Αναμνήσεις από το σεισμό στις Αλκυονίδες το 1981 και από το σεισμό στην Αθήνα το 1999
Ενότητα 1
Αλκυονίδες 1981: Το βράδυ του σεισμού, οι ζημιές, τα θύματα, ο φόβος και η καθημερινή ζωή μετά το σεισμό
00:00:00 - 00:13:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Σάββατο 27 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με την κυρία Γιούλη Μποϊντά, η οποία βρίσκεται στο Βύρωνα Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Σχ…ράγματα. Ναι μεν μπορεί να φοβόμαστε περισσότερο, αλλά ξεπερνάμε κάποια πράγματα περισσότερο. Δεν έχουμε τις φοβίες που έχει ένας ενήλικας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Αθήνα 1999: Το βράδυ του σεισμού και η διαχείριση του σοκ
00:13:03 - 00:19:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Περάσανε μετά αρκετά χρόνια και όπως μου είπατε και πιο πριν ζήσατε και το σεισμό, το μεγάλο σεισμό του 1999 στην Αθήνα. Πού βρισκόσασταν τ…τα να ασχοληθούμε μετά. Οπότε ναι. Είχα, βέβαια, το φόβο του ‘81 σαφώς, αλλά πλέον ήμουν μεγάλος άνθρωπος και το διαχειρίστηκα διαφορετικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι πιο δυνατές εικόνες από τους δύο σεισμούς και η καθημερινή ζωή μετά το σεισμό του 1981
00:19:38 - 00:29:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και από τους δύο σεισμούς ποια εικόνα είναι αυτή που σας έχει χαραχθεί πιο έντονα και δεν σας έχει φύγει από το μυαλό και για ποιον λόγο; …κουζίνας έβγαινες κατευθείαν έξω στην αυλή ενώ η πάνω η κουζίνα έβγαινες σε ένα μπαλ κόνι. Φοβόταν η μητέρα μου πολύ το σεισμό, πάρα πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο φόβος για τις επιπτώσεις από πιθανό σεισμό
00:29:59 - 00:34:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς πώς νιώθετε πλέον όταν καταλαβαίνετε ότι γίνεται ένας σεισμός ή στο άκουσμα ότι γίνεται κάπου στην Ελλάδα κάποιος σεισμός; Φοβάμαι τ… κανονισμό να δημιουργεί κτίρια ασφαλή και όταν συμβαίνει ένας σεισμός 6 ρίχτερ, ΟΚ, να λέμε: «Δεν έγινε κάτι. Κούνησε, πέρασε, αυτό ήταν».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια
Ενότητα 5
Προτάσεις για σεισμική προστασία
00:34:03 - 00:37:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξή μας έχετε να συμπληρώσετε κάτι; Όχι. Δεν έχω κάτι. Νομίζω τα είπα όλα, και τα αστεία και τα σοβαρά και το…της χώρας θέλει να εκφράσει την άποψή του, τους φόβους του, τις επιθυμίες του. Οπότε μου δόθηκε και μένα αυτή η ευκαιρία και ευχαριστώ πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 1
Αλκυονίδες 1981: Το βράδυ του σεισμού, οι ζημιές, τα θύματα, ο φόβος και η καθημερινή ζωή μετά το σεισμό
00:00:00 - 00:13:03
[00:00:00]Είναι Σάββατο 27 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με την κυρία Γιούλη Μποϊντά, η οποία βρίσκεται στο Βύρωνα Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Σχοινά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στην περιοχή Νεράκι στη Νέα Πέραμο Αττικής. Και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Αρχικά, κυρία Μποϊντά, θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς.
Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά έζησα και μεγάλωσα στη Θήβα μέχρι τα 18 μου. Την περίοδο που θα περιγράψουμε αναφέρεται στο μεγάλο σεισμό της εποχής εκείνης, το 1981, στις 24 Φεβρουαρίου, ο οποίος συνετάραξε την Ελλάδα. Ήτανε ο δεύτερος μεγάλος σεισμός μετά από εκείνον της Θεσσαλονίκης το 1978 και δημιούργησε νέα δεδομένα σε ό,τι αφορά στους σεισμούς. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό γεγονός αυτό που έγινε τότε. Εγώ ήμουν 13 ετών την εποχή εκείνη. Πήγαινα στη Δευτέρα Γυμνασίου, είχα κερδίσει χρονιά. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν αστυνομικός, είχε φύγει για την εργασία του, ήταν νυχτερινή βάρδια. Κι εγώ ήμουν με τη μητέρα μου στο σπίτι, σε μία διώροφη μεγάλη μονοκατοικία, στο δεύτερο όροφο. Είχα πέσει νωρίς για ύπνο, γιατί πήγαινα σχολείο, όπως είπα, και είχα διαγώνισμα την επόμενη μέρα, και η μητέρα μου μάζευε το σπίτι, όπως κάνουν οι νοικοκυρές το βράδυ. Ήταν εργαζόμενη και εκείνη αλλά συμμάζευε το σπίτι το βράδυ, τελευταίες δουλειές πριν πάει κι εκείνη για ύπνο. Ο περισσότερος κόσμος πρέπει να πω ότι ήτανε ξάγρυπνος γιατί την εποχή εκείνη παιζότανε μια σαπουνόπερα, Το Φως του Αυγερινού, και είχε μεγάλη απήχηση, όπως σήμερα οι αντίστοιχες Μέλισσες που βλέπουμε όλοι. Εγώ, όμως, ως παιδί, ως μαθήτρια, δεν με ενδιέφερε το έργο και είχα πάει για ύπνο. Ξαφνικά ακούω τη μητέρα μου έντρομη να φωνάζει: «Σήκω, σήκω! Σεισμός! Σήκω παιδί μου! Σήκω!». Σηκώνομαι πάνω μόλις είχα πάρει τον καλύτερο ύπνο. Βάζω, θυμάμαι, ένα παντελόνι τζιν πρόχειρα, μια μπλούζα, ό,τι βρήκα μπροστά μου και κατέβηκα από το δεύτερο όροφο κάτω. Δεν πρόλαβα το σεισμό παρότι έμαθα μετά από τη μητέρα μου είχε μια μεγάλη βουή και ήταν πολύ έντονος. Κατεβήκαμε κάτω. Είχε βγει όλη γειτονιά στο πόδι. Επαρχία! Τα πιο πολλά σπίτια ήτανε χαμηλές μονοκατοικίες. Έξαλλος ο κόσμος. Δεν ήξερε τι συμβαίνει. Τα τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν. Δεν είχαμε, βέβαια, κινητά την εποχή εκείνη αλλά και του ΟΤΕ η σύνδεση έπεσε. Ο πατέρας μου ήρθε από το Σχηματάρι αφού έγινε όλο αυτό το περιστατικό, γιατί είχε την οικογένειά του. Ανησυχούσε, λογικό ήταν. Και λόγω της ιδιότητάς του έφτασε έγκαιρα. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι στη γειτονιά είχαμε έναν οδηγό αστικού λεωφορείου, τον κύριο Σταύρο, ο οποίος έφερε το λεωφορείο το αστικό για να μπούμε μέσα, γιατί ήτανε κρύο, χειμώνας, Φλεβάρης, και είχε την καλή διάθεση να βοηθήσει όπως και όσο μπορούσε ο άνθρωπος. Έξω από το σπίτι μας, όμως, γίνονταν έργα της ΕΥΔΑΠ και υπήρχε μια πολύ μεγάλη λακκούβα, ένας λάκκος μεγάλος. Ερχόμενο, λοιπόν, το αστικό και επειδή το σπίτι μου ήτανε γωνιακό, είναι γωνιακή μονοκατοικία, στη στροφή απάνω η μπροστινή ρόδα του λεωφορείου έπεσε μέσα στη λακκούβα. Οπότε, κατέφτασε ο πατέρας μου ως σούπερμαν με έναν γερανό. Δεν ξέρω τώρα, λόγω της ιδιότητάς του, λόγω του ότι ήμασταν όλοι στη γειτονιά γνωστοί, φίλοι; Τέλος πάντων, έφερε έναν γερανό και βγάλαμε το λεωφορείο έξω. Βέβαια, ήτανε τραγελαφικό γιατί από τη μια γελούσαμε με το περιστατικό, από την άλλη δεν ξέραμε τι είχε γίνει με το σεισμό. Ήταν ένα πράγμα, έτσι… μια περίεργη κατάσταση. Άφησε το αστικό ο άνθρωπος μετά το πέρας, τέλος πάντων, του συμβάντος. Μπήκαμε μέσα. Δεν είχαμε καμία πληροφόρηση, καμία ενημέρωση. Δεν ξέραμε τι είχε γίνει, τι ήταν αυτό! Μάλιστα, διάβασα αργότερα ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν ξέραν τι είναι σεισμός γιατί στην περιοχή αυτή, τη Στερεά Ελλάδα, στην περιοχή της Αθήνας, είχε να γίνει σεισμός απ’ το ’38 και το ’28! Κάποια στιγμή κατά τις έγινε κι άλλος σεισμός, μεγάλος σεισμός, πάνω από 6 ρίχτερ. Μέχρι το πρωί, μέχρι τα ξημερώματα ήμασταν σε μία παρέα, κουσκούς, ανησυχία, κουβέντες. Είχαμε ανάψει και φωτιές... Ήμασταν σαν μια μεγάλη κατασκήνωση, με τον κόσμο βέβαια ανήσυχο. Με[00:05:00] το ξημέρωμα ο καθένας δεν ήξερε τι θα γίνει. Τώρα; Τι κάνουμε από ‘δώ και πέρα; Κι εγώ αναρωτιόμουν: «Θα πάω σχολείο; Δεν θα πάω σχολείο;». Η μητέρα μου πήγε στη δουλειά της στην τράπεζα. Και μάλιστα είχαν έρθει συνάδελφοι, απ’ ό,τι μου είπε, με τις ρόμπες, ότι οι γυναίκες φορούσαν μακρύ νυχτικό, ρόμπα. Είχαν καταφθάσει έτσι οι συναδέλφισσες! Τέλος πάντων, τους διώξανε. Δεν υπήρχε λόγος να καθίσουν στην εργασία τους. Τώρα, βέβαια, δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες, γιατί ήμουν μικρή, αλλά μετά από μία δυο μέρες κατέφτασε μια μεγάλη σκηνή του στρατού. Τεράστια σκηνή, ήτανε και 50-60 τετραγωνικά. Πολύ μεγάλη σκηνή. Και την βάλαμε στην αυλή της γιαγιάς μου, η οποία έμενε κοντά στο σπίτι το δικό μας και είχε χώρο, είχε προαύλιο χώρο. Στη σκηνή αυτή καθίσαμε έναν μήνα. Ήμασταν όλη η οικογένεια, η γιαγιά μου, η θεία της μητέρας μου, αρκετά άτομα. Και μάλιστα μας είχαμε βάλει και μια ξυλόσομπα στη μέση και ήμασταν μία ωραία κατασκήνωση μες στο καταχείμωνο! Αρρώστησα μάλιστα εκείνη την εποχή. Αρρώστησα πάρα πολύ άσχημα και μάλιστα αυτή η ευαισθησία μού έχει μείνει μέχρι σήμερα από το κρύωμα του Φλεβάρη του ‘81. Αυτό που ήθελα να πω και να τονίσω είναι ότι λόγω του σεισμού αυτού και το τι επακολούθησε ο κόσμος κατάλαβε, έβαλε μέσα στη ζωή του τη λέξη σεισμολόγος, όπως επίσης μάθαμε για πρώτη φορά τι σημαίνει το ΒΑΝ. Δεν είχε ακουστεί. Από τότε άρχισαν οι άνθρωποι να κοιτάζουν σοβαρά το θέμα του σεισμού, όπως σήμερα ασχολούμαστε με τους λοιμωξιολόγους, που μπορεί να μην ξέραμε πριν καν ότι υπάρχει αυτή η ειδικότητα. Έτσι ήταν και ο σεισμολόγος τότε. Μάλιστα, επειδή ο αδερφός της μητέρας μου είναι γεωλόγος στο Δημόκριτο, με πήρε και πήγαμε στο ρήγμα που έγινε στις Πλαταιές, γιατί στις 4 Μαρτίου έγινε ο τρίτος μεγάλος σεισμός. Πρέπει να ήταν γύρω στα 6,3, αν το θυμάμαι σωστά. Και σε κάποιο σημείο ανάμεσα στα χωριά Πλαταιές και Κιθαιρώνα, που είναι στη Βοιωτία, σκίστηκε η γη. Έχει ανοίξει ένα ρήγμα. Είναι γύρω στους 15 πόντους, αν θυμάμαι καλά τώρα σαν παιδί... Και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση να βλέπω τη γη να σκίζεται! Είναι κάτι που δεν το βλέπεις καθημερινά και μάλιστα έπειτα από ένα συμβάν τέτοιο. Αυτά είχα να πω για τη δική μου την περίπτωση. Αν θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο...
Εννοείται! Θα ήθελα να μου πείτε αν είχατε υποστεί καθόλου ζημιές στο σπίτι, γιατί μου είπατε ότι μείνατε έναν μήνα στη σκηνή.
