© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Φυγή από το Μεσόβουνο υπό τον ήχο πολυβόλων

Κωδικός Ιστορίας
11221
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Μαυρενά (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/12/2019
Ερευνητής/τρια
Νίκη Φωτιάδου (Ν.Φ.)

[00:00:00]

Ν.Φ.:

Αφηγήτρια: Ελένη Μαυρενά. Ερευνήτρια: Νίκη Φωτιάδου. Μεσόβουνο, 26/12/2019. Πείτε μας το ονοματεπώνυμό σας.

Ε.Μ.:

19–

Ν.Φ.:

Πώς λέγεστε;

Ε.Μ.:

Ελένη Μαυρενά.

Ν.Φ.:

Καλημέρα, κυρία Ελένη. Για πείτε μας τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία, πού γεννηθήκατε αρχικά και πότε.

Ε.Μ.:

Γεννηθήκαμε στο Μεσόβουνο, χρονολογία...

Ν.Φ.:

Αν δε θυμάστε, δεν πειράζει.

Ε.Μ.:

Το ’41, ήμουν 7 χρονών το '41. 7 χρονών ήμουνα το '41, που σκοτώσανε τον πατέρα μου.

Ν.Φ.:

Ωραία. Άρα, γεννηθήκατε στο Μεσόβουνο. Οι γονείς σας από πού ήρθαν; Η καταγωγή τους από πού είναι;

Ε.Μ.:

Οι γονείς μου ήρθαν από την Τουρκία. Η γιαγιά μου και ο πατέρας μου ήρθαν –Και η μάνα μου βέβαια, αλλά η μάνα μου ήταν μικρή, ήταν 14 χρονών όταν ήρθε. Ο πατέρας μου και ο πατέρας μου μικρός ήταν, αλλά από εκεί ήρθε με τη μάνα του και η γιαγιά μου ξεκίνησε με τρία παιδιά από την Τουρκία και τον άντρα της, ήτανε στη φυλακή, πέθανε στη φυλακή, στην Τουρκία. Δεν ήρθε καθόλου εδώ ο παππούς μου. Η γιαγιά μου είχε τρία παιδιά, στο δρόμο αρρωστήσανε και πεθάνανε τα δυο. Τα δύο πεθάνανε, έμεινε ο πατέρας μου και η γιαγιά μου ξέρεις τι έκανε; Να το πω και αυτό; Αυτά τα έπνιγε ο λάρυγγας, εδώ, κάτι τους έπιανε αρρώστια και η γιαγιά μου λέει: «Εγώ», λέει, «έκλεισα τα μάτια μου», λέει, «κι έσφιξα», λέει, «την καρδιά μου», λέει, «και έβαλα το χέρι μου στο στόμα του κι έβγαλα τα σάλια. Σάλια, σάλια από το στόμα του».

Ν.Φ.:

Για να το σώσει...

Ε.Μ.:

Για να το σώσει, ναι. Για να το σώσει και το έσωσε! Τα άλλα δύο πεθάνανε και αυτό το έσωσε, τον πατέρα μου. Ήρθε εδώ, μεγάλωσε, έκανε, σιγά-σιγά θα παντρευτεί, είναι και μικρός, παντρεύτηκε. Η μάνα μου 14 χρονών 15, πόσο ήταν που παντρεύτηκε! Σιγά-σιγά ήρθαν εδώ, τους δώσανε κάτι σπίτια, οικόπεδα, ξέρω εγώ, από την Τουρκία που ήρθανε. Εμείς, αυτό το σπίτι, το οικόπεδο, είναι του πατέρα μου, αλλά ο πατέρας μου ήθελε να πάρει ένα παλιό σπίτι, αμέσως να πήγαινε, να καθότανε μέσα και ήρθε μέχρι εδώ και δεν του δώσανε. Ήρθε μετά, είδε εδώ κάτω θα πάρει χωράφι, δε θα πάρει σπίτι, γύρισε πίσω ο πατέρας μου και ο πατέρας μου σκοτώθηκε και αυτό το οικόπεδο, δεν το ήξερε, γιατί έφυγε, είπε: «Εγώ εκεί κάτω τι θα πάω να κάνω; Ένα σπιτάκι τουλάχιστον, μια αυλή να έχει, να παίξουν τα παιδιά». Μετά πήγα εγώ...

Ν.Φ.:

Πόσα παιδιά έκανε, τελικά, ο πατέρας σας και η μητέρα σας;

Ε.Μ.:

Τέσσερα.

Ν.Φ.:

Τέσσερα αδέλφια είστε.

Ε.Μ.:

Τέσσερα αδέλφια, τέσσερα κορίτσια. Πέντε έκανε, ένα αγοράκι και τέσσερα κορίτσια, το αγοράκι πέθανε.

Ν.Φ.:

Πότε πέθανε το αγοράκι;

Ε.Μ.:

Το αγοράκι ήτανε από την Κυριακούλα πιο μπροστά... Το ‘41 ήτανε η Κυριακούλα γεννημένη, εκεί–

Ν.Φ.:

Αρρώστησε και πέθανε;

Ε.Μ.:

Εκείνο πέθανε πιο μπροστά το αγόρι. Δεν ξέρω ακριβώς πώς πέθανε. Πέθανε–

Ν.Φ.:

Εσείς είστε η μεγαλύτερη, η μικρότερη;

Ε.Μ.:

Εγώ είμαι η δεύτερη. Η δεύτερη είμαι εγώ.

Ν.Φ.:

Πώς ζούσατε εδώ, κυρία Ελένη, στο χωριό; Η παιδική σας ηλικία πώς ήταν; Θυμάστε;

Ε.Μ.:

Δουλειά και άλλο τίποτα! Δουλειά! Να πάμε στα ξύλα, να φορτωθούμε ξύλα από το βουνό, να φέρουμε να κάψουμε. Να πάμε να οργώσουμε, αφού ο πατέρας μου, μετά το '41 μιλάμε, μετά το '41 που σκοτώθηκε ο πατέρας μου.

Ν.Φ.:

Για να το πιάσουμε, λοιπόν, από εκεί. Το '41 μπήκαν για πρώτη φορά οι Γερμανοί στο Μεσόβουνο.

Ε.Μ.:

Στο Μεσόβουνο.

Ν.Φ.:

Πώς τη θυμάστε εκείνη την ημέρα; Εσείς πού ήσασταν με τους γονείς σας;

Ε.Μ.:

Εκείνη την ημέρα, ήμουνα με τη γιαγιά μου στο μύλο. Πρώτα αλέθανε της χρονιάς το αλεύρι και το τρώγανε όλο το χρόνο και κάθε φθινόπωρο αλέθανε. Αλωνίζανε, κάνανε σιτάρι και αλέθανε. Εγώ εκείνη τη βραδιά ήμουνα με τη γιαγιά μου στο μύλο. Τέλος πάντων, τελειώσαμε, αλέσαμε, ήρθαμε στο σπίτι και βλέπουμε, η γιαγιά μου, βλέπει στα βουνά επάνω ανθρώπους. Λέει: «Ελένη», λέει, «στα βουνά επάνω άνθρωποι είναι. Τι είναι αυτοί;». «Ξέρω κι εγώ τι είναι;», εγώ δεν ήξερα κι από Γερμανούς, δεν ήξερα και από Ιταλούς, εγώ μικρή ήμουνα, 7 χρονών ήμουνα, τ[00:05:00]ι να ξέρεις; Μετά η γιαγιά μου, ανέβηκε επάνω και είπε τον πατέρα μου: «Εκεί απάνω στα βουνά», λέει, «άνθρωποι είναι, γεμάτο άνθρωποι, τι είναι;», είπε και ο μπαμπάς μου: «Ιταλοί είναι αυτοί». Επειδή είχαμε τον ιταλικό πόλεμο τότε, είπε: «Ιταλοί είναι». Μετά, δεν ήταν Ιταλοί, εν τέλει, ήταν Γερμανοί. Ο πατέρας μου κρύφτηκε, δεν πήγε. Είπε: «Δε θα πάω εγώ εκεί». Ήρθαν, μπήκαν στο χωριό μέσα, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα όλους, άνδρες, γυναίκες όλους τους μαζέψανε, τους στείλανε στην εκκλησία κοντά.

