© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Οι ηρωίδες μάνες του Μεσοβούνου

Κωδικός Ιστορίας
11161
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Παραστατίδης (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2019
Ερευνητής/τρια
Νίκη Φωτιάδου (Ν.Φ.)

[00:00:00]

Ν.Φ.:

Αφηγητής: Παραστατίδης Γεώργιος. Ερευνήτρια: Νίκη Φωτιάδου. Μεσόβουνο, 2 Νοεμβρίου 2019. Πείτε μας το όνομά σας, το ονοματεπώνυμό σας.

Γ.Π.:

Λέγομαι Γεώργος Παραστατίδης, του Πέτρου–

Ν.Φ.:

Καλή σας ημέρα–

Γ.Π.:

Και της Μάρθας.

Ν.Φ.:

Καλή σας ημέρα–

Γ.Π.:

Ευχαριστώ.

Ν.Φ.:

Κύριε Γεώργιε.

Γ.Π.:

Ευχαριστώ, να είστε καλά.

Ν.Φ.:

Για πείτε μας, πού γεννηθήκατε και πότε.

Γ.Π.:

Γεννήθηκα στο Μεσόβουνο, το 1932 και ζω στο Μεσόβουνο κι εδώ θα πεθάνω.

Ν.Φ.:

Η καταγωγή σας από πού είναι;

Γ.Π.:

Η καταγωγή μας είναι από την πατρίδα, από την Αδριανούπολη. Από εκεί είναι η καταγωγή και σηκωθήκανε, ήρθανε προς το Σεβάστεια και από εκεί ήρθαν εδώ, πάλι, δηλαδή κι εκεί πρόσφυγες ήτανε και πάλι πρόσφυγες ήρθαν εδώ και μετά έγιναν χειρότεροι πρόσφυγες, γιατί μας κάψανε οι Γερμανοί, ήρθαν οι "πατριώτες", προδότες. Προδίνανε τον ελληνικό λαό και σκότωναν τον ελληνικό λαό. Οι δικοί μας ανέκαθεν ήταν αντίθετα με το καθεστώς, το φασιστικό. Ναι και δημιούργησανε μια οργάνωση στο Μεσόβουνο, τέλος πάντων, κι έγιναν και εκλογές. Οργάνωση, αντιστασιακή οργάνωση. Αντιστασιακή οργάνωση, μια ομάδα ήτανε, λοιπόν, και ο στρατός άφησε πολλά πολεμοφόδια εδώ, όταν οπισθοχωρούσε ο ελληνικός στρατός κι εκείνα τα κρύψανε. Είχαν υπ' όψιν τους ότι, αφού κατέληξε ο στρατός, ο ελληνικός, στο αυτό, στη στρατιά του και τα αφήσανε κι έφυγαν και ήξεραν ότι θα έρθουν μεθαύριο οι Γερμανοί, να έχουμε όπλα και δημιούργησαν κι εκείνα τα όπλα τα κρύψανε. Πολλά πυρομαχικά ήτανε. Ήτανε τεράστιο, σαν να ήτανε, με κουβά τα στοιβάξανε και τα κρύψανε και ορισμένα θάψανε. Η αστυνομία επίμενε να τα θάψουνε. Tέλος πάντων, τα θάψανε και ήταν κι ένας Νομάρχης, Γεωργαντάς, παλιoάνθρωπος! Παλιάνθρωπος! Εκείνος, άμα ήθελε, θα γλίτωνε το Μεσόβουνο, δε θα σκοτωνόντουσαν όλοι, αλλά δεν ήθελε, ήταν κι εκείνος από αυτούς. Απ' αυτούς ήτανε και αυτός. Λοιπόν...

Ν.Φ.:

Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, κύριε Γιώργο, εσείς πού ζούσατε; Πόσα αδέρφια ήσασταν;

Γ.Π.:

Ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Το ένα ήταν μικρό, γεννημένο τότε, ήταν στην κούνια, τα άλλα ήταν μεγαλύτεροι.

Ν.Φ.:

Μεγαλύτερα από εσάς;

Γ.Π.:

Ναι. Όχι, μεγαλύτεροι από εμένα. Εγώ ήμουν ο μεγάλος.

Ν.Φ.:

Εσείς ήσασταν ο μεγάλος.

Γ.Π.:

Ναι, εγώ ήμουν ο μεγάλος, οι άλλοι ήταν δύο, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι και το κορίτσι το μικρό ήτανε στην κούνια. Εντωμεταξύ, η μάνα μας, οι δικές μας οι μάνες ήταν ηρωίδες. Όχι μόνο, όχι μόνο… Γιατί όλο το χωριό, δεν είχαν άντρες, όλους από 16 μέχρι 60 τους χωρίζανε. Όρμησαν οι Γερμανοί, κυκλώσαν το χωριό νύχτα, όρμησαν στο χωριό μέσα, μέρα με τη νύχτα δεν ήτανε να ντυθούνε, δεν τους άφησανε να ντυθούνε οι άνθρωποι και με τα όπλα άνοιγαν τις πόρτες και: «Komm, komm! Εκκλησία, εκκλησία!», τους σπρώχνανε στην εκκλησία. Κι έτσι πολλοί ήταν με εσώρουχα μόνο, δεν ήτανε ντυμένοι, δεν τους άφησαν να ντυθούν. Τέλος πάντων, πήγανε στην εκκλησία, γέμισε η εκκλησία. Αυτοί είχανε σκοπό να μας κάψουν εκεί μέσα, στην εκκλησία, αλλά...