Ναι. Μικροπράγματα έσπασαν. Ήταν περισσότερο σε μας… γιατί είναι γερή κατασκευή το δικό μου το σπίτι. Δεν είχε προβλήματα. Μόνο κάποια μικροπράγματα έσπασαν. Στην περιοχή, όμως, έγιναν ασύλληπτες καταστροφές. Είχα πάει στο χωριό της μητέρας μου, το οποίο είναι λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θήβα. Λέγεται Λουτουφί. Πραγματικά είδα πράγματα που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Ήταν τα σπίτια... Μάλλον, πώς να το πω; Οι κατασκευές τότε, επειδή δεν υπήρχε πρόβλεψη για σεισμό και επειδή ο οικοδομικός νόμος, αν το λέω καλά, ήτανε παμπάλαιος, είχαν τα σπίτια τα παλιά, τα οποία ενδεχομένως να είχαν και τοίχους από πλίθρες και όχι από τσιμέντο, και πάνω από αυτά χτίζανε άλλα σπίτια. Ή μπορεί να είχαν ένα πιο παλιό σπιτάκι και από πάνω έβαζαν καινούργια οικοδομή. Είδα, λοιπόν, σπίτια να έχει μείνει το κάτω και από πάνω, όπως ήταν κολόνες δεξιά και αριστερά, είχαν λυγίσει οι κολόνες. Είχαν σπάσει και είχε πέσει όλο το οικοδόμημα αριστερά και δεξιά! Ήταν ένα περίεργο, σα να βλέπεις ένα κουτί να γέρνει και δεν μπορείς να καταλάβεις αν αυτό πράγμα ήταν σπίτι! Πολλά τέτοια σπίτια! Και από τότε άλλαξε και ο νόμος με τον οποίο χτίζονται τα σπίτια. Ήτανε καταλύτης σε πολλά πράγματα ο σεισμός το ‘81. Πολλές καταστροφές, δηλαδή τα παλιά τα σπίτια δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Και μάλιστα, απ’ ό,τι άκουγα που έλεγε η μητέρα μου λόγω της τράπεζας, πήραν οι άνθρωποι πάρα πολλά δάνεια τότε χαμηλότοκα με ευνοϊκούς όρους. Και η αλήθεια είναι ότι έγινε και ένα καλό, γιατί πάντα κάθε κακό φέρνει και ένα καλό: Έγιναν καινούργιες οικοδομές, έγιναν καινούργια σπίτια. Πώς να το πω, αναμορφώθηκε η περιοχή λόγω του γεγονότος αυτού.
Συγγενείς σας μεγάλες ζημιές πάθανε, εν[00:10:00]νοώ ανεπανόρθωτες;
Της γιαγιάς μου το σπίτι, εκεί που είχαμε στήσει τη σκηνή απ’ έξω, ήτανε ένα πολύ παλιό κτίσμα. Τέλη του 19ου αιώνα να φανταστείς. Ναι. Έπαθε ζημιές. Το γκρέμισαν λίγους μήνες μετά και έφτιαξαν ένα προκάτ σπιτάκι. Ήταν ένα σπίτι το οποίο αν δεν είχε γίνει ο σεισμός ο συγκεκριμένος θα άντεχε. Δεν είχε πρόβλημα, αλλά δεν είχε τσιμέντο, δεν είχε κολόνες. Σπίτι του 1880 περίπου.
Θύματα, ζωές εννοώ, απώλειες ζωών, είχατε από κάποιον γνωστό;
Όχι, δεν έχω κάποια προσωπική εμπειρία.
Ούτε από γείτονες φαντάζομαι.
Όχι, όχι, απ’ την περιοχή μας όχι!
Τι συναισθήματα σάς έχει αφήσει όλο αυτό που το θυμάστε τώρα που μου το αφηγείστε;
Φόβο, φόβο... Φοβάμαι το σεισμό πολύ, γιατί δεν ξέρω πού θα είμαι και πώς θα είμαι όταν μου συμβεί. Ειδικά όταν έγινε ο άλλος ο σεισμός, που είχα και παιδιά… Δεν ξέρεις εκείνη τη στιγμή πού είναι τα παιδιά σου, πού είναι ο άνθρωπός σου, πού είναι οι γονείς σου! Ακόμα και στο σεισμό του ‘99 έπεσαν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, πόσο μάλλον το 1981 που δεν υπήρχε κινητή τηλεφωνία. Δεν μπορούσες να ξέρεις τι κάνουν οι δικοί σου άνθρωποι. Πολλοί στη Θήβα είναι από χωριά της περιοχής, οπότε είχανε γονείς στα χωριά της περιοχής. Δεν μπορούσες να ξέρεις αν κάποιος δεν σε πήγαινε με κάποιο μεταφορικό μέσο εκεί να δεις τι έχει γίνει. Είναι ο φόβος. Εκείνο το άγριο το ξύπνημα που έντρομη η μητέρα μου με ξύπνησε για να σηκωθώ και ήμουν παιδί, που δεν ήξερα τι συμβαίνει. Δεν είναι ότι λες σε κάποιον «Ναι, ξες, σήκω γιατί πρέπει να κάνουμε αυτή τη δουλειά». Εδώ ήτανε βίαιο το ξύπνημα! Κατέβηκα έξω στο δρόμο μέσα στο χειμώνα, μέσα στο κρύο. Έβλεπα τον πανικό γύρω μου! Φοβήθηκα. Είναι πράγματα τα οποία δεν τα ξεχνάς εύκολα και ειδικά όταν δεν έχεις και εμπειρίες από αυτά, γιατί σήμερα έχω τις εμπειρίες του σεισμού. Τότε δεν ήξερα κι εγώ τι είναι σεισμός, τουλάχιστον σε αυτό το μέγεθος.
Η ζωή μετά πώς κύλησε; Θέλω να πω όταν βγήκατε απ’ τη σκηνή και ξαναμπήκατε μέσα στο σπίτι σας πώς νιώσατε;
Είχε περάσει ο φόβος γιατί δεν είχε συμβεί κάτι μετά τις 4 Μαρτίου. Είχαμε, όμως, το φόβο. Έλεγες «Μήπως; Λες να;». Αλλά, το σπίτι μας, όσο με αφορά προσωπικά, ήταν καινούργιο. Είναι οικοδομή του ’72. Είχε φτιαχτεί με καλές προδιαγραφές, οπότε δεν είχα το φόβο. Δηλαδή, και να συμβεί κάτι δεν φοβόμουν μήπως πέσει στο σπίτι μου, μήπως σκοτωθούν οι γονείς μου. Οπότε, το ξεπέρασα γιατί τα παιδιά ξεπερνούν και πιο εύκολα κάποια πράγματα. Ναι μεν μπορεί να φοβόμαστε περισσότερο, αλλά ξεπερνάμε κάποια πράγματα περισσότερο. Δεν έχουμε τις φοβίες που έχει ένας ενήλικας.