Ν.Φ.:

Ήρθαν, δηλαδή, στα σπίτια σας;

Ε.Μ.:

Στα σπίτια, ναι, στα σπίτια, ήρθαν στα σπίτια: «Άλε χοπ, άλε χοπ, άλε χοπ!», πώς λένε οι Γερμανοί, μας βγάλανε από τα σπίτια μας και εμείς βγήκαμε, πήγαμε όλοι στην εκκλησία κοντά. Ο πατέρας μου κρύφτηκε. Όπως κάνανε εκείνοι, εκείνος μπήκε στον κήπο μέσα, κάπου πήγε, κάπου χώθηκε, δεν πήγε ο πατέρας μου. Επήγαμε εμείς εκεί, εκείνοι εκεί είπανε, διαλέξανε οι γυναίκες να πάνε χώρια και οι άνδρες να πάνε χώρια. Εκείνοι αυτό είχαν το σκοπό τους. Οι άνδρες πήγαν χώρια, οι γυναίκες πήγαν χώρια και μετά τις γυναίκες τις λένε: «Πάνε, πάρτε από τα σπίτια σας ό,τι μπορείτε», γιατί θα τα κάψουνε... Δεν τους είπανε και φανερά θα τα κάψουνε, μετά το μάθαμε ότι θα τα κάψουνε. «Πάνε, πάρτε από τα σπίτια σας ό,τι μπορείτε». Και εγώ, η μάνα μου, η γιαγιά μου και τα άλλα τα αδέρφια μου, ήρθαμε στο σπίτι. Ήρθαμε στο σπίτι, τι να πάρουμε; Τι να πρωτοπάρεις; Πήραμε, φορτώσαμε ένα γαϊδουράκι. Κάτι, τέλος πάντων, τυριά, βούτυρο, είχαμε και αγελάδες, είχαμε ζώα τότε εμείς. Κάτι τέτοια βάλαμε επάνω στο γαϊδούρι, για να φάμε στο δρόμο. Μετά, κάναμε εμείς, φορτώσαμε επάνω στο γαϊδούρι και ήρθαμε μέχρι το μισό το δρόμο, εδώ παραπάνω, σε ένα σπιτάκι κοντά, και μας συναντάει ένας χωροφύλακας. Ήταν και χωροφύλακες μαζί τους τότε... Μας συναντάει ένας χωροφύλακας και ήταν και ο πατέρας μου και η μάνα μου λέει τον πατέρα μου: «Βάλε γυναίκας λώματα», ρούχα! Τα λέω και στα ποντιακά...

Ν.Φ.:

Δεν πειράζει.

Ε.Μ.:

Τα λέω: «Βάλε γυναίκας ρούχα!», ο πατέρας μου δε θέλει. «Θα το καταλάβουν», λέει, «και θα σκοτώσουν εμένα και θα αφήσουν τους άλλους». Ρώτησε. «Ο τάδες είναι εκεί, ο τάδες είναι εκεί, ο τάδες είναι εκεί», οι φίλοι του, οι γνωστοί του, όλοι. Όλοι εκεί ήτανε. «Ό,τι γίνουν εκείνοι», είπε, «γίνομαι κι εγώ».

Ν.Φ.:

Βγήκε απ' την κρυψώνα του, δηλαδή.

Ε.Μ.:

Ναι, βγήκε απ' την κρυψώνα του και ήρθε με εμάς που γυρίσαμε πίσω να πάρουμε πράγματα και δεν ήθελε άλλο να πάει και του λέει η μάνα μου: «Βάλε ρούχα. Έλα, βάλε τα ρούχα μου και πάρε το μωρό στην αγκαλιά σου», η Κυριακούλα ήτανε μικρή, «Πάρε την στην αγκαλιά σου». Εκείνος: «Όχι», λέει, «θα με καταλάβουν και μετά θα σκοτώσουν εμένα και θα μείνουν οι άλλοι», δεν έλπιζε 160 άτομα να τα σκοτώσουνε. Δεν το έλπιζε. Και σου λέει: «Θα πάω; Θα κρυφτώ εγώ, θα σκοτώσουν εμένα, εκείνους θα τους αφήσουνε. Ο τάδες είναι εκεί», οι φίλοι του όλοι ήταν εκεί, «όπου πάνε εκείνοι, πάω κι εγώ». Σηκώθηκε, πήγε μαζί μας, ήρθαμε μέχρι το μισό το δρόμο, μας συναντάει ένας χωροφύλακας και μας λέει: «Ζώα δεν έχετε; Κάρα δεν έχετε; Κάρα ζέψτε! Ζώα ζέψτε και φορτώστε πράγματα όσα μπορείτε, γιατί τα σπίτια θα τα κάψουνε», μας λέει αυτός ο χωροφύλακας. Και δε λέει τον πατέρα μου: «Και εσένα θα σε σκοτώσουνε, κρύψου!», λέει: «Έχουμε ζώα», γύρισε μετά ο πατέρας μου πίσω, πήγαμε, πήραμε το κάρο, φορτώσαμε. Είχαμε υφαντά, στρώματα, εμείς είχαμε έναν τενεκέ τυρί, βούτυρο, το φουλαρίσαμε τον κάρο. Τον κάρο το φουλαρίσαμε και εσύραμε από πάνω και τα στρώματα, κάτι ύφαντα στρώματα είχαμε και λέει η μάνα μου πάλι τον πατέρα μου: «Έλα, φόρα τα ρούχα και μπες εδώ, στα χαλιά από κάτω». «Όχι», λέει, «αυτοί κοιτάνε με τα τηλεσκόπια», λέει, «και θα με δούνε», λέει. Δεν ήθελε, πάλι δεν ήθελε! Τι να τον κάνεις, δεν ήθελε, πήγε... Μαζί μας τότε φορτώσαμε το κάρο, ήρθαμε μέχρι εδώ. Ακριβώς το θυμάμαι! Εδώ κοντά! Όπως πάει για την Παναγιώτη. Τα μνημεία είναι εκεί απάνω, από εδώ κοντά πήραν τον πατέρα μου από εμάς και αφήσανε εμάς με τον κάρο. Εμε[00:10:00]ίς πηγαίναμε με τον κάρο προς τα κάτω, εκείνον τον πήρανε. Πιο κάτω πήγαμε, χτυπήσανε τα πολυβόλα. Τους σκοτώσανε. Τότε όλοι φωνάξανε, τσιρίξανε, τους σκοτώσανε. Παιδιά, γυναίκες, μάνες, όλοι και εκείνοι φύγανε, μετά μας πήγαν εμάς στα Κομνηνά, στην Πτολεμαΐδα πήγαμε τότε!

Ν.Φ.:

Οπότε όλες τις γυναίκες και τα παιδιά από το Μεσόβουνο, με τα πόδια σας οδήγησαν στην Πτολεμαΐδα.

Ε.Μ.:

Στην Πτολεμαΐδα, ναι.

Ν.Φ.:

Και εκεί πού πήγατε;

Ε.Μ.:

Εκεί πήγαμε σε ένα χάνι. Ένα... Χάνι το λέγανε τότε, ένα σαν αποθήκη, ξέρω εγώ τι ήτανε, χάνι το λέγανε τότε.

Ν.Φ.:

Πόσες μέρες μείνατε εκεί;

Ε.Μ.:

Πόσες μέρες μείναμε εκεί δε θυμάμαι, δε μείναμε και πολύ. Τότε είπανε: «Ο καθένας, όποιος έχει συγγενούς, να πάει. Να δηλώσει: “Εγώ θα πάω στο τάδε χωριό, εγώ θα πάω στο τάδε χωριό”, να δηλώσει ο καθένας». Εμείς δηλώσαμε θα πάμε στο Ζεβροχώρι, κάτω στο Ζεβροχώρι, πώς το λένε αλλιώς δεν ξέρω.

