© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Μεγάλη η αγάπη του κόσμου, αλλά μικρή η "Απανεμιά"»: Η ιστορία μιας μοναδικής μπουάτ στην Πλάκα

Κωδικός Ιστορίας
11184
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Δημητρόπουλος (Π.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/11/2022
Ερευνητής/τρια
Άννα Παπαϊωάννου (Ά.Π.)

[00:00:00]

Ά.Π.:

Eίναι 14 Νοέμβρη, ο αφηγητής είναι ο Πάνος Δημητρόπουλος, η ερευνήτρια είναι η Άννα Παπαϊωάννου και βρισκόμαστε στη μπουάτ «Απανεμιά» στην Πλάκα. Θέλετε να μου πείτε πότε ήρθατε εδώ πρώτη φορά; 

Π.Δ.:

Πρώτη φορά ήρθα το 2001 σαν θαμώνας και γείτονας, γιατί είμαι παιδί της γειτονιάς εδώ, στην Πλάκα. Και όταν πρωτομπήκα, δεν το ξεχνάω ποτέ, έπαθα ένα σοκ. Γιατί δεν είχα ξαναδεί τέτοιο χώρο. Και έκατσα μόνος μου σε μια γωνία και άκουσα το πρόγραμμα όλο. Και έπειτα ερχόμουνα σχεδόν κάθε βράδυ αργά και παρακολουθούσα, και σιγά σιγά γνωρίστηκα με τους καλλιτέχνες που έπαιζαν τότε εδώ, οι οποίοι ήτανε μόνιμο σχήμα και έπαιζε πέντε φορές την εβδομάδα, το ίδιο σχήμα. Γνωρίστηκα με όλους, με γνώρισαν και εκείνοι ας πούμε. Μετά πηγαινοερχόμουνα στην Αμερική για άλλες δουλειές. Όποτε ήμουνα εδώ όμως στην Πλάκα, ήταν το στέκι μου. Και όλες τις παρέες μου και όλους τους φίλους μου τους καλλιτέχνες κτλ., τους μύησα στο πνεύμα της μπουάτ. Και καθώς κυλούσαν τα χρόνια, συνδέθηκα με τον πρώην ιδιοκτήτη, τον κύριο Βαγγέλη Ντίκο, και όταν ήρθε η ώρα, μετά από τριάντα έξι χρόνια θητείας στην «Απανεμιά» ο κύριος Ντίκος, να βγει σε σύνταξη κτλ., ήταν αυτό που λέμε: «Η σωστή στιγμή στο σωστό τόπο». Και πήρα την απόφαση το 2010 να αναλάβω τα ηνία σαν τρίτος ιδιοκτήτης από την ίδρυση του 1964 του χώρου. Kαι ξεκίνησε αυτή η ευχάριστη και όμορφη περιπέτεια. 2010 λοιπόν, σαν ιδιοκτήτης της «Απανεμιάς». Έκανα κάποιες μικροαλλαγές στο πρόγραμμα που είχε η «Απανεμιά». Έτσι κύλησε η πρώτη σεζόν μου αναγνωριστικά. Μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο, γιατί είχε κλείσει κάποιους μήνες πριν, μέχρι να γίνει η διαδικασία, η αλλαγή των χεριών κτλ. Και βέβαια πήρα την απόφαση να μην πειράξω ούτε καρφί. Διότι το είδα και σαν ένα είδος μουσείου, εκτός από ζωντανό χώρο, εργαστήρι, μουσική σκηνή κτλ. Όταν το 2010 πήρα την «Απανεμιά», ήταν η χρονιά -μάλλον ένα, σχεδόν μισό χρόνο πριν- που έκλεισαν οι «Εσπερίδες» που ήτανε δίπλα, μια άλλη ιστορική μπουάτ, και είχε μείνει μόνη της η «Απανεμιά». Όπως και ακόμα, είναι η τελευταία από τις ιστορικές μπουάτ του Νέου Κύματος κτλ. Και είχα επαφή και με τον Γιάννη Αργύρη που ήταν ιδιοκτήτης των «Εσπερίδων», μέχρι που έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια μετά. Και όλοι οι παλιοί ενδιαφερόντουσαν να δουν τι θα γίνει τώρα, εάν θα συνεχίσει αυτή η παράδοση των μπουάτ κτλ. Το 2012 ήτανε μια κομβική συνάντηση που είχα με κάποιους φίλους καλλιτέχνες, με τον Νίκο τον Πλάτανο, με τον Νίκο τον Ξυδάκη, και με άλλους φίλους καλλιτέχνες, με τον Κώστα Παρίση κτλ., και είπαμε να μην έχω ένα μόνιμο σχήμα στην «Απανεμιά» και κάθε μέρα να εναλλάσσονται τα σχήματα τα μουσικά, έτσι ώστε… Κράτησα όμως τρεις μέρες την εβδομάδα το παραδοσιακό μπουατικό σχήμα. Τι εστί τώρα «μπουατικό σχήμα»; Είναι κάτι μοναδικό επίσης που υπάρχει στην Αθήνα και ίσως στην Ελλάδα. Είναι ότι κάθε είκοσι πέντε λεπτά, από τις 21:30-22:00 που ξεκινάει το πρόγραμμα, εναλλάσσεται ο καλλιτέχνης και ο καθένας με τον χαρακτήρα που φέρνει. Δηλαδή, ο ένας είναι πιο ροκ, θα παίξει είκοσι πέντε λεπτά ροκ, ελληνικά πάντα. Ο άλλος είναι πιο λαϊκός, θα παίξει τα λαϊκά του. Ο άλλος είναι πιο νεοκυματικός, θα παίξει τα πιο ελαφρά. Και αυτή η εναλλαγή χτίζει ένα πρόγραμμα που είναι μοναδικό και που πραγματικά δεν βλέπεις μια ορχήστρα που ανεβαίνει στις 22:00, και κατεβαίνει στις 02:00-03:00 το βράδυ και παίζουν τα ίδια, που είναι και κουραστικό για τους καλλιτέχνες, έτσι; Και αυτό δίνει έτσι το έναυσμα και στους καλλιτέχνες κάθε φορά που ανεβαίνουν για είκοσι πέντε με τριάντα λεπτά να είναι και φρέσκοι και ανάλογα[00:05:00] με τον κόσμο και το κοινό που απαρτίζει την κάθε βραδιά, που είναι μοναδική η κάθε βραδιά, προσαρμόζουν και το πρόγραμμά τους. Πάντα υπάρχει και ένα μπουζούκι για τα λαϊκά μέρη. Ωστόσο, υπάρχει ας πούμε στιγμή που είναι μία κιθάρα με τη φωνή. Ένας άνθρωπος στη σκηνή. Μετά μπορεί να είναι ένα πιάνο με μια φωνή, μετά μπορεί να είναι κιθάρα-μπουζούκι, μετά μπορεί να είναι πιάνο-μπουζούκι-φωνή. Μετά μπορεί να είναι δύο κιθάρες μαζί και δύο τραγουδιστές. Κι όλο αυτό, έτσι οι εναλλαγές κτλ. και τα ξαφνιάσματα που έχει το πρόγραμμα, ο κόσμος τους αρέσει πάρα πολύ, βλέπουμε την ανταπόκριση, ας πούμε, μες στα χρόνια.   Τώρα, τις καθημερινές τότε το ‘12 που πήρα την απόφαση να βάλω κι άλλα σχήματα μέσα, ξεκινήσαμε. Ας πούμε, είπαμε Τρίτη έπαιζε ο Νίκος ο Ξυδάκης, Τετάρτη ο Κωνσταντίνος Βήτα, τότε που κάναμε δεκαπέντε σερί εμφανίσεις, sold out και οι δεκαπέντε, φοβερές βραδιές, που για πρώτη φορά δέχθηκε να παίξει όχι ηλεκτρονικά, όπως γράφτηκαν τα τραγούδια με κιθάρα και πιάνο. Μετά κάναμε με τον Γιάννη Σπανό, όπου ο Γιάννης Σπανός ενώ είναι ο ιδρυτής του Νέου Κύματος και είναι αυτός που έφερε από το Παρίσι όλο αυτό το άρωμα και τη δροσιά του Νέου Κύματος, και πέρναγε σαν θαμώνας από την «Απανεμιά», δεν είχε ποτέ επισήμως κάνει live εδώ. Και ξεκινήσαμε λοιπόν από το ‘12, μέχρι που πέθανε ας πούμε, και κάναμε μία φορά την εβδομάδα ένα live, τα οποία ήτανε μαγικά, αξέχαστα, μοναδικά! Μια κιθάρα, ένα πιάνο. Στο πιάνο ο Σπανός, Κώστας Γιαγκούλας, Πένυ Ξενάκη, ένα τρίο ήταν. Και μετά, σιγά σιγά, όπως άρχισε να διαμορφώνεται το πρόγραμμα, το εβδομαδιαίο πρόγραμμα, συνειδητοποίησα ότι οι μισοί από τους καλλιτέχνες και τα σχήματα είναι της νέας γενιάς ας πούμε, του Νέου Κύματος του τώρα, και οι υπόλοιποι ήταν του Νέου Κύματος του παλιού. Και έτσι, σιγά σιγά, και την επόμενη σεζόν το ‘13 και το ‘14 που αυτό πήρε σάρκα και οστά κανονικά και πλέον γινότανε στοχευμένα από τη μεριά μου, ας πούμε οι επιλογές των σχημάτων και των καλλιτεχνών, ξεκίνησε σαν ένας διάλογος, ένα γεφύρωμα μεταξύ του παλιού και του νέου. Τότε ήτανε που πραγματικά ξεκίνησε μια σοβαρή ζύμωση καλλιτεχνική, πνευματική εδώ, ξανά όπως και τότε που κάποτε ήταν φυτώριο νέων καλλιτεχνών κτλ., όπου ας πούμε έπαιζε ο Γιάννης ο Σπανός, όμως ερχόντουσαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες να τον ακούσουν, και μετά ξεκινούσαν κουβέντες που μέναμε μετά το live. Το ένα έφερνε το άλλο. Και μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πνευματικής ζύμωσης, γεννήθηκαν καινούργια τραγούδια. Ας πούμε, εγώ έγραφα τον στίχο, ο Λεωνίδας ο Μπαλάφας τη μουσική, τον πρώτο μας δίσκο τον ερμήνευσε, τον έκανε παραγωγή ο Σωκράτης ο Μάλαμας, και τραγούδησε ο Πέτρος Μάλαμας. Έπειτα, έγινε ένας δίσκος που ο συνθέτης ήταν ο Λουκάς Θάνος, ήταν ποίηση δική μου, και ερμήνευσε ο Σταύρος Σιόλας. Εδώ, σ’ αυτόν τον δίσκο, είναι τρεις γενιές μαζί. Μάλλον δύο γενιές μαζί. Ο Λούκας, ο οποίος είχε το ιστορικό με τον Ξυλούρη κτλ. σαν νεαρός, ο Σταύρος Σιόλας είναι ένα Νέο Κύμα σημερινό, κι εγώ ας πούμε κάτι τέτοιο. Και μετά ξεκίνησαν διάφορα, συνεργασίες με τον Μπάμπη Στόκα, κάναμε έναν ολόκληρο δίσκο λαϊκά, όπως παλιά. Με τον Λεωνίδα κάναμε και σκόρπια τραγούδια. Μετά κάναμε με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη ένα τραγούδι, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με τον Κωνσταντίνο Βήτα, με τον Νίκο Πλάτανο, και άλλους καλλιτέχνες πολλούς, και με τους Στρατάκηδες Νίκο και Γιώργο, και με τον Ζερβάκη τον Γιώργο, τον Νικηφόρο Ζερβάκη, ο οποίος έγραψε ένα δίσκο για τον Σκουλά, κάναμε και μαζί κάποια τραγούδια. Και όλο αυτό έφερνε στην επιφάνεια καινούργια τραγούδια, όπου, ωστόσο, οφείλω να πω ότι μες στα χρόνια παράλληλα γινόταν μια συνδημιουργία από όλου[00:10:00]ς αυτούς τους φίλους καλλιτέχνες, και από την άλλη μεριά, κάθε βράδυ, εδώ με τα διαφορετικά πράγματα που έφερνε ο κάθε καλλιτέχνης και παρουσίαζε και ακούγαμε, γινόταν και μία απόσταξη ας πούμε από καινούργια πράγματα. Τα καινούργια πράγματα δεν σταματάνε, είναι σαν τον ποταμό. Δηλαδή, που διαρκώς κυλάει και διαρκώς φέρνει στην επιφάνεια πράγματα, τραγούδια στη συγκεκριμένη περίπτωση. Λοιπόν, εδώ οφείλω να αναφέρω, το ‘12 ξεκίνησε και μια συνεργασία με τον Θάνο Ανεστόπουλο από τα «Διάφανα Κρίνα». Ο Θάνος, ο οποίος μας εγκατέλειψε και ο Θάνος... Λοιπόν, όπου τι κάναμε με τον Θάνο; Ο Θάνος ερχόταν με την κιθάρα του μόνος. Το πρώτο μέρος, αυτοσχεδιαστικά, μελοποιούσε νέους ποιητές και παλιούς ποιητές, ώσπου φτάσαμε μια βραδιά να καλέσουμε σαράντα νέους ποιητές και να μελοποιήσει σε όλους αυτούς τους ποιητές από ένα κομμάτι, ένα ποίημα τους, όπου αυτό έδωσε χαρά και στους ποιητές, αλλά και πραγματικά βγήκαν κάποια πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια. Και με αυτή τη διάθεση την αυτοσχεδιαστική, που ταιριάζει απόλυτα στον χώρο, πορευτήκαμε για πολλά χρόνια με τον Θάνο. Ο Θάνος άνοιξε και ένα άλλο πεδίο, εδώ για τον χώρο, που έφερε ας πούμε τους underground αστικούς καλλιτέχνες, με ποιητικό υπόβαθρο, τραγουδοποιούς, που ξεκίνησε επίσης μια παράλληλη περιπέτεια με όλο το υπόλοιπο πακέτο. Και οργανώναμε βραδιές ποίησης εδώ. Κι ακόμα το κάνουμε. Κι ας πούμε, κάναμε δύο αφιερώματα στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, πριν πάρει το κρατικό βραβείο, το μεγάλο κρατικό βραβείο. Κάναμε στην Κική Δημουλά, κάναμε στον Ρίτσο, που η κόρη του Ρίτσου, η Έρη, μας διάβασε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Κάναμε στον Τίτο Πατρίκιο, κάναμε στον Διονύση Καψάλη, στον Μιχάλη Γκανά, σε πολύ μεγάλους σύγχρονους ποιητές, όπου διάβαζαν κομμάτια τους, μελοποιούσαν συνθέτες εδώ, επί τόπου. Πρωτοπαρουσιάσαμε τα «Γυάλινα Γιάννενα», Νίκος Ξυδάκης, Μιχάλης Γκανάς εδώ, πριν τη δισκογραφική κτλ. Και μέσα σε όλες αυτές ας πούμε τις βραδιές που δεν σταματούσαν, εκτός τα καλοκαίρια που κλείνουμε, για να ξεκουράζεται ο χώρος και εμείς βέβαια, έρχονταν διάφοροι καλλιτέχνες και σαν ακροατές ας πούμε του χώρου και θαυμαστές του χώρου κτλ. Ας πούμε, ο Μάνος Ελευθερίου. Μας επισκέφθηκε πάρα πολλά βράδια εδώ, και με τον Σπανό και με νέους ποιητές και με άλλους τραγουδοποιούς κτλ. Λοιπόν, και αυτό συνεχίζεται, όπου παράλληλα μπήκαν κι άλλα στοιχεία. Δηλαδή, αφήσαμε χώρο και για σύγχρονα παραμύθια. Κάνουμε βραδιές απογεύματα νωρίς, παραμύθια για μεγάλους με μουσική. Σύγχρονα παραμύθια, ελληνικά, που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Έπειτα, υπήρχαν και οι βραδιές οι απόλυτα αυτοσχεδιαστικές. Δηλαδή, τζαμάρισμα, που μαζεύονταν μουσικοί και τζάμαραν, ανάλογα τη διάθεση και τη στιγμή, μοναδικά πράγματα! Μια μεγάλη παράληψη και που διαρκώς το σκέφτομαι κτλ., είναι που δεν είχα μια μόνιμη κάμερα να γράφει αυτές τις στιγμές τις μοναδικές που πέρασαν. Ωστόσο, όλα γράφονται στις ψυχές και όλα είναι καταγεγραμμένα κάπου στο σύμπαν. Και οι συζητήσεις βέβαια, μετά τα live, με τους καλλιτέχνες, που πραγματικά ήταν masterclasses πολλά βράδια. Δηλαδή, μεγάλοι συνθέτες, ας μην αναφέρω ονόματα, που μας έλεγαν πώς συνδυάζεται η χαρά και η λύπη σε ένα τραγούδι μουσικά. Πώς συνδυάζεται στιχουργικά, αυτά τα δύο αντίθετα, αντίρροπα συναισθήματα. Πώς συνδυάζεται [00:15:00]ας πούμε ένας θλιμμένος ή τραγικός, δραματικός στίχος με μια χαρούμενη μουσική ή το αντίστροφο. Κι έπειτα, σε σχέση με τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών, όπου πολλοί ενορχηστρωτές που έδωσαν, που έντυσαν ας πούμε μεγάλες μελωδίες και μεγάλα τραγούδια, όπου μείναν αφανείς, αλλά στην ουσία έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας των τραγουδιών. Γιατί η ενορχήστρωση είναι κάτι σαν το μοντάζ. Δηλαδή, μπορεί να τραβήξεις μια ταινία και να χαλάσεις το μοντάζ, αν δεν είναι σωστό το μοντάζ σε σχέση με το περιεχόμενο. Και άλλες πολλές ιστορίες από παραγωγούς παλιούς όπου μαθαίναμε το παρασκήνιο πολλών -και ακόμα θα μαθαίνουμε δηλαδή- πολλών μεγάλων έργων που στιγμάτισαν την ελληνική δισκογραφία, και στιγμές μεγάλων καλλιτεχνών που... Και που πέρασαν από εδώ, από τον χώρο... Ας πούμε μια ιστορία που μας είπε ο Γιάννης Σπανός όταν ήρθε από το Παρίσι, το ‘65, έγινε εδώ στην «Απανεμιά», ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη. Και ο Γιάννης τότε ήταν μικρός σε ηλικία. Και είδε τον Βαμβακάρη απέξω να καπνίζει, πριν ξεκινήσει η βραδιά, και τον παρακολουθούσε, να δει πώς καπνίζει, ας πούμε. Και ο κόσμος περνούσε απέξω και δεν τον αναγνώριζαν, τον Βαμβακάρη ας πούμε. Κι εκείνος με δέος τον παρακολουθούσε. Ή ότι εδώ, σε αυτόν τον χώρο, τα Τζαβαράκια, τα δύο αδέρφια με τις κιθάρες που διασκεύαζαν πρώτη φορά Βαμβακάρη, και που ο Βαμβακάρης πρώτη φορά άκουσε εδώ διασκευασμένα του τραγούδια ας πούμε κι ενθουσιάστηκε. Δεκάδες ιστορίες έτσι πολύ τρυφερές και πολύ άγριες παράλληλα, διότι εν μέσω χούντας ο χώρος δεν έκλεισε. Όμως, φυλούσαν τσίλιες κάποιοι θαμώνες, για να μπορέσουν να τραγουδήσουν Μίκη Θεοδωράκη και τα απαγορευμένα τραγούδια. Όμως, μέσα στο κοινό κάποιες φορές ήταν με πολιτικά κάποιοι ασφαλίτες και γινόντουσαν πάρα πολλά επεισόδια εν μέσω ζωντανών εμφανίσεων ας πούμε Και παρεξηγήσεις πολλές. Για πες τι άλλο έτσι κάπως να… 

Ά.Π.:

Θέλω να σε ρωτήσω πότε άρχισες να μαθαίνεις εσύ την ιστορία για εδώ; Έρχεσαι σαν θαμώνας 2001- 

Π.Δ.:

Ναι, 2001 με 2002. Αυτή τη σεζόν δηλαδή, εκεί πέρα. Σιγά σιγά άρχισα να τη μαθαίνω. Τα πιο πολλά τα έμαθα εκ των υστέρων. Ήξερα τα βασικά πράγματα. Δηλαδή, τι εκπροσωπεί η μπουάτ. Η μπουάτ εκπροσωπούσε ένα εργαστήρι, φυτώριο καλλιτεχνών, όπου όλοι τότε φέρελπις συνθέτες και τραγουδιστές, δοκίμαζαν τα καινούργια τραγούδια τους στις μπουάτ. Και ότι εδώ ξεκίνησε το Νέο Κύμα. Και ότι επίσης, είχανε αντιδικτατορική στάση, καθόλη την περίοδο της χούντας. Μέχρι εκεί, αυτά ήταν τα βασικά. Μετά άρχισα να μαθαίνω για το ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές της εποχής, της κάθε εποχής. Διότι υπήρχαν και πρωταγωνιστές πριν τη χούντα, οι προάγγελοι των μπουάτ, όπου δεν ήταν ακριβώς μπουάτ. Ήταν ας πούμε ηθοποιοί, καλλιτέχνες, που νοίκιαζαν ένα χώρο και σέρβιραν μόνο βερμούτ και καφέ ας πούμε -μιλάω πριν το ‘64 τώρα- και που ξαφνικά μπορεί να σηκωνόταν κάποιος να απήγγειλε ένα ποίημα ή ένα μονόλογο θεατρικό ή κάποιος με μια κιθάρα να παίξει κάτι συντροφικά ας πούμε κτλ. Μετά γνώρισα τον Λάκη Παππά λοιπόν. Περίπου το 2007-8, ο οποίος ήταν από τους προάγγελους των μπουάτ και πρωταγωνιστής μετά των μπουάτ. Κι έμαθα πάρα πολλές ιστορίες! Για το κλίμα που επικρατούσε πριν, για να γίνει αυτό που έγινε. Λοιπόν, ο οποίος ήταν και από τους πρώτους που άνοιξε στην οδό Θόλου, όπου η οδός Θόλου είχε εννιά μπουάτ. Εδώ ξεκίνησαν οι μπουάτ. Και την πρώτη την άνοιξε ο Λάκης ο Παππάς, όπου κάποτε, το ‘65-‘66, μπήκαν οι Μπιτλς λοιπόν, μέσα στην μπουάτ του, και μας έδειχνε φωτογραφίες, που τζάμαραν όλο το βράδυ με τον Τζον Λένον και τέ[00:20:00]τοια πράγματα. Μετά όμως, όταν ανέλαβα την μπουάτ που ήρθαν οι παλιοί όλοι να με γνωρίσουνε και τα λοιπά, να δουν τι φρούτο είναι αυτός ας πούμε ο καινούργιος που μπήκε στον χώρο και τα λοιπά. Διότι αξίζει να σημειώσουμε ότι πάντα οι ιδιοκτήτες των μπουάτ ήταν και καλλιτέχνες. Και με ξεψάχνιζαν ας πούμε στην αρχή. Εγώ τότε, μέχρι τότε, πριν πάρω τη μπουάτ, δεν είχα δημοσιεύσει ποτέ ούτε στίχους ούτε ποίηση, μόνον κάποια θεατρικά έργα, κάποιες μεταφράσεις μου κτλ. Και σιγά σιγά με αποδέχτηκαν και είπαν ότι: «Αυτός είναι δικός μας ας πούμε, εντάξει, σέβεται» κτλ. Γιατί στην αρχή ήμουν και λίγο το μαύρο πρόβατο: «Τι είναι αυτός τώρα;». Κι έτσι μέσα από τη γνωριμία και τη συμπάθεια που ήρθε από τους παλιούς και την αποδοχή κατά κάποιο τρόπο, μου ανοίγονταν τα κουτάκια σιγά σιγά του παρελθόντος και των ιστοριών κτλ. Παράλληλα όμως με αυτό, όπως είπαμε και πριν, γράφεται και γραφότανε και μία σύγχρονη ιστορία εδώ πέρα, όπου εγώ έδωσα πολλή βάση σε αυτό που λέγεται «νέοι καλλιτέχνες». Και δίνω βάση δηλαδή. Σε καινούργια τραγούδια και χώρο και χρόνο, και να παίζονται τα καινούργια τραγούδια, όχι μόνο να γράφονται, να προωθούνται όσο είναι δυνατόν, μέσα από τον χώρο και απ’ τις ζωντανές εμφανίσεις. Γιατί είναι επίσης ένα μεμπτό κάποιων καλλιτεχνών ότι γράφονται τραγούδια. Μπορεί κάποιος να τα ερμηνεύσει ένας νέος τραγουδιστής και να φοβάται να τα τραγουδήσει στο live του, γιατί... Επειδή είναι άγνωστα. Ενώ αυτό εδώ το ταμπού, προσπαθούμε να το σπάσουμε αυτού του είδους το ταμπού στη μπουάτ. Και είναι και ένας από τους ρόλους του χώρου. Έπειτα, αξίζει να σημειωθεί ο τρόπος που δημιουργήθηκαν κάποια τραγούδια καινούργια εδώ. Δηλαδή, στις αρχές, με μικρό κασετοφωνάκι, ούτε καν κινητό, δηλαδή κασετόφωνο έτσι δημοσιογραφικό και τελείως με αυτοσχεδιαστική διάθεση. Δηλαδή, το ένα από τα τραγούδια του πρώτου δίσκου με τον Μάλαμα, που είπαμε, για να… Ήταν, ήμασταν ένα βράδυ εδώ, 3:00 το βράδυ, και είχα στην τσέπη μου το στιχούργημα, και ήμουνα εγώ, κάποιοι φίλοι ηθοποιοί, ο Λεωνίδας ο Μπαλάφας και ο Θάνος ο Ανεστόπουλος, και μου λέει ο Θάνος: «Δώσ’ μου να μελοποιήσω κάτι!». Και του δίνω ένα ποίημα που είχα δίπλα, όχι δικό μου, ένα, του Βάρναλη, δεν θυμάμαι τώρα τίνος. Και κάθεται και το μελοποιεί. Και ο Λεωνίδας μού λέει: «Έχεις ένα στίχο να μου δώσεις να τον μελοποιήσω;». Και βγάζω από την τσέπη μου το στιχούργημα. Και βγαίνει το τραγούδι και μία ηθοποιός φίλη το ηχογραφεί στο κινητό της. Λοιπόν, έτσι έμεινε και μπήκε στον δίσκο το τραγούδι, παράδειγμα. Έκατσε το κομμάτι, ήταν ωραίο, μας άρεσε, και το βάλαμε. Μετά, με το ραδιοφωνάκι που σας λέω. Ήρθαμε εδώ τρία-τέσσερα απογεύματα με τον Λεωνίδα. Του έβγαλα τους στίχους, διάλεξε αυτούς που του άρεσαν, και επί τόπου τους μελοποίησε. Επί τόπου, εδώ, μες στον χώρο έγινε. Μετά, ένα άλλο βράδυ που ο Λουκάς, του έδωσα τα ποιήματά μου, ο Λουκάς ο Θάνος, καθώς έφευγε, στον δρόμο είχε μελοποιήσει δύο-τρία ήδη μες στο ταξί ας πούμε. Έτσι τελείως αβίαστα και... 

Ά.Π.:

Εσείς εδώ αρχίσατε να γράφετε στίχους για τραγούδια; 

Π.Δ.:

Ναι βέβαια! Εδώ. Δηλαδή, πήγα όπως με πήγε. Έγραφα ποίηση. Ήξερα τι εστί σονέτο, ομοιοκαταληξία, μέτρο κτλ., αλλά μπήκα στη διαδικασία να σκέφτομαι και τα τραγούδια. Δηλαδή, πώς ένας στίχος στο στόμα ενός ερμηνευτή μπορεί να αποδοθεί. Κι έπειτα, η στιχουργία είναι πάρα πολύ σοβαρή τέχνη. Κατά τη γνώμη μου, το τραγούδι είναι άκρως κοινωνική πολιτική διαδικασία με πολύ μεγάλη δύναμη. Αυτό απεδείχθη, καταρχήν, από τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, εν μέρει, και απ’ την άλλη μεριά η ψυχοθεραπευτική δύναμη του Χατζιδάκι, του Ξυδάκη, και άλλων συνθετών, του Σπανού. Και έχει πολύ [00:25:00]μεγάλη σημασία ο στίχος στο τραγούδι. Όπως βέβαια και η μουσική. Κατέληξα πρόσφατα, μετά από τιτάνιες διαλεκτικές συγκρούσεις μέσα στα χρόνια, ευγενικές συγκρούσεις πάντα και φιλικές, να πω ότι τελικά δεν είναι ούτε ο στίχος πιο δυνατός ούτε η μουσική. Είναι η σύζευξη και των δύο αυτών στοιχείων, για να γίνει ένα τραγούδι σωστά, να κάτσει μέσα στον χρόνο. Είναι πρώτον αυτό, και δεύτερον η ερμηνεία. Δηλαδή, είναι ένα τρίγωνο είναι το καλό τραγούδι. Δεν γίνεται, αν λείπει ένα κομμάτι από τα τρία. Κάποιοι διαφώνησαν μες στα χρόνια, διαφωνήσαμε, ξανασυμφωνήσαμε κτλ. Εγώ κατέληξα σε αυτό που σας λέω. Δηλαδή, κάποιοι λένε, στιχουργοί: «Εν αρχή είναι ο λόγος». Ναι, αλλά και εν αρχή είναι ο ήχος, γιατί και ο λόγος είναι ήχος. Λοιπόν, η μουσική είναι κάτι συμπαντικό, συμπαντικός κώδικας επικοινωνίας και συναισθηματικός κώδικας, μια πιο παγκόσμια γλώσσα, ας πούμε. Κι έπειτα είναι το συναίσθημα, η αισθαντικότητα, η αισθητική και του ερμηνευτή, και του ενορχηστρωτή, που είπαμε πριν. Όλα αυτά μαζί λοιπόν, η σύζευξη όλων των παραγόντων στο να είναι κάτι αρμονικό, κάνει ένα καλό τραγούδι. 

Ά.Π.:

Επειδή μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον από τη μοναχική σας ενασχόληση με τον γραπτό λόγο, στην «Απανεμιά» άρχισε αυτό να μοιράζεται με καλλιτέχνες. Θα θέλατε να μου πείτε πώς φτιάχτηκαν τα πρώτα κομμάτια και πώς ήταν που εσείς πρώτη φορά μπήκατε σε αυτή τη διαδικασία να μοιραστείτε δικό σας, δικούς σας στίχους με άλλους;

Π.Δ.:

Ναι. Πάρα πολύ δειλά στην αρχή, πολύ δειλά. Διότι, όταν άρχισα κι έβλεπα τα καινούργια πράγματα ας πούμε που έφτιαχνε ο Λεωνίδας ο Μπαλάφας, που είναι ένα πηγαίο ταλέντο, με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη και στον στίχο και στη μουσική -σπάνιο πράγμα για την εποχή μας. Και έχει και το ερμηνευτικό πολύ καλά. Λοιπόν, που έγραφε τότε κάποια τραγούδια αριστουργήματα- κι έλεγα: «Πω, πω τι ωραίο, το ένα, το άλλο, το παράλλο». Και αυτό όμως λειτούργησε και σαν μια πρόκληση στο να μπορέσω να γράψω κάτι να τον πείσω να το μελοποιήσει. Κι έπειτα και σε άλλους καλλιτέχνες να προσπαθήσω να γράψω κάτι αντάξιο της αξίας τους και της ποιοτικής τους στάθμης, ας πούμε. Και έτσι σιγά σιγά, το ένα έφερε το άλλο, είχα υλικό μέσα μου μαζεμένο πολύ και άρχισε κι έβγαινε σιγά σιγά. Και πώς να σ’ το πω; Τούβλο-τούβλο ή ξέρω ‘γω μαστόρεμα στο μαστόρεμα αρχίσαν παίρνανε μορφή κάποια πράγματα. Είναι και πολλά που δεν έχουν βγει. Δηλαδή, ξέρετε, η μοίρα των έργων τέχνης, είτε είναι ένα τραγούδι, είτε είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, είτε μία παράσταση, είτε οτιδήποτε, είναι αδιάβαστη, θα ‘λεγα απροσπέλαστη. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τίποτα. Ο πιο ακατάλληλος βέβαια είναι ο ίδιος ο δημιουργός, να προβλέψει την τύχη ενός έργου. Λοιπόν... Γιατί εκεί που νομίζεις ότι: «Α, αυτό είναι σίγουρο, επιτυχία!» κτλ. και το άλλο που το ‘χεις, που δεν είσαι καθόλου σίγουρος για αυτό, και πολύ δειλά μπορεί να το βγάλεις από το συρτάρι και να εκτοξευτεί ξαφνικά, όταν μπουν και οι άλλες ενέργειες μέσα βέβαια. Γιατί είναι συνδημιουργία το τραγούδι. Και αναγνωρίζοντας αυτή ας πούμε τη σκοτεινή μοίρα των έργων τέχνης, μετά παίρνεις θάρρος και λες: «Α, να δείξω κι αυτό να δείξω και αυτό». Δεν ξέρεις ποτέ ποιο είναι αυτό που αξίζει ή αυτό που δεν αξίζει. Και το καλό σε αυτό τον χώρο είναι ότι επειδή μαζεύονται καλλιτέχνες με ετερόκλητα ακούσματα και από ετερόκλητες ας πούμε μεριές του κύκλου, το ν[00:30:00]α ακούς γνώμες, είναι πολύ μεγάλο κέρδος για έναν καλλιτέχνη. Όλες οι γνώμες είναι σεβαστές. Δηλαδή, κάποιος δεν του πάει καθόλου κάτι. Παρόλα αυτά όμως μπορεί, αν είναι κάτι καλό, ακόμα κι αν είναι στην απέναντι όχθη, να το αναγνωρίσει και να πει: «Μ’ αρέσει!». Μου έχει συμβεί αυτό. Και μιλάμε πάντα για καλλιτέχνες που έχεις μια φιλική σχέση, και που δεν ντρέπονται να σου πούνε: «Τι βλακεία είναι αυτή;» ή «Πέτα το», έτσι; Παράδειγμα. Γιατί μέσω μιας ειλικρινής κριτικής και ανιδιοτελούς διάθεσης ας πούμε μπορεί να βγει κάτι γόνιμο και να σμιλευτεί. Διότι πάρα πολλές φορές άλλαξα στίχους σε ποίηση, σε... Όταν έβλεπα ότι έναν καλλιτέχνη που τον εμπιστεύομαι, του κλώτσαγε κάτι, το ξανασκεφτόμουνα. Και μπορεί μες στον ύπνο μου, το υποσυνείδητό μου να έδινε εντολή και να έλεγε: «Πρέπει να το αλλάξεις αυτό». Και να προσπαθούσα να βρω λύση στο να αλλάξει, γιατί δεν λειτουργεί κάτι. Αυτό μου έχει συμβεί εμένα προσωπικά πάρα πολλές φορές. Και θεωρώ και σε άλλους φίλους καλλιτέχνες. Γιατί εκεί μπαίνει στη μέση και ένα στοιχείο που πολλές φορές δεν είναι γόνιμο, όπου είναι ο εγωισμός του καλλιτέχνη. Δηλαδή, έχω συναντήσει καλλιτέχνες που νομίζουν ότι είναι αλάνθαστοι και που ό,τι γράφουν είναι αριστουργήματα. Αυτό είναι μια επιπολαιότητα που δεν συμφωνώ καθόλου. Διότι θα πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι… να το κοιτάζει το έργο του σαν τρίτος. Αλλά για να πάρεις αυτή την απόσταση από ένα έργο και να το δεις σαν τρίτος, θα πρέπει να έχεις μια καλή εποπτεία και του εαυτού σου και των ιδεών σου. Και όταν δεν το δεις εγωιστικά, και το δεις σαν τρίτος, εκεί τα πράγματα ξανασμιλεύονται ή ξαναχτενίζονται μόνο εις το όνομα του καλύτερου κι όχι στο όνομα έτσι μιας εξυπνάδας, ή οτιδήποτε ας πούμε, ή μιας επιπολαιότητας. Ας πούμε, μάθημα τώρα, που μας έχει κάνει εδώ ο Γιάννης ο Σπανός. Ο τελευταίος δίσκος του, τον ονόμασε... Μελοποίησε Καβάφη. Ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με έναν ποιητή. Διότι ο Γιάννης μελοποίησε τις «Ανθολογίες» που ήταν μια πολύ δημοκρατική προσέγγιση προς την ποίηση. Πέρα από ονόματα διασήμων, μελοποίησε πολλούς ελάσσονες ποιητές και μέσω αυτού μας δίδαξε ότι δεν χρειάζεσαι ένα όνομα, για να στηρίξεις μια μουσική. Μπορείς να βρεις ένα διαμάντι από έναν ελάσσονα ποιητή που να το αναδείξεις σε ένα αριστούργημα, τραγούδι ας πούμε. Ήταν η πρώτη φορά που για είκοσι χρόνια βέβαια ασχολήθηκε με τον Καβάφη. Και εξέδωσε τον δίσκο που τον ονόμασε: «Πλησιάζοντας τον Καβάφη». Δηλαδή, υπάρχει επίσης μέσα στη σφαίρα του είναι και του γίγνεσθαι που οι αρχαίοι το ‘ξέραν πολύ καλά αυτό. Όταν ρωτούσες έναν αρχαίο: «Τι είσαι;» δεν σου έλεγε «Είμαι ζωγράφος». Σου έλεγε: «Γίνομαι ζωγράφος». Γιατί δεν σταματάς να γίνεσαι, κάθε μέρα, ό,τι και να ‘σαι, έτσι; Από κει και μόνο... Δηλαδή, εγώ είμαι αυτής της φιλοσοφίας, στο γινόμαστε κάθε μέρα. Και έχω δει τον ίδιο καλλιτέχνη δέκα χρόνια πριν ήτανε άλλες οι ανάγκες του οι πνευματικές, και δέκα χρόνια μετά, γιατί έχουν έρθει οικογένεια, παιδιά, άλλες γνώσεις, άλλες εμπειρίες, να έχει άλλες ανάγκες -ας πούμε έτσι;- να εκφράσει μέσω των έργων του. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ανοιχτοί κατά τη γνώμη μου και έτοιμοι να σκηνοθετηθούμε από τις συγκυρίες, από την ανάγκη και από το χωροχρονικό που ζούμε. Έτσι; Πες μου αν έχεις κάτι άλλο, ναι.

Ά.Π.:

Ναι. Μου είπατε ότι πήρατε το μαγαζί το 2010. Το 2009 επίσημα αρχίζει και η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. 

Π.Δ.:

Ναι. Το ‘08 βασικά ξεκίνησε. Και εγώ πριν κάνω αυτό, έκανα σαν επιμελητής εκθέσεων ζωγραφικής Ελλήνων, Νεοελλήνων, σύγχρονων ζωγράφων, διοργάνωνα εκ[00:35:00]θέσεις ζωγραφικής στην Αμερική. Έχω ταξιδέψει σε όλη την Αμερική σχεδόν. Δηλαδή, Νέα Υόρκη κι όλα τα πέριξ. Και West Coast, όλα τα πέριξ, Καλιφόρνια, Νέα Ορλεάνη κτλ. Λοιπόν, και όταν ξεκίνησε η κρίση, επειδή ας πούμε το εμπόριο της τέχνης είναι από τα πρώτα που πλήττονται σε μια κρίση ας πούμε, είχε μία πτώση τότε, είχε κορεστεί κιόλας λίγο, γιατί είχα κάνει πάρα πολλά ταξίδια, πήγαινα και έξι φορές τον χρόνο ας πούμε στην Αμερική. Είχα κουραστεί και εγώ ο ίδιος. Δηλαδή, ήθελα να αλλάξω λίγο το... Και ήρθε τη σωστή στιγμή. Γι’ αυτό σας είπα πριν ότι ήταν έτσι μοιραίο κάπως. Και επειδή έχει να κάνει με την τέχνη. Διότι δεν ξέρω κατά κάποιον τρόπο ο βίος μου μέχρι τώρα μου έχει επιτρέψει να βιοπορίζομαι μέσω της τέχνης. Είτε σαν μεσάζοντας, έμπορος της τέχνης. Πώς να το πω; Γενικά γύρω από την τέχνη ας πούμε. Αυτό ήταν που μου άρεσε να ασχολούμαι με οποιονδήποτε τρόπο. 

Ά.Π.:

Απλά αναρωτιέμαι επειδή έκλεισε και η μπουάτ δίπλα, εάν αντιμετωπίσατε κάποιες δυσκολίες στην αρχή για το... 

Π.Δ.:

Όχι, όχι. Η αλήθεια είναι ότι η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη από την αρχή. Διότι σας λέω το μαγαζί αυτό δεν ήταν ότι άνοιξε εκ νέου.

Ά.Π.:

Ναι.

Π.Δ.:

Απλώς έγινε μια διαδοχή ας πούμε της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, πείτε το έτσι. Και με αυτό το που σας είπα, ότι σιγά σιγά ωρίμασε μέσα μου και το άνοιξα το πράγμα να έρθουν και άλλοι καλλιτέχνες εδώ εκτός από το μόνιμο σχήμα, αυτό ας πούμε λειτούργησε σαν... Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη η ανταπόκριση των καλλιτεχνών καταρχήν, που το ‘χαν απωθημένο να παίξουν στην «Απανεμιά». Και μπορώ να πω οι περισσότεροι μόνοι τους με προσέγγισαν, για να παίξουν εδώ. Ας πούμε, οι βραδιές με τον Κωνσταντίνο Βήτα, έγιναν γιατί έδωσε μια συνέντευξη στη LiFO ή στην Athens Voice -δεν θυμάμαι -τότε, και μου ‘φερε ένας φίλος ηθοποιός τη συνέντευξη, και η συνέντευξη τελείωνε: «Ποιο είναι το πιο weird μέρος που θα ήθελες να παίξεις;». Και λέει: «Θα ήθελα πάρα πολύ να παίξω στη μπουάτ “Απανεμιά”». Κι έτσι μου λέει: «Να σου δώσω το τηλέφωνό του;» μου λέει ο φίλος ο ηθοποιός που είχαν συνεργαστεί στις παραστάσεις του Παπαϊωάννου. Του λέω: «Εννοείται». Ήμουν και φαν του Κωνσταντίνου. Δηλαδή στην ουσία από μόνο του με οδήγησε κάπως, γιατί μ’ αρέσει να λέω ότι σκηνοθετούμαι από τη ζωή, δεν τη σκηνοθετώ. Ακολουθώ κάποιες οδηγίες που έρχονται μόνες τους όμως οι οδηγίες. Ναι, κι έτσι, μετά, όταν ανακατεύονται οι ενέργειες, πολλαπλασιάζεται η δύναμη ενός χώρου ή οτιδήποτε. Και ο ένας έφερνε τον άλλον και άνοιξε και σε ένα άλλο κοινό ο χώρος. 

Ά.Π.:

Αυτό που είπατε ότι ανακατεύονται οι ενέργειες, επειδή αναφέρατε κάπως το παλιό- 

Π.Δ.:

Βασικά, αναμειγνύονται. 

Ά.Π.:

Ναι. Το παλιό Νέο Κύμα με το καινούργιο. Αυτό είναι και κάπως ότι... Το κοινό που είχε αυτός ο χώρος και- 

Π.Δ.:

Ανακατεύτηκε και με-

Ά.Π.:

Αυτό που φέρατε κι εσείς- 

Π.Δ.:

Ακριβώς, ακριβώς. Και που έφεραν, και που φέρνουν, ενίοτε, ο κάθε καλλιτέχνης. Ο καθένας έχει το κοινό του. Δηλαδή, είναι άλλο το κοινό που ακούει λαϊκά, άλλο έντεχνα, άλλα... Άλλο ας πούμε ηλεκτρονικά, άλλος πιο νέο-παραδοσιακά, πιο... Είναι τόσο πολύ μεγάλο το φάσμα, που δεν τελειώνει κατά τη γνώμη μου. Υπάρχουν πάνω από εκατό είδη ελληνικής μουσικής, φανταστείτε δηλαδή. Γιατί αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εμάς. Όταν λέμε ελληνική μουσική, λέμε ελληνικό στίχο. Και πολλές φορές μου έχουν προτείνει να κάνουν τζαζ βραδιές εδώ. Όμως, δεν είναι ότι... Μ’ αρέσει, τη λατρεύω την τζαζ και μάλιστα ένας από τους λόγους που πήγα στη Νέα Ορλεάνη για έκθεση ήταν για τη τζαζ. Όμως, επειδή θέλω να διατηρείται αυτή η ελληνική ταυτότητα του χώρου, δεν μ’ αρέσει να το νοθεύω αυτό. Και πολλές φορές όταν έρχονται παιδιά, και πολύ αξιόλογα παιδιά, φοβεροί μουσικοί που θέλουν να παίξουν, τους στέλνω σε μαγαζιά φίλων μου, άλλα μαγαζιά, που κάνουν αυτό το πράγμα. Δεν τους απορρίπτω, τους αγαπώ[00:40:00] και -πώς να σου πω;- απλώς δεν θέλω να αλλοιωθεί αυτός ο χαρακτήρας του χώρου.

Ά.Π.:

Και πώς διαχειρίζεστε εδώ τον πολύ κόσμο; 

Π.Δ.:

Αυτό είναι πραγματικά ένα θέμα, διότι πολλές φορές που... Πάντα λέμε: «Με κρατήσεις, γιατί είναι μεγάλη η αγάπη του κόσμου, αλλά είναι μικρή η “Απανεμιά”», έχουμε αυτό το μότο. Λοιπόν και οι περισσότεροι πραγματικά που ξέρουν, κλείνουν θέσεις. Γιατί εδώ όλοι είναι μια παρέα, δεν έχει ιδιωτικά ένα τραπέζι κάποιος. Μπορεί σε ένα τραπέζι να κάτσουν τρεις παρέες, έτσι; Με τα μικρά καρεκλάκια, όπως το βλέπετε εδώ πέρα. Λοιπόν τώρα, όταν έρχονται και φίλοι απροειδοποίητα κτλ. κτλ., έχουμε και το υπόγειο που το μπαρ είναι κάτω. Eπίτηδες είναι έτσι από τις απαρχές, για να μην ενοχλείται το live. Γιατί εδώ πραγματικά είναι από τους χώρους -επειδή δεν έχει φαΐ κτλ., έχει μόνο ποτό και μουσική- είναι από τους χώρους που οι περισσότεροι καλλιτέχνες χαίρονται να παίζουν, διότι ο κόσμος ακούει εδώ. Δηλαδή, έρχεται να ακούσει. Και αυτό βέβαια είναι το ζητούμενο όλων των καλλιτεχνών δηλαδή, που παίζουν. Γιατί είναι διαφορετικά να πας να παίξεις κάπου που έχει φαΐ, και ως γνωστόν όταν μασάς, δεν μπορείς να ακούσεις. Δεν το ευχαριστιέται κανένας λοιπόν αυτό. Εδώ όμως το ευχαριστιούνται οι καλλιτέχνες πάρα πολύ. Τα live. Γιατί συμμετέχει ο κόσμος, τραγουδούν. Αυτή είναι η διάδραση η πιο σημαντική που συμβαίνει εδώ, το τραγούδι δηλαδή, και αυτή είναι και η ψυχοθεραπευτική δύναμη του χώρου, στο ότι όταν γίνεται ένα βράδυ και βλέπεις ότι σε όλα τα τραγούδια τραγουδάνε όλοι -και οι ογδόντα ας πούμε που μπορεί να είναι εδώ μέσα- αυτό σου δίνει μια δύναμη. Και όσο κουρασμένος και να είσαι, που μας έχει συμβεί πολλές φορές, ξενύχτι κτλ., φεύγουμε με γεμισμένες μπαταρίες. Είναι συγκλονιστική αυτή δύναμη που σας περιγράφω τώρα, που είναι από όλους μαζί, το κοινό και τους καλλιτέχνες. Όταν συνδεόμαστε δηλαδή, όλοι μαζί, αυτό σου δίνει μία δύναμη και φεύγεις γεμάτος ρε παιδί μου, δηλαδή είναι μαγικό. Μαγικό!

Ά.Π.:

Εγώ νιώθω πολύ ευχαριστημένη. Μου ‘χετε δώσει την ατμόσφαιρα του μαγαζιού πολύ.

Ά.Π.:

Δεν ξέρω αν θα θέλατε εσείς να μοιραστείτε κάποιες πιο συγκεκριμένες βραδιές, πάνω σας το αφήνω αυτό.

Π.Δ.:

Κοιτάξτε, μπορώ να σας πω κάποια, κάποιες στιγμές που έχουν χαραχτεί σε μένα. Γιατί φανταστείτε, μέσα στα δώδεκα χρόνια που έχω την «Απανεμιά», έχουμε κάνει πάνω από δύο χιλιάδες live βραδιές. Πιο... Παραπάνω, δεν μπορώ να τις μετρήσω πλέον, γιατί έχουμε κάθε μέρα διαφορετικό πρόγραμμα. Λοιπόν, μου έχουν χαραχτεί κάποιες βραδιές για πάντα. Λοιπόν, είναι μια βραδιά με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, που είναι ένας συγκλονιστικός καλλιτέχνης, που έπαιξε μόνος του στο live με μια κιθάρα. Εγώ ούτε καν αφίσα δεν είχα βγάλει. Είχα γράψει ένα χειρόγραφο χαρτί, ένα σημείωμα στην πόρτα, δέκα μέρες πριν, κι έγινε πανικός. Λοιπόν, και ήρθαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες να τον ακούσουν. Και εκείνος που είναι μεγαλόψυχος άνθρωπος και πνευματικός, ας πούμε ήτανε μέσα στο κοινό και τριάντα καλλιτέχνες, τους ανέβασε όλους, έναν-έναν. Δηλαδή, έδωσε χώρο σε όλους και έγινε μια μοναδική βραδιά! Είναι χαραγμένη στην καρδιά μου η βραδιά αυτή. Και διάβασε, μας έκανε ένα μονόλογο από τον «Μένανδρο» που είχε παίξει, δηλαδή ήταν κάτι μοναδικό αυτό που συνέβη. Μια άλλη βραδιά ήταν με τη φίλη μου την αγαπημένη, τραγουδοποιός, Angélique Ionatos, η Αγγελική Ιονάτος που έζησε στο Παρίσι και είναι πολύ γνωστή στο Παρίσι, στη Γαλλία, που ήρθε με μια κιθάρα. Όποτε ερχόταν από το Παρίσι, ερχόταν εδώ. Και ήτανε χειμώνας, έκανε πάρα πολύ κρύο και ήταν μόνο καλλιτέχνες στο μαγαζί. Πολλοί γνωστοί, ας μην αναφέρω ονόματα. Κι έγινε μια συγκλονιστική βραδιά, με πολύ μεγάλο σεβασμό και πολύ -πώς να σας το πω;- ολόψυχα πράγματα, με ανιδιοτέλεια, γυμνά και σωστά και ωραία. Μου έχουν χαραχτεί επίσης βραδιές με τα παιδιά, με τα δύο αδέρφια, Γιώργο και Νίκο Στρατάκη[00:45:00]. Κρητικοί. Οι οποίοι όταν έρχονται εδώ, δεν παίζουν τα παραδοσιακά κρητικά ή μόνο τις επιτυχίες τους. Παίζουν τα άγνωστα κομμάτια τους, πολλές φορές, και άλλα κομμάτια. «Ερωτόκριτους» που έχουν μελοποιήσει εκείνοι, με διφωνίες ή κάποιες διασκευές, συγκλονιστικά πράγματα! Με τον Ψαραντώνη μού ‘χει χαρακτεί δύο βραδιές που κάναμε. Όλες οι βραδιές με τον Γιάννη Σπανό, όλες οι βραδιές με τον Λεωνίδα Μπαλάφα, με τον Μπάμπη τον Στόκα. Και είναι τόσα πολλά που φοβάμαι μην... 

Ά.Π.:

Είναι πολλά... Θα θέλατε να μου πείτε λίγο για το οργανωτικό; Πώς βρίσκετε, πώς... Γιατί καταλαβαίνω ότι έχετε πολλούς φίλους καλλιτέχνες και ρέει η πληροφορία, αλλά κάνετε και εσείς ένα ψάξιμο, ο χώρος πόσο εύκολα αλλάζει, ποιοι άνθρωποι σας βοηθούν; 

Π.Δ.:

Θα σας πω βέβαια.- 

Ά.Π.:

Έτσι τα πρακτικά.

Π.Δ.:

Λοιπόν, ποτέ δεν σχεδιάζω από την προηγούμενη σεζόν για την επόμενη. Ποτέ. Δηλαδή, εμείς κλείνουμε όπως τα σχολεία, 15 Ιουνίου με αρχές-μέσα Σεπτεμβρίου. Λοιπόν, εγώ αρχίζω να σκέφτομαι προς τα τέλη του Αυγούστου και αρχές Σεπτεμβρίου ξεκινάω να κάνω τηλέφωνα για να φτιάξω τα προγράμματα. Έτσι; Και πραγματικά δεν έχω αγχωθεί ποτέ γι’ αυτό το πράγμα. Γιατί ξέρω ότι θα πάρω κάποιους καλλιτέχνες και θα είναι διαθέσιμοι. Το επίσης σπουδαίο είναι ότι όπου και να παίζουν οι άλλοι καλλιτέχνες στην Αθήνα, αυτός ο χώρος δεν ενοχλεί και τους άλλους ας πούμε καταστηματάρχες. Διότι είναι μικρός χώρος και ξέρουν και οι ίδιοι και πολλές φορές μου έχουν πει οι ιδιοκτήτες άλλων πολύ γνωστών μουσικών σκηνών ότι εδώ μέσα γαλουχήθηκαν. Δηλαδή, υπάρχει ένας σεβασμός ξέρετε γύρω από την «Απανεμιά» και την ιστορία της κτλ. Και μετά χτίζεται μόνο του, όπως σας είπα, αυτό το πρόγραμμα σχεδόν! Εγώ απλώς κρατάω το ημερολόγιο και σημείωνα να μην... 

Ά.Π.:

Έχετε έναν άνθρωπο σταθερό ηχολήπτη εδώ; Συνεργάτη…

Π.Δ.:

Μες στα χρόνια έμαθα να κάνω και ηχοληψία. Και τον ήχο τον φτιάχνω εγώ. Ο οποίος ήχος εδώ είναι πάρα πολύ απλός, γιατί τις περισσότερες βραδιές τα μισά προγράμματα είναι unplugged, που το ζητούν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Διότι είναι η σκηνή στη μέση ακριβώς, είναι ενάμιση μέτρο απόσταση και αυτό είναι ιδανικό, ιδανικός ο χώρος για unplugged βραδιές. Και πραγματικά, έχω παρατηρήσει το εξής. Όταν παίζει δυνατά ένας καλλιτέχνης με μικροφωνικές δυνατές, το αυτί είναι σαν το μάτι. Δηλαδή, όταν θα πέσει απότομο φως στα μάτια, το κλείνεις για να το προστατεύσεις. Έτσι και το αυτί. Όταν υπάρχει o εκκωφαντικός ήχος, πέφτoυν κουρτίνες στο αυτί. Και ο άλλος για να μιλήσει με τον διπλανό του, πρέπει να φωνάξει, και δημιουργείται μια φασαρία. Όταν όμως παίζεις σιγά ή χωρίς μικροφωνική και πρέπει να τεντώσει το αυτί για να ακούσει, είναι εκκλησία εδώ. Και έτσι συμμετέχει ο κόσμος. Και αυτό μας το δίδαξε εδώ ο Λάκης ο Παππάς, ο οποίος ήταν με μια κιθάρα, σχεδόν ψιθυριστά και ο κόσμος ήταν σαν χορωδία από κάτω. Δηλαδή, έλεγε τα λόγια, και ακολουθούσε το κοινό, και είπα μέσα μου -όταν πρωτοάκουσα τον Λάκη εδώ, που τον έστελνα ταξί να τον πάρει και να τον φέρει, έστω για μισή ώρα εδώ, κάποιες Παρασκευές- είπα: «Πόσο σοφά ενορχήστρωσε ο Μάνος Χατζιδάκις τον Λάκη Παππά, στον “Ματωμένο γάμο” που τραγουδάει, και έχει τη χορωδία πίσω». Και το έζησα live, έγινε μόνο του το πράγμα αυτό. Δηλαδή, αυτή η φωνή και ο τρόπος που τα λέει, σε παρασέρνει στο να τραγουδήσεις, να συμμετάσχεις ας πούμε μαζί του. Και αυτό ήταν κάτι μαγικό πραγματικά που ένα από τα πολλά μαθήματα που έχουμε λάβει από τον χώρο. Λοιπόν, και είναι τα παιδιά που με βοηθούν εδώ πέρα, στο μπαρ κάτω ο Μπάμπης και η Ραφαέλα πάνω που περιποιείται τον κόσμο και τα λοιπά. Κι εγώ, που βάζω τον κόσμο να καθίσει, γιατί θέλ[00:50:00]ω να το κάνω έτσι, διότι εδώ είναι σαν σπίτι. Έχει πρόσωπο, δεν είναι απρόσωπο το πράγμα ας πούμε. Νιώθουμε ότι τους φιλοξενούμε τους ανθρώπους εδώ όταν έρχονται. Και τους καλλιτέχνες και τους θαμώνες. Και αυτό είναι ας πούμε που ζεσταίνει την κατάσταση και γίνεται κάτι άλλο. Δεν είναι το... Εμείς δεν ψάχνουμε για πελάτες. Εμείς είμαστε χώρος φιλίας. Γι’ αυτό και δεν έχουμε ταμπέλα έξω, επίτηδες. Και αυτοί που έρχονται, έρχονται γιατί ξέρουν ή κάποιος τους είπε: «Θα πάτε εκεί». Επίσης κάτι αξιοσημείωτο είναι ότι, πολλοί, επειδή είμαστε στην Πλάκα και είναι Αναφιώτικα εδώ ας πούμε, περνάνε και κάποιοι τουρίστες απέξω τυχαία, έτσι; Αυτοί λοιπόν που μπαίνουν για να ακούσουν -είναι φοβερό!- θα στείλουν άλλους δέκα, όταν θα έρθουν από τη χώρα, και γίνονται απευθείας φίλοι του χώρου. Απευθείας. Άμα σας δείξω κάρτες που στέλνουν από όλο τον κόσμο, ευχαριστήρια κτλ. για την εμπειρία που έζησαν εδώ, και φανταστείτε τώρα τυχαία να περάσει κάποιος -που έχει συμβεί πολλές φορές- και να παίζει ένας γνωστός καλλιτέχνης, και παθαίνουν πλάκα! Δηλαδή τώρα, πριν δύο Τρίτες ήταν η Νατάσσα η Μποφίλιου εδώ, που συμμετείχε. Και ήταν δύο Γάλλοι και μου λένε: «Ποια είναι αυτή;». Και λέω: «Είναι πολύ γνωστή τραγουδίστρια, από τις πιο γνωστές της γενιάς της» ας πούμε κτλ. Έπαθαν σοκ! Χωρίς να ξέρουν, το ένιωσαν ότι εδώ κάτι γίνεται, ας πούμε. Κι έχουμε και διάφορους celebrities που έρχονται εδώ πέρα έτσι και είναι φανς ας πούμε. Ας πούμε, η Άννα Βίσση, Καρβέλας. Εδώ έγινε και το πάντρεμα με τη Γιώτα Γιάννα, που έβγαλαν το τραγούδι και βγάζουν δεύτερο τραγούδι τώρα. Λοιπόν, κι άλλους ανθρώπους, έτσι; Mην αναφέρομαι τώρα και... 

Ά.Π.:

Μια τελευταία ερώτηση από μένα. Επειδή έχετε περάσει πολλά χρόνια στην Πλάκα που είναι ένα ιδιαίτερο μέρος και μάλλον λιγότερο αναλλοίωτο από τον χρόνο σε σχέση με την υπόλοιπη Αθήνα. Εσείς έχετε όμως παρατηρήσει διαφορές στους ανθρώπους αυτούς που μου αναφέρατε που επισκέπτονται, στους ανθρώπους που... Πώς ακούν μουσική, αυτά τα είκοσι χρόνια που έχετε δραστηριότητα εδώ; 

Π.Δ.:

Βέβαια και ευχαριστώ που το ρωτάς, γιατί είναι ένα πολύ λεπτό και ευαίσθητο σημείο, αυτό που λέτε τώρα. Θα σας πω τι έχω παρατηρήσει. Ο κόσμος που βγαίνει τα Σάββατα καλώς ή κακώς, δυστυχώς, είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης, που οι άνθρωποι εννοείται είναι πιεσμένοι τις υπόλοιπες μέρες και θέλουν -πώς να το πω;- να εκτονωθούν. Ωστόσο, ο χώρος έχει μια επιβλητικότητα από μόνος του, που δεν σου επιτρέπει να γίνεις... Να κάνεις πολλή φασαρία. Διότι μία ματιά που θα σου ρίξει ο καλλιτέχνης από πάνω είναι αρκετή, έτσι; Όταν παραγίνεται. Μιλάω για τα Σάββατα. Και είμαστε και εμείς, που ευγενικά και πολύ ωραία, θα υπενθυμίσουμε: «Παιδιά, λίγο πιο σιγά», αν δεν έχουν καταλάβει πού βρίσκονται. Λοιπόν, όμως, από την άλλη μεριά είναι... Δηλαδή, όταν οι μισοί είναι μυημένοι σε αυτό το κλίμα, ας πούμε σε μια βραδιά, και οι άλλοι μισοί δεν είναι, οι μισοί που είναι διάσπαρτοι μέσα εδώ, από μόνοι τους θα πουν στους διπλανούς με ευγένεια: «Λίγο πιο σιγά να μιλάτε» ας πούμε. Γιατί ενοχλούνται, αυτοί που θέλουν πραγματικά να ακούσουν. Και έτσι από μόνο του, ο χώρος, σε υποβάλλει σε μια διαδικασία ακρόασης. Λοιπόν, όμως, υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις, που μπορεί κάποιες βραδιές μία παρέα να κάνει λίγο φασαρία παραπάνω. Θα προσπαθήσουμε κι εμείς, θα επέμβουμε ας πούμε αν χρειαστεί με τρόπο ευγενικό πάντα. Αλλά γενικά, είμαστε τυχεροί σε αυτό το θέμα. Ο κόσμος ξέρει που έρχεται εδώ. Αλλά, ρε παιδί μου, όταν παλιά, γιατί έχω ακούσει και ιστορίες, έλεγες: «Θα πιώ απόψε το φεγγάρι», το τραγούδι, δημιουργούσε… ήταν κάτι ρομαντικό. Σήμερα οι νεότεροι, «Θα πιώ απόψε το φεγγάρι», «Θα πιώ ένα μπουκάλι ουίσκι». Δηλαδή λίγο έχει αλλάξει -πώς να το πω;- όχι η αίσθηση, η αντι[00:55:00]μετώπιση των πραγμάτων γενικότερα. Αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο ούτως η άλλως, δηλαδή έχει να κάνει με άλλους παράγοντες. 

Ά.Π.:

Σίγουρα. Κύριε Δημητρόπουλε εγώ είμαι καλυμμένη, δεν ξέρω αν εσείς θέλετε να μοιραστείτε κάτι άλλο. 

Π.Δ.:

Νομίζω τα είπαμε καλά.

Ά.Π.:

Σας ευχαριστώ πολύ.

Π.Δ.:

Και εγώ πάρα πολύ.