Περάσανε μετά αρκετά χρόνια και όπως μου είπατε και πιο πριν ζήσατε και το σεισμό, το μεγάλο σεισμό του 1999 στην Αθήνα. Πού βρισκόσασταν τότε και με ποιον ήσασταν;
Στο σεισμό του ‘99 ήμουν σε άδεια με το σύζυγό μου και τα παιδιά. Βρισκόμουν στη Χαλκίδα. Μάλιστα, είναι αστείο το γεγονός, γιατί την ώρα του σεισμού είχα το δεύτερο γιο μου σε ένα αλογάκι σε ένα περίπτερο και κουνιόταν. Αυτό το αλογάκι που βάζουμε τα παιδιά και χαζεύουν για να ξεχαστούν. Ήταν ένα μεγάλο ωραίο μαύρο άλογο και ο Κωνσταντίνος είχε ανέβει πάνω και ήταν ο καουμπόης της Άγριας Δύσης! Εκείνη την ώρα, λοιπόν, συνέβαινε ο σεισμός, αλλά εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήτανε ο σεισμός. Εγώ έβλεπα το παιδί μου που κουνιόταν! Αντιλήφθηκα ότι γινόταν σεισμός και ξαφνικά διαπιστώνω έντρομη ότι ακριβώς πάνω απ’ τα κεφάλια μας υπήρχε μία τεράστια ταμπέλα μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας. Ταμπέλα όσο είναι δύο πολυκατοικίες μαζί! Γιγαντιαία ταμπέλα, η οποία κουνιόταν πέρα δώθε! Εκείνη την ώρα πραγματικά σκέφτηκα να πάρω το παιδί μου και να πηδήξω στον Εύριπο, που ήταν ακριβώς δίπλα! Ήμασταν δίπλα στη θάλασσα. Μέχρι να τα σκεφτώ όλα αυτά —γιατί αυτά συμβαίνουν σε κλάσμα δευτερολέπτου Ο πανικός σε παραλύει τελείως— σταμάτησε ο σεισμός, πήρε ο άντρας μου το ένα παιδί, εγώ το άλλο παιδί από το χέρι. Καλέσαμε αμέσως στα κινητά τους γονείς, γιατί οι γονείς μου ήταν στη Θήβα, τα πεθερικά μου ήταν στην Αθήνα, στην Παιανία συγκεκριμένα τότε. Φυσικά, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε. Είχε πέσει κάθε δίκτυο. Ήταν αδύνατη η επικοινωνία και αυτό ήτ[00:15:00]αν που μας φόβισε, γιατί δεν ξέρεις τι έχει συμβεί στους δικούς σου ανθρώπους! Το σπίτι μου, βέβαια, στο χωριό μου στην Καλλιθέα Ευβοίας είναι πέτρινο, οπότε δεν υπήρχε θέμα ζημιάς του σπιτιού, αλλά δεν ξέραμε τι είχαν γίνει οι άνθρωποί μας. Άλλο ένα πράγμα που, όπως είπα και προηγουμένως, σε φοβίζει στο σεισμό, γιατί δεν ξέρεις τι έχουν πάθει οι δικοί σου άνθρωποι. Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις γιατί σε τέτοιες καταστάσεις —και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν υπάρχει μία σχετική μέριμνα—, όταν συμβαίνει ο σεισμός, δεν υπάρχει και δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Κατανοώ, βέβαια, ότι οι κεραίες είναι επίγειες ή είναι πάνω σε κτίρια, αλλά όταν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις τότε στα δύσκολα, ποιος ο λόγος τού να έχεις αυτήν τη δυνατότητα, να έχεις ένα ακριβό κινητό τηλέφωνο της χ ή ψ εταιρείας που διαφημίζει κάποια πράγματα; Τέλος πάντων, καταφέραμε να επικοινωνήσουμε κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα. Ήταν όλοι καλά. Πάλι μάθαμε για τον πανικό που είχε, έτσι, πιάσει τους ανθρώπους με την κατάσταση αυτή, αλλά ευτυχώς δεν είχαμε θύματα. Κάποιες μικρές ζημιές είχα κι εγώ στο σπίτι μου στην Αθήνα. Είχαν πέσει κάποια πράγματα μόνο. Δεν είχαμε ούτε υλικές ούτε ανθρώπινες ζημιές. Ένα αστείο μόνο θα πω εδώ. Η κουνιάδα μου είχε μόλις γεννήσει λίγες μέρες το δεύτερο παιδί της και το αστείο ήταν ότι βγήκε η καημένη έξω στο δρόμο ενώ θήλαζε! Θηλάζοντας βγήκε με το μωρό έξω και εκείνη! Είναι αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν ξες πώς να αντιδράσεις! Να κάτσω στο σπίτι μου; Να πεταχτώ έξω; Οπότε, εκείνη την ώρα, όπως σκέφτηκα κι εγώ να πάρω το παιδί μου και να πεταχτώ στη θάλασσα, αλλά πάλι σε κλάσματα δευτερολέπτου σκέφτηκα ότι θα πνιγώ άμα πέσω μέσα στη θάλασσα, οπότε καλύτερα να κάτσω εδώ που είμαι!
Τότε μένατε στην Αθήνα; Καλά κατάλαβα;
Ναι. Στην Αθήνα, στο Βύρωνα.
Τι εικόνες έχετε από το Βύρωνα; Βασικά, ποιες ήταν οι επόμενες ενέργειες που κάνατε για να φύγετε απ’ τη Χαλκίδα και να έρθετε στην Αθήνα;
Δεν γύρισα στην Αθήνα! Αφού έμαθα ότι οι γονείς μου ήταν καλά, τα πεθερικά μου ήταν καλά, πήγαμε στο σπίτι μας στην Εύβοια, σε μια απόσταση 40 χιλιομέτρων από τη Χαλκίδα. Συνεχίσαμε τις διακοπές, γιατί ήμασταν στις διακοπές, είχα άδεια. Μα δεν υπήρχε λόγος να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν συνέβη κάτι. Μας ειδοποίησαν οι γείτονες στην πολυκατοικία ότι δεν είχε συμβεί κάτι. Όταν γύρισα απλά βρήκα σε μια βιτρίνα… Είχα πιάτα στη βιτρίνα διακοσμητικά πορσελάνινα. Ένα είχε πέσει αλλά το έπιασε ο σύζυγος με κάποιο τρόπο, οπότε δε μου έσπασε ούτε αυτό. Κάτι μικροπραγματάκια άνευ σημασίας. Δεν είχα κάποια ζημιά, οπότε δεν υπήρχε λόγος να γυρίσω. Άκουσα, βέβαια, μετά για τις ζημιές που έπαθαν οι άνθρωποι που ήταν κοντά στους Θρακομακεδόνες και στις περιοχές αυτές, αλλά εμείς στο Βύρωνα όχι, δεν είχαμε προβλήματα.
Πάλι από γνωστούς σας, από γείτονες, από φίλους, είχατε κάποια περιστατικά; Απ’ το σεισμό του ‘99 εννοώ, εννοείται.
Το ‘99 όχι. Δεν είχα γνωστούς που να έχουν πάθει κάποια ζημιά υλική ή σωματική, όχι.