Ν.Φ.:

Είχατε συγγενείς εκεί;

Ε.Μ.:

Είχαμε συγγενείς εκεί, ναι, είχε η μάνα μου συγγενείς εκεί, λέει: «Θα πάμε», λέει, «εμείς εκεί». «Θα πάμε εκεί», τώρα εμείς είχαμε πολλά πράγματα και εμένα με έβαλαν σε ένα κάρο επάνω, ένα κάρο μονό. Άλογο ένα ήτανε και αυτός ο άνθρωπος δεν ήθελε να με πάρει, είχα πράγματα πολλά και λέει: «Εκεί κάτω», λέει, «είναι λάσπη, το άλογό μου είναι μονάχο, δεν μπορεί να τραβάει, δεν θέλει να πάει». Εκείνοι κι εκείνοι το στείλανε. Το στείλανε κι έλεγε: «Υπάρχει λάσπη» κι εγώ δεν ήξερα τι είναι λάσπη, νόμιζα λάστιχα έλεγε. Άκουσε, ναι! Μικρή ήμουνα λάσπη, λάστιχα, τι; Εγώ ούτε στο σχολείο πήγα ούτε πουθενά. Πήγαινα, πήγαινα κι έψαχνα να βρω λάστιχα. Και λέω: «Πού είναι τα λάστιχα; Έλεγαν: “Λάστιχα, λάστιχα”, πού είναι τα λάστιχα;», εκείνοι λάσπη λέγανε... Εγώ χώρισα τότε από τη μάνα μου, η μάνα μου πήγε με άλλο κάρο.

Ν.Φ.:

Τα αδέλφια σας;

Ε.Μ.:

Τα αδέλφια μου με τη μάνα μου πήγαν με άλλο κάρο, εγώ μόνη μου πήγα με άλλο κάρο, με εκείνο το μονό. Αλλά αυτός ήτανε γκρινιάρης και δεν ήξερε και πού θα με πάει. Στο Ζεβροχώρι τον είπανε, αλλά εκείνος δεν... Πήγαμε στο τέτοιο... Κατέβηκε στο Ριζάρι, Ριζάρι το λέγανε και ήταν μια χωριανιά μας εδώ, θεία μου, εκεί όλοι τους κατέβασε εκεί, εκείνοι για το Ριζάρι πήγανε και όλοι ήταν εκεί μέσα καθισμένοι. Μόλις πήγα εγώ, με πήρε και μαζί της και εμένα. Λέει: «Ελένη», λέει, «πού θα πας;», λέω: «Για το Ζεβροχώρι είπα, αλλά αυτοί δεν με πάνε», λέω. Λέει: «Έλα, κατέβα εδώ». Με κατέβασε εκεί, με τα πράγματα, ήμουνα με τη θεία μου. Η μάνα μου, η γιαγιά μου, τα παιδιά πήγαν στο Ζεβροχώρι, πήγαν στο Ζεβροχώρι εκείνοι. Μετά, επικοινώνησαν, μάθανε πού είμαι, ήρθε η γιαγιά μου, με πήρε. Ήρθε η γιαγιά μου, με πήρε, πήγαμε στο Ζεβροχώρι, καθίσαμε εκεί... Τώρα, πόσα χρόνια καθίσαμε, δεν ξέρω. Εγώ ήμουνα με τη θεία μου, κοιτούσα το παιδί της, η αδερφή μου, η μεγάλη, ήταν αυτή πιο μεγάλη, έτρεχαν εδώ κι εκεί, είχαμε και τα ζώα μας, είχαμε και τη γιαγιά μου. Καθίσαμε πόσα χρόνια καθίσαμε, μετά ήρθαμε στο χωριό.

Ν.Φ.:

Είχατε μάθει τι έγινε στο Μεσόβουνο;

Ε.Μ.:

Είχαμε μάθει, είχαμε μάθει, το κάψανε το χωριό. Όλα τα κάψανε, όλα τα ρημάξανε. Όλα τα ρημάξανε!

Ν.Φ.:

Και όταν επιστρέψατε στο Μεσόβουνο δε βρήκατε τίποτα.

Ε.Μ.:

Τίποτα!

Ν.Φ.:

Πώς ξαναφτιάξατε τη ζωή σας; Πώς ζούσατε;

Ε.Μ.:

Δεν βρήκαμε τίποτα. Βρήκαμε τοίχους, ας πούμε, είναι τοίχοι που δεν καήκανε, βάλαμε εκεί κάτι λαμαρίνες και κοιμόμασταν εκεί κάτω. Στις λαμαρίνες και είχαμε και ζώα και τα ζώα τα είχαμε εκεί κάτω και τα φέραμε. Και εδώ ήταν οι αγελάδες κι εκεί κοιμόμασταν εμείς και όταν κατουρούσανε, επάνω μας πετούσαν τα νερά... Αυτό το κάναμε εμείς, έτσι, από λαμαρίνα, έτσι, ένα πρόχειρο, ας πούμε, και οι αγελάδες εκεί μέσα κι εμείς στις αγελάδες. Τότε δεν κοιτούσες αριστοκρατικά πράγματα.

Ν.Φ.:

Τέσσερις γυναίκες ήσασταν.

Ε.Μ.:

Πέντε!

Ν.Φ.:

Πέντε.

Ε.Μ.:

Έξι!

Ν.Φ.:

Μαζί με τη γιαγιά!

Ε.Μ.:

Τέσσερα κορίτσια και η μάνα μου, πέντε, και η γιαγιά μου, έξι. Έξι άτομα ήμασταν.

Ν.Φ.:

Πώς τα καταφέρατε μόνες σας;

Ε.Μ.:

Να, τα καταφέραμε! Δουλέψαμε μετά, από εκεί και πέρα, αγωνιστήκαμε, πηγαίναμε στα χωράφια, η μάνα μου όργωνε, έσπερνε μονάχη της με τα βόδια, η γιαγιά μου με τις αγελάδες, με τα ζ[00:15:00]ώα, πάλι αρχίσαμε και κάναμε ένα… Σε λέω με λαμαρίνες ένα πράγμα και καθόμασταν εκεί μέσα. Κι εκεί μέσα είχαμε κι έναν... Ήρθε κι ένας από την Αθήνα. Τότε ήταν και στην Αθήνα…

Ν.Φ.:

Κατοχή

Ε.Μ.:

Κατοχή. Ήρθε ένας από την Αθήνα και τον είχαμε εμείς. Επειδή ήμασταν έξι γυναίκες, ήρθε μας βοηθούσε.

Ν.Φ.:

Τον γνωρίζατε;

Ε.Μ.:

Όχι, όχι, δεν τον γνωρίζαμε.

Ν.Φ.:

Αυτός γιατί ήρθε εδώ; Πώς βρέθηκε;

Ν.Φ.:

Κατοχή ήταν και ήρθε εδώ να βρει κι εκείνος μια γωνιά. Δεν ήταν μόνο αυτός, ήταν και άλλοι από την Αθήνα τότε. Πουλούσανε και τα πράγματά τους, αν το έχεις ακουστό. Πουλούσαν τα πράγματά τους, ήρθε αυτός εδώ, ήρθε σε εμάς, εμείς ήμασταν πέντε-έξι γυναίκες, δεν είχαμε άντρα, μας πήγαινε στο χωράφι, μας άκουγε, μας έκανε τέτοια και ήτανε κάμποσο καιρό μαζί μας, δεν ξέρω πόσο καιρό κάθισε

Ν.Φ.:

Άρα, σας βοηθούσε αυτός με τις δουλειές–

Ε.Μ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Κι εσείς του παρείχατε στέγη–

Ε.Μ.:

Φαγητό. Στέγη και φαγητό. Μαύρη στέγη που τον... Βρήκε μια γωνιά, ας πούμε, ναι. Βρήκε μια γωνιά, τον είχαμε. Κάποτε έστρωσε ο καιρός, έφυγε και αυτός και εμείς, εμάς πάλι, εμείς, πάλι μας κάψανε.

