© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Με τα όπλα, με τις μπότες, με βήμα δυνατό να πλησιάζουνε, έντρομοι όλοι τους κοιτάγαμε»: Αναμνήσεις από την κατοχή και τον εμφύλιο στην Αργαλαστή Πηλίου

Κωδικός Ιστορίας
11207
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Πάππος (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/04/2022
Ερευνητής/τρια
Ιάσονας Νεστορίδης (Ι.Ν.)
Ι.Ν.:

[00:00:00]Έχουμε Δευτέρα 25 Απριλίου του 2022, εγώ είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας και είμαστε με τον κύριο Πάππο Γεώργιο.  Ωραία. Κύριε Γιώργο, όποτε θέλετε να ξεκινήσουμε… 

Γ.Π.:

Ε, ξεκινάμε ναι. 

Ι.Ν.:

Να σας ρωτήσω πότε γεννηθήκατε; 

Γ.Π.:

Ναι, 25 Μαρτίου το 1933. 

Ι.Ν.:

Εδώ πέρα; 

Γ.Π.:

Εδώ, σε αυτό το σπίτι, στην Αργαλαστή. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Και τι θυμάστε από τα πρώτα χρόνια στην Αργαλαστή; 

Γ.Π.:

Χαρακτηριστικά μια ήσυχη ζωή τα πρώτα παιδικά χρόνια. Παίζοντας στη γειτονιά, στην αλάνα που ήταν εδώ από κάτω στο σχολείο, στην εκκλησία. Μετά, μεγαλώνοντας, το ‘40 ακούσαμε ότι θα γίνει πόλεμος. Και ζήσαμε από εκεί και πέρα μια κατάσταση φόβου και με μια χαρακτηριστική στεναχώρια των γονιών μας. Εκείνο που θυμάμαι είναι μερικά πράγματα που είναι χαραγμένα στη μνήμη μου και θα μείνουν για πάντα. Ακούγαμε για ένα χτένισμα του Πηλίου που θα έκαναν οι Γερμανοί. Εγώ τότε δεν καταλάβαινα τι είναι το χτένισμα. Αλλά μετά κατάλαβα ότι θα ξεκινούσαν οι Γερμανοί να ψάξουν όλο το Πήλιο, ίσως αν υπήρχαν αντάρτες, ίσως κάτι άλλο να είχαν στον νου τους, δεν ξέρω. Και επειδή ακούγαμε ότι περνώντας από χωριά, κάπου κάπου σκοτώναν κάποιον Γερμανό και οι Γερμανοί για αντίποινα καίγαν τα χωριά αυτά και σκοτώναν και ανθρώπους, ειδικά άντρες, φοβόμασταν πάρα πολύ. Και όταν μαθαίναμε ότι πλησιάζουν στο χωριό μας κοιτάγαμε να πάμε πού να κρυφτούμε, να μην μας βρουν οι Γερμανοί. Όσοι από το χωριό είχανε σπίτια έξω από την Αργαλαστή, στα κτήματα, τα λεγόμενα καλύβια, φεύγαν από το χωριό και πηγαίναν να ζήσουν εκεί, με την ελπίδα ότι πιθανόν να μην τους βρουν οι Γερμανοί. Έτσι και η δικιά μου οικογένεια άφησε το σπίτι εδώ στην Αργαλαστή και πήγαμε σε ένα καλυβάκι εκεί που είχαμε, ένα μικρό σπιτάκι μέχρι να περάσει, να γίνει το χτένισμα των Γερμανών. 

Ι.Ν.:

Πού ήταν αυτό το καλύβι; 

Γ.Π.:

Στην Πάλτση. Πάλτση λέγονταν η περιοχή, Πάλτση. Ειδικότερα, η τοποθεσία Σταμουλέικα. Αυτό το σπιτάκι το είχανε κάνει δυο παππούδες. Ο παππούς ο δικός μου με τον αδερφό του. Ήταν ενιαίο το κτίριο και χωριζόταν με μια μεσοτοιχία στη μέση με ξεχωριστές πόρτες. Έχει σημασία αυτό, το λέω γιατί θα σας εξηγήσω αργότερα τι έγινε. Ακούσαμε λοιπόν ότι οι Γερμανοί φτάνουν στο χωριό, στην Αργαλαστή, και ξεκινάνε να κατεβούν προς το Αιγαίο, εκεί που ήταν το δικό μας το καλυβάκι αυτό. Τρομοκρατημένοι, λέγαμε: «Τι θα γίνει;». Υπήρχαν δύο νέοι άντρες εκεί, ο γαμπρός της οικογενείας μας που ήτανε αρραβωνιασμένοι με την αδερφή μου, νέος άνθρωπος και στο διπλανό σπιτάκι αυτό, το υπόλοιπο, ήταν και πάλι ένας νέος άντρας κι αυτός, αγρότης. Πλησιάζανε οι Γερμανοί, μαθαίναν πληροφορίες από την Ξινόβρυση έρχονταν κανένας και λέει: «Είναι στο τάδε σημείο, κατεβαίνουν» και λοιπά και αυτοί οι άντρες κοίταγαν πού να κρυφτούνε, όταν θα ‘ρχόνταν οι Γερμανοί, αν μας βρίσκαν εκεί. Αποφάσισε λοιπόν ο ένας να ανεβεί, ο αρραβωνιαστικός της αδερφής μου, στο ταβάνι, μεταξύ ταβάνι και σκεπής, να κρυφτεί. Και ανέβηκε εκεί πάνω και κρύφτηκε. Ο δε άλλος, ο αγρότης, πήγε και κρύφτηκε μέσα σε ένα κτήμα που υπήρχε ένας μεγάλος θάμνος, μια μυρτιά μεγάλη που δεν φαίνονταν από πουθενά. Μπήκε στη μέση και δεν φαίνονταν από πουθενά.  Λοιπόν, κάποια στιγμή θυμάμαι εγώ να έρχονται από το μονοπάτι στο σπίτι μας πλέον οι Γερμανοί. Τρεις ήταν; Tέσσερις; Εκεί μέσα. Με τα όπλα, με τις μπότες, με βήμα δυνατό να πλησιάζουνε, έντρομοι όλοι τους κοιτάγαμε, μικροί και μεγάλοι, δύο γυναίκες εκεί, τρεις που ήταν. Και αφού πλησίασαν κοντά-κοντά στο σπίτι, μία γυναίκα του διπλανού σπιτιού βγαίνει και λέει: «Καλώς τα παιδιά! Ελάτε!». Και αμέσως η γυναίκα αυτή πηγαίνει προς τον φούρνο, γιατί κάθε σπίτι εκεί είχε και τον [00:05:00]φούρνο να ψήνουν ψωμί και φαγητά καμιά φορά σε ταψιά, βάζανε κάνα πατάτες, τίποτα κρέατα όταν είχανε, κανένα αρνί. Και πηγαίνει αμέσως και ανάβει το φούρνο και βάζει φωτιά. Οι Γερμανοί το κοιτάγανε. Και μετά αφού έβαλε τη φωτιά αυτή, πάει μέσα στην αχυρώνα και βγάζει ένα αρνί. Και το σφάζει το αρνί αυτό. Και το γδέρνει και το ετοιμάζει. Και όταν ήταν έτοιμος ο φούρνος, το βάνει σε ένα μεγάλο ταψί στο φούρνο. Οι Γερμανοί καθόταν και βλέπανε. Λοιπόν, αφού είδαν αυτή την κίνηση, μπαίνει ένας Γερμανός στο σπίτι μέσα, την πρώτη πόρτα, το δικό μας το σπίτι, και μετά κατεβαίνει κάτω και πάει και στο άλλο. Και έκανε μετά νοήματα, καταλάβαμε ότι εμείς έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι, για να καθίσουν αυτοί να κοιμηθούνε το βράδυ. Έτσι έγινε. 