Ν.Φ.:

Τώρα μιλάμε για το 1941, την πρώτη φορά, που ήρθανε–

Γ.Π.:

Ναι, την πρώτη φορά είναι αυτό, την πρώτη φορά. Αφού γέμισε η εκκλησία, είδανε δε χωράει ο κόσμος μέσα, τους έδιωξαν παρακάτω. Τους έβγαλαν και ήρθε και μια διαταγή και να μη σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα και τους έβγαλαν έξω από το χωριό, όπως είναι το γήπεδο τώρα, προς τα εκεί, προς τα Κομνηνά. Τέλος πάντων, έγινε αυτό που έγινε. Πήγαν εκεί ο κόσμος και εγώ μικρός ήμουνα εκεί και η μάνα μου και όλοι πήγανε εκεί. Η μάνα μου με φώναξε: «Έλα εδώ παιδί μου», «Τι είναι», λέω, «μάνα;». Λέει: «Πάνε στο σπίτι, πάνε στο σπίτι, πάρε τον κουβά», τον κουβά που φάζουμε τα ζώα, τα άχυρα που βάζουμε και δίνουμε τα ζώα –τότε ήταν ψιλό το άχυρο δεν ήταν σαν αυτό, το σάλμα, αλωνίζανε στα αλώνια και ήταν ψιλό–, τέλος πάντων, πήρα τον κουβά, έβαλα τα ρούχα της μέσα, γιατί με είπε: «Να βάλεις τα ρούχα μου μέσα, να πας να τα δώσεις στον πατέρα σου και να τον πεις ότι θα έρθει, να περάσει από εδώ», από εκεί που γινόταν ο έλεγχος. Και πέρασε, τέλος πάντων, ήρθα, του τα έδωσα και λέω: «Πατέρα, η μάνα με έδωσε τα ρούχα της και με είπε να πας[00:05:00], να φύγεις από εκεί που περνάει όλος ο κόσμος». Εκείνη η διάβαση κι έκαναν τον έλεγχο εκεί, δεν μπορούσε να ξεφύγει κανείς. «Και διαλέγουνε», λέω, «τους άνδρες από 16 μέχρι 60, τους άλλους όλους τους παίρνουνε και από εκεί θα περάσεις», λέω και πέρασε από εκεί, τον έλεγχο, πήγε παρακάτω είδε αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς, στα γόνατα όλοι, τα πολυβόλα στημένα και ο κόσμος καθότανε και κοιτούσε, αλλά αυτοί απελπισμένοι ήτανε. Τέλος πάντων, ο θείος μου, μην έρθω στο θείο ακόμα. Πέρασε τη γραμμή...

Ν.Φ.:

Ο πατέρας σας.

Γ.Π.:

Ο πατέρας μου. Αφού πέρασε τη γραμμή, τον έλεγχο δηλαδή, και λέει: «Αυτοί όλοι θα σκοτωθούνε, αδέρφια, ξαδέρφια, συγχωριανοί και εγώ θα ζήσω; Δεν τη θέλω αυτή τη ζωή! Τι να την κάνω αυτή τη ζωή;». Κι έβγαλε τα ρούχα και πήγε και αυτός μαζί τους.

Ν.Φ.:

Γύρισε πίσω, δηλαδή, μπήκε στη γραμμή...

Γ.Π.:

Ναι–

Ν.Φ.:

Μπροστά στα πολυβόλα.

Γ.Π.:

Αυτοί περνούσαν τη γραμμή κι από δίπλα ήτανε τα.... Ήτανε πεδιάδα, τριφύλλια ήταν εκεί κοντά, ήτανε πεδιάδα κι εκεί τους βάλανε και... Ήτανε πεδίον βολής βολικό, για να μπορέσουν να τους χτυπήσουν. Τέλος πάντων, ένας θείος μου είπε: «Ας ορμήσουμε στα όπλα!» και ορισμένοι σκέφτηκαν πιο λογικά: «Εάν ορμήσουμε στα όπλα, θα σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα, δε θα αφήσουν γυναικόπαιδο, θα σκοτώσουν όλα τα γυναικόπαιδα» κι έτσι δεν ορμήσανε στα... Και τότε σηκώθηκε ένας θείος, ο αδερφός αυτουνού που το είπε, της μάνας μου ο αδερφός είναι, σηκώθηκε με έναν άλλο και φύγανε. Ο άλλος ήταν πιο μπροστά, εκείνος, τον χτυπήσανε, τον σκοτώσανε εκείνον. Ο θείος μου πήγε στη... Είχε μια θεία εκεί κοντά και είχε φούρνο, πήγε χώθηκε στο φούρνο μέσα, αλλά τα σπίτια καιγότανε, τα κάψαν τα σπίτια, όλο το χωριό καιγότανε. Αφού καιγόταν τα σπίτια, αυτός χώθηκε στο φούρνο μέσα. Οι Γερμανοί έτρεξαν να τον βρούνε, δεν τον βρήκανε, έμεινε τρεις μέρες στο φούρνο μέσα αυτός. Ύστερα από τρεις μέρες, ήρθανε από τα Κομνηνά, από διάφορα χωριά –τώρα τι ήθελαν, αυτοί ξέρουν. Πλιάτσικα ήθελαν; Ήρθαν να βοηθήσουν σε κάτι; Δεν ξέρω ακριβώς– και τον βρήκανε. Άκουσε ελληνικές φωνές, λέει: «Για να δω τι...» και όταν είδε είναι Έλληνες, λέει: «Γερμανοί είναι;». Λέει: «Οι Γερμανοί φύγαν, δεν είναι Γερμανοί», τότε βγήκε απ’ το φούρνο, τρεις μέρες ήταν μες στο φούρνο. Λοιπόν, αυτός, έζησε, τέλος πάντων, πέθανε τώρα, ύστερα. Αφού–