Ν.Φ.:

Το '44.

Ε.Μ.:

Το '44.

Ν.Φ.:

Είναι η δεύτερη φορά, λοιπόν–

Ε.Μ.:

Η δεύτερη–

Ν.Φ.:

Που ξαναέρχονται οι Γερμανοί.

Ε.Μ.:

Ναι, που ξαναέρχονται οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί από εδώ, από το χωριό, βαρούσαν τα κανόνια κι εμείς μόλις ακούγαμε τα κανόνια, λέμε: «Ήρθαν πάλι οι Γερμανοί», φεύγαμε. Φύγαμε στο βουνό, εδώ, απάνω, στους Αναργύρους. Εγώ, είχαμε κι ένα ξύλινο κουπάκι έτσι και είχε μέσα κρέας, είχαμε πρόβατα, τέτοια και κάναμε… Όχι, εγώ από πείνα, εμείς δεν δυστυχήσαμε κι εκείνο το πήραμε και τρώγαμε και πηγαίναμε στο βουνό. Πήγαμε εκεί απάνω, τέλος πάντων, εκεί απάνω χάσαμε ο ένας τον άλλον. Είχαμε και τα ζώα μας, η μάνα μου, πήγαινε με τα πρόβατα η γιαγιά μου, η μάνα μου πήγαινε με τα παιδιά, με την Αναστασία, με την Κυριακούλα, εγώ χώρισα. Εγώ χώρισα και τι να κάνω τώρα; Η μάνα μου με ψάχνει! Εγώ, ήταν ένας γείτονας εδώ, Γαράσαββα τον λέγανε, είχε μια κόρη στην ηλικία μου και με πήρε μαζί του, λέει: «Έλα, Ελένη, μαζί μας», λέει, «όπου πάμε εμείς, θα πας και εσύ». Με πήρε ο άνθρωπος –να είναι καλά– μαζί του, πήγαμε, μπήκαμε σε μια τρύπα, σε μια κουφάλα, που λένε, μια τρύπα, μπήκαμε εκεί μέσα, τους άλλους τους μαζέψανε, τους δικούς μας, τη μάνα μου, τους άλλους τους πήρανε και τους πήγαν στην Πτολεμαΐδα πάλι.

Ν.Φ.:

Οι Γερμανοί, δηλαδή, συγκέντρωσαν πάλι τις γυναίκες και τα παιδιά;

Ε.Μ.:

Ναι, πάλι, από το βουνό τους πήρανε: «Άλε, άλε χοπ, άλε χόπ», τους κατέβασαν όλους πάλι Πτολεμαΐδα.

Ν.Φ.:

Αλλά εσείς;

Ε.Μ.:

Εγώ έμεινα εκεί, στην τρύπα, εκεί με το γείτονα και με το κορίτσι του. Έμεινα στην τρύπα, δεν ερχόνταν απ’ την τρύπα να σε ψάχνανε...

Ν.Φ.:

Δεν σας βρήκανε.

Ε.Μ.:

Όχι, όσους βρίσκανε εκεί, τα ζώα, η αδερφή μου, η μάνα μου, όλοι, και τα ζώα, τα πήρανε και όλα πάλι φύγανε, πήγανε στην Πτολεμαΐδα. Στο δρόμο ένα –Κάποτε το λέει ο Λάζαρος και γελάμε. Ήταν ένας, έτσι, ανάπηρος ήτανε ο καημένος και πήγαινε μπροστά και τον σπρώχνανε. «Ίστε», λέει, «ατς πάγω, ατς ντο κουντάτε;», ποντιακά, δηλαδή. «Τι σπρώχνετε;», λέει, «πάγω», λέει, εκείνος ήτανε λιγάκι... Μετά, εγώ έμεινα σε αυτούς εκεί, απάνω, στην τρύπα. Τώρα, τι να κάνουμε; Βράδιασε. Πρέπει να φύγουμε από εκεί, δε θα κάτσουμε εκεί νηστικοί και τέτοιοι... Όλους τους πήρανε κι εγώ και αυτός ο γείτονας και η κόρη του μείναμε εκεί, απάνω, στην τρύπα. Ήρθαμε, τη νύχτα, λέει: «Θα φύγουμε», λέει αυτός, «θα πάμε στην Κολάτσα», εδώ, σε ένα χωριό. Η οικογένειά του ήταν εκεί. Η οικογένειά του ήταν εκεί, λέει: «Θα πάμε», λέει, «εκεί». Αλλά τη νύχτα, από εκεί από το βουνό, να σκίσεις να πας σε άλλο χωριό, ήταν και αρκετά μακριά, εμείς μικροί... Εκεί που πηγαίναμε, ρίχνανε τις οβίδες, τις φωτοβολίδες και λέει αυτός, ο καημένος: «Σκύφτετε κάτω, σκύφτετε κάτω, να μη σας βλέπουν. Σκυφτείτε κάτω να μη σας βλέπουν!». Σκυφόμασταν. Πάλι ξεκινούσαμε, πάλι ρίχνανε, πάλι σκυφτόμασταν. Έτσι σκυφτά, σκυφτά, σκυφτά, πήγαμε στο χωριό. Π[00:20:00]ήγαμε στο χωριό, ανεβήκαμε επάνω, στα αμπέλια τους, αυτός το ήξερε εκείνο, για η οικογένειά του εκεί ήταν, πήγαμε πάνω στα αμπέλια. Λέει αυτός: «Απόψε», λέει, «θα κοιμηθούμε εδώ, απάνω», λέει, «γιατί άμα πάμε τώρα, τη νύχτα», εκεί ήταν οι Γερμανοί, οι ΠΑΟτζήδες, ξέρω εγώ... «Θα μας σκοτώσουνε», λέει, «άμα μας βρουν τη νύχτα, θα μας σκοτώσουνε», λέει. «Θα μείνουμε εδώ, απάνω, και θα πάμε το πρωί. Όταν σε βλέπουνε είναι αλλιώς και τη νύχτα είναι αλλιώς», εκείνος ήτανε και γέρος, 60 χρονών πόσο ήταν, αφού δεν τον σκοτώσανε στη σειρά! Τον αφήσανε, γέρος ήτανε. Πήγαμε στο χωριό, απάνω, κοιμηθήκαμε απάνω, στα χωράφια, στα αμπέλια. Ξημέρωσε, σηκωθήκαμε. «Τώρα θα πάρουμε το δρόμο για το χωριό». Το χωριό φαίνεται από μακριά, αλλά θα πας κάμποσο, δεν είναι δίπλα. Η γυναίκα του ήρθε στο δρόμο, φωνάζει από μακριά: «Σηκώστε τα χέρια», λέει, «παραδοθείτε», λέει, «σηκώστε τα χέρια», λέει, «να μη σας σκοτώσουνε» κι εμείς σηκώσαμε τα χέρια και πηγαίνοντας... Και οι Γερμανοί, όταν σηκώσαμε τα χέρια, άλλο δεν έκαναν απόπειρα να μας σκοτώσουνε. Ήρθανε εκεί, ρώτησαν το γέρο, τον κάνανε, λέει: «Τα δικά μου είναι τα παιδιά». Πήρε κι εμένα μαζί του ο άνθρωπος, αυτό το ξέρω, το πήρε μαζί μου. «Ε και αυτή», λέει, «δική μου είναι» και με πήρε μαζί του, με πήγε στο σπίτι του. Εκείνος εκεί είχε τη γυναίκα του. Πήγαμε στο σπίτι του, εκάθισα πόσο κάθισα, μετά, αναμεταξύ μας ειδοποιουνώμασταν, γιατί ύστερα είπαν τη μάνα μου: «Είναι εκεί η Ελένη με το Γαράσαββα» και ήρθε η μάνα μου, με πήρε. Με πήρε, με πήγε στην Πτολεμαΐδα.

