© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Το ταξίδι στην Ασία που ακολούθησα τα ένστικτά μου και επαναπροσδιόρισα τον εαυτό μου
Κωδικός Ιστορίας
11201
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Τσακίρης (Π.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/02/2022
Ερευνητής/τρια
Ελένη Χαρχαρίδου (Ε.Χ.)
[00:00:00]
Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, είναι 14 Φλεβάρη του 2022. Είμαστε μαζί με τον Παναγιώτη Τσακίρη και εγώ είμαι η Έλενα Χαρχαρίδου ως ερευνήτρια για το Istorima. Γεια σου Παναγιώτη.
Γεια σου Ελένη!
Αρχικά, σε ευχαριστώ πολύ και αρχικά θα ήθελα να σε ρωτήσω αν μπορείς και θέλεις να παρουσιάσεις τον εαυτό σου σε μένα.
Λοιπόν, είμαι ο Παναγιώτης από τη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία δύο χρόνια είμαι ένας performer, μουσικός, χορευτής και designer, προσπαθώντας τώρα να ξαναβρώ το identity μου κατά κάποιο τρόπο, ποιος είμαι. Να πω λίγο ένα πιο μεγάλο background από τα δύο χρόνια. Έχω τελειώσει πτυχίο πληροφορικής και μεταπτυχιακό design και δούλευα στο εξωτερικό για κάποια χρόνια μέχρι που σταμάτησα αυτό το πράγμα, γιατί μου φαινότανε ότι δεν μου κάνει καλό στην υγεία. Με αποτέλεσμα μετά από ένα χρόνο ανασυγκρότησης να φτάσω σε αυτό το σημείο, που είμαστε τώρα, λίγο πιο κοντά σε αυτό που θέλω να είμαι και όχι αυτό που με - κάποιον τρόπο- με έκαναν να είμαι, μέσα από το σχολείο, μέσα από τις συνθήκες που ζούμε σε αυτή την κοινωνία. Αυτό.
Πολύ ωραία. Θυμάσαι ποια ήταν η στιγμή στην οποία αποφάσισες να αλλάξεις ή να αναζητήσεις εκ νέου την ταυτότητά σου;
Θυμάμαι χαρακτηριστικά πριν από τρία περίπου χρόνια τον χειμώνα, τέτοια περίοδος, τώρα Φεβρουάριος, όπου έγινε έτσι ένα πολύ μεγάλο συμβάν στη ζωή μου, που κατάλαβα μερικά πράγματα για την οικογένειά μου. Και επίσης, μέσα από αυτό κατάλαβα και τη συνθήκη που ζω εκείνη τη στιγμή που ήμουνα στη Γερμανία, σε μία μεγάλη εταιρεία, με όλους μου τους φίλους, με την κοπέλα μου. Κάπως, σαν τρίτο πρόσωπο, έβλεπα τον εαυτό μου από μακριά και σαν να μην υπήρχε κάποια ελπίδα. Σαν να το έβλεπα, σαν να έβλεπα στα μάτια όλων των ανθρώπων, όταν πήγαινα στη δουλειά, ότι όλοι έχουν απλώς παρατήσει τα όνειρά τους και έχουνε συμβιβαστεί με αυτήν την κατάσταση του: «Δίνω τον χρόνο μου και δίνω κατά κάποιον τρόπο τη ζωή μου για κάποια λεφτά που συντηρούμε ίσα-ίσα και έχω τις τέσσερις εβδομάδες που θα περάσω όμορφα και όλο το άλλο θα είναι δουλειά-σπίτι», με ένα στόχο του να κάνεις μία οικογένεια και να αγοράσεις ένα σπίτι και να είσαι μέχρι τα εξήντα πέντε-εβδομήντα εργαζόμενος σε μία τεράστια εταιρεία που πολλές φορές αισθάνεσαι και ένα τίποτα μέσα σε όλον αυτόν τον κολοσσό. Αισθάνεσαι ίσως πολύ μικρός, έτσι; Το έβλεπα αυτό από μακριά σαν τρίτο πρόσωπο και πραγματικά δεν έβλεπα κάποια σωτηρία μέσα σε όλο αυτό, και δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα τι να κάνω μέχρι εκείνο τον χρόνο, πόσοι μήνες πέρασαν; Εφτά-οχτώ μήνες; Νομίζω μέσα σε τρεις-τέσσερις μήνες μετά από αυτό το αίσθημα κατάφερα και πήρα την απόφαση να φύγω από αυτή την εταιρεία που ήμουνα σαν designer, που τέλος πάντων είχα μία καλή οικονομική αποκατάσταση, αλλά δεν με γέμιζε στη ζωή μου. Κατάφερα και έφυγα από αυτό χωρίς να έχω κάποιο πλάνο. Απλώς είπα στον εαυτό μου οκέι μετά από αυτά τα -σε εισαγωγικά- οχτώ χρόνια που έδωσα από τον εαυτό μου, το να σπουδάσω, να δουλέψω, τι κατάφερα τώρα που είμαι σε αυτήν τη μεγάλη εταιρεία σε ένα υψηλόβαθμο position ας πούμε στην εταιρεία; Τι μου προσφέρει αυτό που πάλεψα τόσα χρόνια; Με γεμίζει αυτό; Δεν με γεμίζει, αλλά γιατί κάθομαι ακόμα εκεί πέρα; Με το που έφυγα από εκεί, πραγματικά δεν ήξερα τι κάνω πια με τη ζωή μου, αλλά ήξερα ότι έκανα τη σωστή απόφαση. Είμαι τυχερός που ήμουνα σε αυτή την εταιρεία, γιατί οικονομικά ήμουνα εντάξει και ήμουνα και πάρα πολύ τυχερός, γιατί ήμουνα στη Γερμανία, στην οποία σου δίνουνε και επίδομα, όταν δεν έχεις πια δουλειά για ένα χρόνο. Οπότε, μπορείς να κάνεις μία «αναδιοργάνωση» -σε εισαγωγικά-, «να ξαναβρείς τον εαυτό σου» -σε εισαγωγικά- και κατά κάποιο τρόπο αυτό έκανα. Το πρώτο πράγμα που έκανα είναι, βέβαια, να γυρίσω πίσω σπίτι, να δω την οικογένειά μου, τους φίλους μου και με το που το έκανα αυτό ξαναήρθε η ερώτηση στο κεφάλι μου: «Τι κάνω τώρα;». Οπότε, άρχισα να σχεδιάζω τί θα κάνω. Ήθελα να πάρω κάποιο χρόνο για τον εαυτό μου αλλά δεν ήξερα πώς. Άρχισα να κάνω κάποια πλάνα για να πάω στην Ινδονησία. Αυτά τα πλάνα κράτησαν ένα μήνα, αλλά εγώ ακόμα δεν ήμουνα στην Ινδονησία. Οπότε ναι, δεν ήμουνα ακόμα σε αυτό το μέρος, που ήλπιζα ότι θα με βοηθήσει. Κατά κάποιον τρόπο, αισθανόμουνα ότι πρέπει να φύγω από όλους και από όλα, για να ξαναβρώ ποιος είμαι πραγματικά, στον εαυτό μου και σε κανέναν άλλον να μην έχω να αποδείξω σε κανέναν τίποτα, πρώτα, και να είμαι σε ένα μέρος που κανένας δεν με ξέρει, έτσι ώστε μέσα σε αυτό το μέρος να αφεθώ και εγώ, να δω εκείνη τη στιγμή ποιος είμαι πια, μετά από όλα αυτά τα χρόνια στα οποία κατά κάποιον τρόπο έπρεπε να είμαι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος ή έμπαινα στο κουτάκι του καθενός, ότι είμαι κάποιος. Και για να μην τα πολυλογώ, μετά από αυτόν τον μήνα που πέρασε, που έκανα εγώ όλα αυτά τα πλάνα, μία βραδιά απλώς έκλεισα το εισιτήριό μου για Μπανγκόκ, για Ταϊλάνδη, μέσα από την παρορμητικότητά μου. Αυτό ήταν και ένα σημάδι ότι πραγματικά δεν ήθελα να πάω κάπου προγραμματισμένα, ήθελα απλώς να φύγω και νομίζω ότι μέσα από αυτό το πράγμα που έκανα, είχα κάπως το trust μέσα μου ότι θα ανταπεξέλθω όπου και να πάω. Μπορώ να είμαι, όπου και να είμαι και θα το βρω, θα ανταπεξέλθω σε αυτό που υπάρχει. Οπότε, μετά από αυτό το κλείσιμο του εισιτηρίου, μετά από μία εβδομάδα, έπρεπε να φύγω και έτσι κάπως ξεκίνησε ένα ταξίδι στο άγνωστο τότε, που ήταν αρκετά ανακουφιστικό, έτσι όπως τα αισθάνομαι τώρα. Αισθάνομαι ότι ήμουνα πολύ ήρεμος σε αυτή την απόφαση και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, δεν υπήρχε πραγματικά. Δεν μπορούσα να μην κάνω... Δηλαδή, έτσι όπως το βλέπω τώρα, αισθάνομαι ότι αυτό που έκανα ήτανε, έπρεπε να γίνει κατά κάποιον τρόπο, για να προχωρήσω παραπέρα.