Ι.Ν.:

Αυτά ήτανε στο σπίτι εδώ πέρα ή στην Πάλτση; 

Γ.Π.:

Στην Πάλτση! 

Ι.Ν.:

Στην Πάλτση στο καλύβι. 

Γ.Π.:

Εκεί κάτω, στα καλυβάκια αυτά τα δυο. 

Ι.Ν.:

Τα οποία αυτά τα είχατε για ψάρεμα τότε; 

Γ.Π.:

Τα είχαν κάνει οι παππούδες, για να μην πηγαινοέρχονται από το χωριό, ήταν καμιά-μιάμιση ώρα δρόμο από δω και να ξαναξεκινάνε. Γιατί είχαν τα κτήματα, να μαζέψουν τις ελιές. Και έχουν και τα γίδια εκεί, τα πρόβατα, τι είχανε για να τρώνε, για να μην τα κουβαλάνε όλη την ώρα πάνω κάτω. Είχανε κάνει βοηθητικά σπίτια, για να μαζεύουν τις ελιές και να κάνουν και διάφορες άλλες εργασίες, να βάνουν και καμιά μποστανιά, κάνα τέτοιο πράγμα. Λοιπόν, μας βγάλαν από το σπίτι, πήγαμε στο διπλανό σπίτι εμείς. Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί εκεί γιατί δεν αυτό. Και αυτοί ανεβήκανε και κοιμόταν επάνω το βράδυ. Και είχανε κάτω αφήσει έναν σκοπό. Ε, πέρασε αυτή η ιστορία. Ξεκίνησαν αυτοί να φύγουνε και εμένα που ήμουν το μικρότερο παιδί εκεί, παιδάκι εκεί στην αυτή, ένας Γερμανός έβγαλε από την τσέπη δυο παιχνιδάκια. Ένα που το έστριβες και έβγαινε ένα: «Πάρτα όλα. Βάλε ένα» κι ένα άλλο παιχνίδι που ήταν ένα πλαίσιο τετράγωνο δέκα επί δέκα περίπου εκατοστά και είχε και μετακινούνταν κάτι ξυλάκια μέσα από το ένα μέχρι το σαράντα, το πενήντα και αν κατόρθωνες και τα έβαζες στη σειρά όλα αυτά, παιδευόσουνα και τα έβαζες, το γύριζες από το πίσω μέρος και έγραφε: «Να είσαι οικονόμος, επιμελής» και μια τρίτη λέξη, δεν τη θυμάμαι ποια ήταν. Κι έφυγαν. Μας αφήσαν και φύγανε. Αυτό το θυμάμαι, αυτή την ιστορία που σας είπα. Να σας πω μια άλλη τώρα. 

Ι.Ν.:

Αυτό το γεγονός στην Πάλτση ποια χρονιά έγινε; 

Γ.Π.:

Τώρα ήταν αυτό το ‘42; Ακριβώς δεν ξέρω, κάπου εκεί μέσα, ‘41-’42, εκεί μέσα έγινε.

Ι.Ν.:

Μάλιστα.

Γ.Π.:

Δεν θυμάμαι ακριβώς. Μου έχει μείνει αυτή η εντύπωση χαρακτηριστική, τη θυμάμαι, δεν θα την ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.  Λοιπόν, και η δεύτερη αυτή που μου έκανε εντύπωση με έναν αρχηγό της ομάδας των ανταρτών του χωριού μας που είχε και αυτός τέσσερους-πέντε ανθρώπους και έρχονταν. Ζητούσε ψωμί, ζητούσε χρήματα, ζητούσε ό,τι μπορούσε, ξέρω ‘γω τιμαλφή και λοιπά, και τον κυνηγούσαν η χωροφυλακή που ήταν εδώ, στο κέντρο της Αργαλαστής. 

Ι.Ν.:

Αυτά στην κατοχή ακόμα; 

Γ.Π.:

Όχι, μετά. 

Ι.Ν.:

Μετά. 

Γ.Π.:

Μετά. Και ενώ τον κυνηγούσαν μέσα στα δάση και στις ερημιές κρυμμένο, είχε ανέβει σε ένα κυπαρίσσι εδώ σε ένα εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων και δεν τον έπιασε κανένας μέχρι -δεν τον ανακάλυψε κανένας- μέχρι που δόθηκε αμνηστία σε όλους και τότε κατέβηκε από το κυπαρίσσι αυτό και πήγε και παραδόθηκε και αμνηστεύτηκε. Τη νύχτα τώρα ή κατέβαινε και πήγαινε σπίτι του ή τον τροφοδοτούσε, του άφηνε κάτω στο κυπαρίσσι τη νύχτα η μάνα του ψωμί, φαγητό, κατέβαινε και πέρασε πολύ καιρό πάνω στο κυπαρίσσι αυτό. Μετά παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, έχει εγγόνια. Τώρα είναι πεθαμένος. 

Ι.Ν.:

Να σας ρωτήσω πάλι για την κατοχή. 

Γ.Π.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε εσείς τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς;

Γ.Π.:

Λίγα πράματα θυμάμαι. Θυμάμαι ότι έγινε πόλεμος και ότι σταματήσαμε να πηγαίνουμε σχολείο, κάτι τέτοια. 

Ι.Ν.:

Αλλά καταλαβαίνατε περίπου τι γινότανε; 

Γ.Π.:

Λίγα πράματα. 

Ι.Ν.:

Τους Ιταλούς στο χωριό τους θυμάστε; 

Γ.Π.:

Τους Ιταλούς δεν τους θυμάμαι εγώ στο χωριό. Εκείνο που έμαθα, ότι σκοτώναν τις γάτες και τις τρώγανε. Με το όπλο στην πλατεία, λέγανε, έμαθα ότι βγάζαν το όπλο και τις σκοτώνανε, άμα βλέπαν γάτα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε να υπήρχε τότε στο χωριό πείνα; 

Γ.Π.:

Πείνα στο χωριό όχι. Δεν υπήρχε πείνα, διότι είχαμε πολλά πράματα εδώ. Έβγαζε σύκα, καρύδια, μήλα, τώρα βέβαια και σιτάρια ακόμα έσπερνε ο κόσμος. Έβγαζε το δικό του σιτάρι. Λάδι, οπωσδήποτε λάδι, όλη η περιοχή ελαιοφυτεμένη. Πείνα όχι. Από τον Βόλο έρχονταν πεινασμένοι. 

Ι.Ν.:

[00:10:00]Ερχόντουσαν για δουλειά; 

Γ.Π.:

Ερχόντουσαν ναι, ερχόντουσαν, πεινάγανε, δηλαδή ερχόντανε και έλεγαν, ζητούσαν λίγο λάδι, λίγο αυτό. Άλλοι πουλούσαν σπίτια, έλεγε: «Δώστε, θα σας πουλήσουμε το σπίτι, δώστε μας λίγο λάδι να…». Και τότε εκμεταλλευτήκαν πάρα πολύ. Δώσαν λίγο λάδι και αγόραζαν σπίτια που τα πουλάγαν στον Βόλο για κάτι, για πεινάγανε. 

Ι.Ν.:

Υπήρχε εδώ πέρα στο χωριό μαύρη αγορά, ξέρατε τέτοια; 

Γ.Π.:

Όχι πολλά πράματα, δεν ξέρω. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Επίσης, μου είπατε και μια ιστορία πριν με τους Γερμανούς εδώ πέρα με το σπίτι αυτό στην Αργαλαστή. 

Γ.Π.:

Ναι. Όταν φύγαμε από εδώ, περάσανε οι Γερμανοί και από το δικό μας το σπίτι. Δεν μπορούσαν να το ανοίξουνε, γιατί ήτανε βαριές οι κλειδαριές και οι πόρτες γερές, και αναγκαστήκαν και βάλαν μία χειροβομβίδα στην κλειδαριά, την οποία ενεργοποιήσανε από λίγο πιο μακριά φαίνεται με κάποιο τρόπο. Και η κλειδαριά έφυγε από τη θέση της και χτύπησε απέναντι τη σκάλα και τρύπησε και τη σκάλα. Ανοίξανε, μπήκανε μέσα, καθίσανε και ανάψανε και το τζάκι. Έβαλαν πολλά, πολλή φωτιά, πολλά ξύλα και πήρε φωτιά η καπνοδόχος και έβγαινε πάνω από ψηλά. Μια γειτόνισσα η οποία δεν έφυγε από δω, είδε τη φωτιά αυτή και ήρθε στους Γερμανούς και τους έκανε με νοήματα να πυροβολήσουν μέσα στο τζάκι με το όπλο. Και το κάναν κι έσβησε η φωτιά. 

Ι.Ν.:

Αυτό- 

Γ.Π.:

Μας τα διηγήθηκε η γειτόνισσα, όταν επιστρέψαμε. Τα δε βλήματα της χειροβομβίδος φαίνονται ακόμα στο κατώφλι που έχει η πόρτα σε μια πέτρα χοντρή λαξευμένη από τους παππούδες, φαίνονται ακόμα τα βαθουλώματα και τα τραύματα από τη χειροβομβίδα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Και το σπίτι πώς το είχαν αφήσει; 

Γ.Π.:

Ανοιχτό το είχαν αφήσει. Αλλά- 

Ι.Ν.:

Είχανε πάρει πράγματα; 

Γ.Π.:

Δεν μας κλέψανε πράματα, δεν… Μόνο κάτι, ένα-δυο ρούχα είπε η μητέρα μου ότι πήρανε. Είδε ότι το σπίτι ήτανε έτσι ανοιχτό. Άκουσα ότι κάτι πήρανε, σκεπάσματα, κάτι τέτοιο, αλλά δεν έγινε, από τους κατοίκους εδώ, δεν μπήκανε μέσα να μας πάρουνε, όπως κάναν πλιάτσικο σε άλλα μέρη και λοιπά. Δεν ήτανε πειραγμένο το σπίτι. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Εν τω μεταξύ εσείς είχατε μάθει τι είχε γίνει στη Δράκεια- 

Γ.Π.:

Ναι, ναι, μαθαίναμε. Εγώ δεν θυμάμαι ονόματα τώρα, μαθαίναμε, περνάγανε, ότι όπου τους πολεμάγανε και λοιπά, έκαναν αντίποινα. 

Ι.Ν.:

Φοβόσασταν τότε εσείς; 

Γ.Π.:

Ε, φοβόμασταν, γι’ αυτό και φύγαμε κι από εδώ. Διότι αν τότε ένας Αργαλαστιώτης έκανε μια ανοησία και σκότωνε ένα Γερμανό, είχε κάποια ενέδρα εδώ, το χωριό θα το ‘καιγαν. Ή θα μάζευαν τους άντρες όλους και θα τους σκ- όπως κάναν σε άλλα χωριά. Αυτά διαδίδονταν και έτσι όσοι είχανε καλύβια, αυτά που λέμε έξω, πήγαν να κρυφτούνε. Αλλά κι εκεί μας βρήκανε. Να φανταστείς ότι μονοπάτια περπατούσαν. Αυτοί ήρθαν αρματωμένοι εκεί, όπως ήταν με τα όπλα έτσι αγέρωχα, με τις μπότες. Καλά εγώ τα ‘βλεπα τότε σαν παιδί, τα ‘βλεπα και δεν είχα ξαναδεί ζωντανά έτσι Γερμανούς και μου έχουν μείνει μέσα στο μυαλό αυτά. 

Ι.Ν.:

Και όταν σας πιάσανε, σας γυρίσαν στο χωριό; Tι κάνανε; 

Γ.Π.:

Όχι τίποτα, μας αφήσανε. 

Ι.Ν.:

Δεν σας πειράξανε; 

Γ.Π.:

Αφού τους περιποιηθήκανε με το αρνί και με αυτά, αυτή η γυναίκα που είχε το θάρρος να πει: «Καλώς τα παιδιά!» και να βάλει αμέσως φωτιά στον φούρνο και να βγάλει και το αρνί να το σφάξει. Σου λέει: «Τι, θα μας πειράξουν;». Αλλά ούτε και ακούσαμε γύρω γύρω. Άκουσα μάλιστα ότι έξω από την Ξινόβρυση κάποιος πήγε να κρυφτεί σε ένα δάσος και τον πυροβολήσαν και τον σκοτώσανε. Έτσι ακούσαμε. 

Ι.Ν.:

Καλύβια που αλλού είχε τότε εκτός από την Πάλτση; 

Γ.Π.:

Παντού, σε όλα τα μέρη. Και στο Λεφόκαστρο και αυτά, καλύβια τα λέγαμε τότε αυτά. Και στο Χόρτο ήταν καλύβια. Δηλαδή ήτανε, αυτά όλα που έχουν τώρα για να κάνουμε μπάνιο, τα είχαν χυμαδιά, να μαζεύουν τις ελιές και λοιπά, για να μην πηγαινοέρχονται χωριό όλη την ώρα, άμα τα μαζεύουνε. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Και την απελευθέρωση τη θυμάστε; Το τέλος του πολέμου; 

Γ.Π.:

Ήμουν στον Βόλο εγώ τότε, δεν θυμάμαι πολλά πράματα. Αλλά ένα πανηγύρι, ένας ενθουσιασμός θυμάμαι, ένα χαρούμενο πράμα! 

Ι.Ν.:

Στον Βόλο πότε κατεβήκατε; 

Γ.Π.:

Αλλά μετά ήταν το αντάρτικο, δεν χάρηκαν οι γονείς μας τίποτα με την απελευθέρωση. Διότι εδώ δεν τολμούσες να… είχαν αφήσει τα κτήματα, ήταν οι αντάρτες, τους πιάνανε και τους ζητούσαν λίρες! Έκαναν και το παιδομάζωμα στην Αργαλαστή, φύγαν πολλά παιδιά, τα πήραν και τα πήγαν επάνω, στο βουνό. 

Ι.Ν.:

Εσείς ήσασταν τότε στο χωριό ή στον Βόλο;

Γ.Π.:

Ε τότε εγώ ήμουν στο χωριό. Και μας έπαιρνε η μητέρα μου και μας πήγαινε και κοιμόμασταν δίπλα, είχαμε ένα σπίτι μες στο χωριό, δίπλα ήτανε η χωροφυλακή εκεί, ήταν συμβολαιογραφείο αυτό το σπίτι που είχε ο πατέρας μου. Και παρακαλέσαμε τους… Ο συμβολαιογράφος, διώροφο ήταν, κάτω είχε το συμβολαιογραφείο και πάνω έμενε ο συμβολαιογράφος, σπίτι του. Και παρακάλεσε η μάνα μου τον συμβολαιογράφο να έρθουν τα παιδιά να κοιμούνται εδώ το βράδυ και είπε: «Ναι, να [00:15:00]κοιμηθούν εδώ κάτω στο συμβολαιογραφείο, να έρχονται». Και καμιά βδομάδα πηγαίναμε και κοιμόμασταν εκεί κάτω. Τότε που έγινε το παιδομάζωμα, κάτι τέτοιο ήταν. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

Ναι. Πήραν πολλά παιδιά τότε από εδώ. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε κάποιο παράδειγμα; 

Γ.Π.:

Ξέρω ένα-δυο ανθρώπους, ξέρω. Ένας ήταν αυτός που έγινε ξυλουργός μετά, πήγε, γύρισε πάλι αυτός εδώ, δεν πήγε στη Γερ- Πολλοί πήγανε στη Ρωσία και ήρθανε μετά από πολλά χρόνια. Αλλά μερικοί, παιδιά ήρθαν, γυρίσανε πίσω, δεν ξέρουμε πώς ήρθαν αυτά τα παιδιά. Ήρθε εδώ, έγινε ξυλουργός και μου έφτιαξε και του Καλάμου που έχω τα κουφώματα τα έφτιαξε αυτός που τον είχανε πάρει οι αντάρτες. 

Ι.Ν.:

Τότε στο χωριό θυμάστε ο κόσμος ήταν πολιτικοποιημένος; Και με ποια μεριά- 

Γ.Π.:

Οι περισσότεροι ήταν αριστεροί. Οι περισσότεροι ήταν αριστεροί. 

Ι.Ν.:

Από την κατοχή ακόμα; 

Γ.Π.:

Ναι, από την κατοχή, ναι. Εκεί είχε, νομίζαν ότι θα γίνει η ισότητα και η δικαιοσύνη και, και, και... Και οι πλούσιοι πάντα ήταν πλούσιοι εδώ, έτσι, οι προύχοντες. Ε, δεν τους χώνευε ο καθένας. Οι άλλοι οι υπόλοιποι που δεν είχαν πολλά κτήματα και λοιπά ήταν φυσιολογικά αριστεροί. Ήταν ιδεολογία τότε. Νομίζαν ότι θα τρώγαμε όλοι το ίδιο, θα κάναμε όλοι το ίδιο, θα είχαμε όλοι τα ίδια λεφτά. Γιατί να μην είναι αριστεροί αυτοί που δεν είχαν κτήματα πολλά και τέτοια; 

Ι.Ν.:

Ο Βόλος πώς ήτανε; Ήτανε διαφορετική η κατάσταση από το χωριό; 

Γ.Π.:

Ο Βόλος ήτανε, τότε να φανταστείς ήτανε, τα περισσότερα σπίτια ήταν διώροφα. Δεν έβλεπες πολυκατοικίες, αλλά είχε τη ρυμοτομία του. Οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι όλοι, οι κεντρικοί μόνο. Εγώ τότε που έμενα ήτανε σκυρόστρωτος ο δρόμος. Δηλαδή, ρυμοτομία υπήρχε, πεζοδρόμια υπήρχαν, τα σπιτάκια ήτανε μονώροφα και διώροφα. Η παραλία δεν είχε αυτό, τα μαγαζιά που έχει σήμερα και λοιπά. Ήταν ένα πασίγνωστο καφενείο, η «Συνάντηση», από τότε που ήμουν εγώ παιδάκι και εκεί δίναμε ραντεβού οι Αργαλαστιώτες, μπορούσαμε να ανταμώσουμε, να…: «Τι κάνεις;» ο ένας, «Τι κάνεις;» ο άλλος. Και προπαντός, εκεί κοντά στη συνάντηση έρχονταν το λεωφορείο από την Αργαλαστή γεμάτο, φορτωμένο πάντα καλάθια από δω από τις μανάδες μας, με πίτες, κεφτέδες, αυγά βρασμένα. Κάθε Σάββατο γινόταν αυτό, για να μας ταΐζουνε για μια βδομάδα σχεδόν. 

Ι.Ν.:

Και μένατε στον Βόλο- 

Γ.Π.:

Και μέναμε στον Βόλο, πηγαίναμε σχολείο. 

Ι.Ν.:

Και γυρνούσατε μια φορά τη βδομάδα ή γυρνούσατε μόνο- 

Γ.Π.:

Ποια βδομάδα; Δεν υπήρχε εδώ βδομάδα. Γυρνούσαμε στις διακοπές. 

Ι.Ν.:

Σχολείο, γυμνάσιο. Δημοτικό είχε το χωριό. 

Γ.Π.:

Δημοτικό είχε το χωριό, πάντα δημοτικό. Μετά ήταν το γυμνάσιο. Μετά έγινε και ημιγυμνάσιο εδώ και δεν ήταν πολλά παιδιά της Αργαλαστής στον Βόλο, όπως έτυχε να είμαι εγώ τότε. Αλλά κάθε εβδομάδα περιμέναμε το καλάθι γεμάτο. Πέντε-δέκα παιδιά εκεί κατεβάζαν καλάθια. Γράφαν απάνω οι μανάδες μας: «Πάππος» ξέρω ‘γω, αυτό. Φώναζε, ανέβαινε απάνω, δεν ήταν, τα λεωφορεία τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ανέβαιναν επάνω στη σκεπή. Είχε μια σκάλα πίσω, ανέβαιναν επάνω και εκεί έδεναν τα καλάθια. Κάγκελα απάνω το λεωφορείο γύρω γύρω σιδερένια και εκεί δέναν και τα σκεπάζαν κιόλα τον χειμώνα να μην βρέχονται με μια μουσαμά. Και πηγαίναμε, να ‘ρθεί το λεωφορείο, να βουτήξουμε το καλάθι, να πάμε σπίτι να φάμε. Αυτή ήταν η ιστορία την εποχή εκείνη. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα! 

Γ.Π.:

Ε βέβαια! 

Ι.Ν.:

Μου είχατε πει, επίσης, ότι ο πατέρας σας ήτανε τότε στο χωριό δάσκαλος; 

Γ.Π.:

Ο πατέρας μου ήταν στο χωριό δάσκαλος. Όχι μόνο, δηλαδή, ήταν και περισσότερο στα περίχωρα. 

Ι.Ν.:

Στα περίχωρα πού; 

Γ.Π.:

Ήτανε στη Συκή, ήτανε στην Καλλιθέα, δηλαδή Μπιρ, ήτανε στο Μετόχι. Και ήρθε και στην Αργαλαστή, αλλά μετά. Γιατί πρώτα δεν, είχε μαλώσει εδώ με τους προύχοντες, δεν ξέρω για ποιο λόγο, αυτοί που κάναν κουμάντο στο χωριό, οι πρόεδροι και λοιπά. Δεν ξέρω τι του είχαν ζητήσει να κάνει και δεν το έκανε ο πατέρας μου και δεν τον αφήσαν να διοριστεί εδώ στην Αργαλαστή. Αλλά μετά περάσαν τα χρόνια, ξεχαστήκαν αυτά και ήρθε και ο πατέρας μου. Εγώ τον είχα στην πέμπτη δημοτικού τον πατέρα μου δάσκαλο. 

Ι.Ν.:

Αλήθεια; Πώς ήταν να έχετε τον μπαμπά σας δάσκαλο; 

Γ.Π.:

Ε; 

Ι.Ν.:

Πώς ήταν να έχετε τον μπαμπά σας δάσκαλο; 

Γ.Π.:

Πώς είναι; 

Ι.Ν.:

Ναι. 

Γ.Π.:

Όχι και τόσο καλά! Έφαγα και ξύλο! 

Ι.Ν.:

Αλήθεια; 

Γ.Π.:

Βέβαια! Ξύλο, ο πατέρας μου έδινε ξύλο. Έδερνε. Τα παιδιά τα έδερνε. Γιατί τότε έρχονταν ο πατέρας και έλεγε στον δάσκαλο: «Βάρα δάσκαλε, βάρα! Γιατί δεν γίνεται άνθρωπος». Πηδάγαν [00:20:00]απ’ τα παράθυρα ρε! Τα παιδιά τότε που είχανε μείνει και μια χρονιά, δυο χρονιές στην ίδια τάξη, μεγάλα, και πηδάγαν απ’ τα παράθυρα. Από τον κάτω όροφο που ήταν, πηδάγαν, φεύγανε από το σχολείο, δεν θέλανε να κάνουν, πηδάγαν από τα παράθυρα. Ε, έρχονταν, λέει: «Βάρα τον δάσκαλε». Ναι. 

Ι.Ν.:

Το σχολείο τότε πού ήτανε; 

Γ.Π.:

Να το, αυτό κάτω. 

Ι.Ν.:

Α, αυτό που είναι και τώρα;

Γ.Π.:

Αυτό που είναι και τώρα. Ανεβαίνοντας από τη βρύση απάνω, στο δεξί σας χέρι, στο αριστερό σας χέρι. Μετά έγινε το γυμνάσιο από πίσω μεριά και το λύκειο. Αυτό ήτανε, όταν γεννήθηκα εγώ, ήτανε φτιαγμένο αυτό το σχολείο. 

Ι.Ν.:

Και είχανε πει μετά ότι από το γυμνάσιο είχε περάσει και ο Βάρναλης; 

Γ.Π.:

Ναι, ο Βάρναλης, τον οποίο δυστυχώς τον κυνηγούσανε οι Αργαλαστιώτες. 

Ι.Ν.:

Τι ξέρετε εσείς γι’ αυτό; 

Γ.Π.:

Δεν ξέρω πολλά πράγματα. Ξέρω μονάχα ότι δεν τον χωνεύανε, για ποιο λόγο δεν θυμάμαι. Και τον κυνηγούσαν, ναι.

Ι.Ν.:

Πότε είχε έρθει; Πότε είχε έρθει ξέρετε; 

Γ.Π.:

Εγώ δεν τον πρόλαβα, δεν ξέρω πότε ήτανε, πότε ήρθε ο Βάρναλης, ναι. Ε, ο Βάρναλης ήτανε νεωτεριστής λιγάκι και δεν άρεσε εδώ στην Αργαλαστή, καταλαβαίνεις τώρα, την εποχή εκείνη δημοτικιστής και λοιπά, ήτανε ξινό πράμα για το χωριό. Ε, τα έχουμε αυτά, η Ελλάδα τα έχει αυτά. 

Ι.Ν.:

Εσάς που ήσασταν οικογένεια του δασκάλου τότε… 

Γ.Π.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Πώς σας αντιμετώπιζαν στο χωριό; Ήτανε… 

Γ.Π.:

Δεν, δεν μπορώ να ξέρω εγώ τώρα πως μας αντιμετωπίζαν, τι να σου πω, δεν... Θέλω να σου πω ένα χαρακτηριστικό για το πώς αντιμετωπίζανε, ίσως καταλάβεις. Εδώ δίπλα ήτανε μια γυναίκα, αυτή η οποία δέχτηκε: «Καλώς τα παιδιά!», εδώ. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα έκανε προξενιό τη μάνα μου στον πατέρα μου, τον δάσκαλο. Και ταίριασε. Αρραβωνιαστήκανε και παντρευτήκανε. Λοιπόν, μια χαρά. Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε νέος ο πατέρας μου, εξήντα δύο χρονών, από τότε που τον χτυπήσαν αυτοί και έκανε εμετούς και λοιπά και λοιπά που ανέφερα προηγουμένως. 

Ι.Ν.:

Θα τα πούμε ξανά αυτά. 

Γ.Π.:

 Λοιπόν, όταν πέθανε ο πατέρας μου, αυτή η γυναίκα, η οποία ήτανε αγράμματος δικηγόρος, γι’ αυτό βγήκε μπροστά και στους Γερμανούς, ήτανε τσαγανή. Λοιπόν, έρχεται αφού πέρασε την στεναχώρια την πρώτη η μάνα μου, κανένας μήνας, έρχεται και της λέει: «Δήμητρα -Δήμητρα λέγανε τη μάνα μου-, δεν φαντάζομαι κορίτσι μου να με κακόχεις -της λέει, να με κακόχεις σημαίνει ότι σου έκανα κακό- που έκανα το προξενιό και έφυγε ο άντρας σου νέος. Μπορεί να έφυγε νέος, αλλά ο άντρας σου έφυγε και σου άφησε στο μαξιλάρι σου λεφτά». Ήταν η κουβέντα αυτηνής. Δηλαδή, ναι μεν έφυγε, αλλά εγώ δεν σου έκανα κακό που έκανα το προξενιό. Πέθανε, αλλά εσύ στο μαξιλάρι σου λεφτά. Καταλαβαίνεις την εποχή εκείνη πόσο σημασία δίναν κάποιος να έχει κάποιος κάθε μήνα λεφτά. Σ’ το είπα αυτό χαρακτηριστικά για να καταλάβεις πώς μας αντιμετωπίζανε τότε. 

Ι.Ν.:

Η μαμά σας ήτανε και αυτή από την Αργαλαστή; 

Γ.Π.:

Ναι, εδώ γεννήθηκε η μαμά μου. 

Ι.Ν.:

Αυτό δηλαδή είναι της μαμάς σας; 

Γ.Π.:

Της μαμάς μου. Το έφτιαξε ο παππούς μου αυτό. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

Και γεννήθηκε λέει εκεί πίσω από την πόρτα μου είπε. Δεν πρόλαβε να πάει μέσα η γιαγιά! «Γι’ αυτό -λέει- με πονάει το κεφάλι μου, κρύωσα όταν ήμουνα μωρό»!. 

Ι.Ν.:

Θέλετε να μου πείτε και την ιστορία που μου είπατε για το πώς πέθανε ο πατέρας σας; 

Γ.Π.:

Πώς πέθανε ο πατέρας μου; Ο πατέρας μου μετά από αυτό τον ξυλοδαρμό που έκανε κι έκανε την αιμόπτυση εκείνη, δεν ήταν στα καλά του. Κατά καιρούς έτρωγε, νόμιζε ότι τον πείραξαν ξέρω ‘γω τα φασολάκια. Περνούσε, δεν έτρωγε φασολάκια, πάλι το στομάχι ξανά. Πήγε στην Αθήνα, ψάχναν να του βρούνε τι έχει, δεν έβρισκαν τίποτα. Νευρώσεις του λέγαν του στομαχιού και λοιπά. Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου. Δεν είχε και τίποτα το ιδιαίτερο από αυτό το ξέσπασμα του στομαχιού και θυμάμαι ότι πήγε εκεί στην άκρη, κάθε φορά που του ερχόταν να κάνει εμετό. Και ήρθε και έπεσε στο κρεβάτι. Φωνάξαμε τον γιατρό, ήτανε δύσκολες καταστάσεις, δηλαδή όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτό επιδεινώνονταν. Φωνάξαμε τον γιατρό εδώ, τον [00:25:00]Ρακή, ήρθε και του έδωσε ένα χάπι. Λοιπόν, ήρθε την άλλη μέρα μου φαίνεται και την άλλη μέρα και του έδωσε κι άλλο ένα χάπι και μετά από λίγες ώρες, ξέρω ‘γω, μισή μέρα, πέθανε. Θυμάμαι που έλεγε ο πατέρας μου: «Άνοιξε το παράθυρο να πάρω αέρα» στη μάνα μου. Και εκείνη την ώρα: «Γιάννη, Γιάννη!» η μάνα μου τον είχε πάει, κουνούσε, πέθανε. Έτσι πέθανε ο πατέρας μου. Και δεν πρόλαβε να χαρεί και τη σύνταξη, λίγο καιρό είχε πάρει τη σύνταξη. Πέθανε το ‘57.  Δήμητρα Πάππου: Νομίζω θέλει να πεις την ιστορία που τον χτυπήσανε. 

Ι.Ν.:

Για τον ξυλοδαρμό. 

Δ.Π.: Για τον ξυλοδαρμό θέλει να πεις. 

Γ.Π.:

Α, για τον ξυλοδαρμό ναι, ναι-

Δ.Π.: Αυτήν την ιστορία που είπες- 

Γ.Π.:

Λοιπόν, πριν από τον πόλεμο, όσοι είχανε πολλά κτήματα και λοιπά, ζητούσαν βοηθούς άντρες να κλαδεύουνε και να μαζεύουν τις ελιές. Και έναν είχαμε και εμείς από την Αλόννησο, έναν λεγόμενο Γιώργο και καλό παιδί. Τον είχαμε πάρει κάνα-δύο-τρία χρόνια, ήμασταν ευχαριστημένοι όλοι, δουλευταράς ήτανε, πρόθυμος ήταν. Κάποια στιγμή είπε: «Θα σας αφήσω να φύγω». Δεν μας είπε που θα πάει, δε ξέραμε που πήγε. Έφυγε. Αφού πέρασαν κάνα δυο χρόνια, δε θυμάμαι, δύο-τρία περίπου, κάποιο βράδυ χτυπάει την πόρτα, έρχεται σπίτι, χτυπάει την πόρτα και λέει: «Είμαι ο Γιώργος που με είχατε εδώ». Του άνοιξε ο πατέρας μου, μπήκε μέσα: «Πώς είσαι βρε παιδάκι μου, πού είσαι;». «Δεν είμαι καλά -λέει- δάσκαλε- κινδυνεύω». «Από πού κινδυνεύεις;». «Εάν θελήσεις εσύ, δεν θα με σκοτώσουνε». «Τι έπαθες βρε παιδί μου; Τι δεν θα σε σκοτώσουνε, τι έκανες;». «Έκλεψα ένα ζευγάρι αρβύλες και για να μην με σκοτώσουνε, ήτανε, θα πρέπει να πεις ότι εσύ μου τις έδωσες». «Και ποιοι είναι αυτοί;». «Είναι -λέει- του Ζέρβα, κάτι ένα τμήμα, ένα απόσπασμα του Ζέρβα που ήμουνα εκεί και έκλεψα -λέει- από ένα χωριό που πήγαμε, έκλεψα ένα ζευγάρι αρβύλες. Να έρθεις να πεις ότι μου τις έδωσες εσύ». Ο πατέρας μου τον λυπήθηκε και πήγε την άλλη μέρα το πρωί στην πλατεία να πει ότι: «Εγώ τις έδωσα τις αρβύλες». Μόλις έφτασε εκεί και ο αρχηγός της ομάδας αυτής τέλος πάντων, ήταν τέσσερις-πέντε άντρες, λέει: «Εσύ έδωσες τις αρβύλες στον άνθρωπο αυτόν;». «Ναι». Δεν πρόλαβε να πει το ναι και του λένε: «Είσαι δάσκαλος και λες και ψέματα;». Και τον περιλαβαίνουν στο ξύλο με ένα κλομπ, κάτι τέτοιο. Έπεσε κάτω στην πλατεία, τον χτυπάγανε κάποια ώρα, ελευθερώθηκε τέλος πάντων, τον αφήσανε. Και από τον φόβο του δεν γύρισε στο σπίτι, αλλά μέσα από μονοπάτια πολύ στενάχωρα και με πολλά εμπόδια έφτασε στην Ξινόβρυση σε ένα γειτονικό, σε ένα συγγενικό σπίτι. Εκεί έμεινε το βράδυ, μας ειδοποιήσαν ότι είναι εκεί και πήγε η μάνα μου και τον πήρε. Από τότε ο πατέρας μου δεν ήταν καλά στην υγεία του. Έπαθε στομαχικές διαταραχές πολλές, πολλά χρόνια και σιγά σιγά πέθανε σε ηλικία εξήντα δύο χρονών. 

Ι.Ν.:

Μου είχατε πει και ένα δεύτερο γεγονός. 

Γ.Π.:

Ένα δεύτερο γεγονός από την αντίθετη παράταξη είχε η οικογένειά μας πάλι. Ήταν- 

Ι.Ν.:

Ποια αντίθετη παράταξη;

Γ.Π.:

Την παράταξη των ανταρτών. Ποιος ήταν τότε; O αρχηγός τους ήταν ο Άρης ο Βελουχιώτης. 

Ι.Ν.:

Ναι. 

Γ.Π.:

 Είχε ένα απόσπασμα εδώ αυτός, είχαν  εδώ οι Αργαλαστιώτες κάνει μια ομάδα και έκανε διάφορες ενέργειες. Ζητούσε χρήματα, ζητούσε χρυσαφικά, ζητούσε παιδιά να πάρει στο βουνό και λοιπά. Και έκανε αυτή τη δουλειά. Λοιπόν, η αδερφή μου, η κόρη μου, η αδερφή μου συγγνώμη, η αδερφή μου η μεγάλη είχε παντρευτεί ένα παλικάρι από την Ξινόβρυση, ήσυχον, ήσυχος άνθρωπος, δεν είχε ανακατευτεί πουθενά, ούτε με τη μία παράταξη ούτε με την άλλη. Ήταν καθηγητής μαθηματικών και είχε φροντιστήριο στον Βόλο. Ένα βράδυ που ήρθε εδώ από την Ξινόβρυση, Κυριακή ήταν μου φαίνεται, κάτι τέτοιο, πήγε στην πλατεία της Αργαλαστής. Και το βραδάκι, σούρουπο, άρχισε να νυχτώνει, ξεκίνησε να έρχεται από την πλατεία εδώ στο σπίτι μας στην Αργαλαστή, στη συνοικία Καμάρα. Στη μέση του δρόμου πετάγονται μέσα από ένα θάμνο δύο-τρεις αντάρτες της ομάδος εδώ της Αργαλαστής και τον πιάσαν. Τον πήγαν στο ανακριτήριο που ήταν μέσα στην Αργαλαστή, σε κάποιο οίκημα είχαν αυτοί εκεί και τους μαζεύαν αυτούς που πιάνανε. Και από τότε εξαφανίστηκε. Και μετά από [00:30:00]πολλά χρόνια, δεν μπορούσε να τον βρει που πήγε, τι έκανε, μάθαμε ότι εδώ πιο έξω από το χωριό, κοντά στη Συκή, τον σκοτώσανε. Τώρα τα αίτια που τον σκοτώσανε... Πριν από κάνα δυο χρόνια έμαθα εγώ ότι ζητούσαν να έχουν ένα χαρτί οι αντάρτες ότι αυτός κάτι έκανε, κάτι έκανε, ήτανε με τους άλλους τους αυτούς. Και δεν μπορούσε, δεν έβαζε κανένας υπογραφή και έμαθα ότι κάποια γυναίκα τελικά λέει: «Θα βάλω εγώ την υπογραφή για αυτόν». Και όταν ρώτησα: «Γιατί λέτε να το έκανε αυτό εσείς που μου το λέτε αυτό το πράμα;». Γιατί ήθελε να τον κάνουν γαμπρό στην Ξινόβρυση. Και έβαλε υπογραφή ότι ήτανε αντί, αντιδρούσε στο αντάρτικο, για να μπορέσουν να τον σκοτώσουν. Αυτό ήτανε το δεύτερο θύμα της οικογενείας. Ένα από εδώ και ένα από εκεί. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Και θυμάστε και αντίστοιχα θύματα αντάρτες; 

Γ.Π.:

Ναι, θυμάμαι θύματα αντάρτες. Είχανε πληροφορηθεί οι Ξινοβρυσιώτες, παλιότερα Μπιστινίκα για να συνεννοούμαστε, ότι θα πάνε οι αντάρτες εκεί και θα κάνουνε, θα χτυπήσουνε πόρτες και θα ζητάνε αυτά που ζητούσανε: λίρες, χρήματα, τρόφιμα, παιδιά. Και είχαν ετοιμαστεί κατάλληλα με χειροβομβίδες οι Ξινοβρυσιώτες και περιμέναν να έρθουν οι αντάρτες στην πλατεία να ζητάνε αυτά τα πράγματα, να χτυπάν τις πόρτες. Όταν πήγαν οι αντάρτες, άρχισαν να αμολάνε οι Ξινοβρυσιώτες τις χειροβομβίδες και σκοτώσαν μερικούς αντάρτες, τους οποίους εγώ είδα την άλλη μέρα το πρωί να περνάνε δίπλα από τον δρόμο του σπιτιού μου, να είναι φορτωμένοι στα ζώα, άλογα και άλλα και μουλάρια, φορτωμένοι. Έξι ήτανε; Τέσσερις ήτανε; Έξι; Εκεί μέσα. Που περνούσαν και τους φέρναν εδώ στην Αργαλαστή σκοτωμένους.  

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Εδώ στο χωριό θυμάστε που είχαν έδρα οι αντάρτες τότε; 

Γ.Π.:

Ναι θυμάμαι, ήταν εκεί στο κοινοτικό, στο πηγάδι που λέγανε, στο παλιό πηγάδι της Αργαλαστής, σε ένα σπίτι εκεί. Εκεί πήγαν τον γαμπρό μου, τον αρραβωνιαστικό της αδερφής μου, και τον κρατήσαν ένα βράδυ και μετά τον πήρανε και πήγαν και τον σκοτώσαν. 

Ι.Ν.:

Και η χωροφυλακή πού ήτανε; 

Γ.Π.:

Στην πλατεία. Η χωροφυλακή ήταν εκεί που είναι το κοινοτικό το μαγαζί τώρα που έχει ο Αποστόλης; 

Ι.Ν.:

Ναι. 

Γ.Π.:

Εκεί ήταν. Εκεί πάνω. 

Ι.Ν.:

Μέσα στο κοινοτικό; 

Γ.Π.:

Ναι, εκεί. Εκεί ήταν η χωροφυλακή. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

Ναι. Και ήταν και γύρω γύρω πολεμίστρες. 

Ι.Ν.:

Δηλαδή, μεταξύ πλατείας και πηγάδι ήτανε… 

Γ.Π.:

Ήταν ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Έτσι νομίζω. Δεν ξέρω τώρα αν υπήρχε περίοδος που -εγώ ήμανε και στον Βόλο βέβαια- αν υπήρχε περίοδος που δεν υπήρχε χωροφυλακή στην Αργαλαστή και είχαν αυτοί εκεί το λημέρι τους. Δεν είμαι σίγουρος ότι πάντα ήτανε χωροφυλακή στην Αργαλαστή, δεν το ξέρω αυτό. Θα μου πεις: «Αφού ήταν εκεί, γιατί δεν πήγαν να τους αυτόσουνε;». Δεν το ξέρω. Ξέρω όμως πάντα ότι της Αργαλαστής η χωροφυλακή ήταν εκεί, στην πλατεία, κι εκεί που πήγαν τον γαμπρό μου ήταν ο αρχηγός των ανταρτών. Τώρα πως, αν υπήρχαν εκεί χωροφύλακες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ενεργήσουν καθόλου, δεν το ξέρω αυτό. Τα είπαμε όλα; Μπιστινίκα, ξύλο στην πλατεία, στο κυπαρίσσι, Γερμανοί στην Πάλτση. 

Ι.Ν.:

Τα είπαμε όλα; 

Γ.Π.:

Τα είπαμε. 

Ι.Ν.:

Ωραία. Θέλετε να πούμε τίποτα άλλο; Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; 

Γ.Π.:

Να συμπληρώσω άλλο; Δεν έχω τίποτα άλλο να πω γύρω από τον πόλεμο, από αυτά. Α, ότι περνάγαμε -λοιπόν- τις σχολικές χρονιές. Όταν υπήρχε κίνδυνος να έρθουν οι Γερμανοί ή να γίνει βομβαρδισμός και λοιπά, κόβαμε το σχολείο. Περνάγαμε [00:35:00]σχολικές χρονιές με τρεις μήνες μάθημα, κάτι τέτοιο. Και απαγορεύονταν και γεωγραφία να κάνουμε. 

Ι.Ν.:

Γεωγραφία γιατί απαγορεύανε; 

Γ.Π.:

 Δεν μας έκαναν γεωγραφία, απαγορεύανε, γιατί τα σύνορα δεν ήτανε πλέον, είχαν κατέβει οι Γερμανοί από πάνω, δεν ξέραν τι θα επικρατήσει. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

 Βέβαια, το θυμάμαι αυτό πολύ καλά, ότι δεν κάναμε γεωγραφία. Γι’ αυτό εγώ μετά δυσκολευόμουνα στα υπόλοιπα χρόνια του γυμνασίου δυσκολευόμουνα, διότι δεν έκανα εκείνο που έπρεπε να μάθω στο δημοτικό, που κάναν χάρτες καμιά φορά, που ζωγραφίζανε, δεν κάναμε τίποτα εμείς. Απαγορεύανε το μάθημα της γεωγραφίας. Άλλο χαρακτηριστικό αυτό. Και ότι είχα περάσει κάνα-δυο χρονιές με τρεις μήνες μάθημα, κάτι τέτοιο. Χτυπούσαν οι καμπάνες, συναγερμός, τέρμα το σχολείο. 

Ι.Ν.:

Συναγερμός ήταν η καμπάνα δηλαδή; 

Γ.Π.:

Η καμπάνα βέβαια, κωδωνοκρουσία. “Nτάκα, ντάκα”, «Τι συμβαίνει παιδιά, τι συμβαίνει;». «Έρχονται οι Γερμανοί, φευγάτε». 

Ι.Ν.:

Και τότε το χωριό είχε πολύ κόσμο; 

Γ.Π.:

Περισσότερο από τώρα, από ότι έχει τώρα. Γιατί τώρα έφυγε πολύς κόσμος. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Γ.Π.:

Ε, τα παιδιά στον Βόλο, Αθήνα, επιστήμες, γράμματα. Τότε είχε κάθε οικογένεια τέσσερα-πέντε παιδιά, τώρα έχει ένα-δυο. Εδώ σε αυτή τη συνοικία Καμάρα ήμασταν κόσμος, παιδιά! Τώρα, δυο άνθρωποι μένουν. 

Ι.Ν.:

Ωραία. Κύριε Γιώργο, άμα δεν θέλετε να πούμε κάτι άλλο… 

Γ.Π.:

Δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο τώρα, δεν θυμάμαι για την ώρα άλλο από αυτά τα χαρακτηριστικά που δεν τα ξεχνάω, που σας είπα. Για το σπίτι εδώ σ’ το είπα. Εντάξει. 

Ι.Ν.:

Εντάξει και αν θυμηθείτε, θα μου πείτε.