Ν.Φ.:

Στην Πτολεμαΐδα πάλι στο χάνι ήταν;

Ε.Μ.:

Στο χάνι, ναι, στο χάνι. Στο χάνι. Πήγαμε Πτολεμαΐδα, τότε πάλι λένε: «Ο καθένας όπου έχει συγγενούς, θα πάνε».

Ν.Φ.:

Κυρία Ελένη, στο χάνι πώς ήταν; Πώς ζούσατε; Είχε κάπου να κοιμηθείτε; Τι τρώγατε;

Ε.Μ.:

Όχι καλέ, όρθια, κάτι άμα σε φέρνανε από έξω, κάτι... Ένα άδειο μαντρί, πώς να σε πω... Ζώα δεν ήτανε μέσα, εντάξει, αλλά... Όπως έχουν τις αποθήκες τώρα! Όπως έχουν τις αποθήκες. Ήταν μια αποθήκη και τους γεμίσανε εκεί μέσα. Άλλοι καθόντανε εδώ, άλλοι εκεί, άλλοι... Σου δίνανε κάτι να τρώγανε, ξέρω εγώ...

Ν.Φ.:

Ποιοι σας δίνανε να φάτε;

Ε.Μ.:

Ακριβώς αυτά δεν τα ξέρω, ήμουνα μικρή εγώ και πολύ από αυτά δεν ξέρω. Ναι. Μας δίνανε εκεί οπωσδήποτε οι Πτολεμαΐδιώται. Οπωσδήποτε! Ποιος θα μας δίνανε άλλο;

Ν.Φ.:

Εκεί μέσα μόνο από το Μεσόβουνο βλέπατε κόσμο;–

Ε.Μ.:

Ναι, μόνο εμείς–

Ν.Φ.:

Οι συγχωριανοί σας;

Ε.Μ.:

Μόνον εμείς ήμασταν, συγχωριανοί. Μόνο Μεσοβουνιώται ήμαστανε, καθίσαμε και από εκεί πάλι είπανε: «Όποιος έχει συγγενούς, να πάει όπου θέλει». Τι να σε κάνουν εκεί μέσα; Πόσο να σε κρατάνε; Εμείς τότε πήγαμε στο τέτοιο… Απ' την αρχή, είπα, πήγαμε στο Ζεβροχώρι, αλλά τώρα, στη δεύτερη φορά, πήγαμε στης Μαρίας το χωρίον –πώς λένε–; Το... Σούλποβο! Στο Σούλποβο πήγαμε, Σούλποβο δεν το λένε;

Ν.Φ.:

Στην Άρδασσα;

Ε.Μ.:

Στην Άρδασσα, ναι. Πήγαμε στην Άρδασσα εμείς, καθίσαμε κάμποσο καιρό εκεί. Εκεί η γυναίκα είναι, η αλήθεια, ήμασταν σε ένα σπίτι, μας επρόσεχε.

Ν.Φ.:

Πάλι σε συγγενείς πήγατε;

Ε.Μ.:

Όχι, όχι, αυτοί ξένοι ήταν. Δεν ήταν συγγενείς, ξένοι ήταν. Πήγαμε, έτσι, δίπλα στο χωριό, είπαμε: «Κοντά είναι, να πάμε και στα σπίτια μας». Εκεί κάτω άμα πηγαίναμε, άλλο δε μπορούσαμε να ερθούμε, έπρεπε να είχες μέσο. Πήγαμε εκεί μέσα, η αλήθεια, η γυναίκα μας φερνότανε καλά. Η Κυριακούλα ήτανε μικρή, αυτή όλους τους πείραζε, όλους τους έκανε... Και τι τους έλεγε... Αυτή ήτανε λιγάκι ζωηρούλα, η Κυριακούλα, αυτή ήτανε μικρή. Καθίσαμε όσο καθίσαμε τώρα πάλι, πάλι θα πάμε στο χωριό μας, τι να κάνουμε; Πάλι ήρθαμε στο χωριό μας, από την αρχή, πάλι κάναμε, κάτι κάναμε, καθίσαμε...

Ν.Φ.:

Οι Γερμανοί είχαν ξανακάψει τα σπίτια σας; Το χωριό πώς το βρήκατε τη δεύτερη φορά όταν γυρίσατε;

Ε.Μ.:

Καμένο ήταν, άλλη φορά δεν κάψανε όχι, μόνο οβίδες που ρίχνανε, αλλά τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Ό,τι βάλαμε εμείς μια λαμαρίνα, εκείνο βρήκαμε. Ήρθαμε στο χωριό πάλι, τι να κάνουμε; Θα πάμε πάλι να... είχα[00:25:00]με και τα ζώα εμείς και τα ζώα δεν τα αφήναμε, γιατί με εκείνα ζούσαμε. Βάλαμε τα ζώα κάπου κι εμείς εκεί καθίσαμε, μετά ήρθανε οι...

Ν.Φ.:

Έγινε μετά ο Εμφύλιος.

Ε.Μ.:

Ναι, μετά έγινε ο Εμφύλιος.

Ν.Φ.:

Θυμάστε στο χωριό πώς ήταν η κατάσταση;

Ε.Μ.:

Εμφύλιος στο χωριό όταν έγινε, από αυτά εγώ πολλά δε γνωρίζω. Εγώ ήμουνα–

Ν.Φ.:

Δεν τα θυμάστε–

Ε.Μ.:

Δε γνωρίζω, ήμουνα μικρή. Εμφύλιος, είχαμε εμείς τότε, πριν να μας κάψουν, είχαμε επάνω κάτι, 4-5 αντάρτες, που λέγανε, βγήκανε.

Ν.Φ.:

Από το χωριό;

Ε.Μ.:

Από το χωριό μας, ναι, και εκείνοι μας φάγανε... Εμάς, η γιαγιά μου πάντα το έλεγε: «Το γιο μου δεν τον σκότωσαν οι Γερμανοί, τον σκότωσαν αυτοί». Τι δουλειά είχανε εκεί απάνω εκείνοι; Τι δουλειά είχανε εκεί απάνω; Όταν πας, αντιστέκεσαι τον εχθρό, τι θα σε κάνει; Εκείνοι όλοι γλιτώσανε, οι 12! Σκοτώσανε τους δικούς μας... Τότε ήρθαμε πάλι στα σπίτια μας, πάλι αρχίσαμε από την αρχή, κάναμε σπιτάκια, κάναμε το ένα, κάναμε το άλλο, ήμασταν και ορφανά, ο πατέρας μου σκοτώθηκε και η γιαγιά μου μεγάλωσε, έκλαιγε το γιο της. Η μάνα μου τέσσερα ορφανά, τι να κάνουμε; Πάλι μπήκαμε στη σειρά! Πάλι μπήκαμε στη σειρά!

Ν.Φ.:

Τα παιδιά, εσείς, τα κορίτσια δεν… Πήγατε στο σχολείο; Μπορέσατε να πάτε;

Ε.Μ.:

Όχι! Όχι! Πού σχολείο; Πού σχολείο θα πηγαίναμε; Μόνο πήγαμε δυο μέρες. Ήρθε ένας δάσκαλος, ξέρεις, σε ένα βουναλάκι απάνω, κάτι πέτρες ήτανε, καθίσαμε εκεί απάνω δυο μέρες και πήγαμε διαβάσαμε. Μετά, άλλο δεν πήγαμε.

Ν.Φ.:

Αυτό μετά τον πόλεμο είχε γίνει ή πριν;

Ε.Μ.:

Όταν συμμαζευτήκαμε και ήρθαμε στο χωριό. Τότε αρχίσανε και να ανοίξουν και σχολεία, ας πούμε, αλλά εγώ ήμουνα μικρή, πήγαιναν οι πιο μεγάλοι. Εγώ τότε πήγα εκεί, απάνω, τρεις μέρες, πόσο καθίσαμε εκεί, απάνω, και κάτι μας λέγανε οι δάσκαλοι, εμείς τι καταλαβαίναμε κιόλας; Ο Λάζαρος τότε, ήταν ο Λάζαρος στη μάνα του ήτανε, ας πούμε, δεν–

Ν.Φ.:

Ο σύζυγός σας;

Ε.Μ.:

Ναι, ο σύζυγός μου ήταν τότε και αυτός ήταν ορφανός. Ο πατέρας του πέθανε κάτω, στον κάμπο. Αυτός έφυγε με τη γυναίκα του, με τα παιδιά του, για μια καλή ζωή εκεί, κάτω. Θα δουλεύανε, είχανε χωράφια, κάτι είχανε με έναν χωριανό, πήγανε να δουλεύουνε εκεί, κάτω.