Οι επόμενες μέρες, πάλι μετά το σεισμό του ‘99, για εσάς πώς ήταν; Σας ξύπνησε κάπως τις τραυματικές μνήμες του σεισμού του ‘81 στις Αλκυονίδες;
Ναι, βέβαια. Φυσικά, φυσικά! Αλλά, το πρόβλημα ήταν ότι είχα οικογένεια αυτή τη στιγμή. Είχα δική μου οικογένεια και ανησυχούσα. Αλλά, εφόσον ήμασταν μαζί… Γιατί είχε συμβεί κάποιος άλλος μικροσεισμός —δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν μετά το ‘99. Δεν το έχω συγκρατήσει— που ήταν τα παιδιά μου σε σχολεία διαφορετικά. Το ένα ήταν στο Δημοτικό και το άλλο ήταν στο Νηπιαγωγείο. Οπότε, εκείνη την ώρα δεν ήξερες, τώρα, είναι καλά τα κτίρια; Γιατί ένα σχολείο ήτανε παλιό στον Βύρωνα. Μήπως συνέβη κάτι; Πού να τρέξεις; Να δω που είναι ο σύζυγός μου; Πού είναι το ένα παιδί, το άλλο παιδί; Εκεί είναι λίγο αυτό που σε φοβίζει στο σεισμό, γιατί δεν ξέρεις πού είναι οι δικοί σου άνθρωποι. Συνεχίσαμε τη ζωή μας κανονικά, όμως, μετά το ‘99. Ήμασταν μεγάλοι. Είχαμε την εμπειρία του ‘81. Δεν είχαν πάθει κάτι οι δικοί μας άνθρωποι, οπότε να έχουμε άλλα πράγματα να ασχοληθούμε μετά. Οπότε ναι. Είχα, βέβαια, το φόβο του ‘81 σαφώς, αλλά πλέον ήμουν μεγάλος άνθρωπος και το διαχειρίστηκα διαφορετικά.
Ενότητα 3
Οι πιο δυνατές εικόνες από τους δύο σεισμούς και η καθημερινή ζωή μετά το σεισμό του 1981
00:19:38 - 00:29:59
Και από τους δύο σεισμούς ποια εικόνα είναι αυτή που σας έχει χαραχθεί πιο έντονα και δεν σας έχει φύγει από το μυαλό και για ποιον λόγο;
Οι εικόνες είναι δύο: Η μία είναι με το λεωφορείο που έπεσε στη λακκούβα, όπως είπα στην αρ[00:20:00]χή. Κι ήταν λίγο τραγελαφικό γιατί από τη μια έφερε ο άνθρωπος να εξυπηρετήσει τους γείτονές του, γιατί στην επαρχία την εποχή εκείνη ήμασταν όλοι φίλοι. Δεν είχε χαθεί αυτό το «Νοιάζομαι ο ένας για τον άλλον» και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οπότε, ο άνθρωπος είχε την καλή πρόθεση να φέρει το λεωφορείο να μπουν οι γείτονές του, οι γνωστοί του, οι φίλοι του μέσα. Ήταν λίγο αστείο, γιατί ταλαιπωρήθηκε μετά και εκείνος, ταλαιπωρήθηκε και όλη η γειτονιά και από τη μια λες «Τώρα έχω το σεισμό», γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Θα μπορούσε, ας πούμε, κάλλιστα την ώρα που βγάζαμε το λεωφορείο από τη λακκούβα —γιατί είχε πέσει όλη μπροστινή ρόδα, είχε πέσει σε αρκετό βάθος— να γίνει ένας σεισμός και να πέσει κι ένα απ’ τα μπαλκόνια τα δικά μας! Είναι πολλά τα σενάρια που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πάνω σ’ αυτό. Αυτό μου έμεινε πολύ έτσι έντονα σαν εικόνα, σαν παιδί. Η σκηνή, που ήτανε μια εμπειρία, γιατί δεν είχα πάει ποτέ κατασκήνωση. Δεν ήξερα πώς είναι να ζεις σε σκηνή έξω. Δεν έχεις πλέον τοίχο. Ο τοίχος σου είναι ένα ύφασμα και είναι χειμώνας. Βέβαια, επειδή ήμουν παιδί λίγο το έβλεπα, έτσι, από τη χαρούμενη πλευρά. Ήταν σα να πήγαινα κατασκήνωση μες στο χειμώνα. Ήτανε και πιο, έτσι, χαλαρά τα πράγματα και στο σχολείο. Δεν είχαμε αυστηρά πλαίσια και οι γονείς μου χαλαροί ως προς τα μαθήματα. Δεν με πίεζαν... Εγώ πέρασα, ας πούμε, λίγο, έτσι, πιο χαλαρά την εποχή εκείνη. Και το άλλο ήταν στο σεισμό του ‘99, που βρέθηκα σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή να είμαι με τα παιδιά μου κάτω από την ταμπέλα εκείνη που θα μπορούσε να μας είχε σκοτώσει αν είχε πέσει. Και μάλιστα την έβγαλαν την ταμπέλα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αφαιρέθηκε, ενδεχομένως γιατί φοβήθηκαν. Φοβήθηκα γιατί αν έπεφτε αυτό το πράγμα πάνω μας θα μας είχε σκοτώσει και τους τέσσερις. Με τρόμαξε αυτό το πράγμα. Οπότε, όταν συμβαίνει σεισμός δεν φεύγω. Πιστεύω, δηλαδή, ότι δεν πρέπει κανένας να φεύγει σαν το ποντίκι την ώρα του σεισμού. Εκείνη τη στιγμή βρίσκεις ένα ασφαλές σημείο. Δηλαδή, αν είσαι στο σπίτι κάτω από την πόρτα, στο πλάι ενός τραπεζιού, ενός επίπλου... Μάλιστα, σε κάποια ενημέρωση πρόσφατα μας είπαν ότι δεν είναι καλό και το να είσαι κάτω από την πόρτα. Το καλύτερο απ’ όλα είναι να είσαι στο πλάι ενός μεγάλου επίπλου το οποίο όταν θα πέσει θα σχηματίσει ένα τρίγωνο με σένα, οπότε εσύ θα βρεθείς προστατευμένος, προστατευμένη κάτω από το τρίγωνο. Οπότε κάθεσαι δίπλα σε ένα μεγάλο έπιπλο ή κάπου που δεν έχει πράγματα να σου πέσουν στο κεφάλι και περιμένεις να περάσει απλά.