Ν.Φ.:

Εσείς, όταν δώσατε τα ρούχα στον πατέρα σας, με το καλάθι, που σας είπε η μητέρα σας να πάτε, μετά φύγατε, γυρίσατε στη–

Γ.Π.:

Ναι-

Ν.Φ.:

Μητέρα σας;

Γ.Π.:

Έφυγα, πήγα κάτω με τη μάνα μου.

Ν.Φ.:

Και που πήγατε όλοι μαζί, τα γυναικόπαιδα;

Γ.Π.:

Τότε τα γυναικόπαιδα όλα τα διώξανε προς τα Κομνηνά, με τα πόδια! Ήτανε, δεν ήταν αυτός ο δρόμος που είναι σήμερα, ήτανε από εδώ μεριά, πιο αριστερά ήταν ο δρόμος. Από εκεί μας έδιωξαν, πήγαμε στα Κομνηνά, απ' τα Κομνηνά Πτολεμαΐδα, μας πήγαν μέσα στα χάνια...

Ν.Φ.:

Εκεί πώς ήταν η κατάσταση, θυμάστε;

Γ.Π.:

Ήτανε χάλια. Να σκεφτείς εκατό άτομα ήτανε σε ένα τόσο μέρος. Όρθιοι κοιμόταν, ο ένας επάνω στον άλλον, δεν ήταν… Και ύστερα μας βάλαν στα σχολεία, εδώ εκεί και είπανε, από εκεί και ύστερα είπανε: «Όσοι έχετε συγγενείς και μπορείτε να πάτε, να σας βοηθήσουμε κι εμείς, να πάτε να ζήσετε εκεί, αλλιώς εδώ δεν μπορείτε να ζήσετε».

Ν.Φ.:

Εκεί τι τρώγατε; Πώς ζούσατε; Ήταν και άλλοι άνθρωποι;

Γ.Π.:

Βρέθηκε... Μάλλον ήταν μια οργάνωση και έκανε φαΐ. Σε έναν, ήταν ένας, κάποιος Νικολαΐδης, αλλά εκείνος, ας λέμε, εκείνος φαινόταν ότι το έκανε εκείνος, αλλά η οργάνωση τον βοηθούσε κι εκείνος. Βοηθούσε κι εκείνος, αλλά και η οργάνωση. Και μας φέρνανε με τα καζάνια, φαΐ, ψωμί, εδίνανε τον κόσμο και έτρωγε, τι να έκαναν; Όσο, όσο–

Ν.Φ.:

Ήταν μόνο από το Μεσόβουνο άνθρωποι ή–

Γ.Π.:

Απ' το Μεσόβουνο, όλοι απ' το Μεσόβουνο, δεν ήτανε άλλοι, άλλοι δεν ήτανε. Αλλά αυτό ήταν.

Ν.Φ.:

Εκείνες τις ημέρες που ήσασταν εσείς στα χάνια, στην Πτολεμαΐδα, στο Μεσόβουνο τι γινόταν;

Γ.Π.:

Καιγόταν! Το Μεσόβουνο καιγότανε! Ένα μήνα καιγότανε τα σπίτια. Γιατί ήτανε φθινόπωρος, Αγίου Δημητρίου, την σοδειά όλη τη μαζέψανε, δεν άφησαν έξω τίποτα, όλα τα σίτηρα, ό,τι είχαν οι μπαχτσέδες, το ένα, το άλλο. Ετοιμάστηκαν για το χειμώνα! Όλα τα μαζέψανε και ήτανε στις αποθήκες και στα τέτοια μέσα. Αυτά όλα τα κάψανε, δεν άφησανε σπίτι για σπίτι! Να σκεφτείς, τα σπίτια ήταν με πέτρινες, με πέτρο χτισμένα ήταν, πετροχτισμένα και τα σπίτια, τα ντουβάρια έγιναν ασβέστης από το κάψιμο, που είχανε τόσο πράγμα μέσα... Δηλαδή, είχανε σοδεία μέσα και καιγόταν, ένα μήνα και παραπάνω[00:10:00] καιγότανε τα σπίτια.

Ν.Φ.:

Πόσοι άνδρες σκοτώθηκαν;

Γ.Π.:

Εκατόν εξήντα πέντε. Εκατόν εξήντα πέντε, σε αυτούς μέσα ήταν και τρεις δάσκαλοι. Ήταν ξένοι και αυτούς, τους σκοτώσανε.

Ν.Φ.:

Έμεινε κανένας άνδρας στο χωριό, εκτός από το θείο σας, που κρύφτηκε στο;

Γ.Π.:

Μόνον οι μεγάλοι και αν έτυχε κανένας να έφυγε, να μην ήταν στο χωριό. Διότι ήξερε, ας λέμε, αυτός ήξερε λίγο-πολύ, ήταν και μες στην οργάνωση και έφυγε αυτός, γλύτωσε, έφυγε εννοώ, δεν ήρθε στο χωριό. Και εμένα ένας ξάδερφός μου ήταν κάτω στον κάμπο σε μια θεία του και εκείνη τη βραδιά έτυχε να 'ρθει. Κι έτσι ήρθανε πολλοί. Ο Νομάρχης, αυτός ο Γεωργαντάς, έλεγε: «Μη φοβάστε, ελάτε, δεν είναι τίποτα, ελάτε». Μάζεψαν τον κόσμο και μετά έκαναν, είχαν και τα στοιχεία αυτοί, είχαν και τους, τα πηγούνια από εδώ οι… Τους προδότες των... Κάποιων...

Ν.Φ.:

Όταν εσείς πήγατε μετά από τα χάνια της Πτολεμαΐδας, πήγατε σε συγγενείς είπατε, όποιοι είχατε.

Γ.Π.:

Ναι, ναι.

Ν.Φ.:

Πού πήγατε εσείς; Η οικογένειά σας που πήγε;

Γ.Π.:

Εμείς έφυγαμε, πήγαμε κάτω, στα Πολλά Νερά, τα ξέρεις;

Ν.Φ.:

Ναι.

Γ.Π.:

Εκεί έχω θεία. Του πατέρα μου η αδερφή και πήγαμε εκεί.

Ν.Φ.:

Άρα, πήγατε με τη μαμά σας και τα τρία σας αδέρφια, ε;

Γ.Π.:

Ναι, αλλά η μάνα μου έφυγε με τα παιδιά. Εγώ, επειδή είχαμε και κτηνοτροφία και τα πρόβατα τα είχαμε με μια άλλη γυναίκα, η οποία ήταν νουνά μας, ας λέμε, δε με βάπτισε εκείνη, αλλά ήταν νουνά, βάπτισε ένα παιδί μας. Λοιπόν, με εκείνη πήραμε 60 κεφάλια πρόβατα και με τα πόδια, από εδώ βγήκαμε στο Κουτσούφ, απάνω στο βουνό και από εκεί κατεβήκαμε. Εμείναμε εκεί, η γυναίκα πήγαινε μπροστά κι εγώ από πίσω, μωρό, ρούχα δεν με έμειναν, στα κλαδιά εδώ-εκεί, σκιστήκανε όλα και πήγαμε από το βράδυ μείναμε εκεί και το πρωί σηκωθήκαμε, κατεβήκαμε στα Πολλά Νερά. Όταν πήγαμε στα Πολλά Νερά, εγώ ήμουνα νηστικός. Η θεία μου με έφερε πολύ φαΐ να φάω και η άλλη γυναίκα βρέθηκε εκεί, λέει: «Όχι τόσο φαΐ, θα πεθάνει το παιδί» και δε με άφησε να φάω, πήρε το μισό το φαΐ, δε με άφησε να φάω, εγώ ήθελα να το φάω, νηστικό ήμουν. Τέλος πάντων, γλιτώσαμε και πήγαμε εκεί, εμείναμε εκεί.

Ν.Φ.:

Πόσο καιρό μείνατε στα Πολλά Νερά, θυμάστε;

Γ.Π.:

Εμείναμε χρόνο και παραπάνω.

Ν.Φ.:

Και γυρίσατε μετά στο Μεσόβουνο πίσω.

Γ.Π.:

Ναι! Τι να κάναμε;

Ν.Φ.:

Πώς έγινε και γυρίσατε; Όταν...

Γ.Π.:

Οι Γερμανοί ήταν, αλλά δεν ήταν στο χωριό μας, εδώ, δεν ήταν, ήταν στην Πτολεμαΐδα, ήταν [Δ.Α.].

Ν.Φ.:

Σας ειδοποίησε κάποιος ότι έφυγαν απ' το χωριό οι Γερμανοί και γυρίσατε;

Γ.Π.:

Ναι, το μάθαμε, ναι, ναι. Δεν ήταν στο χωριό. Αυτοί κάναν ό,τι κάναν, σκοτώσανε τους άνδρες και έφυγαν, άλλο δεν ήρθαν εδώ. Οι Γερμανοί άλλο δεν ήρθαν εδώ.

Ν.Φ.:

Και όταν γυρίσατε, η εικόνα του χωριού; Τη θυμάστε; Την περιοχή.

Γ.Π.:

Ούτε... Τι να σε πω! Κατεστραμμένα τα πάντα. Δεν έβλεπες σπίτι, όλα και καμένα, πεσμένα, δηλαδή ήταν ένα πράγμα, σαν να ήτανε πώς να σε πω... Ένας ανεμοστρόφαλος και όλα τα ρήμαξε. Έτσι ήταν, δεν αφήσαν τίποτα! Δηλαδή, αν έμεινε κι ένα σπίτι, μια γωνία έμεινε, που δεν κάηκε. Έτυχε να μην καεί μία γωνία, άλλο τίποτα δεν ήταν.

Ν.Φ.:

Άρα, δε βρήκατε εσείς κάτι από το σπίτι σας [Δ.Α.].

Γ.Π.:

Όχι, όχι, τίποτα!

Ν.Φ.:

Και πώς ξαναδημιουργήσατε μετά; Πώς καταφέρατε μετά, η μητέρα σας με ορφανά παιδιά να ξαναστήσει το σπίτι της, μετά το '41, που επιστρέψατε;

Γ.Π.:

Τι να έκαναν για; Πώς να σε πω; Ζητιανεύαν εδώ κι εκεί, δεν είχανε τίποτα. Ρούχα δεν είχανε, φαΐ δεν είχανε, τίποτα δεν είχανε. Ό,τι πήγαιναν σε ένα σπίτι και ζητούσανε, όχι εδώ, σε άλλα χωριά. Αν τους έδιναν, καλώς τους έδωσαν, αν δεν τους έδιναν, τίποτα.

Ν.Φ.:

Και πού μένατε τότε;

Γ.Π.:

Εκάναμε με ξύλα σε ένα ντουβάρι κοντά, με βρίζα, εκάναμε υπόστεγο κι εκεί κάτω ζήσαμε. Να κάνουμε ένα δωμάτιο να, δωμάτιο, μαυροδωμάτιο να κάτσουμε μέσα, σαν άνθρωποι, να κοιμηθούμε το βράδυ μέσα, αυτό ήταν.

Ν.Φ.:

Και μετά από λίγο ξανά έρχονται οι Γερμανοί, το '44.

Γ.Π.:

Ναι! Ήρθανε πάλι.

Ν.Φ.:

Τότε τι έγινε;

Γ.Π.:

Τότε σκοτώσανε γυναικόπαιδα. Ήταν και οι "πατριώτες" από εδώ, απ' τον Πελαργό, ΠΑΟτζήδες λεγάμενοι, αυτοί... Παιδιά μικρά, φύγανε στο βουνό, έφτασανε στο Γραμματικό, ένα χωριό, Γραμματικό, επάνω στο, ψηλά, ναι. Εντωμεταξύ, με τις μάνες τους και με γειτόνους, ξέρω εγώ, ήταν κάνα τριάντα-τριανταπέντε παιδιά. Αυτοί, μόλις έγινε η επιχείρηση για το Βέρμιο[00:15:00], αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό αυτό, για να έρθουν στο δικό μας το χωριό, να 'ρθουν στο πατρικό τους. Και σε ένα σημείο, ενδιάμεσα Μεσόβουνο-Γραμματικό, είναι ένα μεγάλο, μεγάλος βράχος, εκεί απότομο είναι. Οι ΠΑΟτζήδες πηγαίνανε και οι Γερμανοί από κάτω προς τα πάνω, αυτοί ερχότανε έτσι κι ανταμωθήκανε εκεί απάνω. Ανταμωθήκανε εκεί απάνω. Εκεί έκαναν τα αίσχη! Σκοτώσανε τα παιδιά, με συγχωρείς και τα κορίτσια τα... Άστα μην, μην... Και μετά, για να μην φανούν τα ίχνη τους, οι "πατριώτες" 'ρίξαν, τους μαζέψανε, ρίξανε πετρέλαιο και τους κάψανε! Για να μην καταλάβουν ότι τους σκοτώσανε μάλλον και τα αίσχη που κάνανε, για να μην τα καταλάβουν, τους μαζέψανε, ρίξανε πετρέλαιο και τους κάψανε.

Ν.Φ.:

Ήταν πολλά άτομα;

Γ.Π.:

Ήταν, ναι... Τριάντα δύο άτομα, γυναικόπαιδα. Γυναίκες ήτανε. Μια συγκεκριμένα, είχε έναν κουμπάρο απ' τον Πελαργό και του λέει: «Κουμπάρε! Κουμπάρε!», λέει: «Κουμπάρο δεν έχει τώρα εδώ», αυτός. «Κι εσύ», λέει –Και ζούσε μέχρι τις προάλλες ο κερατάς.

Ν.Φ.:

Τον αναγνώρισε, δηλαδή, αλλά δεν την βοήθησε...

Γ.Π.:

Ναι, αυτή είδε τον κουμπάρο, ας λέμε, και σαν, σαν συγγενής, σαν "πατριώτης" ήθελε να βοηθήσει, εκείνος λέει: «Κουμπάρο δεν έχει εδώ τώρα», άτιμοι άνθρωποι κι έτσι πάνε κι εκείνοι, πάνε και όλοι.

Ν.Φ.:

Αυτό έγινε πάνω, στο βουνό, μεταξύ Μεσοβούνου και Γραμματικού. Στο χωριό; Εσείς τι κάνατε; Μάθατε; Κρυφτήκατε;

Γ.Π.:

Κρυβόμασταν, φύγαμε στο βουνό. Τρεις μέρες ήμουνα στο βουνό, ήταν μια σπηλιά, χωθήκαμε εκεί μέσα, μπορεί να χωρούσε είκοσι άτομα, εξήντα άτομα ήμασταν ο ένας επάνω στον άλλο. Και ο Γερμανός ήρθε, κάνανε επιχείρηση για, πέρασανε από εκεί, όλο τον τόπο περνούσανε και έτυχε να στήσει το πολυβόλο απάνω στο αυτό, εκεί, στη σπηλιά. Σπηλιά είχε, ήταν ένα πράγμα, πώς να σε πω, σαν καμάρα, σαν φούρνος. Από εδώ είχε τρύπα και από εκεί είχε στόμα. Και από εδώ είχε, από εδώ το φράξανε με κέδρα και πέτρες, για να μη φανεί. Εγώ καθόμουν εκεί και ήταν ένας παππούς και με έλεγε: «Για κοίτα εκεί, επάνω, πουλίμ', είναι Γερμανοί;» και έλεγα, έβλεπα σε ένα σημείο ανθρώπους γύρω, στρατιώτες ήτανε, Γερμανοί ήταν. Και λέω εγώ: «Εκεί, θείο, είναι άνθρωποι πολλοί, πολλοί άνθρωποι είναι εκεί». «Α, πουλίμ'», λέει, «Γερμανοί είναι». Τέλος πάντων, ήρθε η μάνα μου το βράδυ, μας πήρε, κατέβασε, εικοσιπέντε άτομα κατέβασε, σαν στρατιώτης ήτανε, απ' τους Γερμανούς εδώ, στον κάμπο μέσα, ήτανε, όπως είναι οι Πύργοι και ο αυτός έκανε το ψυγείο, ο Χαΐτίδης, από εδώ, λίγο πιο από εδώ, από εκεί μας πέρασε και πήγαμε στο Μανιάκι. Απ' το δικό μας τον κάμπο περάσαμε και πήγαμε στο Μανιάκι και μας γλίτωσαν. Αλλά οι Γερμανοί είχαν εγκαταστάσεις λίγο πιο εδώ κι ένας παππούς κι ένας, κάποιος Χρυσίδης, ο παππούς, και άλλος, Τσιτλαχίδης Αναστάσιος, αυτοί πέσανε στην ενέδρα, τραυματιστήκαν τότε και ο τραυματίας έφυγε, πήγε απάνω, στο βουνό. Οι Γερμανοί έφυγαν από εκεί, πήγαν πιο πέρα. Λοιπόν, αυτός, όπως μπήκε μες το κέντρο, ήτανε νερό εκεί, πηγή, πήγε να πιεί νερό και, τέλος πάντων, ήπιε νερό και μόλις είδε έρχονται οι Γερμανοί πάλι, χώθηκε σε ένα κέδρο. Ήρθε ο Γερμανός, με συγχωρείτε για τη φράση, κατουρούσε απάνω του, στο κέδρο κατουρούσε, απάνω του και αυτός τσιμουδιά δεν έκανε, τι να έκανε; Από το φόβο του, τραυματίας ήταν κιόλας, και έφυγαν οι Γερμανοί και έμεινε αυτός, γλίτωσε!

Ν.Φ.:

Γλίτωσε.

Γ.Π.:

Γλίτωσε, τώρα, ύστερα, πέθανε. Κόκκων.

Ν.Φ.:

Εσείς, σας οδήγησε με τη μητέρα σας και άλλα γυναικόπαιδα από το χωριό, ο Γερμανός.

Γ.Π.:

Ναι. Όχι Γερμανός, όχι! Η μάνα μου μόνο μας πήρε απ' τη σπηλιά, από εκεί.

Ν.Φ.:

Χωρίς εντολή, δηλαδή, από κάπου;

Γ.Π.:

Χωρίς εντολή και είπε: «Εγώ θα πάω, εδώ θα πεθάνουν τα παιδιά μου, εγώ θα πάρω τα παιδιά μου και θα κατεβώ σε ένα χωριό, οπουδήποτε». Και κατέβηκε στο Μανιάκι. «Όσοι θέλετε, ελάτε, δεν παίρνω ευθύνη» και όντως το έκανε αυτή, ήρθαν και άλλες δύο γυναίκες με τα παιδιά τους. Ήρθαν και αυτοί, πήγαμε στο Μανιάκι. Όταν πήγαμε στο Μανιάκι, αυτοί, εφτάσαμε σε ένα σημείο, λέει η μάνα μου: «Από εδώ, εσείς, οι μεγάλοι, πήγατε στο Μανιάκι, εγώ δεν πήγα, δεν τον ξέρω τον δρόμο, κοιτάξτε από πού θα πάμε!». Και ανέλαβαν αυτοί και πήγαμε. Αλλά δεν μας πήγαν κατευθείαν μες στο χωριό. Ο δρόμος ήτανε από ρέμα, δίπλα στο ρέμα ήτανε. Μας πήγανε επάνω, αντίθετα στο ύψωμα. Οι Γερμανοί μας είδανε το πρωί, εμείς εκεί επάνω πολλά άτομα. «Α-ου-α-ου», κάτι λέγανε, ήρθανε μας πήρανε. Και ο ένας[00:20:00] ο Γερμανός έκλαιγε, γιατί μια κοπέλα έμοιαζε την αδερφή του και είπαμε: «Γιατί κλαίει αυτός;», οι γυναίκες βέβαια, είπανε: «Γιατί κλαίει αυτός ο Γερμανός;» και είπε ο διερμηνέας: «Μοιάζει την αδερφή του, γι' αυτό θυμήθηκε την αδερφή του, για αυτό κλαίει». Καλά, ήταν και άνθρωποι μέσα, τι σημασία έχει αυτό;

Ν.Φ.:

Δεν σας πείραξαν, δηλαδή.

Γ.Π.:

Όχι, μας έβαλαν στην εκκλησία. Αφού μας έβαλαν στην εκκλησία, στο Μανιάκι, μας έβαλαν στην εκκλησία, ξημερώσαμε ένα βράδυ εκεί. Το πρωί ήρθανε τα τζέιμς απ' τους Πύργους, ζώα και από παντού, ήτανε ζώα επάνω στα τζέιμς και μας 'χωσαν και εμάς μέσα. Και τα ζώα μας πατούσαν, μας έχεζαν, προσέχαμε, όσο να μη μας πατήσουν και μας σκοτώσουνε και μας πήγανε στην Πτολεμαΐδα.

Ν.Φ.:

Πάλι, δηλαδή, σε χάνια στην Πτολεμαΐδα.

Γ.Π.:

Πάλι ναι, τόσο δεν κάτσαμε στα χάνια, τότες αμέσως μας διοχετέψανε στα σπίτια, στην Πτολεμαΐδα μας πήγανε, λίγοι ήμασταν.

Ν.Φ.:

Σε συγγενικά σπίτια;

Γ.Π.:

Όχι, όχι. Γνωστά, λίγο-πολύ, γνωστά ήτανε, μας πήγανε.

Ν.Φ.:

Κι εκεί πόσο καιρό μείνατε;

Γ.Π.:

Εκεί δύο-τρεις μέρες μείναμε και φύγαμε πάλι.

Ν.Φ.:

Πού πήγατε;

Γ.Π.:

Πήγαμε όπου ευρίσκαμε, δεν είχαμε στέκι να πάμε, θα πούμε: «Να πάμε στους Πύργους ή στο Μεσόβουνο». Όπου ευρίσκαμε. Ψάχναμε να φάμε, ζητιανεύανε από το ένα χωριό στο άλλο. Ήρθαμε στον Πεντάβρυσο, από εκεί ζητήσαμε ήτανε και μικρό χωριό, δώσανε κάτι οι άνθρωποι, ό,τι είχανε, δώσανε ψωμί, κανένα ρούχο και φύγαμε. Μετά πηγαίναμε στο Φιλώτα, απ' το Φιλώτα στο άλλο κι έτσι περάσαν, περάσανε οι μέρες. Αλλά, αρχικά εδώ, αρχικά, ήταν ένας παιδί, αυτός, ήτανε, θα το πούμε όπως είναι, στην οργάνωση. Είχε όπλο! Ήτανε, ανέβηκανε στο βουνό οι δικοί μας, μερικοί, αυτή η οργάνωση. Αυτοί έστειλαν το παιδί απ' το κάτω μέρος του χωριού, για να μπει στο χωριό, να δει τι γίνεται, σαν σύνδεσμο τον στείλανε. Οι Γερμανοί τον είδανε, τον πιάσανε και τον φέρανε στην πλατεία του χωριού, φέραν, μάζεψαν το χωριό όλο και τον πατέρα του και τον κρεμάσανε στο δέντρο και τον σκοτώσανε. Στον πατέρα του μπροστά και στον κόσμο μπροστά. Παραδειγματικά τα κάνανε αυτά, να φοβηθεί ο κόσμος, να μην τα ξανακάνει, διότι έβρισκαν αντιστάσεις, να μην τα κάνει ο κόσμος, να μη βρουν αντίσταση. Έκαναν τη δουλειά τους όπως ήθελαν, τι να εκάναμε;

Ν.Φ.:

Τη δεύτερη φορά, κύριε Γιώργο, επιστρέψατε πάλι, μετά το '44, που σας έκαψαν οι Γερμανοί στο χωριό–

Γ.Π.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Επιστρέφετε στο Μεσόβουνο.

Γ.Π.:

Επιστρέφαμε, τι να κάναμε;

Ν.Φ.:

Τότε τι έγινε; Γιατί φαντάζομαι και αυτά που, την πρώτη φορά προσπαθήσατε να κάνετε σαν καλύβα για να προστατευθείτε, για να μένετε, θα κάηκαν πάλι.

Γ.Π.:

Πάλι καήκανε, ναι, και το '47 μας κάψαν οι "πατριώτες" πάλι με το στρατό, οι Έλληνες. Ήρθαν εδώ, εμείς, Αύγουστος μήνας ήταν, Αύγουστος-Ιούλιος, αλωνίζαμε. Αλωνίζα στου παππού μου το αλώνι επάνω , είχαμε δυο μουλάρια, τότε μας δώσανε και μουλάρια η Ούντρα. Μας έδωσε η Ούντρα μουλάρια και έτυχε να πάρουμε ένα εμείς κι ένα ο θείος μου και τα ζεύαμε μαζί. Τ’ αλώνιζαμε στου παππού. Από τον Πελαργό έριξαν τις οβίδες, η μία έπεσε αριστερά στο χωριό, πέρα, μακριά. Η άλλη έπεσε πιο απάνω απ' το χωριό και η άλλη έπεσε στο κέντρο του χωριού. Όταν έπεσε, τα μουλάρια εκείνα τιναχτήκανε, καπίστρια, [Δ.Α.], τίποτα δεν αφήσανε, φοβήθηκα, πήγα τα έλυσα και τα έβαλα μέσα εγώ. Τα έβαλα στο μαντρί του παππού. Τα έβαλα στο μαντρί του παππού και φεύγω, διότι κυκλωμένο, κοιτάω τα βουνά, όλα γεμάτα στρατιώτες. Πού να ήξερα που είναι και ΠΑΟτζήδες μέσα; Έφυγα! Έφυγα σε ένα σημείο, το οποίο, ο στρατός ήτανε απάνω στο βουνό και εγώ έφυγα σε μια χαράδρα απέναντί τους. Απέναντι. Εγώ έτρεχα και τα χώματα τιναζότανε. Έριχναν σφαίρες να με χτυπήσουνε, επειδή έφευγα, σου λέει: «Αντάρτης είναι». Έριχναν, τα χώματα τιναζότανε, έβλεπα, λέει: «Τι γίνεται αυτά;». Ήταν ένας παππούς. «Θείο», λέω, «εδώ τα χώματα χορεύουνε», με λέει: «Δεν χορεύουνε, στην πέτρα πίσω έμπα», λέει, «θα σε σκοτώσουνε οι, από εκεί ρίχνουνε». Και μπήκα στην πέτρα μέσα, πίσω και κρύφτηκα, γλίτωσα από εκεί. Γλίτωσα, αφού φώναξαν ύστερα: «Όσοι ζείτε, ελάτε». Κατέβηκαμε στην πλατεία και από εκεί ήρθα, πήρα το μουλάρι και τρεις φορές φόρτωσα και κατέβηκα στα Κομνηνά. Κρεβάτια, ψωμιά, φαϊστικά, ό,τι μπορούσα, τρεις φορές κατέβηκα, σε ένα γνωστό σπίτι τα πήγα. Τι να έκαναμε; Αυτό ήταν... Και με εκείνα μετά ήρθε και η μάνα μου. Η μάνα μου πού ήταν δεν ξέρω, με τα παιδιά έφυγε κάπου. Όλοι σκορπιστήκανε[00:25:00], όπου μπορούσε ο καθένας και έφευγε. Οι "πατριώτες" πα, αυτό έκαναν.

Ν.Φ.:

Τρεις φορές, δηλαδή, κάηκε–

Γ.Π.:

Τρεις φορές–

Ν.Φ.:

Το χωριό.

Γ.Π.:

Τρεις φορές, ναι. Μια φορά ήτανε Έλληνες και τι να πεις; Οι ΠΑΟτζήδες με τους φαντάρους.

Ν.Φ.:

Και πώς ορθοποδήσατε μετά; Υπήρξε κάποια βοήθεια από το κράτος, να χτίσετε σπίτια, να πάρετε χωράφια;

Γ.Π.:

Έκαναν ορισμένους, έκαναν σπίτια, όχι όλα. Έκαναν, ο εποικισμός έκανε κάτι σπιτάκια, ένα δωμάτιο με ένα σαλονάκι και αυτό ήτανε, δεν ήταν–

Ν.Φ.:

Σας δόθηκε κάποια βοήθεια, να καλλιεργήσετε, για να μπορέσετε να ζείτε;

Γ.Π.:

Τι βοήθεια; Τίποτα δεν είχαμε.

Ν.Φ.:

Μόνοι σας, δηλαδή, πάλι.

Γ.Π.:

Μόνοι μας, μόνοι μας. Βοήθεια μας έδωσαν αυτό το μουλάρι, που είπαμε. Με αυτό το μουλάρι, κάναμε γεωργία και σπέρναμε τα χωραφάκια μας και παίρναμε και ξύλα και ζήσαμε. Αλλά μικρό παιδί, πόσο θα έφερνα εγώ; Τότε τι ήμουνα; Αφού ήμουνα 8 χρονών όταν καήκαμε το '41, ύστερα το '47, 8, 9, 10, 11. 11 χρονών μωρό, τι ξύλα θα έφερνα εγώ; Τι γεωργία θα έκανα; Πήγαινα με το θείο μου και εκείνος ήταν και λίγο αδύνατος εκείνος, κρατούσε το πουλούκι και όργωνε και εγώ κρατούσα το καμτσούκι με την ξύστρα κι έξυνα το αλέτρι, τι να έκανα;

Ν.Φ.:

Μικρό παιδί.

Γ.Π.:

Μικρό παιδί! Δεν μπορούσα να οργώσω εγώ. Δε μπορούσα να κρατήσω το κοτάνι, γιατί εκείνα περπατούσανε, εκείνο ήθελε να το κρατήσεις ισορροπία. Λίγο το έκανες έτσι, έφευγε. Και ζήσαμε! Με το ζόρι ζήσαμε! Αλλά σε είπα, οι μάνες μας ήταν ηρωίδες! Όχι μόνον η δικιά μου, όλες οι γυναίκες του χωριού. Ζήσανε τα παιδιά τους! Σπάνια να δώσανε παιδιά εδώ κι εκεί. Αλλά δώσανε και ορισμένοι παιδιά για υιοθέτηση και εμένα η μάνα μου έδωσε το κορίτσι σε μία, σαν υιοθέτηση, για να μάθει γράμματα, δασκάλα ήτανε. Είχε ένα μικρό μωρό, μαζί με εκείνο έπαιζε. Μετά από εκεί αρρώστησε, πάει, πέθανε η αδερφή μου, σάματις την προσέχανε; Και πήγανε στα νοσοκομεία... Πήγαμε, τη βρήκαμε στη Σαλονίκη, στο νοσοκομείο. Το τι υποφέραμε εμείς! Και ακόμα κι ακόμα μας έχουνε στο μάτι...

Ν.Φ.:

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Γιώργο, να είστε καλά.

Γ.Π.:

Κι εσείς να είστε καλά.