φίλαθλοι, δεν ήμασταν μόνο εμείς σε εκείνη την θύρα, εγώ με δυο άλλους συμπαίκτες μου παλαίμαχους δεν φύγαμε, κάτσαμε εκεί, δεν μας πείραξαν οι ΠΑΟΚτζήδες καθόλου, γιατί σε μια καλή φάση θα χειροκροτήσουμε τον ΠΑΟΚ και τον Παναιτωλικό και γνωριστήκαμε κιόλας, γίναμε και φίλοι, αυτοί φίλαθλοι, εντάξει, εμείς βλέπαμε τον αγώνα, άλλοι φύγανε, εγώ με δυο άλλους συμπαίκτες μου καθίσαμε εκεί, φωνάζαμε εμείς ΠΑΟΚ, γιατί να μην φωνάξουμε ΠΑΟΚ, λέω εγώ παράδειγμα, τώρα που λέμε ΠΑΟΚ, εγώ είμαι φιλοπαναθηναϊκός, ε, εντάξει, όλοι οι μεγάλοι είμαστε, επειδή κάνω και σύγκριση τώρα πώς είναι το ποδόσφαιρο, έμενα ο αδελφός μου ο μεγάλος είναι Ολυμπιακός, άρρωστος Ολυμπιακός. Θυμάμαι στην Αθήνα που είμαστε οι δυο, ο αδελφός μου και αυτός γυμναστής, όταν τέλειωσε ο αδελφός μου, πέρασα εγώ, τέλειωνε ο αδελφός μου και πέρασα εγώ γυμναστική ακαδημία, βάλαμε στοιχήματα, έπαιζε Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός, έλεγα εγώ: «Θα κερδίσει ο Παναθηναϊκός», λέει: «Τι στοίχημα βάζεις», λέει. «Ποιος θα πλύνει τα πιάτα όλη την εβδομάδα», η φάση τώρα, ναι, ποιος θα πλύνει τα πιάτα όλη την εβδομάδα. Έπαιξε Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός, κέρδισε ο Ολυμπιακός την πρώτη αγωνιστική, μάλλον τον πρώτο γύρο κέρδισε ο Ολυμπιακός, δεν θυμάμαι πόσο, κέρδισε ο Ολυμπιακός, εγώ έπλυνα, έπλυνα τα πιάτα μια εβδομάδα, τι να κάνουμε, αφού το κέρδισε το στοίχημα ο αδελφός μου. Την άλλη εβδομάδα, μετά από τρεις μήνες παίξανε δεύτερο γύρο, λέω: «Θα κερδίσει», πάλι λέω, «θα κερδίσει ο Παναθηναϊκός». Όχι ότι ήμουν πωρωμένος, αλλά κέρδισε ο Παναθηναϊκός, ο αδελφός μου δεν τα έπλυνε τα πιάτα, ξέρετε τι έκανε; Πήγε και πήρε πλαστικά πιάτα, ήταν εκείνη την εποχή και του λέω: «Δεν είσαι σωστός, εγώ έπλυνα τα πιάτα μια εβδομάδα και εσύ μου φέρνεις πλαστικά πιάτα να φάμε», γιατί μαγείρευε ο αδελφός μου, εγώ δεν μαγείρευα καθόλου κιόλας, δεν ξέρω να μαγειρεύω, εντάξει. Ο αδελφός μου ο μεγάλος που είναι, αυτός, είναι Ολυμπιακός άρρωστος, εγώ είμαι φιλοπαναθηναϊκός, το λέω, είμαι φιλοπαναθηναϊκός. Ο αδελφός μου και ο άλλος, ο πιτσιρικάς, ο τρίτος, είμαστε πέντε αδέλφια, είναι ΑΕΚ, άρρωστος ΑΕΚ και εγώ τώρα κάνω σύγκριση και λέω και βλέπω κιόλας στο ποδόσφαιρο που πάω, παρακολουθώ καμία φορά στην τηλεόραση, που σπάνια παρακολουθώ, γιατί δεν μ' αρέσει, έτσι; Βλέπω πώς φέρονται αυτοί που βλέπουν το ποδόσφαιρο, δηλαδή: «Ωωωωωω» στον διαιτητή, «δεν είναι φάουλ, δεν είναι φάουλ», αφού είναι φάουλ, ας είσαι Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός ή ΑΕΚ ή ΠΑΟΚ, έτσι; Ο κανονισμός, όπως είπα και στην αρχή, είναι ίδιος και θα έπρεπε να τηρείται, δηλαδή επειδή εγώ είμαι Παναθηναϊκός τώρα, άμα κάνει κάτι ο διαιτητής θα πω: «Α! Τον βλάκα τον διαιτητή», συγγνώμη κιόλας που είπα βλάκα, θα πω: «Α, τον βλάκα τον