Θυμάσαι την πρώτη εντύπωση, την πρώτη εικόνα που είδες φτάνοντας τελικά στην Ταϊλάνδη;
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, και δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν ήμουνα πρώτα στο αεροδρόμιο στη Φρανκφούρτη και κατέβαινα τις κυλιόμενες σκάλες, για να μπω μέσα στο αεροπλάνο, χειμώνας τότε, Δεκέμβριος, πολύ κρύο έξω αλλά εγώ είμαι με τα καλοκαιρινά μου και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το feeling του τώρα πάω να κάνω ένα βήμα στο άγνωστο και θα είναι εντάξει τα πράγματα. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να ξέρω και να κοντρολάρω όπως κατά κάποιο τρόπο θέλουμε να κοντρολάρουμε τη ζωή μας όλη την ώρα, για να αισθανόμαστε οικεία στον εαυτό μας. Αισθανόμουνα μεγάλη ασφάλεια, αισθανόμουνα έτσι ελευθερία ακόμα από εκείνη τη στιγμή[00:10:00]. Και με το που φτάνω στη Μπανγκόκ, εντάξει, μεγάλο σοκ. Οι πρώτες τρεις μέρες με το τζετ λαγκ και σε μία πόλη η οποία είναι πυκνοκατοικημένη και χαώδης χαώθηκα κι εγώ τις πρώτες τρεις μέρες. Δεν ήξερα τι έκανα εκεί πέρα. Πραγματικά, υπήρχαν βραδιές στις οποίες έλεγα οκέυ θα κάτσω μία εβδομάδα και θα φύγω κάπου. Δεν ξέρω, υπήρχε ένας φόβος ξαφνικά μέσα από αυτή τη σιγουριά που αισθανόμουνα πιο πριν και είναι και αυτός ο φόβος που σε πιάνει σε κάθε μία μεγάλη απόφαση που παίρνεις στη ζωή σου. Δεν υπάρχει καμία μεγάλη απόφαση στη ζωή που να μην φοβόμουνα, εγώ προσωπικά τουλάχιστον, για το τι θα γίνει ίσως, για το πού θα πάει όλο αυτό, τι κάνω τέλος πάντων. Οπότε ναι, μεγάλο σοκ οι πρώτες τρεις μέρες μέχρι να -κάπως- συμφιλιωθώ με την ιδέα μου ότι, οκέι, τώρα ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν ξέρω για πόσο καιρό θα κρατήσει, αλλά είμαι εγώ με τον εαυτό μου και σιγά-σιγά βρίσκω τα βήματά μου μέσα σε αυτό.
Τι αντικείμενα είχες επιλέξει να έχεις μαζί σου;
Να σου πω την αλήθεια πολύ λίγα θυμάμαι από αντικείμενα. Σίγουρα είχα το κινητό μου σαν μία βασική κάμερα, ας το πούμε, για να διαγράφω, να περιγράφω βασικά τι περνάω μέσα από τις φωτογραφίες μου. Μου αρέσει πάρα πολύ να βγάζω φωτογραφίες από στιγμές που περνάω, από κάποιες τυχαίες στιγμές μέσα στη μέρα μου. Επίσης, πήρα μία κάμερα GoPro που δεν τη χρησιμοποίησα σχεδόν καθόλου, εν τέλει, και την είχα πεταμένη μέσα στο σακίδιό μου όλους τους μήνες που ήμουνα στην Ταϊλάνδη εκτός ίσως από μία φορά. Και πιστεύω πως σχεδόν όλα μου τα ρούχα, εκτός από τα παπούτσια, τα έδωσα στον κόσμο που γνώριζα στον δρόμο μου, με αποτέλεσμα κάπως να ανταλλάξω τα ρούχα που είχα φέρει με ρούχα που πήρα από κόσμο ή που αγόρασα. Και όλα αυτά είναι memories, που δεν θα ξεχαστούνε.
Έχεις κρατημένες φωτογραφίες μήπως από αυτό το διάστημα;
Ναι, έχω αρκετές φωτογραφίες. Τελευταία φορά που τις είδα νομίζω ήταν πολύ πρόσφατα για πρώτη φορά. Και κάπως με πάνε πίσω σε όλες αυτές τις στιγμές που βίωσα, που κάθε μία φωτογραφία είχε κάτι να μου δείξει, ή να μου μάθει, ή να μου βάλει ένα χαμόγελο, πολύ... Βλέποντάς τες δύο χρόνια μετά δηλαδή, βλέπω και τα πράγματα από ένα διαφορετικό φακό για το πώς ήτανε και τι πραγματικά έκανα εκεί πέρα. Γιατί όταν ήμουν εκεί πέρα, πολλές φορές, δεν αντιλαμβανόμουν τι βίωνα κάποιες στιγμές. Χρειαζότανε χρόνος για να καταλάβω τι έγινε, που αυτός ο χρόνος τώρα έχει περάσει αρκετός και έχει κάτσει μέσα μου και έχει ωριμάσει, κατά κάποιο τρόπο, όλο αυτό.
Τώρα, που έχει περάσει αυτός ο χρόνος, έχεις κρατημένες κάποιες στιγμές ή αναμνήσεις ως κυρίαρχες; Ή τις στιγμές που σε συγκινούν περισσότερο;
Νομίζω η στιγμή που ξύπνησα 1η Ιανουαρίου σε ένα νησί στην Ταϊλάνδη, στο οποίο είχα κοιμηθεί σε μία αιώρα κάποιου ανθρώπου που είχα γνωρίσει εκεί πέρα. Και απλώς ξυπνώντας το πρωί 1ης Ιανουαρίου, κοιτώντας αυτό το τοπίο, κοιτώντας τον τρόπο ζωής μου ίσως, που ήτανε αρκετά απλός σε σχέση με αυτό που ήτανε ένα μήνα πριν, μου έκανε, μου έδωσε έτσι μία σφαλιάρα να σ’ το πω, στο τι ζούσα και τι ζω τώρα. Σίγουρα ο καθένας μπορεί να αισθάνεται ωραία, εάν είναι σε μία τροπική χώρα τον χειμώνα, αλλά το μεγάλο θέμα ήταν ότι κατάφερα μέσα σε αυτό να βρω έναν τρόπο ζωής, στον οποίο με πολύ απλά πράγματα περνούσα όμορφα με τον εαυτό μου και με τους γύρω μου. Είχα αποφασίσει να μην ζήσω σε κάποιο hostel ούτε να νοικιάσω κάποιο κάποια βίλα με πισίνα, που ήταν αρκετά φθηνές τέλος πάντων. Αποφάσισα κάθε βραδιά να βγαίνει εκεί που είναι να βγει και να βρίσκομαι εκεί που βρίσκομαι ή που καταλήγω τέλος πάντων μέσα από τις συνθήκες που βιώνω. Και εκείνο το πρωί ήμουνα σε μία αιώρα ενός ανθρώπου που τρεις μέρες πιο πριν δεν τον ήξερα και τώρα αυτός ο άνθρωπος μού έδωσε την αιώρα του να κοιμηθώ έξω, μπροστά από το σπίτι του τέλος πάντων, σε ένα safe place κατά κάποιο τρόπο. Γιατί δεν ήτανε ούτε μία εβδομάδα, πιστεύω, από τότε που είχα φτάσει σε αυτό το νησί και ήδη από ένστικτο ήθελα να ζήσω με αυτόν τον τρόπο κατά κάποιον τρόπο. Και εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι όντως μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με τη ζωή μου, μπορώ να είμαι ό,τι θέλω. Δεν χρειάζεσαι πάντα λεφτά, σίγουρα σε βοηθάνε, αλλά μπορείς να κάνεις αυτό το πράγμα και χωρίς λεφτά ή με πολύ λίγα λεφτά, έτσι; Γιατί γνώρισα και κόσμο εκεί πέρα που ίσως δεν είχε σχεδόν καθόλου λεφτά, για να είναι εκεί πέρα που ήτανε.
Και όλη αυτή η απλή καθημερινότητα που περιγράφεις τι περιείχε; Πώς ξυπνούσες; Mετακινούσουν;
Το μόνο πράγμα που είχα σαν luxury, ας το πούμε, σαν πολυτέλεια, ήτανε το μηχανάκι που είχα νοικιάσει, για να μπορώ να μετακινούμαι όπου ήθελα. Εκτός από αυτό, η καθημερινότητά μου με το που ξυπνούσα ήταν να φάω ένα πρωινό, που συνήθως ήταν βρώμη σκέτη με νερό και κάποιο φρούτο, και να αρχίσει η μέρα μου με την παραλία, να είμαι στην παραλία με κάποιον διαλογισμό ή να καταλήγω σε κάποιο μέρος και να γνωρίζω κάποια άτομα. Και από εκεί και πέρα η μέρα μου με πήγαινε έτσι όπως ήτανε να πάει. Δεν υπήρχε κάποιο πλάνο κατά κάποιον τρόπο.
Τους ανθρώπους αυτούς τους έκανες συνοδοιπόρους στην πορεία του ταξιδιού σου; Συνεχίζατε να ταξιδεύετε μαζί ή τους προσπερνούσες;
Με κανέναν δεν ταξιδέψαμε μαζί. Νομίζω ναι. Όχι, δεν ταξίδεψα σε κανένα μέρος με κάποιον. Σε όλα τα μέρη που πήγα ήτανε μόνος μου και δεν ήτανε, βασικά ήτανε από επιλογή, σίγουρα. Απλώς έκανα αυτό που αισθανόμουνα. Κάποια μέρα αισθανόμουνα να κάνω αυτό και μέσα σε λίγες ώρες μπορεί να ήμουνα ήδη στο λεωφορείο ή στο πλοίο και να πήγαινα κάπου αλλού που αισθανόμουνα ότι ήθελα να πάω, με αποτέλεσμα αυτό να ήταν ακόμα ένα, ίσως, μεγάλο στοιχείο, του “freedom”, έτσι, σε εισαγωγικά. Τους συνοδοιπόρους μου, βασικά, όλα αυτά τα άτομα που γνώρισα εκεί πέρα, συζούσαμε κατά κάποιο τρόπο για λίγο καιρό μαζί στο ίδιο μέρος και μετά χώριζαν οι δρόμοι μας, που κάποιους από αυτούς ακόμα έχω επαφή, κάποιους από αυτούς είναι πάντα στην καρδιά μου, ενώ δεν έχουμε μιλήσει από τότε ποτέ, κάποιους[00:20:00] από αυτούς ποτέ δεν πήρα κάποιο contact για να ανταλλάξουμε κάτι online. Ήταν απλώς εκείνες οι στιγμές, με αποτέλεσμα αυτό να ήτανε όλο σε μία ηρεμία. Ποτέ δεν ακολουθούσα κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό μου σε όλο αυτό το ταξίδι.