Ν.Φ.:

Εσείς πότε γνωρίσατε το σύζυγό σας;

Ε.Μ.:

Θα σε πω.. Αυτοί πήγανε εκεί κάτω, κάνανε ό,τι κάνανε και μετά πέθανε ο πεθερός μου. Πέθανε ο πατέρας του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, τι θα κάνει η πεθερά μου; Πήρε τα παιδιά του, τέσσερα παιδιά, πέντε... Ο Λάζαρος ένα, ο Ηρακλής δύο, ο Βασίλης τρία, τέσσερα και η Δέσποινα πέντε. Πέντε παιδιά.

Ν.Φ.:

Κυρία Ελένη, λοιπόν, λέγαμε, πότε γνωρίσατε εσείς το σύζυγό σας;

Ε.Μ.:

Σάμπως ξέρω και χρονολογία;

Ν.Φ.:

Πόσο χρονών ήσασταν;

Ε.Μ.:

Εγώ ήμουνα 18 και 18 χρονών παντρεύτηκα, όχι ήμουνα 18... Πιο μικρή τον γνώρισα. Πηγαίναμε εδώ κι εκεί, στα βουνά, στα χωράφια, εδώ κι εκεί. Εγώ... Με θέλανε και άλλοι, να το πω και αυτό;

Ν.Φ.:

Πείτε το!

Ε.Μ.:

Με θέλανε και άλλοι, μάλλον με κλέψανε και δυο φορές.

Ν.Φ.:

Δηλαδή, τι εννοείτε;

Ε.Μ.:

Ένας, μια φορά, με πήρε και έφυγε, έφυγα. Πάλι με πήρε και έφυγε κι ο άλλος!

Ν.Φ.:

Ήρθαν, σας πήραν από το σπίτι, δηλαδή, γιατί ήθελαν να σας παντρευτούν;

Ε.Μ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι. Ήρθανε, με πήρανε, μια φορά με πήρανε από εδώ κοντά, από το σπίτι της αδερφής μου, και την άλλη φορά με πήρανε από το... Στο γάμο ήμασταν! Κοίταξε! Στο γάμο ήμασταν και είχα μια φιλενάδα και της λέω: «Πάμε στο σπίτι να φάμε κάτι, για να 'ρθουμε». Όπως πηγαίναμε εμείς στο σπίτι, αυτοί ήταν κρυμμένοι μέσα στον κήπο, αυτοί που με κλέψανε, οι πρώτοι. Ήταν κρυμμένοι μέσα στο σπίτι. Μόλις πήγα εγώ, πήδησαν μπροστά μου, για να με πάρουνε. Τη φιλενάδα μου την έσπρωξαν, την έπεσαν εκεί και εμένα με πήραν και με πήγαν σε ένα σπίτι μέσα. Ήτα[00:30:00]ν τρεις άντρες και εγώ μόνη μου. Αυτός πήγε να κλείσει την πόρτα, εγώ πήγα στο παράθυρο. Στο παράθυρο επάνω ήτανε γάλα, ήτανε τέτοια, αλλά τα έριξα κάτω και ο άνδρας ήταν μαζί μου, πάλι έστεκε εκεί, διπλά μου, και τον έδωσα και μια στη μούρη. Μετά, ήρθε η μάνα μου –Αυτό, κοίταξε, μελετούσανε και η μάνα μου σαν να το είχε στο μυαλό της. Λέει τις γυναίκες: «Θα πάω στα αρνιά», λέει, «στα πρόβατα», λέει, «να δω τι κάνουνε». Εκείνη για εμένα ήρθε, σου λέει: «Κάτι κάνουνε αυτοί, τέτοιες ευκαιρίες ψάχνουνε». Όταν ήρθε, εμένα με βάλανε στο σπίτι, ήρθε η μάνα μου από το παράθυρο, έσπασε το παράθυρο, έσκισε τη σήτα, ήταν ένα παλιό σπίτι και με τράβηξε το χέρι και βγήκα έξω. Ο άλλος με τραβάει μέσα, εγώ τραβούσα έξω, εκείνος θα κλείδωνε την πόρτα. Με έβαλε μέσα, θα κλειδώσει την πόρτα. Μετά αυτά ώσπου να γίνουν, ήρθε η μάνα μου, με έβγαλε από το τέτοιο, με πήρε. Με πήρε, πήγαμε στο σπίτι, στο σπίτι, στο δικό μας δεν καθόμασταν, καθόμασταν σε ξένο σπίτι! Γιατί το δικό μας ήταν καμένο, αυτό δεν ήταν καμένο. Πήγα εκεί, μια γειτόνισσα ήταν εκεί, πήγα κρύφτηκα στο σπίτι της, μπήκα από κάτω από το κρεβάτι και της λέω: «Άμα θα σε ρωτήσουνε: “Εδώ είναι;”, θα πεις: “Όχι!”. Θα πεις: “Όχι, δεν είναι εδώ”» και μετά, ήρθαν εκείνοι. Ήρθε και ο πατέρας τους, ήρθε και ο παππούς τους, σου λέει: «Έγινε ό,τι έγινε, ας πάρουμε λόγο και ας γίνει κάτι». Η γιαγιά μου τους έδιωξε, η γιαγιά μου λέει: «Εγώ», λέει, «κορίτσι για παντρειά δεν έχω», μικρή ήμουνα καλέ, πόσο ήμουνα τότε... Μετά, με κλέβει ένας άλλος. Πάλι, με κλέβει ένας άλλος! Εκείνος ήτανε στης αδερφής μου το σπίτι κοντά, πήρε πάλι τρεις άντρες εκείνος και ήρθε, από εκεί κοντά με αρπάξανε οι τρεις και με πάνε, είχαν τον κάρο πάνω στα μνήματα, με πάνε εκεί απάνω, να με βάλουν στο κάρο, να φύγουμε. Με συνάντησε εκεί ένας γέρος γείτονας, απ' τους παλιούς, καλός άνθρωπος ήτανε. Μου λέει: «Αυτόν τον θέλεις εσύ, κορίτσι μου;», «Όχι!», «Φύγετε από εδώ», τους είπε, τους έδιωξε!

Ν.Φ.:

Σας έσωσε ο γείτονας, δηλαδή...

Ε.Μ.:

Ναι! Λέει: «Αυτόν τον θέλεις, κορίτσι μου; Θέλεις να τον πάρεις;», «Όχι», λέω εγώ, «δεν θέλω», λέω εγώ. «Να φύγετε», είπε να τους, «από εκεί». Τους έδιωξε!