διαιτητή», όχι, αφού αυτό δεν είναι έτσι, δεν πρέπει να γίνει για αυτό, αλλά όμως οι Ολυμπιακοί είναι λίγο, έχουν μια πώρωση με την ομάδα τους και οι ΑΕΚτζήδες. Εγώ πήγα σαν φίλαθλος που ήμουν φιλοπαναθηναϊκός, επειδή δεν είχα παρωπίδες, πήγα και στο Καραϊσκάκη, στην θύρα 7, εκεί φώναζα Ολυμπιακός, πήγα και στην θύρα 21 στην ΑΕΚ, στην Φιλαδέλφεια, και φώναζα ΑΕΚ, γιατί πήραμε εισιτήριο τζάμπα τότε, γιατί παίρναμε φοιτητικά και φώναζα ΑΕΚ και εγώ αγώνα δεν είδα, φώναζα ΑΕΚ μόνο, ας είμαι... Δεν θα πήγαινε κανένα άλλος Παναθηναϊκός να πάει να δει την ΑΕΚ μέσα στην θύρα 21 και να φωνάζει ΑΕΚ κιόλας, αλλά τι να έκανα, αφού ήμουν εκεί, ΑΕΚ θα φωνάξω, δεν θα φωνάξω Παναθηναϊκός. Καλές φάσεις, καλές, εντάξει, πράγματα που ζήσαμε ,ναι, ναι, και καλό είναι να ξέρει ο κόσμος τι είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος, να μην μπορούν, ναι, είσαι με μια ομάδα, είσαι με τον Ολυμπιακό, είσαι με τον Παναθηναϊκό, ναι, είσαι με την ΑΕΚ, παίζει Παναθηναϊκός - ΑΕΚ, τι είναι, τι έγινε; Αυτό, γιατί έγινε αυτό; Έγινε φάουλ, είναι φάουλ, είναι πέναλτι, είναι πέναλτι, όχι επειδή είσαι Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός, δεν είναι ή είναι, δηλαδή πιστεύω άμα αυτό σιγά σιγά, δύσκολα, ο Έλληνας δεν αλλάζει, εγώ πιστεύω δεν αλλάζει ο Έλληνας, αυτό που είπα για τα κάγκελα πριν, είναι κρίμα να πηγαίνεις, δηλαδή εγώ τώρα, παραδείγματος χάρη, θέλει να έρθει η γυναίκα μου με τα παιδιά μου στο γήπεδο, δεν θέλω να πάνε, να μου πεις, δεν θα ακούσουν αλλού; Θα ακούνε αλλού, αλλά λες πας στο γήπεδο, οι πιο πολλοί πάνε στο γήπεδο, πάνε για να βρίσουν, ναι, δεν πάνε, λίγοι είναι αυτοί που πάνε να δουν αγώνα, να δούνε αγώνα, να δουν, να δουν, πώς παίζουν οι ομάδες, να χειροκροτήσεις το λάθος του άλλου, δεν πειράζει, τον αντίπαλο, όχι είμαι Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός ή Παναιτωλικός. Παναιτωλικός μόνο, όχι, οι αντίπαλοι δεν έχουν να μοιράσουν κάτι, ίσα είναι αυτοί που σου φέρνουν το θέαμα, ξεφεύγει ο κόσμος, πάει στο γήπεδο να ξεφύγει, αλλά όταν ξεφύγει ή βαράς, βρίζοντας τον ποδοσφαιριστή, βρίζοντας τον διαιτητή, βρίζοντας τον προπονητή, τον αντίπαλο ή τον δικό σου προπονητή, γιατί συνήθως βρίζουν και τον προπονητή της ίδιας ομάδος που δεν κάνει αλλαγές καλές, δεν κάνει καλά κατά αυτούς, έτσι; Γιατί στην Ελλάδα, όταν πάνε σε ένα γήπεδο είκοσι χιλιάδες κόσμος, και οι είκοσι χιλιάδες είναι προπονητές και οι είκοσι χιλιάδες είναι ποδοσφαιριστές, δηλαδή όλοι, άλλος ο ρόλος του ναύτη, άλλος του καντηλανάφτη, εντάξει; Δηλαδή άλλος ο, δηλαδή εγώ, παραδείγματος χάρη, δεν μπορώ να πω τώρα στον προπονητή, που είμαι και προπονητής, έτσι; «Γιατί έβαλες αυτόν, γιατί έβαλες εκείνον;», έτσι κρίνει αυτός, έτσι πρέπει να κάνει, καταλάβατε; Ό,τι άλλο ωραίο και πολλά είπαμε, είπαμε πολλά.

Δ.Χ.:

Όχι, μια χαρά είναι.

Θ.Κ.:

Άμα, ναι, ό,τι θες, ναι.

Δ.Χ.:

Εγώ καλά είμαι.

Θ.Κ.:

Άμα πεις κάτι άλλο, άμα θες, πες μου να σου πω, γιατί, εντάξει, έχουμε μια ώρα που λέμε, θα μας βγάλουν έξω.

Δ.Χ.:

Εγώ είμαι μια χαρά, δεν ξέρω αν έχεις-.

Θ.Κ.:

Όχι, άλλο να σου πω εγώ, σαν ιστορία, εγώ προσπάθησα να πω δηλαδή λίγα πράγματα, δεν είπα πολλά, έτσι; Αλλά προσπάθησα να μπω στην ιστορία λίγο.

Δ.Χ.:

Μια χαρά.

Θ.Κ.:

Πώς είναι τα πράγματα, εντάξει. Κάτι άλλο; Δεν ξέρω, ό,τι θες.

Δ.Χ.:

Όχι, όχι, καλά είμαι.

Θ.Κ.:

Θες κάτι άλλο να ρωτήσεις, ξέρω εγώ, τι να πω, ξέρεις, καμία φορά κολλάει το μυαλό, από προχθές σκεφτόμ[01:00:00]ουνα, λέω: «Θα πω αυτά τα πράγματα που έζησα που, μερικά πράγματα, όχι πολλά, έζησα πολλά, έτσι, αλλά που θυμάμαι κυριότερα, τι να πω τώρα.

Δ.Χ.:

Εντάξει, εγώ είμαι παρά πολύ καλά, είμαι καλυμμένη.

Θ.Κ.:

Ωραία, άμα είσαι καλυμμένη.

Δ.Χ.:

Οπότε σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

Θ.Κ.:

Τίποτα, άμα είναι, εγώ χάρηκα, εγώ θέλω να-. Ό,τι, εσύ άμα δεν σ' αρέσει, δεν με πειράζει, εγώ θυμάμαι που στο είπα, εγώ το έκανα αυτό που είπα στον πατέρα σου και στην μάνα σου, το έκανα για σένα.

Δ.Χ.:

Σε ευχαριστώ.