Θυμάσαι κάποιους ανθρώπους που γνώρισες που ίσως σε άλλαξαν;
Υπήρχανε τέσσερα-πέντε άτομα πιστεύω τα οποία συναίνεσαν στο τι είμαι τώρα κατά κάποιον τρόπο. Θα αναφέρω δύο-τρία άτομα από αυτούς. Ένας πολύ σημαντικός ήταν ένας γιατρός, doctor Γιούνγκ τον λέγανε. Ένας παππούλης από την Κίνα, ο οποίος δούλευε με ενέργειες. Και ο παππούλης με το που μου έπιασε το χέρι, μέσα σε δευτερόλεπτα, μου είπε ότι έχω γεννηθεί και έχω ένα πρόβλημα στη σπονδυλική μου στήλη, το οποίο όντως υπήρχε. Χωρίς να μου πιάσει την πλάτη, μόνο με το άγγιγμα του χεριού κατάλαβε πράγματα που ίσως κι εγώ δεν ήξερα μέχρι τότε. Και ίσως το highlight μέσα σε αυτή τη σχέση με τον doctor Γιούνγκ, ήτανε πως με μία συνεδρία βελονισμού άνοιξε ένα μέρος του μυαλού μου, κατά κάποιον τρόπο, που δεν πήγαινε ποτέ αίμα μέσα. Και εκείνη τη στιγμή, όντως, αισθάνθηκα ότι το κεφάλι μου είναι πιο βαρύ και από εκείνη τη στιγμή και μετά αισθάνθηκα ότι πραγματικά τα μάτια μου έχουν ανοίξει λίγο πιο πολύ από ότι πριν. Και ο ίδιος μού είπε ότι σε λίγα χρόνια θα γίνω καλλιτέχνης. Έτσι μου είπε και μου λέει: «Να μην με ξεχάσεις!» Εγώ δεν τον ξεχνάω, γιατί μέσα από αυτή τη μία συνεδρία μετά που είχα πάει σπίτι, είχα δει ένα όνειρο στο οποίο βάσισα και την πρώτη μου performance σε αυτό. Ήταν σαν να πήγα σε μία άλλη διάσταση. Χαρακτηριστικά μου είπε να πάω σπίτι μου και να κοιμηθώ, μεσημέρι ήτανε τότε. Κοιμήθηκα και σηκώθηκα στο ίδιο κρεβάτι, αλλά με το που άνοιξα την πόρτα από εκείνη τη στιγμή που ήμουνα σε ένα σπιτάκι, με το που άνοιξα την πόρτα και αντί να δω τη ζούγκλα, βλέπω ένα σαλόνι. Και εκείνη τη στιγμή προσπάθησα πραγματικά να ξυπνήσω από το σοκ, δηλαδή νόμιζα ότι όντως είχα ξυπνήσει και βγαίνω έξω να βγω στη ζούγκλα, αλλά ήταν ένα σαλόνι. Από το σοκ που είχα, δεν ξύπνησα. Προσπάθησα να ξυπνήσω, να κάνω pinch τον εαυτό μου τέλος πάντων, κάπως να ξυπνήσω τέλος πάντων. Δεν υπήρχε αυτό στον δικό μου κόσμο. Δεν ξύπνησα όμως. Συνεχίστηκε, βγήκα και από το σαλόνι και βρήκα ένα δρόμο και κάτι βράχους μπροστά και κάτι άτομα να με φωνάζουνε. Εγώ δεν ήξερα ούτε ένα από αυτά τα τρία άτομα που ήταν εκεί πέρα και μου φώναζαν. Με φώναζαν με το όνομά μου και πραγματικά δεν τους είχα δει ποτέ στη ζωή μου και εκείνη τη στιγμή παθαίνω άλλο ένα σοκ, αλλά πάλι δεν ξυπνάω. Και έρχεται μία κοπέλα, που κατά κάποιο τρόπο ήταν η κοπέλα μου τότε, φαντάζομαι, έρχεται, με φιλάει. Ακόμα ένα σοκ, πάλι δεν ξυπνάω. Έχω μείνει, δεν ξέρω, ήμουνα σε ένα τρανς εκείνη την ώρα που δεν ήξερα τι γίνεται γύρω μου. Οπότε, πήγα πίσω στο κρεβάτι που ξύπνησα και μέσα στο χάος προσπάθησα να βρω μία ηρεμία και να αποδεχτώ ότι μάλλον αυτή είναι η πραγματικότητά μου, μάλλον αυτό είναι, αυτό ήτανε. Μήπως εγώ δεν το θυμάμαι; Ίσως; Δεν ξέρω, κάτι να έγινε και εγώ να μην το αντιλήφθηκα, δεν ξέρω. Οπότε με το που αισθάνθηκα αυτό το… αυτή την ηρεμία του οκέι αυτό είναι, αυτή είναι η πραγματικότητα μου, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Με το που το αισθάνθηκε όλο μου το σώμα, εκείνη τη στιγμή ήτανε που ξύπνησα κιόλας σε αυτή την πραγματικότητα ξανά και το πρώτο πράγμα που ήτανε, ήταν να ανοίξω την πόρτα να δω άμα όντως ήταν η ζούγκλα ή ήταν αυτό το σαλόνι. Ήτανε η ζούγκλα και κατά κάποιο τρόπο εκείνη ήτανε και η στιγμή που σιγά-σιγά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουνε για εμένα. Άλλο ένα άτομο που κάπως, έτσι, με στιγμάτισε σε αυτό το ταξίδι ήτανε μία κοπέλα που τη λέγανε Geraldine από την Κολομβία. Ήτανε, και αυτή, είχε αποφασίσει από μόνη της με το που έφτασε στο νησί να μείνει κάπως «άστεγη» σε εισαγωγικά, να μην πάρει κάποιο hostel ή οτιδήποτε και με αυτήν την κοπέλα αισθάνθηκα, από την πρώτη στιγμή, ότι ήταν αδερφή μου σε κάποια άλλη ζωή. Και μείναμε μαζί αρκετές μέρες και ανταλλάξαμε αρκετές ιδέες. Ήταν, ίσως, και το πρώτο άτομο που με ώθησε στο να αφεθώ να χορέψω και εκεί πέρα κάπως άρχισε το ταξίδι μου με τον χορό. Δεν έχουμε μιλήσει από τότε με τη Geraldine, δυστυχώς, αλλά ξέρω τι κάνει, επειδή είμαστε στο Facebook connected. Άλλο ένα άτομο είναι ο Sito. Είναι ένας μουσικός από τη Γαλλία, ο οποίος, για πρώτη φορά, μου έμαθε να χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Και από τότε κάπως δεν ντρέπομαι να συνυπάρχω με κόσμο και να βγάζω φωνή είτε είναι σε τραγούδι είτε είναι γενικότερα σε μία παρέα. Και άλλο ένα, πολύ μεγάλο inspiration κάπως, που μου έδωσε αυτό το νησί ήτανε και ο Μισέλ, ο οποίος ήτανε ακόμα ένας μουσικός, ο οποίος την πρώτη φορά που τον γνώρισα μου είπε να πάω σε ένα από τα live του και έκανε έναν αυτοσχεδιασμό σε ένα μέρος που ήτανε, ας το πούμε, κλισέ χώρος restaurant για άτομα που έχουν έρθει διακοπές να περάσουν τον χρόνο τους και να φάνε, αρκετά ακριβό εστιατόριο. Και ο Μισέλ άρχισε να κάνει έναν αυτοσχεδιασμό με την κιθάρα του και με τα συστήματα του, με τα συνθεσάιζερ που είχε σε έναν χώρο που περίμενες να ακούσεις τζαζ, σε έναν χώρο που περίμενες να ακούσεις έτσι κάποια μουσική πιο ναι ίσως, έντεχνη ίσως, ο Μισέλ άρχισε να παίζει τη δικιά του μουσική, εκείνη την ώρα που έβγαινε. Και αυτό με μάγεψε κατά κάποιο τρόπο. Δηλαδή, πώς μπορείς σε ένα τέτοιο μέρος να βγάζεις αυτό το πράγμα; Και από εκείνη τη στιγμή σιγά-σιγά άρχισα να σκέφτομαι αυτό το feeling: «Πώς θα ήτανε να μπορέσω κι εγώ να αυτοσχεδιάζω κάποια στιγμή στη ζωή μουσική;». Σε οποιοδήποτε μέρος, δεν έχει σημασία, εάν είναι στο σπίτι μου, εάν είναι σε ένα μέρος σε ένα ακριβό εστιατόριο, ή για τον Πρωθυπουργό, ή για έναν άστεγο έξω στον δρόμο, είτε στην παραλία, οπουδήποτε! Πώς θα ήτανε εγώ να μπορέσω να παίξω αυτοσχεδιασμό εκείνη την ώρα και να είμαι μέσα μου, στον εαυτό μου, και ας γίνεται ό,τι θέλει να γίνεται απέξω στον κόσμο; Εγώ είμαι μέσα μου και βγάζω αυτό που έχω μέσα μου αυτή τη στιγμή και το μοιράζομαι με τον κόσμο. Πώς μπορώ να φτάσω σε αυτό το σημείο; Οπότε, αυτός ήτανε, ίσως, και από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που με ώθησ[00:30:00]ε να ασχοληθώ με τη μουσική. Tο κατάφερα αυτό το feeling, το ένιωσα αρκετές φορές πιστεύω μέχρι τώρα. Νομίζω αυτοί ήτανε, ίσως, οι πιο σημαντικοί άνθρωποι. Μπορώ να πω και άλλα άτομα, αλλά φοβάμαι μην γίνω κουραστικός.
Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις.