Ν.Φ.:

Τους ξέρατε αυτούς που σας έκλεψαν και τη μια και την άλλη φορά; Ήτανε–

Ε.Μ.:

Και τώρα τους ξέρω. Πέθανε αυτός, ο ένας… Και οι δύο πεθάνανε! Πώς δεν τους ξέρω; Και τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους, όλους ξέρω. Τους έδιωξε αυτός, λέει: «Φευγάτε», λέει, «το κορίτσι», λέει, «αφού δεν σας θέλει», λέει, «τι με το ζόρι θα το κουβαλάτε;», λέει, και φύγανε και έφυγα κι εγώ στο σπίτι μου πάλι. Και πήγαινα κάποτε στην... Εμείς ήμασταν τέσσερα-έξι γυναίκες και φοβόμασταν μες στο σπίτι. Οι άνδρες ό,τι κάνουν, άνδρες είναι... Είχα μια ξαδέρφη, πήγαινα κάμποσες βραδιές, κοιμήθηκα εκεί και αυτός από το βράδυ, ερχότανε εκεί και μόλις είδα από το βράδυ έρχεται εκεί, η μάνα μου άλλο δε με άφησε, λέει: «Άλλο δε θα πας εκεί, αφού πάει εκείνος, εσύ δε θα πας». Ναι, και άλλο δεν πήγα κι εγώ, αυτό... Μετά, αρραβωνιάστηκα με το Λάζαρο. Ο Λάζαρος με ήθελε κι εγώ τον ήθελα, ας πούμε, μετά αρραβωνιαστήκαμε, όταν αρραβωνιαστήκαμε όλα ησυχάσανε. Ήμασταν –πόσο ήμασταν– κάμποσο καιρό ήμασταν και αρραβωνιασμένοι. Και μετά παντρευτήκαμε, παντρευτήκαμε, 18 χρονών ήμουν εγώ όταν παντρεύτηκα και 19 ήταν ο Λάζαρος. Εκείνος έκανε... Εγώ έκανα 20 χρονών την Κούλα! 20 χρονών ακριβώς!

Ν.Φ.:

Την κόρη σας...

Ε.Μ.:

Περνάω την Κούλα εγώ 20 χρόνια ακριβώς και ήρθε και ο Λάζαρος τότε, παντρευτήκαμε και κάναμε το μωρό μας. Ύστερα...

Ν.Φ.:

Πάντως, κυρία Ελένη, παρόλες τις δυσκολίες, που ήσασταν και μόνες έξι γυναίκες, τα καταφέρατε, ορθοποδήσατε, κάνατε τις οικογένειές σας, το σπίτι σας [Δ.Α.]–

Ε.Μ.:

Και πάλι σαν το χωριό μας μέσα δεν υπήρχε κανένας. Γιατί η αδερφή μου, η Μαρία, άλλο να το πω και άλλο να το ακούσεις από άλλους. Η μάνα μου ήτανε νοικοκυρά, ας πούμε, δούλευε, έκανε, η γιαγιά μου... Ήμασταν δουλευτιάροι, ας πούμε. Και η αδελφή μ[00:35:00]ου, η μεγάλη, αυτή ξέρεις τι έκανε;

Ν.Φ.:

Τι έκανε;

Ε.Μ.:

Αυτή όταν φύτεψε μήλα, οι άλλοι δεν τα γνωρίζανε. Οι άλλοι δεν τα γνωρίζανε! Αυτή φύτεψε μήλα. Πήγε αγόρασε οικόπεδο Πτολεμαΐδα. Είχαμε πέντε-δέκα... Δεν ήμασταν εμείς... Είχαμε πρόβατα! Δεν ήμασταν εντελώς του γκρεμού εμείς, κάτι είχαμε. Και αγόρασε ένα οικόπεδο στην Πτολεμαΐδα, έκανε ένα σπίτι, αυτό τώρα το έχουν αυτοί… Εμείς δεν πήγαμε εκεί, φυσικά, η αδερφή μου, η μεγάλη. Κάνανε το σπίτι εκεί, εμείς ήμασταν εδώ, κάναμε κι εδώ το σπιτάκι. Η γιαγιά μου, μια βραδιά –Αυτό δεν το είπα, έπρεπε να το έλεγα. Ήμασταν απάνω, στα Σογιαϊλέρ, που λένε, είχανε πρώτα τα ζώα εκεί απάνω κι έμενε ο κόσμος εκεί απάνω και τα άρμεγε και τα έκανε και τα κοιτούσε εκεί απάνω στο βουνό.

Ν.Φ.:

Περιοχή του βουνού είναι αυτό που είπατε;

Ε.Μ.:

Ναι, ναι, εδώ, στον Άγιο Παύλο, απάνω. Η γιαγιά μου ήταν εκεί, απάνω, κι εγώ, πήγα, ήμουνα εκεί μαζί της. Άκουσε η γιαγιά μου, τότε είδαμε τους Γερμανούς. Αυτό δεν το είπα... Τότε είδαμε τους Γερμανούς! Πήγα εγώ εκεί, αυτή άκουσε ότι θα κάνουν πάλι επιστράτευση, για να κάνουν τον αλβανικό τον πόλεμο... Η γιαγιά μου μόλις το άκουσε, τη νύχτα, με πήρε κι έφυγε, από το βουνό με έφερε στο χωριό. Και εγώ ήμουνα ένα μικρό κοριτσάκι, με συγχωρείς, ήμουνα και αβράκωτη και βρακί δε φορούσα! Ήταν κι ένας γέρος μαζί μας, ο κουμπάρος της ήτανε, πότε εκείνος με έπαιρνε στην πλάτη του, πότε εκείνος. Κι έτσι ήρθαμε, κατεβήκαμε στο σπίτι και η μάνα μου τότε άρχισε τα μοιρολόγια για τη γιαγιά μου, κάτι τέτοια. Από εκεί και πέρα, μετά...

Ν.Φ.:

Εξελίχθηκε η ιστορία όπως μας την είπατε.

Ε.Μ.:

Ναι, εξελίχθηκε η ιστορία, μας κάψανε, μας σκοτώσανε, μας ρημάξανε. Η γιαγιά μου, ύστερα, εμείς μείναμε τέσσερα ορφανά και η γιαγιά μου πέντε. Ζούσαμε, τι θα κάναμε; Δουλεύαμε, ζούσαμε, κάναμε... Σε λέω η αδερφή μου, η Μαρία, ήτανε πολύ τσακάλι. Εκείνη πήγαινε στο βουνό με τα αγόρια. Δεν είχε πρόβλημα. Τώρα αμέσως... Εκείνη κάλκευε το γαϊδούρι τσατσαλιχτά, πήγαινε με τα αγόρια στο βουνό. Δεν είχε ανάγκη! Κι ένας ξέρεις τι είπε; Ήρθε μαζί του, από κάτω από τον κάμπο ήρθε μαζί της. Αυτή, ο άντρας της έφυγε στο εξωτερικό, για... Είχε άντρα, αλλά ήτανε φευγάτος! Ήταν στην Τσεχία. Αυτή κάποτε έκανε, πήγαινε εδώ, εκεί κι εκείνος την είπε: «Να 'ρθεις!». Ο άντρας της: «Να 'ρθεις εδώ, να σε πάρω», είπε κι εκείνη: «Να 'ρθεις εσύ εδώ, η πατρίδα μας εδώ είναι, τι θα έρθω να κάνω εγώ εκεί;». Δεν ήθελε να πάει, δεν πήγε! Κι εδώ κοντά, τώρα, ήρθε μια γυναίκα και το συζητήσαμε, λέει: «Η Μαρία δεν ήθελε να 'ρθει». «Τι θα ερχότανε», λέω, «να κάνει η Μαρία», λέω. «Θ’ αφήνει το σπίτι της, την οικογένειά της από εδώ, θα ερχότανε η Μαρία σε εκείνον;». Εκείνος μετά παντρεύτηκε εκεί! Λέω εγώ: «Ας παντρεύτηκε, με γεια του με χαρά του», λέω εγώ. Άκουσε και οι αντάρτοι, δεν κάνανε σωστές δουλειές. Ήτανε... Εγώ τους αντάρτες από αυτά τα πράγματα, δεν τους θέλω... Όχι σαν κόμμα, σαν τέτοιο... ‘Ηρθαν στο γάμο, είχαμε γάμο εκείνη τη βραδιά που τον πήραν αυτόν, το γαμπρό μου.

Ν.Φ.:

Εδώ στο χωριό;

Ε.Μ.:

Στο χωριό. Γλεντήσανε, κάνανε ό,τι κάνανε, μάζεψαν την αφρόκρεμα, τη νεολαία, όλους, πήραν και το γαμπρό και αφήσανε τη νύφη μόνο και τους πήγανε στο βουνό.