Δεν μιλήσαμε καθόλου… Βασικά μου είπατε κάποια πράγματα για τις μέρες που ήσασταν στη σκηνή στο σεισμό στις Αλκυονίδες το 1981. Ποιες άλλες μνήμες ενδεχομένως έχετε από εκείνες τις ημέρες, που τις βιώσατε, μου είπατε, σαν κατασκήνωση;
Ναι, ναι! Αυτό που είπα προηγουμένως, ότι ήμασταν όλοι μαζί μία οικογένεια. Είχαμε τη ξυλόσομπα στη μέση και τα πράγματα ήταν πολύ χαλαρά. Δε με πίεζε κανένας για να διαβάσω. Δεν ασχολιόταν κανένας πώς πάω στα μαθήματα. Είχα μέσα στο ίδιο «σπίτι» τη γιαγιά μου, την άλλη γιαγιά μου. Τη θεία της μητέρας μου την έλεγα «γιαγιά». Δεν είχε κάτι σε εγγόνια και μας είχε μεγαλώσει σαν δικά της εγγόνια. Οπότε, είχα τις δύο γιαγιάδες μαζί. Ήτανε όμορφα για μένα, γιατί ήτανε μια εμπειρία που δεν την είχα ξαναζήσει. Κοιμόμασταν στα κρεβάτια και βάζαμε αυτές, αν έχεις ακούσει, τις βελέντζες, τις πολύ χοντρές κουβέρτες που τις έφτιαχναν οι νοικοκυρές στο σπίτι μόνες τους. Η βελέντζα είναι μία παραδοσιακή κουβέρτα υφασμένη στον αργαλειό. Έχει μεγάλο βάρος. Αν σου πέσει απάνω δεν μπορείς να κινηθείς και είναι βαμμένη με παραδοσιακούς τρόπους. Η συγκεκριμένη είχε βαφτεί με ένα έντομο το οποίο πηγαίνει στα σύκα. Δεν θυμάμαι να το πω τώρα. Μου την είχε πει την ιστορία η μητέρα μου. Έβαφαν, λοιπόν, τα ρούχα και τις κουβέρτες και ό,τι είχανε με φυσικά, με υλικά που τα είχανε πρόχειρα. Οπότε, είχαμε αυτές τις βελέντζες, γιατί κανείς δεν είχε τότε τόσα πολλά ρούχα για να σκεπαστεί έξω στο χειμώνα. Δεν υπήρχε αυτή η μέριμνα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Οπότε, κατεβάσανε από το γιούκο οι γιαγιάδες ό,τι παλιά κουβέρτα είχανε στην απομαχία και τη χρησιμοποιούσαμε. Και τ’ άλλο που μου άρεσε ήταν ότι κοιμόμουνα με τη μητέρα μου, επειδή είχα μεγαλώσει μόνη μου σαν παιδί. Είχα [00:25:00]έναν αδελφό ο οποίος ήτανε ανάπηρος και πάντα ήτανε σε ιδρύματα. Οπότε, τον έβλεπα μόνο κάποιες μέρες το χρόνο που ερχότανε από το ίδρυμα και έτσι έχω μεγαλώσει μόνη μου. Οπότε, και κοιμόμουν και μόνη μου. Είχα την πολυτέλεια να έχω δικό μου δωμάτιο στο σπίτι, οπότε το να κοιμάμαι με τη μητέρα μου ήτανε κάτι πολύ όμορφο. Έτσι, ήταν μια όμορφη ανάμνηση της εποχής αυτής. Έναν μήνα κοιμόμουνα με τη μαμά μου.
Ποιες δυσκολίες θυμάστε να έχετε περάσει εκείνες τις ημέρες, δηλαδή το πιο δύσκολο πράγμα που είχατε να αντιμετωπίσετε;
Το κρύο. Το κρύο που αρρώστησα, όπως είπα προηγουμένως. Αρρώστησα πάρα πολύ άσχημα. Έβηχα πολύ και μου έχει μείνει ένα κουσουράκι από τότε. Ακόμη έχω μια ευαισθησία όταν βήχω. Όταν αρρωσταίνω με κρατάει ένα δίμηνο περίπου. Γιατί έκανε πάρα πολύ κρύο. Όσες κουβέρτες να έχεις, όσο καλής ποιότητας να είναι, θέλω να πω βαριές, μάλλινες, δεν παύει να κοιμάσαι σε έναν χώρο που είχε πολύ χαμηλή θερμοκρασία στις 25 Φεβρουαρίου και το Μάρτιο. Ο Μάρτης στην περιοχή μου κάνει απίστευτο κρύο. Είναι ο πιο κρύος μήνας του χειμώνα ενώ είναι άνοιξη. Ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Και μία ξυλόσομπα στη μέση τι να σου κάνει σε μία σκηνή που ήταν 50 τετραγωνικά η σκηνή; Εμένα μου φαινόταν τεράστια σαν παιδί. Ναι. Το κρύο ήταν, το κρύο ήταν το πρόβλημα. Ευτυχώς δεν είχαμε χιόνια την περίοδο εκείνη, αλλά το δύσκολο ήταν αυτό. Βέβαια, ήταν και το μαγείρεμα δύσκολο. Η μητέρα μου πήγαινε έπαιρνε κάποια πράγματα από το σπίτι ή έμπαινε για λίγο, έκανε κάποιες παρασκευές και αμέσως έβγαινε. Οπότε, έπρεπε να μαγειρέψεις για τόσα άτομα και αυτό ήταν λίγο δύσκολο. Δεν είχες τις πολυτέλειες που έχεις, το πλυντήριο, να απλώσεις... Δεν θυμάμαι τώρα τα ρούχα για να είμαι ειλικρινής. Νομίζω πρέπει να είχε βάλει η γιαγιά μου κάποιο σκοινί έξω στην αυλή και απλώναμε τα ρούχα, αλλά δεν έχω έντονες εικόνες πάνω σε αυτό.
Σχολείο πηγαίνατε όσο μένατε στη σκηνή;
Ναι, κανονικά! Κανονικά, ναι, ναι. Λειτουργούσαν τα σχολεία!
Οι μέρες εκείνες πώς ήταν; Πώς τις θυμάστε; Στο σχολείο εννοώ.
Οι πρώτες μέρες ήταν οι μέρες που το γεγονός μάς απασχολούσε, μήπως συμβεί κάτι. Και οι καθηγητές ήταν αρκετά χαλαροί. Και εκείνοι φοβισμένοι γιατί κάποιοι έρχονταν από την Αθήνα καθημερινά, κάποιοι ήταν ντόπιοι Θηβαίοι καθηγητές. Μετά από κάποιες μέρες, όμως, πέρασε ο φόβος, μετά και το σεισμό της 4ης Μαρτίου, οπότε όλα επανήλθανε στο φυσιολογικό. Πολλοί άνθρωποι γύρισαν στα σπίτια τους. Άλλοι έμεναν έξω σε σκηνές. Δεν είχαν όλοι πάρει τη μεγάλη σκηνή του στρατού. Άλλοι είχαν πάρει τις μικρές, αυτές που τις βλέπουμε σε καταυλισμούς, τις τρίγωνες. Οπότε, δεν είχαν τις ανέσεις που είχαμε εμείς στη μεγάλη σκηνή, που ήταν σαν σπίτι. Οπότε, όταν έχεις μία σκηνή τέτοια φαντάζομαι λες: «Ας μείνω και λίγο παραπάνω στη σκηνή. Βολεύομαι». Δεν είχαμε θέμα χωρητικότητας. Άλλοι γύρισαν στα σπίτια τους. Και τι να κάναν οι άνθρωποι; Δεν μπορούσαν. Λες: «Θα μπω και ό,τι γίνει!». Τα πρώτα βράδια του σεισμού άνθρωποι έμεναν μέσα στα αυτοκίνητα τα δικά τους, τα Ι.Χ. τους. Εμείς δεν είχαμε αυτοκίνητο. Αλλά, πόσο να μείνεις μέσα σε ένα αυτοκίνητο; Να μείνεις μερικές ώρες; Δεν θα μείνεις βράδια.
Οι συνήθειές σας τότε, ως προς την αντιμετώπιση των σεισμών εννοώ, αλλάξανε ως οικογένεια αρχικά και μεταγενέστερα, όταν ξαναζήσατε το σεισμό του ‘99;
Ναι. Με αφορμή το σεισμό αυτό η οικογένειά μου μετακόμισε στο κάτω σπίτι. Το σπίτι μου, όπως είπα, είναι διώροφη μονοκατοικία. Ήταν επάνω ένας ενιαίος χώρος και κάτω ήτανε χωρισμένο σε δύο μικρά σπιτάκια, δύο δυάρια. Οπότε, η μητέρα μου, επειδή φοβόταν, φτιάξαμε το κάτω δυάρι το ένα. Το κάναμε σπίτι κανονικό, οπότε μετακομίσαμε ουσιαστικά κάτω. Δηλαδή απ’ το 1981, αρχές του ’82, μέχρι που έφυγα από τη Θήβα έμενα στο κάτω σπίτι πλέον, στο μικρό, στο δυάρι. Ήτανε… Δεν ξέρω τώρα, βέβαια, αν υπήρχε σχέδιο για να γίνει κάποια στιγμή αυτή η μετακόμιση. Δεν νομίζω... Ήταν με αφορμή το σεισμό. Νιώθαμε πιο άνετα να είμαστε στο χώρο της αυλής γιατί απ’ την πόρτα της κουζίνας έβγαινες κατευθείαν έξω στην αυλή ενώ η πάνω η κουζίνα έβγαινες σε ένα μπαλ[00:30:00]κόνι. Φοβόταν η μητέρα μου πολύ το σεισμό, πάρα πολύ!
Εσείς πώς νιώθετε πλέον όταν καταλαβαίνετε ότι γίνεται ένας σεισμός ή στο άκουσμα ότι γίνεται κάπου στην Ελλάδα κάποιος σεισμός;
Φοβάμαι τους ανθρώπους που θα μείνουν στο δρόμο. Φοβάμαι μην χάσουν οι άνθρωποι τους ανθρώπους τους και τις υλικές ζημιές, γιατί δεν είναι εύκολο να φτιάξεις ένα σπίτι. Ό,τι δάνειο και να πάρεις δεν παύει να είναι ένα δάνειο, δεν παύει να χάνεις το σπίτι σου. Θα ήθελα να πω και κάτι πάνω σ’ αυτό. Αφορά έναν συνάδελφο στο γραφείο. Δε θέλω να πω όνομα, αλλά ήτανε μία ιστορία, έτσι, λίγο… Είναι αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων. Ο συνάδελφος αυτός είχε δεσμό με μία κοπέλα που ήταν από το Μενίδι. Του είπε κάποια στιγμή, του λέει: «Αν είναι να παντρευτούμε θα πάρεις και προίκα σπίτι στο Μενίδι». Το αστείο ήταν ότι έγινε σεισμός το ‘99 και το σπίτι έπεσε και αναγκάστηκε ο καημένος ο γαμπρός να πάρει δάνειο να ξαναφτιάξουν το σπίτι. Το ‘χουνε πάρει το δάνειο αυτό μαζί με τα πεθερικά του και το ‘χουνε φτιάξει. Εντάξει, ωραίο, μια χαρά. Μένουν όλοι μαζί! Πάνω μένει ο συνάδελφος, κάτω μένουν τα πεθερικά του. Αλλά, είναι αστείο γιατί μου λέει: «Γιούλη, ξέρεις τι έπαθα; Ήταν να πάρω προίκα σπίτι και τελικά βρέθηκα να φτιάχνω πάλι σπίτι!» Ήταν αστείο! Ναι... Με φοβίζει αυτό το πράγμα, ότι μπορείς ανά πάσα στιγμή να χάσεις ό,τι έχεις φτιάξει, μια ζωή ολόκληρη, και να χάσεις τους ανθρώπους σου. Γιατί άλλο χάνω έναν άνθρωπο που αρρωσταίνει. Κάπου το επεξεργάζομαι, το συνειδητοποιώ. Και άλλο να τον χάσεις από σεισμό. Είναι λίγο τραγικό.
Φοβάστε ότι μπορεί να γίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα;
Ναι, φοβάμαι! Φοβάμαι. Όπως σου είπα και το πρωί, ο θείος μου που είναι γεωλόγος μού είπε ότι οι Αλκυονίδες δίνουν κάποια χρονικά διαστήματα μεγάλο σεισμό. Νομίζω κάθε σαράντα πενήντα χρόνια η περιοχή δίνει. Και ζούμε και σε μία χώρα που είναι καθαρά σεισμογενής χώρα. Και φυσικά δεν είμαστε Ιαπωνία, γιατί στην Ιαπωνία μού έλεγε μία πρώην βουλευτής, μία φίλη, βρέθηκε σε ένα ξενοδοχείο για κάποια συνάντηση, τέλος πάντων. Ήταν εκεί με 8 ρίχτερ! Σε πληροφορώ ότι οι άνθρωποι δούλευαν κανονικά! Δεν σταμάτησαν από την εργασία τους. Ήταν η μόνη από την Ελλάδα, η οποία πήγαινε στο διάδρομο σαν την τρελή πέρα δώθε! Δεν πτοήθηκε κανένας. Δεν έγινε τίποτα! Με 8 ρίχτερ εδώ θα είχε πέσει μισή Ελλάδα! Οι Γιαπωνέζοι, όμως, επειδή έχουν βιώσει την κατάσταση αυτή και φυσικά είναι Γιαπωνέζοι έχουν φτιάξει και τα κτίρια τους ανάλογα και αντιμετωπίζουν το θέμα ανάλογα. Ξέρουν ότι είναι ένα φαινόμενο με το οποίο πρέπει να ζουν, να μεγαλώνουν και να πεθαίνουν. Εμείς εδώ ακόμη δεν το έχουμε διαχειριστεί έτσι όπως θα έπρεπε. Γι’ αυτό και γίνονται οι ζημιές αυτές που ακούμε. Τώρα, το να κάθεται ο κάθε σεισμολόγος να τρώγεται με τον άλλον σαν τους λοιμωξιολόγους, νομίζω ότι αυτό δεν προσφέρει κάτι. Κι αν ο Βαρώτσος είναι ο καλύτερος και αν ο χ ή ψ σεισμολόγος είναι πάρα πολύ καλός αυτό δεν μας αφορά. Εμείς θέλουμε ένα σύστημα το οποίο να προστατεύει τους ανθρώπους, έναν οικοδομικό κανονισμό να δημιουργεί κτίρια ασφαλή και όταν συμβαίνει ένας σεισμός 6 ρίχτερ, ΟΚ, να λέμε: «Δεν έγινε κάτι. Κούνησε, πέρασε, αυτό ήταν».
Πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξή μας έχετε να συμπληρώσετε κάτι;
Όχι. Δεν έχω κάτι. Νομίζω τα είπα όλα, και τα αστεία και τα σοβαρά και το τι θα ήθελα σαν ένας άνθρωπος της ηλικίας μου, γιατί ήμουνα 13 ετών όταν έγινε ο σεισμός στις Αλκυονίδες. Είμαι 53. Θα μπορούσα να είμαι και γιαγιά ενδεχομένως, οπότε βλέπω ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στην κατάσταση αυτή που λέγεται σεισμός στην Ελλάδα. Αυτό που είπα και προηγουμένως, ότι θα έπρεπε στον 21ο αιώνα να υπάρχει ή μια άλλη αντιμετώπιση ή μια άλλη τεχνολογία που μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα θέματα αυτά, γιατί είναι κρίμα να χάνονται ανθρώπινες ζωές από αυτό. Ναι μεν μπορεί να είναι το ένα τσουνάμι, για τους ανθρώπους στην [00:35:00]Ινδονησία που έγινε ο σεισμός. ΟΚ, Εκεί δεν μπορείς να κάνεις κάτι, στο τσουνάμι., Αλλά, το να μπορέσεις να φτιάχνεις κτίρια αντισεισμικά πραγματικά και να μην φοβάσαι ότι θα πέσουν ή αν κάποιος άνθρωπος έχει ένα σπίτι πολύ παλιό να του δίνεις τη δυνατότητα να το γκρεμίζει, να χτίζει ένα καλό σπίτι... Πώς λέμε για τα αυτοκίνητα, ότι θα σου επιδοτήσω την απόσυρση του αυτοκινήτου σου για να πάρεις ένα νέας τεχνολογίας που δεν ρυπαίνει το περιβάλλον; Νομίζω ότι κι αυτό θα έπρεπε, έτσι, να το δούμε σοβαρά. Και το άλλο είναι που έχει να κάνει με την ασφάλεια των κτιρίων. Ενώ όπως είναι υποχρεωτικό το να ασφαλίζεις το αυτοκίνητό σου, έτσι θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό και να ασφαλίζεις το σπίτι σου. Εγώ το σπίτι μου, εδώ που μένω —είναι δικό μου—, το ασφάλισα αμέσως. Σεισμό, πυρκαγιά, φωτιά, για όλους τους κινδύνους, τέλος πάντων. Γιατί δεν ξέρεις έτσι όπως είναι η κατάσταση τι μπορεί να σου συμβεί! Γιατί εγώ αυτή τη στιγμή έχω πάρει ένα σπίτι κι έχω δώσει τις οικονομίες μιας ζωής πραγματικά! Αν αυτή τη στιγμή το σπίτι μου πέσει δεν έχω τη δυνατότητα να το ξαναφτιάξω! Οπότε, με ένα χαμηλό κόστος, δηλαδή με 100 ευρώ που πληρώνω το χρόνο, δεν είναι τίποτα να ασφαλίσω το σπίτι μου. Βέβαια, ο Έλληνας λίγο δεν το θεωρεί ότι είναι σημαντικό το να κάνει μία ασφάλεια, είτε είναι πυρός είτε είναι υγείας, κάτι. Είναι πολυτέλεια. Δεν είναι πολυτέλεια. Κανονικά θα έπρεπε το κράτος να υποχρεώνει τον κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου να το έχει ασφαλισμένο όπως το αυτοκίνητο, γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο τουλάχιστον λες: «Ξέρεις κάτι; ΟΚ, έχασα το σπίτι μου. Θα το ξαναφτιάξω όμως». Γιατί τίποτα δεν γίνεται εύκολο σήμερα.
Κυρία Γιούλη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αφήγησή σας!
Ευχαριστώ κι εγώ για την ευκαιρία! Θυμήθηκα πράγματα τα οποία έχω να τα ανακαλέσω στη μνήμη μου πάρα πολλά χρόνια και είναι καλό να ακούγονται και οι απόψεις μας, γιατί ο καθένας μας σαν πολίτης αυτής της χώρας θέλει να εκφράσει την άποψή του, τους φόβους του, τις επιθυμίες του. Οπότε μου δόθηκε και μένα αυτή η ευκαιρία και ευχαριστώ πολύ.
Περίληψη
Η Γιούλη Μποϊντά είναι 53 ετών και έζησε το μεγάλο σεισμό της 24ης Φεβρουαρίου του 1981 με επίκεντρο τις Αλκυονίδες Νήσους στον Κορινθιακό κόλπο, μεγέθους 6,9 Ρίχτερ, αλλά και τον σεισμό της Πάρνηθας του 1999 —ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999— με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ, που έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999. Σαράντα χρόνια μετά το 1981 αφηγείται τις ημέρες εκείνες μετά το σεισμό στη Θήβα, τις εικόνες, τις αναμνήσεις στη σκηνή που έζησε για ένα μήνα, τα συναισθήματα που την ακολουθούν μέχρι και σήμερα, αλλά μιλά και για τις μνήμες που της ξύπνησαν το 1999 με τον σεισμό της Αθήνας, ενώ βρισκόταν σε διακοπές με την οικογένειά της στην Εύβοια.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτα Μποϊντά
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Σχοινά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/02/2021
Διάρκεια
37'
Περίληψη
Η Γιούλη Μποϊντά είναι 53 ετών και έζησε το μεγάλο σεισμό της 24ης Φεβρουαρίου του 1981 με επίκεντρο τις Αλκυονίδες Νήσους στον Κορινθιακό κόλπο, μεγέθους 6,9 Ρίχτερ, αλλά και τον σεισμό της Πάρνηθας του 1999 —ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999— με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ, που έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999. Σαράντα χρόνια μετά το 1981 αφηγείται τις ημέρες εκείνες μετά το σεισμό στη Θήβα, τις εικόνες, τις αναμνήσεις στη σκηνή που έζησε για ένα μήνα, τα συναισθήματα που την ακολουθούν μέχρι και σήμερα, αλλά μιλά και για τις μνήμες που της ξύπνησαν το 1999 με τον σεισμό της Αθήνας, ενώ βρισκόταν σε διακοπές με την οικογένειά της στην Εύβοια.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτα Μποϊντά
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Σχοινά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/02/2021
Διάρκεια
37'