Ωραία. Θα πω και για τον Kalcifer τότε. Ο Kalcifer είναι ένα ζογκλεράς ο οποίος έχει το δικό του τσίρκο στο Βερολίνο και αυτός είναι ο πρώτος μου δάσκαλος στα ζογκλερικά, πιο συγκεκριμένα στο Rope Dart. Είναι μία αρχαία κινέζικη πολεμική τέχνη που έχει ήδη γίνει, κάπως, και πιο διαδεδομένη σαν κάποιο είδος ζογκλερικού σε εισαγωγικά. Ο Kalcifer ήτανε ένας άνθρωπος, ο οποίος, κατά κάποιο τρόπο, αισθανόταν τον καθένα μας. Γιατί δεν ήμουνα μόνο εγώ που με δίδαξε, ήταν κι άλλα άτομα. Καταλάβαινε πώς να διδάξει τον καθένα ξεχωριστά, με ποιον τρόπο, με διαφορετικούς τρόπους. Κατάφερε να διαδώσει τη γνώση του με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά άτομα και μέσα σε -τι να πω;- μέσα σε μία μέρα κατάφερα να μάθω ένα martial art, ας το πούμε, το Rope Dart. Kατάφερα να είμαι σε ένα level στο οποίο μπορώ να παίξω αυτό το prop, αυτό το ζογκλερικό, αυτό το είδος ζογκλερικού. Πολύ μεγάλος δάσκαλος κατά κάποιο τρόπο μπορώ να πω. Με τον Kalcifer έχουμε κρατήσει επαφή και πήγα να τον δω, επίσης, πριν μερικούς μήνες στο Βερολίνο και είδα την παράστασή του στο τσίρκο που μου έκανε φοβερή εντύπωση. Αλλά αυτό ήταν και ένα από τα μαγικά πράγματα που συμβαίνει, όταν ταξιδεύεις μόνος σου. Γνωρίζεις άτομα από διάφορα μέρη του κόσμου με διάφορες γνώσεις που, εάν είσαι ανοιχτός, θα τους γνωρίσεις. Αυτοί θα έρθουνε σε σένα, εγώ δεν έψαχνα κάποιον να μάθω ζογκλερικά ούτε έψαχνα κάποιον να με ωθήσει να πάω προς τη μουσική ή να ανοίξω τη φωνή μου. Ήμουν απλώς ένα ανοιχτό κανάλι, στο οποίο μπορούσε ο καθένας να έρθει και να διαδώσει αυτό που έχει μάθει ήδη. Ήμουνα «ο κανένας» -σε εισαγωγικά- σε εκείνο το νησί και ήθελα να είμαι ο κανένας, έτσι ώστε να είμαι ένα ανοιχτό κανάλι, να μπορέσω να πάρω γνώσεις κατά κάποιον τρόπο. Από τη μία μεριά, μαθαίνω για τον εαυτό μου μέσα από την απλότητα της ζωής μου, που προσπάθησα να έχω εκείνη την περίοδο. Και από την άλλη, άφησα πίσω τον εγωισμό μου, το ποιος είμαι: «Α είμαι ο Παναγιώτης που έχω τελειώσει πτυχίο, μεταπτυχιακό, έχω δουλέψει σε αυτή την τεράστια εταιρεία, έχω κάνει αυτά τα πράγματα και είμαι αυτό το πράγμα». Εκείνη τη στιγμή εγώ, κάπως, προς τα έξω εξέδιδα τον εαυτό μου σαν: «Είμαι ο Παναγιώτης, είμαι αυτός, δεν υπάρχει κάτι άλλο για μένα». Δηλαδή, ας ζήσουμε εκείνες τις στιγμές που είμαστε μαζί χωρίς να πάμε σε “small talk” -σε εισαγωγικά- για τη ζωή μας, χωρίς να πάμε. Σίγουρα θα καταλήξει κάποια στιγμή σε αυτό, δεν λέω, αλλά έχουμε συνηθίσει ίσως σε αυτή την κοινωνία με το που γνωρίζεις κάποιον: «Α, τι σπούδασες; Τι δουλειά κάνεις; Τι είσαι; Ποιος είσαι;» και δεν αφήνουμε εκείνη τη στιγμή να εξελιχθεί σε αυτό που είναι. Παίρνουμε κατά κάποιο τρόπο control, παίρνουμε το control μέσα μας προς τα έξω για να γίνει κάτι ίσως, δεν ξέρω. Δεν το έχω ακόμα αντιληφθεί, αλλά νομίζω είναι ο εγωισμός μας μέσα από όλο αυτό. Δηλαδή, ο εγωισμός μας μάς βάζει στη συνθήκη του να δείξω ποιος είμαι: «Ποιος είμαι τώρα. Α, κοίτα ποιος είμαι εδώ τώρα!». Και όλο αυτό δίνει χώρο στο να εξελιχθεί όλο το υπόλοιπο που ποτέ δεν ξέρεις τι θα είναι.
Μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή που ήσουν άστεγος, που ήσουν στην Ταϊλάνδη, που είχε ζούγκλα, φαντάζομαι συνέβησαν δύσκολες στιγμές. Θυμάσαι κάποιες που… Θυμάσαι να έζησες κάποιες στιγμές που είχαν μεγάλη δυσκολία; Να προσπεράσεις κινδύνους;
Σε ένα τροπικό περιβάλλον, νομίζω, υπάρχουν αρκετά πράγματα που μπορούν να σε σκοτώσουν. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε, ίσως, τα φίδια και οι πέτρες, άμα κάνεις κάποιο λάθος και πέσεις, δεν υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Στην Ταϊλάνδη, συγκεκριμένα, ίσως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα κουνούπια. Όσο και περίεργο κι αν φαίνεται, το πρωί τα κουνούπια, εάν σε τσιμπήσουν, υπάρχει μία μεγάλη πιθανότητα να κολλήσεις dengue fever, το οποίο είναι μία αρρώστια που ανεβάζεις πυρετό και πολλές φορές παθαίνεις και εσωτερική αιμορραγία και από αυτό πεθαίνεις. Aυτό για να το αποφύγεις σαν ένας άστεγος πρέπει να βάλεις ρούχα. Θυμάμαι κάποιες φορές όταν κοιμόμουνα στην παραλία, έβαζα το fleece μου, την κουκούλα μου και έδενα την κουκούλα μου με τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο η μύτη μου ήταν απέξω, για να αναπνέω, και το παρεό μου με σκέπαζε τα πόδια και πάνω στη μύτη μου έβαζα Tiger Balm. Είναι σαν το Vicks εδώ πέρα που έχουμε, απωθεί τα κουνούπια και ίσως αυτό ήταν ένα από τους πιο μεγάλους κινδύνους γενικότερα στο περιβάλλον. Ένας άλλος κίνδυνος είναι σίγουρα τα φίδια, οι σαρανταποδαρούσες, κάποια είδη από μυρμήγκια και γενικότερα ακόμα και τα δέντρα. Δηλαδή, υπάρχουν πολλοί θάνατοι από coconut trees που πέφτουνε οι καρύδες πάνω στο κεφάλι σου και πεθαίνεις. Τα δέντρα καρύδας είναι είκοσι μέτρα, καμιά φορά δέκα μέτρα. Άμα πέσει η καρύδα από πάνω και σε χτυπήσει, έφυγες. Μία στιγμή θυμάμαι με την οποία κάπως αισθάνθηκα κίνδυνο. Αρκετές φορές είχα πάει μέσα στη ζούγκλα, θα πω πρώτα, ίσως, μία ιστορία που δεν αισθάνθηκα κίνδυνο, αλλά υπήρχε κίνδυνος. Σε μία εκδρομή που είχα πάει να ανεβώ να βρω τις πηγές ενός ποταμού, έπρεπε να περάσω πολλές φορές μέσα από τη ζούγκλα, για να μπω ξανά στο ποτάμι. Και σε μία στιγμή δίπλα μου ήταν μία, ένας μεγάλος ιστός αράχνης, και μία αράχνη που ίσως ήταν λίγο μεγαλύτερη από το χέρι μου, ακριβώς δίπλα στο κεφάλι μου και νομίζω εκείνη στιγμή ήταν λίγο επικίνδυνη, αλλά εγώ δεν ένιωσα πολύ τον κίνδυνο εκεί πέρα. Είχα μπει κάπως στην αίσθηση της ζούγκλας. Δεν έκανε τίποτα η αράχνη προφανώς. Δεν την ενόχλησα, αλλά λίγα μέτρα πιο πέρα αισθάνθηκα ότι θα δω κι ένα φίδι και όντως λίγα μέτρα πιο πέρα εμφανίστηκε ένα φίδι μπροστά μου. Ένα πράσινο φίδι με κίτρινα μάτια, το οποίο το κοίταξα, και το πρώτο πράγμα που αισθάνθηκα ότι πρέπει να είμαι είναι ήρεμος, γιατί άμα είχα πανικοβληθεί, μετά είχα διαβάσει ότι αυτό το φίδι είναι από αυτά που πηδάνε επάνω σου. Οπότε, εκείνες τις στιγμές ήτανε στιγμές κινδύνου. Εγώ δεν το αισθάνθηκα πάρα πολύ, αλλά μετά από μερικές ιστορίες που άκουσα για διάφορα φίδια που υπήρχαν στο δάσος, ήτανε μία στιγμή[00:40:00] που είχαμε βγει πολύ πρωί για να δούμε την ανατολή του ηλίου και μπήκαμε μέσα στη ζούγκλα. Βράδυ τώρα, που το βράδυ βγαίνουν όλα τα φίδια και εκεί πέρα είχε και κόμπρες, king κόμπρες, διάφορες κόμπρες. Νομίζω εκεί πέρα, εκείνες τις δύο ώρες που περπατούσαμε στη ζούγκλα, ήταν οι στιγμές του μεγαλύτερου κινδύνου και όντως φοβήθηκα ότι μπορεί να συμβεί κάτι. Δεν συνέβη κάτι, πάλι καλά. Νομίζω αυτές ήτανε οι δύο στιγμές. Δεν αισθάνθηκα κίνδυνο γενικότερα, νομίζω και αυτό ήταν μεγάλο κάπως σαν βοήθημα του να κάνω αυτό που έκανα. Δεν με ενδιέφερε ο κίνδυνος ή κατά κάποιο τρόπο, ενστικτωδώς, απέφευγα τον κίνδυνο. Όσο πιο κοντά ήμουνα στον εαυτό μου και στη φύση και συνδεόμουνα, τόσο πιο πολύ ήξερα κάποια πράγματα του ίσως μπορεί να συμβούν. Οπότε τα απέφευγα κατά κάποιο τρόπο ή έπαιρνα κάποια μέτρα, για να μην συμβούνε. Αυτά.
Μετά από αυτές τις δύο ώρες περπατήματος στη ζούγκλα αισθανόμενος φόβο, τελικά πώς αισθάνθηκες βλέποντας αυτή την ανατολή; Η εικόνα; Περιέγραψέ τη μας, αν θες.
Ήταν ένας βράχος ο οποίος έβγαινε από τη ζούγκλα πάνω στο βουνό και μπορούσες να δεις όλες τις όχθες, τις παραλίες μπροστά σου. Δεν υπήρχε ούτε ένα ξενοδοχείο ούτε μία παράγκα, τίποτα, εκεί πέρα. Ήτανε πολύ pure και έβλεπες τον απέραντο ωκεανό να αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος, τεράστιος ήλιος, μέσα από τη θάλασσα, σιγά-σιγά. Νομίζω άξιζαν αυτές οι δύο ώρες. Σίγουρα θα μπορούσανε να είναι καλύτερα, αν δεν χανόμασταν αυτές τις δύο ώρες στη ζούγκλα, κανονικά ήταν σαράντα πέντε λεπτά. Αλλά αυτό το, αυτή η ανατολή που είδαμε με τους δύο φίλους μου ήτανε, έχει χαραχτεί πραγματικά. Δηλαδή, όταν περνάς ένα δύσκολο πέρασμα, περνάς μία δύσκολη στιγμή και μετά βρίσκεις αυτήν την εφορία του ότι: «Α, το κατάφερα αυτό!» είναι μία στιγμή που τη θυμάσαι, τη θυμάσαι για πάντα και γενικά με τη ζωή.
Και η αίσθηση της ζούγκλας στο σώμα σου; Φαντάζομαι δεν την είχες ξανανιώσει.
Εκείνη τη στιγμή που ξεκινήσαμε το μονοπάτι, ήμουνα ήδη νομίζω ένα μήνα σε αυτό το νησί. Δεν αισθάνθηκα κίνδυνο στην αρχή. Ήτανε μία ηρεμία. Όταν αρχίζεις ένα μονοπάτι για να φτάσεις κάπου, μία μεγάλη ηρεμία, άκουγες κάποια ζώα να κάνουν φασαρία. Πραγματικά φασαρία όμως! Ήτανε νομίζω τζιτζίκια, δεν ξέρω τι ήτανε. Έκαναν, δηλαδή, όταν περνούσαμε από κάποια σημεία, έπρεπε να φωνάζουμε, για να ακουστούμε ο ένας με τον άλλον. Ήτανε πραγματικά πολύ πρωτόγνωρο και σιγά-σιγά όσο χανόμασταν μέσα στη ζούγκλα, έπρεπε και εσύ να είσαι τόσο και πιο προσεκτικός και να καταλάβεις, ίσως, πού δεν πρέπει να πας, ειδικά όταν έχεις χάσει το μονοπάτι. Αλλά νομίζω η ψυχραιμία σε εκείνες τις στιγμές είναι το βασικό πράγμα και ένα ακόμα βασικό πράγμα είναι να κάνεις φασαρία με ό,τι έχεις, έτσι ώστε να φύγουνε, ίσως, κάποια φίδια από γύρω σου ή να μην σου επιτεθούνε. Αλλά το όλο αίσθημα που αισθάνομαι τώρα, όταν ξαναβιώνω αυτό το συμβάν, είναι αυτό το αίσθημα του: «Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω στη ζωή μου. Είναι μόνο ένα πράγμα αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή περνάω μέσα από μία ζούγκλα και πρέπει να φτάσω στον βράχο! Έχω μόνο έναν στόχο, είναι μόνο αυτό το πράγμα, δεν υπάρχει τίποτα άλλο! Ξέρω ότι μπορεί να γίνει κάτι κακό, υπάρχει αυτή η πιθανότητα, αλλά εγώ είμαι εκεί στο τώρα και προσπαθώ με κάθε τι να αποφύγω αυτό. Αλλά συγχρόνως να καταλάβω τι γίνεται γύρω μου, έτσι; Να είμαι συνειδητός του τι γίνεται γύρω μου!». Το να είσαι αυτό που λέμε «ένα με τη φύση», κάπως ανοίγεις τα ένστικτά σου που βαθιά τα έχουμε χώσει μέσα μας, μέσα στις μεγαλουπόλεις που ζούμε. Τα έχουμε χώσει τόσο βαθιά, που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε σε μία τέτοια συνθήκη. Αυτό που πρέπει να κάνεις ή αυτό που είσαι φτιαγμένος για να κάνεις, είναι να αφεθείς στο ένστικτό σου εκείνη τη στιγμή και να ακούσεις τον εαυτό σου τι κάνει! Πολλές φορές αισθάνθηκα ότι είμαι σαν ρομπότ. Δηλαδή, ξέρω τι κάνω, το κάνει μόνο του το σώμα, δεν έχω επίγνωση πολλές φορές του τι κάνω, το αν θα χτυπήσω ένα σημείο συγκεκριμένο στο πάτωμα για να κάνω αυτή τη φασαρία, το αν ίσως πάω αριστερά ή δεξιά σε ένα μέρος που δεν υπάρχει πια μονοπάτι και το έχω χάσει. Προσπαθείς να ενταχθείς σε αυτή τη φύση, έτσι ώστε να φτάσεις βασικά στον στόχο σου, να φτάσεις σε αυτό που, εμείς θέλαμε τότε να δούμε την ανατολή.
Η μεγαλύτερη διαδρομή που θυμάσαι να κάνεις περπατώντας είτε με κάποιο όχημα πόσο διήρκησε; Και επίσης ήσουνα μόνος σου;
Η μεγαλύτερη διαδρομή…Υπήρχανε αρκετές διαδρομές που ήτανε περισσότερο από δέκα ώρες, αλλά αυτή που με στιγμάτισε και δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήτανε μετά από τον παράδεισο της Ταϊλάνδης. Όταν έφτασα στην Ινδία στην Καλκούτα, πήρα το τρένο από το χάος της Καλκούτας, που πραγματικά δεν μπορούσα να το ζήσω αυτό το χάος. Ήτανε πραγματικά απίστευτα τεράστιο χάος! Πήρα το τρένο και πήγα από Καλκούτα Βαρανάσι. Ήτανε δεκαπέντε ώρες ταξίδι με το τρένο, στο όποιο τρένο είχα πάρει δεύτερο class, ας το πούμε. Το τρένο είχε τρία class: το πρώτο class είναι όταν είσαι όρθιος ή κοιμάσαι στο πάτωμα, το δεύτερο είχε κρεβάτια αλλά ήσουνα πάλι με πάρα πολύ κόσμο και το τρίτο class είναι έτσι πιο business, υπάρχει χώρος, αλλά πληρώνεις και ακόμα πιο πολύ. Ήμουνα σε ένα κρεβάτι ανάμεσα σε οχτώ Ινδούς δίπλα μου. Σκέψου να είναι ένας διάδρομος, από τα δεξιά σου να είναι τρία κρεβάτια, το ένα πάνω από το άλλο, και να υπάρχουν σε κάθε… Αυτός ο διάδρομος πάει από την αρχή του βαγονιού μέχρι το τέλος και έχει μικρά δωματιάκια χωρίς πόρτα, τα οποία έχουνε μέσα έξι κρεβάτια και από τη δεξιά μεριά είναι ακόμα τρία, αυτά που βλέπεις. Και υπάρχει και ο κόσμος που είναι και σηκωμένος. Οπότε, είχα ένα μικρό κρεβατάκι στη δεξιά μεριά του διαδρόμου. Ακριβώς από πάνω μου ήτανε άλλοι δύο Ινδοί και μπροστά μου ήτανε έξι κρεβάτια, τα έβλεπα. Και σιγά-σιγά, αυτές τις δεκαπέντε ώρες πραγματικά δεν γινόταν να μην κοιμηθείς. Έπρεπε να κοιμηθώ, αλλά ήξερα ότι μπορούσανε να με κλέψουνε εκείνη τη στιγμή. Οπότε, έκανα φίλους τους Ινδούς γύρω μου, έτσι ώστε να υπάρχει μία σχετικά προστασία των πραγμάτων μου από γύρω μου. Τότε είχα μία μικρή κιθάρα και το σακίδιό μου, δεν είχα κάτι άλλο. Να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιέφερε και άμα με κλέβανε το[00:50:00] σακίδιο, αλλά νομίζω η κιθάρα μου ήταν το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή. Είχα τα πάντα μέσα σε ένα μικρό τσαντάκι, που το είχα πάντα δίπλα μου. Είχα το κινητό μου και το διαβατήριό μου μαζί με την κάρτα και το μπλοκάκι μου που έγραφα. Αυτά νομίζω ήτανε τα πιο σημαντικά πράγματα. Σίγουρα, μέσα στο σακίδιο υπήρχανε τα ρούχα τα οποία μου είχανε δώσει άτομα και ήτανε αναμνήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή, σε αυτό το μέρος που είσαι, δεν μπορείς να σκεφτείς τόσο πολύ τα πράγματά σου πόσο σε ενδιαφέρουνε. Είσαι σε ένα συνεχές χάος, μέσα σε αυτό. Οπότε, αυτές οι δεκαπέντε ώρες ήταν αρκετά δύσκολες, αλλά ήτανε και μία πολύ ωραία εμπειρία του να ενταχθείς σε αυτή την καθημερινότητα, ίσως, των Ινδών. Είναι μία μεγάλη διαφορά το τι ζούμε εδώ πέρα στην Ελλάδα με το τι ζουν εκεί πέρα και το τι είναι νορμάλ εδώ τι είναι νορμάλ εκεί πέρα.
Κάτι άλλο που αντίκρισες και, όπως λες, δεν σου φαινόταν νορμάλ, αλλά άρχισες να συνηθίζεις; Tι άλλο θα μπορούσε να είναι; Μυρωδιές…
Το πρώτο πράγμα είναι σίγουρα η μυρωδιά. Με το που φτάνεις σε μία μεγάλη πόλη, το πρώτο πράγμα που παρατηρείς είναι η μυρωδιά. Είναι παντού, είτε είναι φαγητό είτε είναι μία συνεχής μυρωδιά από καυσαέρια και σκουπίδια μέσα στη ζέστη, χαλασμένο, κάτι χαλασμένο δηλαδή που μυρίζεις, ένα συνεχές χαλασμένο feeling! Aυτό είναι νομίζω το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνηθίσεις. Παράλληλα με αυτό είναι η φασαρία που γίνεται που οκέι το βράδυ δεν υπάρχει πολλή φασαρία. Την ημέρα, όμως, είναι αυτό το χάος της φασαρίας που είναι νορμάλ παντού. Νομίζω θέλεις τουλάχιστον τρεις-τέσσερις μέρες για να το καταλάβεις ότι θα υπάρχει αυτό παντού, θα είναι έτσι την ημέρα. Και το τρίτο, ίσως, μεγαλύτερο θέμα, που εμένα κάπως μου άρεσε, είναι ότι σχεδόν σε κάθε μέρος που θα πας, θα σπρώχνεσαι λίγο-πολύ. Δηλαδή, ειδικά άμα θέλεις να πας σε κάποιο market, σε κάποια λαϊκή, σε κάποιο μέρος μέσα, θα πρέπει, είναι νορμάλ απλώς να σπρώχνεσαι. Δεν είναι κάτι περίεργο. Πολλές φορές θα σου πούνε συγνώμη, πολλές φορές απλώς αυτό είναι νορμάλ πράγμα να γίνεται στην καθημερινότητα στην Ινδία. Και μέσα σε αυτό, δηλαδή, παντού υπάρχουν αμάξια. Και μέσα στη λαϊκή να είσαι, πάλι θα περάσει είτε αμάξι είτε μηχανή. Το βασικό πράγμα που γίνεται είναι η κόρνα. Η κόρνα για τους Ινδούς είναι το χαρακτηριστικό του: «Α είμαι και εγώ εδώ. Πρόσεχέ με». Δηλαδή, όταν ακούς κόρνα, από μέσα τους πιστεύω οι Ινδοί απλώς λένε: «Α είμαι και εγώ εδώ, πρόσεξέ με κι εμένα», «Α είμαι κι εγώ!», «Α κι εγώ είμαι εδώ!», «Κι εγώ!» «Κι εγώ!» και είναι ένα συνεχές τέτοιο είδους χάος που γίνεται όλη την ώρα. Και θα το παρατηρήσεις πάρα πολύ και αν προσπαθήσεις να πάρεις μία μηχανή και να πας από ένα μέρος στο άλλο, πολλές φορές θα αισθανθείς ότι μπορεί να πεθάνεις σε εκείνο σε αυτό το ταξίδι με τη μηχανή, αλλά είναι νορμάλ αυτό. Συνήθως δεν γίνονται πολλά ατυχήματα, αυτό έχω καταλάβει. Δηλαδή, όσο ήμουνα εκεί πέρα, δεν είδα ούτε ένα ατύχημα και αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Ποιος ήταν ο στόχος σου πηγαίνοντας στην Ινδία έπειτα από τον χρόνο αυτό στην απλότητα, στη ζούγκλα; Ποιος ήταν ο στόχος που σε οδήγησε σε αυτό το χάος που περιγράφεις;
Μέσα από τους τρεις μήνες που βίωσα κάπως την Ταϊλάνδη και τις μεγαλουπόλεις της και τη ζούγκλα και μέρη που είναι παράδεισος λίγο-πολύ. Δηλαδή, πραγματικά ένα αίσθημα παραδείσου βγαίνει από μέσα σου, άσχετα ότι υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα που μπορούν να σε σκοτώσουνε. Αυτό το πράγμα που ήθελα κάπως να καταφέρω μέσα από την αλλαγή αυτήν, ήτανε το να πάω από ένα παραδεισένιο μέρος, που έμαθα κάποια πράγματα, να πάω να δω και την άλλη όψη. Γιατί λίγο-πολύ στην Ταϊλάνδη, οκέι, στις μεγάλες πόλεις βλέπεις πόσο φτωχός είναι ο κόσμος. Σε κάποια μέρη όπως αυτή τη ζούγκλα που πήγα και σε αυτό το νησί, βλέπεις πόσο σκληρά δουλεύουν οι Ταϊλανδοί μέσα σε όλο αυτό. Αλλά βλέπεις και παντού Ευρωπαίους, βλέπεις κόσμο που έχει λεφτά, που λίγο-πολύ αισθάνεσαι και ένα comfort μέσα στο discomfort όλου του πράγματος. Oπότε, μέσα από αυτόν τον παράδεισο που θυμάμαι τελευταίο μέρος που ήμουνα στην Ταϊλάνδη ήτανε το Railay Beach, ένα μέρος που πήγα για αναρρίχηση για μία εβδομάδα. Εκεί πέρα πραγματικά θα μπορούσα να ζήσω μήνες, αλλά αποφάσισα μετά από αυτό το παραδεισένιο μέρος να μπω λίγο στην άλλη όψη των πραγμάτων, να δω άλλο ένα μέρος της Ασίας, το οποίο με καλούσε κατά κάποιο τρόπο και αυτό, και να δω την τεράστια διαφορά της ηρεμίας με το χάος. Δηλαδή, την πρώτη μέρα που ήμουνα στην Καλκούτα, υπήρχε ένας μεγάλος πονοκέφαλος. Εγώ αυτό θυμάμαι, δεν θυμάμαι τι έκανα, πώς πέρασε η μέρα μου. Θυμάμαι έναν μεγάλο πονοκέφαλο, ένα μεγάλο στρες, ένα: «Τι κάνω τώρα;». Σίγουρα, είσαι σε μία διαφορετική χώρα, με διαφορετικούς ανθρώπους που συνεννοούνται διαφορετικά και μέσα σε όλο αυτό είναι και το νορμάλ για αυτούς χάος, που εσύ δεν το έχεις δει ποτέ στη ζωή σου τόσο τεράστιο. Και η Καλκούτα είναι από τις πιο φτωχές, κάπως, πόλεις της Ινδίας. Οπότε, ήτανε τεράστιο, τεράστιο το σοκ και το transition από το ένα στο άλλο, αλλά αισθανόμουν ότι ήθελα να το δω και να το βιώσω και να δω ότι τα πράγματα, ίσως, πολλές φορές δεν είναι τόσο ρόδινα. Ήθελα να δω λίγο και -σε εισαγωγικά- τη «σκατίλα» αυτού του πράγματος σε αυτό το ταξίδι που ζω, με στόχο βέβαια να περάσω την Ινδία και να πάω στο Νεπάλ. Πάλι μετά απ’ το χάος να πάω στην ηρεμία. Αυτός ήτανε ο δρόμος μου σε εισαγωγικά.
Και πόσο καιρό διήρκεσε το πέρασμα της Ινδίας;
Δυστυχώς, μετά την Καλκούτα όταν έφτασα στο Βαρανάσι, το οποίο Βαρανάσι είναι από τις πιο αρχαίες πόλεις της Ινδίας, εκεί ήτανε που άρχισα να αισθάνομαι και πιο πολύ την αρχή της πανδημίας που ξεκίνησε, που πραγματικά δεν ήξερα αν είναι αλήθεια, τι γίνεται, να γυρίσω να μη γυρίσω, να συνεχίσω το ταξίδι μου, τι να κάνω, δεν… Δηλαδή, ήμουνα σε ένα δίλημμα τεράστιο, πραγματικά ήθελα να συνεχίσω αυτό το ταξίδι, αλλά κάθε μέρα άκουγες και κάτι διαφορετικό. Και σε κάθε μέρα άκουγες και κάτι πιο ακραίο που γινότανε στον κόσμο με αποτέλεσμα μετά από δυόμιση περίπου εβδομάδες που έκατσα στην Ινδία, θυμάμαι χαρακτηριστικά την τελευταία μέρα ξύπνησα σε ένα hostel και έφαγα το πρωινό μου και ενστικτωδώς μάζεψα τα πράγματά μου και ξεκίνησα για το αεροδρόμιο. Eίχα διαβάσει εκείνη την ημέρα ότι θα κλείσουν τα αεροδρόμια την επόμενη ημέρα. Οπότε, άφησα το σώμα μου να δει τι κάνει σε αυτήν την κατάσταση, που κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει, έτ[01:00:00]σι; Μέσα σε μία ώρα ήμουνα ήδη στο αεροδρόμιο και είχα πάρει το πρώτο αεροπλάνο για το Νέο Δελχί, για να μπορώ να φύγω ή προς Ευρώπη ή προς κάπου αλλού. Οπότε, δεν βίωσα αρκετά την Ινδία όσο θα ήθελα και δεν κατέληξα στο Νεπάλ μέσα σε όλο αυτό το ταξίδι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά φτάνοντας στο Νέο Δελχί να υπάρχει ένα τεράστιο χάος με όλους τους Ευρωπαίους, να προσπαθούνε να πάρουνε το εισιτήριο για να φύγουνε πίσω σπίτι τους και να ζητάνε τρεις χιλιάδες ευρώ για ένα αεροπορικό εισιτήριο για να φύγουνε. Και υπήρχαν πολλά άτομα που έδιναν τρεις και τέσσερις χιλιάδες ευρώ για εισιτήρια, για να φύγουνε από την Ινδία εκείνη τη στιγμή. Εγώ δεν ήμουνα διατεθειμένος να δώσω τρεις χιλιάδες ευρώ για ένα εισιτήριο. Νομίζω αυτό ήταν τεράστια κλεψιά και εκείνη τη στιγμή είχα γνωρίσει μία κοπέλα, η οποία με είχε πει να πάω μαζί της στην Ινδονησία. Έρχεται ξανά η Ινδονησία μέσα στο παιχνίδι! Με την οποία θα πήγαινα εκεί πέρα και είχε σπίτι, αλλά εν τέλει, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως νομίζω περισσότερο λόγω συνθηκών και πόσο φόβο μας δημιούργησαν μέσα από αυτά τα online post που είχα δει και μέσα από τον πανικό που γινόταν στο αεροδρόμιο, προσπάθησα να φύγω προς Ευρώπη. Και όντως άμα δεν έβρισκα εισιτήριο φθηνό, δεν θα έφευγα, θα πήγαινα στην Ινδονησία. Αλλά εκείνη τη στιγμή βρήκα ένα εισιτήριο με εξακόσια ευρώ και όχι τρεις χιλιάδες για Γερμανία το οποίο αμέσως πήρα και ένα λεπτό πιο μετά το ίδιο εισιτήριο έκανε δύο χιλιάδες ευρώ, πράγμα το οποίο μου λέει ότι όντως όλο αυτό ήτανε ένα χάος για τα λεφτά κατά κάποιο τρόπο. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει τόσο τεράστιο, τέτοια κατάσταση, τέλος πάντων. Άλλο ένα πράγμα που προσπαθώ να θυμηθώ… Αχ, τι ήθελα να πω; Κάτσε τώρα γιατί μου ‘φυγε.
Πάρε τον χρόνο σου.
Τέλος πάντων, δεν το θυμάμαι.
Εννοείται ότι όποτε το θυμηθείς, μπορείς να μιλήσεις για αυτό. Εγώ με όλη την περιγραφή που μόλις έκανες θα ήθελα να σε ρωτήσω αρχικά ποια ήτανε η πρώτη στιγμή πώς έμαθες εσύ για την πανδημία;
Το πρώτο πράγμα που, έτσι, με επηρέασε ήτανε ότι όλοι οι Ινδοί από εκεί πέρα πραγματικά από μία στιγμή στην άλλη, από μία μέρα στην άλλη, από εκεί που ήταν όλοι ευπρόσδεκτοι και σου μιλούσαν και ερχόταν κοντά σου και μπορούσες να κάνεις μία συζήτηση, αυτό από τη μία μέρα στην άλλη έπαψε να υπάρχει και πολλοί απέφευγαν την επαφή μαζί μου. Με απέφευγαν γενικότερα και νομίζω αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που αποφάσισα να μην συνεχίσω αυτό το ταξίδι, γιατί αισθανόμουνα ότι ήμουνα σαν ένα παράσιτο εκεί μέσα σε όλο αυτό. Δηλαδή, φοβότανε ο κόσμος να σου μιλήσει. Δηλαδή, έφευγε από δίπλα μου, υπήρχε σαν ένας κύκλος γύρω μου, ένας κύκλος δύο-τριών μέτρων, ο οποίος κανένας δεν πλησίαζε. Μετά από μία μέρα, ήτανε ακραίο. Δηλαδή, πώς γίνεται αυτό, δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Και επίσης, θυμήθηκα αυτό που ήθελα να πω μέσα από όλο αυτό. Μία μέρα μετά από όταν έφυγα, έκλεισαν όλα τα αεροδρόμια και υπήρχαν κάποιοι φίλοι μου που είχα γνωρίσει στα hostel, οι οποίοι αποφάσισαν να μείνουνε. Αυτοί οι φίλοι μου πέρασαν τον επόμενο μήνα, ήταν ίσως, ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες που έχουνε περάσει αυτοί οι άνθρωποι, γιατί τους είχανε κλείσει στα hostel και τους άφηναν μόνο μία ώρα μέσα στη μέρα να βγούνε, για να φάνε. Γιατί δεν τους έδιναν ούτε φαγητό προφανώς σε κάποια hostel. Οπότε, ήτανε σαν φυλακισμένοι για ένα μήνα. Κάποιοι τυχεροί που ήτανε σε κάποια hostel με άτομα μουσικούς και αυτά ήταν εντάξει, αλλά κάποιοι άλλοι που ήταν σε κάποια φθηνά hostel, που πραγματικά ήτανε φυλακές, δεν ήτανε ωραία εμπειρία. Οπότε, χαίρομαι πραγματικά που το απέφυγα όλο αυτό, αν και μπορούσα να πάω στην Ινδονησία! Mέσα σε όλο αυτό καλύτερα που απέφυγα, τουλάχιστον -σε εισαγωγικά- τη «φυλακή», γιατί αυτό το hostel που ήμουνα ήτανε σαν φυλακή!
Και από τη στιγμή που βρίσκεσαι στην Ινδία, παίρνεις εισιτήριο, φτάνεις στη Γερμανία, μετά η πορεία σου ποια ήτανε;
Με το που φτάνω στη Γερμανία, κάπως μέσα από όλα αυτά που είχα μάθει σε αυτό το ταξίδι και αυτές τις αλλαγές που είχα βιώσει σιγά-σιγά για τον εαυτό μου και, κατά κάποιο τρόπο, έτσι όπως το βλέπω τώρα, -τότε το έβλεπα πολύ διαφορετικά- οι ιδέες που πήρα μέσα σε αυτό το ταξίδι και αυτό που ήμουνα μέσα σε αυτό το ταξίδι, ήτανε ένα τεράστιο κοντράστ με αυτό που γύρισα πίσω και ξαφνικά από μία μέρα στην άλλη είμαι πάλι αυτός που ήμουνα. Γύρισα πίσω στην πραγματικότητα και στα κουτάκια των ανθρώπων που με ήξεραν, που ήμουνα ένας άλλος άνθρωπος εκεί πέρα τότε. Ήμουνα ο Παναγιώτης που δούλευα για μία μεγάλη εταιρεία και τον ελεύθερό μου χρόνο τον περνούσα κάνοντας αναρρίχηση, αυτό, σε εισαγωγικά. Το να γυρίσω σε αυτό, γύρισα και σε πολλά, κατά κάποιον τρόπο, αυτοκαταστροφικά μοτίβα που είχα εκείνον τον καιρό στη Γερμανία. Με αποτέλεσμα, να μην… Δηλαδή, όλο αυτό το ταξίδι τους πρώτους δυο-τρεις μήνες που βίωσα την καραντίνα ήτανε από τη μία βίωνα ξανά την αυτοκαταστροφή που τώρα καταλαβαίνω ότι ήτανε αναγκαία για μία αναγέννηση που έγινε μέσα από όλο αυτό. Έπρεπε, δηλαδή, να φτάσω στον πάτο, εκεί, για να ξανασηκωθώ και να καταλάβω σιγά-σιγά ποιος, πραγματικά, θέλω να είμαι, και όχι αυτό που με είχανε φτιάξει, σε εισαγωγικά, ή αυτό που εγώ πίστευα ότι ήθελα, αλλά εν τέλει δεν με κάλυπτε στη ζωή μου. Ήτανε μία Γερμανία που ήτανε πραγματικά σαν ένας δάσκαλος εκείνη τη στιγμή, γιατί ήμουνα πάλι μέσα lockdown που είχαμε με τους φίλους μου, αλλά σιγά-σιγά όλοι καταλάβαιναν ότι είχα αλλάξει αρκετά από αυτό που ήξεραν. Γιατί μέσα σε όλο αυτό το χάος που ξαναμπήκα μέσα σε όλο αυτό, γιατί και ας μην υπήρχε χάος, εγώ με το που φτάνω στην ίδια πόλη που ήμουνα τόσο… Κατά κάποιον τρόπο, είχα φτάσει στα όριά μου και δεν ήξερα τι κάνω με τη ζωή μου. Έχω φτάσει τώρα πάλι στο ίδιο σημείο, να είμαι στα όριά μου, να έχω περάσει όμως τους προηγούμενους τέσσερις μήνες, σαν να ήμουνα σε μία διαφορετική ζωή και να προσπαθώ να προσαρμόσω αυτά που έμαθα σε αυτό που είμαι τώρα. Δηλαδή, αυτά που έμαθα να προσαρμοστούνε στην πραγματικότητα εκεί. Αυτό δεν έγινε και πάρα πολύ, δυστυχώς. Έγινε με άλλο τρόπο και σιγά-σιγά όταν γύρισα στην Ελλάδα ξανά για μία καινούργια αρχή, εκεί αισθάνθηκα ότι, σιγά-σιγά, γίνεται μετά από ίσως έξι-εφτά μήνες από όταν είχα φύγει ήδη από αυτό το ταξίδι. Οπότε, νομίζω, μου πήρε λίγο χρόνο να εντάξω αυτά που έμαθα στην πραγματικότητά μου σε μία μεγαλούπολη, σε μία πραγματικότητα που λίγο-πολύ όλοι ζούμε και είναι το νορμάλ[01:10:00] να ζεις σε μία μεγάλη πόλη και να έχεις μία δουλειά, να συντηρείς ένα σπίτι και όλα αυτά, αλλά μέσα σε όλο αυτό να βρίσκεις και μέσα σου την ηρεμία και να βρίσκεις τα πράγματα που εσύ θέλεις να κάνεις και όχι να σε ωθούνε κάποιοι άλλοι είτε τα θέλω των γύρω σου να κάνεις κάποια πράγματα. Νομίζω αυτό ήταν το πιο σημαντικό.
Και τελικά πώς κατάφερες να εντάξεις αυτά τα μαθήματα στην καθημερινότητά σου στην πόλη;
Ξεκινώντας, ίσως, από το πιο βασικό. Εξασκώντας τα πράγματα που θέλω να κάνω σιγά σιγά. Άρχισα με τα ζογκλερικά, άρχισα με τον χορό. Το πρώτο πράγμα που άρχισα ήταν ο χορός. Μπήκα σε μία σχολή χορού εδώ πέρα, στη Θεσσαλονίκη, στο στούντιο 29 Α και σιγά-σιγά καταλάβαινα περισσότερο προς τα πού θέλω να πάω. Εντάχθηκα και σε μία ομάδα σωματικού θεάτρου. Οπότε, η κίνηση ήταν ένα βασικό στοιχείο το οποίο θα ήθελα να εντάξω στη ζωή μου σε μία πόλη, ένα βασικό πράγμα για να υπάρχει ηρεμία μέσα μου. Και μετά, σιγά-σιγά, άρχισαν και τα υπόλοιπα, με τα ζογκλερικά με το Rope Dart και με τη μουσική που μπήκε και αυτή στη ζωή μου λίγο πιο μετά, που σιγά-σιγά τώρα καταλαβαίνω ότι αυτά τα δύο πράγματα θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου: να είμαι ένας performer, είτε σαν χορευτής, είτε σαν performer σωματικού θεάτρου, είτε οτιδήποτε βασικά και να παίζω μουσική. Νομίζω αυτά είναι τα δύο αναγκαία πράγματα που πρέπει να υπάρχουν στη ζωή μου αυτή τη στιγμή, για να νιώθω ο εαυτός μου, πράγματα που δεν ήξερα καν ότι ήθελα ενάμιση χρόνο πριν. Δηλαδή, δεν υπήρχανε καν σαν ιδέες, υπήρχανε σαν μακρινές ιδέες, κάπως σαν όνειρα τα αισθανόμουνα, σαν όνειρα να υπάρχουνε πολύ βαθιά μέσα στο μυαλό μου που ποτέ δεν πίστευα ότι μπορώ να πετύχω ή ότι θα μπορούσα να είμαι, που εν τέλει τώρα μετά από δυόμιση, όχι δύο χρόνια νομίζω έχουν περάσει, είμαι αυτό.
Το μεγαλύτερο μάθημα που πιστεύεις ότι πήρες μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή ποιο είναι;
Το μεγαλύτερο μάθημα είναι, ίσως, το να αισθάνεσαι τα ένστικτά σου, το ένστικτο που έχεις μέσα σου που μέσα στην πόλη είναι πολύ δύσκολο να το ακούσεις. Έχεις τόσα πολλά πράγματα στο μυαλό σου καθημερινά που είναι πάρα πολύ δύσκολο να ακούσεις τι πραγματικά θέλεις. Γιατί λίγο-πολύ θα δούμε στην τηλεόραση τι θέλουνε να θέλουμε, στο ίντερνετ θα δούμε και τα πρότυπα ανθρώπων είτε στο Instagram είτε στο Facebook, μέσα από τις ωραίες φωτογραφίες που θα δούμε ή οτιδήποτε. Μέσα από την παρέα μας, ίσως, τις ωραίες στιγμές με την παρέα μας, θα πάρουμε και από κει πέρα ερεθίσματα, μέσα από τις δυσκολίες που έχουμε να βιοποριστούμε, σε αυτή τη χώρα τουλάχιστον, και τα άγχη, μέσα από την κίνηση που υπάρχει, μέσα από τα μικροπροβλήματα που έχεις να σκέφτεσαι κάθε μέρα -σε καθημερινή βάση- να πληρώσεις τους λογαριασμούς και οτιδήποτε. Δεν μπορείς να ακούσεις τι πραγματικά θέλεις. Πολλές φορές πρέπει να φύγεις από όλο αυτό το -σε εισαγωγικά- «τριπάκι» έτσι; Aυτού του πράγματος που ζούμε τώρα. Πρέπει να βγεις απέξω, πρέπει να βγεις σαν τρίτο πρόσωπο σιγά-σιγά, για να μπεις μέσα σου ξανά και να καταλάβεις τα ένστικτα σου τι είναι. Γιατί εσύ πραγματικά μέσα σου ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, αλλά επειδή έχεις ερεθίσματα από αριστερά και δεξιά και από πάνω και από κάτω, δεν μπορείς να καταλάβεις εάν το ένστικτο είναι ένα πραγματικό feeling ή άμα φιλτράρεται μέσα από όλα αυτά που βλέπεις γύρω σου και από το άγχος σου και δεν θέλεις να τα δεις ή δεν έχεις χρόνο καν να αισθανθείς. Νομίζω αυτό ήτανε το μεγαλύτερο μάθημα και, εγώ προσωπικά, για να αισθανθώ το ένστικτό μου σε πολλά πράγματα, πρέπει να βγω από την πόλη ίσως πολλές φορές, είτε να διαλογιστώ με διάφορους τρόπους, είτε θα είναι ο χορός, είτε θα είναι το τρέξιμο, είτε θα είναι η μουσική που θα με φέρουνε λίγο πιο κοντά στον εαυτό μου, στο να ακούσω τι θέλω. Νομίζω αυτό παίρνω από όλο το ταξίδι, που όλο αυτό το ταξίδι με δύο λόγια ήτανε ένα ταξίδι που ακολουθούσα τα ένστικτά μου. Με έφεραν εκεί που ήμουνα, με γνώρισαν με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά τα ένστικτα, αυτές οι στιγμές ενός δευτερολέπτου που απλώς κάνει κλικ και απλώς ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, το ακολουθάς! Το μόνο λογικό είναι να ακολουθάς αυτό που αισθάνεσαι και μετά είναι να ακούς όλους τους υπόλοιπους ίσως που σου λένε κάτι είτε την οικογένειά σου και μετά είναι όλα τα πρότυπα που σου έχουνε δώσει από μικρή ηλικία να ακολουθήσεις. Πρώτα-πρώτα ακολουθάμε αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε και νομίζω αυτό είναι και το ελιξίριο της ζωής που λέμε, άμα ακολουθάς το ένστικτό σου, ξέρεις πάντα τι πρέπει να κάνεις. Είναι απλά τα πράγματα. Σίγουρα θα υπάρχουνε δυσκολίες, αλλά τουλάχιστον βαδίζεις σε ένα δρόμο που εσύ θέλεις και ξέρεις ότι θα υπάρχουν δυσκολίες και οι δυσκολίες σε ένα δρόμο που ξέρεις ότι θέλεις, είναι δυσκολίες που θα τις περάσεις και θα τις περάσεις, θα βγεις με μεγαλύτερη δύναμη από αυτό. Δεν θα βγεις εξουθενωμένος, επειδή πας σε λάθος δρόμο και ακολουθάς τα όνειρα κάποιου άλλου. Γιατί πραγματικά, για μένα προσωπικά, η δουλειά που έκανα είναι όνειρο πολλών ανθρώπων. Για μένα όμως, εκείνη τη στιγμή, δεν ήτανε και νομίζω αυτό ήτανε το πράγμα που μέσα στο χάος μου αισθάνθηκα και συνέχιζα να αισθάνομαι, ώσπου να κάνω μία αλλαγή στα σκηνικά μου.
Θα ήθελες να μας πεις κάτι άλλο κλείνοντας;
Εάν υπήρχε σε μία ιδανική συνθήκη ιδανικού κόσμου να κάνουμε όλοι αυτό που θέλαμε και να ακολουθάμε, να έχουμε τον χώρο να ακολουθάμε τα ένστικτά μας. Γιατί για παράδειγμα στην Ινδία πολύς κόσμος δεν έχει επιλογή. Εμείς είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε την επιλογή να μπορούμε να τα ακολουθάμε αυτά τα πράγματα, αλλά πολλές φορές να μην τα ακολουθούμε. Σε ένα ιδανικό κόσμο που όλοι ακολουθάμε τα δικά μας ένστικτα και κάνουμε αυτό που θέλουμε, δεν θα υπήρχε όλο αυτό το άγχος. Δεν θα υπήρχε αυτή η διχόνοια που ίσως τώρα μας προωθούν μέσα από τον χωρισμό της πανδημίας. Νομίζω εάν πηγαίναμε ο καθένας μας, αν κλείναμε τα μάτια και πηγαίναμε σε έναν τέτοιο ιδανικό κόσμο, νομίζω αυτό θα ήτανε κι ένα πολύ μικρό βήμα στο να ακούσεις λίγο καλύτερα τι θέλεις στον δικό σου ιδανικό κόσμο. Γιατί για κάθε ένα μας είναι διαφορετικό o ιδανικός κόσμος. Βρες τον δικό σου!
Πριν σε ευχαριστήσω, θα ήθελα να μας πεις πώς αισθάνεσαι τώρα που μόλις έχεις αφηγηθεί ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του ποιος είσαι, τη ζωή σου.
Μέσα από αυτή τη συνθήκη, σιγά-σιγά, κι εγώ μπαίνω[01:20:00] σε αυτόν τον ιδανικό κόσμο και αισθάνομαι πιο κοντά σε αυτόν. Και είναι καλό να προτρέχεις στο παρελθόν και να δεις τις στιγμές που κάπως σε έπλασαν για αυτό που είσαι και να είσαι ευγνώμων. Οπότε, αυτό που έχω να πω είναι ότι είμαι ευγνώμων για όλα αυτά που έχουνε γίνει και χαίρομαι πάρα πολύ που έχω αυτούς τους ανθρώπους που έχω αυτή τη στιγμή στη ζωή μου και έχω φτιάξει αυτή τη ζωή αυτή τη στιγμή. Πάντα θα υπάρχουνε δυσκολίες, αλλά το σημαντικότερο είναι να πηγαίνεις, να αισθάνεσαι οικεία με τον δρόμο που έχεις επιλέξει και είμαι ευγνώμων που αισθάνομαι, ίσως για πρώτη φορά, μετά από είκοσι οχτώ χρόνια ότι όντως έχω επιλέξει ένα δρόμο που θέλω και δεν μου τον έχει επιλέξει κάποιος άλλος. Αυτό.
Τέλεια. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ Παναγιώτη.
Εγώ σας ευχαριστώ.