Ν.Φ.:

Από το γάμο, δηλαδή, πήρανε το γαμπρό και…

Ε.Μ.:

Το γαμπρό πήρανε και τη νύφη άφησαν και ήταν και ο γαμπρός μου εκείνη τη βραδιά εκεί, της αδερφής μου ο άντρας. Πήρανε κι εκείνον. Αυτά τα πράγματά τους, όταν χτυπάνε στο μυαλό μου, εγώ δεν τους θέλω. Κακά τα ψέματα, κομμουνιστής μην είναι ένας και ό,τι θέλεις ας είναι. Δηλαδή, δεν κάνανε σωστά πράγματα! Εσύ παίρνεις εδώ, όλους παίρνεις και αφήνεις τη γυναίκα μόνη της, δηλαδή παντρεύτηκε και δεν παντρεύτηκε. Τουλάχιστον, ας παίρνανε κι εκείνη... Ούτε εκείνη πήρανε, την άφησαν εκεί. Μετά αυτή έμεινε εδώ, έκανε κι ένα κοριτσάκι, αυτός πήγε εκεί, παντρεύτηκε, αυτή μου φαίνεται ακόμη ζει... Αυτή ζει, αλλά το κοριτσάκι της πέθανε, μου φαίνεται! Το κοριτσάκι της πέθανε, Νούλα τη λέγα[00:40:00]νε.

Ν.Φ.:

Κακό τέλος είχε ο γάμος, δηλαδή, εκείνη την ημέρα...

Ε.Μ.:

Κακό τέλος, φυσικά, κακό τέλος είχε. Ποιος φταίει σε αυτό; Οι Γερμανοί φταίγανε;

Ν.Φ.:

Όχι, τώρα μιλάμε για πιο μετά, για την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, από ό,τι κατάλαβα...

Ε.Μ.:

Ναι, αυτό είναι ναι, Εμφύλιο Πόλεμο, δεν φταίγανε οι Γερμανοί τότε, δεν υπήρχαν οι Γερμανοί. Αυτοί οι δικοί μας, αυτοί κάνανε ό,τι κάνανε, πήρανε τα γυναικόπαιδα, τα τέτοια, άλλους στο βουνό τους πήγανε, άλλοι... Ήμουνα 14 χρονών-15, κοιμόμουνα επάνω στα ταβάνια ξέρεις για πόσο καιρό;

Ν.Φ.:

Γιατί;

Ε.Μ.:

Γιατί να μην έρθουν οι αντάρτες να με πάρουνε! Άμα με βρίσκαν, θα με παίρνανε! Εγώ ήμουνα μωρό, θα με παίρνανε στο βουνό, τι θα πήγαινα να έκανα στο βουνό εγώ; Και κοιμόμασταν εγώ, η Μαρία, μια απ' τα Κομνηνά, φιλενάδα μας, και η Κυριακούλα ήτανε μικρή. Κοιμόμασταν εκεί απάνω και οι αντάρτοι, όταν περνούσανε από εκεί, ακούγαμε τις φωνές –ήτανε, αυτό ήτανε καφενείο και εμείς κοιμόμασταν απάνω στο ταβάνι– και από εκεί, όταν περνούσανε, πήρανε μια από τα Κομνηνά τότε, εκείνη τη βραδιά και η μάνα της έκλαιγε. Και Νίτσα, Ελένη λέγαν τη, Ελένη, κάπως την έλεγε, έκλαιγε, βάρκιζε εκεί. Εμείς ακούγαμε τις φωνές της εκεί επάνω, τη φωνή της. Και λέγαμε: «Θα βρουν και εμάς θα μας πάρουν! Θα βρουν». Αυτό που κάνανε εγώ οι αντάρτες δεν τους συγχωράω! Με τα παιδιά τι δουλειά είχανε; Τα παιδιά έπρεπε να τα προστάτευαν! Όχι να 'ρθουνε, να κρυφτώ εγώ, να πέσει επάνω μου τόσο χιόνι... Και εγώ από τότε έπαθα τα βρογχικά!

Ν.Φ.:

Το χιόνι γιατί έπεσε;

Ε.Μ.:

Ήταν, χαραμάδα ήτανε, παλιά σπίτια ήταν, χαραμάδα, κοιμόμασταν επάνω στο ταβάνι, από εκεί έπεφτε χιόνι, τι θα έκανε; Ήταν το σπίτι πολύ καλό... Αχ, κορίτσι μου, εμείς τραβήξαμε πάρα πολλά! Μετά, ήρθαμε, πέθανε η γιαγιά μου. Πέθανε η γιαγιά μου πρώτα... Μείναμε πάλι εμείς οι τέσσερις! Όταν πέθανε η γιαγιά, όταν παντρεύτηκα, η γιαγιά μου δεν ήτανε. Μείναμε πάλι εμείς οι τέσσερις, οι πέντε. Εμπήκε μέσα ένας, πέντε. Πηγαίναμε στο χωράφι, η μάνα μου πήγαινε όργωνε, έσπερνε, έκανε, τι να κάνει; Παιδιά είχε να μεγαλώσει. Κάτι κάναμε, κάτι κάναμε, κάναμε ένα σπιτάκι…

Ν.Φ.:

Τα καταφέρατε και ορθοποδήσατε.

Ε.Μ.:

Με τι κάναμε και σπιτάκι; Κάναμε με τσαλτάρια και με λαμαρίνες, σάμπως κάναμε και σωστά σπίτια; Αλλά όχι, εμείς, άκουσε, εγώ στη ζωή μου δεν πείνασα! Εμείς στο σπίτι μας δεν πεινάσαμε, είχαμε τα ζώα και αυτά τα ζώα μας κρατούσανε. Βούτυρο, γιαούρτι, τέτοια πράγματα είχαμε μπόλικα. Η γιαγιά μου ήτανε πολύ, πολύ, πολύ νοικοκυρά. Δουλευταρή, πώς να το πω; Και η μάνα μου ήτανε, αλλά η μάνα μου ήταν πιο μικρή. Η μάνα μου, όταν πήρε τον πατέρα μου, 14 χρονών ήτανε, τι ήτανε; Και η γιαγιά μου μας πρόσεχε, μας έκανε... Ύστερα, όταν έλεγε: «Κωνσταντίνε!», όταν έκλαιγε τον πατέρα μου. «Ε», τα βουνά όλα γυρνούσε και φώναζε κι έλεγε: «Εμένα το γιο μου δεν τον σκοτώσανε οι Γερμανοί. Τον φάγανε οι χωριανοί», έλεγε. Γιατί οι Γερμανοί τι ξέρανε απ' τον πατέρα μου; Ήρθανε εκείνοι εκεί, απάνω, βγήκανε και εκεί [Δ.Α. 00:43:53-00:43:55], σκότωσανε ιτς... Αιτία εκείνων, σκοτώσανε εκείνους. Ποιος ήξερε το Μεσόβουνο; Αυτοί οι 12 που ανέβηκαν εκεί απάνω, που φέρνανε, εκείνοι ζούσανε μέχρι τελευταία. Και μετά ήρθανε κι από έξω, όλοι τους με λεφτά ήρθανε! Και από αυτό δεν τους θέλω! Αυτοί από εκεί που ήρθανε, από την Τσεχοσλοβακία και από τη Ρωσία, από παντού, όλοι κάνανε σπίτια. Από πού τα κάνανε; Κλέβανε και τα κάνανε. Αυτοί δημοκράτοι ήτανε; Χέσ’ τους τέτοιους δημοκράτες! Κάνανε, όλοι κάνανε. Αυτοί εδώ κοντά, οι δικοί μας, η Ουρανία και η Βάσω, είχαμε και καλές φιλίες με αυτούς και αυτοί από εκεί ήρθανε. Ήρθαν, κάνανε εδώ σπίτι και στη Σαλονίκη όλοι είχαν σπίτια. Από πού τα κάνανε;

Ν.Φ.:

Δύσκολα χρόνια, κυρία Ελένη, πάντως το σημαντικό είναι ότι τα καταφέρατε και το χωριό ορθοπόδησε.

Ε.Μ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Σα[00:45:00]ς ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη.